summaryrefslogtreecommitdiff
diff options
context:
space:
mode:
-rw-r--r--.gitattributes3
-rw-r--r--30613-0.txt3793
-rw-r--r--30613-0.zipbin0 -> 85425 bytes
-rw-r--r--30613-h.zipbin0 -> 180675 bytes
-rw-r--r--30613-h/30613-h.htm3795
-rw-r--r--30613-h/images/cover.jpgbin0 -> 87898 bytes
-rw-r--r--LICENSE.txt11
-rw-r--r--README.md2
-rw-r--r--old/20091206-30613-0.txt3783
-rw-r--r--old/20091206-30613-0.zipbin0 -> 85427 bytes
10 files changed, 11387 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes
new file mode 100644
index 0000000..6833f05
--- /dev/null
+++ b/.gitattributes
@@ -0,0 +1,3 @@
+* text=auto
+*.txt text
+*.md text
diff --git a/30613-0.txt b/30613-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..a33522e
--- /dev/null
+++ b/30613-0.txt
@@ -0,0 +1,3793 @@
+The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Homer's Odyssey
+ Volume A
+
+Author: Homer
+
+Translator: Iakovos Polylas
+
+Posting Date: March 14, 2012 [EBook #30613]
+First Posted: December 6, 2009
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
+A few corrections on typing mistakes have been included within brackets.
+
+Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές
+τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με [].
+
+
+
+ΟΔΥΣΣΕΙΑ
+
+ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
+ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ
+
+
+
+ΤΟΜΟΙ Α' Β' Γ΄ Δ'
+ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
+ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
+
+
+
+ΟΜΗΡΟΥ
+
+
+
+ΟΔΥΣΣΕΙΑ
+
+ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
+ΙΑΚ. ΠΟΛΥΛΑ
+
+
+
+
+ΤΟΜΟΣ Α
+
+
+
+
+ΡΑΨΩΔΙΑ Α-Ζ
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ
+
+ΟΜΗΡΟΥ
+ΟΔΥΣΣΕΙΑ
+
+
+
+Ραψωδία Α
+
+
+
+Τον άνδρα, μούσα, λέγε μου, πολύτροπον, 'που εις μέρη
+πολλά επλανήθη, αφού έρριξε την ιερήν Τρωάδα•
+και ανθρώπων είδε αυτός πολλών ταις χώραις και την γνώμην
+έμαθε, και 'ς τα πέλαγα πολλά 'παθε ζητώντας
+με τους συντρόφους άβλαπτος να φθάση 'ς την πατρίδα. 5
+αλλ' όμως δεν κατώρθωσε να σώση τους συντρόφους•
+ότι εχαθήκαν μόνοι τους απ' τ' ανομήματά τους•
+μωροί, 'που τ' Υπερίονα Ήλιου τα βώδια 'φάγαν,
+κ' εκείνος της επιστροφής τους πήρε την ημέρα.
+τούτα ειπέ κάπουθε κ' εμάς, θεά, κόρη του Δία. 10
+
+Τότ' οι άλλοι, όσοι δεν χάθηκαν, 'ς τα σπίτια τους όλ' ήσαν,
+σωσμένοι από τον πόλεμο και απ' του πελάου τα βάθη•
+μόνον αυτόν, 'που του 'λειπε η πατρίδα και η συμβία,
+κρατούσ' η νύμφη Καλυψώ, σεπτή θεά, μεγάλη,
+'ς τα κοίλα σπήλαια και άνδρα της επόθει να τον κάμη. 15
+αλλά 'ς τον κύκλο των καιρών ο χρόνος όταν ήλθε,
+'που 'ς την Ιθάκη του οι θεοί να γύρη είχαν ορίσει,
+και τότε ακόμη εστέναζε μακράν των ποθητών του•
+και όλ' οι θεοί λυπιόνταν τον, αλλ' όχι ο Ποσειδώνας•
+κ' εμίσ' αυτός θανάσιμα τον θείον Οδυσσέα 20
+πριν φθάση 'ς την πατρίδα του. αλλ' είχε τότ' εκείνος
+περάσει 'ς τους Αιθίοπαις, 'που πέρα κατοικούσι,
+κ' εις δυο σχισμένοι ευρίσκονται, ύστεροι των ανθρώπων,
+του Ηλιού, 'που βγαίν', η μια μεριά, του Ηλιού, που πέφτ',
+ [η άλλη,
+από κριάρια να δεχθή και ταύρους εκατόμβη. 25
+αυτού κείνος εχαίρονταν 'ς την τράπεζα• κ' οι άλλοι
+ήσαν μαζή 'ς τα μέγαρα τ' αστραποφόρου Δία•
+και λόγον άρχιζε θεών και ανθρώπων ο πατέρας•
+τον Αίγισθο θυμήθηκε, 'που ο πέρα εξασκουμένος
+Ορέστης εθανάτωσεν ο Αγαμεμνονίδης• 30
+αυτόν τότ' ενθυμούμενος των αθανάτων είπε•
+
+«Ωιμέ! οι θνητοί πώς τους θεούς βαρειά κατηγορούσι!
+πως τα κακά' ρχονται απ' εμάς λέγουν, και ωστόσο εκείνοι
+από ταις ανομίαις τους, και όχι απ' την μοίρα, πάσχουν•
+και όχι απ' την μοίρα ο Αίγισθος ιδού τ' Ατρείδη επήρε 35
+την σύντροφο, κ' εφόνευσεν αυτόν άμ' επανήλθε•
+κ' εγνώριζε τον όλεθρο, τι τού' χαμε προείπει
+εμείς, όταν τον άγρυπνο του στείλαμεν Ερμεία,
+να μη ζητά την σύντροφον, αυτόν να μη φονεύση,
+ότι τ' Ατρείδη εκδίκησι θε να 'λθη απ' τον Ορέστη, 40
+άμ' ανδρωθή και 'ς την ψυχή την γη του επιποθήση.
+αυτά 'πε ο Ερμής καλόγνωμα, αλλά τον νου τ' Αιγίσθου
+δεν άλλαξε• κ' ιδού μαζή τώρα τα πλέρωσ' όλα».
+
+Τότε η θεά τ' απήντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, 45
+'ς τον όλεθρο, 'που του 'πρεπε, καλά 'πεσεν εκείνος•
+όμοια κάθ' άλλος ας χαθή, 'που τέτοια πάλιν πράξη.
+αλλά μου σχίζει την καρδιάν ο άμοιρος Οδυσσέας,
+οπού καιρούς κακοπαθεί μακράν των ποθητών του,
+μέσα εις νησί περίβρεκτο, 'ς τ' αφάλι της θαλάσσης, 50
+χλωρό νησί, και αυτού θεά την κατοικιά της έχει,
+η κόρη του κακόγνωμου Άτλαντα, οπού τα βάθη
+γνωρίζει όλης της θάλασσας, και αυτός φυλά τους στύλους
+τους μακρυνούς, οπ' ουρανό και γην αποχωρίζουν.
+εκείνου η κόρη αυτόν κρατεί τον δύστυχο, 'που κλαίει, 55
+και πάντα με γλυκόλογα πασχίζει να του σβήση
+τον πόνο της Ιθάκης του• και αρκούσε τ' Οδυσσέα
+να ίδη οπού σηκόνεται καπνός από την γη του,
+και ν' αποθάνη επιθυμεί• ουδ' η καρδιά σου, Ολύμπιε,
+μαλάζεται• και με θυσιαίς δεν σ' έχει αυτός τιμήσει, 60
+'ς την Τροία την ευρύχωρη, 'ς τα πλοία των Αργείων;
+ώ Δία, πώς εμίσησες τόσο τον Οδυσσέα;»
+
+Και ο Δίας της απάντησεν, ο νεφελοσυνάκτης•
+«Τέκνον, ποιος λόγος σού 'φυγε των οδοντιών το φράγμα!
+να λησμονήσω εγώ ποτέ τον θείον Οδυσσέα, 65
+οπού πρωτεύει των θνητών 'ς τον νου και για τα δώρα,
+'που των θεών επρόσφερνε των ουρανοκατοίκων;
+αλλ' ο γεωφόρος έχει του χολήν ο Ποσειδώνας
+άσπονδη, 'πώσβησεν αυτός του Κύκλωπα το μάτι,
+του ισόθεου Πολύφημου, 'που εις όλους μέγας είναι 70
+τους Κύκλωπαις, κ' η Θόωσα τον γέννησεν, η κόρη
+του Φόρκυνα, της άγριας της θάλασσας κυρίου,
+αφού 'ς τα σπήλαια πλάγιασε σιμά 'ς τον Ποσειδώνα.
+ιδού γιατί τον Οδυσσηά ο σείστης Ποσειδώνας
+δεν θανατόνει, αλλά μακρυά τον σπρώχνει από την γην του. 75
+αλλ' ελάτ' όλοι, ας εύρουμε το πώς θε να επανέλθη
+εκείνος 'ς την πατρίδα του• θα παύση την οργή του
+ο Ποσειδώνας άσφαλτα, και δυνατόν δεν είναι
+'ς όλους ενάντια τους θεούς να πολεμήση μόνος».
+
+Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 80
+«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων,
+και αν των μακάρων των θεών αρέσει τώρα τούτο,
+Οδυσσηάς ο πολύγνωμος να 'λθη 'ς τα γονικά του,
+τον μηνυτήν ας στείλουμεν Ερμή τον αργοφόνο,
+'ς της Ωγυγίας το νησί, ευθύς να ειπή της νύμφης 85
+εκεί της καλοπλέξουδης την καθαρή βουλή μας,
+ο Οδυσσηάς ο αδάμαστος 'ς την γη του να επανέλθη•
+και 'ς την Ιθάκη θα 'μπω εγώ να σπρώξω τον υιό του
+σφοδρότερα, και την ψυχή να του γεμίσω θάρρος,
+τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξη, 90
+για ν' αρνηθή το σπίτι του δημόσια των μνηστήρων,
+'που σφάζουν ακατάπαυτα τ' αρνιά του και τα βώδια•
+και αυτόν 'ς την Πύλον ύστερα και Σπάρτη θα οδηγήσω,
+να μάθη για τον γυρισμό τ' αγαπητού πατρός του,
+και όπως 'ς τον κόσμον εύμορφη τον περιλάβη φήμη». 95
+
+Είπε• 'ς τα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια
+ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν την επάνω
+'ς την θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη σαν τους αέραις.
+κοντάρι επήρε δυνατό μ' ακονισμένη λόγχη,
+βαρύ, μεγάλο, στερεό, μ' αυτό δαμάζ' ηρώων 100
+τα πλήθη, εις όσους οργισθή φρικτού πατρός η κόρη•
+και από του Ολύμπου ταις κορφαίς εχύθη και κατέβη•
+κ' εις τ' Οδυσσηά τα πρόθυρα, μες την Ιθάκη, εστάθη
+εις το κατώφλι της αυλής, κ' εκράτει το κοντάρι,
+και ξένον, τον Μέντη, ώμοιαζε της Τάφου βασιλέα. 105
+κ' ηύρεν εκεί τους ανδρικούς μνηστήραις, οπού τότε
+'ς την θύρα εμπρός με τους πεσσούς ξεδίναν, καθισμένοι
+εις τα τομάρια των βωδιών, οπού 'χαν σφάξει εκείνοι.
+και οι κήρυκες και οι πρόθυμοι θεράποντες τριγύρω,
+άλλοι κρασί με το νερόν έσμιγαν 'ς τους κρατήραις, 110
+ταις τράπεζαις άλλοι έπλεναν με ολότρυπα σφογγάρια,
+κ' εμπρός ταις 'βάζαν• κρέατα πολλά μοιράζαν άλλοι.
+
+Και ο θεϊκός Τηλέμαχος την είδε πολύ πρώτος•
+μες τους μνηστήραις κάθονταν με την καρδιά θλιμμένη,
+'ς τον νου θωρώντας τον λαμπρόν πατέρ', αν ίσως έλθη 115
+κάπουθε, και 'ς τα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις,
+να μείνη εκείνος βασιληάς και κύριος εις το βιο του.
+μ' αυτά 'ς τον νου, καθήμενος μαζή τους, την Αθήνη
+ξάνοιξε κ' ίσια χύθηκε 'ς τα πρόθυρα, ότι εντράπη
+πολύν να στέκεται καιρόν ο ξένος εις την θύρα. 120
+το δεξί χέρι έπιασεν, επήρε το κοντάρι,
+και αυτήν άμ' επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
+
+«Ω ξένε, χαίρε, και απ' εμάς θα φιλευθής, και πρώτα
+να γευματίσης, κ' ύστερα να ειπής ποιάν έχεις χρεία».
+
+Είπε και επροπορεύθηκε, κ' η Αθήνη αυτού κατόπι• 125
+και εις το παλάτι το υψηλόν άμ' ήλθαν μέσα, εκείνος
+'ς τον μακρύ στύλο κολλητά έστησε το κοντάρι
+'ς την θήκη την καλόξυστην, όπ' άλλα πολλά ήσαν
+του στερεόκαρδου Οδυσσηά στημένα εκεί κοντάρια.
+και αυτήν εκάθισ' εις θρονί, 'π' έστρωσε με σινδόνι, 130
+κ' ήταν ωραίο, τεχνικό και είχεν υποπόδι•
+πήρε και αυτός λαμπρό σκαμνί σιμά της, των μνηστήρων
+μακράν, μήπως ο θόρυβος τον ξένον ενοχλήση,
+και το τραπέζι βαρεθή, αν έσμιγε μ' αυθάδεις,
+και όπως για τον πατέρα του, οπού 'λειπε, ερωτήση• 135
+και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη
+χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη,
+για να νιφθούν, κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους.
+και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει,
+και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. 140
+και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει
+ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει•
+συχνά 'ς αυτούς και ο κήρυκας έρχονταν και τους κέρνα.
+
+Και μέσα εμπήκαν οι ανδρικοί μνηστήρες, και κατόπι
+εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθίσαν 'ς την αράδα• 145
+και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τα χέρια,
+η δούλαις εις τα κάνιστρα τον άρτον εσωρεύαν,
+και τους κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι•
+και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους•
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, 150
+εις άλλα τότ' εστράφηκεν ο πόθος των μνηστήρων,
+εις το τραγούδι, εις τον χορό, της τράπεζας τα δώρα.
+λαμπρήν κιθάραν έβαλεν ο κήρυκας 'ς τα χέρια
+του Φήμιου, 'που βιαζόμενος τραγούδαε των μνηστήρων•
+και άρχισε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος. 155
+τότ' είπεν ο Τηλέμαχος την γλαυκομμάτ' Αθήνη,
+ζυγόνοντας την κεφαλήν, οι άλλοι μην ακούσουν•
+
+«Ω φίλε ξένε, ό,τι θα ειπώ θα κατακρίνης τάχα;
+για τούτ' αυτοί φροντίζουσι, κιθάρα, και τραγούδι,
+ήσυχ', αφού το ξένο βιο απλέρωτ' αυτοί τρώγουν, 160
+ανδρός 'που τ' άσπρα κόκκαλα τώρα η βροχή σαπίζει
+'ς την γη ριμμένα, ή τα κυλά 'ς την θάλασσα το κύμα•
+αν 'ς την Ιθάκην έβλεπαν εκείνον να επανέλθη,
+θα εύχονταν ελαφρότεροι 'ς τα πόδια να 'ναι όλοι,
+κάλλιο παρά πλουσιώτεροι 'ς ένδυμα και χρυσάφι. 165
+κ' έτσι εκακοθανάτισεν εκείνος, ουδέ πλέον
+παρηγορεί μας αν κανείς θνητός ειπή πως θα 'λθη•
+κ' εκείνου της επιστροφής εχάθηκεν η 'μέρα.
+αλλά μ' αλήθεια λέγε μου, ποιος είσαι των ανθρώπων
+και πόθεν; και πού η πόλι σου υπάρχει κ' οι γονείς σου; 170
+με ποιό καράβι εδώ 'φθασες, με ποιόν τρόπον οι ναύταις
+εις την Ιθάκη σ' έφεραν; και ποιοί καυχόνταν που 'ναι;
+ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες, πιστεύω.
+και πάλιν τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω,
+αν τώρα εδώ πρωτέρχεσαι, ή ξένος πατρικός μου 175
+είσ', επειδ' ήλθαν άνθρωποι πολλοί 'ς το σπίτι τούτο
+άλλοι, επειδή κοινωνικός ανθρώπων και αυτόν ήταν».
+
+Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ εκείνα οπ' ερωτάς με•
+Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιούμαι τ' Αγχιάλου 180
+ότι είμ' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων•
+με πλοίον και με συντροφιάν έφθασα και πηγαίνω,
+το μαύρο πέλαο σχίζοντας, 'ς ανθρώπους αλλοφώνους,
+'ς την Τέμεση, για χάλκωμα και σίδερο τους φέρω.
+κ' έξω απ' την πόλιν άφησα το πλοίο, 'ς τον λιμένα 185
+το Ρείθρον, αποκάτωθε του δασερού Νηίου•
+και πατρικοί καυχιούμασθε παλαιόθ' ανάμεσόν μας
+ξένοι, και αν θέλης πήγαινε τον γέρο να ερωτήσης
+ήρωα Λαέρτην, όπου πλειά δεν έρχεται 'ς την πόλι,
+ως λέγουν, αλλά 'ς τους αγρούς πέρα κακοπαθαίνει, 190
+με γραίαν υπηρέτριαν, οπού πιοτό και βρώσι
+του παραθέτει, όταν αυτού τα μέλη πάρη ο κόπος,
+'ς το κάρπιμο ενώ σέρνεται κηπάρι αμπελοφόρο.
+κ' ήλθα επειδή ο πατέρας σου ελέγετο πως ήταν
+εις την πατρίδα• αλλ' οι θεοί τον δρόμο του εμποδίζουν• 195
+τί δεν απέθανε 'ς την γην ο θείος Οδυσσέας,
+αλλ' είναι ακόμα ζωντανός 'ς τα πέλαγα, κλεισμένος
+μέσα εις περίβρεκτο νησί, και άνδρες κακοί τον έχουν
+άγριοι, κ' εις το πείσμα του θαρρώ πως τον κρατούσι.
+και θα σου ειπώ προμάντευμα, 'που τώρα εις την καρδιά μου 200
+μου βάζουν οι αθάνατοι, και ν' αληθεύση ελπίζω,
+αν και ούτε μάντις είμ' εγώ ούτε είμαι ορνιθοκρίτης.
+μακράν ακόμη απ' την γλυκειά πατρίδα δεν θα μείνη
+πολύν καιρόν, ουδ' αν δεσμά τον έχουν σιδερένια•
+ότ' είναι πολυμήχανος, θα σοφιθή να φύγη. 205
+αλλ' έλα τώρα λέγε μου με όλη την αλήθεια,
+αν τέτοιος άνδρας καθ' αυτό παιδί 'σαι τ' Οδυσσέα•
+και φοβερά 'ς την κεφαλή, 'ς τα εύμορφα μάτια μοιάζεις
+εκείνου, επειδή σμίγαμε συχναίς φοραίς αντάμα,
+πριν εις την Τροίαν αναιβή, 'π' ανέβηκαν κ' οι άλλοι 210
+'ς τα βαθουλά καράβια τους, οι πρώτοι των Αργείων.
+τον Οδυσσέ' από τότ' εγώ δεν είδα, ούτ' εμέ κείνος».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης•
+«Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια•
+υιόν εκείνου η μάννα μου με λέγει, αλλ' εγώ τούτο 215
+δεν ξεύρω• ποιος εγνώρισε ποτέ την γέννησί του;
+και άμποτε να 'χα γεννηθή απ' άνδρα ευτυχισμένον
+οπού το γήρας εύρηκε 'ς το μέσο των καλών του•
+και τώρ' ο αμοιρότατος απ' όλους τους ανθρώπους
+πατέρας μ' είναι, ως λέγουσιν, αφού τούτ' ερωτάς με». 220
+
+Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Όχι, δεν θέλουν άγνωστη να μείνη η γενεά σου
+οι αθάνατοι, αν σ' εγέννησε τέτοιον η Πηνελόπη.
+αλλά μ' αλήθεια λέγε μου• τι τράπεζα είναι τούτη;
+και τι το πλήθος; και προς τι τα θέλεις τούτα; γάμος 225
+είναι ή συμπόσιον; επειδή συντροφικά δεν είναι•
+με πόσην υπερήφανην αποκοτιά συντρώγουν,
+κύττα, μέσα 'ς τα δώματα• σφόδρα θ' αγανακτήση
+όποιος και αν έλθη φρόνιμος τόσ' άπρεπα θωρώντας».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• 230
+«Ξένε, αφού τούτα μ' ερωτάς και μέ ζητείς να μάθης,
+πλούτη θε να 'χε και τιμαίς άλλοτε αυτό το σπίτι,
+ο άνδρας όσ' ευρίσκονταν εκείνος 'ς την πατρίδα.
+οι αθάνατοι κακόγνωμα τώρ' άλλ' αποφασίσαν,
+'π' αυτόν έκαμαν άγνωστον, ως άλλος δεν ευρέθη• 235
+επειδή δεν θα μ' έθλιβεν ο θάνατός του τόσο,
+εάν με τους συντρόφους του είχε σβυσθή 'ς την Τροίαν,
+ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις παθηταίς αγκάλαις•
+τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα εσήκοναν εκείνου,
+και δόξα θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του• 240
+και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον σήκωσαν εχάθη
+αγνώριστος, ανάκουστος, κ' εμέν' άφησε πόνους
+και κλάυματα• ουδ' οδύρομαι για κείνον τώρα μόνον,
+γιατί και άλλα παθήματα οι αθάνατοι μου δώσαν.
+ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι 245
+του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου,
+και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν,
+την μητέρ' όλοι, μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι•
+και αυτόν τον γάμον, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε
+να τον τελειώση δύναται• κ' εκείνοι καταλύουν 250
+το σπίτι μου, και ογλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν».
+
+'Σ τα κακά τόσα ωργίσθηκε κ' είπε η Παλλάδ' Αθήνη•
+«Ωιμένα, πόσην τ' Οδυσσηά, 'που λείπει, έχεις ανάγκη,
+εκείνος τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση!
+διότι αν τώρ' ερχόμενος 'ς τα πρόθυρα του δόμου 255
+στήνονταν, με περίκρανο, μ' ασπίδα και δυ' ακόντια,
+τέτοιος όποιον είδ' αυτόν 'ς το σπίτι μου εγώ πρώτα,
+οπ' έπινε κ' ετέρπονταν και τότε από τον Ίλο
+τον Μερμερίδη εγύριζε μέσ' από την Εφύρη• —
+ότι και αυτού με το γοργό καράβι τ' ο Οδυσσέας 260
+πήγε ανδροφόνο βότανο ζητώντας για ν' αλείφη
+τα χάλκινα τα βέλη του• δεν το 'δωκεν εκείνος
+φοβούμενος την όργητα των αθανάτων• όμως
+του το 'δωκε ο πατέρας μου 'π' αγάπ' αυτόν περίσσα•—
+τέτοιος αν έλθ' ο Οδυσσηάς να πέση 'ς τους μνηστήραις, 265
+'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείνη ο γάμος,
+αλλ' όλ' αυτά 'ς την δύναμι των αθανάτων μένουν,
+αν θα 'λθ' ή όχι ενάντια τους εκδίκησι να πάρη
+'ς τα μέγαρά του• να σκεφθής ωστόσο εγώ σου λέγω
+το πώς από το σπίτι σου να διώξης τους μνηστήραις. 270
+κ' έλ' άκουσέ με, πρόσεχε 'ς τους εδικούς μου λόγους•
+αύριο τους ήρωαις Αχαιούς συγκάλεσε κ' εις όλους
+την γνώμη σου φανέρωσε, με τους θεούς μαρτύρους•
+'ς τα σπίτια τους να σκορπισθούν πρόσταξε τους μνηστήραις•
+και αν η μητέρα επιθυμεί τον γάμο, ας επανέλθη 275
+εις του πατρός το μέγαρο, που 'ναι πολύς και μέγας•
+τον γάμο αυτοί θα κάμουσι και δώρα θα ετοιμάσουν
+πολλύτατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης,
+και σε τον ίδιον φρόνιμο θα συμβουλεύσω μέτρο•
+καράβι αφού λάβης καλό μ' είκοσι κουπηλάταις, 280
+για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθης έβγα,
+ή των θνητών κάποιος σου ειπή, ή την φωνήν ακούσης,
+'που από τον Δί' ερχόμενη γεννοβολά την φήμη.
+'ς την Πύλο πρώτα πήγαινε, 'ς τον Νέστορα τον θείο,
+κείθε 'ς την Σπάρτη, ς' τον ξανθό Μενέλαο, να ερωτήσης, 285
+ότ' ύστερος των Αχαιών χαλκοχιτώνων ήλθε.
+και αν ο πατέρας ότι ζη και θα γυρίση ακούσης,
+τότε, και ας στενοχωρηθής, υπόμειν' έναν χρόνο.
+και αν πάλιν ότι απέθανεν ακούσης και ότι εχάθη.
+γύρισε τότε εις την γλυκειά την γη την πατρική σου, 290
+και μνήμα εκείνου σήκωσε, κ' εντάφια, ως πρέπει, δώρα
+δόσε πολλά, και υπάνδρευσε κατόπι την μητέρα.
+και αμ' ενεργήσης όλ' αυτά, κ' εις όλα δώσης τέλος,
+'ς τον νου σου τότε μέτρησε και 'ς της ψυχής τα βάθη,
+πώς 'ς τα δικά σου μέγαρα να κόψης τους μνηστήραις, 295
+είτε με δόλο ή φανερά• και πλειά δεν σε συμφέρει
+παιδιού να 'χης φρονήματα, μικρός αφού δεν είσαι•
+και δεν ακούς πώς ο λαμπρός Ορέστης εδοξάσθη
+'ς τον κόσμον, ότι εφόνευσεν αυτός τον δολοφόνον
+Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα; 300
+φίλε, και συ, 'που 'σαι καλός και μέγας, ως σε βλέπω,
+γενναίος γίν', οι απόγονοι να σε καλολογήσουν.
+αλλ' ήδη εγώ 'ς τ' ογλήγορο καράβι θα καταίβω,
+κ' οι σύντροφοί μου αγανακτούν, θαρρώ, 'που περιμένουν.
+και συ μόνος σου φρόντιζε, και ψήφησε ό,τι σου 'πα». 305
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης•
+«Ξένε, πολύ καλόγνωμα τα λέγεις, ως πατέρας
+εις το παιδί του, και απ' τον νου ποτέ δεν θα μου φύγουν.
+αλλ' έλα μείνε, μ' όση βια και αν έχης 'ς το ταξείδι,
+όπως αφού πρώτα λουσθής κ' ευφράνης την ψυχή σου, 310
+γυρίσης 'ς το καράβι σου χαρούμενος με δώρο
+πολύτιμο πανεύμορφο, θησαύρισμα να το 'χης
+από εμένα, ως δίδουν τα των ξένων φίλοι ξένοι».
+
+Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Όχι, εδώ πλειά μη με κρατής, τι βιάζομαι 'ς τον δρόμο• 315
+και δώρον, όποιον η καρδιά σου λέγει να μου δώσης,
+όταν γυρίσω δόσε μου, 'ς το σπίτι να το πάρω,
+πανεύμορφο, και ανταμοιβή θ' αξίζη προς εσένα».
+
+Είπε και αμ' ανεχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+κ' επέταξεν ωσάν αετός• κ' εκείνου έβαλε θάρρος 320
+εις την καρδιά και δύναμι• και του πατρός την μνήμη
+του ξύπνησε πλειότερα• το αισθάνθη μέσα εκείνος,
+κ' εθαύμασ', επειδή θεός ενόησε πως ήταν.
+κ' εις τους μνηστήραις πέρασεν ευθύς ο ισόθεος άνδρας.
+
+Κ' εις αυτούς έψαλν' ο λαμπρός αοιδός και αυτοί καθόνταν 325
+ήσυχα και άκουαν κ' έψαλνε των Αχαιών την μαύρην
+απ' την Τρωάδ' επιστροφή, που 'χε προστάξει η Αθήνη.
+και από τ' ανώγι απείκασε το θείον άσμα εκείνου,
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη, κόρη του Ικαρίου,
+και την υψηλήν κλίμακα του δόμου της κατέβη• 330
+μόνη όχι, δυο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν•
+και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις,
+της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη,
+'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια•
+κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε• 335
+και προς τον θείον αοιδόν δακρύζοντας αυτά 'πε•
+
+«Φήμιε, πολλ' άλλα εγνώριζες, 'που τους θνητούς μαγεύουν,
+όσα εξυμνούν οι αοιδοί, θεών και ανθρώπων έργα.
+έν' απ' αυτά τραγούδα τους, καθήμενος σιμά τους,
+κ' εκείνοι ας πίνουν ήσυχα• και τούτο παύε τ' άσμα 340
+το θλιβερό, 'που πάντοτε μου σχίζει την καρδία,
+ότι 'ς εμένα μάλιστα ακοίμητη 'ναι η λύπη,
+γιατί ενθυμούμαι και ποθώ την κεφαλήν εκείνου,
+'που 'ς την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος• «Μητέρα, δεν αφίνεις 345
+τον ποθητόν μας αοιδόν να τέρπη ως θέλει ο νους του;
+αίτιοι δεν είν' οι αοιδοί, μόν' αίτιος είν' ο Δίας,
+οπού εις καθένα των θνητών των σιτοφάγων δίδει
+όπως εκείνος βούλεται• ποσώς δεν έχει κρίμα
+τούτος εάν των Δαναών ψάλλη την μαύρη μοίρα• 350
+ότι επαινούν οι άνθρωποι μάλιστα εκείνο τ' άσμα,
+'που εις όσους τ' ακροάζονται νεώτατο αντηχάει.
+και την καρδιά σου σφίξε συ, με υπομονή ν' ακούης•
+και δεν εχάθ' η επιστροφή μόνου του Οδυσσέα,
+μες την Τρωάδ', αλλά πολλοί άλλοι εχαθήκαν άνδρες. 355
+αλλ' άμε σπίτι, έχε 'ς τον νου τα έργα τα δικά σου,
+την αλακάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταζε ταις δούλαις
+να εργάζωνται, και αμ' άφησε για λόγους να φροντίζουν
+οι άνδρες, κ' εγώ μάλιστα, 'που 'μαι 'ς το σπίτι ο κύριος».
+
+Θαύμασε αυτή κ' εγύρισε 'ς το σπίτι, γιατί εδέχθη 360
+εις την καρδιά τον φρόνιμο τον λόγο του παιδιού της•
+και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκε με ταις γυναίκαις έκλαιε
+τον ποθητόν της Οδυσσηά, έως ότου γλυκόν ύπνο
+'ς τα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.
+και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν, 365
+κ' ευχήθηκε ο καθένας τους σιμά της να πλαγιάση,
+και ο συνετός Τηλέμαχος τον λόγον 'πήρε κ' είπε•
+
+«Υβριστικοί και απόκοτοι μνηστήρες της μητρός μου,
+'ς την τράπεζ' ας τερπώμασθε για τώρα, και αμ' ας παύση
+ο βοητός' κ' είν' εύμορφο τέτοιον αοιδόν ν' ακούης, 370
+ως είναι αυτός, 'που των θεών εις την φωνήν ομοιάζει•
+αλλ' άμα φέξ', εις σύνοδο θε να καθίσουμ' όλοι,
+να σας κηρύξω φανερά το σπίτι μου ν' αφήστε•
+δείπνους αλλού ζητήσετε• τρώγετε τα δικά σας,
+μ' ανταλλαγή πηγαίνοντας καθείς 'ς το σπίτι τ' άλλου• 375
+και αν πάλιν σεις ευρίσκετε καλό και δίκαιο τούτο,
+ανθρώπου ενός απλέρωτα να φθείρετ' η ουσία,
+θερίζετε• και βοηθούς εγώ τους αθανάτους
+θα κράξω, την εκδίκησιν ίσως μου δώση ο Δίας,
+κ' έτσι εδώ μέσ' απλέρωτα κατόπι αφανισθήτε». 380
+
+Αυτά 'πε και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι,
+θαύμαζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά μιλούσε•
+και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος εστράφη και του είπε•
+
+«Τηλέμαχ', άσφαλτ' οι θεοί οι ίδιοι σε διδάχνουν
+'ς τους λόγους υπερήφανος και θαρρετός να γίνης• 385
+μη τύχη 'ς την περίβρεκτην Ιθάκην ο Κρονίδης
+σε καταστήση βασιληά, 'που το 'χεις πατρικό σου».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου•
+«Αντίνοε, κείνο, 'που θα 'πω, θα κατακρίνης τάχα;
+και αν τούτ' ο Δίας μου 'δινεν, ήθελ' εγώ το πάρω• 390
+αχρείον μη σου φαίνεται για τους ανθρώπους τούτο;
+πράγμα δεν είναι, όχι, κακό, τινάς να βασιλεύη•
+πλουταίνει ευθύς το σπίτι του, δοξάζεται κ' εκείνος•
+αλλ' είναι και άλλοι Αχαιοί πολλοί μες την Ιθάκη
+βασιλείς, νησί και γέροντες, και τούτων κάποιος θα 'χη 395
+το σκήπτρον, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας•
+αλλά εγώ 'ς το σπίτι μου θα ορίζω και εις τους δούλους,
+'που μου 'καμε ληστεύοντας ο θείος Οδυσσέας».
+
+Του απάντησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου•
+«Τηλέμαχ', εις την δύναμι των αθανάτων μένει 400
+των Αχαιών ποιος βασιληάς θε να 'ναι εις την Ιθάκη•
+και ως κύριος συ το έχει σου, τα σπίτια σου να ορίζης•
+μήδ' άνθρωπος τα κτήματα τολμήση να σ' αρπάξη
+με βίαν, ως που κατοικούν άνθρωποι 'ς την Ιθάκη.
+αλλά συ θέλω να μου 'πης, καλέ μου, για τον ξένο• 405
+ο άνθρωπος πόθεν έρχεται; και από ποιο μέρος λέγει
+ότ' είναι; που το γένος του, το πατρικό του χώμα;
+μη φέρει κάποιαν είδησι 'που θα φθάση ο πατέρας;
+ή έρχετ' εδώ γι' ανάγκη του δική του να φροντίση;
+πώς πήρε κ' έφυγ' έξαφνα! ουδ' έμεινεν ολίγο 410
+να γνωρισθή• και πρόστυχος δεν ώμοιασε 'ς την όψι».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου•
+«Ευρύμαχ', η επιστροφή εχάθη του πατρός μου•
+ώστ' ούτε πλέον είδησι πιστεύω, αν κάπουθ' έλθη,
+ούτε μαντεύματα ψηφώ αν τύχη και η μητέρα 415
+μάντιν καλεί 'ς το μέγαρο, κ' εκείνον ερωτάει.
+κ' είναι μου τούτος πατρικός ξένος από την Τάφο•
+Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιέται τ' Αγχιάλου
+οτ' είν' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων».
+
+Αυτά 'πε και όμως την θεάν αυτός είχε γνωρίσει• 420
+κ' εκείνοι πάλι 'ς τον χορό, και 'ς το γλυκό τραγούδι
+γύρισαν, κ' εξεφάντοναν το εσπέρας ως να φθάση•
+και ακόμη ως εξεφάντοναν τους εύρηκε το εσπέρας.
+τότε καθείς 'ς τα σπίτια τους επήγαν να πλαγιάσουν.
+ως και ο Τηλέμαχος εκεί, 'που ο θάλαμος του εκτίσθη, 425
+εις ανοικτό της εύμορφης αυλής κ' υψηλό μέρος,
+'ς την κλίνη ανέβηκε, πολλά 'ς τον νου του ανακινώντας.
+τον ακολούθα κ' έφερνε λαμπάδαις αναμμέναις,
+η θυγατέρα η χρήσιμη του Ώπα Πεισηνορίδη,
+Ευρύκλεια, 'που 'χεν άλλοτε ο Λαέρτης κορασίδα 430
+την αποκτήσει μ' είκοσιν από εδικά του βώδια,
+κ' ίσια με την χρήσιμη συμβία την ετίμα,
+ουδέ ποτέ την φίλησε, μη παροργίση εκείνην.
+αυτή σιμά του έφερνε το φως, και τον αγάπα
+από ταις δούλαις έξοχα, κ' είχε τον θρέψει βρέφος. 435
+του τεχνικού θαλάμου του άνοιξε αυτός ταις θύραις,
+'ς την κλίνη εκάθισ', έβγαλε τον μαλακό χιτώνα,
+κ' έβαλ' αυτόν 'ς της φρόνιμης γερόντισσας τα χέρια•
+και αφού τον δίπλωσ' εύμορφα τον κρέμασεν η γραία
+'ς το ξυλοκάρφι, εκεί σιμά 'ς την τορνευμένη κλίνη. 440
+κ' εβγήκε από τον θάλαμο, με τ' αργυρό κουλούρι
+την θύρα έσυρε κ' έδεσε με το λουρί τον σύρτη.
+κ' εκείνος μέσ' ολονυκτής εις τ' άνθος του προβάτου
+τον δρόμο, 'που του εδίδαξεν η Αθήνη, είχε 'ς τον νου του.
+
+
+
+Ραψωδία Β
+
+
+
+Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθου κόρη,
+και από την κλίνη εγέρθηκεν ο γόνος τ' Οδυσσέα.
+ενδύθη και το κοφτερό 'ς τον ώμον έζωσε ξίφος,
+'ς τα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια,
+κ' εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων. 5
+τους ψιλοφώνους κήρυκαις πρόσταξεν εν τω άμα
+τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξουν
+αυτοί κηρύτταν, και γοργά συνάζονταν εκείνοι.
+και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν,
+εκίνησε εις την σύνοδο, και το κοντάρι εκράτει, 10
+όχι μόνος• γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν•
+και αυτόν με χάρι αμίλητη περιέχυνεν η Αθήνη•
+και όλ' οι λαοί τον θαύμαζαν ως έρχονταν• 'ς την έδρα
+κάθισ' εκείνος του πατρός και οι γέροι έδωκαν τόπο.
+και ο ήρωας 'ς αυτούς άρχισεν Αυγύπτιος ν' αγορεύη, 15
+'που από τα γέρα ήταν σκυφτός κ' είχ' άπειρα 'ς τον νου του.
+ότι παιδί του αγαπητό 'ς το Ίλιον είχε πάει
+με τον ισόθεον Οδυσσηά, 'ς τα βαθουλά καράβια,
+ο λογχοφόρος Άντιφος, 'που ο Κύκλωπας ο άγριος
+φόνευσε κ' έφαγ' ύστερον 'ς τ' άντρο βαθύ για δείπνο. 20
+του έμεναν τρεις• ο Ευρύνομος με τους μνηστήραις ήταν,
+κ' οι άλλοι δύο πρόσεχαν τους πατρικούς αγρούς τους•
+και όμως αναλησμόνητον πικρά τον έκλαι' ακόμη•
+γι' αυτόν τότε δακρύζοντας τον λόγον πήρε κ' είπε•
+
+«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω• 25
+σύνοδος πλειά δεν έγεινε δική μας ή συνέδριο
+απ' ότε ο θείος Οδυσσηάς εμίσεψε 'ς τα πλοία•
+και τώρα ποιος μας κάλεσε; ποιος τόσην έχει χρείαν,
+είτε των νέων είν' αυτός είτ' είναι των γερόντων;
+στράτευμα μήπως άκουσεν ότ' έρχετ' εδώ πέρα, 30
+και πρώτος αφού το 'μαθε θα μας το φανερώση;
+ή άλλο πράγμα του κοινού θα 'πή και θα εξηγήση;
+χρηστός θα 'ναι, μου φαίνεται, κ' ευλογητός• ο Δίας
+να του χαρίση το καλόν όπ' αγαπά η ψυχή του».
+
+Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος 'ς τον κλήδονα εχάρη• 35
+και αμ' εσηκώθη, πρόθυμος να πάρη ευθύς τον λόγο,
+'ς την μέση τους• και του 'βαλε το σκήπτρον εις το χέρι
+ο κήρυκας Πεισήνορας, γνώσες και νου γεμάτος.
+και προς τον γέρον έστρεψε τον λόγο πρώτα κ' είπε•
+
+«Γέρε, είν' ο άνθρωπος σιμά, —αμέσως θα τον μάθης— 40
+'που τον λαό συνάθροισα• μέ πρώτον σφάζει ο πόνος•
+ούτ' άκουσα για στράτευμα πως έρχετ' εδώ πέρα,
+'που πρώτος αφού το 'μαθα να σας το φανερώσω,
+α[ο]ύτ' άλλο πράγμα του κοινού θα 'πω και θα εξηγήσω,
+αλλά δικό μου πάθημα που μου 'πεσε 'ς το σπίτι, 45
+διπλό• πατέρα έχασα λαμπρόν, που εις όσους βλέπω
+εσάς εδώ βασίλευεν ήμερα ωσάν πατέρας•
+και τώρ' άλλο χειρότερο πολύ, 'που θα ερημώση
+το σπίτι μ' όλο σύντομα, το βιο μου όλο θα σβήση•
+μνηστήρες ήλθαν κ' έπεσαν 'ς την άθελη μητέρα, 50
+υιοί των όσ' υπάρχουσι 'ς τον τόπο μεγιστάνες,
+οπού 'ς το σπίτι του πατρός να υπάγουν, του Ικαρίου,
+τρομάζουν, που 'θελεν αυτός την κόρη του προικίση,
+κ' εις όποιον θα του άρεγε καλήτερα την δώση•
+κ' εκείνοι εδώ 'ς το σπίτι μας ολοκαιρής γυρίζουν, 55
+και βώδια σφάζοντας, αρνιά και γίδια σαρκωμένα,
+συντρώγουν και το φλογερό κρασί μου καταπίνουν,
+χαμένα, και όλα φθείρουν τα• ότι άνδρας δεν υπάρχει
+τέτοιος ως ήταν ο Οδυσσηάς, το σπίτι αυτό να σώση.
+κ' εμείς δεν είμασθε αρκετοί• πιστεύω και κατόπι 60
+θέλει φανούμ' ελεινοί και αδίδακτοι 'ς τα όπλα.
+θ' αντιστεκόμουν δύναμιν αν είχα εγώ κοντά μου•
+τι γίνοντ' έργ' αβάστακτα• παρ' άσχημ' αφανίσθη
+το σπίτι μου• και μόνοι σας τ' άδικον αισθανθήτε,
+και άμ' εντραπήτε τους λαούς, 'που γύρω γειτονεύουν, 65
+και φοβηθήτε την οργή των αθανάτων, μήπως
+τα έργα θεομίσητα 'ς την κεφαλή σας ρίξουν.
