summaryrefslogtreecommitdiff
diff options
context:
space:
mode:
authorRoger Frank <rfrank@pglaf.org>2025-10-14 19:54:08 -0700
committerRoger Frank <rfrank@pglaf.org>2025-10-14 19:54:08 -0700
commit66a97c8ec7f1b86f211ef09cc4bf12f2517fcde5 (patch)
tree98ccfc1cb8642e34e8451eb9dc65aaaa716f8182
initial commit of ebook 30614HEADmain
-rw-r--r--.gitattributes3
-rw-r--r--30614-0.txt3858
-rw-r--r--30614-0.zipbin0 -> 88695 bytes
-rw-r--r--30614-h.zipbin0 -> 184623 bytes
-rw-r--r--30614-h/30614-h.htm3866
-rw-r--r--30614-h/images/cover.jpgbin0 -> 87898 bytes
-rw-r--r--LICENSE.txt11
-rw-r--r--README.md2
-rw-r--r--old/20091206-30614-0.txt3847
-rw-r--r--old/20091206-30614-0.zipbin0 -> 88701 bytes
10 files changed, 11587 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes
new file mode 100644
index 0000000..6833f05
--- /dev/null
+++ b/.gitattributes
@@ -0,0 +1,3 @@
+* text=auto
+*.txt text
+*.md text
diff --git a/30614-0.txt b/30614-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..b72ceb6
--- /dev/null
+++ b/30614-0.txt
@@ -0,0 +1,3858 @@
+The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Homer's Odyssey
+ Volume B
+
+Author: Homer
+
+Translator: Iakovos Polylas
+
+Posting Date: March 15, 2012 [EBook #30614]
+First Posted December 6, 2009
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
+A few corrections on typing mistakes have been included within brackets.
+
+Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές
+τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με [].
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
+ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
+
+
+
+
+ΟΜΗΡΟΥ
+ΟΔΥΣΣΕΙΑ
+
+
+ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
+ΙΑΚ. ΠΟΛΥΛΑ
+
+
+
+ΤΟΜΟΣ Β
+ΡΑΨΩΔΙΑ Η — Μ
+
+
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ
+
+
+
+ΟΜΗΡΟΥ
+ΟΔΥΣΣΕΙΑ
+
+
+
+Ραψωδία Η
+
+
+
+Τούτα εύχετ' ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας•
+την κόρη ωστόσον έπαιρναν 'ς την πόλι τα μουλάρια.
+και ότ' έφθασε 'ς τα υπέρλαμπρα παλάτια του πατρός της
+'ς τα πρόθυρα τα εκράτησε, και ολόρθοι ολόγυρά της
+οι θεϊκοί της αδελφοί τα λύσαν απ' τ' αμάξι, 5
+κ' έμπαζαν τα φορέματα• 'ς το δώμα της η κόρη
+εσύρθη και της άναβε φωτιάν η Απειραία
+γερόντισσα Ευρυμέδουσα θεράπαινα, 'που εφέραν
+απ' την Απείρην άλλοτε τα ισόπλευρα καράβια,
+και δώρο τότ' εξαίρετον εδόθη του Αλκινόου, 10
+του βασιλέα, 'π' ως θεόν οι Φαίακες ετίμαν.
+την λευκοχέρα Ναυσικά τούτ' είχεν αναστήσει,
+και τώρα στιά της άναβε κ' ετοίμαζε τον δείπνο.
+
+Και προς την πόλι κίνησεν ο θείος Οδυσσέας•
+κ' η Αθηνά καλόθελα τον έζωσε κατάχνια, 15
+μην απαντώντας τον κανείς των ανδρικών Φαιάκων
+ανεγελάση αυτόν πικρά και ποιος είν' ερωτήση.
+και εις την τερπνήν ότ' έμελλε την πόλι να πατήση,
+κει τον απάντησε η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
+με σχήμα κόρης τρυφερής, 'που στάμναν εβαστούσε, 20
+κ' εμπρός του εστάθη• ερώτησεν ο θείος Οδυσσέας•
+«Παιδί μου, δεν μου έδειχνες το σπίτι του Αλκινόου,
+του ανδρός, οπ' όλων των λαών εδώ 'ναι βασιλέας;
+ξένος εγώ ταλαίπωρος φθασμένος εδώ πέρα
+μέσ' από μέρη μακρυνά, κανέναν των ανθρώπων, 25
+απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα, δεν γνωρίζω».
+
+Τότε η θεά του απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Πατέρα ξένε, σένα εγώ το σπίτι οπού ζητείς με
+θα δείξω• ότ' είναι σύνεγγυς του δοξαστού πατρός μου•
+αλλά σιγά προχώρησε κ' εγώ τον δρόμο δείχνω. 30
+και μη κυττάζης άνθρωπον, μηδ' ερωτάς κανέναν,
+ότι τους ξένους τόσο αυτοί πολύ δεν υποφέρουν,
+και όποιος εδώ φθάση απ' αλλού, δεν τον περιποιούνται.
+το θάρρος έχουν 'ς τα γοργά καράβια τους και σχίζουν
+τα πέλαγα, ως εχάρισε 'ς αυτούς ο κοσμοσείστης. 35
+και ως το πτερόν ή ο στοχασμός τα πλοία τους πετιούνται».
+
+Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη
+γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια.
+και οι Φαίακες οι ναυτικοί ποσώς δεν τον νοήσαν
+'ς τη μέση τους ως διάβαινε την πόλιν, ότ' η Αθήνη, 40
+καλόκομη, δεινή θεά, δεν άφινε, αλλ' ομίχλην
+του έχυσε ολόγυρα πυκνήν, ότι γι' αυτόν πονούσε.
+και τους λιμέναις θαύμαζεν αυτός και τα ίσια πλοία,
+ταις αγοραίς, 'που εκάθιζαν οι ήρωες, και τα τείχη
+μακρυά, ψηλά, ξυλόφρακτα, 'π' όποιος τα ιδή θαυμάζει. 45
+και ότ' έφθασαν 'ς του βασιληά τα υπέρλαμπρα παλάτια,
+η θεά τότε ωμίλησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Ιδού, ξένε πατέρα μου, το σπίτι οπού μου λέγεις•
+να δείξω• τώρ' αυτού θα ευρής τους θείους βασιλείς μας
+εις το τραπέζι• μέσα εσύ προχώρα, και η ψυχή σου 50
+ας μη δειλιάση• ο θαρρετός άνδρας εις κάθε πράξι
+κάλλια προκόβει και αν αυτός έλθη από ξένα μέρη.
+την δέσποινα πρώτα θα ευρής 'ς τα μέγαρα• και Αρήτη
+την ονομάζουν ταιριαστά• κ' εκείνη έχει προγόνους
+τους ίδιους, 'που κατάγεται ο Αλκίνοος βασιλέας. 55
+και πρώτα τον Ναυσίθοον ο σείστης Ποσειδώνας
+γέννησε και η Περίβοια, 'π' ασύγκριτη 'ς τα κάλλη
+ήταν του Ευρυμέδοντα νεωτάτη θυγατέρα,
+μεγαλοψύχου βασιληά των προπετών Γιγάντων•
+αλλ' έχασε τον ασεβή λαόν, κ' εχάθη εκείνος. 60
+ο Ποσειδώνας απ' αυτήν έλαβε τον γενναίον
+Ναυσίθοον, 'που βασιληάς εγίνη των Φαιάκων,
+κ' έλαβ' υιούς Ρηξήνορα και Αλκίνοον• τον πρώτον
+εκτύπησ' ο αργυρότοξος Απόλλωνας νυμφίον
+'ς τ' άκληρο σπίτι, όπ' άφινε μιαν μόνην θυγατέρα, 65
+'π' ο Αλκίνοος νυμφεύθηκε κατόπι, την Αρήτη•
+και αυτήν ετίμησε ως καμμιά γυναίκα δεν τιμάται
+'ς τον κόσμον άλλη απ' όσαις ζουν 'ς ανδρός την εξουσία•
+τόσον ολόψυχα τιμούν εκείνην και δοξάζουν
+τ' αγαπημένα τέκνα της, ο Αλκίνοος και μ' εκείνους 70
+όλ' οι λαοί, 'π' ως εις θεά 'ς εκείνην αναβλέπουν,
+κ' εγκάδια την καλολογούν την πόλι ότε διαβαίνει•
+ότι με νουν λαμπρότατον και αυτ' είναι στολισμένη,
+και, όπου αγαπά, και των ανδρών ταις διαφοραίς διαλύει.
+αν ίσως σ' ελεημονηθή και σ' αγαπήση εκείνη, 75
+θάρρου, θα ιδής τους ποθητούς, ογλήγορα θα φθάσης
+'ς το σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γην την πατρικήν σου».
+
+Είπε η γλαυκόφθαλμη θεά, και απ' την τερπνή Σχερία
+τ' άπατα σχίζει πέλαγα κατά τον Μαραθώνα,
+και ως φθάν' εις την πλατύδρομη την πόλι της Αθήνας 80
+'ς του Ερεχθέα τον ναόν εμβαίνει. και ο Οδυσσέας
+του Αλκίνου εμπρός 'ς τα υπέρλαμπρα δώματα μεριμνούσε
+κ' εστέκονταν, το χάλκινο κατώφλι πριν πατήση.
+ότι ως του ηλίου φαίνονταν ή της σελήνης λάμψι
+'ς το μέγα δώμα του υψηλού 'ς το φρόνημ' Αλκινόου• 85
+ότ' ήσαν τοίχοι ολόχαλκοι πέρ' από το κατώφλι
+ως μέσα, και τους έζωνε χαλυβικό στεφάνι•
+το κτίριο το καλόκτιστο χρυσαίς εκλειούσαν θύραις•
+οι παραστάταις άργυροι 'ς το χάλκινο κατώφλι•
+τ' ανώφλ' ήταν ολάργυρο, χρυσός ο κρίκος ήταν• 90
+χρυσοί 'σαν σκύλοι και αργυροί 'ς το 'να και τ' άλλο πλάγι•
+τους έπλασεν ο Ήφαιστος με την σοφή του γνώσι,
+'ς το λαμπρό δώμα του υψηλού 'ς το φρόνημ' Αλκινόου
+φύλακες να ήναι αθάνατοι και αγέραοι 'ς τον αιώνα.
+'ς τον τοίχο γύρω αραδιαστά θρονιά και εις τα δυο μέρη 95
+απ' το κατώφλι εφαίνονταν ως μέσα πέρα πέρα,
+και γυναικών καλόγνεστα γιασίδια τα εσκεπάζαν•
+'ς εκείνα επάν' οι αρχηγοί καθίζαν των Φαιάκων,
+κ' έτρωγαν μαζή κ' έπιναν, ότ' είχαν αφθονία. 100
+και εις στυλοβάταις τεχνικούς στέκονταν χρυσοί νέοι,
+κρατώντας εις τα χέρια τους λαμπάδαις αναμμέναις,
+και των συνδείπνων έφεγγαν 'ς τα δώματα την νύκτα.
+πενήντα μες το δώμα του γυναίκαις έχει δούλαις•
+άλλαις αλέθουν τον καρπό, 'που 'ναι ξανθός σαν μήλο,
+άλλαις υφαίνουσι πανί και κλώθουσι μαλλία, 105
+καθήμεναις, και, ως της ψηλής λεύκας τα φύλλα, σειούνται•
+κ' είναι τα υφάσματα κρουστά, 'που επάνω ρέει το λάδι.
+και καθώς όλων των ανδρών οι Φαίακες πρωτεύουν
+να κυβερνούν 'ς την θάλασσαν, όμοια καλαίς τεχνίτραις
+είναι η γυναίκες 'ς το πανί, ότ' η Αθηνά ταις έχει 110
+έργα διδάξει εξαίρετα και νουν λαμπρόν χαρίσει,
+και της αυλής έξω, σιμά 'ς την θύρα, μέγας κήπος
+τετράπλεθρος, και λίθινος τον περιζώνει φράκτης.
+δένδρ' αυτού μέσα υψόνονται χλωρά και φουντωμένα•
+απιδιαίς είναι και ροϊδιαίς, λαμπρόκαρπαις μηλέαις, 115
+και με γλυκόκαρπαις συκιαίς εληαίς θυμό γεμάταις.
+είναι ο καρπός τους άφθαρτος και ολοχρονής δεν λείπει,
+χειμώνα, είτε καλόκαιρον• αλλ' άπαυτα φυσώντας
+αύρα ζεφύρου άλλα γεννά και άλλα ωριμάζει νέα.
+γερά το απίδι και άλλο ανθεί, το μήλο, και άλλο μήλο, 120
+και το σταφύλι και άλλο ανθεί, το σύκο, και άλλο σύκο.
+και υπάρχει αυτού πολύκαρπο κηπάρι αμπελωμένο,
+'που μέρος έχ' ηλιακωτόν εις απλωμένο σιάδι
+και από τον ήλιο φρύγεται• σταφύλια άλλα τρυγούνται,
+άλλα πατούνται, κ' έμπροσθεν τ' αμπέλι έχει αγουρίδαις 125
+ακόμη μες το ξάνθισμα• να βάφουν αλλ' αρχίζουν.
+και τεχνικώταταις βραγιαίς 'ς ταις άκραις έχει ο κήπος
+κάθε λογής, και ολόχρονα 'ς την πρασινάδα λάμπουν.
+δυο βρύσες μέσα• απλόνεται 'ς όλον τον κήπο η μία,
+εις το κατώφλι της αυλής η άλλη αποκάτω ρέει 130
+προς το παλάτι, όθ' έπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις.
+τέτοιά 'χε ο Αλκίνοος άφθαρτα των αθανάτων δώρα.
+
+Εστάθη αυτού ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας
+κυττώντας, και ως εθαύμασε τα πάντα εις την ψυχήν του,
+'ς το δώμα μέσα εβάδισε περνώντας το κατώφλι. 135
+τους αρχηγούς ηύρεν αυτού και άρχονταις των Φαιάκων,
+'που με ποτήρια σπόνδιζαν 'ς τον άγρυπνον Ερμεία,
+ότι 'ς εκείνον ύστερον, πριν κοιμηθούν, σπονδίζαν.
+περνά το δώμα ο θλιβερός, ο θείος Οδυσσέας,
+κρυμμένος εις την καταχνιά, 'που 'χε τον ζώσ' η Αθήνη, 140
+ως 'π' έφθασε 'ς τους βασιλείς Αλκίνοον και Αρήτην.
+αγκάλιασε τα γόνατα εκείνος της Αρήτης,
+κ' εχύθη ευθύς οπίσω του της καταχνιάς το νέφος.
+'ς το δώμα ως είδαν άνθρωπον άφωνοι έμειναν όλοι,
+και ξυππασμένοι εκύτταζαν• ικέτευ' ο Οδυσσέας• 145
+«Αρήτη, του Ρηξήνορα ω κόρη του ισοθέου,
+'ς τον άνδρα σου ο πολύπαθος προσπέφτω και εις εσένα,
+και εις τους συνδείπνους• οι θεοί να τους χαρύνουν ζώντας,
+και των παιδιών 'ς το σπίτι του καθείς να παραδώση
+το είναι του, και την τιμή, 'που του 'χει δώσει ο δήμος. 150
+κ' εμέ στείλετε ογλήγορα να φθάσω εις την πατρίδα,
+'πώχω καιρούς 'που αδημονώ μακράν των ποθητών μου».
+
+Είπε και χάμου εκάθισε 'ς την στάκτη της γωνίστρας,
+σιμά 'ς την στια• και ησύχαζαν κ' εσιωπούσαν όλοι•
+και αργά 'ς αυτούς ωμίλησεν ο Εχένηος ο γέρος, 155
+ο ήρωας ο αρχαιότερος των άλλων των Φαιάκων•
+και παλαιά πολλά 'ξευρε κ' ήταν 'ς τους λόγους πρώτος•
+τούτος αγόρευσε 'ς αυτούς με καλή γνώμη κ' είπε•
+«Αλκίνοε, δεν είν' εύμορφον, ουδ' είναι πρέπον τούτο,
+χάμου ο ξένος να κάθεται 'ς την στάκτη της γωνίστρας• 160
+τούτοι κρατιούνται, ότι ο καθείς τον λόγον σου αναμένει.
+αλλά τον ξένον σήκωσε, και εις ασημένιον θρόνον
+κάθισε αυτόν, και πρόσταξε κρασί να συγκεράσουν
+οι κήρυκες, να κάμουμε σπονδαίς του βροντοφόρου
+Διός, οπού τους σεβαστούς ικέταις συνοδεύει• 165
+και απ' ό,τι έχ' η κελλάρισσα δείπνον του ξένου ας δώση».
+
+Ο Αλκίνοος τούτ' ως άκουσεν από το χέρι επήρε
+αμέσως τον πολύγνωμον ανδρείον Οδυσσέα,
+και απ' την γωνίστρα 'ς το θρονί τον κάθισεν, απ' όπου
+σήκωσε τον Λαοδάμαντα, τον ανδρικόν υιόν του, 170
+οπού σιμά του εκάθιζε, τον πολυαγαπημένον.
+και νίψιμο η θεράπαινα φέρει και από προχύτην
+του χύνει, εύμορφον, χρυσόν, εις αργυρή λεκάνη,
+για να νιφθή• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός του•
+η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, 175
+και απ' όσα φαγιά φύλαγεν, άφθονα του προσφέρει.
+έτρωγεν ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας•
+και ο Αλκίνοος προς τον κήρυκα• «Ποντόνοε, συγκέρνα
+εις τον κρατήρα το κρασί, και μοίρασέ το εις όλους
+ολόγυρα, όπως κάμουμε σπονδαίς του βροντοφόρου 180
+Διός, οπού τους σεβαστούς ικέταις συνοδεύει».
+
+Είπε• και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος,
+και εις όλους έδωσε απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια.
+αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελ' η ψυχή τους,
+'ς την μέση τους ο Αλκίνοος τον λόγον πήρε κ' είπε• 185
+«Προσέξετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων,
+να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει.
+αφ' ού δειπνήσετ' άμετε ν' αναπαυθήτε τώρα•
+και ως φέξη, μέγα κάλεσμα θα γείνη των γερόντων•
+τον ξένον θα ξενίσουμε, και, αφού των αθανάτων 190
+καλά προσφέρουμεν ιερά, θα 'χουμε την φροντίδα
+τον ξένον μας να στείλουμε, χωρίς κόπον ή λύπη,
+με ιδική μας συνοδιά, να φθάσ' εις την πατρίδα,
+πασίχαρος, ογλήγορα, όσο μακράν και αν είναι•
+ώστε κακό 'ς το μεταξύ και βλάβη να μη πάθη 195
+την γην του πριν πατήση αυτός' εκεί κατόπι θα 'χη
+όσ' απ' αρχής η μοίρα του και η κλώστραις η βαρείαις,
+η μάννα ότε τον γέννησεν, εκείνου ελινογνέσαν.
+και αν τούτος πάλ' είναι θεός, οπ' ουρανόθεν ήλθε,
+κάτι άλλο τότ' οι αθάνατοι μ' αυτό μας οργανίζουν• 200
+ότι ως τα τώρ' ασκέπαστοι 'ς εμάς φανερωθήκαν
+οι αθάνατοι, όταν σφάζουμε ταις πλούσιαις εκατόμβαις•
+μ' εμάς συντρώγουν, και όπου εμείς κ' εκείνοι συγκαθίζουν•
+και αν μόνος εις τον δρόμον του κανείς τους απαντήση,
+δεν κρύβονται, ότι συγγενείς τους είμασθε, όπως είναι 205
+οι Κύκλωπες και τ' άγρια τα γένη των Γιγάντων».
+
+Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας•
+«Κάθε άλλην έχε μέριμναν, Αλκίνοε• δεν ομοιάζω
+των αθανάτων, πώχουσι των ουρανών τους θόλους,
+'ς την πλάσι, και 'ς τ' ανάστημα• θνητός άνθρωπος είμαι. 210
+και όσους θνητούς γνωρίζετε να δέρν' η δυστυχία,
+'ς τα πάθη εδύνομουν εγώ να συγκριθώ μ' εκείνους•
+κ' είχα εγώ ακόμη πλειότερα κακά να εξιστορήσω,
+όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν.
+είμ' άθλιος• αλλ' αφήστε με για τώρα να δειπνήσω• 215
+ότι άλλο πράγμ' αναίσχυντο δεν είναι ως η κοιλία•
+τον εαυτόν της η σκληρή να στοχασθής σε βιάζει,
+όσα και αν έχης βάσανα και λύπαις 'ς την ψυχήν σου.
+κ' εγώ 'χω λύπη 'ς την ψυχή, και ιδού πάντοτ' εκείνη
+ζητεί να φάγω και να πιω, και όσα 'χω παθημένα 220
+μου σβύνει από τον λογισμό και να γεμίση θέλει.
+σεις πάλι όλα ετοιμάσετε, άμα φωτίσ' η ημέρα,
+όπως πατήσ' ο άμοιρος την γην την πατρικήν μου,
+αν και πολλά 'παθα κακά• να ιδώ, και ας αποθάνω,
+το κτήμα μου, τους δούλους μου, και το υψηλό παλάτι». 225
+
+Αυτά 'πε, και όλοι εδέχθηκαν τον λόγον του και είπαν
+ο ξένος να προβοδηθή, ότ' είχε ορθά 'μιλήσει.
+και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελ' η ψυχή τους,
+τότε καθείς 'ς τα σπίτια τους επήγαν να πλαγιάσουν.
+αλλ' έμενε εις το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας, 230
+κ' η Αρήτη και ο θεόμορφος Αλκίνοος σιμά του
+καθόνταν και απ' την τράπεζα παίρναν τα σκεύ' η κόραις•
+'ς αυτόν επρωτομίλησεν η Αρήτ' η λευκοχέρα,
+ότ'είδ' αυτή κ' εγνώρισεν ευθύς το επανωφόρι,
+και τον χιτώνα, ενδύματα λαμπρά, 'που τα 'χε κάμει 235
+αυτή με ταις γυναίκαις της• κ' είπε 'ς τον Οδυσσέα•
+«Ξένε, το εξής πρώτον εγώ θα σ' ερωτήσω• ποίος
+είσαι; από πού; τα ενδύματα τούτα ποιος σ' έχει δώσει;
+δεν λες 'που θαλασσόδαρτος εβγήκες εδώ πέρα;»
+
+Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνην Οδυσσέας• 240
+«Είναι, ω βασίλισσα, βαρύ να είπω ένα προς ένα
+τα πάθη μου, επειδή πολλά οι αθάνατοι μου δώσαν•
+τούτο εγώ μόνον θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης.
+κάποιο νησί 'ς τα πέλαγα μακράν είν', η Ωγυγία,
+όπου η δολία Καλυψώ, του Άτλαντα θυγατέρα, 245
+καλόκομη, δεινή θεά, την κατοικία της έχει,
+και ούτε θεός ούτ' άνθρωπος συγκοινωνεί μ' εκείνην.
+αλλ' ο θεός εμ' έφερε τον άθλιο 'ς την γωνιά της
+πάντερμον, ότι το γοργό καράβι μου 'χε ο Δίας
+με τον λευκό του κεραυνό σχίσει 'ς το μαύρο κύμα. 250
+και οι σύντροφοι μου εχάθηκαν, κ' έπιασα την καρίνα
+αγκαλιαστά, και μ' έδερνεν η θάλασσ' εννηά 'μέραις•
+και ότ' ήλθε η δέκατη νυκτιά, οι αθάνατοι μ' εφέραν
+'ς της Ώγυγίας το νησί, αυτού, 'που κατοικάει
+η Καλυψώ καλόκομη, δεινή θεά, κ' εκείνη 255
+μ' εδέχθη και μ' εξένιζε, μ' έτρεφε κ' είχε γνώμη
+αθάνατον και αγέραστον εμέ να καταστήση•
+αλλά ποτέ δεν έπειθε 'ς τα στήθη την ψυχή μου.
+κ' έμεινε αυτού χρόνους επτά, κ' έβρεχα εγώ με δάκρυα
+τα άφθαρτα φορέματα, 'που μου 'χε δώσει εκείνη. 260
+αλλ' ότε ο χρόνος όκτατος 'ς τον κύκλο του μ' ευρήκε,
+τότε μ' επαρακίνησε να υπάγω εις την πατρίδα•
+η προσταγή 'ταν του Διός ή μόνη άλλαξε γνώμη.
+μέσα εις πολύδεσμη πλωτή με προβοδά και βάζει
+άρτον, κρασί, και μ' άφθαρτα φορέματα μ' ενδύνει, 265
+κ' έστειλε πρύμον άβλαβον οπού χλιός εφύσα.
+ημέραις έπλεα δεκαεπτά σχίζοντας τα πελάγη,
+και την δεκάτην όκτατη φανήκαν τα ισκιωμένα
+της γης σας όρη• εχάρηκε 'ς τα στήθη μου η καρδία
+του δύστυχου, και συμφορά μ' εκαρτερούσε ακόμη 270
+μεγάλη, οπού μου εκίνησεν ο σείστης Ποσειδώνας,
+κ' έσπρωξε ανέμους κατά με και μου 'κλεισε τον δρόμο,
+αγριεύοντας την θάλασσαν, ουδ' άφινε το κύμα
+εμέ, 'που συχνοστέναζα, μες την πλωτή να μένω•
+και η τρικυμιά την σκόρπισε• και τότε κολυμπώντας 275
+έσχισ' αυτήν την άβυσσον, ως 'που σιμά 'ς την γην σας
+εμ' έφερε της θάλασσας η ορμή και των ανέμων.
+και αν εις την γη τότ' έβγαινα το κύμα θα μ' ενίκα,
+εις τραναίς πέτραις σπώντας με και εις άτερπνο ακρογιάλι.
+αλλ' αποσύρθηκ' απ' την γη και κολυμπώντας ήλθα 280
+'ς τον ποταμό, 'που κάλλιστος αυτού μου εφάνη ο τόπος,
+χωρίς πέτραις και απάνεμος• 'ς του ποταμού την άκρη
+έπεσα ψυχοπιάνοντας, κ' ήλθεν η νύκτα η θεία.
+και απ' το ουρανοκαταίβατο ποτάμι πέρα εβγήκα
+και κάτω από χαμόδενδρα 'ς τα φύλλα στοιβασμένα 285
+πλάγιασα, και ατελεύτητον θεός μου εχάρισ' ύπνο•
+αυτού 'ς τα φύλλα με καρδιάν θλιμμένην εκοιμώμουν
+ολονυκτής και την αυγήν, ως την μισήν ημέρα•
+και ο ήλιος όταν έκλινε, μ' άφησ' ο γλυκός ύπνος,
+κ' ένοιωσα ταις θεράπαιναις της κόρης σου, 'που επαίζαν 290
+'ς την όχθη• και ώμοιαζε θεά 'ς την μέση τους εκείνη•
+'ς αυτήν επρόσπεσα, και αυτή με νουν ορθόν και γνώσι
+εφέρθηκεν, ανέλπιστα 'ς την νέαν ηλικία•
+και ηξεύρουμ' ότι αστόχαστοι συνήθως είναι οι νέοι.
+και μου 'δωσ' άρτον και λαμπρό κρασί και εις το ποτάμι 295
+μ' έλουσε, και τα ενδύματά μου έδωσε τούτ' ακόμη.
+ιδού μ' όλον τον πόνο μου σου 'πα όλην την αλήθεια».
+
+Και προς αυτόν ο Αλκίνοος απάντησε και του 'πε•
+«Ω ξένε, η θυγατέρα μου έσφαλε εις τούτο μόνον,
+ότι με ταις θεράπαιναις και σε δεν έχει φέρει 300
+'ς το σπίτι μας• και συ 'ς αυτήν πρωτόπεσες ικέτης».
+
+Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας•
+
+«Ήρωα, γι' αυτό την άπταιστη παρθένα μη μου ψέγης•
+ειπεν αυτή κατόπι της να υπάγω με ταις κόραις•
+μόνον εγώ δεν ήθελα από εντροπή και φόβο, 305
+μην η ψυχή σου, όταν με ιδής, αγριέψη ότι θυμώδεις
+εδώ 'ς την γην όλ' είμασθε, τα γένη των ανθρώπων».
+
+Και προς αυτόν ο Αλκίνοος απάντησε και του 'πε•
+«Δεν έχω εγώ 'ς τα στήθη μου τέτοιαν ψυχήν, ω ξένε,
+'που να χωλεύωμ' άδικα' καλ' είναι 'ς όλα η τάξι• 310
+και άμποτε ο Δίας, η Αθηνά, και ο Απόλλωνας να κάμουν
+τέτοιος, ως είσαι, σύμφωνος μ' ό,τ' η ψυχή μου θέλει,
+την κόρη μου να πάρης συ, να ονομασθής γαμβρός μου,
+κ' εδώ να μένης• κτήματα θα σου 'διδα και σπίτι,
+αν έμενες αυτόθελα• κανένας των Φαιάκων 315
+δεν θα σε βιάση να σταθής• μη δώση τούτ' ο Δίας.
+και μάθε ότι αποφάσισα να σε ξεπροβοδήσω
+αύριο και θα 'σαι τότε συ 'ς τον ύπνο βυθισμένος,
+και αυτοί σιγά την θάλασσα θα σχίζουν ως να φθάσης
+'ς την γην σου, 'ς το παλάτι σου, 'ς όποιο σ' αρέσει μέρος, 320
+και αν πολύ μακρύτερα και από την Εύβοιαν είναι,
+'που εις άκρη κόσμου ευρίσκεται, ως οι 'δικοί μας λέγουν,
+οπού την είδαν, ότ' εκεί τον ξανθομάλλη έφεραν
+Ραδάμανθυ, τον Τιτυό να ευρή, της Γης τον γόνο.
+και όμως έπλευσαν ως εκεί, και χωρίς κόπο φθάσαν 325
+μονοημερής, κ' εγύρισαν οπίσω εις την πατρίδα.
+τότε θα ιδής τα πλοία μου, και οι νέοι πόσο αξίζουν,
+και πώς την θάλασσα σκορπούν με του κουπιού την σπάθη».
+
+Αυτά 'πε, και ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας
+εχάρηκε, κ' επρόφερεν ευχή• «Πατέρα Δία, 330
+εις όσα είπ' ο Αλκίνοος, τέλος να 'δώση 'ς όλα•
+και η φήμη εκείνου πάντοτε 'ς την γην την σιτοδώρα
+να μένη άσβεστη, κ' εγώ να φθάσω εις την πατρίδα».
+Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους•
+τότ' είπε εις ταις θεράπαιναις η Αρήτ' η λευκοχέρα 335
+να στρώσουν εις την αίθουσα, να βάλουν μέσα ωραία
+και πορφυρά σκεπάσματα, και τάπηταις επάνω,
+και χλαίναις κάτωθε κρουσταίς να 'χη να ταις φορέση.
+κ' εβγήκαν απ' το μέγαρο, με φως 'ς τα χέρια, εκείναις•
+και άμ' έστρωσαν με προσοχή την στερεωμένην κλίνη, 340
+'ς τον Οδυσσέα σίμωσαν και τον παρακινούσαν•
+«σήκω να πας να κοιμηθής, ω ξένε• η κλίνη εστρώθη».
+είπαν και μ' ευχαρίστησι και αυτός είδε την κλίνη.
+
+Εκεί τότε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας
+κοιμώνταν εις την αίθουσα, 'ς το τορνευτό κρεββάτι• 345
+'ς του παλατιού τ' απόκρυφα και ο Αλκίνοος αναπαύθη,
+και η σύντροφος του η δέσποινα του ευτρέπιζε την κλίνη.
+
+
+
+Ραψωδία Θ
+
+
+
+Εφάνη η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+και ο σεβαστός Αλκίνοος εγέρθη από την κλίνη•
+εγέρθη και ο πορθητής, ο θείος Οδυσσέας•
+και ο σεβαστός Αλκίνοος εκείνον ωδηγούσε
+'ς την αγορά, 'που οι Φαίακες είχαν σιμά 'ς τα πλοία. 5
+ήλθαν κ' εκάθισαν μαζή 'ς τους στιλβωμένους λίθους.
+και ωμοιώθη προς τον κήρυκα του φρόνιμου Αλκινόου
+η Αθηνά, κ' εγύριζε την πόλι, μελετώντας
+τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρη 'ς την πατρίδα•
+τους άνδραις επλησίαζε, του καθενός ωμίλει• 10
+«Εμπρός, πηγαίνετε, αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων,
+'ς την αγορά ν' ακούσετε τον ξένον, 'που 'λθε τώρα
+νεόφερτος 'ς τα δώματα του φρόνιμου Αλκινόου,
+ριμμένος από τρικυμιά, και των θεών ομοιάζει».
+
+Είπε και όλων εκίνησε σφοδρά την προθυμία• 15
+κ' η αγοραίς εγέμισαν ευθύς και τα θρονία
+από το πλήθος• και πολλοί τον γόνον του Λαέρτη
+τον συνετόν εθαύμαζαν ότι με χάρι θεία
+τους ώμους και την κεφαλή του λάμπρυνεν η Αθήνη,
+και όλον τον εμεγάλυνε 'ς τα μάτια των ανθρώπων, 20
+ώστε εις όλους τους Φαίακαις αγαπητός να γείνη,
+και φοβερός και σεβαστός, και πράξη τους αγώναις,
+'ς όσους κατόπ' οι Φαίακες αυτόν εδοκιμάσαν. —
+και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν,
+'ς την μέση τους ο Αλκίνοος τον λόγον πήρε κ' είπε• 25
+«Προσέξετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων,
+να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει•
+'ς το δώμα μου ήλθεν άγνωστος, πλανώμενος ο ξένος
+τούτος, είτ' ήλθε απ' της αυγής τα μέρη ή από την δύσι•
+ζητεί προβόδισμ' απ' εμάς και στέρεος να 'ναι ο λόγος• 30
+κ' εμείς ας προβοδήσουμεν αυτόν, ως τόσους άλλους•
+ότι κανείς εδώ ποτέ, 'ς τα σπίτια μου όποιος έλθη,
+κλαίοντας απροβόδητος πολύν καιρό δεν μένει.
+αλλά 'ς την θείαν θάλασσαν ολόμαυρο καράβι
+ας ρίξουμε ολοκαίνουργο, και νέοι πενηνταδύο 35
+ας διαλεχθούν εις το κοινόν, όσ' είναι τώρα οι πρώτοι.
+και αφού καλά προς τους σκαρμούς δέσετε τα κουπία,
+εβγάτε, και εις το δώμα μου κατόπιν αναιβήτε,
+να χαρήτ' όλοι 'ς το καλό τραπέζι, 'που ετοιμάζω.
+των νέων τούτα επρόσταξα• και σεις, οι σκηπτροφόροι 40
+οι βασιλείς, εις τα λαμπρά τα μέγαρά μου ελάτε,
+τον ξένον να φιλεύσουμε• μην το αρνηθή κανένας.
+και ο αοιδός ας καλεσθή Δημόδοκος ο θείος,
+ότι ο θεός του εχάρισε του τραγουδιού το δώρο,
+να τέρπη όπως τον κινεί μέσα η καρδιά να ψάλλη». 45
+
+Είπ', εσηκώθη και εις αυτόν κατόπ' οι σκηπτροφόροι•
+να εύρη επήγε ο κήρυκας τον αοιδόν τον θείον•
+και αγόρια αφού διαλέχθηκαν πενηνταδυό, κινήσαν,
+ως πρόσταξε, της άπατης θαλάσσης προς την άκρα.
+και εις το καράβι ως έφθασαν, κάτω 'ς το περιγιάλι, 50
+έσυραν εις την θάλασσα τ' ολόμαυρο καράβι•
+κατόπι εφέραν κ' έστησαν κατάρτι και πανία,
+με τρυπωτήραις τα κουπιά δερμάτιναις εδέσαν,
+με τάξιν όλα, και άπλωσαν τα κάτασπρα πανία,
+και τ' άραξαν σιμά 'ς την γη ψηλά• κατόπι εβγήκαν, 55
+και εις το παλάτι επήγαιναν του φρόνιμου Αλκινόου.
+γέμισαν τότ' η αίθουσαις, η αυλαίς και οι δρόμοι απ' άνδραις,
+'που ολούθ' ερχόνταν, γέροντες πολλοί μαζή και νέοι.
+δώδεκ' αρνιά τους έσφαξεν ο Αλκίνοος και οκτώ χοίρους
+λευκόδονταις, στριφόποδα δυο βώδια, και ως τα εγδάραν 60
+τα εσυγυρίσαν κ' έφθειασαν το πρόσχαρο τραπέζι.
+
+Και ο κήρυκας ωδήγησε τον αοιδόν, 'που η Μούσα
+αγάπησε, και του 'διδε καλόν και κακόν άμα•
+το φως του επήρε και γλυκό του εχάρισε τραγούδι.
+και εις ασημόκομπο θρονί, των ξένων εις την μέση, 65
+τον κάθισ' ο Ποντόνοος, προς τον υψηλόν στύλον•
+κ' εκρέμασε από το καρφί την ηχηρήν κιθάρα
+επάνω του, και του 'δειξε 'ς αυτήν ν' απλοχερίση
+ο κήρυκας, και του 'θεσε κανίστρι και τραπέζι
+λαμπρό, και κούπα με κρασί να πίνη οπόταν θέλη. 70
+και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους•
+και άμ' έσβυσαν την όρεξι, τον αοιδόν η Μούσα
+να ψάλη επαρακίνησε ταις δόξαις των ανδρείων,
+μέσ' από τ' άσμα 'πώφθανε 'ς τα ουράνια τότε η φήμη,
+του Οδυσσηά το μάλωμα και του Αχιλληά Πηλείδη, 75
+'που ελογομάχησαν φρικτά 'ς επίσημη θυσία,
+κ' έχαιρεν ο Αγαμέμνονας ο μέγας βασιλέας,
+άμ' είδε να φιλονεικούν των Αχαιών οι πρώτοι•
+τι αυτά του εχρησμοδότησεν ο Απόλλωνας 'ς την θεία
+Πυθώνα, ότε αυτός πέρασε το λίθινο κατώφλι, 80
+να ερωτηθή• και αληθινά τότ' άρχισαν τα πάθη
+των Τρώων και των Δαναών, ως ήθελεν ο Δίας.
+
+Τούτ' έψελνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας
+έσυρε με τα χέρια του την πορφυρή χλαμύδα
+'ς την κεφαλή, κ' εσκέπασε την όψι την ωραία• 85
+τι εντρέπονταν τους Φαίακαις, μην τον ιδούν να κλαίη.
+αλλ' άμα ο θείος αοιδός έπαυε το τραγούδι,
+τα δάκρυα στέγνονεν αυτός κ' ευθύς ξεσκεπαζόνταν,
+και των θεών με δίκουπον εσπόνδιζε ποτήρι.
+να ψάλνη πάλι ότ' άρχιζεν ο αοιδός, ως εζητούσαν, 90
+εις τ' άσματα ευφραινόμενοι, οι πρώτοι των Φαιάκων,
+ξανασκεπάζονταν αυτός και πάλιν εθρηνούσε.
+και όλων των άλλων άγνωστα τα δάκρυα του εκυλούσαν•
+μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που εκαθόνταν
+σιμά του και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη• 95
+και εις τους ναυτικούς Φαίακες ευθύς εκείνος είπε•
+Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων•
+ήδη εχαρήκαμ' άφθονα το ισόμοιρο τραπέζι,
+και την καλή του σύντροφο γλυκόφωνην κιθάρα•
+ας βγούμε, τώρ' ας παίξουμεν εις όλους τους αγώναις, 100
+όπως ο ξένος δυνηθή να ειπή των ποθητών του,
+σπίτι όταν φθάση, ανώτεροι πως είμασθε των άλλων,
+'ς το γρόνθισμα, 'ς το πάλαισμα, 'ς το πήδημα, 'ς τα πόδια».
+
+Είπε, κ' επροπορεύθηκε, κ' εκείνοι ακολουθούσαν.
+και ο κήρυκας απ' το καρφί την ηχηρήν κιθάρα 105
+κρεμά, και τον Δημόδοκον χεροδηγεί και φέρει
+από το δώμα εις την οδόν, 'που οι πρώτοι των Φαιάκων
+όλοι επορεύονταν, να ιδούν τους θαυμαστούς αγώναις.
+'ς την αγοράν επήγαιναν και ακολουθούσε πλήθος
+άπειρον εσηκωθήκαν πολλοί και λαμπροί νέοι• 110
+ο Ακρόναος, ο Ωκύαλος, πετάχθη, ο Ελατρέας,
+ο Ναυτηάς, ο Αγχίαλος, ο Πρύμνης, ο Ερετμέας,
+ο Αναβησίναος, ο Ποντηάς, ο Θόωνας, ο Πλώρης,
+ο Αμφίαλος, 'που ο Πολύναος γέννησε ο Τεκτονίδης,
+ο Ευρύαλος, οπ' ώμοιαζε τον ανδροφόνον Άρη, 115
+και ο Ναυβολίδης 'ς την μορφήν ο πρώτος και 'ς το σώμα,
+ύστερ' απ' τον Λαοδάμαντα, της νειότης των Φαιάκων.
+και οι τρεις σηκώθηκαν υιοί του ασύγκριτου Αλκινόου,
+ο ισόθεος Κλυτόναος, ο Άλιος, και ο Λαοδάμας.
+και των ποδιών πρώτ' άρχισαν εκείνοι τον αγώνα• 120
+από την στήλη τάνυσαν αντάμα την ορμή τους
+και οι τρεις, σκόνη σηκώνοντας, ως έσχιζαν το σιάδι.
+ο ασύγκριτος Κλυτόναος 'ς τα πόδια εφάνη πρώτος•
+και όσον 'ς το νειάμα διάστημα οργόνουν δυο μουλάρια,
+οπίσω εκείνους άφησε, κ' έφθασεν εις τα πλήθη. 125
+εις το βαρύ το πάλαισμα κατόπι αγωνισθήκαν
+και νικητής ο Ευρύαλος εβγήκε των ανδρείων.
+ο Αμφίαλος 'ς το πήδημα καθ' άλλον υπερέβη.
+ο Ελατρηάς 'ς το δίσκευμα• και εις την γρονθομαχία
+ο Λαοδάμας, αγαθός υιός του Αλκινόου. 130
+
+Και αφού με τ' αγωνίσματα όλων ο νους ευφράνθη,
+ο υιός του Αλκίνου προς αυτούς ωμίλησ', ο Λαοδάμας•
+
+«Ω φίλοι, ας ερωτήσουμε τον ξένον αν γνωρίζει
+κάποιον αγώνα• ότι κακός 'ς την πλάσι αυτός δεν είναι•
+κνήμαις, μεριά, βραχίονες, και ο σβέρκος ο γενναίος 135
+μεγάλην δείχνουν δύναμι, και νειότη δεν του λείπει•
+αλλά πολλά παθήματα τον έχουν συντριμμένον•
+ότι άλλο ωσάν την θάλασσα, θαρρώ δεν παραλύει
+τόσο κακά τον άνθρωπο, πολύ και αν είναι ανδρείος».
+
+Και προς αυτόν ο Ευρύαλος απάντησε και του 'πε• 140
+«Λαοδάμα, ο λόγος σου είναι ορθός• ο ίδιος άμε τώρα
+και καθαρά προσκάλεσε τον ξένον εις αγώνα».
+
+Και τούτο άμ' άκουσε ο καλός υιός του Αλκινόου,
+'ς την μέση τους επρόβαλε, κ' είπε 'ς τον Οδυσσέα•
+«Πατέρα ξένε, έλα και συ, κάποιον αγών', αν ξεύρης, 145
+δοκίμασε, και φαίνεται 'που αγώναις θα γνωρίζης•
+ότι, όσο ζη, 'ς τον άνθρωπο δόξα είναι πρώτη εκείνο,
+'που κατορθόνει των χειρών και των ποδιών του η ρώμη.
+έλ', αγωνίσου, αστόχησε τους πόνους της καρδιάς σου•
+και το προβάδισμα ποσώς μη φοβηθής ν' αργήση• 150
+το πλοίον ήδη ερρίχθηκε, και οι σύντροφοι έτοιμ' είναι».
+
+Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας•
+«Λαοδάμ', αναγελώντας με τι με καλείτ' εις τούτα;
+φροντίδαις έχω εγώ 'ς τον νουν, όχι ποσώς αγώναις,
+'που αφού τόσά 'παθα ο θλιφτός και τόσα έχω μοχθήσει, 155
+'ς την σύνοδό σας κάθομαι, κ' εδώ τον βασιλέα
+και τον λαόν παρακαλώ να με ξεπροβοδήσουν».
+
+Του απάντησεν ο Ευρύαλος, και αγνάντια ωνείδισέ τον•
+«Αλήθεια, δεν μου φαίνεσαι, ω ξένε, γυμνασμένος
+εις τα πολλ' αγωνίσματα, 'ς τον κόσμον όσα υπάρχουν, 160
+αλλ' άνδρας, οπού με τρανό καράβι τριγυρίζει,
+ναυτών εμπόρων αρχηγός, και πάντοτ' είναι ο νους του
+εις το φορτίο, και άγρυπνο 'ς ταις πραγματειαίς το μάτι,
+και προς τα κέρδη τ' αρπακτά• και αγωνιστής δεν δείχνεις».
+
+Με άγριο βλέμμα ο φρόνιμος του απάντησε Οδυσσέας• 165
+«Ω ξένε, άτακτ' οι λόγοι σου, και βλέπ' ότ' είσαι αυθάδης,
+όλα εις όλους οι θεοί τα δώρα δεν χαρίζουν•
+την πλάσιν ούτε, ούτε τον νουν, ούτε την ευγλωττία.
+τούτος δεν έτυχ' εύμορφος, αλλ' ο θεός με κάλλη
+στολίζει κάθε λόγον του, κ' οι άνθρωποι αναβλέπουν 170
+°ς εκείνον ευφραινόμενοι, 'που ασκόνταφτ' αγορεύει,
+με πράον ήθος, έξοχος 'ς τα συναγμένα πλήθη,
+και ωσάν θεόν, όταν περνά 'ς την πόλι, τον κυττάζουν.
+εκείνος πάλι των θεών 'ς το σώμα προσομοιάζει,
+αλλά δεν είναι οι λόγοι του με χάρι στολισμένοι. 175
+και συ το σώμα έχεις λαμπρό, 'π' ουδέ θεάς θα εμπόρει
+να το μορφώση ανώτερο, και νουν ποσώς δεν έχεις.
+και την ψυχήν μου ετάραξες του στήθους μες τα βάθη,
+ότ' είπες λόγον άπρεπον• και αμάθητος αγώνων
+εγώ δεν είμ' ως φλυαρείς, αλλ' είχα τα πρωτεία, 180
+ως ότου θάρρευα κ' εγώ 'ς τα χέρια και εις την νειότη.
+νικούν με τώρα η συμφοραίς και οι πόνοι, ότι έχω πάθει
+εις τους πολέμους άπειρα και εις τα φρικτά πελάγη.
+αλλ' όσον και αν κακόπαθα, θε να 'μπω εις τους αγώναις,
+ότι ο πικρός ο λόγος σου μ' έχει σφοδρά κεντήσει». 185
+
+Είπ', επετάχθη αγύμνωτος κ' ευθύς άδραξε δίσκον,
+τρανόν, μεγάλον και πολύ βαρύτερον απ' όσους
+εδίσκευαν οι Φαίακες τότε αναμεταξύ τους.
+τον έστρεψε, τον έρριξεν απ' τ' ανδρικό του χέρι•
+βόυσε ο λίθος και εις την γην απ' την ορμή του εσκύψαν 190
+οι Φαίακες μακρύκουποι 'ς την θάλασσα ακουσμένοι•
+και ο λίθος 'ς όλα επέταξεν επάνω τα σημεία,
+γοργ' απ' το χέρι τρέχοντας• με σχήμ' ανδρός η Αθήνη
+τα τέρματα εσημείωσε και εις αυτόν είπε• «Ω ξένε,
+τέτοιο σημάδι ψάχνοντας κ' ένας τυφλός διακρίνει• 195
+με τα πολλά δεν έσμιξε και στέκει πολύ πρώτο•
+όθεν εσύ μην φοβηθής γι' αυτόν καν τον αγώνα•
+δεν το περνά, δεν φθάνει το κανένας των Φαιάκων».
+
+Εχάρηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας,
+ότι μέσα 'ς την σύνοδον άνθρωπον είδε φίλον• 200
+και μ' ελαφρότερην καρδιά τότ' είπε των Φαιάκων•
+«Τούτον, ω νέοι, φθάσετε τώρα, κ' εγώ κατόπι
+και άλλον θα ρίξω είτ' ως αυτού, είτε παρέκει ακόμη,
+και από τους άλλους Φαίακαις όποιον βαστά η καρδιά του,
+τόσο αφού μ' εχολεύσετε, να δοκιμάση ας έλθη, 205
+'ς το γρόνθισμα, 'ς το πάλαισμα, 'ς τα πόδια, 'ς ό,τι θέλει,
+απ' όλους όποιος δήποτε, αλλ' όχι ο Λαοδάμας•
+ότ' είνε τούτος ξένος μου• ποιος μάχεται με φίλον;
+ανόητος και ουτιδανός όποιος ζητεί μ' εκείνον,
+'που τον ξενίζει σπίτι του, 'ς αγώναις να παλαίση 210
+εις ξένον τόπο, και πολύ τον εαυτό του βλάπτει.
+τους άλλους όλους δέχομαι, δεν αψηφώ κανέναν•
+αλλά να μάθω θέλω αυτούς και να τους δοκιμάσω.
+τι 'ς όσα είναι αγωνίσματα κακός εγώ δεν είμαι•
+να ψάχνω ηξεύρω ολόγυρα το στιλβωμένο τόξο, 215
+και πρώτος ρίχνοντας κτυπώ μες των εχθρών το πλήθος
+άνδρ' όποιον θέλω, και αν πολλοί κοντά μου παραστέκουν
+σύντροφοι, και τα τόξα τους εις τον εχθρό τεντόνουν.
+'ς το τόξο με υπερέβαινεν ο Φιλοκτήτης μόνος,
+ότ' οι Αχαιοί τοξεύαμε 'ς τα μέρη της Τρωάδας. 220
+αλλά θαρρώ 'π' ανώτερος είμαι πολύ των άλλων,
+όσοι θνητοί σιτόθρεπτοι 'ς την γην υπάρχουν τώρα.
+να μάχωμαι δεν ήθελα με τους αρχαίους άνδραις,
+τον Ηρακλή, τον Εύρυτον από την Οιχαλία,
+οπού 'ς τα τόξα επάλαιαν και μες τους αθανάτους. 225
+όθεν και ο μέγας Εύρυτος τον χάρον είδε νέος•
+εκείνον εθανάτωσεν ο Φοίβος ωργισμένος
+ότι τον επροκάλεσε 'ς του τόξου τον αγώνα.
+και με τ' ακόντι φθάνω κει, 'π' άλλου δεν φθάνει βέλος•
+'ς τα πόδια μόνον μη κανείς φοβούμαι των Φαιάκων 230
+εμέ περάση• ότι πολύ μ' έχει δαμάσ' η ζάλη
+μες τα πολλά τα κύματα, και, αφού μες το καράβι
+μου 'λειψε η περιποίησι, τα μέλη μου ελυθήκαν».
+
+Αυτά 'πε και όλοι εσίγησαν• άφωνοι έμειναν όλοι,
+και μόνος ο Αλκίνοος απάντησέ του κ' είπε• 23δ
+«Όσα είπες, ξένε, λυπηρά 'ς εμάς ποσώς δεν είναι•
+αλλά να δείξης βούλεσαι την αρετή σου εις όλους,
+τι ωργίσθης 'που 'ς την σύνοδο σ' έχει προσβάλει εκείνος,
+ώςτε κανένας εις το εξής να μη κατηγορήση
+την αρετή σου, αν έχη νου και μέτρον εις τους λόγους. 240
+άκουσε τώρα ό,τι θα ειπώ, να 'χης να τ' αναφέρης
+και εις άλλον ήρωα σπίτι σου, οπόταν 'ς το τραπέζι,
+με τα παιδιά σου ολόγυρα και με την σύντροφόν σου,
+την αρετή μας θυμηθής, όλα τα έργα εκείνα,
+όσα κ' εμάς προγονικά διώρισεν ο Δίας. 245
+ότι καλοί 'ς το γρόνθισμα δεν είμασθ' ή 'ς την πάλη,
+αλλά 'ς το τρέξιμο γοργοί κ' εξαίρετοι 'ς τα πλοία.
+και μας αρέσουν οι χοροί, η τράπεζα, η κιθάρα,
+η αλλαξιαίς, τα χλιαρά λουσίματα και η κλίναις.
+και τώρα ελάτε, οι χορευταίς οι κάλλιοι των Φαιάκων, 250
+χορεύτε, όπως ο ξένος μας ειπή των ποθητών του,
+σπίτι όταν φθάση, ανώτεροι πως είμασθε των άλλων,
+'ς τ' αρμένισμα, εις τον χορό, 'ς τα πόδια, 'ς το τραγούδι.
+και την κιθάρα την γλυκειά, 'που κάπου είναι 'ς το δώμα,
+κάποιος να πα να φέρη ευθύς εδώ του Δημοδόκου». 255
+
+Αυτά 'π' ο ισόθεος βασιληάς, και ο κήρυκας πετάχθη
+να φέρη από τα μέγαρα την βαθουλήν κιθάρα.
+και αγωνοφύλακες οκτώ, που 'χ' εκλεκτούς ο δήμος
+εις κάθε αγώνα να τηρούν την τάξι, σηκωθήκαν,
+και έσιασαν τον χορότοπο κ' επλάτυναν τον κύκλο. 260
+του Δημοδόκου ο κήρυκας έφερε την κιθάρα,
+και αυτός 'ς το μέσον έφθασε, και ακρόνεα παλληκάρια
+ολόγυρά του εστέκονταν, εις τον χορόν τεχνίταις,
+κ' εχοροπήδαν θεϊκά• εκύτταζ' ο Οδυσσέας
+και των ποδιών ταις αστραψιαίς, εθαύμαζε η ψυχή του. 265
+
+Και άρχιζε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος,
+ο Άρης πώς την εύμορφην αγάπησε Αφροδίτη,
+όταν πρωτόσμιξαν κρυφά 'ς του Ηφαίστου τον κοιτώνα.
+πολλά 'δωσε και ατίμασε το νυμφικά κρεββάτι
+του Ηφαίστου• κ' ήλθε μηνυτής και αμέσως το 'πε κείνου, 270
+ο Ήλιος, 'που 'ς τον έρωτα τους είδε αγκαλιασμένους.
+και ως τ' άκουσεν ο Ήφαιστος, κατάκαρδα επληγώθη•
+επήγε εις το χαλκείο του και ολέθριαν είχε γνώμη.
+και εις μέγ' αμόνι, 'πώστησε, δεσμά να κόπτη αρχίζει,
+άσπαστ' αδιάλυτ', ώστ' αυτού άσειστ' οι δυο να μένουν. 275
+και αφού τον δόλον έπλασε να εκδικηθή τον Άρη,
+προς τον κοιτώνα εκίνησε, 'που ήτο η γλυκειά του κλίνη,
+κ' έχυσε γύρω τα δεσμά παντού 'ς τα κλινοπόδια•
+ήσαν πολλά και απ' την σκεπή χυμένα ωσάν αράχνια,
+λεπτά, 'που δεν θα τα 'βλεπεν ουδέ των μακαρίων 280
+θεών το μάτι, επίβουλα ως ήσαν μορφωμένα.
+και γύρω άμ' όλον άπλωσε τον δόλον εις την κλίνη,
+'ς την Λήμνο τάχα εκίνησε, καλοκτισμένην πόλι,
+'που αυτήν 'ς όλαις ανάμεσα ταις χώραις αγαπάει.
+και άμ' είδε τον καλότεχνον θεόν 'που αναχωρούσε, 285
+Άρης ο χρυσοχάλινος τυφλός σκοπός δεν ήταν,
+και προς το δώμα εκίνησε του δοξασμένου Ηφαίστου,
+την αγκαλιά της εύμορφης ποθώντας Κυθερείας.
+εκείνη μέσα εκάθιζε και μόλις είχε φθάσει
+απ' τον μεγαλοδύναμον πατέρα της Κρονίδη. 290
+εμπήκε αυτός, της έσφιξε το χέρι και της είπε•
+«'Σ την κλίνην έλ', αγαπητή, να γλυκοκοιμηθούμε•
+ο Ήφαιστος δεν είν' εδώ, και θα 'ναι ήδη φθασμένος
+'ς την Λήμνο, 'ς τ' αγριόφωνο το γένος των Σιντίων».
+
+Αυτά 'πε' και να κοιμηθή και αυτής εκαλοφάνη. 295
+και άμ' έπεσαν τους κύκλωσαν του πολυβούλου Ηφαίστου
+τα τεχνικώτατα δεσμά, και ουδέ μέλος κανένα
+να κινήσουν εδύνονταν, ή ολίγο να σηκώσουν•
+κ' ένοιωσαν τότε ότι φυγής κανείς δεν ήταν τρόπος,
+και ο ζαβοπόδης ο θεός 'ς ολίγο ήλθε σιμά τους, 300
+επειδή οπίσω εγύρισε πριν εις την Λήμνο φθάση•
+ότι σκοπός του εφύλαγεν ο Ήλιος και του το 'πε.
+με την καρδιά περίλυπη πλησίασε 'ς το δώμα,
+'ς τα πρόθυρα εσταμάτησε, και άγρια χολή τον πήρε,
+και φρικτήν έσυρε βοή 'ς τους αθανάτους όλους• 305
+«Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε,
+ελάτ', έργ' αξιογέλαστα και αβάστακτα να ιδήτε,
+με, τον χωλόν, πώς του Διός η κόρ', η Αφροδίτη,
+καταφρονεί και αγάπησε τον ανδροφόνον Άρη,
+ότ' είναι ωραίος, και γερός 'ς τα πόδια, κ' εγώ είμαι 310
+εκ γενετής αστερέωτος• και εις τούτο ποιος μου πταίει
+παρά και οι δύο μου γονείς, να μη 'χαν με γεννήσει.
+αλλά θα ιδήτε πώς αυτοί κοιμούνται αγκαλιασμένοι•
+κυττάζω εγώ και οδύρομαι 'που η κλίνη μου επατήθη.
+παρόμοιο πλάγιασμα, θαρρώ, δεν θα ζητήσουν πλέον, 315
+μ' όσον και αν έχουν έρωτα, ουδέ για ολίγην ώρα.
+αλλ' απ' τα επίβουλα δεσμά δεν θα λυθούν εκείνοι,
+πριν λάβω απ' τον πατέρα της οπίσ' όλα τα δώρα,
+όσα 'χω για την άσεμνη την κόρη παραδώσει.
+καλ' είναι η θυγατέρα του, αλλά δεν έχει γνώσι». 320
+
+Είπε• οι θεοί συνάχθηκαν 'ς το χάλκινο το δώμα•
+ο ευεργέτης ήλθ' Ερμής, ο σείστης Ποσειδώνας,
+ο τοξευτής Απόλλωνας και αυτός κατόπιν ήλθε•
+αλλ' η θεαίς απ' εντροπή 'ς το σπίτι έμειναν όλαις.
+οι αγαθοδόταις οι θεοί 'ς τα πρόθυρα εσταθήκαν• 325
+γέλιο 'ς τους μάκαραις θεούς άσβεστον εγεννήθη,
+ταις τέχναις ως ετήραζαν του πολυβούλου Ηφαίστου.
+κ' είπ' ένας τον πλησίον του κυττώντας• «Δεν προκόβουν
+η κακαίς πράξες• και ο αργός τον γλήγορον προφθάνει.
+ιδού πώς τώρ' ο Ήφαιστος, αργός, χωλός, τον Άρη, 330
+αν κ' είναι ο γληγορώτατος των Ολυμποκατοίκων,
+με τέχνην έπιασε μοιχόν, και θα τον προστιμήση».
+
+Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους.
+και ο διογενής Απόλλωνας είπε προς τον Ερμεία•
+«Ω μηνυτή διογέννητε, αγαθοδότη Ερμεία, 335
+'ς τα δυνατά δεν θα 'στεργες δεσμά σφιγμένος να 'σαι,
+'ς την κλίνην αν με την χρυσή κοιμώσουν Αφροδίτη;»
+
+Και προς αυτόν απάντησεν ο μηνυτής Ερμείας•
+«Ω τοξοφόρε Απόλλωνα, τούτ' άμποτε να γείνη!
+τρεις φοραίς τόσ' αδιάλυτα δεσμά να μ' εκυκλόναν, 340
+και οι θεοί με ταις θεαίς να εκυττάζετ' όλοι,
+'ς την κλίνην αν με την χρυσή κοιμώμουν Αφροδίτη».
+
+Είπε, κ' οι αθάνατοι θεοί γελοκοπούσαν όλοι•
+πλην δεν εγέλα, αλλά θερμά ζητούσε ο Ποσειδώνας
+τον τεχνουργόν τον Ήφαιστο να λύση ευθύς τον Άρη. 345
+κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
+«Λύσε, κ' εγώ σου υπόσχομαι 'που αυτός, ως εσύ θέλεις,
+εις τους θεούς κατέμπροσθεν τα δίκαια θα πλερώση».
+
+Και ο ζαβοπόδης ο ένδοξος απάντησέ του κ' είπε•
+«Να μη ζητής τούτο απ' εμέ, γεωφόρε Ποσειδώνα• 350
+αχρείαις κ' η εγγύησες προς τον αχρείον είναι•
+εις τους θεούς κατέμπροσθεν πώς θα σε δέσω, αν ίσως
+ο Άρης φύγη άμα λυθή χωρίς να με πλερώση;»
+
+Και προς αυτόν απάντησεν ο σείστης Ποσειδώνας•
+«Και αν ο Άρης, Ήφαιστε, μας φύγη και αθετήση 355
+το χρέος του, θα 'μ' έτοιμος εγώ να σε πλερώσω».
+
+Και ο ζαβοπόδης ο ένδοξος απάντησέ του κ' είπε•
+«Τον λόγο σου να σ' αρνηθώ, δεν γίνεται, δεν πρέπει».
+
+Αυτά 'πε, κ' έλυε τον δεσμόν η δύναμις του Ηφαίστου.
+και απ' τον δεσμόν, αν και σφικτόν άμα ελυθήκαν, εκείνοι 360
+πετάχθηκαν εκίνησεν ο Άρης προς την Θράκη,
+'ς την Κύπρον η φιλόγελη ευρέθηκε Αφροδίτη,
+'ς την Πάφο, 'πώχει τέμενος κ' έχει βωμόν ευώδη.
+η Χάρες κει την έλουσαν και με το λάδι εχρίσαν
+τ' άφθαρτο, 'που εις τα σώματα λάμπει των αθανάτων, 365
+κ' ενδύματα την ένδυσαν, 'που η χάρι τους θαμπόνει.
+
+Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας
+εις την ψυχή του ευφραίνονταν, ως τ' άκουε, κ' οι άλλοι,
+Φαίακες οι μακρύκουποι 'ς την θάλασσα ακουσμένοι.
+
+Ο Αλκίνοος του Λαοδάμαντα τότ' είπε και του Αλίου, 370
+χορό να στήσουν μόνοι τους, τι αντίπαλον δεν είχαν.
+κ' εκείνοι σφαίραν εύμορφην αφού 'ς τα χέρια πήραν,
+κόκκινην, 'που τους έπλασεν ο Πόλυβος τεχνίτης,
+ο ένας έρριχνεν αυτήν προς τα σκιοφόρα νέφη,
+το σώμα οπίσω γέρνοντας• ο δεύτερος πετιόνταν, 375
+και άρπαζε αυτήν ανάερα, πριν ή την γην πατήση.
+και αφού πετώντας έπαιξαν εκείνοι με την σφαίρα,
+χορόν κατόπιν άρχισαν 'ς την γην την πολυθρέπτρα,
+συχνά ξαλλάζοντας• και αυτού τριγύρω τ' άλλ' αγόρια
+χεροκροτούσαν τακτικά, και όλος εβρόντα ο τόπος. 380
+
+Τότ' είπε τον Αλκίνοον ο θείος Οδυσσέας•
+«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,
+καυχήθηκες 'που εις τον χορό τεχνίταις είναι πρώτοι
+και ιδού μου φανερώθηκαν• θαυμάζ' όσο τους βλέπω».
+
+Αυτά 'πε, και ο σεβαστός Αλκίνοος εχάρη, 385
+κ' εστράφη ευθύς και αγόρευσε των ναυτικών Φαιάκων•
+«Ακούσετε μ', ω αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων.
+γνώσιν πολλήν αληθινά πως έχει ο ξένος δείχνει•
+και τώρα δώρα ξενικά να του δοθούν, ως πρέπει.
+ότι 'ς τον δήμο δώδεκα κρατούν την εξουσία 390
+βασιλείς ένδοξοι, κ' εγώ μετ' αυτούς δέκατος τρίτος.
+καθείς σας τώρα καθαρήν χλαμύδα και χιτώνα
+δόστε του, κ' ένα τάλαντο βαρύτιμο χρυσάφι•
+και όλ' ας τα φέρουμε μαζή για να τα λάβη ο ξένος
+'ς τα χέρια του και ολόχαρος 'ς τον δείπνον να καθίση. 395
+και τώρ' αυτόν ο Ευρύαλος με λόγους να πραΰνη
+και μ' ένα δώρο, ότι κακά του 'χει ομιλήσει πρώτα».
+
+Αυτά 'πε, και όλοι πρόθυμα συμφώνησαν, κ' έστειλαν
+καθένας τους τον κήρυκα, τα δώρ' αυτού να φέρη.
+έδωσ' εκείνου απάντησιν ο Ευρύαλος και του 'πε• 400
+«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,
+τον ξένον, ως παράγγειλες, εγώ θε να πραΰνω.
+τούτο τ' ολόχαλκο σπαθί, 'που επάν' έχει ασημένια
+λαβή, και από νηοπριόνιστον ελέφαντα θηκάρι,
+θε να του δώσω• ατίμητο δώρο θα το 'χει ο ξένος». 405
+
+Είπε, 'ς τα χέρια του 'βαλε τ' αργυροκαρφωμένο
+σπαθί, και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
+«Πατέρα ξένε, χαίρε• και αν λόγος βαρύς ειπώθη,
+ας τον πάρουν οι άνεμοι, κ' οι αθάνατοι ας σου δώσουν
+να ξαναϊδής την σύντροφον, να 'φθάσης 'ς την πατρίδα, 410
+'πώχεις καιρούς 'π' αδημονείς μακράν των ποθητών σου».
+
+Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας•
+«Φίλε, και συ χαίρε πολύ' κ' οι αθάνατοι ας σου δώσουν
+κάθε καλό, και το σπαθί ποτέ να μη ποθήσης
+τούτ', όπ', αφού μ' επράυνες με λόγους, μου χαρίζεις». 415
+
+Είπε και τ' ασημόκομπο 'ς τον ώμο έζωσε ξίφος.
+έδυσ' ο ήλιος κ' έλαβε τα λαμπρά δώρα εκείνος•
+οι κήρυκες οι θαυμαστοί τα έφερναν 'ς του Αλκινόου
+το δώμα, όπου τα δέχθηκαν οι υιοί του βασιλέα•
+και αυτοί 'ς το πλάγι απόθοσαν της σεβαστής μητρός τους 420
+τα ωραία δώρα• εκίνησεν ο Αλκίνοος τότε ο θείος,
+κατόπ' οι άλλοι, κ' έφθασαν, και εις τα υψηλά θρονία
+κάθισαν όλοι• κ' έλεγεν ο Αλκίνοος της Αρήτης•
+«Γυνή μου, το λαμπρότερο κιβώτιο, 'πώχεις, φέρε,
+και μέσα βάλε καθαρήν χλαμύδα και χιτώνα. 425
+κ' ευθύς νερό μες τον χαλκό θερμάνετε του ξένου,
+όπως αφού λουσθή και ιδή με τάξι όλα βαλμένα
+τα δώρα, όσα οι Φαίακες οι άψεγοι του φέραν,
+χαρή και το τραπέζι μας και της ωδής τον ύμνο.
+και τούτο τ' εύμορφο χρυσό ποτήρι εγώ του δίνω, 430
+να με θυμάται ολοζωής, όταν 'ς τα μέγαρά του
+σπονδαίς προσφέρη του Διός και όλων των αθανάτων».
+
+Αυτά 'πε και παράγγειλε ταις δούλαις η Αρήτη
+ευθύς να στήσουν τρίποδα μεγάλον 'ς την φωτία•
+και αυταίς λουτρικόν τρίποδα 'ς την φλόγα μέσα εστήσαν, 435
+έχυσαν μέσα το νερό και κάτω ξύλα εκαίαν•
+και ζών' η φλόγα την κοιλιά και το νερά θερμαίνει.
+η Αρήτη ωστόσο το λαμπρό κιβώτιο για τον ξένον
+έφερε από τον θάλαμο, τα δώρ' αυτού να θέση,
+τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που οι Φαίακες του δώσαν• 440
+κ' έθεσε μέσα φόρεμα κ' έναν χιτώνα ωραίον•
+και προς αυτόν ωμίλησε με λόγια πτερωμένα•
+«Συ τώρα ιδέ το σκέπασμα, δέσε καλά τον κόμπο,
+μη 'ς το ταξείδι, οπού θα πας, κανένας σ' αδικήση,
+ενώ κοιμάσαι ύπνο γλυκό 'ς το ολόμαυρο καράβι». 445
+
+Και ως τ' άκουσε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας
+εφάρμοσε το σκέπασμα, κ' ευθύς έδεσε κόμπο,
+πολύτεχνον οπού η σεπτή του 'χε διδάξ' η Κίρκη.
+και η κελλάρισσα να εμβή 'ς τον έτοιμον λουτήρα
+του είπε• και θερμά λουτρά άμ' είδ' εχάρη εκείνος• 450
+ότ' είχε απεριποίητο πολύν καιρόν το σώμα,
+της Καλυψώς τα μέγαρα απ' όταν είχε αφήσει,
+όπ' εύρισκεν ωσάν θεός την κάθε ανάπαυσί του.
+και η δούλαις ως τον έλουσαν και με το λάδι εχρίσαν,
+και τον εφόρεσαν καλήν χλαμύδα και χιτώνα, 455
+απ' τον λουτήρα εκίνησε να σμίξη τους συνδείπνους.
+και η Ναυσικά από τους θεούς με κάλλος στολισμένη
+της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη.
+εθαύμαζε κυττάζοντας αυτή τον Οδυσσέα,
+κ' είπε με λόγια πτερωτά• «Χαίρε, σου λέγω, ω ξένε, 460
+όπως οπόταν ευρέθης 'ς την γην την πατρικήν σου
+μ' ενθυμηθής, 'που την ζωή πρώτα χρωστάς 'ς εμένα».
+
+Κ' εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας•
+«Κόρη του μεγαλόκαρδου Αλκίνου, Ναυσικάα,
+είθε ο Κρονίδης, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας, 465
+θελήση ογλήγορα να ιδώ την ποθητήν πατρίδα,
+και τότ' ευχαίς ωσάν θεάς εκεί θα σου προσφέρω
+ολοκαιρής, επειδή συ με έζησες, παρθένα».
+
+Είπε κ' εκάθισε εις θρονί, σιμά 'ς τον βασιλέα•
+ήδη εμοιράζαν το φαγί και το κρασί συγκέρναν. 470
+και ο κήρυκας τον έμπιστον αοιδόν τους ωδηγούσε
+Δημόδοκον λαοτίμητον, και εις τον υψηλόν στύλο
+προσκολλητά τον κάθισε, 'ς την μέση των συνδείπνων.
+'ς τον κήρυκα ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας•—
+ράχης κομμάτι αφού 'κοψε λευκοδοντάτου χοίρου, 475
+πάχος γεμάτ' ολόγυρα, κ' έμενε ακόμη πλήθιο,—
+«Το κρέας τούτο, κήρυκα, δόσε του Δημοδόκου,
+να φάγη• θα τον ασπασθώ, αν και θλιμμένος είμαι.
+τι σέβας έχουν και τιμή 'ς την οικουμένην όλην
+απ' τους θνητούς οι αοιδοί, ότι τραγούδια η Μούσα 480
+αυτούς διδάχνει και αγαπά των αοιδών το γένος».
+
+Είπε• και ο κήρυκας ευθύς 'ς του ήρωα Δημοδόκου
+τα χέρια το 'βαλε, και αυτός το δέχθηκε κ' εχάρη.
+και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν
+ [εμπρός τους.
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, 485
+του Δημοδόκου ο συνετός ωμίλησε Οδυσσέας•
+«Εσέ παρ' όλους τους θνητούς, Δημόδοκε, δοξάζω,
+ή η Μούσα, κόρη του Διός, σ' έχει διδάξ' ή ο Φοίβος•
+των Αχαιών ταις συμφοραίς με τόσην τάξι ψάλλεις,
+όσ' έπραξαν, όσ' έπαθαν 'ς τον φοβερόν αγώνα, 490
+ως να 'χες συ παρευρεθή ή απ' άλλον τα 'χες μάθει.
+τώρ' έλα εις άλλο πέρασε, του αλόγου ειπέ την τάξι,
+'που ιδρένιο μόρφωσ' ο Επειός μαζή με την Αθήνη,
+και δόλον 'ς την ακρόπολιν ο θείος Οδυσσέας
+το 'φερε μ' άνδραις γεμιστό, κ' ερήμωσαν την Τροία. 495
+αν όλ' αυτά μου διηγηθής, ως πρέπει, ένα προς ένα,
+εις τους θνητούς όλους εγώ παντού θα μαρτυρήσω
+ότι θεός σου εχάρισε θεολάλητο τραγούδι».
+
+Και απ' τον θεόν κινούμενος άρχισε και τραγούδι
+έβγαλ', εκείθε πιάνοντας, 'που μέρος των Αργείων, 500
+αφού ταις σκηναίς έκαψαν, με τα καράβια φύγαν,
+κ' οι άλλοι με τον ένδοξον εμέναν Οδυσσέα
+των Τρώων εις την αγορά, μες τ' άλογο κρυμμένοι•
+τι το 'χαν 'ς την ακρόπολι μόνοι τους σύρ' οι Τρώες.
+τ' άλογον έστεκεν αυτού, και ολόγυρά του εκείνοι 505
+καθήμενοι πολλά 'λεγαν και τρεις η γνώμαις ήσαν•
+ή με το σκληρό σίδερο να σχίσουν τ' άδειο ξύλο,
+ή, αφού το σύρουν κάτακρα, 'ς ταις πέτραις να το ρίξουν,
+ή να τ' αφήσουν των θεών μέγα ιλαστήριο δώρο,
+όπως κατόπιν έμελλε το πράγμα να τελειώση. 510
+ότ' ήταν μοίρα να χαθή η πόλι, αμ' αγκαλιάση
+το μέγα ξύλιν' άλογο, 'που των Αργείων τ' άνθος
+μέσα του εκλειούσε, κ' έφερναν φόνο, φθορά των Τρώων.
+κ' έψαλνε πώς οι Αχαιοί την πόλιν ερημώσαν
+από του αλόγου την βαθειά καθίστρα ορμώντας όλοι• 515
+κ' έψαλνε πώς άλλοι αλλαχού την πόλι ξολοθρεύαν,
+αλλ' ο Οδυσσηάς 'ς τα δώματα του Δηιφόβου εχύθη
+μαζή με τον ισόθεον Μενέλαον, ως ο Άρης,
+και μάχην πώς εκεί φρικτήν ετόλμησεν εκείνος,
+και η μεγαλόψυχη Αθηνά του εχάρισε την νίκη. 520
+
+Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας
+έλυονε, και τα δάκρυα 'ς τα μάγουλα του ερρέαν.
+και ως κλαίοντας τον άνδρα της γυνή περιλαμβάνει,
+'πώπεσ' εμπρός 'ς τα τείχη του και εις τους λαούς να σώση
+την πόλι και τα τέκνα του απ' την κακήν ημέρα, 525
+και, ως βλέπει αυτόν οπού σπαρνά 'ς το ψυχομάχημά του,
+αυτή ριμμένη επάνω του θρηνολογεί, κ' εκείνοι
+την ράχη και τους ώμους της κτυπώντας με τ' ακόντι,
+την σέρνουν εις τα βάσανα, 'ς τα πάθη της δουλείας,
+και αυτής ο πόνος ο πικρός τα μάγουλα μαραίνει• 530
+όμοια τότ' έρρεαν πικρά τα δάκρυα του Οδυσσέα.
+και όλων των άλλων έμεναν τα δάκρυα του κρυμμένα•
+μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που καθόνταν
+σιμά του, και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη•
+και εις τους ναυτικούς Φαίακαις ευθύς εκείνος είπε• 535
+«Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων•
+ν' αφήσ' ήδη ο Δημόδοκος την ηχηρήν κιθάρα,
+ότι μ' αυτά, 'που τραγουδεί, δεν καλοαρέσ' εις όλους•
+'ς το δείπνο αφού καθίσαμε και άρχισ' ο αοιδός ο θείος,
+απ' το πικρό παράπονο δεν έχει παύσει ο ξένος• 540
+πόνος μεγάλος την καρδιά, θαρρώ, του καταθλίβει.
+άρα να μείν' ο αοιδός, όπως χαρή και ο ξένος
+μ' εμάς, 'που τον ξενίζουμε, και τούτο θέλ' η τάξι.
+όλα γι' αγάπην έγειναν του σεβασμίου ξένου,
+προβάδισμα, χαρίσματα, 'που τον φιλοδωρούμε.
+ότ' είναι ως άλλος αδελφός ο ξένος και ο ικέτης 545
+του ανδρός, όπ' έχει 'ς την καρδιάν αίσθησι καν ολίγη.
+όθεν και συ μην προσπαθής με τέχνη να μας κρύψης
+ό,τι ερωτώ σε• είναι καλό να μας το φανερώσης.
+τ' όνομα ειπέ, 'που σ' έκραζαν εκεί πέρα οι γονείς σου, 550
+κ' οι άλλοι εκεί 'ς την πόλι σου, και οι γείτονες τριγύρω.
+ότι ανονόμαστος κανείς δεν είναι των ανθρώπων,
+'ς τον κόσμον άμα γεννηθή, μικρός είν' είτε μέγας,
+αλλ' όλων, άμα ιδούν το φως, το βγάζουν οι γονείς τους.
+και ειπέ μου την πατρίδα σου, τον δήμο, και την πόλι, 555
+όπως τα πλοία στρέφοντας εκεί την νόησί τους
+σε φέρουν• ότ' οι Φαίακες δεν έχουν κυβερνήταις,
+ούτε πηδάλια αυτά βαστούν, ως έχουν τ' άλλα πλοία•
+αλλά την γνώμην εννοούν, τα φρένα των ανθρώπων.
+ταις χώραις, τους παχείς αγρούς της οικουμένης όλης 560
+γνωρίζουν, και της θάλασσας περνούν το μέγα στόμα
+γοργότατα, 'ς την καταχνιά, 'ς την συννεφιά κρυμμένα,
+ουδέ ποτέ τους να χαθούν ή να βλαφθούν φοβούνται.
+μόνον τούτ' άκουσ' άλλοτε, 'πώλεγεν ο πατέρας
+Ναυσίθοος, ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας, 565
+'που 'ς την πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους•
+ότι ο θεός έν' εύμορφο καράβι των Φαιάκων,
+ως γέρνει από προβάδισμα ποτέ, 'ς το μαύρο κύμα,
+θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος θα κλείση μέγα•
+τούτά 'πε ο γέρος, και ο θεός ή θέλει τα ενεργήση, 570
+ή μένουν ανενέργητα, καθώς αρέσει εκείνου.
+αλλ' έλα τώρα θέλησε σωστά να μου αναφέρης
+τα μέρη όπου πλανήθηκες, τους τόπους όπου εβγήκες,
+ταις χώραις ταις καλόκτισταις κ' εκείνων τους κατοίκους,
+και όσοι απ' αυτούς ήσαν κακοί, άγριοι και όχι δίκαιοι, 575
+και όσοι φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' ήτο η γνώμη.
+και ειπέ τι τόσ' οδύρεσαι οπόταν των Αργείων
+των Δαναών το πάθημα ακούσης και του Ιλίου.
+κείνο το έκαμαν οι θεοί, κ' έκλωσαν των ανθρώπων
+όλεθρον μέγαν, να το ειπούν κ' οι απόγονοι τραγούδι. 580
+μη συγγενής σου έπεσε 'ς τα τείχη εμπρός του Ιλίου,
+άξιος, γαμβρός, ή πενθερός; στενότατ' είναι τούτοι,
+κατόπι από το αίμα μας και από την γενεά μας.
+ή κάποιος σύντροφος λαμπρός, εγκαρδιακός σου φίλος,
+έπεσε; ότι 'ς την γνώμη μου κατώτερος δεν είναι 585
+απ' αδελφόν φίλος με νου και γνώσι προικισμένος».
+
+
+
+Ραψωδία I
+
+
+
+Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας•
+«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,
+τω όντι τούτο είν' εύμορφο, τέτοιον αοιδόν ν' ακούης,
+ως είναι αυτός, 'που των θεών εις την φωνήν ομοιάζει.
+ότι δεν βλέπω 'ς την ζωή τερπνότερ' άλλο τέλος, 5
+παρ' όταν όλος ο λαός 'ς την ευφροσύνη πλέει,
+και τον αοιδόν 'ς τα δώματα ακούν οι καλεσμένοι
+αραδικώς καθήμενοι, με τράπεζαις γεμάταις
+τον άρτον και τα κρέατα, και απ' τον κρατήρα παίρνει
+ο κεραστής κρασί γλυκό και 'ς τα ποτήρια χύνει• 10
+απ' όλα τ' ωραιότερον ότ' είναι αυτό λογιάζω.
+αλλά τα πολυστένακτα κακά μου να ερευνήσης
+σου 'πε η ψυχή σου, όπως εγώ βαρύτερα στενάζω.
+τώρα τι πρώτο, τ' ύστερον εγώ να σου ιστορίσω;
+ότ' οι επουράνιοι θεοί κακά πολλά μου δώσαν. 15
+και πρώτα θα ειπώ τ' όνομα, όπως και σεις ακόμη
+το μάθετε, και όπως εγώ, τον χάρο αν ξεφύγω,
+φίλος σας μένω ξενικός, και πέρ' αν κατοικάω.
+εγώ 'μαι ο δολομήχανος Λαερτιάδης Οδυσσέας,
+και από την γη 'ς τους ουρανούς η δόξα μου έχει φθάσει. 20
+και κατοικώ την ηλιακήν Ιθάκη, 'π' όρος έχει
+μεγάλο κινησίφυλλο, το Νήριτο, και γύρω
+νησιά πολλά, και σύνεγγυς το 'να με τ' άλλο, υπάρχουν,
+Δουλίχιο, Σάμη, Ζάκυνθος η πολυδενδρωμένη•
+κείνη 'ς το πέλαο χαμηλή βαθειά την δύσι βλέπει, 25
+και όλαις η άλλαις χωριστά προς της αυγής τα μέρη•
+πετρώδης, αλλ' ανδρών καλή βυζάστρα• κ' εγώ άλλο
+πράγμα δεν δύναμαι να ιδώ γλυκότερο απ' την γην μου.
+και ιδές, μ' εκράτ' η Καλυψώ, σεπτή θεά, μεγάλη,
+'ς τα κοίλα σπήλαια, και άνδρας της επόθει να της ήμαι• 30
+όμοια και η Κίρκη εκράτει με, η δολερή Αιαία,
+'ς τα μέγαρά της, και άνδρας της επόθει να της ήμαι•
+αλλά ποτέ δεν έπεισαν 'ς τα στήθη την ψυχή μου.
+αχ! τίποτε γλυκότερο δεν έχει απ' την πατρίδα
+και απ' τους γονείς ο άνθρωπος, και σπίτι ευτυχισμένο 35
+εις ξένην γην αν κατοικεί μακράν απ' τους γονείς του.
+τώρ' άκουσε το θλιβερό ταξείδι, 'που εις εμένα,
+ως απ' την Τροίαν έγερνα, διώρισεν ο Δίας.
+
+Απ' το Ίλιο μ' έφερ' άνεμος 'ς την άκραν των Κικόνων,
+την Ίσμαρο• κ' εξέκαμα την πόλι και τους άνδραις•
+Και όσαις γυναίκαις πήραμε και πλούτη από την πόλι, 40
+ίσια τα μοιρασθήκαμε να μη κλαυθή κανένας.
+και τότ' εγώ να φύγουμεν εκείθ' ευθύς με βία
+παρακινούσα, αλλ' οι μωροί ν' ακούσουν δεν ήθελαν.
+και αυτού πίνονταν άδολο κρασί πολύ, κ' εσφάζαν 45
+εις τ' ακρογιάλι αρνιά πολλά και στριφοπόδα βώδια.
+πήγαν ωστόσο οι Κίκονες τους Κίκοναις να κράξουν,
+γείτοναις, 'που πλειότεροι και ανδρειότεροι απ' εκείνους
+εκατοικούσαν 'ς την στερηά, και απ' τ' άλογα εγνωρίζαν
+να πολεμούν, ή και πεζοί, αν το 'θελεν η ανάγκη. 50
+τόσ' ήλθαν, όσ' η άνοιξι φύλλα φυτρόνει και άνθη,
+πρωί• τότ' ήλθε του Διός μοίρα κακή κοντά μας
+των δύστυχων, όπ' έμελλε πολλά να φέρη πάθη.
+την μάχη στήσαν και άρχισαν προς τα γοργά καράβια,
+και απ' τα δυο μέρη ερρίχνονταν τα χάλκινα κοντάρια. 55
+και όσ' ήτο αυγή και τ' άγιο φως αύξαινε της ημέρας,
+προς τους πολλούς τον πόλεμον κρατούσαμεν οι ολίγοι•
+αλλ' άμ' ο ήλιος έγερνεν, όταν τα βώδια λυώνται,
+τους Αχαιούς εσύντριψαν οι Κίκονες κ' εσπρώξαν.
+έξι ανδρειωμένοι σύντροφοι μέσ' από κάθε πλοίο 60
+χάθηκαν και απ' τον θάνατον σωθήκαμεν οι άλλοι.
+θλιμμένοι εμπρός επλέαμεν, μακράν από τον χάρο
+πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι.
+αλλά δεν μου ξεκίνησαν τα ισόμετρα καράβια,
+πριν τρεις φωνάξουμε φοραίς τους άμοιρους συντρόφους, 65
+όσους 'ς τον κάμπον έστρωσαν τ' ακόντια των Κικόνων.
+και ο Δίας μας εσήκωσεν ο νεφελοσυνάκτης
+ζάλην φρικτήν απ' τον Βορηά, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη
+πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα•
+κ' έτρεχαν επικέφαλα, και τα πανιά τους όλα 70
+έσχισεν, ετετάρτιασεν η δύναμι του ανέμου,
+κάτω τα εσύραμεν ευθύς, μη μας καταποντίσουν,
+και λάμνοντας εφέραμεν εις την στερηά τα πλοία.
+ασάλευτοι αυτού μείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις,
+και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος. 75
+η τρίτη ως έλαμψεν αυγή, τα κάτασπρα πανία
+εις τα κατάρτια απλώσαμε, καθίσαμε και ωδήγαν
+τα πλοία μας ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις.
+και άβλαπτος τότε θα' φθανα 'ς την ποθητήν πατρίδα,
+αλλ' ως τον Μαληά γύριζα, το κύμα και το ρεύμα 80
+και ο Βορηάς πολύ μακράν μ' έδιωξαν των Κυθήρων.
+κατόπιν άνεμοι κακοί μ' έδερναν εννηά 'μέραις,
+'ς την ιχθυοφόρα θάλασσαν ήλθαμε την δεκάτη
+των Λωτοφάγων εις την γη, 'πώχουν τροφή τους άνθη.
+'ς την γην εβγήκαμε, νερό επήραμε από βρύσι, 85
+και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια.
+και το φαγί και το πιοτό άμα ευφρανθήκαμ' όλοι,
+τότε συντρόφους έστειλα, να υπάγουν και να μάθουν
+ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποι 'ς την γην εκείνην ήσαν,
+δύο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. 90
+επήγαν κ' επλησίασαν τους Λωτοφάγους άνδραις,
+και τούτοι των συντρόφων μας κακό δεν μελετούσαν
+κανένα, αλλά τους έδωσαν λωτό να δοκιμάσουν.
+και άμα εγευόνταν τον καρπό, 'που ήταν γλυκός 'σαν μέλι,
+να γύρουν πλειά δεν έστεργαν, ουδ' είδησι να φέρουν. 95
+αλλά να μένουν ήθελαν σιμά των Λωτοφάγων,
+λωτό να τρώγουν, την γλυκειά πατρίδα λησμονώντας.
+εις τα καράβια εγώ με βια τους γύρισα κ' εκλαίαν,
+και εις τα ζυγ' αποκάτωθε τους έσυρα δεμένους.
+ν' αναιβούν τότ' επρόσταξα των άλλων των συντρόφων 100
+'ς τα γοργά πλοία με σπουδή, μη κάποιος απ' εκείνους
+φάγη λωτό, και την γλυκειά πατρίδα λησμονήση.
+εμπήκαν, αραδιάσθηκαν εις τα σανίδια κείνοι,
+και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.
+
+Εκείθ' επλέαμεν εμπρός με την ψυχή θλιμμένη. 105
+και των Κυκλώπων εις την γη, των υβριστών, ανόμων,
+εφθάσαμε, οπού 'ς των θεών την δύναμι θαρρώντας,
+ούτε φυτό φυτεύουσιν, ούτε πότ' αλατρεύουν,
+αλλ' άσπαρτ', αναλάτρευτα, τα πάντα εκεί φυτρόνουν,
+σίτοι, κριθάρια, και άμπελοι, και δίδει κρασί πλήθος 110
+ο μεγαστάφυλος καρπός, καθώς τον βρέχει ο Δίας.
+βουλών δεν έχουν αγοραίς, και νόμους δεν γνωρίζουν,
+αλλά ταις άκραις κατοικούν βουνών υψηλοτάτων
+εις βαθειά σπήλαια, και καθείς 'ς την σύντροφο, 'ς τα τέκνα
+είναι κριτής, ουδέποτε προσέχει προς τον άλλον. 115
+
+Άγριον απλόνεται νησί παρέξω απ' τον λιμένα,
+ούτε σιμά, και ούτε μακράν της χώρας των Κυκλώπων,
+σύδενδρο, και αγριόγιδα 'ς εκείνο μέσα βόσκουν,
+αμέτρητα• ότι πάτημα δεν τα εμποδίζει ανθρώπων,
+ουδέ κει μπαίνουν κυνηγοί, 'που συνηθούν 'ς τα δάση 120
+να δέρνωνται, αναβαίνοντας ράχαις και κορφοβούνια.
+ποίμνια δεν το σκεπάζουσι, και αλέτρια δεν το σχίζουν,
+αλλ' άσπαρτο, αναλάτρευτο, και ολόρφανο απ' ανθρώπους
+ολοκαιρής, είναι βοσκή 'ς τα γίδια 'που βελάζουν.
+τι πλοία κοκκινόπλωρα οι Κύκλωπες δεν έχουν, 125
+ούτ' έχουν πλοίων ξυλουργούς, 'που εκείνων θα εμορφόναν
+καλόστρωτα πλεούμενα, χρήσιμα να 'ναι εις όλα,
+'ς ταις πολιτείαις φθάνοντας, ως τους ανθρώπους βλέπεις
+το πέλαο να συχνοπερνούν απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος•
+και αυτοί θα τους εσύσταιναν καλόκτιστην την νήσο. 130
+κακή δεν είναι• θα 'φερνε κάθε καρπό 'ς την ώρα,
+ότι της λευκής θάλασσας 'ς την άκρη τα λειβάδια
+υγρά θωρείς και μαλακά• και άφθαρτ' αμπέλια θα 'χε•
+και για τ' αλέτρ' είναι ομαλή• τον σίτο 'ς τον καιρό του
+βαθειά πολύ θα εθέριζαν, ότ' είναι η γη παχεία. 135
+κ' έχει λιμέν' ακίνδυνον, οπού σχοινιά δεν θέλει,
+είτε να ρίχνουν άγκυραν, είτε να δένουν πρύμη,
+αλλ' αραγμένοι προς την γη να μένουν, ως 'που οι ναύταις
+να ξεκινήσουν πρόθυμα, άμα φυσήση πρύμος.
+και εις του λιμένα την κορφή νερό καθάριο ρέει, 140
+άντρο αποκάτω μια πηγή, και ολόγυρα έχει λεύκαις.
+αυτού εμπαίναμε• θεός κάποιος μας οδηγούσε,
+'ς το σκότος μέσα της νυκτός, 'π' αθώρητα ήσαν όλα.
+ότι καταχνιά κύκλονε τα πλοία, και η σελήνη
+δεν έφεγγε απ' τον ουρανό και νέφη την εκρύβαν. 145
+και το νησί δεν ξάνοιξε κανείς μας με τα μάτια,
+ουδέ τα μακρυά κύματα 'ς την γην όπως κυλούσαν
+είδαμε, πριν τα πλοία μας 'ς την άκρα προσαράξουν.
+και άμ' άραξαν, εσύραμε κατ' όλα τα πανιά τους,
+'ς την γην εβγήκαμε κ' εμείς, και, αφού πήραμ' ολίγον 150
+ύπνον, επεριμέναμεν η άφθαρτ' Ηώ να φέξη.
+
+Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+και το νησί θαυμάζοντας γερνούσαμε άνω, κάτω.
+και η νύμφαις, κόραις του Διός, απ' τα όρη ξεκινήσαν
+τα γίδια, ναύρουν έτοιμο το γεύμα οι σύντροφοί μου. 155
+τα τόξ' αμέσως τα κυρτά και τα μακρυν' ακόντια
+απ' το καράβι πήραμε, και, εις τρεις βαλμένοι τάξεις,
+ρίχναμε, κ' έδωσε ο θεός ευφραντικό κυνήγι.
+μ' ακολουθούσαν δώδεκα πλοία, και εις το καθένα
+εννέα γίδες έμειναν, αφού μου δώσαν δέκα. 160
+αυτού τότ' εκαθόμασθε, ολημέρα ως το δείλι
+μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό φαγοποτώντας.
+ότι το κόκκινο κρασί δεν είχε λείψει ακόμη
+'ς τα πλοία, τ' είχαμε ο καθείς γεμίσει ταις λαγήναις,
+την ιερή 'σαν πήραμε την πόλι των Κικόνων. 165
+και των Κυκλώπων βλέπαμε την γη, 'που ήταν πλησίον,
+και τον καπνό, και την φωνήν αυτών και των προβάτων.
+και ο ήλιος άμα εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα,
+εμείς αναπαυθήκαμε 'ς την άκρα της θαλάσσης.
+εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, 170
+κ' έκαμα εγώ συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα•
+«σεις οι άλλοι φίλοι σύντροφοι, να μείνετ' εδώ τώρα•
+εγώ με τα καράβι μου και με τους ιδικούς μου
+συντρόφους θέλα πάω να ιδώ να μάθω τίνες είναι
+οι άνθρωποι τούτοι, είναι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, 175
+ή τε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη».
+
+Και εις το καράβι ανέβηκα και των συντρόφων είπα
+να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν• κ' εκείνοι
+εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις,
+και την λευκή την θάλσσα με τα κουπιά βροντούσαν. 180
+και ότε εις τον τόπο φθάσαμεν, οπού μακράν δεν ήταν,
+εις άκραν σπήλαιον είδαμε, 'ς το χείλος της θαλάσσης,
+υψηλό, δαφνοσκέπαστο κει μέσα εξενυκτούσαν
+κοπάδια, γιδοπρόβατα πολλά, και αυλήν τριγύρω
+υψηλήν είχεν εις χωσταίς πέτραις βαθειά κτισμένην, 185
+κ' υψηλοφούντωτα ιδρυά, πεύκ' υψηλοί, την φράζαν.
+άνδρας θεόρατος αυτού ξενύκταε, 'που βοσκούσε
+τα ποίμνια μόνος ξέμακρα, ουδ' έσμιγε με άλλους,
+αλλ' έτρεφεν ανάμερα κάθε ανομιά 'ς τον νου του.
+τι θαύμα ήταν θεόρατον, ουδέ των σιτοφάγων 190
+ώμοιαζε ανδρών, αλλ' ώμοιαζεν ως κορυφή λογγώδης,
+'που υψόνεται ολομόναχη 'ς την μέση απ' άλλα όρη.
+
+Και αφού τους άλλους πρόσταξα αγαπητούς συντρόφους
+σιμά 'ς το πλοίο να σταθούν και αυτού να το φυλάγουν,
+διάλεξα δώδεκ' απ' αυτούς κ' εκίνησα μαζή τους. 195
+κ' είχ' ασκί τράγινο, γλυκό μαύρο κρασί γεμάτο•
+μου τόχε δώσει ο Μάρωνας, ο γόνος του Ευανθέα
+ιερέας του Απόλλωνα, προστάτη της Ισμάρου.
+με τον υιόν τον σώσαμε και με την σύντροφόν του,
+φοβούμενοι, ότι εγκάτοικος 'ς το δάσος αυτός ήταν 200
+του Φοίβου Απόλλωνα, και αυτός λαμπρά μου 'δωσε δώρα.
+επτά μου 'δωσε τάλαντα, έργα χρυσά και ωραία,
+κ' έναν κρατήρα ολάργυρο• και δώδεκα λαγήναις
+άδολο γέμισε κρασί, γλυκό, πιοτόν ουράνιο,
+'που δεν το γνώριζε κανείς 'ς το σπίτι του υπηρέτης, 205
+ούτε θεράπαιν', αλλ' αυτός και η πολυαγαπημένη
+γυνή του και η κελλάρισσα το ήξευρε μόνη μία•
+και ότ' έβαζε το κόκκινο γλυκό κρασί να πίνουν,
+εις μέτρα νερό δώδεκα έχυν' ένα ποτήρι,
+και απ' ευωδιάν ανέκφραστη τριόντιζε ο κρατήρας• 210
+κανείς τότε δεν θα 'στεργε το κέρασμα ν' αφήση.
+μέγαλο ασκί πήρ' απ' αυτό και τρόφιμα εις δισάκκι,
+ότι απ' αρχής εμάντευσεν η ανδρική ψυχή μου
+'π' άνδρας ζωσμένος δύναμιν μεγάλην θα 'λθη εμπρός μου,
+άγριος, 'που δεν θα εγνώριζε δίκαια ποσώς ή νόμους. 215
+
+Ήλθαμ' εις τ' άντρ' ογλήγορα και μέσ' αυτός δεν ήταν,
+αλλ' έβοσκεν εις ταις βοσκαίς τα σαρκωμέν' αρνιά του.
+και ως φθάσαμ' εκυττάζαμεν όσά 'χε μέσα τ' άντρο•
+τα τυροβόλια γεμιστά, και η μάνδρες στοιβασμέναις
+αρνιά κ' ερίφια• κ' είχε τα ξεχωριστά κλεισμένα, 220
+τα πρώιμ' αλλού, τα δεύτερα αλλού, και αλλού τα τρίτα.
+και όλα επλημμύριζαν ορό, και κάδοι και σκαφίδες,
+τ' αγγεία τα καλόφθειαστα, 'π' άρμεγε αυτός το γάλα.
+τότε με λόγια οι σύντροφοι θερμά μ' επαρακάλουν,
+απ' τα τυριά να πάρουμε και φεύγοντας με βία 225
+αρνιά κ' ερίφια γλήγορα να σύρουμ' απ' ταις μάνδραις
+'ς το πλοίο μας, και τα πικρά να σχίσουμε πελάγη.
+να 'χα δεχθή την γνώμη τους! αλλ' είχε βάλει ο νους μου
+κείνον να ιδώ και ξενικά να μου χαρίση δώρα•
+και αχ, να φανή δεν έμελλε τερπνός εις τους συντρόφους! 230
+
+Και αφού φωτιάν ανάψαμε κ' εκάμαμε θυσία,
+εφάγαμ' από τα τυριά, κ' εκείνον καρτερώντας
+καθόμασθε• ήλθε απ' την βοσκή, και από φρυγμένα ξύλα
+έφερνε βάρος φοβερό, να τα 'χη για τον δείπνο•
+και εις τ' άντρο μέσα ως το 'ριξε φρικτόν σήκωσε βρόντο• 235
+τρέμοντας εσυρθήκαμε 'ς του άντρου μες τα βάθη.
+τα παχειά πρόβατ' έμπασε 'ς το ευρύχωρο το σπήλαιο.
+όλα όσα εκείνος άρμεγε, τ' αρσενικ' άφησ' έξω,
+τράγους, κριάρια, 'ς τον βαθύ τον γύρο της αυλής του.
+κ' ευθύς εσήκωσ' έβαλε θυρόπετρα μεγάλη 240
+βαρειά πολύ, 'που από την γη να σείουν δεν θ' αρκούσαν
+είκοσι δυο τετράκυκλα καλοφθειασμέν' αμάξια.
+με τέτοιον βράχον άμετρον έφραξ' αυτός την θύρα.
+και άρμεγε αυτού καθήμενος γίδαις και προβατίναις
+με τάξι, κ' έπειτ' έβαζε της καθεμιάς τ' αρνί της. 245
+και αφού 'χε πήξει το μισό από το λευκό γάλα,
+τα εμάζευσε και το 'θεσεν εις τα πλεκτά καλάθια•
+και τ' άλλο μισό 'πώμεινε το 'βαλε μες τ'αγγεία,
+έτοιμο για τον δείπνο του, να παίρνη και να πίνη.
+και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα έργα του είχε κάμει, 250
+την στιά ξανάναφτε, κ' εμάς κυττώντας είπε• «ω ξένοι,
+ποιοι είσθε; πόθεν πλέετε τους δρόμους της θαλάσσης;
+να εμπορευθήτ' εβγήκετε, ή του κακού πλανάσθε
+'ς τα πέλαγα ως οι πειραταίς; πλανώνται αυτοί και φέρουν,
+την ζωή τους κινδυνεύοντας, βλάβη των αλλοφύλων». 255
+
+Αυτά πε• και η καρδία μας εκόπη από τον τρόμο•
+ότι βαρύ 'χε μούγκρισμα, κ' εκείνος ήταν τέρας•
+αλλ' όμως εγώ απάντησα ευθύς 'ς το ερώτημα του•
+«εμείς πλανώμενοι Αχαιοί ήλθαμε από την Τροία,
+ως οι άνεμοι στην άβυσσο μας σπρώξαν της θαλάσσης 260
+εις δρόμους άλλους πάντοτε μακράν απ' την πατρίδα•
+τούτα διώρισε η βουλή και η θέλησι του Δία.
+στρατιώταις του Αγαμέμνονα καυχόμασθε, τον Ατρείδη,
+'που τώρα η δόξα του αντηχεί 'ς τα πέρατα τον κόσμου,
+την πόλιν αφού ερήμωσε την δυνατήν και πλήθη 265
+πολλών εξέκαμε λαών κ' εμείς εδώ φθασμένοι
+'ς τα γόνατα σου πέφτουμε, να μας φιλοξενήσης,
+ή άλλο να δώσης χάρισμα, ως συνηθούν των ξένων.
+σέβου, ω μεγάλε, τους θεούς• ικέταις σου μας έχεις•
+των ξένων και των ικετών εκδικητής ο Δίας 270
+ο ξένιος, 'που τους ιερούς τους ξένους συνοδεύει».
+
+Είπα, και μ' άσπλαχνη καρδιά μου αντείπ' ευθύς εκείνος•
+«ω ξένε, ή τ' είσαι ανόητος, ή τ' έρχεσ' από πέρα,
+'που να φοβώμαι τους θεούς ή να ψηφώ μου λέγεις•
+δεν ψηφούν, όχ', οι Κύκλωπες τον Δί' αιγιδοφόρο 275
+ουδέ τους μάκαραις θεούς• είμασθ' ανώτεροί τους•
+ουδ' από φόβο του Διός εσένα ή τους συντρόφους
+εγώ ποτέ θα λυπηθώ, αν δεν το θέλω ατός μου•
+αλλά το καλοκάμωτο που άραξες καράβι,
+εις κάποιαν άκραν ή σιμά; λέγε μου, να το μάθω». 280
+
+Αυτά 'πε δοκιμάζοντας, αλλά δεν απατιόνταν
+ο νους μου ο πολυπόθητος και αντείπα εγώ με δόλο•
+«το πλοίο μου εσύντριψεν ο σείστης Ποσειδώνας,
+κατάβραχ' όπως το 'σπρωξε 'ς κάποια της γης σας άκρα,
+και άνεμος από την θάλασσα φυσώντας μου το 'πήρε, 285
+κ' εγώ με τούτους ξέφυγα την υστερνή μου ώρα».
+
+Αυτά 'πα, και ο σκληρόψυχος ποσώς δεν απαντούσε•
+αλλ' ετινάχθη και άπλωσε τα χέρια 'ς τους συντρόφους,
+άρπαξε δυο κ' έκρουσ' αυτούς 'ς την γην ωσάν σκυλάκια,
+κ' ερρέαν χάμου τα μυαλά κ' ενότιζαν το χώμα. 290
+και αφού τους εκομμάτιασεν ετοίμαζε τον δείπνο.
+κ' έτρωγε• ως λειόντας ορεινός, χωρίς τα ουδέν ν' αφήση,
+εντόσθια, σάρκαις, κόκκαλα, κ' ερούφα τα μελούδια•
+κ' εμείς 'ς τον Δία κλαίοντας σηκόναμε τα χέρια,
+βλέποντας έργ' απάνθρωπα, και ο νους μας απορούσε. 295
+και αφού γέμισ' ο Κύκλωπας την τρίσβαθη κοιλία,
+ανθρώπου κρέας τρώγοντας, πίνοντας γάλ' ακράτο,
+κείτονταν 'ς τ' άντρο τεντωτός 'ς την μέση των προβάτων.
+κ' είπε η γενναία μου ψυχή το ακονητό σπαθί μου
+να ξεγυμνώσω επάνω του, 'ς το στήθος να το εμπήξω 300
+εκεί, 'που το διάφραγμα σκεπάζει το συκώτι.
+αλλ' ήλθεν άλλος στοχασμός και μου άλλαξε την γνώμη•
+ότι κ' εμείς θα ευρίσκαμε τον θάνατο μαζή του,
+ότι δεν θάμαστε αρκετοί απ' την υψηλή θύρα
+τον βράχο να κινήσουμε βαρύν, οπού 'χε βάλει. 305
+και αυτού βαρυστενάζαμε πότε να φέξ' η ημέρα•
+και ως φάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, πάλιν εκείνος
+έκαμνε στιά και ταις καλαίς άρμεγε προβατίναις
+με τάξι, κ' έπειτ' έβαζε της καθεμιάς τ' αρνί της.
+και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα εργα του είχε κάμει, 310
+άρπαξε πάλι δυο μαζή κ' ετοίμασε το γεύμα.
+χορτάτος έπειτ' έβγαλε τα πρόβατ' από τ' άντρο,
+αφού τον βράχον εύκολα εσήκωσε απ' την θύρα
+και τον ξανάβαλ' έπειτα, ως σκέπασμα εις φαρέτρα.
+και ωδήγα με σουριγματιαίς τα πρόβατα εις τα όρη 315
+ο Κύκλωπας• κ' εγώ 'μένα και ολέθριαις είχα γνώμαις,
+να εκδικηθώ, κ' η Αθηνά την δόξα να μου δώση•
+και ιδού ποια συμφερώτερη τότε μου εφάνη γνώμη•
+'ς την μάνδρα μέγα ρόπαλο του Κύκλωπα ήταν χάμου,
+χλωρόν, ελάινο, και είχε το κόψει να το φοράη 320
+όταν φρυγή• και ως το είδαμε κατάρτι μας εφάνη
+αρμόδιο για εικοσίκουπο καράβι πισσωμένο,
+απ' τα πλατειά φορτωτικά, 'που σχίζουν τα πελάγη•
+'ς το μάκρος τόσο εφαίνονταν και τόσον εις το πλάτος.
+το επήρα και όσο μιαν ορυιάν έκοψα εγώ του ξύλου, 325
+και των συντρόφων το 'δωσα και να το ξύσουν είπα.
+κείνοι καλά το εγλύστρωσαν• και σουβλερό 'ς την άκρη
+το 'καμα εγώ και με σπουδή το επύρονα εις την φλόγα•
+τ' απόθωσ' έπειτ' εύμορφα και το 'κρυψα 'ς την κόπρο,
+'που ήταν χυμένη αμέτρητη μες τ' άντρο απ' άκρ' εις άκρη. 330
+κ' είπα λαχνόν οι σύντροφοι να ρίξουν, ποιος θα τύχη
+μ' εμέ να υψώση τον λοστό, μ' ανδρειά να τον εμπήξη,
+άμα γλυκαποκοιμηθή, 'ς του Κύκλωπα το μάτι.
+κ' έλαχαν κείνοι, 'που 'θελα, ως να 'σαν διαλεκτοί μου,
+τέσσαρες, κ' εμετρήθηκα πέμπτος εγώ μ' εκείνους. 335
+κ' ήλθε με τα καλόμαλλα πρόβατ' αυτός το βράδι•
+τα σαρκωμένα πρόβατα έμπασε μέσα 'ς τ' άντρο
+όλα, και 'ς τον αυλόγυρο δεν άφησε κανένα•
+ή μόνος κάτι ενόησεν ή πρόσταγμ' ήταν θείο.
+κ' εσήκωσ' ευθύς κ' έβαλε τον βράχον εις την θύρα. 340
+και άρμεγε αυτός καθήμενος τα πρόβατα, ταις γίδαις,
+με τάξιν, κ' έβαζ' έπειτα της καθεμιάς τ' αρνί της.
+και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα έργα του είχε κάμει,
+άρπαξε πάλι δυο μαζή κ' ετοίμασε τον δείπνο.
+και τότ' εγώ τον Κύκλωπα πλησίασα και του 'πα, 345
+μ' ένα καυκί 'ς τα χέρια μου, μαύρο κρασί γεμάτο•
+«Κύκλωπα, λάβε, πιε κρασί, 'π' ανθρώπινο έχεις φάγει
+κρέας, να ιδής 'ς το πλοίο μου πιοτό 'που 'χα κρυμμένο•
+κ' εγώ σου το 'φερα σπονδήν, ίσως εμ' ελεήσης,
+και εις την πατρίδα στείλης με• ά! συ φρικτά μανίζεις. 350
+άσπλαχνε, πώς άλλος θα 'λθή να σε σιμώση πλέον,
+απ' όπου υπάρχουν άνθρωποι, τόσ' άνομ' αφού πράζεις;»
+
+Αυτά 'πα, και το επήρε αυτός, το ρούφηξε κ' ευφράνθη
+'ς το γευτικώτατο πιοτό, και άλλο μου εζήτ' ακόμη•
+«δος μου και πάλιν πρόθυμα, και αμέσως τ' όνομά σου 355
+ειπέ, να λάβης χάρισμα, 'που να χαρή η ψυχή σου.
+ότι κ' εδώ γεννά κρασί πολύ και των Κυκλώπων
+ο μεγαστάφυλος καρπός, όπως τον βρέχει ο Δίας•
+αλλ' αμβροσίας στάλαγμα και νέκταρος τούτ' είναι».
+
+Αυτά 'πε• και το φλογερό κρασί του 'δωσα πάλι• 360
+και τρεις του εγέμισα φοραίς, τρεις τ' άδειασε ο χαμένος.
+και ως το κρασί κυρίευσε του Κύκλωπα ταις φρέναις,
+τότε τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα•
+«Κύκλωπα, το ένδοξ' όνομα, 'που μ' ερωτάς, σου λέγω•
+και, ως υποσχέθηκες, εσύ θα με φιλοδωρήσης. 365
+Ουδένας ονομάζομαι, εμέ λέγουν Ουδένα
+η μάννα και ο πατέρας μου και ο κάθε γνώριμός μου».
+
+Είπα, και μ' άσπλαχνη καρδιά μου αντείπ' ευθύς εκείνος•
+«και τον Ουδέναν ύστερον θα φάγω απ' τους συντρόφους•
+τους άλλους όλους πρότερα• ιδού ποιο θα 'χης δώρο». 370
+
+Αυτά 'πε, κ' εξαπλώθηκε• τ' ανάσκελα πεσμένος
+τον παχύν σβέρκον έγυρε 'ς το πλάγι• ωστόσ' ο ύπνος
+τον έπιανε ο πανδαμαστής• και απ' το λαρύγγι εβγαίναν
+κρασί και ανθρώπιναις χαψιαίς, 'ς την μέθη του ως εξέρνα•
+και τον λοστό τότ' έχωσα 'ς την αναμμένη στάκτη 375
+να πυρωθή, κ' εμψύχονα με λόγους τους συντρόφους
+όλους, μη κάποιος απ' αυτούς δειλιάση και μου φύγη•
+αλλ' ότ' ο ελάινος λοστός αστράφτοντας εφάνη
+ότι θ' ανάψη, αν και χλωρός, απ' την φωτιά τον πήρα
+εγώ σιμά, κ' εστέκονταν τριγύρω οι σύντροφοί μου• 380
+αλλά την τόλμην έπνευσε 'ς εμάς δύναμις θεία.
+κ' εκείνοι ως πήραν τον λοστό τον σουβλερό, 'ς το μάτι
+τον έμπηξαν, και πάλι εγώ τον άμπωθ' απ' επάνω,
+τον έστρεφα ως ο ξυλουργός τρυπά δοκάρι πλοίου
+με τρύπαν', οπού με λουρί δεμένο από δυο μέρη 385
+άλλοι αποκάτω το κινούν, κ' εκείν' όλο γυρίζει•
+'ς το μάτι εκείνου όμοια κ' εμείς το πυρωμένο ξύλο
+γυρίζαμε και τον δαυλόν περίβρεχε το αίμα.
+και όπως η κόρη εκαίονταν ο αχνός καψάλισ' όλα,
+βλέφαρα, φρύδια, και 'ς τα πυρ κροτούσαν μέσα η ρίζαις. 390
+και ως ότε σκέπαρν' ο χαλκηάς ή και τρανήν αξίνα
+βυθίζεις το ψυχρό νερό, κ' εκείνη αχολογάει,
+και βάφεται, 'που η δύναμις αύτ' είναι του σιδήρου•
+όμοια τριγύρω εις τον δαυλόν έσιζε αυτού το μάτι.
+κ' έβγαλε μούγκρισμα φρικτό, που εβρόντα γύρ' ο βράχος, 395
+κ' εμείς φύγαμε τρέμοντας, και από το μάτι εκείνος
+έσυρεν έξω το δαυλί 'ς αίμα πολύ βαμμένο.
+από σιμά του το 'ριξε μακράν, χερομανώντας,
+και μεγαλόφων' έκραξε τους Κύκλωπαις, οπού 'χαν
+κατοικιά μέσα 'ς ταις σπηλιαίς, ς' τ'ανεμισμένα όρη. 400
+άκουσαν κείνοι την βοή, κ' εδώθ' εκείθ' ερχόνταν,
+και γύρω εις τ' άντρο εστέκονταν, και τι τον θλίβει ερώταν•
+«τι σε λυπεί, Πολύφημε, και τόσην βοή σέρνεις,
+'ς την νύκτα την αθάνατη και κόβεις μας τον ύπνο;
+μη τάχα κάποιος των θνητών τα πρόβατα σου αρπάζει; 405
+ή μη φονεύει κάποιος σέ με δόλον ή με βία;»
+
+Και ο δυνατός Πολύφημος απ' τ' άντρον είπ' «ο Ουδένας,
+αγαπητοί, φονεύει με, με δόλο, ουδέ με βία».
+
+Κ' εκείνοι ευθύς του απάντησαν με λόγια πτερωμένα•
+αλλ' αν μηδ' ένας σ' ενοχλεί κ' είσαι αυτού μέσα μόνος, 410
+πληγή του παντοδυνάμου Διός γιατρειά δεν έχει•
+αλλ' εύχου εις τον πατέρα σου τον μέγαν Ποσειδώνα».
+
+Αυτά 'παν κείνοι κ' έφυγαν κ' εγέλασε η καρδιά μου
+πως τ' όνομά μου απάτησε κ' η αλάθευτή μου γνώσι.
+και ο Κύκλωπας εστέναζε, με πόνους και με οδύναις, 415
+και ψηλαφώντας σήκωσε τον λίθον απ' την θύρα,
+και αυτού 'ς την θύρα κάθισεν απλόνοντας τα χέρια,
+κάποιον να πιάση, ως έβγαινε 'ς την μέση των προβάτων•
+πως θα 'μουν τόσο εγώ μωρός είχε 'ς τον νου του ελπίδα.
+και ωστόσο τον καλήτερον τρόπον εζήτα ο νους μου, 420
+ναύρω απ' τον θάνατον φυγή της συντροφιάς κ' εμένα.
+και απείρους δόλους ύφαινα, τέχναις πολλαίς, ως πρέπει
+για την ζωή• τι συμφορά μεγάλ' ήταν κοντά μας.
+και ιδού ποια συμφερώτερη τότε μου εφάνη γνώμη.
+ήσαν αρνιά καλόθρεφτα, εύμορφα και μεγάλα, 425
+'π' ως το γιοφύλλι εμαύριζε το δασερό μαλλί τους.
+σιγά με βούρλα τα 'δεσα καλόστριφτ', απ' εκείνα
+'που τα 'χε στρώμα ο Κύκλωπας, τ' άνομο εκείνο τέρας•
+τριπλά, τριπλά• το μεσινόν έφερνεν έναν άνδρα,
+τα δυο 'ς το πλάγι εβάδιζαν κ' έσωζαν τους συντρόφους• 430
+ώστ' έναν άνθρωπον τρι' αρνιά βαστούσαν και εις εκείνα
+κριάρ' είδα λαμπρότατο, κ' ευθύς από τα νώτα
+το 'πιασα εγώ, τυλίχθηκα 'ς την δασερή κοιλιά του,
+και από το πλούσιο του μαλλί πιασμένος με τα χέρια
+σφικτά κρατιούμουν, κ' έμενα μ' αδάμαστην καρδία. 435
+
+Αυτού βαρυστενάζαμε πότε να φέξ' η ημέρα.
+εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+και της κοπής τ' αρσενικά να βόσκουν πεταχθήκαν,
+κ' εβέλαζαν ανάρμεκτα τα θηλυκά 'ς ταις μάνδραις,
+ότ' οι μαστοί τους έσκαζαν και ο κύριος σπαραγμένος 440
+από τους πόνους έψαχνε ταις ράχαις των προβάτων
+όλων, ως στέκονταν ορθά, ουδ' ένοιωσε ο χαμένος
+'που 'σαν δεμένοι 'ς ταις δασειαίς αγκάλαις των προβάτων.
+κ'έβγαινε απ' όλα υστερνό 'ςτην θύρα το κριάρι,
+αγκουσεμένο απ'το μαλλί κ'εμέ τον δολοπλόκον. 445
+εμάλαζέ το ο δυνατός Πολύφημος και του 'πε•
+«καλό κριάρι, απ' τ' άντρο πώς μου 'βγήκες των προβάτων
+ύστερος; και δεν έμενες ως τώρα οπίσω απ' τ' άλλα,
+αλλά συ πρώτος έκοβες τ' άνθη απαλά της χλόης
+μακροπατώντας, κ' έφθανες ο πρώτος 'ς τα ποτάμια, 450
+και πρώτος ήσουν πρόθυμος 'ς την μάνδρα να γυρίσης,
+το εσπέρας• τώρ' είσ' ύστερος• τω όντι, του κυρίου
+ποθείς το μάτι, 'πώσβυσε κακούργος με συντρόφους
+κακούς, αφού με κέρασμα τα λογικά μου επήρε,
+ο Ουδένας, 'που απ' τον συντριμμό, θαρρώ, δεν θα λυτρώση. 455
+και αν ήσουν σύμφωνος μ' εμέ, και ομίλημ' αποκτούσες,
+να ειπής που κείνος κρύβεται από την δύναμί μου,
+θα 'βλεπες τότε σκορπιστά 'ς το σπήλαιο τα μυαλά του
+'ς την γη σκασμένα, και άνεσι θα 'λάμβανε η ψυχή μου
+των κακών, όσα μώδωσεν ο ουτιδανός Ουδένας». 460
+
+Είπε και απόλυσεν ευθύς να έβγη το κριάρι•
+και άμ' από τ' άντρο εβγήκαμε και απ' της αυλής τον γύρο,
+απ' το κριάρι ελύθηκα κ' έλυσα τους συντρόφους.
+και από τ' αρνιά τα παχουλά λιγνόποδα με βία
+εκρυφοπαίρναμε πολλά τριγύρω, ως 'που 'ς το πλοίο 465
+εφθάσαμεν• εχάρηκαν οι σύντροφοι ως μας είδαν,
+όσους δεν πήρε ο θάνατος• τους άλλους εθρηνούσαν.
+αλλ' εγώ κείνων ένευα τα κλάυματα να παύσουν.
+κ' είπα τα ωραία πρόβατα, 'που ήσαν πολλά, 'ς το πλοίο
+ευθύς να ρίξουν και γοργά να σχίσουν τα πελάγη. 470
+και παρευθύς μπήκαν αυτοί και αραδικώς καθίσαν,
+και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.
+αλλ' ότ' είμασθ' εις διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει,
+λόγους εγώ 'ς τον Κύκλωπα υβριστικούς τότ' είπα•
+«Κύκλωπα, δεν σου μέλλονταν να 'ναι δειλός ο άνδρας, 475
+οπ' άγρια τόσο του 'φαγες 'ς το σπήλαιο τους συντρόφους•
+αλλά να σ' εύρουν έμελλον τα κακουργήματά σου•
+σκληρέ, πώφαγες άφοβα 'ς την σκέπη σου τους ξένους,
+κ' η οργή σ' επήρε του Διός και όλων των αθανάτων».
+
+Είπα, και τότ' εχόλιασε χειρότερα η ψυχή του, 480
+και απ' όρος μέγα κορυφήν ξεκόλλησε και πέρα
+του καραβιού την έρριξεν εμπρός 'ς την μαύρην πλώρη,
+εγγύς, ώστ' εκοντόφθασε 'ς του πηδαλιού την άκρα•
+και η θάλασσα εταράχθηκεν ως εποντίσθη ο βράχος.
+ήλθε το κύμα κ' έφερεν οπίσω τα καράβι 485
+απ τ' ανοικτά και προς την γη τ' ανάγκασε να φθάση.
+κ' εγώ παρέξω τ' άμπωσα μ' ένα μακρύ κοντάρι,
+και τους συντρόφους 'ς τα κουπιά πρόσταξα ευθύς να πέσουν,
+να φύγουμε τον όλεθρο, και με την κεφαλήν μου
+τους ένευα• κ' ερρίχθηκαν αυτοί κ' έλαμναν όλοι. 490
+αλλ' ότε διάστημα διπλό πήραμε της θαλάσσης
+τον Κύκλωπα προσφώνησα και τότε, αν και τριγύρω
+δεν μ' άφιναν οι σύντροφοι με λόγια μελωμένα•
+«άνθρωπον άγριον, δύστυχε, τι θέλεις κ' ερεθίζεις;
+είδες πετριά 'ς την θάλασσα, 'που γύρισε το πλοίο 495
+κατά την γην, ώστ' είπαμε 'που αυτού θ' αφανισθούμε.
+και αν άκουε τότε να ομιλή κάποιον ή να φωνάζη,
+ταις κεφαλαίς μας θα 'σπανε και τ' άρμενα του πλοίου,
+με κάποιο μάρμαρο σκληρό• τόσο μακρυ' ακοντίζει».
+
+Είπαν, αλλά δεν έπειθαν την ανδρική ψυχή μου, 500
+αλλά πάλι του ωμίλησα με σπλάχνα μανιωμένα•
+«Κύκλωπ', αν κάποιος των θνητών ανθρώπων σ' ερωτήση
+η άσχημη πώς έγεινεν η τύφλα του οφθαλμού σου,
+ειπέ τους ότι ο πορθητής σ' ετύφλωσ' Οδυσσέας
+Λαερτιάδης, κάτοικος της πετρωτής Ιθάκης». 505
+
+Αυτά 'πα και στενάζοντας μου απάντησεν εκείνος•
+«ωιμένα, ιδές πώς παλαιά ρήματα θεία μ' ηύραν•
+ήτο εδώ μάντις άλλοτε, άνδρας καλός, μεγάλος,
+ο Ευρυμίδης Τήλεμος, 'ς την μαντικήν ο πρώτος,
+'που εγέρασε μαντεύοντας 'ς την μέση των Κυκλώπων• 510
+τούτα όλα εκείνος μώλεγε 'που θα γενούν μια μέρα,
+ότι θα χάσω εγώ το φως από τον Οδυσσέα.
+αλλ' άνδρας ότι θάρχονταν πάντότ' εγώ θαρρούσα
+τρανός, καλός, με δύναμι μεγάλην ενδυμένος•
+τώρα μικρό, και ουτιδανόν, αδύναμο ανθρωπάκι 515
+με το κρασί μ' εδάμασε κ' έπειτα ετύφλωσέ με.
+αλλ', Οδυσσέα, σίμωσε, να σε φιλοξενήσω,
+και να σου κάμω προβοδόν τον μέγαν κοσμοσείστη•
+ότ' είμ' εκείνου εγώ παιδί• πατέρας μου καυχιέται•
+κ' εμέ θα γιάνη, αν θέλη, αυτός ουδέ κανένας άλλος 520
+των μακαρίων των θεών ή των θνητών ανθρώπων».
+
+Είπε κ' εγώ του απάντησα• «άμποτε να ημπορούσα
+να σου αφαιρέσω την ζωή, και αμέσως να σε στείλω
+του Άδη μες την κατοικιά, καθώς τον οφθαλμό σου
+να γιάνη δεν θα δυνηθή και αυτός ο κοσμοσείστης». 525
+
+Είπα, κ' εκείνος εύχονταν 'ς τον μέγαν Ποσειδώνα,
+'ς τον αστροφόρον ουρανόν απλόνοντας τα χέρια•
+«ω Ποσειδώνα, εισάκου με, γεωφόρε μαυροχήτη•
+αν είμ' υιός σου αληθινά, πατέρα, μην αφήσης
+ο Οδυσσηάς ο πορθητής 'ς σπίτι του να φθάση 530
+Λαερτιάδης, κάτοικος της πετρωτής Ιθάκης•
+αλλ' αν το θέλ' η μοίρα του να ιδή τους ποθητούς του,
+το σπίτι το καλόκτιστο, και την γλυκειά πατρίδα,
+ας κακοφθάση αργά πολύ και από συντρόφους έρμος,
+με ξένην πλώρη, και κακά 'ς το σπίτι μέσα ναύρη». 535
+
+Ευχήθη τούτα και άκουσεν αυτόν ο μαυροχήτης.
+τότε πολύ τρανώτερον εσήκωσ' άλλον βράχο,
+σφενδονιστά τον έσπρωξε με αμέτρητην ανδρεία,
+κ' εκείνον έρριξ' όπισθε του μαυροπλώρου πλοίου,
+'που το πηδάλι εκόντευσε να εγγίξη, και απ' τον βράχο 540
+όλη εταράχθ' η θάλασσα, και άμπωσ' εμπρός το κύμα
+το πλοίο, και τ' ανάγκασεν εις την στερηά να φθάση.
+και όταν 'ς την νήσο φθάσαμε, 'που τα καλοστρωμένα
+καράβια τ' άλλα ήσαν μαζή, και οι σύντροφοι τριγύρω
+καθήμενοι αυτού κλαίοντας εμάς επεριμέναν, 545
+'ς τον άμμο επάνω εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο,
+κ' εμείς κατόπι εβγήκαμε 'ς την άκρα της θαλάσσης,
+του Κύκλωπα τα πρόβατα εφέραμ' απ' το πλοίο,
+κ' ίσια τα μοιρασθήκαμε να μη κλαυθή κανένας.
+και ως εμοιράζονταν τ' αρνιά, 'ς έμενα το κριάρι 550
+έδωσαν δώρο οι σύντροφοι• το 'σφαξα εγώ 'ς τον άμμο
+του μαυρονέφελου Διός, οπ' όλων βασιλεύει,
+και τα μεριά του πρόσφερα' κ' εκείνος 'ς την θυσία
+δεν πρόσεχε, αλλ' εσπούδαζε το πώς να χαθούν όλοι
+οι ποθητοί μου σύντροφοι και τα καλά καράβια. 555
+
+Αυτού τότ' εκαθόμασθεν, ολήμερά ως το δείλι
+μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό φαγοποτώντας.
+και ο ήλιος άμ' εβύθισε, κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα,
+ν' αναπαυθούμ' επέσαμε 'ς την άκρα της θαλάσσης,
+εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, 560
+και τότε των συντρόφων μου παράγγειλα 'ς τα πλοία
+νάμπουν και τα πρυμόσχοινα να λύσουν κείνοι εμπήκαν,
+εις ταις σανίδαις κάθισαν με τάξι αραδιασμένοι,
+και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.
+θλιμμένοι επλέαμεν εμπρός, μακράν από τον χάρο 565
+πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι.
+
+
+
+Ραψωδία Κ
+
+
+
+Σ' την Αιολία φθάσαμε την νήσο, 'που εκατοίκα
+ο Ιπποτάδης Αίολος, των αθανάτων φίλος•
+πλωτό νησί, και ασύντριφτον ολόγυρα έχει τείχος
+χάλκινο, και πατόκορφα γλυστρή πέτρ' αναιβαίνει.
+και δώδεκ' είχε αυτός παιδιά 'ς το σπίτι γεννημένα, 5
+έξι κοράσια, και ανθηρά τ' άλλ' έξι παλληκάρια.
+εις γάμον αυτός ένωσε τ' αγόρια με ταις κόραις,
+και απ' τον πατέρ' αχώριστοι και απ' την χρηστήν μητέρα
+συμποσιάζουν, και φαγιά μύρια ποτέ δεν λείπουν.
+και κρότους έχουν κ' ευωδιαίς η αυλή και όλο τα δώμα 10
+ολήμερα, και ολονυκτής με ταις σεμναίς συμβίαις
+κοιμούντ' εκείν' εις τάπηταις και εις τορνευμέναις κλίναις.
+'ς την πόλιν αυτών ήλθαμε και εις τα λαμπρά παλάτια,
+ολόκληρο μ' εξένιζε φεγγάρι, και, ως μ' ερώτα,
+ένα προς ένα τώλεγα με τάξι εγώ, την Τροία, 15
+και τ' άρμενα των Αχαιών και την επιστροφή τους.
+αλλ' ότ' εζήτησα κ' εγώ να με ξεπροβοδήση,
+πρόθυμος το προβάδισμα μού ετοίμασεν εκείνος•
+έκδαρε βώδι εννηάχρονο και μώδωοε τ' ασκί του,
+κ' έδεσε μέσα ταις ορμαίς των ηχηρών ανέμων, 20
+τι των ανέμων φύλακα τον έκαμε ο Κρονίδης,
+όποιον εκείνος βουληθή να πάυ' ή να σηκόνη.
+με λαμπρό σύρμα το 'δεσε 'ς του καραβιού το βάθος,
+ολάργυρο, μη κάπουθεν άχνη περάση ολίγη.
+κ' εμ' έστειλε του Ζέφυρου το πνεύμα να οδηγάη 25
+εμάς και τα καράβια μας• αλλά να το τελειώση
+δεν έμελλε• εχαθήκαμεν από την αγνωσιά μας.
+
+Ημέραις εννηά πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα,
+και την δεκάτην άρχιζε να φαίνεται η πατρίδα,
+κ' εβλέπαμ' ήδη ταις φωτιαίς όπ' έκαιαν οι ποιμένες. 30
+'ς ύπνο τότ' έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο,
+τι κανενός δεν άφησα, αλλ' απ' αρχής κρατούσα
+τον πόδα, όπως ταχύτερα φθάσουμε 'ς την πατρίδα.
+άρχισαν να συνομιλούν ωστόσο οι σύντροφοί μου•
+'πώφερνα σπίτι ενόμιζαν ασήμι και χρυσάφι, 35
+'που έμενα τάχ' ο Αίολος εχάρισ' ο γενναίος.
+και κάποιος προς τον σύντροφο σιμά του εστράφη κ' είπε•
+«Θε μου, πώς είναι αγαπητός παντού και δοξασμένος
+τούτος εις όποιαν χώραν πα, και εις όποιο μέρος φθάνη.
+και λάφυρα πολύτιμα και πλήθια από την Τροία 40
+φέρνει, κ' εμείς 'που εκάμαμε μ' αυτόν τον ίδιο δρόμο
+μ' αδειανά χέρια γέρνουμε 'ς την ποθητήν πατρίδα.
+και τούτα τώρ' ο Αίολος του εδώρησε γι' αγάπη•
+αλλ' έρχεσθ' εδώ γλήγορα τι να είναι αυτά να ιδούμε,
+πόσο χρυσάφι μες τ' ασκί και πόσο υπάρχει ασήμι». 45
+
+Είπαν και η κακή νίκησεν η γνώμη των συντρόφων.
+το λύσαν, και όλοι εξ' ώρμησαν οι άνεμοι κ' επήρε
+αυτούς ο ανεμοστρόβιλος μακράν απ' την πατρίδα
+εις τα πελάγη, κ' έκλαιαν• τινάχθηκ' απ' τον ύπνο,
+και μες την ακριμάτιστη ψυχή μου εγώ μετρούσα 50
+ή από την πλώρη να ριχτώ και να σβυσθώ 'ς το κύμα,
+ή να υποφέρω αμίλητα και εις την ζωή να μείνω.
+είπα να μείνω 'ς την ζωή και μέσα εις το καράβι
+κειτόμουν ολοσκέπαστος• και η τρικυμιά τα πλοία
+'ς το Αιόλιο γύρισε νησί, και οι σύντροφοι εστενάζαν. 55
+
+Βγήκαμε τότε και νερόν επήραμε από βρύσι,
+και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια.
+και το φαγί και το πιοτόν άμ' ευφρανθήκαμ' όλοι,
+κίνησα με τον κήρυκα και μ' έναν των συντρόφων
+προς τα εύμορφα τα δώματα του Αιόλου, και τον ηύρα 60
+'πώτρωγε με την σύντροφο και μ' όλα τα παιδιά του.
+και άμα εις το δώμα εφθάσαμε, 'ς της θύρας το κατώφλι
+καθίζαμεν εθαύμαζαν εκείνοι κ' ερωτούσαν
+«πώς ήλθες; ποια μοίρα κακή σ' ευρήκεν, Οδυσσέα;
+πρόθυμα εμείς σ' εστείλαμε 'ς την ποθητήν πατρίδα 65
+να φθάσης, εις το δώμα σου, και όπου η ψυχή σου θέλει».
+
+Αυτά 'παν• τότε απάντησα με την καρδιά θλιμμένη•
+«μ' έβλαψαν σύντροφοι κακοί και ολέθριος ύπνος άμα•
+αλλ' έχετε την δύναμι και σώσετέ με, ω φίλοι».
+
+Με τέτοια λόγια θέλησα να τους καταπραΰνω. 70
+εκείνοι έμειναν άφωνοι, και απάντησε ο πατέρας•
+«γκρεμίσου ευθύς απ' το νησί, όνειδος των ανθρώπων.
+τι κρίμα τώχω να δεχθώ ή να ξεπροβοδήσω
+άνδρα, 'που οι μάκαρες θεοί μισούν και κατατρέχουν•
+γκρεμίσου, αφού 'δω σ' έστειλεν η οργή των αθανάτων». 75
+είπε και μ' έδιωξεν ευθύς, κ'εγώ βαρειά βογγούσα.
+
+Εκείθ' επλέαμεν εμπρός, με την ψυχή θλιμμένη.
+κ' οι άνδρες όλοι εδείλιαζαν βαρειά λαμνοκοπώντας,
+χαμένα, ότι δεν φαίνονταν η επιστροφή μας πλέον.
+και ημέραις έξι πλέοντας άκοπα, την εβδόμη 80
+'ς την υψηλήν εφθάσαμεν ακρόπολι του Λάμου
+Λαιστρυγονιά Τηλέπυλην, όπου βοσκός, 'που μπαίνει,
+βοσκόν, 'που βγαίνει, χαιρετά και τούτος του απαντάει.
+άνθρωπος άυπνος ουτού μισθούς θα 'παιρνε δύο,
+τον έναν βώδια βόσκοντας, αρνιά λευκά τον άλλον, 85
+τι έχουν τους δρόμους των εγγύς η νύκτ' αυτού και η 'μέρα.
+'ς τον εύμορφον εμπήκαμε λιμένα, 'που από βράχους
+κλειέται υψηλούς ολόγυρα 'ς το 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι,
+και άκραις ξεβγαίνουν πετακταίς αντίκρ' η μια της άλλης
+'ς την θάλασσα, κ' έχει στενό το στόμα του ο λιμένας. 90
+εκεί μέσ' όλοι ωδήγησαν τα ισόπλευρα καράβια.
+και τούτα μέσα εδέθηκαν εις τον βαθύ λιμένα,
+σύνεγγυς όλα, ότι ποτέ δεν φούσκονε αυτού κύμα
+ούτε μεγάλο, ούτε μικρό, αλλ' άσπρη έχει γαλήνη•
+εγώ μόνος εκράτησα έξω το μαύρο πλοίο 95
+αυτού 'ς την άκρα, κ' έδεσα 'ς τον βράχο το σχοινί του.
+και ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφήν πετρώδη,
+και ούτ' έργα εφαίνονταν βωδιών αυτού και ούτ' έργ' ανθρώπων.
+τον καπνό μόνον βλέπαμε, 'που από την γην επήδα.
+τότε συντρόφους έστειλα να υπάγουν και να μάθουν 100
+ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποι 'ς την γην εκείνην ήσαν,
+δυο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον.
+τον δρόμον ακολούθησαν εκείνοι, όπου τ' αμάξια
+τα ξύλ' άπ' τα υψηλά βουνά 'ς την πόλιν καταιβάζαν,
+και άντεσαν νέαν, πώπαιρνε νερόν εμπρός 'ς την πόλι 105
+του Αντιφάτη, βασιληά των Λαιστρυγόνων, κόρη.
+κατέβ' η νέα 'ς την λαμπρή πηγή, την Αρτακία,
+ότι απ' εκείνην έφερναν όλοι νερό 'ς την πόλι.
+την επλησίασαν αυτοί, της μίλησαν, κ' ερώταν
+ποιος είν' εκείνων βασιληάς, και ποιους εξουσιάζει. 110
+και η κόρη ευθύς τους έδειξε το δώμα του πατρός της.
+εις το παλάτι ως έφθασαν την σύντροφόν του ευρήκαν,
+'που ως κορφοβούν' ήτο υψηλή, και τους επήρε φρίκη.
+έκραξε από την σύνοδον τον άνδρα της εκείνη,
+τον Αντιφάτην, οπού ευθύς να τους χαλάση εσκέφθη. 115
+άρπαξε αμέσως κ' έφαγεν τον έναν των συντρόφων•
+οι άλλοι δυο πετάχθηκαν και 'ς τα καράβια φθάσαν.
+και αυτός 'ς την πόλι σήκωσε βοή, και οι Λαιστρυγόνες,
+ως άκουσαν, οι δυνατοί κείθε κ' εδώθ' ερχόνταν
+άπειροι, και δεν ώμοιαζαν ανδρών αλλά Γιγάντων. 120
+και με πέτραις αβάστακταις των βράχων απ' ταις άκραις
+κτυπούσαν και άρχισε κακός εις τα καράβια κρότος,
+οι άνδρες ως φονεύονταν κ' εσπώνταν τα καράβια.
+και ως ψάρια τους καμάκιζαν και, άθλιο φαγί, τους παίρναν.
+και αυτούς ενώ ξολόθρευαν εις τον βαθύ λιμένα, 125
+απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου
+κ' έκοψα τα πρυμόσχοινα του μαυροπλώρου πλοίου•
+και τους συντρόφους πρόσταξα να πέσουν 'ς τα κουπία
+να φύγουμε απ' τον όλεθρο, κ' εκείνοι τρομασμένοι
+όλοι ενταυτώ με τα κουπιά την θάλασσαν ταράξαν. 130
+κ' ευφρόσυνα εις το πέλαγος έφυγε από τους βράχους
+τους κρεμαστούς το πλοίο μου• τ' άλλ' όλ' αυτού χαθήκαν.
+
+Θλιμμένοι επλέαμεν εμπρός, μακράν από τον χάρο
+πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι.
+και 'ς την Αιαία φθάσαμε την νήσο, 'που εκατοίκα 135
+η Κίρκ' η καλοπλέξουδη, δεινή θεά, φωνούσα,
+του κακοβούλου αυτάδελφη του Αιήτη• και τους δύο
+Ήλιος ο κοσμοφωτιστής εγέννησε και η Πέρση,
+εκείνη, 'που του Ωκεανού πάλ' ήταν θυγατέρα.
+και αυτού 'ς την άκρη αράξαμε σιγά σιγά το πλοίο 140
+μέσα εις λιμέν' ακίνδυνον θεός μας ωδηγούσε.
+βγήκαμ' αυτού κ' εμείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις,
+και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος.
+αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτη ημέρα
+έφερε, το κοντάρι μου και το μαχαίρι επήρα, 145
+και απ' το καράβι ογλήγορα 'ς αγνάντιο βγήκ' επάνω,
+έργα θνητών ίσως ιδώ και την φωνήν ακούσω•
+ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφή πετρώδη,
+και απ' την ευρύχωρη την γη καπνός μου εφανερώθη,
+της Κίρκης εις τα μέγαρα, 'ς τα πυκνωμένα δάση. 150
+και αμέσως εγώ μέτρησα 'ς τα βάθη της ψυχής μου,
+τον μαύρον άμ' είδα καπνόν, να υπάγω εκεί να μάθω.
+κ' εύρηκα συμφερώτερο να καταιβώ εγώ πρώτα
+'ς το πλοίο μου, 'ς της θάλασσας την άκρα, και αφού δώσω
+το γεύμα εις τους συντρόφους μου, να στείλω αυτούς να μάθουν. 155
+αλλ' όταν εις το ισόπλευρο καράβ' είχα σιμώσει,
+των θεών κάποιος τότ' εμέ τον έρμον ελυπήθη,
+κ' ελάφ' υψηλοκέρατο μεγάλο αυτού 'ς τον δρόμο
+μώστειλε, οπού 'ς τον ποταμόν απ' την βοσκή του λόγγου
+να ποτισθή κατέβαινεν ο ήλιος το 'χε ανάψει. 160
+κει, 'πώβγαινε, το κτύπησα 'ς το ραχοκόκκαλό του,
+και απ' τ' άλλο μέρος πέρασε το χάλκινο κοντάρι.
+χάμου βογγώντας έπεσε, κ' επέταξε η πνοή του•
+επάτησά το κ' έσυρα το χάλκινο κοντάρι
+μέσ' από την λαβωματιά, και απόθωσά το χάμου. 165
+και αφού γύρωθε ανέσπασα και βούρλα και λυγέρια,
+κ' έπλεξα όσο μιαν ορυιά σχοινί καλοστριμμένο
+απ' τα δυο μέρη, κ' έδεσα του τέρατος τα πόδια,
+το 'φερνα κατατράχηλα, κ' επήγαινα 'ς το πλοίο,
+'ς τ' ακόντι στηριζόμενος• τέτοιο θεριό μεγάλο 170
+να φέρω δεν θα δύνομουν 'ς τον ώμο μ' ένα χέρι.
+εμπρός 'ς το πλοίο το 'ριξα• κ' εσήκωσα τους φίλους,
+καθέναν πλησιάζοντας με λόγια μελωμένα•
+«ω φίλοι, αν και περίλυποι, δεν θέλει καταιβούμε
+'ς τον Άδη, πριν έλθη για μας η ώρα του θανάτου. 175
+αλλ' όσο βρώσι και πιοτό δεν λείπουν 'ς το καράβι,
+ας θυμηθούμε το φαγί, να μη μας φθείρ' η πείνα».
+
+Οι λόγοι μου τους έπεισαν, κ' ευθύς ξεσκεπασθήκαν,
+και αυτού 'ς την άκρη βγαίνοντας της άτρυγης θαλάσσης,
+το ελάφι εκείνο θαύμαζαν, θεόρατο θερίο• 180
+και αφού το καλό θέαμα θωρώντας ευφρανθήκαν,
+χερονιφθήκαν κ' έκαμαν λαμπρότατο τραπέζι.
+
+Αυτού τότ' εκαθόμασθεν, ολήμερα ως το δείλι
+μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας.
+και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, 185
+αναπαυθήκαμεν εμείς 'ς την άκρα της θαλάσσης.
+εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+κ' έκαμα εγώ συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα•
+«ω σύντροφοί μου αγαπητοί και λυπημένοι, ακούτε•
+που είν' η αυγή δεν ξεύρουμε και που το σκότος είναι, 190
+το μέρος όπου ο φωτιστής ο ήλιος βασιλεύει,
+κ' εκείν' όπου σηκόνεται• πλην ας σκεφθούμε τώρα
+κάποι' αν υπάρχει μηχανή• κ' εγώ δεν την ευρίσκω.
+ότι απ' αγνάντιο πετρωτόν εγώ την νήσον είδα,
+'που ωσάν στεφάνι απέραντος την περιζώνει ο πόντος. 195
+κείτεται η νήσος χαμηλή, και μες την μέση εκείνης
+είδα καπνόν ανάμεσα 'ς τα πυκνωμένα δάση».
+
+Κ' εκείνοι εκαρδιοκόπηκαν, τα έργα ως ενθυμούνταν,
+'που ο Λαιστρυγόνας έπραξεν ο άγριος Αντιφάτης,
+κ' η αμάλακτη του Κύκλωπα καρδιά του ανθρωποφάγου. 200
+σφικτά να κλαίουν άρχισαν, δάκρυα πικρά να χύνουν,
+αλλά δεν είχαν όφελος απ' το παράπονό τους.
+κ' εγώ απ' αυτούς ισάριθμαις εμόρφωσα δυο τάξες
+και δυο τους έβαλ' αρχηγούς• της μιας την αρχηγία
+εγώ 'λαβα, ο θεόμορφος Ευρύλοχος της άλλης• 205
+εις χάλκινο περίκρανο τινάξαμε τους κλήρους,
+και του Ευρυλόχου εβγήκ' ευθύς ο κλήρος του γενναίου.
+κίνησε αυτός με εικοσιδυό συντρόφους, 'π' όλοι εκλαίαν,
+κ' εμείς, 'που οπίσω εμέναμεν, εκλαίαμ' ως εκείνοι.
+ηύραν εις τόπον ανοικτόν, 'ς της λαγκαδιάς την μέση, 210
+ωραία μαρμαρόκτιστα τα μέγαρα της Κίρκης.
+και λύκους είδαν ορεινούς τριγύρω και λεοντάρια,
+οπού με κακά βότανα τα 'χε μαγεύσει εκείνη.
+ουδ' ώρμησαν επάνω τους, αλλ' όλοι εσηκωθήκαν,
+και τους επεριχαίρονταν με ταις μακρυαίς ουραίς των. 215
+και ως από γεύμ' ότ' έρχεται, με την ουράν οι σκύλοι
+τον κύριον περιχαίρονται, γλυκάδια καρτερώντας,
+όμοια τους περιχαίρονταν οι λέοντες και οι λύκοι.
+τρόμαξαν κείνοι βλέποντας τα φοβερά θερία,
+και 'ς της καλόκομης θεάς τα πρόθυρα εσταθήκαν. 220
+και άκουαν την Κίρκη μέσαθεν, 'που γλυκοτραγουδούσε,
+και άφθαρτον ύφαινε πανί, μέγα, λαμπρόν, ως είναι
+όλα τα έργα των θεών, ψιλά, χαριτωμένα.
+τότε ο Πολίτης ο αρχηγός, απ' όλους τους συντρόφους
+ο φίλος μου ο πιστότερος, 'ς αυτούς άρχισε κ' είπε• 225
+«κάποια κει μέσα, φίλοι μου, πανί μεγάλο υφαίνει
+και τραγουδά γλυκύτατα, 'που ηχολογάει το δώμα,
+είτε θεά 'ναι, είτε θνητή• και ας κράξουμε ν' ακούση».
+
+Είπε, κ' εκείνοι εφώναξαν σφικτά και την εκράξαν.
+και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, 230
+και τους καλούσε• αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι•
+έμειν' οπίσ' ο Ευρύλοχος, ότι εδοκήθη απάτην.
+και μέσ' αυτή τους οδηγεί, εις θρόνους τους καθίζει,
+και τους ζυμόνει μ' άλευρα τυρί και ξανθό μέλι
+με κρασί Πράμνειο• κ' έσμιγεν εις το φαγί βοτάνια 235
+φθοροποιά, να λησμονούν καθόλου την πατρίδα.
+και ως το 'δωσε και το 'πιαν, τους κτύπησεν εκείνη
+με ραβδί 'που 'χε, κ' έκλεισεν αυτούς 'ς ταις χειρομάνδραις.
+κ' εκείνοι χοίρων κεφαλαίς, φωνή, και τρίχαις είχαν,
+και όλο το σώμ', αλλ' έμεινεν ο νους ως ήταν πρώτα. 240
+
+Εκεί 'ς ταις μάνδραις έκλαιαν, και αυτών έρριξε η Κίρκη
+να φάγουν πρινοβάλανα, ακράνια, βαλανίδια,
+εκείνα, οπ' όλα είναι τροφή των χαμοκοίτων χοίρων.
+κ' έγυρ' ευθύς ο Ευρύλοχος 'ς το μελανό καράβι,
+να ειπή την μαύρη συμφορά, 'που τους συντρόφους ηύρε. 245
+και ο πόνος ως τον έπνιγε, να βγάλη από τα χείλη
+λόγο δεν εκατόρθονε• τα μάτια του εγεμίζαν
+δάκρυα, και μόνον κλάμματα είχε η ψυχή του εμπρός της.
+αλλ' ότε όλοι ερωτήσαμεν εκείνον με απορία,
+τοτ' εδιηγήθη την φθορά των θλιβερών συντρόφων• 250
+«'ς τα δάση, ως είπες, πήγαμε, λαμπρότατε Οδυσσέα,
+κ' ηύραμε μέγαρα λαμπρά και μαρμαροκτισμένα,
+εις τόπον ολοφάνερο, 'ς της λαγκαδιάς την μέση.
+κάποια κει μέσα, υφαίνοντας μέγα πανί, τραγούδα,
+είτε θεά 'ναι, είτε θνητή• κ' εκείνοι την φωνάξαν, 255
+και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις,
+και τους καλούσε• αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι.
+απάτην εδοκήθηκα κ' έμεινα οπίσω μόνος.
+κ' εκείνοι ανεμοκάηκαν όλοι μαζή και ουδ' ένας
+εφάνη πλειά, κ' έμεινα εγώ πολληώρα καρτερώντας». 260
+
+Αυτά 'πε, και εις τους ώμους μου κρέμασα εγώ το ξίφος
+χάλκινο, ασημοκάρφωτο, μέγα, και ομού το τόξο,
+κ' εκείνον πάλι επρόσταξα τον δρόμο να μου δείξη.
+τα γόνατά μου αγκάλιασεν αυτός παρακαλώντας,
+και κλαίοντας μου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• 265
+«άφες μ' εδώ, διόθρεφτε• κει πέρα μη με σύρης,
+τι δεν θα γύρης ούτε συ, το ηξεύρω, ούτε θα φέρης
+κανέναν των συντρόφων σου• πλην γλήγορα με τούτους
+ας φύγουμ', όσο είναι καιρός να φυλαχθούμε ακόμη».
+
+Αυτά πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• 270
+«κάθιζ', Ευρύλοχε, συ αυτού, να τρώγης και να πίνης,
+'ς τον τόπο όπου ευρίσκεσαι, σιμά 'ς το μαύρο πλοίο•
+εγώ θα υπάγω• φοβερή με υποχρεόνει ανάγκη».
+
+Και απ' το καράβι ανέβηκα κ' από το περιγιάλι.
+και ότ' έφθασα διαβαίνοντας την ιερή λαγκάδα, 275
+σιμά 'ς της πολυβότανης Κίρκης το μέγα δώμα,
+τότε ο χρυσόρραβδος Ερμής, 'ς το δώμα ενώ κινούσα,
+εμπρός μου εφάνη ως άγουρος 'π' σκροφυτρόνει τρίχαις,
+κ' είναι ο καιρός 'που' φαίνεται της νειότης όλ' η χάρι•
+ήλθε, το χέρι μώσφιξεν, ωνόμασέ με κ' είπε• 280
+«πάλιν, ω δύστυχε, πού πας 'ς τα όρη μέσα μόνος,
+του τόπου ανήξερος; κ' εδώ 'ς της Κίρκης τους κρυψιώναις
+τους στερεούς οι φίλοι σου 'σαν χοίρ' είναι κλεισμένοι•
+και αυτούς να λύσης συ θα πας κει μέσα• αλλά πιστεύω
+δεν θα γυρίσης, αλλ' αυτού θα μείνης 'που 'ναι οι άλλοι. 285
+αλλ' από τέτοιον όλεθρον εγώ θα σε λυτρώσω•
+έμπα με τούτο το καλό βοτάνι, οπού σου δίδω,
+της Κίρκης μες τα δώματα, και αυτό θα σε φυλάξη.
+και όλα τα ολέθρια θα σου ειπώ σοφίσματα της Κίρκης•
+μίγμα θα φθειάση και εις αυτό βοτάνια θα σου ρίξη• 290
+αλλά τα μάγια της εσέ να πιάσουν δεν θ' αφήση
+το βότανό μου το καλό• και μάθε τ' άλλ' ακόμη•
+άμ' έλθ' η Κίρκη με μακρύ ραβδί να σε κτυπήση,
+απ' το πλευρό σου σύρ' ευθύς τ' ακονητό σπαθί σου,
+'ς την Κίρκη ρίξου ως άνθρωπος, 'που αίμα ορμά να χύση• 295
+θα φοβηθή, και θα σου ειπή να κοιμηθής μαζή της•
+πρόσεχε τότε, της θεάς μην αρνηθής την κλίνη,
+τους φίλους σου όπως λύση αυτή και σε καλοξενίση•
+αλλά να ομόση ζήτησε θεών των μέγαν όρκο,
+ότι άλλο ενάντια σου κακό δεν θα σκεφθή κανένα, 300
+μήπως ανδρειά και δύναμιν, ως γυμνωθής, σου πάρη».
+
+Είπε, και ανέσπασε απ' την γη το βόταν' ο Αργοφόνος,
+μου το 'δωσε και μώδειξε το κάθε ιδίωμά του•
+η ρίζα του είναι ολόμαυρη, λευκόν ως γάλα τ' άνθος.
+μώλυ το λέγουν οι θεοί• κακά το ξεριζόνει 305
+άνδρας θνητός• αλλ' ημπορούν οι αθάνατοι τα πάντα.
+
+Και από το σύδενδρο νησί 'ς ταις κορυφαίς του Ολύμπου
+ο Ερμής ανέβη ευθύς, κ' εγώ της Κίρκης προς το δώμα
+κίνησα, και η καρδία μου πολλήν είχε μαυρίλα.
+της καλοπλέξουδης θεάς εστάθηκα εις την θύρα• 310
+έσυρα τότ' εγώ φωνή και μ' άκουσεν εκείνη•
+ευθύς πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις,
+και μ' εκαλούσε• ανήσυχος κατόπι της επήγα•
+'ς αργυροκάρφωτο θρονί μ' εκάθισεν εκείνη•
+ήταν ωραίο, τεχνικό, κ' είχε υποπόδι κάτω• 315
+μίγμα εις ποτήρι ολόχρυσο μου ετοίμασε να πίω,
+κ' έρριξε μέσα βότανα και ολέθρια μελετούσε.
+και άμ' όλο το 'πια και ποσώς τα μάγια δεν μ' επιάσαν,
+μ' ένα ραβδί μ' εκτύπησεν, ωνόμασέ με κ' είπε•
+«'ς την χοιρομάνδρ' άμε και συ, ζάψε με τους συντρόφους». 320
+είπε, κ' εγώ ξεγύμνωσα τ' ακονητό σπαθί μου
+'ς την Κίρκη επάν', ως άνθρωπος 'που αίμα ορμά να χύση•
+φωνάζει εκείνη και σκυφτή σφίγγει τα γόνατά μου,
+και κλαίοντας με προσφωνεί με λόγια πτερωμένα•
+«ποιος είσαι; πόθε; η πόλι σου πού είναι και οι γονείς σου; 325
+πώς έπιες και δεν σ' έπιασαν τα βότανά μου τούτα!
+και αυτά τα βότανα κανείς θνητός δεν υποφέρει,
+άμα τα πιη και του διαβούν των οδοντιών το φράγμα•
+πλην συ 'ς τα στήθη μέσα κλείς αμάλακτην καρδία.
+συ 'σαι άσφαλτα ο πολύτροπος εκείνος Οδυσσέας, 330
+'που πάντοτε ο χρυσσόρραβδος μου πρόλεγε Αργοφόνος
+ότι απ' την Τροία γέρνοντας έμελλ' εδώ ν' αράξη.
+αλλά το ξίφος θήκιασε, και εις την δική μας κλίνη
+έλ' ας πλαγιάσουμε μαζή, αν θέλης μεταξύ μας
+η κλίνη και τ' εγκάλιασμα κάθε υποψιά να σβύσουν». 335
+
+Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα•
+«ω Κίρκη, πώς εσύ ζητείς εγώ να σου 'μαι πράος,
+'που τους συντρόφους μώκαμες 'ς τα μέγαρά σου χοίρους,
+κ' εμέ κρατώντας τώρα εδώ με προσκαλείς με δόλο
+'ς τον θάλαμό σου, ν' αναιβώ την ιδική σου κλίνη, 340
+όπως ανδρειά και δύναμιν, ως γυμνωθώ, μου πάρης.
+ουδέ ποτέ θ' αναιβώ εγώ την ιδική σου κλίνη,
+αν μη θελήσης, ω θεά, να ομόσης μέγαν όρκο,
+ότι άλλο ενάντια μου κακό δεν θα σκεφθής κανένα».
+
+Είπα, κ' εκείνη ωρκίσθηκεν όπως εγώ ζητούσα. 345
+και αφού τον όρκον ώμοσε και αυτόν επρόφερ' όλον,
+'ς της Κίρκης τότε ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη.
+
+Ωστόσον η θεράπαιναις 'ς το σπίτι όλα ετοιμάζαν,
+τέσσεραις, 'πώχει ακούρασταις 'ς τα μέγαρα υπηρέτραις•
+των πηγών είναι, των δασών, εκείναις θυγατέραις, 350
+και των αγίων ποταμών, 'που εις τα πελάγη ρέουν.
+τούτη με πεύκια πορφυρά, πανεύμορφα, τους θρόνους
+έστρων', επάνω εις τα λινά λευκότατα σινδόνια•
+η άλλη 'ς τους θρόνους έμπροσθεν ολάργυρα τραπέζια
+έσυρνε, κ' έβαζε εις αυτά χρυσόπλεκτα κανίστρια• 355
+συγκέρνα η τρίτη το κρασί 'ς ολάργυρον κρατήρα,
+γλυκ' ως το μέλι, και χρυσά εμοίραζε ποτήρια•
+και φέρν' η τέταρτη νερό και ανάφτει πολλήν φλόγα
+κάτω από μέγαν τρίποδα με λέβητα οπού λάμπει•
+κ' εκείνη ως το είδε 'πώβραζε, μ' εμβάζ' εις τον λουτήρα, 360
+νερό παίρνει απ' τον τρίποδα τον μέγαν και μου χύνει,
+ως το γλυκοσυγκέρασε, 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους,
+ως 'πώδιωξ' απ'τα μέλη μου τον καρδιοφθόρον κόπο.
+και άμ' έλουσέ με κ' έχρισε με το παχύ το λάδι,
+και ωραίαν χλαίνην μ' ένδυσεν η κόρη και χιτώνα, 365
+'ς το δώμα ευθύς μ' ωδήγησε, κ' εκάθισέ με εις θρόνον,
+αργυροκάρφωτον, λαμπρόν, κ' είχε υποπόδι κάτω.
+και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην
+χύνει εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη,
+για να νιφθώ• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός μου. 370
+και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει,
+και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει μου περίσσα.
+και ανώφελα μ' ανάγκαζε να φάγω• εγώ καθόμουν
+μ' άλλα 'ς τον νου, και όλο κακά προέβλεπε η ψυχή μου.
+
+Και ως μ' είδεν ότι εκάθομουν η Κίρκη, και τα χέρια 375
+εις το φαγί δεν άπλονα, και μαύρην λύπην είχα,
+μ' εσίμωσε και ωμίλησε με λόγια πτερωμένα•
+«πώς κάθεσαι ωσάν άφωνος και τρώγεις την καρδιά σου,
+και ουδέ φαγί, και ουδέ πιοτόν, εγγίζεις, Οδυσσέα;
+δόλους πάλ' υποπτεύεσαι, και όμως, αφού τον όρκο 380
+τον τρομερόν σού επρόφερα, δεν έχεις να φοβήσαι».
+Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα•
+«ω Κίρκη, και ποιος είν' αυτός, 'π' ανθρωπινά 'χει σπλάχνα,
+και θα τον άφινε η καρδιά φαγί να δοκιμάση,
+πριν λύση τους συντρόφους του και τους θωρήση εμπρός του; 385
+αλλ' αν ολόψυχα ποθείς να φάγω και να πίω,
+λύσε, να ιδούν τα μάτια μου τους ποθητούς συντρόφους».
+
+Είπα, και από το μέγαρον η Κίρκη εξήλθε κ' είχε
+ραβδί 'ςτο χέρι, και άνοιξεν ευθύς την χοιρομάνδρα,
+κ' έβγαλε αυτούς όπ' ώμοιζαν εννηάχρονα θρεφτάρια. 390
+εμπρός της 'κείνοι εσταθήκαν και αραδικώς η Κίρκη
+μ' άλειμμ' απ' άλλο βότανο τους έχριζε περνώντας.
+κ' ερρέαν απ' τα μέλη τους η τρίχαις, οπού πρώτα
+είχε γεννήσει της θεάς το φθαρτικό βοτάνι•
+κ' έγειναν πάλιν άνθρωποι, 'ς την νηότη και 'ς την χάρι, 395
+'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα, καλήτεροι απ' ό,τ' ήσαν.
+μ' εγνώρισαν, μ' αγκάλιασαν και αγάλι αγάλ' εις όλους
+τα δάκρυα γλυκανάβρυζαν, και από τα κλάυματά τους
+το δώμα εβρόντα• και η θεά μ' εμάς εσυμπονούσε.
+ήλθε σιμά μου η θαυμαστή θεά και τούτα μου 'πε• 400
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+τώρ' άμε προς τ' ογλήγορο καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι,
+και πρώτα σύρετε εις την γη το πλοίο και φυλάξτε
+εις ταις σπηλιαίς τα κτήματα και τ' άρμενά σας όλα•
+κ' έπειτα στρέψε φέροντας μαζή σου τους συντρόφους». 405
+
+Αυτά 'πε, και τα εδέχθηκεν η ανδρική ψυχή μου,
+κ' εκίνησα προς το γοργό καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι,
+και αυτού 'ς το πλοίον εύρηκα τους ποθητούς συντρόφους,
+'που ήσαν απαρηγόρητοι και άπαυτα δάκρυα χύναν.
+και ωσάν οι μόσχ' οι μανδριστοί, την ώρα οπού γυρίζουν 410
+απ' το γρασίδ' εις την αυλή χορτάταις η αγελάδαις,
+όλοι μαζή ταις προϋπαντούν πηδώντας, ώστε η μάνδραις
+δεν τους κρατούν, και ολόγυρα εις ταις μητέραις τρέχουν
+μουγκρίζοντας• όμοια και αυτοί, ως μ' είδαν έμπροσθέν τους,
+εχύθηκαν δακρύζοντας• κ' εφάν' εις την καρδιά τους 415
+εις την πατρίδα ως να 'φθασαν, 'ς την πετρωτήν Ιθάκη,
+'ς την γην όπου εγεννήθηκαν, 'ς την γην 'που ανατραφήκαν,
+και κλαίοντας μου ωμίλησαν• «για την επιστροφή σου,
+διόθρεφτ', εχαρήκαμεν, όσ' ήθελε χαρούμε
+εις την Ιθάκη αν φθάναμε, 'ς την ποθητήν πατρίδα. 420
+πλην τώρα ειπέ μας την φθορά των άλλων των συντρόφων».
+
+Κ' εγώ με λόγια μαλακά 'ς εκείνους απαντούσα•
+«το πλοίο πρώτ' ας σύρουμε 'ς την γη, και τ' άρμεν' όλα
+'ς τα σπήλαια μέσ' ας θέσουμε, και ομού τα υπάρχοντά μας,
+κ' εσείς μαζή μου να 'λθετε μ' ασπούδα ετοιμασθήτε, 425
+'ς της Κίρκης τ' άγια δώματα να ιδήτε τους συντρόφους,
+οπ' άκοπα φαγοποτούν, ότι έχουν αφθονία».
+
+Είπα, κ' εκείν' υπάκουσαν 'ς τους λόγους μου, αλλά μόνος
+ο Ευρύλοχος μου αντίσκοφτε την γνώμη των συντρόφων,
+κ' εκείνους επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 430
+«άθλιοι, πού πάτε; τρέχετε με πόθο 'ς την φθορά σας,
+της Κίρκης εις το μέγαρο; κ' εκείνη 'ς εμάς όλους
+χοίρων θα δώση ευθύς μορφήν ή λύκων ή λεόντων,
+να της φυλάμε στανικώς το υπέρλαμπρο παλάτι,
+ως έπραξεν ο Κύκλωπας, 'ς την μάνδρα τον ότ' εμπήκαν 435
+οι σύντροφοί μας και μ' αυτούς ο αυθάδης Οδυσσέας•
+ότι από την μωρία του κ' εκείνοι αφανισθήκαν».
+
+Αυτά 'πε, κ' εγώ σκέφθηκα μες της ψυχής τα βάθη,
+το μακρύ ξίφος σύροντας απ' το παχύ μερί μου,
+να κόψω αυτού την κεφαλή 'ς το χώμα να κυλήση, 440
+αν και στενόν μου συγγενή τον είχα, αλλά μ' εκράτουν
+εδώθ' εκείθε οι σύντροφοι με λόγια μελωμένα•
+«τούτον ας τον αφήσουμε, διογέννητε, αν προστάζεις,
+να μένη 'ς την ακρογιαλιά και να φυλά το πλοίο•
+κ' εμάς εις τ' άγια δώματα οδήγα συ της Κίρκης». 445
+
+Και απ' το καράβι ανέβηκαν και από το περιγιάλι,
+ουδ' έμεινεν ο Ευρύλοχος εις το καράβι, αλλ' ήλθε
+κατόπιν, ότι ετρόμαξε 'ς την φοβερήν οργή μου.
+και τους άλλους συντρόφους μου 'ς το δώμα της η Κίρκη
+έλουσε ωστόσον εύμορφα κ' έχρισε με το λάδι,
+και τους εφόρεσε κρουσταίς χλαμύδαις και χιτώναις• 450
+και όλους καλά τους ηύραμε 'ς τα μέγαρα 'που ετρώγαν
+και άμα ο καθείς αντίκρυσε κ' εγνώρισε τον άλλον,
+έκλαιαν, αναστέναζαν, 'που όλο το δώμα εβρόντα.
+ήλθε σιμά μου η θαυμαστή θεά και τούτα μου 'πε• 455
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+τους θρήνους πλέον παύσετε• κ' εγώ καλά γνωρίζω
+και εις το ιχθυοφόρο πέλαγος πόσα 'χετε υποφέρει,
+και εις την γην πάλι πόσοι εχθροί σας έχουν αδικήσει,
+ήσυχα τώρα το φαγί και το κρασί χαρήτε, 460
+όσο ψυχή να λάβετε και πάλιν εις τα στήθη,
+ως ότε πρωταφήσατε την ποθητήν πατρίδα,
+την πετρωτήν Ιθάκη σας• τώρ' άψυχοι, θλιμμένοι,
+της πλάνης σας ταις συμφοραίς θυμείσθε, και η ψυχή σας,
+απ' τα πολλά παθήματα, δεν δέχετ' ευφροσύνη». 465
+
+Είπε κ' εκαταπείσθηκεν η ανδρική ψυχή μας.
+και τότε αυτού καθόμασθεν, ολόκληρον τον χρόνο,
+μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας.
+αλλά 'ς τον κύκλο των καιρών ότ' έκλεισεν ο χρόνος,
+οι μήνες ως εδιάβαιναν, και η 'μέραις μεγαλώσαν, 470
+παράμερα μ' εκάλεσαν οι σύντροφοι και μου 'παν•
+«καϋμένε, την πατρίδα σου να θυμηθής είν' ώρα,
+αν να σωθής η μοίρα σου το θέλει και να φθάσης
+'ς το σπίτι το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου».
+
+Αυτά 'παν, κ' εκατάπεισαν την ανδρική ψυχή μου. 475
+και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι
+μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας.
+και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπι' η νύκτα,
+εις τα ισκιωμένα μέγαρα επλάγιασαν εκείνοι•
+'ς της Κίρκης εγώ ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη, 480
+και της θεάς τα γόνατα αγκάλιασα ως ικέτης.
+μ' άκουεν εκείνη• κ' έλεγα με λόγια πτερωμένα•
+«ω Κίρκη, την υπόσχεσι, 'που επήρες, τέλειωσε μου•
+εις την πατρίδα στείλε με• το θέλ' ήδ' η ψυχή μου,
+τη θέλουν όλ' οι σύντροφοι, 'που την καρδιά μου τρώγουν, 485
+τριγύρω μου οδυρόμενοι, την ώρα οπού συ λείπεις».
+
+Και η θαυμαστή θεά 'ς εμέ• «πολύτεχνε Οδυσσέα,
+να μένετε εις το σπίτι μου πλεια δεν σας αναγκάζω•
+αλλ' όμως άλλο πρότερα θα κάμετε ταξείδι,
+'ς του Άδη και της άσπονδης αντάμα Περσεφόνης 490
+την κατοικιά να φθάσετε, να μάθετε την μοίρα
+απ' την ψυχή του παλαιού Θηβαίου Τειρεσία,
+μάντη τυφλού, 'που ολόκληραις έχει και αυτού ταις φρέναις•
+εκείνου μόνου απ' τους νεκρούς έδωσε η Περσεφόνη
+γνώσιν και νουν• ωσάν σκιαίς οι άλλοι τριγυρίζουν». 495
+
+Τούτα μου είπε, και η καρδιά 'ς τα στήθη μου ερραΐσθη,
+και έκλαια καθήμενος 'ς την κλίνη και η ψυχή μου
+να ζήση πλειά δεν ήθελε, να ιδή το φως του ηλίου.
+αλλ' άμ' αυτού κυλιούμενος εχόρτασα το κλάμμα,
+το στόμα πάλιν άνοιξα κ' εκείνης απαντούσα• 500
+ω Κίρκη, ποιος θα 'ναι οδηγός εις τούτο το ταξείδι;
+'ς τον Άδη ακόμη πλέοντας κανείς δεν έχει φθάσει».
+
+Είπα, και η θαυμαστή θεά μου απάντησεν αμέσως•
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+εις το καράβι σου οδηγόν καθόλου μη ζητήσης• 505
+άμα τεντώσης τα λευκά πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι,
+κάθου• φυσώντας ο Βορηάς θα σου οδηγά το πλοίο.
+αλλ' άμα τον Ωκεανό διαβής με το καράβι,
+άγριαν θα ιδής ακρογιαλιά, και της Περσεφονείας
+τα δάση, λεύκαις υψηλαίς, χασόκαρπες ιτέαις. 510
+εις τον βαθύ Ωκεανό την πλώρη αυτού να στήσης,
+και συ 'ς του Άδη κίνησε τ' αραχνιασμένο δώμα,
+όπου ο Πυριφλεγέθοντας 'ς του Αχέροντα το κύμα,
+και ο Κώκυτος, 'που της Στυγός απόκομμ' είναι, ρέουν•
+πέτρ' είναι, όπου βαρύκτυπα τα δυο ποτάμια σμίγουν. 515
+και ως φθάσης, ήρωα, κει σιμά 'ς το μέρος, 'που σου λέγω,
+λάκκο μιαν πήχη σκάψ' ευθύς του μάκρου και του πλάτου,
+και χύσε γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων•
+και αφού βάλης μελίκρατο, γλυκό κρασί κατόπι,
+τρίτα νερό, και μ' άλευρα λευκά τα πασπαλίσης, 520
+'ς ταις άδειαις κάραις των νεκρών εύχου θερμά, και τάξου
+δαμάλα στείρα διαλεκτή να σφάξης άμα φθάσης
+εις την Ιθάκη, και πυράν πολύδωρη να κάψης,
+και να προσφέρης χωριστόν αρνί του Τειρεσία,
+ΟΜΗΡΟΥ
+κατάμαυρο, 'που δεύτερο δεν θα 'χη το κοπάδι. 525
+και άμα ικετεύσης τάνδοξα των πεθαμένων πλήθη,
+κριάρι σφάξε, ολόμαυρη κοντά του προβατίνα,
+και στρέψε τα 'ς το έρεβος• συ γύρε αλλού την όψι
+προς ταις ροαίς του ποταμού• και τότε αυτού θε να 'λθουν
+να σ' εύρουν αναρίθμηταις ψυχαίς απεθαμένων. 530
+και κάμε τους συντρόφους σου να γδάρουν και να κάψουν
+τ' αρνιά ριμμένα, ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι,
+κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών ειπήτε, εις τον ανδρείον
+τον Άδη και εις την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη.
+και συ το ξίφος γύμνωσε, κάθου και μην αφίνης 535
+ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουν
+'ς το αίμα, πριν συμβουλευθής εσύ τον Τειρεσία.
+ο μάντης θα 'λθη ευθύς εκεί να σ' εύρη, ω πολεμάρχε•
+αυτός τον δρόμο θα σου ειπή, του ταξειδιού τα μέτρα,
+και πώς, το πέλαο σχίζοντας, θα φθάσης 'ς την πατρίδα». 540
+
+Αυτά 'πε, και χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη•
+κ' εμένα εκείνη εφόρεσε χιτώνα και χλαμύδα•
+μανδύαν λαμπροΰφαντον μέγαν ενδύθ' η νύμφη
+χαριτωμένον και λεπτόν, κ' εζώσθη ακόμη ωραίο
+χρυσό ζωνάρι, κ' έβαλε 'ς την κεφαλήν καλύπτρα. 545
+τα δώματα εγώ διάβηκα και τους συντρόφους ηύρα,
+και τους κεντούσ' από σιμά με λόγια μελωμένα•
+«πάψτε το γλυκανάσασμα του ύπνου, αγαπητοί μου•
+ας πάμε• η Κίρκ' η σεβαστή μ' εδίδαξε τον δρόμο».
+είπα, κ' εκαταπείσθηκεν η ανδρική ψυχή τους. 550
+
+Αλλ' ουδ' εκείθεν άβλαπτους επήρα τους συντρόφους•
+ήταν κάποιος Ελπήνορας, νεώτατος• ανδρείαν
+πολλήν δεν είχε, αλλ' ούτε νουν ανάμερ' απ' τους άλλους
+'ς τ' άγια της Κίρκης δώματα μού πήγε να πλαγιάση,
+ποθώντας το κατάψυχο, της μέθης εις την ζάλη. 555
+και άμα το κίνημ' άκουσε, τον κρότο των συντρόφων,
+ξάφνου εσηκώθη και ποσώς δεν ενθυμήθη πάλι
+απ' την υψηλήν κλίμακα να καταιβή, 'π' ανέβη•
+αλλ' απ' την σκέπην έπεσε κατάντικρα, κ' εκόπη
+ο τράχηλός του, και η ψυχή ροβόλησε 'ς τον Άδη. 560
+
+Και ως ήλθαν όλοι, ωμίλησα 'ς την μέση εκείνων κ' είπα•
+«θαρρείτε ότι 'ς τα σπίτια μας, 'ς την ποθητήν πατρίδα,
+θα πάμε• αλλ' άλλο διώρισε 'ς εμάς ταξείδ' η Κίρκη,
+'ς τον Άδη και 'ς την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη,
+να ερωτηθούμε την ψυχή του μάντη Τειρεσία». 565
+
+Αυτά 'πα, και η καρδία τους 'ς τα λόγια μου ερραΐσθη,
+και αυτού καθίσαν, έκλαιαν• ανέσπααν τα μαλλιά τους,
+αλλ' όφελος δεν έφερναν τα κλάμματα και οι θρήνοι.
+
+Και ως φθάσαμε κατάγιαλα προς το γοργό καράβι,
+δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι, 570
+'ς το πλοίον ήλθε κ' έδεσεν η Κίρκη ένα κριάρι
+και προβατίνα ολόμαυρη, κ' εύκολ' απ' έμπροσθέν μας
+εδιάβηκεν αγνώριστη• ποιος δύναται να βλέπη
+θεάν, αν εις τον δρόμο του να φαίνεται δεν θέλει;
+
+
+
+Ραψωδία Λ
+
+
+
+Και εις το καράβι ως φθάσαμε κάτω 'ς το περιγιάλι,
+πρώτα εις την θεία θάλασσα σύραμε το καράβι,
+έπειτα μέσα εστήσαμε κατάρτι και πανία,
+κ' εφέραμε τα πρόβατα• κατόπι εμπήκαμ' όλοι,
+δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι• 5
+και οπίσω απ' το μαυρόπλωρο καράβι έστειλε πρύμον,
+'που φούσκον' όλα τα πανιά, φίλον λαμπρόν, η Κίρκη,
+δεινή θεά, καλόκομη, όπ' έχει ανθρώπου γλώσσα.
+και τ' άρμεν' αφού σιάσαμε, καθόμασθε, και ωδήγα
+το πλοίο μας ο άνεμος ομού και ο κυβερνήτης, 10
+και μ' ολοτέντωτα πανιά αρμένιζ' ολημέρα.
+και ο ήλιος ως βασίλευε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι,
+'ς τον βαθύν ήλθ' Ωκεανόν, όπ' άκρ' είναι του κόσμου.
+η πόλις είναι και ο λαός εκεί των Κιμμερίων•
+νέφος πυκνό και σκοτεινόν ολούθε τους σκεπάζει, 15
+ουδέ ποτέ κυττάζει αυτούς ο ακτινοβόλος Ήλιος,
+'ς τον αστροφόρον ουρανόν ούτ' όταν αναιβαίνη,
+ούτ' όταν κλίνη προς την γην από τα ουράνια μέρη•
+αλλά τους άμοιρους θνητούς μαύρη πλακόνει νύκτα.
+'ς το μέρος τούτο αράξαμε και παίρνοντας τ' αρνία 20
+βγήκαμε, και του Ωκεανού το ρεύμ' ακολουθώντας
+ωδεύαμε ως 'που εφθάσαμε 'ς την θέσι 'που 'πε η Κίρκη.
+
+Και ο Περιμήδης τα σφακτά και ο Ευρύλοχος βαστούσαν•
+και απ' το πλευρό μου έσυρα το ακόνητό μου ξίφος,
+λάκκο μιαν πήχην έσκαψα του μάκρου και του πλάτου, 25
+κ' έχυσα γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων.
+και ως έβαλα μελίκρατο, κρασί γλυκό, και τρίτα
+νερό, και τα πασπάλισα με λευκ' αλεύρι επάνω,
+ταις άδειαις κάραις των νεκρών θερμά παρακαλώντας,
+να σφάξω ετάχθηκα εκλεκτήν και στείραν αγελάδα, 30
+ως φθάσω εις την Ιθάκη μου, και μιαν πυρά να κάψω
+πολύδωρην, και χωριστόν αρνί του Τειρεσία
+να θυσιάσω, ολόμαυρο, του κοπαδιού το πρώτο.
+και αφού με τάμματα, μ' ευχαίς θερμαίς, τους πεθαμένους
+ξιλέωσα, πήρα τ' αρνιά και τα 'σφαξα 'ς τον λάκκο, 35
+κ' έρρεε το αίμα ολόμαυρο• και ιδές, εσυναζόνταν
+των πεθαμένων η αμυχαίς του ερέβους απ' τα βάθη,
+νέαις και νέοι, γέροντες πολύπαθοι μ' εκείνους,
+και ομού παρθέναις τρυφεραίς με νεόλυπην καρδία,
+και άνδρες πολλοί, 'που τρύπησαν η χαλκοφόραις λόγχαις 40
+'ς την μάχη, κ' είχαν τ' άρματα 'ς το αίμ' όλο βαμμένα.
+εδώθ' εκείθεν άπειροι 'ς τον λάκκο γύρω ερχόνταν
+μ' αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος,
+τότ' είπα των συντρόφων μου να γδάρουν και να κάψουν
+τ' αρνιά, ριμμένα ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι, 45
+κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών να ειπούν, εις τον ανδρείον
+τον Άδη και 'ς την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη,
+και το σπαθί μου εγύμνωσα και δεν εσυγχωρούσα
+ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουν
+'ς το αίμα, πριν ερωτηθώ τον μάντη Τειρεσία. 50
+
+Και του συντρόφου μου η ψυχή, του Ελπήνορα, ήλθε πρώτη•
+ότι δεν είχε αυτός ταφή 'ς της γης τα σπλάχν' ακόμη.
+το σώμ' αφήσαμεν εμείς 'ς τα μέγαρα της Κίρκης,
+άκλαυτον, άθαπτο, επειδή μας έβιαζ' άλλη ανάγκη.
+άμα τον είδα εδάκρυσα κ' επόνεσε η ψυχή μου, 55
+κ' ευθύς τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα•
+«Ελπήνορα, πώς έφθασες εις τ' άττεγγο σκοτάδι;
+πεζός συ πρόλαβες εμέ, 'που με καράβι ερχόμουν».
+
+Αυτά 'πα' εστέναξε βαθειά και μ' απαντούσ' εκείνος•
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 60
+οργή θεού και τ' άμετρο κρασί μ' εξολοθρεύσαν.
+λησμόνησ', αφού πλάγιασα 'ς το μέγαρο της Κίρκης,
+απ' την υψηλήν κλίμακα να καταιβώ, 'π' ανέβην•
+αλλ' απ' την σκέπην έπεσα κατάντικρα, κ' εκόπη
+ο τράχηλός μου, και η ψυχή ροβόλησε εις τον Άδη. 65
+και αχ! να σου ζήσουν οι ακριβοί, 'που ο κόσμος έχει ακόμη,
+η σύντροφός σου και ο γονειός, που σ' έχει θρέψει βρέφος,
+και ο μόνος σου Τηλέμαχος, πώχεις 'ς το σπίτι αφήσει,—
+τι ξεύρ' ότι γυρίζοντας εδώθε, από τον Άδη,
+θ' αράξης το καράβι σου 'ς την νήσο την Αιαία,— 70
+όταν κει φθάσης, έχε με 'ς τον νου σου, ω βασιλέα•
+να μη μ' αφήσης άθαπτον και αδάκρυτον οπίσω
+φεύγοντας, μη σου γείνω εγώ θείας οργής αιτία.
+αλλ' έπαρε και κάψε με μαζή με τ' άρματά μου,
+κ' εμένα μνήμα σήκωσε σιμά 'ς τ' αφράτο κύμα, 75
+να 'ναι γνωστός και εις τους εξής του αμοίρου εμένα ο τάφος.
+κάμε μου τούτα, και κουπί 'ς το μνήμα επάνω στήσε
+κείνο, 'που ζώντας έλαμνα μαζή με τους συντρόφους».
+
+Αυτά 'πε, και του απάντησα• «τούτα όλα θα σου κάμω,
+όσα μου λέγεις, άμοιρε, 'ς όλα θα δώσω τέλος». 80
+
+Τέτοιαις ελέγαμε φρικταίς οι δυο μας ομιλίαις•
+εδώθ' εγώ το ξίφος μου 'ς το αίμα επάνω εκράτουν,
+κείθε πολλά του φίλου μου το φάντασμα ωμιλούσε.
+
+Της πεθαμένης μου μητρός τότε η ψυχή μου εφάνη,
+η Αντίκλεια, κόρη του υψηλού 'ς το φρόνημ' Αυτολύκου• 85
+την είχ' αφήσει 'ς την ζωή, κινώντας για την Τροία.
+άμα την είδα εδάκρυσα, κ' ερράισ' η καρδιά μου,
+αλλ' όμως δεν την άφινα πρώτη να πλησιάση
+'ς το αίμα, πριν ερωτηθώ τον Μάντη Τειρεσία.
+
+Κ' ήλθε η ψυχή του παλαιού Θηβαίου Τειρεσία• 90
+σκήπτρο κρατούσε ολόχρυσο• μ' εγνώρισε και μου 'πε•
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+ει πάλιν, ω ταλαίπωρε, από το φως του ηλίου
+ήλθες να ίδης τους νεκρούς, τον άτερπνο τον κόσμο;
+σύρου απ' τον λάκκο, το σπαθί βάστα μακρυά, να πίω 95
+από το αίμα, να σου ειπώ κατόπι την αλήθεια».
+
+Αυτά' πε, κ' εγώ σύρθηκα κ' έχωσα εις το θηκάρι
+τ' αργυροκάρφωτο σπαθί, και άμ' έπιε το μαύρ' αίμα
+ο άψεγος μάντης είπε μου• «γυρεύεις την γλυκεία
+εις την πατρίδα επιστροφή, λαμπρότατε Οδυσσέα. 100
+θα σ' εμποδίση ένας θεός• κακά θε να ξεφύγης
+του κοσμοσείστη, 'π' άσπονδο μίσος για σένα τρέφει,
+αφού το φως αφαίρεσες του αγαπητού παιδιού του.
+πολλά θα πάθετε κακά, και όμως θα φθάστε ακόμα,
+αρκεί να θέλης χαλινό να βάλης της καρδιάς σου, 105
+και των συντρόφων, το καλό καράβι σου άμ' αράξης.
+το μαύρο κύμ' αφίνοντας, 'ς την νήσο Θρινακία,
+κ' ευρήτ' εκεί τα πρόβατα να βόσκουν και η δαμάλαις
+του Ηλιού, 'που όλ' άνωθε τηρά και όλ' άνωθεν ακούει.
+και αν δεν τα εγγίξης κ' εννοιασθής για την επιστροφή σου, 110
+τότε, και αν πάθετε πολλά, θα φθάστε εις την Ιθάκη•
+αλλ' αν τα βλάψης, όλεθρο προβλέπω εις το καράβι
+και εις τους συντρόφους• και αν σωθής μόνος εσύ, θα φθάσης
+αργά και κακώς έχοντας, και από συντρόφους έρμος.
+με ξένο πλοίο, και θαυρής 'ς το σπίτι δυστυχίαις. 115
+άνδραις απόκοτοι το βιο σου τρώγουν, και με δώρα
+την θεϊκή σου σύντροφο ζητεί καθείς να πάρη•
+αλλ' άμα φθάσης, φοβερά θα εκδικηθής εκείνους.
+και αφού μέσα 'ς το σπίτι σου χαλάσης τους μνηστήραις,
+είτε με δόλο ή φανερά, μ' ακονισμένη λόγχη, 120
+έπαρε δρόμο, φέροντας ίσιο κοπί μαζή σου,
+όσο να φθάσης 'ς τους θνητούς, 'που θάλασσα δεν ξεύρουν,
+και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ' αρτυμένο•
+ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβια αυτοί γνωρίζουν,
+ούτε τα ίσια κουπιά, 'που 'ναι πτερά των πλοίων. 125
+και άκου σημάδι φανερό, 'που δεν θα σου ξεφύγη•
+'ς τον δρόμον άμ' απαντηθή με σέν' άλλος οδίτης,
+και ειπή 'ς τον λαμπρόν ώμο σου πώς έχεις λιχνιστήρι,
+ευθύς το ίσιο κουπί στήσε εις την γη και κάμε
+του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις• 130
+κριάρι, ταύρον σφάξε του και χοίρον αναβάτη•
+και γύρε εις την πατρίδα σου, κ' ιεραίς κάμ' εκατόμβαις
+των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους,
+με την σειρά του καθενός• και θάνατος θα σ' εύρη
+έξω απ' την θάλασσα ελαφρός, και θα σε σβύση αγάλι 135
+μες τα λαμπρά γεράματα• και ωστόσ' ολόγυρά σου
+θα 'ναι μακάριος ο λαός• σου είπα την αλήθεια».
+
+Είπε, κ' εγώ του απάντησα• «τούτα όλα, ω Τειρεσία,
+τ' αποφάσισαν οι θεοί• πλην τώρα δίδαξέ με
+να μάθω αυτό 'που σ' ερωτώ• 'κεί πέρα της μητρός μου 140
+την ψυχή βλέπω, και βουβή μένει σιμά 'ς το αίμα,
+και τον υιόν της δεν τολμά 'ς τα μάτια να κυττάξη,
+ούτε καν λόγο να του ειπή• συ, κύριε, δίδαξέ με
+αυτή πώς θ' αναγνώριζεν εμένα ότ' είμ' εκείνος».
+
+Είπα, κ' ευθύς μου απάντησεν ο μάντης Τειρεσίας• 145
+«εύκολος θα 'ναι ο λόγος μου και βάλε τον 'ς τον νου σου•
+όποιον αφήσης των νεκρών 'ς το αίμα να σιμώση,
+κείνος αλήθειαις θα σου ειπή• και εις όποιον το εμποδίσης,
+εκείνον πάραυτα θα ιδής να φύγη απ' έμπροσθέν σου».
+
+Έπαυσε, κ' εκατέβηκε του θείου Τειρεσία 150
+'ς τον Άδη πάλιν η ψυχή, αφού την μοίραν είπε.
+εγώ 'ς τον τόπον έμενα, κ' εσίμωσε η μητέρα•
+το μαύρον αίμα ερούφησε κ' ευθύς εγνώρισέ με,
+και κλαίοντας μου ωμίλησεν «εις τ' άφεγγο σκοτάδι
+πώς εκατέβης, τέκνο μου, συ ζωντανός ακόμα; 155
+και δύσκολο 'ναι ζωντανοί να ιδούν τούτα 'δω κάτω,
+τ' είναι 'ς την μέση απέραντα και φοβερά ποτάμια,
+και πρώτος ο Ωκεανός, 'που δεν μπορεί κανένας,
+χωρίς καράβι στερεό, πεζός να τον περάση.
+τάχ' απ' την Τροίαν έφθασες εδώ με τους συντρόφους, 160
+αφού πολλά πλανήθηκες; και ακόμη 'ς την Ιθάκη
+δεν ήλθες, και την σύντροφο 'ς τα γονικά δεν είδες»;
+
+Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα•
+«μητέρα, ανάγκη μ' έφερε 'ς τον Άδη να ερωτήσω
+την μοίραν απ' τον παλαιόν Θηβαίον Τειρεσία• 165
+τι 'ς άκραν γης Αχαϊκής δεν έχω φθάσει ακόμη,
+και δέρνομαι ακατάπαυτα μακράν απ' την πατρίδα,
+απ' την στιγμήν 'που ως οπαδός του δοξασμένου Ατρείδη
+να πολεμήσω επέρασα 'ς την εύιππην Τρωάδα.
+τώρα εις εμέ φανέρωσε, μ' αλήθεια λέγε, ποία 170
+μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου σ' έχει σβύσει•
+ήταν αρρώστια μακρυνή; μη σ' εύρεν η τοξεύτρα
+Άρτεμις και σ' ενέκρωσε με τα λεπτά της βέλη;
+τι γίνεται ο πατέρας μου, και ο υιός οπ' έχω αφήσει;
+την εξουσία μου κρατούν, ή κάποιος των ηρώων 175
+άλλος την έχει, και θαρρούν πως δεν θα γύρω πλέον;
+ειπέ μου και το φρόνημα, την γνώμη, της συντρόφου•
+με το παιδί μας μένει αυτή και κυβερνά το σπίτι,
+ή πρόκριτος των Αχαιών ήδη την πήρε νύμφη;»
+
+Αυτά 'πα και μου απάντησεν η σεβαστή μητέρα• 180
+«και με πολλήν υπομονή 'ς τα μέγαρα σου ακόμη
+εκείνη μένει, κ' έρημη, χωρίς παρηγορία,
+τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη.
+ούτε την εξουσία σου κανείς σου πήρε ως τώρα,
+αλλ' ήσυχα ο Τηλέμαχος έχει τα κλείσματά σου, 185
+και εις τα συμπόσια τον τιμούν ως εις κριτήν αρμόζει,
+ότι καθένας τον καλεί• και ο γέρος σου ο πατέρας
+εις τον αγρό του κατοικεί, και ούτ' έρχεται 'ς την πόλι,
+ούτ' έχει κλίναις με λαμπρά παπλώματα στρωμέναις•
+πλην τον χειμώνα σπίτι του κοιμάτ' όπου και οι δούλοι, 190
+'ς την στάκτη, 'ς την γωνιά σιμά, κ' είναι κακενδυμένος•
+και άμ' έλθη ο θέρος και ο καλός καιρός του φθινοπώρου,
+'ς το κάρπιμο κηπάρι του παντού τ' αμπελωμένο
+χαμηλαίς κλίναις έχει αυτός τα πεσημένα φύλλα•
+κείτεται αυτού και αδημονεί ποθώντας να γυρίσης, 195
+κ' ενώ πληθαίνει ο πόνος του τα γέρα τον πλακόνουν.
+ότι απαράλλακτος καϋμός κ' εμ' έφερε 'ς τον τάφο•
+ούτε η καλότοξη θεά μ' ηύρε 'ς τα δώματά μου
+και μ' έσβυσεν, η Άρτεμις, με τα λεπτά της βέλη•
+αλλ' ούτε αρρώστια μ' εύρηκεν απ' όσαις καταλύουν 200
+με μαρασμόν ελεεινό την ζήσι των ανθρώπων•
+αλλ' ο καϋμός σου, η φρόνησι, του ήθους σου η γλυκάδα,
+αυτά μου εκόψαν την ζωή, λαμπρότατε Οδυσσέα».
+
+Αυτά 'πε• συλλογίσθηκα, και της νεκρής μητρός μου
+να πιάσω τότε την ψυχήν ηθέλησα ο θλιμμένος• 205
+και τρεις εχύθηκα φοραίς, να πιάσω αυτήν ποθώντας,
+και τρεις ωμοίωμα σκιάς ή ονείρου από τα χέρια
+μώφυγε• και βαρύτερος μ' εστενοχώρα ο πόνος,
+και προς αυτήν εφώναζα• «τι φεύγεις, ω μητέρα,
+εις την στιγμή, 'που προσπαθώ με πόθο να σε πιάσω, 210
+όπως και οι δυο 'ς την κατοικιά του Άδη αγκαλιασμένοι
+του κρύου κλάυματος ομού την ηδονή χαρούμε.
+μην είναι τούτο φάντασμα, 'που η θεία Περσεφόνη
+μώστειλ', όπως η λύπη μου και οι στεναγμοί πληθύνουν;»
+
+Αυτά 'πα, και μου απάντησεν η σεβαστή μητέρα• 215
+«α! τέκνο μου, βαρυόμοιρε, ως άλλος δεν ευρέθη!
+δεν απατά σε του Διός η κόρ', η Περσεφόνη,
+αλλ' είναι αυτός εις τους θνητούς ο νόμος του θανάτου.
+ταις σάρκαις και τα κόκκαλα πλειά δεν κρατούν τα νεύρα,
+αλλ' εκείν' όλα η δύναμις της φλόγας αφανίζει, 220
+μόλις τα λευκά κόκκαλα το πνεύμ' αφήση μόνα•
+και ως όνειρο η ψυχή πετά γυρνώντας 'ς τον αέρα.
+αλλά να ιδής πάλι το φως ξεκίνησε, και μάθε
+τούτ' όλα, της συντρόφου σου για να τα ειπής κατόπι».
+
+Αυτά συνωμιλούσαμε• και ιδού, γυναικών πλήθος 225
+έρχονταν, —ως ταις έστελνεν η θεία Περσεφόνη,—
+όσαις και αν ήσαν σύντροφοι και κόραις των ηρώων.
+κ' ενώ 'ς το αίμα ολόγυρα το μαύρο εσυναζόνταν,
+πώς να ερωτήσω καθεμιά 'ς τον νου μου εγώ ζητούσα.
+και απ' όλαις η καλήτερη τούτη μου εφάνη γνώμη• 230
+απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου,
+και δεν ταις άφινα μαζή το μαύρ' αίμα να πίνουν•
+κ' έρχονταν τότε αραδικώς αυτού, και καθεμία
+το γένος της φανέρονε, καθώς την ερωτούσα.
+
+Πρώτ' ήλθε απ' όλαις η Τυρώ, η καλογεννημένη, 235
+'πώλεγε ότ' ήταν γέννημα του απταίστου Σαλμωνέα,
+και τον Κριθέα σύζυγον ότ' είχε τον Αιολίδη.
+άρεσε αυτής ο ποταμός, ο θείος Ενιπέας,
+των ποταμών, όπ' έχ' η γη, ο πλειά χαριτωμένος.
+'ς την πρόσχαρη ακροποταμιάν εσύχναζεν η κόρη, 240
+και ο γεωφόρος ο θεός ωμοιώθη του Ενιπέα,
+και σιμά της επλάγιασε 'ς του ποταμού το στόμα.
+το κύμα ως όρος θολωτόν εστάθη ολόγυρά τους,
+κ' έκρυψε τον αθάνατον, και την θνητήν γυναίκα.
+και αυτήν τότε αποκοίμισεν, αφού της παρθενίας 245
+την ζώνην έλυσε, ο θεός• και ως έγειναν τα έργα
+τα ερωτικά, της έσφιξε το χέρι και της είπε•
+«χαίρε, γυνή, 'ς τ' αγκάλιασμα• 'ς την ώρα θα γεννήσης
+ωραία τέκνα• και άκαρπη ποτέ δεν είναι η κλίνη
+των αθανάτων• θρέψε τα και γλυκανάστησέ τα. 250
+τώρα εις το δώμα πήγαινε, σώπα, μη μ' ονομάσης•
+και συ μάθ' ότι εγνώρισες τον σείστη Ποσειδώνα».
+είπε και μες την θάλασσαν, οπ' άφριζ', εβυθίσθη.
+και τον Πελία γέννησεν αυτή και τον Νηλέα
+και ο Δίας τους ετίμησε• βασίλευε ο Πελίας 255
+εις την Ιωλκό πολύαρνος, ο άλλος εις την Πύλο.
+και η δοξαστή βασίλισσα κατόπιν του Κρηθέα
+άλλους εγέννησεν υιούς, τον Αίσονα, τον Φέρη,
+τον Αμυθάν' ανίκητον εις την ιππομαχία.
+
+Κατόπιν είδα του Ασωπού την κόρην Αντιόπη, 260
+'που, ως εκαυχόνταν, του Διός κοιμήθη 'ς ταις αγκάλαις•
+και τέκνα δυο γεννήθηκαν, ο Αμφίονας και ο Ζήθος•
+τον τόπο της επτάπυλης Θήβας έκτισαν πρώτοι,
+κ' επύργωσαν^ απύργωτην την απλωμένην Θήβα
+δεν δύνονταν να κατοικούν, όσην ανδρειά και αν είχαν. 265
+
+Είδα και του Αμφιτρύωνα την σύντροφον Αλκμήνη,
+οπού τον λεοντόψυχον, άφοβον Ηρακλέα
+εγέννησε, αφού πλάγιασε 'ς την αγκαλιά του Δία.
+και του γενναίου Κρέοντα την κόρη την Μεγάρα,
+'που νύμφην ο αδάμαστος την είχε Αμφιτρυωνίδης. 270
+
+Του Οιδίπου η μάννα εφάνηκεν, η εύμορφη Επικάστη,
+'που τυφλωμένη ανόμησε φρικτά με τον υιόν της.
+'πώσφαξε τον πατέρα του και αυτήν γυναίκα επήρε.
+και τα γενόμενα οι θεοί 'ς τον κόσμο φανερώσαν,
+και αυτός με πάθη, 'ς την γλυκειά την Θήβα, των Καδμείων 275
+βασίλευε, ως ηθέλησεν η οργή των αθανάτων.
+και αυτήν εδέχθη ο άσπλαχνος ο θυρωρός, ο Άδης•
+ότι, 'ς τον άκρον πόνο της, ψηλάθ' από την σκέπη
+κρεμάσθη με συρτοθηλειά, και άφησ' εκείνου πάθη
+αμέτρητ', όσα προξενούν η μητρικαίς κατάραις. 280
+
+Εφάν' η Χλώρις έπειτα, 'που για τα εξαίσια κάλλη
+νύμφην επήρε, αφού 'δωσε πολλά δώρα, ο Νηλέας,
+κόρ' ύστερη του Αμφίονα Ιασίδη, του κυρίου
+του Ορχομενού των Μινυών βασίλισσα εις την Πύλο
+τέκνα λαμπρά του εγέννησεν η Χλώρις, τον Χρομίον, 285
+τον άγριον Περικλύμενον, τον Νέστορα, και ακόμη
+την πολυθαύμαστη Πηρώ, πού την ζητούσαν όλοι
+απ' όλα τα περίχωρα• την έδιδ' ο Νηλέας
+'ς όποιον τους ταύρους θα 'παιρνε του Ιφίκλου απ' την Φυλάκη
+και αυτ' ήσαν δυσκολόπαρτοι• και απ' όλους άγιος μάντης 290
+ετόλμησε κ' εδέχθηκεν εκείθε να τους πάρη•
+αλλά τον άνδρα εσπέδισε μοίρα θεού βαρεία•
+κακά τον έζωσαν δεσμά και αγροτικοί βουκόλοι.
+αλλ' αφού οι μήνες διάβηκαν, και η 'μέραις ετελειώσαν,
+κ' έκλειεν ο χρόνος, κ' έρχονταν 'ς τον κύκλο τους η ώραις, 295
+τον έλυσεν ο Ίφικλος, αφού την μοίραν είπεν
+όλην αυτός, και του Διός το θέλημα εγενόνταν.
+
+Είδα την Λήδαν έπειτα, την νύμφη του Τυνδάρου,
+'που του Τυνδάρου εγέννησε τα τέκνα τα γενναία,
+τον Κάστορα ιπποδαμαστή, τον πύκτη Πολυδεύκη, 300
+'που και τους δύο ζωντανούς κατέχ' η γη γεννήτρα.
+αυτούς και κάτω από την γην ετίμησεν ο Δίας,
+πότε να ήναι ζωντανοί και πότε πεθαμένοι,
+καθένας την ημέρα του• και ωσάν θεοί τιμώνται.
+
+Είδα την Ιφιμέδεια, γυναίκα του Αλωέα, 305
+'πώλεγεν ότι επλάγιασε σιμά 'ς τον Ποσειδώνα,
+και δύο τέκνα γέννησε, κοντόχρονα, τον Ώτον,
+τον θείον, και τον ξακουστόν 'ς τον κόσμον Εφιάλτη•
+απ' όσους έθρεψεν η γη ψηλότερ' ήσαν 'κείνοι,
+κ' ύστερ' απ' τον Ωρίωνα, λαμπρότεροι 'ς το κάλλος. 310
+ήσαν εννηάχρονα παιδιά κ' εννέα πήχαις είχαν
+πλάτος, αλλά το μάκρος τους έφθανε ορυιαίς εννέα•
+και τους θεούς φοβέριζαν ακόμη αυτοί να στήσουν
+μάχην φρικτήν 'ς τον Όλυμπο, πολέμου τρικυμία.
+την Όσσαν εις τον Όλυμπο, 'ς την Όσσα το δασώδες 315
+Πήλιο να θέσουν ήθελαν, 'ς τον ουρανό να φθάσουν.