+κ' έτσι βοηθούς να λάβετε τον Δία και την Θέμι,
+'που των ανδρών ταις σύναξες καθίζει αυτή και λύει,
+παύσετε, φίλοι, αφήτε με να φθείρομαι 'ς την λύπη 70
+μόνος, αν μη ο ένδοξος πατέρας μου Οδυσσέας
+τους Αχαιούς αδίκησε μ' έχθρητα, και για τούτο
+μ' έχθρα τ' ανταποδίδετε κ' εμέ τώρ' αδικείτε,
+και τούτους εμψυχόνετε• θα σύμφερνεν εμένα
+να τρώτ' εσείς τους θησαυρούς και όλα τα κινητά μου• 75
+και αν ήσθ' εσείς, απόδοσι θε να 'λπιζα μια μέρα•
+ότι με λόγια καρδιακά 'ς την πόλι εδώ καθέναν
+θα σας παρακαλούσαμεν, ως όλα ν' αποδόστε.
+και οδύναις τώρ' αγιάτρευταις μου εμπήξετε 'ς τα σπλάχνα».
+
+Μ' οργήν αυτά 'πε και έρριξε κατά την γη το σκήπτρο, 80
+κ' έβγαλε δάκρυα• και ο λαός όλος αισθάνθη λύπη.
+και όλοι οι άλλοι εσίγησαν ουδέ κανείς ετόλμα
+σκληρή προς τον Τηλέμαχον απάντησι να δώση.
+και μόνος ο Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε•
+
+«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητε, τι λέγεις! 85
+μας εξυβρίζεις, όνειδος 'ς εμάς να ρίξης θέλεις.
+και δεν σου πταιν των Αχαιών παντάπασ' οι μνηστήρες,
+αλλ' η γλυκειά μητέρα σου, 'που 'ναι σοφή 'ς τους δόλους•
+ότι τρεις χρόνοι πέρασαν και ο τέταρτος θα κλείση,
+απ' ότε αυτή των Αχαιών την γνώμην γελοπαίζει. 90
+'ς όλους ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει
+με τα μηνύματα• και νους καθ' άλλο μελετάει.
+και τούτο τ' άλλο τέχνασμα σοφίσθη αυτή κ' ευρήκε•
+πανί μεγάλον έστησε 'ς τα μέγαρα να υφάνη,
+λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε• ω νέοι 95
+μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας,
+τον γάμο μη μου βιάζετε• σταθήτε, ως ν' αποκάμω
+το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα,
+του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη
+μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 100
+των Αχαιίδων μη καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση,
+αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν.
+αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας.
+τότε όλ' ημέρα το πανί το μέγα ύφαιν' εκείνη,
+και νύκτα το ξεΰφαινε 'ς την λάμψιν των λαμπάδων. 105
+έτσι με απάτη ξέφυγε τρεις χρόνους, κ' έπειθ' όλους
+τους Αχαιούς• τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις,
+μας τα 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα,
+κ' ηύραμε αυτήν 'που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της.
+κ' έτσι τ' αποτελείωσεν, αθέλητ', εξ ανάγκης. 110
+και την εξής απάντησι σου δίδουν οι μνηστήρες,
+συ να την μάθης, και άμα εδώ των Αχαιών τα πλήθη•
+'ς τα γονικά την μάννα σου προβόδα, και άνδρ' ας πάρη
+όποιον θέλη ο πατέρας της κ' εκείνη προτιμήση•
+και αν μελετά τους Αχαιούς πολύ να βασανίση, 115
+με τα δώρα 'που επλούτισεν η Αθήνη την ψυχή της,
+μ' έργα 'που ηξεύρει αξιόλογα, με νου λαμπρό 'που ευρίσκει
+τεχνάσματ', όσα ουδέ ποτέ των παλαιών καμμία
+καλοπλοκάμων Αχαιών ακούσθη να γνωρίζη,
+είτ' η Αλκμήνη, είτ' η Τυρώ, είτε η καλή Μυκήνη,— 120
+οπού καμμιά δεν ώμοιασε 'ς το νου της Πηνελόπης,—
+όμως, αν όλα εγνώρισε, τούτο σωστά δεν κρίνει•
+ότι το βιο, τα πλούτη σου, να τρώγουν δεν θα παύσουν,
+όσο 'που εκείνη έχει τον νουν αυτόν 'που μες τα στήθη
+της βάζουν οι αθάνατοι• 'ς τον εαυτόν της φήμην 125
+μεγάλην παίρνει, αλλ' αφαιρεί πολύν εσένα πλούτον•
+ουδέ θα πάμε εις τους αγρούς εμείς ή αλλού, πριν κείνη
+λάβη άνδρ' από τους Αχαιούς, όποιον και αν προτιμήση».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του• «Αντίνοε,
+δεν γίνεται απ' το σπίτι μου εγώ να διώξω εκείνην, 130
+'που εγέννησέ με κ' έθρεψε• λείπει ο πατέρας, είτε
+ζη κείνος είτ' απέθανε• και αν διώξω την μητέρα,
+μεγάλην τότε πληρωμήν ο Ικάριος θα μου πάρη•
+κακά θα πάθω και απ' αυτόν, και άλλα ο θεός θα δώση,
+των εριννύων την οργή, 'που θα μου κράξ' η μάννα, 135
+βγαίνοντας απ' το σπίτι μου• και ομού του κόσμου θα 'χω
+τ' όνειδος• ώστε δεν θα 'πω ποτέ μου τέτοιον λόγο.
+και αν η ψυχή σας μόνη της το κρίμα της γνωρίζει,
+τα μέγαρά μου αφήσετε, δείπνους αλλού ζητάτε,
+απ' το δικό σας τρώγετε, καθείς 'ς το σπίτι τ' άλλου. 140
+και αν πάλιν σεις ευρίσκετε καλό και δίκαιο τούτο,
+ανθρώπου ενός απλέρωτα να φθείρετ' η ουσία,
+θερίζετε• και βοηθούς εγώ τους αθανάτους
+θα κράξω, την εκδίκησιν ίσως μου δώση ο Δίας,
+και όμοια 'δω μέσ' απλέρωτα και σεις αφανισθήτε». 145
+
+Αυτά 'πε, κ' ευθύς του 'στειλε ο βροντόφωνος Κρονίδης
+δύ' αετούς απ' την κορφή του όρους να πετάξουν•
+και αυτοί για ολίγο επέτονταν εις ταις πνοαίς τ' ανέμου,
+με ταις φτερούγαις τεντωταίς, ο ένας σιμά 'ς τον άλλο.
+και άμ' ήλθαν 'ς την πολύφωνη την σύνοδο, 'ς την μέση, 150
+με συχνοφτερουγιάσματα τότ' εστριφογυρίσαν,
+και όλων αυτών ταις κεφαλαίς θανατηφόρα εκύτταν.
+και με τα νύχια ως έσχισαν ταις όψες, τους λαιμούς τους,
+δεξιά' φυγαν διαβαίνοντας τα σπίτια και την πόλι.
+και τα όρνεα κείνοι εθαύμασαν 'που εφάνηκαν εμπρός τους, 155
+και όλο εκινούσαν 'ς την ψυχή τα έμελλαν να γείνουν.
+και ο γέρος τους αγόρευσεν, ο ήρωας Αλιθέρσης,
+ο Μαστορίδης, 'π' έξοχος των ομηλίκων ήταν,
+των όρνεων εις την γνώρισι κ' εις το να προμαντεύη•
+εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε• 160
+
+«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω•
+και των μνηστήρων μάλιστα τούτα εξηγώ και λέγω•
+γιατί 'ς αυτούς μέγα κακό θα πέση• δεν θα μείνη
+ο Οδυσσηάς πολύν καιρό μακράν των ποθητών του.
+ήδη κοντά 'ναι και όλεθρο 'ς όλους αυτούς φυτεύει• 165
+και άλλοι εγκάτοικοι πολλοί της φωτεινής Ιθάκης
+θα πάθουμε• αλλά σύγκαιρα πολύ να βουλευθούμε,
+πώς να τους εμποδίσουμεν, ή εκείνοι ας παύσουν πρώτοι•
+ότι καλό παντάπασι γι' αυτούς τούτο δεν είναι.
+δεν προμαντεύω ανήξερος, αλλά καλά γνωρίζω• 170
+και λέγ' ότι τελειωθήκαν εκείνου όσα τότ' είχα
+του προειπή, 'σαν ώρμησαν 'ς το Ίλιον οι Αργείοι,
+και ανέβη και ο πολύγνωμος μ' εκείνους Οδυσσέας•
+είπ', αφού πάθη πάμπολλα, και χάση τους συντρόφους,
+το εικοστόν έτος, άγνωστος εις όλους, θα επανέλθη 175
+εις την πατρίδα• και όλ' αυτά ιδού λαμβάνουν τέλος».
+
+Και ο Ευρύμαχος απάντησε, το τέκνο του Πολύβου•
+«Ω γέροντ', έλα πήγαινε σπίτι σου, των παιδιών σου
+να προμαντεύης, μη κακό τους εύρη αυτού κατόπι•
+κ' είμ' εγώ μάντις εις αυτά πολύ καλήτερός σου. 180
+όρνεα πολλά 'ναι όπου πετούν 'ς τον ήλιον αποκάτω,
+και όλα δεν είναι μαντικά• κ' εχάθ' ο Οδυσσέας
+πέρα, που να 'χες συντριφθή και συ μαζή μ' εκείνον.
+και τότ' εδώ δεν θα 'λεγες ταις τόσαις προμαντείαις,
+ουδ' έτσι τον Τηλέμαχο θα εκέντας 'ς την οργή του, 185
+για δώρα, οπού 'ς το σπίτι σου να στείλη αυτός ελπίζεις.
+αλλά θα σ' είπω φανερά, και ό,τι θα 'πω θα γείνη•
+αν συ, 'που ηξεύρεις και πολλά και παλαιά, τον νέον
+παρακινήσης 'ς την οργή με λόγια αυτόν πλανώντας,
+κ' εκείνου τα παθήματα μάθε που θε ν' αυξήσουν, 190
+και τίποτ' εξ αιτίας σου δεν θέλει κατορθώσει•
+και σένα πρόστιμο βαρύ θα βάλουμεν, ω γέρε,
+'π' όταν πληρώσης, μέσα σου πολύ θ' αδημονήσης.
+και τον Τηλέμαχον, εμπρός 'ς όλους, θα συμβουλεύσω•
+να υπάγη εις τον πατέρα της ας είπη της μητρός του• 195
+τον γάμο αυτοί θα κάμουσι, και θα ετοιμάσουν δώρα
+πολλότατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης.
+και ως τότε θέλει ακολουθούν την βαρετή μνηστεία
+οι Αχαιοί, γιατί κανείς, θαρρώ, δεν μας φοβίζει,
+ούτε ο Τηλέμαχος αυτός, και ας είναι πολυλόγος. 200
+ουδέ ψηφούμε, γέροντα, τα όσα προμαντεύεις
+εις τα χαμένα, και αποκτάς σφοδρότερο το μίσος.
+και τα καλά του ελεεινά και αγύριστα θα τρώγουν,
+όσον αυτή 'ς τους Αχαιούς τον γάμο αργοποράει.
+και ολοκαιρής προσμένοντας εμείς φιλονεικούμε 205
+για τούτην 'που 'ναι ασύγκριτη, και δεν ζητούμεν άλλαις,
+όποιαν καθένας απ' εμάς να νυμφευθή ταιριάζει».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου•
+«Ευρύμαχε, κ' οι επίλοιποι σεις θαυμαστοί μνηστήρες,
+σας ούτε πλειά παρακαλώ για τούτα, ούτ' ομιλάω• 210
+ότ' ήδη κ' οι αθάνατοι και όλ' οι Αχαιοί τα ξεύρουν.
+αλλά δόστε μου ογλήγορο καράβι και συντρόφους
+είκοσι, να με φέρουσιν εις το 'να μέρος, 'ς τ' άλλο,
+ότι 'ς την Σπάρτη θε να βγω και στην αμμώδη Πύλο,
+για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθω αν θα 'λθη, 215
+ή των θνητών κάποιος μου ειπή ή την φωνήν ακούσω,
+'που από τον Δί' ερχόμενη γεννοβολά την φήμη.
+και αν ο πατέρας ότι ζη και θα γυρίση ακούσω,
+τότε, και ας στενοχωρηθώ, έν έτος θα υπομείνω•
+και αν πάλιν ότι απέθανεν ακούσω και ότι εχάθη, 220
+θε να 'λθω τότε 'ς την γλυκειά την γη την πατρική μου,
+μνήμα θα υψώσω του πατρός, κ' εντάφια, ως πρέπει, δώρα
+πολλά θα δώσω, κ' ύστερ' υπανδρεύω την μητέρα».
+
+Αυτά 'πε και άμ' εκάθισε• και ο Μέντορας 'ς εκείνους
+σηκώθη, 'που 'χε σύντροφον ο άψεγος Οδυσσέας, 225
+και φεύγοντας 'ς τα χέρια του το σπίτι του είχε αφήσει,
+να πείθενται 'ς τον γέροντα, και να τηρή τα πάντα•
+εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε•
+
+«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω•
+πλειά σκηπτροφόρος βασιληάς να μη φανή κανένας 230
+γλυκός, καλοπροαίρετος, και δίκαιος και πράος,
+αλλ' ας είναι σκληρότροπος και τ' άνομα να πράζη•
+αφού τον θείον Οδυσσηά κανένας δεν θυμάται
+εις τους λαούς, 'που βασιληά τον είχαν και πατέρα.
+ουδέ ποσώς ξενίζομαι 'ς τους ανδρικούς μνηστήραις, 235
+αν κάμνουν έργ' αρπατικά μ' επίβουλη την γνώμη•
+ότι αν αρπάζουν τ' Οδυσσηά και τρώγουσι το σπίτι,
+παίζουν με τα κεφάλια τους και λεν 'π' αυτός δεν θά 'λθη.
+εις τον επίλοιπον λαόν αγανακτώ, πώς όλοι
+άφωνοι κάθεσθε, και ουδέ με λόγια καν κτυπάτε, 240
+για να δαμάσετε οι πολλοί τους μετρητούς μνηστήραις».
+
+Και ο Ευηνορίδης Λειώκρητος απάντησεν εκείνου•
+«Μέντορα ελεεινότατε, μωρότατε, τι είπες!
+σπρώχνεις να μας δαμάσουσι, κ' είναι βαρύς ο αγώνας
+για το τραπέζι αν κτυπηθούν με τους πολλούς οι ολίγοι• 245
+και αν ο Ιθακήσιος Οδυσσηάς εκείνος ήθελ' έλθη
+κ' ήθελ' από το μέγαρο να διώξη επιχειρήση,
+'ς το δώμα ενώ φαγοποτούν, τους θαυμαστούς μνηστήραις,
+ουδ' η γυνή του θα 'χαιρε πως ήλθε ο ποθητός της,
+αλλ' άσχημο θα 'λάμβανε το τέλος εις τον τόπο, 250
+αν εκτυπιόνταν με πολλούς• κ' είν' άτακτα όσα είπες.
+και σεις, λαοί, 'ς έργα σας καθένας σκορπισθήτε•
+και τούτου θα ετοιμάσουσι το μίσεμ' ο Αλιθέρσης
+και ο Μέντορας, οι πατρικοί φίλοι του• αλλά πιστεύω
+πολύν καιρό θα κάθεται μηνύματα ν' ακούη 255
+εις την Ιθάκη, ουδέ ποτέ θα κάμη το ταξείδι».
+
+Αυτά 'πε κ' εδιάλυσε την σύνοδο μ' ασπούδα•
+κ' εκείνοι εδιασκορπισθήκαν 'ς σπίτια τους καθένας•
+και 'ς τ' Οδυσσηά τα δώματα κίνησαν οι μνηστήρες,
+εσύρθηκε ο Τηλέμαχος μακράν εις τ' ακρογιάλι, 260
+με άρμη εχερονίφθηκε κ' εύχονταν της Αθήνης•
+
+«Άκου με, 'που 'λθες χθες θεός εις το δικό μου σπίτι•
+κ' εμέ τα μαύρα πέλαγα παράγγειλες να σχίσω,
+για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθω αν θα 'λθη•
+κ' ιδού 'που τώρ' οι Αχαιοί τούτ' όλα μου εμποδίζουν, 265
+κ' εξόχως η αποκοτιά των υβριστών μνηστήρων».
+
+Ευχήθη, και άμ' η Αθήνα εκεί σιμά του εφάνη•
+εις το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' όλη ωμοιώθη,
+κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
+
+«Τηλέμαχε', ουδ' ανόητος ουδ' άνανδρος κατόπι 270
+θε να 'σαι, αν έχης στάλαγμα της πατρικής ανδρείας,
+όπως αυτός ήταν καλός 'ς τα έργα και 'ς στους λόγους•
+τότε δεν ματαιόνεται, θα γείνη, το ταξείδι•
+και αν γόνος κείνου δεν είσαι και της Πηνελοπείας,
+κανέν' απ' όσα επιθυμείς, θαρρώ, δεν θα τελειώσης• 275
+ότ' είν' ολίγα τα παιδιά, 'που του πατρός ομοιάζουν,
+χειρότεροι 'ναι οι πλειότεροι, καλήτεροί 'ναι ολίγοι•
+και αφού δεν θα 'σαι ανόητος ούδ' άνανδρος κατόπι,
+ουδέ καθόλου σ' άφησε η γνώσι τ' Οδυσσέα,
+τα έργα τούτα πάντεχε 'που θα τα κατορθώσης. 280
+για τούτο αψήφα την βουλή συ των μωρών μνηστήρων•
+γνώσι και νου δεν έχουσι, και δίκαιο δεν γνωρίζουν•
+δεν ξεύρουν 'που 'ναι τους κοντά ο θάνατος κ' η μαύρη
+μοίρα, 'π' όλους μονήμερα θα τους εξολοθρεύση•
+και το ταξείδι, οπού ζητείς, πολύ δεν θέλει αργήση• 285
+φίλος σου εγώ 'μαι πατρικός και τέτοιος, 'που καράβι
+θα σου ετοιμάσω ογλήγορα, κ' εγώ μαζή σου θα 'λθω•
+αλλ' άμε συ 'ς το σπίτι σου, σμίγε με τους μνηστήραις,
+και ταις τροφαίς ετοίμασε και κλείσε ταις 'ς τ' αγγεία,
+εις ταις λαγήναις το κρασί, τ' αλεύρι, των ανθρώπων 290
+μεδούλι, εις πυκνά δέρματα• και απ' τον λαόν συντρόφους
+θα πάρω θεληματικούς• κ' είναι πολλά καράβια
+εις της Ιθάκης το νησί, και παλαιά και νέα•
+το διαλεκτότερο απ' αυτά θα σου εύρω ν' αρματώσω,
+κ' ευθύς το ρίχνουμε έπειτα 'ς τα διάπλατα πελάγη». 295
+
+Αυτά 'πε η κόρη του Διός, η Αθήνη• κ' εσηκώθη
+άμ' άκουσ' ο Τηλέμαχος την θεϊκή φωνή της.
+και προς το σπίτι εβάδισε με την ψυχή θλιμμένη,
+κ' εύρεν αυτού 'ς τα μέγαρα τους ανδρικούς μνηστήραις
+'πού γίδια σχίζαν 'ς την αυλή και χοίρους καψαλίζαν. 300
+κ' ίσια προς τον Τηλέμαχον ο Αντίνοος γελώντας
+ήλθε, το χέρι του 'πιασεν, ωνόμασέ τον κ' είπε•
+
+«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητε 'ς τον νου σου
+μη βάζης άλλο τι κακόν, είτ' έργον είτε λόγον•
+αλλά τρώγε και πίνε μου 'σαν πρώτα• θα σου κάμουν 305
+ό,τι ζητείς οι Αχαιοί, καράβι, κουπηλάταις
+καλούς, να φθάσης γλήγορα 'ς την Πύλο την αγία,
+όπως ζητήσης άκουσμα του θαυμαστού πατρός σου».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου•
+«Αντίνοε, δεν γίνεται με σας, 'που αυθάδεις είσθε, 310
+εις το τραπέζι αμέριμνα να ευφράνω την ψυχή μου•
+και δεν αρκεί 'που εφθείρετε τόσα καλά δικά μου
+πολύτιμα, όσο ανήλικος ήμουν εγώ, μνηστήρες;
+και τώρα οπ' άνδρας έγεινα, και ακούοντας τους άλλους
+πληροφορούμαι, κ' η ψυχή μέσα μου δυναμόνει, 315
+μαύραις ημέραις εις εσάς να φέρω θα πασχίσω,
+'ς την Πύλο είτε πηγαίνοντας, ή εδώ μες την Ιθάκη•
+θα πάω — δεν ματαιόνεται, θα γείνη το ταξείδι—
+ως επιβάτης, επειδή κουπηλατών και πλοίου
+κύριος δεν είμαι, αφού καλό και τούτο σας εφάνη». 320
+
+Είπε, το χέρι του έσυρε απ' το χέρι τ' Αντινόου
+εύκολα• κ' εσυγύριζαν το γεύμ' αυτού οι μνηστήρες
+κ' εκακολόγουν τον αυτοί κ' εμπαίζαν μεταξύ τους•
+και από τους νηούς τους υβρισταίς έλεγε κάποιος τούτα•
+
+«Αλάθευτα ο Τηλέμαχος μας ετοιμάζει φόνον, 325
+είτε θα φέρη βοηθούς απ' την αμμώδη Πύλο,
+είτε απ' την Σπάρτην, επειδή και ορμή δείχνει μεγάλη•
+μην ίσως και 'ς την Έφυρα, το καρποφόρο χώμα,
+θα πάη, κείθε θανάσιμα να φέρη εδώ βοτάνια,
+κ' εις τον κρατήρα ρίξη τα και όλους μας θανατώση». 330
+
+Και πάλιν άλλος υβριστής έλεγε• «Ποιος ηξεύρει
+εάν και αυτός 'ς το βαθουλό καράβι θα πλανάται
+μακράν των φίλων και χαθή, ωσάν τον Οδυσσέα;
+εις κόπους θα μας έβαζε τότε, να μοιρασθούμε
+τα κτήματ' όλα, αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, 335
+να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που ήθε την πάρη νύμφη».
+
+Και εις του πατρός το υψηλό θάλαμο αυτός κατέβη
+πλατύν, όπ' ήσαν σωρευτά χάλκωμα και χρυσάφι,
+'ς τ' αρμάρια τα φορέματα, και περισσά τα μύρα.
+και μέσα παλαιού κρασιού γλυκύτατου πιθάρια 340
+στέκονταν, όλα γεμιστά θείο πιοτό και ακράτο,
+'ς τον τοίχο αράδα κολλητά, αν ίσως καί ποτ' έλθη
+εις την πατρίδ' ο Οδυσσηάς, 'ς το τέλος των δεινών του.
+σανίδαις είχε δίφυλλαις πυκνά συναρμοσμέναις,
+κ' ημέρα νύκτα ευρίσκονταν κελλάρισσα γυναίκα 345
+αυτού, 'π' όλα τα εφύλαγε, με προσοχή, με γνώσι,
+η Ευρύκλεια, 'που 'ταν γέννημα τ' Ώπα Πεισηνορίδη•
+'ς τον θάλαμο ο Τηλέμαχος έκραξε αυτήν και είπε•
+
+«Μάννα, έλα βάλε μου κρασί γλυκό μες τα λαγήνια,
+το νόστιμον, έξω απ' αυτό, 'που συ φυλάς για κείνον 350
+τον άμοιρον, ότι θαρρείς πως κάποθ' ίσως θα 'λθη
+ο διογενής ο Οδυσσηάς, τον θάνατον αν φύγη.
+και γέμισέ μου δώδεκα, και άμ' όλα σφάλισέ τα,
+και αλεύρια 'ς τα καλόρραφτα δερμάτια να μου χύσης,
+να γείνουν μέτρα είκοσι μυλαλεσμένο αστάχυ. 355
+και γνώριζέ τα μόνη σου• και όλα μαζή να τα 'χης,
+ότι θε να 'λθω αποσπερής να τα σηκώσω, οπόταν
+θε ν' αναιβή 'ς τ' ανώγια της ν' αναπαυθή η μητέρα.
+ότι θα πάω 'ς την Σπάρτη εγώ και 'ς την αμμώδη Πύλο,
+ο αγαπητός πατέρας μου ν' ακούσω αν θα γυρίση». 360
+
+Είπε, κ' η Ευρύκλεια θρήνησεν, η αγαπητή βυζάστρα,
+και κλαίοντας του μίλησε με λόγια πτερωμένα•
+
+«Και πώς, παιδί μου, ο στοχασμός 'ςτον νου σου αυτός γεννήθη;
+και με ποιον τρόπο θε να πας της γης εις τόσο μάκρος,
+'που 'σαι μονάκριβος υιός! και απ' την πατρίδα πέρα 365
+εχάθ' εις άγνωστους λαούς ο θείος Οδυσσέας.
+και αυτοί θα σ' επιβουλευθούν με δόλο, άμ' εσύ φύγης,
+να σ' αφανίσουν, και όλ' αυτά να μοιρασθούν εκείνοι.
+αλλά κάθου 'ς το σπίτι σου• ποσώς δεν σε συμφέρει
+'ς τ' άπατο μέσα πέλαγος κακά να παραδέρνης». 370
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης•
+«Θάρρευε, μάννα• του θεού δεν λείπ' εις τούτα η γνώμη•
+και όμωσε, αυτά να μη τα ειπής της ποθητής μητρός μου,
+πριν παρά να 'λθη η ενδέκατη κ' η δωδεκάτ' ημέρα,
+ή πριν αυτή ποθήση με και ακούση πως εβγήκα, 375
+όπως μη φθείρη κλαίοντας την εύμορφην ειδή της».
+
+Αυτά 'πε• και ώμοσε η γρηά θεών τον μέγαν όρκον,
+και αφού τον όρκον ώμοσε κ' ετέλειωσεν εκείνη,
+ευθύς το κρασί του 'βγαλε κ' έβαλε 'ς τα λαγήνια,
+τ' αλεύρια 'ς τα καλόρραφτα δερμάτια• και 'ς το δώμα 380
+εγύρισε ο Τηλέμαχος κ' έσμιξε τους μνηστήραις.
+
+Τότ' άλλο εφεύρηκ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+του Τηλεμάχου ωμοιώθηκε κ' εγύριζε την πόλι,
+τους άνδρες επλησίαζε, του καθενός ωμίλει,
+το εσπέρας όλοι 'ς το γοργό καράβι να καταίβουν. 385
+κ' εζήτησε απ' τον φωτεινόν Νοήμονα Φρονίδη
+γοργό καράβι• πρόθυμος εκείνος το υποσχέθη.
+και ο ήλιος ως βασίλευε, κ' ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι,
+'ς το πέλαο ρίχνει το γοργόν πλοίον και μέσα βάζει
+τ' άρμενα όλα, όσα φορούν κολοστρωμένα πλοία, 390
+κ' εις τον λιμέν' αράζει το, και γύρω οι λαμπροί νέοι
+συνάζοντ' όλοι, κ' η θεά καθέναν εμψυχόνει.
+
+Τότ' άλλο εφεύρηκ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+'ς τα δώματ' επορεύθηκε του θείου Οδυσσέα•
+και των μνηστήρων έχυσεν ύπνο γλυκό, και ζάλη 395
+τους έφερ' εκεί, 'πώπιναν, κ' ερρίξαν τα ποτήρια.
+και να πλαγιάσουν σκόρπισαν 'ς την πόλι, ουδέ καθόνταν
+πλέον, ότι τα βλέφαρα τους βάρυνεν ο ύπνος.
+τότ' είπε τον Τηλέμαχον η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
+έξωθ' απ' τα καλόκτιστα μέγαρ' αυτόν καλώντας, 400
+και 'ς το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' ώμοιαζ' όλη•
+
+«Οι ευκνήμιδες συντρόφοι σου, Τηλέμαχε, αναμένουν,
+εις το κουπί καθήμενοι, μόνον το κίνημά σου•
+πάμε, και ας μην αργήσουμε να εμπούμ' ευθύς 'ς τον δρόμο».
+
+Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη 405
+γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια.
+και άμα 'ς το πλοίον έφθασαν, 'ς της θάλασσας την άκρη,
+τους κομοφόρους εύρηκε συντρόφους 'ς τ' ακρογιάλι•
+και ο δυνατός Τηλέμαχος ωμίλησέ τους κ' είπε•
+
+«Ελάτε, φίλοι, ταις τροφαίς να φέρουμε• ήδη 'ναι όλα 410
+μαζή 'ς το μέγαρο• το ουδέν δεν έμαθ' η μητέρα,
+και από ταις δούλαις μόνη μια το πράγμ' αυτό γνωρίζει».
+
+Είπε κ' επροπορεύθηκε κ' εκείνοι ακολουθούσαν.
+και όλα τα πήραν κ' έθεσαν μες το καλοστρωμένο
+καράβι, ως επαράγγειλεν ο γόνος του Οδυσσέα. 415
+και ανέβηκε ο Τηλέμαχος 'ς το πλοίον, κ' εκυβέρνα
+η Αθηνά, κ' εκάθισε 'ς την πρύμνη• και σιμά της
+κάθισεν ο Τηλέμαχος• τα παλαμάρια κείνοι
+λύσαν, ανέβηκαν και αυτοί και 'ς τα ζυγά καθίσαν,
+κ' ευθύς πρύμον τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, 420
+τον Ζέφυρον 'που αχά σφοδρός 'ς το μαύρο κύμα επάνω•
+κ' επρόσταξε ο Τηλέμαχος αμέσως τους συντρόφους
+να πιάσουν τ' άρμεν'• άκουσαν την προσταγήν εκείνοι,
+κ' εσήκωσαν και άμ' έστησαν 'ς το κοίλο μεσοδόκι
+κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια. 425
+κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα ολόλευκα πανία•
+και μες τη μέση το πανί ο άνεμος φουσκόνει,
+και 'ς την καρίνα, ως σχίζεται, βροντή το μαύρο κύμα•
+κ' έτρεχ' εκείνο κ' έκοβε δρόμον πολύ 'ς το κύμα•
+κ' έδεσεν όλα τ' άρμενα 'ς το μαύρο το καράβι, 430
+και με κρασί στεφάνωσαν κρατήραις οπού 'στήσαν,
+και των θεών εσπόνδισαν αφθάρτων, αθανάτων,
+και μάλιστα προς του Διός την γλαυκομμάτα κόρη.
+και ολονυκτής και την αυγήν εκείνο επροχωρούσε.
+
+
+
+Ραψωδία Γ
+
+
+
+Και ανέβη ο Ήλιος, 'π' άφησε την ωραιοτάτη λίμνη,
+εις τον πολύχαλκο ουρανό, προς τους θεούς να λάμψη,
+και τους ανθρώπους τους θνητούς 'ς την γη την σιτοδώρα.
+'ς την λαμπρήν Πύλον έφθασαν, την πόλι του Νηλέα•
+και αυτού κατάγιαλα ο λαός θυσίαν ετελούσε, 5
+ταύρους ολόμαυρους σφαγή του γλαυκοχαίτη σείστη.
+έδραις αράδα ήσαν εννηά, κάθονταν πεντακόσοι
+εις καθεμιά, κ' εις καθεμιά σφάζονταν εννηά ταύροι.
+τα σπλάγχνα τούτοι ως να γευθούν και τα μεριά να κάψουν
+προς τον θεό, κείνοι έμπαιναν• 'ς το ισόμετρο καράβι 10
+όλα εμαζώξαν τα πανιά, τ' άραξαν και άμ' εβγήκαν.
+εβγήκε και ο Τηλέμαχος και ωδήγα τον η Αθήνη•
+του πρωτομίλησ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+
+«Δεν πρέπει να 'σαι εντροπαλός, Τηλέμαχ', εσύ πλέον•
+γι' αυτό το πέλαγο έσχισες, να μάθης τον πατέρα 15
+ποιο χώμα τον εσκέπασε, ποια μοίρα τον ευρήκε.
+αλλ' ίσια 'ς τον ιππόδαμο τον Νέστορα πορεύου•
+ας μάθουμε 'ς τα στήθη του ποιαν γνώμη κρύβει εκείνος•
+ατός σου παρακάλειε τον, όπως μας είπη αλήθεια•
+είν' άνδρας συνετώτατος• δεν θέλ' ειπή το ψέμμα». 20
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης•
+«Μέντορα, πώς να υπάγω εγώ, πώς να τον χαιρετήσω;
+κ' εγώ 'μαι ακόμη αδίδακτος 'ς τα μετρημένα λόγια•
+και να ερωτά τον γέροντα ευλάβειαν έχει ο νέος».
+
+Τότε η θεά του απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 25
+«Άλλα και μόνος θέλει ευρής, Τηλέμαχε, 'ς τον νου σου,
+και άλλα θεός θέλει σου ειπή• και 'ς των θεών το πείσμα,
+θαρρώ, δεν σ' έχ' η μάννα σου γεννήσει και αναστήσει».
+
+Είπ', εξεκίνησ' η θεά, γοργά και αυτός κατόπι•
+κ' έφθασαν 'ς την ομήγυρι, 'ς ταις έδραις των Πυλίων• 30
+και αντάμ' αυτού με τους υιούς ο Νέστορας καθόνταν,
+και ολόγυρά του ευτρέπιζαν οι φίλοι την θυσία,
+και μέρος κρέατ' έψηναν και μέρος εσουβλίζαν.
+τους ξένους άμ' είδαν αυτοί, κίνησαν όλοι ομάδι,
+με ασπασμούς τους δέχθηκαν, τους είπαν να καθίσουν• 35
+και πρώτος ο Πεισίστρατος πλησιάζει ο Νεστορίδης,
+τα χέρια σφίγγει και των δυο, 'ς την τράπεζα τους φέρει,
+και εις ταις προβιαίς ταις μαλακαίς, 'ς τον άμμο, τους καθίζει,
+του Θρασυμήδη, του αδελφού, και του πατρός, 'ς τη μέση.
+και από τα σπλάχνα δίδει τους μερίδαις και γεμίζει 40
+χρυσό ποτήρι με κρασί, και χαιρετώντας λέγει
+της Αθηνάς, της θηγατρός του αιγιδοφόρου Δία•
+
+«Του Ποσειδώνα βασιληά, ευχήσου, ω ξένε, τώρα•
+'που εδώ φθασμένοι έτυχε 'ς την εκατόμβη εκείνου•
+και αφού σπονδίσης κ' ευχηθής, ως πρέπει, δος και τούτου 45
+την κούπα του γλυκύτατου κρασιού για να σπονδίση•
+ότι και αυτός θα εύχεται, θαρρώ, των αθανάτων•
+και των θεών οι άνθρωποι ανάγκην έχουν όλοι•
+αλλ' είν' αυτός νεώτερος, ομήλικος μ' εμένα,
+ώστε θα δώσω πρώτα εσέ το τ' ολόχρυσο ποτήρι». 50
+Την κούπα με γλυκό κρασί της έβαλε 'ς τα χέρια•
+και άρεσ' ο άνδρας συνετός και δίκαιος της Αθήνης,
+ότι πρώτ' έδωκεν αυτής τ' ολόχρυσο ποτήρι.
+κ' ευχήθη ευθύς του βασιληά θερμά του Ποσειδώνα•
+
+«Εισάκουσέ μας ταις ευχαίς, γεωφόρε Ποσειδώνα• 55
+τούτα, που τώρα ευχόμασθε, να γείνουν χάρισέ μας•
+πρώτα του Νέστορα ευτυχιαίς δώρει και των παιδιών του•
+κατόπιν ανταπόδιδε εις όλους τους Πυλίους
+χαριτωμένην αμοιβή της ξακουστής θυσίας,
+και τον Τηλέμαχο κ' εμέ, να γύρουμε, αφού πράξη 60
+ό,τ' ήλθαμε με το γοργό καράβι εδώ ζητώντας».
+
+Εύχεται και όλα, όσα ζητεί, η ίδια τελειόνει•
+του Τηλεμάχου πέρασε το δίκουπο ποτήρι•
+ταις ίδιαις έκαμεν ευχαίς ο γόνος του Οδυσσέα•
+και αφού τα κρέατ' έψησαν τα επάνω και τα εβγάλαν, 65
+μερτικά εκάμαν και άρχισαν το θαυμαστό τραπέζι,
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν,
+ωμίλησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης•
+
+«Και τώρα είναι καλήτερο να εξετασθούν οι ξένοι
+ποιοί είναι, αφού 'ς την τράπεζαν ευφράνθηκαν• ω ξένοι, 70
+ποιοί είσθε; πόθεν πλέετε τους δρόμους της θαλλάσσης;
+να εμπορευθήτε εβγήκετε ή του κακού πλανάσθε
+'ς τα πέλαγ', ως οι πειραταίς; πλανώνται αυτοί και φέρνουν,
+την ζωήν τους κινδυνεύοντας, βλάβη των αλλοφύλων».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος του απάντησε με θάρρος• 75
+κ' η ίδια Αθήνη του 'βαλε το θάρρος 'ς την καρδία,
+για τον πατέρα, 'που 'λειπεν, όπως τον ερωτήση,
+και όπως 'ς τον κόσμον εύμορφη τον περιλάβη φήμη.
+
+«Ω Νηληάδη Νέστορα, των Αχαιών ω δόξα,
+οπόθεν είμασθ' ερωτάς κ' εγώ θα σου το είπω• 80
+απ' την Ιθάκη ερχόμασθε, 'που ισκιάζεται απ' το Νείον,
+κ' η χρεία τούτη, του κοινού δεν είναι, αλλά δική μου•
+κάπου ν' ακούσω αναζητώ την δόξα του πατρός μου,
+του στερεόκαρδου Οδυσσηά, που έναν καιρό μαζή σου
+λέγουν ότι μαχόμενος επόρθησε την Τροίαν, 85
+και όλων των άλλων 'πώχουσι τους Τρώαις πολεμήσει
+όπου εκακοθανάτισε καθένας του, ακούμε•
+κείνου όμως και τον όλεθρον έκρυψεν ο Κρονίδης,
+ότι κανείς δεν δύναται να ειπή ρητώς πού εχάθη,
+είτε 'ς την γην έπεσ' αυτός απ' των εχθρών τα χέρια, 90
+ή πήρε αυτόν ο αμέτρητος βυθός της Αμφιτρίτης.
+για τούτο τώρα σου 'πεσα 'ς τα γόνατα, να μάθω
+πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες
+ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε
+εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε παραδαρμούς η μοίρα. 95
+μηδ' από σέβας το μηδέν ή λύπη μου γλυκάνης,
+αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες ειπέ μου ένα προς ένα.
+ναι σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας
+λόγον ή πράξι εδέχθηκε κ' ετέλειωσε για σένα,
+'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη, 100
+τώρα να μου τα θυμηθής, κ' ειπέ μου την αλήθεια».
+
+Και απάντησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης•
+«Φίλ', επειδή μου ενθύμισες τα πάθη, 'που εκεί πέρα
+πάθαμ' εμείς των Αχαιών τ' αδάμαστα τα γένη,
+και όσα 'ς τα γλαυκά πέλαγα πλανώμενοι με πλοία, 105
+όπου ωδηγούσ' ο Αχιλληάς για λάφυρα, και άμ' όσα
+'ς το μέγα κάστρ' ολόγυρα του βασιληά Πριάμου
+μαχόμενοι• αυτού έπεσε το άνθος των ανδρείων,
+αυτού ο φρικτός Αίαντας, αυτού και ο Αχιλλέας
+κείτονται• αυτού και ο Πάτροκλος που 'ταν θεός 'ς την γνώσι• 110
+αυτού παιδί μου αγαπητό, άψεγο και γενναίο,
+ο Αντίλοχος ταχύτατος και ακλόνητος 'ς την μάχη.
+και άλλα πολλά παθήματα σιμά 'ς αυτά μας ηύραν•
+και ποιος θνητός είν' αρκετός όλα να τα ιστορήση;
+και πέντε κ' έξι αν έμενες χρόνους εδώ, να μάθης 115
+πόσα έπαθαν των Αχαιών εκεί τα λαμπρά γένη,
+θα εβάρυνες και θα 'φευγες, πριν μάθης, 'ς την πατρίδα•
+ότι εννηά χρόνους πλέκαμε τον χαλασμό τους, μ' όλαις
+ταις τέχναις, και όμως μεταβιάς τον τέλειωσ' ο Κρονίδης.
+αυτού κανείς τον Οδυσσηά 'ς την γνώσι ν' αντικρύση 120
+δεν ήθελεν, ότι πολύ τους άλλους ενικούσε,
+'ς ταις τέχναις όλαις, ο λαμπρός πατέρας σου, αν υιός του
+είσαι τωόντι• σεβασμός με παίρνει ως σε κυττάζω•
+προσομιάζ' η ομιλιά πολύ, κ' είν' ένα θαύμα
+προσόμοια τόσο να ομιλή μικρός την ηλικία. 125
+τότε δεν ευρεθήκαμεν, εγώ και ο Οδυσσέας,
+ασύμφωνοι, ούτ' εις σύνοδον ούτε εις βουλή, ποτέ μας•
+αλλά μιαν γνώμην έχοντας, με νου και μ' ορθή σκέψι,
+ευρίσκαμ' ό,τι εδύνονταν να σώση τους Αργείους•
+αλλ' άμα κάτω ερρίξαμε την Τροίαν και 'ς τα πλοία 130
+μπήκαμε, και τους Αχαιούς θεός εσκόρπισ' όλους,
+κακήν 'ς αυτούς επιστροφή τότε εμελέτα ο Δίας•
+επειδή όλοι φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν•
+όθεν εσύντριψε πολλούς 'ς την τρομερήν οργή της
+τότε η γλαυκόμματη θεά, φρικτού πατρός η κόρη, 135
+'που την διχόνοιαν έσπειρε 'ς τους αδελφούς Ατρείδαις.
+κ' εκάλεσαν εις σύνοδο τους Αχαιούς εκείνοι
+όλους, αλλ' όμως ξώκαιρα, 'ς την δύσι του Ηλίου•
+και τα παιδιά των Αχαιών έφθασαν κρασωμένα•
+κ' εκείνοι εξήγαν τον σκοπό 'που εσύναξαν τα πλήθη• 140
+τότε ο Μενέλαος έλεγε να συνταχθούν να φύγουν
+όλ' οι Αχαιοί 'ς τα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης•
+δεν το 'στεργε ο Αγαμέμνονας και τον λαόν εκράτει,
+κ' ήθελε πρώτον ιεραίς να σφάξουν εκατόμβαις,
+την φοβερή της Αθηνάς οργήν όπως πραΰνη• 145
+μωρός, ουδ' ήξευρε 'π' αυτήν δεν ήθελε μαλάξη•
+ότι εύκολα δεν στρέφεται ο νους των αθανάτων.