+και αν είχαν ζήσει ν' ανδρωθούν θα το 'χαν κατορθώσει•
+πλην του Διός και της Λητώς τους έσβυσεν ο γόνος,
+πριν κάτω από τους μήλιγγαις η τρίχαις τους ανθήσουν,
+και με τ' ωραίο χνούδι τους τα μάγουλα σκιάσουν. 320
+
+Η Φαίδρα, η Πρόκνη εφάνηκαν κ' η εύμορφη Αριάδνη,
+κόρη του Μίνωα του φρικτού, 'που από την Κρήτη πέρα
+έπαιρνε νύμφην 'ς ταις ιεραίς Αθήναις ο Θησέας,
+αλλά, πριν κείνος την χαρή, την είχε μαρτυρήσει
+ο Διόνυσος, κ' η Άρτεμις την φόνευσε 'ς την Δία. 325
+
+Η Μαίρα, και η Κλυμένη αυτού φανήκαν, κ' η Εριφίλη
+η μισητή, 'που επρόδωσε τον άνδρα για χρυσάφι.
+αλλ' όσαις είδα ομόκλιναις και κόραις των ηρώων,
+να ονομάσω αν ήθελα, δεν θα 'φθαν' όλ' η νύκτα.
+και να πλαγιάσω είναι καιρός, ή 'ς το ταχύ καράβι 330
+με τους συντρόφους, ή κ' εδώ' για το προβάδισμά μου,
+πρώτα οι θεοί, κ' έπειτα σεις θα λάβετε φροντίδα».
+
+Αυτά πε, και όλοι εσώπαιναν εις το ισκιωμένο δώμα,
+όπως τους εκυρίευσε του λόγου του η μαγεία.
+και πρώτη ωμίλησε εις αυτούς Αρήτ' η λευκοχέρα• 335
+«Φαίακαις, πώς σας φαίνεται του ανθρώπου τούτου τώρα
+το κάλλος, το ανάστημα, και η ίσιαις μέσα φρέναις;
+ξένος μου είναι, αλλ' επειδή τιμήν εις όλους φέρει,
+μη να τον προβοδοτήσετε βιασθήτε, και απ' τα δώρα,
+'που τα 'χει ανάγκην ο πτωχός, μην αφαιρείτ', ότ' είναι 340
+κτήματα, χάρις 'ς τους θεούς, 'ς τα σπίτια μας περίσσα».
+
+Ο ήρωας τότε ωμίλησεν Εχένηος ο γέρος,
+οπού 'ς τους χρόνους ήτο αυτός ο πρώτος των Φαιάκων•
+«Ω φίλοι, ό,τ' είπε η φρόνιμη βασίλισσα δεν είναι
+εναντίον εις την γνώμη μας, και σεις να το δεχθήτε. 345
+και απ' τον Αλκίνοον κρέμεται η πράξι ομού και ο λόγος».
+
+Και προς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος και είπε•
+«Τούτος ο λόγος στερεός θα μείν', αν είν' αλήθεια
+'που ζωντανός των ναυτικών Φαιάκων βασιλεύω.
+και ο ξένος, όσο και αν ποθεί να φθάση 'ς την πατρίδα, 350
+ως αύριον να' χη υπομονή, τα δώρα ως να συνάξω,
+και όλοι για το προβάδισμα θα λάβουν την φροντίδα,
+οι άνδραις, κ' εγώ μάλιστα, 'πώχω την εξουσία».
+
+'Σ αυτόν τότε ο πολύβουλος απάντησε Οδυσσέας•
+«Μεγάλε Αλκίνοα, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, 355
+και αν χρόνο σεις ολόκληρο μου ελέγετε να μείνω,
+όπως με στείλετ' έπειτα με διαλεμμένα δώρα,
+άλλο δεν ήθελα κ' εγώ• πολύ θα μ' ωφελούσε
+με πλούτη περισσότερα να γύρω εις την πατρίδα•
+αλλά και σεβαστότερος, πλειά ποθητός, θε να 'μουν 360
+'ς εκείνους 'που θα μ' έβλεπαν να φθάσω 'ς την Ιθάκη».
+
+Και προς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος• και είπε•
+«'Σ την όψι σου παντάπασι δεν δείχνεις, Οδυσσέα,
+απατητής και δολερός, καθώς πολλούς η μαύρη
+γη βόσκει απ' όλους τους θνητούς 'που 'ναι παντού σπαρμένοι, 365
+και πλάθουν αυτοί ψεύματα, 'που δεν τα ξεχωρίζεις.
+σένα είναι ο λόγος εύμορφος και ο νους σου μέσα ωραίος,
+και προκομμένα, ωσάν αοιδός, μας έχεις ιστορήσει
+και τα δικά σου βάσανα κ' εκείνα των Αργείων.
+αλλά μ' αλήθεια λέγε μου, να μάθω, αν κάποιον είδες 370
+των ισοθέων φίλων σου, όσοι μαζή σου επήγαν
+'ς την Τροία, κ' εύρηκαν εκεί την ύστερή τους ώρα.
+τώρ' είναι η νύκτ' απέραντη• δεν ήλθ' η ώρ' ακόμη
+του ύπνου, και συ λέγε μου τα έργα οπ' ομοιάζουν θεία•
+κ' εδώ θα 'μεν' ατάραχος, όσο να φέξ' η ημέρα, 375
+αν να ιστορήσης έστεργες τα πάθη σου 'ς εμένα».
+
+'Σ αυτόν τότε ο πολύβουλος απάντησε Οδυσσέας•
+«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,
+πότε καιρός λόγων πολλών, πότε καιρός του ύπνου•
+αλλ' αν ποθείς, είμ' έτοιμος να σου ιστορήσω ακόμη 380
+αλλ' απ' αυτά φρικτότερα, των φίλων μου τα πάθη,
+όσοι κατόπι εχαθήκαν• αυτοί 'που, αφού σωθήκαν
+από τον πολυστένακτον των Τρωαδιτών αγώνα,
+'ς τα γονικά τους έχασε κακότροπη συμβία.
+
+Και τοις ψυχαίς των γυναικών άμ' είχε διασκορπίσει 385
+'ς την μια 'ς την άλλη την μεριάν η θεία Περσεφόνη,
+η ψυχή του Αγαμέμνονα του Ατρείδ' ήλθεν εμπρός μου
+θλιμμένη, και τριγύρω της συνάχθηκαν η άλλαις,
+όσαις μαζή του απέθαναν 'ς την κατοικιά του Αιγίσθου.
+κ' ευθύς μ' εγνώρισεν αυτός, το μαύρ' άμ' έπιεν αίμα• 390
+σφικτά θρηνούσε, αστάλακτα τα δάκρυα του κυλούσαν,
+κ' ετέντονε τα χέρια του ζητώντας να με φθάση•
+αλλά δεν είχε δύναμιν, ανδρειά δεν είχε πλέον,
+όπως την είχε ζωντανός 'ς τα λυγερά του μέλη.
+άμα τον είδα εδάκρυσα κ' ερράισ' η καρδιά μου, 395
+κ' ευθύς τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα•
+«ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη,
+ποια μοίρα του ολοτέντωτου σ' εδάμασε θανάτου;
+μη σέ μες τα καράβια σου δάμασε ο Ποσειδώνας,
+σηκόνοντας αζήλευτην πνοήν κακών άνεμων, 400
+ή εχθροί 'ς την γη σ' εχάλασαν, ενώ βώδια και αρνία
+καλόμαλλα τους έπαιρνες ή εμάχοσουν την πόλι
+να πάρης και τα θηλυκά να σύρης 'ς την δουλεία;»
+
+Αυτά 'πα• ευθύς απάντησι μου έδωσεν εκείνος•
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 405
+ούτ' εμέ 'ς τα καράβια μου δάμασε ο Ποσειδώνας,
+σηκόνοντας αζήλευτην πνοήν κακών ανέμων,
+αλλ' ούτ' εχθροί μ' εχάλασαν 'ς την γην αλλά τον χάρο
+ο Αίγισθος μου ετοίμασε με την καταραμένη
+γυναίκα μου• 'ς το σπίτι του μ' εκάλεσεν εκείνος, 410
+και, ως σφάζουν βώδι 'ς το παχνί, 'ς το γεύμα εμ' έχει σφάξει•
+έτσι εκακοθανάτηοα, και γύρω οι σύντροφοί μου
+σφάζοντο, ως γίνεται η σφαγή των λευκοδόντων χοίρων
+'ς το σπίτι ανθρώπου υπέρπλουτου, μεγάλου, όπ' έχ' ή γάμους
+ή φαγοπότι φιλικόν ή επίσημο τραπέζι. 415
+ήδη σου έτυχε να ιδής φόνους πολλών ανθρώπων,
+είτ' έπεσαν μονόμαχα, είτε εις μεγάλην μάχη•
+αλλά πολύ θα οδύροσουν αν έβλεπες εκείνα,
+πώς 'ς τον κρατήρα ολόγυρα, 'ς τα γεμιστά τραπέζια,
+κειτόμασθε, και 'ς τα αίματα τρικύμιζεν ο πάτος• 420
+κ' έφριξα 'ς το ξεφωνητό της κόρης του Πριάμου,
+Κασσάνδρας, 'που την φόνευσε κοντά μου η Κλυταιμνήστρα
+η επίβουλη• κ' εγώ 'ς την γη με πετακταίς αγκάλαις
+σφαμμένος τότ' εβρόντησα, και μ' άφησεν η σκύλλα,
+ουδέ η καρδιά της έδωσεν, εκεί 'που ξεψυχούσα, 425
+τα μάτια να μου πιάση καν, το στόμα να μου κλείση•
+όχι, φρικτό και αδιάντροπο 'ς την γην άλλο δεν είναι
+ως η γυναίκ', άμα 'ς τον νου παρόμοιαις πράξαις βάλη•
+ιδές πώς κείνη ωργάνισεν έργον αισχρό κ' εγίνη
+του ανδρός της φόνισσα• κ' εγώ θαρρούσα 'ς την πατρίδα 430
+περίχαρα να με δεχθούν τα τέκνα μου και οι δούλοι•
+αλλά η σοφή 'ς τα πονηρά και αυτή κατεντροπιάσθη,
+και απόμεινεν η εντροπή 'ς των θηλυκών το γένος,
+και όταν κατόπιν ευρεθούν καλόπρακταις γυναίκαις».
+
+Αυτά 'πε, και του απάντησα• «ωιμέ, πόσον ο Δίας 435
+αρχήθεν εκατάτρεξε το γένος του Ατρέα
+με γυναικών βουλεύματα• ιδού, για την Ελένη
+χαθήκαν άπειροι απ' εμάς• και σένα η Κλυταιμνήστρα
+δόλον σου ετοίμαζε, μακράν ενώ 'λειπες 'ς τα ξένα».
+
+Είπα, κ' ευθύς απάντησι μου έδωσεν εκείνος• 440
+«όθεν και συ της γυναικός ποτέ μην ήσαι πράος,
+και αυτής μην όλα, όσα καλά γνωρίζεις, φανερώσης•
+λέγε της κάποια, και άλλ' αυτής να τα κρατής κρυμμένα.
+όμως απ' την γυναίκα σου συ φόνον μη φοβήσαι•
+παρά πολύ 'ναι συνετή, άπειραις χάραις έχει 445
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη, κόρη του Ικαρίου.
+νηόνυμφη την αφίναμε την ώρα, οπού μαζή σου
+εβγήκαμε εις τον πόλεμο, και 'ς τα βυζί 'χε βρέφος,
+'που 'ς των αδρών τώρα, θαρρώ, τον αριθμό καθίζει.
+ο ευτυχής! θα τον ιδή γερνώντας ο πατέρας, 450
+και τον πατέρα, ως πρέπει, αυτός θα σφίξη 'ς ταις αγκάλαις
+και τον υιόν μου εγώ να ιδώ δεν μ' άφησε η δική μου,
+τα μάτια μου να τον χαρούν, αλλ' έκοψέ με πρώτα.
+Και τ' άλλο τούτο θα σου ειπώ και βάλε το 'ς τον νου σου•
+Κρυφά και όχι ολοφάνερα 'ς την ποθητήν πατρίδα 455
+ν' αράξης, ότι εχάθηκεν η πίστι απ' ταις γυναίκαις.
+και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω,
+αν 'που 'ναι ακόμη 'ς την ζωή για το παιδί μου ακούτε,
+είτ' είναι 'ς τον Ορχομενόν ή 'ς την αμμώδη Πύλο,
+ή 'ς τον Μενέλαο σιμά, 'ς την Σπάρτη την πλατεία• 460
+τι ακόμ' η γη δεν σκέπασε τον θεϊκόν Ορέστη».
+
+Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα•
+Ατρείδη, αυτά τι μ' ερωτάς; δεν ξεύρω αν ζη εκείνος
+ή απέθανε• κ' είναι κακό να λέγωνται τα μάταια».
+
+Τέτοιαις ελέγαμε φρικταίς οι δυο μας ομιλίαις, 465
+δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι,
+τότε μου εφάνηκε η ψυχή του Αχιλληά Πηλείδη,
+και του Πατρόκλου ομού μ' αυτόν, και του άψεγου Αντιλόχου,
+και του Αίαντα, οπού 'ς την μορφή θα ενίκα και εις το σώμα
+τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης. 470
+ευθύς μ' εγνώρισε η ψυχή του γοργοπόδη Αιακίδη,
+και κλαίοντας μου ωμίΛησε με λόγια πτερωμένα•
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+τι άλλο φοβερώτερο θα επιχειρήση ο νους σου;
+'ς τον Άδη πώς κατέβηκες, 'που οικούν οι πεθαμένοι, 475
+άνοα φαντάσματα θνητών, 'πώχει αναπαύσει ο χάρος;»
+
+Είπε, κ' εγώ του απάντησα• «Πηλείδη Αχιλλέα,
+των Αχαιών υπέρτατε, 'ς τον Τειρεσίαν ήλθα
+γνώμην να ειπή πώς θα 'φθανα 'ς την πετρωτήν Ιθάκη,
+τι 'ς άκραν γης Αχαϊκής δεν έχω φθάσει ακόμα, 480
+και δέρνομαι ακατάπαυτα μακράν απ' την πατρίδα•
+αλλά, Πηλείδη, ωσάν εσέ μακάριος δεν ευρέθη
+ως τώρα κανείς άνθρωπος, ή θα ευρεθή κατόπι.
+σε ζωντανόν ωσάν θεόν δοξάζαμεν οι Αργείοι,
+και τώρα πάλι 'ς τους νεκρούς πολύς και μέγας είσαι• 485
+όθεν ποσώς μη θλίβεσαι 'που απέθανες, Πηλείδη».
+
+Αυτά 'πα, και μου απάντησε• «λαμπρότατε Οδυσσέα,
+μη θέλης για τον θάνατον να με παρηγορήσης•
+χωρικός να 'μουν ήθελα και να ξενοδουλεύω
+άνδρα πτωχόν, 'που κτήματα μεγάλα να μην έχη, 490
+παρά εις όλους τους νεκρούς εγώ να βασιλεύω.
+αλλ' έλα για τον ένδοξον υιόν μου ειπέ μου τώρα,
+αν προμαχεί 'ς τον πόλεμον ή οπίσω μένει εκείνος•
+και ειπέ μου αν τίποτ' έμαθες για τον λαμπρόν Πηλέα,
+των Μυρμιδόνων των πολλών αν βασιλεύη ακόμη, 495
+ή 'ς την Ελλάδα και εις την Φθιά δεν τον ψηφά κανένας,
+τώρα 'που χέρια του κρατεί και πόδια ομού το γήρας.
+ότι δεν του 'μαι εγώ βοηθός, άνω 'ς το φως του Ηλίου,
+τέτοιος ως ήμουν μιαν φοράν εις την πλατειά Τρωάδα,
+κ' έκοβα τ' άνθος των ανδρών, βοηθώντας τους Αργείους. 500
+για 'λίγο αν τέτοιος πήγαινα 'ς το δώμα του πατρός μου,
+θα 'φερναν ανατρίχιασμα τ' ανίκητά μου χέρια
+'ς αυτούς, 'που την βασιλική τιμή θε να του αρπάξουν».
+
+Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα•
+«ποσώς δεν έχω είδησι του θαυμαστού Πηλέα• 505
+αλλ' ως προς τον Νεοπτόλεμο, το ποθητό παιδί σου,
+όλην, ως θέλεις, απ' εμέ θα μάθης την αλήθεια.
+ότι εγώ κείνον έφερα με ισόπλευρο καράβι
+των ευκνημίδων Αχαιών 'ς το στράτευμα απ' την Σκύρο.
+και όταν συμβούλια γένονταν, 'ς τα τείχη εμπρός της Τροίας, 510
+πάντότ' ωμίλειε πρώτ' αυτός, ουδ' έσφαλν' εις τους λόγους•
+μόνον ο ισόθεος Νέστορας ή εγώ τον ενικούσα.
+και τ' άρματα όταν άστραφταν 'ς τα τρωικά πεδία,
+κείνος δεν έμενε ποτέ 'ς το πλήθος και 'ς την τάξι,
+αλλά προέτρεχε πολύ με ατρόμητον ανδρεία, 515
+και άνδραις εφόνευσε πολλούς 'ς τον φοβερόν αγώνα.
+και όσους αυτός εφόνευσε βοηθώντας τους Αργείους,
+δεν θα ημπορούσα εγώ να ειπώ• μόνον πως έχει σφάξει
+τον Τηλεφίδη Ευρύπυλο• και οι Κήτειοι σύντροφοί του
+σωρός σιμά του εσφάζονταν, εξ αφορμής των δώρων 520
+οπ' έλαβε η μητέρα του• κ', ύστερ' από τον θείο
+τον Μέμνονα, ωραιότατον άνδρ' ως αυτόν δεν είδα.
+και όταν εκατεβαίναμεν, οι πρώτοι των Αργείων,
+'ς τ' άλογο 'πώκαμ' ο Επειός, και εις όλ' είχα εξουσία,
+να κλειώ, ν' ανοίγω, ως ήθελα, τον στερεόν κρυψιώνα, 525
+τότ' οι αρχηγοί των Δαναών, οι βασιλείς οι άλλοι,
+τα δάκρυα τους εσφόγγιζαν κ' οι αρμοί τους όλοι ετρέμαν,
+αλλά την όψι την καλήν εκείνου να χλωμιάνη
+δεν είδ', ή από τα μάγουλα τα δάκρυα να σφογγίζη•
+αλλά να ορμήση απ' τ' άλογο θερμά παρακαλούσε, 530
+και όλο την χούφτα του σπαθιού και το βαρύ κοντάρι
+έψαχνε, κ' είχεν εις τον νου τον όλεθρον της Τροίας.
+αλλ' ότε κάτω ερρίξαμε τους πύργους του Πριάμου,
+εις το καράβι ανέβαινε με μέρος των λαφύρων,
+και ωραίο δώρο, αλάβωτος, τι δεν τον είχε πάρει 535
+λόγχη μακρόθ' ή από σιμά, καθώς συχνά συμβαίνει
+'ς τον πόλεμο, 'που ανάμικτα λυσσομανά ο Άρης»
+
+Αυτά 'πα, και τότε η ψυχή του γοργοπόδη Αιακίδη
+μακροπατώντας έσχιζε τ' ασφοδελό λιβάδι
+χαρά γεμάτη όπ' άκουσε την δόξα του παιδιού του. 540
+
+Κ' η άλλαις έμεναν εκεί ψυχαίς των πεθαμένων
+περίλυπαις, και η καθεμιά τον πόνο της μ' ερώτα,
+μόνη του Αίαντα η ψυχή, του Τελαμωνιάδη,
+έστεκε ανάμερα πολύ• την χόλιαζεν η νίκη,
+'που 'ς τα καράβια νίκησα 'ς την κρίσι των αρμάτων 545
+του Αχιλλέα, 'που η σεπτή μητέρα του είχε στήσει,
+και Τρωαδίταις έκριναν και η Παλλάδ' Αθήνη.
+για τέτοιο κέρδος άμποτε να μην είχα νικήσει!
+αφού για κείνα εσκέπασεν η γη παρόμοιον άνδρα,
+τον Αίαντα, 'που εις την μορφήν θα ενίκα και εις τα έργα 550
+τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης.
+«Αίαντα Τελαμώνιε — του 'πα γλυκομιλώντας —
+ουδέ νεκρός δεν έμελλες το πάθος ν' αστοχήσης,
+'πώχεις 'ς εμέ για τ' άρματα τα τρισκαταραμένα;
+Αχ! οι θεοί φθοροποιά τα έκαμαν των Αργείων. 555
+πύργος τους ήσουν σ' έχασαν και οι Αχαιοί σε κλαίμε
+ολοκαιρής ως κλαίουμε τον θείον Αχιλλέα.
+κ' αίτιος δεν είναι του κακού κανείς αλλ' είν' ο Δίας,
+'που φοβερά των Δαναών το λογχοφόρον πλήθος,
+ωργίσθη, και σέν' έδωκε την μοίρα του θανάτου. 560
+αλλ' έλα, κύριε, σίμωσε, τους λόγους μου να πάρης,
+και την οργή σου δάμασε 'ς το στήθος το γενναίο».
+
+Εις τούτ' απάντησιν αυτός δεν έδιδε, αλλ' επήγε
+'ς το Έρεβος με ταις ψυχαίς των άλλων πεθαμένων,
+και όμως θα ωμίλειε προς εμέ, όσην χολήν και αν είχε, 565
+ή εγώ θα ωμίλεια προς αυτόν, αλλ' η καρδιά μ' εκίνα
+να ίδω ακόμη ταις ψυχαίς των άλλων πεθαμένων.
+
+Είδα τον Μίνω, του Διός λαμπρόν υιόν, 'που εκράτει
+σκήπτρο χρυσό κ' εκάθονταν κριτής των πεθαμένων,
+όπ' άλλοι ορθοί τριγύρω του και άλλοι καθισμένοι 570
+'ς του Άδη το πλατύπυλο το δώμα εδικαζόνταν.
+
+Είδα και τον θεόρατον Ωρίωνα κατόπι
+ν' ανακατόνη τα θεριά 'ς τ' ασφοδελό λιβάδι,
+κείνα, 'που εις όρη απάτητα φονεύσ' είχεν εκείνος•
+και ρόπαλον ολόχαλκον ασύντριφτο κρατούσε. 575
+
+Τον Τιτυόν, γόνον της Γης της δοξασμένης, είδα,
+οπού 'ς το χώμα εκείτονταν κ' εσκέπαζ' εννηά πλέθρα•
+δυο γύπαις τον παράστεκαν, του σχίζαν και του τρώγαν
+το σκώτι, και τα χέρια του δεν τους απομακραίναν•
+ότ' είχε σύρει την Λητώ, σεπτήν φίλην του Δία, 580
+προς την Πυθώνα ως διάβαινε την πάντερπνη Πανόπη.
+
+Κατόπ' είδα τον Τάνταλον, φρικτά βασανισμένον,
+ορθόν 'ς την λίμνη• τώγγιζεν εκείνη το πηγούνι•
+εδίψα, αλλά δεν πρόφθανε να πάρη καν ρανίδα•
+λαίμαργα ως έσκυφτε να πιή ο γέρος, εχανόνταν 585
+το νερό κάτω ρουφηκτά, και γύρω του εις τα πόδια
+γη μαύρη εφανερόνονταν φρυμμένη από την μοίρα.
+και υψηλά δένδρα επάνωθε κρεμούσαν τον καρπό τους•
+απιδιαίς ήσαν, ροϊδιαίς, λαμπρόκαρπαις μηλέαις.
+και με συκιαίς γλυκόκαρπαις εληαίς θυμό γεμάταις. 590
+και όσαις εξάμονε φοραίς ο γέρος να ταις πιάση.
+ταις έπαιρνεν ο άνεμος 'ς το σκιοφόρα νέφη.
+
+Ακόμ' είδα τον Σίσυφον, φρικτά βασανισμένον•
+λίθον αυτός θεόρατον και με τα δυο βαστούσε•
+τα πόδια 'ς την γην στύλονε, τον λίθον με τα χέρια 595
+άμπωθεν άνω εις το βουνό, και ότι έμελλ' απ' την άκρη
+να τον κυλήση αντίπερα, τον γύριζε το βάρος,
+κ' εξανακύλ' αδιάντροπος 'ς το σιάδι οπίσ' ο λίθος.
+και πάλι αυτός τον άμπωθε μ' αγώνα, κ' έσταζ' ίδρω
+το σώμα, και απ' την κεφαλή του ανέβαινεν η σκόνη. 600
+
+Είδα έπειτα τον Ηρακλή, — το φάντασμα του μόνον•
+εις τα συμπόσια τέρπεται θεών των αθανάτων
+αυτός, και την καλόφτερνην την Ήβην έχει νύμφην,
+'που του Διός εγέννησεν η χρυσοσάνδαλ' Ήρα.
+ωσάν πετούμενα οι νεκροί τριγύρω του αλαλάζαν 605
+και τρομασμένοι εσκόρπιζαν• μαύρος 'σαν μαύρην νύκτα
+το τόξον είχε αυτός γυμνό, και εις την χορδή το βέλος,
+και αγριοκυττώντας φαίνονταν πως πάντοτε τοξεύει.
+τρομακτικός του έζωνε το στήθος τελαμώνας,
+χρυσός, κ' επάνω θαύματα 'ς αυτόν ήσαν φθειασμένα, 610
+αρκούδαις, αγριόχοιροι, φλογόμματα λεοντάρια,
+πόλεμοι, μάχαις, αίματα, πολλαίς σφαγαίς ανθρώπων.
+ας παύση να φιλοτεχνή κατόπιν ο τεχνίτης,
+'που εφεύρηκε 'ς την τέχνη του παρόμοιον τελαμώνα.
+ότι μ' αντίκρυσεν αυτός, μ' εγνώρισεν αμέσως, 615
+και κλαίοντας μου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα•
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+σέρνεις, α! δύστυχε, και συ διεστραμμένην μοίρα,
+'σαν κείνην 'πώφερνα κ' εγώ 'ς τον Ήλιον αποκάτω.
+ναι, του Κρονίδ' ήμουν υιός, αλλ' είχ' άπειρα πάθη, 620
+ότ' ήμουν δούλος 'ς άνθρωπον πολύ κατώτερόν μου.
+κ' εκείνος μ' επιφόρτιζε πολύ βαρείς αγώναις•
+και μια φορά 'δω μ' έστειλε τον σκύλο να του φέρω,
+ότι άλλον δεν εφεύρισκε για με σκληρόν αγώνα•
+και το θεριόν αναίβασα του Άδη από τα βάθη, 625
+όπως μ' ωδήγησεν ο Ερμής και η γλαυκομμάτ' Αθήνη».
+
+Αυτά 'πε, κ' έστρεψεν ευθύς 'ς την κατοικιά του Άδη•
+εγώ 'ς τον τόπον έμενα, μην κάποιος έλθη ακόμη,
+εκείνων, οπού απέθαναν το πάλαι, ανδρών ηρώων.
+και τους αρχαίους θα 'βλεπα τους άνδραις, 'που εποθούσα, 630
+τέκνα τρισένδοξα θεών, Πειρίθοον και Θησέα.
+αλλ' άπειρα εσυνάζονταν των πεθαμένων πλήθη,
+με αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος,
+μην της Γοργώς την κεφαλή, τέρας φρικτό, μου στείλη
+του Άδη από την κατοικιάν η θεία Περσεφόνη. 635
+'ς το πλοίο τότ' εκίνησα και των συντρόφων είπα,
+να 'μπουν και τα πρυμόσχοινα να λύσουν• ανεβήκαν
+αυτοί κ' ευθύς εκάθισαν και το καράβι εκύλα
+'ς τον ποταμόν Ωκεανόν, ως το 'φερνε το ρεύμα,
+με τα κουπιά, και το 'σπρωξε πρύμος κατόπι ωραίος. 640
+
+
+
+Ραψωδία Μ
+
+
+
+Τον ποταμόν Ωκεανόν άμ' άφησε το πλοίο,
+κ' έφθασε μεσοπέλαγα 'ς την νήσο την Αιαία,
+'που 'ναι της ορθογέννητης Ηώς η κατοικία,
+και οι φωτεινοί χορότοποι, και ο Ήλιος πρωτολάμπει,
+'ς τον άμμο επάνω εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο, 5
+εις τ' ακρογιάλι εβγήκαμε, και, αφού πήραμ' ολίγον
+ύπνον, επεριμέναμεν η άφθαρτ' Ηώ να φέξη.
+
+Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+κ' έστειλα τους συντρόφους μου 'ς τα δώματα της Κίρκης,
+του νεκρωμένου Ελπήνορα το λείψανο να πάρουν. 10
+και αφού κορμούς εκόψαμε, 'ς τ' ακρότατο ακρογιάλι
+τον θάπταμε περίλυποι, κ' έρρεε θερμό το δάκρυ.
+και άμα ο νεκρός και του νεκρού τ' άρματα ομού καήκαν,
+μνήμα του εσηκώσαμε, θέσαμ' επάνω στήλη.
+κ' ίσιον εστήσαμε κουπί 'ς την κορυφή του τάφου. 15
+
+Τούτα ενώ κάμναμεν εμείς, δεν ξέφυγε της Κίρκης
+ότι απ' τον Άδη εφθάσαμεν, αλλ' ήλθ' ευτρεπισμένη
+αμέσως• και η θεράπαιναις σιμά της 'φέρναν άρτο,
+κρέατα πλήθια και κρασί κόκκινο και φλογώδες.
+εστάθ' η ασύγκριτη θεά 'ς την μέση μας και είπε• 20
+«άνδραις σκληροί, 'που ζωντανοί κατέβητε 'ς τον Άδη•
+διθάνατοι• μονόφορα οι άλλοι θνητοί πεθαίνουν.
+τώρα φαγί, τώρα κρασί, χαρήτ' εδ' ολημέρα,
+και θέλει ξεκινήσετε η αυγούλ' άμα ροδίση.
+τον δρόμο θα σας δείξω εγώ, και θα προειπώ τα πάντα, 25
+μη λάχη και από επίβουλη διεστραμμένη γνώμη,
+'ς το πέλαγος ή 'ς την στερηά, μέγα κακό σας εύρη».
+
+Αυτά 'πε, κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας.
+και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι
+μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. 30
+και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα,
+εις τα πρυμόσχοινα σιμά οι άλλοι αναπαυθήκαν•
+μέν' απ' το χέρι πήρε αυτή μακράν απ' τους συντρόφους,
+εκάθισέ με, πλάγιασε κοντά μου, και μ' ερώτα•
+κ' εγώ της εξιστόρησα τα πάντα ένα προς ένα. 35
+προς εμέ τότε ωμίλησεν η Κίρκ' η σεβασμία•
+'τούτα όπως τα 'πες έγειναν ό,τι θα ειπώ συ τώρα
+άκου, και πάλι ένας θεός θα σου τα υπενθυμίση.
+
+Και πρώτα εις το ταξείδι σου θα φθάσης 'ς ταις Σειρήναις,
+'π' όλους μαγεύουν τους θνητούς, όσοι κοντά τους έλθουν. 40
+όποιος σιμώση απ' αγνωσιά και ακούση των Σειρήνων
+τον ήχο, δεν θα τον ιδούν τα τρυφερά παιδιά του
+ολόχαρα, και η σύντροφος, να φθάσ' εις την πατρίδα.
+αλλά η Σειρήναις με γλυκύ τραγούδι τον μαγεύουν,
+'ς την λιβάδια καθήμεναις' κ' είναι σωρός τριγύρω 45
+κόκκαλ' ανδρών 'που σέπονται, και όλο το δέρμα ρέει.
+προσπέρασε ταις, και τ' αυτιά συ φράξε των συντρόφων
+με γλυκομάλακτο κερί, μήπως κανείς των άλλων
+ακούση• και αν εσύ ποθείς ν' ακούσης, ας σε δέσουν
+ολόρθον χεροπόδαρα 'ς του καταρτιού την ρίζα, 50
+και των σχοινιών ταις κορυφαίς ας σφίξουν 'ς τον κορμό του,
+ηδονικά το λάλημα ν' ακούσης των Σειρήνων.
+και αν να σε λύσουν τους ζητείς θερμά και τους προστάζεις,
+πάντοτ' εκείνοι με δεσμά πλειότερ' ας σε σφίγγουν.
+αλλ' όταν το καράβι σου κείναις οπίσω αφήση, 55
+'ς το εξής εγώ δεν θα σου ειπώ ρητώς από τους δύο
+ποιος μέλλει να 'ναι ο δρόμος σου• και ατός του ο νους σου ας κρίνη.
+θέλει σου δείξω τώρα εγώ το 'να και τ' άλλο μέρος.
+
+Το' να έχει πέτραις κρεμασταίς, και προς αυταίς βροντάει
+μέγα το κύμα της γλαυκής 'ς την όψιν Αμφιτρίτης. 60
+κείναις Πλαγκταίς οι μάκαρες θεοί ταις ονομάζουν,
+και ουδέ πουλί ταις προσπερνά, αλλ' ούδ ' η περιστέραις,
+οπού του Δία του πατρός την αμβροσία φέρουν•
+ως και απ' αυταίς κάθε φοράν η γλυστρή πέτρ' αρπάζει•
+αλλά να κλείσ' ο αριθμός στέλνει ο πατέρας άλλην. 65
+θνητών καράβι αυτού ποτέ, αν ήλθε, δεν εσώθη•
+αλλά καραβοσάνιδα και ανδρών σώματα παίρνουν
+της θάλασσας τα κύματα και της φλογός η λύσσα.
+μόν' ένα κείθε πέρασε θαλασσοπόρο πλοίο,
+απ' τον Αιήτη πλέοντας, Αργώ η ξακουσμένη• 70
+και αυτή θε να 'σπαε 'ς ταις τραναίς πέτραις, χωρίς το χέρι
+της Ήρας, 'που τον φίλο της τον Ιάσωνα ελυπήθη.
+
+'Σ' τ' άλλο δυο βράχ' υψόνονται• τον ουρανόν εγγίζει
+ο ένας μ' άκρη σουβλερή, και συννεφιά τον ζώνει
+μαύρη και μένει ατάραχη, και εις την κορφήν εκείνη, 75
+καλόκαιρο ή φθινόπωρο, ποτέ δεν ξαστερόνει.
+κει δεν θα εμπόρει ν' αναιβή θνητός ή να πατήση
+ποτέ κανένας, κ' είκοσι χέρια και πόδια αν είχε•
+ότ' είναι η πέτρα γλυστερή, 'σαν σκαλισμένος λίθος.
+σκοτεινόν άντρο ανοίγεται του βράχου μες την ζώνη 80
+προς δύσιν, εις το έρεβος γυρμέν', όπου το πλοίο
+και σεις, θαρρώ, θα στρέψετε, λαμπρότατε Οδυσσέα.
+ουδέ γενναίος τοξευτής θα εμπόρει απ' το καράβι
+να φθάση με το βέλος του του άντρου βαθυού το στόμα.
+Κει μέσα η Σκύλλα κατοικεί και φοβερά γαυγίζει• 85
+φωνούλαν έχει ωσάν μικρού νεογεννημένου σκύλου•
+αλλ' είναι αυτή τέρας κακόν• ουδέ θνητός κανένας
+ή αθάνατος θα χαίρονταν αν την εθεώρα εμπρός του.
+πόδια 'χει εκείνη δώδεκα και αμόρφωτα είναι όλα,
+έξι λαιμούς μακρύτατους, και μέσα εις τον καθέναν 90
+μιαν κεφαλήν τρομακτικήν, όπ' έχει τρεις αράδαις
+δόντια πολλά, πυκνότατα, μαύρου μεστά θανάτου.
+και εις τ' άντρο ευρίσκεται η μισή κρυμμένη και από εκείνο
+το φοβερό το βάραθρο ταις κεφαλαίς προβάλλει,
+και αυτού ψαρεύει, ψάχνοντας ολόγυρα εις τον βράχο, 95
+δελφίνια και σκυλόψαρα, και, αν τύχη, μέγα κήτος,
+'π' άμετρα βόσκ' η βροντερή 'ς τα κύματ' Αμφιτρίτη.
+ναύτης δεν επαινέθηκε 'που εκείθε με το πλοίο
+χωρίς να πάθη εδιάβηκε• με κάθε κεφαλή της
+έναν απ' το μαυρόπλωρο καράβι αρπάζ' η Σκύλλα. 100
+και τούτου χαμηλότερον θα ιδής τον άλλον βράχο•
+σιμά 'ναι, οπού θα ετόξευες απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος•
+μεγάλην έχει αγριοσυκιά, πολύφυλλη, και κάτω
+την μαύρην άρμη αναρρουφά η Χάρυβδις η θεία.
+τι την ημέρα τρεις φοραίς ξερνά, και τρεις ρουφάει, 105
+τρόμος! μη τύχης εσύ κει την ώρα οπού ρουφήση•
+ότι δεν θα σ' εφύλαγε και αυτός ο κοσμοσείστης.
+αλλά το πλοίο στρέψε συ της Σκύλλας προς τον βράχο
+γλήγορα, και προσπέρασε• προτίμα έξι συντρόφους
+να χάσης απ' το πλοίο σου παρ' όλους να τους κλάψης». 110
+
+Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν «θεά, συ δίδαξέ με,
+αν κάποιος τρόπος γίνεται κ' εκείνην να ξεφύγω
+την πάγκακη την Χάρυβδι, και πάλι ν' αντικρούσω
+την άλλην, όταν θα χυθή τους φίλους να μου αρπάξη».
+
+Είπα, και η θαυμαστή θεά μου απάντησεν αμέσως• 115
+«αγώναις και άρματα, ω σκληρέ, πάλ' η καρδιά σου θέλει•
+δεν θα τραβιέσαι ουδ' έμπροσθεν θεών των αθανάτων;
+κ' εκείνη δεν είναι θνητή, κακόν αθάνατό 'ναι,
+άγριο, φρικτόν, αμάχητον• αντίστασιν δεν έχει
+καμμίαν• το καλήτερο να φύγης απ' εμπρός της. 120
+ότι αν, ως αρματόνεσαι, κοντοσταθής 'ς τον βράχο,
+φοβούμαι μην ορμήση αυτή και πάλι σε προφθάση,
+και μ' όσαις έχει κεφαλαίς τόσους αρπάξη ανθρώπους•
+αλλά με βια τραβάτ' εμπρός, και κράξτε την Κραταίαν,
+οπού την Σκύλλα γέννησε, πληγήν εις τους ανθρώπους• 125
+και αυτή να χυθή δεύτερα δεν θέλει την αφήση.
+
+'Σ της Θρινακίας το νησί θα φθάσης, όπου βόσκουν
+βώδια του Ηλίου πάμπολλα και σαρκωμέν' αρνία•
+βωδιών επτά κοπαίς, αρνιών επτά, κ' έχει πενήντα
+κάθε κοπή• και δεν γεννούν, αλλ' ούτε ολιγοστεύουν• 130
+δυο νύμφαις καλοπλέξουδαις επιστατούν εκείνα,
+Φαέθουσα και Λαμπετιά, και θυγατέραις είναι
+του Ηλίου του Υπερίονα και της καλής Νεαίρας.
+ταις γέννησε και ανάστησεν η σεβαστή μητέρα,
+και εις το νησί ταις έβαλε να ζουν της Θρινακίας, 135
+τα πατρικά τους πρόβατα και βώδια να φυλάγουν.
+και αν δεν τα εγγίζης κ' εννοιασθής για την επιστροφή σου,
+τότε, και αν πάθετε πολλά, θα φθάστε εις την Ιθάκη•
+αλλ' αν τα βλάψης, όλεθρο προβλέπω εις το καράβι
+και εις τους συντρόφους• και αν σωθής μόνος εσύ, θα φθάσης 140
+αργά και κακώς έχοντας, και από συντρόφους έρμος».
+
+Αυτά 'πε, και η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη•
+κ' εσύρθ' η ασύγκριτη θεά παράμεσα 'ς την νήσο.
+'ς το πλοίο τότ' εκίνησα και των συντρόφων είπα
+να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν κ' εκείνοι 145
+εμπήκαν και αραδιάσθηκαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις,
+και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.
+και οπίσω απ' το μαυρόπλωρο καράβι έστειλε πρύμον,
+'που εφούσκον' όλα τα πανιά, φίλον λαμπρόν, η Κίρκη,
+δεινή θεά, καλόκομη, όπ' έχει ανθρώπου γλώσσα. 150
+και τ' άρμεν' αφού σιάσαμε, καθόμασθε εις το πλοίο,
+και τ' ωδηγούσ' ο άνεμος ομού και ο κυβερνήτης.
+τότ' είπα με περίλυπην καρδιάν εις τους συντρόφους•
+καλό δεν είναι, αγαπητοί, ένας ή δύο μόνοι
+να ηξεύρουν τ' άγια ρήματα 'που η Κίρκη μου 'πε η θεία• 155
+αλλά τα λέγω και εις εσάς, όπως γνωρίζοντάς τα
+πεθάνουμε ή ξεφύγουμε την μοίρα του θανάτου.
+και πρώτα μου παράγγειλε να φύγω των Σειρήνων
+την θεομίλητη φωνή και τ' ανθηρό λιβάδι•
+μου 'πε ν' ακούσω την φωνή μόνος εγώ• σεις τώρα 160
+μ' άλυτα δέστε με δεσμά 'ς του καραβιού την ρίζα
+ορθόν, και σφίξτε των σχοινιών ταις άκραις 'ς τον κορμό του.
+και αν να με λύσετε ζητώ θερμά και σας προστάζω,
+σεις με πλειότερα δεσμά στενοχωρήσετέ με».
+
+Κ' ενώ τούτα φανέρονα με τάξι των συντρόφων, 165
+τ' ωραίο πλοίον έφθασε 'ς την νήσο των Σειρήνων
+ογλήγορ', όπως το 'σπρωχνε βοηθητικός ο πρύμος.
+έπεσ' ο άνεμος ευθύς και ανάνεμη γαλήνη
+έγεινε• θεία δύναμις εκοίμισε το κύμα.
+σηκώθηκαν οι σύντροφοι, και τα πανιά διπλώσαν, 170
+κάτω 'ς το πλοίο τα 'θεσαν, και αράδα καθισμένοι
+με τα καλόξυστα κουπιά την θάλασσα λευκαίναν.
+κ' εγώ κεριού μέγαν τροχό μ' ακονητό μαχαίρι
+ελιάνισα, και το 'θλιβα με τ' ανδρικά μου χέρια•
+και τα κερί ζεσταίνονταν, ως τό βιαζ' η ανδρειά μου, 175
+και ο Ήλιος ο Υπερίονας με την θερμή του ακτίνα.
+αραδικώς τότ' έφραξα τ' αυτία των συντρόφων•
+εκείνοι χεροπόδαρα μ' εδέσαν 'ς το κατάρτι
+ορθόν, κ' έστριψαν των σχοινιών ταις άκραις ς' τον κορμό του,
+και την λευκή την θάλασσαν έδερναν καθισμένοι. 180
+και ότ' είμασθεν εις διάστημα, 'π ανθρώπου βοή φθάνει,
+'ς αυταίς σιμά δεν ώρμησε χωρίς να το νοήσουν
+το γοργό πλοίο, και άρχισαν ψιλόφωνο τραγούδι•
+«ω καύχημα των Αχαιών, πολύμνητε Οδυσσέα,
+το πλοίο κράτησ', έλα εδώ, ν' ακούσης την φωνή μας• 185
+ότι δεν πέρασε κανείς εδώθε με καράβι,
+χωρίς το γλυκολάλημα ν' ακούση της φωνής μας.
+ευφραίνεται και αναχωρεί με γνώσαις πλουτισμένος•
+τι ξεύρουμ' όσα εμόχθησαν εις την πλατειά Τρωάδα
+Τρώες και Αργείοι, των θεών ως ήθελεν η γνώμη. 190
+και ό,τι συμβαίν' ηξεύρουμε 'ς την γη την πολυθρέπτρα».
+
+Τούτα εγλυκοκελάιδισαν• ποθούσα εγώ ν' ακούω,
+κ' ένευα με τα βλέφαρα των φίλων να με λύσουν,
+κ' εκείνοι έπεσαν 'ς τα κουπιά και σφόδρα ελάμναν όλοι•
+ο Ευρύλοχος σηκώθηκεν ευθύς και ο Περιμήδης 195
+και με δεσμά πλειότερα μ' εδέναν και μ' εσφίγγαν.
+και αφού ταις επροσπέρασαν, και αγάλι αγάλι εσβύσθη
+με των Σειρήνων την φωνή και το γλυκύ τραγούδι,
+το κερί τότε αφαίρεσαν οι αγαπητοί μου φίλοι,
+οπού τους άλειψα τ' αυτιά, και απ' τα δεσμά μ' ελύσαν. 200
+
+Αλλ' ότε οπίσω αφήσαμε την νήσο των Σειρήνων,
+καπνό και κύμα είδα τρανό, και άκουσα μέγαν κτύπο•
+τρόμαξαν, και απ' τα χέρια τους έφυγαν τα κουπία,
+'που εβρόντησαν 'ς την θάλασσα' και το καράβι εστάθη,
+τι πλειά δε τό' βιαζαν κουπιά και ανδρειωμένα χέρια. 205
+κ' εγώ 'ς το πλοίο γύριζα και τους συντρόφους όλους
+από κοντά συμβούλευα με λόγια μελωμένα•
+«αγαπητοί μου, αμάθητοι δεν είμασθε από πάθη•
+το κακό τούτο, 'πώρχεται, χειρότερο δεν είναι
+απ' τ' άντρ', όπου του Κύκλωπα μας είχε κλείσ' η βία• 210
+όμως κ' εκείθ' η αξία μου, ο νους και η φρονιμάδα,
+μας έσωσε, κ' έναν καιρό θα το ενθυμείσθ', ελπίζω.
+κ' ελάτε τώρα, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι•
+εσείς αυτού καθήμενοι με τα κουπιά κτυπάτε
+την αγριωμένην θάλασσαν, ίσως μας δώση ο Δίας 215
+να φύγουμ' απ' τον όλεθρο, 'που εδώ μας παραστέκει.
+συ, κυβερνήτη, έχε τον νου 'ς αυτό, που σε προστάζω,
+επειδή συ 'σαι οπού κινείς του καραβιού το δοιάκι•
+έξω από τούτον τον καπνό και από το κύμα στρέφε
+το πλοίο, και όλο σίμονε 'ς τον βράχο, μη σου φύγη 220
+μ' ορμή 'ς εκείνη την μεριά και εις συμφοραίς μας ρίξης».
+
+Αυτά 'πα και όλ' υπάκουσαν και τότε ως προς την Σκύλλα,
+την αναπόφευκτη πληγή, λόγο 'ς αυτούς δεν είπα,
+μη φοβηθούν οι σύντροφοι, και απ' την κουπηλασία
+παύσουν, και μέσα μου ριχθούν 'ς του καραβιού τα βάθη. 225
+τότ' άφησα το βαρετό παράγγελμα της Κίρκης,
+'που να μη ζωσθώ τ' άρματα πολύ μώχε συστήσει,
+και την καλή μου αρματωσιά φόρεσα, και δυο λόγχαις
+μακρυαίς 'ς τα χέρια σφίγγοντας ανέβηκα εις την πλώρη,
+ότι απ' αυτού να πρωτοϊδώ θαρρούσα εγώ την Σκύλλα, 230
+πετροθεριό, 'που μώφερνε καταστροφή των φίλων.
+και αυτήν να ιδώ δεν δύνουμουν• τα μάτια μου αποκάμαν
+ολόγυρα εξετάζοντας την σκοτεινώδη πέτρα.
+
+Με θρήνους το κατάστενο διαβαίναμε οι θλιμμένοι•
+εδώθ' η Σκύλλα, και άντικρυς η Χάρυβδις η θεία 235
+είχε τα πικρά κύματα φρικτά ξαναρουφήσει•
+και ότε τα εξέρνα, ως με πολλήν φωτιά βράζει κακκάβι,
+γουργούριζ' όλη ανάκατη, κ' η άχνη της πετιόνταν
+ανάερα 'ς ταις κορυφαίς του ενός και του άλλου βράχου.
+και ότε τα πικρά κύματα ξαναρουφούσε, πάλιν 240
+ανάκατη όλη εφαίνονταν 'ς τα βάθη, κ' εβροντούσε
+ο βράχος όλος φοβερά, και η γη κάτω εφαινόνταν
+μαύρη 'ς τον άμμο• κ' έπαιρνεν αυτούς αχνή τρομάρα.
+κ' ενώ κυττάζαμεν αυτήν με φόβο του θανάτου,
+μ' άρπαξ' η Σκύλλ' απ' το βαθύ καράβι έξι συντρόφους, 245
+οπού 'ς την δύναμι πολύ και 'ς τ' άρματα επρωτεύαν.
+και όπως το πλοίο γύρισα να ιδώ και τους συντρόφους,
+επάνω μ' ήδη νόησα τα πόδια και τα χέρια
+εκείνων, απ' ανάερα σηκόνονταν, κ' εμένα
+καλούσαν, ύστερη φορά, κατ' όνομα οι θλιμμένοι. 250
+και απ' άκρη βράχου ως ο ψαράς μ' ένα μακρύ καλάμι,
+'ς τα μικρά ψάρια δόλωμα προσφέροντας, βυθίζει
+το ταύρινο το κέρατο, και άμα το ψάρι πιάση
+ευθύς το ρίχν' εις την ξηρά, κ' εκείνο λακταρίζει•
+όμοι και αυτοί λαχτάριζαν 'ς τα βράχη αναιβασμένοι, 255
+κ' εκεί, 'που αυτή τους έτρωγε 'ς την θύραν, εφωνάζαν,
+προς με τα χέρια απλώνοντας, 'ς του χάρου την οδύνη.
+άλλο, 'σαν κείνο, ελεεινό τα μάτια μου δεν είδαν,
+'ς όσά 'παθα της θάλασσας τους δρόμους ερευνώντας.
+
+Και αφού την φρικτή Χάρυβδι, την Σκύλλα, και ταις πέτραις, 260
+φυγάμ', ευθύς εφθάσαμε 'ς τ' άγιο νησί του Ηλίου,
+οπού είν' η πλατυμέτωπαις ωραίαις αγελάδαις,
+και σαρκωμένα πρόβατα πολλά, κ' είναι δικά του.
+και ως ήμουν μεσοπέλαγα, μες το καράβι ακόμα,
+των αγελάδων άκουσα το μούγκρισμα μακρόθεν, 265
+και των αρνιών το βέλασμα, 'που 'ς τα μανδριά γυρίζαν.
+και ό,τι είχε ειπεί θυμήθηκα ο μάντης Τειρεσίας,
+και η Κίρκη, 'που τόσο πολύ μώχε συστήσ', η Αιαία,
+να φύγω το νησί του Ηλιού, 'που τους θνητούς ευφραίνει.
+και τότ' εγώ περίλυπος προς τους συντρόφους είπα• 270
+«'ς ό,τι θα ειπώ προσέξετε, πολύπαθοί μου φίλοι•
+να μάθετε τι πρόλεγεν ο μάντης Τειρεσίας,
+και η Κίρκη, 'που τόσο πολύ μώχε συστήσ', η Αιαία,
+να φύγω το νησί του Ηλιού, που τους θνητούς ευφραίνει.
+μέγα κακόν, ως έλεγεν, αυτού μας περιμένει. 275
+αλλά παρέξω απ' το νησί στρέψετε το καράβι».
+
+Αυτά 'πα, και εις τα στήθη τους ερράισ' η καρδία,
+κ' είπεν ο Ευρύλοχος πικρά• «σκληρός είσ' Οδυσσέα•
+σου περισσεύ' η δύναμις, ακούραστα 'χεις μέλη•
+σίδερο θα 'ναι η πλάσι σου, 'που, αγρύπνια αφού και κόπος 280
+εδάμασαν τους φίλους σου, δεν τους αφίνεις τώρα
+'ς την γη να βγουν και εις το νησί, που η θάλασσ' όλο ζώνει,
+τον δείπνο θα ετοιμάζαμε, και θα 'χαιρε η καρδιά μας•
+και συ να παραδέρνουμε την άγρια νύκτα θέλεις,
+πέρ' από τούτο το νησί, 'ς τα σκοτεινά πελάγη. 285
+και η νύκταις μάλιστα γεννούν τους φοβερούς ανέμους,
+των καραβιών καταστροφή• τον χάρο που θα φύγης,
+την νύκτ' αν ξάφνου σηκωθή και σ' εύρη ανεμοζάλη,
+Νότος είτ' έλθ' ή Ζέφυρος, σφοδρότατος αέρας,
+'που και εις το πείσμα των θεών συντρίβουν τα καράβια; 290
+όθεν ας υπακούσουμε 'ς την μαύρη νύκτα τώρα•
+τον δείπνο θα ετοιμάσουμε προς το γοργό καράβι,
+και ως φέξη θα το ρίξουμεν εις τα πλατειά πελάγη»,
+
+Αυτά 'πε, και όλοι εδέχθηκαν τους λόγους του Ευρυλόχου•
+τότ' ένοιωσα πως ο θεός ολέθριαν είχε γνώμη• 295
+κ' εκείνον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα•
+«Ευρύλοχε, με βιάζετε, μόνος αφού 'μαι εμπρός σας•
+πλην ελάτ' όλοι, φοβερόν όρκον ομόσετέ μου,
+βωδιών αγέλη αν εύρουμεν ή μέγ' αρνιών κοπάδι,
+από κακή του τύφλωσι κανείς να μη φονεύση 300
+βώδι κανένα ή πρόβατον, αλλ' ήσυχοι χαρήτε
+όσαις τροφαίς η αθάνατη μας έχει δώσ' η Κίρκη».
+
+Είπα, κ' εκείνοι ωρκίσθηκαν ως είχα εγώ ζητήσει,
+και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' ετέλειωσαν εκείνοι,
+τ' ωρηό καράβι αράξαμε μες τον βαθύ λιμένα, 305
+'που 'χε σιμά γλυκό νερό• και οι σύντροφοί μου εβγήκαν
+έξω 'ς την γη, και τεχνικά τον δείπνον ετοιμάσαν,
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,
+έκλαιαν ενθυμούμενοι τους ποθητούς συντρόφους,
+'π' άρπαξ' η Σκύλλα κ' έφαγεν απ' το βαθύ καράβι• 310
+κ' ύπνος τους έπιασε γλυκός εκεί, 'που ακόμη εκλαίαν,
+και μες το τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν,
+άνεμον σήκωσε σφοδρόν ο αστραποφόρος Δίας,
+με φυσομάνισμα φρικτό, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη
+πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα. 315
+και ως ήλθε η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+εις άντρο μέσα εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο•
+κ' ήσαν αυτού χορότοποι κ' έδραις Νυμφών ωραίαις.
+τότ' έκαμα συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα•
+«ω φίλοι, αφού 'ς το πλοίο μας πιοτό και βρώσις είναι, 320
+τα βώδι' αυτά μη εγγίξουμε, μη συμφορά μας εύρη.
+ότι δεινού θεού τ' αρνιά τούτά 'ναι και η δαμάλαις,
+του Ηλιού, 'που όλ' άνωθε τηρά και όλ' άνωθεν ακούει».
+
+Αυτά 'πα, και τα εδέχθηκεν η ανδρική ψυχή τους.
+και όλον τον μήνα ακοίμητος Νότος εφύσα ουδ' άλλος 325
+απ' τους ανέμους έπνεεν, Εύρος ειμή και Νότος.
+και όσο είχαν σίτον και κρασί κόκκινο οι σύντροφοι μου,
+τα βώδια δεν επείραξαν φοβούμενοι τον χάρο•
+αλλ' όταν όλαις η τροφαίς απ' το καράβι ελείψαν,
+και απ' την ανάγκη εγύριζαν κυνήγι αναζητώντας, 330
+ψάρια, πουλιά, και ό,τ' εύρισκαν, με κύρτ' αγκίστρια πιάναν,
+η πείνα ως τους βασάνιζε• και τότε μέσα επήγα
+εις το νησί, να δεηθώ των αθανάτων, ίσως
+μου δείξη κάποιος των θεών του γυρισμού τον δρόμο.
+και αφού 'ς τα μέσα του νησιού, μακράν απ' τους συντρόφους, 335
+εις μέρος ήλθ' απάνεμον, ενίφθηκα τα χέρια,
+κ' ευχήθην όλων των θεών των ολυμποκατοίκων•
+κ' εκείν' ύπνον γλυκύτατον 'ς τα βλέφαρά μου εχύσαν,
+κ' έκαμν' αρχή γνώμης κακής ο Ευρύλοχος 'ς τους άλλους•
+«'ς ό,τι θα ειπώ προσέξετε, πολύπαθοί μου φίλοι• 340
+όλ' είναι οι θάνατοι πικροί των άμοιρων ανθρώπων,
+αλλ' ο πολύ φρικτότερος, της πείνας ν' αποθάνης•
+του Ηλίου ταις καλήτεραις ας σύρουμ' αγελάδαις,
+προς τους θεούς να σφάξουμε τους ουρανοκατοίκους.
+και αν 'ς την Ιθάκη φθάσουμε, την ποθητήν πατρίδα, 345
+του Ηλίου του Υπερίονα κτίζουμ' ευθύς ωραίον
+ναόν, και μέσ' ατίμητα πολλά κρεμάμε δώρα.
+αλλ' αν για βώδια ορθόκερα χολιάση και θελήση
+το πλοίο να συντρίψη αυτός, κ' οι άλλοι θεοί το στέργουν,
+κάλλιο 'ς το κύμα χάσκοντας με μια να ξεψυχήσω, 350
+παρά να τήκωμαι καιρούς εις ένα ερημονήσι».
+
+Είπε, και όλοι εσυμφώνησαν οι άλλοι, κ' εν τω άμα
+του Ηλίου ταις καλήτεραις εσύραν αγελάδαις,
+εγγύθεν, ότι όχι μακράν του μαυροπλώρου πλοίου
+η ωραίαις πλατυμέτωπαις έβοσκαν αγελάδαις. 355
+και ολόγυρα τους έκαμαν ευχαίς των αθανάτων,
+απ' το υψηλόκομον ιδρύ χλωρά μαδώντας φύλλα,
+ότι 'ς το πλοίο δεν είχαν ποσώς λευκό κριθάρι.
+και άμα ευχηθήκαν, κ' έσφαξαν κ' έγδαραν, τα μερία
+έκοψαν και τα εσκέπασαν 'με διπλωτό κνισάρι, 360
+κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια• και να χύσουν
+σπονδαίς εις τα καιόμενα σφαχτά κρασί δεν είχαν,
+και με νερό σπονδίζοντας όλα τα εντόσθια ψήναν.
+και αφού καήκαν τα μεριά κ' εγευθήκαν τα σπλάχνα,
+ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν. 365
+ο γλυκός ύπνος έφυγε τότε απ' τα βλέφαρά μου,
+κ' εκίνησα προς το γοργά καράβι 'ς τ' ακρογιάλι•
+αλλ' όταν εις το ισόπλευρο καράβ' είχα σιμώσει,
+ήλθε ο γλυκύτατος καπνός της λίπας προς εμένα,
+κ' εκλαύθηκα γογγύζοντας εμπρός των αθανάτων• 370
+«Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε,
+Αχ! για καλό δεν μ' έχετε 'ς ύπνο βαρύ βυθίσει•
+κ' εδώ, 'που εμέναν, έπραξαν έργο μεγάλο οι φίλοι».
+
+'Σ τον Ήλιον η μακρόπεπλη εχύθη Λαμπετία
+μηνύτρα ότι του εσφάξαμεν εμείς ταις αγελάδες• 375
+χολώθη εκείνος κ' έλεγεν εμπρός των αθανάτων•
+«Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε,
+τους ασεβείς πατάξετε συντρόφους του Οδυσσέα,
+'που μ' άρπαξαν και μώσφαξαν τα βώδια• και εις εκείνα
+χαιρόμουν ως ανέβαινα 'ς τον κάταστρον αιθέρα, 380
+και ως πάλιν έγερνα εις την γην από τα ουράνια μέρη.
+και αν για τα βώδια πλερωμήν, ως πρέπει, δεν μου δώσουν,
+'ς τον Άδη θε να καταιβώ και των νεκρών θα λάμπω».
+
+Και ο Δίας του αποκρίθηκεν ο νεφελοσυνάκτης•
+«Ήλιε, συ λάμπε ως έλαμπες, εδώ των αθανάτων, 385
+Και των ανθρώπων των θνητών 'ς την γη την σιτοδώρα•
+κ' εγώ το γοργό πλοίο τους τρίμματα ευθύς θα σχίσω
+με φλογοβόλον κεραυνό 'ς τα σκοτεινά πελάγη».
+
+Τούτ' άκουσ' απ' την Καλυψώ, την λαμπρομάλλα νύμφη,
+κ' εκείνης τα 'πε, ως έλεγεν, ο γλήγορος Ερμείας. 390
+
+Και εις το καράβι ως έφθασα κάτω 'ς το περιγιάλι,
+όλους ομού γλωσσόδερνα και χωριστά• και ο νους μας
+διόρθωσι δεν εύρισκεν• ήσαν νεκρά τα βώδια.
+τέρατα ευθύς οι αθάνατοι τους δείχναν• εσερνόνταν
+τα δέρματα, και εις τα σουβλιά τα κρέατ' εμουγκρίζαν, 395
+ωμά, ψητά, και ωσάν βωδιών ακούετ' η φωνή τους.
+
+Ημέραις έξι ολόκληραις οι σύντροφοι μου ετρώγαν
+από τα βώδια, 'πώκλεψαν, τα εξαίρετα του Ηλίου,
+αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα,
+έπεσε τότ' ο άνεμος, και δεν φυσομανούσε• 400
+κ' εμείς το πλοίο ρίξαμε 'ς τα διάπλατα πελάγη,
+τεντόνοντας τα κάτασπρα πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι.
+αλλ' ότε οπίσω αφίναμε την νήσο, και καμμία
+γη άλλη, μόνον ουρανός και θάλασσα εφαινόνταν,
+σύννεφο μαύρο έστησεν ο Δίας 'ς το καράβι 405
+επάνω, κ' εσκοτάδιασεν η θάλασσ' από κάτω•
+κ' έτρεχε το πλεούμενον, αλλ' όχι πολλήν ώρα,
+τι ογλήγορ' ήλθε ο Ζέφυρος σφικτά φυσομανώντας,
+κ' η ανεμοζάλη σύντριψε το 'να και τ' άλλο ξάρτι•
+και το κατάρτι εβρόντησεν οπίσω• τ' άρμενά του 410
+'ς την γάστραν όλα εχυθήκαν, κ' εκείνο αυτού 'ς την πρύμη
+τον κυβερνήτη κτύπησε 'ς την κεφαλή, και άμ' όλα
+τώσπασε ομού τα κόκκαλα της κεφαλής• κ' εκείνος
+έπεσ', ως πέφτει ο βουτηκτής, 'ς το κύμα κ' ενεκρώθη•
+σύγχρονα ο Δίας βρόντησε, κεραύνωσε το πλοίο• 415
+ολόβολο το ετίναξεν ο κεραυνός του Δία,
+και θειάφη όλο το γέμισεν• οι σύντροφοι μου επέσαν,
+και εις το καράβι ολόγυρα, 'ς τα κύματα, ως κουρούναις
+επλέαν• θεία θέλησι τους πήρε την πατρίδα.
+κ' εγώ 'ς το πλοίο γύριζα, ως ότου της καρίνας 420
+τα πλευρά πήρε η τρικυμιά, κ' έπλεε γυμνή 'ς το κύμα.
+και το κατάρτι επάνω της εσύντριψε, αλλ' ακόμη
+ήτο από βωδοτόμαρο λουρί προσκολλημένο•
+μ' εκείνο αφού σφικτόδεσα κατάρτι και καρίνα,
+εκάθισα και μ' έπαιρνεν η λύσσα των ανέμων.
+έπαυσε τότε ο Ζέφυρος και δεν φυσομανούσε, 425
+αλλ' ήλθε ο Νότος πετακτά, 'ς οδύναις να με ρίξη,
+την πάγκακη την Χάρυβδι και πάλι να μετρήσω.
+ολονυκτής εδέρνομουν, και ο ήλιος άμ' εφάνη
+'ς την φρικτήν ήλθα Χάρυβδι, και ς' την κορφή της Σκύλλας• 430
+και ως κείνη εξαναρούφησε την άρμην, επετάχθην
+'ς την υψηλήν αγριοσυκιά, και αυτού 'σαν νυκτερίδα
+προσκόλλησ' όλο το κορμί• δεν είχα που να στήσω
+το πόδ' ή επάνω ν' αναιβώ• μακράν η ρίζαις ήσαν,
+και οι κλώνοι της εξέβγαιναν ανάεροι, μεγάλοι, 435
+και κάτω εις την Χάρυβδι τον ίσκιο τους απλόναν.
+σφικτά κρατιόμουν, ως να ιδώ κατάρτι και καρίνα
+να μου ξεράση πάλι αυτή• κ' εστέναξα όσο να 'λθουν.
+και ότε ο κριτής την σύνοδο για να δειπνήση αφίνει,
+αφού πολλών ξεδιάλυσεν ανδρών φιλονεικίαις, 440
+τα ξύλ' από την Χάρυβδι τότ' εφανερωθήκαν.
+τα χέρια τότε απόλυσα, τα πόδια, 'ς τον αέρα,
+'ς το κύμα μέσα εβρόντησα παρέξω από τα ξύλα,
+κ' έλαμνα με τα χέρια μου 'ς εκείν' αποθωμένος.
+την Σκύλλα να ξαναϊδώ δεν άφησε ο πατέρας 445
+θεών και ανθρώπων• άφευκτα θα μ'εύρισκεν ο χάρος.
+
+Κείθ' εννηά 'μέραις δέρνομουν• και την δεκάτη νύκτα
+'ς την Ωγυγίαν οι θεοί μ' εφέραν, οπού μένει
+η Καλυψώ καλόκομη, δεινή θεά, κ' εκείνη
+με αγάπα και μ' εξένιζεν• αυτά τι σου τα λέγω; 450
+χθες ήδη 'ς το παλάτι σου τα ιστόριζα κ' εσένα
+και της σεπτής συντρόφου σου• και δεν μ' αρέσει εκείνα,
+'που ένα προς έν' ανάφερα, να ξαναλέγω τώρα.
+
+
+
+
+ΤΕΛΟΣ Β' ΤΟΜΟΥ
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY ***
+
+***** This file should be named 30614-0.txt or 30614-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30614/
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/30614-0.zip b/30614-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..287382d
--- /dev/null
+++ b/30614-0.zip
Binary files differ
diff --git a/30614-h.zip b/30614-h.zip
new file mode 100644
index 0000000..977bcbb
--- /dev/null
+++ b/30614-h.zip
Binary files differ
diff --git a/30614-h/30614-h.htm b/30614-h/30614-h.htm
new file mode 100644
index 0000000..7bf084d
--- /dev/null
+++ b/30614-h/30614-h.htm
@@ -0,0 +1,3866 @@
+<?xml version="1.0"?>
+<!DOCTYPE html PUBLIC "-//W3C//DTD XHTML 1.0 Transitional//EN" "http://www.w3.org/TR/xhtml1/DTD/xhtml1-transitional.dtd">
+<html xmlns="http://www.w3.org/1999/xhtml">
+<head>
+<meta http-equiv="Content-Type" content="text/html; charset=utf-8" />
+<meta name="keywords"
+ content="Όμηρος, Ιάκωβος Πολυλάς, Οδύσσεια, Τόμος Β" />
+<title>Οδύσσεια Τόμος Β</title>
+</head>
+<body>
+
+
+<pre>
+
+The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Homer's Odyssey
+ Volume B
+
+Author: Homer
+
+Translator: Iakovos Polylas
+
+Posting Date: March 15, 2012 [EBook #30614]
+First Posted December 6, 2009
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+
+
+
+
+</pre>
+
+<img src="images/cover.jpg" hspace="30" width="409" height="601"
+alt="Εξώφυλλο" border="2" />
+
+<p>Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.<br />
+A few corrections on typing mistakes have been included within brackets.</p>
+
+<p>Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές<br />
+τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με [].</p>
+
+<p><b>ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ<br />
+ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ</b></p>
+
+<h2 style="margin-top: 2em">ΟΜΗΡΟΥ</h2>
+<h3 style="margin-top: 1em">ΟΔΥΣΣΕΙΑ</h3>
+
+<h4 style="margin-top: 3em">ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ</h4>
+<h3 style="margin-top: 1em">ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ</h3>
+
+<h4 style="margin-top: 3em">ΤΟΜΟΣ Β<br /><br />
+ΡΑΨΩΔΙΑ Η — Μ<br /><br />
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ<br /><br />
+ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ</h4>
+
+<h4 style="margin-top: 3em">Ραψωδία Η</h4>
+
+<table>
+<tr><td>Τούτα εύχετ' ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την κόρη ωστόσον έπαιρναν 'ς την πόλι τα μουλάρια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ότ' έφθασε 'ς τα υπέρλαμπρα παλάτια του πατρός της</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα πρόθυρα τα εκράτησε, και ολόρθοι ολόγυρά της</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι θεϊκοί της αδελφοί τα λύσαν απ' τ' αμάξι, </td><td align="right"> 5</td></tr>
+<tr><td>κ' έμπαζαν τα φορέματα· 'ς το δώμα της η κόρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εσύρθη και της άναβε φωτιάν η Απειραία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γερόντισσα Ευρυμέδουσα θεράπαινα, 'που εφέραν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' την Απείρην άλλοτε τα ισόπλευρα καράβια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δώρο τότ' εξαίρετον εδόθη του Αλκινόου, </td><td align="right">10</td></tr>
+<tr><td>του βασιλέα, 'π' ως θεόν οι Φαίακες ετίμαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την λευκοχέρα Ναυσικά τούτ' είχεν αναστήσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα στιά της άναβε κ' ετοίμαζε τον δείπνο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς την πόλι κίνησεν ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' η Αθηνά καλόθελα τον έζωσε κατάχνια, </td><td align="right">15</td></tr>
+<tr><td>μην απαντώντας τον κανείς των ανδρικών Φαιάκων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ανεγελάση αυτόν πικρά και ποιος είν' ερωτήση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις την τερπνήν ότ' έμελλε την πόλι να πατήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κει τον απάντησε η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με σχήμα κόρης τρυφερής, 'που στάμναν εβαστούσε, </td><td align="right">20</td></tr>
+<tr><td>κ' εμπρός του εστάθη· ερώτησεν ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Παιδί μου, δεν μου έδειχνες το σπίτι του Αλκινόου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του ανδρός, οπ' όλων των λαών εδώ 'ναι βασιλέας;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξένος εγώ ταλαίπωρος φθασμένος εδώ πέρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέσ' από μέρη μακρυνά, κανέναν των ανθρώπων, </td><td align="right">25</td></tr>
+<tr><td>απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα, δεν γνωρίζω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε η θεά του απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Πατέρα ξένε, σένα εγώ το σπίτι οπού ζητείς με</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα δείξω· ότ' είναι σύνεγγυς του δοξαστού πατρός μου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά σιγά προχώρησε κ' εγώ τον δρόμο δείχνω. </td><td align="right">30</td></tr>
+<tr><td>και μη κυττάζης άνθρωπον, μηδ' ερωτάς κανέναν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι τους ξένους τόσο αυτοί πολύ δεν υποφέρουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όποιος εδώ φθάση απ' αλλού, δεν τον περιποιούνται.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το θάρρος έχουν 'ς τα γοργά καράβια τους και σχίζουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα πέλαγα, ως εχάρισε 'ς αυτούς ο κοσμοσείστης. </td><td align="right">35</td></tr>
+<tr><td>και ως το πτερόν ή ο στοχασμός τα πλοία τους πετιούνται».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οι Φαίακες οι ναυτικοί ποσώς δεν τον νοήσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τη μέση τους ως διάβαινε την πόλιν, ότ' η Αθήνη, </td><td align="right">40</td></tr>
+<tr><td>καλόκομη, δεινή θεά, δεν άφινε, αλλ' ομίχλην</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του έχυσε ολόγυρα πυκνήν, ότι γι' αυτόν πονούσε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους λιμέναις θαύμαζεν αυτός και τα ίσια πλοία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις αγοραίς, 'που εκάθιζαν οι ήρωες, και τα τείχη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μακρυά, ψηλά, ξυλόφρακτα, 'π' όποιος τα ιδή θαυμάζει. </td><td align="right">45</td></tr>
+<tr><td>και ότ' έφθασαν 'ς του βασιληά τα υπέρλαμπρα παλάτια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η θεά τότε ωμίλησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ιδού, ξένε πατέρα μου, το σπίτι οπού μου λέγεις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να δείξω· τώρ' αυτού θα ευρής τους θείους βασιλείς μας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις το τραπέζι· μέσα εσύ προχώρα, και η ψυχή σου </td><td align="right">50</td></tr>
+<tr><td>ας μη δειλιάση· ο θαρρετός άνδρας εις κάθε πράξι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάλλια προκόβει και αν αυτός έλθη από ξένα μέρη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την δέσποινα πρώτα θα ευρής 'ς τα μέγαρα· και Αρήτη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την ονομάζουν ταιριαστά· κ' εκείνη έχει προγόνους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους ίδιους, 'που κατάγεται ο Αλκίνοος βασιλέας. </td><td align="right">55</td></tr>
+<tr><td>και πρώτα τον Ναυσίθοον ο σείστης Ποσειδώνας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γέννησε και η Περίβοια, 'π' ασύγκριτη 'ς τα κάλλη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήταν του Ευρυμέδοντα νεωτάτη θυγατέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μεγαλοψύχου βασιληά των προπετών Γιγάντων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' έχασε τον ασεβή λαόν, κ' εχάθη εκείνος. </td><td align="right">60</td></tr>
+<tr><td>ο Ποσειδώνας απ' αυτήν έλαβε τον γενναίον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ναυσίθοον, 'που βασιληάς εγίνη των Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έλαβ' υιούς Ρηξήνορα και Αλκίνοον· τον πρώτον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκτύπησ' ο αργυρότοξος Απόλλωνας νυμφίον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τ' άκληρο σπίτι, όπ' άφινε μιαν μόνην θυγατέρα, </td><td align="right">65</td></tr>
+<tr><td>'π' ο Αλκίνοος νυμφεύθηκε κατόπι, την Αρήτη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτήν ετίμησε ως καμμιά γυναίκα δεν τιμάται</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον κόσμον άλλη απ' όσαις ζουν 'ς ανδρός την εξουσία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόσον ολόψυχα τιμούν εκείνην και δοξάζουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' αγαπημένα τέκνα της, ο Αλκίνοος και μ' εκείνους </td><td align="right">70</td></tr>
+<tr><td>όλ' οι λαοί, 'π' ως εις θεά 'ς εκείνην αναβλέπουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγκάδια την καλολογούν την πόλι ότε διαβαίνει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι με νουν λαμπρότατον και αυτ' είναι στολισμένη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, όπου αγαπά, και των ανδρών ταις διαφοραίς διαλύει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν ίσως σ' ελεημονηθή και σ' αγαπήση εκείνη, </td><td align="right">75</td></tr>
+<tr><td>θάρρου, θα ιδής τους ποθητούς, ογλήγορα θα φθάσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γην την πατρικήν σου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε η γλαυκόφθαλμη θεά, και απ' την τερπνή Σχερία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' άπατα σχίζει πέλαγα κατά τον Μαραθώνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως φθάν' εις την πλατύδρομη την πόλι της Αθήνας </td><td align="right">80</td></tr>
+<tr><td>'ς του Ερεχθέα τον ναόν εμβαίνει. και ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Αλκίνου εμπρός 'ς τα υπέρλαμπρα δώματα μεριμνούσε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εστέκονταν, το χάλκινο κατώφλι πριν πατήση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι ως του ηλίου φαίνονταν ή της σελήνης λάμψι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το μέγα δώμα του υψηλού 'ς το φρόνημ' Αλκινόου· </td><td align="right">85</td></tr>
+<tr><td>ότ' ήσαν τοίχοι ολόχαλκοι πέρ' από το κατώφλι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως μέσα, και τους έζωνε χαλυβικό στεφάνι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το κτίριο το καλόκτιστο χρυσαίς εκλειούσαν θύραις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι παραστάταις άργυροι 'ς το χάλκινο κατώφλι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' ανώφλ' ήταν ολάργυρο, χρυσός ο κρίκος ήταν· </td><td align="right">90</td></tr>
+<tr><td>χρυσοί 'σαν σκύλοι και αργυροί 'ς το 'να και τ' άλλο πλάγι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους έπλασεν ο Ήφαιστος με την σοφή του γνώσι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το λαμπρό δώμα του υψηλού 'ς το φρόνημ' Αλκινόου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φύλακες να ήναι αθάνατοι και αγέραοι 'ς τον αιώνα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον τοίχο γύρω αραδιαστά θρονιά και εις τα δυο μέρη </td><td align="right">95</td></tr>
+<tr><td>απ' το κατώφλι εφαίνονταν ως μέσα πέρα πέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και γυναικών καλόγνεστα γιασίδια τα εσκεπάζαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς εκείνα επάν' οι αρχηγοί καθίζαν των Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έτρωγαν μαζή κ' έπιναν, ότ' είχαν αφθονία. </td><td align="right">100</td></tr>
+<tr><td>και εις στυλοβάταις τεχνικούς στέκονταν χρυσοί νέοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κρατώντας εις τα χέρια τους λαμπάδαις αναμμέναις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και των συνδείπνων έφεγγαν 'ς τα δώματα την νύκτα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πενήντα μες το δώμα του γυναίκαις έχει δούλαις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλαις αλέθουν τον καρπό, 'που 'ναι ξανθός σαν μήλο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλαις υφαίνουσι πανί και κλώθουσι μαλλία, </td><td align="right">105</td></tr>
+<tr><td>καθήμεναις, και, ως της ψηλής λεύκας τα φύλλα, σειούνται·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είναι τα υφάσματα κρουστά, 'που επάνω ρέει το λάδι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και καθώς όλων των ανδρών οι Φαίακες πρωτεύουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να κυβερνούν 'ς την θάλασσαν, όμοια καλαίς τεχνίτραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είναι η γυναίκες 'ς το πανί, ότ' η Αθηνά ταις έχει </td><td align="right">110</td></tr>
+<tr><td>έργα διδάξει εξαίρετα και νουν λαμπρόν χαρίσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και της αυλής έξω, σιμά 'ς την θύρα, μέγας κήπος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τετράπλεθρος, και λίθινος τον περιζώνει φράκτης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δένδρ' αυτού μέσα υψόνονται χλωρά και φουντωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απιδιαίς είναι και ροϊδιαίς, λαμπρόκαρπαις μηλέαις, </td><td align="right">115</td></tr>
+<tr><td>και με γλυκόκαρπαις συκιαίς εληαίς θυμό γεμάταις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είναι ο καρπός τους άφθαρτος και ολοχρονής δεν λείπει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χειμώνα, είτε καλόκαιρον· αλλ' άπαυτα φυσώντας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αύρα ζεφύρου άλλα γεννά και άλλα ωριμάζει νέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γερά το απίδι και άλλο ανθεί, το μήλο, και άλλο μήλο, </td><td align="right">120</td></tr>
+<tr><td>και το σταφύλι και άλλο ανθεί, το σύκο, και άλλο σύκο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και υπάρχει αυτού πολύκαρπο κηπάρι αμπελωμένο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που μέρος έχ' ηλιακωτόν εις απλωμένο σιάδι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από τον ήλιο φρύγεται· σταφύλια άλλα τρυγούνται,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλα πατούνται, κ' έμπροσθεν τ' αμπέλι έχει αγουρίδαις </td><td align="right">125</td></tr>
+<tr><td>ακόμη μες το ξάνθισμα· να βάφουν αλλ' αρχίζουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τεχνικώταταις βραγιαίς 'ς ταις άκραις έχει ο κήπος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάθε λογής, και ολόχρονα 'ς την πρασινάδα λάμπουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δυο βρύσες μέσα· απλόνεται 'ς όλον τον κήπο η μία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις το κατώφλι της αυλής η άλλη αποκάτω ρέει </td><td align="right">130</td></tr>
+<tr><td>προς το παλάτι, όθ' έπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τέτοιά 'χε ο Αλκίνοος άφθαρτα των αθανάτων δώρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εστάθη αυτού ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κυττώντας, και ως εθαύμασε τα πάντα εις την ψυχήν του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το δώμα μέσα εβάδισε περνώντας το κατώφλι. </td><td align="right">135</td></tr>
+<tr><td>τους αρχηγούς ηύρεν αυτού και άρχονταις των Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που με ποτήρια σπόνδιζαν 'ς τον άγρυπνον Ερμεία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι 'ς εκείνον ύστερον, πριν κοιμηθούν, σπονδίζαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>περνά το δώμα ο θλιβερός, ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κρυμμένος εις την καταχνιά, 'που 'χε τον ζώσ' η Αθήνη, </td><td align="right">140</td></tr>
+<tr><td>ως 'π' έφθασε 'ς τους βασιλείς Αλκίνοον και Αρήτην.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αγκάλιασε τα γόνατα εκείνος της Αρήτης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εχύθη ευθύς οπίσω του της καταχνιάς το νέφος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το δώμα ως είδαν άνθρωπον άφωνοι έμειναν όλοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ξυππασμένοι εκύτταζαν· ικέτευ' ο Οδυσσέας· </td><td align="right">145</td></tr>
+<tr><td>«Αρήτη, του Ρηξήνορα ω κόρη του ισοθέου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον άνδρα σου ο πολύπαθος προσπέφτω και εις εσένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις τους συνδείπνους· οι θεοί να τους χαρύνουν ζώντας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και των παιδιών 'ς το σπίτι του καθείς να παραδώση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το είναι του, και την τιμή, 'που του 'χει δώσει ο δήμος. </td><td align="right">150</td></tr>
+<tr><td>κ' εμέ στείλετε ογλήγορα να φθάσω εις την πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'πώχω καιρούς 'που αδημονώ μακράν των ποθητών μου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και χάμου εκάθισε 'ς την στάκτη της γωνίστρας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά 'ς την στια· και ησύχαζαν κ' εσιωπούσαν όλοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αργά 'ς αυτούς ωμίλησεν ο Εχένηος ο γέρος, </td><td align="right">155</td></tr>
+<tr><td>ο ήρωας ο αρχαιότερος των άλλων των Φαιάκων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και παλαιά πολλά 'ξευρε κ' ήταν 'ς τους λόγους πρώτος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτος αγόρευσε 'ς αυτούς με καλή γνώμη κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αλκίνοε, δεν είν' εύμορφον, ουδ' είναι πρέπον τούτο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χάμου ο ξένος να κάθεται 'ς την στάκτη της γωνίστρας· </td><td align="right">160</td></tr>
+<tr><td>τούτοι κρατιούνται, ότι ο καθείς τον λόγον σου αναμένει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά τον ξένον σήκωσε, και εις ασημένιον θρόνον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάθισε αυτόν, και πρόσταξε κρασί να συγκεράσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι κήρυκες, να κάμουμε σπονδαίς του βροντοφόρου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Διός, οπού τους σεβαστούς ικέταις συνοδεύει· </td><td align="right">165</td></tr>
+<tr><td>και απ' ό,τι έχ' η κελλάρισσα δείπνον του ξένου ας δώση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ο Αλκίνοος τούτ' ως άκουσεν από το χέρι επήρε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αμέσως τον πολύγνωμον ανδρείον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' την γωνίστρα 'ς το θρονί τον κάθισεν, απ' όπου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σήκωσε τον Λαοδάμαντα, τον ανδρικόν υιόν του, </td><td align="right">170</td></tr>
+<tr><td>οπού σιμά του εκάθιζε, τον πολυαγαπημένον.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και νίψιμο η θεράπαινα φέρει και από προχύτην</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του χύνει, εύμορφον, χρυσόν, εις αργυρή λεκάνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για να νιφθή· κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, </td><td align="right">175</td></tr>
+<tr><td>και απ' όσα φαγιά φύλαγεν, άφθονα του προσφέρει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έτρωγεν ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο Αλκίνοος προς τον κήρυκα· «Ποντόνοε, συγκέρνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τον κρατήρα το κρασί, και μοίρασέ το εις όλους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολόγυρα, όπως κάμουμε σπονδαίς του βροντοφόρου </td><td align="right">180</td></tr>
+<tr><td>Διός, οπού τους σεβαστούς ικέταις συνοδεύει».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε· και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις όλους έδωσε απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελ' η ψυχή τους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την μέση τους ο Αλκίνοος τον λόγον πήρε κ' είπε· </td><td align="right">185</td></tr>
+<tr><td>«Προσέξετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφ' ού δειπνήσετ' άμετε ν' αναπαυθήτε τώρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως φέξη, μέγα κάλεσμα θα γείνη των γερόντων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον ξένον θα ξενίσουμε, και, αφού των αθανάτων </td><td align="right">190</td></tr>
+<tr><td>καλά προσφέρουμεν ιερά, θα 'χουμε την φροντίδα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον ξένον μας να στείλουμε, χωρίς κόπον ή λύπη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με ιδική μας συνοδιά, να φθάσ' εις την πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πασίχαρος, ογλήγορα, όσο μακράν και αν είναι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ώστε κακό 'ς το μεταξύ και βλάβη να μη πάθη </td><td align="right">195</td></tr>
+<tr><td>την γην του πριν πατήση αυτός' εκεί κατόπι θα 'χη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσ' απ' αρχής η μοίρα του και η κλώστραις η βαρείαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η μάννα ότε τον γέννησεν, εκείνου ελινογνέσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν τούτος πάλ' είναι θεός, οπ' ουρανόθεν ήλθε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάτι άλλο τότ' οι αθάνατοι μ' αυτό μας οργανίζουν· </td><td align="right">200</td></tr>
+<tr><td>ότι ως τα τώρ' ασκέπαστοι 'ς εμάς φανερωθήκαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι αθάνατοι, όταν σφάζουμε ταις πλούσιαις εκατόμβαις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' εμάς συντρώγουν, και όπου εμείς κ' εκείνοι συγκαθίζουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν μόνος εις τον δρόμον του κανείς τους απαντήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν κρύβονται, ότι συγγενείς τους είμασθε, όπως είναι </td><td align="right">205</td></tr>
+<tr><td>οι Κύκλωπες και τ' άγρια τα γένη των Γιγάντων».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κάθε άλλην έχε μέριμναν, Αλκίνοε· δεν ομοιάζω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των αθανάτων, πώχουσι των ουρανών τους θόλους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την πλάσι, και 'ς τ' ανάστημα· θνητός άνθρωπος είμαι. </td><td align="right">210</td></tr>
+<tr><td>και όσους θνητούς γνωρίζετε να δέρν' η δυστυχία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα πάθη εδύνομουν εγώ να συγκριθώ μ' εκείνους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είχα εγώ ακόμη πλειότερα κακά να εξιστορήσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είμ' άθλιος· αλλ' αφήστε με για τώρα να δειπνήσω· </td><td align="right">215</td></tr>
+<tr><td>ότι άλλο πράγμ' αναίσχυντο δεν είναι ως η κοιλία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον εαυτόν της η σκληρή να στοχασθής σε βιάζει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσα και αν έχης βάσανα και λύπαις 'ς την ψυχήν σου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ 'χω λύπη 'ς την ψυχή, και ιδού πάντοτ' εκείνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ζητεί να φάγω και να πιω, και όσα 'χω παθημένα </td><td align="right">220</td></tr>
+<tr><td>μου σβύνει από τον λογισμό και να γεμίση θέλει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σεις πάλι όλα ετοιμάσετε, άμα φωτίσ' η ημέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως πατήσ' ο άμοιρος την γην την πατρικήν μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν και πολλά 'παθα κακά· να ιδώ, και ας αποθάνω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το κτήμα μου, τους δούλους μου, και το υψηλό παλάτι». </td><td align="right">225</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και όλοι εδέχθηκαν τον λόγον του και είπαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ξένος να προβοδηθή, ότ' είχε ορθά 'μιλήσει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελ' η ψυχή τους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε καθείς 'ς τα σπίτια τους επήγαν να πλαγιάσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' έμενε εις το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας, </td><td align="right">230</td></tr>
+<tr><td>κ' η Αρήτη και ο θεόμορφος Αλκίνοος σιμά του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθόνταν και απ' την τράπεζα παίρναν τα σκεύ' η κόραις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς αυτόν επρωτομίλησεν η Αρήτ' η λευκοχέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ'είδ' αυτή κ' εγνώρισεν ευθύς το επανωφόρι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον χιτώνα, ενδύματα λαμπρά, 'που τα 'χε κάμει </td><td align="right">235</td></tr>
+<tr><td>αυτή με ταις γυναίκαις της· κ' είπε 'ς τον Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ξένε, το εξής πρώτον εγώ θα σ' ερωτήσω· ποίος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είσαι; από πού; τα ενδύματα τούτα ποιος σ' έχει δώσει;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν λες 'που θαλασσόδαρτος εβγήκες εδώ πέρα;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνην Οδυσσέας· </td><td align="right">240</td></tr>
+<tr><td>«Είναι, ω βασίλισσα, βαρύ να είπω ένα προς ένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα πάθη μου, επειδή πολλά οι αθάνατοι μου δώσαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτο εγώ μόνον θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάποιο νησί 'ς τα πέλαγα μακράν είν', η Ωγυγία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπου η δολία Καλυψώ, του Άτλαντα θυγατέρα, </td><td align="right">245</td></tr>
+<tr><td>καλόκομη, δεινή θεά, την κατοικία της έχει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ούτε θεός ούτ' άνθρωπος συγκοινωνεί μ' εκείνην.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ο θεός εμ' έφερε τον άθλιο 'ς την γωνιά της</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πάντερμον, ότι το γοργό καράβι μου 'χε ο Δίας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τον λευκό του κεραυνό σχίσει 'ς το μαύρο κύμα. </td><td align="right">250</td></tr>
+<tr><td>και οι σύντροφοι μου εχάθηκαν, κ' έπιασα την καρίνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αγκαλιαστά, και μ' έδερνεν η θάλασσ' εννηά 'μέραις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ότ' ήλθε η δέκατη νυκτιά, οι αθάνατοι μ' εφέραν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς της Ώγυγίας το νησί, αυτού, 'που κατοικάει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Καλυψώ καλόκομη, δεινή θεά, κ' εκείνη </td><td align="right">255</td></tr>
+<tr><td>μ' εδέχθη και μ' εξένιζε, μ' έτρεφε κ' είχε γνώμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αθάνατον και αγέραστον εμέ να καταστήση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά ποτέ δεν έπειθε 'ς τα στήθη την ψυχή μου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έμεινε αυτού χρόνους επτά, κ' έβρεχα εγώ με δάκρυα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα άφθαρτα φορέματα, 'που μου 'χε δώσει εκείνη. </td><td align="right">260</td></tr>
+<tr><td>αλλ' ότε ο χρόνος όκτατος 'ς τον κύκλο του μ' ευρήκε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε μ' επαρακίνησε να υπάγω εις την πατρίδα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η προσταγή 'ταν του Διός ή μόνη άλλαξε γνώμη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέσα εις πολύδεσμη πλωτή με προβοδά και βάζει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άρτον, κρασί, και μ' άφθαρτα φορέματα μ' ενδύνει, </td><td align="right">265</td></tr>
+<tr><td>κ' έστειλε πρύμον άβλαβον οπού χλιός εφύσα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ημέραις έπλεα δεκαεπτά σχίζοντας τα πελάγη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την δεκάτην όκτατη φανήκαν τα ισκιωμένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της γης σας όρη· εχάρηκε 'ς τα στήθη μου η καρδία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του δύστυχου, και συμφορά μ' εκαρτερούσε ακόμη </td><td align="right">270</td></tr>
+<tr><td>μεγάλη, οπού μου εκίνησεν ο σείστης Ποσειδώνας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έσπρωξε ανέμους κατά με και μου 'κλεισε τον δρόμο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αγριεύοντας την θάλασσαν, ουδ' άφινε το κύμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμέ, 'που συχνοστέναζα, μες την πλωτή να μένω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η τρικυμιά την σκόρπισε· και τότε κολυμπώντας </td><td align="right">275</td></tr>
+<tr><td>έσχισ' αυτήν την άβυσσον, ως 'που σιμά 'ς την γην σας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμ' έφερε της θάλασσας η ορμή και των ανέμων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν εις την γη τότ' έβγαινα το κύμα θα μ' ενίκα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τραναίς πέτραις σπώντας με και εις άτερπνο ακρογιάλι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αποσύρθηκ' απ' την γη και κολυμπώντας ήλθα </td><td align="right">280</td></tr>
+<tr><td>'ς τον ποταμό, 'που κάλλιστος αυτού μου εφάνη ο τόπος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χωρίς πέτραις και απάνεμος· 'ς του ποταμού την άκρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έπεσα ψυχοπιάνοντας, κ' ήλθεν η νύκτα η θεία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' το ουρανοκαταίβατο ποτάμι πέρα εβγήκα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κάτω από χαμόδενδρα 'ς τα φύλλα στοιβασμένα </td><td align="right">285</td></tr>
+<tr><td>πλάγιασα, και ατελεύτητον θεός μου εχάρισ' ύπνο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτού 'ς τα φύλλα με καρδιάν θλιμμένην εκοιμώμουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολονυκτής και την αυγήν, ως την μισήν ημέρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο ήλιος όταν έκλινε, μ' άφησ' ο γλυκός ύπνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ένοιωσα ταις θεράπαιναις της κόρης σου, 'που επαίζαν </td><td align="right">290</td></tr>
+<tr><td>'ς την όχθη· και ώμοιαζε θεά 'ς την μέση τους εκείνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς αυτήν επρόσπεσα, και αυτή με νουν ορθόν και γνώσι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εφέρθηκεν, ανέλπιστα 'ς την νέαν ηλικία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ηξεύρουμ' ότι αστόχαστοι συνήθως είναι οι νέοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μου 'δωσ' άρτον και λαμπρό κρασί και εις το ποτάμι </td><td align="right">295</td></tr>
+<tr><td>μ' έλουσε, και τα ενδύματά μου έδωσε τούτ' ακόμη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ιδού μ' όλον τον πόνο μου σου 'πα όλην την αλήθεια».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν ο Αλκίνοος απάντησε και του 'πε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω ξένε, η θυγατέρα μου έσφαλε εις τούτο μόνον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι με ταις θεράπαιναις και σε δεν έχει φέρει </td><td align="right">300</td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι μας· και συ 'ς αυτήν πρωτόπεσες ικέτης».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ήρωα, γι' αυτό την άπταιστη παρθένα μη μου ψέγης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ειπεν αυτή κατόπι της να υπάγω με ταις κόραις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνον εγώ δεν ήθελα από εντροπή και φόβο, </td><td align="right">305</td></tr>
+<tr><td>μην η ψυχή σου, όταν με ιδής, αγριέψη ότι θυμώδεις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εδώ 'ς την γην όλ' είμασθε, τα γένη των ανθρώπων».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν ο Αλκίνοος απάντησε και του 'πε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Δεν έχω εγώ 'ς τα στήθη μου τέτοιαν ψυχήν, ω ξένε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που να χωλεύωμ' άδικα' καλ' είναι 'ς όλα η τάξι· </td><td align="right">310</td></tr>
+<tr><td>και άμποτε ο Δίας, η Αθηνά, και ο Απόλλωνας να κάμουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τέτοιος, ως είσαι, σύμφωνος μ' ό,τ' η ψυχή μου θέλει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την κόρη μου να πάρης συ, να ονομασθής γαμβρός μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εδώ να μένης· κτήματα θα σου 'διδα και σπίτι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν έμενες αυτόθελα· κανένας των Φαιάκων </td><td align="right">315</td></tr>
+<tr><td>δεν θα σε βιάση να σταθής· μη δώση τούτ' ο Δίας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μάθε ότι αποφάσισα να σε ξεπροβοδήσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αύριο και θα 'σαι τότε συ 'ς τον ύπνο βυθισμένος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτοί σιγά την θάλασσα θα σχίζουν ως να φθάσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την γην σου, 'ς το παλάτι σου, 'ς όποιο σ' αρέσει μέρος, </td><td align="right">320</td></tr>
+<tr><td>και αν πολύ μακρύτερα και από την Εύβοιαν είναι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που εις άκρη κόσμου ευρίσκεται, ως οι 'δικοί μας λέγουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού την είδαν, ότ' εκεί τον ξανθομάλλη έφεραν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ραδάμανθυ, τον Τιτυό να ευρή, της Γης τον γόνο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όμως έπλευσαν ως εκεί, και χωρίς κόπο φθάσαν </td><td align="right">325</td></tr>
+<tr><td>μονοημερής, κ' εγύρισαν οπίσω εις την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε θα ιδής τα πλοία μου, και οι νέοι πόσο αξίζουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πώς την θάλασσα σκορπούν με του κουπιού την σπάθη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εχάρηκε, κ' επρόφερεν ευχή· «Πατέρα Δία, </td><td align="right">330</td></tr>
+<tr><td>εις όσα είπ' ο Αλκίνοος, τέλος να 'δώση 'ς όλα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η φήμη εκείνου πάντοτε 'ς την γην την σιτοδώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μένη άσβεστη, κ' εγώ να φθάσω εις την πατρίδα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' είπε εις ταις θεράπαιναις η Αρήτ' η λευκοχέρα </td><td align="right">335</td></tr>
+<tr><td>να στρώσουν εις την αίθουσα, να βάλουν μέσα ωραία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πορφυρά σκεπάσματα, και τάπηταις επάνω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και χλαίναις κάτωθε κρουσταίς να 'χη να ταις φορέση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εβγήκαν απ' το μέγαρο, με φως 'ς τα χέρια, εκείναις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' έστρωσαν με προσοχή την στερεωμένην κλίνη, </td><td align="right">340</td></tr>
+<tr><td>'ς τον Οδυσσέα σίμωσαν και τον παρακινούσαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«σήκω να πας να κοιμηθής, ω ξένε· η κλίνη εστρώθη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είπαν και μ' ευχαρίστησι και αυτός είδε την κλίνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εκεί τότε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κοιμώνταν εις την αίθουσα, 'ς το τορνευτό κρεββάτι· </td><td align="right">345</td></tr>
+<tr><td>'ς του παλατιού τ' απόκρυφα και ο Αλκίνοος αναπαύθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η σύντροφος του η δέσποινα του ευτρέπιζε την κλίνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td><b>Ραψωδία Θ</b></td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εφάνη η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο σεβαστός Αλκίνοος εγέρθη από την κλίνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγέρθη και ο πορθητής, ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο σεβαστός Αλκίνοος εκείνον ωδηγούσε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την αγορά, 'που οι Φαίακες είχαν σιμά 'ς τα πλοία. </td><td align="right"> 5</td></tr>
+<tr><td>ήλθαν κ' εκάθισαν μαζή 'ς τους στιλβωμένους λίθους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ωμοιώθη προς τον κήρυκα του φρόνιμου Αλκινόου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Αθηνά, κ' εγύριζε την πόλι, μελετώντας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρη 'ς την πατρίδα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους άνδραις επλησίαζε, του καθενός ωμίλει· </td><td align="right">10</td></tr>
+<tr><td>«Εμπρός, πηγαίνετε, αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την αγορά ν' ακούσετε τον ξένον, 'που 'λθε τώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>νεόφερτος 'ς τα δώματα του φρόνιμου Αλκινόου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ριμμένος από τρικυμιά, και των θεών ομοιάζει».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και όλων εκίνησε σφοδρά την προθυμία· </td><td align="right">15</td></tr>
+<tr><td>κ' η αγοραίς εγέμισαν ευθύς και τα θρονία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από το πλήθος· και πολλοί τον γόνον του Λαέρτη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον συνετόν εθαύμαζαν ότι με χάρι θεία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους ώμους και την κεφαλή του λάμπρυνεν η Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλον τον εμεγάλυνε 'ς τα μάτια των ανθρώπων, </td><td align="right">20</td></tr>
+<tr><td>ώστε εις όλους τους Φαίακαις αγαπητός να γείνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και φοβερός και σεβαστός, και πράξη τους αγώναις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς όσους κατόπ' οι Φαίακες αυτόν εδοκιμάσαν. —</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την μέση τους ο Αλκίνοος τον λόγον πήρε κ' είπε· </td><td align="right">25</td></tr>
+<tr><td>«Προσέξετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το δώμα μου ήλθεν άγνωστος, πλανώμενος ο ξένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτος, είτ' ήλθε απ' της αυγής τα μέρη ή από την δύσι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ζητεί προβόδισμ' απ' εμάς και στέρεος να 'ναι ο λόγος· </td><td align="right">30</td></tr>
+<tr><td>κ' εμείς ας προβοδήσουμεν αυτόν, ως τόσους άλλους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι κανείς εδώ ποτέ, 'ς τα σπίτια μου όποιος έλθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κλαίοντας απροβόδητος πολύν καιρό δεν μένει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά 'ς την θείαν θάλασσαν ολόμαυρο καράβι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας ρίξουμε ολοκαίνουργο, και νέοι πενηνταδύο </td><td align="right">35</td></tr>
+<tr><td>ας διαλεχθούν εις το κοινόν, όσ' είναι τώρα οι πρώτοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού καλά προς τους σκαρμούς δέσετε τα κουπία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εβγάτε, και εις το δώμα μου κατόπιν αναιβήτε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να χαρήτ' όλοι 'ς το καλό τραπέζι, 'που ετοιμάζω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των νέων τούτα επρόσταξα· και σεις, οι σκηπτροφόροι </td><td align="right">40</td></tr>
+<tr><td>οι βασιλείς, εις τα λαμπρά τα μέγαρά μου ελάτε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον ξένον να φιλεύσουμε· μην το αρνηθή κανένας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο αοιδός ας καλεσθή Δημόδοκος ο θείος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι ο θεός του εχάρισε του τραγουδιού το δώρο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να τέρπη όπως τον κινεί μέσα η καρδιά να ψάλλη». </td><td align="right">45</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπ', εσηκώθη και εις αυτόν κατόπ' οι σκηπτροφόροι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να εύρη επήγε ο κήρυκας τον αοιδόν τον θείον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αγόρια αφού διαλέχθηκαν πενηνταδυό, κινήσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως πρόσταξε, της άπατης θαλάσσης προς την άκρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις το καράβι ως έφθασαν, κάτω 'ς το περιγιάλι, </td><td align="right">50</td></tr>
+<tr><td>έσυραν εις την θάλασσα τ' ολόμαυρο καράβι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατόπι εφέραν κ' έστησαν κατάρτι και πανία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τρυπωτήραις τα κουπιά δερμάτιναις εδέσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τάξιν όλα, και άπλωσαν τα κάτασπρα πανία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τ' άραξαν σιμά 'ς την γη ψηλά· κατόπι εβγήκαν, </td><td align="right">55</td></tr>
+<tr><td>και εις το παλάτι επήγαιναν του φρόνιμου Αλκινόου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γέμισαν τότ' η αίθουσαις, η αυλαίς και οι δρόμοι απ' άνδραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που ολούθ' ερχόνταν, γέροντες πολλοί μαζή και νέοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δώδεκ' αρνιά τους έσφαξεν ο Αλκίνοος και οκτώ χοίρους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λευκόδονταις, στριφόποδα δυο βώδια, και ως τα εγδάραν </td><td align="right">60</td></tr>
+<tr><td>τα εσυγυρίσαν κ' έφθειασαν το πρόσχαρο τραπέζι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο κήρυκας ωδήγησε τον αοιδόν, 'που η Μούσα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αγάπησε, και του 'διδε καλόν και κακόν άμα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το φως του επήρε και γλυκό του εχάρισε τραγούδι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις ασημόκομπο θρονί, των ξένων εις την μέση, </td><td align="right">65</td></tr>
+<tr><td>τον κάθισ' ο Ποντόνοος, προς τον υψηλόν στύλον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκρέμασε από το καρφί την ηχηρήν κιθάρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επάνω του, και του 'δειξε 'ς αυτήν ν' απλοχερίση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο κήρυκας, και του 'θεσε κανίστρι και τραπέζι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λαμπρό, και κούπα με κρασί να πίνη οπόταν θέλη. </td><td align="right">70</td></tr>
+<tr><td>και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' έσβυσαν την όρεξι, τον αοιδόν η Μούσα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ψάλη επαρακίνησε ταις δόξαις των ανδρείων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέσ' από τ' άσμα 'πώφθανε 'ς τα ουράνια τότε η φήμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Οδυσσηά το μάλωμα και του Αχιλληά Πηλείδη, </td><td align="right">75</td></tr>
+<tr><td>'που ελογομάχησαν φρικτά 'ς επίσημη θυσία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έχαιρεν ο Αγαμέμνονας ο μέγας βασιλέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμ' είδε να φιλονεικούν των Αχαιών οι πρώτοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι αυτά του εχρησμοδότησεν ο Απόλλωνας 'ς την θεία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Πυθώνα, ότε αυτός πέρασε το λίθινο κατώφλι, </td><td align="right">80</td></tr>
+<tr><td>να ερωτηθή· και αληθινά τότ' άρχισαν τα πάθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των Τρώων και των Δαναών, ως ήθελεν ο Δίας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τούτ' έψελνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έσυρε με τα χέρια του την πορφυρή χλαμύδα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την κεφαλή, κ' εσκέπασε την όψι την ωραία· </td><td align="right">85</td></tr>
+<tr><td>τι εντρέπονταν τους Φαίακαις, μην τον ιδούν να κλαίη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άμα ο θείος αοιδός έπαυε το τραγούδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα δάκρυα στέγνονεν αυτός κ' ευθύς ξεσκεπαζόνταν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και των θεών με δίκουπον εσπόνδιζε ποτήρι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ψάλνη πάλι ότ' άρχιζεν ο αοιδός, ως εζητούσαν, </td><td align="right">90</td></tr>
+<tr><td>εις τ' άσματα ευφραινόμενοι, οι πρώτοι των Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξανασκεπάζονταν αυτός και πάλιν εθρηνούσε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλων των άλλων άγνωστα τα δάκρυα του εκυλούσαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που εκαθόνταν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά του και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη· </td><td align="right">95</td></tr>
+<tr><td>και εις τους ναυτικούς Φαίακες ευθύς εκείνος είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήδη εχαρήκαμ' άφθονα το ισόμοιρο τραπέζι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την καλή του σύντροφο γλυκόφωνην κιθάρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας βγούμε, τώρ' ας παίξουμεν εις όλους τους αγώναις, </td><td align="right">100</td></tr>
+<tr><td>όπως ο ξένος δυνηθή να ειπή των ποθητών του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σπίτι όταν φθάση, ανώτεροι πως είμασθε των άλλων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το γρόνθισμα, 'ς το πάλαισμα, 'ς το πήδημα, 'ς τα πόδια».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, κ' επροπορεύθηκε, κ' εκείνοι ακολουθούσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο κήρυκας απ' το καρφί την ηχηρήν κιθάρα </td><td align="right">105</td></tr>
+<tr><td>κρεμά, και τον Δημόδοκον χεροδηγεί και φέρει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από το δώμα εις την οδόν, 'που οι πρώτοι των Φαιάκων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλοι επορεύονταν, να ιδούν τους θαυμαστούς αγώναις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την αγοράν επήγαιναν και ακολουθούσε πλήθος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άπειρον εσηκωθήκαν πολλοί και λαμπροί νέοι· </td><td align="right">110</td></tr>
+<tr><td>ο Ακρόναος, ο Ωκύαλος, πετάχθη, ο Ελατρέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Ναυτηάς, ο Αγχίαλος, ο Πρύμνης, ο Ερετμέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Αναβησίναος, ο Ποντηάς, ο Θόωνας, ο Πλώρης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Αμφίαλος, 'που ο Πολύναος γέννησε ο Τεκτονίδης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Ευρύαλος, οπ' ώμοιαζε τον ανδροφόνον Άρη, </td><td align="right">115</td></tr>
+<tr><td>και ο Ναυβολίδης 'ς την μορφήν ο πρώτος και 'ς το σώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ύστερ' απ' τον Λαοδάμαντα, της νειότης των Φαιάκων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οι τρεις σηκώθηκαν υιοί του ασύγκριτου Αλκινόου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ισόθεος Κλυτόναος, ο Άλιος, και ο Λαοδάμας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και των ποδιών πρώτ' άρχισαν εκείνοι τον αγώνα· </td><td align="right">120</td></tr>
+<tr><td>από την στήλη τάνυσαν αντάμα την ορμή τους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οι τρεις, σκόνη σηκώνοντας, ως έσχιζαν το σιάδι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ασύγκριτος Κλυτόναος 'ς τα πόδια εφάνη πρώτος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όσον 'ς το νειάμα διάστημα οργόνουν δυο μουλάρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπίσω εκείνους άφησε, κ' έφθασεν εις τα πλήθη. </td><td align="right">125</td></tr>
+<tr><td>εις το βαρύ το πάλαισμα κατόπι αγωνισθήκαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και νικητής ο Ευρύαλος εβγήκε των ανδρείων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Αμφίαλος 'ς το πήδημα καθ' άλλον υπερέβη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Ελατρηάς 'ς το δίσκευμα· και εις την γρονθομαχία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Λαοδάμας, αγαθός υιός του Αλκινόου. </td><td align="right">130</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και αφού με τ' αγωνίσματα όλων ο νους ευφράνθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο υιός του Αλκίνου προς αυτούς ωμίλησ', ο Λαοδάμας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω φίλοι, ας ερωτήσουμε τον ξένον αν γνωρίζει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάποιον αγώνα· ότι κακός 'ς την πλάσι αυτός δεν είναι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κνήμαις, μεριά, βραχίονες, και ο σβέρκος ο γενναίος </td><td align="right">135</td></tr>
+<tr><td>μεγάλην δείχνουν δύναμι, και νειότη δεν του λείπει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά πολλά παθήματα τον έχουν συντριμμένον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι άλλο ωσάν την θάλασσα, θαρρώ δεν παραλύει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόσο κακά τον άνθρωπο, πολύ και αν είναι ανδρείος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν ο Ευρύαλος απάντησε και του 'πε· </td><td align="right">140</td></tr>
+<tr><td>«Λαοδάμα, ο λόγος σου είναι ορθός· ο ίδιος άμε τώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και καθαρά προσκάλεσε τον ξένον εις αγώνα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και τούτο άμ' άκουσε ο καλός υιός του Αλκινόου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την μέση τους επρόβαλε, κ' είπε 'ς τον Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Πατέρα ξένε, έλα και συ, κάποιον αγών', αν ξεύρης, </td><td align="right">145</td></tr>
+<tr><td>δοκίμασε, και φαίνεται 'που αγώναις θα γνωρίζης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι, όσο ζη, 'ς τον άνθρωπο δόξα είναι πρώτη εκείνο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που κατορθόνει των χειρών και των ποδιών του η ρώμη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έλ', αγωνίσου, αστόχησε τους πόνους της καρδιάς σου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το προβάδισμα ποσώς μη φοβηθής ν' αργήση· </td><td align="right">150</td></tr>
+<tr><td>το πλοίον ήδη ερρίχθηκε, και οι σύντροφοι έτοιμ' είναι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Λαοδάμ', αναγελώντας με τι με καλείτ' εις τούτα;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φροντίδαις έχω εγώ 'ς τον νουν, όχι ποσώς αγώναις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που αφού τόσά 'παθα ο θλιφτός και τόσα έχω μοχθήσει, </td><td align="right">155</td></tr>
+<tr><td>'ς την σύνοδό σας κάθομαι, κ' εδώ τον βασιλέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον λαόν παρακαλώ να με ξεπροβοδήσουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Του απάντησεν ο Ευρύαλος, και αγνάντια ωνείδισέ τον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αλήθεια, δεν μου φαίνεσαι, ω ξένε, γυμνασμένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τα πολλ' αγωνίσματα, 'ς τον κόσμον όσα υπάρχουν, </td><td align="right">160</td></tr>
+<tr><td>αλλ' άνδρας, οπού με τρανό καράβι τριγυρίζει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ναυτών εμπόρων αρχηγός, και πάντοτ' είναι ο νους του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις το φορτίο, και άγρυπνο 'ς ταις πραγματειαίς το μάτι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προς τα κέρδη τ' αρπακτά· και αγωνιστής δεν δείχνεις».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Με άγριο βλέμμα ο φρόνιμος του απάντησε Οδυσσέας· </td><td align="right">165</td></tr>
+<tr><td>«Ω ξένε, άτακτ' οι λόγοι σου, και βλέπ' ότ' είσαι αυθάδης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλα εις όλους οι θεοί τα δώρα δεν χαρίζουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την πλάσιν ούτε, ούτε τον νουν, ούτε την ευγλωττία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτος δεν έτυχ' εύμορφος, αλλ' ο θεός με κάλλη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>στολίζει κάθε λόγον του, κ' οι άνθρωποι αναβλέπουν </td><td align="right">170</td></tr>
+<tr><td>°ς εκείνον ευφραινόμενοι, 'που ασκόνταφτ' αγορεύει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με πράον ήθος, έξοχος 'ς τα συναγμένα πλήθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ωσάν θεόν, όταν περνά 'ς την πόλι, τον κυττάζουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνος πάλι των θεών 'ς το σώμα προσομοιάζει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά δεν είναι οι λόγοι του με χάρι στολισμένοι. </td><td align="right">175</td></tr>
+<tr><td>και συ το σώμα έχεις λαμπρό, 'π' ουδέ θεάς θα εμπόρει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να το μορφώση ανώτερο, και νουν ποσώς δεν έχεις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την ψυχήν μου ετάραξες του στήθους μες τα βάθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' είπες λόγον άπρεπον· και αμάθητος αγώνων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγώ δεν είμ' ως φλυαρείς, αλλ' είχα τα πρωτεία, </td><td align="right">180</td></tr>
+<tr><td>ως ότου θάρρευα κ' εγώ 'ς τα χέρια και εις την νειότη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>νικούν με τώρα η συμφοραίς και οι πόνοι, ότι έχω πάθει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τους πολέμους άπειρα και εις τα φρικτά πελάγη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όσον και αν κακόπαθα, θε να 'μπω εις τους αγώναις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι ο πικρός ο λόγος σου μ' έχει σφοδρά κεντήσει». </td><td align="right">185</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπ', επετάχθη αγύμνωτος κ' ευθύς άδραξε δίσκον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τρανόν, μεγάλον και πολύ βαρύτερον απ' όσους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εδίσκευαν οι Φαίακες τότε αναμεταξύ τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον έστρεψε, τον έρριξεν απ' τ' ανδρικό του χέρι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βόυσε ο λίθος και εις την γην απ' την ορμή του εσκύψαν </td><td align="right">190</td></tr>
+<tr><td>οι Φαίακες μακρύκουποι 'ς την θάλασσα ακουσμένοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο λίθος 'ς όλα επέταξεν επάνω τα σημεία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γοργ' απ' το χέρι τρέχοντας· με σχήμ' ανδρός η Αθήνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα τέρματα εσημείωσε και εις αυτόν είπε· «Ω ξένε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τέτοιο σημάδι ψάχνοντας κ' ένας τυφλός διακρίνει· </td><td align="right">195</td></tr>
+<tr><td>με τα πολλά δεν έσμιξε και στέκει πολύ πρώτο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όθεν εσύ μην φοβηθής γι' αυτόν καν τον αγώνα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν το περνά, δεν φθάνει το κανένας των Φαιάκων».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εχάρηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι μέσα 'ς την σύνοδον άνθρωπον είδε φίλον· </td><td align="right">200</td></tr>
+<tr><td>και μ' ελαφρότερην καρδιά τότ' είπε των Φαιάκων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τούτον, ω νέοι, φθάσετε τώρα, κ' εγώ κατόπι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άλλον θα ρίξω είτ' ως αυτού, είτε παρέκει ακόμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από τους άλλους Φαίακαις όποιον βαστά η καρδιά του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόσο αφού μ' εχολεύσετε, να δοκιμάση ας έλθη, </td><td align="right">205</td></tr>
+<tr><td>'ς το γρόνθισμα, 'ς το πάλαισμα, 'ς τα πόδια, 'ς ό,τι θέλει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' όλους όποιος δήποτε, αλλ' όχι ο Λαοδάμας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' είνε τούτος ξένος μου· ποιος μάχεται με φίλον;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ανόητος και ουτιδανός όποιος ζητεί μ' εκείνον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που τον ξενίζει σπίτι του, 'ς αγώναις να παλαίση </td><td align="right">210</td></tr>
+<tr><td>εις ξένον τόπο, και πολύ τον εαυτό του βλάπτει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους άλλους όλους δέχομαι, δεν αψηφώ κανέναν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά να μάθω θέλω αυτούς και να τους δοκιμάσω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι 'ς όσα είναι αγωνίσματα κακός εγώ δεν είμαι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ψάχνω ηξεύρω ολόγυρα το στιλβωμένο τόξο, </td><td align="right">215</td></tr>
+<tr><td>και πρώτος ρίχνοντας κτυπώ μες των εχθρών το πλήθος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνδρ' όποιον θέλω, και αν πολλοί κοντά μου παραστέκουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σύντροφοι, και τα τόξα τους εις τον εχθρό τεντόνουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το τόξο με υπερέβαινεν ο Φιλοκτήτης μόνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' οι Αχαιοί τοξεύαμε 'ς τα μέρη της Τρωάδας. </td><td align="right">220</td></tr>
+<tr><td>αλλά θαρρώ 'π' ανώτερος είμαι πολύ των άλλων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσοι θνητοί σιτόθρεπτοι 'ς την γην υπάρχουν τώρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μάχωμαι δεν ήθελα με τους αρχαίους άνδραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Ηρακλή, τον Εύρυτον από την Οιχαλία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού 'ς τα τόξα επάλαιαν και μες τους αθανάτους. </td><td align="right">225</td></tr>
+<tr><td>όθεν και ο μέγας Εύρυτος τον χάρον είδε νέος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνον εθανάτωσεν ο Φοίβος ωργισμένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι τον επροκάλεσε 'ς του τόξου τον αγώνα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με τ' ακόντι φθάνω κει, 'π' άλλου δεν φθάνει βέλος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα πόδια μόνον μη κανείς φοβούμαι των Φαιάκων </td><td align="right">230</td></tr>
+<tr><td>εμέ περάση· ότι πολύ μ' έχει δαμάσ' η ζάλη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μες τα πολλά τα κύματα, και, αφού μες το καράβι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μου 'λειψε η περιποίησι, τα μέλη μου ελυθήκαν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και όλοι εσίγησαν· άφωνοι έμειναν όλοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μόνος ο Αλκίνοος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right">235</td></tr>
+<tr><td>«Όσα είπες, ξένε, λυπηρά 'ς εμάς ποσώς δεν είναι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά να δείξης βούλεσαι την αρετή σου εις όλους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι ωργίσθης 'που 'ς την σύνοδο σ' έχει προσβάλει εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ώςτε κανένας εις το εξής να μη κατηγορήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την αρετή σου, αν έχη νου και μέτρον εις τους λόγους. </td><td align="right">240</td></tr>
+<tr><td>άκουσε τώρα ό,τι θα ειπώ, να 'χης να τ' αναφέρης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις άλλον ήρωα σπίτι σου, οπόταν 'ς το τραπέζι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τα παιδιά σου ολόγυρα και με την σύντροφόν σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την αρετή μας θυμηθής, όλα τα έργα εκείνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσα κ' εμάς προγονικά διώρισεν ο Δίας. </td><td align="right">245</td></tr>
+<tr><td>ότι καλοί 'ς το γρόνθισμα δεν είμασθ' ή 'ς την πάλη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά 'ς το τρέξιμο γοργοί κ' εξαίρετοι 'ς τα πλοία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μας αρέσουν οι χοροί, η τράπεζα, η κιθάρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η αλλαξιαίς, τα χλιαρά λουσίματα και η κλίναις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα ελάτε, οι χορευταίς οι κάλλιοι των Φαιάκων, </td><td align="right">250</td></tr>
+<tr><td>χορεύτε, όπως ο ξένος μας ειπή των ποθητών του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σπίτι όταν φθάση, ανώτεροι πως είμασθε των άλλων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τ' αρμένισμα, εις τον χορό, 'ς τα πόδια, 'ς το τραγούδι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την κιθάρα την γλυκειά, 'που κάπου είναι 'ς το δώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάποιος να πα να φέρη ευθύς εδώ του Δημοδόκου». </td><td align="right">255</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'π' ο ισόθεος βασιληάς, και ο κήρυκας πετάχθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φέρη από τα μέγαρα την βαθουλήν κιθάρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αγωνοφύλακες οκτώ, που 'χ' εκλεκτούς ο δήμος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις κάθε αγώνα να τηρούν την τάξι, σηκωθήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και έσιασαν τον χορότοπο κ' επλάτυναν τον κύκλο. </td><td align="right">260</td></tr>
+<tr><td>του Δημοδόκου ο κήρυκας έφερε την κιθάρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτός 'ς το μέσον έφθασε, και ακρόνεα παλληκάρια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολόγυρά του εστέκονταν, εις τον χορόν τεχνίταις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εχοροπήδαν θεϊκά· εκύτταζ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και των ποδιών ταις αστραψιαίς, εθαύμαζε η ψυχή του. </td><td align="right">265</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και άρχιζε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Άρης πώς την εύμορφην αγάπησε Αφροδίτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όταν πρωτόσμιξαν κρυφά 'ς του Ηφαίστου τον κοιτώνα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολλά 'δωσε και ατίμασε το νυμφικά κρεββάτι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Ηφαίστου· κ' ήλθε μηνυτής και αμέσως το 'πε κείνου, </td><td align="right">270</td></tr>
+<tr><td>ο Ήλιος, 'που 'ς τον έρωτα τους είδε αγκαλιασμένους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως τ' άκουσεν ο Ήφαιστος, κατάκαρδα επληγώθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επήγε εις το χαλκείο του και ολέθριαν είχε γνώμη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις μέγ' αμόνι, 'πώστησε, δεσμά να κόπτη αρχίζει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άσπαστ' αδιάλυτ', ώστ' αυτού άσειστ' οι δυο να μένουν. </td><td align="right">275</td></tr>
+<tr><td>και αφού τον δόλον έπλασε να εκδικηθή τον Άρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς τον κοιτώνα εκίνησε, 'που ήτο η γλυκειά του κλίνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έχυσε γύρω τα δεσμά παντού 'ς τα κλινοπόδια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήσαν πολλά και απ' την σκεπή χυμένα ωσάν αράχνια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λεπτά, 'που δεν θα τα 'βλεπεν ουδέ των μακαρίων </td><td align="right">280</td></tr>
+<tr><td>θεών το μάτι, επίβουλα ως ήσαν μορφωμένα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και γύρω άμ' όλον άπλωσε τον δόλον εις την κλίνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Λήμνο τάχα εκίνησε, καλοκτισμένην πόλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που αυτήν 'ς όλαις ανάμεσα ταις χώραις αγαπάει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' είδε τον καλότεχνον θεόν 'που αναχωρούσε, </td><td align="right">285</td></tr>
+<tr><td>Άρης ο χρυσοχάλινος τυφλός σκοπός δεν ήταν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προς το δώμα εκίνησε του δοξασμένου Ηφαίστου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την αγκαλιά της εύμορφης ποθώντας Κυθερείας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνη μέσα εκάθιζε και μόλις είχε φθάσει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' τον μεγαλοδύναμον πατέρα της Κρονίδη. </td><td align="right">290</td></tr>
+<tr><td>εμπήκε αυτός, της έσφιξε το χέρι και της είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«'Σ την κλίνην έλ', αγαπητή, να γλυκοκοιμηθούμε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Ήφαιστος δεν είν' εδώ, και θα 'ναι ήδη φθασμένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Λήμνο, 'ς τ' αγριόφωνο το γένος των Σιντίων».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε' και να κοιμηθή και αυτής εκαλοφάνη. </td><td align="right">295</td></tr>
+<tr><td>και άμ' έπεσαν τους κύκλωσαν του πολυβούλου Ηφαίστου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα τεχνικώτατα δεσμά, και ουδέ μέλος κανένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να κινήσουν εδύνονταν, ή ολίγο να σηκώσουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ένοιωσαν τότε ότι φυγής κανείς δεν ήταν τρόπος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο ζαβοπόδης ο θεός 'ς ολίγο ήλθε σιμά τους, </td><td align="right">300</td></tr>
+<tr><td>επειδή οπίσω εγύρισε πριν εις την Λήμνο φθάση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι σκοπός του εφύλαγεν ο Ήλιος και του το 'πε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με την καρδιά περίλυπη πλησίασε 'ς το δώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα πρόθυρα εσταμάτησε, και άγρια χολή τον πήρε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και φρικτήν έσυρε βοή 'ς τους αθανάτους όλους· </td><td align="right">305</td></tr>
+<tr><td>«Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ελάτ', έργ' αξιογέλαστα και αβάστακτα να ιδήτε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με, τον χωλόν, πώς του Διός η κόρ', η Αφροδίτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καταφρονεί και αγάπησε τον ανδροφόνον Άρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' είναι ωραίος, και γερός 'ς τα πόδια, κ' εγώ είμαι </td><td align="right">310</td></tr>
+<tr><td>εκ γενετής αστερέωτος· και εις τούτο ποιος μου πταίει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παρά και οι δύο μου γονείς, να μη 'χαν με γεννήσει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά θα ιδήτε πώς αυτοί κοιμούνται αγκαλιασμένοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κυττάζω εγώ και οδύρομαι 'που η κλίνη μου επατήθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παρόμοιο πλάγιασμα, θαρρώ, δεν θα ζητήσουν πλέον, </td><td align="right">315</td></tr>
+<tr><td>μ' όσον και αν έχουν έρωτα, ουδέ για ολίγην ώρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' απ' τα επίβουλα δεσμά δεν θα λυθούν εκείνοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πριν λάβω απ' τον πατέρα της οπίσ' όλα τα δώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσα 'χω για την άσεμνη την κόρη παραδώσει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλ' είναι η θυγατέρα του, αλλά δεν έχει γνώσι». </td><td align="right">320</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε· οι θεοί συνάχθηκαν 'ς το χάλκινο το δώμα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ευεργέτης ήλθ' Ερμής, ο σείστης Ποσειδώνας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο τοξευτής Απόλλωνας και αυτός κατόπιν ήλθε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' η θεαίς απ' εντροπή 'ς το σπίτι έμειναν όλαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι αγαθοδόταις οι θεοί 'ς τα πρόθυρα εσταθήκαν· </td><td align="right">325</td></tr>
+<tr><td>γέλιο 'ς τους μάκαραις θεούς άσβεστον εγεννήθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις τέχναις ως ετήραζαν του πολυβούλου Ηφαίστου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είπ' ένας τον πλησίον του κυττώντας· «Δεν προκόβουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η κακαίς πράξες· και ο αργός τον γλήγορον προφθάνει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ιδού πώς τώρ' ο Ήφαιστος, αργός, χωλός, τον Άρη, </td><td align="right">330</td></tr>
+<tr><td>αν κ' είναι ο γληγορώτατος των Ολυμποκατοίκων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τέχνην έπιασε μοιχόν, και θα τον προστιμήση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο διογενής Απόλλωνας είπε προς τον Ερμεία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω μηνυτή διογέννητε, αγαθοδότη Ερμεία, </td><td align="right">335</td></tr>
+<tr><td>'ς τα δυνατά δεν θα 'στεργες δεσμά σφιγμένος να 'σαι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την κλίνην αν με την χρυσή κοιμώσουν Αφροδίτη;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν απάντησεν ο μηνυτής Ερμείας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω τοξοφόρε Απόλλωνα, τούτ' άμποτε να γείνη!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τρεις φοραίς τόσ' αδιάλυτα δεσμά να μ' εκυκλόναν, </td><td align="right">340</td></tr>
+<tr><td>και οι θεοί με ταις θεαίς να εκυττάζετ' όλοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την κλίνην αν με την χρυσή κοιμώμουν Αφροδίτη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, κ' οι αθάνατοι θεοί γελοκοπούσαν όλοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλην δεν εγέλα, αλλά θερμά ζητούσε ο Ποσειδώνας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον τεχνουργόν τον Ήφαιστο να λύση ευθύς τον Άρη. </td><td align="right">345</td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Λύσε, κ' εγώ σου υπόσχομαι 'που αυτός, ως εσύ θέλεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τους θεούς κατέμπροσθεν τα δίκαια θα πλερώση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο ζαβοπόδης ο ένδοξος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Να μη ζητής τούτο απ' εμέ, γεωφόρε Ποσειδώνα· </td><td align="right">350</td></tr>
+<tr><td>αχρείαις κ' η εγγύησες προς τον αχρείον είναι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τους θεούς κατέμπροσθεν πώς θα σε δέσω, αν ίσως</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Άρης φύγη άμα λυθή χωρίς να με πλερώση;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν απάντησεν ο σείστης Ποσειδώνας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Και αν ο Άρης, Ήφαιστε, μας φύγη και αθετήση </td><td align="right">355</td></tr>
+<tr><td>το χρέος του, θα 'μ' έτοιμος εγώ να σε πλερώσω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο ζαβοπόδης ο ένδοξος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τον λόγο σου να σ' αρνηθώ, δεν γίνεται, δεν πρέπει».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, κ' έλυε τον δεσμόν η δύναμις του Ηφαίστου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' τον δεσμόν, αν και σφικτόν άμα ελυθήκαν, εκείνοι </td><td align="right">360</td></tr>
+<tr><td>πετάχθηκαν εκίνησεν ο Άρης προς την Θράκη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Κύπρον η φιλόγελη ευρέθηκε Αφροδίτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Πάφο, 'πώχει τέμενος κ' έχει βωμόν ευώδη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Χάρες κει την έλουσαν και με το λάδι εχρίσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' άφθαρτο, 'που εις τα σώματα λάμπει των αθανάτων, </td><td align="right">365</td></tr>
+<tr><td>κ' ενδύματα την ένδυσαν, 'που η χάρι τους θαμπόνει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την ψυχή του ευφραίνονταν, ως τ' άκουε, κ' οι άλλοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Φαίακες οι μακρύκουποι 'ς την θάλασσα ακουσμένοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ο Αλκίνοος του Λαοδάμαντα τότ' είπε και του Αλίου, </td><td align="right">370</td></tr>
+<tr><td>χορό να στήσουν μόνοι τους, τι αντίπαλον δεν είχαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνοι σφαίραν εύμορφην αφού 'ς τα χέρια πήραν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κόκκινην, 'που τους έπλασεν ο Πόλυβος τεχνίτης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ένας έρριχνεν αυτήν προς τα σκιοφόρα νέφη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το σώμα οπίσω γέρνοντας· ο δεύτερος πετιόνταν, </td><td align="right">375</td></tr>
+<tr><td>και άρπαζε αυτήν ανάερα, πριν ή την γην πατήση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού πετώντας έπαιξαν εκείνοι με την σφαίρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χορόν κατόπιν άρχισαν 'ς την γην την πολυθρέπτρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συχνά ξαλλάζοντας· και αυτού τριγύρω τ' άλλ' αγόρια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χεροκροτούσαν τακτικά, και όλος εβρόντα ο τόπος. </td><td align="right">380</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότ' είπε τον Αλκίνοον ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καυχήθηκες 'που εις τον χορό τεχνίταις είναι πρώτοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ιδού μου φανερώθηκαν· θαυμάζ' όσο τους βλέπω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και ο σεβαστός Αλκίνοος εχάρη, </td><td align="right">385</td></tr>
+<tr><td>κ' εστράφη ευθύς και αγόρευσε των ναυτικών Φαιάκων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ακούσετε μ', ω αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γνώσιν πολλήν αληθινά πως έχει ο ξένος δείχνει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα δώρα ξενικά να του δοθούν, ως πρέπει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι 'ς τον δήμο δώδεκα κρατούν την εξουσία </td><td align="right">390</td></tr>
+<tr><td>βασιλείς ένδοξοι, κ' εγώ μετ' αυτούς δέκατος τρίτος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθείς σας τώρα καθαρήν χλαμύδα και χιτώνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δόστε του, κ' ένα τάλαντο βαρύτιμο χρυσάφι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλ' ας τα φέρουμε μαζή για να τα λάβη ο ξένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα χέρια του και ολόχαρος 'ς τον δείπνον να καθίση. </td><td align="right">395</td></tr>
+<tr><td>και τώρ' αυτόν ο Ευρύαλος με λόγους να πραΰνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μ' ένα δώρο, ότι κακά του 'χει ομιλήσει πρώτα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και όλοι πρόθυμα συμφώνησαν, κ' έστειλαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθένας τους τον κήρυκα, τα δώρ' αυτού να φέρη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έδωσ' εκείνου απάντησιν ο Ευρύαλος και του 'πε· </td><td align="right">400</td></tr>
+<tr><td>«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον ξένον, ως παράγγειλες, εγώ θε να πραΰνω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτο τ' ολόχαλκο σπαθί, 'που επάν' έχει ασημένια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λαβή, και από νηοπριόνιστον ελέφαντα θηκάρι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θε να του δώσω· ατίμητο δώρο θα το 'χει ο ξένος». </td><td align="right">405</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, 'ς τα χέρια του 'βαλε τ' αργυροκαρφωμένο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σπαθί, και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Πατέρα ξένε, χαίρε· και αν λόγος βαρύς ειπώθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας τον πάρουν οι άνεμοι, κ' οι αθάνατοι ας σου δώσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ξαναϊδής την σύντροφον, να 'φθάσης 'ς την πατρίδα, </td><td align="right">410</td></tr>
+<tr><td>'πώχεις καιρούς 'π' αδημονείς μακράν των ποθητών σου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Φίλε, και συ χαίρε πολύ' κ' οι αθάνατοι ας σου δώσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάθε καλό, και το σπαθί ποτέ να μη ποθήσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτ', όπ', αφού μ' επράυνες με λόγους, μου χαρίζεις». </td><td align="right">415</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και τ' ασημόκομπο 'ς τον ώμο έζωσε ξίφος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έδυσ' ο ήλιος κ' έλαβε τα λαμπρά δώρα εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι κήρυκες οι θαυμαστοί τα έφερναν 'ς του Αλκινόου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το δώμα, όπου τα δέχθηκαν οι υιοί του βασιλέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτοί 'ς το πλάγι απόθοσαν της σεβαστής μητρός τους </td><td align="right">420</td></tr>
+<tr><td>τα ωραία δώρα· εκίνησεν ο Αλκίνοος τότε ο θείος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατόπ' οι άλλοι, κ' έφθασαν, και εις τα υψηλά θρονία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάθισαν όλοι· κ' έλεγεν ο Αλκίνοος της Αρήτης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Γυνή μου, το λαμπρότερο κιβώτιο, 'πώχεις, φέρε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μέσα βάλε καθαρήν χλαμύδα και χιτώνα. </td><td align="right">425</td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς νερό μες τον χαλκό θερμάνετε του ξένου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως αφού λουσθή και ιδή με τάξι όλα βαλμένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα δώρα, όσα οι Φαίακες οι άψεγοι του φέραν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χαρή και το τραπέζι μας και της ωδής τον ύμνο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τούτο τ' εύμορφο χρυσό ποτήρι εγώ του δίνω, </td><td align="right">430</td></tr>
+<tr><td>να με θυμάται ολοζωής, όταν 'ς τα μέγαρά του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σπονδαίς προσφέρη του Διός και όλων των αθανάτων».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και παράγγειλε ταις δούλαις η Αρήτη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ευθύς να στήσουν τρίποδα μεγάλον 'ς την φωτία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυταίς λουτρικόν τρίποδα 'ς την φλόγα μέσα εστήσαν, </td><td align="right">435</td></tr>
+<tr><td>έχυσαν μέσα το νερό και κάτω ξύλα εκαίαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ζών' η φλόγα την κοιλιά και το νερά θερμαίνει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Αρήτη ωστόσο το λαμπρό κιβώτιο για τον ξένον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έφερε από τον θάλαμο, τα δώρ' αυτού να θέση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που οι Φαίακες του δώσαν· </td><td align="right">440</td></tr>
+<tr><td>κ' έθεσε μέσα φόρεμα κ' έναν χιτώνα ωραίον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προς αυτόν ωμίλησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Συ τώρα ιδέ το σκέπασμα, δέσε καλά τον κόμπο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη 'ς το ταξείδι, οπού θα πας, κανένας σ' αδικήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενώ κοιμάσαι ύπνο γλυκό 'ς το ολόμαυρο καράβι». </td><td align="right">445</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ως τ' άκουσε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εφάρμοσε το σκέπασμα, κ' ευθύς έδεσε κόμπο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολύτεχνον οπού η σεπτή του 'χε διδάξ' η Κίρκη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η κελλάρισσα να εμβή 'ς τον έτοιμον λουτήρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του είπε· και θερμά λουτρά άμ' είδ' εχάρη εκείνος· </td><td align="right">450</td></tr>
+<tr><td>ότ' είχε απεριποίητο πολύν καιρόν το σώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της Καλυψώς τα μέγαρα απ' όταν είχε αφήσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπ' εύρισκεν ωσάν θεός την κάθε ανάπαυσί του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η δούλαις ως τον έλουσαν και με το λάδι εχρίσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον εφόρεσαν καλήν χλαμύδα και χιτώνα, </td><td align="right">455</td></tr>
+<tr><td>απ' τον λουτήρα εκίνησε να σμίξη τους συνδείπνους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η Ναυσικά από τους θεούς με κάλλος στολισμένη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εθαύμαζε κυττάζοντας αυτή τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είπε με λόγια πτερωτά· «Χαίρε, σου λέγω, ω ξένε, </td><td align="right">460</td></tr>
+<tr><td>όπως οπόταν ευρέθης 'ς την γην την πατρικήν σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' ενθυμηθής, 'που την ζωή πρώτα χρωστάς 'ς εμένα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κόρη του μεγαλόκαρδου Αλκίνου, Ναυσικάα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είθε ο Κρονίδης, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας, </td><td align="right">465</td></tr>
+<tr><td>θελήση ογλήγορα να ιδώ την ποθητήν πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τότ' ευχαίς ωσάν θεάς εκεί θα σου προσφέρω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολοκαιρής, επειδή συ με έζησες, παρθένα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε κ' εκάθισε εις θρονί, σιμά 'ς τον βασιλέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήδη εμοιράζαν το φαγί και το κρασί συγκέρναν. </td><td align="right">470</td></tr>
+<tr><td>και ο κήρυκας τον έμπιστον αοιδόν τους ωδηγούσε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Δημόδοκον λαοτίμητον, και εις τον υψηλόν στύλο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προσκολλητά τον κάθισε, 'ς την μέση των συνδείπνων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον κήρυκα ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας·—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ράχης κομμάτι αφού 'κοψε λευκοδοντάτου χοίρου, </td><td align="right">475</td></tr>
+<tr><td>πάχος γεμάτ' ολόγυρα, κ' έμενε ακόμη πλήθιο,—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Το κρέας τούτο, κήρυκα, δόσε του Δημοδόκου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φάγη· θα τον ασπασθώ, αν και θλιμμένος είμαι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι σέβας έχουν και τιμή 'ς την οικουμένην όλην</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' τους θνητούς οι αοιδοί, ότι τραγούδια η Μούσα </td><td align="right">480</td></tr>
+<tr><td>αυτούς διδάχνει και αγαπά των αοιδών το γένος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε· και ο κήρυκας ευθύς 'ς του ήρωα Δημοδόκου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα χέρια το 'βαλε, και αυτός το δέχθηκε κ' εχάρη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td> [εμπρός τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, </td><td align="right">485</td></tr>
+<tr><td>του Δημοδόκου ο συνετός ωμίλησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Εσέ παρ' όλους τους θνητούς, Δημόδοκε, δοξάζω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή η Μούσα, κόρη του Διός, σ' έχει διδάξ' ή ο Φοίβος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των Αχαιών ταις συμφοραίς με τόσην τάξι ψάλλεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσ' έπραξαν, όσ' έπαθαν 'ς τον φοβερόν αγώνα, </td><td align="right">490</td></tr>
+<tr><td>ως να 'χες συ παρευρεθή ή απ' άλλον τα 'χες μάθει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρ' έλα εις άλλο πέρασε, του αλόγου ειπέ την τάξι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που ιδρένιο μόρφωσ' ο Επειός μαζή με την Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δόλον 'ς την ακρόπολιν ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το 'φερε μ' άνδραις γεμιστό, κ' ερήμωσαν την Τροία. </td><td align="right">495</td></tr>
+<tr><td>αν όλ' αυτά μου διηγηθής, ως πρέπει, ένα προς ένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τους θνητούς όλους εγώ παντού θα μαρτυρήσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι θεός σου εχάρισε θεολάλητο τραγούδι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και απ' τον θεόν κινούμενος άρχισε και τραγούδι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έβγαλ', εκείθε πιάνοντας, 'που μέρος των Αργείων, </td><td align="right">500</td></tr>
+<tr><td>αφού ταις σκηναίς έκαψαν, με τα καράβια φύγαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' οι άλλοι με τον ένδοξον εμέναν Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των Τρώων εις την αγορά, μες τ' άλογο κρυμμένοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι το 'χαν 'ς την ακρόπολι μόνοι τους σύρ' οι Τρώες.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' άλογον έστεκεν αυτού, και ολόγυρά του εκείνοι </td><td align="right">505</td></tr>
+<tr><td>καθήμενοι πολλά 'λεγαν και τρεις η γνώμαις ήσαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή με το σκληρό σίδερο να σχίσουν τ' άδειο ξύλο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή, αφού το σύρουν κάτακρα, 'ς ταις πέτραις να το ρίξουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή να τ' αφήσουν των θεών μέγα ιλαστήριο δώρο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως κατόπιν έμελλε το πράγμα να τελειώση. </td><td align="right">510</td></tr>
+<tr><td>ότ' ήταν μοίρα να χαθή η πόλι, αμ' αγκαλιάση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το μέγα ξύλιν' άλογο, 'που των Αργείων τ' άνθος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέσα του εκλειούσε, κ' έφερναν φόνο, φθορά των Τρώων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έψαλνε πώς οι Αχαιοί την πόλιν ερημώσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από του αλόγου την βαθειά καθίστρα ορμώντας όλοι· </td><td align="right">515</td></tr>
+<tr><td>κ' έψαλνε πώς άλλοι αλλαχού την πόλι ξολοθρεύαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ο Οδυσσηάς 'ς τα δώματα του Δηιφόβου εχύθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μαζή με τον ισόθεον Μενέλαον, ως ο Άρης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μάχην πώς εκεί φρικτήν ετόλμησεν εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η μεγαλόψυχη Αθηνά του εχάρισε την νίκη. </td><td align="right">520</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έλυονε, και τα δάκρυα 'ς τα μάγουλα του ερρέαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως κλαίοντας τον άνδρα της γυνή περιλαμβάνει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'πώπεσ' εμπρός 'ς τα τείχη του και εις τους λαούς να σώση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την πόλι και τα τέκνα του απ' την κακήν ημέρα, </td><td align="right">525</td></tr>
+<tr><td>και, ως βλέπει αυτόν οπού σπαρνά 'ς το ψυχομάχημά του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτή ριμμένη επάνω του θρηνολογεί, κ' εκείνοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την ράχη και τους ώμους της κτυπώντας με τ' ακόντι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την σέρνουν εις τα βάσανα, 'ς τα πάθη της δουλείας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτής ο πόνος ο πικρός τα μάγουλα μαραίνει· </td><td align="right">530</td></tr>
+<tr><td>όμοια τότ' έρρεαν πικρά τα δάκρυα του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλων των άλλων έμεναν τα δάκρυα του κρυμμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που καθόνταν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά του, και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις τους ναυτικούς Φαίακαις ευθύς εκείνος είπε· </td><td align="right">535</td></tr>
+<tr><td>«Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ν' αφήσ' ήδη ο Δημόδοκος την ηχηρήν κιθάρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι μ' αυτά, 'που τραγουδεί, δεν καλοαρέσ' εις όλους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το δείπνο αφού καθίσαμε και άρχισ' ο αοιδός ο θείος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' το πικρό παράπονο δεν έχει παύσει ο ξένος· </td><td align="right">540</td></tr>
+<tr><td>πόνος μεγάλος την καρδιά, θαρρώ, του καταθλίβει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άρα να μείν' ο αοιδός, όπως χαρή και ο ξένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' εμάς, 'που τον ξενίζουμε, και τούτο θέλ' η τάξι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλα γι' αγάπην έγειναν του σεβασμίου ξένου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προβάδισμα, χαρίσματα, 'που τον φιλοδωρούμε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' είναι ως άλλος αδελφός ο ξένος και ο ικέτης </td><td align="right">545</td></tr>
+<tr><td>του ανδρός, όπ' έχει 'ς την καρδιάν αίσθησι καν ολίγη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όθεν και συ μην προσπαθής με τέχνη να μας κρύψης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ό,τι ερωτώ σε· είναι καλό να μας το φανερώσης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' όνομα ειπέ, 'που σ' έκραζαν εκεί πέρα οι γονείς σου, </td><td align="right">550</td></tr>
+<tr><td>κ' οι άλλοι εκεί 'ς την πόλι σου, και οι γείτονες τριγύρω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι ανονόμαστος κανείς δεν είναι των ανθρώπων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον κόσμον άμα γεννηθή, μικρός είν' είτε μέγας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όλων, άμα ιδούν το φως, το βγάζουν οι γονείς τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ειπέ μου την πατρίδα σου, τον δήμο, και την πόλι, </td><td align="right">555</td></tr>
+<tr><td>όπως τα πλοία στρέφοντας εκεί την νόησί τους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σε φέρουν· ότ' οι Φαίακες δεν έχουν κυβερνήταις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε πηδάλια αυτά βαστούν, ως έχουν τ' άλλα πλοία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά την γνώμην εννοούν, τα φρένα των ανθρώπων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις χώραις, τους παχείς αγρούς της οικουμένης όλης </td><td align="right">560</td></tr>
+<tr><td>γνωρίζουν, και της θάλασσας περνούν το μέγα στόμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γοργότατα, 'ς την καταχνιά, 'ς την συννεφιά κρυμμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ ποτέ τους να χαθούν ή να βλαφθούν φοβούνται.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνον τούτ' άκουσ' άλλοτε, 'πώλεγεν ο πατέρας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ναυσίθοος, ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας, </td><td align="right">565</td></tr>
+<tr><td>'που 'ς την πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι ο θεός έν' εύμορφο καράβι των Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως γέρνει από προβάδισμα ποτέ, 'ς το μαύρο κύμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος θα κλείση μέγα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτά 'πε ο γέρος, και ο θεός ή θέλει τα ενεργήση, </td><td align="right">570</td></tr>
+<tr><td>ή μένουν ανενέργητα, καθώς αρέσει εκείνου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' έλα τώρα θέλησε σωστά να μου αναφέρης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα μέρη όπου πλανήθηκες, τους τόπους όπου εβγήκες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις χώραις ταις καλόκτισταις κ' εκείνων τους κατοίκους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όσοι απ' αυτούς ήσαν κακοί, άγριοι και όχι δίκαιοι, </td><td align="right">575</td></tr>
+<tr><td>και όσοι φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' ήτο η γνώμη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ειπέ τι τόσ' οδύρεσαι οπόταν των Αργείων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των Δαναών το πάθημα ακούσης και του Ιλίου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνο το έκαμαν οι θεοί, κ' έκλωσαν των ανθρώπων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλεθρον μέγαν, να το ειπούν κ' οι απόγονοι τραγούδι. </td><td align="right">580</td></tr>
+<tr><td>μη συγγενής σου έπεσε 'ς τα τείχη εμπρός του Ιλίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άξιος, γαμβρός, ή πενθερός; στενότατ' είναι τούτοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατόπι από το αίμα μας και από την γενεά μας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή κάποιος σύντροφος λαμπρός, εγκαρδιακός σου φίλος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έπεσε; ότι 'ς την γνώμη μου κατώτερος δεν είναι 5</td><td align="right">85</td></tr>
+<tr><td>απ' αδελφόν φίλος με νου και γνώσι προικισμένος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td><b>Ραψωδία I</b></td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τω όντι τούτο είν' εύμορφο, τέτοιον αοιδόν ν' ακούης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως είναι αυτός, 'που των θεών εις την φωνήν ομοιάζει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι δεν βλέπω 'ς την ζωή τερπνότερ' άλλο τέλος, </td><td align="right"> 5</td></tr>
+<tr><td>παρ' όταν όλος ο λαός 'ς την ευφροσύνη πλέει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον αοιδόν 'ς τα δώματα ακούν οι καλεσμένοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αραδικώς καθήμενοι, με τράπεζαις γεμάταις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον άρτον και τα κρέατα, και απ' τον κρατήρα παίρνει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο κεραστής κρασί γλυκό και 'ς τα ποτήρια χύνει· </td><td align="right">10</td></tr>
+<tr><td>απ' όλα τ' ωραιότερον ότ' είναι αυτό λογιάζω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά τα πολυστένακτα κακά μου να ερευνήσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σου 'πε η ψυχή σου, όπως εγώ βαρύτερα στενάζω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα τι πρώτο, τ' ύστερον εγώ να σου ιστορίσω;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' οι επουράνιοι θεοί κακά πολλά μου δώσαν. </td><td align="right">15</td></tr>
+<tr><td>και πρώτα θα ειπώ τ' όνομα, όπως και σεις ακόμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το μάθετε, και όπως εγώ, τον χάρο αν ξεφύγω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φίλος σας μένω ξενικός, και πέρ' αν κατοικάω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγώ 'μαι ο δολομήχανος Λαερτιάδης Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από την γη 'ς τους ουρανούς η δόξα μου έχει φθάσει. </td><td align="right">20</td></tr>
+<tr><td>και κατοικώ την ηλιακήν Ιθάκη, 'π' όρος έχει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μεγάλο κινησίφυλλο, το Νήριτο, και γύρω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>νησιά πολλά, και σύνεγγυς το 'να με τ' άλλο, υπάρχουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Δουλίχιο, Σάμη, Ζάκυνθος η πολυδενδρωμένη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνη 'ς το πέλαο χαμηλή βαθειά την δύσι βλέπει, </td><td align="right">25</td></tr>
+<tr><td>και όλαις η άλλαις χωριστά προς της αυγής τα μέρη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πετρώδης, αλλ' ανδρών καλή βυζάστρα· κ' εγώ άλλο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πράγμα δεν δύναμαι να ιδώ γλυκότερο απ' την γην μου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ιδές, μ' εκράτ' η Καλυψώ, σεπτή θεά, μεγάλη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα κοίλα σπήλαια, και άνδρας της επόθει να της ήμαι· </td><td align="right">30</td></tr>
+<tr><td>όμοια και η Κίρκη εκράτει με, η δολερή Αιαία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα μέγαρά της, και άνδρας της επόθει να της ήμαι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά ποτέ δεν έπεισαν 'ς τα στήθη την ψυχή μου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αχ! τίποτε γλυκότερο δεν έχει απ' την πατρίδα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' τους γονείς ο άνθρωπος, και σπίτι ευτυχισμένο </td><td align="right">35</td></tr>
+<tr><td>εις ξένην γην αν κατοικεί μακράν απ' τους γονείς του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρ' άκουσε το θλιβερό ταξείδι, 'που εις εμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως απ' την Τροίαν έγερνα, διώρισεν ο Δίας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Απ' το Ίλιο μ' έφερ' άνεμος 'ς την άκραν των Κικόνων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την Ίσμαρο· κ' εξέκαμα την πόλι και τους άνδραις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και όσαις γυναίκαις πήραμε και πλούτη από την πόλι, </td><td align="right">40</td></tr>
+<tr><td>ίσια τα μοιρασθήκαμε να μη κλαυθή κανένας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τότ' εγώ να φύγουμεν εκείθ' ευθύς με βία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παρακινούσα, αλλ' οι μωροί ν' ακούσουν δεν ήθελαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτού πίνονταν άδολο κρασί πολύ, κ' εσφάζαν </td><td align="right">45</td></tr>
+<tr><td>εις τ' ακρογιάλι αρνιά πολλά και στριφοπόδα βώδια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πήγαν ωστόσο οι Κίκονες τους Κίκοναις να κράξουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γείτοναις, 'που πλειότεροι και ανδρειότεροι απ' εκείνους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκατοικούσαν 'ς την στερηά, και απ' τ' άλογα εγνωρίζαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να πολεμούν, ή και πεζοί, αν το 'θελεν η ανάγκη. </td><td align="right">50</td></tr>
+<tr><td>τόσ' ήλθαν, όσ' η άνοιξι φύλλα φυτρόνει και άνθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πρωί· τότ' ήλθε του Διός μοίρα κακή κοντά μας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των δύστυχων, όπ' έμελλε πολλά να φέρη πάθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την μάχη στήσαν και άρχισαν προς τα γοργά καράβια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' τα δυο μέρη ερρίχνονταν τα χάλκινα κοντάρια. </td><td align="right">55</td></tr>
+<tr><td>και όσ' ήτο αυγή και τ' άγιο φως αύξαινε της ημέρας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς τους πολλούς τον πόλεμον κρατούσαμεν οι ολίγοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άμ' ο ήλιος έγερνεν, όταν τα βώδια λυώνται,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους Αχαιούς εσύντριψαν οι Κίκονες κ' εσπρώξαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έξι ανδρειωμένοι σύντροφοι μέσ' από κάθε πλοίο </td><td align="right">60</td></tr>
+<tr><td>χάθηκαν και απ' τον θάνατον σωθήκαμεν οι άλλοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θλιμμένοι εμπρός επλέαμεν, μακράν από τον χάρο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά δεν μου ξεκίνησαν τα ισόμετρα καράβια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πριν τρεις φωνάξουμε φοραίς τους άμοιρους συντρόφους, </td><td align="right">65</td></tr>
+<tr><td>όσους 'ς τον κάμπον έστρωσαν τ' ακόντια των Κικόνων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο Δίας μας εσήκωσεν ο νεφελοσυνάκτης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ζάλην φρικτήν απ' τον Βορηά, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έτρεχαν επικέφαλα, και τα πανιά τους όλα </td><td align="right">70</td></tr>
+<tr><td>έσχισεν, ετετάρτιασεν η δύναμι του ανέμου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάτω τα εσύραμεν ευθύς, μη μας καταποντίσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και λάμνοντας εφέραμεν εις την στερηά τα πλοία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ασάλευτοι αυτού μείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος. </td><td align="right">75</td></tr>
+<tr><td>η τρίτη ως έλαμψεν αυγή, τα κάτασπρα πανία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τα κατάρτια απλώσαμε, καθίσαμε και ωδήγαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα πλοία μας ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άβλαπτος τότε θα' φθανα 'ς την ποθητήν πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ως τον Μαληά γύριζα, το κύμα και το ρεύμα </td><td align="right">80</td></tr>
+<tr><td>και ο Βορηάς πολύ μακράν μ' έδιωξαν των Κυθήρων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατόπιν άνεμοι κακοί μ' έδερναν εννηά 'μέραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την ιχθυοφόρα θάλασσαν ήλθαμε την δεκάτη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των Λωτοφάγων εις την γη, 'πώχουν τροφή τους άνθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την γην εβγήκαμε, νερό επήραμε από βρύσι, </td><td align="right">85</td></tr>
+<tr><td>και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το φαγί και το πιοτό άμα ευφρανθήκαμ' όλοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε συντρόφους έστειλα, να υπάγουν και να μάθουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποι 'ς την γην εκείνην ήσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δύο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. </td><td align="right">90</td></tr>
+<tr><td>επήγαν κ' επλησίασαν τους Λωτοφάγους άνδραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τούτοι των συντρόφων μας κακό δεν μελετούσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κανένα, αλλά τους έδωσαν λωτό να δοκιμάσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμα εγευόνταν τον καρπό, 'που ήταν γλυκός 'σαν μέλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να γύρουν πλειά δεν έστεργαν, ουδ' είδησι να φέρουν. </td><td align="right">95</td></tr>
+<tr><td>αλλά να μένουν ήθελαν σιμά των Λωτοφάγων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λωτό να τρώγουν, την γλυκειά πατρίδα λησμονώντας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τα καράβια εγώ με βια τους γύρισα κ' εκλαίαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις τα ζυγ' αποκάτωθε τους έσυρα δεμένους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ν' αναιβούν τότ' επρόσταξα των άλλων των συντρόφων </td><td align="right">100</td></tr>
+<tr><td>'ς τα γοργά πλοία με σπουδή, μη κάποιος απ' εκείνους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φάγη λωτό, και την γλυκειά πατρίδα λησμονήση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμπήκαν, αραδιάσθηκαν εις τα σανίδια κείνοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εκείθ' επλέαμεν εμπρός με την ψυχή θλιμμένη. </td><td align="right">105</td></tr>
+<tr><td>και των Κυκλώπων εις την γη, των υβριστών, ανόμων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εφθάσαμε, οπού 'ς των θεών την δύναμι θαρρώντας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε φυτό φυτεύουσιν, ούτε πότ' αλατρεύουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άσπαρτ', αναλάτρευτα, τα πάντα εκεί φυτρόνουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σίτοι, κριθάρια, και άμπελοι, και δίδει κρασί πλήθος </td><td align="right">110</td></tr>
+<tr><td>ο μεγαστάφυλος καρπός, καθώς τον βρέχει ο Δίας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βουλών δεν έχουν αγοραίς, και νόμους δεν γνωρίζουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά ταις άκραις κατοικούν βουνών υψηλοτάτων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις βαθειά σπήλαια, και καθείς 'ς την σύντροφο, 'ς τα τέκνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είναι κριτής, ουδέποτε προσέχει προς τον άλλον. </td><td align="right">115</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Άγριον απλόνεται νησί παρέξω απ' τον λιμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε σιμά, και ούτε μακράν της χώρας των Κυκλώπων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σύδενδρο, και αγριόγιδα 'ς εκείνο μέσα βόσκουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αμέτρητα· ότι πάτημα δεν τα εμποδίζει ανθρώπων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ κει μπαίνουν κυνηγοί, 'που συνηθούν 'ς τα δάση </td><td align="right">120</td></tr>
+<tr><td>να δέρνωνται, αναβαίνοντας ράχαις και κορφοβούνια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποίμνια δεν το σκεπάζουσι, και αλέτρια δεν το σχίζουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άσπαρτο, αναλάτρευτο, και ολόρφανο απ' ανθρώπους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολοκαιρής, είναι βοσκή 'ς τα γίδια 'που βελάζουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι πλοία κοκκινόπλωρα οι Κύκλωπες δεν έχουν, </td><td align="right">125</td></tr>
+<tr><td>ούτ' έχουν πλοίων ξυλουργούς, 'που εκείνων θα εμορφόναν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλόστρωτα πλεούμενα, χρήσιμα να 'ναι εις όλα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς ταις πολιτείαις φθάνοντας, ως τους ανθρώπους βλέπεις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το πέλαο να συχνοπερνούν απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτοί θα τους εσύσταιναν καλόκτιστην την νήσο. </td><td align="right">130</td></tr>
+<tr><td>κακή δεν είναι· θα 'φερνε κάθε καρπό 'ς την ώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι της λευκής θάλασσας 'ς την άκρη τα λειβάδια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>υγρά θωρείς και μαλακά· και άφθαρτ' αμπέλια θα 'χε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και για τ' αλέτρ' είναι ομαλή· τον σίτο 'ς τον καιρό του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βαθειά πολύ θα εθέριζαν, ότ' είναι η γη παχεία. </td><td align="right">135</td></tr>
+<tr><td>κ' έχει λιμέν' ακίνδυνον, οπού σχοινιά δεν θέλει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είτε να ρίχνουν άγκυραν, είτε να δένουν πρύμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αραγμένοι προς την γη να μένουν, ως 'που οι ναύταις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ξεκινήσουν πρόθυμα, άμα φυσήση πρύμος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις του λιμένα την κορφή νερό καθάριο ρέει, </td><td align="right">140</td></tr>
+<tr><td>άντρο αποκάτω μια πηγή, και ολόγυρα έχει λεύκαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτού εμπαίναμε· θεός κάποιος μας οδηγούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σκότος μέσα της νυκτός, 'π' αθώρητα ήσαν όλα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι καταχνιά κύκλονε τα πλοία, και η σελήνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν έφεγγε απ' τον ουρανό και νέφη την εκρύβαν. </td><td align="right">145</td></tr>
+<tr><td>και το νησί δεν ξάνοιξε κανείς μας με τα μάτια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ τα μακρυά κύματα 'ς την γην όπως κυλούσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είδαμε, πριν τα πλοία μας 'ς την άκρα προσαράξουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' άραξαν, εσύραμε κατ' όλα τα πανιά τους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την γην εβγήκαμε κ' εμείς, και, αφού πήραμ' ολίγον </td><td align="right">150</td></tr>
+<tr><td>ύπνον, επεριμέναμεν η άφθαρτ' Ηώ να φέξη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το νησί θαυμάζοντας γερνούσαμε άνω, κάτω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η νύμφαις, κόραις του Διός, απ' τα όρη ξεκινήσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα γίδια, ναύρουν έτοιμο το γεύμα οι σύντροφοί μου. </td><td align="right">155</td></tr>
+<tr><td>τα τόξ' αμέσως τα κυρτά και τα μακρυν' ακόντια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' το καράβι πήραμε, και, εις τρεις βαλμένοι τάξεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ρίχναμε, κ' έδωσε ο θεός ευφραντικό κυνήγι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' ακολουθούσαν δώδεκα πλοία, και εις το καθένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εννέα γίδες έμειναν, αφού μου δώσαν δέκα. </td><td align="right">160</td></tr>
+<tr><td>αυτού τότ' εκαθόμασθε, ολημέρα ως το δείλι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό φαγοποτώντας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι το κόκκινο κρασί δεν είχε λείψει ακόμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα πλοία, τ' είχαμε ο καθείς γεμίσει ταις λαγήναις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την ιερή 'σαν πήραμε την πόλι των Κικόνων. </td><td align="right">165</td></tr>
+<tr><td>και των Κυκλώπων βλέπαμε την γη, 'που ήταν πλησίον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον καπνό, και την φωνήν αυτών και των προβάτων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο ήλιος άμα εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμείς αναπαυθήκαμε 'ς την άκρα της θαλάσσης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, </td><td align="right">170</td></tr>
+<tr><td>κ' έκαμα εγώ συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«σεις οι άλλοι φίλοι σύντροφοι, να μείνετ' εδώ τώρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγώ με τα καράβι μου και με τους ιδικούς μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συντρόφους θέλα πάω να ιδώ να μάθω τίνες είναι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι άνθρωποι τούτοι, είναι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, </td><td align="right">175</td></tr>
+<tr><td>ή τε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και εις το καράβι ανέβηκα και των συντρόφων είπα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν· κ' εκείνοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την λευκή την θάλσσα με τα κουπιά βροντούσαν. </td><td align="right">180</td></tr>
+<tr><td>και ότε εις τον τόπο φθάσαμεν, οπού μακράν δεν ήταν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις άκραν σπήλαιον είδαμε, 'ς το χείλος της θαλάσσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>υψηλό, δαφνοσκέπαστο κει μέσα εξενυκτούσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κοπάδια, γιδοπρόβατα πολλά, και αυλήν τριγύρω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>υψηλήν είχεν εις χωσταίς πέτραις βαθειά κτισμένην, </td><td align="right">185</td></tr>
+<tr><td>κ' υψηλοφούντωτα ιδρυά, πεύκ' υψηλοί, την φράζαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνδρας θεόρατος αυτού ξενύκταε, 'που βοσκούσε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα ποίμνια μόνος ξέμακρα, ουδ' έσμιγε με άλλους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' έτρεφεν ανάμερα κάθε ανομιά 'ς τον νου του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι θαύμα ήταν θεόρατον, ουδέ των σιτοφάγων </td><td align="right">190</td></tr>
+<tr><td>ώμοιαζε ανδρών, αλλ' ώμοιαζεν ως κορυφή λογγώδης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που υψόνεται ολομόναχη 'ς την μέση απ' άλλα όρη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και αφού τους άλλους πρόσταξα αγαπητούς συντρόφους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά 'ς το πλοίο να σταθούν και αυτού να το φυλάγουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>διάλεξα δώδεκ' απ' αυτούς κ' εκίνησα μαζή τους. </td><td align="right">195</td></tr>
+<tr><td>κ' είχ' ασκί τράγινο, γλυκό μαύρο κρασί γεμάτο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μου τόχε δώσει ο Μάρωνας, ο γόνος του Ευανθέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ιερέας του Απόλλωνα, προστάτη της Ισμάρου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τον υιόν τον σώσαμε και με την σύντροφόν του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φοβούμενοι, ότι εγκάτοικος 'ς το δάσος αυτός ήταν </td><td align="right">200</td></tr>
+<tr><td>του Φοίβου Απόλλωνα, και αυτός λαμπρά μου 'δωσε δώρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επτά μου 'δωσε τάλαντα, έργα χρυσά και ωραία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έναν κρατήρα ολάργυρο· και δώδεκα λαγήναις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άδολο γέμισε κρασί, γλυκό, πιοτόν ουράνιο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που δεν το γνώριζε κανείς 'ς το σπίτι του υπηρέτης, </td><td align="right">205</td></tr>
+<tr><td>ούτε θεράπαιν', αλλ' αυτός και η πολυαγαπημένη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γυνή του και η κελλάρισσα το ήξευρε μόνη μία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ότ' έβαζε το κόκκινο γλυκό κρασί να πίνουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις μέτρα νερό δώδεκα έχυν' ένα ποτήρι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' ευωδιάν ανέκφραστη τριόντιζε ο κρατήρας· </td><td align="right">210</td></tr>
+<tr><td>κανείς τότε δεν θα 'στεργε το κέρασμα ν' αφήση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέγαλο ασκί πήρ' απ' αυτό και τρόφιμα εις δισάκκι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι απ' αρχής εμάντευσεν η ανδρική ψυχή μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'π' άνδρας ζωσμένος δύναμιν μεγάλην θα 'λθη εμπρός μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άγριος, 'που δεν θα εγνώριζε δίκαια ποσώς ή νόμους. </td><td align="right">215</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ήλθαμ' εις τ' άντρ' ογλήγορα και μέσ' αυτός δεν ήταν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' έβοσκεν εις ταις βοσκαίς τα σαρκωμέν' αρνιά του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως φθάσαμ' εκυττάζαμεν όσά 'χε μέσα τ' άντρο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα τυροβόλια γεμιστά, και η μάνδρες στοιβασμέναις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αρνιά κ' ερίφια· κ' είχε τα ξεχωριστά κλεισμένα, </td><td align="right">220</td></tr>
+<tr><td>τα πρώιμ' αλλού, τα δεύτερα αλλού, και αλλού τα τρίτα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλα επλημμύριζαν ορό, και κάδοι και σκαφίδες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' αγγεία τα καλόφθειαστα, 'π' άρμεγε αυτός το γάλα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε με λόγια οι σύντροφοι θερμά μ' επαρακάλουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' τα τυριά να πάρουμε και φεύγοντας με βία </td><td align="right">225</td></tr>
+<tr><td>αρνιά κ' ερίφια γλήγορα να σύρουμ' απ' ταις μάνδραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το πλοίο μας, και τα πικρά να σχίσουμε πελάγη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να 'χα δεχθή την γνώμη τους! αλλ' είχε βάλει ο νους μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνον να ιδώ και ξενικά να μου χαρίση δώρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αχ, να φανή δεν έμελλε τερπνός εις τους συντρόφους! </td><td align="right">230</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και αφού φωτιάν ανάψαμε κ' εκάμαμε θυσία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εφάγαμ' από τα τυριά, κ' εκείνον καρτερώντας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθόμασθε· ήλθε απ' την βοσκή, και από φρυγμένα ξύλα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έφερνε βάρος φοβερό, να τα 'χη για τον δείπνο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις τ' άντρο μέσα ως το 'ριξε φρικτόν σήκωσε βρόντο· </td><td align="right">235</td></tr>
+<tr><td>τρέμοντας εσυρθήκαμε 'ς του άντρου μες τα βάθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα παχειά πρόβατ' έμπασε 'ς το ευρύχωρο το σπήλαιο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλα όσα εκείνος άρμεγε, τ' αρσενικ' άφησ' έξω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τράγους, κριάρια, 'ς τον βαθύ τον γύρο της αυλής του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς εσήκωσ' έβαλε θυρόπετρα μεγάλη </td><td align="right">240</td></tr>
+<tr><td>βαρειά πολύ, 'που από την γη να σείουν δεν θ' αρκούσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είκοσι δυο τετράκυκλα καλοφθειασμέν' αμάξια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τέτοιον βράχον άμετρον έφραξ' αυτός την θύρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άρμεγε αυτού καθήμενος γίδαις και προβατίναις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τάξι, κ' έπειτ' έβαζε της καθεμιάς τ' αρνί της. </td><td align="right">245</td></tr>
+<tr><td>και αφού 'χε πήξει το μισό από το λευκό γάλα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα εμάζευσε και το 'θεσεν εις τα πλεκτά καλάθια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τ' άλλο μισό 'πώμεινε το 'βαλε μες τ'αγγεία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έτοιμο για τον δείπνο του, να παίρνη και να πίνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα έργα του είχε κάμει, </td><td align="right">250</td></tr>
+<tr><td>την στιά ξανάναφτε, κ' εμάς κυττώντας είπε· «ω ξένοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποιοι είσθε; πόθεν πλέετε τους δρόμους της θαλάσσης;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να εμπορευθήτ' εβγήκετε, ή του κακού πλανάσθε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα πέλαγα ως οι πειραταίς; πλανώνται αυτοί και φέρουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την ζωή τους κινδυνεύοντας, βλάβη των αλλοφύλων». </td><td align="right">255</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά πε· και η καρδία μας εκόπη από τον τρόμο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι βαρύ 'χε μούγκρισμα, κ' εκείνος ήταν τέρας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όμως εγώ απάντησα ευθύς 'ς το ερώτημα του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«εμείς πλανώμενοι Αχαιοί ήλθαμε από την Τροία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως οι άνεμοι στην άβυσσο μας σπρώξαν της θαλάσσης </td><td align="right">260</td></tr>
+<tr><td>εις δρόμους άλλους πάντοτε μακράν απ' την πατρίδα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτα διώρισε η βουλή και η θέλησι του Δία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>στρατιώταις του Αγαμέμνονα καυχόμασθε, τον Ατρείδη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που τώρα η δόξα του αντηχεί 'ς τα πέρατα τον κόσμου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την πόλιν αφού ερήμωσε την δυνατήν και πλήθη </td><td align="right">265</td></tr>
+<tr><td>πολλών εξέκαμε λαών κ' εμείς εδώ φθασμένοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα γόνατα σου πέφτουμε, να μας φιλοξενήσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή άλλο να δώσης χάρισμα, ως συνηθούν των ξένων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σέβου, ω μεγάλε, τους θεούς· ικέταις σου μας έχεις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των ξένων και των ικετών εκδικητής ο Δίας </td><td align="right">270</td></tr>
+<tr><td>ο ξένιος, 'που τους ιερούς τους ξένους συνοδεύει».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπα, και μ' άσπλαχνη καρδιά μου αντείπ' ευθύς εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«ω ξένε, ή τ' είσαι ανόητος, ή τ' έρχεσ' από πέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που να φοβώμαι τους θεούς ή να ψηφώ μου λέγεις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν ψηφούν, όχ', οι Κύκλωπες τον Δί' αιγιδοφόρο </td><td align="right">275</td></tr>
+<tr><td>ουδέ τους μάκαραις θεούς· είμασθ' ανώτεροί τους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδ' από φόβο του Διός εσένα ή τους συντρόφους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγώ ποτέ θα λυπηθώ, αν δεν το θέλω ατός μου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά το καλοκάμωτο που άραξες καράβι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις κάποιαν άκραν ή σιμά; λέγε μου, να το μάθω». </td><td align="right">280</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε δοκιμάζοντας, αλλά δεν απατιόνταν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο νους μου ο πολυπόθητος και αντείπα εγώ με δόλο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«το πλοίο μου εσύντριψεν ο σείστης Ποσειδώνας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατάβραχ' όπως το 'σπρωξε 'ς κάποια της γης σας άκρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άνεμος από την θάλασσα φυσώντας μου το 'πήρε, </td><td align="right">285</td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ με τούτους ξέφυγα την υστερνή μου ώρα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πα, και ο σκληρόψυχος ποσώς δεν απαντούσε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ετινάχθη και άπλωσε τα χέρια 'ς τους συντρόφους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άρπαξε δυο κ' έκρουσ' αυτούς 'ς την γην ωσάν σκυλάκια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ερρέαν χάμου τα μυαλά κ' ενότιζαν το χώμα. </td><td align="right">290</td></tr>
+<tr><td>και αφού τους εκομμάτιασεν ετοίμαζε τον δείπνο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έτρωγε· ως λειόντας ορεινός, χωρίς τα ουδέν ν' αφήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εντόσθια, σάρκαις, κόκκαλα, κ' ερούφα τα μελούδια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμείς 'ς τον Δία κλαίοντας σηκόναμε τα χέρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βλέποντας έργ' απάνθρωπα, και ο νους μας απορούσε. </td><td align="right">295</td></tr>
+<tr><td>και αφού γέμισ' ο Κύκλωπας την τρίσβαθη κοιλία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ανθρώπου κρέας τρώγοντας, πίνοντας γάλ' ακράτο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείτονταν 'ς τ' άντρο τεντωτός 'ς την μέση των προβάτων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είπε η γενναία μου ψυχή το ακονητό σπαθί μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ξεγυμνώσω επάνω του, 'ς το στήθος να το εμπήξω </td><td align="right">300</td></tr>
+<tr><td>εκεί, 'που το διάφραγμα σκεπάζει το συκώτι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ήλθεν άλλος στοχασμός και μου άλλαξε την γνώμη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι κ' εμείς θα ευρίσκαμε τον θάνατο μαζή του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι δεν θάμαστε αρκετοί απ' την υψηλή θύρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον βράχο να κινήσουμε βαρύν, οπού 'χε βάλει. </td><td align="right">305</td></tr>
+<tr><td>και αυτού βαρυστενάζαμε πότε να φέξ' η ημέρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως φάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, πάλιν εκείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έκαμνε στιά και ταις καλαίς άρμεγε προβατίναις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τάξι, κ' έπειτ' έβαζε της καθεμιάς τ' αρνί της.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα εργα του είχε κάμει, </td><td align="right">310</td></tr>
+<tr><td>άρπαξε πάλι δυο μαζή κ' ετοίμασε το γεύμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χορτάτος έπειτ' έβγαλε τα πρόβατ' από τ' άντρο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού τον βράχον εύκολα εσήκωσε απ' την θύρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον ξανάβαλ' έπειτα, ως σκέπασμα εις φαρέτρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ωδήγα με σουριγματιαίς τα πρόβατα εις τα όρη </td><td align="right">315</td></tr>
+<tr><td>ο Κύκλωπας· κ' εγώ 'μένα και ολέθριαις είχα γνώμαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να εκδικηθώ, κ' η Αθηνά την δόξα να μου δώση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ιδού ποια συμφερώτερη τότε μου εφάνη γνώμη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την μάνδρα μέγα ρόπαλο του Κύκλωπα ήταν χάμου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χλωρόν, ελάινο, και είχε το κόψει να το φοράη </td><td align="right">320</td></tr>
+<tr><td>όταν φρυγή· και ως το είδαμε κατάρτι μας εφάνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αρμόδιο για εικοσίκουπο καράβι πισσωμένο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' τα πλατειά φορτωτικά, 'που σχίζουν τα πελάγη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το μάκρος τόσο εφαίνονταν και τόσον εις το πλάτος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το επήρα και όσο μιαν ορυιάν έκοψα εγώ του ξύλου, </td><td align="right">325</td></tr>
+<tr><td>και των συντρόφων το 'δωσα και να το ξύσουν είπα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνοι καλά το εγλύστρωσαν· και σουβλερό 'ς την άκρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το 'καμα εγώ και με σπουδή το επύρονα εις την φλόγα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' απόθωσ' έπειτ' εύμορφα και το 'κρυψα 'ς την κόπρο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που ήταν χυμένη αμέτρητη μες τ' άντρο απ' άκρ' εις άκρη. </td><td align="right">330</td></tr>
+<tr><td>κ' είπα λαχνόν οι σύντροφοι να ρίξουν, ποιος θα τύχη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' εμέ να υψώση τον λοστό, μ' ανδρειά να τον εμπήξη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμα γλυκαποκοιμηθή, 'ς του Κύκλωπα το μάτι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έλαχαν κείνοι, 'που 'θελα, ως να 'σαν διαλεκτοί μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τέσσαρες, κ' εμετρήθηκα πέμπτος εγώ μ' εκείνους. </td><td align="right">335</td></tr>
+<tr><td>κ' ήλθε με τα καλόμαλλα πρόβατ' αυτός το βράδι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα σαρκωμένα πρόβατα έμπασε μέσα 'ς τ' άντρο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλα, και 'ς τον αυλόγυρο δεν άφησε κανένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή μόνος κάτι ενόησεν ή πρόσταγμ' ήταν θείο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εσήκωσ' ευθύς κ' έβαλε τον βράχον εις την θύρα. </td><td align="right">340</td></tr>
+<tr><td>και άρμεγε αυτός καθήμενος τα πρόβατα, ταις γίδαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τάξιν, κ' έβαζ' έπειτα της καθεμιάς τ' αρνί της.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα έργα του είχε κάμει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άρπαξε πάλι δυο μαζή κ' ετοίμασε τον δείπνο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τότ' εγώ τον Κύκλωπα πλησίασα και του 'πα, </td><td align="right">345</td></tr>
+<tr><td>μ' ένα καυκί 'ς τα χέρια μου, μαύρο κρασί γεμάτο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κύκλωπα, λάβε, πιε κρασί, 'π' ανθρώπινο έχεις φάγει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κρέας, να ιδής 'ς το πλοίο μου πιοτό 'που 'χα κρυμμένο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ σου το 'φερα σπονδήν, ίσως εμ' ελεήσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις την πατρίδα στείλης με· ά! συ φρικτά μανίζεις. </td><td align="right">350</td></tr>
+<tr><td>άσπλαχνε, πώς άλλος θα 'λθή να σε σιμώση πλέον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' όπου υπάρχουν άνθρωποι, τόσ' άνομ' αφού πράζεις;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πα, και το επήρε αυτός, το ρούφηξε κ' ευφράνθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το γευτικώτατο πιοτό, και άλλο μου εζήτ' ακόμη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«δος μου και πάλιν πρόθυμα, και αμέσως τ' όνομά σου </td><td align="right">355</td></tr>
+<tr><td>ειπέ, να λάβης χάρισμα, 'που να χαρή η ψυχή σου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι κ' εδώ γεννά κρασί πολύ και των Κυκλώπων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο μεγαστάφυλος καρπός, όπως τον βρέχει ο Δίας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αμβροσίας στάλαγμα και νέκταρος τούτ' είναι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε· και το φλογερό κρασί του 'δωσα πάλι· </td><td align="right">360</td></tr>
+<tr><td>και τρεις του εγέμισα φοραίς, τρεις τ' άδειασε ο χαμένος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως το κρασί κυρίευσε του Κύκλωπα ταις φρέναις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κύκλωπα, το ένδοξ' όνομα, 'που μ' ερωτάς, σου λέγω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, ως υποσχέθηκες, εσύ θα με φιλοδωρήσης. </td><td align="right">365</td></tr>
+<tr><td>Ουδένας ονομάζομαι, εμέ λέγουν Ουδένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η μάννα και ο πατέρας μου και ο κάθε γνώριμός μου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπα, και μ' άσπλαχνη καρδιά μου αντείπ' ευθύς εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«και τον Ουδέναν ύστερον θα φάγω απ' τους συντρόφους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους άλλους όλους πρότερα· ιδού ποιο θα 'χης δώρο». </td><td align="right">370</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, κ' εξαπλώθηκε· τ' ανάσκελα πεσμένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον παχύν σβέρκον έγυρε 'ς το πλάγι· ωστόσ' ο ύπνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον έπιανε ο πανδαμαστής· και απ' το λαρύγγι εβγαίναν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κρασί και ανθρώπιναις χαψιαίς, 'ς την μέθη του ως εξέρνα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον λοστό τότ' έχωσα 'ς την αναμμένη στάκτη </td><td align="right">375</td></tr>
+<tr><td>να πυρωθή, κ' εμψύχονα με λόγους τους συντρόφους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλους, μη κάποιος απ' αυτούς δειλιάση και μου φύγη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ότ' ο ελάινος λοστός αστράφτοντας εφάνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι θ' ανάψη, αν και χλωρός, απ' την φωτιά τον πήρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγώ σιμά, κ' εστέκονταν τριγύρω οι σύντροφοί μου· </td><td align="right">380</td></tr>
+<tr><td>αλλά την τόλμην έπνευσε 'ς εμάς δύναμις θεία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνοι ως πήραν τον λοστό τον σουβλερό, 'ς το μάτι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον έμπηξαν, και πάλι εγώ τον άμπωθ' απ' επάνω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον έστρεφα ως ο ξυλουργός τρυπά δοκάρι πλοίου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τρύπαν', οπού με λουρί δεμένο από δυο μέρη </td><td align="right">385</td></tr>
+<tr><td>άλλοι αποκάτω το κινούν, κ' εκείν' όλο γυρίζει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το μάτι εκείνου όμοια κ' εμείς το πυρωμένο ξύλο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γυρίζαμε και τον δαυλόν περίβρεχε το αίμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όπως η κόρη εκαίονταν ο αχνός καψάλισ' όλα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βλέφαρα, φρύδια, και 'ς τα πυρ κροτούσαν μέσα η ρίζαις. </td><td align="right">390</td></tr>
+<tr><td>και ως ότε σκέπαρν' ο χαλκηάς ή και τρανήν αξίνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βυθίζεις το ψυχρό νερό, κ' εκείνη αχολογάει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και βάφεται, 'που η δύναμις αύτ' είναι του σιδήρου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμοια τριγύρω εις τον δαυλόν έσιζε αυτού το μάτι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έβγαλε μούγκρισμα φρικτό, που εβρόντα γύρ' ο βράχος, </td><td align="right">395</td></tr>
+<tr><td>κ' εμείς φύγαμε τρέμοντας, και από το μάτι εκείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έσυρεν έξω το δαυλί 'ς αίμα πολύ βαμμένο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από σιμά του το 'ριξε μακράν, χερομανώντας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μεγαλόφων' έκραξε τους Κύκλωπαις, οπού 'χαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατοικιά μέσα 'ς ταις σπηλιαίς, ς' τ'ανεμισμένα όρη. </td><td align="right">400</td></tr>
+<tr><td>άκουσαν κείνοι την βοή, κ' εδώθ' εκείθ' ερχόνταν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και γύρω εις τ' άντρο εστέκονταν, και τι τον θλίβει ερώταν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«τι σε λυπεί, Πολύφημε, και τόσην βοή σέρνεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την νύκτα την αθάνατη και κόβεις μας τον ύπνο;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη τάχα κάποιος των θνητών τα πρόβατα σου αρπάζει; </td><td align="right">405</td></tr>
+<tr><td>ή μη φονεύει κάποιος σέ με δόλον ή με βία;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο δυνατός Πολύφημος απ' τ' άντρον είπ' «ο Ουδένας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αγαπητοί, φονεύει με, με δόλο, ουδέ με βία».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' εκείνοι ευθύς του απάντησαν με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αν μηδ' ένας σ' ενοχλεί κ' είσαι αυτού μέσα μόνος, </td><td align="right">410</td></tr>
+<tr><td>πληγή του παντοδυνάμου Διός γιατρειά δεν έχει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' εύχου εις τον πατέρα σου τον μέγαν Ποσειδώνα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'παν κείνοι κ' έφυγαν κ' εγέλασε η καρδιά μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πως τ' όνομά μου απάτησε κ' η αλάθευτή μου γνώσι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο Κύκλωπας εστέναζε, με πόνους και με οδύναις, </td><td align="right">415</td></tr>
+<tr><td>και ψηλαφώντας σήκωσε τον λίθον απ' την θύρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτού 'ς την θύρα κάθισεν απλόνοντας τα χέρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάποιον να πιάση, ως έβγαινε 'ς την μέση των προβάτων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πως θα 'μουν τόσο εγώ μωρός είχε 'ς τον νου του ελπίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ωστόσο τον καλήτερον τρόπον εζήτα ο νους μου, </td><td align="right">420</td></tr>
+<tr><td>ναύρω απ' τον θάνατον φυγή της συντροφιάς κ' εμένα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απείρους δόλους ύφαινα, τέχναις πολλαίς, ως πρέπει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για την ζωή· τι συμφορά μεγάλ' ήταν κοντά μας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ιδού ποια συμφερώτερη τότε μου εφάνη γνώμη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήσαν αρνιά καλόθρεφτα, εύμορφα και μεγάλα, </td><td align="right">425</td></tr>
+<tr><td>'π' ως το γιοφύλλι εμαύριζε το δασερό μαλλί τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιγά με βούρλα τα 'δεσα καλόστριφτ', απ' εκείνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που τα 'χε στρώμα ο Κύκλωπας, τ' άνομο εκείνο τέρας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τριπλά, τριπλά· το μεσινόν έφερνεν έναν άνδρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα δυο 'ς το πλάγι εβάδιζαν κ' έσωζαν τους συντρόφους· </td><td align="right">430</td></tr>
+<tr><td>ώστ' έναν άνθρωπον τρι' αρνιά βαστούσαν και εις εκείνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κριάρ' είδα λαμπρότατο, κ' ευθύς από τα νώτα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το 'πιασα εγώ, τυλίχθηκα 'ς την δασερή κοιλιά του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από το πλούσιο του μαλλί πιασμένος με τα χέρια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σφικτά κρατιούμουν, κ' έμενα μ' αδάμαστην καρδία. </td><td align="right">435</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτού βαρυστενάζαμε πότε να φέξ' η ημέρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και της κοπής τ' αρσενικά να βόσκουν πεταχθήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εβέλαζαν ανάρμεκτα τα θηλυκά 'ς ταις μάνδραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' οι μαστοί τους έσκαζαν και ο κύριος σπαραγμένος </td><td align="right">440</td></tr>
+<tr><td>από τους πόνους έψαχνε ταις ράχαις των προβάτων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλων, ως στέκονταν ορθά, ουδ' ένοιωσε ο χαμένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που 'σαν δεμένοι 'ς ταις δασειαίς αγκάλαις των προβάτων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ'έβγαινε απ' όλα υστερνό 'ςτην θύρα το κριάρι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αγκουσεμένο απ'το μαλλί κ'εμέ τον δολοπλόκον. </td><td align="right">445</td></tr>
+<tr><td>εμάλαζέ το ο δυνατός Πολύφημος και του 'πε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«καλό κριάρι, απ' τ' άντρο πώς μου 'βγήκες των προβάτων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ύστερος; και δεν έμενες ως τώρα οπίσω απ' τ' άλλα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά συ πρώτος έκοβες τ' άνθη απαλά της χλόης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μακροπατώντας, κ' έφθανες ο πρώτος 'ς τα ποτάμια, </td><td align="right">450</td></tr>
+<tr><td>και πρώτος ήσουν πρόθυμος 'ς την μάνδρα να γυρίσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το εσπέρας· τώρ' είσ' ύστερος· τω όντι, του κυρίου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποθείς το μάτι, 'πώσβυσε κακούργος με συντρόφους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κακούς, αφού με κέρασμα τα λογικά μου επήρε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Ουδένας, 'που απ' τον συντριμμό, θαρρώ, δεν θα λυτρώση. </td><td align="right">455</td></tr>
+<tr><td>και αν ήσουν σύμφωνος μ' εμέ, και ομίλημ' αποκτούσες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ειπής που κείνος κρύβεται από την δύναμί μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα 'βλεπες τότε σκορπιστά 'ς το σπήλαιο τα μυαλά του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την γη σκασμένα, και άνεσι θα 'λάμβανε η ψυχή μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των κακών, όσα μώδωσεν ο ουτιδανός Ουδένας». </td><td align="right">460</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και απόλυσεν ευθύς να έβγη το κριάρι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' από τ' άντρο εβγήκαμε και απ' της αυλής τον γύρο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' το κριάρι ελύθηκα κ' έλυσα τους συντρόφους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από τ' αρνιά τα παχουλά λιγνόποδα με βία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκρυφοπαίρναμε πολλά τριγύρω, ως 'που 'ς το πλοίο </td><td align="right">465</td></tr>
+<tr><td>εφθάσαμεν· εχάρηκαν οι σύντροφοι ως μας είδαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσους δεν πήρε ο θάνατος· τους άλλους εθρηνούσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' εγώ κείνων ένευα τα κλάυματα να παύσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είπα τα ωραία πρόβατα, 'που ήσαν πολλά, 'ς το πλοίο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ευθύς να ρίξουν και γοργά να σχίσουν τα πελάγη. </td><td align="right">470</td></tr>
+<tr><td>και παρευθύς μπήκαν αυτοί και αραδικώς καθίσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ότ' είμασθ' εις διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λόγους εγώ 'ς τον Κύκλωπα υβριστικούς τότ' είπα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κύκλωπα, δεν σου μέλλονταν να 'ναι δειλός ο άνδρας, </td><td align="right">475</td></tr>
+<tr><td>οπ' άγρια τόσο του 'φαγες 'ς το σπήλαιο τους συντρόφους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά να σ' εύρουν έμελλον τα κακουργήματά σου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σκληρέ, πώφαγες άφοβα 'ς την σκέπη σου τους ξένους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' η οργή σ' επήρε του Διός και όλων των αθανάτων».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπα, και τότ' εχόλιασε χειρότερα η ψυχή του, </td><td align="right">480</td></tr>
+<tr><td>και απ' όρος μέγα κορυφήν ξεκόλλησε και πέρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του καραβιού την έρριξεν εμπρός 'ς την μαύρην πλώρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγγύς, ώστ' εκοντόφθασε 'ς του πηδαλιού την άκρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η θάλασσα εταράχθηκεν ως εποντίσθη ο βράχος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθε το κύμα κ' έφερεν οπίσω τα καράβι </td><td align="right">485</td></tr>
+<tr><td>απ τ' ανοικτά και προς την γη τ' ανάγκασε να φθάση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ παρέξω τ' άμπωσα μ' ένα μακρύ κοντάρι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους συντρόφους 'ς τα κουπιά πρόσταξα ευθύς να πέσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φύγουμε τον όλεθρο, και με την κεφαλήν μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους ένευα· κ' ερρίχθηκαν αυτοί κ' έλαμναν όλοι. </td><td align="right">490</td></tr>
+<tr><td>αλλ' ότε διάστημα διπλό πήραμε της θαλάσσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Κύκλωπα προσφώνησα και τότε, αν και τριγύρω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν μ' άφιναν οι σύντροφοι με λόγια μελωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«άνθρωπον άγριον, δύστυχε, τι θέλεις κ' ερεθίζεις;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είδες πετριά 'ς την θάλασσα, 'που γύρισε το πλοίο </td><td align="right">495</td></tr>
+<tr><td>κατά την γην, ώστ' είπαμε 'που αυτού θ' αφανισθούμε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν άκουε τότε να ομιλή κάποιον ή να φωνάζη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις κεφαλαίς μας θα 'σπανε και τ' άρμενα του πλοίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με κάποιο μάρμαρο σκληρό· τόσο μακρυ' ακοντίζει».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπαν, αλλά δεν έπειθαν την ανδρική ψυχή μου, </td><td align="right">500</td></tr>
+<tr><td>αλλά πάλι του ωμίλησα με σπλάχνα μανιωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κύκλωπ', αν κάποιος των θνητών ανθρώπων σ' ερωτήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η άσχημη πώς έγεινεν η τύφλα του οφθαλμού σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ειπέ τους ότι ο πορθητής σ' ετύφλωσ' Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Λαερτιάδης, κάτοικος της πετρωτής Ιθάκης». </td><td align="right">505</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πα και στενάζοντας μου απάντησεν εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«ωιμένα, ιδές πώς παλαιά ρήματα θεία μ' ηύραν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήτο εδώ μάντις άλλοτε, άνδρας καλός, μεγάλος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Ευρυμίδης Τήλεμος, 'ς την μαντικήν ο πρώτος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που εγέρασε μαντεύοντας 'ς την μέση των Κυκλώπων· </td><td align="right">510</td></tr>
+<tr><td>τούτα όλα εκείνος μώλεγε 'που θα γενούν μια μέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι θα χάσω εγώ το φως από τον Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άνδρας ότι θάρχονταν πάντότ' εγώ θαρρούσα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τρανός, καλός, με δύναμι μεγάλην ενδυμένος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα μικρό, και ουτιδανόν, αδύναμο ανθρωπάκι </td><td align="right">515</td></tr>
+<tr><td>με το κρασί μ' εδάμασε κ' έπειτα ετύφλωσέ με.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ', Οδυσσέα, σίμωσε, να σε φιλοξενήσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και να σου κάμω προβοδόν τον μέγαν κοσμοσείστη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' είμ' εκείνου εγώ παιδί· πατέρας μου καυχιέται·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμέ θα γιάνη, αν θέλη, αυτός ουδέ κανένας άλλος </td><td align="right">520</td></tr>
+<tr><td>των μακαρίων των θεών ή των θνητών ανθρώπων».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε κ' εγώ του απάντησα· «άμποτε να ημπορούσα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να σου αφαιρέσω την ζωή, και αμέσως να σε στείλω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Άδη μες την κατοικιά, καθώς τον οφθαλμό σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να γιάνη δεν θα δυνηθή και αυτός ο κοσμοσείστης». </td><td align="right">525</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπα, κ' εκείνος εύχονταν 'ς τον μέγαν Ποσειδώνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον αστροφόρον ουρανόν απλόνοντας τα χέρια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«ω Ποσειδώνα, εισάκου με, γεωφόρε μαυροχήτη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν είμ' υιός σου αληθινά, πατέρα, μην αφήσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Οδυσσηάς ο πορθητής 'ς σπίτι του να φθάση </td><td align="right">530</td></tr>
+<tr><td>Λαερτιάδης, κάτοικος της πετρωτής Ιθάκης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αν το θέλ' η μοίρα του να ιδή τους ποθητούς του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το σπίτι το καλόκτιστο, και την γλυκειά πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας κακοφθάση αργά πολύ και από συντρόφους έρμος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με ξένην πλώρη, και κακά 'ς το σπίτι μέσα ναύρη». </td><td align="right">535</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ευχήθη τούτα και άκουσεν αυτόν ο μαυροχήτης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε πολύ τρανώτερον εσήκωσ' άλλον βράχο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σφενδονιστά τον έσπρωξε με αμέτρητην ανδρεία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνον έρριξ' όπισθε του μαυροπλώρου πλοίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που το πηδάλι εκόντευσε να εγγίξη, και απ' τον βράχο </td><td align="right">540</td></tr>
+<tr><td>όλη εταράχθ' η θάλασσα, και άμπωσ' εμπρός το κύμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το πλοίο, και τ' ανάγκασεν εις την στερηά να φθάση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όταν 'ς την νήσο φθάσαμε, 'που τα καλοστρωμένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καράβια τ' άλλα ήσαν μαζή, και οι σύντροφοι τριγύρω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθήμενοι αυτού κλαίοντας εμάς επεριμέναν, </td><td align="right">545</td></tr>
+<tr><td>'ς τον άμμο επάνω εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμείς κατόπι εβγήκαμε 'ς την άκρα της θαλάσσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Κύκλωπα τα πρόβατα εφέραμ' απ' το πλοίο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ίσια τα μοιρασθήκαμε να μη κλαυθή κανένας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως εμοιράζονταν τ' αρνιά, 'ς έμενα το κριάρι </td><td align="right">550</td></tr>
+<tr><td>έδωσαν δώρο οι σύντροφοι· το 'σφαξα εγώ 'ς τον άμμο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του μαυρονέφελου Διός, οπ' όλων βασιλεύει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα μεριά του πρόσφερα' κ' εκείνος 'ς την θυσία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν πρόσεχε, αλλ' εσπούδαζε το πώς να χαθούν όλοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι ποθητοί μου σύντροφοι και τα καλά καράβια. </td><td align="right">555</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτού τότ' εκαθόμασθεν, ολήμερά ως το δείλι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό φαγοποτώντας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο ήλιος άμ' εβύθισε, κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ν' αναπαυθούμ' επέσαμε 'ς την άκρα της θαλάσσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, </td><td align="right">560</td></tr>
+<tr><td>και τότε των συντρόφων μου παράγγειλα 'ς τα πλοία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>νάμπουν και τα πρυμόσχοινα να λύσουν κείνοι εμπήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις ταις σανίδαις κάθισαν με τάξι αραδιασμένοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θλιμμένοι επλέαμεν εμπρός, μακράν από τον χάρο </td><td align="right">565</td></tr>
+<tr><td>πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td><b>Ραψωδία Κ</b></td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Σ' την Αιολία φθάσαμε την νήσο, 'που εκατοίκα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Ιπποτάδης Αίολος, των αθανάτων φίλος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλωτό νησί, και ασύντριφτον ολόγυρα έχει τείχος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χάλκινο, και πατόκορφα γλυστρή πέτρ' αναιβαίνει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δώδεκ' είχε αυτός παιδιά 'ς το σπίτι γεννημένα, </td><td align="right"> 5</td></tr>
+<tr><td>έξι κοράσια, και ανθηρά τ' άλλ' έξι παλληκάρια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις γάμον αυτός ένωσε τ' αγόρια με ταις κόραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' τον πατέρ' αχώριστοι και απ' την χρηστήν μητέρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συμποσιάζουν, και φαγιά μύρια ποτέ δεν λείπουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κρότους έχουν κ' ευωδιαίς η αυλή και όλο τα δώμα </td><td align="right">10</td></tr>
+<tr><td>ολήμερα, και ολονυκτής με ταις σεμναίς συμβίαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κοιμούντ' εκείν' εις τάπηταις και εις τορνευμέναις κλίναις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την πόλιν αυτών ήλθαμε και εις τα λαμπρά παλάτια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολόκληρο μ' εξένιζε φεγγάρι, και, ως μ' ερώτα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ένα προς ένα τώλεγα με τάξι εγώ, την Τροία, </td><td align="right">15</td></tr>
+<tr><td>και τ' άρμενα των Αχαιών και την επιστροφή τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ότ' εζήτησα κ' εγώ να με ξεπροβοδήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πρόθυμος το προβάδισμα μού ετοίμασεν εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έκδαρε βώδι εννηάχρονο και μώδωοε τ' ασκί του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έδεσε μέσα ταις ορμαίς των ηχηρών ανέμων, </td><td align="right">20</td></tr>
+<tr><td>τι των ανέμων φύλακα τον έκαμε ο Κρονίδης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όποιον εκείνος βουληθή να πάυ' ή να σηκόνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με λαμπρό σύρμα το 'δεσε 'ς του καραβιού το βάθος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολάργυρο, μη κάπουθεν άχνη περάση ολίγη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμ' έστειλε του Ζέφυρου το πνεύμα να οδηγάη </td><td align="right">25</td></tr>
+<tr><td>εμάς και τα καράβια μας· αλλά να το τελειώση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν έμελλε· εχαθήκαμεν από την αγνωσιά μας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ημέραις εννηά πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την δεκάτην άρχιζε να φαίνεται η πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εβλέπαμ' ήδη ταις φωτιαίς όπ' έκαιαν οι ποιμένες. </td><td align="right">30</td></tr>
+<tr><td>'ς ύπνο τότ' έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι κανενός δεν άφησα, αλλ' απ' αρχής κρατούσα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον πόδα, όπως ταχύτερα φθάσουμε 'ς την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άρχισαν να συνομιλούν ωστόσο οι σύντροφοί μου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'πώφερνα σπίτι ενόμιζαν ασήμι και χρυσάφι, </td><td align="right">35</td></tr>
+<tr><td>'που έμενα τάχ' ο Αίολος εχάρισ' ο γενναίος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κάποιος προς τον σύντροφο σιμά του εστράφη κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Θε μου, πώς είναι αγαπητός παντού και δοξασμένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτος εις όποιαν χώραν πα, και εις όποιο μέρος φθάνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και λάφυρα πολύτιμα και πλήθια από την Τροία </td><td align="right">40</td></tr>
+<tr><td>φέρνει, κ' εμείς 'που εκάμαμε μ' αυτόν τον ίδιο δρόμο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' αδειανά χέρια γέρνουμε 'ς την ποθητήν πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τούτα τώρ' ο Αίολος του εδώρησε γι' αγάπη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' έρχεσθ' εδώ γλήγορα τι να είναι αυτά να ιδούμε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πόσο χρυσάφι μες τ' ασκί και πόσο υπάρχει ασήμι». </td><td align="right">45</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπαν και η κακή νίκησεν η γνώμη των συντρόφων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το λύσαν, και όλοι εξ' ώρμησαν οι άνεμοι κ' επήρε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτούς ο ανεμοστρόβιλος μακράν απ' την πατρίδα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τα πελάγη, κ' έκλαιαν· τινάχθηκ' απ' τον ύπνο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μες την ακριμάτιστη ψυχή μου εγώ μετρούσα </td><td align="right">50</td></tr>
+<tr><td>ή από την πλώρη να ριχτώ και να σβυσθώ 'ς το κύμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή να υποφέρω αμίλητα και εις την ζωή να μείνω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είπα να μείνω 'ς την ζωή και μέσα εις το καράβι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κειτόμουν ολοσκέπαστος· και η τρικυμιά τα πλοία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το Αιόλιο γύρισε νησί, και οι σύντροφοι εστενάζαν. </td><td align="right">55</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Βγήκαμε τότε και νερόν επήραμε από βρύσι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το φαγί και το πιοτόν άμ' ευφρανθήκαμ' όλοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κίνησα με τον κήρυκα και μ' έναν των συντρόφων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς τα εύμορφα τα δώματα του Αιόλου, και τον ηύρα </td><td align="right">60</td></tr>
+<tr><td>'πώτρωγε με την σύντροφο και μ' όλα τα παιδιά του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμα εις το δώμα εφθάσαμε, 'ς της θύρας το κατώφλι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθίζαμεν εθαύμαζαν εκείνοι κ' ερωτούσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«πώς ήλθες; ποια μοίρα κακή σ' ευρήκεν, Οδυσσέα;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πρόθυμα εμείς σ' εστείλαμε 'ς την ποθητήν πατρίδα </td><td align="right">65</td></tr>
+<tr><td>να φθάσης, εις το δώμα σου, και όπου η ψυχή σου θέλει».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'παν· τότε απάντησα με την καρδιά θλιμμένη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«μ' έβλαψαν σύντροφοι κακοί και ολέθριος ύπνος άμα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' έχετε την δύναμι και σώσετέ με, ω φίλοι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Με τέτοια λόγια θέλησα να τους καταπραΰνω. </td><td align="right">70</td></tr>
+<tr><td>εκείνοι έμειναν άφωνοι, και απάντησε ο πατέρας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«γκρεμίσου ευθύς απ' το νησί, όνειδος των ανθρώπων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι κρίμα τώχω να δεχθώ ή να ξεπροβοδήσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνδρα, 'που οι μάκαρες θεοί μισούν και κατατρέχουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γκρεμίσου, αφού 'δω σ' έστειλεν η οργή των αθανάτων». </td><td align="right">75</td></tr>
+<tr><td>είπε και μ' έδιωξεν ευθύς, κ'εγώ βαρειά βογγούσα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εκείθ' επλέαμεν εμπρός, με την ψυχή θλιμμένη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' οι άνδρες όλοι εδείλιαζαν βαρειά λαμνοκοπώντας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χαμένα, ότι δεν φαίνονταν η επιστροφή μας πλέον.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ημέραις έξι πλέοντας άκοπα, την εβδόμη </td><td align="right">80</td></tr>