+κ' οι δύο 'κείνοι ως στέκονταν, σκληρά λογομαχώντας,
+ξάφνου εσηκώθη, σκόρπισε των Αχαιών το πλήθος,
+μ' αλαλαγμόν αμίλητο, κ' εις γνώμαις δυο σχισθήκαν• 150
+και όλη την νύκτα ετρέφαμε μίσος ανάμεσόν μας,
+ότι μεγάλαις συμφοραίς ωργάνιζεν ο Δίας•
+κ' εμείς εσύραμε πρωί 'ς την θάλασσα την θεία
+τα πλοία με τα κτήματα και ταις βαθειά ζωσμέναις
+γυναίκαις• κ' έμειναν αυτού το ήμισυ του πλήθους, 155
+σιμά 'ς τον Αγαμέμνονα τον ηγεμόν' Ατρείδη•
+έτσι 'ς τα πλοία μπήκαμε, κ' έπλεαν αυτά με βία,
+ότι θεός τα τρίσβαθα μας έστρωσε πελάγη.
+ς' την Τένεδο, διαβαίνοντας να πάμε 'ς την πατρίδα,
+εσφάξαμε προς τους θεούς• δεν έστεργεν ο Δίας 160
+να φθάσουμε, αλλ' ο άσπλαχνος κακήν πάλι διχόνοιαν
+εγέννησε, κ' εγύρισαν με τα κυρτά καράβια
+μέρος με τον πολύβουλον, ανδρείον Οδυσσέα,
+τ' 'Ατρείδη τ' Αγαμέμνονα να χαρισθούν εκείνοι.
+κ' εγώ μ' όλα τα πλοία μου κίνησα ευθύς να φύγω, 165
+ότι έβλεπα 'που συμφοραίς είχε ο θεός 'ς τον νου του.
+ως και ο Τυδείδης έφευγε κ' εκίνα τους συντρόφους•
+και ο ξανθός Μενέλαος μας πρόφθασε κατόπι
+'ς την Λέσβο, 'που λογιάζαμε το μακρυνό ταξείδι,
+είτε απεπάνω από την Χιό την πετρωτή να βγούμε, 170
+προς την Ψυρία, 'ς τα ζερβιά κυττάζοντας εκείνην,
+ή κάτω, 'που 'ναι ο Μίμαντας αντίκρυ ο ανεμισμένος•
+και του θεού ζητούσαμε σημείο να μας δείξη•
+έδειξε, και να κόψουμε το πέλαγ' ως την Εύβοια
+μας είπε, όπως ταχύτερα σωθούμε απ' την οδύνη. 175
+πρύμος τότ' έπνευσε ηχηρός• 'ς τους ιχθυοφόρους δρόμους
+τα πλοία τρέχαν και άραξαν 'ς την Γεραιστό την νύκτα.
+του Ποσειδώνα τότε αυτού ταύρων πολλά μερία
+εκάψαμε, ότι πέλαγος μέγα είχαμε μετρήσει•
+τέταρτ' ημέρα, οι σύντροφοι Διομήδη του ιπποδάμου 180
+'ς τα νερά τ' Άργους έστησαν τα ισόμετρα καράβια.
+κατά την Πύλο αρμένιζα εγώ και άκοπα εφύσα,
+ως τον πρωτόστειλε ο θεός, ο άνεμος ο πρύμος.
+ιδού πώς ήλθ' ανήξερος, παιδί μου, ουδέ γνωρίζω
+των Αχαιών ποιοι χάθηκαν, και ποιοι πάλι εσωθήκαν• 185
+αλλ' όσα εδώ καθήμενος 'ς τα μέγαρά μου ακούω,
+ως πρέπει, θέλει σου τα ειπώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω•
+λέγουν πως εκαλόφθασαν οι ανδρείοι Μυρμιδόνες,
+'που του υψηλόφρονα Αχιλληά ωδήγα ο λαμπρός γόνος•
+καλά και ο υιός του Ποίαντα, ο ένδοξος Φιλοκτήτης• 190
+και όλους τους άνδραις έμπασε 'ς την Κρήτη ο Ιδομενέας,
+όσους τ' άφησε ο πόλεμος• τα κύμα δεν του επήρε.
+για τον Ατρείδη εμάθετε και σεις, μακράν 'που είσθε,
+πώς ήλθε, πώς ελεεινό του ετοίμασε το τέλος
+ο Αίγισθος• αλλά τρομερά το πλέρωσε εκείνος. 195
+τόσον αξίζει ένα παιδί ν' αφίνη ο απεθαμένος,
+ως βλέπεις 'που τον Αίγισθον εκείνος εκδικήθη,
+τον δόλιο, 'που του 'φόνευσε τον ένδοξον πατέρα.
+Φίλε, και συ, 'που 'σαι καλός και μέγας, ως σε βλέπω,
+γενναίος γίνε, οι απόγονοι να σε καλολογήσουν». 200
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου•
+«Ω Νηληάδη Νέστορα, των Αχαιών ω δόξα,
+καλά τον εκδικήθηκεν εκείνος, και την φήμη
+θε να του απλώσουν οι Αχαιοί και εις τα τρισέγγονά τους.
+κ' είθε να εζώναν οι θεοί κ' εμέ δύναμιν τόση, 205
+να εκδικηθώ την αδικιά των πονηρών μνηστήρων,
+'που υβρίζουν, και άνομα πολλά ενάντια μου οργανίζουν.
+αλλ' οι θεοί δεν έκλωσαν παρόμοιαν ευτυχίαν
+εις τον πατέρα κ' εις εμέ• και ανάγκη να υπομείνω».
+
+Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• 210
+«Φίλ', επειδή μου ενθύμισες το πράγμ' αυτό και μου 'πες,
+λέγουν 'που την μητέρα σου πολλοί ζητούν μνηστήρες,
+και σπίτι σου σε τυρανούν, πολλ' άνομα οργανίζουν.
+το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σ' έχει μίσος
+ο λαός όλος, του θεού φωνήν ακολουθώντας; 215
+ποιος ξεύρει μη την βία τους πλερώση αυτός μίαν ώρα,
+μόνος, ή από τους Αχαιούς συνωδευμένος όλους;
+ότι αν σε θέλει ν' αγαπά η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
+τόσ', όσο για τον ένδοξο πονούσεν Οδυσσέα,
+'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχαμε μύρια πάθη,— 220
+θεόν δεν είδα φανερά να δείξη την αγάπη,
+ως φανερά την έδειχνεν η Αθήνη 'ς το πλευρό του,—
+αν σ' όμοια θέλει ν' αγαπά και να πονή για σένα,
+τότε απ' αυτούς πολλοί, θαρρώ, τον γάμο θ' αστοχήσουν».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 225
+«Αυτό 'που λέγεις, γέροντα, να γίνη δεν πιστεύω•
+μεγάλο το 'χω, θαυμαστό• ποτέ μου δεν ελπίζω
+το πράγμα να κατορθωθή, και αν οι θεοί θελήσουν».
+
+Και προς αυτόν ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Τηλέμαχε, τι σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα; 230
+άνδρα θεός και από μακράν, αν θέλη, εύκολα σώζει,
+καλλιά 'χα να βασανισθώ, πολύ να παραδείρω,
+ως την πατρίδα μου να ιδώ, παρά 'ς τα γονικά μου
+άμα πατήσω, ο θάνατος να μ' εύρη, ως τον Ατρείδη,
+'πώπεσε, από της γυναικός τον δόλο και του Αιγίσθου. 235
+αλλ' είναι ο θάνατος κοινός, ουδ' ημπορούν να σώσουν
+και φίλον άνδρ' οι αθάνατοι, οπόταν έλθ' η μαύρη
+μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου, να τον πάρη».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης•
+«Μέντορ', ας παύσουμεν αυτά του πόνου μας τα λόγια• 240
+εκείνος είναι αγύριστος• κ' ήδη του αποφασίσαν
+θάνατον οι αθάνατοι και μαυρισμένην μοίρα.
+και τώρα εγώ τον Νέστορα πράγμ' άλλο θα ερωτήσω•
+ότι δεν κρίνει ωσάν αυτόν κανείς, ουδέ γνωρίζει•
+τι λέγουν 'που εβασίλευσε τρεις γενεαίς ανθρώπων, 245
+και αθάνατος μου φαίνεται 'ς την όψι, ως τον κυττάζω.
+ω Νηληάδη Νέστορα, συ 'πέ μου την αλήθεια•
+πώς έπεσ' ο Αγαμέμνονας, ο δυνατός Ατρείδης,
+πού ευρίσκετ' ο Μενέλαος; ποιον δόλον εσοφίσθη
+ο Αίγισθος, κ' εφόνευσε πολύ καλήτερόν του; 250
+ή 'ς τ' Άργος το Αχαϊκό δεν ήτο, αλλά 'ς τα ξένα
+πλανιόνταν, κ' έτσι εθάρρεψε κείνος, κ' εφόνευσέ τον;»
+
+Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης•
+«Κ' εγ' όλα τούτα, τέκνο μου, θέλει σου 'πω μ' αλήθεια•
+και μόνος σου φαντάζεσαι πως τούτα ήθελε γείνουν, 255
+αν ζωντανόν τον Αίγισθο 'ς τα μέγαρα ήθελ' εύρη
+τότε ο ξανθός Μενέλαος, φθασμένος απ' την Τροία.
+τότε ουδέ χώμα εις τον νεκρόν εκείνου ήθελε ρίξουν,
+αλλά θα τον κατάτρωγαν πετούμενα και σκύλοι
+απόρρικτον 'ς την εξοχήν• ουδ' ήθελε Αχαιίδα 260
+καμμιά τον κλάψη• ότι έπραξεν έργο φρικτό και μέγα•
+ότι εκεί μέναμεν εμείς, 'ς τους τρομερούς αγώναις,
+και αυτός, εις τ' Άργους την καρδιάν, ήσυχος την γυναίκα
+έπασχε του Αγαμέμνονα με λόγια να μαγεύση.
+και αρνιόνταν πρώτα τ' άπρεπον έργον η Κλυταιμνήστρα• 265
+ότ' είχε γνώμην αγαθή• και ακόμ' είχε σιμά της
+τον αοιδόν, 'που ως έφευγεν ο Ατρείδης για την Τροία
+να του φυλά την σύντροφο θερμά 'χε παραγγείλει.
+αλλ' ότε η μοίρα των θεών τον σπέδισε να πέση,
+τότ' έσυρε τον αοιδόν ς' έρμο νησί και αφήκε, 270
+ηύρεμα να 'ναι και τροφή των πετεινών, κ' εκείνην
+πρόθυμος εις το σπίτι του πρόθυμην την επήρε.
+και των θεών εις τους βωμούς πολλά 'καψε μερία,
+πολλά στολίδια κρέμασεν, υφάσματα, χρυσάφι,
+ότ' είχε πράγμ' ανέλπιστο και μέγα κατορθώσει. 275
+κ' εμείς αντάμα επλέαμεν, ως φίλοι, εγώ και ο Ατρείδης,
+απ' την Τρωάδα ερχόμενοι• αλλ' όταν 'ς του Σουνίου
+των Αθηναίων φθάσαμε το άγιον ακρωτήρι,
+του Μενελάου φόνευσε τότε τον κυβερνήτην
+ο Φοίβος ο Απόλλωνας με τ' άλυπά του βέλη, 280
+ενώ του πλοίου, 'πώτρεχεν, εκράτει το τιμόνι,
+τον Φρόντι του Ονήτορα, 'που εις όλους ήταν πρώτος,
+όταν μανίζ' η τρικυμιά, να κυβερνά καράβι.
+κ' έτσι αυτός, μ' όλον 'που 'χε βια, έμεινε αυτού να θάψη
+τον φίλο, και νεκρώσιμα να του προσφέρη δώρα. 285
+αλλ' όταν εις τα πέλαγα τα σκοτεινά κ' εκείνος
+εβγήκε με τα πλοία του, και 'ς τ' όρος τον Μαλέα
+γοργά 'φθασε, ο βροντόφωνος Δίας φρικτό ταξείδι
+του ετοίμασε, και του 'στειλε σφοδρών πνοαίς ανέμων,
+και κύματα, 'που εφούσκοναν και ως όρη εμεγαλόναν. 290
+και τα καράβια χώρισε, μέρος σιμά 'ς την Κρήτη,
+'που κατοικούν οι Κύδωνες, 'ς το ρεύμα του Ιαρδάνου.
+μια πέτρα υψόνεται γλυστρή, 'ς τα σκοτεινά πελάγη,
+'ς άκρη της Γόρτυνος, και αυτού, προς την Φαιστόν, ο Νότος
+προς τ' ακρωτήρι το ζερβί μεγάλο κύμ' αμπώθει, 295
+κ' εκείν' η πέτρα η μικροστή μέγ' αποδιώχνει κύμα.
+ήλθαν αυτού, και μεταβιάς οι άνδρες εσωθήκαν,
+κ' εσύντριψαν τα κύματα 'ς τους βράχους τα καράβια•
+και τ' άλλα πέντ' ετράβιξε μαυρόπλωρα καράβια
+'ς την Αίγυπτο της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. 300
+και πλούτη αυτού και μάλαμμα εσύναζεν εκείνος,
+γυρνώντας με τα πλοία του 'ς ανθρώπους αλλοφώνους.
+'ς το σπίτι ωστόσ' ο Αίγισθος την συμφοράν εργάσθη,
+και τον Ατρείδη φόνευσε κ' εδάμασε τον τόπο,
+και χρόνια επτά βασίλευσεν εις την χρυσή Μυκήνη. 305
+'ς τ' όκτατο του 'λθε το κακό, του 'λθε ο λαμπρός Ορέστης
+απ' ταις Αθήναις, κ' έκοψε τον δολερό φονέα,
+Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα.
+και των Αργείων έκαμε νεκρώσιμο τραπέζι
+της θεοκατάρατης μητρός και άμα του ανάνδρου Αιγίσθου. 310
+την ίδια 'μέρα του 'φθασεν ο μαχητής Μενέλαος,
+με κτήματ' όσα εσήκοναν εκείνου τα καράβια.
+φίλε, και συ πολύ μακρυά 'ς τα ξένα μη πλανιέσαι
+από το σπίτι, 'π' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα
+ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν 315
+όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι.
+εις τον Μενέλαο να πας όμως σε παραγγέλλω,
+'που κείνος είναι νηόφερτος από τα ξένα μέρη,
+όπου, άμ' ευρίσκονταν τινάς, δεν θα 'λπιζε να γύρη,
+ανεμοζάλη αν έτυχε κει πέρα να τον κλείση 320
+εις τέτοιο φρικτό πέλαγο και απέραντον, απ' όπου
+'ς τον χρόνο ουδέ πετούμενα οπίσω δεν γυρίζουν.
+αλλ' άμε με το πλοίο σου και με την συντροφιά σου,
+και αν κάλλιο θέλεις της στερηάς να πάς, λάβε τ' αμάξι,
+και τους υιούς μου συνοδούς, αυτοί να σ' οδηγήσουν 325
+'ς την θείαν Λακεδαίμονα, 'ς τ' Ατρείδη το παλάτι•
+και ατός σου παρακάλειε τον να είπη την αλήθεια•
+είν' άνδρας συνετώτατος, δεν θέλ' ειπή το ψέμμα».
+
+Είπεν ο ήλιος κάθισε κ' έφθασε το σκοτάδι,
+και ωμίλησέ τους η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 330
+
+«Ω γέρε, όσ' είπες είναι ορθά, και όπως τα θέλ' η τάξι.
+αλλά ταις γλώσσαις κόψετε και το κρασί νερώστε•
+και αφού του Ποσειδώνα και των άλλων αθανάτων
+σπονδίσουμεν, είναι καιρός να κοιμηθούμε, ότ' ήδη
+'ς το σκότος κάτω εβύθισε το φως, και ουδέ ταιριάζει 335
+εις των θεών την τράπεζα πολύ τινάς να μένη».
+
+Αυτά 'πε η κόρη του Διός, και ο λόγος της ακούσθη.
+και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τα χέρια.
+και αφού κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι,
+κ' έδωκαν 'ς όλους απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια, 340
+'ς το πυρ ταις γλώσσαις έρριξαν, και ορθοί λοιβαίς εχύσαν.
+και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους,
+η Αθήνη και ο θεόμορφος Τηλέμαχος αντάμα
+εκίνησαν να πορευθούν 'ς το βαθουλό καράβι.
+και ο Νέστορας εκράτησεν εκείνους και τους είπε• 345
+
+«Ο Δίας κ' οι αθάνατοι άλλοι θεοί μη δώσουν
+σεις απ' εμέ να φύγετε 'ς το βαθουλό καράβι,
+ωσάν απ' άνθρωπον γυμνόν και τέλεια στερημένον,
+οπού σκεπάσματα πολλά 'ς το σπίτι του δεν έχει,
+για να κοιμάται μαλακά και αυτός και όσους ξενίση. 350
+κ' εμέ σκεπάσματ' εύμορφα, παπλώματα δεν λείπουν,
+του ανδρός εκείνου όχι ποτέ ο γόνος, του Οδυσσέα,
+'ς του πλοίου το σανίδωμα δεν θα πλαγιάση, ως ότου
+'ς την ζωήν είμαι, κ' ύστερα τα τέκνα μου όσο ζήσουν,
+τους ξένους να φιλοξενούν, 'ς το σπίτι μου όσοι τύχουν». 355
+
+Κ' εις αυτόν είπεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Γέροντα φίλε, ωμίλησες ορθά, και καλόν είναι
+εσέ τώρα ο Τηλέμαχος 'ς ό,τ' είπες να υπακούση.
+'ς το σπίτι σου ν' αναπαυθή θέλει σ' ακολουθήση
+τούτος, κ' εγώ θα υπάγω ευθύς 'ς τα μελανό καράβι, 360
+εμψύχωσι και συμβουλή να δώσω των συντρόφων.
+ότι εγώ μόνος εις αυτούς ηλικιωμένος είμαι,
+κ' οι άλλοι άνδρες νεώτεροι γι' αγάπη τον γενναίον
+Τηλέμαχον ακολουθούν, ομήλικοι δικοί του.
+τώρα σιμά 'ς το βαθουλό καράβι θα πλαγιάσω, 365
+και το ταχύ 'ς τους Καύκωναις θα υπάγω τους γενναίους,
+όπου ένα χρέος μου χρωστούν, και χθεσινό δεν είναι,
+και ούτε μικρό• και τούτον συ, 'ς το δώμα σου επειδ' ήλθε,
+με τον υιόν σου στείλε τον 'ς την άμαξα, και δος του
+άλογα τα ελαφρότερα και αξιώτερ' απ' όσ' έχεις». 370
+
+Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη
+με σχήμ' αετού• ξιππάσθηκε το πλήθος 'που την είδε•
+εθαύμαζεν, ως είδε την 'ς τα μάτια εμπρός του, ο γέρος•
+του Τηλεμάχου άμ' έπιασε το χέρι, και τον είπε•
+
+«Ώ φίλε, αχρείος και άνανδρος θαρρώ πως δεν θε να 'σαι, 375
+αν οδηγοί 'ς τα νειάτα σου θεοί σε συνοδεύουν•
+ότι άλλος τούτος δεν είναι των ολυμποκατοίκων,
+αλλ' είναι η κόρη του Διός, η ένδοξη τριτογένεια,
+'που τον λαμπρόν πατέρα σου ετίμα εις τους Αργείους.
+κ' ίλεη γενού, βασίλισσα, καλήν δόσε μας δόξαν, 380
+εμένα και των τέκνων μου και της σεμνής συντρόφου•
+κ' εγώ μιαν πλατυμέτωπη δαμάλα θα σου σφάξω
+χρονιάρικη, 'που τον ζυγό τ' ανθρώπου δεν γνωρίζει•
+θα σου την σφάξω, αφ' ού προτού τα κέρατα χρυσώσω».
+
+Ευχήθη• τον εισάκουσε τότε η Παλλάδ' Αθήνη. 385
+και προς τα ωραία δώματα εκίνησεν ο ιππότης
+Νέστορας, και ακολούθησαν τα τέκνα κ' οι γαμβροί του.
+άμ' έφθασαν 'ς το υπέρλαμπρο παλάτι του κυρίου,
+εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά καθίσαν 'ς την αράδα,
+και αυτών ο γέροντας ευθύς συγκέρασε κρατήρα 390
+από γλυκόποτο κρασί, 'που εμέτρα ένδεκα χρόνους,
+και τ' άνοιξε η κελλάρισσα, κ' έλυσε το σφαλί του.
+ο γέρος τον συγκέρασε και με σπονδαίς ευχόνταν
+της Αθητάς, της θυγατρός τ' αιγιδοφόρου Δία,
+και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, 395
+οι άλλοι, καθένας σπίτι του, κίνησαν να πλαγιάσουν,
+κ' έβαλε αυτού ν' αναπαυθή τον γόνο του Οδυσσέα
+του θείου, τον Τηλέμαχον, ο Νέστορας ιππότης,
+'ς την βροντερή την αίθουσα, 'ς την τορνευμένη κλίνη,
+και τον Πεισίστρατο σιμά, τον άξιον πολεμάρχο, 400
+'που μόνον από τους υιούς είχε άγαμον 'ς σπίτι•
+'ς του παλατιού τ' απόκρυφα κ' εκείνος αναπαύθη,
+και η σύντροφος του η δέσποινα του ευτρέπισε την κλίνη.
+
+Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+κ' εγέρθηκε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης, 405
+εβγήκε και άμ' εκάθισε 'ς τους στιλβωμένους λίθους,
+'που 'ς τα υψηλά του πρόθυρα κατέμπροσθ' ευρισκόνταν,
+λευκοί και απ' άλειμμα λαμπροί• 'ς αυτούς είχε καθίσει
+πριν ο Νηλέας, 'πώμοιαζε 'ς τον νου τους αθανάτους•
+αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος επήρε αυτόν, και πάλιν 410
+αυτού κάθιζε ο Νέστορας, των Αχαιών σωτήρας,
+σκήπτρο κρατώντας• γύρω του τα τέκνα εσυναχθήκαν,
+και απ' τους θαλάμους έρχονταν, ο Εχέφρονας, ο Στράτις,
+με τον Περσέ' ο Άρητος, και ο ισόθεος Θρασυμήδης,
+και ο ήρωας ο Πεισίστρατος έκτος 'ς εκείνους ήλθε. 415
+και τον θεϊκόν Τηλέμαχον αυτού σιμά εκαθίσαν.
+και άρχισεν ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης•
+
+«Σύντομα, τέκν' αγαπητά, να γίν' η επιθυμιά μου,
+την Αθηνάν απ' τους θεούς ίλεη να κάμω πρώτη,
+'που μου 'λθεν ολοφάνερη 'ς το θεϊκό τραπέζι. 420
+κ' εις το λιβάδι, ένας να πα γοργά για την δαμάλα,
+να την κεντήση ογλήγορα 'ς εμάς ο επιστάτης•
+και άλλος 'ς του μεγαλόψυχου Τηλέμαχου το πλοίο,
+να φέρη τους συντρόφους του και μόνους δυο ν' αφήση•
+και άλλος ας κράξη, να 'λθη εδώ, τον χρυσικό Λαέρκη, 425
+του δαμαλιού τα κέρατα να χρυσοπεριχύση.
+σταθήτ' οι άλλοι αυτού μαζή, και ειπήτε 'ς το παλάτι
+η δούλαις για την τράπεζα τα πάντα να ευτρεπίσουν•
+καθίσματα να φέρουσι, ξύλα, νερό καθάριο».
+
+Είπε, και όλοι εκινήθηκαν κ' έφθασεν η δαμάλα 430
+απ' το λιβάδι, κ' έφθασεν απ' το γοργό καράβι
+του Τηλεμάχου οι σύντροφοι, έφθασε και ο χαλκέας,
+της χρυσικής τα σύνεργα κρατώντας εις τα χέρια,
+τ' αμμόνι, το καλόφθειαστο διλάβι, και την σφύρα,
+ήλθε κ' η Αθήνη να δεχθή την προσφορά• και ο γέρος 435
+τον χρυσόν δίδει• τεχνικά τον περιχύνει εκείνος
+'ς τα κέρατα, το στόλισμα να ιδή και ν' αγαλλιάση
+η Αθηνά• και ο Εχέφρονας και ο Στράτις την δαμάλα
+έσυρναν απ' τα κέρατα• κ' εις πλουμιστή λεκάνη
+έφερν' ο Άρητος νερό, βαστώντας 'ς τ' άλλο χέρι 440
+ουλαίς μέσα 'ς το κάνιστρο• και ο ανδρείος Θρασυμήδης
+αξίνα εκράτει ακονιστή, να κόψη την δαμάλα.
+και ο Περσέας το σταμνί• και ο γέρος ο ιππότης
+Νέστορας με το νίψιμο και με τους ουλοχύταις
+έκαμε αρχή, δεόμενος θερμά προς την Αθήνη, 445
+και 'ς το πυρ έρριξε απαρχαίς της κεφαλής ταις τρίχαις.
+και άμ' ευχηθήκαν κ' έχυσαν ουλαίς, ο Θρασυμήδης,
+υιός του Νέστορα λαμπρός, ζυγόνει και κτυπάει•
+κ' η αξίνα τα νεύρ' έκοψε του σβέρκου και άμ' ελύθη
+της δαμάλας η δύναμις• εφώναξαν η κόραις 450
+και η νυφάδες, και η σεμνή του Νέστορα συμβία,
+Ευρυδίκ' η πρωτότοκη η κόρη του Κλυμένου.
+κ' οι άλλοι εσηκώσαν απ' την γη κ' εβάσταν την δαμάλα•
+την έσφαξε ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος.
+με το μαύρο αίμα ως άφησε τα κόκκαλα η ψυχή της, 455
+ευθύς την ετετάρτιασαν, έκοψαν τα μερία,
+με τάξι, και τα σκέπασαν με διπλωτό κνισάρι•
+κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια• τότε ο γέρος
+'ς ταις σχίζαις τά 'καιε και κρασί φλογώδες ράντιζέ τα•
+και τα πεντόσουβλα σιμά τ' αγόρια του κρατούσαν. 460
+και άμ' εκαήκαν τα μεριά και εγεύθηκαν τα σπλάχνα,
+ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν,
+και τά 'ψηναν 'ς τα μυτερά σουβλιά 'που 'χαν 'ς τα χέρια.
+
+Έλουσε τον Τηλέμαχον ωστόσο η Πολυκάστη
+καλή κόρ' υστερόγενη του Νέστορα Νηληάδη• 465
+και άμα έλουσέ τον κ' έχρισεν εκείνη με το λάδι,
+και μ' εύμορφο τον ένδυσε φόρεμα και χιτώνα,
+απ' τον λουτρόν ωσάν θεός εβγαίνει και καθίζει,
+αυτού σιμά 'ς τον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων.
+
+Και αφού τα κρέατ' έψησαν τα επάνω και τα 'βγάλαν, 470
+κάθισαν και συνέτρωγαν, και καλογεννημένοι
+άνδρες κερνούσαν τα κρασί 'ς ολόχρυσα ποτήρια,
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν,
+τους είπεν ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης•
+
+«Παιδιά μου, φέρτε ζέψετε ευθύς του Τηλεμάχου 475
+τ' άλογα τα καλότριχα, πολύν να κόψη δρόμο».
+
+Αυτά 'πε• κείνοι υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή του•
+κ' ευθύς τα ογλήγορ' άλογα 'ς την άμαξαν εζέψαν•
+τους έβαλε η κελλάρισσα άρτο, κρασί και ακόμη
+προσφάγια, αυτά 'που 'ναι τροφή των θείων βασιλέων. 480
+'ς την άμαξα ο Τηλέμαχος ανέβη, την ωραία,
+'ς το πλάγι του ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος,
+ανέβη, και 'ς τα χέρια του τα χαλινάρια πήρε,
+κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαν
+'ς την πεδιάδα, και άφησαν την υψηλή την Πύλο. 485
+και ολήμερ' έσειαν τον ζυγό 'ς το να και ς' τ' άλλο πλάγι.
+και ο ήλιος εβασίλευσε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι,
+και 'ς ταις Φηραίς εστάθηκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα,
+'που του Ορσιλόχου ήταν υιός και τ' Αλφειού εγγόνι•
+εκεί ξενύκτισαν, και αυτός φιλόξενα τους δέχθη. 490
+
+Κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη•
+έζεψαν και ως ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι,
+τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν αφήκαν•
+κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαν
+'ς την σιτοφόρα ως έφθασαν πεδιάδα, έκοβαν δρόμο 495
+με τόση τα γοργ' άλογα ορμήν αυτούς επαίρναν.
+και ο ήλιος εβασίλευσε, και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι.
+
+
+
+Ραψωδία Δ
+
+
+
+Στην Λακεδαίμον' έφθασαν, μες τας σχισμένα όρη,
+και 'ς το παλάτι ετράβιξαν του ενδόξου Μενελάου•
+τον ηύραν 'που 'ς το σπίτι μου με πολλούς φίλους είχε
+γάμων χαραίς για τον υιό και για την θυγατέρα.
+του Αχιλληά προς τον υιό την κόρη του επροβόδα. 5
+'ς την Τροία πρώτα υπόσχεσι και λόγο του 'χε δώσει,
+και τώρα τέλος έβαζαν οι αθάνατοι 'ς τον γάμο.
+με άλογα, με άμαξαις την έστελνε εις την πόλι
+των Μυρμιδόνων την λαμπρήν, οπού 'ταν βασιλέας.
+από την Σπάρτην έμπαζε τ' Αλέκτορα την κόρη 10
+νύμφη του μεγαλόψυχου υιού του Μεγαπένθη,
+'που υστερογένην έλαβε από δούλη• της Ελένης
+τέκνα οι θεοί δεν έδωκαν, αφ' ότου είχε γεννήσει
+την Ερμιόνη, 'πώλαμπε ωσάν την Αφροδίτη.
+
+'Σ το μέγα δώμα το υψηλόν έτσι εσυντρώγαν όλοι, 15
+οι γείτονες κ' οι συγγενείς του ενδόξου Μενελάου,
+τερπόμενοι, και ανάμεσα κιθάριζεν ο θείος
+ο αοιδός, και ως άρχιζεν εκείνος το τραγούδι,
+δυο χορευταίς 'ς την μέση τους πηδούσαν κ' εγυρίζαν.
+
+'Σ τα πρόθυρα ο Τηλέμαχος ο ήρωας ωστόσο, 20
+και ο λαμπρός του Νέστορα υιός, τ' αμάξι εστήσαν.
+εβγήκ' εμπρός κ' είδεν αυτούς ο μέγας Ετεωνέας,
+ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου,
+και του ποιμένα των λαών εστράφη να το είπη.
+σιμά του εστάθη κ' είπε του με λόγια πτερωμένα• 25
+
+«Μενέλαε διόθρεπτε, μας ήλθαν δύο ξένοι,
+'πού του μεγάλου του Διός το γένος ομοιάζουν.
+ειπές αν θα τους λύσουμε τ' άλογ' από τ' αμάξι,
+ή θα τους προβοδήσουμε 'ς άλλον να τους ξενίση».
+
+Τότε ο ξανθός Μενέλαος εβάρυνε και του 'πε• 30
+«Μωρός δεν ήσουν άλλοτε, Βοηθοίδη Ετεωνέα•
+τώρα ως μωρόπαιδ' ομιλείς• και δεν θυμάσαι οι δυο μας
+απ' άλλους πόσα εφάγαμε δώρα φιλοξενίας,
+ως 'που να γύρουμεν εδώ και ο Δίας να μας δώση
+τέλος εις τα παθήματα; αλλά τ' άλογα λύσε 35
+των ξένων, και άμα μπάσε τους εδώ να γευματίσουν».
+
+Είπε• κ' εκείνος χύθηκε, κ' επρόσταξε τους άλλους
+επιμελείς θεράπονταις να τον ακολουθήσουν,
+τα ιδρωμένα τ' άλογα απ' τον ζυγόν ελύσαν,
+και 'ς τ' αλογίσινα παχνιά τα δέσαν, και εις εκείνα 40
+ζειά τους βάλαν, κ' έσμιξαν μ' αυτήν λευκό κριθάρι•
+'ς τους τοίχους τους ολόφωτους έκλιναν και τ' αμάξι•
+και αυτούς 'ς το θείον έμπασαν παλάτι• άμ' είδαν κείνοι
+του διοθρεμμένου βασιληά τα δώματα, εθαυμάζαν•
+ότι ωσάν λάμψι του ήλιου, ή της σελήνης, ήταν 45
+'ς το δώμα το υψηλόσκεπο του ενδόξου Μενελάου.
+και αφού θωρώντας χάρηκαν το θέαμα τριγύρω,
+'ς τα καλοσκάλιστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν.
+και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι,
+και τους εφόρεσαν κρουσταίς χλαμύδαις και χιτώναις, 50
+σιμά του Ατρείδη εβάλθηκαν εις θρόνους να καθήσουν.
+και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη
+χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη,
+για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους.
+και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, 55
+και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα•
+και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει
+ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει.
+
+Και ο ξανθός Μενέλαος χαιρέτησέ τους κ' είπε•
+«Απλοχερήτε εις το φαγί, και χαίρετε• κατόπι 60
+αφού γευθήτε, θέλει σας ζητήσω τίνες είσθε,
+ότι το γένος άγνωστο δεν θα 'ναι των γονειών σας,
+αλλ' είσθε ανδρών γεννήματα μεγάλων σκηπτροφόρων•
+ότι παρόμοια πλάσματα από αγενείς δεν βγαίνουν».
+
+Είπε και με τα χέρια του νεφρά βωδιού παχεία 65
+ψητά τους δίδει, 'πώλαβεν ο ίδιος ως πρωτείο•
+και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους.
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν,
+ωμίλησε ο Τηλέμαχος τότε του Νεστορίδη,
+την κεφαλή ζυγόνοντας, οι άλλοι μην ακούσουν• 70
+
+«Αγαπητέ, θεώρησε, γλυκέ μου Νεστορίδη,
+'ς τα δώματα τ' αχόλογα πως ο χαλκός αστράφτει,
+ο ήλεκτρος, το μάλαμμα, ο ελέφαντας, τ' ασήμι•
+όμοια 'ς τον Όλυμπο, θαρρώ, θε να 'ναι η αυλή του Δία•
+αμίλητα 'ναι, είναι πολλά• θαυμάζ' όσο τα βλέπω». 75
+
+Και ο ξανθός Μενέλαος τον νόησ' ως ωμίλειε,
+κ' ευθύς προσφώνησεν αυτούς με λόγια πτερωμένα•
+«Και ποιος θνητός, ω τέκνα μου, μετριέται με τον Δία;
+οι δόμοι και τα υπάρχοντα εκείνου αθάνατά 'ναι•
+θνητός μ' εμέ 'ς τα υπάρχοντα μετριέται ναι και όχι• 80
+ότι αφού έπαθα πολλά, αφού πολύ πλανήθην,
+μες τα καράβια τα 'φερα, και τ' όκτατ' έτος ήλθα.
+Κύπρο, Φοινίκην, Αίγυπτο, και χώραις Αιθιόπων,
+και Σιδονίων κ' Ερεμβών εβγήκα, και Λιβύαν,
+όπου τ' αρνιά από γενετής τα κέρατα φυτρόνουν, 85
+και τρεις φοραίς τεκνοποιούν τα πρόβατα τον χρόνο.
+κει του ποιμένα περισσά, καθώς και του κυρίου,
+είναι τυρί και κρέατα και το γλυκό το γάλα,
+ότι έχουν πάντοτ' άφθονο το γάλα να τ' αρμέγουν•
+κ' ενώ πλούτη συνάζοντας κει πέρα εγώ πλανούμουν, 90
+ωστόσ' άλλος μου φόνευσε τον αδελφό μου κρύφια,
+απάντεχα, με της μιαρής συντρόφου την απάτη,
+κ' ιδού γιατί δεν χαίρομαι 'ς τα πλούτη αυτά, 'που έχω.
+και τούτα θα τ' ακούσετε και σεις απ' τους γονείς σας,
+όποιοι και αν είναι, ότι έπαθα πολλά, κ' έχασα σπίτι 95
+ευτυχισμένο με καλά και υπέρλαμπρα περίσσα.
+κ' έστεργα εγώ 'ς σπίτι μου το τρίτο να μου μείνη,
+και εις την ζωή να εσώζονταν οι άνδρες, οπού πέσαν,
+εις την Τρωάδα την πλατειά, μακράν από το Άργος.
+και όλους τους κλαίω και οδύρομαι, και το συχνό κλεισμένος 100
+εις τα δικά μου μέγαρα, καθήμενος δακρύζω,
+και ώραις 'ς το κλάμμα χαίρεται η ψυχή μου και ώραις παύω•
+γοργά του κρύου κλάμματος ο πόθος ησυχάζει.
+αλλ' αυτών όλων των ανδρών ο πόνος δεν με θλίβει
+όσον ενός, 'που ο πόθος του φαγί μου παίρνει κ' ύπνο• 105
+ότι κανείς των Αχαιών ωσάν τον Οδυσσέα
+δεν μόχθησε, ουδ' εβάσταξεν αλλά το 'θελε η μοίρα
+αυτός να πάθη και άσβυστος 'ς εμέ να μείνη ο πόνος
+κείνου, ότι λείπει δα καιρούς, ουδέ κανείς γνωρίζει
+ζη κείνος ή απέθανε• και τώρα θα τον κλαίουν 110
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη, ο γέρος ο Λαέρτης,
+και ο Τηλέμαχος, 'π' άφησε 'ς το σπίτι ακόμη βρέφος».
+
+Αυτά 'πε και τον έκαμε να κλάψη τον πατέρα•
+για τον πατέρα ως άκουσε χάμου έσταξε το δάκρυ,
+κ' εμπρός 'ς τα μάτια σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα 115
+με τα δυο χέρια• κ' ένοιωσεν αυτόν ο βασιλέας,
+κ' εβάλθηκε 'ς του λογισμού τα βάθη να μετρήση,
+θα τον αφήση αφ' εαυτού να ειπή για τον πατέρα,
+ή πρώτος θα ερωτήση αυτός, το πράγμα να εξετάση.
+
+Τούτα ενώ κείνος έζυαζε 'ς του λογισμού τα βάθη, 120
+η Ελένη από τον θάλαμο τον μυροβόλον ήλθε,
+όμοια με την Αρτέμιδα, 'πώχει χρυσά τα βέλη.
+σιμά της βάζ' η Άδραστη θρονί καλοφτειασμένο,
+από απαλώτατο μαλλί τάπητα η Αλκίππη φέρνει,
+άργυρο κάλαθο η Φιλώ• δώρο ήταν της Αλκάνδρης, 125
+της γυναικός του Πόλυβου, 'που 'ς ταις Αιγύπτιαις Θήβαις
+εκατοικούσε, και άπειρα 'ς το σπίτι έχει τα πλούτη•
+του Ατρείδη εκείνος έδωκε δύ' αργυρούς νιπτήραις,
+δυο τρίποδαις και τάλαντα δέκα χρυσά, και ακόμη
+η σύντροφος δώρα λαμπρά χάριζε της Ελένης, 130
+χρυσή 'λεκάτη, κ' εύμορφο καλάθι τροχοφόρο,
+ολάργυρο, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη.
+κείνο τότε η θεράπαινα Φιλώ της παραθέτει
+από εργασμένα γνέματα γεμάτ' όλο, κ' επάνω
+με το γιοφύλλινο μαλλί τεντόνετο η 'λεκάτη• 135
+κ' εκάθισεν εις το θρονί, οπού 'χεν υποπόδι,
+κ' ερώτησε τον άνδρα της η Ελένη, ένα προς ένα•
+
+«Μενέλαε διόθρεπτε, γνωστό μας είναι τάχα
+τούτοι 'που 'λθαν 'ς το σπίτι μας ποιοι καυχώνται ότ' είναι;
+άρα λαθεύομαι; η καρδιά μου λέγει να ομιλήσω• 140
+ποτέ μου δεν είδ' άνθρωπον, άνδρα ή γυναίκα, τόσον
+άλλου να ομοιάζη, όσον αυτός — θαυμάζ' όσο τον βλέπω —
+ο υιός του μεγαλόψυχου φαίνεται του Οδυσσέα
+Τηλέμαχος, όπ' άφησε 'ς το σπίτι ακόμη βρέφος,
+ότε για με την άσεμνη τον πόλεμο κινώντας 145
+τον τολμηρόν οι Αχαιοί κατέβητε 'ς την Τροία».
+
+Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης•
+«Έτσι κ' εγώ τώρα νοώ, γυναίκα, ως συ νομίζεις•
+τα πόδια τέτοια φαίνονταν εκείνου και τα χέρια,
+των οφθαλμών η αστραψιαίς, και η κεφαλή και η κόμη• 150
+και ως από τώρα ενθύμισα εγώ τον Οδυσσέα,
+κ' έλεα πόσα 'παθε για με, κ' εμόχθησεν εκείνος,
+κάτω 'ς τα μάγουλα πικρόν αυτός έχυνε δάκρυ,
+κ' εμπρός 'ς τα μάτια σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα».
+
+Και απάντησι ο Πεισίστρατος του δίδει ο Νεστορίδης• 155
+«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα,
+εκείνου τούτος είν' υιός τωόντι, καθώς λέγεις•
+αλλ' είναι φρόνιμος, ευλάβεια τον βαστάει,
+άμα πρωτώλθεν, άκαιρο λόγο να βγάλη εμπρός σου,
+ενώ η φωνή σου, ωσάν θεού, μαγεύει την ψυχή μας. 160
+κ' εμ' έστειλεν ο Νέστορας Γερήνιος ιππότης
+να 'λθω με τούτον συνοδός• ότ' ήθελε να σ' ίδη,
+λόγον ή πράξι ωφέλιμην εσύ να τον διδάξης.
+πατρός, οπού ξενίτευσε, το τέκνον έχει πόνους
+'ς το σπίτι του, αν δεν είναι να τον βοηθήσουν άλλοι• 165
+'σαν τώρα του Τηλέμαχου 'χάθη ο πατέρας, και άλλος,
+να τον φυλάξη από κακά, 'ς τον τύπον του δεν είναι».
+
+Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου•
+«Ω Θε μου, αλήθεια σπίτι μου υιός ανθρώπου φίλου
+ήλθε, 'που τόσο εβάσταξε για με πολλούς αγώναις! 170
+κ' είπα ότι θα τον φίλευα έξοχ' από τους άλλους
+Αργείους, αν ο Βροντητής να γύρουμε είχε δώσει
+και οι δυο, το πέλαο σχίζοντας με τα γοργά καράβια.