+<tr><td>'ς την υψηλήν εφθάσαμεν ακρόπολι του Λάμου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Λαιστρυγονιά Τηλέπυλην, όπου βοσκός, 'που μπαίνει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βοσκόν, 'που βγαίνει, χαιρετά και τούτος του απαντάει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνθρωπος άυπνος ουτού μισθούς θα 'παιρνε δύο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον έναν βώδια βόσκοντας, αρνιά λευκά τον άλλον, </td><td align="right">85</td></tr>
+<tr><td>τι έχουν τους δρόμους των εγγύς η νύκτ' αυτού και η 'μέρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον εύμορφον εμπήκαμε λιμένα, 'που από βράχους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κλειέται υψηλούς ολόγυρα 'ς το 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άκραις ξεβγαίνουν πετακταίς αντίκρ' η μια της άλλης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την θάλασσα, κ' έχει στενό το στόμα του ο λιμένας. </td><td align="right">90</td></tr>
+<tr><td>εκεί μέσ' όλοι ωδήγησαν τα ισόπλευρα καράβια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τούτα μέσα εδέθηκαν εις τον βαθύ λιμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σύνεγγυς όλα, ότι ποτέ δεν φούσκονε αυτού κύμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε μεγάλο, ούτε μικρό, αλλ' άσπρη έχει γαλήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγώ μόνος εκράτησα έξω το μαύρο πλοίο </td><td align="right">95</td></tr>
+<tr><td>αυτού 'ς την άκρα, κ' έδεσα 'ς τον βράχο το σχοινί του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφήν πετρώδη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ούτ' έργα εφαίνονταν βωδιών αυτού και ούτ' έργ' ανθρώπων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον καπνό μόνον βλέπαμε, 'που από την γην επήδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε συντρόφους έστειλα να υπάγουν και να μάθουν </td><td align="right">100</td></tr>
+<tr><td>ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποι 'ς την γην εκείνην ήσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δυο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον δρόμον ακολούθησαν εκείνοι, όπου τ' αμάξια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα ξύλ' άπ' τα υψηλά βουνά 'ς την πόλιν καταιβάζαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άντεσαν νέαν, πώπαιρνε νερόν εμπρός 'ς την πόλι </td><td align="right">105</td></tr>
+<tr><td>του Αντιφάτη, βασιληά των Λαιστρυγόνων, κόρη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατέβ' η νέα 'ς την λαμπρή πηγή, την Αρτακία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι απ' εκείνην έφερναν όλοι νερό 'ς την πόλι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την επλησίασαν αυτοί, της μίλησαν, κ' ερώταν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποιος είν' εκείνων βασιληάς, και ποιους εξουσιάζει. </td><td align="right">110</td></tr>
+<tr><td>και η κόρη ευθύς τους έδειξε το δώμα του πατρός της.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις το παλάτι ως έφθασαν την σύντροφόν του ευρήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που ως κορφοβούν' ήτο υψηλή, και τους επήρε φρίκη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έκραξε από την σύνοδον τον άνδρα της εκείνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Αντιφάτην, οπού ευθύς να τους χαλάση εσκέφθη. </td><td align="right">115</td></tr>
+<tr><td>άρπαξε αμέσως κ' έφαγεν τον έναν των συντρόφων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι άλλοι δυο πετάχθηκαν και 'ς τα καράβια φθάσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτός 'ς την πόλι σήκωσε βοή, και οι Λαιστρυγόνες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως άκουσαν, οι δυνατοί κείθε κ' εδώθ' ερχόνταν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άπειροι, και δεν ώμοιαζαν ανδρών αλλά Γιγάντων. </td><td align="right">120</td></tr>
+<tr><td>και με πέτραις αβάστακταις των βράχων απ' ταις άκραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κτυπούσαν και άρχισε κακός εις τα καράβια κρότος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι άνδρες ως φονεύονταν κ' εσπώνταν τα καράβια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως ψάρια τους καμάκιζαν και, άθλιο φαγί, τους παίρναν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτούς ενώ ξολόθρευαν εις τον βαθύ λιμένα, </td><td align="right">125</td></tr>
+<tr><td>απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έκοψα τα πρυμόσχοινα του μαυροπλώρου πλοίου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους συντρόφους πρόσταξα να πέσουν 'ς τα κουπία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φύγουμε απ' τον όλεθρο, κ' εκείνοι τρομασμένοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλοι ενταυτώ με τα κουπιά την θάλασσαν ταράξαν. </td><td align="right">130</td></tr>
+<tr><td>κ' ευφρόσυνα εις το πέλαγος έφυγε από τους βράχους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους κρεμαστούς το πλοίο μου· τ' άλλ' όλ' αυτού χαθήκαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Θλιμμένοι επλέαμεν εμπρός, μακράν από τον χάρο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς την Αιαία φθάσαμε την νήσο, 'που εκατοίκα </td><td align="right">135</td></tr>
+<tr><td>η Κίρκ' η καλοπλέξουδη, δεινή θεά, φωνούσα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του κακοβούλου αυτάδελφη του Αιήτη· και τους δύο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ήλιος ο κοσμοφωτιστής εγέννησε και η Πέρση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνη, 'που του Ωκεανού πάλ' ήταν θυγατέρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτού 'ς την άκρη αράξαμε σιγά σιγά το πλοίο </td><td align="right">140</td></tr>
+<tr><td>μέσα εις λιμέν' ακίνδυνον θεός μας ωδηγούσε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βγήκαμ' αυτού κ' εμείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτη ημέρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έφερε, το κοντάρι μου και το μαχαίρι επήρα, </td><td align="right">145</td></tr>
+<tr><td>και απ' το καράβι ογλήγορα 'ς αγνάντιο βγήκ' επάνω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έργα θνητών ίσως ιδώ και την φωνήν ακούσω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφή πετρώδη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' την ευρύχωρη την γη καπνός μου εφανερώθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της Κίρκης εις τα μέγαρα, 'ς τα πυκνωμένα δάση. </td><td align="right">150</td></tr>
+<tr><td>και αμέσως εγώ μέτρησα 'ς τα βάθη της ψυχής μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον μαύρον άμ' είδα καπνόν, να υπάγω εκεί να μάθω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εύρηκα συμφερώτερο να καταιβώ εγώ πρώτα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το πλοίο μου, 'ς της θάλασσας την άκρα, και αφού δώσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το γεύμα εις τους συντρόφους μου, να στείλω αυτούς να μάθουν. </td><td align="right">155</td></tr>
+<tr><td>αλλ' όταν εις το ισόπλευρο καράβ' είχα σιμώσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των θεών κάποιος τότ' εμέ τον έρμον ελυπήθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ελάφ' υψηλοκέρατο μεγάλο αυτού 'ς τον δρόμο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μώστειλε, οπού 'ς τον ποταμόν απ' την βοσκή του λόγγου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ποτισθή κατέβαινεν ο ήλιος το 'χε ανάψει. </td><td align="right">160</td></tr>
+<tr><td>κει, 'πώβγαινε, το κτύπησα 'ς το ραχοκόκκαλό του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' τ' άλλο μέρος πέρασε το χάλκινο κοντάρι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χάμου βογγώντας έπεσε, κ' επέταξε η πνοή του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επάτησά το κ' έσυρα το χάλκινο κοντάρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέσ' από την λαβωματιά, και απόθωσά το χάμου. </td><td align="right">165</td></tr>
+<tr><td>και αφού γύρωθε ανέσπασα και βούρλα και λυγέρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έπλεξα όσο μιαν ορυιά σχοινί καλοστριμμένο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' τα δυο μέρη, κ' έδεσα του τέρατος τα πόδια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το 'φερνα κατατράχηλα, κ' επήγαινα 'ς το πλοίο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τ' ακόντι στηριζόμενος· τέτοιο θεριό μεγάλο </td><td align="right">170</td></tr>
+<tr><td>να φέρω δεν θα δύνομουν 'ς τον ώμο μ' ένα χέρι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμπρός 'ς το πλοίο το 'ριξα· κ' εσήκωσα τους φίλους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθέναν πλησιάζοντας με λόγια μελωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«ω φίλοι, αν και περίλυποι, δεν θέλει καταιβούμε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον Άδη, πριν έλθη για μας η ώρα του θανάτου. </td><td align="right">175</td></tr>
+<tr><td>αλλ' όσο βρώσι και πιοτό δεν λείπουν 'ς το καράβι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας θυμηθούμε το φαγί, να μη μας φθείρ' η πείνα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Οι λόγοι μου τους έπεισαν, κ' ευθύς ξεσκεπασθήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτού 'ς την άκρη βγαίνοντας της άτρυγης θαλάσσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το ελάφι εκείνο θαύμαζαν, θεόρατο θερίο· </td><td align="right">180</td></tr>
+<tr><td>και αφού το καλό θέαμα θωρώντας ευφρανθήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χερονιφθήκαν κ' έκαμαν λαμπρότατο τραπέζι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτού τότ' εκαθόμασθεν, ολήμερα ως το δείλι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, </td><td align="right">185</td></tr>
+<tr><td>αναπαυθήκαμεν εμείς 'ς την άκρα της θαλάσσης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έκαμα εγώ συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«ω σύντροφοί μου αγαπητοί και λυπημένοι, ακούτε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>που είν' η αυγή δεν ξεύρουμε και που το σκότος είναι, </td><td align="right">190</td></tr>
+<tr><td>το μέρος όπου ο φωτιστής ο ήλιος βασιλεύει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείν' όπου σηκόνεται· πλην ας σκεφθούμε τώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάποι' αν υπάρχει μηχανή· κ' εγώ δεν την ευρίσκω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι απ' αγνάντιο πετρωτόν εγώ την νήσον είδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που ωσάν στεφάνι απέραντος την περιζώνει ο πόντος. </td><td align="right">195</td></tr>
+<tr><td>κείτεται η νήσος χαμηλή, και μες την μέση εκείνης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είδα καπνόν ανάμεσα 'ς τα πυκνωμένα δάση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' εκείνοι εκαρδιοκόπηκαν, τα έργα ως ενθυμούνταν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που ο Λαιστρυγόνας έπραξεν ο άγριος Αντιφάτης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' η αμάλακτη του Κύκλωπα καρδιά του ανθρωποφάγου. </td><td align="right">200</td></tr>
+<tr><td>σφικτά να κλαίουν άρχισαν, δάκρυα πικρά να χύνουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά δεν είχαν όφελος απ' το παράπονό τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ απ' αυτούς ισάριθμαις εμόρφωσα δυο τάξες</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δυο τους έβαλ' αρχηγούς· της μιας την αρχηγία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγώ 'λαβα, ο θεόμορφος Ευρύλοχος της άλλης· </td><td align="right">205</td></tr>
+<tr><td>εις χάλκινο περίκρανο τινάξαμε τους κλήρους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του Ευρυλόχου εβγήκ' ευθύς ο κλήρος του γενναίου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κίνησε αυτός με εικοσιδυό συντρόφους, 'π' όλοι εκλαίαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμείς, 'που οπίσω εμέναμεν, εκλαίαμ' ως εκείνοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ηύραν εις τόπον ανοικτόν, 'ς της λαγκαδιάς την μέση, </td><td align="right">210</td></tr>
+<tr><td>ωραία μαρμαρόκτιστα τα μέγαρα της Κίρκης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και λύκους είδαν ορεινούς τριγύρω και λεοντάρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού με κακά βότανα τα 'χε μαγεύσει εκείνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδ' ώρμησαν επάνω τους, αλλ' όλοι εσηκωθήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους επεριχαίρονταν με ταις μακρυαίς ουραίς των. </td><td align="right">215</td></tr>
+<tr><td>και ως από γεύμ' ότ' έρχεται, με την ουράν οι σκύλοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον κύριον περιχαίρονται, γλυκάδια καρτερώντας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμοια τους περιχαίρονταν οι λέοντες και οι λύκοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τρόμαξαν κείνοι βλέποντας τα φοβερά θερία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς της καλόκομης θεάς τα πρόθυρα εσταθήκαν. </td><td align="right">220</td></tr>
+<tr><td>και άκουαν την Κίρκη μέσαθεν, 'που γλυκοτραγουδούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άφθαρτον ύφαινε πανί, μέγα, λαμπρόν, ως είναι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλα τα έργα των θεών, ψιλά, χαριτωμένα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε ο Πολίτης ο αρχηγός, απ' όλους τους συντρόφους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο φίλος μου ο πιστότερος, 'ς αυτούς άρχισε κ' είπε· </td><td align="right">225</td></tr>
+<tr><td>«κάποια κει μέσα, φίλοι μου, πανί μεγάλο υφαίνει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τραγουδά γλυκύτατα, 'που ηχολογάει το δώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είτε θεά 'ναι, είτε θνητή· και ας κράξουμε ν' ακούση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, κ' εκείνοι εφώναξαν σφικτά και την εκράξαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, </td><td align="right">230</td></tr>
+<tr><td>και τους καλούσε· αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έμειν' οπίσ' ο Ευρύλοχος, ότι εδοκήθη απάτην.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μέσ' αυτή τους οδηγεί, εις θρόνους τους καθίζει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους ζυμόνει μ' άλευρα τυρί και ξανθό μέλι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με κρασί Πράμνειο· κ' έσμιγεν εις το φαγί βοτάνια </td><td align="right">235</td></tr>
+<tr><td>φθοροποιά, να λησμονούν καθόλου την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως το 'δωσε και το 'πιαν, τους κτύπησεν εκείνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με ραβδί 'που 'χε, κ' έκλεισεν αυτούς 'ς ταις χειρομάνδραις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνοι χοίρων κεφαλαίς, φωνή, και τρίχαις είχαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλο το σώμ', αλλ' έμεινεν ο νους ως ήταν πρώτα. </td><td align="right">240</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εκεί 'ς ταις μάνδραις έκλαιαν, και αυτών έρριξε η Κίρκη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φάγουν πρινοβάλανα, ακράνια, βαλανίδια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνα, οπ' όλα είναι τροφή των χαμοκοίτων χοίρων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έγυρ' ευθύς ο Ευρύλοχος 'ς το μελανό καράβι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ειπή την μαύρη συμφορά, 'που τους συντρόφους ηύρε. </td><td align="right">245</td></tr>
+<tr><td>και ο πόνος ως τον έπνιγε, να βγάλη από τα χείλη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λόγο δεν εκατόρθονε· τα μάτια του εγεμίζαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δάκρυα, και μόνον κλάμματα είχε η ψυχή του εμπρός της.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ότε όλοι ερωτήσαμεν εκείνον με απορία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τοτ' εδιηγήθη την φθορά των θλιβερών συντρόφων· </td><td align="right">250</td></tr>
+<tr><td>«'ς τα δάση, ως είπες, πήγαμε, λαμπρότατε Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ηύραμε μέγαρα λαμπρά και μαρμαροκτισμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τόπον ολοφάνερο, 'ς της λαγκαδιάς την μέση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάποια κει μέσα, υφαίνοντας μέγα πανί, τραγούδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είτε θεά 'ναι, είτε θνητή· κ' εκείνοι την φωνάξαν, </td><td align="right">255</td></tr>
+<tr><td>και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους καλούσε· αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απάτην εδοκήθηκα κ' έμεινα οπίσω μόνος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνοι ανεμοκάηκαν όλοι μαζή και ουδ' ένας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εφάνη πλειά, κ' έμεινα εγώ πολληώρα καρτερώντας». </td><td align="right">260</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και εις τους ώμους μου κρέμασα εγώ το ξίφος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χάλκινο, ασημοκάρφωτο, μέγα, και ομού το τόξο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνον πάλι επρόσταξα τον δρόμο να μου δείξη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα γόνατά μου αγκάλιασεν αυτός παρακαλώντας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κλαίοντας μου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα· </td><td align="right">265</td></tr>
+<tr><td>«άφες μ' εδώ, διόθρεφτε· κει πέρα μη με σύρης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι δεν θα γύρης ούτε συ, το ηξεύρω, ούτε θα φέρης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κανέναν των συντρόφων σου· πλην γλήγορα με τούτους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας φύγουμ', όσο είναι καιρός να φυλαχθούμε ακόμη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα· </td><td align="right">270</td></tr>
+<tr><td>«κάθιζ', Ευρύλοχε, συ αυτού, να τρώγης και να πίνης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον τόπο όπου ευρίσκεσαι, σιμά 'ς το μαύρο πλοίο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγώ θα υπάγω· φοβερή με υποχρεόνει ανάγκη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και απ' το καράβι ανέβηκα κ' από το περιγιάλι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ότ' έφθασα διαβαίνοντας την ιερή λαγκάδα, </td><td align="right">275</td></tr>
+<tr><td>σιμά 'ς της πολυβότανης Κίρκης το μέγα δώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε ο χρυσόρραβδος Ερμής, 'ς το δώμα ενώ κινούσα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμπρός μου εφάνη ως άγουρος 'π' σκροφυτρόνει τρίχαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είναι ο καιρός 'που' φαίνεται της νειότης όλ' η χάρι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθε, το χέρι μώσφιξεν, ωνόμασέ με κ' είπε· </td><td align="right">280</td></tr>
+<tr><td>«πάλιν, ω δύστυχε, πού πας 'ς τα όρη μέσα μόνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του τόπου ανήξερος; κ' εδώ 'ς της Κίρκης τους κρυψιώναις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους στερεούς οι φίλοι σου 'σαν χοίρ' είναι κλεισμένοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτούς να λύσης συ θα πας κει μέσα· αλλά πιστεύω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν θα γυρίσης, αλλ' αυτού θα μείνης 'που 'ναι οι άλλοι. </td><td align="right">285</td></tr>
+<tr><td>αλλ' από τέτοιον όλεθρον εγώ θα σε λυτρώσω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έμπα με τούτο το καλό βοτάνι, οπού σου δίδω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της Κίρκης μες τα δώματα, και αυτό θα σε φυλάξη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλα τα ολέθρια θα σου ειπώ σοφίσματα της Κίρκης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μίγμα θα φθειάση και εις αυτό βοτάνια θα σου ρίξη· </td><td align="right">290</td></tr>
+<tr><td>αλλά τα μάγια της εσέ να πιάσουν δεν θ' αφήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το βότανό μου το καλό· και μάθε τ' άλλ' ακόμη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμ' έλθ' η Κίρκη με μακρύ ραβδί να σε κτυπήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' το πλευρό σου σύρ' ευθύς τ' ακονητό σπαθί σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Κίρκη ρίξου ως άνθρωπος, 'που αίμα ορμά να χύση· </td><td align="right">295</td></tr>
+<tr><td>θα φοβηθή, και θα σου ειπή να κοιμηθής μαζή της·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πρόσεχε τότε, της θεάς μην αρνηθής την κλίνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους φίλους σου όπως λύση αυτή και σε καλοξενίση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά να ομόση ζήτησε θεών των μέγαν όρκο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι άλλο ενάντια σου κακό δεν θα σκεφθή κανένα, </td><td align="right">300</td></tr>
+<tr><td>μήπως ανδρειά και δύναμιν, ως γυμνωθής, σου πάρη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, και ανέσπασε απ' την γη το βόταν' ο Αργοφόνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μου το 'δωσε και μώδειξε το κάθε ιδίωμά του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η ρίζα του είναι ολόμαυρη, λευκόν ως γάλα τ' άνθος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μώλυ το λέγουν οι θεοί· κακά το ξεριζόνει </td><td align="right">305</td></tr>
+<tr><td>άνδρας θνητός· αλλ' ημπορούν οι αθάνατοι τα πάντα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και από το σύδενδρο νησί 'ς ταις κορυφαίς του Ολύμπου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Ερμής ανέβη ευθύς, κ' εγώ της Κίρκης προς το δώμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κίνησα, και η καρδία μου πολλήν είχε μαυρίλα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της καλοπλέξουδης θεάς εστάθηκα εις την θύρα· </td><td align="right">310</td></tr>
+<tr><td>έσυρα τότ' εγώ φωνή και μ' άκουσεν εκείνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ευθύς πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μ' εκαλούσε· ανήσυχος κατόπι της επήγα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς αργυροκάρφωτο θρονί μ' εκάθισεν εκείνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήταν ωραίο, τεχνικό, κ' είχε υποπόδι κάτω· </td><td align="right">315</td></tr>
+<tr><td>μίγμα εις ποτήρι ολόχρυσο μου ετοίμασε να πίω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έρριξε μέσα βότανα και ολέθρια μελετούσε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' όλο το 'πια και ποσώς τα μάγια δεν μ' επιάσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' ένα ραβδί μ' εκτύπησεν, ωνόμασέ με κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«'ς την χοιρομάνδρ' άμε και συ, ζάψε με τους συντρόφους». </td><td align="right">320</td></tr>
+<tr><td>είπε, κ' εγώ ξεγύμνωσα τ' ακονητό σπαθί μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Κίρκη επάν', ως άνθρωπος 'που αίμα ορμά να χύση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φωνάζει εκείνη και σκυφτή σφίγγει τα γόνατά μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κλαίοντας με προσφωνεί με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«ποιος είσαι; πόθε; η πόλι σου πού είναι και οι γονείς σου; </td><td align="right">325</td></tr>
+<tr><td>πώς έπιες και δεν σ' έπιασαν τα βότανά μου τούτα!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτά τα βότανα κανείς θνητός δεν υποφέρει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμα τα πιη και του διαβούν των οδοντιών το φράγμα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλην συ 'ς τα στήθη μέσα κλείς αμάλακτην καρδία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συ 'σαι άσφαλτα ο πολύτροπος εκείνος Οδυσσέας, </td><td align="right">330</td></tr>
+<tr><td>'που πάντοτε ο χρυσσόρραβδος μου πρόλεγε Αργοφόνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι απ' την Τροία γέρνοντας έμελλ' εδώ ν' αράξη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά το ξίφος θήκιασε, και εις την δική μας κλίνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έλ' ας πλαγιάσουμε μαζή, αν θέλης μεταξύ μας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η κλίνη και τ' εγκάλιασμα κάθε υποψιά να σβύσουν». </td><td align="right">335</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«ω Κίρκη, πώς εσύ ζητείς εγώ να σου 'μαι πράος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που τους συντρόφους μώκαμες 'ς τα μέγαρά σου χοίρους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμέ κρατώντας τώρα εδώ με προσκαλείς με δόλο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον θάλαμό σου, ν' αναιβώ την ιδική σου κλίνη, </td><td align="right">340</td></tr>
+<tr><td>όπως ανδρειά και δύναμιν, ως γυμνωθώ, μου πάρης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ ποτέ θ' αναιβώ εγώ την ιδική σου κλίνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν μη θελήσης, ω θεά, να ομόσης μέγαν όρκο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι άλλο ενάντια μου κακό δεν θα σκεφθής κανένα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπα, κ' εκείνη ωρκίσθηκεν όπως εγώ ζητούσα. </td><td align="right">345</td></tr>
+<tr><td>και αφού τον όρκον ώμοσε και αυτόν επρόφερ' όλον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς της Κίρκης τότε ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ωστόσον η θεράπαιναις 'ς το σπίτι όλα ετοιμάζαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τέσσεραις, 'πώχει ακούρασταις 'ς τα μέγαρα υπηρέτραις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των πηγών είναι, των δασών, εκείναις θυγατέραις, </td><td align="right">350</td></tr>
+<tr><td>και των αγίων ποταμών, 'που εις τα πελάγη ρέουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτη με πεύκια πορφυρά, πανεύμορφα, τους θρόνους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έστρων', επάνω εις τα λινά λευκότατα σινδόνια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η άλλη 'ς τους θρόνους έμπροσθεν ολάργυρα τραπέζια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έσυρνε, κ' έβαζε εις αυτά χρυσόπλεκτα κανίστρια· </td><td align="right">355</td></tr>
+<tr><td>συγκέρνα η τρίτη το κρασί 'ς ολάργυρον κρατήρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γλυκ' ως το μέλι, και χρυσά εμοίραζε ποτήρια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και φέρν' η τέταρτη νερό και ανάφτει πολλήν φλόγα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάτω από μέγαν τρίποδα με λέβητα οπού λάμπει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνη ως το είδε 'πώβραζε, μ' εμβάζ' εις τον λουτήρα, </td><td align="right">360</td></tr>
+<tr><td>νερό παίρνει απ' τον τρίποδα τον μέγαν και μου χύνει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως το γλυκοσυγκέρασε, 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως 'πώδιωξ' απ'τα μέλη μου τον καρδιοφθόρον κόπο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' έλουσέ με κ' έχρισε με το παχύ το λάδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ωραίαν χλαίνην μ' ένδυσεν η κόρη και χιτώνα, </td><td align="right">365</td></tr>
+<tr><td>'ς το δώμα ευθύς μ' ωδήγησε, κ' εκάθισέ με εις θρόνον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αργυροκάρφωτον, λαμπρόν, κ' είχε υποπόδι κάτω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χύνει εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για να νιφθώ· κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός μου. </td><td align="right">370</td></tr>
+<tr><td>και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει μου περίσσα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ανώφελα μ' ανάγκαζε να φάγω· εγώ καθόμουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' άλλα 'ς τον νου, και όλο κακά προέβλεπε η ψυχή μου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ως μ' είδεν ότι εκάθομουν η Κίρκη, και τα χέρια </td><td align="right">375</td></tr>
+<tr><td>εις το φαγί δεν άπλονα, και μαύρην λύπην είχα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' εσίμωσε και ωμίλησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«πώς κάθεσαι ωσάν άφωνος και τρώγεις την καρδιά σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ουδέ φαγί, και ουδέ πιοτόν, εγγίζεις, Οδυσσέα;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δόλους πάλ' υποπτεύεσαι, και όμως, αφού τον όρκο </td><td align="right">380</td></tr>
+<tr><td>τον τρομερόν σού επρόφερα, δεν έχεις να φοβήσαι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«ω Κίρκη, και ποιος είν' αυτός, 'π' ανθρωπινά 'χει σπλάχνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και θα τον άφινε η καρδιά φαγί να δοκιμάση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πριν λύση τους συντρόφους του και τους θωρήση εμπρός του; </td><td align="right">385</td></tr>
+<tr><td>αλλ' αν ολόψυχα ποθείς να φάγω και να πίω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λύσε, να ιδούν τα μάτια μου τους ποθητούς συντρόφους».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπα, και από το μέγαρον η Κίρκη εξήλθε κ' είχε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ραβδί 'ςτο χέρι, και άνοιξεν ευθύς την χοιρομάνδρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έβγαλε αυτούς όπ' ώμοιζαν εννηάχρονα θρεφτάρια. </td><td align="right">390</td></tr>
+<tr><td>εμπρός της 'κείνοι εσταθήκαν και αραδικώς η Κίρκη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' άλειμμ' απ' άλλο βότανο τους έχριζε περνώντας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ερρέαν απ' τα μέλη τους η τρίχαις, οπού πρώτα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είχε γεννήσει της θεάς το φθαρτικό βοτάνι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έγειναν πάλιν άνθρωποι, 'ς την νηότη και 'ς την χάρι, </td><td align="right">395</td></tr>
+<tr><td>'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα, καλήτεροι απ' ό,τ' ήσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' εγνώρισαν, μ' αγκάλιασαν και αγάλι αγάλ' εις όλους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα δάκρυα γλυκανάβρυζαν, και από τα κλάυματά τους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το δώμα εβρόντα· και η θεά μ' εμάς εσυμπονούσε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθε σιμά μου η θαυμαστή θεά και τούτα μου 'πε· </td><td align="right">400</td></tr>
+<tr><td>«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρ' άμε προς τ' ογλήγορο καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πρώτα σύρετε εις την γη το πλοίο και φυλάξτε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις ταις σπηλιαίς τα κτήματα και τ' άρμενά σας όλα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έπειτα στρέψε φέροντας μαζή σου τους συντρόφους». </td><td align="right">405</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και τα εδέχθηκεν η ανδρική ψυχή μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκίνησα προς το γοργό καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτού 'ς το πλοίον εύρηκα τους ποθητούς συντρόφους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που ήσαν απαρηγόρητοι και άπαυτα δάκρυα χύναν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ωσάν οι μόσχ' οι μανδριστοί, την ώρα οπού γυρίζουν </td><td align="right">410</td></tr>
+<tr><td>απ' το γρασίδ' εις την αυλή χορτάταις η αγελάδαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλοι μαζή ταις προϋπαντούν πηδώντας, ώστε η μάνδραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν τους κρατούν, και ολόγυρα εις ταις μητέραις τρέχουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μουγκρίζοντας· όμοια και αυτοί, ως μ' είδαν έμπροσθέν τους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εχύθηκαν δακρύζοντας· κ' εφάν' εις την καρδιά τους </td><td align="right">415</td></tr>
+<tr><td>εις την πατρίδα ως να 'φθασαν, 'ς την πετρωτήν Ιθάκη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την γην όπου εγεννήθηκαν, 'ς την γην 'που ανατραφήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κλαίοντας μου ωμίλησαν· «για την επιστροφή σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>διόθρεφτ', εχαρήκαμεν, όσ' ήθελε χαρούμε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την Ιθάκη αν φθάναμε, 'ς την ποθητήν πατρίδα. </td><td align="right">420</td></tr>
+<tr><td>πλην τώρα ειπέ μας την φθορά των άλλων των συντρόφων».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' εγώ με λόγια μαλακά 'ς εκείνους απαντούσα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«το πλοίο πρώτ' ας σύρουμε 'ς την γη, και τ' άρμεν' όλα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα σπήλαια μέσ' ας θέσουμε, και ομού τα υπάρχοντά μας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εσείς μαζή μου να 'λθετε μ' ασπούδα ετοιμασθήτε, </td><td align="right">425</td></tr>
+<tr><td>'ς της Κίρκης τ' άγια δώματα να ιδήτε τους συντρόφους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπ' άκοπα φαγοποτούν, ότι έχουν αφθονία».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπα, κ' εκείν' υπάκουσαν 'ς τους λόγους μου, αλλά μόνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Ευρύλοχος μου αντίσκοφτε την γνώμη των συντρόφων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνους επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· </td><td align="right">430</td></tr>
+<tr><td>«άθλιοι, πού πάτε; τρέχετε με πόθο 'ς την φθορά σας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της Κίρκης εις το μέγαρο; κ' εκείνη 'ς εμάς όλους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χοίρων θα δώση ευθύς μορφήν ή λύκων ή λεόντων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να της φυλάμε στανικώς το υπέρλαμπρο παλάτι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως έπραξεν ο Κύκλωπας, 'ς την μάνδρα τον ότ' εμπήκαν </td><td align="right">435</td></tr>
+<tr><td>οι σύντροφοί μας και μ' αυτούς ο αυθάδης Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι από την μωρία του κ' εκείνοι αφανισθήκαν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, κ' εγώ σκέφθηκα μες της ψυχής τα βάθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το μακρύ ξίφος σύροντας απ' το παχύ μερί μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να κόψω αυτού την κεφαλή 'ς το χώμα να κυλήση, </td><td align="right">440</td></tr>
+<tr><td>αν και στενόν μου συγγενή τον είχα, αλλά μ' εκράτουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εδώθ' εκείθε οι σύντροφοι με λόγια μελωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«τούτον ας τον αφήσουμε, διογέννητε, αν προστάζεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μένη 'ς την ακρογιαλιά και να φυλά το πλοίο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμάς εις τ' άγια δώματα οδήγα συ της Κίρκης». </td><td align="right">445</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και απ' το καράβι ανέβηκαν και από το περιγιάλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδ' έμεινεν ο Ευρύλοχος εις το καράβι, αλλ' ήλθε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατόπιν, ότι ετρόμαξε 'ς την φοβερήν οργή μου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους άλλους συντρόφους μου 'ς το δώμα της η Κίρκη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έλουσε ωστόσον εύμορφα κ' έχρισε με το λάδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους εφόρεσε κρουσταίς χλαμύδαις και χιτώναις· </td><td align="right">450</td></tr>
+<tr><td>και όλους καλά τους ηύραμε 'ς τα μέγαρα 'που ετρώγαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμα ο καθείς αντίκρυσε κ' εγνώρισε τον άλλον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έκλαιαν, αναστέναζαν, 'που όλο το δώμα εβρόντα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθε σιμά μου η θαυμαστή θεά και τούτα μου 'πε· </td><td align="right">455</td></tr>
+<tr><td>«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους θρήνους πλέον παύσετε· κ' εγώ καλά γνωρίζω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις το ιχθυοφόρο πέλαγος πόσα 'χετε υποφέρει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις την γην πάλι πόσοι εχθροί σας έχουν αδικήσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήσυχα τώρα το φαγί και το κρασί χαρήτε, </td><td align="right">460</td></tr>
+<tr><td>όσο ψυχή να λάβετε και πάλιν εις τα στήθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως ότε πρωταφήσατε την ποθητήν πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την πετρωτήν Ιθάκη σας· τώρ' άψυχοι, θλιμμένοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της πλάνης σας ταις συμφοραίς θυμείσθε, και η ψυχή σας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' τα πολλά παθήματα, δεν δέχετ' ευφροσύνη». </td><td align="right">465</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε κ' εκαταπείσθηκεν η ανδρική ψυχή μας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τότε αυτού καθόμασθεν, ολόκληρον τον χρόνο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά 'ς τον κύκλο των καιρών ότ' έκλεισεν ο χρόνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι μήνες ως εδιάβαιναν, και η 'μέραις μεγαλώσαν, </td><td align="right">470</td></tr>
+<tr><td>παράμερα μ' εκάλεσαν οι σύντροφοι και μου 'παν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«καϋμένε, την πατρίδα σου να θυμηθής είν' ώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν να σωθής η μοίρα σου το θέλει και να φθάσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'παν, κ' εκατάπεισαν την ανδρική ψυχή μου. </td><td align="right">475</td></tr>
+<tr><td>και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπι' η νύκτα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τα ισκιωμένα μέγαρα επλάγιασαν εκείνοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς της Κίρκης εγώ ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη, </td><td align="right">480</td></tr>
+<tr><td>και της θεάς τα γόνατα αγκάλιασα ως ικέτης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' άκουεν εκείνη· κ' έλεγα με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«ω Κίρκη, την υπόσχεσι, 'που επήρες, τέλειωσε μου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την πατρίδα στείλε με· το θέλ' ήδ' η ψυχή μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τη θέλουν όλ' οι σύντροφοι, 'που την καρδιά μου τρώγουν, </td><td align="right">485</td></tr>
+<tr><td>τριγύρω μου οδυρόμενοι, την ώρα οπού συ λείπεις».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και η θαυμαστή θεά 'ς εμέ· «πολύτεχνε Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μένετε εις το σπίτι μου πλεια δεν σας αναγκάζω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όμως άλλο πρότερα θα κάμετε ταξείδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς του Άδη και της άσπονδης αντάμα Περσεφόνης </td><td align="right">490</td></tr>
+<tr><td>την κατοικιά να φθάσετε, να μάθετε την μοίρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' την ψυχή του παλαιού Θηβαίου Τειρεσία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μάντη τυφλού, 'που ολόκληραις έχει και αυτού ταις φρέναις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνου μόνου απ' τους νεκρούς έδωσε η Περσεφόνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γνώσιν και νουν· ωσάν σκιαίς οι άλλοι τριγυρίζουν». </td><td align="right">495</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τούτα μου είπε, και η καρδιά 'ς τα στήθη μου ερραΐσθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και έκλαια καθήμενος 'ς την κλίνη και η ψυχή μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ζήση πλειά δεν ήθελε, να ιδή το φως του ηλίου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άμ' αυτού κυλιούμενος εχόρτασα το κλάμμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το στόμα πάλιν άνοιξα κ' εκείνης απαντούσα· </td><td align="right">500</td></tr>
+<tr><td>ω Κίρκη, ποιος θα 'ναι οδηγός εις τούτο το ταξείδι;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον Άδη ακόμη πλέοντας κανείς δεν έχει φθάσει».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπα, και η θαυμαστή θεά μου απάντησεν αμέσως·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις το καράβι σου οδηγόν καθόλου μη ζητήσης· </td><td align="right">505</td></tr>
+<tr><td>άμα τεντώσης τα λευκά πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάθου· φυσώντας ο Βορηάς θα σου οδηγά το πλοίο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άμα τον Ωκεανό διαβής με το καράβι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άγριαν θα ιδής ακρογιαλιά, και της Περσεφονείας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα δάση, λεύκαις υψηλαίς, χασόκαρπες ιτέαις. </td><td align="right">510</td></tr>
+<tr><td>εις τον βαθύ Ωκεανό την πλώρη αυτού να στήσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και συ 'ς του Άδη κίνησε τ' αραχνιασμένο δώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπου ο Πυριφλεγέθοντας 'ς του Αχέροντα το κύμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο Κώκυτος, 'που της Στυγός απόκομμ' είναι, ρέουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πέτρ' είναι, όπου βαρύκτυπα τα δυο ποτάμια σμίγουν. </td><td align="right">515</td></tr>
+<tr><td>και ως φθάσης, ήρωα, κει σιμά 'ς το μέρος, 'που σου λέγω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λάκκο μιαν πήχη σκάψ' ευθύς του μάκρου και του πλάτου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και χύσε γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού βάλης μελίκρατο, γλυκό κρασί κατόπι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τρίτα νερό, και μ' άλευρα λευκά τα πασπαλίσης, </td><td align="right">520</td></tr>
+<tr><td>'ς ταις άδειαις κάραις των νεκρών εύχου θερμά, και τάξου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δαμάλα στείρα διαλεκτή να σφάξης άμα φθάσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την Ιθάκη, και πυράν πολύδωρη να κάψης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και να προσφέρης χωριστόν αρνί του Τειρεσία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ΟΜΗΡΟΥ</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατάμαυρο, 'που δεύτερο δεν θα 'χη το κοπάδι. </td><td align="right">525</td></tr>
+<tr><td>και άμα ικετεύσης τάνδοξα των πεθαμένων πλήθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κριάρι σφάξε, ολόμαυρη κοντά του προβατίνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και στρέψε τα 'ς το έρεβος· συ γύρε αλλού την όψι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς ταις ροαίς του ποταμού· και τότε αυτού θε να 'λθουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να σ' εύρουν αναρίθμηταις ψυχαίς απεθαμένων. </td><td align="right">530</td></tr>
+<tr><td>και κάμε τους συντρόφους σου να γδάρουν και να κάψουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' αρνιά ριμμένα, ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών ειπήτε, εις τον ανδρείον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Άδη και εις την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και συ το ξίφος γύμνωσε, κάθου και μην αφίνης </td><td align="right">535</td></tr>
+<tr><td>ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το αίμα, πριν συμβουλευθής εσύ τον Τειρεσία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο μάντης θα 'λθη ευθύς εκεί να σ' εύρη, ω πολεμάρχε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτός τον δρόμο θα σου ειπή, του ταξειδιού τα μέτρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πώς, το πέλαο σχίζοντας, θα φθάσης 'ς την πατρίδα». </td><td align="right">540</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμένα εκείνη εφόρεσε χιτώνα και χλαμύδα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μανδύαν λαμπροΰφαντον μέγαν ενδύθ' η νύμφη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χαριτωμένον και λεπτόν, κ' εζώσθη ακόμη ωραίο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χρυσό ζωνάρι, κ' έβαλε 'ς την κεφαλήν καλύπτρα. </td><td align="right">545</td></tr>
+<tr><td>τα δώματα εγώ διάβηκα και τους συντρόφους ηύρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους κεντούσ' από σιμά με λόγια μελωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«πάψτε το γλυκανάσασμα του ύπνου, αγαπητοί μου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας πάμε· η Κίρκ' η σεβαστή μ' εδίδαξε τον δρόμο».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είπα, κ' εκαταπείσθηκεν η ανδρική ψυχή τους. </td><td align="right">550</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αλλ' ουδ' εκείθεν άβλαπτους επήρα τους συντρόφους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήταν κάποιος Ελπήνορας, νεώτατος· ανδρείαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολλήν δεν είχε, αλλ' ούτε νουν ανάμερ' απ' τους άλλους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τ' άγια της Κίρκης δώματα μού πήγε να πλαγιάση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποθώντας το κατάψυχο, της μέθης εις την ζάλη. </td><td align="right">555</td></tr>
+<tr><td>και άμα το κίνημ' άκουσε, τον κρότο των συντρόφων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξάφνου εσηκώθη και ποσώς δεν ενθυμήθη πάλι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' την υψηλήν κλίμακα να καταιβή, 'π' ανέβη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' απ' την σκέπην έπεσε κατάντικρα, κ' εκόπη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο τράχηλός του, και η ψυχή ροβόλησε 'ς τον Άδη. </td><td align="right">560</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ως ήλθαν όλοι, ωμίλησα 'ς την μέση εκείνων κ' είπα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«θαρρείτε ότι 'ς τα σπίτια μας, 'ς την ποθητήν πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα πάμε· αλλ' άλλο διώρισε 'ς εμάς ταξείδ' η Κίρκη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον Άδη και 'ς την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ερωτηθούμε την ψυχή του μάντη Τειρεσία». </td><td align="right">565</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πα, και η καρδία τους 'ς τα λόγια μου ερραΐσθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτού καθίσαν, έκλαιαν· ανέσπααν τα μαλλιά τους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όφελος δεν έφερναν τα κλάμματα και οι θρήνοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ως φθάσαμε κατάγιαλα προς το γοργό καράβι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι, </td><td align="right">570</td></tr>
+<tr><td>'ς το πλοίον ήλθε κ' έδεσεν η Κίρκη ένα κριάρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προβατίνα ολόμαυρη, κ' εύκολ' απ' έμπροσθέν μας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εδιάβηκεν αγνώριστη· ποιος δύναται να βλέπη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θεάν, αν εις τον δρόμο του να φαίνεται δεν θέλει;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td><b>Ραψωδία Λ</b></td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και εις το καράβι ως φθάσαμε κάτω 'ς το περιγιάλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πρώτα εις την θεία θάλασσα σύραμε το καράβι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έπειτα μέσα εστήσαμε κατάρτι και πανία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εφέραμε τα πρόβατα· κατόπι εμπήκαμ' όλοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι· </td><td align="right"> 5</td></tr>
+<tr><td>και οπίσω απ' το μαυρόπλωρο καράβι έστειλε πρύμον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που φούσκον' όλα τα πανιά, φίλον λαμπρόν, η Κίρκη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεινή θεά, καλόκομη, όπ' έχει ανθρώπου γλώσσα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τ' άρμεν' αφού σιάσαμε, καθόμασθε, και ωδήγα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το πλοίο μας ο άνεμος ομού και ο κυβερνήτης, </td><td align="right">10</td></tr>
+<tr><td>και μ' ολοτέντωτα πανιά αρμένιζ' ολημέρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο ήλιος ως βασίλευε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον βαθύν ήλθ' Ωκεανόν, όπ' άκρ' είναι του κόσμου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η πόλις είναι και ο λαός εκεί των Κιμμερίων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>νέφος πυκνό και σκοτεινόν ολούθε τους σκεπάζει, </td><td align="right">15</td></tr>
+<tr><td>ουδέ ποτέ κυττάζει αυτούς ο ακτινοβόλος Ήλιος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον αστροφόρον ουρανόν ούτ' όταν αναιβαίνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτ' όταν κλίνη προς την γην από τα ουράνια μέρη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά τους άμοιρους θνητούς μαύρη πλακόνει νύκτα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το μέρος τούτο αράξαμε και παίρνοντας τ' αρνία </td><td align="right">20</td></tr>
+<tr><td>βγήκαμε, και του Ωκεανού το ρεύμ' ακολουθώντας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ωδεύαμε ως 'που εφθάσαμε 'ς την θέσι 'που 'πε η Κίρκη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο Περιμήδης τα σφακτά και ο Ευρύλοχος βαστούσαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' το πλευρό μου έσυρα το ακόνητό μου ξίφος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λάκκο μιαν πήχην έσκαψα του μάκρου και του πλάτου, </td><td align="right">25</td></tr>
+<tr><td>κ' έχυσα γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως έβαλα μελίκρατο, κρασί γλυκό, και τρίτα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>νερό, και τα πασπάλισα με λευκ' αλεύρι επάνω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις άδειαις κάραις των νεκρών θερμά παρακαλώντας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να σφάξω ετάχθηκα εκλεκτήν και στείραν αγελάδα, </td><td align="right">30</td></tr>
+<tr><td>ως φθάσω εις την Ιθάκη μου, και μιαν πυρά να κάψω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολύδωρην, και χωριστόν αρνί του Τειρεσία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να θυσιάσω, ολόμαυρο, του κοπαδιού το πρώτο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού με τάμματα, μ' ευχαίς θερμαίς, τους πεθαμένους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξιλέωσα, πήρα τ' αρνιά και τα 'σφαξα 'ς τον λάκκο, </td><td align="right">35</td></tr>
+<tr><td>κ' έρρεε το αίμα ολόμαυρο· και ιδές, εσυναζόνταν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των πεθαμένων η αμυχαίς του ερέβους απ' τα βάθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>νέαις και νέοι, γέροντες πολύπαθοι μ' εκείνους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ομού παρθέναις τρυφεραίς με νεόλυπην καρδία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άνδρες πολλοί, 'που τρύπησαν η χαλκοφόραις λόγχαις </td><td align="right">40</td></tr>
+<tr><td>'ς την μάχη, κ' είχαν τ' άρματα 'ς το αίμ' όλο βαμμένα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εδώθ' εκείθεν άπειροι 'ς τον λάκκο γύρω ερχόνταν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' είπα των συντρόφων μου να γδάρουν και να κάψουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' αρνιά, ριμμένα ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι, </td><td align="right">45</td></tr>
+<tr><td>κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών να ειπούν, εις τον ανδρείον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Άδη και 'ς την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το σπαθί μου εγύμνωσα και δεν εσυγχωρούσα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το αίμα, πριν ερωτηθώ τον μάντη Τειρεσία. </td><td align="right">50</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και του συντρόφου μου η ψυχή, του Ελπήνορα, ήλθε πρώτη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι δεν είχε αυτός ταφή 'ς της γης τα σπλάχν' ακόμη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το σώμ' αφήσαμεν εμείς 'ς τα μέγαρα της Κίρκης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άκλαυτον, άθαπτο, επειδή μας έβιαζ' άλλη ανάγκη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμα τον είδα εδάκρυσα κ' επόνεσε η ψυχή μου, </td><td align="right">55</td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ελπήνορα, πώς έφθασες εις τ' άττεγγο σκοτάδι;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πεζός συ πρόλαβες εμέ, 'που με καράβι ερχόμουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πα' εστέναξε βαθειά και μ' απαντούσ' εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, </td><td align="right">60</td></tr>
+<tr><td>οργή θεού και τ' άμετρο κρασί μ' εξολοθρεύσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λησμόνησ', αφού πλάγιασα 'ς το μέγαρο της Κίρκης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' την υψηλήν κλίμακα να καταιβώ, 'π' ανέβην·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' απ' την σκέπην έπεσα κατάντικρα, κ' εκόπη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο τράχηλός μου, και η ψυχή ροβόλησε εις τον Άδη. </td><td align="right">65</td></tr>
+<tr><td>και αχ! να σου ζήσουν οι ακριβοί, 'που ο κόσμος έχει ακόμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η σύντροφός σου και ο γονειός, που σ' έχει θρέψει βρέφος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο μόνος σου Τηλέμαχος, πώχεις 'ς το σπίτι αφήσει,—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι ξεύρ' ότι γυρίζοντας εδώθε, από τον Άδη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θ' αράξης το καράβι σου 'ς την νήσο την Αιαία,— </td><td align="right">70</td></tr>
+<tr><td>όταν κει φθάσης, έχε με 'ς τον νου σου, ω βασιλέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μη μ' αφήσης άθαπτον και αδάκρυτον οπίσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φεύγοντας, μη σου γείνω εγώ θείας οργής αιτία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' έπαρε και κάψε με μαζή με τ' άρματά μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμένα μνήμα σήκωσε σιμά 'ς τ' αφράτο κύμα, </td><td align="right">75</td></tr>
+<tr><td>να 'ναι γνωστός και εις τους εξής του αμοίρου εμένα ο τάφος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάμε μου τούτα, και κουπί 'ς το μνήμα επάνω στήσε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνο, 'που ζώντας έλαμνα μαζή με τους συντρόφους».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και του απάντησα· «τούτα όλα θα σου κάμω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσα μου λέγεις, άμοιρε, 'ς όλα θα δώσω τέλος». </td><td align="right">80</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τέτοιαις ελέγαμε φρικταίς οι δυο μας ομιλίαις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εδώθ' εγώ το ξίφος μου 'ς το αίμα επάνω εκράτουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείθε πολλά του φίλου μου το φάντασμα ωμιλούσε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Της πεθαμένης μου μητρός τότε η ψυχή μου εφάνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Αντίκλεια, κόρη του υψηλού 'ς το φρόνημ' Αυτολύκου· </td><td align="right">85</td></tr>
+<tr><td>την είχ' αφήσει 'ς την ζωή, κινώντας για την Τροία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμα την είδα εδάκρυσα, κ' ερράισ' η καρδιά μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όμως δεν την άφινα πρώτη να πλησιάση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το αίμα, πριν ερωτηθώ τον Μάντη Τειρεσία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' ήλθε η ψυχή του παλαιού Θηβαίου Τειρεσία· </td><td align="right">90</td></tr>
+<tr><td>σκήπτρο κρατούσε ολόχρυσο· μ' εγνώρισε και μου 'πε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ει πάλιν, ω ταλαίπωρε, από το φως του ηλίου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθες να ίδης τους νεκρούς, τον άτερπνο τον κόσμο;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σύρου απ' τον λάκκο, το σπαθί βάστα μακρυά, να πίω </td><td align="right">95</td></tr>
+<tr><td>από το αίμα, να σου ειπώ κατόπι την αλήθεια».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά' πε, κ' εγώ σύρθηκα κ' έχωσα εις το θηκάρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' αργυροκάρφωτο σπαθί, και άμ' έπιε το μαύρ' αίμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο άψεγος μάντης είπε μου· «γυρεύεις την γλυκεία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την πατρίδα επιστροφή, λαμπρότατε Οδυσσέα. </td><td align="right">100</td></tr>
+<tr><td>θα σ' εμποδίση ένας θεός· κακά θε να ξεφύγης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του κοσμοσείστη, 'π' άσπονδο μίσος για σένα τρέφει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού το φως αφαίρεσες του αγαπητού παιδιού του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολλά θα πάθετε κακά, και όμως θα φθάστε ακόμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αρκεί να θέλης χαλινό να βάλης της καρδιάς σου, </td><td align="right">105</td></tr>
+<tr><td>και των συντρόφων, το καλό καράβι σου άμ' αράξης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το μαύρο κύμ' αφίνοντας, 'ς την νήσο Θρινακία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευρήτ' εκεί τα πρόβατα να βόσκουν και η δαμάλαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Ηλιού, 'που όλ' άνωθε τηρά και όλ' άνωθεν ακούει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν δεν τα εγγίξης κ' εννοιασθής για την επιστροφή σου, </td><td align="right">110</td></tr>
+<tr><td>τότε, και αν πάθετε πολλά, θα φθάστε εις την Ιθάκη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αν τα βλάψης, όλεθρο προβλέπω εις το καράβι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις τους συντρόφους· και αν σωθής μόνος εσύ, θα φθάσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αργά και κακώς έχοντας, και από συντρόφους έρμος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με ξένο πλοίο, και θαυρής 'ς το σπίτι δυστυχίαις. </td><td align="right">115</td></tr>
+<tr><td>άνδραις απόκοτοι το βιο σου τρώγουν, και με δώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την θεϊκή σου σύντροφο ζητεί καθείς να πάρη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άμα φθάσης, φοβερά θα εκδικηθής εκείνους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού μέσα 'ς το σπίτι σου χαλάσης τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είτε με δόλο ή φανερά, μ' ακονισμένη λόγχη, </td><td align="right">120</td></tr>
+<tr><td>έπαρε δρόμο, φέροντας ίσιο κοπί μαζή σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσο να φθάσης 'ς τους θνητούς, 'που θάλασσα δεν ξεύρουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ' αρτυμένο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβια αυτοί γνωρίζουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε τα ίσια κουπιά, 'που 'ναι πτερά των πλοίων. </td><td align="right">125</td></tr>
+<tr><td>και άκου σημάδι φανερό, 'που δεν θα σου ξεφύγη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον δρόμον άμ' απαντηθή με σέν' άλλος οδίτης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ειπή 'ς τον λαμπρόν ώμο σου πώς έχεις λιχνιστήρι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ευθύς το ίσιο κουπί στήσε εις την γη και κάμε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις· </td><td align="right">130</td></tr>
+<tr><td>κριάρι, ταύρον σφάξε του και χοίρον αναβάτη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και γύρε εις την πατρίδα σου, κ' ιεραίς κάμ' εκατόμβαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με την σειρά του καθενός· και θάνατος θα σ' εύρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έξω απ' την θάλασσα ελαφρός, και θα σε σβύση αγάλι </td><td align="right">135</td></tr>
+<tr><td>μες τα λαμπρά γεράματα· και ωστόσ' ολόγυρά σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα 'ναι μακάριος ο λαός· σου είπα την αλήθεια».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, κ' εγώ του απάντησα· «τούτα όλα, ω Τειρεσία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' αποφάσισαν οι θεοί· πλην τώρα δίδαξέ με</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μάθω αυτό 'που σ' ερωτώ· 'κεί πέρα της μητρός μου </td><td align="right">140</td></tr>
+<tr><td>την ψυχή βλέπω, και βουβή μένει σιμά 'ς το αίμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον υιόν της δεν τολμά 'ς τα μάτια να κυττάξη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε καν λόγο να του ειπή· συ, κύριε, δίδαξέ με</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτή πώς θ' αναγνώριζεν εμένα ότ' είμ' εκείνος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπα, κ' ευθύς μου απάντησεν ο μάντης Τειρεσίας· </td><td align="right">145</td></tr>
+<tr><td>«εύκολος θα 'ναι ο λόγος μου και βάλε τον 'ς τον νου σου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όποιον αφήσης των νεκρών 'ς το αίμα να σιμώση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνος αλήθειαις θα σου ειπή· και εις όποιον το εμποδίσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνον πάραυτα θα ιδής να φύγη απ' έμπροσθέν σου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Έπαυσε, κ' εκατέβηκε του θείου Τειρεσία </td><td align="right">150</td></tr>
+<tr><td>'ς τον Άδη πάλιν η ψυχή, αφού την μοίραν είπε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγώ 'ς τον τόπον έμενα, κ' εσίμωσε η μητέρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το μαύρον αίμα ερούφησε κ' ευθύς εγνώρισέ με,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κλαίοντας μου ωμίλησεν «εις τ' άφεγγο σκοτάδι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πώς εκατέβης, τέκνο μου, συ ζωντανός ακόμα; </td><td align="right">155</td></tr>
+<tr><td>και δύσκολο 'ναι ζωντανοί να ιδούν τούτα 'δω κάτω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' είναι 'ς την μέση απέραντα και φοβερά ποτάμια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πρώτος ο Ωκεανός, 'που δεν μπορεί κανένας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χωρίς καράβι στερεό, πεζός να τον περάση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τάχ' απ' την Τροίαν έφθασες εδώ με τους συντρόφους, </td><td align="right">160</td></tr>
+<tr><td>αφού πολλά πλανήθηκες; και ακόμη 'ς την Ιθάκη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν ήλθες, και την σύντροφο 'ς τα γονικά δεν είδες»;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«μητέρα, ανάγκη μ' έφερε 'ς τον Άδη να ερωτήσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την μοίραν απ' τον παλαιόν Θηβαίον Τειρεσία· </td><td align="right">165</td></tr>
+<tr><td>τι 'ς άκραν γης Αχαϊκής δεν έχω φθάσει ακόμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δέρνομαι ακατάπαυτα μακράν απ' την πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' την στιγμήν 'που ως οπαδός του δοξασμένου Ατρείδη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να πολεμήσω επέρασα 'ς την εύιππην Τρωάδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα εις εμέ φανέρωσε, μ' αλήθεια λέγε, ποία </td><td align="right">170</td></tr>
+<tr><td>μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου σ' έχει σβύσει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήταν αρρώστια μακρυνή; μη σ' εύρεν η τοξεύτρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Άρτεμις και σ' ενέκρωσε με τα λεπτά της βέλη;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι γίνεται ο πατέρας μου, και ο υιός οπ' έχω αφήσει;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την εξουσία μου κρατούν, ή κάποιος των ηρώων </td><td align="right">175</td></tr>
+<tr><td>άλλος την έχει, και θαρρούν πως δεν θα γύρω πλέον;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ειπέ μου και το φρόνημα, την γνώμη, της συντρόφου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με το παιδί μας μένει αυτή και κυβερνά το σπίτι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή πρόκριτος των Αχαιών ήδη την πήρε νύμφη;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πα και μου απάντησεν η σεβαστή μητέρα· </td><td align="right">180</td></tr>
+<tr><td>«και με πολλήν υπομονή 'ς τα μέγαρα σου ακόμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνη μένει, κ' έρημη, χωρίς παρηγορία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε την εξουσία σου κανείς σου πήρε ως τώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ήσυχα ο Τηλέμαχος έχει τα κλείσματά σου, </td><td align="right">185</td></tr>
+<tr><td>και εις τα συμπόσια τον τιμούν ως εις κριτήν αρμόζει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι καθένας τον καλεί· και ο γέρος σου ο πατέρας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τον αγρό του κατοικεί, και ούτ' έρχεται 'ς την πόλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτ' έχει κλίναις με λαμπρά παπλώματα στρωμέναις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλην τον χειμώνα σπίτι του κοιμάτ' όπου και οι δούλοι, </td><td align="right">190</td></tr>
+<tr><td>'ς την στάκτη, 'ς την γωνιά σιμά, κ' είναι κακενδυμένος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' έλθη ο θέρος και ο καλός καιρός του φθινοπώρου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το κάρπιμο κηπάρι του παντού τ' αμπελωμένο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χαμηλαίς κλίναις έχει αυτός τα πεσημένα φύλλα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείτεται αυτού και αδημονεί ποθώντας να γυρίσης, </td><td align="right">195</td></tr>
+<tr><td>κ' ενώ πληθαίνει ο πόνος του τα γέρα τον πλακόνουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι απαράλλακτος καϋμός κ' εμ' έφερε 'ς τον τάφο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε η καλότοξη θεά μ' ηύρε 'ς τα δώματά μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μ' έσβυσεν, η Άρτεμις, με τα λεπτά της βέλη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ούτε αρρώστια μ' εύρηκεν απ' όσαις καταλύουν </td><td align="right">200</td></tr>
+<tr><td>με μαρασμόν ελεεινό την ζήσι των ανθρώπων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ο καϋμός σου, η φρόνησι, του ήθους σου η γλυκάδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτά μου εκόψαν την ζωή, λαμπρότατε Οδυσσέα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε· συλλογίσθηκα, και της νεκρής μητρός μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να πιάσω τότε την ψυχήν ηθέλησα ο θλιμμένος· </td><td align="right">205</td></tr>
+<tr><td>και τρεις εχύθηκα φοραίς, να πιάσω αυτήν ποθώντας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τρεις ωμοίωμα σκιάς ή ονείρου από τα χέρια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μώφυγε· και βαρύτερος μ' εστενοχώρα ο πόνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προς αυτήν εφώναζα· «τι φεύγεις, ω μητέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την στιγμή, 'που προσπαθώ με πόθο να σε πιάσω, </td><td align="right">210</td></tr>
+<tr><td>όπως και οι δυο 'ς την κατοικιά του Άδη αγκαλιασμένοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του κρύου κλάυματος ομού την ηδονή χαρούμε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μην είναι τούτο φάντασμα, 'που η θεία Περσεφόνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μώστειλ', όπως η λύπη μου και οι στεναγμοί πληθύνουν;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πα, και μου απάντησεν η σεβαστή μητέρα· </td><td align="right">215</td></tr>
+<tr><td>«α! τέκνο μου, βαρυόμοιρε, ως άλλος δεν ευρέθη!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν απατά σε του Διός η κόρ', η Περσεφόνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' είναι αυτός εις τους θνητούς ο νόμος του θανάτου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις σάρκαις και τα κόκκαλα πλειά δεν κρατούν τα νεύρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' εκείν' όλα η δύναμις της φλόγας αφανίζει, </td><td align="right">220</td></tr>
+<tr><td>μόλις τα λευκά κόκκαλα το πνεύμ' αφήση μόνα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως όνειρο η ψυχή πετά γυρνώντας 'ς τον αέρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά να ιδής πάλι το φως ξεκίνησε, και μάθε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτ' όλα, της συντρόφου σου για να τα ειπής κατόπι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά συνωμιλούσαμε· και ιδού, γυναικών πλήθος </td><td align="right">225</td></tr>
+<tr><td>έρχονταν, —ως ταις έστελνεν η θεία Περσεφόνη,—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσαις και αν ήσαν σύντροφοι και κόραις των ηρώων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ενώ 'ς το αίμα ολόγυρα το μαύρο εσυναζόνταν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πώς να ερωτήσω καθεμιά 'ς τον νου μου εγώ ζητούσα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' όλαις η καλήτερη τούτη μου εφάνη γνώμη· </td><td align="right">230</td></tr>
+<tr><td>απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δεν ταις άφινα μαζή το μαύρ' αίμα να πίνουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έρχονταν τότε αραδικώς αυτού, και καθεμία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το γένος της φανέρονε, καθώς την ερωτούσα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Πρώτ' ήλθε απ' όλαις η Τυρώ, η καλογεννημένη, </td><td align="right">235</td></tr>
+<tr><td>'πώλεγε ότ' ήταν γέννημα του απταίστου Σαλμωνέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον Κριθέα σύζυγον ότ' είχε τον Αιολίδη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άρεσε αυτής ο ποταμός, ο θείος Ενιπέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των ποταμών, όπ' έχ' η γη, ο πλειά χαριτωμένος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την πρόσχαρη ακροποταμιάν εσύχναζεν η κόρη, </td><td align="right">240</td></tr>
+<tr><td>και ο γεωφόρος ο θεός ωμοιώθη του Ενιπέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και σιμά της επλάγιασε 'ς του ποταμού το στόμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το κύμα ως όρος θολωτόν εστάθη ολόγυρά τους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έκρυψε τον αθάνατον, και την θνητήν γυναίκα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτήν τότε αποκοίμισεν, αφού της παρθενίας </td><td align="right">245</td></tr>
+<tr><td>την ζώνην έλυσε, ο θεός· και ως έγειναν τα έργα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα ερωτικά, της έσφιξε το χέρι και της είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«χαίρε, γυνή, 'ς τ' αγκάλιασμα· 'ς την ώρα θα γεννήσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ωραία τέκνα· και άκαρπη ποτέ δεν είναι η κλίνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των αθανάτων· θρέψε τα και γλυκανάστησέ τα. </td><td align="right">250</td></tr>
+<tr><td>τώρα εις το δώμα πήγαινε, σώπα, μη μ' ονομάσης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και συ μάθ' ότι εγνώρισες τον σείστη Ποσειδώνα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είπε και μες την θάλασσαν, οπ' άφριζ', εβυθίσθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον Πελία γέννησεν αυτή και τον Νηλέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο Δίας τους ετίμησε· βασίλευε ο Πελίας </td><td align="right">255</td></tr>
+<tr><td>εις την Ιωλκό πολύαρνος, ο άλλος εις την Πύλο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η δοξαστή βασίλισσα κατόπιν του Κρηθέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλους εγέννησεν υιούς, τον Αίσονα, τον Φέρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Αμυθάν' ανίκητον εις την ιππομαχία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κατόπιν είδα του Ασωπού την κόρην Αντιόπη, </td><td align="right">260</td></tr>
+<tr><td>'που, ως εκαυχόνταν, του Διός κοιμήθη 'ς ταις αγκάλαις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τέκνα δυο γεννήθηκαν, ο Αμφίονας και ο Ζήθος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον τόπο της επτάπυλης Θήβας έκτισαν πρώτοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' επύργωσαν^ απύργωτην την απλωμένην Θήβα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν δύνονταν να κατοικούν, όσην ανδρειά και αν είχαν. </td><td align="right">265</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είδα και του Αμφιτρύωνα την σύντροφον Αλκμήνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού τον λεοντόψυχον, άφοβον Ηρακλέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγέννησε, αφού πλάγιασε 'ς την αγκαλιά του Δία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του γενναίου Κρέοντα την κόρη την Μεγάρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που νύμφην ο αδάμαστος την είχε Αμφιτρυωνίδης. </td><td align="right">270</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Του Οιδίπου η μάννα εφάνηκεν, η εύμορφη Επικάστη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που τυφλωμένη ανόμησε φρικτά με τον υιόν της.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'πώσφαξε τον πατέρα του και αυτήν γυναίκα επήρε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα γενόμενα οι θεοί 'ς τον κόσμο φανερώσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτός με πάθη, 'ς την γλυκειά την Θήβα, των Καδμείων </td><td align="right">275</td></tr>
+<tr><td>βασίλευε, ως ηθέλησεν η οργή των αθανάτων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτήν εδέχθη ο άσπλαχνος ο θυρωρός, ο Άδης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι, 'ς τον άκρον πόνο της, ψηλάθ' από την σκέπη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κρεμάσθη με συρτοθηλειά, και άφησ' εκείνου πάθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αμέτρητ', όσα προξενούν η μητρικαίς κατάραις. </td><td align="right">280</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εφάν' η Χλώρις έπειτα, 'που για τα εξαίσια κάλλη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>νύμφην επήρε, αφού 'δωσε πολλά δώρα, ο Νηλέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κόρ' ύστερη του Αμφίονα Ιασίδη, του κυρίου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Ορχομενού των Μινυών βασίλισσα εις την Πύλο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τέκνα λαμπρά του εγέννησεν η Χλώρις, τον Χρομίον, </td><td align="right">285</td></tr>
+<tr><td>τον άγριον Περικλύμενον, τον Νέστορα, και ακόμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την πολυθαύμαστη Πηρώ, πού την ζητούσαν όλοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' όλα τα περίχωρα· την έδιδ' ο Νηλέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς όποιον τους ταύρους θα 'παιρνε του Ιφίκλου απ' την Φυλάκη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτ' ήσαν δυσκολόπαρτοι· και απ' όλους άγιος μάντης </td><td align="right">290</td></tr>
+<tr><td>ετόλμησε κ' εδέχθηκεν εκείθε να τους πάρη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά τον άνδρα εσπέδισε μοίρα θεού βαρεία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κακά τον έζωσαν δεσμά και αγροτικοί βουκόλοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αφού οι μήνες διάβηκαν, και η 'μέραις ετελειώσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έκλειεν ο χρόνος, κ' έρχονταν 'ς τον κύκλο τους η ώραις, </td><td align="right">295</td></tr>
+<tr><td>τον έλυσεν ο Ίφικλος, αφού την μοίραν είπεν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλην αυτός, και του Διός το θέλημα εγενόνταν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είδα την Λήδαν έπειτα, την νύμφη του Τυνδάρου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που του Τυνδάρου εγέννησε τα τέκνα τα γενναία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Κάστορα ιπποδαμαστή, τον πύκτη Πολυδεύκη, </td><td align="right">300</td></tr>
+<tr><td>'που και τους δύο ζωντανούς κατέχ' η γη γεννήτρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτούς και κάτω από την γην ετίμησεν ο Δίας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πότε να ήναι ζωντανοί και πότε πεθαμένοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθένας την ημέρα του· και ωσάν θεοί τιμώνται.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είδα την Ιφιμέδεια, γυναίκα του Αλωέα, </td><td align="right">305</td></tr>
+<tr><td>'πώλεγεν ότι επλάγιασε σιμά 'ς τον Ποσειδώνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δύο τέκνα γέννησε, κοντόχρονα, τον Ώτον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον θείον, και τον ξακουστόν 'ς τον κόσμον Εφιάλτη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' όσους έθρεψεν η γη ψηλότερ' ήσαν 'κείνοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ύστερ' απ' τον Ωρίωνα, λαμπρότεροι 'ς το κάλλος. </td><td align="right">310</td></tr>
+<tr><td>ήσαν εννηάχρονα παιδιά κ' εννέα πήχαις είχαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλάτος, αλλά το μάκρος τους έφθανε ορυιαίς εννέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους θεούς φοβέριζαν ακόμη αυτοί να στήσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μάχην φρικτήν 'ς τον Όλυμπο, πολέμου τρικυμία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την Όσσαν εις τον Όλυμπο, 'ς την Όσσα το δασώδες </td><td align="right">315</td></tr>
+<tr><td>Πήλιο να θέσουν ήθελαν, 'ς τον ουρανό να φθάσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν είχαν ζήσει ν' ανδρωθούν θα το 'χαν κατορθώσει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλην του Διός και της Λητώς τους έσβυσεν ο γόνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πριν κάτω από τους μήλιγγαις η τρίχαις τους ανθήσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με τ' ωραίο χνούδι τους τα μάγουλα σκιάσουν. </td><td align="right">320</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Η Φαίδρα, η Πρόκνη εφάνηκαν κ' η εύμορφη Αριάδνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κόρη του Μίνωα του φρικτού, 'που από την Κρήτη πέρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έπαιρνε νύμφην 'ς ταις ιεραίς Αθήναις ο Θησέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά, πριν κείνος την χαρή, την είχε μαρτυρήσει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Διόνυσος, κ' η Άρτεμις την φόνευσε 'ς την Δία. </td><td align="right">325</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Η Μαίρα, και η Κλυμένη αυτού φανήκαν, κ' η Εριφίλη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η μισητή, 'που επρόδωσε τον άνδρα για χρυσάφι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όσαις είδα ομόκλιναις και κόραις των ηρώων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ονομάσω αν ήθελα, δεν θα 'φθαν' όλ' η νύκτα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και να πλαγιάσω είναι καιρός, ή 'ς το ταχύ καράβι </td><td align="right">330</td></tr>
+<tr><td>με τους συντρόφους, ή κ' εδώ' για το προβάδισμά μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πρώτα οι θεοί, κ' έπειτα σεις θα λάβετε φροντίδα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά πε, και όλοι εσώπαιναν εις το ισκιωμένο δώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως τους εκυρίευσε του λόγου του η μαγεία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πρώτη ωμίλησε εις αυτούς Αρήτ' η λευκοχέρα· </td><td align="right">335</td></tr>
+<tr><td>«Φαίακαις, πώς σας φαίνεται του ανθρώπου τούτου τώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το κάλλος, το ανάστημα, και η ίσιαις μέσα φρέναις;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξένος μου είναι, αλλ' επειδή τιμήν εις όλους φέρει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη να τον προβοδοτήσετε βιασθήτε, και απ' τα δώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που τα 'χει ανάγκην ο πτωχός, μην αφαιρείτ', ότ' είναι </td><td align="right">340</td></tr>
+<tr><td>κτήματα, χάρις 'ς τους θεούς, 'ς τα σπίτια μας περίσσα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ο ήρωας τότε ωμίλησεν Εχένηος ο γέρος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού 'ς τους χρόνους ήτο αυτός ο πρώτος των Φαιάκων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω φίλοι, ό,τ' είπε η φρόνιμη βασίλισσα δεν είναι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εναντίον εις την γνώμη μας, και σεις να το δεχθήτε. </td><td align="right">345</td></tr>
+<tr><td>και απ' τον Αλκίνοον κρέμεται η πράξι ομού και ο λόγος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος και είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τούτος ο λόγος στερεός θα μείν', αν είν' αλήθεια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που ζωντανός των ναυτικών Φαιάκων βασιλεύω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο ξένος, όσο και αν ποθεί να φθάση 'ς την πατρίδα, </td><td align="right">350</td></tr>
+<tr><td>ως αύριον να' χη υπομονή, τα δώρα ως να συνάξω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλοι για το προβάδισμα θα λάβουν την φροντίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι άνδραις, κ' εγώ μάλιστα, 'πώχω την εξουσία».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ αυτόν τότε ο πολύβουλος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μεγάλε Αλκίνοα, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, </td><td align="right">355</td></tr>
+<tr><td>και αν χρόνο σεις ολόκληρο μου ελέγετε να μείνω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως με στείλετ' έπειτα με διαλεμμένα δώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλο δεν ήθελα κ' εγώ· πολύ θα μ' ωφελούσε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με πλούτη περισσότερα να γύρω εις την πατρίδα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά και σεβαστότερος, πλειά ποθητός, θε να 'μουν </td><td align="right">360</td></tr>
+<tr><td>'ς εκείνους 'που θα μ' έβλεπαν να φθάσω 'ς την Ιθάκη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος· και είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«'Σ την όψι σου παντάπασι δεν δείχνεις, Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απατητής και δολερός, καθώς πολλούς η μαύρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γη βόσκει απ' όλους τους θνητούς 'που 'ναι παντού σπαρμένοι, </td><td align="right">365</td></tr>
+<tr><td>και πλάθουν αυτοί ψεύματα, 'που δεν τα ξεχωρίζεις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σένα είναι ο λόγος εύμορφος και ο νους σου μέσα ωραίος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προκομμένα, ωσάν αοιδός, μας έχεις ιστορήσει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα δικά σου βάσανα κ' εκείνα των Αργείων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά μ' αλήθεια λέγε μου, να μάθω, αν κάποιον είδες </td><td align="right">370</td></tr>
+<tr><td>των ισοθέων φίλων σου, όσοι μαζή σου επήγαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Τροία, κ' εύρηκαν εκεί την ύστερή τους ώρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρ' είναι η νύκτ' απέραντη· δεν ήλθ' η ώρ' ακόμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του ύπνου, και συ λέγε μου τα έργα οπ' ομοιάζουν θεία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εδώ θα 'μεν' ατάραχος, όσο να φέξ' η ημέρα, </td><td align="right">375</td></tr>
+<tr><td>αν να ιστορήσης έστεργες τα πάθη σου 'ς εμένα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ αυτόν τότε ο πολύβουλος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πότε καιρός λόγων πολλών, πότε καιρός του ύπνου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αν ποθείς, είμ' έτοιμος να σου ιστορήσω ακόμη </td><td align="right">380</td></tr>
+<tr><td>αλλ' απ' αυτά φρικτότερα, των φίλων μου τα πάθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσοι κατόπι εχαθήκαν· αυτοί 'που, αφού σωθήκαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από τον πολυστένακτον των Τρωαδιτών αγώνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα γονικά τους έχασε κακότροπη συμβία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και τοις ψυχαίς των γυναικών άμ' είχε διασκορπίσει </td><td align="right">385</td></tr>
+<tr><td>'ς την μια 'ς την άλλη την μεριάν η θεία Περσεφόνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η ψυχή του Αγαμέμνονα του Ατρείδ' ήλθεν εμπρός μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θλιμμένη, και τριγύρω της συνάχθηκαν η άλλαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσαις μαζή του απέθαναν 'ς την κατοικιά του Αιγίσθου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς μ' εγνώρισεν αυτός, το μαύρ' άμ' έπιεν αίμα· </td><td align="right">390</td></tr>
+<tr><td>σφικτά θρηνούσε, αστάλακτα τα δάκρυα του κυλούσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ετέντονε τα χέρια του ζητώντας να με φθάση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά δεν είχε δύναμιν, ανδρειά δεν είχε πλέον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως την είχε ζωντανός 'ς τα λυγερά του μέλη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμα τον είδα εδάκρυσα κ' ερράισ' η καρδιά μου, </td><td align="right">395</td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποια μοίρα του ολοτέντωτου σ' εδάμασε θανάτου;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη σέ μες τα καράβια σου δάμασε ο Ποσειδώνας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σηκόνοντας αζήλευτην πνοήν κακών άνεμων, </td><td align="right">400</td></tr>
+<tr><td>ή εχθροί 'ς την γη σ' εχάλασαν, ενώ βώδια και αρνία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλόμαλλα τους έπαιρνες ή εμάχοσουν την πόλι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να πάρης και τα θηλυκά να σύρης 'ς την δουλεία;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πα· ευθύς απάντησι μου έδωσεν εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, </td><td align="right">405</td></tr>
+<tr><td>ούτ' εμέ 'ς τα καράβια μου δάμασε ο Ποσειδώνας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σηκόνοντας αζήλευτην πνοήν κακών ανέμων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ούτ' εχθροί μ' εχάλασαν 'ς την γην αλλά τον χάρο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Αίγισθος μου ετοίμασε με την καταραμένη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γυναίκα μου· 'ς το σπίτι του μ' εκάλεσεν εκείνος, </td><td align="right">410</td></tr>
+<tr><td>και, ως σφάζουν βώδι 'ς το παχνί, 'ς το γεύμα εμ' έχει σφάξει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έτσι εκακοθανάτηοα, και γύρω οι σύντροφοί μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σφάζοντο, ως γίνεται η σφαγή των λευκοδόντων χοίρων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι ανθρώπου υπέρπλουτου, μεγάλου, όπ' έχ' ή γάμους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή φαγοπότι φιλικόν ή επίσημο τραπέζι. </td><td align="right">415</td></tr>
+<tr><td>ήδη σου έτυχε να ιδής φόνους πολλών ανθρώπων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είτ' έπεσαν μονόμαχα, είτε εις μεγάλην μάχη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά πολύ θα οδύροσουν αν έβλεπες εκείνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πώς 'ς τον κρατήρα ολόγυρα, 'ς τα γεμιστά τραπέζια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κειτόμασθε, και 'ς τα αίματα τρικύμιζεν ο πάτος· </td><td align="right">420</td></tr>
+<tr><td>κ' έφριξα 'ς το ξεφωνητό της κόρης του Πριάμου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κασσάνδρας, 'που την φόνευσε κοντά μου η Κλυταιμνήστρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η επίβουλη· κ' εγώ 'ς την γη με πετακταίς αγκάλαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σφαμμένος τότ' εβρόντησα, και μ' άφησεν η σκύλλα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ η καρδιά της έδωσεν, εκεί 'που ξεψυχούσα, </td><td align="right">425</td></tr>
+<tr><td>τα μάτια να μου πιάση καν, το στόμα να μου κλείση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όχι, φρικτό και αδιάντροπο 'ς την γην άλλο δεν είναι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως η γυναίκ', άμα 'ς τον νου παρόμοιαις πράξαις βάλη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ιδές πώς κείνη ωργάνισεν έργον αισχρό κ' εγίνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του ανδρός της φόνισσα· κ' εγώ θαρρούσα 'ς την πατρίδα </td><td align="right">430</td></tr>
+<tr><td>περίχαρα να με δεχθούν τα τέκνα μου και οι δούλοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά η σοφή 'ς τα πονηρά και αυτή κατεντροπιάσθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απόμεινεν η εντροπή 'ς των θηλυκών το γένος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όταν κατόπιν ευρεθούν καλόπρακταις γυναίκαις».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και του απάντησα· «ωιμέ, πόσον ο Δίας </td><td align="right">435</td></tr>
+<tr><td>αρχήθεν εκατάτρεξε το γένος του Ατρέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με γυναικών βουλεύματα· ιδού, για την Ελένη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χαθήκαν άπειροι απ' εμάς· και σένα η Κλυταιμνήστρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δόλον σου ετοίμαζε, μακράν ενώ 'λειπες 'ς τα ξένα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπα, κ' ευθύς απάντησι μου έδωσεν εκείνος· </td><td align="right">440</td></tr>
+<tr><td>«όθεν και συ της γυναικός ποτέ μην ήσαι πράος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτής μην όλα, όσα καλά γνωρίζεις, φανερώσης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λέγε της κάποια, και άλλ' αυτής να τα κρατής κρυμμένα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμως απ' την γυναίκα σου συ φόνον μη φοβήσαι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παρά πολύ 'ναι συνετή, άπειραις χάραις έχει </td><td align="right">445</td></tr>
+<tr><td>η Πηνελόπ' η φρόνιμη, κόρη του Ικαρίου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>νηόνυμφη την αφίναμε την ώρα, οπού μαζή σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εβγήκαμε εις τον πόλεμο, και 'ς τα βυζί 'χε βρέφος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που 'ς των αδρών τώρα, θαρρώ, τον αριθμό καθίζει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ευτυχής! θα τον ιδή γερνώντας ο πατέρας, </td><td align="right">450</td></tr>
+<tr><td>και τον πατέρα, ως πρέπει, αυτός θα σφίξη 'ς ταις αγκάλαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον υιόν μου εγώ να ιδώ δεν μ' άφησε η δική μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα μάτια μου να τον χαρούν, αλλ' έκοψέ με πρώτα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και τ' άλλο τούτο θα σου ειπώ και βάλε το 'ς τον νου σου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κρυφά και όχι ολοφάνερα 'ς την ποθητήν πατρίδα </td><td align="right">455</td></tr>
+<tr><td>ν' αράξης, ότι εχάθηκεν η πίστι απ' ταις γυναίκαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν 'που 'ναι ακόμη 'ς την ζωή για το παιδί μου ακούτε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είτ' είναι 'ς τον Ορχομενόν ή 'ς την αμμώδη Πύλο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή 'ς τον Μενέλαο σιμά, 'ς την Σπάρτη την πλατεία· </td><td align="right">460</td></tr>
+<tr><td>τι ακόμ' η γη δεν σκέπασε τον θεϊκόν Ορέστη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ατρείδη, αυτά τι μ' ερωτάς; δεν ξεύρω αν ζη εκείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή απέθανε· κ' είναι κακό να λέγωνται τα μάταια».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τέτοιαις ελέγαμε φρικταίς οι δυο μας ομιλίαις, </td><td align="right">465</td></tr>
+<tr><td>δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε μου εφάνηκε η ψυχή του Αχιλληά Πηλείδη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του Πατρόκλου ομού μ' αυτόν, και του άψεγου Αντιλόχου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του Αίαντα, οπού 'ς την μορφή θα ενίκα και εις το σώμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης. </td><td align="right">470</td></tr>
+<tr><td>ευθύς μ' εγνώρισε η ψυχή του γοργοπόδη Αιακίδη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κλαίοντας μου ωμίΛησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι άλλο φοβερώτερο θα επιχειρήση ο νους σου;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον Άδη πώς κατέβηκες, 'που οικούν οι πεθαμένοι, </td><td align="right">475</td></tr>
+<tr><td>άνοα φαντάσματα θνητών, 'πώχει αναπαύσει ο χάρος;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, κ' εγώ του απάντησα· «Πηλείδη Αχιλλέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των Αχαιών υπέρτατε, 'ς τον Τειρεσίαν ήλθα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γνώμην να ειπή πώς θα 'φθανα 'ς την πετρωτήν Ιθάκη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι 'ς άκραν γης Αχαϊκής δεν έχω φθάσει ακόμα, </td><td align="right">480</td></tr>
+<tr><td>και δέρνομαι ακατάπαυτα μακράν απ' την πατρίδα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά, Πηλείδη, ωσάν εσέ μακάριος δεν ευρέθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως τώρα κανείς άνθρωπος, ή θα ευρεθή κατόπι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σε ζωντανόν ωσάν θεόν δοξάζαμεν οι Αργείοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα πάλι 'ς τους νεκρούς πολύς και μέγας είσαι· </td><td align="right">485</td></tr>
+<tr><td>όθεν ποσώς μη θλίβεσαι 'που απέθανες, Πηλείδη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πα, και μου απάντησε· «λαμπρότατε Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη θέλης για τον θάνατον να με παρηγορήσης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χωρικός να 'μουν ήθελα και να ξενοδουλεύω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνδρα πτωχόν, 'που κτήματα μεγάλα να μην έχη, </td><td align="right">490</td></tr>
+<tr><td>παρά εις όλους τους νεκρούς εγώ να βασιλεύω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' έλα για τον ένδοξον υιόν μου ειπέ μου τώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν προμαχεί 'ς τον πόλεμον ή οπίσω μένει εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ειπέ μου αν τίποτ' έμαθες για τον λαμπρόν Πηλέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των Μυρμιδόνων των πολλών αν βασιλεύη ακόμη, </td><td align="right">495</td></tr>
+<tr><td>ή 'ς την Ελλάδα και εις την Φθιά δεν τον ψηφά κανένας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα 'που χέρια του κρατεί και πόδια ομού το γήρας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι δεν του 'μαι εγώ βοηθός, άνω 'ς το φως του Ηλίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τέτοιος ως ήμουν μιαν φοράν εις την πλατειά Τρωάδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έκοβα τ' άνθος των ανδρών, βοηθώντας τους Αργείους. </td><td align="right">500</td></tr>
+<tr><td>για 'λίγο αν τέτοιος πήγαινα 'ς το δώμα του πατρός μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα 'φερναν ανατρίχιασμα τ' ανίκητά μου χέρια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς αυτούς, 'που την βασιλική τιμή θε να του αρπάξουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«ποσώς δεν έχω είδησι του θαυμαστού Πηλέα· </td><td align="right">505</td></tr>
+<tr><td>αλλ' ως προς τον Νεοπτόλεμο, το ποθητό παιδί σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλην, ως θέλεις, απ' εμέ θα μάθης την αλήθεια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι εγώ κείνον έφερα με ισόπλευρο καράβι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των ευκνημίδων Αχαιών 'ς το στράτευμα απ' την Σκύρο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όταν συμβούλια γένονταν, 'ς τα τείχη εμπρός της Τροίας, </td><td align="right">510</td></tr>
+<tr><td>πάντότ' ωμίλειε πρώτ' αυτός, ουδ' έσφαλν' εις τους λόγους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνον ο ισόθεος Νέστορας ή εγώ τον ενικούσα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τ' άρματα όταν άστραφταν 'ς τα τρωικά πεδία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνος δεν έμενε ποτέ 'ς το πλήθος και 'ς την τάξι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά προέτρεχε πολύ με ατρόμητον ανδρεία, </td><td align="right">515</td></tr>
+<tr><td>και άνδραις εφόνευσε πολλούς 'ς τον φοβερόν αγώνα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όσους αυτός εφόνευσε βοηθώντας τους Αργείους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν θα ημπορούσα εγώ να ειπώ· μόνον πως έχει σφάξει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Τηλεφίδη Ευρύπυλο· και οι Κήτειοι σύντροφοί του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σωρός σιμά του εσφάζονταν, εξ αφορμής των δώρων </td><td align="right">520</td></tr>
+<tr><td>οπ' έλαβε η μητέρα του· κ', ύστερ' από τον θείο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Μέμνονα, ωραιότατον άνδρ' ως αυτόν δεν είδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όταν εκατεβαίναμεν, οι πρώτοι των Αργείων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τ' άλογο 'πώκαμ' ο Επειός, και εις όλ' είχα εξουσία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να κλειώ, ν' ανοίγω, ως ήθελα, τον στερεόν κρυψιώνα, </td><td align="right">525</td></tr>