+και πόλιν θα του έκαμνα και σπίτι μέσα 'ς τ' Άργος,
+απ' την Ιθάκη παίρνοντας αυτόν και υπάρχοντά του, 175
+με τον υιό και τον λαόν όλο, κ' ήθελα πόλιν
+ξεκάμει απ' όσαις γύρωθε μού είναι υποταγμέναις•
+και όντας εδώ θα εσμίγαμε συχνά, και τίποτ' άλλο
+εις την φιλιά και εις ταις χαραίς δεν θα μας ξεχωρούσε,
+ειμή το μαύρο σύγνεφο της ώρας του θανάτου. 180
+αλλ' ήταν δα μελλάμενο θεός να τα φθονέση,
+'που εκείνου μόνου τ' άμοιρου τον γυρισμόν επήρε».
+
+Είπε και εις όλους κίνησε τον πόθο των δακρύων•
+έκλαιγ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα,
+έκλαιγεν ο Τηλέμαχος και ο βασιληάς Ατρείδης, 185
+ουδ' είχεν ο Πεισίστρατος αδάκρυτα τα μάτια•
+ότι και αυτός τον άψεγον Αντίλοχο ενθυμήθη,
+'που της Ηώς της φωτεινής είχε φονεύσει ο γόνος•
+τον ενθυμήθη κ' έλεγε με λόγια πτερωμένα•
+
+«Ατρείδη, σε σοφώτερον απ' όλους τους ανθρώπους 190
+ο γέρος είπε Νέστορας, ότ' ήλθε για σε λόγος
+'ς το σπίτι, ως ερωτιώμασθε ο ένας με τον άλλον.
+και τώρ', αν γίνεται, 'ς εμέ πείθου• γιατί 'ς τον δείπνο
+δεν αγαπώ τα κλάμματα• αλλά του όρθρου η κόρη
+Ηώ και πάλιν θα φανή• με τούτο εγώ δεν λέγω 195
+κείνον, 'που επήρε ο θάνατος και η μοίρα, να μην κλαίουν.
+και τούτο μόνον έχουσιν οι μαύροι θνητοί δώρο,
+η κόμη να θερίζεται, να χύνεται το δάκρυ•
+ότι κ' εγώ 'χασ' αδελφόν, 'που μέσα 'ς τους Αργείους
+δεν ήταν ο χειρότερος, και θα τον έχης μάθει• 200
+εγώ δεν τον εγνώρισα, κ' έξοχος λέγουν, ήταν,
+ο Αντίλοχος, ταχύτατος, και ακλόνητος 'ς την μάχη».
+
+Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου•
+«Ω φίλε, αφού είπες φρόνιμα, όσ' άνθρωπος με γνώσι,
+και από σε μεγαλήτερος, ήθελε ειπή και πράξη• 205
+τέτοιου πατρός, δεν ημπορείς ή φρόνιμα να λέγης•
+καλόγνωρ' είν' η γενεά τ' ανδρός, οπού ο Κρονίδης
+του γάμου και της γενετής ευτύχισε την ώρα,
+ως έδωκε του Νέστορα να ήναι ολοκαιρής του,
+και αυτός λαμπρά 'ς το σπίτι του τα γέρα να περνάη, 210
+κ' υιούς να έχη συνετούς και 'ς τ' άρματα μεγάλους.
+κ' εμείς το κλάμμ' ας παύσουμεν, όπ' είχε γίνει πρώτα•
+του δείπνου ας κάμουμεν αρχή, και το νερό 'ς τα χέρια
+ας χύσουν, και αύριο το ταχύ θα γίν' η ομιλία,
+οπού ο Τηλέμαχος κ' εγώ θα ειπούμε μεταξύ μας». 215
+
+Είπε• και ο Ασφάλιος το νερό τούς έχυσε εις τα χέρια,
+ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου•
+και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους.
+
+Κ' η Ελένη, κόρη του Διός, τότ' εσοφίσθηκ' άλλο•
+απ' όπου επίναν, 'ς το κρασί τους έρριξε βοτάνι, 220
+αντίλυπο και αντίχολο, π' όλα τα πάθη σβήνει.
+εις τον κρατήρα όταν σμιχθή, όποιος τα καταπίνη
+ολημερής δεν δύναται δάκρυ να στάξη κάτω,
+ουδέ μητέρ' αν έχασε, ουδ' αν και τον πατέρα,
+και ουδ' αν αδέλφι, ουδ' αν υιόν μονάκριβον εμπρός του 225
+του σχίσουν με την μάχαιρα, και αυτός να τους θωράη•
+τέτοια 'χε βότανα σοφά του Διός η θυγατέρα,
+χρήσιμα, 'που της έδωκεν η ομόκλινη του Θώνα
+Πολύδαμνα, 'ς την Αίγυπτο, 'που βότανα έχει πλήθος,
+πολλά σμιγμένα χρήσιμα, πολλά θανατηφόρα. 230
+ιατρός καθένας είναι αυτού παρ' όλους τους ανθρώπους
+σοφός, ότι προπάτορα γνωρίζουν τον Παιάνα.
+και μέσ' αφού το έρριξε κ' είπε να τους κεράσουν,
+πάλι με την αράδα της άρχισε και τους είπε•
+
+«Μενέλαε διόθρεπτε, και σεις εδώ, 'που είσθε 235
+λαμπρών ανδρών γεννήματα, —και ο Δίας άλλοτ' άλλου
+δίδει καλόν, δίδει κακόν, ότ' ημπορεί τα πάντα,—
+εδώ τώρα καθήμενοι 'ς τον δείπνο με ομιλίαις
+ξεδίνετε, γιατί κ' εγώ τ' αρμόδια θ' αναφέρω.
+και όλους εγώ δεν δύναμαι να είπω τους αγώναις, 240
+όσους ο στερεόκαρδος κατώρθωσε Οδυσσέας,
+αλλ' ένα 'πώπραξε λαμπρόν με τόλμην ο ανδρείος
+'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη•
+με άσχημαις βαρηματιαίς εδάμασε το σώμα,
+πήρε φορέματα κακά, και ομοιάζοντας με δούλον 245
+εμπήκε εις την πλατύδρομη την πόλι των εχθρών του•
+'ς το σχήμα εκείνο εκρύφθηκε, και ώμοιαζε ψωμοζήτης,
+αυτός 'που τέτοιος δεν ήταν 'ς τ' Αχαϊκά τα πλοία•
+τέτοιος 'ς την Τροίαν εισχωρεί, κ' εκείνοι εμωραθήκαν
+όλοι, κ' εγώ τον γνώρισα 'ς αυτό το σχήμα μόνη, 250
+και τον εξέταζα, και αυτός μου ξέφυγε με τέχνη•
+αλλ' όταν δα τον έλουα κ' έχριζα με το λάδι,
+κ' ενδύματα τον ένδυνα, και ώμοσα φρικτόν όρκο,
+'ς τους Τρώαις μέσ' ο Οδυσσηάς 'που εφάνη να μην είπω,
+πριν αυτός φθάση 'ς ταις σκηναίς και 'ς γοργά καράβια, 255
+τότε όλη μου εφανέρωσε των Αχαιών την γνώμη,
+και αφού πολλούς εφόνευσε των Τρώων με το ξίφος,
+εις τους Αργείους έγυρε, κ' επήρε πολλήν γνώσι.
+τότ' έκλαιαν η Τρώισσαις πικρά, κ' γώ χαιρόμουν,
+ότ' η καρδιά μου είχε στραφή 'ς σπίτι μου να γύρω, 260
+και αργ' αναστέναζα το πώς μ' εμώραν' η Αφροδίτη,
+την ώρα, 'που κει μ' έφερεν απ' την γλυκειά πατρίδα,
+κ' εχώρισα την κόρη μου, τον θάλαμο, τον άνδρα,
+οπού 'ς τον νου και 'ς την μορφή τον κάλλιο του δεν έχει».
+
+Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης• 265
+«Ναι, τούτα είν' όλ' αληθινά, γυναίκα, όπως τα λέγεις•
+ήδη πολλών εγώ 'μαθα την σκέψι και την γνώμη
+ανδρών ηρώων, και εις πολλά της γης εβγήκα μέρη•
+αλλ' άνθρωπον τα μάτια μου τέτοιον ποτέ δεν είδαν,
+ως ήταν μεγαλόψυχος ο φίλος Οδυσσέας. 270
+όπως και αυτό κατώρθωσε με τόλμην ο ανδρείος,
+'ς τ' άλογον ότε το ξυστόν οι πρώτοι των Αργείων
+όλοι κρυμμένοι εφέρναμε τον όλεθρο 'ς τους Τρώαις•
+και συ 'λθες τότε αυτού• θεός πρέπει να σ' έχη σπρώξει,
+των Τρώων δόξαν θέλοντας να δώση• και σιμά σου 275
+έρχονταν ο θεόμορφος Δηίφοβος• και γύραις
+τρεις έκαμες, την βαθουλή καθίστρα ψηλαφώντας.
+κ' εφώναζες με τ' όνομα των Δαναών τους πρώτους,
+με την φωνή της γυναικός του καθενός εκείνων.
+με τον Τυδείδη τότ' εγώ και ο θείος Οδυσσέας 280
+ακούσαμε, καθήμενοι 'ς την μέση, την βοή σου•
+κ' εμείς οι δυο με προθυμιάν ηθέλαμεν ορμώντας
+έξω να βγούμε, ή μέσαθεν ευθύς ν' αποκριθούμε•
+αλλ' όσο και αν ηθέλαμε, μας κράτησ' ο Οδυσσέας.
+και τα παιδιά των Αχαιών κει μέσα εσίγαν όλα• 285
+ο Άντικλος ηθέλησε μόνος να σ' απαντήση•
+αλλά τον έσφιξ' ο Οδυσσηάς 'ς το στόμα με τα χέρια
+τ' ανδρειωμένα, κ' έσωσε των Αχαιών το γένος,
+κρατώντας, ως 'που επήρε σε κείθε η Παλλάδ' Αθήνη».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 290
+»Μενέλαε διόθρεπτε, πικρότερος ο πόνος,
+αν μ' όλ' αυτά τον όλεθρο δεν έφυγεν εκείνος,
+ουδ' αν βαστούσε σιδηρή 'ς τα στήθη την καρδία.
+αλλά 'ς την κλίνη φέρτε μας, ότ' ήλθεν ήδ' η ώρα
+να πέσουμε, και τον γλυκό τον ύπνο να χαρούμε». 295
+
+Αυτά 'πε• και ταις δούλαις της παράγγειλ' η Ελένη
+να στρώσουν εις την αίθουσα, να βάλουν μέσα ωραία
+και πορφυρά σκεπάσματα, και τάπηταις επάνω,
+και χλαίναις κάτωθε κρουσταίς, να 'χουν να ταις φορέσουν.
+κ' εκείναις απ' το μέγαρον εβγήκαν, κ' εβαστούσαν 300
+φως εις τα χέρια, κ' έστρωσαν• και ο κήρυκας τους ξένους
+έμπασε, και 'ς τον πρόδομον αυτού πλαγιάσαν κείνοι,
+ο ήρωας Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης•
+και ο Ατρείδης εις τ' απόκρυφα του δόμου, και σιμά του
+η Ελένη η μακροπέπλωτη, η αταίριαστη γυναίκα. 305
+
+Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+και ο μαχητής Μενέλαος εγέρθη από την κλίνη,
+ενδύθη, και το κοφτερό 'ς τον ώμο έζωσε ξίφος.
+'ς τα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια,
+κ' εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων. 310
+του Τηλεμάχου ωμίλησε καθήμενος σιμά του•
+
+«Ω ήρωα Τηλέμαχε, ποια σ' έφερ' εδώ χρεία,
+να 'λθης 'ς την Λακεδαίμονα, την θάλασσα περνώντας;
+χρεία δική σου ή του κοινού; ειπέ μου το μ' αλήθεια».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 315
+«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα,
+ήλθ' ίσως κάποιον άκουσμα μου είπης του πατρός μου.
+μου τρώγεται το σπίτι μου, μου φθείροντ' οι αγροί μου,
+η κατοικιά μου εγέμισεν εχθρούς, οπ' όλ' ημέρα
+πυκνά τ' αρνιά μου σφάζουσι, τα στριφοπόδα βώδια, 320
+οι απόκοτοι και υβριστικοί μνηστήρες της μητρός μου.
+για τούτο τώρα σου 'πεσα 'ς τα γόνατα, να μάθω
+πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες
+ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε
+εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε, παραδαρμούς η μοίρα. 325
+μηδ' από σέβας το μηδέν, ή λύπη, μου γλυκάνης,
+αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες, ειπέ μου ένα προς ένα•
+ναι, σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας
+λόγον ή πράξι εδέχθηκε, κ' ετέλειωσε για σένα,
+'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη, 330
+τώρα να μου τα θυμηθής, και ειπέ μου την αλήθεια».
+
+Και ο ξανθός Μενέλαος εβάρυνε και είπε•
+«Ω Θε, 'ς την κλίνην ήθελαν ανδρός ανδρειωμένου
+εκείνοι, 'που 'ναι άνανδροι, τωόντι να πλαγιάσουν!
+και ως ελαφίνα, αν δυνατού λεονταριού 'ς τον λόγγο 335
+κοιμίση βυζανάρικα νεογέννητα λαφάκια,
+όρη κατόπι αναζητά και χορτερά λαγκάδια
+βόσκοντας, και εις την κοίτη του γυρίζει έπειτα εκείνος,
+και τρομερά με τα παιδιά χαλά και την μητέρα•
+όμοιο 'ς αυτούς ο Οδυσσηάς φρικτό θα φέρη τέλος. 340
+και ω Δί', Αθήνη, Απόλλωνα, αν τέτοιος, ως εφάνη
+'ς την Λέσβο την καλόκτιστη, 'που αμέσως εσηκώθη
+'ς την πρόκλησι, κ' επάλαισε με τον Φιλομηλείδη,
+και ανδρεία τον κατάβαλε, και όλ' οι Αχαιοί 'χαρήκαν,—
+αν τέτοιος έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσ' εις τους μνηστήραις, 345
+'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γίν' ο γάμος,
+και τούτα, οπού παρακαλείς και μ' ερωτάς, δεν θέλει
+άλλα σου ειπώ ξεφεύγοντας, ουδέ θα σ' απατήσω,
+αλλ' όσα μου 'πε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης,
+ένα προς ένα θα σου ειπώ, κανένα δεν θα κρύψω. 350
+
+'Σ τον Αίγυπτον οι αθάνατοι, ενώ για δω κινούσα,
+μ' εκράτησαν, ότι 'ς αυτούς δεν έκαμα εκατόμβαις•
+κ' εκείνοι να ενθυμούμεθα ταις προσταγαίς τους θέλουν.
+κ' είναι νησί 'ς την θάλασσα την πολυκυματούσα,
+εκεί 'ς τον Αίγυπτον εμπρός, και Φάρο τ' ονομάζουν, 355
+και απέχει τόσο διάστημα, όσο μετρά καράβι,
+αν πρύμος άνεμος σφοδρός ολήμερα φυσήση•
+λιμένας μέσ' ακίνδυνος, απ' όπου τα καράβια
+βγάζουν 'ς την θάλασσαν, αφού μαύρο νερόν επήραν.
+κει μ' εκρατούσαν οι θεοί είκοσ' ημέραις, μήτε 360
+άνεμοι θαλασσόπνοοι φαίνονταν, 'που τα πλοία
+ξεπροβοδούν 'ς τα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης.
+και θε να ελείπαν η τροφαίς, κ' οι άνδρες θα εμαραίναν,
+αν μια δεν μ' είχ' ελεηθή θεά, και μ' είχε σώσει,
+κόρη τ' ανδρείου γέροντα της θάλασσας Πρωτέα, 365
+η Ειδοθέα, 'πώγγιξα μάλιστ' αυτής το σπλάχνος.
+αυτή μ' ηύρε οπού σέρνομουν, χωρίς συντρόφους, μόνος•
+ότι εγυρίζαν 'ς το νησί και αλίευαν εκείνοι,
+με κυρτ' αγκίστρια, την σκληρή την πείναν όπως σιγάσουν.
+και αυτή κοντά μου εστάθηκε, μου ωμίλησε και είπε• 370
+
+Ω ξένε, τάχ' ανόητος είσαι, 'ς την γνώμη χαύνος,
+ή θέλεις το και αφίνεσαι, σ' αρέσει να παθαίνης;
+τόσους καιρούς εις το νησί κρατιέσαι, και ουδέ τέλος
+δύνασαι ναύρης, και η καρδιά της συντροφιάς σου λυόνει.
+
+Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα• 375
+Όποια και αν ήσαι των θεών εσύ, θα σ' απαντήσω.
+δεν θέλω το και μένω εδώ, αλλά των αθανάτων,
+'πώχουν τον μέγαν ουρανόν, αμάρτησα, λογιάζω.
+αλλά συ 'πε μου, — κ' οι θεοί γνωρίζουσι τα πάντα,—
+ποιος μ' εμποδίζει των θεών και μ' έδεσε εις τον δρόμο, 380
+και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω.
+
+Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως•
+Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια,
+συχνάζει εδώ ένας άψευτος γέροντας πελαγήσιος,
+Πρωτέας ο αθάνατος, Αιγύπτιος, 'που τα βάθη 385
+γνωρίζει όλης της θάλασσας, δούλος του Ποσειδώνα.
+πατέρας μου είναι, ως λέγουσιν, αυτός μ' έχει γεννήσει.
+καρτέρι εκείνου αν δύνοσουν να 'στήσης και τον πιάσης,
+τον δρόμο αυτός θα σου 'λεγε, του ταξειδιού το μάκρος,
+και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσης. 390
+και αυτός ακόμη θα σου ειπή, διόθρεπτε, αν το θέλης,
+ό,τι κακό 'ς το σπίτι σου και ό,τι καλό συνέβη,
+ενώ 'λειπες 'ς το μακρυνό και δύσκολο ταξείδι.
+
+Αυτά 'πε, και 'ς αυτήν εγώ απάντησα και είπα•
+Τώρα του θείου γέροντα συ ναύρης το καρτέρι, 395
+μήπως μου φύγη, αν προϊδή το πράγμα ή το προμάθη•
+ότι θνητός είναι βαρύ θεόν να καταβάλη.
+
+Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως•
+Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια.
+ο Ήλιος όταν αναιβή τα μεσουράνια μέρη, 400
+έρχεται από την θάλασσαν ο άψευτος ο γέρος,
+'ς το μαύρον ανατρίχιασμα, 'π' ο Ζέφυρος σηκόνει,
+και άμ' έξω βγη, 'ς τα σπήλαια τα θολωτά κοιμάται.
+γύρω του η φώκαις, της καλής απόγονοι Αλοσύδνης,
+μαζή πλαγιάζουν, βγαίνοντας από το λευκό κύμα, 405
+και πικροπνέουν της βαθειάς θαλάσσης μυρωδία.
+εκεί το γλυκοχάραμμα εγώ θα σ' οδηγήσω,
+θα σε πλαγιάσω αραδικώς, και τρεις θε να διαλέξης
+συντρόφους, τους καλήτερους, όπ' έχεις 'ς τα καράβια.
+και όλαις εγώ θέλει σου ειπώ ταις πονηριαίς του γέρου• 410
+'ς ταις φώκαις πρώτα θε να 'λθή, και θα ταις αριθμήση•
+και, άμ' όλαις ταις εμέτρησε κ' εθώρησε, θα πέση
+'ς την μέση τους, ως ο βοσκός 'ς την μέση των προβάτων.
+και ως τον ιδήτε, 'πώπεσε 'ς τον ύπνο, τότε αμέσως
+την δύναμι θα βάλετε και την καρδιά σας όλη, 415
+κρατώντας τον, και ας προσπαθή μ' αγών' αυτός να φύγη•
+θα δοκιμάση, θα γενή 'ς την γην όσα κινούνται
+θεριά, θα γένη και νερό, και πυρ θεοφλογισμένο•
+και σεις πάντοτε ακλόνητοι βαστάτε σφίγγοντάς τον
+στενώτερα• αλλ' άμ' αυτός μόνος του σ' ερωτήση, 420
+και γένη όπως τον είδετε 'ς τον ύπνο, 'που εκοιμώνταν,
+την βία τότε παύσετε και λύσετε τον γέρο,
+ήρωα, κ' ερώτα ποιος θεός σε βασανίζει τώρα,
+και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσης.
+
+Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζ', εβυθίσθη. 425
+κ' εγώ 'ς τα πλοία κίνησα, 'που εστέκονταν 'ς τον άμμο,
+και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν.
+και αφού 'ς το πλοίον έφθασα, 'ς την άκρη της θαλάσσης,
+τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρ' ήλθε νύκτα•
+'ς το περιγιάλι επιέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. 430
+κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+κ' επήρα της πλατύπορης της θάλασσας την άκρη,
+προς τους θεούς ευχόμενος θερμά, με τρεις συντρόφους,
+'που για κάθε κατόρθωμα πίστιν πολλήν τους είχα.
+και απ' του πελάγου τους βυθούς εκείνη τότ' εφάνη, 435
+κ' έφερε δέρματα φωκών τέσσερα, κ' ήσαν όλα
+νειόγδαρτα• εσοφίζονταν απάτη του πατρός της.
+και αφού 'ς τον άμμο αυλάκωσε πλαγιάσματα, εκαθόνταν
+μένοντας• κ' εμείς φθάσαμε σιμά της• τότε αράδα
+μας πλάγιασε κ' εσκέπασε με δέρμα ένα καθέναν. 440
+καρτέρι θα ήταν κει βαρύ• μας έπνιγε η βαρεία
+των θαλασσόθρεπτων φωκών οσμή φαρμακωμένη.
+και ποιος βαστά να κοιμηθή με τέρας του πελάγου;
+αλλά μας έσωσεν αύτη με ανάσασι μεγάλη•
+εις τα ρουθούνια καθενός μας έθεσε αμβροσία 445
+μυρόβολη, και την οσμήν αφάνισε του κήτους.
+και όλη την αυγή μείναμε, με υπομονή, μ' αγώνα.
+και η φώκαις απ' την θάλασσαν ήλθαν μαζή, και αράδα
+εις τ' ακρογιάλι επλάγιασαν, και από τα βάθη ο γέρος
+ήλθε καταμεσήμερα, και αυτού ταις φώκαις ηύρε, 450
+ταις παχουλαίς, κ' εξέτασε και αρίθμησέ ταις όλαις,
+κ' εμάς πρώτους λογάριασε 'ς τα κήτη, και ότι δόλος
+ήταν δεν εδοκήθηκε, και επλάγιασε κ' εκείνος.
+και με βοή χουμήσαμε και αδράξαμέν τον όλοι
+σφικτά, και αυτός δεν ξέχασε την δολερή του τέχνη. 455
+και πρώτ' απ' όλα εγίνηκε λέοντας καλογένειος,
+ευθύς κατόπι δράκοντας, και πάρδαλις, και κάπρος•
+νερό ρεούμεν' έγινε, και δένδρον υψωμένο.
+τον εκρατούσαμεν εμείς, με υπομονή, μ' αγώνα•
+και ο γέρος, άμ' απόκαμε 'ς τόσους 'πώχει δόλους, 460
+προς εμέ τότ' ωμίλησε, κ' ερώτησέ με• Ποίος
+θεός, Ατρείδη, σου 'δειξε καρτέρι να μου στήσης,
+και να με πιάσης στανικώς; ποια έχεις εσύ χρεία;
+
+Αυτά 'πε κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα•
+Γνωρίζεις, γέρε, — τι ερωτάς τούτα, να με πλανέσης; — 465
+'που 'ς το νησί τόσους καιρούς κρατιούμαι, και ουδέ τέλος
+δύναμαι ναύρω, και η καρδιά της συντροφιάς μου λυόνει.
+αλλά συ 'πέ μου,—και οι θεοί γνωρίζουσι τα πάντα—
+ποιος μ' εμποδίζει των θεών, και μ' έδεσε εις τον δρόμο,
+και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω. 470
+
+Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος•
+Του Δία και των άλλων αθανάτων ταις θυσίαις,
+πριν ξεκινήσης, έπρεπε να κάμης, όπως φθάσης,
+το μαύρο πέλαο σχίζοντας, γλήγορα εις την πατρίδα.
+ότι δεν θέλ' η μοίρα σου να ιδής τους ποθητούς σου, 475
+το σπίτι το περίλαμπρο και την γλυκειά πατρίδα,
+παρ' αφού πάλιν αναιβής του Αιγύπτου το ποτάμι,
+'που 'ναι βιοκαταίβατο, και κάμης εκατόμβαις
+των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους•
+τότε τον δρόμο, 'που ποθείς, αυτοί θα σου χαρίσουν. 480
+
+Τούτα μου είπε, και η καρδιά στο στήθος μου ερραγίσθη•
+ότι το μαύρο πέλαγος μου επρόσταζε να σχίσω
+οπίσω προς τον Αίγυπτο• μακρύ, βαρύ ταξείδι.
+και μ' όλα ταύτα προς αυτόν ωμίλησα και πάλιν•
+
+Τούτα θα πράξω, γέροντα, όπως εσύ προστάζεις. 485
+αλλά ζητώ σε να μου ειπής μ' αλήθεια τούτο, αν όλοι
+άβλαπτοι με τα πλοία τους οι Αχαιοί γυρίσαν,
+όσους εγώ και ο Νέστορας αφήσαμε εις την Τροία,
+ή αν κακό 'ς την θάλασσα κανείς έλαβε τέλος,
+ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις ποθηταίς αγκάλαις. 490
+
+Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος•
+Ατρείδη, αυτά τι μ' ερωτάς; ποσώς δεν σε συμφέρει
+να ηξεύρης και να μάθης κείνα, 'που κλεί μέσα ο νους μου•
+πολληώρα δεν θα 'σαι άκλαυτος, όταν τ' ακούσης όλα.
+ότι απ' αυτούς πέσαν πολλοί, και άλλοι πολλοί εσωθήκαν. 495
+των αρχηγών των Αχαιών εχάθηκαν δυο μόνοι
+'ς τον γυρισμό• 'ς τον πόλεμο και συ παρευρισκόσουν.
+ένας ακόμη ζωντανός 'ς τα πέλαγα κρατιέται•
+και ο Αίας 'ς τα μακρύκουπα καράβια του αφανίσθη•
+εις ταις Γυραίς πρώτ' έφερεν αυτόν ο Ποσειδώνας, 500
+τραναίς πέτραις, κ' εφύλαξεν απ' την θαλασσοζάλη•
+κ' είχε σωθή, και μισητός ας ήταν της Αθήνης•
+αλλ' είπε λόγον βλάσφημον, μεγάλως ετυφλώθη•
+πως έφυγ', είπε, εις των θεών το πείσμ', από το βάθος•
+ο Ποσειδώνος άκουσε 'που αυτός μεγαλολόγα, 505
+και άδραξ' ευθύς την τρίαινα 'ς τα χέρια τ' ανδρειωμένα,
+την Γυρή πέτρα εκτύπησε, την έσχισε• ένα μέρος
+έμειν' αυτού• 'ς το πέλαγο τ' απόκομμα εβυθίσθη,
+'π' ο Αίας πρώτα εκάθονταν την ώρα 'που ετυφλώθη,
+κ' έφερνε αυτόν 'ς τον άπειρον κυματισμένον πόντο. 510
+έτσι αφανίσθηκεν αυτός αφού κατέπιε άρμη.
+και ο αδελφός σου εξέφυγε τότε την μαύρη μοίρα
+μες τα βαθειά καράβια του• τον έσωσεν η Ήρα.
+αλλ' όταν εκοντόφθανε 'ς το όρος του Μαλέα
+το υψηλό, τον άρπαξε κ' επήρε ανεμοζάλη 515
+'ς την ιχθυοφόρα θάλασσα, και αυτός βαρειά βογγούσε.
+και κείθ' έδειχνε ακίνδυνος ακόμη ο γυρισμός τους,
+κ' έστειλαν πρύμον οι θεοί, κ' έφθασαν 'ς την πατρίδα,
+εις ακρογιάλι εξοχικόν, όπου εκατοίκα ο Θυέστης
+το πάλαι, τότ' ο Αίγισθος υιός του εκατοικούσε. 520
+κ' εκείνος μ' αναγάλλιασι 'ς το πατρικό του χώμα
+επάτησε, και το 'πιασε, κ' εφίλειε το με πλήθια
+δάκρυα θερμά, χαρούμενος ότ' είδε την πατρίδα•
+και απ' την σκοπιά τον ξάνοιξε ο σκοπός, οπού 'χε στήσει
+ο δολερός ο Αίγισθος, και του χε τάξει δώρο 525
+δυο χρυσά τάλαντα, και αυτός ολοχρονής εφύλα,
+μη του περάση απάντεχος και δράξη ευθύς τα όπλα•
+και του ποιμένα των λαών κατέβη να το είπη.
+κ' ευθύς τέχνασμα επίβουλον ο Αίγισθος ευρήκε•
+είκοσι παίρνει διαλεκτούς άνδραις, κ' εις ένα μέρος 530
+τους κρύβει, και αλλού τράπεζα προστάζει να ετοιμάσουν•
+και αυτός τον Αγαμέμνονα κατέβη να καλέση,
+με άλογα, με άμαξαις, και έργ' άσχημα εμελέτα.
+τον πήρε ανυποψίαστον του ολέθρου, εδείπνισέ τον
+κ' εσκότωσε, ως σκοτόνουσι το βώδι 'ς το παχνί του. 535
+και ουδ' ένας τότε απόμεινε της συντροφιάς τ' Ατρείδη,
+ουδέ του Αιγίσθου, αλλ' όλοι τους 'ς το σπίτι εφονευθήκαν.
+
+Τούτα μου είπε, και η καρδιά 'ς το στήθος μου ερραγίσθη.
+κ' έκλαια καθήμενος 'ς τον άμμο, και η ψυχή μου
+να ζήση πλειά δεν ήθελε, να ιδή το φως του ηλίου. 540
+και αφού χάμου κυλιούμενος εχόρτασα το κλάμμα,
+είπε μου τότε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης•
+
+Τόσο μην κλαις πολύν καιρόν, Ατρείδη, ότι το κλάμμα
+τίποτε δεν μας βοηθεί• μόν' ίδε εις την πατρίδα
+να φθάσης το ταχύτερο, και ακόμη θα τον εύρης, 545
+ή ζωντανόν, ή επρόλαβεν ο Ορέστης να τον κόψη•
+και τότε 'ς το νεκρώσιμο τραπέζι θα τους φθάσης.
+
+Αυτά 'πε, και η καρδία μου κ' η ανδρική ψυχή μου,
+μ' όλον οπού περίλυπη, 'ς τα στήθη μου εζεστάθη.
+και προς αυτόν ωμίλησα με λόγια πτερωμένα• 550
+
+Τούτους ηξεύρω τους, αλλά τον τρίτον λέγε μ' άνδρα,
+κείνον, 'που ακόμη ζωντανός 'ς τα πέλαγα κρατιέται,
+ή απέθανε, και αν λυπηθώ, θέλ' όμως να τ' ακούσω.
+
+Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος•
+Ο Λαερτιάδης είναι αυτός, κάτοικος της Ιθάκης. 555
+'ς ένα νησί τον είδα εγώ δάκρυ λαμπρό να χύνη,
+'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'πού με βία
+κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση 'ς την πατρίδα•
+ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους,
+όπως 'ς τα νώτα τα πλατειά τον φέρουν της θαλάσσης. 560
+και συ, Μενέλαε, του Διός θρέμμα, δεν θέλ' η μοίρα
+'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο να κλείσης την ζωή σου•
+αλλά 'ς τα όρια σε της γης, εις την ηλύσια χώρα,
+'που 'ναι ο ξανθός Ραδάμανθυς, οι αθάνατοι θα στείλουν,
+όπου ελαφρότατ' η ζωή διαβαίνει των ανθρώπων• 565
+χειμώνας όχι αυτού πολύς, όχι βροχή και χιόνι,
+αλλά Ζεφύρου φύσημα γλυκόπνοο, κινώντας
+πάντοτε απ' τον Ωκεανό, δροσίζει τους ανθρώπους•
+ότ' είσαι του Διός γαμβρός, έχοντας την Ελένη.
+
+Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζε, εβυθίσθη• 570
+κ' εγώ 'ς τα πλοία κίνησα με τους καλούς συντρόφους,
+και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν.
+και αφού 'ς το πλοίο φθάσαμε, 'ς την άκρη της θαλάσσης,
+τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρτ' ήλθε νύκτα•
+'ς το περιγιάλι πέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. 575
+και με την ροδοδάκτυλην Ηώ, του όρθρου κόρη,
+πρώτα 'ς την θεία θάλασσα σύραμε τα καράβια,
+και τα κατάρτια στήσαμε, κ' επάνω τα πανία,
+και εις τα σανίδια κάθισαν εκείνοι αραδιασμένοι,
+και το λευκό το πέλαγο με τα κουπιά κτυπούσαν• 580
+και 'ς το διοκαταίβατο του Αιγύπτου το ποτάμι
+άραξα οπίσω, κ' έκαμα εκατόμβαις, και αφού τέλος
+των αθανάτων έπαυσα την όργητα, έναν τάφο
+σήκωσα του Αγαμέμνονα, να μείνη άσβυστ' η φήμη.
+και τούτ' αφού τελείωσα πρύμον ευθύς μου στείλαν 585
+οι αθάνατοι, και μ' έφεραν 'ς την ποθητή πατρίδα.
+αλλ' άκουσέ με, θέλησε 'ς το σπίτι μου να μείνης,
+ως 'που να φέξ' η ενδέκατη, ή δωδεκάτ' ημέρα•
+και ως πρέπει εγώ σε προβοδώ τότε, και θα σου δώσω
+δώρα λαμπρά, τρί' άλογα, και στιλβωτόν αμάξι, 590
+ποτήρι ακόμη ένα εύμορφο, μ' εκείνο να σπονδίζης
+προς τους θεούς, και ολοζωής εμέ συ να θυμάσαι».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου•
+«Ατρείδη, εδώ πολύν καιρό να με κρατής μη θέλης•
+χρόνον εγώ θε να 'μενα ολόκληρον σιμά σου, 595
+το σπίτι μου και τους γονείς χωρίς να επιθυμήσω•
+ότ' εις τους λόγους σου πολύ και εις τα διηγήματά σου
+τέρπομαι• αλλά βαρύνονται οι σύντροφοι 'ς την Πύλο
+την ιερή, και συ πολύν καιρό θα με κρατήσης.
+και ό,τι μου δώσης χάρισμα, ως θησαυρό θα το 'χω. 600
+και εις την Ιθάκη τ' άλογα δεν παίρνω• θα τ' αφήσω
+εδώ 'ς εσέ, να τα χαρής εσύ, 'που κυριεύεις
+πλατειά πεδιάδ', όπ' άφθονα κύπερη και τριφύλλι,
+σίτοι, ζειαίς, πολύσταχα λευκά κριθάρια βγαίνουν.
+εις την Ιθάκη δεν είναι δρόμοι πλατείς, λειβάδια• 605
+τόπος αιγιδοβόσκητος, αλλ' έχει χάραις όσαις
+δεν έχει ο αλογοβόσκητος, και 'ς τα νησιά δεν είναι
+ούτε λειβάδι ούτ' άλογα• κ' εξόχως 'ς την Ιθάκη».
+
+Αυτά 'πε• εγλυκογέλασεν ο μαχητής Μενέλαος,
+εχάιδευσέ τον, έκραξε κατ' όνομα και του 'πε• 610
+
+«Εις ό,τι λέγεις, τέκνο μου, απ' αίμα καλό δείχνεις•
+κ' είμαι αρκετός τ' άλογ' αυτά μ' άλλο να μεταλλάξω•
+και απ' όσα είναι στο σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα,
+πανεύμορφο, πολύτιμο, θα σου φιλοδωρήσω.
+κρατήρα καλοκάμωτον θέλει σου δώσω, 'π' όλος 615
+είναι αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη,
+έργον του Ηφαίστου• ο Φαίδιμος ήρωας μου το 'χει δώσει,
+των Σιδονίων βασιληάς, 'ς την σκέπη του όταν ήλθα,
+διαβάτης εις τον γυρισμό• και συ να το 'χης θέλω».
+
+Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους• 620
+και οι καλεσμένοι επήγαιναν 'ς του βασιληά το σπίτι•
+και άλλοι εφέρναν πρόβατα, άλλοι κρασιά γενναία•
+άρτον η εύμορφομάντηλαις γυναίκες τους εστέλναν,
+έτσι αυτού μες 'ς τα δώματα τον δείπνον ετοιμάζαν.
+
+Και εις του Οδυσσηά το μέγαρο κατέμπροσθε οι μνηστήρες 625
+με δίσκους διασκέδαζαν, και ρίχνοντας ακόντια,
+'ς την στρωτήν γην, όπου απ' αρχής την έπαρσί τους δείχναν.
+και των μνηστήρων οι αρχηγοί και 'ς την ανδρεία πρώτοι,
+ο Αντίνοος και ο θεόμορφος Ευρύμαχος, καθόνταν.
+'ς αυτούς ήλθε ο Νοήμονας, ο γόνος του Φρονίου, 630
+και αυτού προς τον Αντίνοον ωμίλησ' ερωτώντας•
+
+«Αντίνοε, τάχα ηξεύρομεν, ή άγνωστο μας είναι,
+πότ' έρχεται ο Τηλέμαχος απ' την αμμώδη Πύλο;
+με το καράβι μ' έφυγε, και το 'χω ανάγκη τώρα,
+να διαβώ 'ς την Ήλιδα, που δώδεκα φοράδες 635
+μου βόσκουν, κ' έχουν 'ς το βυζί φιλόπονα μουλάρια
+αδάμαστα• και θα 'παιρνα κανένα να δαμάσω».
+
+Είπε, κ' εκείνο εθαύμασαν, γιατί 'ς την Νήλια Πύλο
+δεν έλεγαν πως πέρασεν, αλλ' ότι 'ς τους αγρούς του
+με τα κοπάδια του έμενεν ή τον χειροβοσκό του. 640
+και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος του ωμίλησε και του 'πε•
+
+«Μ' αλήθεια 'πε μου πότε αυτός έφυγε, και ποιους είχε
+συντρόφους; μήπως διαλεκτούς επήρε της Ιθάκης,
+ή μισθωτούς και δούλους του; θα το 'κανε και τούτο!
+και τ' άλλο ειπέ μου καθαρά να μάθω, το καράβι 645
+σου επήρε τάχα στανικώς, ή με τον καλόν τρόπο
+σ' έφερε και του το 'δωκες συ με την θέλησί σου;»
+
+Και απάντησε ο Νοήμονας, ο γόνος του Φρονίου•
+
+«Του το 'δωκ' αυτοθέλητα' τι 'θελε πράξη και άλλος,
+αν άνδρας τέτοιος, έχοντας φροντίδαις εις τον νου του, 650
+παρακαλή; ήταν βαρύ τινάς να του τ' αρνιέται.
+συντρόφους είχε του λαού τα πρώτα παλληκάρια,
+κ' είδ' αρχηγό τον Μέντορα, 'που επήγαινε μαζή τους,
+είτε θεός• τον Μέντορα εκείνος ώμοιαζ' όλος.
+αλλ' απορώ• χθες το ταχύ τον Μέντορ' είδα εμπρός μου, 655
+και εις το καράβ' είχ' έμπη αυτός τότε να πάη 'ς την Πύλο».
+
+Είπε και άμ' αναχώρησε 'ς το σπίτι του πατρός του.
+κ' οι δύο κείνοι εχόλιασαν 'ς την ανδρική ψυχή τους,
+και τους μνηστήραις κάθισαν και απ' τον αγώνα επαύσαν.
+και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος 'ς την μέσην αυτών είπε, 660
+θλιμμένος• και όλα εγέμισαν θυμό τα σωθικά του
+κατάμαυρα, κ' οι οφθαλμοί φλόγα λαμπρήν ωμοιάζαν•
+
+«Μέγα έργον ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια,
+αυτό, 'που δεν ελέγαμε να γείνη, το ταξείδι!
+'ς το πείσμα τόσων έφυγεν, ιδές, ένα παιδάκι, 665
+αφού καράβι ετράβησε, κ' επήρε και την νειότη
+του τόπου• αρχή 'που 'ς το εξής κακό θα φέρη• ο Δίας
+κείνον να κόψη, πριν αυτός 'ς εμάς φυτεύση πόνους.
+αλλά καράβι δόστε μου ταχύ, κ' είκοσι ανθρώπους
+όπως καρτέρι στήσω του και τον παραφυλάξω 670
+μες 'ς της Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου,
+να κλάψη 'που εταξείδευσε γι' αγάπη του πατρός του».
+
+Όλοι 'ς αυτό συμφώνησαν κ' εκείνον εμψυχόναν•
+κ' εμπήκαν έπειτα μαζή 'ς το σπίτι τ' Οδυσσέα.
+
+Ουδ' άργησε πολύν καιρό να μάθ' η Πηνελόπη 675
+όσα οι μνηστήρες μέσα τους βαθειά μηχανευόνταν•
+ο Μέδοντας ο κήρυκας της τα 'πε, οπού τα μέτρα,
+'που έπλεκαν κείνοι 'ς την αυλήν, είχ' έξωθεν ακούσει.
+και να το είπη εκίνησεν ευθύς της Πηνελόπης•
+και ως το κατώφλι αυτός πατεί του λέγ' η Πηνελόπη• 680
+
+«Κήρυκα, και τι σ' έστειλαν οι θαυμαστοί μνηστήρες;
+του θείου μήπως Οδυσσηά ταις δούλαις να προστάξης,
+τα έργα ν' αφήσουν και εις αυτούς τον δείπνο να ετοιμάσουν;
+γάμους αλλού να μη ζητούν, αλλού να μη συχνάζουν,
+αλλ' ας δειπνήσουν τώρ' εδώ τον ύστερό τους δείπνο! 685
+'που γύρωθεν ερχόμενοι πυκνοί φθείρετε πλούτη,
+του Τηλεμάχου τα καλά• και τάχ' απ' τους γονείς σας
+πρότερον δεν ακούετε, ότ' ήσασθε παιδία,
+ποίος εις τους πατέραις σας ήταν ο Οδυσσέας,
+'που δεν αδίκησε ποτέ με λόγον ή με πράξι 690
+κανέναν, ως το συνηθούν οι βασιλείς οι θείοι,
+οπ' έναν άνθρωπον μισεί, τον άλλον αγαπάει.
+και αυτός εις άνθρωπον ποτέ κακό δεν έχει πράξει•
+αλλ' η ψυχή σας φαίνεται και τ' άπρεπα σας έργα,
+ουδέ 'ς τα ευεργετήματα κατόπι έμεινε χάρι». 695
+
+Και ο Μέδοντας ο συνετός ωμίλησέ της κ' είπε•
+«Να ήταν αυτό, βασίλισσα, μες' 'ς τα κακά το πρώτο•
+αλλ' ένα μεγαλήτερο, και φοβερώτερ', άλλο
+τώρα οι μνηστήρες μελετούν, να το εμποδίση ο Δίας•
+να κόψουν τον Τηλέμαχον ζητούν 'ς τον γυρισμό του• 700
+κ' εκείνος πήγεν, άκουσμα να μάθη του πατρός του,
+'ς την θείαν Λακεδαίμονα και εις Πύλο την αγία».
+
+Είπε• και αυτής τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία•
+αμιλησιά τα λόγια της επήρε, κ' εγεμίσαν
+δάκρυα τα μάτια, κ' έσβησεν η δροσερή φωνή της. 705
+και αργά πολύ μετέπειτα απάντησέ του κ' είπε•
+
+«Κήρυκα, το παιδί γιατί μου 'φυγε; δεν συμφέρει
+εις τα καράβια νά 'μπη αυτός, οπού 'ναι για τους άνδραις
+'σαν της θαλάσσης άλογα, και σχίζουν τόσο κύμα.
+ή μήπως θέλει να χαθή 'ς την γη και τ' όνομά του;» 710
+
+Και ο Μέδοντας ο συνετός της είπε• «Δεν γνωρίζω
+αν ήταν θεού κίνημα, ή μόνον της ψυχής του,
+'που 'ς την Πύλο τον έσπρωξε ν' ακούση, αν ο πατέρας
+θα γύρη ή και ποιο στάθηκε το τέλος της ζωής του».
+
+Αυτά 'πε, και ανεχώρησε 'ς τα δώμα του Οδυσσέα. 715
+και αυτήν ο πόνος έζωσε σκληρός, και δεν εμπόρει
+πλειά να καθίση 'ς το θρονί,—κ' ήσαν πολλά 'ς το σπίτι—
+αλλά 'ς του τεχνικώτατου θαλάμου το κατώφλι
+εκάθισε δακρύζοντας πικρά, και η δούλαις όλαις,
+η νηαίς ομού και η παλαιαίς, τριγύρω εσιγοκλαίαν. 720
+κ' εκείνη κλαίοντας πυκνά ταις είπε- «Αγαπηταίς μου,
+ακούτε• πάθη περισσά εμένα έδωκε ο Δίας,
+απ' όσαις εγεννήθηκαν μ' εμέ και ανατραφήκαν•
+π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα, λεοντόκαρδον και μέγαν
+'ς όλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, 725
+'που 'ς την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε.
+και τώρα το μονάκριβον ο άνεμος μου πήρε
+άδοξ' από το σπίτι μου, ούδ’ ένοιωσα 'που εβγήκε.
+σκληραίς, και δεν ευρέθηκε μέσ' από σας καμμία,
+ενώ τα ηξεύρετε καλά, να 'λθη να μ' εξυπνίση, 730
+την ώρα 'π' αυτός έμπαινε 'ς το βαθουλό καράβι•
+και αν το ταξείδι εγνώριζα πως μελετούσε κείνος,
+δεν έφευγε, τον πόθο του και ας είχε εις το ταξείδι,
+ή εμένα εδώ θε ν' άφινε 'ς το σπίτι απεθαμένη.
+αλλ' ας μου κράξουν βιαστικά τον γέρο το Δολίο, 735
+τον δούλο, 'π' όταν ήλθα εδώ μου 'δωκεν ο πατέρας,
+και μου τηρά το σύδενδρο κηπάρι, και να τρέξη,
+για να καθίση και να ειπή τούτ' όλα του Λαέρτη,
+'ς τον λογισμό του ίσως αυτός κάποιαν βουλήν υφάνη,
+εις τους λαούς ερχόμενος για να κλαυθή, πως θέλουν 740
+εκείνου και του Οδυσσηά τον γόνο ν' αφανίσουν».
+
+Κ' η Ευρύκλεια της απάντησεν, η αγαπητή βυζάστρα•
+«Γλυκειά μου νύμφη, μάχαιραν έπαρε να με σφάξης,
+ή άφες με 'ς το σπίτι σου• το πράγμα δεν σου κρύβω.
+τα εγνώριζ' όλα, κ' έδωκα 'ς αυτόν ό,τι ζητούσε, 745
+τον άρτο, το γλυκό κρασί• και εις μέγαν μ' έβαλ' όρκο,
+να μη σου ειπώ εγώ τίποτε πριν φέξ' η δωδεκάτη,
+ή μόνη επιθυμήσης τον και μάθης ότι εβγήκε,
+όπως μη φθείρης κλαίοντας την εύμορφην ειδή σου.
+αλλά, το σώμ' αφού λουσθής και καθαρά φορέσης, 750
+πάρε ταις υπηρέτριαις σου, 'ς τ' ανώγι αναίβα κ' εύχου
+της Αθηνάς, της θυγατρός του αιγιδοφόρου Δία,
+'που αυτόν και από τον θάνατο τότε ημπορεί να σώση.
+και γέροντα ταλαίπωρον συ μη ταλαιπωρήσης•
+ουδ' οι αθάνατοι, θαρρώ, παντάπασι το γένος 755
+τ' Αρκεισιάδη εμίσησαν, και κάποιος θ' απομείνη,
+να 'χη τα υψηλά δώματα και τους παχείς αγρούς του».
+
+Αυτά 'πε, και αυτής κοίμισε τους θρήνους και τα μάτια
+στέγνωσε• κείνη ελούσθηκε κ' εφόρεσε καθάρια,
+'ς τ' ανώι με ταις γυναίκαις της ανέβη και ουλοχύταις 760
+έθεσεν εις το κάνιστρο, και ευχόνταν της Αθήνης•
+
+«Άκου με, κόρη αδάμαστη του αιγιδοφόρου Δία•
+εάν ποτε ο πολύβουλος 'ς το σπίτι του Οδυσσέας
+μερία σου 'καψε παχειά βωδιών ή και προβάτων,
+τώρα να μου τα ενθυμηθής, και σώσε το παιδί μου, 765
+και παύσε την αποκοτιά των πονηρών μνηστήρων».
+
+Είπε κ' εφώναξε• η θεά δέχθηκε την ευχή της•
+και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν•
+κ' ένας απ' τους απόκοτους τους νέους είπε• «Γάμον
+άσφαλτ' η πολυμνήστευτη βασίλισσα ετοιμάζει 770
+'ς εμάς, και φόνος αγνοεί 'που γίνεται του υιού της».
+
+Αυτά πε, και τι γίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν.
+και ωμίλισ' ο Αντίνοος 'ς εκείνους μέσα, κ' είπε•
+
+«Δαίμονες, τα υπερήφανα λόγια ν' αφήστε τώρα
+όλα μαζή, μήπως κανείς και μέσα τ' αναφέρη. 775
+και ας σηκωθούμ' έτσι σιγά, και ας δώσουμ' εμείς τέλος
+'ς αυτό, 'που εβουλευθήκαμε και αποφασίσαμ' όλοι».
+
+Αυτά 'πε, και άμ' εδιάλεξαν είκοσι παλληκάρια,
+κ' εκίνησαν προς το ταχύ καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι•
+και πρώτα απ' όλα ετράβηξαν 'ς την θάλασσα το πλοίον, 780
+και μες το πλοίον έβαλαν κατάρτι και πανία,
+και τα κουπιά με τα λουριά προς τους σκαρμούς εδέσαν,
+με τάξιν όλα, και άπλωσαν τα ολόλευκα πανία•
+και οι τολμηροί θεράποντες τα όπλα εκεί τους φέραν•
+και τ' άραξαν σιμά 'ς την γη, ψηλά• κ' εκείνοι εβγήκαν, 785
+και αυτού δειπνήσαν, και να 'λθή το εσπέρας περιμέναν.
+
+Και αυτού 'ς τ' ανώγ' η φρόνιμη κείτονταν Πηνελόπη,
+χωρίς φαγί, χωρίς πιοτό, πολύ συλλογισμένη,
+αν ο υιός της ο καλός τον χάρο θα ξεφύγη,
+ή θα του πάρουν την ζωήν οι απόκοτοι μνηστήρες. 790
+και όσα λεοντάρι μεριμνά, πολλών 'ς την μέση ανθρώπων,
+φοβούμενο, 'που δολερόν τού 'συραν γύρω κύκλον,
+τόσα ενώ συλλογίζονταν, γλυκός την πήρεν ύπνος,
+κ' έπεσε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν.
+
+Τότ' άλλο εφεύρηκε η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 795
+φάντασμα πλάθει, και ώμοιαζε γυναίκα εις την μορφή του,
+η Ιφθίμη, κόρη του υψηλού 'ς το φρόνημα Ικαρίου,
+'π' ο Εύμηλος απ' ταις Φεραίς την είχε πάρει νύμφη•
+κ' έστελνε αυτό 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα,
+κει, 'που 'κλαιε και οδύρονταν, την Πηνελόπη ναύρη, 800
+να παύση αυτής τα κλάμματα, τους θρήνους να σιγάση.
+σιμά 'ς του σύρτη το λουρί 'ς τον θάλαμον εμπήκε,
+'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε•
+
+«Κοιμάσαι με περίλυπην καρδιάν, ω Πηνελόπη;
+όχι, δεν θέλουν οι θεοί, 'που ζουν ευτυχισμένα, 805
+να κλαίης, να λυπιέσαι συ, και ακόμη θα γυρίση
+το τέκνο σου• και των θεών αυτός δεν είναι πταίστης».
+
+Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης,
+πολύ γλυκά ρουχάζοντας 'ς ταις πύλαις των ονείρων•
+
+«Εδώ γιατί 'λθες, αδελφή; ποσώς δεν σ' είδ' ως τώρα 810
+να 'ρχεσαι, γιατί κατοικείς μακρυ' απ' εμένα, πέρα.
+την λύπη παραγγέλλεις με ν' αφήσω και τους πόνους,
+οπού μου θλίβουν την ψυχή, τα σπλάχνα μου ταράζουν,
+'π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα λεοντόκαρδον και μέγαν
+'ς όλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, 815
+'που εις την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε.
+και τώρα πάλι μου 'φυγε τ' αγαπητό παιδί μου
+'ς το πλοίο, κ' είναι αμάθητο 'ς την πράξι και 'ς τους λόγους•
+για τούτον εγ' οδύρομαι πολύ παρά για κείνον,
+για τούτον όλη τρέμω εγώ, φοβούμαι μη μου πάθη, 820
+ή 'ς τους λαούς, 'που πέρασεν, ή μέσα 'ς τα πελάγη•
+ότ' είν' εχθροί κακόβουλοι πολλοί, 'που μηχανώνται
+να τον φονεύσουν, πριν ελθή οπίσω 'ς την πατρίδα».
+
+Και το θαμπό το φάντασμα απάντησεν εκείνης•
+«Θάρρευε, μηδέ φοβηθής τόσο πολύ 'ς τον νου σου• 825
+είναι εις το πλάγι του οδηγός, 'που και άλλοι επιθυμούσαν,—
+γιατί μεγάλα δύναται,—νά στέκεται σιμά τους,
+η Αθηνά• και τώρ' αυτή σε συμπονεί, 'που κλαίεις,
+και μ' εξαπόστειλεν εδώ, τούτα να σου ομιλήσω».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης• 830
+«Και αν θεός είσαι, και θεού συ την φωνήν ακούεις,
+και για τον άλλον λέγε μου, τον άμοιρον εκείνον,
+αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του Ηλιού το φως αν βλέπη,
+ή απέθανε, κ' ευρίσκεται 'ς την κατοικιά του Άδη».
+
+Και το θαμπό το φάντασμα απάντησεν εκείνης• 835
+«Γι' αυτόν εγώ δεν θα σου ειπώ ρητώς αν ζη ακόμη,
+ή απέθανε- κ' είναι κακό να λέγωνται τα μάταια».
+
+Είπε, του σύρτη από σιμά της θύρας κείνο εβγήκε,
+και εις των ανέμων ταις πνοαίς εσκόρπισε• και η κόρη
+του Ικαρίου ξύπνησε, και ιλάρωσε η ψυχή της, 840
+'π' όνειρον ολοφάνερον της ήλθεν εις το δείλι.
+
+Και άμ' ανεβήκαν έσχιζαν το πέλαγο οι μνηστήρες,
+του Τηλεμάχου αφεύγατον τον φόνο μελετώντας•
+και πετρωτόν είναι νησί, 'ς την μέση της θαλάσσης,
+της Ιθάκης ανάμεσα και της τραχείας Σάμου, 845
+όχι μεγάλο, η Αστερίς, μ' ακίνδυνα λιμάνια,
+δυο δίστομα, κ' οι Αχαιοί εκεί τον καρτερούσαν.
+
+
+
+Ραψωδία Ε
+
+
+
+Και άφησ' η Ηώ του υπέρλαμπρου του Τιθωνού την κλίνη
+το φως να φέρη των θνητών και άμα των αθανάτων.
+και συγκαθίζαν οι θεοί και 'ς αυτούς μέσα ο Δίας
+ο υψηλοβρόντης, 'που κρατεί την πρώτην εξουσία.
+κ' η Αθήνη τους μνημόνευε τα πάθη του Οδυσσέα, 5
+κ' εσύγκλαι' αυτόν, 'που ευρίσκονταν 'ς τα δώματα της νύμφης•
+
+«Πατέρα Δία, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε,
+πλειά σκηπτροφόρος βασιληάς να μη φανή κανένας
+γλυκός, καλοπροαίρετος, και δίκαιος, και πράος,
+αλλ' ας ήναι σκληρότροπος και τ' άνομα να πράζη• 10
+αφού τον θείον Οδυσσηά κανένας δεν θυμάται
+εις τους λαούς, 'που βασιληά τον είχαν και πατέρα•
+κ' εκείνος κείτεται εις νησί με λύπαις και με πόνους,
+'ς της Καλυψώς τα μέγαρα της νύμφης, 'που με βία
+κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση 'ς την πατρίδα. 15
+ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους,
+'που να τον φέρουν 'ς τα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης.
+και τώρα πάλι μελετούν να σφάξουν τον υιό του,
+καθώς γυρίζει, 'π' άκουσμα να μάθη του πατρός του
+'βγήκε εις την Λακεδαίμονα και εις Πύλο την αγία». 20
+
+Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης•
+«Τέκνο, ποιος λόγος σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα;
+δεν είσαι συ, 'που εσκέφθηκες η ίδια αυτήν την γνώμη,
+να 'λθη ο Οδυσσηάς, κ' ενάντια τους εκδίκησι να πάρη;
+και τον Τηλέμαχον εσύ, γιατ' ημπορείς, προβόδα 25
+με γνώσι, όπως απείρακτος υπάγη 'ς την πατρίδα,
+και άπρακτοι με το πλοίο τους γυρίσουν οι μνηστήρες».
+
+Είπε, κ' εστράφη 'ς τον Ερμήν αμέσως, τον υιό του•
+«Ερμή, 'που σ' έχω μηνυτήν εις όλα, ειπέ της νύμφης,
+εκεί της καλοπλέξουδης, την καθαρή βουλή μας, 30
+ο Οδυσσηάς ο αδάμαστος 'ς την γη του να επανέλθη,
+χωρίς θεόν ή άνθρωπον θνητόν να 'χη σιμά του•
+αλλ' αφού 'ς την πολύδεσμη πλωτή κακοπαθήση,
+θα φθάση αυτός την εικοστήν ημέρα εις την Σχερία,
+γη των Φαιάκων κάρπιμη, και αυτοί θεογέννητοί 'ναι, 35
+και ωσάν θεόν ολόψυχα αυτόν θέλει τιμήσουν,
+και με καράβι 'ς την γλυκειά πατρίδα θα τον στείλουν,
+με άπειρα δώρα, χάλκωμα, φορέματα, χρυσάφι,
+'που τόσα δεν θα ελάμβανε λαχνόν από την Τροία,
+άβλαπτος αν εγύριζε, με μέρος των λαφύρων. 40
+ότ' είναι η μοίρα του να ιδή τους ποθητούς, να φθάση
+'ς το σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γη την πατρική του».
+
+Αυτά 'πε• και άμα ο γλήγορος υπάκουσε αργοφόνος•
+κ' ευθύς 'ς τα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια,
+ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν τον επάνω 45
+'ς την θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη, σαν τους αέραις.
+το ραβδί πήρε, οπού μ' αυτό τα βλέφαρα κοιμίζει
+όποιου θνητού θελήση αυτός, κ' εγείρει όποιον κοιμάται.
+μ' αυτό 'ς τα χέρια πέτονταν ο μέγας αργοφόνος•
+και εις την Πιερία πάτησε, κ' έπεσε απ' τον αιθέρα 50
+'ς το πέλαγος• και αρμένιζε 'ς το κύμα επάν' ως γλάρος,
+'που εις τα φρικτά βυθίσματα της άπατης θαλάσσης
+ψάρια ζητεί, και τα πτερά 'ς την άρμη συχνοβρέχει.
+όμοιος μ' αυτόν εφέρονταν ο Ερμής 'ς άπειρο κύμα.
+και όταν •ς την νήσον έφθασε την απομακρυσμένη, 55
+απ' το γαλάζιο πέλαγος εβγήκε να πατήση
+την γη, και εις τ' άντρον έφθασε το μέγα, όπου εκατοίκα
+η νύμφ' η καλοπλέξουδη, και μέσα εκείνην ηύρε.
+και εις την γωνίστρα καίονταν ξύλα πολλά του κέδρου
+και της καλόσχιστης θυάς, κ' εσκόρπα η μυρωδία 60
+εις το νησί• καλόφωνα κει μέσα ετραγουδούσε
+αυτή, και ύφαινε πανί με ολόχρυση σαγίττα.
+και δάσος ολοφούντωτον ήταν τριγύρω 'ς τ' άντρο,
+κλήθρα, και λεύκα, ευωδερό μ' εκείναις κυπαρίσσι.
+και μέσ' αυτού πλατύπτερα πετούμενα εκουρνιάζαν, 65
+στριγλιά, γεράκια, και μαζή πλατύγλωσσαις κουρούναις,
+θαλασσοπούλι, 'που η ζωή τ' αρέσει του πελάγου.
+και ήμερο κλήμα ολόγυρα 'ς το βαθουλό το σπήληο,
+θυμό γεμάτο απλόνονταν σταφύλια στολισμένο.
+και βρύσες τέσσερες εγγύς και αραδικώς ερρέαν 70
+λευκό νερό, και η καθεμιά 'ς άλλο εκυλούσε μέρος•
+και γιοφυλλιών γύρω απαλά λιβάδια και σελίνων
+πρασίνιζαν και αθάνατος αν πήγαιν' εκεί πέρα
+κυττάζοντας θα εθαύμαζε, και θα 'χαιρε η ψυχή του.
+έμεινε αυτού κ' εθαύμαζεν ο μέγας αργοφόνος• 75
+και αφού τα πάντα εθαύμασεν εις την ψυχή του εκείνος,
+'ς το ευρύχωρ' άντρο εμπήκ' ευθύς• και ως είδε αυτόν αγνάντια,
+δεν άργησεν η Καλυψώ να τον γνωρίσ' η θεία•
+ότι δεν είν' οι αθάνατοι άγνωστοι μεταξύ τους,
+και αν τύχη κάποιος απ' αυτούς μακρυά να κατοικάη. 80
+μέσα τον μεγαλόκαρδο δεν εύρεν Οδυσσέα•
+έκλαιγε αυτός καθήμενος εις τ' ακρογιάλι, ως πρώτα,
+με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθη 'ς την ψυχή του,
+κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη.
+και τον Ερμήν η Καλυψώ ερώτησεν η θεία, 85
+αφού τον κάθισε εις θρονί λαμπρό και στιλβωμένο•
+
+«Τι 'λθες, Ερμή χρυσόρραβδε, να μ' εύρης, σεβαστέ μου
+και αγαπημένε; να έρχεσαι συχνά δεν σ' είδα ως τώρα.
+ό,τι ποθείς λέγε μου ευθύς• και να το πράξω θέλω,
+αν πράγμα είναι, 'που γίνεται, κ' είμαι αρκετή να πράξω. 90
+αλλά προχώρει παρεμπρός να σε φιλοξενήσω».
+
+Είπε η θεά, και τράπεζαν γεμάτην αμβροσίαν
+του θέτει, και άμα κόκκινο νέκταρ του συγκερνάει.
+κ' έτρωγ' εκείνος κ' έπινεν, ο μέγας αργοφόνος•
+και δύναμιν εις την τροφήν άμα η καρδιά του επήρε, 95
+τότ' επροσφώνησεν αυτήν, απάντησέ της κ' είπε•
+
+«Θεά θεόν εμ' ερωτάς, οπού 'λθα εδώ να σ' εύρω•
+και όπως ζητείς, αλάθευτα το πράγμα εγώ θα σ' είπω•
+να 'λθώ εδώ πέρα επρόσταξε, χωρίς να θέλω, ο Δίας•
+ποιος τόσ' αλμυρά κύματα αυτόθελα θα επέρνα 100
+άμετρα; και ουδ' είναι σιμά χώρα θνητών ανθρώπων,
+'που των θεών κάμνουν θυσιαίς κ' εξαίσιαις εκατόμβαις.
+αλλά ποτέ δεν ξέφυγε κανείς των αθανάτων,
+ουδ' εματαίωσε τον νου τ' αιγιδοφόρου Δία.
+λέγει πως ο αμοιρότερος άνδρας σιμά σου υπάρχει, 105
+απ' όσους γύρω εμάχονταν 'ς τα τείχη του Πριάμου
+χρόνους εννηά, κ' επόρθησαν 'ς τον δέκατο την πόλι•
+και 'ς την πατρίδα ως έστρεφαν επταίσαν της Αθήνης,
+οπ' άνεμον τούς σήκωσε κακόν και μακρύ κύμα.
+και οι λαμπροί του σύντροφοι τότ' όλοι αφανισθήκαν, 110
+κ' εδώ 'φεραν ο άνεμος εκείνον και το κύμα.
+αυτόν εδώθε ογλήγορα προστάζει ν' αποπέμψης•
+ότι δεν μέλλει να χαθή μακράν των ποθητών του,
+αλλ' είναι μοίρα του να ιδή τους ποθητούς, να φθάση
+'ς το σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γη την πατρική του». 115
+
+Άκουσε η αταίριαστη θεά, κ' ευθύς επάγωσ' όλη•
+κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
+
+«Είσθ' άσπλαχν', είσθε βάσκανοι, θεοί, σαν κανείς άλλος,
+'που με θνητούς 'ς το φανερό θεαίς να συγκοιμώνται
+φθονείτε, αν κάμη ομόκλινον καμμιά τον ποθητόν της. 120
+όμοια της ροδοδάκτυλης Ηώς τον διαλεκτόν της
+Ωρίωνα εφθονέσετε, εσείς οι ευτυχισμένοι,
+ως 'που η χρυσόθρονη Άρτεμις, η αγνή, 'ς την Ορτυγία,
+κτύπησε αυτόν κ' εφόνευσε με τα λεπτά της βέλη.
+όμοια, την καλοπλέξουδη την Δήμητραν ο πόθος 125
+ότ' έφερε 'ς την αγκαλιά να πέση του Ιασίου,
+μες τον τριόργωτον αγρό, το 'μάθ' ευθύς ο Δίας,
+άστραψε κ' εθανάτωσεν αυτόν μ' αστροπελέκι.
+κ' εμέ, θεοί, φθονείτε σεις, 'πώχω θνητόν κοντά μου
+άνδρα• κ' εγώ τον έσωσα, 'που μόνος την καρίνα 130
+έσφιγγε με τα σκέλη του, και του 'χε το καράβι
+σχίσει 'ς τα μαύρα πέλαγα με κεραυνόν ο Δίας,
+και οι λαμπροί του σύντροφοι τότ' όλοι, αφανισθήκαν,
+κ' εδώ 'φεραν ο άνεμος εκείνον και το κύμα.
+και τούτον εγώ ξένιζα, κ' έτρεφα, κ' είχα γνώμη 135
+αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήσω.
+αλλ' αν δεν ξέφυγε ποτέ κανείς των αθανάτων,
+ουδ' εματαίωσε τον νου τ' αιγιδοφόρου Δία,
+αφού κείνος προστάζει το, ο άμοιρος ας πάη
+μες τ' άγρια πέλαγα• αλλ' εγώ δεν θα τον προβοδήσω• 140
+ότι καράβια δεν έχω, δεν έχω ουδέ συντρόφους,
+'που να τον φέρουν 'ς τα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης,
+αλλά με γνώμην πρόθυμην εγώ θα τον διδάξω
+το πώς να φθάση απείρακτος εις την γλυκειά πατρίδα».
+
+Και ο αργοφόνος μηνητής απάντησέ της κ' είπε• 145
+«Ναι, απόπεμπέ τον, και φοβού την όργητα του Δία,
+μήπως κατόπι χολευθή και σε κακοποιήση».
+
+Αυτά 'πε και αναχώρησεν ο μέγας αργοφόνος•
+και προς τον μεγαλόψυχον εκίνησε Οδυσσέα
+η νύμφη, τα μηνύματα ως άκουσε του Δία. 150
+'ς ακρογιαλιά καθήμενον τον εύρε, ουδ' εστεγνόναν
+ποτέ τα μάτια, αλλ' έλυονε την ποθητή ζωή του
+για την πατρίδα κλαίοντας, ουδ' άρεγέ του πλέα
+η νύμφη, αλλά βιαζόμενος, 'ς τα βαθουλά τα σπήληα,
+μ' αυτήν, οπού τον ήθελεν, αθέλητα εξενύκτα• 155
+και ταις ημέραις κάθονταν 'ς ακροθαλάσσια βράχη,
+με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθη 'ς την ψυχή του,
+κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη.
+σιμά του εστάθηκε η θεά, η αταίριαστη, και του 'πε•
+
+«Άμοιρε, μη μου οδύρεσαι εδώ συ πλειά, μη φθείρης 160
+την ζωή σου, κ' ήδη πρόθυμα πολύ θα σ' αποπέμψω.
+αλλ' έλα, ξύλα μακρινά με την αξίνα κόψε,
+πλατειά συνάρμοσε πλωτή, κ' επάνω αυτής σανίδαις
+στήσε υψηλαίς, 'ς τα σκοτεινά πελάγη να σε φέρη.
+και άρτο, νερό, και κόκκινο κρασί, 'που δυναμόνει, 165
+εγώ θα βάλω εις την πλωτή, μη πάθης από πείνα.
+θα σου φορέσω φορεσιαίς, και πρύμον θα σου στείλω,
+όπως συ φθάσης άβλαπτος 'ς την ποθητή πατρίδα,
+αν τούτο αρέσει των θεών των ουρανοκατοίκων,
+οπού καλήτερ' απ' εμέ νοούν και αποφασίζουν». 170
+
+Αυτά 'πε• και ο πολύπαθος επάγωσε Οδυσσέας,
+κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
+
+«Άλλο 'ς τον νου σου έχεις, θεά, ποτέ να μ' αποπέμψης,
+'που με πλωτή να διαβώ μου λέγεις της θαλάσσης
+το φρικτό χάσμα, οπού γοργά δεν σχίζουν ίσια πλοία 175
+και όταν περιφανεύονται 'ς τον άνεμο του Δία.
+ουδέ θε να 'μπω εις την πλωτή 'ς το πείσμα σου ποτέ μου,
+αν μη θελήσης, ω θεά, να ομόσης μέγαν όρκο,
+ότι κακό δεν μελετάς ενάντια μου κανένα».
+
+Αυτά 'πε• τότε η θαυμαστή θεά γλυκογελώντας 180
+τον χάιδεψε, τον έκραξε κατ' όνομα, και του 'πε•
+
+«Πονηρός είσαι αληθινά, δεν είσαι ματαιολόγος•
+ποίον λόγον εσοφίσθηκες να βγάλης απ' τα χείλη!
+μάρτυς μου η γη και ο ουρανός πλατύτατος επάνω,
+και της Στυγός τα ρεύματα, 'που χύνονται 'ς τον Άδη, 185
+οπού 'ναι πρώτος και φρικτός των αθανάτων όρκος,
+ότι κακό δεν μελετώ ενάντια σου κανένα•
+αλλ' όσα θα εστοχάζομουν, αν όμοια μ' είχε ανάγκη,
+για τον εαυτό μου, αυτά νοώ και αυτά σε συμβουλεύω.
+ότι κ' εγώ προαίρεσιν έχω αγαθήν και τρέφω 190
+μέσα καρδιάν ελεητική και όχι σιδερένια».
+
+Αυτά 'πε η ασύγκριτη θεά, κ' επροπορεύθη εκείνου
+ογλήγορα• κατόπι της αυτός ακολουθούσε,
+'ς το βαθύ σπήληον έφθασαν η αθάνατη και ο άνδρας,
+και εις το θρονί κάθισε αυτός, 'που 'χε καθίσει πρώτα 195
+ο Ερμής• και του παράθεσε να φάγη και να πίη
+η νύμφη από τα φαγητά, 'που τρέφουν τους ανθρώπους.
+και αγνάντια κείνη εκάθισε 'ς τον θείον Οδυσσέα,
+και νέκταρ της παράθεσαν η δούλαις και αμβροσία.
+και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά, 'που 'χαν εμπρός τους• 200
+και άμ' ευφρανθήκαν 'ς το φαγί και εις το πιοτόν εκείνοι,
+η Καλυψώ τότ' άρχισεν η ασύγκριτη να λέγη•
+
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύβουλε Οδυσσέα,
+έτσι λοιπόν 'ς το σπίτι σου, 'ς την ποθητή πατρίδα,
+θέλεις ευθύς τώρα να πας; ας γίνη• χαιρετώ σε. 205
+αλλ' αν 'ς τον νου σου εγνώριζες τα πόσα θα υποφέρης
+πάθη, όπως θέλ' η μοίρα σου, πριν φθάσης 'ς την πατρίδα,
+'ς το δώμα τούτο ασάλευτα μαζή μου ήθελε μείνης,
+θα εγένοσουν αθάνατος, μ' όλον που αναστενάζεις
+να ίδης την γυναίκα σου, τον πόθο της ψυχής σου. 210
+κ' εγώ κείνης χειρότερη καυχιούμαι ότι δεν είμαι,
+'ς το σώμα και 'ς τ' ανάστημα, και ουδέ ποσώς αρμόζει
+θνηταίς με αθάναταις ποτέ 'ς τα κάλλη να μετρώνται».
+
+Και αυτής ο πολυμήχανος απάντησε Οδυσσέας•
+«Σεπτή θεά, μη μου οργισθής για τούτο• κ' εγώ ξεύρω 215
+παρά πολύ 'που ταπεινή θα εφαίνονταν εμπρός σου
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς τ' ανάστημα, 'ς το κάλλος•
+κείνη θνητ' είναι, αθάνατη εσύ και αγέραστ' είσαι.
+αλλ' όμως πάντοτε ζητώ και θέλω εις την πατρίδα
+να φθάσω, της επιστροφής να ίδω την ημέρα. 220
+και αν εις τα μαύρα πέλαγα θεός πάλι με κρούση,
+καρδιάν έχω φερέλυπη και θέλει το υπομείνω•
+ότ' ήδ' υπόφερα πολλά, πολλά 'χω κακοπάθει,
+‘ς ταις μάχαις και 'ς τα κύματα• και αυτό μ' εκείν' ας έλθη».
+
+Είπε• και ο ήλιος έκλινε, κ' έφθασε το σκοτάδι, 225
+και εις τ' άντρο το καμαρωτό παράμεσα συρμένοι
+οι δύο πλάγιασαν μαζή, και την φιλιά χαρήκαν.
+
+Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+κ' εφόρεσεν ο Οδυσσηάς χιτώνα και χλαμύδα•
+μανδύαν λαμπροΰφαντον μέγαν ενδύθ' η νύμφη 230
+χαριτωμένον και λεπτόν, κ' εζώσθηκε ζωνάρι
+χρυσόν, ωραίο, κ' έβαλε 'ς την κεφαλή καλύπτρη.
+να προβοδά τότ' άρχισε τον θείον Οδυσσέα.
+αξίναν του 'δωκε τρανήν, αρμόδια 'ς την παλάμη,
+χάλκινη, κ' ήταν δίστομη• και μέσ' είχ' εμπηγμένο 235
+σφικτά στελειάρι ελάινον εύμορφο, και σκερπάνι
+του 'δωκε ακόμη ακονιστό• κ' εκίνησεν εμπρός του
+προς κάποιαν άκρη του νησιού, οπού 'χε υψηλά δένδρα,
+κλήθρη και λεύκα κ' έλατο, 'που τον αιθέρα εγγίζει,
+από καιρούς κατάξερα, ώστ' ελαφρά να πλέουν. 240
+και αφού τον τόπο του 'δειξεν, οπού 'χε υψηλά δένδρα,
+η Καλυψώ 'ς το δώμα της η αθάνατη επανήλθε•
+τα ξύλα εκείνος έκοβε, και 'ς το έργον επροχώρει•
+όλα όλα είκοσιν έρριξε, πελεκητά τα επήρε•
+με τέχνη τα εσκερπάνισε, κ' ίσιασε αυτά 'ς την στάφνη. 245
+ωστόσο η θεία Καλυψώ του 'φερε τα τρυπάνια,
+και άμ' όλ' αυτός τρυπάνισε και τ' άρμοσ' όλ' αντάμα,
+με ξυλοκάρφια την πλωτή και αρμούς σφυροκοπούσε.
+και όσο πλατειά την πατωσιά για φορτηγό καράβι
+άξιος μορφόνει ξυλουργός, τόσο και της πλωτής του 250
+κείνος το πλάτος έκαμε• κ' έστησε ταις σανίδαις
+ορθαίς, και, με στραβόξυλα πυκνά δένοντας όλα,
+έπλαθεν• ετελείωσε με μακρυνά δοκάρια.
+κατάρτι έπλασεν έπειτα, και αντένα, οπού ταιριάζει•
+πηδάλι ακόμη εμόρφωσε, μ' αυτό να κυβερνάη• 255
+και με κλαδιά της λυγαριάς την έφραξε όλη πέρα,
+του κύματος προφυλακή, και μέσα εσώρευσ' ύλη.
+κ' έφερε υφάσματα η θεά, να γίνουν τα πανία,
+και αυτός εφιλοτέχνησε κ' εκείνα• και κατόπι
+απλαίς 'ς εκείνην έδεσε, σκόταις και παλαμάρια, 260
+και με λοστούς την έσυρε 'ς την θάλασσα την θεία.
+
+Έφθασ' η ημέρα τέταρτη κ' είχε όλ' αυτός τελειώσει•
+'ς την πέμπτην επροβόδα τον η αθάνατη απ' την νήσο,
+αφού έλουσέ τον κ' ένδυσε μ' ευωδισμένο ενδύμα,
+κ' η θεά μέσα του 'βαλεν ασκί με κρασί μαύρο, 265
+και άλλο μεγάλο με νερό, και τρόφιμα εις δισάκκι,
+και του το εγέμισε πολύ και νόστιμο προσφάγι•
+και πρύμον του 'στειλ' άβλαβον, χλιόν• 'ς αυτόν εχάρη
+και τα πανιά του όλ' άπλωσεν ο θείος Οδυσσέας.
+με το πηδάλι τεχνικά κυβέρναε καθισμένος• 270
+ουδ' έκλινε τα βλέφαρα 'ς τον ύπνο, ενώ την Πούλια
+και τον Βοώτη εκύτταζε, 'π' αργεί να βασιλεύση,
+και την Αρκούδα, 'π' άμαξα καλούν, και αυτού γυρίζει
+πάντοτε, τον Ωρίωνα ασάλευτα τηρώντας,
+η μόνη, 'που τ' Ωκεανού το λούσμα δεν γνωρίζει. 275
+ότ' είχε τον η Καλυψώ διδάξει τότε η θεία,
+εκείνην έχοντας ζερβιά 'ς τα πέλαγα να πλέη.
+
+Ημέραις έπλεε δεκαεπτά, και 'ς την δεκάτη ογδόη
+τα ισκιωμένα εφάνηκαν τα όρη των Φαιάκων,
+της γης, οπού εγγυτότερην 'ς τον δρόμο του απαντούσε• 280
+και ωσάν ασπίδα εφαίνονταν 'ς τα σκοτεινά πελάγη.
+κ' έστρεφε απ' τους Αιθίοπαις ο μέγας κοσμοσείστης,
+και αυτόν μακρόθ' εξάνοιξεν απ' τα όρη των Σολύμων,
+οπ' έπλεε 'ς την θάλασσα, και ωργίσθη ακόμη πλέον.
+την κεφαλήν εκίνησε και μόνος είπε• «Ω Θε μου! 285
+άλλα οι θεοί βουλεύθηκαν ως προς τον Οδυσσέα,
+ενώ ήμουν 'ς τους Αιθίοπαις• κ' ιδού, 'που των Φαιάκων
+εκείνος έγγιξε την γη, 'που η μοίρα του εκεί θέλει
+το μέγα δίκτυ του κακού να φύγη, οπού τον έχει.
+αλλά θαρρώ 'π' ακόμη εγώ θα τον χορτάσω πάθη». 290
+
+Είπε, τα νέφη εσύναξε κ' ετάραξε τον πόντον,
+αρπάζοντας την τρίαινα, και των ανέμων όλων
+ταις ζάλαις έσπρωξεν ομού, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη
+πόντον και γη• κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα.
+κ' Εύρος, Νότος, και Ζέφυρος σφοδρός αντάμα επέσαν, 295
+και ο αιθερογέννητος Βορηάς, 'που μέγα σπρώχνει κύμα•
+και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία,
+κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του•
+
+«Ωιμένα, του κακότυχου, 'ς το τέλος τι θα γένω;
+φοβούμαι μην όσ' η θεά προείπεν αληθεύσουν• 300
+'πώλεγε ότι 'ς την θάλασσα, πριν φθάσω εις την πατρίδα,
+θα παραδείρω• και όλ' αυτά ιδού λαμβάνουν τέλος,
+με ποία νέφη τουρανού το πλάτος στεφανόνει
+ο Δίας, και την θάλασσαν ετάραξε• μανίζουν
+άνεμοι ολούθε• αφεύγατο μ' ηύρε το τέλος τώρα• 305
+τρισμάκαρες οι Δαναοί, 'που 'ς την πλατειά Τρωάδα,
+γι' αγάπη των Ατρειδών, επέσαν πολεμώντας.
+Ά! να 'χα ιδεί το τέλος μου εκείνην την ημέρα,
+'που τόσοι Τρώες έρριξαν 'ς εμέ χάλκιν' ακόντια,
+εις του Πηλείδη ολόγυρα το νεκρωμένο σώμα. 310
+οι Αχαιοί θα μ' έθαπταν και θάμουν δοξασμένος•
+αλλ' ηθέλησ• η μοίρα μου να κακοθανατήσω».
+
+Είπε, και αυτόν εβρόντησε ψηλάθε μέγα κύμα
+με ορμή φρικτή, κ' εγύρισε κλονώντας την πλωτή του.
+και απ' την πλωτήν έπεσε αυτός μακράν, και το πηδάλι 315
+απέλυσε απ' τα χέρια του• 'ς την μέση το κατάρτι
+φρικτή του σύντριψε πολλών σμιχτών ανέμων ζάλη,
+κ' η αντένα ομού και το πανί 'ς το πέλαο πέσαν πέρα.
+πολληώρα τον εσκέπασεν η θάλασα, ουδ' εμπόρει
+να έβγη ευθύς, απ' την ορμή, 'που 'χε το μέγα κύμα, 320
+βαρύς από τα ενδύματα, 'που του 'χε δώσ' η νύμφη.
+αργά εσηκώθη, κ' έφτυσε πικρήν από το στόμα
+την άρμη, 'πώρρεε ρονιαίς από την κεφαλή του.
+και την πλωτή δεν ξέχασε, μ' όλα τα πάθη οπού 'χε,
+αλλ' ώρμησε εις τα κύματα κ' επιάσθηκε απ' εκείνη, 325
+κ' εκάθισε εις την μέση της, τον θάνατον να φύγη•
+κ' εδώ την έφερνε κ' εκεί το ρεύμα των κυμάτων•
+και ως το φθινόπωρ' ο Βορηάς τ' αγκάθια 'ς την πεδιάδα
+σέρνει, και αυτ' όλα δένονται πυκνά, και αυτήν ομοίως
+κείθε κ' εδώθ' οι άνεμοι 'ς τα πέλαγος εφέρναν. 330
+και πότε ο Νότος του Βορηά την ρίχνει να την πάρη,
+και πότε ο Εύρος δίδει την κυνήγι του Ζεφύρου.
+
+Τόν είδεν η καλόφτερνη Ινώ, του Κάδμου κόρη,
+η Λευκοθέα, πριν θνητή με γλώσσαν ανθρωπίνην•
+τώρα δοξάζεται ως θεά 'ς τα βάθη της θαλάσσης• 335
+τον Οδυσσηά, 'που εδέρνονταν 'ς τα κύματα, ελεήθη,
+και εις ώφυιας σχήμα επέταξε και από τα βάθη εβγήκε,
+και 'ς την πολύδεσμη πλωτήν εκάθισε και του 'πε•
+
+«Άμοιρε, τι σ' εμίσησεν ο σείστης Ποσειδώνας
+τρομερά τόσο, και άπειρα κακά 'ς εσέ φυτεύει; 340
+αλλ' όσο και αν οργίζεται, δεν θέλει σ' αφανίση•
+αλλ' έλα κάμε ό,τι σου ειπώ• και ανόητος δεν δείχνεις.
+γυμνώσου και άσε την πλωτήν οι άνεμοι να πάρουν,
+και ζήτα την επιστροφή πλέοντας με τα χέρια
+εκεί, 'που μέλλεις να σωθής, 'ς την χώρα των Φαιάκων. 345
+και ιδού, ζώσε το στήθος σου με τ' άφθαρτο μαγνάδι
+τούτο• να πάθης μη φοβού ποσώς ή ν' αποθάνης•
+αλλ' άμα φθάσης και την γη κρατήσης με τα χέρια,
+ξεζώσου το και ρίξε το 'ς τα σκοτεινά πελάγη,
+πολύ μακράν από την γη, και στρέψε αλλού την όψι». 350
+
+Είπε η θεά, και άμ' έδωκεν εκείνου το μαγνάδι,
+και πάλιν εις την θάλασσαν, όπ' άφριζ' εβυθίσθη,
+εις ώφυιας σχήμα• κ' έκρυψεν αυτήν το μαύρο κύμα.
+κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας,
+κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του• 355
+
+«Ωιμέ, μη κάποιος των θεών πάλι μου υφαίνη απάτη,
+'που απ' την πλωτή να καταιβώ με συμβουλεύει τώρα•
+αλλά δεν θα υπακούσω εγώ, γιατ' είδαν οι οφθαλμοί μου
+μακρυά την γην, όπ' έλεγε πως θα 'χω καταφύγι.
+μόν' άλλο, 'που καλήτερο μου φαίνεται, θα πράξω• 360
+όσο τα ξύλα της πλωτής σταθούν συναρμοσμένα,
+αυτού θα μείνω, και ανδρικά τα πάθη θα βαστάξω•
+και όταν διαλύση την πλωτή το σείσμα των κυμάτων,
+θα πλέξω τότε, ότι άλλο τι ναύρη δεν φθάνει ο νους μου».