+<tr><td>τότ' οι αρχηγοί των Δαναών, οι βασιλείς οι άλλοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα δάκρυα τους εσφόγγιζαν κ' οι αρμοί τους όλοι ετρέμαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά την όψι την καλήν εκείνου να χλωμιάνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν είδ', ή από τα μάγουλα τα δάκρυα να σφογγίζη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά να ορμήση απ' τ' άλογο θερμά παρακαλούσε, </td><td align="right">530</td></tr>
+<tr><td>και όλο την χούφτα του σπαθιού και το βαρύ κοντάρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έψαχνε, κ' είχεν εις τον νου τον όλεθρον της Τροίας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ότε κάτω ερρίξαμε τους πύργους του Πριάμου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις το καράβι ανέβαινε με μέρος των λαφύρων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ωραίο δώρο, αλάβωτος, τι δεν τον είχε πάρει </td><td align="right">535</td></tr>
+<tr><td>λόγχη μακρόθ' ή από σιμά, καθώς συχνά συμβαίνει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον πόλεμο, 'που ανάμικτα λυσσομανά ο Άρης»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πα, και τότε η ψυχή του γοργοπόδη Αιακίδη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μακροπατώντας έσχιζε τ' ασφοδελό λιβάδι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χαρά γεμάτη όπ' άκουσε την δόξα του παιδιού του. </td><td align="right">540</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' η άλλαις έμεναν εκεί ψυχαίς των πεθαμένων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>περίλυπαις, και η καθεμιά τον πόνο της μ' ερώτα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνη του Αίαντα η ψυχή, του Τελαμωνιάδη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έστεκε ανάμερα πολύ· την χόλιαζεν η νίκη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που 'ς τα καράβια νίκησα 'ς την κρίσι των αρμάτων </td><td align="right">545</td></tr>
+<tr><td>του Αχιλλέα, 'που η σεπτή μητέρα του είχε στήσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και Τρωαδίταις έκριναν και η Παλλάδ' Αθήνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για τέτοιο κέρδος άμποτε να μην είχα νικήσει!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού για κείνα εσκέπασεν η γη παρόμοιον άνδρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Αίαντα, 'που εις την μορφήν θα ενίκα και εις τα έργα </td><td align="right">550</td></tr>
+<tr><td>τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αίαντα Τελαμώνιε — του 'πα γλυκομιλώντας —</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ νεκρός δεν έμελλες το πάθος ν' αστοχήσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'πώχεις 'ς εμέ για τ' άρματα τα τρισκαταραμένα;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αχ! οι θεοί φθοροποιά τα έκαμαν των Αργείων. </td><td align="right">555</td></tr>
+<tr><td>πύργος τους ήσουν σ' έχασαν και οι Αχαιοί σε κλαίμε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολοκαιρής ως κλαίουμε τον θείον Αχιλλέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' αίτιος δεν είναι του κακού κανείς αλλ' είν' ο Δίας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που φοβερά των Δαναών το λογχοφόρον πλήθος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ωργίσθη, και σέν' έδωκε την μοίρα του θανάτου. </td><td align="right">560</td></tr>
+<tr><td>αλλ' έλα, κύριε, σίμωσε, τους λόγους μου να πάρης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την οργή σου δάμασε 'ς το στήθος το γενναίο».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εις τούτ' απάντησιν αυτός δεν έδιδε, αλλ' επήγε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το Έρεβος με ταις ψυχαίς των άλλων πεθαμένων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όμως θα ωμίλειε προς εμέ, όσην χολήν και αν είχε, </td><td align="right">565</td></tr>
+<tr><td>ή εγώ θα ωμίλεια προς αυτόν, αλλ' η καρδιά μ' εκίνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ίδω ακόμη ταις ψυχαίς των άλλων πεθαμένων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είδα τον Μίνω, του Διός λαμπρόν υιόν, 'που εκράτει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σκήπτρο χρυσό κ' εκάθονταν κριτής των πεθαμένων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπ' άλλοι ορθοί τριγύρω του και άλλοι καθισμένοι </td><td align="right">570</td></tr>
+<tr><td>'ς του Άδη το πλατύπυλο το δώμα εδικαζόνταν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είδα και τον θεόρατον Ωρίωνα κατόπι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ν' ανακατόνη τα θεριά 'ς τ' ασφοδελό λιβάδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνα, 'που εις όρη απάτητα φονεύσ' είχεν εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ρόπαλον ολόχαλκον ασύντριφτο κρατούσε. </td><td align="right">575</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τον Τιτυόν, γόνον της Γης της δοξασμένης, είδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού 'ς το χώμα εκείτονταν κ' εσκέπαζ' εννηά πλέθρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δυο γύπαις τον παράστεκαν, του σχίζαν και του τρώγαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το σκώτι, και τα χέρια του δεν τους απομακραίναν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' είχε σύρει την Λητώ, σεπτήν φίλην του Δία, </td><td align="right">580</td></tr>
+<tr><td>προς την Πυθώνα ως διάβαινε την πάντερπνη Πανόπη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κατόπ' είδα τον Τάνταλον, φρικτά βασανισμένον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ορθόν 'ς την λίμνη· τώγγιζεν εκείνη το πηγούνι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εδίψα, αλλά δεν πρόφθανε να πάρη καν ρανίδα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λαίμαργα ως έσκυφτε να πιή ο γέρος, εχανόνταν </td><td align="right">585</td></tr>
+<tr><td>το νερό κάτω ρουφηκτά, και γύρω του εις τα πόδια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γη μαύρη εφανερόνονταν φρυμμένη από την μοίρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και υψηλά δένδρα επάνωθε κρεμούσαν τον καρπό τους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απιδιαίς ήσαν, ροϊδιαίς, λαμπρόκαρπαις μηλέαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με συκιαίς γλυκόκαρπαις εληαίς θυμό γεμάταις. </td><td align="right">590</td></tr>
+<tr><td>και όσαις εξάμονε φοραίς ο γέρος να ταις πιάση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις έπαιρνεν ο άνεμος 'ς το σκιοφόρα νέφη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ακόμ' είδα τον Σίσυφον, φρικτά βασανισμένον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λίθον αυτός θεόρατον και με τα δυο βαστούσε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα πόδια 'ς την γην στύλονε, τον λίθον με τα χέρια </td><td align="right">595</td></tr>
+<tr><td>άμπωθεν άνω εις το βουνό, και ότι έμελλ' απ' την άκρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να τον κυλήση αντίπερα, τον γύριζε το βάρος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εξανακύλ' αδιάντροπος 'ς το σιάδι οπίσ' ο λίθος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πάλι αυτός τον άμπωθε μ' αγώνα, κ' έσταζ' ίδρω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το σώμα, και απ' την κεφαλή του ανέβαινεν η σκόνη. </td><td align="right">600</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είδα έπειτα τον Ηρακλή, — το φάντασμα του μόνον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τα συμπόσια τέρπεται θεών των αθανάτων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτός, και την καλόφτερνην την Ήβην έχει νύμφην,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που του Διός εγέννησεν η χρυσοσάνδαλ' Ήρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ωσάν πετούμενα οι νεκροί τριγύρω του αλαλάζαν </td><td align="right">605</td></tr>
+<tr><td>και τρομασμένοι εσκόρπιζαν· μαύρος 'σαν μαύρην νύκτα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το τόξον είχε αυτός γυμνό, και εις την χορδή το βέλος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αγριοκυττώντας φαίνονταν πως πάντοτε τοξεύει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τρομακτικός του έζωνε το στήθος τελαμώνας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χρυσός, κ' επάνω θαύματα 'ς αυτόν ήσαν φθειασμένα, </td><td align="right">610</td></tr>
+<tr><td>αρκούδαις, αγριόχοιροι, φλογόμματα λεοντάρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πόλεμοι, μάχαις, αίματα, πολλαίς σφαγαίς ανθρώπων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας παύση να φιλοτεχνή κατόπιν ο τεχνίτης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που εφεύρηκε 'ς την τέχνη του παρόμοιον τελαμώνα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι μ' αντίκρυσεν αυτός, μ' εγνώρισεν αμέσως, </td><td align="right">615</td></tr>
+<tr><td>και κλαίοντας μου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σέρνεις, α! δύστυχε, και συ διεστραμμένην μοίρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'σαν κείνην 'πώφερνα κ' εγώ 'ς τον Ήλιον αποκάτω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ναι, του Κρονίδ' ήμουν υιός, αλλ' είχ' άπειρα πάθη, </td><td align="right">620</td></tr>
+<tr><td>ότ' ήμουν δούλος 'ς άνθρωπον πολύ κατώτερόν μου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνος μ' επιφόρτιζε πολύ βαρείς αγώναις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μια φορά 'δω μ' έστειλε τον σκύλο να του φέρω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι άλλον δεν εφεύρισκε για με σκληρόν αγώνα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το θεριόν αναίβασα του Άδη από τα βάθη, </td><td align="right">625</td></tr>
+<tr><td>όπως μ' ωδήγησεν ο Ερμής και η γλαυκομμάτ' Αθήνη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, κ' έστρεψεν ευθύς 'ς την κατοικιά του Άδη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγώ 'ς τον τόπον έμενα, μην κάποιος έλθη ακόμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνων, οπού απέθαναν το πάλαι, ανδρών ηρώων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους αρχαίους θα 'βλεπα τους άνδραις, 'που εποθούσα, </td><td align="right">630</td></tr>
+<tr><td>τέκνα τρισένδοξα θεών, Πειρίθοον και Θησέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άπειρα εσυνάζονταν των πεθαμένων πλήθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μην της Γοργώς την κεφαλή, τέρας φρικτό, μου στείλη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Άδη από την κατοικιάν η θεία Περσεφόνη. </td><td align="right">635</td></tr>
+<tr><td>'ς το πλοίο τότ' εκίνησα και των συντρόφων είπα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να 'μπουν και τα πρυμόσχοινα να λύσουν· ανεβήκαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτοί κ' ευθύς εκάθισαν και το καράβι εκύλα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον ποταμόν Ωκεανόν, ως το 'φερνε το ρεύμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τα κουπιά, και το 'σπρωξε πρύμος κατόπι ωραίος. </td><td align="right">640</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td><b>Ραψωδία Μ</b></td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τον ποταμόν Ωκεανόν άμ' άφησε το πλοίο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έφθασε μεσοπέλαγα 'ς την νήσο την Αιαία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που 'ναι της ορθογέννητης Ηώς η κατοικία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οι φωτεινοί χορότοποι, και ο Ήλιος πρωτολάμπει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον άμμο επάνω εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο, </td><td align="right"> 5</td></tr>
+<tr><td>εις τ' ακρογιάλι εβγήκαμε, και, αφού πήραμ' ολίγον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ύπνον, επεριμέναμεν η άφθαρτ' Ηώ να φέξη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έστειλα τους συντρόφους μου 'ς τα δώματα της Κίρκης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του νεκρωμένου Ελπήνορα το λείψανο να πάρουν. </td><td align="right">10</td></tr>
+<tr><td>και αφού κορμούς εκόψαμε, 'ς τ' ακρότατο ακρογιάλι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον θάπταμε περίλυποι, κ' έρρεε θερμό το δάκρυ.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμα ο νεκρός και του νεκρού τ' άρματα ομού καήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μνήμα του εσηκώσαμε, θέσαμ' επάνω στήλη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ίσιον εστήσαμε κουπί 'ς την κορυφή του τάφου. </td><td align="right">15</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τούτα ενώ κάμναμεν εμείς, δεν ξέφυγε της Κίρκης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι απ' τον Άδη εφθάσαμεν, αλλ' ήλθ' ευτρεπισμένη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αμέσως· και η θεράπαιναις σιμά της 'φέρναν άρτο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κρέατα πλήθια και κρασί κόκκινο και φλογώδες.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εστάθ' η ασύγκριτη θεά 'ς την μέση μας και είπε· </td><td align="right">20</td></tr>
+<tr><td>«άνδραις σκληροί, 'που ζωντανοί κατέβητε 'ς τον Άδη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>διθάνατοι· μονόφορα οι άλλοι θνητοί πεθαίνουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα φαγί, τώρα κρασί, χαρήτ' εδ' ολημέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και θέλει ξεκινήσετε η αυγούλ' άμα ροδίση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον δρόμο θα σας δείξω εγώ, και θα προειπώ τα πάντα, </td><td align="right">25</td></tr>
+<tr><td>μη λάχη και από επίβουλη διεστραμμένη γνώμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το πέλαγος ή 'ς την στερηά, μέγα κακό σας εύρη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. </td><td align="right">30</td></tr>
+<tr><td>και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τα πρυμόσχοινα σιμά οι άλλοι αναπαυθήκαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέν' απ' το χέρι πήρε αυτή μακράν απ' τους συντρόφους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκάθισέ με, πλάγιασε κοντά μου, και μ' ερώτα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ της εξιστόρησα τα πάντα ένα προς ένα. </td><td align="right">35</td></tr>
+<tr><td>προς εμέ τότε ωμίλησεν η Κίρκ' η σεβασμία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'τούτα όπως τα 'πες έγειναν ό,τι θα ειπώ συ τώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άκου, και πάλι ένας θεός θα σου τα υπενθυμίση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και πρώτα εις το ταξείδι σου θα φθάσης 'ς ταις Σειρήναις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'π' όλους μαγεύουν τους θνητούς, όσοι κοντά τους έλθουν. </td><td align="right">40</td></tr>
+<tr><td>όποιος σιμώση απ' αγνωσιά και ακούση των Σειρήνων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον ήχο, δεν θα τον ιδούν τα τρυφερά παιδιά του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολόχαρα, και η σύντροφος, να φθάσ' εις την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά η Σειρήναις με γλυκύ τραγούδι τον μαγεύουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την λιβάδια καθήμεναις' κ' είναι σωρός τριγύρω </td><td align="right">45</td></tr>
+<tr><td>κόκκαλ' ανδρών 'που σέπονται, και όλο το δέρμα ρέει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προσπέρασε ταις, και τ' αυτιά συ φράξε των συντρόφων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με γλυκομάλακτο κερί, μήπως κανείς των άλλων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ακούση· και αν εσύ ποθείς ν' ακούσης, ας σε δέσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολόρθον χεροπόδαρα 'ς του καταρτιού την ρίζα, </td><td align="right">50</td></tr>
+<tr><td>και των σχοινιών ταις κορυφαίς ας σφίξουν 'ς τον κορμό του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ηδονικά το λάλημα ν' ακούσης των Σειρήνων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν να σε λύσουν τους ζητείς θερμά και τους προστάζεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πάντοτ' εκείνοι με δεσμά πλειότερ' ας σε σφίγγουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όταν το καράβι σου κείναις οπίσω αφήση, </td><td align="right">55</td></tr>
+<tr><td>'ς το εξής εγώ δεν θα σου ειπώ ρητώς από τους δύο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποιος μέλλει να 'ναι ο δρόμος σου· και ατός του ο νους σου ας κρίνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θέλει σου δείξω τώρα εγώ το 'να και τ' άλλο μέρος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Το' να έχει πέτραις κρεμασταίς, και προς αυταίς βροντάει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέγα το κύμα της γλαυκής 'ς την όψιν Αμφιτρίτης. </td><td align="right">60</td></tr>
+<tr><td>κείναις Πλαγκταίς οι μάκαρες θεοί ταις ονομάζουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ουδέ πουλί ταις προσπερνά, αλλ' ούδ ' η περιστέραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού του Δία του πατρός την αμβροσία φέρουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως και απ' αυταίς κάθε φοράν η γλυστρή πέτρ' αρπάζει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά να κλείσ' ο αριθμός στέλνει ο πατέρας άλλην. </td><td align="right">65</td></tr>
+<tr><td>θνητών καράβι αυτού ποτέ, αν ήλθε, δεν εσώθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά καραβοσάνιδα και ανδρών σώματα παίρνουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της θάλασσας τα κύματα και της φλογός η λύσσα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόν' ένα κείθε πέρασε θαλασσοπόρο πλοίο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' τον Αιήτη πλέοντας, Αργώ η ξακουσμένη· </td><td align="right">70</td></tr>
+<tr><td>και αυτή θε να 'σπαε 'ς ταις τραναίς πέτραις, χωρίς το χέρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της Ήρας, 'που τον φίλο της τον Ιάσωνα ελυπήθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ' τ' άλλο δυο βράχ' υψόνονται· τον ουρανόν εγγίζει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ένας μ' άκρη σουβλερή, και συννεφιά τον ζώνει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μαύρη και μένει ατάραχη, και εις την κορφήν εκείνη, </td><td align="right">75</td></tr>
+<tr><td>καλόκαιρο ή φθινόπωρο, ποτέ δεν ξαστερόνει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κει δεν θα εμπόρει ν' αναιβή θνητός ή να πατήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποτέ κανένας, κ' είκοσι χέρια και πόδια αν είχε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' είναι η πέτρα γλυστερή, 'σαν σκαλισμένος λίθος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σκοτεινόν άντρο ανοίγεται του βράχου μες την ζώνη </td><td align="right">80</td></tr>
+<tr><td>προς δύσιν, εις το έρεβος γυρμέν', όπου το πλοίο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και σεις, θαρρώ, θα στρέψετε, λαμπρότατε Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ γενναίος τοξευτής θα εμπόρει απ' το καράβι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φθάση με το βέλος του του άντρου βαθυού το στόμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κει μέσα η Σκύλλα κατοικεί και φοβερά γαυγίζει· </td><td align="right">85</td></tr>
+<tr><td>φωνούλαν έχει ωσάν μικρού νεογεννημένου σκύλου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' είναι αυτή τέρας κακόν· ουδέ θνητός κανένας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή αθάνατος θα χαίρονταν αν την εθεώρα εμπρός του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πόδια 'χει εκείνη δώδεκα και αμόρφωτα είναι όλα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έξι λαιμούς μακρύτατους, και μέσα εις τον καθέναν </td><td align="right">90</td></tr>
+<tr><td>μιαν κεφαλήν τρομακτικήν, όπ' έχει τρεις αράδαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δόντια πολλά, πυκνότατα, μαύρου μεστά θανάτου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις τ' άντρο ευρίσκεται η μισή κρυμμένη και από εκείνο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το φοβερό το βάραθρο ταις κεφαλαίς προβάλλει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτού ψαρεύει, ψάχνοντας ολόγυρα εις τον βράχο, </td><td align="right">95</td></tr>
+<tr><td>δελφίνια και σκυλόψαρα, και, αν τύχη, μέγα κήτος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'π' άμετρα βόσκ' η βροντερή 'ς τα κύματ' Αμφιτρίτη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ναύτης δεν επαινέθηκε 'που εκείθε με το πλοίο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χωρίς να πάθη εδιάβηκε· με κάθε κεφαλή της</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έναν απ' το μαυρόπλωρο καράβι αρπάζ' η Σκύλλα. </td><td align="right">100</td></tr>
+<tr><td>και τούτου χαμηλότερον θα ιδής τον άλλον βράχο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά 'ναι, οπού θα ετόξευες απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μεγάλην έχει αγριοσυκιά, πολύφυλλη, και κάτω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την μαύρην άρμη αναρρουφά η Χάρυβδις η θεία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι την ημέρα τρεις φοραίς ξερνά, και τρεις ρουφάει, </td><td align="right">105</td></tr>
+<tr><td>τρόμος! μη τύχης εσύ κει την ώρα οπού ρουφήση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι δεν θα σ' εφύλαγε και αυτός ο κοσμοσείστης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά το πλοίο στρέψε συ της Σκύλλας προς τον βράχο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γλήγορα, και προσπέρασε· προτίμα έξι συντρόφους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να χάσης απ' το πλοίο σου παρ' όλους να τους κλάψης». </td><td align="right">110</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν «θεά, συ δίδαξέ με,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν κάποιος τρόπος γίνεται κ' εκείνην να ξεφύγω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την πάγκακη την Χάρυβδι, και πάλι ν' αντικρούσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την άλλην, όταν θα χυθή τους φίλους να μου αρπάξη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπα, και η θαυμαστή θεά μου απάντησεν αμέσως· </td><td align="right">115</td></tr>
+<tr><td>«αγώναις και άρματα, ω σκληρέ, πάλ' η καρδιά σου θέλει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν θα τραβιέσαι ουδ' έμπροσθεν θεών των αθανάτων;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνη δεν είναι θνητή, κακόν αθάνατό 'ναι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άγριο, φρικτόν, αμάχητον· αντίστασιν δεν έχει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καμμίαν· το καλήτερο να φύγης απ' εμπρός της. </td><td align="right">120</td></tr>
+<tr><td>ότι αν, ως αρματόνεσαι, κοντοσταθής 'ς τον βράχο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φοβούμαι μην ορμήση αυτή και πάλι σε προφθάση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μ' όσαις έχει κεφαλαίς τόσους αρπάξη ανθρώπους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά με βια τραβάτ' εμπρός, και κράξτε την Κραταίαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού την Σκύλλα γέννησε, πληγήν εις τους ανθρώπους· </td><td align="right">125</td></tr>
+<tr><td>και αυτή να χυθή δεύτερα δεν θέλει την αφήση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ της Θρινακίας το νησί θα φθάσης, όπου βόσκουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βώδια του Ηλίου πάμπολλα και σαρκωμέν' αρνία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βωδιών επτά κοπαίς, αρνιών επτά, κ' έχει πενήντα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάθε κοπή· και δεν γεννούν, αλλ' ούτε ολιγοστεύουν· </td><td align="right">130</td></tr>
+<tr><td>δυο νύμφαις καλοπλέξουδαις επιστατούν εκείνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Φαέθουσα και Λαμπετιά, και θυγατέραις είναι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Ηλίου του Υπερίονα και της καλής Νεαίρας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις γέννησε και ανάστησεν η σεβαστή μητέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις το νησί ταις έβαλε να ζουν της Θρινακίας, </td><td align="right">135</td></tr>
+<tr><td>τα πατρικά τους πρόβατα και βώδια να φυλάγουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν δεν τα εγγίζης κ' εννοιασθής για την επιστροφή σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε, και αν πάθετε πολλά, θα φθάστε εις την Ιθάκη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αν τα βλάψης, όλεθρο προβλέπω εις το καράβι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις τους συντρόφους· και αν σωθής μόνος εσύ, θα φθάσης </td><td align="right">140</td></tr>
+<tr><td>αργά και κακώς έχοντας, και από συντρόφους έρμος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εσύρθ' η ασύγκριτη θεά παράμεσα 'ς την νήσο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το πλοίο τότ' εκίνησα και των συντρόφων είπα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν κ' εκείνοι </td><td align="right">145</td></tr>
+<tr><td>εμπήκαν και αραδιάσθηκαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οπίσω απ' το μαυρόπλωρο καράβι έστειλε πρύμον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που εφούσκον' όλα τα πανιά, φίλον λαμπρόν, η Κίρκη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεινή θεά, καλόκομη, όπ' έχει ανθρώπου γλώσσα. </td><td align="right">150</td></tr>
+<tr><td>και τ' άρμεν' αφού σιάσαμε, καθόμασθε εις το πλοίο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τ' ωδηγούσ' ο άνεμος ομού και ο κυβερνήτης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' είπα με περίλυπην καρδιάν εις τους συντρόφους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλό δεν είναι, αγαπητοί, ένας ή δύο μόνοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ηξεύρουν τ' άγια ρήματα 'που η Κίρκη μου 'πε η θεία· </td><td align="right">155</td></tr>
+<tr><td>αλλά τα λέγω και εις εσάς, όπως γνωρίζοντάς τα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πεθάνουμε ή ξεφύγουμε την μοίρα του θανάτου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πρώτα μου παράγγειλε να φύγω των Σειρήνων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την θεομίλητη φωνή και τ' ανθηρό λιβάδι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μου 'πε ν' ακούσω την φωνή μόνος εγώ· σεις τώρα </td><td align="right">160</td></tr>
+<tr><td>μ' άλυτα δέστε με δεσμά 'ς του καραβιού την ρίζα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ορθόν, και σφίξτε των σχοινιών ταις άκραις 'ς τον κορμό του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν να με λύσετε ζητώ θερμά και σας προστάζω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σεις με πλειότερα δεσμά στενοχωρήσετέ με».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' ενώ τούτα φανέρονα με τάξι των συντρόφων, </td><td align="right">165</td></tr>
+<tr><td>τ' ωραίο πλοίον έφθασε 'ς την νήσο των Σειρήνων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ογλήγορ', όπως το 'σπρωχνε βοηθητικός ο πρύμος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έπεσ' ο άνεμος ευθύς και ανάνεμη γαλήνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έγεινε· θεία δύναμις εκοίμισε το κύμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σηκώθηκαν οι σύντροφοι, και τα πανιά διπλώσαν, </td><td align="right">170</td></tr>
+<tr><td>κάτω 'ς το πλοίο τα 'θεσαν, και αράδα καθισμένοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τα καλόξυστα κουπιά την θάλασσα λευκαίναν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ κεριού μέγαν τροχό μ' ακονητό μαχαίρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ελιάνισα, και το 'θλιβα με τ' ανδρικά μου χέρια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα κερί ζεσταίνονταν, ως τό βιαζ' η ανδρειά μου, </td><td align="right">175</td></tr>
+<tr><td>και ο Ήλιος ο Υπερίονας με την θερμή του ακτίνα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αραδικώς τότ' έφραξα τ' αυτία των συντρόφων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνοι χεροπόδαρα μ' εδέσαν 'ς το κατάρτι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ορθόν, κ' έστριψαν των σχοινιών ταις άκραις ς' τον κορμό του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την λευκή την θάλασσαν έδερναν καθισμένοι. </td><td align="right">180</td></tr>
+<tr><td>και ότ' είμασθεν εις διάστημα, 'π ανθρώπου βοή φθάνει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς αυταίς σιμά δεν ώρμησε χωρίς να το νοήσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το γοργό πλοίο, και άρχισαν ψιλόφωνο τραγούδι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«ω καύχημα των Αχαιών, πολύμνητε Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το πλοίο κράτησ', έλα εδώ, ν' ακούσης την φωνή μας· </td><td align="right">185</td></tr>
+<tr><td>ότι δεν πέρασε κανείς εδώθε με καράβι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χωρίς το γλυκολάλημα ν' ακούση της φωνής μας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ευφραίνεται και αναχωρεί με γνώσαις πλουτισμένος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι ξεύρουμ' όσα εμόχθησαν εις την πλατειά Τρωάδα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τρώες και Αργείοι, των θεών ως ήθελεν η γνώμη. </td><td align="right">190</td></tr>
+<tr><td>και ό,τι συμβαίν' ηξεύρουμε 'ς την γη την πολυθρέπτρα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τούτα εγλυκοκελάιδισαν· ποθούσα εγώ ν' ακούω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ένευα με τα βλέφαρα των φίλων να με λύσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνοι έπεσαν 'ς τα κουπιά και σφόδρα ελάμναν όλοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Ευρύλοχος σηκώθηκεν ευθύς και ο Περιμήδης </td><td align="right">195</td></tr>
+<tr><td>και με δεσμά πλειότερα μ' εδέναν και μ' εσφίγγαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού ταις επροσπέρασαν, και αγάλι αγάλι εσβύσθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με των Σειρήνων την φωνή και το γλυκύ τραγούδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το κερί τότε αφαίρεσαν οι αγαπητοί μου φίλοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού τους άλειψα τ' αυτιά, και απ' τα δεσμά μ' ελύσαν. </td><td align="right">200</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αλλ' ότε οπίσω αφήσαμε την νήσο των Σειρήνων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καπνό και κύμα είδα τρανό, και άκουσα μέγαν κτύπο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τρόμαξαν, και απ' τα χέρια τους έφυγαν τα κουπία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που εβρόντησαν 'ς την θάλασσα' και το καράβι εστάθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι πλειά δε τό' βιαζαν κουπιά και ανδρειωμένα χέρια. </td><td align="right">205</td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ 'ς το πλοίο γύριζα και τους συντρόφους όλους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από κοντά συμβούλευα με λόγια μελωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«αγαπητοί μου, αμάθητοι δεν είμασθε από πάθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το κακό τούτο, 'πώρχεται, χειρότερο δεν είναι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' τ' άντρ', όπου του Κύκλωπα μας είχε κλείσ' η βία· </td><td align="right">210</td></tr>
+<tr><td>όμως κ' εκείθ' η αξία μου, ο νους και η φρονιμάδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μας έσωσε, κ' έναν καιρό θα το ενθυμείσθ', ελπίζω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ελάτε τώρα, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εσείς αυτού καθήμενοι με τα κουπιά κτυπάτε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την αγριωμένην θάλασσαν, ίσως μας δώση ο Δίας </td><td align="right">215</td></tr>
+<tr><td>να φύγουμ' απ' τον όλεθρο, 'που εδώ μας παραστέκει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συ, κυβερνήτη, έχε τον νου 'ς αυτό, που σε προστάζω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επειδή συ 'σαι οπού κινείς του καραβιού το δοιάκι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έξω από τούτον τον καπνό και από το κύμα στρέφε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το πλοίο, και όλο σίμονε 'ς τον βράχο, μη σου φύγη </td><td align="right">220</td></tr>
+<tr><td>μ' ορμή 'ς εκείνη την μεριά και εις συμφοραίς μας ρίξης».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πα και όλ' υπάκουσαν και τότε ως προς την Σκύλλα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την αναπόφευκτη πληγή, λόγο 'ς αυτούς δεν είπα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη φοβηθούν οι σύντροφοι, και απ' την κουπηλασία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παύσουν, και μέσα μου ριχθούν 'ς του καραβιού τα βάθη. </td><td align="right">225</td></tr>
+<tr><td>τότ' άφησα το βαρετό παράγγελμα της Κίρκης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που να μη ζωσθώ τ' άρματα πολύ μώχε συστήσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την καλή μου αρματωσιά φόρεσα, και δυο λόγχαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μακρυαίς 'ς τα χέρια σφίγγοντας ανέβηκα εις την πλώρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι απ' αυτού να πρωτοϊδώ θαρρούσα εγώ την Σκύλλα, </td><td align="right">230</td></tr>
+<tr><td>πετροθεριό, 'που μώφερνε καταστροφή των φίλων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτήν να ιδώ δεν δύνουμουν· τα μάτια μου αποκάμαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολόγυρα εξετάζοντας την σκοτεινώδη πέτρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Με θρήνους το κατάστενο διαβαίναμε οι θλιμμένοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εδώθ' η Σκύλλα, και άντικρυς η Χάρυβδις η θεία </td><td align="right">235</td></tr>
+<tr><td>είχε τα πικρά κύματα φρικτά ξαναρουφήσει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ότε τα εξέρνα, ως με πολλήν φωτιά βράζει κακκάβι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γουργούριζ' όλη ανάκατη, κ' η άχνη της πετιόνταν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ανάερα 'ς ταις κορυφαίς του ενός και του άλλου βράχου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ότε τα πικρά κύματα ξαναρουφούσε, πάλιν </td><td align="right">240</td></tr>
+<tr><td>ανάκατη όλη εφαίνονταν 'ς τα βάθη, κ' εβροντούσε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο βράχος όλος φοβερά, και η γη κάτω εφαινόνταν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μαύρη 'ς τον άμμο· κ' έπαιρνεν αυτούς αχνή τρομάρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ενώ κυττάζαμεν αυτήν με φόβο του θανάτου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' άρπαξ' η Σκύλλ' απ' το βαθύ καράβι έξι συντρόφους, </td><td align="right">245</td></tr>
+<tr><td>οπού 'ς την δύναμι πολύ και 'ς τ' άρματα επρωτεύαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όπως το πλοίο γύρισα να ιδώ και τους συντρόφους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επάνω μ' ήδη νόησα τα πόδια και τα χέρια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνων, απ' ανάερα σηκόνονταν, κ' εμένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλούσαν, ύστερη φορά, κατ' όνομα οι θλιμμένοι. </td><td align="right">250</td></tr>
+<tr><td>και απ' άκρη βράχου ως ο ψαράς μ' ένα μακρύ καλάμι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα μικρά ψάρια δόλωμα προσφέροντας, βυθίζει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το ταύρινο το κέρατο, και άμα το ψάρι πιάση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ευθύς το ρίχν' εις την ξηρά, κ' εκείνο λακταρίζει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμοι και αυτοί λαχτάριζαν 'ς τα βράχη αναιβασμένοι, </td><td align="right">255</td></tr>
+<tr><td>κ' εκεί, 'που αυτή τους έτρωγε 'ς την θύραν, εφωνάζαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς με τα χέρια απλώνοντας, 'ς του χάρου την οδύνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλο, 'σαν κείνο, ελεεινό τα μάτια μου δεν είδαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς όσά 'παθα της θάλασσας τους δρόμους ερευνώντας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και αφού την φρικτή Χάρυβδι, την Σκύλλα, και ταις πέτραις, </td><td align="right">260</td></tr>
+<tr><td>φυγάμ', ευθύς εφθάσαμε 'ς τ' άγιο νησί του Ηλίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού είν' η πλατυμέτωπαις ωραίαις αγελάδαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και σαρκωμένα πρόβατα πολλά, κ' είναι δικά του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως ήμουν μεσοπέλαγα, μες το καράβι ακόμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των αγελάδων άκουσα το μούγκρισμα μακρόθεν, </td><td align="right">265</td></tr>
+<tr><td>και των αρνιών το βέλασμα, 'που 'ς τα μανδριά γυρίζαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ό,τι είχε ειπεί θυμήθηκα ο μάντης Τειρεσίας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η Κίρκη, 'που τόσο πολύ μώχε συστήσ', η Αιαία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φύγω το νησί του Ηλιού, 'που τους θνητούς ευφραίνει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τότ' εγώ περίλυπος προς τους συντρόφους είπα· </td><td align="right">270</td></tr>
+<tr><td>«'ς ό,τι θα ειπώ προσέξετε, πολύπαθοί μου φίλοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μάθετε τι πρόλεγεν ο μάντης Τειρεσίας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η Κίρκη, 'που τόσο πολύ μώχε συστήσ', η Αιαία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φύγω το νησί του Ηλιού, που τους θνητούς ευφραίνει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέγα κακόν, ως έλεγεν, αυτού μας περιμένει. </td><td align="right">275</td></tr>
+<tr><td>αλλά παρέξω απ' το νησί στρέψετε το καράβι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πα, και εις τα στήθη τους ερράισ' η καρδία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είπεν ο Ευρύλοχος πικρά· «σκληρός είσ' Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σου περισσεύ' η δύναμις, ακούραστα 'χεις μέλη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σίδερο θα 'ναι η πλάσι σου, 'που, αγρύπνια αφού και κόπος </td><td align="right">280</td></tr>
+<tr><td>εδάμασαν τους φίλους σου, δεν τους αφίνεις τώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την γη να βγουν και εις το νησί, που η θάλασσ' όλο ζώνει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον δείπνο θα ετοιμάζαμε, και θα 'χαιρε η καρδιά μας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και συ να παραδέρνουμε την άγρια νύκτα θέλεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πέρ' από τούτο το νησί, 'ς τα σκοτεινά πελάγη. </td><td align="right">285</td></tr>
+<tr><td>και η νύκταις μάλιστα γεννούν τους φοβερούς ανέμους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των καραβιών καταστροφή· τον χάρο που θα φύγης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την νύκτ' αν ξάφνου σηκωθή και σ' εύρη ανεμοζάλη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Νότος είτ' έλθ' ή Ζέφυρος, σφοδρότατος αέρας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που και εις το πείσμα των θεών συντρίβουν τα καράβια; </td><td align="right">290</td></tr>
+<tr><td>όθεν ας υπακούσουμε 'ς την μαύρη νύκτα τώρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον δείπνο θα ετοιμάσουμε προς το γοργό καράβι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως φέξη θα το ρίξουμεν εις τα πλατειά πελάγη»,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και όλοι εδέχθηκαν τους λόγους του Ευρυλόχου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' ένοιωσα πως ο θεός ολέθριαν είχε γνώμη· </td><td align="right">295</td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ευρύλοχε, με βιάζετε, μόνος αφού 'μαι εμπρός σας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλην ελάτ' όλοι, φοβερόν όρκον ομόσετέ μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βωδιών αγέλη αν εύρουμεν ή μέγ' αρνιών κοπάδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από κακή του τύφλωσι κανείς να μη φονεύση </td><td align="right">300</td></tr>
+<tr><td>βώδι κανένα ή πρόβατον, αλλ' ήσυχοι χαρήτε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσαις τροφαίς η αθάνατη μας έχει δώσ' η Κίρκη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπα, κ' εκείνοι ωρκίσθηκαν ως είχα εγώ ζητήσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' ετέλειωσαν εκείνοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' ωρηό καράβι αράξαμε μες τον βαθύ λιμένα, </td><td align="right">305</td></tr>
+<tr><td>'που 'χε σιμά γλυκό νερό· και οι σύντροφοί μου εβγήκαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έξω 'ς την γη, και τεχνικά τον δείπνον ετοιμάσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έκλαιαν ενθυμούμενοι τους ποθητούς συντρόφους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'π' άρπαξ' η Σκύλλα κ' έφαγεν απ' το βαθύ καράβι· </td><td align="right">310</td></tr>
+<tr><td>κ' ύπνος τους έπιασε γλυκός εκεί, 'που ακόμη εκλαίαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μες το τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνεμον σήκωσε σφοδρόν ο αστραποφόρος Δίας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με φυσομάνισμα φρικτό, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα. </td><td align="right">315</td></tr>
+<tr><td>και ως ήλθε η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις άντρο μέσα εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ήσαν αυτού χορότοποι κ' έδραις Νυμφών ωραίαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' έκαμα συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«ω φίλοι, αφού 'ς το πλοίο μας πιοτό και βρώσις είναι, </td><td align="right">320</td></tr>
+<tr><td>τα βώδι' αυτά μη εγγίξουμε, μη συμφορά μας εύρη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι δεινού θεού τ' αρνιά τούτά 'ναι και η δαμάλαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Ηλιού, 'που όλ' άνωθε τηρά και όλ' άνωθεν ακούει».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πα, και τα εδέχθηκεν η ανδρική ψυχή τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλον τον μήνα ακοίμητος Νότος εφύσα ουδ' άλλος </td><td align="right">325</td></tr>
+<tr><td>απ' τους ανέμους έπνεεν, Εύρος ειμή και Νότος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όσο είχαν σίτον και κρασί κόκκινο οι σύντροφοι μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα βώδια δεν επείραξαν φοβούμενοι τον χάρο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όταν όλαις η τροφαίς απ' το καράβι ελείψαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' την ανάγκη εγύριζαν κυνήγι αναζητώντας, </td><td align="right">330</td></tr>
+<tr><td>ψάρια, πουλιά, και ό,τ' εύρισκαν, με κύρτ' αγκίστρια πιάναν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η πείνα ως τους βασάνιζε· και τότε μέσα επήγα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις το νησί, να δεηθώ των αθανάτων, ίσως</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μου δείξη κάποιος των θεών του γυρισμού τον δρόμο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού 'ς τα μέσα του νησιού, μακράν απ' τους συντρόφους, </td><td align="right">335</td></tr>
+<tr><td>εις μέρος ήλθ' απάνεμον, ενίφθηκα τα χέρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευχήθην όλων των θεών των ολυμποκατοίκων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείν' ύπνον γλυκύτατον 'ς τα βλέφαρά μου εχύσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έκαμν' αρχή γνώμης κακής ο Ευρύλοχος 'ς τους άλλους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«'ς ό,τι θα ειπώ προσέξετε, πολύπαθοί μου φίλοι· </td><td align="right">340</td></tr>
+<tr><td>όλ' είναι οι θάνατοι πικροί των άμοιρων ανθρώπων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ο πολύ φρικτότερος, της πείνας ν' αποθάνης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Ηλίου ταις καλήτεραις ας σύρουμ' αγελάδαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς τους θεούς να σφάξουμε τους ουρανοκατοίκους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν 'ς την Ιθάκη φθάσουμε, την ποθητήν πατρίδα, </td><td align="right">345</td></tr>
+<tr><td>του Ηλίου του Υπερίονα κτίζουμ' ευθύς ωραίον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ναόν, και μέσ' ατίμητα πολλά κρεμάμε δώρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αν για βώδια ορθόκερα χολιάση και θελήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το πλοίο να συντρίψη αυτός, κ' οι άλλοι θεοί το στέργουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάλλιο 'ς το κύμα χάσκοντας με μια να ξεψυχήσω, </td><td align="right">350</td></tr>
+<tr><td>παρά να τήκωμαι καιρούς εις ένα ερημονήσι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, και όλοι εσυμφώνησαν οι άλλοι, κ' εν τω άμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Ηλίου ταις καλήτεραις εσύραν αγελάδαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγγύθεν, ότι όχι μακράν του μαυροπλώρου πλοίου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η ωραίαις πλατυμέτωπαις έβοσκαν αγελάδαις. </td><td align="right">355</td></tr>
+<tr><td>και ολόγυρα τους έκαμαν ευχαίς των αθανάτων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' το υψηλόκομον ιδρύ χλωρά μαδώντας φύλλα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι 'ς το πλοίο δεν είχαν ποσώς λευκό κριθάρι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμα ευχηθήκαν, κ' έσφαξαν κ' έγδαραν, τα μερία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έκοψαν και τα εσκέπασαν 'με διπλωτό κνισάρι, </td><td align="right">360</td></tr>
+<tr><td>κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια· και να χύσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σπονδαίς εις τα καιόμενα σφαχτά κρασί δεν είχαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με νερό σπονδίζοντας όλα τα εντόσθια ψήναν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού καήκαν τα μεριά κ' εγευθήκαν τα σπλάχνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν. </td><td align="right">365</td></tr>
+<tr><td>ο γλυκός ύπνος έφυγε τότε απ' τα βλέφαρά μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκίνησα προς το γοργά καράβι 'ς τ' ακρογιάλι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όταν εις το ισόπλευρο καράβ' είχα σιμώσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθε ο γλυκύτατος καπνός της λίπας προς εμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκλαύθηκα γογγύζοντας εμπρός των αθανάτων· </td><td align="right">370</td></tr>
+<tr><td>«Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αχ! για καλό δεν μ' έχετε 'ς ύπνο βαρύ βυθίσει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εδώ, 'που εμέναν, έπραξαν έργο μεγάλο οι φίλοι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ τον Ήλιον η μακρόπεπλη εχύθη Λαμπετία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μηνύτρα ότι του εσφάξαμεν εμείς ταις αγελάδες· </td><td align="right">375</td></tr>
+<tr><td>χολώθη εκείνος κ' έλεγεν εμπρός των αθανάτων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους ασεβείς πατάξετε συντρόφους του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που μ' άρπαξαν και μώσφαξαν τα βώδια· και εις εκείνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χαιρόμουν ως ανέβαινα 'ς τον κάταστρον αιθέρα, </td><td align="right">380</td></tr>
+<tr><td>και ως πάλιν έγερνα εις την γην από τα ουράνια μέρη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν για τα βώδια πλερωμήν, ως πρέπει, δεν μου δώσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον Άδη θε να καταιβώ και των νεκρών θα λάμπω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο Δίας του αποκρίθηκεν ο νεφελοσυνάκτης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ήλιε, συ λάμπε ως έλαμπες, εδώ των αθανάτων, </td><td align="right">385</td></tr>
+<tr><td>Και των ανθρώπων των θνητών 'ς την γη την σιτοδώρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ το γοργό πλοίο τους τρίμματα ευθύς θα σχίσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με φλογοβόλον κεραυνό 'ς τα σκοτεινά πελάγη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τούτ' άκουσ' απ' την Καλυψώ, την λαμπρομάλλα νύμφη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνης τα 'πε, ως έλεγεν, ο γλήγορος Ερμείας. </td><td align="right">390</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και εις το καράβι ως έφθασα κάτω 'ς το περιγιάλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλους ομού γλωσσόδερνα και χωριστά· και ο νους μας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>διόρθωσι δεν εύρισκεν· ήσαν νεκρά τα βώδια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τέρατα ευθύς οι αθάνατοι τους δείχναν· εσερνόνταν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα δέρματα, και εις τα σουβλιά τα κρέατ' εμουγκρίζαν, </td><td align="right">395</td></tr>
+<tr><td>ωμά, ψητά, και ωσάν βωδιών ακούετ' η φωνή τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ημέραις έξι ολόκληραις οι σύντροφοι μου ετρώγαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από τα βώδια, 'πώκλεψαν, τα εξαίρετα του Ηλίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έπεσε τότ' ο άνεμος, και δεν φυσομανούσε· </td><td align="right">400</td></tr>
+<tr><td>κ' εμείς το πλοίο ρίξαμε 'ς τα διάπλατα πελάγη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τεντόνοντας τα κάτασπρα πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ότε οπίσω αφίναμε την νήσο, και καμμία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γη άλλη, μόνον ουρανός και θάλασσα εφαινόνταν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σύννεφο μαύρο έστησεν ο Δίας 'ς το καράβι </td><td align="right">405</td></tr>
+<tr><td>επάνω, κ' εσκοτάδιασεν η θάλασσ' από κάτω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έτρεχε το πλεούμενον, αλλ' όχι πολλήν ώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι ογλήγορ' ήλθε ο Ζέφυρος σφικτά φυσομανώντας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' η ανεμοζάλη σύντριψε το 'να και τ' άλλο ξάρτι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το κατάρτι εβρόντησεν οπίσω· τ' άρμενά του </td><td align="right">410</td></tr>
+<tr><td>'ς την γάστραν όλα εχυθήκαν, κ' εκείνο αυτού 'ς την πρύμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον κυβερνήτη κτύπησε 'ς την κεφαλή, και άμ' όλα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώσπασε ομού τα κόκκαλα της κεφαλής· κ' εκείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έπεσ', ως πέφτει ο βουτηκτής, 'ς το κύμα κ' ενεκρώθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σύγχρονα ο Δίας βρόντησε, κεραύνωσε το πλοίο· </td><td align="right">415</td></tr>
+<tr><td>ολόβολο το ετίναξεν ο κεραυνός του Δία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και θειάφη όλο το γέμισεν· οι σύντροφοι μου επέσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις το καράβι ολόγυρα, 'ς τα κύματα, ως κουρούναις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επλέαν· θεία θέλησι τους πήρε την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ 'ς το πλοίο γύριζα, ως ότου της καρίνας </td><td align="right">420</td></tr>
+<tr><td>τα πλευρά πήρε η τρικυμιά, κ' έπλεε γυμνή 'ς το κύμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το κατάρτι επάνω της εσύντριψε, αλλ' ακόμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήτο από βωδοτόμαρο λουρί προσκολλημένο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' εκείνο αφού σφικτόδεσα κατάρτι και καρίνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκάθισα και μ' έπαιρνεν η λύσσα των ανέμων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έπαυσε τότε ο Ζέφυρος και δεν φυσομανούσε, </td><td align="right">425</td></tr>
+<tr><td>αλλ' ήλθε ο Νότος πετακτά, 'ς οδύναις να με ρίξη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την πάγκακη την Χάρυβδι και πάλι να μετρήσω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολονυκτής εδέρνομουν, και ο ήλιος άμ' εφάνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την φρικτήν ήλθα Χάρυβδι, και ς' την κορφή της Σκύλλας· </td><td align="right">430</td></tr>
+<tr><td>και ως κείνη εξαναρούφησε την άρμην, επετάχθην</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την υψηλήν αγριοσυκιά, και αυτού 'σαν νυκτερίδα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προσκόλλησ' όλο το κορμί· δεν είχα που να στήσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το πόδ' ή επάνω ν' αναιβώ· μακράν η ρίζαις ήσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οι κλώνοι της εξέβγαιναν ανάεροι, μεγάλοι, </td><td align="right">435</td></tr>
+<tr><td>και κάτω εις την Χάρυβδι τον ίσκιο τους απλόναν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σφικτά κρατιόμουν, ως να ιδώ κατάρτι και καρίνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μου ξεράση πάλι αυτή· κ' εστέναξα όσο να 'λθουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ότε ο κριτής την σύνοδο για να δειπνήση αφίνει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού πολλών ξεδιάλυσεν ανδρών φιλονεικίαις, </td><td align="right">440</td></tr>
+<tr><td>τα ξύλ' από την Χάρυβδι τότ' εφανερωθήκαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα χέρια τότε απόλυσα, τα πόδια, 'ς τον αέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το κύμα μέσα εβρόντησα παρέξω από τα ξύλα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έλαμνα με τα χέρια μου 'ς εκείν' αποθωμένος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την Σκύλλα να ξαναϊδώ δεν άφησε ο πατέρας </td><td align="right">445</td></tr>
+<tr><td>θεών και ανθρώπων· άφευκτα θα μ'εύρισκεν ο χάρος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κείθ' εννηά 'μέραις δέρνομουν· και την δεκάτη νύκτα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Ωγυγίαν οι θεοί μ' εφέραν, οπού μένει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Καλυψώ καλόκομη, δεινή θεά, κ' εκείνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με αγάπα και μ' εξένιζεν· αυτά τι σου τα λέγω; </td><td align="right">450</td></tr>
+<tr><td>χθες ήδη 'ς το παλάτι σου τα ιστόριζα κ' εσένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και της σεπτής συντρόφου σου· και δεν μ' αρέσει εκείνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που ένα προς έν' ανάφερα, να ξαναλέγω τώρα.</td><td align="right"></td></tr>
+</table>
+
+<p>
+</p>
+
+<p><b>ΤΕΛΟΣ Β' ΤΟΜΟΥ</b></p>
+
+
+
+
+
+
+
+
+<pre>
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY ***
+
+***** This file should be named 30614-h.htm or 30614-h.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30614/
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
+
+
+</pre>
+
+</body>
+</html>
+
diff --git a/30614-h/images/cover.jpg b/30614-h/images/cover.jpg
new file mode 100644
index 0000000..3c38638
--- /dev/null
+++ b/30614-h/images/cover.jpg
Binary files differ
diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt
new file mode 100644
index 0000000..6312041
--- /dev/null
+++ b/LICENSE.txt
@@ -0,0 +1,11 @@
+This eBook, including all associated images, markup, improvements,
+metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be
+in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES.
+
+Procedures for determining public domain status are described in
+the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org.
+
+No investigation has been made concerning possible copyrights in
+jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize
+this eBook outside of the United States should confirm copyright
+status under the laws that apply to them.
diff --git a/README.md b/README.md
new file mode 100644
index 0000000..a15901f
--- /dev/null
+++ b/README.md
@@ -0,0 +1,2 @@
+Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for
+eBook #30614 (https://www.gutenberg.org/ebooks/30614)
diff --git a/old/20091206-30614-0.txt b/old/20091206-30614-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..9c98480
--- /dev/null
+++ b/old/20091206-30614-0.txt
@@ -0,0 +1,3847 @@
+The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, Volume B, by Homer
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Homer's Odyssey, Volume B
+
+Author: Homer
+
+Translator: Iakovos Polylas
+
+Release Date: December 6, 2009 [EBook #30614]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY, VOLUME B ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
+A few corrections on typing mistakes have been included within brackets.
+
+Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές
+τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με [].
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
+ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
+
+
+
+
+ΟΜΗΡΟΥ
+ΟΔΥΣΣΕΙΑ
+
+
+ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
+ΙΑΚ. ΠΟΛΥΛΑ
+
+
+
+ΤΟΜΟΣ Β
+ΡΑΨΩΔΙΑ Η — Μ
+
+
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ
+
+
+
+ΟΜΗΡΟΥ
+ΟΔΥΣΣΕΙΑ
+
+
+
+Ραψωδία Η
+
+
+
+Τούτα εύχετ' ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας•
+την κόρη ωστόσον έπαιρναν 'ς την πόλι τα μουλάρια.
+και ότ' έφθασε 'ς τα υπέρλαμπρα παλάτια του πατρός της
+'ς τα πρόθυρα τα εκράτησε, και ολόρθοι ολόγυρά της
+οι θεϊκοί της αδελφοί τα λύσαν απ' τ' αμάξι, 5
+κ' έμπαζαν τα φορέματα• 'ς το δώμα της η κόρη
+εσύρθη και της άναβε φωτιάν η Απειραία
+γερόντισσα Ευρυμέδουσα θεράπαινα, 'που εφέραν
+απ' την Απείρην άλλοτε τα ισόπλευρα καράβια,
+και δώρο τότ' εξαίρετον εδόθη του Αλκινόου, 10
+του βασιλέα, 'π' ως θεόν οι Φαίακες ετίμαν.
+την λευκοχέρα Ναυσικά τούτ' είχεν αναστήσει,
+και τώρα στιά της άναβε κ' ετοίμαζε τον δείπνο.
+
+Και προς την πόλι κίνησεν ο θείος Οδυσσέας•
+κ' η Αθηνά καλόθελα τον έζωσε κατάχνια, 15
+μην απαντώντας τον κανείς των ανδρικών Φαιάκων
+ανεγελάση αυτόν πικρά και ποιος είν' ερωτήση.
+και εις την τερπνήν ότ' έμελλε την πόλι να πατήση,
+κει τον απάντησε η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
+με σχήμα κόρης τρυφερής, 'που στάμναν εβαστούσε, 20
+κ' εμπρός του εστάθη• ερώτησεν ο θείος Οδυσσέας•
+«Παιδί μου, δεν μου έδειχνες το σπίτι του Αλκινόου,
+του ανδρός, οπ' όλων των λαών εδώ 'ναι βασιλέας;
+ξένος εγώ ταλαίπωρος φθασμένος εδώ πέρα
+μέσ' από μέρη μακρυνά, κανέναν των ανθρώπων, 25
+απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα, δεν γνωρίζω».
+
+Τότε η θεά του απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Πατέρα ξένε, σένα εγώ το σπίτι οπού ζητείς με
+θα δείξω• ότ' είναι σύνεγγυς του δοξαστού πατρός μου•
+αλλά σιγά προχώρησε κ' εγώ τον δρόμο δείχνω. 30
+και μη κυττάζης άνθρωπον, μηδ' ερωτάς κανέναν,
+ότι τους ξένους τόσο αυτοί πολύ δεν υποφέρουν,
+και όποιος εδώ φθάση απ' αλλού, δεν τον περιποιούνται.
+το θάρρος έχουν 'ς τα γοργά καράβια τους και σχίζουν
+τα πέλαγα, ως εχάρισε 'ς αυτούς ο κοσμοσείστης. 35
+και ως το πτερόν ή ο στοχασμός τα πλοία τους πετιούνται».
+
+Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη
+γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια.
+και οι Φαίακες οι ναυτικοί ποσώς δεν τον νοήσαν
+'ς τη μέση τους ως διάβαινε την πόλιν, ότ' η Αθήνη, 40
+καλόκομη, δεινή θεά, δεν άφινε, αλλ' ομίχλην
+του έχυσε ολόγυρα πυκνήν, ότι γι' αυτόν πονούσε.
+και τους λιμέναις θαύμαζεν αυτός και τα ίσια πλοία,
+ταις αγοραίς, 'που εκάθιζαν οι ήρωες, και τα τείχη
+μακρυά, ψηλά, ξυλόφρακτα, 'π' όποιος τα ιδή θαυμάζει. 45
+και ότ' έφθασαν 'ς του βασιληά τα υπέρλαμπρα παλάτια,
+η θεά τότε ωμίλησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Ιδού, ξένε πατέρα μου, το σπίτι οπού μου λέγεις•
+να δείξω• τώρ' αυτού θα ευρής τους θείους βασιλείς μας
+εις το τραπέζι• μέσα εσύ προχώρα, και η ψυχή σου 50
+ας μη δειλιάση• ο θαρρετός άνδρας εις κάθε πράξι
+κάλλια προκόβει και αν αυτός έλθη από ξένα μέρη.
+την δέσποινα πρώτα θα ευρής 'ς τα μέγαρα• και Αρήτη
+την ονομάζουν ταιριαστά• κ' εκείνη έχει προγόνους
+τους ίδιους, 'που κατάγεται ο Αλκίνοος βασιλέας. 55
+και πρώτα τον Ναυσίθοον ο σείστης Ποσειδώνας
+γέννησε και η Περίβοια, 'π' ασύγκριτη 'ς τα κάλλη
+ήταν του Ευρυμέδοντα νεωτάτη θυγατέρα,
+μεγαλοψύχου βασιληά των προπετών Γιγάντων•
+αλλ' έχασε τον ασεβή λαόν, κ' εχάθη εκείνος. 60
+ο Ποσειδώνας απ' αυτήν έλαβε τον γενναίον
+Ναυσίθοον, 'που βασιληάς εγίνη των Φαιάκων,
+κ' έλαβ' υιούς Ρηξήνορα και Αλκίνοον• τον πρώτον
+εκτύπησ' ο αργυρότοξος Απόλλωνας νυμφίον
+'ς τ' άκληρο σπίτι, όπ' άφινε μιαν μόνην θυγατέρα, 65
+'π' ο Αλκίνοος νυμφεύθηκε κατόπι, την Αρήτη•
+και αυτήν ετίμησε ως καμμιά γυναίκα δεν τιμάται
+'ς τον κόσμον άλλη απ' όσαις ζουν 'ς ανδρός την εξουσία•
+τόσον ολόψυχα τιμούν εκείνην και δοξάζουν
+τ' αγαπημένα τέκνα της, ο Αλκίνοος και μ' εκείνους 70
+όλ' οι λαοί, 'π' ως εις θεά 'ς εκείνην αναβλέπουν,
+κ' εγκάδια την καλολογούν την πόλι ότε διαβαίνει•
+ότι με νουν λαμπρότατον και αυτ' είναι στολισμένη,
+και, όπου αγαπά, και των ανδρών ταις διαφοραίς διαλύει.
+αν ίσως σ' ελεημονηθή και σ' αγαπήση εκείνη, 75
+θάρρου, θα ιδής τους ποθητούς, ογλήγορα θα φθάσης
+'ς το σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γην την πατρικήν σου».
+
+Είπε η γλαυκόφθαλμη θεά, και απ' την τερπνή Σχερία
+τ' άπατα σχίζει πέλαγα κατά τον Μαραθώνα,
+και ως φθάν' εις την πλατύδρομη την πόλι της Αθήνας 80
+'ς του Ερεχθέα τον ναόν εμβαίνει. και ο Οδυσσέας
+του Αλκίνου εμπρός 'ς τα υπέρλαμπρα δώματα μεριμνούσε
+κ' εστέκονταν, το χάλκινο κατώφλι πριν πατήση.
+ότι ως του ηλίου φαίνονταν ή της σελήνης λάμψι
+'ς το μέγα δώμα του υψηλού 'ς το φρόνημ' Αλκινόου• 85
+ότ' ήσαν τοίχοι ολόχαλκοι πέρ' από το κατώφλι
+ως μέσα, και τους έζωνε χαλυβικό στεφάνι•
+το κτίριο το καλόκτιστο χρυσαίς εκλειούσαν θύραις•
+οι παραστάταις άργυροι 'ς το χάλκινο κατώφλι•
+τ' ανώφλ' ήταν ολάργυρο, χρυσός ο κρίκος ήταν• 90
+χρυσοί 'σαν σκύλοι και αργυροί 'ς το 'να και τ' άλλο πλάγι•
+τους έπλασεν ο Ήφαιστος με την σοφή του γνώσι,
+'ς το λαμπρό δώμα του υψηλού 'ς το φρόνημ' Αλκινόου
+φύλακες να ήναι αθάνατοι και αγέραοι 'ς τον αιώνα.
+'ς τον τοίχο γύρω αραδιαστά θρονιά και εις τα δυο μέρη 95
+απ' το κατώφλι εφαίνονταν ως μέσα πέρα πέρα,
+και γυναικών καλόγνεστα γιασίδια τα εσκεπάζαν•
+'ς εκείνα επάν' οι αρχηγοί καθίζαν των Φαιάκων,
+κ' έτρωγαν μαζή κ' έπιναν, ότ' είχαν αφθονία. 100
+και εις στυλοβάταις τεχνικούς στέκονταν χρυσοί νέοι,
+κρατώντας εις τα χέρια τους λαμπάδαις αναμμέναις,
+και των συνδείπνων έφεγγαν 'ς τα δώματα την νύκτα.
+πενήντα μες το δώμα του γυναίκαις έχει δούλαις•
+άλλαις αλέθουν τον καρπό, 'που 'ναι ξανθός σαν μήλο,
+άλλαις υφαίνουσι πανί και κλώθουσι μαλλία, 105
+καθήμεναις, και, ως της ψηλής λεύκας τα φύλλα, σειούνται•
+κ' είναι τα υφάσματα κρουστά, 'που επάνω ρέει το λάδι.
+και καθώς όλων των ανδρών οι Φαίακες πρωτεύουν
+να κυβερνούν 'ς την θάλασσαν, όμοια καλαίς τεχνίτραις
+είναι η γυναίκες 'ς το πανί, ότ' η Αθηνά ταις έχει 110
+έργα διδάξει εξαίρετα και νουν λαμπρόν χαρίσει,
+και της αυλής έξω, σιμά 'ς την θύρα, μέγας κήπος
+τετράπλεθρος, και λίθινος τον περιζώνει φράκτης.
+δένδρ' αυτού μέσα υψόνονται χλωρά και φουντωμένα•
+απιδιαίς είναι και ροϊδιαίς, λαμπρόκαρπαις μηλέαις, 115
+και με γλυκόκαρπαις συκιαίς εληαίς θυμό γεμάταις.
+είναι ο καρπός τους άφθαρτος και ολοχρονής δεν λείπει,
+χειμώνα, είτε καλόκαιρον• αλλ' άπαυτα φυσώντας
+αύρα ζεφύρου άλλα γεννά και άλλα ωριμάζει νέα.
+γερά το απίδι και άλλο ανθεί, το μήλο, και άλλο μήλο, 120
+και το σταφύλι και άλλο ανθεί, το σύκο, και άλλο σύκο.
+και υπάρχει αυτού πολύκαρπο κηπάρι αμπελωμένο,
+'που μέρος έχ' ηλιακωτόν εις απλωμένο σιάδι
+και από τον ήλιο φρύγεται• σταφύλια άλλα τρυγούνται,
+άλλα πατούνται, κ' έμπροσθεν τ' αμπέλι έχει αγουρίδαις 125
+ακόμη μες το ξάνθισμα• να βάφουν αλλ' αρχίζουν.
+και τεχνικώταταις βραγιαίς 'ς ταις άκραις έχει ο κήπος
+κάθε λογής, και ολόχρονα 'ς την πρασινάδα λάμπουν.
+δυο βρύσες μέσα• απλόνεται 'ς όλον τον κήπο η μία,
+εις το κατώφλι της αυλής η άλλη αποκάτω ρέει 130
+προς το παλάτι, όθ' έπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις.
+τέτοιά 'χε ο Αλκίνοος άφθαρτα των αθανάτων δώρα.
+
+Εστάθη αυτού ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας
+κυττώντας, και ως εθαύμασε τα πάντα εις την ψυχήν του,
+'ς το δώμα μέσα εβάδισε περνώντας το κατώφλι. 135
+τους αρχηγούς ηύρεν αυτού και άρχονταις των Φαιάκων,
+'που με ποτήρια σπόνδιζαν 'ς τον άγρυπνον Ερμεία,
+ότι 'ς εκείνον ύστερον, πριν κοιμηθούν, σπονδίζαν.
+περνά το δώμα ο θλιβερός, ο θείος Οδυσσέας,
+κρυμμένος εις την καταχνιά, 'που 'χε τον ζώσ' η Αθήνη, 140
+ως 'π' έφθασε 'ς τους βασιλείς Αλκίνοον και Αρήτην.
+αγκάλιασε τα γόνατα εκείνος της Αρήτης,
+κ' εχύθη ευθύς οπίσω του της καταχνιάς το νέφος.
+'ς το δώμα ως είδαν άνθρωπον άφωνοι έμειναν όλοι,
+και ξυππασμένοι εκύτταζαν• ικέτευ' ο Οδυσσέας• 145
+«Αρήτη, του Ρηξήνορα ω κόρη του ισοθέου,
+'ς τον άνδρα σου ο πολύπαθος προσπέφτω και εις εσένα,
+και εις τους συνδείπνους• οι θεοί να τους χαρύνουν ζώντας,
+και των παιδιών 'ς το σπίτι του καθείς να παραδώση
+το είναι του, και την τιμή, 'που του 'χει δώσει ο δήμος. 150
+κ' εμέ στείλετε ογλήγορα να φθάσω εις την πατρίδα,
+'πώχω καιρούς 'που αδημονώ μακράν των ποθητών μου».
+
+Είπε και χάμου εκάθισε 'ς την στάκτη της γωνίστρας,
+σιμά 'ς την στια• και ησύχαζαν κ' εσιωπούσαν όλοι•
+και αργά 'ς αυτούς ωμίλησεν ο Εχένηος ο γέρος, 155
+ο ήρωας ο αρχαιότερος των άλλων των Φαιάκων•
+και παλαιά πολλά 'ξευρε κ' ήταν 'ς τους λόγους πρώτος•
+τούτος αγόρευσε 'ς αυτούς με καλή γνώμη κ' είπε•
+«Αλκίνοε, δεν είν' εύμορφον, ουδ' είναι πρέπον τούτο,
+χάμου ο ξένος να κάθεται 'ς την στάκτη της γωνίστρας• 160
+τούτοι κρατιούνται, ότι ο καθείς τον λόγον σου αναμένει.
+αλλά τον ξένον σήκωσε, και εις ασημένιον θρόνον
+κάθισε αυτόν, και πρόσταξε κρασί να συγκεράσουν
+οι κήρυκες, να κάμουμε σπονδαίς του βροντοφόρου
+Διός, οπού τους σεβαστούς ικέταις συνοδεύει• 165
+και απ' ό,τι έχ' η κελλάρισσα δείπνον του ξένου ας δώση».
+
+Ο Αλκίνοος τούτ' ως άκουσεν από το χέρι επήρε
+αμέσως τον πολύγνωμον ανδρείον Οδυσσέα,
+και απ' την γωνίστρα 'ς το θρονί τον κάθισεν, απ' όπου
+σήκωσε τον Λαοδάμαντα, τον ανδρικόν υιόν του, 170
+οπού σιμά του εκάθιζε, τον πολυαγαπημένον.
+και νίψιμο η θεράπαινα φέρει και από προχύτην
+του χύνει, εύμορφον, χρυσόν, εις αργυρή λεκάνη,
+για να νιφθή• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός του•
+η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, 175
+και απ' όσα φαγιά φύλαγεν, άφθονα του προσφέρει.
+έτρωγεν ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας•
+και ο Αλκίνοος προς τον κήρυκα• «Ποντόνοε, συγκέρνα
+εις τον κρατήρα το κρασί, και μοίρασέ το εις όλους
+ολόγυρα, όπως κάμουμε σπονδαίς του βροντοφόρου 180
+Διός, οπού τους σεβαστούς ικέταις συνοδεύει».
+
+Είπε• και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος,
+και εις όλους έδωσε απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια.
+αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελ' η ψυχή τους,
+'ς την μέση τους ο Αλκίνοος τον λόγον πήρε κ' είπε• 185
+«Προσέξετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων,
+να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει.
+αφ' ού δειπνήσετ' άμετε ν' αναπαυθήτε τώρα•
+και ως φέξη, μέγα κάλεσμα θα γείνη των γερόντων•
+τον ξένον θα ξενίσουμε, και, αφού των αθανάτων 190
+καλά προσφέρουμεν ιερά, θα 'χουμε την φροντίδα
+τον ξένον μας να στείλουμε, χωρίς κόπον ή λύπη,
+με ιδική μας συνοδιά, να φθάσ' εις την πατρίδα,
+πασίχαρος, ογλήγορα, όσο μακράν και αν είναι•
+ώστε κακό 'ς το μεταξύ και βλάβη να μη πάθη 195
+την γην του πριν πατήση αυτός' εκεί κατόπι θα 'χη
+όσ' απ' αρχής η μοίρα του και η κλώστραις η βαρείαις,
+η μάννα ότε τον γέννησεν, εκείνου ελινογνέσαν.
+και αν τούτος πάλ' είναι θεός, οπ' ουρανόθεν ήλθε,
+κάτι άλλο τότ' οι αθάνατοι μ' αυτό μας οργανίζουν• 200
+ότι ως τα τώρ' ασκέπαστοι 'ς εμάς φανερωθήκαν
+οι αθάνατοι, όταν σφάζουμε ταις πλούσιαις εκατόμβαις•
+μ' εμάς συντρώγουν, και όπου εμείς κ' εκείνοι συγκαθίζουν•
+και αν μόνος εις τον δρόμον του κανείς τους απαντήση,
+δεν κρύβονται, ότι συγγενείς τους είμασθε, όπως είναι 205
+οι Κύκλωπες και τ' άγρια τα γένη των Γιγάντων».
+
+Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας•
+«Κάθε άλλην έχε μέριμναν, Αλκίνοε• δεν ομοιάζω
+των αθανάτων, πώχουσι των ουρανών τους θόλους,
+'ς την πλάσι, και 'ς τ' ανάστημα• θνητός άνθρωπος είμαι. 210
+και όσους θνητούς γνωρίζετε να δέρν' η δυστυχία,
+'ς τα πάθη εδύνομουν εγώ να συγκριθώ μ' εκείνους•
+κ' είχα εγώ ακόμη πλειότερα κακά να εξιστορήσω,
+όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν.
+είμ' άθλιος• αλλ' αφήστε με για τώρα να δειπνήσω• 215
+ότι άλλο πράγμ' αναίσχυντο δεν είναι ως η κοιλία•
+τον εαυτόν της η σκληρή να στοχασθής σε βιάζει,
+όσα και αν έχης βάσανα και λύπαις 'ς την ψυχήν σου.
+κ' εγώ 'χω λύπη 'ς την ψυχή, και ιδού πάντοτ' εκείνη
+ζητεί να φάγω και να πιω, και όσα 'χω παθημένα 220
+μου σβύνει από τον λογισμό και να γεμίση θέλει.
+σεις πάλι όλα ετοιμάσετε, άμα φωτίσ' η ημέρα,
+όπως πατήσ' ο άμοιρος την γην την πατρικήν μου,
+αν και πολλά 'παθα κακά• να ιδώ, και ας αποθάνω,
+το κτήμα μου, τους δούλους μου, και το υψηλό παλάτι». 225
+
+Αυτά 'πε, και όλοι εδέχθηκαν τον λόγον του και είπαν
+ο ξένος να προβοδηθή, ότ' είχε ορθά 'μιλήσει.
+και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελ' η ψυχή τους,
+τότε καθείς 'ς τα σπίτια τους επήγαν να πλαγιάσουν.
+αλλ' έμενε εις το μέγαρον ο θείος Οδυσσέας, 230
+κ' η Αρήτη και ο θεόμορφος Αλκίνοος σιμά του
+καθόνταν και απ' την τράπεζα παίρναν τα σκεύ' η κόραις•
+'ς αυτόν επρωτομίλησεν η Αρήτ' η λευκοχέρα,
+ότ'είδ' αυτή κ' εγνώρισεν ευθύς το επανωφόρι,
+και τον χιτώνα, ενδύματα λαμπρά, 'που τα 'χε κάμει 235
+αυτή με ταις γυναίκαις της• κ' είπε 'ς τον Οδυσσέα•
+«Ξένε, το εξής πρώτον εγώ θα σ' ερωτήσω• ποίος
+είσαι; από πού; τα ενδύματα τούτα ποιος σ' έχει δώσει;
+δεν λες 'που θαλασσόδαρτος εβγήκες εδώ πέρα;»
+
+Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνην Οδυσσέας• 240
+«Είναι, ω βασίλισσα, βαρύ να είπω ένα προς ένα
+τα πάθη μου, επειδή πολλά οι αθάνατοι μου δώσαν•
+τούτο εγώ μόνον θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης.
+κάποιο νησί 'ς τα πέλαγα μακράν είν', η Ωγυγία,
+όπου η δολία Καλυψώ, του Άτλαντα θυγατέρα, 245
+καλόκομη, δεινή θεά, την κατοικία της έχει,
+και ούτε θεός ούτ' άνθρωπος συγκοινωνεί μ' εκείνην.
+αλλ' ο θεός εμ' έφερε τον άθλιο 'ς την γωνιά της
+πάντερμον, ότι το γοργό καράβι μου 'χε ο Δίας
+με τον λευκό του κεραυνό σχίσει 'ς το μαύρο κύμα. 250
+και οι σύντροφοι μου εχάθηκαν, κ' έπιασα την καρίνα
+αγκαλιαστά, και μ' έδερνεν η θάλασσ' εννηά 'μέραις•
+και ότ' ήλθε η δέκατη νυκτιά, οι αθάνατοι μ' εφέραν
+'ς της Ώγυγίας το νησί, αυτού, 'που κατοικάει
+η Καλυψώ καλόκομη, δεινή θεά, κ' εκείνη 255
+μ' εδέχθη και μ' εξένιζε, μ' έτρεφε κ' είχε γνώμη
+αθάνατον και αγέραστον εμέ να καταστήση•
+αλλά ποτέ δεν έπειθε 'ς τα στήθη την ψυχή μου.
+κ' έμεινε αυτού χρόνους επτά, κ' έβρεχα εγώ με δάκρυα
+τα άφθαρτα φορέματα, 'που μου 'χε δώσει εκείνη. 260
+αλλ' ότε ο χρόνος όκτατος 'ς τον κύκλο του μ' ευρήκε,
+τότε μ' επαρακίνησε να υπάγω εις την πατρίδα•
+η προσταγή 'ταν του Διός ή μόνη άλλαξε γνώμη.
+μέσα εις πολύδεσμη πλωτή με προβοδά και βάζει
+άρτον, κρασί, και μ' άφθαρτα φορέματα μ' ενδύνει, 265
+κ' έστειλε πρύμον άβλαβον οπού χλιός εφύσα.
+ημέραις έπλεα δεκαεπτά σχίζοντας τα πελάγη,
+και την δεκάτην όκτατη φανήκαν τα ισκιωμένα
+της γης σας όρη• εχάρηκε 'ς τα στήθη μου η καρδία
+του δύστυχου, και συμφορά μ' εκαρτερούσε ακόμη 270
+μεγάλη, οπού μου εκίνησεν ο σείστης Ποσειδώνας,
+κ' έσπρωξε ανέμους κατά με και μου 'κλεισε τον δρόμο,
+αγριεύοντας την θάλασσαν, ουδ' άφινε το κύμα
+εμέ, 'που συχνοστέναζα, μες την πλωτή να μένω•
+και η τρικυμιά την σκόρπισε• και τότε κολυμπώντας 275
+έσχισ' αυτήν την άβυσσον, ως 'που σιμά 'ς την γην σας
+εμ' έφερε της θάλασσας η ορμή και των ανέμων.
+και αν εις την γη τότ' έβγαινα το κύμα θα μ' ενίκα,
+εις τραναίς πέτραις σπώντας με και εις άτερπνο ακρογιάλι.
+αλλ' αποσύρθηκ' απ' την γη και κολυμπώντας ήλθα 280
+'ς τον ποταμό, 'που κάλλιστος αυτού μου εφάνη ο τόπος,
+χωρίς πέτραις και απάνεμος• 'ς του ποταμού την άκρη
+έπεσα ψυχοπιάνοντας, κ' ήλθεν η νύκτα η θεία.
+και απ' το ουρανοκαταίβατο ποτάμι πέρα εβγήκα
+και κάτω από χαμόδενδρα 'ς τα φύλλα στοιβασμένα 285
+πλάγιασα, και ατελεύτητον θεός μου εχάρισ' ύπνο•
+αυτού 'ς τα φύλλα με καρδιάν θλιμμένην εκοιμώμουν
+ολονυκτής και την αυγήν, ως την μισήν ημέρα•
+και ο ήλιος όταν έκλινε, μ' άφησ' ο γλυκός ύπνος,
+κ' ένοιωσα ταις θεράπαιναις της κόρης σου, 'που επαίζαν 290
+'ς την όχθη• και ώμοιαζε θεά 'ς την μέση τους εκείνη•
+'ς αυτήν επρόσπεσα, και αυτή με νουν ορθόν και γνώσι
+εφέρθηκεν, ανέλπιστα 'ς την νέαν ηλικία•
+και ηξεύρουμ' ότι αστόχαστοι συνήθως είναι οι νέοι.
+και μου 'δωσ' άρτον και λαμπρό κρασί και εις το ποτάμι 295
+μ' έλουσε, και τα ενδύματά μου έδωσε τούτ' ακόμη.
+ιδού μ' όλον τον πόνο μου σου 'πα όλην την αλήθεια».
+
+Και προς αυτόν ο Αλκίνοος απάντησε και του 'πε•
+«Ω ξένε, η θυγατέρα μου έσφαλε εις τούτο μόνον,
+ότι με ταις θεράπαιναις και σε δεν έχει φέρει 300
+'ς το σπίτι μας• και συ 'ς αυτήν πρωτόπεσες ικέτης».
+
+Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας•
+
+«Ήρωα, γι' αυτό την άπταιστη παρθένα μη μου ψέγης•
+ειπεν αυτή κατόπι της να υπάγω με ταις κόραις•
+μόνον εγώ δεν ήθελα από εντροπή και φόβο, 305
+μην η ψυχή σου, όταν με ιδής, αγριέψη ότι θυμώδεις
+εδώ 'ς την γην όλ' είμασθε, τα γένη των ανθρώπων».
+
+Και προς αυτόν ο Αλκίνοος απάντησε και του 'πε•
+«Δεν έχω εγώ 'ς τα στήθη μου τέτοιαν ψυχήν, ω ξένε,
+'που να χωλεύωμ' άδικα' καλ' είναι 'ς όλα η τάξι• 310
+και άμποτε ο Δίας, η Αθηνά, και ο Απόλλωνας να κάμουν
+τέτοιος, ως είσαι, σύμφωνος μ' ό,τ' η ψυχή μου θέλει,
+την κόρη μου να πάρης συ, να ονομασθής γαμβρός μου,
+κ' εδώ να μένης• κτήματα θα σου 'διδα και σπίτι,
+αν έμενες αυτόθελα• κανένας των Φαιάκων 315
+δεν θα σε βιάση να σταθής• μη δώση τούτ' ο Δίας.
+και μάθε ότι αποφάσισα να σε ξεπροβοδήσω
+αύριο και θα 'σαι τότε συ 'ς τον ύπνο βυθισμένος,
+και αυτοί σιγά την θάλασσα θα σχίζουν ως να φθάσης
+'ς την γην σου, 'ς το παλάτι σου, 'ς όποιο σ' αρέσει μέρος, 320
+και αν πολύ μακρύτερα και από την Εύβοιαν είναι,
+'που εις άκρη κόσμου ευρίσκεται, ως οι 'δικοί μας λέγουν,
+οπού την είδαν, ότ' εκεί τον ξανθομάλλη έφεραν
+Ραδάμανθυ, τον Τιτυό να ευρή, της Γης τον γόνο.
+και όμως έπλευσαν ως εκεί, και χωρίς κόπο φθάσαν 325
+μονοημερής, κ' εγύρισαν οπίσω εις την πατρίδα.
+τότε θα ιδής τα πλοία μου, και οι νέοι πόσο αξίζουν,
+και πώς την θάλασσα σκορπούν με του κουπιού την σπάθη».
+
+Αυτά 'πε, και ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας
+εχάρηκε, κ' επρόφερεν ευχή• «Πατέρα Δία, 330
+εις όσα είπ' ο Αλκίνοος, τέλος να 'δώση 'ς όλα•
+και η φήμη εκείνου πάντοτε 'ς την γην την σιτοδώρα
+να μένη άσβεστη, κ' εγώ να φθάσω εις την πατρίδα».
+Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους•
+τότ' είπε εις ταις θεράπαιναις η Αρήτ' η λευκοχέρα 335
+να στρώσουν εις την αίθουσα, να βάλουν μέσα ωραία
+και πορφυρά σκεπάσματα, και τάπηταις επάνω,
+και χλαίναις κάτωθε κρουσταίς να 'χη να ταις φορέση.
+κ' εβγήκαν απ' το μέγαρο, με φως 'ς τα χέρια, εκείναις•
+και άμ' έστρωσαν με προσοχή την στερεωμένην κλίνη, 340
+'ς τον Οδυσσέα σίμωσαν και τον παρακινούσαν•
+«σήκω να πας να κοιμηθής, ω ξένε• η κλίνη εστρώθη».
+είπαν και μ' ευχαρίστησι και αυτός είδε την κλίνη.
+
+Εκεί τότε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας
+κοιμώνταν εις την αίθουσα, 'ς το τορνευτό κρεββάτι• 345
+'ς του παλατιού τ' απόκρυφα και ο Αλκίνοος αναπαύθη,
+και η σύντροφος του η δέσποινα του ευτρέπιζε την κλίνη.
+
+
+
+Ραψωδία Θ
+
+
+
+Εφάνη η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+και ο σεβαστός Αλκίνοος εγέρθη από την κλίνη•
+εγέρθη και ο πορθητής, ο θείος Οδυσσέας•
+και ο σεβαστός Αλκίνοος εκείνον ωδηγούσε
+'ς την αγορά, 'που οι Φαίακες είχαν σιμά 'ς τα πλοία. 5
+ήλθαν κ' εκάθισαν μαζή 'ς τους στιλβωμένους λίθους.
+και ωμοιώθη προς τον κήρυκα του φρόνιμου Αλκινόου
+η Αθηνά, κ' εγύριζε την πόλι, μελετώντας
+τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρη 'ς την πατρίδα•
+τους άνδραις επλησίαζε, του καθενός ωμίλει• 10
+«Εμπρός, πηγαίνετε, αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων,
+'ς την αγορά ν' ακούσετε τον ξένον, 'που 'λθε τώρα
+νεόφερτος 'ς τα δώματα του φρόνιμου Αλκινόου,
+ριμμένος από τρικυμιά, και των θεών ομοιάζει».
+
+Είπε και όλων εκίνησε σφοδρά την προθυμία• 15
+κ' η αγοραίς εγέμισαν ευθύς και τα θρονία
+από το πλήθος• και πολλοί τον γόνον του Λαέρτη
+τον συνετόν εθαύμαζαν ότι με χάρι θεία
+τους ώμους και την κεφαλή του λάμπρυνεν η Αθήνη,
+και όλον τον εμεγάλυνε 'ς τα μάτια των ανθρώπων, 20
+ώστε εις όλους τους Φαίακαις αγαπητός να γείνη,
+και φοβερός και σεβαστός, και πράξη τους αγώναις,
+'ς όσους κατόπ' οι Φαίακες αυτόν εδοκιμάσαν. —
+και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν,
+'ς την μέση τους ο Αλκίνοος τον λόγον πήρε κ' είπε• 25
+«Προσέξετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων,
+να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει•
+'ς το δώμα μου ήλθεν άγνωστος, πλανώμενος ο ξένος
+τούτος, είτ' ήλθε απ' της αυγής τα μέρη ή από την δύσι•
+ζητεί προβόδισμ' απ' εμάς και στέρεος να 'ναι ο λόγος• 30
+κ' εμείς ας προβοδήσουμεν αυτόν, ως τόσους άλλους•
+ότι κανείς εδώ ποτέ, 'ς τα σπίτια μου όποιος έλθη,
+κλαίοντας απροβόδητος πολύν καιρό δεν μένει.
+αλλά 'ς την θείαν θάλασσαν ολόμαυρο καράβι
+ας ρίξουμε ολοκαίνουργο, και νέοι πενηνταδύο 35
+ας διαλεχθούν εις το κοινόν, όσ' είναι τώρα οι πρώτοι.
+και αφού καλά προς τους σκαρμούς δέσετε τα κουπία,
+εβγάτε, και εις το δώμα μου κατόπιν αναιβήτε,
+να χαρήτ' όλοι 'ς το καλό τραπέζι, 'που ετοιμάζω.
+των νέων τούτα επρόσταξα• και σεις, οι σκηπτροφόροι 40
+οι βασιλείς, εις τα λαμπρά τα μέγαρά μου ελάτε,
+τον ξένον να φιλεύσουμε• μην το αρνηθή κανένας.
+και ο αοιδός ας καλεσθή Δημόδοκος ο θείος,
+ότι ο θεός του εχάρισε του τραγουδιού το δώρο,
+να τέρπη όπως τον κινεί μέσα η καρδιά να ψάλλη». 45
+
+Είπ', εσηκώθη και εις αυτόν κατόπ' οι σκηπτροφόροι•
+να εύρη επήγε ο κήρυκας τον αοιδόν τον θείον•
+και αγόρια αφού διαλέχθηκαν πενηνταδυό, κινήσαν,
+ως πρόσταξε, της άπατης θαλάσσης προς την άκρα.
+και εις το καράβι ως έφθασαν, κάτω 'ς το περιγιάλι, 50
+έσυραν εις την θάλασσα τ' ολόμαυρο καράβι•
+κατόπι εφέραν κ' έστησαν κατάρτι και πανία,
+με τρυπωτήραις τα κουπιά δερμάτιναις εδέσαν,
+με τάξιν όλα, και άπλωσαν τα κάτασπρα πανία,
+και τ' άραξαν σιμά 'ς την γη ψηλά• κατόπι εβγήκαν, 55
+και εις το παλάτι επήγαιναν του φρόνιμου Αλκινόου.
+γέμισαν τότ' η αίθουσαις, η αυλαίς και οι δρόμοι απ' άνδραις,
+'που ολούθ' ερχόνταν, γέροντες πολλοί μαζή και νέοι.
+δώδεκ' αρνιά τους έσφαξεν ο Αλκίνοος και οκτώ χοίρους
+λευκόδονταις, στριφόποδα δυο βώδια, και ως τα εγδάραν 60
+τα εσυγυρίσαν κ' έφθειασαν το πρόσχαρο τραπέζι.
+
+Και ο κήρυκας ωδήγησε τον αοιδόν, 'που η Μούσα
+αγάπησε, και του 'διδε καλόν και κακόν άμα•
+το φως του επήρε και γλυκό του εχάρισε τραγούδι.
+και εις ασημόκομπο θρονί, των ξένων εις την μέση, 65
+τον κάθισ' ο Ποντόνοος, προς τον υψηλόν στύλον•
+κ' εκρέμασε από το καρφί την ηχηρήν κιθάρα
+επάνω του, και του 'δειξε 'ς αυτήν ν' απλοχερίση
+ο κήρυκας, και του 'θεσε κανίστρι και τραπέζι
+λαμπρό, και κούπα με κρασί να πίνη οπόταν θέλη. 70
+και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους•
+και άμ' έσβυσαν την όρεξι, τον αοιδόν η Μούσα
+να ψάλη επαρακίνησε ταις δόξαις των ανδρείων,
+μέσ' από τ' άσμα 'πώφθανε 'ς τα ουράνια τότε η φήμη,
+του Οδυσσηά το μάλωμα και του Αχιλληά Πηλείδη, 75
+'που ελογομάχησαν φρικτά 'ς επίσημη θυσία,
+κ' έχαιρεν ο Αγαμέμνονας ο μέγας βασιλέας,
+άμ' είδε να φιλονεικούν των Αχαιών οι πρώτοι•
+τι αυτά του εχρησμοδότησεν ο Απόλλωνας 'ς την θεία
+Πυθώνα, ότε αυτός πέρασε το λίθινο κατώφλι, 80
+να ερωτηθή• και αληθινά τότ' άρχισαν τα πάθη
+των Τρώων και των Δαναών, ως ήθελεν ο Δίας.
+
+Τούτ' έψελνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας
+έσυρε με τα χέρια του την πορφυρή χλαμύδα
+'ς την κεφαλή, κ' εσκέπασε την όψι την ωραία• 85
+τι εντρέπονταν τους Φαίακαις, μην τον ιδούν να κλαίη.
+αλλ' άμα ο θείος αοιδός έπαυε το τραγούδι,
+τα δάκρυα στέγνονεν αυτός κ' ευθύς ξεσκεπαζόνταν,
+και των θεών με δίκουπον εσπόνδιζε ποτήρι.
+να ψάλνη πάλι ότ' άρχιζεν ο αοιδός, ως εζητούσαν, 90
+εις τ' άσματα ευφραινόμενοι, οι πρώτοι των Φαιάκων,
+ξανασκεπάζονταν αυτός και πάλιν εθρηνούσε.
+και όλων των άλλων άγνωστα τα δάκρυα του εκυλούσαν•
+μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που εκαθόνταν
+σιμά του και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη• 95
+και εις τους ναυτικούς Φαίακες ευθύς εκείνος είπε•
+Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων•
+ήδη εχαρήκαμ' άφθονα το ισόμοιρο τραπέζι,
+και την καλή του σύντροφο γλυκόφωνην κιθάρα•
+ας βγούμε, τώρ' ας παίξουμεν εις όλους τους αγώναις, 100
+όπως ο ξένος δυνηθή να ειπή των ποθητών του,
+σπίτι όταν φθάση, ανώτεροι πως είμασθε των άλλων,
+'ς το γρόνθισμα, 'ς το πάλαισμα, 'ς το πήδημα, 'ς τα πόδια».
+
+Είπε, κ' επροπορεύθηκε, κ' εκείνοι ακολουθούσαν.
+και ο κήρυκας απ' το καρφί την ηχηρήν κιθάρα 105
+κρεμά, και τον Δημόδοκον χεροδηγεί και φέρει
+από το δώμα εις την οδόν, 'που οι πρώτοι των Φαιάκων
+όλοι επορεύονταν, να ιδούν τους θαυμαστούς αγώναις.
+'ς την αγοράν επήγαιναν και ακολουθούσε πλήθος
+άπειρον εσηκωθήκαν πολλοί και λαμπροί νέοι• 110
+ο Ακρόναος, ο Ωκύαλος, πετάχθη, ο Ελατρέας,
+ο Ναυτηάς, ο Αγχίαλος, ο Πρύμνης, ο Ερετμέας,
+ο Αναβησίναος, ο Ποντηάς, ο Θόωνας, ο Πλώρης,
+ο Αμφίαλος, 'που ο Πολύναος γέννησε ο Τεκτονίδης,
+ο Ευρύαλος, οπ' ώμοιαζε τον ανδροφόνον Άρη, 115
+και ο Ναυβολίδης 'ς την μορφήν ο πρώτος και 'ς το σώμα,
+ύστερ' απ' τον Λαοδάμαντα, της νειότης των Φαιάκων.
+και οι τρεις σηκώθηκαν υιοί του ασύγκριτου Αλκινόου,
+ο ισόθεος Κλυτόναος, ο Άλιος, και ο Λαοδάμας.
+και των ποδιών πρώτ' άρχισαν εκείνοι τον αγώνα• 120
+από την στήλη τάνυσαν αντάμα την ορμή τους
+και οι τρεις, σκόνη σηκώνοντας, ως έσχιζαν το σιάδι.
+ο ασύγκριτος Κλυτόναος 'ς τα πόδια εφάνη πρώτος•
+και όσον 'ς το νειάμα διάστημα οργόνουν δυο μουλάρια,
+οπίσω εκείνους άφησε, κ' έφθασεν εις τα πλήθη. 125
+εις το βαρύ το πάλαισμα κατόπι αγωνισθήκαν
+και νικητής ο Ευρύαλος εβγήκε των ανδρείων.
+ο Αμφίαλος 'ς το πήδημα καθ' άλλον υπερέβη.
+ο Ελατρηάς 'ς το δίσκευμα• και εις την γρονθομαχία
+ο Λαοδάμας, αγαθός υιός του Αλκινόου. 130
+
+Και αφού με τ' αγωνίσματα όλων ο νους ευφράνθη,
+ο υιός του Αλκίνου προς αυτούς ωμίλησ', ο Λαοδάμας•
+
+«Ω φίλοι, ας ερωτήσουμε τον ξένον αν γνωρίζει
+κάποιον αγώνα• ότι κακός 'ς την πλάσι αυτός δεν είναι•
+κνήμαις, μεριά, βραχίονες, και ο σβέρκος ο γενναίος 135
+μεγάλην δείχνουν δύναμι, και νειότη δεν του λείπει•
+αλλά πολλά παθήματα τον έχουν συντριμμένον•
+ότι άλλο ωσάν την θάλασσα, θαρρώ δεν παραλύει
+τόσο κακά τον άνθρωπο, πολύ και αν είναι ανδρείος».
+
+Και προς αυτόν ο Ευρύαλος απάντησε και του 'πε• 140
+«Λαοδάμα, ο λόγος σου είναι ορθός• ο ίδιος άμε τώρα
+και καθαρά προσκάλεσε τον ξένον εις αγώνα».
+
+Και τούτο άμ' άκουσε ο καλός υιός του Αλκινόου,
+'ς την μέση τους επρόβαλε, κ' είπε 'ς τον Οδυσσέα•
+«Πατέρα ξένε, έλα και συ, κάποιον αγών', αν ξεύρης, 145
+δοκίμασε, και φαίνεται 'που αγώναις θα γνωρίζης•
+ότι, όσο ζη, 'ς τον άνθρωπο δόξα είναι πρώτη εκείνο,
+'που κατορθόνει των χειρών και των ποδιών του η ρώμη.
+έλ', αγωνίσου, αστόχησε τους πόνους της καρδιάς σου•
+και το προβάδισμα ποσώς μη φοβηθής ν' αργήση• 150
+το πλοίον ήδη ερρίχθηκε, και οι σύντροφοι έτοιμ' είναι».
+
+Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας•
+«Λαοδάμ', αναγελώντας με τι με καλείτ' εις τούτα;
+φροντίδαις έχω εγώ 'ς τον νουν, όχι ποσώς αγώναις,
+'που αφού τόσά 'παθα ο θλιφτός και τόσα έχω μοχθήσει, 155
+'ς την σύνοδό σας κάθομαι, κ' εδώ τον βασιλέα
+και τον λαόν παρακαλώ να με ξεπροβοδήσουν».
+
+Του απάντησεν ο Ευρύαλος, και αγνάντια ωνείδισέ τον•
+«Αλήθεια, δεν μου φαίνεσαι, ω ξένε, γυμνασμένος
+εις τα πολλ' αγωνίσματα, 'ς τον κόσμον όσα υπάρχουν, 160
+αλλ' άνδρας, οπού με τρανό καράβι τριγυρίζει,
+ναυτών εμπόρων αρχηγός, και πάντοτ' είναι ο νους του
+εις το φορτίο, και άγρυπνο 'ς ταις πραγματειαίς το μάτι,
+και προς τα κέρδη τ' αρπακτά• και αγωνιστής δεν δείχνεις».
+
+Με άγριο βλέμμα ο φρόνιμος του απάντησε Οδυσσέας• 165
+«Ω ξένε, άτακτ' οι λόγοι σου, και βλέπ' ότ' είσαι αυθάδης,
+όλα εις όλους οι θεοί τα δώρα δεν χαρίζουν•
+την πλάσιν ούτε, ούτε τον νουν, ούτε την ευγλωττία.
+τούτος δεν έτυχ' εύμορφος, αλλ' ο θεός με κάλλη
+στολίζει κάθε λόγον του, κ' οι άνθρωποι αναβλέπουν 170
+°ς εκείνον ευφραινόμενοι, 'που ασκόνταφτ' αγορεύει,
+με πράον ήθος, έξοχος 'ς τα συναγμένα πλήθη,
+και ωσάν θεόν, όταν περνά 'ς την πόλι, τον κυττάζουν.
+εκείνος πάλι των θεών 'ς το σώμα προσομοιάζει,
+αλλά δεν είναι οι λόγοι του με χάρι στολισμένοι. 175
+και συ το σώμα έχεις λαμπρό, 'π' ουδέ θεάς θα εμπόρει
+να το μορφώση ανώτερο, και νουν ποσώς δεν έχεις.
+και την ψυχήν μου ετάραξες του στήθους μες τα βάθη,
+ότ' είπες λόγον άπρεπον• και αμάθητος αγώνων
+εγώ δεν είμ' ως φλυαρείς, αλλ' είχα τα πρωτεία, 180
+ως ότου θάρρευα κ' εγώ 'ς τα χέρια και εις την νειότη.
+νικούν με τώρα η συμφοραίς και οι πόνοι, ότι έχω πάθει
+εις τους πολέμους άπειρα και εις τα φρικτά πελάγη.
+αλλ' όσον και αν κακόπαθα, θε να 'μπω εις τους αγώναις,
+ότι ο πικρός ο λόγος σου μ' έχει σφοδρά κεντήσει». 185
+
+Είπ', επετάχθη αγύμνωτος κ' ευθύς άδραξε δίσκον,
+τρανόν, μεγάλον και πολύ βαρύτερον απ' όσους
+εδίσκευαν οι Φαίακες τότε αναμεταξύ τους.
+τον έστρεψε, τον έρριξεν απ' τ' ανδρικό του χέρι•
+βόυσε ο λίθος και εις την γην απ' την ορμή του εσκύψαν 190
+οι Φαίακες μακρύκουποι 'ς την θάλασσα ακουσμένοι•
+και ο λίθος 'ς όλα επέταξεν επάνω τα σημεία,
+γοργ' απ' το χέρι τρέχοντας• με σχήμ' ανδρός η Αθήνη
+τα τέρματα εσημείωσε και εις αυτόν είπε• «Ω ξένε,
+τέτοιο σημάδι ψάχνοντας κ' ένας τυφλός διακρίνει• 195
+με τα πολλά δεν έσμιξε και στέκει πολύ πρώτο•
+όθεν εσύ μην φοβηθής γι' αυτόν καν τον αγώνα•
+δεν το περνά, δεν φθάνει το κανένας των Φαιάκων».
+
+Εχάρηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας,
+ότι μέσα 'ς την σύνοδον άνθρωπον είδε φίλον• 200
+και μ' ελαφρότερην καρδιά τότ' είπε των Φαιάκων•
+«Τούτον, ω νέοι, φθάσετε τώρα, κ' εγώ κατόπι
+και άλλον θα ρίξω είτ' ως αυτού, είτε παρέκει ακόμη,
+και από τους άλλους Φαίακαις όποιον βαστά η καρδιά του,
+τόσο αφού μ' εχολεύσετε, να δοκιμάση ας έλθη, 205
+'ς το γρόνθισμα, 'ς το πάλαισμα, 'ς τα πόδια, 'ς ό,τι θέλει,
+απ' όλους όποιος δήποτε, αλλ' όχι ο Λαοδάμας•
+ότ' είνε τούτος ξένος μου• ποιος μάχεται με φίλον;
+ανόητος και ουτιδανός όποιος ζητεί μ' εκείνον,
+'που τον ξενίζει σπίτι του, 'ς αγώναις να παλαίση 210
+εις ξένον τόπο, και πολύ τον εαυτό του βλάπτει.
+τους άλλους όλους δέχομαι, δεν αψηφώ κανέναν•
+αλλά να μάθω θέλω αυτούς και να τους δοκιμάσω.
+τι 'ς όσα είναι αγωνίσματα κακός εγώ δεν είμαι•
+να ψάχνω ηξεύρω ολόγυρα το στιλβωμένο τόξο, 215
+και πρώτος ρίχνοντας κτυπώ μες των εχθρών το πλήθος
+άνδρ' όποιον θέλω, και αν πολλοί κοντά μου παραστέκουν
+σύντροφοι, και τα τόξα τους εις τον εχθρό τεντόνουν.
+'ς το τόξο με υπερέβαινεν ο Φιλοκτήτης μόνος,
+ότ' οι Αχαιοί τοξεύαμε 'ς τα μέρη της Τρωάδας. 220
+αλλά θαρρώ 'π' ανώτερος είμαι πολύ των άλλων,
+όσοι θνητοί σιτόθρεπτοι 'ς την γην υπάρχουν τώρα.
+να μάχωμαι δεν ήθελα με τους αρχαίους άνδραις,
+τον Ηρακλή, τον Εύρυτον από την Οιχαλία,
+οπού 'ς τα τόξα επάλαιαν και μες τους αθανάτους. 225
+όθεν και ο μέγας Εύρυτος τον χάρον είδε νέος•
+εκείνον εθανάτωσεν ο Φοίβος ωργισμένος
+ότι τον επροκάλεσε 'ς του τόξου τον αγώνα.
+και με τ' ακόντι φθάνω κει, 'π' άλλου δεν φθάνει βέλος•
+'ς τα πόδια μόνον μη κανείς φοβούμαι των Φαιάκων 230
+εμέ περάση• ότι πολύ μ' έχει δαμάσ' η ζάλη
+μες τα πολλά τα κύματα, και, αφού μες το καράβι
+μου 'λειψε η περιποίησι, τα μέλη μου ελυθήκαν».
+
+Αυτά 'πε και όλοι εσίγησαν• άφωνοι έμειναν όλοι,
+και μόνος ο Αλκίνοος απάντησέ του κ' είπε• 23δ
+«Όσα είπες, ξένε, λυπηρά 'ς εμάς ποσώς δεν είναι•
+αλλά να δείξης βούλεσαι την αρετή σου εις όλους,
+τι ωργίσθης 'που 'ς την σύνοδο σ' έχει προσβάλει εκείνος,
+ώςτε κανένας εις το εξής να μη κατηγορήση
+την αρετή σου, αν έχη νου και μέτρον εις τους λόγους. 240
+άκουσε τώρα ό,τι θα ειπώ, να 'χης να τ' αναφέρης
+και εις άλλον ήρωα σπίτι σου, οπόταν 'ς το τραπέζι,
+με τα παιδιά σου ολόγυρα και με την σύντροφόν σου,
+την αρετή μας θυμηθής, όλα τα έργα εκείνα,
+όσα κ' εμάς προγονικά διώρισεν ο Δίας. 245
+ότι καλοί 'ς το γρόνθισμα δεν είμασθ' ή 'ς την πάλη,
+αλλά 'ς το τρέξιμο γοργοί κ' εξαίρετοι 'ς τα πλοία.
+και μας αρέσουν οι χοροί, η τράπεζα, η κιθάρα,
+η αλλαξιαίς, τα χλιαρά λουσίματα και η κλίναις.
+και τώρα ελάτε, οι χορευταίς οι κάλλιοι των Φαιάκων, 250
+χορεύτε, όπως ο ξένος μας ειπή των ποθητών του,
+σπίτι όταν φθάση, ανώτεροι πως είμασθε των άλλων,
+'ς τ' αρμένισμα, εις τον χορό, 'ς τα πόδια, 'ς το τραγούδι.
+και την κιθάρα την γλυκειά, 'που κάπου είναι 'ς το δώμα,
+κάποιος να πα να φέρη ευθύς εδώ του Δημοδόκου». 255
+
+Αυτά 'π' ο ισόθεος βασιληάς, και ο κήρυκας πετάχθη
+να φέρη από τα μέγαρα την βαθουλήν κιθάρα.
+και αγωνοφύλακες οκτώ, που 'χ' εκλεκτούς ο δήμος
+εις κάθε αγώνα να τηρούν την τάξι, σηκωθήκαν,
+και έσιασαν τον χορότοπο κ' επλάτυναν τον κύκλο. 260
+του Δημοδόκου ο κήρυκας έφερε την κιθάρα,
+και αυτός 'ς το μέσον έφθασε, και ακρόνεα παλληκάρια
+ολόγυρά του εστέκονταν, εις τον χορόν τεχνίταις,
+κ' εχοροπήδαν θεϊκά• εκύτταζ' ο Οδυσσέας
+και των ποδιών ταις αστραψιαίς, εθαύμαζε η ψυχή του. 265
+
+Και άρχιζε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος,
+ο Άρης πώς την εύμορφην αγάπησε Αφροδίτη,
+όταν πρωτόσμιξαν κρυφά 'ς του Ηφαίστου τον κοιτώνα.
+πολλά 'δωσε και ατίμασε το νυμφικά κρεββάτι
+του Ηφαίστου• κ' ήλθε μηνυτής και αμέσως το 'πε κείνου, 270
+ο Ήλιος, 'που 'ς τον έρωτα τους είδε αγκαλιασμένους.
+και ως τ' άκουσεν ο Ήφαιστος, κατάκαρδα επληγώθη•
+επήγε εις το χαλκείο του και ολέθριαν είχε γνώμη.
+και εις μέγ' αμόνι, 'πώστησε, δεσμά να κόπτη αρχίζει,
+άσπαστ' αδιάλυτ', ώστ' αυτού άσειστ' οι δυο να μένουν. 275
+και αφού τον δόλον έπλασε να εκδικηθή τον Άρη,
+προς τον κοιτώνα εκίνησε, 'που ήτο η γλυκειά του κλίνη,
+κ' έχυσε γύρω τα δεσμά παντού 'ς τα κλινοπόδια•
+ήσαν πολλά και απ' την σκεπή χυμένα ωσάν αράχνια,
+λεπτά, 'που δεν θα τα 'βλεπεν ουδέ των μακαρίων 280
+θεών το μάτι, επίβουλα ως ήσαν μορφωμένα.
+και γύρω άμ' όλον άπλωσε τον δόλον εις την κλίνη,
+'ς την Λήμνο τάχα εκίνησε, καλοκτισμένην πόλι,
+'που αυτήν 'ς όλαις ανάμεσα ταις χώραις αγαπάει.
+και άμ' είδε τον καλότεχνον θεόν 'που αναχωρούσε, 285
+Άρης ο χρυσοχάλινος τυφλός σκοπός δεν ήταν,
+και προς το δώμα εκίνησε του δοξασμένου Ηφαίστου,
+την αγκαλιά της εύμορφης ποθώντας Κυθερείας.
+εκείνη μέσα εκάθιζε και μόλις είχε φθάσει
+απ' τον μεγαλοδύναμον πατέρα της Κρονίδη. 290
+εμπήκε αυτός, της έσφιξε το χέρι και της είπε•
+«'Σ την κλίνην έλ', αγαπητή, να γλυκοκοιμηθούμε•
+ο Ήφαιστος δεν είν' εδώ, και θα 'ναι ήδη φθασμένος
+'ς την Λήμνο, 'ς τ' αγριόφωνο το γένος των Σιντίων».
+
+Αυτά 'πε' και να κοιμηθή και αυτής εκαλοφάνη. 295
+και άμ' έπεσαν τους κύκλωσαν του πολυβούλου Ηφαίστου
+τα τεχνικώτατα δεσμά, και ουδέ μέλος κανένα
+να κινήσουν εδύνονταν, ή ολίγο να σηκώσουν•
+κ' ένοιωσαν τότε ότι φυγής κανείς δεν ήταν τρόπος,
+και ο ζαβοπόδης ο θεός 'ς ολίγο ήλθε σιμά τους, 300
+επειδή οπίσω εγύρισε πριν εις την Λήμνο φθάση•
+ότι σκοπός του εφύλαγεν ο Ήλιος και του το 'πε.
+με την καρδιά περίλυπη πλησίασε 'ς το δώμα,
+'ς τα πρόθυρα εσταμάτησε, και άγρια χολή τον πήρε,
+και φρικτήν έσυρε βοή 'ς τους αθανάτους όλους• 305
+«Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε,
+ελάτ', έργ' αξιογέλαστα και αβάστακτα να ιδήτε,
+με, τον χωλόν, πώς του Διός η κόρ', η Αφροδίτη,
+καταφρονεί και αγάπησε τον ανδροφόνον Άρη,
+ότ' είναι ωραίος, και γερός 'ς τα πόδια, κ' εγώ είμαι 310
+εκ γενετής αστερέωτος• και εις τούτο ποιος μου πταίει
+παρά και οι δύο μου γονείς, να μη 'χαν με γεννήσει.
+αλλά θα ιδήτε πώς αυτοί κοιμούνται αγκαλιασμένοι•
+κυττάζω εγώ και οδύρομαι 'που η κλίνη μου επατήθη.
+παρόμοιο πλάγιασμα, θαρρώ, δεν θα ζητήσουν πλέον, 315
+μ' όσον και αν έχουν έρωτα, ουδέ για ολίγην ώρα.
+αλλ' απ' τα επίβουλα δεσμά δεν θα λυθούν εκείνοι,
+πριν λάβω απ' τον πατέρα της οπίσ' όλα τα δώρα,
+όσα 'χω για την άσεμνη την κόρη παραδώσει.
+καλ' είναι η θυγατέρα του, αλλά δεν έχει γνώσι». 320
+
+Είπε• οι θεοί συνάχθηκαν 'ς το χάλκινο το δώμα•
+ο ευεργέτης ήλθ' Ερμής, ο σείστης Ποσειδώνας,
+ο τοξευτής Απόλλωνας και αυτός κατόπιν ήλθε•
+αλλ' η θεαίς απ' εντροπή 'ς το σπίτι έμειναν όλαις.
+οι αγαθοδόταις οι θεοί 'ς τα πρόθυρα εσταθήκαν• 325
+γέλιο 'ς τους μάκαραις θεούς άσβεστον εγεννήθη,
+ταις τέχναις ως ετήραζαν του πολυβούλου Ηφαίστου.
+κ' είπ' ένας τον πλησίον του κυττώντας• «Δεν προκόβουν
+η κακαίς πράξες• και ο αργός τον γλήγορον προφθάνει.
+ιδού πώς τώρ' ο Ήφαιστος, αργός, χωλός, τον Άρη, 330
+αν κ' είναι ο γληγορώτατος των Ολυμποκατοίκων,
+με τέχνην έπιασε μοιχόν, και θα τον προστιμήση».
+
+Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους.
+και ο διογενής Απόλλωνας είπε προς τον Ερμεία•
+«Ω μηνυτή διογέννητε, αγαθοδότη Ερμεία, 335
+'ς τα δυνατά δεν θα 'στεργες δεσμά σφιγμένος να 'σαι,
+'ς την κλίνην αν με την χρυσή κοιμώσουν Αφροδίτη;»
+
+Και προς αυτόν απάντησεν ο μηνυτής Ερμείας•
+«Ω τοξοφόρε Απόλλωνα, τούτ' άμποτε να γείνη!
+τρεις φοραίς τόσ' αδιάλυτα δεσμά να μ' εκυκλόναν, 340
+και οι θεοί με ταις θεαίς να εκυττάζετ' όλοι,
+'ς την κλίνην αν με την χρυσή κοιμώμουν Αφροδίτη».
+
+Είπε, κ' οι αθάνατοι θεοί γελοκοπούσαν όλοι•
+πλην δεν εγέλα, αλλά θερμά ζητούσε ο Ποσειδώνας
+τον τεχνουργόν τον Ήφαιστο να λύση ευθύς τον Άρη. 345
+κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
+«Λύσε, κ' εγώ σου υπόσχομαι 'που αυτός, ως εσύ θέλεις,
+εις τους θεούς κατέμπροσθεν τα δίκαια θα πλερώση».
+
+Και ο ζαβοπόδης ο ένδοξος απάντησέ του κ' είπε•
+«Να μη ζητής τούτο απ' εμέ, γεωφόρε Ποσειδώνα• 350
+αχρείαις κ' η εγγύησες προς τον αχρείον είναι•
+εις τους θεούς κατέμπροσθεν πώς θα σε δέσω, αν ίσως
+ο Άρης φύγη άμα λυθή χωρίς να με πλερώση;»
+
+Και προς αυτόν απάντησεν ο σείστης Ποσειδώνας•
+«Και αν ο Άρης, Ήφαιστε, μας φύγη και αθετήση 355
+το χρέος του, θα 'μ' έτοιμος εγώ να σε πλερώσω».
+
+Και ο ζαβοπόδης ο ένδοξος απάντησέ του κ' είπε•
+«Τον λόγο σου να σ' αρνηθώ, δεν γίνεται, δεν πρέπει».
+
+Αυτά 'πε, κ' έλυε τον δεσμόν η δύναμις του Ηφαίστου.
+και απ' τον δεσμόν, αν και σφικτόν άμα ελυθήκαν, εκείνοι 360
+πετάχθηκαν εκίνησεν ο Άρης προς την Θράκη,
+'ς την Κύπρον η φιλόγελη ευρέθηκε Αφροδίτη,
+'ς την Πάφο, 'πώχει τέμενος κ' έχει βωμόν ευώδη.
+η Χάρες κει την έλουσαν και με το λάδι εχρίσαν
+τ' άφθαρτο, 'που εις τα σώματα λάμπει των αθανάτων, 365
+κ' ενδύματα την ένδυσαν, 'που η χάρι τους θαμπόνει.
+
+Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας
+εις την ψυχή του ευφραίνονταν, ως τ' άκουε, κ' οι άλλοι,
+Φαίακες οι μακρύκουποι 'ς την θάλασσα ακουσμένοι.
+
+Ο Αλκίνοος του Λαοδάμαντα τότ' είπε και του Αλίου, 370
+χορό να στήσουν μόνοι τους, τι αντίπαλον δεν είχαν.
+κ' εκείνοι σφαίραν εύμορφην αφού 'ς τα χέρια πήραν,
+κόκκινην, 'που τους έπλασεν ο Πόλυβος τεχνίτης,
+ο ένας έρριχνεν αυτήν προς τα σκιοφόρα νέφη,
+το σώμα οπίσω γέρνοντας• ο δεύτερος πετιόνταν, 375
+και άρπαζε αυτήν ανάερα, πριν ή την γην πατήση.
+και αφού πετώντας έπαιξαν εκείνοι με την σφαίρα,
+χορόν κατόπιν άρχισαν 'ς την γην την πολυθρέπτρα,
+συχνά ξαλλάζοντας• και αυτού τριγύρω τ' άλλ' αγόρια
+χεροκροτούσαν τακτικά, και όλος εβρόντα ο τόπος. 380
+
+Τότ' είπε τον Αλκίνοον ο θείος Οδυσσέας•
+«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,
+καυχήθηκες 'που εις τον χορό τεχνίταις είναι πρώτοι
+και ιδού μου φανερώθηκαν• θαυμάζ' όσο τους βλέπω».
+
+Αυτά 'πε, και ο σεβαστός Αλκίνοος εχάρη, 385
+κ' εστράφη ευθύς και αγόρευσε των ναυτικών Φαιάκων•
+«Ακούσετε μ', ω αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων.
+γνώσιν πολλήν αληθινά πως έχει ο ξένος δείχνει•
+και τώρα δώρα ξενικά να του δοθούν, ως πρέπει.
+ότι 'ς τον δήμο δώδεκα κρατούν την εξουσία 390
+βασιλείς ένδοξοι, κ' εγώ μετ' αυτούς δέκατος τρίτος.
+καθείς σας τώρα καθαρήν χλαμύδα και χιτώνα
+δόστε του, κ' ένα τάλαντο βαρύτιμο χρυσάφι•
+και όλ' ας τα φέρουμε μαζή για να τα λάβη ο ξένος
+'ς τα χέρια του και ολόχαρος 'ς τον δείπνον να καθίση. 395
+και τώρ' αυτόν ο Ευρύαλος με λόγους να πραΰνη
+και μ' ένα δώρο, ότι κακά του 'χει ομιλήσει πρώτα».
+
+Αυτά 'πε, και όλοι πρόθυμα συμφώνησαν, κ' έστειλαν
+καθένας τους τον κήρυκα, τα δώρ' αυτού να φέρη.
+έδωσ' εκείνου απάντησιν ο Ευρύαλος και του 'πε• 400
+«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,
+τον ξένον, ως παράγγειλες, εγώ θε να πραΰνω.
+τούτο τ' ολόχαλκο σπαθί, 'που επάν' έχει ασημένια
+λαβή, και από νηοπριόνιστον ελέφαντα θηκάρι,
+θε να του δώσω• ατίμητο δώρο θα το 'χει ο ξένος». 405
+
+Είπε, 'ς τα χέρια του 'βαλε τ' αργυροκαρφωμένο
+σπαθί, και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
+«Πατέρα ξένε, χαίρε• και αν λόγος βαρύς ειπώθη,
+ας τον πάρουν οι άνεμοι, κ' οι αθάνατοι ας σου δώσουν
+να ξαναϊδής την σύντροφον, να 'φθάσης 'ς την πατρίδα, 410
+'πώχεις καιρούς 'π' αδημονείς μακράν των ποθητών σου».
+
+Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας•
+«Φίλε, και συ χαίρε πολύ' κ' οι αθάνατοι ας σου δώσουν
+κάθε καλό, και το σπαθί ποτέ να μη ποθήσης
+τούτ', όπ', αφού μ' επράυνες με λόγους, μου χαρίζεις». 415
+
+Είπε και τ' ασημόκομπο 'ς τον ώμο έζωσε ξίφος.