+
+Τούτα ενώ εκείνος έζυαζε 'ς τα βάθη της ψυχής του, 365
+μέγα κύμα του σήκωσεν ο σείστης Ποσειδώνας,
+φρικτόν, υψηλοθόλωτο, κ' επάνω του έπεσ' όλο.
+και ως όταν σφοδρός άνεμος τινάζει και σκορπάει
+ξερών αχύρων θεμονιά, παρόμοια τιναχθήκαν
+αυτής τα ξύλα τα μακρυά• και τότ' ο Οδυσσέας 370
+έν' απ' εκείν' ανέβηκεν, ως άλογο αναβάτης,
+κ' εγδύνονταν τα ενδύματα, 'που του 'χε δώσ' η νύμφη.
+και το μαγνάδι άπλωσ' ευθύς 'ς το στήθος του αποκάτω,
+και προύμυτα 'ς την θάλασσαν έπεσε, και τα χέρια
+ετέντωσε 'ς το πλέξιμο• τον είδε ο κοσμοσείστης, 375
+την κεφαλή του εκίνησε, και μόνος του είπε• «Τώρα,
+'που τόσα υπέφερες κακά, πλανήσου 'ς τα πελάγη,
+'ς την χώρα των διόθρεπτων ανθρώπων ως να φθάσης•
+και όμως, θαρρώ, δεν θα κλαυθής πως έπαθες ολίγα».
+
+Και τα καλότριχ' άλογα ράβδισε κ' έφθασ' άμα 380
+εις ταις Αυγαίς, όπ' έχει αυτός υπέρλαμπρα παλάτια.
+
+Και τότ' η Αθήνη, του Διός κόρη, εσοφίσθηκ' άλλο•
+έφραξε τα περάσματα των άλλων των ανέμων,
+να παύσουν τους επρόσταξε και να σιγάσουν όλοι,
+και τον γοργό τού εκίνησε Βορηά κ' έσπασ' εμπρός του 385
+τα κύματα, 'ς τους ναυτικούς Φαίακαις ως να φθάση,
+σωσμένος απ' τον θάνατον, ο θείος Οδυσσέας.
+
+Αυτού θαλασσοδέρνονταν δυό 'μέραις και δυο νύκταις,
+κ' η καρδιά του τον όλεθρο συχνόβλεπεν εμπρός του.
+αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτα ημέρα 390
+έφερ', έπαυσ' ο άνεμος, και ανάνεμη γαλήνη
+έγεινε, και αυτός σπρώχνοντας το βλέμμ' είδε πλησίον
+την γην, ως τον εσήκωσεν επάνω μέγα κύμα.
+και ως δείχνεται ποθούμενη για τα παιδιά του η ζήσι
+πατρός, 'π' αρρώστια μακρινή σκληρή 'ς την κλίνη φθείρει, 395
+όπου έρριξέ τον δαίμονας κακός, και τον εσώσαν
+ποθούμενον οι αθάνατοι, παρόμοια του Οδυσσέα
+εφανερώθη ποθητή η γη και η πρασινάδα.
+κ' εκολυμπούσε πρόθυμος 'ς την γη πόδι να στήση.
+και ως ήταν εις το διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει, 400
+τότ' άκουσε της θάλασσας τον κτύπον εις τους βράχους•
+ότι προς την ξερή στερηά το μέγα κύμα εμούγκρα
+φρικτά ως το ξέρνα η θάλασσα, και αφρούς εσκέπαζ' όλα•
+γιατί λιμάνια δεν ήσαν, αράσματα δεν ήσαν,
+αλλ' άκραις ήσαν πετακταίς, πέτραις σχισταίς και βράχοι. 405
+και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία,
+κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του•
+
+«Ωιμένα, και αν ανέλπιστα να ιδώ την γην ο Δίας
+μου 'δωκε, κ' εδυνήθηκα τόσον βυθό να σχίσω,
+έβγ' απ' την λευκή θάλασσα δεν φαίνεται κανένα• 410
+ότ' είναι απέξω κοφτεροί βράχοι, και αυτού το κύμα
+γύρου βροντά, και γλυστερή κ' ίσια αναιβαίνει πέτρα.
+και προς την γην η θάλασσα βαθειά 'ναι, ουδέ μ' αφίνει
+'ς τα δυο μου πόδια να σταθώ, τον κίνδυνο να φύγω.
+και ως βγαίνω, κύμα φουσκωτό μην έλθη και με σπρώξη 415
+επάνω εις πέτρα οδοντερή, κ' η ορμή μου πάη χαμένη.
+και αν κολυμπήσω παρακεί την άκρην άκρην, ίσως
+ακρογιαλιαίς απόσκεπαις και αράσματ' απαντήσω,
+φοβούμαι μην και άλλη φορά μ' αρπάξ' η τρικυμία,
+και εις το ιχθυοφόρο πέλαγος με φέρη να στενάξω, 420
+ή και απολύση επάνω μου θεός κανένα τέρας,
+'π' άμετρα τρέφει 'ς τους βυθούς η ένδοξη Αμφιτρίτη.
+ότι γνωρίζω την οργή, 'που μώχει ο κοσμοσείστης».
+
+Τούτα ενώ εκείνος έζυαζε 'ς τα βάθη της ψυχής του,
+τρανό κύμα τον έφερε προς τ' άγριον ακρογιάλι• 425
+και θα 'γδερν' όλος, θα 'σπαε και όλα τα κόκκαλά του,
+εάν δεν τον εδίδαχνεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+με τα δυο χέρια τ' άρπαξε την πέτρα, και βογγώντας
+κρατιόνταν, ως 'που επέρασε το μέγα εκείνο κύμα.
+κ' έτσι εφυλάχθη, αλλ' έγυρε με ορμή το κύμα οπίσω, 430
+κ' έκρουσ', επέταξεν αυτόν 'ς το πλάτος της θαλάσσης.
+και ως ότε, απ' το θαλάμι του αν σύρουν τ' οκταπόδι,
+εις τα μαζάρια του κολλούν πυκνότατα χαλίκια,
+όμοια 'ς ταις πέτραις έμειναν απ' τ' ανδρικά του χέρια
+τα γδάρματα• τον σκέπασε το μέγα κύμα• τότε 435
+πάρωρα θα τελείονεν ο άμοιρος Οδυσσέας,
+φρόνησιν αν δεν του 'διδεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+απ' ένα κύμα των πολλών, 'που 'ς την στερηά βροντούσαν,
+εβγήκε, κ' έπλεε παρακεί, την γη κυττώντας, ίσως
+ακρογιαλιαίς απόσκεπαις και αράσματ' απαντήση. 440
+αλλ' ότ' έφθασε πλέοντος εις ποταμού το στόμα,
+'που εκύλα ωραία, κάλλιστος εκεί του εφάνη ο τόπος,
+χωρίς πέτραις και ανάνεμος• και άμ' ένοιωσε 'που εκύλα,
+μέσα του ευχήθη• «Βασιληά, εισάκου μ', όποιος είσαι•
+'ς εσέ τον πολυεύχετον προσπέφτω, από τα βάθη 445
+ως φεύγω τους φοβερισμούς του σείστη Ποσειδώνα.
+προς τον περιπλανώμενον κ' οι αθάνατοι έχουν σέβας,
+καθώς εγώ εις το ρεύμα σου τώρ' ήλθα και προσπέφτω
+'ς τα γόνατά σου, απ' τα πολλά τα πάθη ν' ανασάνω.
+ελέησέ με, βασιληά, και ικέτης σου καυχιούμαι». 450
+
+Πάραυτα εκείνος την ροή παύει, κρατεί το κύμα,
+κ' εμπρός του στρώνει σιγαλιά, και 'ς τ' άνοιγμα τον σώζει
+του ποταμού• τα γόνατα και τ' ανδρειωμένα χέρια
+λυγίζει αυτός, 'που η θάλασσα τον είχε καταβάλει.
+το σώμα του όλο επρήσκονταν 'ς το στόμα, εις τα ρουθούνια 455
+ανάβρυζ' άρμη, και άπνευτος και αμίλητος εκείνος
+κείτονταν, και ολιγοψυχιά τον πήρε, από τον κόπο.
+και ως πήρε ανάσα, και η ψυχή 'ς τα στήθη του εσυνάχθη,
+αμέσως τότε της θεάς ξεζώσθη το μαγνάδι,
+και όπου αλμυρίζει ο ποταμός τ' απέλυσε• 'ς το ρεύμα 460
+τ' άρπαξ' ευθύς η θάλασσα, κ' η Ινώ γοργά το εδέχθη
+'ς τα χέρια της• και αφίνοντας εκείνος το ποτάμι
+'ς τον σχοίνο πέφτει και φιλεί την γη την σιτοδώρα.
+κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του•
+
+«Ωιμέ, και τι θα πάθω, τι μου μέλλεται 'ς το τέλος; 465
+κ' εάν την άγρια νυκτιά περάσω 'ς το ποτάμι,
+η πάχνη μήπως η κακή και η μαλακή δροσία
+μ' απονεκρώσουν την ψυχή, 'που 'ναι μισοσβυμμένη•
+και αύρα ψυχρή το χάραμμα απ' το ποτάμι πνέει.
+και αν πάλι εις ράχιν αναιβώ, και 'ς τον κατάσκιο λόγγο 470
+αναπαυθώ μες τα πυκνά δενδρούλια, αν ξεκρυώσω,
+και ξεκουράσω, και γλυκός ο ύπνος με νικήση,
+θεριά φοβούμαι μη μ' ευρούν και με κατασπαράξουν».
+
+Και τούτο συμφερώτερο του εφάνη• προς το δάσος
+εκίνησε, και τωύρηκεν εις το νερό πλησίον, 475
+'ς ανοικτόν τόπον• έσκυψε κάτω από δυό δενδρούλια
+ομόρριζα, και το 'να εληά, και τ' άλλο ήταν αγρίλι•
+κει μέσα ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους,
+ούτε του ηλιού πότ' έφθασαν η φωτειναίς ακτίνες,
+ούτε η βροχή τα έσπασε• τόσο πυκνά πλεγμένα 480
+ήσαν μαζή• κ' εσύρθηκε 'ς εκείν' ο Οδυσσέας,
+κ' ευθύς στρώσιν εστοίβασε πλατειά με τα δυο χέρια•
+ότ' ήσαν φύλλα περισσά χυμέν' αυτού, 'π' αρκούσαν
+να φυλαχθούν άνθρωποι δυο και τρεις 'ς ώρα χειμώνος,
+και αν ψύχος έπνεε δριμύ• τα είδε κ' εχάρη ο θείος 485
+ο άνδρας ο πολύπαθος, και του σωρού 'ς την μέση
+επλάγιασε κ' επάνω του έχυσε φύλλα πλήθος.
+και όπως δαυλόν κρύβει τινάς 'ς την μαύρη στάκτη, 'ς άκρη
+εξοχική, παντέρημη, να σώση της φωτίας
+τον σπόρον, όπως μη βιασθή απ' αλλαχού ν' ανάψη, 490
+όμοια σκεπάσθη και ο Οδυσσηάς με φύλλα• κ' η Αθήνη
+ύπνο 'ς τα μάτια του 'σταξεν, όπως τον ελαφρώση
+από το βαρύ κούρασμα, κλειώντας τα βλέφαρά του.
+
+
+
+Ραψωδία Ζ
+
+
+
+Εκεί τότε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας
+κοιμώνταν, από κούρασμα κι' αγρύπνια νικημένος.
+κ' η Αθήνη επήγε εις τον λαόν και πόλιν των Φαιάκων,
+'πού πρώτα εις την ευρύχωρην Υπέρειαν εκατοίκαν,
+σιμά 'ς το υβριστικώτατο το γένος των Κυκλώπων, 5
+'που ανώτεροι 'ς την δύναμιν εκείνους αδικούσαν.
+εκείθεν ο θεόμορφος Ναυσίθοος 'ς την Σχερία
+τους πήρε κ' έστησε, μακράν των ευρετών ανθρώπων.
+με τείχη πόλιν έκλεισεν, έκτισε κατοικίαις,
+και ναούς έκαμε θεών, κ' εμοίρασε τους τόπους. 10
+αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος εκείνον είχε πάρει,
+και ο Αλκίνοος εβασίλευε, 'που γνώσιν είχε θεία.
+'ς το δώμα εκείνου ήλθε η θεά, η Αθήνη, μελετώντας
+τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρη 'ς την πατρίδα.
+ήλθε 'ς τον πολυδαίδαλον κοιτώνα, όπου εκοιμώνταν 15
+'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα θεοτική παρθένα,
+του Αλκίνου του υψηλόφρονα η κόρη Ναυσικάα.
+σιμά της δυο θεράπαιναις, με κάλλη των Χαρίτων,
+εις τα δυό πλάγια των λαμπρών θυρών, 'πού 'σαν κλεισμέναις.
+και ως αύρα εχύθη ανέμου αυτή 'ς της κορασιάς την κλίνη, 20
+'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε,
+με την μορφή της θυγατρός του θαλασσακουσμένου
+Δύμαντα, 'που 'χε ομήλικην και πολυαγαπημένην•
+αυτής ωμοιώθη, κ' έλεγεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+
+«Ω Ναυσικά, τόσ' οκνηρήν σ' εγέννησ' η μητέρα; 25
+τα ολόλαμπρά σου ενδύματα κάθονται αμελημένα•
+ο γάμος σου ήδη σίμωσε, 'π' εύμορφα θα φορέσης,
+και θα χαρίσης εύμορφα 'ς αυτούς, 'που θα σε πάρουν.
+και αυτά 'ναι 'π' όνομα καλό γεννούν εις τους ανθρώπους,
+ώστε ο πατέρας χαίρεται και η σεβαστή μητέρα. 30
+αλλ' ας πάμε να πλύνουμεν, η αυγούλ' άμα χαράξη•
+κ' εγώ θε νάλθω συνεργή σιμά σου, να προφθάσης
+να ετοιμασθής, και ανύμφευτη πολύν καιρό δεν θα 'σαι.
+επειδή σένα ήδη ζητούν 'ς την πόλι των Φαιάκων
+οι πρόκριτ' όλοι, οπού μ' αυτούς όμοιο το γένος έχεις. 35
+αλλ' έλα, εις τα χαράμματα τον ένδοξον πατέρα
+να σου ευτρεπίση ζήτησε αμάξι και μουλάρια,
+ζώναις, ωρηά σκεπάσματα και πέπλους να σου φέρουν.
+και σέν' αυτό καλήτερα συμφέρει, ή με τα πόδια
+να πάς• γιατί τα πλυσταρειά μακρυ' απ' την πόλιν είναι». 40
+
+Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
+'ς τον Όλυμπο, την άσειστη των αθανάτων έδρα•
+δεν την τινάζουν άνεμοι, μήτε βροχή την δέρνει,
+μήτε χιονιά σιμόνει αυτού, μόν' άπειρη γαλήνη
+ανέφελη και λευκό φως ολούθε είναι χυμένο• 45
+κει μέσα οι μάκαρες θεοί τέρπονται 'ς τον αιώνα.
+και αυτού πήγε, αφού δίδαξε την κόρη, η γλαυκομμάτα.
+
+Και η καλόθρον' ήλθ' Ηώ κ' έγειρε από την κλίνη
+την λαμπροφόρο Ναυσικά, 'που 'ς τ' όνειρο απορούσε•
+και των γονέων να το ειπή, του αγαπητού πατρός της 50
+και της μητρός, κίνησ' ευθύς, και μέσα εκείνους ηύρε.
+με ταις θεράπαιναις αυτή καθόνταν 'ς την γωνία,
+μαλλί γαλάζιο κλώθοντας• απάντησεν εκείνον,
+προς τους ενδόξους βασιλείς ως ήταν κινημένος
+για την βουλή, 'πού οι θαυμαστοί Φαίακες τον καλούσαν. 55
+'ς τον ποθητόν πατέρα της εσίμωσε και του 'πε•
+
+«Πατέρα, δεν μου ετοίμαζες ένα υψηλόν αμάξι
+καλότροχο, τα ολόλαμπρα φορέματα να πάρω,
+'που κάθονταί μου ακάθαρτα, να πλύνω εις το ποτάμι;
+κ' εσένα πρέπει, οπ' έξοχος 'ς τους πρώτους μέσα υπάρχεις. 60
+εις ταις βουλαίς να κάθεσαι μ' ενδύματα καθάρια•
+και πέντ' έχεις 'ς το σπίτι σου υιούς αγαπημένους,
+δυο νυμφευμένους, και άλλους τρεις, καμαρωμέν' αγόρια•
+και αυτοί θέλουν με νηόπλυτα πάντοτε να πηγαίνουν
+εις τον χορό• και γι' όλ' αυτά φροντίζω εγώ και μόνη». 65
+
+Αυτά 'πεν, ότι του πατρός εντράπη να προφέρη
+τον τερπνόν γάμον• ένοιωθεν εκείνος όλα, κ' είπε•
+
+«Και τα μουλάρια, τέκνο μου, λάβε, και ό,τι άλλο θέλεις•
+άμε, και σε την άμαξαν οι δούλοι θ' αρματώσουν,
+να 'ναι υψηλή, καλότροχη, με κάλαθον επάνω». 70
+
+Είπε, κ' ευθύς επρόσταξε τους δούλους και υπακούσαν,
+και αρμάτωσαν καλότροχο φορτωτικόν αμάξι,
+και εις τον ζυγόν υπόταξαν κ' έζεψαν τα μουλάρια.
+τα φωτεινά φορέματα μέσ' από τον κοιτώνα
+έφερνε η κόρη κ' έθεσε 'ς το τορνευμένο αμάξι• 75
+κ' ένα κανίστρι εφόρτωσε τροφαίς όλο η μητέρα,
+κάθε λογής, ευφραντικαίς, και με κρασί γεμίζει
+τράγινο ασκί• κ' η κορασιά 'ς την άμαξ' αναιβαίνει•
+και λάδ' υγρό 'ς ολόχρυσο ροΐ της δίδει ακόμη,
+μαζή με ταις θεράπαιναις το σώμα της να χρίση. 80
+και αυτή πήρε τη μάστιγα και τα λαμπρά λουρία,
+και τα μουλάρια ράβδισε, 'που εκίνησαν με κρότο,
+και άπαυτα ετρέχαν κ' έφερναν τα ενδύματα κ' εκείνην,
+μόνην όχι• η θεράπαιναις εβάδιζαν κατόπι.
+και εις τ' εύμορφον ως έφθασαν και πρόσχαρο ποτάμι, 85
+ηύραν εκεί τα πλυσταρειά, και άφθονον αναβρύζει
+καλό νερό, 'που 'ναι αρκετό να βγάλη κάθε ρύπο.
+και τα μουλάρια ξέζεψαν αυταίς και τ' απολύσαν
+εις τ' αφρισμένου ποταμού την άκρη, αυτού να τρώγουν
+την αγριάδα την γλυκειά• τα ενδύματ' απ' τ' αμάξι 90
+σήκωσαν, κ' έμπασαν νερό μαύρο, και όλαις αντάμα
+'ς τους βόθρους μέσ' αντίζηλα με βια ποδοπατούσαν.
+και αφού τα έπλυναν και καλά τους ρύπους εκαθάραν,
+εις τ' ακρογιάλι τ' άπλωσαν αραδικώς, 'ς το μέρος
+'που τα χαλίκια 'ς την ξηράν ελεύκαινε το κύμα. 95
+κ' εκείναις, αφού ελούσθησαν και αλείφθηκαν με λάδι,
+'ς το πλάγι εκεί του ποταμού γευμάτισαν, και ωστόσο
+τα ενδύματ' έμεναν 'ς του ηλιού την λάμψι να στεγνώσουν.
+και αφού χαρήκαν την τροφήν η δούλαις με την κόρη,
+έβγαλαν τα μαγνάδια τους και με την σφαίρα επαίζαν. 100
+και η λευκοχέρα Ναυσικά άρχιζε το τραγούδι.
+και ως η τοξεύτρα Αρτέμιδα τα όρη καταιβαίνει,
+ταις ράχαις του υψηλότατου Ταϋγέτου ή του Ερυμάνθου,
+κ' έχει 'ς τους κάπρους ηδονή και 'ς τα γοργά τα 'λάφια•
+και η νύμφαις η αγροκάτοικαις, του Δία θυγατέρες, 105
+παίζουν μαζή της, και η Λητώ 'ς τα στήθη αναγαλλιάζει•
+και η κεφαλή, το μέτωπον αυτής εξέχ' εις όλαις,
+και αυτ' είναι καλογνώριστη, αν και όλαις είν' ωραίαις•
+όμοια 'ς ταις κόραις έλαμπεν η ανύμφευτη παρθένα.
+
+Αλλά την ώρα, 'πώμελλε 'ς το σπίτι να γυρίση, 110
+ζέφοντας και τα ενδύματα διπλόνοντας τα ωραία,
+τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
+όπως ξυπνήσ' ο Οδυσσηάς, να ίδη την παρθένα,
+και να τον οδηγήση αυτή 'ς την πόλι των Φαιάκων.
+σφαίραν εις μιαν θεράπαιναν ρίχν' η βασιλοπούλα, 115
+την σφάλλει, και μες το βαθύ ρεύμα βυθίζ' η σφαίρα,
+και σέρνουν όλαις μια βοή• και ο θείος Οδυσσέας
+ξύπνησε και καθήμενος αυτού διαλογιζόνταν•
+
+«Ωιμέ, πού πάλιν έφθασα και εις ποιών ανθρώπων μέρος;
+μήπως είν' άνθρωποι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, 120
+ή τε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη;
+γλυκός μ' εκτύπησεν αχός 'σαν από κορασίδαις,
+νύμφαις, 'που επάνω κατοικούν 'ς ταις κορυφαίς, 'ς τα όρη,
+και εις ταις πηγαίς των ποταμών και 'ς τα χλωρά λιβάδια•
+ή σιμά ευρίσκομαι εις θνητούς με γλώσσαν ανθρωπίνην; 125
+αλλ' έλα, με τα μάτια μου θα ιδώ και θα εξετάσω».
+
+Κ' εβγήκε απ' τα χαμόδενδρα ο θείος Οδυσσέας,
+και με το χέρι το τρανό πολύφυλλο απ' το δάσος
+κόπτει κλαδί, 'ς το σώμα του την γύμνωσι να κρύψη•
+και ως θαρρετό 'ς την δύναμι, θρέμμα βουνού, λειοντάρι, 130
+'που μ' όλο τ' ανεμόβροχο κινά, και μέσα καίουν
+τα μάτια του• και χύνεται 'ς τα βώδια ή και 'ς τ' αρνία,
+ή 'ς τ' άγρι' ελάφια, και ζητεί, καθώς τον σπρώχν' η πείνα,
+και εις κτίριο μέσα στερεό τα πρόβατα ν' αρπάξη•
+όμοια 'ς ταις καλοπλέξουδαις κόραις ο Οδυσσέας 135
+ολόγυμνος εσίμονεν, ότ' ηύρε αυτόν ανάγκη.
+τρομακτικός τους φάνηκε φθαρμένος απ' την άρμη,
+και τρέμοντας εσκόρπισαν ς' τ' ακροθαλάσσια βράχη•
+μόνη τ' Αλκίνου εστέκονταν η κόρη, ότ' εις το στήθος
+θάρρος της έβαλ' η Αθηνά, και αφαίρεσε τον φόβο. 140
+και αγνάντια στάθη ασάλευτη• και εδίσταζ' ο Οδυσσέας,
+δεόμενος της κορασιάς τα γόνατατ' αν θα πιάση,
+ή από μακρυά θα δεηθή με λόγια μελωμένα,
+την πόλι να του δείξη αυτή κ' ένδυμα να του δώση.
+και τούτο συμφερώτερο του εφάνη, με τα λόγια 145
+τα μελωμέν' από μακρυά να δεηθή, μην ίσως,
+αν πιάση αυτής τα γόνατα, βαρυφανή της κόρης.
+κ' ευθύς λόγον επρόφερε σοφόν και μελωμένον•
+
+«Κάμ' έλεος, βασίλισσα, θεά 'σαι είτε θνητή 'σαι•
+και αν είσαι μία των θεών, 'που κατοικούν 'ς τα ουράνια, 150
+εσέ προς την Αρτέμιδα, 'πού κόρ' είναι του Δία,
+εις την ειδή, 'ς τ' ανάστημα, 'ς την πλάσι, εγώ συγκρίνω,
+και αν είσαι μία των θνητών, 'που κατοικούν τον κόσμο,
+μακάριος ο πατέρας σου και η σεβαστή μητέρα,
+μακαριστοί σου κ' οι αδελφοί, 'πού πάντοτε η ψυχή τους 155
+ευφραίνετ' εξ αιτίας σου, χαραίς όλη γεμάτη,
+τέτοιο βλαστάρι όταν θωρούν εις τον χορό να λάμπη.
+αλλά 'ς όλους ανάμεσα χαρά 'ς τον άνδρα εκείνον,
+'που, αφού 'ς τα δώρα ενίκησεν, εσέ θα πάρη νύμφη.
+ότι τα μάτια μου ποτέ θνητό δεν είδαν πλάσμα, 160
+άνδρα ή γυναίκα, ωσάν εσέ• θαυμάζ' όσο σε βλέπω•
+όμοια 'ς την Δήλο, 'ς τον βωμό τ' Απόλλωνα πλησίον,
+φοινικιάν είδα τρυφερή, 'που εβλάσταινε με χάρι•
+ότι κ' εκείθ' επέρασα, μ' άπειρη συνοδία,
+εις το ταξείδι 'πώμελλεν εις πάθη να με φέρη• 165
+και όπως αυτήν εθαύμασα πολληώρα, όταν την είδα,
+ότι φυτόν από την γη παρόμοιο δεν εβγήκε,
+όμοια σε θαύμασα, ω γυνή, θαμπώθηκα, όλος τρέμω
+να σου εγγίξω τα γόνατα• και μ' ηύρε μέγα πάθος.
+χθες την ημέραν εικοστή βγήκ' απ' το μαύρο κύμα, 170
+και ως τότ' εθαλασσόδερνα με τους σφοδρούς ανέμους,
+απ' το νησί της Ωγυγιάς• κ' εδώ μ' έρριξ' η μοίρα
+τώρα, να πάθω άλλα κακά κ' εδώ, τι δεν πιστεύω
+να παύση ακόμη, αλλ' οι θεοί πολλ' άλλα μου ετοιμάζουν.
+βασίλισσ', ελεήσου με, ότ' ύστερ' από μύρια 175
+πάθη σέ πρώτην απαντώ• ότι άνθρωπον κανέναν,
+απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα δεν γνωρίζω•
+την πόλι δείξε μου και δος, να σκεπασθώ, ένα ράκι,
+αν κάποιο τύλιγμ' έφερες εδώ των ενδυμάτων.
+κ' εσέ να δώσουν οι θεοί τα όσα η ψυχή σου θέλει• 180
+άνδρα και σπίτι κ' εύμορφην ομόνοια να χαρίσουν•
+ότι δεν είναι εις την ζωή λαμπρότερη ευτυχία,
+παρ' αν το σπίτι κυβερνούν με μια και μόνη γνώμη
+ο άνδρας με την σύντροφο• λύπη για τους εχθρούς των,
+χαρά των φίλων και τ' ακούν μάλιστα εκείνοι πρώτοι». 185
+
+Και η λευκοχέρα Ναυσικά απάντησέ του κ' είπε•
+«Όχι, αγενής ή ανόητος, ω ξέν', εσύ δεν δείχνεις•
+την ευτυχία των θνητών μοιράζ' ο Ολύμπιος Δίας,
+των ευγενών, των αγενών, του καθενός ως θέλει•
+και σένα τούτα σ' έδωκε και ανάγκη να υπομείνης. 190
+αλλ' αφού πάτησες 'ς την γη και χώραν ιδική μας,
+δεν θα σου λείψη φόρεμα, ούτ' άλλο απ' όσα πρέπει
+να λάβη, όπου προσέρχεται, πολύθλιβος ικέτης.
+την πόλι θα σου δείξω εγώ, και τους λαούς θα σ' είπω•
+την πόλι τούτη και την γην οι Φαίακες κρατούσι, 195
+κ' εγώ 'μαι του γενναιόκαρδου η κόρη του Αλκινόου,
+κ' οι Φαίακες οι δυνατοί 'ς εκείνον κρέμοντ' όλοι».
+
+Κ' ευθύς ταις καλοπλέξουδες επρόσταξε παρθέναις•
+«Σταθήτ' εδώ, θεράπαιναις• γιατ' είδετ' έναν άνδρα,
+πού φεύγετε; κάποιος εχθρός φοβείσθ' ότ' είναι τούτος; 200
+άνδρας δεν είναι φοβερός, ούτε ποτέ θα υπάρχη,
+να 'λθη να φέρη πόλεμο 'ς την χώρα των Φαιάκων•
+ότι είμασθεν αγαπητοί πολύ των αθανάτων,
+και μες την άγρια θάλασσαν ύστεροι κατοικούμε,
+ουδέ μ' ημάς συγκοινωνεί κανένας των ανθρώπων. 205
+αλλ' ήλθε αυτός ο δύστυχος πλανώμενος 'δω πέρα•
+πρέπει να τον ξενίσουμεν• ότι έρχονται απ' τον Δία
+πτωχοί και ξένοι• ολιγοστό και αγαπητό το δώρο.
+αλλά δόστε, θεράπαιναις, βρώσι, πιοτό, του ξένου,
+και λούστε αυτόν 'ς τον ποταμό, 'ς ανάνεμη γωνία». 210
+
+Είπε, κ' εκείναις έμειναν, και αντιπαρακινώνταν,
+κ' εκάθισαν τον Οδυσσηά 'ς ανάνεμη γωνία,
+όπως η κόρη Ναυσικά ταις είχε παραγγείλει.
+σιμά του έθεσαν αλλαξιά, χιτώνα, επανωφόρι,
+μέσα εις ολόχρυσο ροΐ του έδωκαν υγρό λάδι, 215
+και να λουσθή τον έλεγαν 'ς του ποταμού το ρεύμα.
+τότ' είπε εις ταις θεράπαιναις ο θείος Οδυσσέας•
+
+«Θεράπαιναις, σταθήτε αυτού μακράν, όπως ατός μου
+την άρμην απ' ταις πλάταις μου ξεπλύνω, και με λάδι
+χρίσω το σώμα, οπού καιρούς άλειμμα δεν γνωρίζει. 220
+και αντίκρυ σας δεν θα λουσθώ, ότι εντροπή μου θα 'ναι
+εμπρός 'ς τα καλοπλέξουδα να γυμνωθώ κοράσια».
+
+Είπε, κ' εσύρθηκαν αυταίς, και το 'παν της παρθένας•
+κ' έπλαιν' ο θείος Οδυσσηάς μέσ' από το ποτάμι
+την άρμην απ' τους ώμους του πλατείς και από τα νώτα, 225
+κ' έτριβε από την κεφαλή την άχνη της θαλάσσης.
+και άμα ελούσθη ολόβολος και με το λάδι αλείφθη,
+εφόρεσε τα ενδύματα, 'που του 'δωκε η παρθένα.
+κ' έκαμε αυτόν να φαίνεται, η διογενής Αθήνη
+τρανώτερος, παχύτερος, και από την κεφαλή του 230
+σγουρήν την κόμην έσυρε, 'π' ώμοιαζε ανθούς του κρίνου,
+και ως όταν εις τον άργυρο χρυσάφι περιχύνη
+τεχνίτης, οπ' ο Ήφαιστος κ' η Αθήνη έχουν διδάξει
+μ' εντέλεια, και φιλοτεχνεί χαριτωμένα έργα•
+όμοια και αυτού 'ς την κεφαλή, 'ς το σώμα, έχυσε χάρι. 235
+πήγ' έπειτα κ' εκάθισε 'ς της θάλασσας την άκρη•
+και άστραφτε χάρες κ' ευμορφιά• τον θαύμαζεν η κόρη•
+κ' είπε 'ς τα καλοπλέξουδα κοράσια τότ' εκείνη•
+
+«Σ' ό,τι θα ειπώ προσέξετε, λευκόχεραίς μου κόραις•
+όχι, 'ς το πείσμα των θεών του Ολύμπου αυτός ο άνδρας 240
+τους ισοθέους Φαίακαις να σμίξη εδώ δεν ήλθε.
+ότι άμορφος προτήτερα μου εφάνηκε πως ήταν•
+και τώρ' ομοιάζει των θεών των ουρανοκατοίκων.
+κ' είθε παρόμοιος σύντροφος να ονομασθή δικός μου,
+'που να 'στεργεν εγκάτοικος εδώ μ' εμάς να μένη. 245
+αλλά δόστε, θεράπαιναις, βρώσι, πιοτό του ξένου».
+
+Είπε και αυταίς υπάκουσαν ευθύς εις την φωνή της•
+κ' έθεσαν βρώσι και πιοτό σιμά 'ς τον Οδυσσέα•
+κ' έτρωγε κ' έπινε αρπακτά ο θείος Οδυσσέας,
+κ' είχε ο πολύπαθος καιρούς φαγί να δοκιμάση. 250
+και η λεκοχαίρα Ναυσικά τότ' εφευρήκεν άλλο•
+εδίπλωσε και απίθωσε τα ενδύματα εις τ' αμάξι,
+έζεψε τα σκληρώνυχα μουλάρια και άμ' ανέβη.
+κ' επαρακίνα λέγοντας τον Οδυσσηά• «Σηκώσου,
+ξένε, εις την πόλι για να πας, κ' εγώ θα σ' οδηγήσω 255
+'ς του συνετού πατέρα μου το δώμα, όπου τους πρώτους
+πιστεύω από τους Φαίακαις θα ιδής και θα γνωρίσης.
+αλλ' έλα κάμε ό,τι σου ειπώ• θαρρώ πως γνώσιν έχεις.
+όσον αγρούς διαβαίνουμε, και των ανθρώπων έργα,
+με ταις θεράπαιναις μαζή κατόπιν εις τ' αμάξι 260
+ογλήγορ' ακολούθα με, κ' εγώ τον δρόμο δείχνω,
+έως ότου θε να φθάσουμε 'ς την πόλιν, οπού πύργος
+ζών' υψηλός, κ' έχει καλούς λιμέναις δυο 'ς τα πλάγια.
+έχει το έμπασμα λεπτό• στενοχωρούν τον δρόμο
+τα κυρτά πλοία 'ς ταις σκεπαίς, 'πώχει καθείς δική του. 265
+κ' είν' η αγορά τους, 'ς του λαμπρού την μέση Ποσειδίου,
+με συρταίς πέτραις, 'πώχωσαν βαθειά, θεμελιωμένη.
+και αυτού τ' άρμενα εργάζονται των πισσωμένων πλοίων,
+τα καλαμάρια, τα πανιά, και καταξυούν κουπία.
+και οι Φαίακες δεν αγαπούν φαρέτρα ουδέ δοξάρι, 270
+μόνον πανιά, μόνον κουπιά, και ισόπλευρα καράβια,
+οπού γι' αυτά περήφανοι το λευκό κύμα σχίζουν.
+τούτων ξεφεύγω την πικρή γλώσσα, μη μ' ονειδίση
+κανένας, ότ' είναι λαός περήφανος και αυθάδης.
+άνδρας συμβαίνει πρόστυχος να ιδή, κ' ευθύς να είπη• 275
+ο λαμπρός ξένος και τρανός, 'ς την Ναυσικά κατόπι,
+ποιος είναι; που τον εύρηκε; άνδρα της θα τον κάμη.
+μήπως από το πλοίο του, 'που εξέπεσ' εδώ πέρα,
+ξένον εδέχθη μακρυνόν; τι γείτονες δεν είναι.
+ή απ' ταις ολόθερμαις ευχαίς κατέβηκε ουρανόθεν 280
+κάποιος θεός, και θα 'χη αυτόν εκείνη ολοζωής της;
+καλήτερ' αν μονάχη της εζήτησε κ' ευρήκε
+άλλοθεν άνδρα• ότι αψηφά τους συντοπίταις όλους,
+τους Φαίακαις, οπού πολλοί και οι πρώτοι την ζητούσι.
+αυτά θα ειπούν, κ' εγώ εντροπή τα λόγια τούτα θα 'χω. 285
+κ' εγώ 'θελε κατηγορώ άλλην, αν όμοια πράξη,
+χωρίς να 'χη το θέλημα των ποθητών γονέων,
+πριν έλθ' εις γάμον φανερόν, τους άνδραις να σιμόνη.
+και τώρα, ξένε, πρόσεχε, αν θέλης ο πατέρας
+εις την πατρίδα ογλήγορα να σε ξεπροβοδήση. 290
+'ς τον δρόμο θαύρης τον λαμπρόν λευκώνα της Αθήνης•
+μέσ' αναβρύζει αυτού πηγή, και γύρω έχει λιβάδι•
+αυτού 'ναι η γη και ο ανθούμενος ο κήπος του πατρός μου,
+από την πόλι διάστημα, 'π' ακούεσ' αν βοήσης.
+αυτού μείνε καθήμενος, έως ότου εμείς 'ς την πόλι 295
+πατήσουμε και φθάσουμε 'ς τα σπίτια του πατρός μου•
+και άμα λογιάσης ότι 'μεις 'ς τα σπίτι έχουμε φθάσει,
+προς των Φαιάκων βάδισε την πόλι, και άμ' ερώτα
+τα σπίτια του γενναιόκαρδου πατέρα μου Αλκινόου.
+καλόγνωρα είναι• και μωρό παιδί να σου τα δείξη 300
+δύναται• ότι δεν κτισθήκαν τα σπίτια των Φαιάκων,
+ως τα παλάτια κτίσθηκαν του ήρωα του Αλκινόου•
+και όταν οι δόμοι γύρωθε κ' η αυλή σε περιλάβουν,
+διάβα ευθύς το μέγαρο να φθάσης 'ς την μητέρα,
+'που εις την γωνίστρα κάθεται, 'ς την λάμψι της φωτίας, 305
+γαλάζιο κλώθοντας μαλλί, θαυμάσιον, εις τον στύλον
+απιθωμένη, και όπισθεν αυτής κάθονται η δούλαις.
+και 'ς την φωτιά σιμά θα ιδής τον θρόνο του πατρός μου,
+'π' αυτού πίνει καθήμενος, όμοιος των αθανάτων.
+ξεπέρν' αυτόν, τα γόνατα, συ πιάσε της μητρός μου, 310
+αν θες για σε χαρμόσυνη και ογλήγορα να φέξη
+η ημέρα της επιστροφής, όθεν μακρυά και αν ήσαι.
+και αν ίσως και σ' ελεηθή και σ' αγαπήση εκείνη,
+θάρρου, θα ιδής τους ποθητούς, ογλήγορα θα φθάσης,
+'ς το σπίτι το καλόκτιστον, εις την γλυκειά πατρίδα». 315
+
+Είπε και με την μάστιγα την φωτεινή ραβδίζει
+τα μουλάρια, και αυτ' άφησαν του ποταμού την άκρη,
+ευθύς, κ' ετρέχαν τακτικά, καλά τετραποδίζαν.
+κυβερνά η κόρη εύμορφα, πεζοί για να προφθάσουν
+η δούλαις με τον Οδυσσηά• με νου ραβδίζ' η κόρη. 320
+κ' έκλιν' ο ήλιος, κ' έφθασαν 'ς της Αθηνάς το δάσος
+το ένδοξο, και αυτού κάθισεν ο θείος Οδυσσέας,
+και εις του μεγάλου του Διός την κόρη ευθύς ευχήθη•
+
+«Άκου με, κόρη αδάμαστη, τ' αιγιδοφόρου Δία•
+εισάκουσέ με, 'π' άλλοτε δεν μ' έχεις εισακούσει, 325
+'που ευχόμουν, όταν μ' έκρουεν ο μέγας κοσμοσείστης.
+δος να με ιδούν οι Φαίακες με σπλάχνος και μ' αγάπη».
+
+Ευχήθη, και τον άκουσε τότε η Παλλάδ' Αθήνη•
+και δεν του εφονερόνονταν εμπρός του, ότι εφοβόνταν
+εκείνη τον πατράδελφον και αυτός εμίσα σφόδρα 330
+τον ομοιόθεον Οδυσσηά, πριν φθάσ' εις την πατρίδα.
+
+
+
+ΤΕΛΟΣ Α' ΤΟΜΟΥ
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY ***
+
+***** This file should be named 30613-0.txt or 30613-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30613/
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/30613-0.zip b/30613-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..a871cfa
--- /dev/null
+++ b/30613-0.zip
Binary files differ
diff --git a/30613-h.zip b/30613-h.zip
new file mode 100644
index 0000000..66f6f37
--- /dev/null
+++ b/30613-h.zip
Binary files differ
diff --git a/30613-h/30613-h.htm b/30613-h/30613-h.htm
new file mode 100644
index 0000000..c45558e
--- /dev/null
+++ b/30613-h/30613-h.htm
@@ -0,0 +1,3795 @@
+<?xml version="1.0"?>
+<!DOCTYPE html PUBLIC "-//W3C//DTD XHTML 1.0 Transitional//EN" "http://www.w3.org/TR/xhtml1/DTD/xhtml1-transitional.dtd">
+<html xmlns="http://www.w3.org/1999/xhtml">
+<head>
+<meta http-equiv="Content-Type" content="text/html; charset=utf-8" />
+<meta name="keywords"
+ content="Όμηρος, Ιάκωβος Πολυλάς, Οδύσσεια, Τόμος Α" />
+<title>Οδύσσεια Τόμος Α</title>
+</head>
+<body>
+
+
+<pre>
+
+The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Homer's Odyssey
+ Volume A
+
+Author: Homer
+
+Translator: Iakovos Polylas
+
+Posting Date: March 14, 2012 [EBook #30613]
+First Posted: December 6, 2009
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+
+
+
+
+</pre>
+
+<img src="images/cover.jpg" hspace="30" width="409" height="601"
+alt="Πρώτη σελίδα" border="2" />
+
+
+<p>Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.<br />
+A few corrections on typing mistakes have been included within brackets.</p>
+
+<p>Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές<br />
+τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με [].</p>
+
+<p><b>ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ<br />
+ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ</b></p>
+
+<h2 style="margin-top: 2em">ΟΜΗΡΟΥ</h2>
+<h3 style="margin-top: 1em">ΟΔΥΣΣΕΙΑ</h3>
+
+<h4 style="margin-top: 3em">ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ</h4>
+<h3 style="margin-top: 1em">ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ</h3>
+
+<p>
+<br />
+<b>ΤΟΜΟΙ Α' Β' Γ΄ Δ'<br />
+ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ</b></p>
+
+
+<h4 style="margin-top: 3em">ΤΟΜΟΣ Α<br /><br />
+ΡΑΨΩΔΙΑ Α-Ζ<br /><br />
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ<br /><br />
+ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ</h4>
+
+
+
+<h4 style="margin-top: 3em">Ραψωδία Α</h4>
+
+
+<table>
+<tr><td>Τον άνδρα, μούσα, λέγε μου, πολύτροπον, 'που εις μέρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολλά επλανήθη, αφού έρριξε την ιερήν Τρωάδα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ανθρώπων είδε αυτός πολλών ταις χώραις και την γνώμην</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έμαθε, και 'ς τα πέλαγα πολλά 'παθε ζητώντας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τους συντρόφους άβλαπτος να φθάση 'ς την πατρίδα. </td><td align="right"> 5</td></tr>
+<tr><td>αλλ' όμως δεν κατώρθωσε να σώση τους συντρόφους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι εχαθήκαν μόνοι τους απ' τ' ανομήματά τους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μωροί, 'που τ' Υπερίονα Ήλιου τα βώδια 'φάγαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνος της επιστροφής τους πήρε την ημέρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτα ειπέ κάπουθε κ' εμάς, θεά, κόρη του Δία. </td><td align="right"> 10</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότ' οι άλλοι, όσοι δεν χάθηκαν, 'ς τα σπίτια τους όλ' ήσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σωσμένοι από τον πόλεμο και απ' του πελάου τα βάθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνον αυτόν, 'που του 'λειπε η πατρίδα και η συμβία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κρατούσ' η νύμφη Καλυψώ, σεπτή θεά, μεγάλη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα κοίλα σπήλαια και άνδρα της επόθει να τον κάμη. </td><td align="right"> 15</td></tr>
+<tr><td>αλλά 'ς τον κύκλο των καιρών ο χρόνος όταν ήλθε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που 'ς την Ιθάκη του οι θεοί να γύρη είχαν ορίσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τότε ακόμη εστέναζε μακράν των ποθητών του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλ' οι θεοί λυπιόνταν τον, αλλ' όχι ο Ποσειδώνας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμίσ' αυτός θανάσιμα τον θείον Οδυσσέα </td><td align="right"> 20</td></tr>
+<tr><td>πριν φθάση 'ς την πατρίδα του. αλλ' είχε τότ' εκείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>περάσει 'ς τους Αιθίοπαις, 'που πέρα κατοικούσι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εις δυο σχισμένοι ευρίσκονται, ύστεροι των ανθρώπων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Ηλιού, 'που βγαίν', η μια μεριά, του Ηλιού, που πέφτ',</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td> [η άλλη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από κριάρια να δεχθή και ταύρους εκατόμβη. </td><td align="right"> 25</td></tr>
+<tr><td>αυτού κείνος εχαίρονταν 'ς την τράπεζα· κ' οι άλλοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήσαν μαζή 'ς τα μέγαρα τ' αστραποφόρου Δία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και λόγον άρχιζε θεών και ανθρώπων ο πατέρας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Αίγισθο θυμήθηκε, 'που ο πέρα εξασκουμένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ορέστης εθανάτωσεν ο Αγαμεμνονίδης· </td><td align="right"> 30</td></tr>
+<tr><td>αυτόν τότ' ενθυμούμενος των αθανάτων είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ωιμέ! οι θνητοί πώς τους θεούς βαρειά κατηγορούσι!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πως τα κακά' ρχονται απ' εμάς λέγουν, και ωστόσο εκείνοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από ταις ανομίαις τους, και όχι απ' την μοίρα, πάσχουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όχι απ' την μοίρα ο Αίγισθος ιδού τ' Ατρείδη επήρε </td><td align="right"> 35</td></tr>
+<tr><td>την σύντροφο, κ' εφόνευσεν αυτόν άμ' επανήλθε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγνώριζε τον όλεθρο, τι τού' χαμε προείπει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμείς, όταν τον άγρυπνο του στείλαμεν Ερμεία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μη ζητά την σύντροφον, αυτόν να μη φονεύση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι τ' Ατρείδη εκδίκησι θε να 'λθη απ' τον Ορέστη, </td><td align="right"> 40</td></tr>
+<tr><td>άμ' ανδρωθή και 'ς την ψυχή την γη του επιποθήση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτά 'πε ο Ερμής καλόγνωμα, αλλά τον νου τ' Αιγίσθου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν άλλαξε· κ' ιδού μαζή τώρα τα πλέρωσ' όλα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε η θεά τ' απήντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, </td><td align="right"> 45</td></tr>
+<tr><td>'ς τον όλεθρο, 'που του 'πρεπε, καλά 'πεσεν εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμοια κάθ' άλλος ας χαθή, 'που τέτοια πάλιν πράξη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά μου σχίζει την καρδιάν ο άμοιρος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού καιρούς κακοπαθεί μακράν των ποθητών του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέσα εις νησί περίβρεκτο, 'ς τ' αφάλι της θαλάσσης, </td><td align="right"> 50</td></tr>
+<tr><td>χλωρό νησί, και αυτού θεά την κατοικιά της έχει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η κόρη του κακόγνωμου Άτλαντα, οπού τα βάθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γνωρίζει όλης της θάλασσας, και αυτός φυλά τους στύλους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους μακρυνούς, οπ' ουρανό και γην αποχωρίζουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνου η κόρη αυτόν κρατεί τον δύστυχο, 'που κλαίει, </td><td align="right"> 55</td></tr>
+<tr><td>και πάντα με γλυκόλογα πασχίζει να του σβήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον πόνο της Ιθάκης του· και αρκούσε τ' Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ίδη οπού σηκόνεται καπνός από την γη του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ν' αποθάνη επιθυμεί· ουδ' η καρδιά σου, Ολύμπιε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μαλάζεται· και με θυσιαίς δεν σ' έχει αυτός τιμήσει, </td><td align="right"> 60</td></tr>
+<tr><td>'ς την Τροία την ευρύχωρη, 'ς τα πλοία των Αργείων;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ώ Δία, πώς εμίσησες τόσο τον Οδυσσέα;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο Δίας της απάντησεν, ο νεφελοσυνάκτης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τέκνον, ποιος λόγος σού 'φυγε των οδοντιών το φράγμα!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να λησμονήσω εγώ ποτέ τον θείον Οδυσσέα, </td><td align="right"> 65</td></tr>
+<tr><td>οπού πρωτεύει των θνητών 'ς τον νου και για τα δώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που των θεών επρόσφερνε των ουρανοκατοίκων;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ο γεωφόρος έχει του χολήν ο Ποσειδώνας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άσπονδη, 'πώσβησεν αυτός του Κύκλωπα το μάτι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του ισόθεου Πολύφημου, 'που εις όλους μέγας είναι </td><td align="right"> 70</td></tr>
+<tr><td>τους Κύκλωπαις, κ' η Θόωσα τον γέννησεν, η κόρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Φόρκυνα, της άγριας της θάλασσας κυρίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού 'ς τα σπήλαια πλάγιασε σιμά 'ς τον Ποσειδώνα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ιδού γιατί τον Οδυσσηά ο σείστης Ποσειδώνας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν θανατόνει, αλλά μακρυά τον σπρώχνει από την γην του. </td><td align="right"> 75</td></tr>
+<tr><td>αλλ' ελάτ' όλοι, ας εύρουμε το πώς θε να επανέλθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνος 'ς την πατρίδα του· θα παύση την οργή του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Ποσειδώνας άσφαλτα, και δυνατόν δεν είναι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς όλους ενάντια τους θεούς να πολεμήση μόνος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· </td><td align="right"> 80</td></tr>
+<tr><td>«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν των μακάρων των θεών αρέσει τώρα τούτο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Οδυσσηάς ο πολύγνωμος να 'λθη 'ς τα γονικά του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον μηνυτήν ας στείλουμεν Ερμή τον αργοφόνο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς της Ωγυγίας το νησί, ευθύς να ειπή της νύμφης </td><td align="right"> 85</td></tr>
+<tr><td>εκεί της καλοπλέξουδης την καθαρή βουλή μας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Οδυσσηάς ο αδάμαστος 'ς την γη του να επανέλθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς την Ιθάκη θα 'μπω εγώ να σπρώξω τον υιό του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σφοδρότερα, και την ψυχή να του γεμίσω θάρρος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξη, </td><td align="right"> 90</td></tr>
+<tr><td>για ν' αρνηθή το σπίτι του δημόσια των μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που σφάζουν ακατάπαυτα τ' αρνιά του και τα βώδια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτόν 'ς την Πύλον ύστερα και Σπάρτη θα οδηγήσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μάθη για τον γυρισμό τ' αγαπητού πατρός του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όπως 'ς τον κόσμον εύμορφη τον περιλάβη φήμη». </td><td align="right"> 95</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε· 'ς τα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν την επάνω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη σαν τους αέραις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κοντάρι επήρε δυνατό μ' ακονισμένη λόγχη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βαρύ, μεγάλο, στερεό, μ' αυτό δαμάζ' ηρώων </td><td align="right"> 100</td></tr>
+<tr><td>τα πλήθη, εις όσους οργισθή φρικτού πατρός η κόρη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από του Ολύμπου ταις κορφαίς εχύθη και κατέβη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εις τ' Οδυσσηά τα πρόθυρα, μες την Ιθάκη, εστάθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις το κατώφλι της αυλής, κ' εκράτει το κοντάρι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ξένον, τον Μέντη, ώμοιαζε της Τάφου βασιλέα. </td><td align="right"> 105</td></tr>
+<tr><td>κ' ηύρεν εκεί τους ανδρικούς μνηστήραις, οπού τότε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την θύρα εμπρός με τους πεσσούς ξεδίναν, καθισμένοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τα τομάρια των βωδιών, οπού 'χαν σφάξει εκείνοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οι κήρυκες και οι πρόθυμοι θεράποντες τριγύρω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλοι κρασί με το νερόν έσμιγαν 'ς τους κρατήραις, </td><td align="right"> 110</td></tr>
+<tr><td>ταις τράπεζαις άλλοι έπλεναν με ολότρυπα σφογγάρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμπρός ταις 'βάζαν· κρέατα πολλά μοιράζαν άλλοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο θεϊκός Τηλέμαχος την είδε πολύ πρώτος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μες τους μνηστήραις κάθονταν με την καρδιά θλιμμένη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον νου θωρώντας τον λαμπρόν πατέρ', αν ίσως έλθη </td><td align="right"> 115</td></tr>
+<tr><td>κάπουθε, και 'ς τα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μείνη εκείνος βασιληάς και κύριος εις το βιο του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' αυτά 'ς τον νου, καθήμενος μαζή τους, την Αθήνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξάνοιξε κ' ίσια χύθηκε 'ς τα πρόθυρα, ότι εντράπη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολύν να στέκεται καιρόν ο ξένος εις την θύρα. </td><td align="right"> 120</td></tr>
+<tr><td>το δεξί χέρι έπιασεν, επήρε το κοντάρι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτήν άμ' επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω ξένε, χαίρε, και απ' εμάς θα φιλευθής, και πρώτα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να γευματίσης, κ' ύστερα να ειπής ποιάν έχεις χρεία».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και επροπορεύθηκε, κ' η Αθήνη αυτού κατόπι· </td><td align="right"> 125</td></tr>
+<tr><td>και εις το παλάτι το υψηλόν άμ' ήλθαν μέσα, εκείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον μακρύ στύλο κολλητά έστησε το κοντάρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την θήκη την καλόξυστην, όπ' άλλα πολλά ήσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του στερεόκαρδου Οδυσσηά στημένα εκεί κοντάρια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτήν εκάθισ' εις θρονί, 'π' έστρωσε με σινδόνι, </td><td align="right"> 130</td></tr>
+<tr><td>κ' ήταν ωραίο, τεχνικό και είχεν υποπόδι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πήρε και αυτός λαμπρό σκαμνί σιμά της, των μνηστήρων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μακράν, μήπως ο θόρυβος τον ξένον ενοχλήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το τραπέζι βαρεθή, αν έσμιγε μ' αυθάδεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όπως για τον πατέρα του, οπού 'λειπε, ερωτήση· </td><td align="right"> 135</td></tr>
+<tr><td>και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για να νιφθούν, κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. </td><td align="right"> 140</td></tr>
+<tr><td>και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συχνά 'ς αυτούς και ο κήρυκας έρχονταν και τους κέρνα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και μέσα εμπήκαν οι ανδρικοί μνηστήρες, και κατόπι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθίσαν 'ς την αράδα· </td><td align="right"> 145</td></tr>
+<tr><td>και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τα χέρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η δούλαις εις τα κάνιστρα τον άρτον εσωρεύαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, </td><td align="right"> 150</td></tr>
+<tr><td>εις άλλα τότ' εστράφηκεν ο πόθος των μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις το τραγούδι, εις τον χορό, της τράπεζας τα δώρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λαμπρήν κιθάραν έβαλεν ο κήρυκας 'ς τα χέρια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Φήμιου, 'που βιαζόμενος τραγούδαε των μνηστήρων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άρχισε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος. </td><td align="right"> 155</td></tr>
+<tr><td>τότ' είπεν ο Τηλέμαχος την γλαυκομμάτ' Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ζυγόνοντας την κεφαλήν, οι άλλοι μην ακούσουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω φίλε ξένε, ό,τι θα ειπώ θα κατακρίνης τάχα;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για τούτ' αυτοί φροντίζουσι, κιθάρα, και τραγούδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήσυχ', αφού το ξένο βιο απλέρωτ' αυτοί τρώγουν, </td><td align="right"> 160</td></tr>
+<tr><td>ανδρός 'που τ' άσπρα κόκκαλα τώρα η βροχή σαπίζει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την γη ριμμένα, ή τα κυλά 'ς την θάλασσα το κύμα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν 'ς την Ιθάκην έβλεπαν εκείνον να επανέλθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα εύχονταν ελαφρότεροι 'ς τα πόδια να 'ναι όλοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάλλιο παρά πλουσιώτεροι 'ς ένδυμα και χρυσάφι. </td><td align="right"> 165</td></tr>
+<tr><td>κ' έτσι εκακοθανάτισεν εκείνος, ουδέ πλέον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παρηγορεί μας αν κανείς θνητός ειπή πως θα 'λθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνου της επιστροφής εχάθηκεν η 'μέρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά μ' αλήθεια λέγε μου, ποιος είσαι των ανθρώπων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πόθεν; και πού η πόλι σου υπάρχει κ' οι γονείς σου; </td><td align="right"> 170</td></tr>
+<tr><td>με ποιό καράβι εδώ 'φθασες, με ποιόν τρόπον οι ναύταις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την Ιθάκη σ' έφεραν; και ποιοί καυχόνταν που 'ναι;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες, πιστεύω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πάλιν τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν τώρα εδώ πρωτέρχεσαι, ή ξένος πατρικός μου </td><td align="right"> 175</td></tr>
+<tr><td>είσ', επειδ' ήλθαν άνθρωποι πολλοί 'ς το σπίτι τούτο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλοι, επειδή κοινωνικός ανθρώπων και αυτόν ήταν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ εκείνα οπ' ερωτάς με·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιούμαι τ' Αγχιάλου </td><td align="right"> 180</td></tr>
+<tr><td>ότι είμ' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με πλοίον και με συντροφιάν έφθασα και πηγαίνω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το μαύρο πέλαο σχίζοντας, 'ς ανθρώπους αλλοφώνους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Τέμεση, για χάλκωμα και σίδερο τους φέρω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έξω απ' την πόλιν άφησα το πλοίο, 'ς τον λιμένα </td><td align="right"> 185</td></tr>
+<tr><td>το Ρείθρον, αποκάτωθε του δασερού Νηίου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πατρικοί καυχιούμασθε παλαιόθ' ανάμεσόν μας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξένοι, και αν θέλης πήγαινε τον γέρο να ερωτήσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήρωα Λαέρτην, όπου πλειά δεν έρχεται 'ς την πόλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως λέγουν, αλλά 'ς τους αγρούς πέρα κακοπαθαίνει, </td><td align="right"> 190</td></tr>
+<tr><td>με γραίαν υπηρέτριαν, οπού πιοτό και βρώσι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του παραθέτει, όταν αυτού τα μέλη πάρη ο κόπος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το κάρπιμο ενώ σέρνεται κηπάρι αμπελοφόρο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ήλθα επειδή ο πατέρας σου ελέγετο πως ήταν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την πατρίδα· αλλ' οι θεοί τον δρόμο του εμποδίζουν· </td><td align="right"> 195</td></tr>
+<tr><td>τί δεν απέθανε 'ς την γην ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' είναι ακόμα ζωντανός 'ς τα πέλαγα, κλεισμένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέσα εις περίβρεκτο νησί, και άνδρες κακοί τον έχουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άγριοι, κ' εις το πείσμα του θαρρώ πως τον κρατούσι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και θα σου ειπώ προμάντευμα, 'που τώρα εις την καρδιά μου </td><td align="right"> 200</td></tr>
+<tr><td>μου βάζουν οι αθάνατοι, και ν' αληθεύση ελπίζω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν και ούτε μάντις είμ' εγώ ούτε είμαι ορνιθοκρίτης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μακράν ακόμη απ' την γλυκειά πατρίδα δεν θα μείνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολύν καιρόν, ουδ' αν δεσμά τον έχουν σιδερένια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' είναι πολυμήχανος, θα σοφιθή να φύγη. </td><td align="right"> 205</td></tr>
+<tr><td>αλλ' έλα τώρα λέγε μου με όλη την αλήθεια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν τέτοιος άνδρας καθ' αυτό παιδί 'σαι τ' Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και φοβερά 'ς την κεφαλή, 'ς τα εύμορφα μάτια μοιάζεις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνου, επειδή σμίγαμε συχναίς φοραίς αντάμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πριν εις την Τροίαν αναιβή, 'π' ανέβηκαν κ' οι άλλοι </td><td align="right"> 210</td></tr>
+<tr><td>'ς τα βαθουλά καράβια τους, οι πρώτοι των Αργείων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Οδυσσέ' από τότ' εγώ δεν είδα, ούτ' εμέ κείνος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>υιόν εκείνου η μάννα μου με λέγει, αλλ' εγώ τούτο </td><td align="right"> 215</td></tr>
+<tr><td>δεν ξεύρω· ποιος εγνώρισε ποτέ την γέννησί του;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμποτε να 'χα γεννηθή απ' άνδρα ευτυχισμένον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού το γήρας εύρηκε 'ς το μέσο των καλών του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρ' ο αμοιρότατος απ' όλους τους ανθρώπους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πατέρας μ' είναι, ως λέγουσιν, αφού τούτ' ερωτάς με». </td><td align="right"> 220</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Όχι, δεν θέλουν άγνωστη να μείνη η γενεά σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι αθάνατοι, αν σ' εγέννησε τέτοιον η Πηνελόπη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά μ' αλήθεια λέγε μου· τι τράπεζα είναι τούτη;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τι το πλήθος; και προς τι τα θέλεις τούτα; γάμος </td><td align="right"> 225</td></tr>
+<tr><td>είναι ή συμπόσιον; επειδή συντροφικά δεν είναι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με πόσην υπερήφανην αποκοτιά συντρώγουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κύττα, μέσα 'ς τα δώματα· σφόδρα θ' αγανακτήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όποιος και αν έλθη φρόνιμος τόσ' άπρεπα θωρώντας».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης· </td><td align="right"> 230</td></tr>
+<tr><td>«Ξένε, αφού τούτα μ' ερωτάς και μέ ζητείς να μάθης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλούτη θε να 'χε και τιμαίς άλλοτε αυτό το σπίτι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο άνδρας όσ' ευρίσκονταν εκείνος 'ς την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι αθάνατοι κακόγνωμα τώρ' άλλ' αποφασίσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'π' αυτόν έκαμαν άγνωστον, ως άλλος δεν ευρέθη· </td><td align="right"> 235</td></tr>
+<tr><td>επειδή δεν θα μ' έθλιβεν ο θάνατός του τόσο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εάν με τους συντρόφους του είχε σβυσθή 'ς την Τροίαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις παθηταίς αγκάλαις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα εσήκοναν εκείνου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δόξα θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του· </td><td align="right"> 240</td></tr>
+<tr><td>και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον σήκωσαν εχάθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αγνώριστος, ανάκουστος, κ' εμέν' άφησε πόνους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κλάυματα· ουδ' οδύρομαι για κείνον τώρα μόνον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γιατί και άλλα παθήματα οι αθάνατοι μου δώσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι </td><td align="right"> 245</td></tr>
+<tr><td>του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την μητέρ' όλοι, μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτόν τον γάμον, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να τον τελειώση δύναται· κ' εκείνοι καταλύουν </td><td align="right"> 250</td></tr>
+<tr><td>το σπίτι μου, και ογλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ τα κακά τόσα ωργίσθηκε κ' είπε η Παλλάδ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ωιμένα, πόσην τ' Οδυσσηά, 'που λείπει, έχεις ανάγκη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνος τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>διότι αν τώρ' ερχόμενος 'ς τα πρόθυρα του δόμου </td><td align="right"> 255</td></tr>
+<tr><td>στήνονταν, με περίκρανο, μ' ασπίδα και δυ' ακόντια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τέτοιος όποιον είδ' αυτόν 'ς το σπίτι μου εγώ πρώτα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπ' έπινε κ' ετέρπονταν και τότε από τον Ίλο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Μερμερίδη εγύριζε μέσ' από την Εφύρη· —</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι και αυτού με το γοργό καράβι τ' ο Οδυσσέας </td><td align="right"> 260</td></tr>
+<tr><td>πήγε ανδροφόνο βότανο ζητώντας για ν' αλείφη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα χάλκινα τα βέλη του· δεν το 'δωκεν εκείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φοβούμενος την όργητα των αθανάτων· όμως</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του το 'δωκε ο πατέρας μου 'π' αγάπ' αυτόν περίσσα·—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τέτοιος αν έλθ' ο Οδυσσηάς να πέση 'ς τους μνηστήραις, </td><td align="right"> 265</td></tr>
+<tr><td>'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείνη ο γάμος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όλ' αυτά 'ς την δύναμι των αθανάτων μένουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν θα 'λθ' ή όχι ενάντια τους εκδίκησι να πάρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα μέγαρά του· να σκεφθής ωστόσο εγώ σου λέγω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το πώς από το σπίτι σου να διώξης τους μνηστήραις. </td><td align="right"> 270</td></tr>
+<tr><td>κ' έλ' άκουσέ με, πρόσεχε 'ς τους εδικούς μου λόγους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αύριο τους ήρωαις Αχαιούς συγκάλεσε κ' εις όλους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την γνώμη σου φανέρωσε, με τους θεούς μαρτύρους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα σπίτια τους να σκορπισθούν πρόσταξε τους μνηστήραις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν η μητέρα επιθυμεί τον γάμο, ας επανέλθη </td><td align="right"> 275</td></tr>
+<tr><td>εις του πατρός το μέγαρο, που 'ναι πολύς και μέγας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον γάμο αυτοί θα κάμουσι και δώρα θα ετοιμάσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολλύτατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και σε τον ίδιον φρόνιμο θα συμβουλεύσω μέτρο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καράβι αφού λάβης καλό μ' είκοσι κουπηλάταις, </td><td align="right"> 280</td></tr>
+<tr><td>για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθης έβγα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή των θνητών κάποιος σου ειπή, ή την φωνήν ακούσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που από τον Δί' ερχόμενη γεννοβολά την φήμη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Πύλο πρώτα πήγαινε, 'ς τον Νέστορα τον θείο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείθε 'ς την Σπάρτη, ς' τον ξανθό Μενέλαο, να ερωτήσης, </td><td align="right"> 285</td></tr>
+<tr><td>ότ' ύστερος των Αχαιών χαλκοχιτώνων ήλθε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν ο πατέρας ότι ζη και θα γυρίση ακούσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε, και ας στενοχωρηθής, υπόμειν' έναν χρόνο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν πάλιν ότι απέθανεν ακούσης και ότι εχάθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γύρισε τότε εις την γλυκειά την γη την πατρική σου, </td><td align="right"> 290</td></tr>
+<tr><td>και μνήμα εκείνου σήκωσε, κ' εντάφια, ως πρέπει, δώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δόσε πολλά, και υπάνδρευσε κατόπι την μητέρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αμ' ενεργήσης όλ' αυτά, κ' εις όλα δώσης τέλος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον νου σου τότε μέτρησε και 'ς της ψυχής τα βάθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πώς 'ς τα δικά σου μέγαρα να κόψης τους μνηστήραις, </td><td align="right"> 295</td></tr>
+<tr><td>είτε με δόλο ή φανερά· και πλειά δεν σε συμφέρει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παιδιού να 'χης φρονήματα, μικρός αφού δεν είσαι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δεν ακούς πώς ο λαμπρός Ορέστης εδοξάσθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον κόσμον, ότι εφόνευσεν αυτός τον δολοφόνον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα; </td><td align="right"> 300</td></tr>
+<tr><td>φίλε, και συ, 'που 'σαι καλός και μέγας, ως σε βλέπω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γενναίος γίν', οι απόγονοι να σε καλολογήσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ήδη εγώ 'ς τ' ογλήγορο καράβι θα καταίβω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' οι σύντροφοί μου αγανακτούν, θαρρώ, 'που περιμένουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και συ μόνος σου φρόντιζε, και ψήφησε ό,τι σου 'πα». </td><td align="right"> 305</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ξένε, πολύ καλόγνωμα τα λέγεις, ως πατέρας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις το παιδί του, και απ' τον νου ποτέ δεν θα μου φύγουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' έλα μείνε, μ' όση βια και αν έχης 'ς το ταξείδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως αφού πρώτα λουσθής κ' ευφράνης την ψυχή σου, </td><td align="right"> 310</td></tr>
+<tr><td>γυρίσης 'ς το καράβι σου χαρούμενος με δώρο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολύτιμο πανεύμορφο, θησαύρισμα να το 'χης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από εμένα, ως δίδουν τα των ξένων φίλοι ξένοι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Όχι, εδώ πλειά μη με κρατής, τι βιάζομαι 'ς τον δρόμο· </td><td align="right"> 315</td></tr>
+<tr><td>και δώρον, όποιον η καρδιά σου λέγει να μου δώσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όταν γυρίσω δόσε μου, 'ς το σπίτι να το πάρω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πανεύμορφο, και ανταμοιβή θ' αξίζη προς εσένα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και αμ' ανεχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' επέταξεν ωσάν αετός· κ' εκείνου έβαλε θάρρος </td><td align="right"> 320</td></tr>
+<tr><td>εις την καρδιά και δύναμι· και του πατρός την μνήμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του ξύπνησε πλειότερα· το αισθάνθη μέσα εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εθαύμασ', επειδή θεός ενόησε πως ήταν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εις τους μνηστήραις πέρασεν ευθύς ο ισόθεος άνδρας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' εις αυτούς έψαλν' ο λαμπρός αοιδός και αυτοί καθόνταν </td><td align="right"> 325</td></tr>
+<tr><td>ήσυχα και άκουαν κ' έψαλνε των Αχαιών την μαύρην</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' την Τρωάδ' επιστροφή, που 'χε προστάξει η Αθήνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από τ' ανώγι απείκασε το θείον άσμα εκείνου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Πηνελόπ' η φρόνιμη, κόρη του Ικαρίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την υψηλήν κλίμακα του δόμου της κατέβη· </td><td align="right"> 330</td></tr>
+<tr><td>μόνη όχι, δυο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε· </td><td align="right"> 335</td></tr>
+<tr><td>και προς τον θείον αοιδόν δακρύζοντας αυτά 'πε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Φήμιε, πολλ' άλλα εγνώριζες, 'που τους θνητούς μαγεύουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσα εξυμνούν οι αοιδοί, θεών και ανθρώπων έργα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έν' απ' αυτά τραγούδα τους, καθήμενος σιμά τους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνοι ας πίνουν ήσυχα· και τούτο παύε τ' άσμα </td><td align="right"> 340</td></tr>
+<tr><td>το θλιβερό, 'που πάντοτε μου σχίζει την καρδία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι 'ς εμένα μάλιστα ακοίμητη 'ναι η λύπη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γιατί ενθυμούμαι και ποθώ την κεφαλήν εκείνου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που 'ς την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος· «Μητέρα, δεν αφίνεις </td><td align="right"> 345</td></tr>
+<tr><td>τον ποθητόν μας αοιδόν να τέρπη ως θέλει ο νους του;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αίτιοι δεν είν' οι αοιδοί, μόν' αίτιος είν' ο Δίας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού εις καθένα των θνητών των σιτοφάγων δίδει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως εκείνος βούλεται· ποσώς δεν έχει κρίμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτος εάν των Δαναών ψάλλη την μαύρη μοίρα· </td><td align="right"> 350</td></tr>
+<tr><td>ότι επαινούν οι άνθρωποι μάλιστα εκείνο τ' άσμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που εις όσους τ' ακροάζονται νεώτατο αντηχάει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την καρδιά σου σφίξε συ, με υπομονή ν' ακούης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δεν εχάθ' η επιστροφή μόνου του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μες την Τρωάδ', αλλά πολλοί άλλοι εχαθήκαν άνδρες. </td><td align="right"> 355</td></tr>
+<tr><td>αλλ' άμε σπίτι, έχε 'ς τον νου τα έργα τα δικά σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την αλακάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταζε ταις δούλαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να εργάζωνται, και αμ' άφησε για λόγους να φροντίζουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι άνδρες, κ' εγώ μάλιστα, 'που 'μαι 'ς το σπίτι ο κύριος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Θαύμασε αυτή κ' εγύρισε 'ς το σπίτι, γιατί εδέχθη </td><td align="right"> 360</td></tr>
+<tr><td>εις την καρδιά τον φρόνιμο τον λόγο του παιδιού της·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκε με ταις γυναίκαις έκλαιε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον ποθητόν της Οδυσσηά, έως ότου γλυκόν ύπνο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν, </td><td align="right"> 365</td></tr>
+<tr><td>κ' ευχήθηκε ο καθένας τους σιμά της να πλαγιάση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο συνετός Τηλέμαχος τον λόγον 'πήρε κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Υβριστικοί και απόκοτοι μνηστήρες της μητρός μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την τράπεζ' ας τερπώμασθε για τώρα, και αμ' ας παύση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο βοητός' κ' είν' εύμορφο τέτοιον αοιδόν ν' ακούης, </td><td align="right"> 370</td></tr>
+<tr><td>ως είναι αυτός, 'που των θεών εις την φωνήν ομοιάζει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άμα φέξ', εις σύνοδο θε να καθίσουμ' όλοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να σας κηρύξω φανερά το σπίτι μου ν' αφήστε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δείπνους αλλού ζητήσετε· τρώγετε τα δικά σας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' ανταλλαγή πηγαίνοντας καθείς 'ς το σπίτι τ' άλλου· </td><td align="right"> 375</td></tr>
+<tr><td>και αν πάλιν σεις ευρίσκετε καλό και δίκαιο τούτο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ανθρώπου ενός απλέρωτα να φθείρετ' η ουσία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θερίζετε· και βοηθούς εγώ τους αθανάτους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα κράξω, την εκδίκησιν ίσως μου δώση ο Δίας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έτσι εδώ μέσ' απλέρωτα κατόπι αφανισθήτε». </td><td align="right"> 380</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θαύμαζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά μιλούσε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος εστράφη και του είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τηλέμαχ', άσφαλτ' οι θεοί οι ίδιοι σε διδάχνουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τους λόγους υπερήφανος και θαρρετός να γίνης· </td><td align="right"> 385</td></tr>
+<tr><td>μη τύχη 'ς την περίβρεκτην Ιθάκην ο Κρονίδης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σε καταστήση βασιληά, 'που το 'χεις πατρικό σου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αντίνοε, κείνο, 'που θα 'πω, θα κατακρίνης τάχα;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν τούτ' ο Δίας μου 'δινεν, ήθελ' εγώ το πάρω· </td><td align="right"> 390</td></tr>
+<tr><td>αχρείον μη σου φαίνεται για τους ανθρώπους τούτο;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πράγμα δεν είναι, όχι, κακό, τινάς να βασιλεύη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλουταίνει ευθύς το σπίτι του, δοξάζεται κ' εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' είναι και άλλοι Αχαιοί πολλοί μες την Ιθάκη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βασιλείς, νησί και γέροντες, και τούτων κάποιος θα 'χη </td><td align="right"> 395</td></tr>
+<tr><td>το σκήπτρον, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά εγώ 'ς το σπίτι μου θα ορίζω και εις τους δούλους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που μου 'καμε ληστεύοντας ο θείος Οδυσσέας».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Του απάντησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τηλέμαχ', εις την δύναμι των αθανάτων μένει </td><td align="right"> 400</td></tr>
+<tr><td>των Αχαιών ποιος βασιληάς θε να 'ναι εις την Ιθάκη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως κύριος συ το έχει σου, τα σπίτια σου να ορίζης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μήδ' άνθρωπος τα κτήματα τολμήση να σ' αρπάξη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με βίαν, ως που κατοικούν άνθρωποι 'ς την Ιθάκη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά συ θέλω να μου 'πης, καλέ μου, για τον ξένο· </td><td align="right"> 405</td></tr>
+<tr><td>ο άνθρωπος πόθεν έρχεται; και από ποιο μέρος λέγει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' είναι; που το γένος του, το πατρικό του χώμα;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη φέρει κάποιαν είδησι 'που θα φθάση ο πατέρας;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή έρχετ' εδώ γι' ανάγκη του δική του να φροντίση;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πώς πήρε κ' έφυγ' έξαφνα! ουδ' έμεινεν ολίγο </td><td align="right"> 410</td></tr>
+<tr><td>να γνωρισθή· και πρόστυχος δεν ώμοιασε 'ς την όψι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ευρύμαχ', η επιστροφή εχάθη του πατρός μου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ώστ' ούτε πλέον είδησι πιστεύω, αν κάπουθ' έλθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε μαντεύματα ψηφώ αν τύχη και η μητέρα </td><td align="right"> 415</td></tr>
+<tr><td>μάντιν καλεί 'ς το μέγαρο, κ' εκείνον ερωτάει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είναι μου τούτος πατρικός ξένος από την Τάφο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιέται τ' Αγχιάλου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οτ' είν' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και όμως την θεάν αυτός είχε γνωρίσει· </td><td align="right"> 420</td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνοι πάλι 'ς τον χορό, και 'ς το γλυκό τραγούδι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γύρισαν, κ' εξεφάντοναν το εσπέρας ως να φθάση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ακόμη ως εξεφάντοναν τους εύρηκε το εσπέρας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε καθείς 'ς τα σπίτια τους επήγαν να πλαγιάσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως και ο Τηλέμαχος εκεί, 'που ο θάλαμος του εκτίσθη, </td><td align="right"> 425</td></tr>
+<tr><td>εις ανοικτό της εύμορφης αυλής κ' υψηλό μέρος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την κλίνη ανέβηκε, πολλά 'ς τον νου του ανακινώντας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον ακολούθα κ' έφερνε λαμπάδαις αναμμέναις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η θυγατέρα η χρήσιμη του Ώπα Πεισηνορίδη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ευρύκλεια, 'που 'χεν άλλοτε ο Λαέρτης κορασίδα </td><td align="right"> 430</td></tr>
+<tr><td>την αποκτήσει μ' είκοσιν από εδικά του βώδια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ίσια με την χρήσιμη συμβία την ετίμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ ποτέ την φίλησε, μη παροργίση εκείνην.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτή σιμά του έφερνε το φως, και τον αγάπα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από ταις δούλαις έξοχα, κ' είχε τον θρέψει βρέφος. </td><td align="right"> 435</td></tr>
+<tr><td>του τεχνικού θαλάμου του άνοιξε αυτός ταις θύραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την κλίνη εκάθισ', έβγαλε τον μαλακό χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έβαλ' αυτόν 'ς της φρόνιμης γερόντισσας τα χέρια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού τον δίπλωσ' εύμορφα τον κρέμασεν η γραία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το ξυλοκάρφι, εκεί σιμά 'ς την τορνευμένη κλίνη. </td><td align="right"> 440</td></tr>
+<tr><td>κ' εβγήκε από τον θάλαμο, με τ' αργυρό κουλούρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την θύρα έσυρε κ' έδεσε με το λουρί τον σύρτη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνος μέσ' ολονυκτής εις τ' άνθος του προβάτου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον δρόμο, 'που του εδίδαξεν η Αθήνη, είχε 'ς τον νου του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td><b>Ραψωδία Β</b></td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθου κόρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από την κλίνη εγέρθηκεν ο γόνος τ' Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενδύθη και το κοφτερό 'ς τον ώμον έζωσε ξίφος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων. </td><td align="right"> 5</td></tr>
+<tr><td>τους ψιλοφώνους κήρυκαις πρόσταξεν εν τω άμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτοί κηρύτταν, και γοργά συνάζονταν εκείνοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκίνησε εις την σύνοδο, και το κοντάρι εκράτει, </td><td align="right"> 10</td></tr>
+<tr><td>όχι μόνος· γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτόν με χάρι αμίλητη περιέχυνεν η Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλ' οι λαοί τον θαύμαζαν ως έρχονταν· 'ς την έδρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάθισ' εκείνος του πατρός και οι γέροι έδωκαν τόπο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο ήρωας 'ς αυτούς άρχισεν Αυγύπτιος ν' αγορεύη, </td><td align="right"> 15</td></tr>
+<tr><td>'που από τα γέρα ήταν σκυφτός κ' είχ' άπειρα 'ς τον νου του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι παιδί του αγαπητό 'ς το Ίλιον είχε πάει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τον ισόθεον Οδυσσηά, 'ς τα βαθουλά καράβια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο λογχοφόρος Άντιφος, 'που ο Κύκλωπας ο άγριος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φόνευσε κ' έφαγ' ύστερον 'ς τ' άντρο βαθύ για δείπνο. </td><td align="right"> 20</td></tr>
+<tr><td>του έμεναν τρεις· ο Ευρύνομος με τους μνηστήραις ήταν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' οι άλλοι δύο πρόσεχαν τους πατρικούς αγρούς τους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όμως αναλησμόνητον πικρά τον έκλαι' ακόμη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γι' αυτόν τότε δακρύζοντας τον λόγον πήρε κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω· </td><td align="right"> 25</td></tr>
+<tr><td>σύνοδος πλειά δεν έγεινε δική μας ή συνέδριο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' ότε ο θείος Οδυσσηάς εμίσεψε 'ς τα πλοία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα ποιος μας κάλεσε; ποιος τόσην έχει χρείαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είτε των νέων είν' αυτός είτ' είναι των γερόντων;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>στράτευμα μήπως άκουσεν ότ' έρχετ' εδώ πέρα, </td><td align="right"> 30</td></tr>
+<tr><td>και πρώτος αφού το 'μαθε θα μας το φανερώση;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή άλλο πράγμα του κοινού θα 'πή και θα εξηγήση;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χρηστός θα 'ναι, μου φαίνεται, κ' ευλογητός· ο Δίας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να του χαρίση το καλόν όπ' αγαπά η ψυχή του».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος 'ς τον κλήδονα εχάρη· </td><td align="right"> 35</td></tr>
+<tr><td>και αμ' εσηκώθη, πρόθυμος να πάρη ευθύς τον λόγο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την μέση τους· και του 'βαλε το σκήπτρον εις το χέρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο κήρυκας Πεισήνορας, γνώσες και νου γεμάτος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προς τον γέρον έστρεψε τον λόγο πρώτα κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Γέρε, είν' ο άνθρωπος σιμά, —αμέσως θα τον μάθης— </td><td align="right"> 40</td></tr>
+<tr><td>'που τον λαό συνάθροισα· μέ πρώτον σφάζει ο πόνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτ' άκουσα για στράτευμα πως έρχετ' εδώ πέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που πρώτος αφού το 'μαθα να σας το φανερώσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>α[ο]ύτ' άλλο πράγμα του κοινού θα 'πω και θα εξηγήσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά δικό μου πάθημα που μου 'πεσε 'ς το σπίτι, </td><td align="right"> 45</td></tr>
+<tr><td>διπλό· πατέρα έχασα λαμπρόν, που εις όσους βλέπω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εσάς εδώ βασίλευεν ήμερα ωσάν πατέρας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρ' άλλο χειρότερο πολύ, 'που θα ερημώση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το σπίτι μ' όλο σύντομα, το βιο μου όλο θα σβήση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μνηστήρες ήλθαν κ' έπεσαν 'ς την άθελη μητέρα, </td><td align="right"> 50</td></tr>
+<tr><td>υιοί των όσ' υπάρχουσι 'ς τον τόπο μεγιστάνες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού 'ς το σπίτι του πατρός να υπάγουν, του Ικαρίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τρομάζουν, που 'θελεν αυτός την κόρη του προικίση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εις όποιον θα του άρεγε καλήτερα την δώση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνοι εδώ 'ς το σπίτι μας ολοκαιρής γυρίζουν, </td><td align="right"> 55</td></tr>
+<tr><td>και βώδια σφάζοντας, αρνιά και γίδια σαρκωμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συντρώγουν και το φλογερό κρασί μου καταπίνουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χαμένα, και όλα φθείρουν τα· ότι άνδρας δεν υπάρχει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τέτοιος ως ήταν ο Οδυσσηάς, το σπίτι αυτό να σώση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμείς δεν είμασθε αρκετοί· πιστεύω και κατόπι </td><td align="right"> 60</td></tr>