+έδυσ' ο ήλιος κ' έλαβε τα λαμπρά δώρα εκείνος•
+οι κήρυκες οι θαυμαστοί τα έφερναν 'ς του Αλκινόου
+το δώμα, όπου τα δέχθηκαν οι υιοί του βασιλέα•
+και αυτοί 'ς το πλάγι απόθοσαν της σεβαστής μητρός τους 420
+τα ωραία δώρα• εκίνησεν ο Αλκίνοος τότε ο θείος,
+κατόπ' οι άλλοι, κ' έφθασαν, και εις τα υψηλά θρονία
+κάθισαν όλοι• κ' έλεγεν ο Αλκίνοος της Αρήτης•
+«Γυνή μου, το λαμπρότερο κιβώτιο, 'πώχεις, φέρε,
+και μέσα βάλε καθαρήν χλαμύδα και χιτώνα. 425
+κ' ευθύς νερό μες τον χαλκό θερμάνετε του ξένου,
+όπως αφού λουσθή και ιδή με τάξι όλα βαλμένα
+τα δώρα, όσα οι Φαίακες οι άψεγοι του φέραν,
+χαρή και το τραπέζι μας και της ωδής τον ύμνο.
+και τούτο τ' εύμορφο χρυσό ποτήρι εγώ του δίνω, 430
+να με θυμάται ολοζωής, όταν 'ς τα μέγαρά του
+σπονδαίς προσφέρη του Διός και όλων των αθανάτων».
+
+Αυτά 'πε και παράγγειλε ταις δούλαις η Αρήτη
+ευθύς να στήσουν τρίποδα μεγάλον 'ς την φωτία•
+και αυταίς λουτρικόν τρίποδα 'ς την φλόγα μέσα εστήσαν, 435
+έχυσαν μέσα το νερό και κάτω ξύλα εκαίαν•
+και ζών' η φλόγα την κοιλιά και το νερά θερμαίνει.
+η Αρήτη ωστόσο το λαμπρό κιβώτιο για τον ξένον
+έφερε από τον θάλαμο, τα δώρ' αυτού να θέση,
+τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που οι Φαίακες του δώσαν• 440
+κ' έθεσε μέσα φόρεμα κ' έναν χιτώνα ωραίον•
+και προς αυτόν ωμίλησε με λόγια πτερωμένα•
+«Συ τώρα ιδέ το σκέπασμα, δέσε καλά τον κόμπο,
+μη 'ς το ταξείδι, οπού θα πας, κανένας σ' αδικήση,
+ενώ κοιμάσαι ύπνο γλυκό 'ς το ολόμαυρο καράβι». 445
+
+Και ως τ' άκουσε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας
+εφάρμοσε το σκέπασμα, κ' ευθύς έδεσε κόμπο,
+πολύτεχνον οπού η σεπτή του 'χε διδάξ' η Κίρκη.
+και η κελλάρισσα να εμβή 'ς τον έτοιμον λουτήρα
+του είπε• και θερμά λουτρά άμ' είδ' εχάρη εκείνος• 450
+ότ' είχε απεριποίητο πολύν καιρόν το σώμα,
+της Καλυψώς τα μέγαρα απ' όταν είχε αφήσει,
+όπ' εύρισκεν ωσάν θεός την κάθε ανάπαυσί του.
+και η δούλαις ως τον έλουσαν και με το λάδι εχρίσαν,
+και τον εφόρεσαν καλήν χλαμύδα και χιτώνα, 455
+απ' τον λουτήρα εκίνησε να σμίξη τους συνδείπνους.
+και η Ναυσικά από τους θεούς με κάλλος στολισμένη
+της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη.
+εθαύμαζε κυττάζοντας αυτή τον Οδυσσέα,
+κ' είπε με λόγια πτερωτά• «Χαίρε, σου λέγω, ω ξένε, 460
+όπως οπόταν ευρέθης 'ς την γην την πατρικήν σου
+μ' ενθυμηθής, 'που την ζωή πρώτα χρωστάς 'ς εμένα».
+
+Κ' εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας•
+«Κόρη του μεγαλόκαρδου Αλκίνου, Ναυσικάα,
+είθε ο Κρονίδης, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας, 465
+θελήση ογλήγορα να ιδώ την ποθητήν πατρίδα,
+και τότ' ευχαίς ωσάν θεάς εκεί θα σου προσφέρω
+ολοκαιρής, επειδή συ με έζησες, παρθένα».
+
+Είπε κ' εκάθισε εις θρονί, σιμά 'ς τον βασιλέα•
+ήδη εμοιράζαν το φαγί και το κρασί συγκέρναν. 470
+και ο κήρυκας τον έμπιστον αοιδόν τους ωδηγούσε
+Δημόδοκον λαοτίμητον, και εις τον υψηλόν στύλο
+προσκολλητά τον κάθισε, 'ς την μέση των συνδείπνων.
+'ς τον κήρυκα ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας•—
+ράχης κομμάτι αφού 'κοψε λευκοδοντάτου χοίρου, 475
+πάχος γεμάτ' ολόγυρα, κ' έμενε ακόμη πλήθιο,—
+«Το κρέας τούτο, κήρυκα, δόσε του Δημοδόκου,
+να φάγη• θα τον ασπασθώ, αν και θλιμμένος είμαι.
+τι σέβας έχουν και τιμή 'ς την οικουμένην όλην
+απ' τους θνητούς οι αοιδοί, ότι τραγούδια η Μούσα 480
+αυτούς διδάχνει και αγαπά των αοιδών το γένος».
+
+Είπε• και ο κήρυκας ευθύς 'ς του ήρωα Δημοδόκου
+τα χέρια το 'βαλε, και αυτός το δέχθηκε κ' εχάρη.
+και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν
+ [εμπρός τους.
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, 485
+του Δημοδόκου ο συνετός ωμίλησε Οδυσσέας•
+«Εσέ παρ' όλους τους θνητούς, Δημόδοκε, δοξάζω,
+ή η Μούσα, κόρη του Διός, σ' έχει διδάξ' ή ο Φοίβος•
+των Αχαιών ταις συμφοραίς με τόσην τάξι ψάλλεις,
+όσ' έπραξαν, όσ' έπαθαν 'ς τον φοβερόν αγώνα, 490
+ως να 'χες συ παρευρεθή ή απ' άλλον τα 'χες μάθει.
+τώρ' έλα εις άλλο πέρασε, του αλόγου ειπέ την τάξι,
+'που ιδρένιο μόρφωσ' ο Επειός μαζή με την Αθήνη,
+και δόλον 'ς την ακρόπολιν ο θείος Οδυσσέας
+το 'φερε μ' άνδραις γεμιστό, κ' ερήμωσαν την Τροία. 495
+αν όλ' αυτά μου διηγηθής, ως πρέπει, ένα προς ένα,
+εις τους θνητούς όλους εγώ παντού θα μαρτυρήσω
+ότι θεός σου εχάρισε θεολάλητο τραγούδι».
+
+Και απ' τον θεόν κινούμενος άρχισε και τραγούδι
+έβγαλ', εκείθε πιάνοντας, 'που μέρος των Αργείων, 500
+αφού ταις σκηναίς έκαψαν, με τα καράβια φύγαν,
+κ' οι άλλοι με τον ένδοξον εμέναν Οδυσσέα
+των Τρώων εις την αγορά, μες τ' άλογο κρυμμένοι•
+τι το 'χαν 'ς την ακρόπολι μόνοι τους σύρ' οι Τρώες.
+τ' άλογον έστεκεν αυτού, και ολόγυρά του εκείνοι 505
+καθήμενοι πολλά 'λεγαν και τρεις η γνώμαις ήσαν•
+ή με το σκληρό σίδερο να σχίσουν τ' άδειο ξύλο,
+ή, αφού το σύρουν κάτακρα, 'ς ταις πέτραις να το ρίξουν,
+ή να τ' αφήσουν των θεών μέγα ιλαστήριο δώρο,
+όπως κατόπιν έμελλε το πράγμα να τελειώση. 510
+ότ' ήταν μοίρα να χαθή η πόλι, αμ' αγκαλιάση
+το μέγα ξύλιν' άλογο, 'που των Αργείων τ' άνθος
+μέσα του εκλειούσε, κ' έφερναν φόνο, φθορά των Τρώων.
+κ' έψαλνε πώς οι Αχαιοί την πόλιν ερημώσαν
+από του αλόγου την βαθειά καθίστρα ορμώντας όλοι• 515
+κ' έψαλνε πώς άλλοι αλλαχού την πόλι ξολοθρεύαν,
+αλλ' ο Οδυσσηάς 'ς τα δώματα του Δηιφόβου εχύθη
+μαζή με τον ισόθεον Μενέλαον, ως ο Άρης,
+και μάχην πώς εκεί φρικτήν ετόλμησεν εκείνος,
+και η μεγαλόψυχη Αθηνά του εχάρισε την νίκη. 520
+
+Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας
+έλυονε, και τα δάκρυα 'ς τα μάγουλα του ερρέαν.
+και ως κλαίοντας τον άνδρα της γυνή περιλαμβάνει,
+'πώπεσ' εμπρός 'ς τα τείχη του και εις τους λαούς να σώση
+την πόλι και τα τέκνα του απ' την κακήν ημέρα, 525
+και, ως βλέπει αυτόν οπού σπαρνά 'ς το ψυχομάχημά του,
+αυτή ριμμένη επάνω του θρηνολογεί, κ' εκείνοι
+την ράχη και τους ώμους της κτυπώντας με τ' ακόντι,
+την σέρνουν εις τα βάσανα, 'ς τα πάθη της δουλείας,
+και αυτής ο πόνος ο πικρός τα μάγουλα μαραίνει• 530
+όμοια τότ' έρρεαν πικρά τα δάκρυα του Οδυσσέα.
+και όλων των άλλων έμεναν τα δάκρυα του κρυμμένα•
+μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που καθόνταν
+σιμά του, και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη•
+και εις τους ναυτικούς Φαίακαις ευθύς εκείνος είπε• 535
+«Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων•
+ν' αφήσ' ήδη ο Δημόδοκος την ηχηρήν κιθάρα,
+ότι μ' αυτά, 'που τραγουδεί, δεν καλοαρέσ' εις όλους•
+'ς το δείπνο αφού καθίσαμε και άρχισ' ο αοιδός ο θείος,
+απ' το πικρό παράπονο δεν έχει παύσει ο ξένος• 540
+πόνος μεγάλος την καρδιά, θαρρώ, του καταθλίβει.
+άρα να μείν' ο αοιδός, όπως χαρή και ο ξένος
+μ' εμάς, 'που τον ξενίζουμε, και τούτο θέλ' η τάξι.
+όλα γι' αγάπην έγειναν του σεβασμίου ξένου,
+προβάδισμα, χαρίσματα, 'που τον φιλοδωρούμε.
+ότ' είναι ως άλλος αδελφός ο ξένος και ο ικέτης 545
+του ανδρός, όπ' έχει 'ς την καρδιάν αίσθησι καν ολίγη.
+όθεν και συ μην προσπαθής με τέχνη να μας κρύψης
+ό,τι ερωτώ σε• είναι καλό να μας το φανερώσης.
+τ' όνομα ειπέ, 'που σ' έκραζαν εκεί πέρα οι γονείς σου, 550
+κ' οι άλλοι εκεί 'ς την πόλι σου, και οι γείτονες τριγύρω.
+ότι ανονόμαστος κανείς δεν είναι των ανθρώπων,
+'ς τον κόσμον άμα γεννηθή, μικρός είν' είτε μέγας,
+αλλ' όλων, άμα ιδούν το φως, το βγάζουν οι γονείς τους.
+και ειπέ μου την πατρίδα σου, τον δήμο, και την πόλι, 555
+όπως τα πλοία στρέφοντας εκεί την νόησί τους
+σε φέρουν• ότ' οι Φαίακες δεν έχουν κυβερνήταις,
+ούτε πηδάλια αυτά βαστούν, ως έχουν τ' άλλα πλοία•
+αλλά την γνώμην εννοούν, τα φρένα των ανθρώπων.
+ταις χώραις, τους παχείς αγρούς της οικουμένης όλης 560
+γνωρίζουν, και της θάλασσας περνούν το μέγα στόμα
+γοργότατα, 'ς την καταχνιά, 'ς την συννεφιά κρυμμένα,
+ουδέ ποτέ τους να χαθούν ή να βλαφθούν φοβούνται.
+μόνον τούτ' άκουσ' άλλοτε, 'πώλεγεν ο πατέρας
+Ναυσίθοος, ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας, 565
+'που 'ς την πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους•
+ότι ο θεός έν' εύμορφο καράβι των Φαιάκων,
+ως γέρνει από προβάδισμα ποτέ, 'ς το μαύρο κύμα,
+θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος θα κλείση μέγα•
+τούτά 'πε ο γέρος, και ο θεός ή θέλει τα ενεργήση, 570
+ή μένουν ανενέργητα, καθώς αρέσει εκείνου.
+αλλ' έλα τώρα θέλησε σωστά να μου αναφέρης
+τα μέρη όπου πλανήθηκες, τους τόπους όπου εβγήκες,
+ταις χώραις ταις καλόκτισταις κ' εκείνων τους κατοίκους,
+και όσοι απ' αυτούς ήσαν κακοί, άγριοι και όχι δίκαιοι, 575
+και όσοι φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' ήτο η γνώμη.
+και ειπέ τι τόσ' οδύρεσαι οπόταν των Αργείων
+των Δαναών το πάθημα ακούσης και του Ιλίου.
+κείνο το έκαμαν οι θεοί, κ' έκλωσαν των ανθρώπων
+όλεθρον μέγαν, να το ειπούν κ' οι απόγονοι τραγούδι. 580
+μη συγγενής σου έπεσε 'ς τα τείχη εμπρός του Ιλίου,
+άξιος, γαμβρός, ή πενθερός; στενότατ' είναι τούτοι,
+κατόπι από το αίμα μας και από την γενεά μας.
+ή κάποιος σύντροφος λαμπρός, εγκαρδιακός σου φίλος,
+έπεσε; ότι 'ς την γνώμη μου κατώτερος δεν είναι 585
+απ' αδελφόν φίλος με νου και γνώσι προικισμένος».
+
+
+
+Ραψωδία I
+
+
+
+Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας•
+«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,
+τω όντι τούτο είν' εύμορφο, τέτοιον αοιδόν ν' ακούης,
+ως είναι αυτός, 'που των θεών εις την φωνήν ομοιάζει.
+ότι δεν βλέπω 'ς την ζωή τερπνότερ' άλλο τέλος, 5
+παρ' όταν όλος ο λαός 'ς την ευφροσύνη πλέει,
+και τον αοιδόν 'ς τα δώματα ακούν οι καλεσμένοι
+αραδικώς καθήμενοι, με τράπεζαις γεμάταις
+τον άρτον και τα κρέατα, και απ' τον κρατήρα παίρνει
+ο κεραστής κρασί γλυκό και 'ς τα ποτήρια χύνει• 10
+απ' όλα τ' ωραιότερον ότ' είναι αυτό λογιάζω.
+αλλά τα πολυστένακτα κακά μου να ερευνήσης
+σου 'πε η ψυχή σου, όπως εγώ βαρύτερα στενάζω.
+τώρα τι πρώτο, τ' ύστερον εγώ να σου ιστορίσω;
+ότ' οι επουράνιοι θεοί κακά πολλά μου δώσαν. 15
+και πρώτα θα ειπώ τ' όνομα, όπως και σεις ακόμη
+το μάθετε, και όπως εγώ, τον χάρο αν ξεφύγω,
+φίλος σας μένω ξενικός, και πέρ' αν κατοικάω.
+εγώ 'μαι ο δολομήχανος Λαερτιάδης Οδυσσέας,
+και από την γη 'ς τους ουρανούς η δόξα μου έχει φθάσει. 20
+και κατοικώ την ηλιακήν Ιθάκη, 'π' όρος έχει
+μεγάλο κινησίφυλλο, το Νήριτο, και γύρω
+νησιά πολλά, και σύνεγγυς το 'να με τ' άλλο, υπάρχουν,
+Δουλίχιο, Σάμη, Ζάκυνθος η πολυδενδρωμένη•
+κείνη 'ς το πέλαο χαμηλή βαθειά την δύσι βλέπει, 25
+και όλαις η άλλαις χωριστά προς της αυγής τα μέρη•
+πετρώδης, αλλ' ανδρών καλή βυζάστρα• κ' εγώ άλλο
+πράγμα δεν δύναμαι να ιδώ γλυκότερο απ' την γην μου.
+και ιδές, μ' εκράτ' η Καλυψώ, σεπτή θεά, μεγάλη,
+'ς τα κοίλα σπήλαια, και άνδρας της επόθει να της ήμαι• 30
+όμοια και η Κίρκη εκράτει με, η δολερή Αιαία,
+'ς τα μέγαρά της, και άνδρας της επόθει να της ήμαι•
+αλλά ποτέ δεν έπεισαν 'ς τα στήθη την ψυχή μου.
+αχ! τίποτε γλυκότερο δεν έχει απ' την πατρίδα
+και απ' τους γονείς ο άνθρωπος, και σπίτι ευτυχισμένο 35
+εις ξένην γην αν κατοικεί μακράν απ' τους γονείς του.
+τώρ' άκουσε το θλιβερό ταξείδι, 'που εις εμένα,
+ως απ' την Τροίαν έγερνα, διώρισεν ο Δίας.
+
+Απ' το Ίλιο μ' έφερ' άνεμος 'ς την άκραν των Κικόνων,
+την Ίσμαρο• κ' εξέκαμα την πόλι και τους άνδραις•
+Και όσαις γυναίκαις πήραμε και πλούτη από την πόλι, 40
+ίσια τα μοιρασθήκαμε να μη κλαυθή κανένας.
+και τότ' εγώ να φύγουμεν εκείθ' ευθύς με βία
+παρακινούσα, αλλ' οι μωροί ν' ακούσουν δεν ήθελαν.
+και αυτού πίνονταν άδολο κρασί πολύ, κ' εσφάζαν 45
+εις τ' ακρογιάλι αρνιά πολλά και στριφοπόδα βώδια.
+πήγαν ωστόσο οι Κίκονες τους Κίκοναις να κράξουν,
+γείτοναις, 'που πλειότεροι και ανδρειότεροι απ' εκείνους
+εκατοικούσαν 'ς την στερηά, και απ' τ' άλογα εγνωρίζαν
+να πολεμούν, ή και πεζοί, αν το 'θελεν η ανάγκη. 50
+τόσ' ήλθαν, όσ' η άνοιξι φύλλα φυτρόνει και άνθη,
+πρωί• τότ' ήλθε του Διός μοίρα κακή κοντά μας
+των δύστυχων, όπ' έμελλε πολλά να φέρη πάθη.
+την μάχη στήσαν και άρχισαν προς τα γοργά καράβια,
+και απ' τα δυο μέρη ερρίχνονταν τα χάλκινα κοντάρια. 55
+και όσ' ήτο αυγή και τ' άγιο φως αύξαινε της ημέρας,
+προς τους πολλούς τον πόλεμον κρατούσαμεν οι ολίγοι•
+αλλ' άμ' ο ήλιος έγερνεν, όταν τα βώδια λυώνται,
+τους Αχαιούς εσύντριψαν οι Κίκονες κ' εσπρώξαν.
+έξι ανδρειωμένοι σύντροφοι μέσ' από κάθε πλοίο 60
+χάθηκαν και απ' τον θάνατον σωθήκαμεν οι άλλοι.
+θλιμμένοι εμπρός επλέαμεν, μακράν από τον χάρο
+πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι.
+αλλά δεν μου ξεκίνησαν τα ισόμετρα καράβια,
+πριν τρεις φωνάξουμε φοραίς τους άμοιρους συντρόφους, 65
+όσους 'ς τον κάμπον έστρωσαν τ' ακόντια των Κικόνων.
+και ο Δίας μας εσήκωσεν ο νεφελοσυνάκτης
+ζάλην φρικτήν απ' τον Βορηά, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη
+πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα•
+κ' έτρεχαν επικέφαλα, και τα πανιά τους όλα 70
+έσχισεν, ετετάρτιασεν η δύναμι του ανέμου,
+κάτω τα εσύραμεν ευθύς, μη μας καταποντίσουν,
+και λάμνοντας εφέραμεν εις την στερηά τα πλοία.
+ασάλευτοι αυτού μείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις,
+και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος. 75
+η τρίτη ως έλαμψεν αυγή, τα κάτασπρα πανία
+εις τα κατάρτια απλώσαμε, καθίσαμε και ωδήγαν
+τα πλοία μας ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις.
+και άβλαπτος τότε θα' φθανα 'ς την ποθητήν πατρίδα,
+αλλ' ως τον Μαληά γύριζα, το κύμα και το ρεύμα 80
+και ο Βορηάς πολύ μακράν μ' έδιωξαν των Κυθήρων.
+κατόπιν άνεμοι κακοί μ' έδερναν εννηά 'μέραις,
+'ς την ιχθυοφόρα θάλασσαν ήλθαμε την δεκάτη
+των Λωτοφάγων εις την γη, 'πώχουν τροφή τους άνθη.
+'ς την γην εβγήκαμε, νερό επήραμε από βρύσι, 85
+και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια.
+και το φαγί και το πιοτό άμα ευφρανθήκαμ' όλοι,
+τότε συντρόφους έστειλα, να υπάγουν και να μάθουν
+ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποι 'ς την γην εκείνην ήσαν,
+δύο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. 90
+επήγαν κ' επλησίασαν τους Λωτοφάγους άνδραις,
+και τούτοι των συντρόφων μας κακό δεν μελετούσαν
+κανένα, αλλά τους έδωσαν λωτό να δοκιμάσουν.
+και άμα εγευόνταν τον καρπό, 'που ήταν γλυκός 'σαν μέλι,
+να γύρουν πλειά δεν έστεργαν, ουδ' είδησι να φέρουν. 95
+αλλά να μένουν ήθελαν σιμά των Λωτοφάγων,
+λωτό να τρώγουν, την γλυκειά πατρίδα λησμονώντας.
+εις τα καράβια εγώ με βια τους γύρισα κ' εκλαίαν,
+και εις τα ζυγ' αποκάτωθε τους έσυρα δεμένους.
+ν' αναιβούν τότ' επρόσταξα των άλλων των συντρόφων 100
+'ς τα γοργά πλοία με σπουδή, μη κάποιος απ' εκείνους
+φάγη λωτό, και την γλυκειά πατρίδα λησμονήση.
+εμπήκαν, αραδιάσθηκαν εις τα σανίδια κείνοι,
+και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.
+
+Εκείθ' επλέαμεν εμπρός με την ψυχή θλιμμένη. 105
+και των Κυκλώπων εις την γη, των υβριστών, ανόμων,
+εφθάσαμε, οπού 'ς των θεών την δύναμι θαρρώντας,
+ούτε φυτό φυτεύουσιν, ούτε πότ' αλατρεύουν,
+αλλ' άσπαρτ', αναλάτρευτα, τα πάντα εκεί φυτρόνουν,
+σίτοι, κριθάρια, και άμπελοι, και δίδει κρασί πλήθος 110
+ο μεγαστάφυλος καρπός, καθώς τον βρέχει ο Δίας.
+βουλών δεν έχουν αγοραίς, και νόμους δεν γνωρίζουν,
+αλλά ταις άκραις κατοικούν βουνών υψηλοτάτων
+εις βαθειά σπήλαια, και καθείς 'ς την σύντροφο, 'ς τα τέκνα
+είναι κριτής, ουδέποτε προσέχει προς τον άλλον. 115
+
+Άγριον απλόνεται νησί παρέξω απ' τον λιμένα,
+ούτε σιμά, και ούτε μακράν της χώρας των Κυκλώπων,
+σύδενδρο, και αγριόγιδα 'ς εκείνο μέσα βόσκουν,
+αμέτρητα• ότι πάτημα δεν τα εμποδίζει ανθρώπων,
+ουδέ κει μπαίνουν κυνηγοί, 'που συνηθούν 'ς τα δάση 120
+να δέρνωνται, αναβαίνοντας ράχαις και κορφοβούνια.
+ποίμνια δεν το σκεπάζουσι, και αλέτρια δεν το σχίζουν,
+αλλ' άσπαρτο, αναλάτρευτο, και ολόρφανο απ' ανθρώπους
+ολοκαιρής, είναι βοσκή 'ς τα γίδια 'που βελάζουν.
+τι πλοία κοκκινόπλωρα οι Κύκλωπες δεν έχουν, 125
+ούτ' έχουν πλοίων ξυλουργούς, 'που εκείνων θα εμορφόναν
+καλόστρωτα πλεούμενα, χρήσιμα να 'ναι εις όλα,
+'ς ταις πολιτείαις φθάνοντας, ως τους ανθρώπους βλέπεις
+το πέλαο να συχνοπερνούν απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος•
+και αυτοί θα τους εσύσταιναν καλόκτιστην την νήσο. 130
+κακή δεν είναι• θα 'φερνε κάθε καρπό 'ς την ώρα,
+ότι της λευκής θάλασσας 'ς την άκρη τα λειβάδια
+υγρά θωρείς και μαλακά• και άφθαρτ' αμπέλια θα 'χε•
+και για τ' αλέτρ' είναι ομαλή• τον σίτο 'ς τον καιρό του
+βαθειά πολύ θα εθέριζαν, ότ' είναι η γη παχεία. 135
+κ' έχει λιμέν' ακίνδυνον, οπού σχοινιά δεν θέλει,
+είτε να ρίχνουν άγκυραν, είτε να δένουν πρύμη,
+αλλ' αραγμένοι προς την γη να μένουν, ως 'που οι ναύταις
+να ξεκινήσουν πρόθυμα, άμα φυσήση πρύμος.
+και εις του λιμένα την κορφή νερό καθάριο ρέει, 140
+άντρο αποκάτω μια πηγή, και ολόγυρα έχει λεύκαις.
+αυτού εμπαίναμε• θεός κάποιος μας οδηγούσε,
+'ς το σκότος μέσα της νυκτός, 'π' αθώρητα ήσαν όλα.
+ότι καταχνιά κύκλονε τα πλοία, και η σελήνη
+δεν έφεγγε απ' τον ουρανό και νέφη την εκρύβαν. 145
+και το νησί δεν ξάνοιξε κανείς μας με τα μάτια,
+ουδέ τα μακρυά κύματα 'ς την γην όπως κυλούσαν
+είδαμε, πριν τα πλοία μας 'ς την άκρα προσαράξουν.
+και άμ' άραξαν, εσύραμε κατ' όλα τα πανιά τους,
+'ς την γην εβγήκαμε κ' εμείς, και, αφού πήραμ' ολίγον 150
+ύπνον, επεριμέναμεν η άφθαρτ' Ηώ να φέξη.
+
+Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+και το νησί θαυμάζοντας γερνούσαμε άνω, κάτω.
+και η νύμφαις, κόραις του Διός, απ' τα όρη ξεκινήσαν
+τα γίδια, ναύρουν έτοιμο το γεύμα οι σύντροφοί μου. 155
+τα τόξ' αμέσως τα κυρτά και τα μακρυν' ακόντια
+απ' το καράβι πήραμε, και, εις τρεις βαλμένοι τάξεις,
+ρίχναμε, κ' έδωσε ο θεός ευφραντικό κυνήγι.
+μ' ακολουθούσαν δώδεκα πλοία, και εις το καθένα
+εννέα γίδες έμειναν, αφού μου δώσαν δέκα. 160
+αυτού τότ' εκαθόμασθε, ολημέρα ως το δείλι
+μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό φαγοποτώντας.
+ότι το κόκκινο κρασί δεν είχε λείψει ακόμη
+'ς τα πλοία, τ' είχαμε ο καθείς γεμίσει ταις λαγήναις,
+την ιερή 'σαν πήραμε την πόλι των Κικόνων. 165
+και των Κυκλώπων βλέπαμε την γη, 'που ήταν πλησίον,
+και τον καπνό, και την φωνήν αυτών και των προβάτων.
+και ο ήλιος άμα εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα,
+εμείς αναπαυθήκαμε 'ς την άκρα της θαλάσσης.
+εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, 170
+κ' έκαμα εγώ συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα•
+«σεις οι άλλοι φίλοι σύντροφοι, να μείνετ' εδώ τώρα•
+εγώ με τα καράβι μου και με τους ιδικούς μου
+συντρόφους θέλα πάω να ιδώ να μάθω τίνες είναι
+οι άνθρωποι τούτοι, είναι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, 175
+ή τε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη».
+
+Και εις το καράβι ανέβηκα και των συντρόφων είπα
+να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν• κ' εκείνοι
+εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις,
+και την λευκή την θάλσσα με τα κουπιά βροντούσαν. 180
+και ότε εις τον τόπο φθάσαμεν, οπού μακράν δεν ήταν,
+εις άκραν σπήλαιον είδαμε, 'ς το χείλος της θαλάσσης,
+υψηλό, δαφνοσκέπαστο κει μέσα εξενυκτούσαν
+κοπάδια, γιδοπρόβατα πολλά, και αυλήν τριγύρω
+υψηλήν είχεν εις χωσταίς πέτραις βαθειά κτισμένην, 185
+κ' υψηλοφούντωτα ιδρυά, πεύκ' υψηλοί, την φράζαν.
+άνδρας θεόρατος αυτού ξενύκταε, 'που βοσκούσε
+τα ποίμνια μόνος ξέμακρα, ουδ' έσμιγε με άλλους,
+αλλ' έτρεφεν ανάμερα κάθε ανομιά 'ς τον νου του.
+τι θαύμα ήταν θεόρατον, ουδέ των σιτοφάγων 190
+ώμοιαζε ανδρών, αλλ' ώμοιαζεν ως κορυφή λογγώδης,
+'που υψόνεται ολομόναχη 'ς την μέση απ' άλλα όρη.
+
+Και αφού τους άλλους πρόσταξα αγαπητούς συντρόφους
+σιμά 'ς το πλοίο να σταθούν και αυτού να το φυλάγουν,
+διάλεξα δώδεκ' απ' αυτούς κ' εκίνησα μαζή τους. 195
+κ' είχ' ασκί τράγινο, γλυκό μαύρο κρασί γεμάτο•
+μου τόχε δώσει ο Μάρωνας, ο γόνος του Ευανθέα
+ιερέας του Απόλλωνα, προστάτη της Ισμάρου.
+με τον υιόν τον σώσαμε και με την σύντροφόν του,
+φοβούμενοι, ότι εγκάτοικος 'ς το δάσος αυτός ήταν 200
+του Φοίβου Απόλλωνα, και αυτός λαμπρά μου 'δωσε δώρα.
+επτά μου 'δωσε τάλαντα, έργα χρυσά και ωραία,
+κ' έναν κρατήρα ολάργυρο• και δώδεκα λαγήναις
+άδολο γέμισε κρασί, γλυκό, πιοτόν ουράνιο,
+'που δεν το γνώριζε κανείς 'ς το σπίτι του υπηρέτης, 205
+ούτε θεράπαιν', αλλ' αυτός και η πολυαγαπημένη
+γυνή του και η κελλάρισσα το ήξευρε μόνη μία•
+και ότ' έβαζε το κόκκινο γλυκό κρασί να πίνουν,
+εις μέτρα νερό δώδεκα έχυν' ένα ποτήρι,
+και απ' ευωδιάν ανέκφραστη τριόντιζε ο κρατήρας• 210
+κανείς τότε δεν θα 'στεργε το κέρασμα ν' αφήση.
+μέγαλο ασκί πήρ' απ' αυτό και τρόφιμα εις δισάκκι,
+ότι απ' αρχής εμάντευσεν η ανδρική ψυχή μου
+'π' άνδρας ζωσμένος δύναμιν μεγάλην θα 'λθη εμπρός μου,
+άγριος, 'που δεν θα εγνώριζε δίκαια ποσώς ή νόμους. 215
+
+Ήλθαμ' εις τ' άντρ' ογλήγορα και μέσ' αυτός δεν ήταν,
+αλλ' έβοσκεν εις ταις βοσκαίς τα σαρκωμέν' αρνιά του.
+και ως φθάσαμ' εκυττάζαμεν όσά 'χε μέσα τ' άντρο•
+τα τυροβόλια γεμιστά, και η μάνδρες στοιβασμέναις
+αρνιά κ' ερίφια• κ' είχε τα ξεχωριστά κλεισμένα, 220
+τα πρώιμ' αλλού, τα δεύτερα αλλού, και αλλού τα τρίτα.
+και όλα επλημμύριζαν ορό, και κάδοι και σκαφίδες,
+τ' αγγεία τα καλόφθειαστα, 'π' άρμεγε αυτός το γάλα.
+τότε με λόγια οι σύντροφοι θερμά μ' επαρακάλουν,
+απ' τα τυριά να πάρουμε και φεύγοντας με βία 225
+αρνιά κ' ερίφια γλήγορα να σύρουμ' απ' ταις μάνδραις
+'ς το πλοίο μας, και τα πικρά να σχίσουμε πελάγη.
+να 'χα δεχθή την γνώμη τους! αλλ' είχε βάλει ο νους μου
+κείνον να ιδώ και ξενικά να μου χαρίση δώρα•
+και αχ, να φανή δεν έμελλε τερπνός εις τους συντρόφους! 230
+
+Και αφού φωτιάν ανάψαμε κ' εκάμαμε θυσία,
+εφάγαμ' από τα τυριά, κ' εκείνον καρτερώντας
+καθόμασθε• ήλθε απ' την βοσκή, και από φρυγμένα ξύλα
+έφερνε βάρος φοβερό, να τα 'χη για τον δείπνο•
+και εις τ' άντρο μέσα ως το 'ριξε φρικτόν σήκωσε βρόντο• 235
+τρέμοντας εσυρθήκαμε 'ς του άντρου μες τα βάθη.
+τα παχειά πρόβατ' έμπασε 'ς το ευρύχωρο το σπήλαιο.
+όλα όσα εκείνος άρμεγε, τ' αρσενικ' άφησ' έξω,
+τράγους, κριάρια, 'ς τον βαθύ τον γύρο της αυλής του.
+κ' ευθύς εσήκωσ' έβαλε θυρόπετρα μεγάλη 240
+βαρειά πολύ, 'που από την γη να σείουν δεν θ' αρκούσαν
+είκοσι δυο τετράκυκλα καλοφθειασμέν' αμάξια.
+με τέτοιον βράχον άμετρον έφραξ' αυτός την θύρα.
+και άρμεγε αυτού καθήμενος γίδαις και προβατίναις
+με τάξι, κ' έπειτ' έβαζε της καθεμιάς τ' αρνί της. 245
+και αφού 'χε πήξει το μισό από το λευκό γάλα,
+τα εμάζευσε και το 'θεσεν εις τα πλεκτά καλάθια•
+και τ' άλλο μισό 'πώμεινε το 'βαλε μες τ'αγγεία,
+έτοιμο για τον δείπνο του, να παίρνη και να πίνη.
+και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα έργα του είχε κάμει, 250
+την στιά ξανάναφτε, κ' εμάς κυττώντας είπε• «ω ξένοι,
+ποιοι είσθε; πόθεν πλέετε τους δρόμους της θαλάσσης;
+να εμπορευθήτ' εβγήκετε, ή του κακού πλανάσθε
+'ς τα πέλαγα ως οι πειραταίς; πλανώνται αυτοί και φέρουν,
+την ζωή τους κινδυνεύοντας, βλάβη των αλλοφύλων». 255
+
+Αυτά πε• και η καρδία μας εκόπη από τον τρόμο•
+ότι βαρύ 'χε μούγκρισμα, κ' εκείνος ήταν τέρας•
+αλλ' όμως εγώ απάντησα ευθύς 'ς το ερώτημα του•
+«εμείς πλανώμενοι Αχαιοί ήλθαμε από την Τροία,
+ως οι άνεμοι στην άβυσσο μας σπρώξαν της θαλάσσης 260
+εις δρόμους άλλους πάντοτε μακράν απ' την πατρίδα•
+τούτα διώρισε η βουλή και η θέλησι του Δία.
+στρατιώταις του Αγαμέμνονα καυχόμασθε, τον Ατρείδη,
+'που τώρα η δόξα του αντηχεί 'ς τα πέρατα τον κόσμου,
+την πόλιν αφού ερήμωσε την δυνατήν και πλήθη 265
+πολλών εξέκαμε λαών κ' εμείς εδώ φθασμένοι
+'ς τα γόνατα σου πέφτουμε, να μας φιλοξενήσης,
+ή άλλο να δώσης χάρισμα, ως συνηθούν των ξένων.
+σέβου, ω μεγάλε, τους θεούς• ικέταις σου μας έχεις•
+των ξένων και των ικετών εκδικητής ο Δίας 270
+ο ξένιος, 'που τους ιερούς τους ξένους συνοδεύει».
+
+Είπα, και μ' άσπλαχνη καρδιά μου αντείπ' ευθύς εκείνος•
+«ω ξένε, ή τ' είσαι ανόητος, ή τ' έρχεσ' από πέρα,
+'που να φοβώμαι τους θεούς ή να ψηφώ μου λέγεις•
+δεν ψηφούν, όχ', οι Κύκλωπες τον Δί' αιγιδοφόρο 275
+ουδέ τους μάκαραις θεούς• είμασθ' ανώτεροί τους•
+ουδ' από φόβο του Διός εσένα ή τους συντρόφους
+εγώ ποτέ θα λυπηθώ, αν δεν το θέλω ατός μου•
+αλλά το καλοκάμωτο που άραξες καράβι,
+εις κάποιαν άκραν ή σιμά; λέγε μου, να το μάθω». 280
+
+Αυτά 'πε δοκιμάζοντας, αλλά δεν απατιόνταν
+ο νους μου ο πολυπόθητος και αντείπα εγώ με δόλο•
+«το πλοίο μου εσύντριψεν ο σείστης Ποσειδώνας,
+κατάβραχ' όπως το 'σπρωξε 'ς κάποια της γης σας άκρα,
+και άνεμος από την θάλασσα φυσώντας μου το 'πήρε, 285
+κ' εγώ με τούτους ξέφυγα την υστερνή μου ώρα».
+
+Αυτά 'πα, και ο σκληρόψυχος ποσώς δεν απαντούσε•
+αλλ' ετινάχθη και άπλωσε τα χέρια 'ς τους συντρόφους,
+άρπαξε δυο κ' έκρουσ' αυτούς 'ς την γην ωσάν σκυλάκια,
+κ' ερρέαν χάμου τα μυαλά κ' ενότιζαν το χώμα. 290
+και αφού τους εκομμάτιασεν ετοίμαζε τον δείπνο.
+κ' έτρωγε• ως λειόντας ορεινός, χωρίς τα ουδέν ν' αφήση,
+εντόσθια, σάρκαις, κόκκαλα, κ' ερούφα τα μελούδια•
+κ' εμείς 'ς τον Δία κλαίοντας σηκόναμε τα χέρια,
+βλέποντας έργ' απάνθρωπα, και ο νους μας απορούσε. 295
+και αφού γέμισ' ο Κύκλωπας την τρίσβαθη κοιλία,
+ανθρώπου κρέας τρώγοντας, πίνοντας γάλ' ακράτο,
+κείτονταν 'ς τ' άντρο τεντωτός 'ς την μέση των προβάτων.
+κ' είπε η γενναία μου ψυχή το ακονητό σπαθί μου
+να ξεγυμνώσω επάνω του, 'ς το στήθος να το εμπήξω 300
+εκεί, 'που το διάφραγμα σκεπάζει το συκώτι.
+αλλ' ήλθεν άλλος στοχασμός και μου άλλαξε την γνώμη•
+ότι κ' εμείς θα ευρίσκαμε τον θάνατο μαζή του,
+ότι δεν θάμαστε αρκετοί απ' την υψηλή θύρα
+τον βράχο να κινήσουμε βαρύν, οπού 'χε βάλει. 305
+και αυτού βαρυστενάζαμε πότε να φέξ' η ημέρα•
+και ως φάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, πάλιν εκείνος
+έκαμνε στιά και ταις καλαίς άρμεγε προβατίναις
+με τάξι, κ' έπειτ' έβαζε της καθεμιάς τ' αρνί της.
+και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα εργα του είχε κάμει, 310
+άρπαξε πάλι δυο μαζή κ' ετοίμασε το γεύμα.
+χορτάτος έπειτ' έβγαλε τα πρόβατ' από τ' άντρο,
+αφού τον βράχον εύκολα εσήκωσε απ' την θύρα
+και τον ξανάβαλ' έπειτα, ως σκέπασμα εις φαρέτρα.
+και ωδήγα με σουριγματιαίς τα πρόβατα εις τα όρη 315
+ο Κύκλωπας• κ' εγώ 'μένα και ολέθριαις είχα γνώμαις,
+να εκδικηθώ, κ' η Αθηνά την δόξα να μου δώση•
+και ιδού ποια συμφερώτερη τότε μου εφάνη γνώμη•
+'ς την μάνδρα μέγα ρόπαλο του Κύκλωπα ήταν χάμου,
+χλωρόν, ελάινο, και είχε το κόψει να το φοράη 320
+όταν φρυγή• και ως το είδαμε κατάρτι μας εφάνη
+αρμόδιο για εικοσίκουπο καράβι πισσωμένο,
+απ' τα πλατειά φορτωτικά, 'που σχίζουν τα πελάγη•
+'ς το μάκρος τόσο εφαίνονταν και τόσον εις το πλάτος.
+το επήρα και όσο μιαν ορυιάν έκοψα εγώ του ξύλου, 325
+και των συντρόφων το 'δωσα και να το ξύσουν είπα.
+κείνοι καλά το εγλύστρωσαν• και σουβλερό 'ς την άκρη
+το 'καμα εγώ και με σπουδή το επύρονα εις την φλόγα•
+τ' απόθωσ' έπειτ' εύμορφα και το 'κρυψα 'ς την κόπρο,
+'που ήταν χυμένη αμέτρητη μες τ' άντρο απ' άκρ' εις άκρη. 330
+κ' είπα λαχνόν οι σύντροφοι να ρίξουν, ποιος θα τύχη
+μ' εμέ να υψώση τον λοστό, μ' ανδρειά να τον εμπήξη,
+άμα γλυκαποκοιμηθή, 'ς του Κύκλωπα το μάτι.
+κ' έλαχαν κείνοι, 'που 'θελα, ως να 'σαν διαλεκτοί μου,
+τέσσαρες, κ' εμετρήθηκα πέμπτος εγώ μ' εκείνους. 335
+κ' ήλθε με τα καλόμαλλα πρόβατ' αυτός το βράδι•
+τα σαρκωμένα πρόβατα έμπασε μέσα 'ς τ' άντρο
+όλα, και 'ς τον αυλόγυρο δεν άφησε κανένα•
+ή μόνος κάτι ενόησεν ή πρόσταγμ' ήταν θείο.
+κ' εσήκωσ' ευθύς κ' έβαλε τον βράχον εις την θύρα. 340
+και άρμεγε αυτός καθήμενος τα πρόβατα, ταις γίδαις,
+με τάξιν, κ' έβαζ' έπειτα της καθεμιάς τ' αρνί της.
+και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα έργα του είχε κάμει,
+άρπαξε πάλι δυο μαζή κ' ετοίμασε τον δείπνο.
+και τότ' εγώ τον Κύκλωπα πλησίασα και του 'πα, 345
+μ' ένα καυκί 'ς τα χέρια μου, μαύρο κρασί γεμάτο•
+«Κύκλωπα, λάβε, πιε κρασί, 'π' ανθρώπινο έχεις φάγει
+κρέας, να ιδής 'ς το πλοίο μου πιοτό 'που 'χα κρυμμένο•
+κ' εγώ σου το 'φερα σπονδήν, ίσως εμ' ελεήσης,
+και εις την πατρίδα στείλης με• ά! συ φρικτά μανίζεις. 350
+άσπλαχνε, πώς άλλος θα 'λθή να σε σιμώση πλέον,
+απ' όπου υπάρχουν άνθρωποι, τόσ' άνομ' αφού πράζεις;»
+
+Αυτά 'πα, και το επήρε αυτός, το ρούφηξε κ' ευφράνθη
+'ς το γευτικώτατο πιοτό, και άλλο μου εζήτ' ακόμη•
+«δος μου και πάλιν πρόθυμα, και αμέσως τ' όνομά σου 355
+ειπέ, να λάβης χάρισμα, 'που να χαρή η ψυχή σου.
+ότι κ' εδώ γεννά κρασί πολύ και των Κυκλώπων
+ο μεγαστάφυλος καρπός, όπως τον βρέχει ο Δίας•
+αλλ' αμβροσίας στάλαγμα και νέκταρος τούτ' είναι».
+
+Αυτά 'πε• και το φλογερό κρασί του 'δωσα πάλι• 360
+και τρεις του εγέμισα φοραίς, τρεις τ' άδειασε ο χαμένος.
+και ως το κρασί κυρίευσε του Κύκλωπα ταις φρέναις,
+τότε τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα•
+«Κύκλωπα, το ένδοξ' όνομα, 'που μ' ερωτάς, σου λέγω•
+και, ως υποσχέθηκες, εσύ θα με φιλοδωρήσης. 365
+Ουδένας ονομάζομαι, εμέ λέγουν Ουδένα
+η μάννα και ο πατέρας μου και ο κάθε γνώριμός μου».
+
+Είπα, και μ' άσπλαχνη καρδιά μου αντείπ' ευθύς εκείνος•
+«και τον Ουδέναν ύστερον θα φάγω απ' τους συντρόφους•
+τους άλλους όλους πρότερα• ιδού ποιο θα 'χης δώρο». 370
+
+Αυτά 'πε, κ' εξαπλώθηκε• τ' ανάσκελα πεσμένος
+τον παχύν σβέρκον έγυρε 'ς το πλάγι• ωστόσ' ο ύπνος
+τον έπιανε ο πανδαμαστής• και απ' το λαρύγγι εβγαίναν
+κρασί και ανθρώπιναις χαψιαίς, 'ς την μέθη του ως εξέρνα•
+και τον λοστό τότ' έχωσα 'ς την αναμμένη στάκτη 375
+να πυρωθή, κ' εμψύχονα με λόγους τους συντρόφους
+όλους, μη κάποιος απ' αυτούς δειλιάση και μου φύγη•
+αλλ' ότ' ο ελάινος λοστός αστράφτοντας εφάνη
+ότι θ' ανάψη, αν και χλωρός, απ' την φωτιά τον πήρα
+εγώ σιμά, κ' εστέκονταν τριγύρω οι σύντροφοί μου• 380
+αλλά την τόλμην έπνευσε 'ς εμάς δύναμις θεία.
+κ' εκείνοι ως πήραν τον λοστό τον σουβλερό, 'ς το μάτι
+τον έμπηξαν, και πάλι εγώ τον άμπωθ' απ' επάνω,
+τον έστρεφα ως ο ξυλουργός τρυπά δοκάρι πλοίου
+με τρύπαν', οπού με λουρί δεμένο από δυο μέρη 385
+άλλοι αποκάτω το κινούν, κ' εκείν' όλο γυρίζει•
+'ς το μάτι εκείνου όμοια κ' εμείς το πυρωμένο ξύλο
+γυρίζαμε και τον δαυλόν περίβρεχε το αίμα.
+και όπως η κόρη εκαίονταν ο αχνός καψάλισ' όλα,
+βλέφαρα, φρύδια, και 'ς τα πυρ κροτούσαν μέσα η ρίζαις. 390
+και ως ότε σκέπαρν' ο χαλκηάς ή και τρανήν αξίνα
+βυθίζεις το ψυχρό νερό, κ' εκείνη αχολογάει,
+και βάφεται, 'που η δύναμις αύτ' είναι του σιδήρου•
+όμοια τριγύρω εις τον δαυλόν έσιζε αυτού το μάτι.
+κ' έβγαλε μούγκρισμα φρικτό, που εβρόντα γύρ' ο βράχος, 395
+κ' εμείς φύγαμε τρέμοντας, και από το μάτι εκείνος
+έσυρεν έξω το δαυλί 'ς αίμα πολύ βαμμένο.
+από σιμά του το 'ριξε μακράν, χερομανώντας,
+και μεγαλόφων' έκραξε τους Κύκλωπαις, οπού 'χαν
+κατοικιά μέσα 'ς ταις σπηλιαίς, ς' τ'ανεμισμένα όρη. 400
+άκουσαν κείνοι την βοή, κ' εδώθ' εκείθ' ερχόνταν,
+και γύρω εις τ' άντρο εστέκονταν, και τι τον θλίβει ερώταν•
+«τι σε λυπεί, Πολύφημε, και τόσην βοή σέρνεις,
+'ς την νύκτα την αθάνατη και κόβεις μας τον ύπνο;
+μη τάχα κάποιος των θνητών τα πρόβατα σου αρπάζει; 405
+ή μη φονεύει κάποιος σέ με δόλον ή με βία;»
+
+Και ο δυνατός Πολύφημος απ' τ' άντρον είπ' «ο Ουδένας,
+αγαπητοί, φονεύει με, με δόλο, ουδέ με βία».
+
+Κ' εκείνοι ευθύς του απάντησαν με λόγια πτερωμένα•
+αλλ' αν μηδ' ένας σ' ενοχλεί κ' είσαι αυτού μέσα μόνος, 410
+πληγή του παντοδυνάμου Διός γιατρειά δεν έχει•
+αλλ' εύχου εις τον πατέρα σου τον μέγαν Ποσειδώνα».
+
+Αυτά 'παν κείνοι κ' έφυγαν κ' εγέλασε η καρδιά μου
+πως τ' όνομά μου απάτησε κ' η αλάθευτή μου γνώσι.
+και ο Κύκλωπας εστέναζε, με πόνους και με οδύναις, 415
+και ψηλαφώντας σήκωσε τον λίθον απ' την θύρα,
+και αυτού 'ς την θύρα κάθισεν απλόνοντας τα χέρια,
+κάποιον να πιάση, ως έβγαινε 'ς την μέση των προβάτων•
+πως θα 'μουν τόσο εγώ μωρός είχε 'ς τον νου του ελπίδα.
+και ωστόσο τον καλήτερον τρόπον εζήτα ο νους μου, 420
+ναύρω απ' τον θάνατον φυγή της συντροφιάς κ' εμένα.
+και απείρους δόλους ύφαινα, τέχναις πολλαίς, ως πρέπει
+για την ζωή• τι συμφορά μεγάλ' ήταν κοντά μας.
+και ιδού ποια συμφερώτερη τότε μου εφάνη γνώμη.
+ήσαν αρνιά καλόθρεφτα, εύμορφα και μεγάλα, 425
+'π' ως το γιοφύλλι εμαύριζε το δασερό μαλλί τους.
+σιγά με βούρλα τα 'δεσα καλόστριφτ', απ' εκείνα
+'που τα 'χε στρώμα ο Κύκλωπας, τ' άνομο εκείνο τέρας•
+τριπλά, τριπλά• το μεσινόν έφερνεν έναν άνδρα,
+τα δυο 'ς το πλάγι εβάδιζαν κ' έσωζαν τους συντρόφους• 430
+ώστ' έναν άνθρωπον τρι' αρνιά βαστούσαν και εις εκείνα
+κριάρ' είδα λαμπρότατο, κ' ευθύς από τα νώτα
+το 'πιασα εγώ, τυλίχθηκα 'ς την δασερή κοιλιά του,
+και από το πλούσιο του μαλλί πιασμένος με τα χέρια
+σφικτά κρατιούμουν, κ' έμενα μ' αδάμαστην καρδία. 435
+
+Αυτού βαρυστενάζαμε πότε να φέξ' η ημέρα.
+εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+και της κοπής τ' αρσενικά να βόσκουν πεταχθήκαν,
+κ' εβέλαζαν ανάρμεκτα τα θηλυκά 'ς ταις μάνδραις,
+ότ' οι μαστοί τους έσκαζαν και ο κύριος σπαραγμένος 440
+από τους πόνους έψαχνε ταις ράχαις των προβάτων
+όλων, ως στέκονταν ορθά, ουδ' ένοιωσε ο χαμένος
+'που 'σαν δεμένοι 'ς ταις δασειαίς αγκάλαις των προβάτων.
+κ'έβγαινε απ' όλα υστερνό 'ςτην θύρα το κριάρι,
+αγκουσεμένο απ'το μαλλί κ'εμέ τον δολοπλόκον. 445
+εμάλαζέ το ο δυνατός Πολύφημος και του 'πε•
+«καλό κριάρι, απ' τ' άντρο πώς μου 'βγήκες των προβάτων
+ύστερος; και δεν έμενες ως τώρα οπίσω απ' τ' άλλα,
+αλλά συ πρώτος έκοβες τ' άνθη απαλά της χλόης
+μακροπατώντας, κ' έφθανες ο πρώτος 'ς τα ποτάμια, 450
+και πρώτος ήσουν πρόθυμος 'ς την μάνδρα να γυρίσης,
+το εσπέρας• τώρ' είσ' ύστερος• τω όντι, του κυρίου
+ποθείς το μάτι, 'πώσβυσε κακούργος με συντρόφους
+κακούς, αφού με κέρασμα τα λογικά μου επήρε,
+ο Ουδένας, 'που απ' τον συντριμμό, θαρρώ, δεν θα λυτρώση. 455
+και αν ήσουν σύμφωνος μ' εμέ, και ομίλημ' αποκτούσες,
+να ειπής που κείνος κρύβεται από την δύναμί μου,
+θα 'βλεπες τότε σκορπιστά 'ς το σπήλαιο τα μυαλά του
+'ς την γη σκασμένα, και άνεσι θα 'λάμβανε η ψυχή μου
+των κακών, όσα μώδωσεν ο ουτιδανός Ουδένας». 460
+
+Είπε και απόλυσεν ευθύς να έβγη το κριάρι•
+και άμ' από τ' άντρο εβγήκαμε και απ' της αυλής τον γύρο,
+απ' το κριάρι ελύθηκα κ' έλυσα τους συντρόφους.
+και από τ' αρνιά τα παχουλά λιγνόποδα με βία
+εκρυφοπαίρναμε πολλά τριγύρω, ως 'που 'ς το πλοίο 465
+εφθάσαμεν• εχάρηκαν οι σύντροφοι ως μας είδαν,
+όσους δεν πήρε ο θάνατος• τους άλλους εθρηνούσαν.
+αλλ' εγώ κείνων ένευα τα κλάυματα να παύσουν.
+κ' είπα τα ωραία πρόβατα, 'που ήσαν πολλά, 'ς το πλοίο
+ευθύς να ρίξουν και γοργά να σχίσουν τα πελάγη. 470
+και παρευθύς μπήκαν αυτοί και αραδικώς καθίσαν,
+και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.
+αλλ' ότ' είμασθ' εις διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει,
+λόγους εγώ 'ς τον Κύκλωπα υβριστικούς τότ' είπα•
+«Κύκλωπα, δεν σου μέλλονταν να 'ναι δειλός ο άνδρας, 475
+οπ' άγρια τόσο του 'φαγες 'ς το σπήλαιο τους συντρόφους•
+αλλά να σ' εύρουν έμελλον τα κακουργήματά σου•
+σκληρέ, πώφαγες άφοβα 'ς την σκέπη σου τους ξένους,
+κ' η οργή σ' επήρε του Διός και όλων των αθανάτων».
+
+Είπα, και τότ' εχόλιασε χειρότερα η ψυχή του, 480
+και απ' όρος μέγα κορυφήν ξεκόλλησε και πέρα
+του καραβιού την έρριξεν εμπρός 'ς την μαύρην πλώρη,
+εγγύς, ώστ' εκοντόφθασε 'ς του πηδαλιού την άκρα•
+και η θάλασσα εταράχθηκεν ως εποντίσθη ο βράχος.
+ήλθε το κύμα κ' έφερεν οπίσω τα καράβι 485
+απ τ' ανοικτά και προς την γη τ' ανάγκασε να φθάση.
+κ' εγώ παρέξω τ' άμπωσα μ' ένα μακρύ κοντάρι,
+και τους συντρόφους 'ς τα κουπιά πρόσταξα ευθύς να πέσουν,
+να φύγουμε τον όλεθρο, και με την κεφαλήν μου
+τους ένευα• κ' ερρίχθηκαν αυτοί κ' έλαμναν όλοι. 490
+αλλ' ότε διάστημα διπλό πήραμε της θαλάσσης
+τον Κύκλωπα προσφώνησα και τότε, αν και τριγύρω
+δεν μ' άφιναν οι σύντροφοι με λόγια μελωμένα•
+«άνθρωπον άγριον, δύστυχε, τι θέλεις κ' ερεθίζεις;
+είδες πετριά 'ς την θάλασσα, 'που γύρισε το πλοίο 495
+κατά την γην, ώστ' είπαμε 'που αυτού θ' αφανισθούμε.
+και αν άκουε τότε να ομιλή κάποιον ή να φωνάζη,
+ταις κεφαλαίς μας θα 'σπανε και τ' άρμενα του πλοίου,
+με κάποιο μάρμαρο σκληρό• τόσο μακρυ' ακοντίζει».
+
+Είπαν, αλλά δεν έπειθαν την ανδρική ψυχή μου, 500
+αλλά πάλι του ωμίλησα με σπλάχνα μανιωμένα•
+«Κύκλωπ', αν κάποιος των θνητών ανθρώπων σ' ερωτήση
+η άσχημη πώς έγεινεν η τύφλα του οφθαλμού σου,
+ειπέ τους ότι ο πορθητής σ' ετύφλωσ' Οδυσσέας
+Λαερτιάδης, κάτοικος της πετρωτής Ιθάκης». 505
+
+Αυτά 'πα και στενάζοντας μου απάντησεν εκείνος•
+«ωιμένα, ιδές πώς παλαιά ρήματα θεία μ' ηύραν•
+ήτο εδώ μάντις άλλοτε, άνδρας καλός, μεγάλος,
+ο Ευρυμίδης Τήλεμος, 'ς την μαντικήν ο πρώτος,
+'που εγέρασε μαντεύοντας 'ς την μέση των Κυκλώπων• 510
+τούτα όλα εκείνος μώλεγε 'που θα γενούν μια μέρα,
+ότι θα χάσω εγώ το φως από τον Οδυσσέα.
+αλλ' άνδρας ότι θάρχονταν πάντότ' εγώ θαρρούσα
+τρανός, καλός, με δύναμι μεγάλην ενδυμένος•
+τώρα μικρό, και ουτιδανόν, αδύναμο ανθρωπάκι 515
+με το κρασί μ' εδάμασε κ' έπειτα ετύφλωσέ με.
+αλλ', Οδυσσέα, σίμωσε, να σε φιλοξενήσω,
+και να σου κάμω προβοδόν τον μέγαν κοσμοσείστη•
+ότ' είμ' εκείνου εγώ παιδί• πατέρας μου καυχιέται•
+κ' εμέ θα γιάνη, αν θέλη, αυτός ουδέ κανένας άλλος 520
+των μακαρίων των θεών ή των θνητών ανθρώπων».
+
+Είπε κ' εγώ του απάντησα• «άμποτε να ημπορούσα
+να σου αφαιρέσω την ζωή, και αμέσως να σε στείλω
+του Άδη μες την κατοικιά, καθώς τον οφθαλμό σου
+να γιάνη δεν θα δυνηθή και αυτός ο κοσμοσείστης». 525
+
+Είπα, κ' εκείνος εύχονταν 'ς τον μέγαν Ποσειδώνα,
+'ς τον αστροφόρον ουρανόν απλόνοντας τα χέρια•
+«ω Ποσειδώνα, εισάκου με, γεωφόρε μαυροχήτη•
+αν είμ' υιός σου αληθινά, πατέρα, μην αφήσης
+ο Οδυσσηάς ο πορθητής 'ς σπίτι του να φθάση 530
+Λαερτιάδης, κάτοικος της πετρωτής Ιθάκης•
+αλλ' αν το θέλ' η μοίρα του να ιδή τους ποθητούς του,
+το σπίτι το καλόκτιστο, και την γλυκειά πατρίδα,
+ας κακοφθάση αργά πολύ και από συντρόφους έρμος,
+με ξένην πλώρη, και κακά 'ς το σπίτι μέσα ναύρη». 535
+
+Ευχήθη τούτα και άκουσεν αυτόν ο μαυροχήτης.
+τότε πολύ τρανώτερον εσήκωσ' άλλον βράχο,
+σφενδονιστά τον έσπρωξε με αμέτρητην ανδρεία,
+κ' εκείνον έρριξ' όπισθε του μαυροπλώρου πλοίου,
+'που το πηδάλι εκόντευσε να εγγίξη, και απ' τον βράχο 540
+όλη εταράχθ' η θάλασσα, και άμπωσ' εμπρός το κύμα
+το πλοίο, και τ' ανάγκασεν εις την στερηά να φθάση.
+και όταν 'ς την νήσο φθάσαμε, 'που τα καλοστρωμένα
+καράβια τ' άλλα ήσαν μαζή, και οι σύντροφοι τριγύρω
+καθήμενοι αυτού κλαίοντας εμάς επεριμέναν, 545
+'ς τον άμμο επάνω εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο,
+κ' εμείς κατόπι εβγήκαμε 'ς την άκρα της θαλάσσης,
+του Κύκλωπα τα πρόβατα εφέραμ' απ' το πλοίο,
+κ' ίσια τα μοιρασθήκαμε να μη κλαυθή κανένας.
+και ως εμοιράζονταν τ' αρνιά, 'ς έμενα το κριάρι 550
+έδωσαν δώρο οι σύντροφοι• το 'σφαξα εγώ 'ς τον άμμο
+του μαυρονέφελου Διός, οπ' όλων βασιλεύει,
+και τα μεριά του πρόσφερα' κ' εκείνος 'ς την θυσία
+δεν πρόσεχε, αλλ' εσπούδαζε το πώς να χαθούν όλοι
+οι ποθητοί μου σύντροφοι και τα καλά καράβια. 555
+
+Αυτού τότ' εκαθόμασθεν, ολήμερά ως το δείλι
+μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό φαγοποτώντας.
+και ο ήλιος άμ' εβύθισε, κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα,
+ν' αναπαυθούμ' επέσαμε 'ς την άκρα της θαλάσσης,
+εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, 560
+και τότε των συντρόφων μου παράγγειλα 'ς τα πλοία
+νάμπουν και τα πρυμόσχοινα να λύσουν κείνοι εμπήκαν,
+εις ταις σανίδαις κάθισαν με τάξι αραδιασμένοι,
+και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.
+θλιμμένοι επλέαμεν εμπρός, μακράν από τον χάρο 565
+πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι.
+
+
+
+Ραψωδία Κ
+
+
+
+Σ' την Αιολία φθάσαμε την νήσο, 'που εκατοίκα
+ο Ιπποτάδης Αίολος, των αθανάτων φίλος•
+πλωτό νησί, και ασύντριφτον ολόγυρα έχει τείχος
+χάλκινο, και πατόκορφα γλυστρή πέτρ' αναιβαίνει.
+και δώδεκ' είχε αυτός παιδιά 'ς το σπίτι γεννημένα, 5
+έξι κοράσια, και ανθηρά τ' άλλ' έξι παλληκάρια.
+εις γάμον αυτός ένωσε τ' αγόρια με ταις κόραις,
+και απ' τον πατέρ' αχώριστοι και απ' την χρηστήν μητέρα
+συμποσιάζουν, και φαγιά μύρια ποτέ δεν λείπουν.
+και κρότους έχουν κ' ευωδιαίς η αυλή και όλο τα δώμα 10
+ολήμερα, και ολονυκτής με ταις σεμναίς συμβίαις
+κοιμούντ' εκείν' εις τάπηταις και εις τορνευμέναις κλίναις.
+'ς την πόλιν αυτών ήλθαμε και εις τα λαμπρά παλάτια,
+ολόκληρο μ' εξένιζε φεγγάρι, και, ως μ' ερώτα,
+ένα προς ένα τώλεγα με τάξι εγώ, την Τροία, 15
+και τ' άρμενα των Αχαιών και την επιστροφή τους.
+αλλ' ότ' εζήτησα κ' εγώ να με ξεπροβοδήση,
+πρόθυμος το προβάδισμα μού ετοίμασεν εκείνος•
+έκδαρε βώδι εννηάχρονο και μώδωοε τ' ασκί του,
+κ' έδεσε μέσα ταις ορμαίς των ηχηρών ανέμων, 20
+τι των ανέμων φύλακα τον έκαμε ο Κρονίδης,
+όποιον εκείνος βουληθή να πάυ' ή να σηκόνη.
+με λαμπρό σύρμα το 'δεσε 'ς του καραβιού το βάθος,
+ολάργυρο, μη κάπουθεν άχνη περάση ολίγη.
+κ' εμ' έστειλε του Ζέφυρου το πνεύμα να οδηγάη 25
+εμάς και τα καράβια μας• αλλά να το τελειώση
+δεν έμελλε• εχαθήκαμεν από την αγνωσιά μας.
+
+Ημέραις εννηά πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα,
+και την δεκάτην άρχιζε να φαίνεται η πατρίδα,
+κ' εβλέπαμ' ήδη ταις φωτιαίς όπ' έκαιαν οι ποιμένες. 30
+'ς ύπνο τότ' έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο,
+τι κανενός δεν άφησα, αλλ' απ' αρχής κρατούσα
+τον πόδα, όπως ταχύτερα φθάσουμε 'ς την πατρίδα.
+άρχισαν να συνομιλούν ωστόσο οι σύντροφοί μου•
+'πώφερνα σπίτι ενόμιζαν ασήμι και χρυσάφι, 35
+'που έμενα τάχ' ο Αίολος εχάρισ' ο γενναίος.
+και κάποιος προς τον σύντροφο σιμά του εστράφη κ' είπε•
+«Θε μου, πώς είναι αγαπητός παντού και δοξασμένος
+τούτος εις όποιαν χώραν πα, και εις όποιο μέρος φθάνη.
+και λάφυρα πολύτιμα και πλήθια από την Τροία 40
+φέρνει, κ' εμείς 'που εκάμαμε μ' αυτόν τον ίδιο δρόμο
+μ' αδειανά χέρια γέρνουμε 'ς την ποθητήν πατρίδα.
+και τούτα τώρ' ο Αίολος του εδώρησε γι' αγάπη•
+αλλ' έρχεσθ' εδώ γλήγορα τι να είναι αυτά να ιδούμε,
+πόσο χρυσάφι μες τ' ασκί και πόσο υπάρχει ασήμι». 45
+
+Είπαν και η κακή νίκησεν η γνώμη των συντρόφων.
+το λύσαν, και όλοι εξ' ώρμησαν οι άνεμοι κ' επήρε
+αυτούς ο ανεμοστρόβιλος μακράν απ' την πατρίδα
+εις τα πελάγη, κ' έκλαιαν• τινάχθηκ' απ' τον ύπνο,
+και μες την ακριμάτιστη ψυχή μου εγώ μετρούσα 50
+ή από την πλώρη να ριχτώ και να σβυσθώ 'ς το κύμα,
+ή να υποφέρω αμίλητα και εις την ζωή να μείνω.
+είπα να μείνω 'ς την ζωή και μέσα εις το καράβι
+κειτόμουν ολοσκέπαστος• και η τρικυμιά τα πλοία
+'ς το Αιόλιο γύρισε νησί, και οι σύντροφοι εστενάζαν. 55
+
+Βγήκαμε τότε και νερόν επήραμε από βρύσι,
+και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια.
+και το φαγί και το πιοτόν άμ' ευφρανθήκαμ' όλοι,
+κίνησα με τον κήρυκα και μ' έναν των συντρόφων
+προς τα εύμορφα τα δώματα του Αιόλου, και τον ηύρα 60
+'πώτρωγε με την σύντροφο και μ' όλα τα παιδιά του.
+και άμα εις το δώμα εφθάσαμε, 'ς της θύρας το κατώφλι
+καθίζαμεν εθαύμαζαν εκείνοι κ' ερωτούσαν
+«πώς ήλθες; ποια μοίρα κακή σ' ευρήκεν, Οδυσσέα;
+πρόθυμα εμείς σ' εστείλαμε 'ς την ποθητήν πατρίδα 65
+να φθάσης, εις το δώμα σου, και όπου η ψυχή σου θέλει».
+
+Αυτά 'παν• τότε απάντησα με την καρδιά θλιμμένη•
+«μ' έβλαψαν σύντροφοι κακοί και ολέθριος ύπνος άμα•
+αλλ' έχετε την δύναμι και σώσετέ με, ω φίλοι».
+
+Με τέτοια λόγια θέλησα να τους καταπραΰνω. 70
+εκείνοι έμειναν άφωνοι, και απάντησε ο πατέρας•
+«γκρεμίσου ευθύς απ' το νησί, όνειδος των ανθρώπων.
+τι κρίμα τώχω να δεχθώ ή να ξεπροβοδήσω
+άνδρα, 'που οι μάκαρες θεοί μισούν και κατατρέχουν•
+γκρεμίσου, αφού 'δω σ' έστειλεν η οργή των αθανάτων». 75
+είπε και μ' έδιωξεν ευθύς, κ'εγώ βαρειά βογγούσα.
+
+Εκείθ' επλέαμεν εμπρός, με την ψυχή θλιμμένη.
+κ' οι άνδρες όλοι εδείλιαζαν βαρειά λαμνοκοπώντας,
+χαμένα, ότι δεν φαίνονταν η επιστροφή μας πλέον.
+και ημέραις έξι πλέοντας άκοπα, την εβδόμη 80
+'ς την υψηλήν εφθάσαμεν ακρόπολι του Λάμου
+Λαιστρυγονιά Τηλέπυλην, όπου βοσκός, 'που μπαίνει,
+βοσκόν, 'που βγαίνει, χαιρετά και τούτος του απαντάει.
+άνθρωπος άυπνος ουτού μισθούς θα 'παιρνε δύο,
+τον έναν βώδια βόσκοντας, αρνιά λευκά τον άλλον, 85
+τι έχουν τους δρόμους των εγγύς η νύκτ' αυτού και η 'μέρα.
+'ς τον εύμορφον εμπήκαμε λιμένα, 'που από βράχους
+κλειέται υψηλούς ολόγυρα 'ς το 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι,
+και άκραις ξεβγαίνουν πετακταίς αντίκρ' η μια της άλλης
+'ς την θάλασσα, κ' έχει στενό το στόμα του ο λιμένας. 90
+εκεί μέσ' όλοι ωδήγησαν τα ισόπλευρα καράβια.
+και τούτα μέσα εδέθηκαν εις τον βαθύ λιμένα,
+σύνεγγυς όλα, ότι ποτέ δεν φούσκονε αυτού κύμα
+ούτε μεγάλο, ούτε μικρό, αλλ' άσπρη έχει γαλήνη•
+εγώ μόνος εκράτησα έξω το μαύρο πλοίο 95
+αυτού 'ς την άκρα, κ' έδεσα 'ς τον βράχο το σχοινί του.
+και ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφήν πετρώδη,
+και ούτ' έργα εφαίνονταν βωδιών αυτού και ούτ' έργ' ανθρώπων.
+τον καπνό μόνον βλέπαμε, 'που από την γην επήδα.
+τότε συντρόφους έστειλα να υπάγουν και να μάθουν 100
+ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποι 'ς την γην εκείνην ήσαν,
+δυο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον.
+τον δρόμον ακολούθησαν εκείνοι, όπου τ' αμάξια
+τα ξύλ' άπ' τα υψηλά βουνά 'ς την πόλιν καταιβάζαν,
+και άντεσαν νέαν, πώπαιρνε νερόν εμπρός 'ς την πόλι 105
+του Αντιφάτη, βασιληά των Λαιστρυγόνων, κόρη.
+κατέβ' η νέα 'ς την λαμπρή πηγή, την Αρτακία,
+ότι απ' εκείνην έφερναν όλοι νερό 'ς την πόλι.
+την επλησίασαν αυτοί, της μίλησαν, κ' ερώταν
+ποιος είν' εκείνων βασιληάς, και ποιους εξουσιάζει. 110
+και η κόρη ευθύς τους έδειξε το δώμα του πατρός της.
+εις το παλάτι ως έφθασαν την σύντροφόν του ευρήκαν,
+'που ως κορφοβούν' ήτο υψηλή, και τους επήρε φρίκη.
+έκραξε από την σύνοδον τον άνδρα της εκείνη,
+τον Αντιφάτην, οπού ευθύς να τους χαλάση εσκέφθη. 115
+άρπαξε αμέσως κ' έφαγεν τον έναν των συντρόφων•
+οι άλλοι δυο πετάχθηκαν και 'ς τα καράβια φθάσαν.
+και αυτός 'ς την πόλι σήκωσε βοή, και οι Λαιστρυγόνες,
+ως άκουσαν, οι δυνατοί κείθε κ' εδώθ' ερχόνταν
+άπειροι, και δεν ώμοιαζαν ανδρών αλλά Γιγάντων. 120
+και με πέτραις αβάστακταις των βράχων απ' ταις άκραις
+κτυπούσαν και άρχισε κακός εις τα καράβια κρότος,
+οι άνδρες ως φονεύονταν κ' εσπώνταν τα καράβια.
+και ως ψάρια τους καμάκιζαν και, άθλιο φαγί, τους παίρναν.
+και αυτούς ενώ ξολόθρευαν εις τον βαθύ λιμένα, 125
+απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου
+κ' έκοψα τα πρυμόσχοινα του μαυροπλώρου πλοίου•
+και τους συντρόφους πρόσταξα να πέσουν 'ς τα κουπία
+να φύγουμε απ' τον όλεθρο, κ' εκείνοι τρομασμένοι
+όλοι ενταυτώ με τα κουπιά την θάλασσαν ταράξαν. 130
+κ' ευφρόσυνα εις το πέλαγος έφυγε από τους βράχους
+τους κρεμαστούς το πλοίο μου• τ' άλλ' όλ' αυτού χαθήκαν.
+
+Θλιμμένοι επλέαμεν εμπρός, μακράν από τον χάρο
+πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι.
+και 'ς την Αιαία φθάσαμε την νήσο, 'που εκατοίκα 135
+η Κίρκ' η καλοπλέξουδη, δεινή θεά, φωνούσα,
+του κακοβούλου αυτάδελφη του Αιήτη• και τους δύο
+Ήλιος ο κοσμοφωτιστής εγέννησε και η Πέρση,
+εκείνη, 'που του Ωκεανού πάλ' ήταν θυγατέρα.
+και αυτού 'ς την άκρη αράξαμε σιγά σιγά το πλοίο 140
+μέσα εις λιμέν' ακίνδυνον θεός μας ωδηγούσε.
+βγήκαμ' αυτού κ' εμείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις,
+και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος.
+αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτη ημέρα
+έφερε, το κοντάρι μου και το μαχαίρι επήρα, 145
+και απ' το καράβι ογλήγορα 'ς αγνάντιο βγήκ' επάνω,
+έργα θνητών ίσως ιδώ και την φωνήν ακούσω•
+ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφή πετρώδη,
+και απ' την ευρύχωρη την γη καπνός μου εφανερώθη,
+της Κίρκης εις τα μέγαρα, 'ς τα πυκνωμένα δάση. 150
+και αμέσως εγώ μέτρησα 'ς τα βάθη της ψυχής μου,
+τον μαύρον άμ' είδα καπνόν, να υπάγω εκεί να μάθω.
+κ' εύρηκα συμφερώτερο να καταιβώ εγώ πρώτα
+'ς το πλοίο μου, 'ς της θάλασσας την άκρα, και αφού δώσω
+το γεύμα εις τους συντρόφους μου, να στείλω αυτούς να μάθουν. 155
+αλλ' όταν εις το ισόπλευρο καράβ' είχα σιμώσει,
+των θεών κάποιος τότ' εμέ τον έρμον ελυπήθη,
+κ' ελάφ' υψηλοκέρατο μεγάλο αυτού 'ς τον δρόμο
+μώστειλε, οπού 'ς τον ποταμόν απ' την βοσκή του λόγγου
+να ποτισθή κατέβαινεν ο ήλιος το 'χε ανάψει. 160
+κει, 'πώβγαινε, το κτύπησα 'ς το ραχοκόκκαλό του,
+και απ' τ' άλλο μέρος πέρασε το χάλκινο κοντάρι.
+χάμου βογγώντας έπεσε, κ' επέταξε η πνοή του•
+επάτησά το κ' έσυρα το χάλκινο κοντάρι
+μέσ' από την λαβωματιά, και απόθωσά το χάμου. 165
+και αφού γύρωθε ανέσπασα και βούρλα και λυγέρια,
+κ' έπλεξα όσο μιαν ορυιά σχοινί καλοστριμμένο
+απ' τα δυο μέρη, κ' έδεσα του τέρατος τα πόδια,
+το 'φερνα κατατράχηλα, κ' επήγαινα 'ς το πλοίο,
+'ς τ' ακόντι στηριζόμενος• τέτοιο θεριό μεγάλο 170
+να φέρω δεν θα δύνομουν 'ς τον ώμο μ' ένα χέρι.
+εμπρός 'ς το πλοίο το 'ριξα• κ' εσήκωσα τους φίλους,
+καθέναν πλησιάζοντας με λόγια μελωμένα•
+«ω φίλοι, αν και περίλυποι, δεν θέλει καταιβούμε
+'ς τον Άδη, πριν έλθη για μας η ώρα του θανάτου. 175
+αλλ' όσο βρώσι και πιοτό δεν λείπουν 'ς το καράβι,
+ας θυμηθούμε το φαγί, να μη μας φθείρ' η πείνα».
+
+Οι λόγοι μου τους έπεισαν, κ' ευθύς ξεσκεπασθήκαν,
+και αυτού 'ς την άκρη βγαίνοντας της άτρυγης θαλάσσης,
+το ελάφι εκείνο θαύμαζαν, θεόρατο θερίο• 180
+και αφού το καλό θέαμα θωρώντας ευφρανθήκαν,
+χερονιφθήκαν κ' έκαμαν λαμπρότατο τραπέζι.
+
+Αυτού τότ' εκαθόμασθεν, ολήμερα ως το δείλι
+μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας.
+και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, 185
+αναπαυθήκαμεν εμείς 'ς την άκρα της θαλάσσης.
+εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+κ' έκαμα εγώ συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα•
+«ω σύντροφοί μου αγαπητοί και λυπημένοι, ακούτε•
+που είν' η αυγή δεν ξεύρουμε και που το σκότος είναι, 190
+το μέρος όπου ο φωτιστής ο ήλιος βασιλεύει,
+κ' εκείν' όπου σηκόνεται• πλην ας σκεφθούμε τώρα
+κάποι' αν υπάρχει μηχανή• κ' εγώ δεν την ευρίσκω.
+ότι απ' αγνάντιο πετρωτόν εγώ την νήσον είδα,
+'που ωσάν στεφάνι απέραντος την περιζώνει ο πόντος. 195
+κείτεται η νήσος χαμηλή, και μες την μέση εκείνης
+είδα καπνόν ανάμεσα 'ς τα πυκνωμένα δάση».
+
+Κ' εκείνοι εκαρδιοκόπηκαν, τα έργα ως ενθυμούνταν,
+'που ο Λαιστρυγόνας έπραξεν ο άγριος Αντιφάτης,
+κ' η αμάλακτη του Κύκλωπα καρδιά του ανθρωποφάγου. 200
+σφικτά να κλαίουν άρχισαν, δάκρυα πικρά να χύνουν,
+αλλά δεν είχαν όφελος απ' το παράπονό τους.
+κ' εγώ απ' αυτούς ισάριθμαις εμόρφωσα δυο τάξες
+και δυο τους έβαλ' αρχηγούς• της μιας την αρχηγία
+εγώ 'λαβα, ο θεόμορφος Ευρύλοχος της άλλης• 205
+εις χάλκινο περίκρανο τινάξαμε τους κλήρους,
+και του Ευρυλόχου εβγήκ' ευθύς ο κλήρος του γενναίου.
+κίνησε αυτός με εικοσιδυό συντρόφους, 'π' όλοι εκλαίαν,
+κ' εμείς, 'που οπίσω εμέναμεν, εκλαίαμ' ως εκείνοι.
+ηύραν εις τόπον ανοικτόν, 'ς της λαγκαδιάς την μέση, 210
+ωραία μαρμαρόκτιστα τα μέγαρα της Κίρκης.
+και λύκους είδαν ορεινούς τριγύρω και λεοντάρια,
+οπού με κακά βότανα τα 'χε μαγεύσει εκείνη.
+ουδ' ώρμησαν επάνω τους, αλλ' όλοι εσηκωθήκαν,
+και τους επεριχαίρονταν με ταις μακρυαίς ουραίς των. 215
+και ως από γεύμ' ότ' έρχεται, με την ουράν οι σκύλοι
+τον κύριον περιχαίρονται, γλυκάδια καρτερώντας,
+όμοια τους περιχαίρονταν οι λέοντες και οι λύκοι.
+τρόμαξαν κείνοι βλέποντας τα φοβερά θερία,
+και 'ς της καλόκομης θεάς τα πρόθυρα εσταθήκαν. 220
+και άκουαν την Κίρκη μέσαθεν, 'που γλυκοτραγουδούσε,
+και άφθαρτον ύφαινε πανί, μέγα, λαμπρόν, ως είναι
+όλα τα έργα των θεών, ψιλά, χαριτωμένα.
+τότε ο Πολίτης ο αρχηγός, απ' όλους τους συντρόφους
+ο φίλος μου ο πιστότερος, 'ς αυτούς άρχισε κ' είπε• 225
+«κάποια κει μέσα, φίλοι μου, πανί μεγάλο υφαίνει
+και τραγουδά γλυκύτατα, 'που ηχολογάει το δώμα,
+είτε θεά 'ναι, είτε θνητή• και ας κράξουμε ν' ακούση».
+
+Είπε, κ' εκείνοι εφώναξαν σφικτά και την εκράξαν.
+και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, 230
+και τους καλούσε• αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι•
+έμειν' οπίσ' ο Ευρύλοχος, ότι εδοκήθη απάτην.
+και μέσ' αυτή τους οδηγεί, εις θρόνους τους καθίζει,
+και τους ζυμόνει μ' άλευρα τυρί και ξανθό μέλι
+με κρασί Πράμνειο• κ' έσμιγεν εις το φαγί βοτάνια 235
+φθοροποιά, να λησμονούν καθόλου την πατρίδα.
+και ως το 'δωσε και το 'πιαν, τους κτύπησεν εκείνη
+με ραβδί 'που 'χε, κ' έκλεισεν αυτούς 'ς ταις χειρομάνδραις.
+κ' εκείνοι χοίρων κεφαλαίς, φωνή, και τρίχαις είχαν,
+και όλο το σώμ', αλλ' έμεινεν ο νους ως ήταν πρώτα. 240
+
+Εκεί 'ς ταις μάνδραις έκλαιαν, και αυτών έρριξε η Κίρκη
+να φάγουν πρινοβάλανα, ακράνια, βαλανίδια,
+εκείνα, οπ' όλα είναι τροφή των χαμοκοίτων χοίρων.
+κ' έγυρ' ευθύς ο Ευρύλοχος 'ς το μελανό καράβι,
+να ειπή την μαύρη συμφορά, 'που τους συντρόφους ηύρε. 245
+και ο πόνος ως τον έπνιγε, να βγάλη από τα χείλη
+λόγο δεν εκατόρθονε• τα μάτια του εγεμίζαν
+δάκρυα, και μόνον κλάμματα είχε η ψυχή του εμπρός της.
+αλλ' ότε όλοι ερωτήσαμεν εκείνον με απορία,
+τοτ' εδιηγήθη την φθορά των θλιβερών συντρόφων• 250
+«'ς τα δάση, ως είπες, πήγαμε, λαμπρότατε Οδυσσέα,
+κ' ηύραμε μέγαρα λαμπρά και μαρμαροκτισμένα,
+εις τόπον ολοφάνερο, 'ς της λαγκαδιάς την μέση.
+κάποια κει μέσα, υφαίνοντας μέγα πανί, τραγούδα,
+είτε θεά 'ναι, είτε θνητή• κ' εκείνοι την φωνάξαν, 255
+και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις,
+και τους καλούσε• αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι.
+απάτην εδοκήθηκα κ' έμεινα οπίσω μόνος.
+κ' εκείνοι ανεμοκάηκαν όλοι μαζή και ουδ' ένας
+εφάνη πλειά, κ' έμεινα εγώ πολληώρα καρτερώντας». 260
+
+Αυτά 'πε, και εις τους ώμους μου κρέμασα εγώ το ξίφος
+χάλκινο, ασημοκάρφωτο, μέγα, και ομού το τόξο,
+κ' εκείνον πάλι επρόσταξα τον δρόμο να μου δείξη.
+τα γόνατά μου αγκάλιασεν αυτός παρακαλώντας,
+και κλαίοντας μου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• 265
+«άφες μ' εδώ, διόθρεφτε• κει πέρα μη με σύρης,
+τι δεν θα γύρης ούτε συ, το ηξεύρω, ούτε θα φέρης
+κανέναν των συντρόφων σου• πλην γλήγορα με τούτους
+ας φύγουμ', όσο είναι καιρός να φυλαχθούμε ακόμη».
+
+Αυτά πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• 270
+«κάθιζ', Ευρύλοχε, συ αυτού, να τρώγης και να πίνης,
+'ς τον τόπο όπου ευρίσκεσαι, σιμά 'ς το μαύρο πλοίο•
+εγώ θα υπάγω• φοβερή με υποχρεόνει ανάγκη».
+
+Και απ' το καράβι ανέβηκα κ' από το περιγιάλι.
+και ότ' έφθασα διαβαίνοντας την ιερή λαγκάδα, 275
+σιμά 'ς της πολυβότανης Κίρκης το μέγα δώμα,
+τότε ο χρυσόρραβδος Ερμής, 'ς το δώμα ενώ κινούσα,
+εμπρός μου εφάνη ως άγουρος 'π' σκροφυτρόνει τρίχαις,
+κ' είναι ο καιρός 'που' φαίνεται της νειότης όλ' η χάρι•
+ήλθε, το χέρι μώσφιξεν, ωνόμασέ με κ' είπε• 280
+«πάλιν, ω δύστυχε, πού πας 'ς τα όρη μέσα μόνος,
+του τόπου ανήξερος; κ' εδώ 'ς της Κίρκης τους κρυψιώναις
+τους στερεούς οι φίλοι σου 'σαν χοίρ' είναι κλεισμένοι•
+και αυτούς να λύσης συ θα πας κει μέσα• αλλά πιστεύω
+δεν θα γυρίσης, αλλ' αυτού θα μείνης 'που 'ναι οι άλλοι. 285
+αλλ' από τέτοιον όλεθρον εγώ θα σε λυτρώσω•
+έμπα με τούτο το καλό βοτάνι, οπού σου δίδω,
+της Κίρκης μες τα δώματα, και αυτό θα σε φυλάξη.
+και όλα τα ολέθρια θα σου ειπώ σοφίσματα της Κίρκης•
+μίγμα θα φθειάση και εις αυτό βοτάνια θα σου ρίξη• 290
+αλλά τα μάγια της εσέ να πιάσουν δεν θ' αφήση
+το βότανό μου το καλό• και μάθε τ' άλλ' ακόμη•
+άμ' έλθ' η Κίρκη με μακρύ ραβδί να σε κτυπήση,
+απ' το πλευρό σου σύρ' ευθύς τ' ακονητό σπαθί σου,
+'ς την Κίρκη ρίξου ως άνθρωπος, 'που αίμα ορμά να χύση• 295
+θα φοβηθή, και θα σου ειπή να κοιμηθής μαζή της•
+πρόσεχε τότε, της θεάς μην αρνηθής την κλίνη,
+τους φίλους σου όπως λύση αυτή και σε καλοξενίση•
+αλλά να ομόση ζήτησε θεών των μέγαν όρκο,
+ότι άλλο ενάντια σου κακό δεν θα σκεφθή κανένα, 300
+μήπως ανδρειά και δύναμιν, ως γυμνωθής, σου πάρη».
+
+Είπε, και ανέσπασε απ' την γη το βόταν' ο Αργοφόνος,
+μου το 'δωσε και μώδειξε το κάθε ιδίωμά του•
+η ρίζα του είναι ολόμαυρη, λευκόν ως γάλα τ' άνθος.
+μώλυ το λέγουν οι θεοί• κακά το ξεριζόνει 305
+άνδρας θνητός• αλλ' ημπορούν οι αθάνατοι τα πάντα.
+
+Και από το σύδενδρο νησί 'ς ταις κορυφαίς του Ολύμπου
+ο Ερμής ανέβη ευθύς, κ' εγώ της Κίρκης προς το δώμα
+κίνησα, και η καρδία μου πολλήν είχε μαυρίλα.
+της καλοπλέξουδης θεάς εστάθηκα εις την θύρα• 310
+έσυρα τότ' εγώ φωνή και μ' άκουσεν εκείνη•
+ευθύς πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις,
+και μ' εκαλούσε• ανήσυχος κατόπι της επήγα•
+'ς αργυροκάρφωτο θρονί μ' εκάθισεν εκείνη•
+ήταν ωραίο, τεχνικό, κ' είχε υποπόδι κάτω• 315
+μίγμα εις ποτήρι ολόχρυσο μου ετοίμασε να πίω,
+κ' έρριξε μέσα βότανα και ολέθρια μελετούσε.
+και άμ' όλο το 'πια και ποσώς τα μάγια δεν μ' επιάσαν,
+μ' ένα ραβδί μ' εκτύπησεν, ωνόμασέ με κ' είπε•
+«'ς την χοιρομάνδρ' άμε και συ, ζάψε με τους συντρόφους». 320
+είπε, κ' εγώ ξεγύμνωσα τ' ακονητό σπαθί μου
+'ς την Κίρκη επάν', ως άνθρωπος 'που αίμα ορμά να χύση•
+φωνάζει εκείνη και σκυφτή σφίγγει τα γόνατά μου,
+και κλαίοντας με προσφωνεί με λόγια πτερωμένα•
+«ποιος είσαι; πόθε; η πόλι σου πού είναι και οι γονείς σου; 325
+πώς έπιες και δεν σ' έπιασαν τα βότανά μου τούτα!
+και αυτά τα βότανα κανείς θνητός δεν υποφέρει,
+άμα τα πιη και του διαβούν των οδοντιών το φράγμα•
+πλην συ 'ς τα στήθη μέσα κλείς αμάλακτην καρδία.
+συ 'σαι άσφαλτα ο πολύτροπος εκείνος Οδυσσέας, 330
+'που πάντοτε ο χρυσσόρραβδος μου πρόλεγε Αργοφόνος
+ότι απ' την Τροία γέρνοντας έμελλ' εδώ ν' αράξη.
+αλλά το ξίφος θήκιασε, και εις την δική μας κλίνη
+έλ' ας πλαγιάσουμε μαζή, αν θέλης μεταξύ μας
+η κλίνη και τ' εγκάλιασμα κάθε υποψιά να σβύσουν». 335
+
+Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα•
+«ω Κίρκη, πώς εσύ ζητείς εγώ να σου 'μαι πράος,
+'που τους συντρόφους μώκαμες 'ς τα μέγαρά σου χοίρους,
+κ' εμέ κρατώντας τώρα εδώ με προσκαλείς με δόλο
+'ς τον θάλαμό σου, ν' αναιβώ την ιδική σου κλίνη, 340
+όπως ανδρειά και δύναμιν, ως γυμνωθώ, μου πάρης.
+ουδέ ποτέ θ' αναιβώ εγώ την ιδική σου κλίνη,
+αν μη θελήσης, ω θεά, να ομόσης μέγαν όρκο,
+ότι άλλο ενάντια μου κακό δεν θα σκεφθής κανένα».
+
+Είπα, κ' εκείνη ωρκίσθηκεν όπως εγώ ζητούσα. 345
+και αφού τον όρκον ώμοσε και αυτόν επρόφερ' όλον,
+'ς της Κίρκης τότε ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη.
+
+Ωστόσον η θεράπαιναις 'ς το σπίτι όλα ετοιμάζαν,
+τέσσεραις, 'πώχει ακούρασταις 'ς τα μέγαρα υπηρέτραις•
+των πηγών είναι, των δασών, εκείναις θυγατέραις, 350
+και των αγίων ποταμών, 'που εις τα πελάγη ρέουν.
+τούτη με πεύκια πορφυρά, πανεύμορφα, τους θρόνους
+έστρων', επάνω εις τα λινά λευκότατα σινδόνια•
+η άλλη 'ς τους θρόνους έμπροσθεν ολάργυρα τραπέζια
+έσυρνε, κ' έβαζε εις αυτά χρυσόπλεκτα κανίστρια• 355
+συγκέρνα η τρίτη το κρασί 'ς ολάργυρον κρατήρα,
+γλυκ' ως το μέλι, και χρυσά εμοίραζε ποτήρια•
+και φέρν' η τέταρτη νερό και ανάφτει πολλήν φλόγα
+κάτω από μέγαν τρίποδα με λέβητα οπού λάμπει•
+κ' εκείνη ως το είδε 'πώβραζε, μ' εμβάζ' εις τον λουτήρα, 360
+νερό παίρνει απ' τον τρίποδα τον μέγαν και μου χύνει,
+ως το γλυκοσυγκέρασε, 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους,
+ως 'πώδιωξ' απ'τα μέλη μου τον καρδιοφθόρον κόπο.
+και άμ' έλουσέ με κ' έχρισε με το παχύ το λάδι,
+και ωραίαν χλαίνην μ' ένδυσεν η κόρη και χιτώνα, 365
+'ς το δώμα ευθύς μ' ωδήγησε, κ' εκάθισέ με εις θρόνον,
+αργυροκάρφωτον, λαμπρόν, κ' είχε υποπόδι κάτω.
+και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην
+χύνει εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη,
+για να νιφθώ• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός μου. 370
+και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει,
+και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει μου περίσσα.
+και ανώφελα μ' ανάγκαζε να φάγω• εγώ καθόμουν
+μ' άλλα 'ς τον νου, και όλο κακά προέβλεπε η ψυχή μου.
+
+Και ως μ' είδεν ότι εκάθομουν η Κίρκη, και τα χέρια 375
+εις το φαγί δεν άπλονα, και μαύρην λύπην είχα,
+μ' εσίμωσε και ωμίλησε με λόγια πτερωμένα•
+«πώς κάθεσαι ωσάν άφωνος και τρώγεις την καρδιά σου,
+και ουδέ φαγί, και ουδέ πιοτόν, εγγίζεις, Οδυσσέα;
+δόλους πάλ' υποπτεύεσαι, και όμως, αφού τον όρκο 380
+τον τρομερόν σού επρόφερα, δεν έχεις να φοβήσαι».
+Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα•
+«ω Κίρκη, και ποιος είν' αυτός, 'π' ανθρωπινά 'χει σπλάχνα,
+και θα τον άφινε η καρδιά φαγί να δοκιμάση,
+πριν λύση τους συντρόφους του και τους θωρήση εμπρός του; 385
+αλλ' αν ολόψυχα ποθείς να φάγω και να πίω,
+λύσε, να ιδούν τα μάτια μου τους ποθητούς συντρόφους».
+
+Είπα, και από το μέγαρον η Κίρκη εξήλθε κ' είχε
+ραβδί 'ςτο χέρι, και άνοιξεν ευθύς την χοιρομάνδρα,
+κ' έβγαλε αυτούς όπ' ώμοιζαν εννηάχρονα θρεφτάρια. 390
+εμπρός της 'κείνοι εσταθήκαν και αραδικώς η Κίρκη
+μ' άλειμμ' απ' άλλο βότανο τους έχριζε περνώντας.
+κ' ερρέαν απ' τα μέλη τους η τρίχαις, οπού πρώτα
+είχε γεννήσει της θεάς το φθαρτικό βοτάνι•
+κ' έγειναν πάλιν άνθρωποι, 'ς την νηότη και 'ς την χάρι, 395
+'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα, καλήτεροι απ' ό,τ' ήσαν.
+μ' εγνώρισαν, μ' αγκάλιασαν και αγάλι αγάλ' εις όλους
+τα δάκρυα γλυκανάβρυζαν, και από τα κλάυματά τους
+το δώμα εβρόντα• και η θεά μ' εμάς εσυμπονούσε.
+ήλθε σιμά μου η θαυμαστή θεά και τούτα μου 'πε• 400
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+τώρ' άμε προς τ' ογλήγορο καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι,
+και πρώτα σύρετε εις την γη το πλοίο και φυλάξτε
+εις ταις σπηλιαίς τα κτήματα και τ' άρμενά σας όλα•
+κ' έπειτα στρέψε φέροντας μαζή σου τους συντρόφους». 405
+
+Αυτά 'πε, και τα εδέχθηκεν η ανδρική ψυχή μου,
+κ' εκίνησα προς το γοργό καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι,
+και αυτού 'ς το πλοίον εύρηκα τους ποθητούς συντρόφους,
+'που ήσαν απαρηγόρητοι και άπαυτα δάκρυα χύναν.
+και ωσάν οι μόσχ' οι μανδριστοί, την ώρα οπού γυρίζουν 410
+απ' το γρασίδ' εις την αυλή χορτάταις η αγελάδαις,
+όλοι μαζή ταις προϋπαντούν πηδώντας, ώστε η μάνδραις
+δεν τους κρατούν, και ολόγυρα εις ταις μητέραις τρέχουν
+μουγκρίζοντας• όμοια και αυτοί, ως μ' είδαν έμπροσθέν τους,
+εχύθηκαν δακρύζοντας• κ' εφάν' εις την καρδιά τους 415
+εις την πατρίδα ως να 'φθασαν, 'ς την πετρωτήν Ιθάκη,
+'ς την γην όπου εγεννήθηκαν, 'ς την γην 'που ανατραφήκαν,
+και κλαίοντας μου ωμίλησαν• «για την επιστροφή σου,
+διόθρεφτ', εχαρήκαμεν, όσ' ήθελε χαρούμε
+εις την Ιθάκη αν φθάναμε, 'ς την ποθητήν πατρίδα. 420
+πλην τώρα ειπέ μας την φθορά των άλλων των συντρόφων».
+
+Κ' εγώ με λόγια μαλακά 'ς εκείνους απαντούσα•
+«το πλοίο πρώτ' ας σύρουμε 'ς την γη, και τ' άρμεν' όλα
+'ς τα σπήλαια μέσ' ας θέσουμε, και ομού τα υπάρχοντά μας,
+κ' εσείς μαζή μου να 'λθετε μ' ασπούδα ετοιμασθήτε, 425
+'ς της Κίρκης τ' άγια δώματα να ιδήτε τους συντρόφους,
+οπ' άκοπα φαγοποτούν, ότι έχουν αφθονία».
+
+Είπα, κ' εκείν' υπάκουσαν 'ς τους λόγους μου, αλλά μόνος
+ο Ευρύλοχος μου αντίσκοφτε την γνώμη των συντρόφων,
+κ' εκείνους επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 430
+«άθλιοι, πού πάτε; τρέχετε με πόθο 'ς την φθορά σας,
+της Κίρκης εις το μέγαρο; κ' εκείνη 'ς εμάς όλους
+χοίρων θα δώση ευθύς μορφήν ή λύκων ή λεόντων,
+να της φυλάμε στανικώς το υπέρλαμπρο παλάτι,
+ως έπραξεν ο Κύκλωπας, 'ς την μάνδρα τον ότ' εμπήκαν 435
+οι σύντροφοί μας και μ' αυτούς ο αυθάδης Οδυσσέας•
+ότι από την μωρία του κ' εκείνοι αφανισθήκαν».
+
+Αυτά 'πε, κ' εγώ σκέφθηκα μες της ψυχής τα βάθη,
+το μακρύ ξίφος σύροντας απ' το παχύ μερί μου,
+να κόψω αυτού την κεφαλή 'ς το χώμα να κυλήση, 440
+αν και στενόν μου συγγενή τον είχα, αλλά μ' εκράτουν
+εδώθ' εκείθε οι σύντροφοι με λόγια μελωμένα•
+«τούτον ας τον αφήσουμε, διογέννητε, αν προστάζεις,
+να μένη 'ς την ακρογιαλιά και να φυλά το πλοίο•
+κ' εμάς εις τ' άγια δώματα οδήγα συ της Κίρκης». 445
+
+Και απ' το καράβι ανέβηκαν και από το περιγιάλι,
+ουδ' έμεινεν ο Ευρύλοχος εις το καράβι, αλλ' ήλθε
+κατόπιν, ότι ετρόμαξε 'ς την φοβερήν οργή μου.
+και τους άλλους συντρόφους μου 'ς το δώμα της η Κίρκη
+έλουσε ωστόσον εύμορφα κ' έχρισε με το λάδι,
+και τους εφόρεσε κρουσταίς χλαμύδαις και χιτώναις• 450
+και όλους καλά τους ηύραμε 'ς τα μέγαρα 'που ετρώγαν
+και άμα ο καθείς αντίκρυσε κ' εγνώρισε τον άλλον,
+έκλαιαν, αναστέναζαν, 'που όλο το δώμα εβρόντα.
+ήλθε σιμά μου η θαυμαστή θεά και τούτα μου 'πε• 455
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+τους θρήνους πλέον παύσετε• κ' εγώ καλά γνωρίζω
+και εις το ιχθυοφόρο πέλαγος πόσα 'χετε υποφέρει,
+και εις την γην πάλι πόσοι εχθροί σας έχουν αδικήσει,
+ήσυχα τώρα το φαγί και το κρασί χαρήτε, 460
+όσο ψυχή να λάβετε και πάλιν εις τα στήθη,
+ως ότε πρωταφήσατε την ποθητήν πατρίδα,
+την πετρωτήν Ιθάκη σας• τώρ' άψυχοι, θλιμμένοι,
+της πλάνης σας ταις συμφοραίς θυμείσθε, και η ψυχή σας,
+απ' τα πολλά παθήματα, δεν δέχετ' ευφροσύνη». 465
+
+Είπε κ' εκαταπείσθηκεν η ανδρική ψυχή μας.
+και τότε αυτού καθόμασθεν, ολόκληρον τον χρόνο,
+μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας.
+αλλά 'ς τον κύκλο των καιρών ότ' έκλεισεν ο χρόνος,
+οι μήνες ως εδιάβαιναν, και η 'μέραις μεγαλώσαν, 470
+παράμερα μ' εκάλεσαν οι σύντροφοι και μου 'παν•
+«καϋμένε, την πατρίδα σου να θυμηθής είν' ώρα,
+αν να σωθής η μοίρα σου το θέλει και να φθάσης
+'ς το σπίτι το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου».
+
+Αυτά 'παν, κ' εκατάπεισαν την ανδρική ψυχή μου. 475
+και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι
+μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας.
+και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπι' η νύκτα,
+εις τα ισκιωμένα μέγαρα επλάγιασαν εκείνοι•
+'ς της Κίρκης εγώ ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη, 480
+και της θεάς τα γόνατα αγκάλιασα ως ικέτης.
+μ' άκουεν εκείνη• κ' έλεγα με λόγια πτερωμένα•
+«ω Κίρκη, την υπόσχεσι, 'που επήρες, τέλειωσε μου•
+εις την πατρίδα στείλε με• το θέλ' ήδ' η ψυχή μου,
+τη θέλουν όλ' οι σύντροφοι, 'που την καρδιά μου τρώγουν, 485
+τριγύρω μου οδυρόμενοι, την ώρα οπού συ λείπεις».
+
+Και η θαυμαστή θεά 'ς εμέ• «πολύτεχνε Οδυσσέα,
+να μένετε εις το σπίτι μου πλεια δεν σας αναγκάζω•
+αλλ' όμως άλλο πρότερα θα κάμετε ταξείδι,
+'ς του Άδη και της άσπονδης αντάμα Περσεφόνης 490
+την κατοικιά να φθάσετε, να μάθετε την μοίρα
+απ' την ψυχή του παλαιού Θηβαίου Τειρεσία,
+μάντη τυφλού, 'που ολόκληραις έχει και αυτού ταις φρέναις•
+εκείνου μόνου απ' τους νεκρούς έδωσε η Περσεφόνη
+γνώσιν και νουν• ωσάν σκιαίς οι άλλοι τριγυρίζουν». 495
+
+Τούτα μου είπε, και η καρδιά 'ς τα στήθη μου ερραΐσθη,
+και έκλαια καθήμενος 'ς την κλίνη και η ψυχή μου
+να ζήση πλειά δεν ήθελε, να ιδή το φως του ηλίου.
+αλλ' άμ' αυτού κυλιούμενος εχόρτασα το κλάμμα,
+το στόμα πάλιν άνοιξα κ' εκείνης απαντούσα• 500
+ω Κίρκη, ποιος θα 'ναι οδηγός εις τούτο το ταξείδι;
+'ς τον Άδη ακόμη πλέοντας κανείς δεν έχει φθάσει».
+
+Είπα, και η θαυμαστή θεά μου απάντησεν αμέσως•
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+εις το καράβι σου οδηγόν καθόλου μη ζητήσης• 505
+άμα τεντώσης τα λευκά πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι,
+κάθου• φυσώντας ο Βορηάς θα σου οδηγά το πλοίο.
+αλλ' άμα τον Ωκεανό διαβής με το καράβι,
+άγριαν θα ιδής ακρογιαλιά, και της Περσεφονείας
+τα δάση, λεύκαις υψηλαίς, χασόκαρπες ιτέαις. 510
+εις τον βαθύ Ωκεανό την πλώρη αυτού να στήσης,
+και συ 'ς του Άδη κίνησε τ' αραχνιασμένο δώμα,
+όπου ο Πυριφλεγέθοντας 'ς του Αχέροντα το κύμα,
+και ο Κώκυτος, 'που της Στυγός απόκομμ' είναι, ρέουν•
+πέτρ' είναι, όπου βαρύκτυπα τα δυο ποτάμια σμίγουν. 515
+και ως φθάσης, ήρωα, κει σιμά 'ς το μέρος, 'που σου λέγω,
+λάκκο μιαν πήχη σκάψ' ευθύς του μάκρου και του πλάτου,
+και χύσε γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων•
+και αφού βάλης μελίκρατο, γλυκό κρασί κατόπι,
+τρίτα νερό, και μ' άλευρα λευκά τα πασπαλίσης, 520
+'ς ταις άδειαις κάραις των νεκρών εύχου θερμά, και τάξου
+δαμάλα στείρα διαλεκτή να σφάξης άμα φθάσης
+εις την Ιθάκη, και πυράν πολύδωρη να κάψης,
+και να προσφέρης χωριστόν αρνί του Τειρεσία,
+ΟΜΗΡΟΥ
+κατάμαυρο, 'που δεύτερο δεν θα 'χη το κοπάδι. 525
+και άμα ικετεύσης τάνδοξα των πεθαμένων πλήθη,
+κριάρι σφάξε, ολόμαυρη κοντά του προβατίνα,
+και στρέψε τα 'ς το έρεβος• συ γύρε αλλού την όψι
+προς ταις ροαίς του ποταμού• και τότε αυτού θε να 'λθουν
+να σ' εύρουν αναρίθμηταις ψυχαίς απεθαμένων. 530
+και κάμε τους συντρόφους σου να γδάρουν και να κάψουν
+τ' αρνιά ριμμένα, ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι,
+κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών ειπήτε, εις τον ανδρείον
+τον Άδη και εις την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη.
+και συ το ξίφος γύμνωσε, κάθου και μην αφίνης 535
+ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουν
+'ς το αίμα, πριν συμβουλευθής εσύ τον Τειρεσία.
+ο μάντης θα 'λθη ευθύς εκεί να σ' εύρη, ω πολεμάρχε•
+αυτός τον δρόμο θα σου ειπή, του ταξειδιού τα μέτρα,
+και πώς, το πέλαο σχίζοντας, θα φθάσης 'ς την πατρίδα». 540
+
+Αυτά 'πε, και χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη•
+κ' εμένα εκείνη εφόρεσε χιτώνα και χλαμύδα•
+μανδύαν λαμπροΰφαντον μέγαν ενδύθ' η νύμφη
+χαριτωμένον και λεπτόν, κ' εζώσθη ακόμη ωραίο
+χρυσό ζωνάρι, κ' έβαλε 'ς την κεφαλήν καλύπτρα. 545
+τα δώματα εγώ διάβηκα και τους συντρόφους ηύρα,
+και τους κεντούσ' από σιμά με λόγια μελωμένα•
+«πάψτε το γλυκανάσασμα του ύπνου, αγαπητοί μου•
+ας πάμε• η Κίρκ' η σεβαστή μ' εδίδαξε τον δρόμο».
+είπα, κ' εκαταπείσθηκεν η ανδρική ψυχή τους. 550
+
+Αλλ' ουδ' εκείθεν άβλαπτους επήρα τους συντρόφους•
+ήταν κάποιος Ελπήνορας, νεώτατος• ανδρείαν
+πολλήν δεν είχε, αλλ' ούτε νουν ανάμερ' απ' τους άλλους
+'ς τ' άγια της Κίρκης δώματα μού πήγε να πλαγιάση,
+ποθώντας το κατάψυχο, της μέθης εις την ζάλη. 555
+και άμα το κίνημ' άκουσε, τον κρότο των συντρόφων,
+ξάφνου εσηκώθη και ποσώς δεν ενθυμήθη πάλι
+απ' την υψηλήν κλίμακα να καταιβή, 'π' ανέβη•
+αλλ' απ' την σκέπην έπεσε κατάντικρα, κ' εκόπη
+ο τράχηλός του, και η ψυχή ροβόλησε 'ς τον Άδη. 560
+
+Και ως ήλθαν όλοι, ωμίλησα 'ς την μέση εκείνων κ' είπα•
+«θαρρείτε ότι 'ς τα σπίτια μας, 'ς την ποθητήν πατρίδα,
+θα πάμε• αλλ' άλλο διώρισε 'ς εμάς ταξείδ' η Κίρκη,
+'ς τον Άδη και 'ς την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη,
+να ερωτηθούμε την ψυχή του μάντη Τειρεσία». 565
+
+Αυτά 'πα, και η καρδία τους 'ς τα λόγια μου ερραΐσθη,
+και αυτού καθίσαν, έκλαιαν• ανέσπααν τα μαλλιά τους,
+αλλ' όφελος δεν έφερναν τα κλάμματα και οι θρήνοι.
+
+Και ως φθάσαμε κατάγιαλα προς το γοργό καράβι,
+δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι, 570
+'ς το πλοίον ήλθε κ' έδεσεν η Κίρκη ένα κριάρι
+και προβατίνα ολόμαυρη, κ' εύκολ' απ' έμπροσθέν μας
+εδιάβηκεν αγνώριστη• ποιος δύναται να βλέπη
+θεάν, αν εις τον δρόμο του να φαίνεται δεν θέλει;
+
+
+
+Ραψωδία Λ
+
+
+
+Και εις το καράβι ως φθάσαμε κάτω 'ς το περιγιάλι,
+πρώτα εις την θεία θάλασσα σύραμε το καράβι,
+έπειτα μέσα εστήσαμε κατάρτι και πανία,
+κ' εφέραμε τα πρόβατα• κατόπι εμπήκαμ' όλοι,
+δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι• 5
+και οπίσω απ' το μαυρόπλωρο καράβι έστειλε πρύμον,
+'που φούσκον' όλα τα πανιά, φίλον λαμπρόν, η Κίρκη,
+δεινή θεά, καλόκομη, όπ' έχει ανθρώπου γλώσσα.
+και τ' άρμεν' αφού σιάσαμε, καθόμασθε, και ωδήγα
+το πλοίο μας ο άνεμος ομού και ο κυβερνήτης, 10
+και μ' ολοτέντωτα πανιά αρμένιζ' ολημέρα.
+και ο ήλιος ως βασίλευε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι,
+'ς τον βαθύν ήλθ' Ωκεανόν, όπ' άκρ' είναι του κόσμου.
+η πόλις είναι και ο λαός εκεί των Κιμμερίων•
+νέφος πυκνό και σκοτεινόν ολούθε τους σκεπάζει, 15
+ουδέ ποτέ κυττάζει αυτούς ο ακτινοβόλος Ήλιος,
+'ς τον αστροφόρον ουρανόν ούτ' όταν αναιβαίνη,
+ούτ' όταν κλίνη προς την γην από τα ουράνια μέρη•
+αλλά τους άμοιρους θνητούς μαύρη πλακόνει νύκτα.
+'ς το μέρος τούτο αράξαμε και παίρνοντας τ' αρνία 20
+βγήκαμε, και του Ωκεανού το ρεύμ' ακολουθώντας
+ωδεύαμε ως 'που εφθάσαμε 'ς την θέσι 'που 'πε η Κίρκη.
+
+Και ο Περιμήδης τα σφακτά και ο Ευρύλοχος βαστούσαν•
+και απ' το πλευρό μου έσυρα το ακόνητό μου ξίφος,
+λάκκο μιαν πήχην έσκαψα του μάκρου και του πλάτου, 25
+κ' έχυσα γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων.
+και ως έβαλα μελίκρατο, κρασί γλυκό, και τρίτα
+νερό, και τα πασπάλισα με λευκ' αλεύρι επάνω,
+ταις άδειαις κάραις των νεκρών θερμά παρακαλώντας,
+να σφάξω ετάχθηκα εκλεκτήν και στείραν αγελάδα, 30
+ως φθάσω εις την Ιθάκη μου, και μιαν πυρά να κάψω
+πολύδωρην, και χωριστόν αρνί του Τειρεσία
+να θυσιάσω, ολόμαυρο, του κοπαδιού το πρώτο.
+και αφού με τάμματα, μ' ευχαίς θερμαίς, τους πεθαμένους
+ξιλέωσα, πήρα τ' αρνιά και τα 'σφαξα 'ς τον λάκκο, 35
+κ' έρρεε το αίμα ολόμαυρο• και ιδές, εσυναζόνταν
+των πεθαμένων η αμυχαίς του ερέβους απ' τα βάθη,
+νέαις και νέοι, γέροντες πολύπαθοι μ' εκείνους,
+και ομού παρθέναις τρυφεραίς με νεόλυπην καρδία,
+και άνδρες πολλοί, 'που τρύπησαν η χαλκοφόραις λόγχαις 40
+'ς την μάχη, κ' είχαν τ' άρματα 'ς το αίμ' όλο βαμμένα.
+εδώθ' εκείθεν άπειροι 'ς τον λάκκο γύρω ερχόνταν
+μ' αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος,
+τότ' είπα των συντρόφων μου να γδάρουν και να κάψουν
+τ' αρνιά, ριμμένα ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι, 45
+κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών να ειπούν, εις τον ανδρείον
+τον Άδη και 'ς την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη,
+και το σπαθί μου εγύμνωσα και δεν εσυγχωρούσα
+ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουν
+'ς το αίμα, πριν ερωτηθώ τον μάντη Τειρεσία. 50
+
+Και του συντρόφου μου η ψυχή, του Ελπήνορα, ήλθε πρώτη•
+ότι δεν είχε αυτός ταφή 'ς της γης τα σπλάχν' ακόμη.
+το σώμ' αφήσαμεν εμείς 'ς τα μέγαρα της Κίρκης,
+άκλαυτον, άθαπτο, επειδή μας έβιαζ' άλλη ανάγκη.
+άμα τον είδα εδάκρυσα κ' επόνεσε η ψυχή μου, 55
+κ' ευθύς τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα•
+«Ελπήνορα, πώς έφθασες εις τ' άττεγγο σκοτάδι;
+πεζός συ πρόλαβες εμέ, 'που με καράβι ερχόμουν».
+
+Αυτά 'πα' εστέναξε βαθειά και μ' απαντούσ' εκείνος•
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 60
+οργή θεού και τ' άμετρο κρασί μ' εξολοθρεύσαν.
+λησμόνησ', αφού πλάγιασα 'ς το μέγαρο της Κίρκης,
+απ' την υψηλήν κλίμακα να καταιβώ, 'π' ανέβην•
+αλλ' απ' την σκέπην έπεσα κατάντικρα, κ' εκόπη
+ο τράχηλός μου, και η ψυχή ροβόλησε εις τον Άδη. 65
+και αχ! να σου ζήσουν οι ακριβοί, 'που ο κόσμος έχει ακόμη,
+η σύντροφός σου και ο γονειός, που σ' έχει θρέψει βρέφος,
+και ο μόνος σου Τηλέμαχος, πώχεις 'ς το σπίτι αφήσει,—
+τι ξεύρ' ότι γυρίζοντας εδώθε, από τον Άδη,
+θ' αράξης το καράβι σου 'ς την νήσο την Αιαία,— 70
+όταν κει φθάσης, έχε με 'ς τον νου σου, ω βασιλέα•
+να μη μ' αφήσης άθαπτον και αδάκρυτον οπίσω
+φεύγοντας, μη σου γείνω εγώ θείας οργής αιτία.
+αλλ' έπαρε και κάψε με μαζή με τ' άρματά μου,
+κ' εμένα μνήμα σήκωσε σιμά 'ς τ' αφράτο κύμα, 75
+να 'ναι γνωστός και εις τους εξής του αμοίρου εμένα ο τάφος.
+κάμε μου τούτα, και κουπί 'ς το μνήμα επάνω στήσε
+κείνο, 'που ζώντας έλαμνα μαζή με τους συντρόφους».
+
+Αυτά 'πε, και του απάντησα• «τούτα όλα θα σου κάμω,
+όσα μου λέγεις, άμοιρε, 'ς όλα θα δώσω τέλος». 80
+
+Τέτοιαις ελέγαμε φρικταίς οι δυο μας ομιλίαις•
+εδώθ' εγώ το ξίφος μου 'ς το αίμα επάνω εκράτουν,
+κείθε πολλά του φίλου μου το φάντασμα ωμιλούσε.
+
+Της πεθαμένης μου μητρός τότε η ψυχή μου εφάνη,
+η Αντίκλεια, κόρη του υψηλού 'ς το φρόνημ' Αυτολύκου• 85
+την είχ' αφήσει 'ς την ζωή, κινώντας για την Τροία.
+άμα την είδα εδάκρυσα, κ' ερράισ' η καρδιά μου,
+αλλ' όμως δεν την άφινα πρώτη να πλησιάση
+'ς το αίμα, πριν ερωτηθώ τον Μάντη Τειρεσία.
+
+Κ' ήλθε η ψυχή του παλαιού Θηβαίου Τειρεσία• 90
+σκήπτρο κρατούσε ολόχρυσο• μ' εγνώρισε και μου 'πε•
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+ει πάλιν, ω ταλαίπωρε, από το φως του ηλίου
+ήλθες να ίδης τους νεκρούς, τον άτερπνο τον κόσμο;
+σύρου απ' τον λάκκο, το σπαθί βάστα μακρυά, να πίω 95
+από το αίμα, να σου ειπώ κατόπι την αλήθεια».
+
+Αυτά' πε, κ' εγώ σύρθηκα κ' έχωσα εις το θηκάρι
+τ' αργυροκάρφωτο σπαθί, και άμ' έπιε το μαύρ' αίμα
+ο άψεγος μάντης είπε μου• «γυρεύεις την γλυκεία
+εις την πατρίδα επιστροφή, λαμπρότατε Οδυσσέα. 100
+θα σ' εμποδίση ένας θεός• κακά θε να ξεφύγης
+του κοσμοσείστη, 'π' άσπονδο μίσος για σένα τρέφει,
+αφού το φως αφαίρεσες του αγαπητού παιδιού του.
+πολλά θα πάθετε κακά, και όμως θα φθάστε ακόμα,
+αρκεί να θέλης χαλινό να βάλης της καρδιάς σου, 105
+και των συντρόφων, το καλό καράβι σου άμ' αράξης.
+το μαύρο κύμ' αφίνοντας, 'ς την νήσο Θρινακία,
+κ' ευρήτ' εκεί τα πρόβατα να βόσκουν και η δαμάλαις
+του Ηλιού, 'που όλ' άνωθε τηρά και όλ' άνωθεν ακούει.
+και αν δεν τα εγγίξης κ' εννοιασθής για την επιστροφή σου, 110
+τότε, και αν πάθετε πολλά, θα φθάστε εις την Ιθάκη•
+αλλ' αν τα βλάψης, όλεθρο προβλέπω εις το καράβι
+και εις τους συντρόφους• και αν σωθής μόνος εσύ, θα φθάσης
+αργά και κακώς έχοντας, και από συντρόφους έρμος.
+με ξένο πλοίο, και θαυρής 'ς το σπίτι δυστυχίαις. 115
+άνδραις απόκοτοι το βιο σου τρώγουν, και με δώρα
+την θεϊκή σου σύντροφο ζητεί καθείς να πάρη•
+αλλ' άμα φθάσης, φοβερά θα εκδικηθής εκείνους.
+και αφού μέσα 'ς το σπίτι σου χαλάσης τους μνηστήραις,
+είτε με δόλο ή φανερά, μ' ακονισμένη λόγχη, 120
+έπαρε δρόμο, φέροντας ίσιο κοπί μαζή σου,
+όσο να φθάσης 'ς τους θνητούς, 'που θάλασσα δεν ξεύρουν,
+και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ' αρτυμένο•
+ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβια αυτοί γνωρίζουν,
+ούτε τα ίσια κουπιά, 'που 'ναι πτερά των πλοίων. 125
+και άκου σημάδι φανερό, 'που δεν θα σου ξεφύγη•
+'ς τον δρόμον άμ' απαντηθή με σέν' άλλος οδίτης,
+και ειπή 'ς τον λαμπρόν ώμο σου πώς έχεις λιχνιστήρι,
+ευθύς το ίσιο κουπί στήσε εις την γη και κάμε
+του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις• 130
+κριάρι, ταύρον σφάξε του και χοίρον αναβάτη•
+και γύρε εις την πατρίδα σου, κ' ιεραίς κάμ' εκατόμβαις
+των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους,
+με την σειρά του καθενός• και θάνατος θα σ' εύρη
+έξω απ' την θάλασσα ελαφρός, και θα σε σβύση αγάλι 135
+μες τα λαμπρά γεράματα• και ωστόσ' ολόγυρά σου
+θα 'ναι μακάριος ο λαός• σου είπα την αλήθεια».
+
+Είπε, κ' εγώ του απάντησα• «τούτα όλα, ω Τειρεσία,
+τ' αποφάσισαν οι θεοί• πλην τώρα δίδαξέ με
+να μάθω αυτό 'που σ' ερωτώ• 'κεί πέρα της μητρός μου 140
+την ψυχή βλέπω, και βουβή μένει σιμά 'ς το αίμα,
+και τον υιόν της δεν τολμά 'ς τα μάτια να κυττάξη,
+ούτε καν λόγο να του ειπή• συ, κύριε, δίδαξέ με
+αυτή πώς θ' αναγνώριζεν εμένα ότ' είμ' εκείνος».
+
+Είπα, κ' ευθύς μου απάντησεν ο μάντης Τειρεσίας• 145
+«εύκολος θα 'ναι ο λόγος μου και βάλε τον 'ς τον νου σου•
+όποιον αφήσης των νεκρών 'ς το αίμα να σιμώση,
+κείνος αλήθειαις θα σου ειπή• και εις όποιον το εμποδίσης,
+εκείνον πάραυτα θα ιδής να φύγη απ' έμπροσθέν σου».
+
+Έπαυσε, κ' εκατέβηκε του θείου Τειρεσία 150
+'ς τον Άδη πάλιν η ψυχή, αφού την μοίραν είπε.
+εγώ 'ς τον τόπον έμενα, κ' εσίμωσε η μητέρα•
+το μαύρον αίμα ερούφησε κ' ευθύς εγνώρισέ με,
+και κλαίοντας μου ωμίλησεν «εις τ' άφεγγο σκοτάδι
+πώς εκατέβης, τέκνο μου, συ ζωντανός ακόμα; 155
+και δύσκολο 'ναι ζωντανοί να ιδούν τούτα 'δω κάτω,
+τ' είναι 'ς την μέση απέραντα και φοβερά ποτάμια,
+και πρώτος ο Ωκεανός, 'που δεν μπορεί κανένας,
+χωρίς καράβι στερεό, πεζός να τον περάση.
+τάχ' απ' την Τροίαν έφθασες εδώ με τους συντρόφους, 160
+αφού πολλά πλανήθηκες; και ακόμη 'ς την Ιθάκη
+δεν ήλθες, και την σύντροφο 'ς τα γονικά δεν είδες»;
+
+Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα•
+«μητέρα, ανάγκη μ' έφερε 'ς τον Άδη να ερωτήσω
+την μοίραν απ' τον παλαιόν Θηβαίον Τειρεσία• 165
+τι 'ς άκραν γης Αχαϊκής δεν έχω φθάσει ακόμη,
+και δέρνομαι ακατάπαυτα μακράν απ' την πατρίδα,
+απ' την στιγμήν 'που ως οπαδός του δοξασμένου Ατρείδη
+να πολεμήσω επέρασα 'ς την εύιππην Τρωάδα.
+τώρα εις εμέ φανέρωσε, μ' αλήθεια λέγε, ποία 170
+μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου σ' έχει σβύσει•
+ήταν αρρώστια μακρυνή; μη σ' εύρεν η τοξεύτρα
+Άρτεμις και σ' ενέκρωσε με τα λεπτά της βέλη;
+τι γίνεται ο πατέρας μου, και ο υιός οπ' έχω αφήσει;
+την εξουσία μου κρατούν, ή κάποιος των ηρώων 175
+άλλος την έχει, και θαρρούν πως δεν θα γύρω πλέον;
+ειπέ μου και το φρόνημα, την γνώμη, της συντρόφου•
+με το παιδί μας μένει αυτή και κυβερνά το σπίτι,
+ή πρόκριτος των Αχαιών ήδη την πήρε νύμφη;»
+
+Αυτά 'πα και μου απάντησεν η σεβαστή μητέρα• 180
+«και με πολλήν υπομονή 'ς τα μέγαρα σου ακόμη
+εκείνη μένει, κ' έρημη, χωρίς παρηγορία,
+τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη.
+ούτε την εξουσία σου κανείς σου πήρε ως τώρα,
+αλλ' ήσυχα ο Τηλέμαχος έχει τα κλείσματά σου, 185
+και εις τα συμπόσια τον τιμούν ως εις κριτήν αρμόζει,
+ότι καθένας τον καλεί• και ο γέρος σου ο πατέρας
+εις τον αγρό του κατοικεί, και ούτ' έρχεται 'ς την πόλι,
+ούτ' έχει κλίναις με λαμπρά παπλώματα στρωμέναις•
+πλην τον χειμώνα σπίτι του κοιμάτ' όπου και οι δούλοι, 190
+'ς την στάκτη, 'ς την γωνιά σιμά, κ' είναι κακενδυμένος•
+και άμ' έλθη ο θέρος και ο καλός καιρός του φθινοπώρου,
+'ς το κάρπιμο κηπάρι του παντού τ' αμπελωμένο
+χαμηλαίς κλίναις έχει αυτός τα πεσημένα φύλλα•
+κείτεται αυτού και αδημονεί ποθώντας να γυρίσης, 195
+κ' ενώ πληθαίνει ο πόνος του τα γέρα τον πλακόνουν.
+ότι απαράλλακτος καϋμός κ' εμ' έφερε 'ς τον τάφο•
+ούτε η καλότοξη θεά μ' ηύρε 'ς τα δώματά μου
+και μ' έσβυσεν, η Άρτεμις, με τα λεπτά της βέλη•
+αλλ' ούτε αρρώστια μ' εύρηκεν απ' όσαις καταλύουν 200
+με μαρασμόν ελεεινό την ζήσι των ανθρώπων•
+αλλ' ο καϋμός σου, η φρόνησι, του ήθους σου η γλυκάδα,
+αυτά μου εκόψαν την ζωή, λαμπρότατε Οδυσσέα».
+
+Αυτά 'πε• συλλογίσθηκα, και της νεκρής μητρός μου
+να πιάσω τότε την ψυχήν ηθέλησα ο θλιμμένος• 205
+και τρεις εχύθηκα φοραίς, να πιάσω αυτήν ποθώντας,
+και τρεις ωμοίωμα σκιάς ή ονείρου από τα χέρια
+μώφυγε• και βαρύτερος μ' εστενοχώρα ο πόνος,
+και προς αυτήν εφώναζα• «τι φεύγεις, ω μητέρα,
+εις την στιγμή, 'που προσπαθώ με πόθο να σε πιάσω, 210
+όπως και οι δυο 'ς την κατοικιά του Άδη αγκαλιασμένοι
+του κρύου κλάυματος ομού την ηδονή χαρούμε.
+μην είναι τούτο φάντασμα, 'που η θεία Περσεφόνη
+μώστειλ', όπως η λύπη μου και οι στεναγμοί πληθύνουν;»
+
+Αυτά 'πα, και μου απάντησεν η σεβαστή μητέρα• 215
+«α! τέκνο μου, βαρυόμοιρε, ως άλλος δεν ευρέθη!
+δεν απατά σε του Διός η κόρ', η Περσεφόνη,
+αλλ' είναι αυτός εις τους θνητούς ο νόμος του θανάτου.
+ταις σάρκαις και τα κόκκαλα πλειά δεν κρατούν τα νεύρα,
+αλλ' εκείν' όλα η δύναμις της φλόγας αφανίζει, 220
+μόλις τα λευκά κόκκαλα το πνεύμ' αφήση μόνα•
+και ως όνειρο η ψυχή πετά γυρνώντας 'ς τον αέρα.
+αλλά να ιδής πάλι το φως ξεκίνησε, και μάθε
+τούτ' όλα, της συντρόφου σου για να τα ειπής κατόπι».
+
+Αυτά συνωμιλούσαμε• και ιδού, γυναικών πλήθος 225
+έρχονταν, —ως ταις έστελνεν η θεία Περσεφόνη,—
+όσαις και αν ήσαν σύντροφοι και κόραις των ηρώων.
+κ' ενώ 'ς το αίμα ολόγυρα το μαύρο εσυναζόνταν,
+πώς να ερωτήσω καθεμιά 'ς τον νου μου εγώ ζητούσα.
+και απ' όλαις η καλήτερη τούτη μου εφάνη γνώμη• 230
+απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου,
+και δεν ταις άφινα μαζή το μαύρ' αίμα να πίνουν•
+κ' έρχονταν τότε αραδικώς αυτού, και καθεμία
+το γένος της φανέρονε, καθώς την ερωτούσα.
+
+Πρώτ' ήλθε απ' όλαις η Τυρώ, η καλογεννημένη, 235
+'πώλεγε ότ' ήταν γέννημα του απταίστου Σαλμωνέα,
+και τον Κριθέα σύζυγον ότ' είχε τον Αιολίδη.
+άρεσε αυτής ο ποταμός, ο θείος Ενιπέας,
+των ποταμών, όπ' έχ' η γη, ο πλειά χαριτωμένος.
+'ς την πρόσχαρη ακροποταμιάν εσύχναζεν η κόρη, 240
+και ο γεωφόρος ο θεός ωμοιώθη του Ενιπέα,
+και σιμά της επλάγιασε 'ς του ποταμού το στόμα.
+το κύμα ως όρος θολωτόν εστάθη ολόγυρά τους,
+κ' έκρυψε τον αθάνατον, και την θνητήν γυναίκα.
+και αυτήν τότε αποκοίμισεν, αφού της παρθενίας 245
+την ζώνην έλυσε, ο θεός• και ως έγειναν τα έργα
+τα ερωτικά, της έσφιξε το χέρι και της είπε•
+«χαίρε, γυνή, 'ς τ' αγκάλιασμα• 'ς την ώρα θα γεννήσης
+ωραία τέκνα• και άκαρπη ποτέ δεν είναι η κλίνη
+των αθανάτων• θρέψε τα και γλυκανάστησέ τα. 250
+τώρα εις το δώμα πήγαινε, σώπα, μη μ' ονομάσης•
+και συ μάθ' ότι εγνώρισες τον σείστη Ποσειδώνα».
+είπε και μες την θάλασσαν, οπ' άφριζ', εβυθίσθη.
+και τον Πελία γέννησεν αυτή και τον Νηλέα
+και ο Δίας τους ετίμησε• βασίλευε ο Πελίας 255
+εις την Ιωλκό πολύαρνος, ο άλλος εις την Πύλο.
+και η δοξαστή βασίλισσα κατόπιν του Κρηθέα
+άλλους εγέννησεν υιούς, τον Αίσονα, τον Φέρη,
+τον Αμυθάν' ανίκητον εις την ιππομαχία.
+
+Κατόπιν είδα του Ασωπού την κόρην Αντιόπη, 260
+'που, ως εκαυχόνταν, του Διός κοιμήθη 'ς ταις αγκάλαις•
+και τέκνα δυο γεννήθηκαν, ο Αμφίονας και ο Ζήθος•
+τον τόπο της επτάπυλης Θήβας έκτισαν πρώτοι,
+κ' επύργωσαν^ απύργωτην την απλωμένην Θήβα
+δεν δύνονταν να κατοικούν, όσην ανδρειά και αν είχαν. 265
+
+Είδα και του Αμφιτρύωνα την σύντροφον Αλκμήνη,
+οπού τον λεοντόψυχον, άφοβον Ηρακλέα
+εγέννησε, αφού πλάγιασε 'ς την αγκαλιά του Δία.
+και του γενναίου Κρέοντα την κόρη την Μεγάρα,
+'που νύμφην ο αδάμαστος την είχε Αμφιτρυωνίδης. 270
+
+Του Οιδίπου η μάννα εφάνηκεν, η εύμορφη Επικάστη,
+'που τυφλωμένη ανόμησε φρικτά με τον υιόν της.
+'πώσφαξε τον πατέρα του και αυτήν γυναίκα επήρε.
+και τα γενόμενα οι θεοί 'ς τον κόσμο φανερώσαν,
+και αυτός με πάθη, 'ς την γλυκειά την Θήβα, των Καδμείων 275
+βασίλευε, ως ηθέλησεν η οργή των αθανάτων.
+και αυτήν εδέχθη ο άσπλαχνος ο θυρωρός, ο Άδης•
+ότι, 'ς τον άκρον πόνο της, ψηλάθ' από την σκέπη
+κρεμάσθη με συρτοθηλειά, και άφησ' εκείνου πάθη
+αμέτρητ', όσα προξενούν η μητρικαίς κατάραις. 280
+
+Εφάν' η Χλώρις έπειτα, 'που για τα εξαίσια κάλλη
+νύμφην επήρε, αφού 'δωσε πολλά δώρα, ο Νηλέας,
+κόρ' ύστερη του Αμφίονα Ιασίδη, του κυρίου
+του Ορχομενού των Μινυών βασίλισσα εις την Πύλο
+τέκνα λαμπρά του εγέννησεν η Χλώρις, τον Χρομίον, 285
+τον άγριον Περικλύμενον, τον Νέστορα, και ακόμη
+την πολυθαύμαστη Πηρώ, πού την ζητούσαν όλοι
+απ' όλα τα περίχωρα• την έδιδ' ο Νηλέας
+'ς όποιον τους ταύρους θα 'παιρνε του Ιφίκλου απ' την Φυλάκη
+και αυτ' ήσαν δυσκολόπαρτοι• και απ' όλους άγιος μάντης 290
+ετόλμησε κ' εδέχθηκεν εκείθε να τους πάρη•
+αλλά τον άνδρα εσπέδισε μοίρα θεού βαρεία•
+κακά τον έζωσαν δεσμά και αγροτικοί βουκόλοι.
+αλλ' αφού οι μήνες διάβηκαν, και η 'μέραις ετελειώσαν,
+κ' έκλειεν ο χρόνος, κ' έρχονταν 'ς τον κύκλο τους η ώραις, 295
+τον έλυσεν ο Ίφικλος, αφού την μοίραν είπεν
+όλην αυτός, και του Διός το θέλημα εγενόνταν.
+
+Είδα την Λήδαν έπειτα, την νύμφη του Τυνδάρου,
+'που του Τυνδάρου εγέννησε τα τέκνα τα γενναία,
+τον Κάστορα ιπποδαμαστή, τον πύκτη Πολυδεύκη, 300
+'που και τους δύο ζωντανούς κατέχ' η γη γεννήτρα.
+αυτούς και κάτω από την γην ετίμησεν ο Δίας,
+πότε να ήναι ζωντανοί και πότε πεθαμένοι,
+καθένας την ημέρα του• και ωσάν θεοί τιμώνται.
+
+Είδα την Ιφιμέδεια, γυναίκα του Αλωέα, 305
+'πώλεγεν ότι επλάγιασε σιμά 'ς τον Ποσειδώνα,
+και δύο τέκνα γέννησε, κοντόχρονα, τον Ώτον,
+τον θείον, και τον ξακουστόν 'ς τον κόσμον Εφιάλτη•
+απ' όσους έθρεψεν η γη ψηλότερ' ήσαν 'κείνοι,
+κ' ύστερ' απ' τον Ωρίωνα, λαμπρότεροι 'ς το κάλλος. 310
+ήσαν εννηάχρονα παιδιά κ' εννέα πήχαις είχαν
+πλάτος, αλλά το μάκρος τους έφθανε ορυιαίς εννέα•
+και τους θεούς φοβέριζαν ακόμη αυτοί να στήσουν
+μάχην φρικτήν 'ς τον Όλυμπο, πολέμου τρικυμία.
+την Όσσαν εις τον Όλυμπο, 'ς την Όσσα το δασώδες 315
+Πήλιο να θέσουν ήθελαν, 'ς τον ουρανό να φθάσουν.
+και αν είχαν ζήσει ν' ανδρωθούν θα το 'χαν κατορθώσει•
+πλην του Διός και της Λητώς τους έσβυσεν ο γόνος,
+πριν κάτω από τους μήλιγγαις η τρίχαις τους ανθήσουν,
+και με τ' ωραίο χνούδι τους τα μάγουλα σκιάσουν. 320
+
+Η Φαίδρα, η Πρόκνη εφάνηκαν κ' η εύμορφη Αριάδνη,
+κόρη του Μίνωα του φρικτού, 'που από την Κρήτη πέρα
+έπαιρνε νύμφην 'ς ταις ιεραίς Αθήναις ο Θησέας,
+αλλά, πριν κείνος την χαρή, την είχε μαρτυρήσει
+ο Διόνυσος, κ' η Άρτεμις την φόνευσε 'ς την Δία. 325
+
+Η Μαίρα, και η Κλυμένη αυτού φανήκαν, κ' η Εριφίλη
+η μισητή, 'που επρόδωσε τον άνδρα για χρυσάφι.
+αλλ' όσαις είδα ομόκλιναις και κόραις των ηρώων,
+να ονομάσω αν ήθελα, δεν θα 'φθαν' όλ' η νύκτα.
+και να πλαγιάσω είναι καιρός, ή 'ς το ταχύ καράβι 330
+με τους συντρόφους, ή κ' εδώ' για το προβάδισμά μου,
+πρώτα οι θεοί, κ' έπειτα σεις θα λάβετε φροντίδα».
+
+Αυτά πε, και όλοι εσώπαιναν εις το ισκιωμένο δώμα,
+όπως τους εκυρίευσε του λόγου του η μαγεία.
+και πρώτη ωμίλησε εις αυτούς Αρήτ' η λευκοχέρα• 335
+«Φαίακαις, πώς σας φαίνεται του ανθρώπου τούτου τώρα
+το κάλλος, το ανάστημα, και η ίσιαις μέσα φρέναις;
+ξένος μου είναι, αλλ' επειδή τιμήν εις όλους φέρει,
+μη να τον προβοδοτήσετε βιασθήτε, και απ' τα δώρα,
+'που τα 'χει ανάγκην ο πτωχός, μην αφαιρείτ', ότ' είναι 340
+κτήματα, χάρις 'ς τους θεούς, 'ς τα σπίτια μας περίσσα».
+
+Ο ήρωας τότε ωμίλησεν Εχένηος ο γέρος,
+οπού 'ς τους χρόνους ήτο αυτός ο πρώτος των Φαιάκων•
+«Ω φίλοι, ό,τ' είπε η φρόνιμη βασίλισσα δεν είναι
+εναντίον εις την γνώμη μας, και σεις να το δεχθήτε. 345
+και απ' τον Αλκίνοον κρέμεται η πράξι ομού και ο λόγος».
+
+Και προς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος και είπε•
+«Τούτος ο λόγος στερεός θα μείν', αν είν' αλήθεια
+'που ζωντανός των ναυτικών Φαιάκων βασιλεύω.
+και ο ξένος, όσο και αν ποθεί να φθάση 'ς την πατρίδα, 350
+ως αύριον να' χη υπομονή, τα δώρα ως να συνάξω,
+και όλοι για το προβάδισμα θα λάβουν την φροντίδα,
+οι άνδραις, κ' εγώ μάλιστα, 'πώχω την εξουσία».
+
+'Σ αυτόν τότε ο πολύβουλος απάντησε Οδυσσέας•
+«Μεγάλε Αλκίνοα, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, 355
+και αν χρόνο σεις ολόκληρο μου ελέγετε να μείνω,
+όπως με στείλετ' έπειτα με διαλεμμένα δώρα,
+άλλο δεν ήθελα κ' εγώ• πολύ θα μ' ωφελούσε
+με πλούτη περισσότερα να γύρω εις την πατρίδα•
+αλλά και σεβαστότερος, πλειά ποθητός, θε να 'μουν 360
+'ς εκείνους 'που θα μ' έβλεπαν να φθάσω 'ς την Ιθάκη».
+
+Και προς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος• και είπε•
+«'Σ την όψι σου παντάπασι δεν δείχνεις, Οδυσσέα,
+απατητής και δολερός, καθώς πολλούς η μαύρη
+γη βόσκει απ' όλους τους θνητούς 'που 'ναι παντού σπαρμένοι, 365
+και πλάθουν αυτοί ψεύματα, 'που δεν τα ξεχωρίζεις.
+σένα είναι ο λόγος εύμορφος και ο νους σου μέσα ωραίος,
+και προκομμένα, ωσάν αοιδός, μας έχεις ιστορήσει
+και τα δικά σου βάσανα κ' εκείνα των Αργείων.
+αλλά μ' αλήθεια λέγε μου, να μάθω, αν κάποιον είδες 370
+των ισοθέων φίλων σου, όσοι μαζή σου επήγαν
+'ς την Τροία, κ' εύρηκαν εκεί την ύστερή τους ώρα.
+τώρ' είναι η νύκτ' απέραντη• δεν ήλθ' η ώρ' ακόμη
+του ύπνου, και συ λέγε μου τα έργα οπ' ομοιάζουν θεία•
+κ' εδώ θα 'μεν' ατάραχος, όσο να φέξ' η ημέρα, 375
+αν να ιστορήσης έστεργες τα πάθη σου 'ς εμένα».
+
+'Σ αυτόν τότε ο πολύβουλος απάντησε Οδυσσέας•
+«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,
+πότε καιρός λόγων πολλών, πότε καιρός του ύπνου•
+αλλ' αν ποθείς, είμ' έτοιμος να σου ιστορήσω ακόμη 380
+αλλ' απ' αυτά φρικτότερα, των φίλων μου τα πάθη,
+όσοι κατόπι εχαθήκαν• αυτοί 'που, αφού σωθήκαν
+από τον πολυστένακτον των Τρωαδιτών αγώνα,
+'ς τα γονικά τους έχασε κακότροπη συμβία.
+
+Και τοις ψυχαίς των γυναικών άμ' είχε διασκορπίσει 385
+'ς την μια 'ς την άλλη την μεριάν η θεία Περσεφόνη,
+η ψυχή του Αγαμέμνονα του Ατρείδ' ήλθεν εμπρός μου
+θλιμμένη, και τριγύρω της συνάχθηκαν η άλλαις,
+όσαις μαζή του απέθαναν 'ς την κατοικιά του Αιγίσθου.
+κ' ευθύς μ' εγνώρισεν αυτός, το μαύρ' άμ' έπιεν αίμα• 390
+σφικτά θρηνούσε, αστάλακτα τα δάκρυα του κυλούσαν,
+κ' ετέντονε τα χέρια του ζητώντας να με φθάση•
+αλλά δεν είχε δύναμιν, ανδρειά δεν είχε πλέον,
+όπως την είχε ζωντανός 'ς τα λυγερά του μέλη.
+άμα τον είδα εδάκρυσα κ' ερράισ' η καρδιά μου, 395
+κ' ευθύς τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα•
+«ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη,
+ποια μοίρα του ολοτέντωτου σ' εδάμασε θανάτου;
+μη σέ μες τα καράβια σου δάμασε ο Ποσειδώνας,
+σηκόνοντας αζήλευτην πνοήν κακών άνεμων, 400
+ή εχθροί 'ς την γη σ' εχάλασαν, ενώ βώδια και αρνία
+καλόμαλλα τους έπαιρνες ή εμάχοσουν την πόλι
+να πάρης και τα θηλυκά να σύρης 'ς την δουλεία;»
+
+Αυτά 'πα• ευθύς απάντησι μου έδωσεν εκείνος•
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 405
+ούτ' εμέ 'ς τα καράβια μου δάμασε ο Ποσειδώνας,
+σηκόνοντας αζήλευτην πνοήν κακών ανέμων,
+αλλ' ούτ' εχθροί μ' εχάλασαν 'ς την γην αλλά τον χάρο
+ο Αίγισθος μου ετοίμασε με την καταραμένη
+γυναίκα μου• 'ς το σπίτι του μ' εκάλεσεν εκείνος, 410
+και, ως σφάζουν βώδι 'ς το παχνί, 'ς το γεύμα εμ' έχει σφάξει•
+έτσι εκακοθανάτηοα, και γύρω οι σύντροφοί μου
+σφάζοντο, ως γίνεται η σφαγή των λευκοδόντων χοίρων
+'ς το σπίτι ανθρώπου υπέρπλουτου, μεγάλου, όπ' έχ' ή γάμους
+ή φαγοπότι φιλικόν ή επίσημο τραπέζι. 415
+ήδη σου έτυχε να ιδής φόνους πολλών ανθρώπων,
+είτ' έπεσαν μονόμαχα, είτε εις μεγάλην μάχη•
+αλλά πολύ θα οδύροσουν αν έβλεπες εκείνα,
+πώς 'ς τον κρατήρα ολόγυρα, 'ς τα γεμιστά τραπέζια,
+κειτόμασθε, και 'ς τα αίματα τρικύμιζεν ο πάτος• 420
+κ' έφριξα 'ς το ξεφωνητό της κόρης του Πριάμου,
+Κασσάνδρας, 'που την φόνευσε κοντά μου η Κλυταιμνήστρα
+η επίβουλη• κ' εγώ 'ς την γη με πετακταίς αγκάλαις
+σφαμμένος τότ' εβρόντησα, και μ' άφησεν η σκύλλα,
+ουδέ η καρδιά της έδωσεν, εκεί 'που ξεψυχούσα, 425
+τα μάτια να μου πιάση καν, το στόμα να μου κλείση•
+όχι, φρικτό και αδιάντροπο 'ς την γην άλλο δεν είναι
+ως η γυναίκ', άμα 'ς τον νου παρόμοιαις πράξαις βάλη•
+ιδές πώς κείνη ωργάνισεν έργον αισχρό κ' εγίνη
+του ανδρός της φόνισσα• κ' εγώ θαρρούσα 'ς την πατρίδα 430
+περίχαρα να με δεχθούν τα τέκνα μου και οι δούλοι•
+αλλά η σοφή 'ς τα πονηρά και αυτή κατεντροπιάσθη,
+και απόμεινεν η εντροπή 'ς των θηλυκών το γένος,
+και όταν κατόπιν ευρεθούν καλόπρακταις γυναίκαις».
+
+Αυτά 'πε, και του απάντησα• «ωιμέ, πόσον ο Δίας 435
+αρχήθεν εκατάτρεξε το γένος του Ατρέα
+με γυναικών βουλεύματα• ιδού, για την Ελένη
+χαθήκαν άπειροι απ' εμάς• και σένα η Κλυταιμνήστρα
+δόλον σου ετοίμαζε, μακράν ενώ 'λειπες 'ς τα ξένα».
+
+Είπα, κ' ευθύς απάντησι μου έδωσεν εκείνος• 440
+«όθεν και συ της γυναικός ποτέ μην ήσαι πράος,
+και αυτής μην όλα, όσα καλά γνωρίζεις, φανερώσης•
+λέγε της κάποια, και άλλ' αυτής να τα κρατής κρυμμένα.
+όμως απ' την γυναίκα σου συ φόνον μη φοβήσαι•
+παρά πολύ 'ναι συνετή, άπειραις χάραις έχει 445
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη, κόρη του Ικαρίου.
+νηόνυμφη την αφίναμε την ώρα, οπού μαζή σου
+εβγήκαμε εις τον πόλεμο, και 'ς τα βυζί 'χε βρέφος,
+'που 'ς των αδρών τώρα, θαρρώ, τον αριθμό καθίζει.
+ο ευτυχής! θα τον ιδή γερνώντας ο πατέρας, 450
+και τον πατέρα, ως πρέπει, αυτός θα σφίξη 'ς ταις αγκάλαις
+και τον υιόν μου εγώ να ιδώ δεν μ' άφησε η δική μου,
+τα μάτια μου να τον χαρούν, αλλ' έκοψέ με πρώτα.
+Και τ' άλλο τούτο θα σου ειπώ και βάλε το 'ς τον νου σου•
+Κρυφά και όχι ολοφάνερα 'ς την ποθητήν πατρίδα 455
+ν' αράξης, ότι εχάθηκεν η πίστι απ' ταις γυναίκαις.
+και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω,
+αν 'που 'ναι ακόμη 'ς την ζωή για το παιδί μου ακούτε,
+είτ' είναι 'ς τον Ορχομενόν ή 'ς την αμμώδη Πύλο,
+ή 'ς τον Μενέλαο σιμά, 'ς την Σπάρτη την πλατεία• 460
+τι ακόμ' η γη δεν σκέπασε τον θεϊκόν Ορέστη».
+
+Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα•
+Ατρείδη, αυτά τι μ' ερωτάς; δεν ξεύρω αν ζη εκείνος
+ή απέθανε• κ' είναι κακό να λέγωνται τα μάταια».
+
+Τέτοιαις ελέγαμε φρικταίς οι δυο μας ομιλίαις, 465
+δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι,
+τότε μου εφάνηκε η ψυχή του Αχιλληά Πηλείδη,
+και του Πατρόκλου ομού μ' αυτόν, και του άψεγου Αντιλόχου,
+και του Αίαντα, οπού 'ς την μορφή θα ενίκα και εις το σώμα
+τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης. 470
+ευθύς μ' εγνώρισε η ψυχή του γοργοπόδη Αιακίδη,
+και κλαίοντας μου ωμίΛησε με λόγια πτερωμένα•
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+τι άλλο φοβερώτερο θα επιχειρήση ο νους σου;
+'ς τον Άδη πώς κατέβηκες, 'που οικούν οι πεθαμένοι, 475
+άνοα φαντάσματα θνητών, 'πώχει αναπαύσει ο χάρος;»
+
+Είπε, κ' εγώ του απάντησα• «Πηλείδη Αχιλλέα,
+των Αχαιών υπέρτατε, 'ς τον Τειρεσίαν ήλθα
+γνώμην να ειπή πώς θα 'φθανα 'ς την πετρωτήν Ιθάκη,
+τι 'ς άκραν γης Αχαϊκής δεν έχω φθάσει ακόμα, 480
+και δέρνομαι ακατάπαυτα μακράν απ' την πατρίδα•
+αλλά, Πηλείδη, ωσάν εσέ μακάριος δεν ευρέθη
+ως τώρα κανείς άνθρωπος, ή θα ευρεθή κατόπι.
+σε ζωντανόν ωσάν θεόν δοξάζαμεν οι Αργείοι,
+και τώρα πάλι 'ς τους νεκρούς πολύς και μέγας είσαι• 485
+όθεν ποσώς μη θλίβεσαι 'που απέθανες, Πηλείδη».
+
+Αυτά 'πα, και μου απάντησε• «λαμπρότατε Οδυσσέα,
+μη θέλης για τον θάνατον να με παρηγορήσης•
+χωρικός να 'μουν ήθελα και να ξενοδουλεύω
+άνδρα πτωχόν, 'που κτήματα μεγάλα να μην έχη, 490
+παρά εις όλους τους νεκρούς εγώ να βασιλεύω.
+αλλ' έλα για τον ένδοξον υιόν μου ειπέ μου τώρα,
+αν προμαχεί 'ς τον πόλεμον ή οπίσω μένει εκείνος•
+και ειπέ μου αν τίποτ' έμαθες για τον λαμπρόν Πηλέα,
+των Μυρμιδόνων των πολλών αν βασιλεύη ακόμη, 495
+ή 'ς την Ελλάδα και εις την Φθιά δεν τον ψηφά κανένας,
+τώρα 'που χέρια του κρατεί και πόδια ομού το γήρας.
+ότι δεν του 'μαι εγώ βοηθός, άνω 'ς το φως του Ηλίου,
+τέτοιος ως ήμουν μιαν φοράν εις την πλατειά Τρωάδα,
+κ' έκοβα τ' άνθος των ανδρών, βοηθώντας τους Αργείους. 500
+για 'λίγο αν τέτοιος πήγαινα 'ς το δώμα του πατρός μου,
+θα 'φερναν ανατρίχιασμα τ' ανίκητά μου χέρια
+'ς αυτούς, 'που την βασιλική τιμή θε να του αρπάξουν».
+
+Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα•
+«ποσώς δεν έχω είδησι του θαυμαστού Πηλέα• 505
+αλλ' ως προς τον Νεοπτόλεμο, το ποθητό παιδί σου,
+όλην, ως θέλεις, απ' εμέ θα μάθης την αλήθεια.
+ότι εγώ κείνον έφερα με ισόπλευρο καράβι
+των ευκνημίδων Αχαιών 'ς το στράτευμα απ' την Σκύρο.
+και όταν συμβούλια γένονταν, 'ς τα τείχη εμπρός της Τροίας, 510
+πάντότ' ωμίλειε πρώτ' αυτός, ουδ' έσφαλν' εις τους λόγους•
+μόνον ο ισόθεος Νέστορας ή εγώ τον ενικούσα.
+και τ' άρματα όταν άστραφταν 'ς τα τρωικά πεδία,
+κείνος δεν έμενε ποτέ 'ς το πλήθος και 'ς την τάξι,
+αλλά προέτρεχε πολύ με ατρόμητον ανδρεία, 515
+και άνδραις εφόνευσε πολλούς 'ς τον φοβερόν αγώνα.
+και όσους αυτός εφόνευσε βοηθώντας τους Αργείους,
+δεν θα ημπορούσα εγώ να ειπώ• μόνον πως έχει σφάξει
+τον Τηλεφίδη Ευρύπυλο• και οι Κήτειοι σύντροφοί του
+σωρός σιμά του εσφάζονταν, εξ αφορμής των δώρων 520
+οπ' έλαβε η μητέρα του• κ', ύστερ' από τον θείο
+τον Μέμνονα, ωραιότατον άνδρ' ως αυτόν δεν είδα.
+και όταν εκατεβαίναμεν, οι πρώτοι των Αργείων,
+'ς τ' άλογο 'πώκαμ' ο Επειός, και εις όλ' είχα εξουσία,
+να κλειώ, ν' ανοίγω, ως ήθελα, τον στερεόν κρυψιώνα, 525
+τότ' οι αρχηγοί των Δαναών, οι βασιλείς οι άλλοι,
+τα δάκρυα τους εσφόγγιζαν κ' οι αρμοί τους όλοι ετρέμαν,
+αλλά την όψι την καλήν εκείνου να χλωμιάνη
+δεν είδ', ή από τα μάγουλα τα δάκρυα να σφογγίζη•
+αλλά να ορμήση απ' τ' άλογο θερμά παρακαλούσε, 530
+και όλο την χούφτα του σπαθιού και το βαρύ κοντάρι
+έψαχνε, κ' είχεν εις τον νου τον όλεθρον της Τροίας.
+αλλ' ότε κάτω ερρίξαμε τους πύργους του Πριάμου,
+εις το καράβι ανέβαινε με μέρος των λαφύρων,
+και ωραίο δώρο, αλάβωτος, τι δεν τον είχε πάρει 535
+λόγχη μακρόθ' ή από σιμά, καθώς συχνά συμβαίνει
+'ς τον πόλεμο, 'που ανάμικτα λυσσομανά ο Άρης»
+
+Αυτά 'πα, και τότε η ψυχή του γοργοπόδη Αιακίδη
+μακροπατώντας έσχιζε τ' ασφοδελό λιβάδι
+χαρά γεμάτη όπ' άκουσε την δόξα του παιδιού του. 540
+
+Κ' η άλλαις έμεναν εκεί ψυχαίς των πεθαμένων
+περίλυπαις, και η καθεμιά τον πόνο της μ' ερώτα,
+μόνη του Αίαντα η ψυχή, του Τελαμωνιάδη,
+έστεκε ανάμερα πολύ• την χόλιαζεν η νίκη,
+'που 'ς τα καράβια νίκησα 'ς την κρίσι των αρμάτων 545
+του Αχιλλέα, 'που η σεπτή μητέρα του είχε στήσει,
+και Τρωαδίταις έκριναν και η Παλλάδ' Αθήνη.
+για τέτοιο κέρδος άμποτε να μην είχα νικήσει!
+αφού για κείνα εσκέπασεν η γη παρόμοιον άνδρα,
+τον Αίαντα, 'που εις την μορφήν θα ενίκα και εις τα έργα 550
+τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης.
+«Αίαντα Τελαμώνιε — του 'πα γλυκομιλώντας —
+ουδέ νεκρός δεν έμελλες το πάθος ν' αστοχήσης,
+'πώχεις 'ς εμέ για τ' άρματα τα τρισκαταραμένα;
+Αχ! οι θεοί φθοροποιά τα έκαμαν των Αργείων. 555
+πύργος τους ήσουν σ' έχασαν και οι Αχαιοί σε κλαίμε
+ολοκαιρής ως κλαίουμε τον θείον Αχιλλέα.
+κ' αίτιος δεν είναι του κακού κανείς αλλ' είν' ο Δίας,
+'που φοβερά των Δαναών το λογχοφόρον πλήθος,
+ωργίσθη, και σέν' έδωκε την μοίρα του θανάτου. 560
+αλλ' έλα, κύριε, σίμωσε, τους λόγους μου να πάρης,
+και την οργή σου δάμασε 'ς το στήθος το γενναίο».
+
+Εις τούτ' απάντησιν αυτός δεν έδιδε, αλλ' επήγε
+'ς το Έρεβος με ταις ψυχαίς των άλλων πεθαμένων,
+και όμως θα ωμίλειε προς εμέ, όσην χολήν και αν είχε, 565
+ή εγώ θα ωμίλεια προς αυτόν, αλλ' η καρδιά μ' εκίνα
+να ίδω ακόμη ταις ψυχαίς των άλλων πεθαμένων.
+
+Είδα τον Μίνω, του Διός λαμπρόν υιόν, 'που εκράτει
+σκήπτρο χρυσό κ' εκάθονταν κριτής των πεθαμένων,
+όπ' άλλοι ορθοί τριγύρω του και άλλοι καθισμένοι 570
+'ς του Άδη το πλατύπυλο το δώμα εδικαζόνταν.
+
+Είδα και τον θεόρατον Ωρίωνα κατόπι
+ν' ανακατόνη τα θεριά 'ς τ' ασφοδελό λιβάδι,
+κείνα, 'που εις όρη απάτητα φονεύσ' είχεν εκείνος•
+και ρόπαλον ολόχαλκον ασύντριφτο κρατούσε. 575
+
+Τον Τιτυόν, γόνον της Γης της δοξασμένης, είδα,
+οπού 'ς το χώμα εκείτονταν κ' εσκέπαζ' εννηά πλέθρα•
+δυο γύπαις τον παράστεκαν, του σχίζαν και του τρώγαν
+το σκώτι, και τα χέρια του δεν τους απομακραίναν•
+ότ' είχε σύρει την Λητώ, σεπτήν φίλην του Δία, 580
+προς την Πυθώνα ως διάβαινε την πάντερπνη Πανόπη.
+
+Κατόπ' είδα τον Τάνταλον, φρικτά βασανισμένον,
+ορθόν 'ς την λίμνη• τώγγιζεν εκείνη το πηγούνι•
+εδίψα, αλλά δεν πρόφθανε να πάρη καν ρανίδα•
+λαίμαργα ως έσκυφτε να πιή ο γέρος, εχανόνταν 585
+το νερό κάτω ρουφηκτά, και γύρω του εις τα πόδια
+γη μαύρη εφανερόνονταν φρυμμένη από την μοίρα.
+και υψηλά δένδρα επάνωθε κρεμούσαν τον καρπό τους•
+απιδιαίς ήσαν, ροϊδιαίς, λαμπρόκαρπαις μηλέαις.
+και με συκιαίς γλυκόκαρπαις εληαίς θυμό γεμάταις. 590
+και όσαις εξάμονε φοραίς ο γέρος να ταις πιάση.
+ταις έπαιρνεν ο άνεμος 'ς το σκιοφόρα νέφη.
+
+Ακόμ' είδα τον Σίσυφον, φρικτά βασανισμένον•
+λίθον αυτός θεόρατον και με τα δυο βαστούσε•
+τα πόδια 'ς την γην στύλονε, τον λίθον με τα χέρια 595
+άμπωθεν άνω εις το βουνό, και ότι έμελλ' απ' την άκρη
+να τον κυλήση αντίπερα, τον γύριζε το βάρος,
+κ' εξανακύλ' αδιάντροπος 'ς το σιάδι οπίσ' ο λίθος.
+και πάλι αυτός τον άμπωθε μ' αγώνα, κ' έσταζ' ίδρω
+το σώμα, και απ' την κεφαλή του ανέβαινεν η σκόνη. 600
+
+Είδα έπειτα τον Ηρακλή, — το φάντασμα του μόνον•
+εις τα συμπόσια τέρπεται θεών των αθανάτων
+αυτός, και την καλόφτερνην την Ήβην έχει νύμφην,
+'που του Διός εγέννησεν η χρυσοσάνδαλ' Ήρα.
+ωσάν πετούμενα οι νεκροί τριγύρω του αλαλάζαν 605
+και τρομασμένοι εσκόρπιζαν• μαύρος 'σαν μαύρην νύκτα
+το τόξον είχε αυτός γυμνό, και εις την χορδή το βέλος,
+και αγριοκυττώντας φαίνονταν πως πάντοτε τοξεύει.
+τρομακτικός του έζωνε το στήθος τελαμώνας,
+χρυσός, κ' επάνω θαύματα 'ς αυτόν ήσαν φθειασμένα, 610
+αρκούδαις, αγριόχοιροι, φλογόμματα λεοντάρια,
+πόλεμοι, μάχαις, αίματα, πολλαίς σφαγαίς ανθρώπων.
+ας παύση να φιλοτεχνή κατόπιν ο τεχνίτης,
+'που εφεύρηκε 'ς την τέχνη του παρόμοιον τελαμώνα.
+ότι μ' αντίκρυσεν αυτός, μ' εγνώρισεν αμέσως, 615
+και κλαίοντας μου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα•
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+σέρνεις, α! δύστυχε, και συ διεστραμμένην μοίρα,
+'σαν κείνην 'πώφερνα κ' εγώ 'ς τον Ήλιον αποκάτω.
+ναι, του Κρονίδ' ήμουν υιός, αλλ' είχ' άπειρα πάθη, 620
+ότ' ήμουν δούλος 'ς άνθρωπον πολύ κατώτερόν μου.
+κ' εκείνος μ' επιφόρτιζε πολύ βαρείς αγώναις•
+και μια φορά 'δω μ' έστειλε τον σκύλο να του φέρω,
+ότι άλλον δεν εφεύρισκε για με σκληρόν αγώνα•
+και το θεριόν αναίβασα του Άδη από τα βάθη, 625
+όπως μ' ωδήγησεν ο Ερμής και η γλαυκομμάτ' Αθήνη».
+
+Αυτά 'πε, κ' έστρεψεν ευθύς 'ς την κατοικιά του Άδη•
+εγώ 'ς τον τόπον έμενα, μην κάποιος έλθη ακόμη,
+εκείνων, οπού απέθαναν το πάλαι, ανδρών ηρώων.
+και τους αρχαίους θα 'βλεπα τους άνδραις, 'που εποθούσα, 630
+τέκνα τρισένδοξα θεών, Πειρίθοον και Θησέα.
+αλλ' άπειρα εσυνάζονταν των πεθαμένων πλήθη,
+με αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος,
+μην της Γοργώς την κεφαλή, τέρας φρικτό, μου στείλη
+του Άδη από την κατοικιάν η θεία Περσεφόνη. 635
+'ς το πλοίο τότ' εκίνησα και των συντρόφων είπα,
+να 'μπουν και τα πρυμόσχοινα να λύσουν• ανεβήκαν
+αυτοί κ' ευθύς εκάθισαν και το καράβι εκύλα
+'ς τον ποταμόν Ωκεανόν, ως το 'φερνε το ρεύμα,
+με τα κουπιά, και το 'σπρωξε πρύμος κατόπι ωραίος. 640
+
+
+
+Ραψωδία Μ
+
+
+
+Τον ποταμόν Ωκεανόν άμ' άφησε το πλοίο,
+κ' έφθασε μεσοπέλαγα 'ς την νήσο την Αιαία,
+'που 'ναι της ορθογέννητης Ηώς η κατοικία,
+και οι φωτεινοί χορότοποι, και ο Ήλιος πρωτολάμπει,
+'ς τον άμμο επάνω εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο, 5
+εις τ' ακρογιάλι εβγήκαμε, και, αφού πήραμ' ολίγον
+ύπνον, επεριμέναμεν η άφθαρτ' Ηώ να φέξη.
+
+Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+κ' έστειλα τους συντρόφους μου 'ς τα δώματα της Κίρκης,
+του νεκρωμένου Ελπήνορα το λείψανο να πάρουν. 10
+και αφού κορμούς εκόψαμε, 'ς τ' ακρότατο ακρογιάλι
+τον θάπταμε περίλυποι, κ' έρρεε θερμό το δάκρυ.
+και άμα ο νεκρός και του νεκρού τ' άρματα ομού καήκαν,
+μνήμα του εσηκώσαμε, θέσαμ' επάνω στήλη.
+κ' ίσιον εστήσαμε κουπί 'ς την κορυφή του τάφου. 15
+
+Τούτα ενώ κάμναμεν εμείς, δεν ξέφυγε της Κίρκης
+ότι απ' τον Άδη εφθάσαμεν, αλλ' ήλθ' ευτρεπισμένη
+αμέσως• και η θεράπαιναις σιμά της 'φέρναν άρτο,
+κρέατα πλήθια και κρασί κόκκινο και φλογώδες.
+εστάθ' η ασύγκριτη θεά 'ς την μέση μας και είπε• 20
+«άνδραις σκληροί, 'που ζωντανοί κατέβητε 'ς τον Άδη•
+διθάνατοι• μονόφορα οι άλλοι θνητοί πεθαίνουν.
+τώρα φαγί, τώρα κρασί, χαρήτ' εδ' ολημέρα,
+και θέλει ξεκινήσετε η αυγούλ' άμα ροδίση.
+τον δρόμο θα σας δείξω εγώ, και θα προειπώ τα πάντα, 25
+μη λάχη και από επίβουλη διεστραμμένη γνώμη,
+'ς το πέλαγος ή 'ς την στερηά, μέγα κακό σας εύρη».
+
+Αυτά 'πε, κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας.
+και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι
+μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. 30
+και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα,
+εις τα πρυμόσχοινα σιμά οι άλλοι αναπαυθήκαν•
+μέν' απ' το χέρι πήρε αυτή μακράν απ' τους συντρόφους,
+εκάθισέ με, πλάγιασε κοντά μου, και μ' ερώτα•
+κ' εγώ της εξιστόρησα τα πάντα ένα προς ένα. 35
+προς εμέ τότε ωμίλησεν η Κίρκ' η σεβασμία•
+'τούτα όπως τα 'πες έγειναν ό,τι θα ειπώ συ τώρα
+άκου, και πάλι ένας θεός θα σου τα υπενθυμίση.
+
+Και πρώτα εις το ταξείδι σου θα φθάσης 'ς ταις Σειρήναις,
+'π' όλους μαγεύουν τους θνητούς, όσοι κοντά τους έλθουν. 40
+όποιος σιμώση απ' αγνωσιά και ακούση των Σειρήνων
+τον ήχο, δεν θα τον ιδούν τα τρυφερά παιδιά του
+ολόχαρα, και η σύντροφος, να φθάσ' εις την πατρίδα.
+αλλά η Σειρήναις με γλυκύ τραγούδι τον μαγεύουν,
+'ς την λιβάδια καθήμεναις' κ' είναι σωρός τριγύρω 45
+κόκκαλ' ανδρών 'που σέπονται, και όλο το δέρμα ρέει.
+προσπέρασε ταις, και τ' αυτιά συ φράξε των συντρόφων
+με γλυκομάλακτο κερί, μήπως κανείς των άλλων
+ακούση• και αν εσύ ποθείς ν' ακούσης, ας σε δέσουν
+ολόρθον χεροπόδαρα 'ς του καταρτιού την ρίζα, 50
+και των σχοινιών ταις κορυφαίς ας σφίξουν 'ς τον κορμό του,
+ηδονικά το λάλημα ν' ακούσης των Σειρήνων.
+και αν να σε λύσουν τους ζητείς θερμά και τους προστάζεις,
+πάντοτ' εκείνοι με δεσμά πλειότερ' ας σε σφίγγουν.
+αλλ' όταν το καράβι σου κείναις οπίσω αφήση, 55
+'ς το εξής εγώ δεν θα σου ειπώ ρητώς από τους δύο
+ποιος μέλλει να 'ναι ο δρόμος σου• και ατός του ο νους σου ας κρίνη.
+θέλει σου δείξω τώρα εγώ το 'να και τ' άλλο μέρος.
+
+Το' να έχει πέτραις κρεμασταίς, και προς αυταίς βροντάει
+μέγα το κύμα της γλαυκής 'ς την όψιν Αμφιτρίτης. 60
+κείναις Πλαγκταίς οι μάκαρες θεοί ταις ονομάζουν,
+και ουδέ πουλί ταις προσπερνά, αλλ' ούδ ' η περιστέραις,
+οπού του Δία του πατρός την αμβροσία φέρουν•
+ως και απ' αυταίς κάθε φοράν η γλυστρή πέτρ' αρπάζει•
+αλλά να κλείσ' ο αριθμός στέλνει ο πατέρας άλλην. 65
+θνητών καράβι αυτού ποτέ, αν ήλθε, δεν εσώθη•
+αλλά καραβοσάνιδα και ανδρών σώματα παίρνουν
+της θάλασσας τα κύματα και της φλογός η λύσσα.
+μόν' ένα κείθε πέρασε θαλασσοπόρο πλοίο,
+απ' τον Αιήτη πλέοντας, Αργώ η ξακουσμένη• 70
+και αυτή θε να 'σπαε 'ς ταις τραναίς πέτραις, χωρίς το χέρι
+της Ήρας, 'που τον φίλο της τον Ιάσωνα ελυπήθη.
+
+'Σ' τ' άλλο δυο βράχ' υψόνονται• τον ουρανόν εγγίζει
+ο ένας μ' άκρη σουβλερή, και συννεφιά τον ζώνει
+μαύρη και μένει ατάραχη, και εις την κορφήν εκείνη, 75
+καλόκαιρο ή φθινόπωρο, ποτέ δεν ξαστερόνει.
+κει δεν θα εμπόρει ν' αναιβή θνητός ή να πατήση
+ποτέ κανένας, κ' είκοσι χέρια και πόδια αν είχε•
+ότ' είναι η πέτρα γλυστερή, 'σαν σκαλισμένος λίθος.
+σκοτεινόν άντρο ανοίγεται του βράχου μες την ζώνη 80
+προς δύσιν, εις το έρεβος γυρμέν', όπου το πλοίο
+και σεις, θαρρώ, θα στρέψετε, λαμπρότατε Οδυσσέα.
+ουδέ γενναίος τοξευτής θα εμπόρει απ' το καράβι
+να φθάση με το βέλος του του άντρου βαθυού το στόμα.
+Κει μέσα η Σκύλλα κατοικεί και φοβερά γαυγίζει• 85
+φωνούλαν έχει ωσάν μικρού νεογεννημένου σκύλου•
+αλλ' είναι αυτή τέρας κακόν• ουδέ θνητός κανένας
+ή αθάνατος θα χαίρονταν αν την εθεώρα εμπρός του.
+πόδια 'χει εκείνη δώδεκα και αμόρφωτα είναι όλα,
+έξι λαιμούς μακρύτατους, και μέσα εις τον καθέναν 90
+μιαν κεφαλήν τρομακτικήν, όπ' έχει τρεις αράδαις
+δόντια πολλά, πυκνότατα, μαύρου μεστά θανάτου.
+και εις τ' άντρο ευρίσκεται η μισή κρυμμένη και από εκείνο
+το φοβερό το βάραθρο ταις κεφαλαίς προβάλλει,
+και αυτού ψαρεύει, ψάχνοντας ολόγυρα εις τον βράχο, 95
+δελφίνια και σκυλόψαρα, και, αν τύχη, μέγα κήτος,
+'π' άμετρα βόσκ' η βροντερή 'ς τα κύματ' Αμφιτρίτη.
+ναύτης δεν επαινέθηκε 'που εκείθε με το πλοίο
+χωρίς να πάθη εδιάβηκε• με κάθε κεφαλή της
+έναν απ' το μαυρόπλωρο καράβι αρπάζ' η Σκύλλα. 100
+και τούτου χαμηλότερον θα ιδής τον άλλον βράχο•
+σιμά 'ναι, οπού θα ετόξευες απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος•
+μεγάλην έχει αγριοσυκιά, πολύφυλλη, και κάτω
+την μαύρην άρμη αναρρουφά η Χάρυβδις η θεία.
+τι την ημέρα τρεις φοραίς ξερνά, και τρεις ρουφάει, 105
+τρόμος! μη τύχης εσύ κει την ώρα οπού ρουφήση•
+ότι δεν θα σ' εφύλαγε και αυτός ο κοσμοσείστης.
+αλλά το πλοίο στρέψε συ της Σκύλλας προς τον βράχο
+γλήγορα, και προσπέρασε• προτίμα έξι συντρόφους
+να χάσης απ' το πλοίο σου παρ' όλους να τους κλάψης». 110
+
+Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν «θεά, συ δίδαξέ με,
+αν κάποιος τρόπος γίνεται κ' εκείνην να ξεφύγω
+την πάγκακη την Χάρυβδι, και πάλι ν' αντικρούσω
+την άλλην, όταν θα χυθή τους φίλους να μου αρπάξη».
+
+Είπα, και η θαυμαστή θεά μου απάντησεν αμέσως• 115
+«αγώναις και άρματα, ω σκληρέ, πάλ' η καρδιά σου θέλει•
+δεν θα τραβιέσαι ουδ' έμπροσθεν θεών των αθανάτων;
+κ' εκείνη δεν είναι θνητή, κακόν αθάνατό 'ναι,
+άγριο, φρικτόν, αμάχητον• αντίστασιν δεν έχει
+καμμίαν• το καλήτερο να φύγης απ' εμπρός της. 120
+ότι αν, ως αρματόνεσαι, κοντοσταθής 'ς τον βράχο,
+φοβούμαι μην ορμήση αυτή και πάλι σε προφθάση,
+και μ' όσαις έχει κεφαλαίς τόσους αρπάξη ανθρώπους•
+αλλά με βια τραβάτ' εμπρός, και κράξτε την Κραταίαν,
+οπού την Σκύλλα γέννησε, πληγήν εις τους ανθρώπους• 125
+και αυτή να χυθή δεύτερα δεν θέλει την αφήση.
+
+'Σ της Θρινακίας το νησί θα φθάσης, όπου βόσκουν
+βώδια του Ηλίου πάμπολλα και σαρκωμέν' αρνία•
+βωδιών επτά κοπαίς, αρνιών επτά, κ' έχει πενήντα
+κάθε κοπή• και δεν γεννούν, αλλ' ούτε ολιγοστεύουν• 130
+δυο νύμφαις καλοπλέξουδαις επιστατούν εκείνα,
+Φαέθουσα και Λαμπετιά, και θυγατέραις είναι
+του Ηλίου του Υπερίονα και της καλής Νεαίρας.
+ταις γέννησε και ανάστησεν η σεβαστή μητέρα,
+και εις το νησί ταις έβαλε να ζουν της Θρινακίας, 135
+τα πατρικά τους πρόβατα και βώδια να φυλάγουν.
+και αν δεν τα εγγίζης κ' εννοιασθής για την επιστροφή σου,
+τότε, και αν πάθετε πολλά, θα φθάστε εις την Ιθάκη•
+αλλ' αν τα βλάψης, όλεθρο προβλέπω εις το καράβι
+και εις τους συντρόφους• και αν σωθής μόνος εσύ, θα φθάσης 140
+αργά και κακώς έχοντας, και από συντρόφους έρμος».
+
+Αυτά 'πε, και η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη•
+κ' εσύρθ' η ασύγκριτη θεά παράμεσα 'ς την νήσο.
+'ς το πλοίο τότ' εκίνησα και των συντρόφων είπα
+να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν κ' εκείνοι 145
+εμπήκαν και αραδιάσθηκαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις,
+και την λευκή την θάλασσα με τα κουπιά βροντούσαν.
+και οπίσω απ' το μαυρόπλωρο καράβι έστειλε πρύμον,
+'που εφούσκον' όλα τα πανιά, φίλον λαμπρόν, η Κίρκη,
+δεινή θεά, καλόκομη, όπ' έχει ανθρώπου γλώσσα. 150
+και τ' άρμεν' αφού σιάσαμε, καθόμασθε εις το πλοίο,
+και τ' ωδηγούσ' ο άνεμος ομού και ο κυβερνήτης.
+τότ' είπα με περίλυπην καρδιάν εις τους συντρόφους•
+καλό δεν είναι, αγαπητοί, ένας ή δύο μόνοι
+να ηξεύρουν τ' άγια ρήματα 'που η Κίρκη μου 'πε η θεία• 155
+αλλά τα λέγω και εις εσάς, όπως γνωρίζοντάς τα
+πεθάνουμε ή ξεφύγουμε την μοίρα του θανάτου.
+και πρώτα μου παράγγειλε να φύγω των Σειρήνων
+την θεομίλητη φωνή και τ' ανθηρό λιβάδι•
+μου 'πε ν' ακούσω την φωνή μόνος εγώ• σεις τώρα 160
+μ' άλυτα δέστε με δεσμά 'ς του καραβιού την ρίζα
+ορθόν, και σφίξτε των σχοινιών ταις άκραις 'ς τον κορμό του.
+και αν να με λύσετε ζητώ θερμά και σας προστάζω,
+σεις με πλειότερα δεσμά στενοχωρήσετέ με».
+
+Κ' ενώ τούτα φανέρονα με τάξι των συντρόφων, 165
+τ' ωραίο πλοίον έφθασε 'ς την νήσο των Σειρήνων
+ογλήγορ', όπως το 'σπρωχνε βοηθητικός ο πρύμος.
+έπεσ' ο άνεμος ευθύς και ανάνεμη γαλήνη
+έγεινε• θεία δύναμις εκοίμισε το κύμα.
+σηκώθηκαν οι σύντροφοι, και τα πανιά διπλώσαν, 170
+κάτω 'ς το πλοίο τα 'θεσαν, και αράδα καθισμένοι
+με τα καλόξυστα κουπιά την θάλασσα λευκαίναν.
+κ' εγώ κεριού μέγαν τροχό μ' ακονητό μαχαίρι
+ελιάνισα, και το 'θλιβα με τ' ανδρικά μου χέρια•
+και τα κερί ζεσταίνονταν, ως τό βιαζ' η ανδρειά μου, 175
+και ο Ήλιος ο Υπερίονας με την θερμή του ακτίνα.
+αραδικώς τότ' έφραξα τ' αυτία των συντρόφων•
+εκείνοι χεροπόδαρα μ' εδέσαν 'ς το κατάρτι
+ορθόν, κ' έστριψαν των σχοινιών ταις άκραις ς' τον κορμό του,
+και την λευκή την θάλασσαν έδερναν καθισμένοι. 180
+και ότ' είμασθεν εις διάστημα, 'π ανθρώπου βοή φθάνει,
+'ς αυταίς σιμά δεν ώρμησε χωρίς να το νοήσουν
+το γοργό πλοίο, και άρχισαν ψιλόφωνο τραγούδι•
+«ω καύχημα των Αχαιών, πολύμνητε Οδυσσέα,
+το πλοίο κράτησ', έλα εδώ, ν' ακούσης την φωνή μας• 185
+ότι δεν πέρασε κανείς εδώθε με καράβι,
+χωρίς το γλυκολάλημα ν' ακούση της φωνής μας.
+ευφραίνεται και αναχωρεί με γνώσαις πλουτισμένος•
+τι ξεύρουμ' όσα εμόχθησαν εις την πλατειά Τρωάδα
+Τρώες και Αργείοι, των θεών ως ήθελεν η γνώμη. 190
+και ό,τι συμβαίν' ηξεύρουμε 'ς την γη την πολυθρέπτρα».
+
+Τούτα εγλυκοκελάιδισαν• ποθούσα εγώ ν' ακούω,
+κ' ένευα με τα βλέφαρα των φίλων να με λύσουν,
+κ' εκείνοι έπεσαν 'ς τα κουπιά και σφόδρα ελάμναν όλοι•
+ο Ευρύλοχος σηκώθηκεν ευθύς και ο Περιμήδης 195
+και με δεσμά πλειότερα μ' εδέναν και μ' εσφίγγαν.
+και αφού ταις επροσπέρασαν, και αγάλι αγάλι εσβύσθη
+με των Σειρήνων την φωνή και το γλυκύ τραγούδι,
+το κερί τότε αφαίρεσαν οι αγαπητοί μου φίλοι,
+οπού τους άλειψα τ' αυτιά, και απ' τα δεσμά μ' ελύσαν. 200
+
+Αλλ' ότε οπίσω αφήσαμε την νήσο των Σειρήνων,
+καπνό και κύμα είδα τρανό, και άκουσα μέγαν κτύπο•
+τρόμαξαν, και απ' τα χέρια τους έφυγαν τα κουπία,
+'που εβρόντησαν 'ς την θάλασσα' και το καράβι εστάθη,
+τι πλειά δε τό' βιαζαν κουπιά και ανδρειωμένα χέρια. 205
+κ' εγώ 'ς το πλοίο γύριζα και τους συντρόφους όλους
+από κοντά συμβούλευα με λόγια μελωμένα•
+«αγαπητοί μου, αμάθητοι δεν είμασθε από πάθη•
+το κακό τούτο, 'πώρχεται, χειρότερο δεν είναι
+απ' τ' άντρ', όπου του Κύκλωπα μας είχε κλείσ' η βία• 210
+όμως κ' εκείθ' η αξία μου, ο νους και η φρονιμάδα,
+μας έσωσε, κ' έναν καιρό θα το ενθυμείσθ', ελπίζω.
+κ' ελάτε τώρα, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι•
+εσείς αυτού καθήμενοι με τα κουπιά κτυπάτε
+την αγριωμένην θάλασσαν, ίσως μας δώση ο Δίας 215
+να φύγουμ' απ' τον όλεθρο, 'που εδώ μας παραστέκει.
+συ, κυβερνήτη, έχε τον νου 'ς αυτό, που σε προστάζω,
+επειδή συ 'σαι οπού κινείς του καραβιού το δοιάκι•
+έξω από τούτον τον καπνό και από το κύμα στρέφε
+το πλοίο, και όλο σίμονε 'ς τον βράχο, μη σου φύγη 220
+μ' ορμή 'ς εκείνη την μεριά και εις συμφοραίς μας ρίξης».
+
+Αυτά 'πα και όλ' υπάκουσαν και τότε ως προς την Σκύλλα,
+την αναπόφευκτη πληγή, λόγο 'ς αυτούς δεν είπα,
+μη φοβηθούν οι σύντροφοι, και απ' την κουπηλασία
+παύσουν, και μέσα μου ριχθούν 'ς του καραβιού τα βάθη. 225
+τότ' άφησα το βαρετό παράγγελμα της Κίρκης,
+'που να μη ζωσθώ τ' άρματα πολύ μώχε συστήσει,
+και την καλή μου αρματωσιά φόρεσα, και δυο λόγχαις
+μακρυαίς 'ς τα χέρια σφίγγοντας ανέβηκα εις την πλώρη,
+ότι απ' αυτού να πρωτοϊδώ θαρρούσα εγώ την Σκύλλα, 230
+πετροθεριό, 'που μώφερνε καταστροφή των φίλων.
+και αυτήν να ιδώ δεν δύνουμουν• τα μάτια μου αποκάμαν
+ολόγυρα εξετάζοντας την σκοτεινώδη πέτρα.
+
+Με θρήνους το κατάστενο διαβαίναμε οι θλιμμένοι•
+εδώθ' η Σκύλλα, και άντικρυς η Χάρυβδις η θεία 235
+είχε τα πικρά κύματα φρικτά ξαναρουφήσει•
+και ότε τα εξέρνα, ως με πολλήν φωτιά βράζει κακκάβι,
+γουργούριζ' όλη ανάκατη, κ' η άχνη της πετιόνταν
+ανάερα 'ς ταις κορυφαίς του ενός και του άλλου βράχου.
+και ότε τα πικρά κύματα ξαναρουφούσε, πάλιν 240
+ανάκατη όλη εφαίνονταν 'ς τα βάθη, κ' εβροντούσε
+ο βράχος όλος φοβερά, και η γη κάτω εφαινόνταν
+μαύρη 'ς τον άμμο• κ' έπαιρνεν αυτούς αχνή τρομάρα.
+κ' ενώ κυττάζαμεν αυτήν με φόβο του θανάτου,
+μ' άρπαξ' η Σκύλλ' απ' το βαθύ καράβι έξι συντρόφους, 245
+οπού 'ς την δύναμι πολύ και 'ς τ' άρματα επρωτεύαν.
+και όπως το πλοίο γύρισα να ιδώ και τους συντρόφους,
+επάνω μ' ήδη νόησα τα πόδια και τα χέρια
+εκείνων, απ' ανάερα σηκόνονταν, κ' εμένα
+καλούσαν, ύστερη φορά, κατ' όνομα οι θλιμμένοι. 250
+και απ' άκρη βράχου ως ο ψαράς μ' ένα μακρύ καλάμι,
+'ς τα μικρά ψάρια δόλωμα προσφέροντας, βυθίζει
+το ταύρινο το κέρατο, και άμα το ψάρι πιάση
+ευθύς το ρίχν' εις την ξηρά, κ' εκείνο λακταρίζει•
+όμοι και αυτοί λαχτάριζαν 'ς τα βράχη αναιβασμένοι, 255
+κ' εκεί, 'που αυτή τους έτρωγε 'ς την θύραν, εφωνάζαν,
+προς με τα χέρια απλώνοντας, 'ς του χάρου την οδύνη.
+άλλο, 'σαν κείνο, ελεεινό τα μάτια μου δεν είδαν,
+'ς όσά 'παθα της θάλασσας τους δρόμους ερευνώντας.
+
+Και αφού την φρικτή Χάρυβδι, την Σκύλλα, και ταις πέτραις, 260
+φυγάμ', ευθύς εφθάσαμε 'ς τ' άγιο νησί του Ηλίου,
+οπού είν' η πλατυμέτωπαις ωραίαις αγελάδαις,
+και σαρκωμένα πρόβατα πολλά, κ' είναι δικά του.
+και ως ήμουν μεσοπέλαγα, μες το καράβι ακόμα,
+των αγελάδων άκουσα το μούγκρισμα μακρόθεν, 265
+και των αρνιών το βέλασμα, 'που 'ς τα μανδριά γυρίζαν.
+και ό,τι είχε ειπεί θυμήθηκα ο μάντης Τειρεσίας,
+και η Κίρκη, 'που τόσο πολύ μώχε συστήσ', η Αιαία,
+να φύγω το νησί του Ηλιού, 'που τους θνητούς ευφραίνει.
+και τότ' εγώ περίλυπος προς τους συντρόφους είπα• 270
+«'ς ό,τι θα ειπώ προσέξετε, πολύπαθοί μου φίλοι•
+να μάθετε τι πρόλεγεν ο μάντης Τειρεσίας,
+και η Κίρκη, 'που τόσο πολύ μώχε συστήσ', η Αιαία,
+να φύγω το νησί του Ηλιού, που τους θνητούς ευφραίνει.
+μέγα κακόν, ως έλεγεν, αυτού μας περιμένει. 275
+αλλά παρέξω απ' το νησί στρέψετε το καράβι».
+
+Αυτά 'πα, και εις τα στήθη τους ερράισ' η καρδία,
+κ' είπεν ο Ευρύλοχος πικρά• «σκληρός είσ' Οδυσσέα•
+σου περισσεύ' η δύναμις, ακούραστα 'χεις μέλη•
+σίδερο θα 'ναι η πλάσι σου, 'που, αγρύπνια αφού και κόπος 280
+εδάμασαν τους φίλους σου, δεν τους αφίνεις τώρα
+'ς την γη να βγουν και εις το νησί, που η θάλασσ' όλο ζώνει,
+τον δείπνο θα ετοιμάζαμε, και θα 'χαιρε η καρδιά μας•
+και συ να παραδέρνουμε την άγρια νύκτα θέλεις,
+πέρ' από τούτο το νησί, 'ς τα σκοτεινά πελάγη. 285
+και η νύκταις μάλιστα γεννούν τους φοβερούς ανέμους,
+των καραβιών καταστροφή• τον χάρο που θα φύγης,
+την νύκτ' αν ξάφνου σηκωθή και σ' εύρη ανεμοζάλη,
+Νότος είτ' έλθ' ή Ζέφυρος, σφοδρότατος αέρας,
+'που και εις το πείσμα των θεών συντρίβουν τα καράβια; 290
+όθεν ας υπακούσουμε 'ς την μαύρη νύκτα τώρα•
+τον δείπνο θα ετοιμάσουμε προς το γοργό καράβι,
+και ως φέξη θα το ρίξουμεν εις τα πλατειά πελάγη»,
+
+Αυτά 'πε, και όλοι εδέχθηκαν τους λόγους του Ευρυλόχου•
+τότ' ένοιωσα πως ο θεός ολέθριαν είχε γνώμη• 295
+κ' εκείνον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα•
+«Ευρύλοχε, με βιάζετε, μόνος αφού 'μαι εμπρός σας•
+πλην ελάτ' όλοι, φοβερόν όρκον ομόσετέ μου,
+βωδιών αγέλη αν εύρουμεν ή μέγ' αρνιών κοπάδι,
+από κακή του τύφλωσι κανείς να μη φονεύση 300
+βώδι κανένα ή πρόβατον, αλλ' ήσυχοι χαρήτε
+όσαις τροφαίς η αθάνατη μας έχει δώσ' η Κίρκη».
+
+Είπα, κ' εκείνοι ωρκίσθηκαν ως είχα εγώ ζητήσει,
+και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' ετέλειωσαν εκείνοι,
+τ' ωρηό καράβι αράξαμε μες τον βαθύ λιμένα, 305
+'που 'χε σιμά γλυκό νερό• και οι σύντροφοί μου εβγήκαν
+έξω 'ς την γη, και τεχνικά τον δείπνον ετοιμάσαν,
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,
+έκλαιαν ενθυμούμενοι τους ποθητούς συντρόφους,
+'π' άρπαξ' η Σκύλλα κ' έφαγεν απ' το βαθύ καράβι• 310
+κ' ύπνος τους έπιασε γλυκός εκεί, 'που ακόμη εκλαίαν,
+και μες το τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν,
+άνεμον σήκωσε σφοδρόν ο αστραποφόρος Δίας,
+με φυσομάνισμα φρικτό, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη
+πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα. 315
+και ως ήλθε η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+εις άντρο μέσα εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο•
+κ' ήσαν αυτού χορότοποι κ' έδραις Νυμφών ωραίαις.
+τότ' έκαμα συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα•
+«ω φίλοι, αφού 'ς το πλοίο μας πιοτό και βρώσις είναι, 320
+τα βώδι' αυτά μη εγγίξουμε, μη συμφορά μας εύρη.
+ότι δεινού θεού τ' αρνιά τούτά 'ναι και η δαμάλαις,
+του Ηλιού, 'που όλ' άνωθε τηρά και όλ' άνωθεν ακούει».
+
+Αυτά 'πα, και τα εδέχθηκεν η ανδρική ψυχή τους.
+και όλον τον μήνα ακοίμητος Νότος εφύσα ουδ' άλλος 325
+απ' τους ανέμους έπνεεν, Εύρος ειμή και Νότος.
+και όσο είχαν σίτον και κρασί κόκκινο οι σύντροφοι μου,
+τα βώδια δεν επείραξαν φοβούμενοι τον χάρο•
+αλλ' όταν όλαις η τροφαίς απ' το καράβι ελείψαν,
+και απ' την ανάγκη εγύριζαν κυνήγι αναζητώντας, 330
+ψάρια, πουλιά, και ό,τ' εύρισκαν, με κύρτ' αγκίστρια πιάναν,
+η πείνα ως τους βασάνιζε• και τότε μέσα επήγα
+εις το νησί, να δεηθώ των αθανάτων, ίσως
+μου δείξη κάποιος των θεών του γυρισμού τον δρόμο.
+και αφού 'ς τα μέσα του νησιού, μακράν απ' τους συντρόφους, 335
+εις μέρος ήλθ' απάνεμον, ενίφθηκα τα χέρια,
+κ' ευχήθην όλων των θεών των ολυμποκατοίκων•
+κ' εκείν' ύπνον γλυκύτατον 'ς τα βλέφαρά μου εχύσαν,
+κ' έκαμν' αρχή γνώμης κακής ο Ευρύλοχος 'ς τους άλλους•
+«'ς ό,τι θα ειπώ προσέξετε, πολύπαθοί μου φίλοι• 340
+όλ' είναι οι θάνατοι πικροί των άμοιρων ανθρώπων,
+αλλ' ο πολύ φρικτότερος, της πείνας ν' αποθάνης•
+του Ηλίου ταις καλήτεραις ας σύρουμ' αγελάδαις,
+προς τους θεούς να σφάξουμε τους ουρανοκατοίκους.
+και αν 'ς την Ιθάκη φθάσουμε, την ποθητήν πατρίδα, 345
+του Ηλίου του Υπερίονα κτίζουμ' ευθύς ωραίον
+ναόν, και μέσ' ατίμητα πολλά κρεμάμε δώρα.
+αλλ' αν για βώδια ορθόκερα χολιάση και θελήση
+το πλοίο να συντρίψη αυτός, κ' οι άλλοι θεοί το στέργουν,
+κάλλιο 'ς το κύμα χάσκοντας με μια να ξεψυχήσω, 350
+παρά να τήκωμαι καιρούς εις ένα ερημονήσι».
+
+Είπε, και όλοι εσυμφώνησαν οι άλλοι, κ' εν τω άμα
+του Ηλίου ταις καλήτεραις εσύραν αγελάδαις,
+εγγύθεν, ότι όχι μακράν του μαυροπλώρου πλοίου
+η ωραίαις πλατυμέτωπαις έβοσκαν αγελάδαις. 355
+και ολόγυρα τους έκαμαν ευχαίς των αθανάτων,
+απ' το υψηλόκομον ιδρύ χλωρά μαδώντας φύλλα,
+ότι 'ς το πλοίο δεν είχαν ποσώς λευκό κριθάρι.
+και άμα ευχηθήκαν, κ' έσφαξαν κ' έγδαραν, τα μερία
+έκοψαν και τα εσκέπασαν 'με διπλωτό κνισάρι, 360
+κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια• και να χύσουν
+σπονδαίς εις τα καιόμενα σφαχτά κρασί δεν είχαν,
+και με νερό σπονδίζοντας όλα τα εντόσθια ψήναν.
+και αφού καήκαν τα μεριά κ' εγευθήκαν τα σπλάχνα,
+ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν. 365
+ο γλυκός ύπνος έφυγε τότε απ' τα βλέφαρά μου,
+κ' εκίνησα προς το γοργά καράβι 'ς τ' ακρογιάλι•
+αλλ' όταν εις το ισόπλευρο καράβ' είχα σιμώσει,
+ήλθε ο γλυκύτατος καπνός της λίπας προς εμένα,
+κ' εκλαύθηκα γογγύζοντας εμπρός των αθανάτων• 370
+«Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε,
+Αχ! για καλό δεν μ' έχετε 'ς ύπνο βαρύ βυθίσει•
+κ' εδώ, 'που εμέναν, έπραξαν έργο μεγάλο οι φίλοι».
+
+'Σ τον Ήλιον η μακρόπεπλη εχύθη Λαμπετία
+μηνύτρα ότι του εσφάξαμεν εμείς ταις αγελάδες• 375
+χολώθη εκείνος κ' έλεγεν εμπρός των αθανάτων•
+«Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε,
+τους ασεβείς πατάξετε συντρόφους του Οδυσσέα,
+'που μ' άρπαξαν και μώσφαξαν τα βώδια• και εις εκείνα
+χαιρόμουν ως ανέβαινα 'ς τον κάταστρον αιθέρα, 380
+και ως πάλιν έγερνα εις την γην από τα ουράνια μέρη.
+και αν για τα βώδια πλερωμήν, ως πρέπει, δεν μου δώσουν,
+'ς τον Άδη θε να καταιβώ και των νεκρών θα λάμπω».
+
+Και ο Δίας του αποκρίθηκεν ο νεφελοσυνάκτης•
+«Ήλιε, συ λάμπε ως έλαμπες, εδώ των αθανάτων, 385
+Και των ανθρώπων των θνητών 'ς την γη την σιτοδώρα•
+κ' εγώ το γοργό πλοίο τους τρίμματα ευθύς θα σχίσω
+με φλογοβόλον κεραυνό 'ς τα σκοτεινά πελάγη».
+
+Τούτ' άκουσ' απ' την Καλυψώ, την λαμπρομάλλα νύμφη,
+κ' εκείνης τα 'πε, ως έλεγεν, ο γλήγορος Ερμείας. 390
+
+Και εις το καράβι ως έφθασα κάτω 'ς το περιγιάλι,
+όλους ομού γλωσσόδερνα και χωριστά• και ο νους μας
+διόρθωσι δεν εύρισκεν• ήσαν νεκρά τα βώδια.
+τέρατα ευθύς οι αθάνατοι τους δείχναν• εσερνόνταν
+τα δέρματα, και εις τα σουβλιά τα κρέατ' εμουγκρίζαν, 395
+ωμά, ψητά, και ωσάν βωδιών ακούετ' η φωνή τους.
+
+Ημέραις έξι ολόκληραις οι σύντροφοι μου ετρώγαν
+από τα βώδια, 'πώκλεψαν, τα εξαίρετα του Ηλίου,
+αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα,
+έπεσε τότ' ο άνεμος, και δεν φυσομανούσε• 400
+κ' εμείς το πλοίο ρίξαμε 'ς τα διάπλατα πελάγη,
+τεντόνοντας τα κάτασπρα πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι.
+αλλ' ότε οπίσω αφίναμε την νήσο, και καμμία
+γη άλλη, μόνον ουρανός και θάλασσα εφαινόνταν,
+σύννεφο μαύρο έστησεν ο Δίας 'ς το καράβι 405
+επάνω, κ' εσκοτάδιασεν η θάλασσ' από κάτω•
+κ' έτρεχε το πλεούμενον, αλλ' όχι πολλήν ώρα,
+τι ογλήγορ' ήλθε ο Ζέφυρος σφικτά φυσομανώντας,
+κ' η ανεμοζάλη σύντριψε το 'να και τ' άλλο ξάρτι•
+και το κατάρτι εβρόντησεν οπίσω• τ' άρμενά του 410
+'ς την γάστραν όλα εχυθήκαν, κ' εκείνο αυτού 'ς την πρύμη
+τον κυβερνήτη κτύπησε 'ς την κεφαλή, και άμ' όλα
+τώσπασε ομού τα κόκκαλα της κεφαλής• κ' εκείνος
+έπεσ', ως πέφτει ο βουτηκτής, 'ς το κύμα κ' ενεκρώθη•
+σύγχρονα ο Δίας βρόντησε, κεραύνωσε το πλοίο• 415
+ολόβολο το ετίναξεν ο κεραυνός του Δία,
+και θειάφη όλο το γέμισεν• οι σύντροφοι μου επέσαν,
+και εις το καράβι ολόγυρα, 'ς τα κύματα, ως κουρούναις
+επλέαν• θεία θέλησι τους πήρε την πατρίδα.
+κ' εγώ 'ς το πλοίο γύριζα, ως ότου της καρίνας 420
+τα πλευρά πήρε η τρικυμιά, κ' έπλεε γυμνή 'ς το κύμα.
+και το κατάρτι επάνω της εσύντριψε, αλλ' ακόμη
+ήτο από βωδοτόμαρο λουρί προσκολλημένο•
+μ' εκείνο αφού σφικτόδεσα κατάρτι και καρίνα,
+εκάθισα και μ' έπαιρνεν η λύσσα των ανέμων.
+έπαυσε τότε ο Ζέφυρος και δεν φυσομανούσε, 425
+αλλ' ήλθε ο Νότος πετακτά, 'ς οδύναις να με ρίξη,
+την πάγκακη την Χάρυβδι και πάλι να μετρήσω.
+ολονυκτής εδέρνομουν, και ο ήλιος άμ' εφάνη
+'ς την φρικτήν ήλθα Χάρυβδι, και ς' την κορφή της Σκύλλας• 430
+και ως κείνη εξαναρούφησε την άρμην, επετάχθην
+'ς την υψηλήν αγριοσυκιά, και αυτού 'σαν νυκτερίδα
+προσκόλλησ' όλο το κορμί• δεν είχα που να στήσω
+το πόδ' ή επάνω ν' αναιβώ• μακράν η ρίζαις ήσαν,
+και οι κλώνοι της εξέβγαιναν ανάεροι, μεγάλοι, 435
+και κάτω εις την Χάρυβδι τον ίσκιο τους απλόναν.
+σφικτά κρατιόμουν, ως να ιδώ κατάρτι και καρίνα
+να μου ξεράση πάλι αυτή• κ' εστέναξα όσο να 'λθουν.
+και ότε ο κριτής την σύνοδο για να δειπνήση αφίνει,
+αφού πολλών ξεδιάλυσεν ανδρών φιλονεικίαις, 440
+τα ξύλ' από την Χάρυβδι τότ' εφανερωθήκαν.
+τα χέρια τότε απόλυσα, τα πόδια, 'ς τον αέρα,
+'ς το κύμα μέσα εβρόντησα παρέξω από τα ξύλα,
+κ' έλαμνα με τα χέρια μου 'ς εκείν' αποθωμένος.
+την Σκύλλα να ξαναϊδώ δεν άφησε ο πατέρας 445
+θεών και ανθρώπων• άφευκτα θα μ'εύρισκεν ο χάρος.
+
+Κείθ' εννηά 'μέραις δέρνομουν• και την δεκάτη νύκτα
+'ς την Ωγυγίαν οι θεοί μ' εφέραν, οπού μένει
+η Καλυψώ καλόκομη, δεινή θεά, κ' εκείνη
+με αγάπα και μ' εξένιζεν• αυτά τι σου τα λέγω; 450
+χθες ήδη 'ς το παλάτι σου τα ιστόριζα κ' εσένα
+και της σεπτής συντρόφου σου• και δεν μ' αρέσει εκείνα,
+'που ένα προς έν' ανάφερα, να ξαναλέγω τώρα.
+
+
+
+
+ΤΕΛΟΣ Β' ΤΟΜΟΥ
+
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, Volume B, by Homer
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY, VOLUME B ***
+
+***** This file should be named 30614-0.txt or 30614-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30614/
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH F3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/old/20091206-30614-0.zip b/old/20091206-30614-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..785b0fc
--- /dev/null
+++ b/old/20091206-30614-0.zip
Binary files differ