+<tr><td>θέλει φανούμ' ελεινοί και αδίδακτοι 'ς τα όπλα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θ' αντιστεκόμουν δύναμιν αν είχα εγώ κοντά μου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι γίνοντ' έργ' αβάστακτα· παρ' άσχημ' αφανίσθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το σπίτι μου· και μόνοι σας τ' άδικον αισθανθήτε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' εντραπήτε τους λαούς, 'που γύρω γειτονεύουν, </td><td align="right"> 65</td></tr>
+<tr><td>και φοβηθήτε την οργή των αθανάτων, μήπως</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα έργα θεομίσητα 'ς την κεφαλή σας ρίξουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έτσι βοηθούς να λάβετε τον Δία και την Θέμι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που των ανδρών ταις σύναξες καθίζει αυτή και λύει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παύσετε, φίλοι, αφήτε με να φθείρομαι 'ς την λύπη </td><td align="right"> 70</td></tr>
+<tr><td>μόνος, αν μη ο ένδοξος πατέρας μου Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους Αχαιούς αδίκησε μ' έχθρητα, και για τούτο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' έχθρα τ' ανταποδίδετε κ' εμέ τώρ' αδικείτε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τούτους εμψυχόνετε· θα σύμφερνεν εμένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να τρώτ' εσείς τους θησαυρούς και όλα τα κινητά μου· </td><td align="right"> 75</td></tr>
+<tr><td>και αν ήσθ' εσείς, απόδοσι θε να 'λπιζα μια μέρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι με λόγια καρδιακά 'ς την πόλι εδώ καθέναν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα σας παρακαλούσαμεν, ως όλα ν' αποδόστε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οδύναις τώρ' αγιάτρευταις μου εμπήξετε 'ς τα σπλάχνα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Μ' οργήν αυτά 'πε και έρριξε κατά την γη το σκήπτρο, </td><td align="right"> 80</td></tr>
+<tr><td>κ' έβγαλε δάκρυα· και ο λαός όλος αισθάνθη λύπη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλοι οι άλλοι εσίγησαν ουδέ κανείς ετόλμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σκληρή προς τον Τηλέμαχον απάντησι να δώση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μόνος ο Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητε, τι λέγεις! </td><td align="right"> 85</td></tr>
+<tr><td>μας εξυβρίζεις, όνειδος 'ς εμάς να ρίξης θέλεις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δεν σου πταιν των Αχαιών παντάπασ' οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' η γλυκειά μητέρα σου, 'που 'ναι σοφή 'ς τους δόλους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι τρεις χρόνοι πέρασαν και ο τέταρτος θα κλείση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' ότε αυτή των Αχαιών την γνώμην γελοπαίζει. </td><td align="right"> 90</td></tr>
+<tr><td>'ς όλους ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τα μηνύματα· και νους καθ' άλλο μελετάει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τούτο τ' άλλο τέχνασμα σοφίσθη αυτή κ' ευρήκε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πανί μεγάλον έστησε 'ς τα μέγαρα να υφάνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε· ω νέοι </td><td align="right"> 95</td></tr>
+<tr><td>μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον γάμο μη μου βιάζετε· σταθήτε, ως ν' αποκάμω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, </td><td align="right"> 100</td></tr>
+<tr><td>των Αχαιίδων μη καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε όλ' ημέρα το πανί το μέγα ύφαιν' εκείνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και νύκτα το ξεΰφαινε 'ς την λάμψιν των λαμπάδων. </td><td align="right"> 105</td></tr>
+<tr><td>έτσι με απάτη ξέφυγε τρεις χρόνους, κ' έπειθ' όλους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους Αχαιούς· τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μας τα 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ηύραμε αυτήν 'που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έτσι τ' αποτελείωσεν, αθέλητ', εξ ανάγκης. </td><td align="right"> 110</td></tr>
+<tr><td>και την εξής απάντησι σου δίδουν οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συ να την μάθης, και άμα εδώ των Αχαιών τα πλήθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα γονικά την μάννα σου προβόδα, και άνδρ' ας πάρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όποιον θέλη ο πατέρας της κ' εκείνη προτιμήση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν μελετά τους Αχαιούς πολύ να βασανίση, </td><td align="right"> 115</td></tr>
+<tr><td>με τα δώρα 'που επλούτισεν η Αθήνη την ψυχή της,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' έργα 'που ηξεύρει αξιόλογα, με νου λαμπρό 'που ευρίσκει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τεχνάσματ', όσα ουδέ ποτέ των παλαιών καμμία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλοπλοκάμων Αχαιών ακούσθη να γνωρίζη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είτ' η Αλκμήνη, είτ' η Τυρώ, είτε η καλή Μυκήνη,— </td><td align="right"> 120</td></tr>
+<tr><td>οπού καμμιά δεν ώμοιασε 'ς το νου της Πηνελόπης,—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμως, αν όλα εγνώρισε, τούτο σωστά δεν κρίνει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι το βιο, τα πλούτη σου, να τρώγουν δεν θα παύσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσο 'που εκείνη έχει τον νουν αυτόν 'που μες τα στήθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της βάζουν οι αθάνατοι· 'ς τον εαυτόν της φήμην </td><td align="right"> 125</td></tr>
+<tr><td>μεγάλην παίρνει, αλλ' αφαιρεί πολύν εσένα πλούτον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ θα πάμε εις τους αγρούς εμείς ή αλλού, πριν κείνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λάβη άνδρ' από τους Αχαιούς, όποιον και αν προτιμήση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του· «Αντίνοε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν γίνεται απ' το σπίτι μου εγώ να διώξω εκείνην, </td><td align="right"> 130</td></tr>
+<tr><td>'που εγέννησέ με κ' έθρεψε· λείπει ο πατέρας, είτε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ζη κείνος είτ' απέθανε· και αν διώξω την μητέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μεγάλην τότε πληρωμήν ο Ικάριος θα μου πάρη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κακά θα πάθω και απ' αυτόν, και άλλα ο θεός θα δώση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των εριννύων την οργή, 'που θα μου κράξ' η μάννα, </td><td align="right"> 135</td></tr>
+<tr><td>βγαίνοντας απ' το σπίτι μου· και ομού του κόσμου θα 'χω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' όνειδος· ώστε δεν θα 'πω ποτέ μου τέτοιον λόγο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν η ψυχή σας μόνη της το κρίμα της γνωρίζει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα μέγαρά μου αφήσετε, δείπνους αλλού ζητάτε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' το δικό σας τρώγετε, καθείς 'ς το σπίτι τ' άλλου. </td><td align="right"> 140</td></tr>
+<tr><td>και αν πάλιν σεις ευρίσκετε καλό και δίκαιο τούτο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ανθρώπου ενός απλέρωτα να φθείρετ' η ουσία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θερίζετε· και βοηθούς εγώ τους αθανάτους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα κράξω, την εκδίκησιν ίσως μου δώση ο Δίας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όμοια 'δω μέσ' απλέρωτα και σεις αφανισθήτε». </td><td align="right"> 145</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, κ' ευθύς του 'στειλε ο βροντόφωνος Κρονίδης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δύ' αετούς απ' την κορφή του όρους να πετάξουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτοί για ολίγο επέτονταν εις ταις πνοαίς τ' ανέμου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με ταις φτερούγαις τεντωταίς, ο ένας σιμά 'ς τον άλλο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' ήλθαν 'ς την πολύφωνη την σύνοδο, 'ς την μέση, </td><td align="right"> 150</td></tr>
+<tr><td>με συχνοφτερουγιάσματα τότ' εστριφογυρίσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλων αυτών ταις κεφαλαίς θανατηφόρα εκύτταν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με τα νύχια ως έσχισαν ταις όψες, τους λαιμούς τους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεξιά' φυγαν διαβαίνοντας τα σπίτια και την πόλι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα όρνεα κείνοι εθαύμασαν 'που εφάνηκαν εμπρός τους, </td><td align="right"> 155</td></tr>
+<tr><td>και όλο εκινούσαν 'ς την ψυχή τα έμελλαν να γείνουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο γέρος τους αγόρευσεν, ο ήρωας Αλιθέρσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Μαστορίδης, 'π' έξοχος των ομηλίκων ήταν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των όρνεων εις την γνώρισι κ' εις το να προμαντεύη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε· </td><td align="right"> 160</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και των μνηστήρων μάλιστα τούτα εξηγώ και λέγω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γιατί 'ς αυτούς μέγα κακό θα πέση· δεν θα μείνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Οδυσσηάς πολύν καιρό μακράν των ποθητών του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήδη κοντά 'ναι και όλεθρο 'ς όλους αυτούς φυτεύει· </td><td align="right"> 165</td></tr>
+<tr><td>και άλλοι εγκάτοικοι πολλοί της φωτεινής Ιθάκης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα πάθουμε· αλλά σύγκαιρα πολύ να βουλευθούμε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πώς να τους εμποδίσουμεν, ή εκείνοι ας παύσουν πρώτοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι καλό παντάπασι γι' αυτούς τούτο δεν είναι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν προμαντεύω ανήξερος, αλλά καλά γνωρίζω· </td><td align="right"> 170</td></tr>
+<tr><td>και λέγ' ότι τελειωθήκαν εκείνου όσα τότ' είχα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του προειπή, 'σαν ώρμησαν 'ς το Ίλιον οι Αργείοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ανέβη και ο πολύγνωμος μ' εκείνους Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είπ', αφού πάθη πάμπολλα, και χάση τους συντρόφους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το εικοστόν έτος, άγνωστος εις όλους, θα επανέλθη </td><td align="right"> 175</td></tr>
+<tr><td>εις την πατρίδα· και όλ' αυτά ιδού λαμβάνουν τέλος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο Ευρύμαχος απάντησε, το τέκνο του Πολύβου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω γέροντ', έλα πήγαινε σπίτι σου, των παιδιών σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να προμαντεύης, μη κακό τους εύρη αυτού κατόπι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είμ' εγώ μάντις εις αυτά πολύ καλήτερός σου. </td><td align="right"> 180</td></tr>
+<tr><td>όρνεα πολλά 'ναι όπου πετούν 'ς τον ήλιον αποκάτω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλα δεν είναι μαντικά· κ' εχάθ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πέρα, που να 'χες συντριφθή και συ μαζή μ' εκείνον.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τότ' εδώ δεν θα 'λεγες ταις τόσαις προμαντείαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδ' έτσι τον Τηλέμαχο θα εκέντας 'ς την οργή του, </td><td align="right"> 185</td></tr>
+<tr><td>για δώρα, οπού 'ς το σπίτι σου να στείλη αυτός ελπίζεις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά θα σ' είπω φανερά, και ό,τι θα 'πω θα γείνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν συ, 'που ηξεύρεις και πολλά και παλαιά, τον νέον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παρακινήσης 'ς την οργή με λόγια αυτόν πλανώντας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνου τα παθήματα μάθε που θε ν' αυξήσουν, </td><td align="right"> 190</td></tr>
+<tr><td>και τίποτ' εξ αιτίας σου δεν θέλει κατορθώσει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και σένα πρόστιμο βαρύ θα βάλουμεν, ω γέρε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'π' όταν πληρώσης, μέσα σου πολύ θ' αδημονήσης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον Τηλέμαχον, εμπρός 'ς όλους, θα συμβουλεύσω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να υπάγη εις τον πατέρα της ας είπη της μητρός του· </td><td align="right"> 195</td></tr>
+<tr><td>τον γάμο αυτοί θα κάμουσι, και θα ετοιμάσουν δώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολλότατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως τότε θέλει ακολουθούν την βαρετή μνηστεία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι Αχαιοί, γιατί κανείς, θαρρώ, δεν μας φοβίζει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε ο Τηλέμαχος αυτός, και ας είναι πολυλόγος. </td><td align="right"> 200</td></tr>
+<tr><td>ουδέ ψηφούμε, γέροντα, τα όσα προμαντεύεις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τα χαμένα, και αποκτάς σφοδρότερο το μίσος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα καλά του ελεεινά και αγύριστα θα τρώγουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσον αυτή 'ς τους Αχαιούς τον γάμο αργοποράει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ολοκαιρής προσμένοντας εμείς φιλονεικούμε </td><td align="right"> 205</td></tr>
+<tr><td>για τούτην 'που 'ναι ασύγκριτη, και δεν ζητούμεν άλλαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όποιαν καθένας απ' εμάς να νυμφευθή ταιριάζει».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ευρύμαχε, κ' οι επίλοιποι σεις θαυμαστοί μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σας ούτε πλειά παρακαλώ για τούτα, ούτ' ομιλάω· </td><td align="right"> 210</td></tr>
+<tr><td>ότ' ήδη κ' οι αθάνατοι και όλ' οι Αχαιοί τα ξεύρουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά δόστε μου ογλήγορο καράβι και συντρόφους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είκοσι, να με φέρουσιν εις το 'να μέρος, 'ς τ' άλλο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι 'ς την Σπάρτη θε να βγω και στην αμμώδη Πύλο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθω αν θα 'λθη, </td><td align="right"> 215</td></tr>
+<tr><td>ή των θνητών κάποιος μου ειπή ή την φωνήν ακούσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που από τον Δί' ερχόμενη γεννοβολά την φήμη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν ο πατέρας ότι ζη και θα γυρίση ακούσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε, και ας στενοχωρηθώ, έν έτος θα υπομείνω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν πάλιν ότι απέθανεν ακούσω και ότι εχάθη, </td><td align="right"> 220</td></tr>
+<tr><td>θε να 'λθω τότε 'ς την γλυκειά την γη την πατρική μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μνήμα θα υψώσω του πατρός, κ' εντάφια, ως πρέπει, δώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολλά θα δώσω, κ' ύστερ' υπανδρεύω την μητέρα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και άμ' εκάθισε· και ο Μέντορας 'ς εκείνους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σηκώθη, 'που 'χε σύντροφον ο άψεγος Οδυσσέας, </td><td align="right"> 225</td></tr>
+<tr><td>και φεύγοντας 'ς τα χέρια του το σπίτι του είχε αφήσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να πείθενται 'ς τον γέροντα, και να τηρή τα πάντα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλειά σκηπτροφόρος βασιληάς να μη φανή κανένας </td><td align="right"> 230</td></tr>
+<tr><td>γλυκός, καλοπροαίρετος, και δίκαιος και πράος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ας είναι σκληρότροπος και τ' άνομα να πράζη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού τον θείον Οδυσσηά κανένας δεν θυμάται</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τους λαούς, 'που βασιληά τον είχαν και πατέρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ ποσώς ξενίζομαι 'ς τους ανδρικούς μνηστήραις, </td><td align="right"> 235</td></tr>
+<tr><td>αν κάμνουν έργ' αρπατικά μ' επίβουλη την γνώμη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι αν αρπάζουν τ' Οδυσσηά και τρώγουσι το σπίτι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παίζουν με τα κεφάλια τους και λεν 'π' αυτός δεν θά 'λθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τον επίλοιπον λαόν αγανακτώ, πώς όλοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άφωνοι κάθεσθε, και ουδέ με λόγια καν κτυπάτε, </td><td align="right"> 240</td></tr>
+<tr><td>για να δαμάσετε οι πολλοί τους μετρητούς μνηστήραις».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο Ευηνορίδης Λειώκρητος απάντησεν εκείνου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μέντορα ελεεινότατε, μωρότατε, τι είπες!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σπρώχνεις να μας δαμάσουσι, κ' είναι βαρύς ο αγώνας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για το τραπέζι αν κτυπηθούν με τους πολλούς οι ολίγοι· </td><td align="right"> 245</td></tr>
+<tr><td>και αν ο Ιθακήσιος Οδυσσηάς εκείνος ήθελ' έλθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ήθελ' από το μέγαρο να διώξη επιχειρήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το δώμα ενώ φαγοποτούν, τους θαυμαστούς μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδ' η γυνή του θα 'χαιρε πως ήλθε ο ποθητός της,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άσχημο θα 'λάμβανε το τέλος εις τον τόπο, </td><td align="right"> 250</td></tr>
+<tr><td>αν εκτυπιόνταν με πολλούς· κ' είν' άτακτα όσα είπες.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και σεις, λαοί, 'ς έργα σας καθένας σκορπισθήτε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τούτου θα ετοιμάσουσι το μίσεμ' ο Αλιθέρσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο Μέντορας, οι πατρικοί φίλοι του· αλλά πιστεύω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολύν καιρό θα κάθεται μηνύματα ν' ακούη </td><td align="right"> 255</td></tr>
+<tr><td>εις την Ιθάκη, ουδέ ποτέ θα κάμη το ταξείδι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε κ' εδιάλυσε την σύνοδο μ' ασπούδα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνοι εδιασκορπισθήκαν 'ς σπίτια τους καθένας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς τ' Οδυσσηά τα δώματα κίνησαν οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εσύρθηκε ο Τηλέμαχος μακράν εις τ' ακρογιάλι, </td><td align="right"> 260</td></tr>
+<tr><td>με άρμη εχερονίφθηκε κ' εύχονταν της Αθήνης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Άκου με, 'που 'λθες χθες θεός εις το δικό μου σπίτι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμέ τα μαύρα πέλαγα παράγγειλες να σχίσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθω αν θα 'λθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ιδού 'που τώρ' οι Αχαιοί τούτ' όλα μου εμποδίζουν, </td><td align="right"> 265</td></tr>
+<tr><td>κ' εξόχως η αποκοτιά των υβριστών μνηστήρων».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ευχήθη, και άμ' η Αθήνα εκεί σιμά του εφάνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' όλη ωμοιώθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τηλέμαχε', ουδ' ανόητος ουδ' άνανδρος κατόπι </td><td align="right"> 270</td></tr>
+<tr><td>θε να 'σαι, αν έχης στάλαγμα της πατρικής ανδρείας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως αυτός ήταν καλός 'ς τα έργα και 'ς στους λόγους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε δεν ματαιόνεται, θα γείνη, το ταξείδι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν γόνος κείνου δεν είσαι και της Πηνελοπείας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κανέν' απ' όσα επιθυμείς, θαρρώ, δεν θα τελειώσης· </td><td align="right"> 275</td></tr>
+<tr><td>ότ' είν' ολίγα τα παιδιά, 'που του πατρός ομοιάζουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χειρότεροι 'ναι οι πλειότεροι, καλήτεροί 'ναι ολίγοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού δεν θα 'σαι ανόητος ούδ' άνανδρος κατόπι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ καθόλου σ' άφησε η γνώσι τ' Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα έργα τούτα πάντεχε 'που θα τα κατορθώσης. </td><td align="right"> 280</td></tr>
+<tr><td>για τούτο αψήφα την βουλή συ των μωρών μνηστήρων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γνώσι και νου δεν έχουσι, και δίκαιο δεν γνωρίζουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν ξεύρουν 'που 'ναι τους κοντά ο θάνατος κ' η μαύρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μοίρα, 'π' όλους μονήμερα θα τους εξολοθρεύση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το ταξείδι, οπού ζητείς, πολύ δεν θέλει αργήση· </td><td align="right"> 285</td></tr>
+<tr><td>φίλος σου εγώ 'μαι πατρικός και τέτοιος, 'που καράβι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα σου ετοιμάσω ογλήγορα, κ' εγώ μαζή σου θα 'λθω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άμε συ 'ς το σπίτι σου, σμίγε με τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ταις τροφαίς ετοίμασε και κλείσε ταις 'ς τ' αγγεία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις ταις λαγήναις το κρασί, τ' αλεύρι, των ανθρώπων </td><td align="right"> 290</td></tr>
+<tr><td>μεδούλι, εις πυκνά δέρματα· και απ' τον λαόν συντρόφους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα πάρω θεληματικούς· κ' είναι πολλά καράβια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις της Ιθάκης το νησί, και παλαιά και νέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το διαλεκτότερο απ' αυτά θα σου εύρω ν' αρματώσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς το ρίχνουμε έπειτα 'ς τα διάπλατα πελάγη». </td><td align="right"> 295</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε η κόρη του Διός, η Αθήνη· κ' εσηκώθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμ' άκουσ' ο Τηλέμαχος την θεϊκή φωνή της.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προς το σπίτι εβάδισε με την ψυχή θλιμμένη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εύρεν αυτού 'ς τα μέγαρα τους ανδρικούς μνηστήραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'πού γίδια σχίζαν 'ς την αυλή και χοίρους καψαλίζαν. </td><td align="right"> 300</td></tr>
+<tr><td>κ' ίσια προς τον Τηλέμαχον ο Αντίνοος γελώντας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθε, το χέρι του 'πιασεν, ωνόμασέ τον κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητε 'ς τον νου σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη βάζης άλλο τι κακόν, είτ' έργον είτε λόγον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά τρώγε και πίνε μου 'σαν πρώτα· θα σου κάμουν </td><td align="right"> 305</td></tr>
+<tr><td>ό,τι ζητείς οι Αχαιοί, καράβι, κουπηλάταις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλούς, να φθάσης γλήγορα 'ς την Πύλο την αγία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως ζητήσης άκουσμα του θαυμαστού πατρός σου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αντίνοε, δεν γίνεται με σας, 'που αυθάδεις είσθε, </td><td align="right"> 310</td></tr>
+<tr><td>εις το τραπέζι αμέριμνα να ευφράνω την ψυχή μου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δεν αρκεί 'που εφθείρετε τόσα καλά δικά μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολύτιμα, όσο ανήλικος ήμουν εγώ, μνηστήρες;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα οπ' άνδρας έγεινα, και ακούοντας τους άλλους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πληροφορούμαι, κ' η ψυχή μέσα μου δυναμόνει, </td><td align="right"> 315</td></tr>
+<tr><td>μαύραις ημέραις εις εσάς να φέρω θα πασχίσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Πύλο είτε πηγαίνοντας, ή εδώ μες την Ιθάκη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα πάω — δεν ματαιόνεται, θα γείνη το ταξείδι—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως επιβάτης, επειδή κουπηλατών και πλοίου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κύριος δεν είμαι, αφού καλό και τούτο σας εφάνη». </td><td align="right"> 320</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, το χέρι του έσυρε απ' το χέρι τ' Αντινόου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εύκολα· κ' εσυγύριζαν το γεύμ' αυτού οι μνηστήρες</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκακολόγουν τον αυτοί κ' εμπαίζαν μεταξύ τους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από τους νηούς τους υβρισταίς έλεγε κάποιος τούτα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αλάθευτα ο Τηλέμαχος μας ετοιμάζει φόνον, </td><td align="right"> 325</td></tr>
+<tr><td>είτε θα φέρη βοηθούς απ' την αμμώδη Πύλο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είτε απ' την Σπάρτην, επειδή και ορμή δείχνει μεγάλη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μην ίσως και 'ς την Έφυρα, το καρποφόρο χώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα πάη, κείθε θανάσιμα να φέρη εδώ βοτάνια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εις τον κρατήρα ρίξη τα και όλους μας θανατώση». </td><td align="right"> 330</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και πάλιν άλλος υβριστής έλεγε· «Ποιος ηξεύρει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εάν και αυτός 'ς το βαθουλό καράβι θα πλανάται</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μακράν των φίλων και χαθή, ωσάν τον Οδυσσέα;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις κόπους θα μας έβαζε τότε, να μοιρασθούμε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα κτήματ' όλα, αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, </td><td align="right"> 335</td></tr>
+<tr><td>να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που ήθε την πάρη νύμφη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και εις του πατρός το υψηλό θάλαμο αυτός κατέβη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλατύν, όπ' ήσαν σωρευτά χάλκωμα και χρυσάφι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τ' αρμάρια τα φορέματα, και περισσά τα μύρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μέσα παλαιού κρασιού γλυκύτατου πιθάρια </td><td align="right"> 340</td></tr>
+<tr><td>στέκονταν, όλα γεμιστά θείο πιοτό και ακράτο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον τοίχο αράδα κολλητά, αν ίσως καί ποτ' έλθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την πατρίδ' ο Οδυσσηάς, 'ς το τέλος των δεινών του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σανίδαις είχε δίφυλλαις πυκνά συναρμοσμέναις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ημέρα νύκτα ευρίσκονταν κελλάρισσα γυναίκα </td><td align="right"> 345</td></tr>
+<tr><td>αυτού, 'π' όλα τα εφύλαγε, με προσοχή, με γνώσι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Ευρύκλεια, 'που 'ταν γέννημα τ' Ώπα Πεισηνορίδη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον θάλαμο ο Τηλέμαχος έκραξε αυτήν και είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μάννα, έλα βάλε μου κρασί γλυκό μες τα λαγήνια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το νόστιμον, έξω απ' αυτό, 'που συ φυλάς για κείνον </td><td align="right"> 350</td></tr>
+<tr><td>τον άμοιρον, ότι θαρρείς πως κάποθ' ίσως θα 'λθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο διογενής ο Οδυσσηάς, τον θάνατον αν φύγη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και γέμισέ μου δώδεκα, και άμ' όλα σφάλισέ τα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αλεύρια 'ς τα καλόρραφτα δερμάτια να μου χύσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να γείνουν μέτρα είκοσι μυλαλεσμένο αστάχυ. </td><td align="right"> 355</td></tr>
+<tr><td>και γνώριζέ τα μόνη σου· και όλα μαζή να τα 'χης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι θε να 'λθω αποσπερής να τα σηκώσω, οπόταν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θε ν' αναιβή 'ς τ' ανώγια της ν' αναπαυθή η μητέρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι θα πάω 'ς την Σπάρτη εγώ και 'ς την αμμώδη Πύλο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο αγαπητός πατέρας μου ν' ακούσω αν θα γυρίση». </td><td align="right"> 360</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, κ' η Ευρύκλεια θρήνησεν, η αγαπητή βυζάστρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κλαίοντας του μίλησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Και πώς, παιδί μου, ο στοχασμός 'ςτον νου σου αυτός γεννήθη;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με ποιον τρόπο θε να πας της γης εις τόσο μάκρος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που 'σαι μονάκριβος υιός! και απ' την πατρίδα πέρα </td><td align="right"> 365</td></tr>
+<tr><td>εχάθ' εις άγνωστους λαούς ο θείος Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτοί θα σ' επιβουλευθούν με δόλο, άμ' εσύ φύγης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να σ' αφανίσουν, και όλ' αυτά να μοιρασθούν εκείνοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά κάθου 'ς το σπίτι σου· ποσώς δεν σε συμφέρει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τ' άπατο μέσα πέλαγος κακά να παραδέρνης». </td><td align="right"> 370</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Θάρρευε, μάννα· του θεού δεν λείπ' εις τούτα η γνώμη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όμωσε, αυτά να μη τα ειπής της ποθητής μητρός μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πριν παρά να 'λθη η ενδέκατη κ' η δωδεκάτ' ημέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή πριν αυτή ποθήση με και ακούση πως εβγήκα, </td><td align="right"> 375</td></tr>
+<tr><td>όπως μη φθείρη κλαίοντας την εύμορφην ειδή της».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε· και ώμοσε η γρηά θεών τον μέγαν όρκον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού τον όρκον ώμοσε κ' ετέλειωσεν εκείνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ευθύς το κρασί του 'βγαλε κ' έβαλε 'ς τα λαγήνια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' αλεύρια 'ς τα καλόρραφτα δερμάτια· και 'ς το δώμα </td><td align="right"> 380</td></tr>
+<tr><td>εγύρισε ο Τηλέμαχος κ' έσμιξε τους μνηστήραις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότ' άλλο εφεύρηκ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Τηλεμάχου ωμοιώθηκε κ' εγύριζε την πόλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους άνδρες επλησίαζε, του καθενός ωμίλει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το εσπέρας όλοι 'ς το γοργό καράβι να καταίβουν. </td><td align="right"> 385</td></tr>
+<tr><td>κ' εζήτησε απ' τον φωτεινόν Νοήμονα Φρονίδη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γοργό καράβι· πρόθυμος εκείνος το υποσχέθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο ήλιος ως βασίλευε, κ' ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το πέλαο ρίχνει το γοργόν πλοίον και μέσα βάζει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' άρμενα όλα, όσα φορούν κολοστρωμένα πλοία, </td><td align="right"> 390</td></tr>
+<tr><td>κ' εις τον λιμέν' αράζει το, και γύρω οι λαμπροί νέοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συνάζοντ' όλοι, κ' η θεά καθέναν εμψυχόνει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότ' άλλο εφεύρηκ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα δώματ' επορεύθηκε του θείου Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και των μνηστήρων έχυσεν ύπνο γλυκό, και ζάλη </td><td align="right"> 395</td></tr>
+<tr><td>τους έφερ' εκεί, 'πώπιναν, κ' ερρίξαν τα ποτήρια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και να πλαγιάσουν σκόρπισαν 'ς την πόλι, ουδέ καθόνταν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλέον, ότι τα βλέφαρα τους βάρυνεν ο ύπνος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' είπε τον Τηλέμαχον η γλαυκομμάτ' Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έξωθ' απ' τα καλόκτιστα μέγαρ' αυτόν καλώντας, </td><td align="right"> 400</td></tr>
+<tr><td>και 'ς το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' ώμοιαζ' όλη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Οι ευκνήμιδες συντρόφοι σου, Τηλέμαχε, αναμένουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις το κουπί καθήμενοι, μόνον το κίνημά σου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πάμε, και ας μην αργήσουμε να εμπούμ' ευθύς 'ς τον δρόμο».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη </td><td align="right"> 405</td></tr>
+<tr><td>γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμα 'ς το πλοίον έφθασαν, 'ς της θάλασσας την άκρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους κομοφόρους εύρηκε συντρόφους 'ς τ' ακρογιάλι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο δυνατός Τηλέμαχος ωμίλησέ τους κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ελάτε, φίλοι, ταις τροφαίς να φέρουμε· ήδη 'ναι όλα </td><td align="right"> 410</td></tr>
+<tr><td>μαζή 'ς το μέγαρο· το ουδέν δεν έμαθ' η μητέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από ταις δούλαις μόνη μια το πράγμ' αυτό γνωρίζει».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε κ' επροπορεύθηκε κ' εκείνοι ακολουθούσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλα τα πήραν κ' έθεσαν μες το καλοστρωμένο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καράβι, ως επαράγγειλεν ο γόνος του Οδυσσέα. </td><td align="right"> 415</td></tr>
+<tr><td>και ανέβηκε ο Τηλέμαχος 'ς το πλοίον, κ' εκυβέρνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Αθηνά, κ' εκάθισε 'ς την πρύμνη· και σιμά της</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάθισεν ο Τηλέμαχος· τα παλαμάρια κείνοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λύσαν, ανέβηκαν και αυτοί και 'ς τα ζυγά καθίσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς πρύμον τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, </td><td align="right"> 420</td></tr>
+<tr><td>τον Ζέφυρον 'που αχά σφοδρός 'ς το μαύρο κύμα επάνω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' επρόσταξε ο Τηλέμαχος αμέσως τους συντρόφους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να πιάσουν τ' άρμεν'· άκουσαν την προσταγήν εκείνοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εσήκωσαν και άμ' έστησαν 'ς το κοίλο μεσοδόκι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια. </td><td align="right"> 425</td></tr>
+<tr><td>κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα ολόλευκα πανία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μες τη μέση το πανί ο άνεμος φουσκόνει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς την καρίνα, ως σχίζεται, βροντή το μαύρο κύμα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έτρεχ' εκείνο κ' έκοβε δρόμον πολύ 'ς το κύμα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έδεσεν όλα τ' άρμενα 'ς το μαύρο το καράβι, </td><td align="right"> 430</td></tr>
+<tr><td>και με κρασί στεφάνωσαν κρατήραις οπού 'στήσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και των θεών εσπόνδισαν αφθάρτων, αθανάτων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μάλιστα προς του Διός την γλαυκομμάτα κόρη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ολονυκτής και την αυγήν εκείνο επροχωρούσε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td><b>Ραψωδία Γ</b></td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ανέβη ο Ήλιος, 'π' άφησε την ωραιοτάτη λίμνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τον πολύχαλκο ουρανό, προς τους θεούς να λάμψη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους ανθρώπους τους θνητούς 'ς την γη την σιτοδώρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την λαμπρήν Πύλον έφθασαν, την πόλι του Νηλέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτού κατάγιαλα ο λαός θυσίαν ετελούσε, </td><td align="right"> 5</td></tr>
+<tr><td>ταύρους ολόμαυρους σφαγή του γλαυκοχαίτη σείστη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έδραις αράδα ήσαν εννηά, κάθονταν πεντακόσοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις καθεμιά, κ' εις καθεμιά σφάζονταν εννηά ταύροι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα σπλάγχνα τούτοι ως να γευθούν και τα μεριά να κάψουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς τον θεό, κείνοι έμπαιναν· 'ς το ισόμετρο καράβι </td><td align="right"> 10</td></tr>
+<tr><td>όλα εμαζώξαν τα πανιά, τ' άραξαν και άμ' εβγήκαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εβγήκε και ο Τηλέμαχος και ωδήγα τον η Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του πρωτομίλησ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Δεν πρέπει να 'σαι εντροπαλός, Τηλέμαχ', εσύ πλέον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γι' αυτό το πέλαγο έσχισες, να μάθης τον πατέρα </td><td align="right"> 15</td></tr>
+<tr><td>ποιο χώμα τον εσκέπασε, ποια μοίρα τον ευρήκε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ίσια 'ς τον ιππόδαμο τον Νέστορα πορεύου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας μάθουμε 'ς τα στήθη του ποιαν γνώμη κρύβει εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ατός σου παρακάλειε τον, όπως μας είπη αλήθεια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είν' άνδρας συνετώτατος· δεν θέλ' ειπή το ψέμμα». </td><td align="right"> 20</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μέντορα, πώς να υπάγω εγώ, πώς να τον χαιρετήσω;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ 'μαι ακόμη αδίδακτος 'ς τα μετρημένα λόγια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και να ερωτά τον γέροντα ευλάβειαν έχει ο νέος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε η θεά του απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· </td><td align="right"> 25</td></tr>
+<tr><td>«Άλλα και μόνος θέλει ευρής, Τηλέμαχε, 'ς τον νου σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άλλα θεός θέλει σου ειπή· και 'ς των θεών το πείσμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θαρρώ, δεν σ' έχ' η μάννα σου γεννήσει και αναστήσει».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπ', εξεκίνησ' η θεά, γοργά και αυτός κατόπι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έφθασαν 'ς την ομήγυρι, 'ς ταις έδραις των Πυλίων· </td><td align="right"> 30</td></tr>
+<tr><td>και αντάμ' αυτού με τους υιούς ο Νέστορας καθόνταν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ολόγυρά του ευτρέπιζαν οι φίλοι την θυσία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μέρος κρέατ' έψηναν και μέρος εσουβλίζαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους ξένους άμ' είδαν αυτοί, κίνησαν όλοι ομάδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με ασπασμούς τους δέχθηκαν, τους είπαν να καθίσουν· </td><td align="right"> 35</td></tr>
+<tr><td>και πρώτος ο Πεισίστρατος πλησιάζει ο Νεστορίδης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα χέρια σφίγγει και των δυο, 'ς την τράπεζα τους φέρει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις ταις προβιαίς ταις μαλακαίς, 'ς τον άμμο, τους καθίζει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Θρασυμήδη, του αδελφού, και του πατρός, 'ς τη μέση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από τα σπλάχνα δίδει τους μερίδαις και γεμίζει </td><td align="right"> 40</td></tr>
+<tr><td>χρυσό ποτήρι με κρασί, και χαιρετώντας λέγει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της Αθηνάς, της θηγατρός του αιγιδοφόρου Δία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Του Ποσειδώνα βασιληά, ευχήσου, ω ξένε, τώρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που εδώ φθασμένοι έτυχε 'ς την εκατόμβη εκείνου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού σπονδίσης κ' ευχηθής, ως πρέπει, δος και τούτου </td><td align="right"> 45</td></tr>
+<tr><td>την κούπα του γλυκύτατου κρασιού για να σπονδίση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι και αυτός θα εύχεται, θαρρώ, των αθανάτων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και των θεών οι άνθρωποι ανάγκην έχουν όλοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' είν' αυτός νεώτερος, ομήλικος μ' εμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ώστε θα δώσω πρώτα εσέ το τ' ολόχρυσο ποτήρι». </td><td align="right"> 50</td></tr>
+<tr><td>Την κούπα με γλυκό κρασί της έβαλε 'ς τα χέρια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άρεσ' ο άνδρας συνετός και δίκαιος της Αθήνης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι πρώτ' έδωκεν αυτής τ' ολόχρυσο ποτήρι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευχήθη ευθύς του βασιληά θερμά του Ποσειδώνα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Εισάκουσέ μας ταις ευχαίς, γεωφόρε Ποσειδώνα· </td><td align="right"> 55</td></tr>
+<tr><td>τούτα, που τώρα ευχόμασθε, να γείνουν χάρισέ μας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πρώτα του Νέστορα ευτυχιαίς δώρει και των παιδιών του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατόπιν ανταπόδιδε εις όλους τους Πυλίους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χαριτωμένην αμοιβή της ξακουστής θυσίας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον Τηλέμαχο κ' εμέ, να γύρουμε, αφού πράξη </td><td align="right"> 60</td></tr>
+<tr><td>ό,τ' ήλθαμε με το γοργό καράβι εδώ ζητώντας».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εύχεται και όλα, όσα ζητεί, η ίδια τελειόνει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Τηλεμάχου πέρασε το δίκουπο ποτήρι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις ίδιαις έκαμεν ευχαίς ο γόνος του Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού τα κρέατ' έψησαν τα επάνω και τα εβγάλαν, </td><td align="right"> 65</td></tr>
+<tr><td>μερτικά εκάμαν και άρχισαν το θαυμαστό τραπέζι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ωμίλησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Και τώρα είναι καλήτερο να εξετασθούν οι ξένοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποιοί είναι, αφού 'ς την τράπεζαν ευφράνθηκαν· ω ξένοι, </td><td align="right"> 70</td></tr>
+<tr><td>ποιοί είσθε; πόθεν πλέετε τους δρόμους της θαλλάσσης;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να εμπορευθήτε εβγήκετε ή του κακού πλανάσθε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα πέλαγ', ως οι πειραταίς; πλανώνται αυτοί και φέρνουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την ζωήν τους κινδυνεύοντας, βλάβη των αλλοφύλων».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος του απάντησε με θάρρος· </td><td align="right"> 75</td></tr>
+<tr><td>κ' η ίδια Αθήνη του 'βαλε το θάρρος 'ς την καρδία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για τον πατέρα, 'που 'λειπεν, όπως τον ερωτήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όπως 'ς τον κόσμον εύμορφη τον περιλάβη φήμη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω Νηληάδη Νέστορα, των Αχαιών ω δόξα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπόθεν είμασθ' ερωτάς κ' εγώ θα σου το είπω· </td><td align="right"> 80</td></tr>
+<tr><td>απ' την Ιθάκη ερχόμασθε, 'που ισκιάζεται απ' το Νείον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' η χρεία τούτη, του κοινού δεν είναι, αλλά δική μου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάπου ν' ακούσω αναζητώ την δόξα του πατρός μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του στερεόκαρδου Οδυσσηά, που έναν καιρό μαζή σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λέγουν ότι μαχόμενος επόρθησε την Τροίαν, </td><td align="right"> 85</td></tr>
+<tr><td>και όλων των άλλων 'πώχουσι τους Τρώαις πολεμήσει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπου εκακοθανάτισε καθένας του, ακούμε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνου όμως και τον όλεθρον έκρυψεν ο Κρονίδης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι κανείς δεν δύναται να ειπή ρητώς πού εχάθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είτε 'ς την γην έπεσ' αυτός απ' των εχθρών τα χέρια, </td><td align="right"> 90</td></tr>
+<tr><td>ή πήρε αυτόν ο αμέτρητος βυθός της Αμφιτρίτης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για τούτο τώρα σου 'πεσα 'ς τα γόνατα, να μάθω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε παραδαρμούς η μοίρα. </td><td align="right"> 95</td></tr>
+<tr><td>μηδ' από σέβας το μηδέν ή λύπη μου γλυκάνης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες ειπέ μου ένα προς ένα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ναι σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λόγον ή πράξι εδέχθηκε κ' ετέλειωσε για σένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη, </td><td align="right"> 100</td></tr>
+<tr><td>τώρα να μου τα θυμηθής, κ' ειπέ μου την αλήθεια».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και απάντησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Φίλ', επειδή μου ενθύμισες τα πάθη, 'που εκεί πέρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πάθαμ' εμείς των Αχαιών τ' αδάμαστα τα γένη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όσα 'ς τα γλαυκά πέλαγα πλανώμενοι με πλοία, </td><td align="right"> 105</td></tr>
+<tr><td>όπου ωδηγούσ' ο Αχιλληάς για λάφυρα, και άμ' όσα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το μέγα κάστρ' ολόγυρα του βασιληά Πριάμου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μαχόμενοι· αυτού έπεσε το άνθος των ανδρείων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτού ο φρικτός Αίαντας, αυτού και ο Αχιλλέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείτονται· αυτού και ο Πάτροκλος που 'ταν θεός 'ς την γνώσι· </td><td align="right"> 110</td></tr>
+<tr><td>αυτού παιδί μου αγαπητό, άψεγο και γενναίο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Αντίλοχος ταχύτατος και ακλόνητος 'ς την μάχη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άλλα πολλά παθήματα σιμά 'ς αυτά μας ηύραν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ποιος θνητός είν' αρκετός όλα να τα ιστορήση;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πέντε κ' έξι αν έμενες χρόνους εδώ, να μάθης </td><td align="right"> 115</td></tr>
+<tr><td>πόσα έπαθαν των Αχαιών εκεί τα λαμπρά γένη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα εβάρυνες και θα 'φευγες, πριν μάθης, 'ς την πατρίδα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι εννηά χρόνους πλέκαμε τον χαλασμό τους, μ' όλαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις τέχναις, και όμως μεταβιάς τον τέλειωσ' ο Κρονίδης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτού κανείς τον Οδυσσηά 'ς την γνώσι ν' αντικρύση </td><td align="right"> 120</td></tr>
+<tr><td>δεν ήθελεν, ότι πολύ τους άλλους ενικούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς ταις τέχναις όλαις, ο λαμπρός πατέρας σου, αν υιός του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είσαι τωόντι· σεβασμός με παίρνει ως σε κυττάζω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προσομιάζ' η ομιλιά πολύ, κ' είν' ένα θαύμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προσόμοια τόσο να ομιλή μικρός την ηλικία. </td><td align="right"> 125</td></tr>
+<tr><td>τότε δεν ευρεθήκαμεν, εγώ και ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ασύμφωνοι, ούτ' εις σύνοδον ούτε εις βουλή, ποτέ μας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά μιαν γνώμην έχοντας, με νου και μ' ορθή σκέψι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ευρίσκαμ' ό,τι εδύνονταν να σώση τους Αργείους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άμα κάτω ερρίξαμε την Τροίαν και 'ς τα πλοία </td><td align="right"> 130</td></tr>
+<tr><td>μπήκαμε, και τους Αχαιούς θεός εσκόρπισ' όλους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κακήν 'ς αυτούς επιστροφή τότε εμελέτα ο Δίας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επειδή όλοι φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όθεν εσύντριψε πολλούς 'ς την τρομερήν οργή της</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε η γλαυκόμματη θεά, φρικτού πατρός η κόρη, </td><td align="right"> 135</td></tr>
+<tr><td>'που την διχόνοιαν έσπειρε 'ς τους αδελφούς Ατρείδαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκάλεσαν εις σύνοδο τους Αχαιούς εκείνοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλους, αλλ' όμως ξώκαιρα, 'ς την δύσι του Ηλίου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα παιδιά των Αχαιών έφθασαν κρασωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνοι εξήγαν τον σκοπό 'που εσύναξαν τα πλήθη· </td><td align="right"> 140</td></tr>
+<tr><td>τότε ο Μενέλαος έλεγε να συνταχθούν να φύγουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλ' οι Αχαιοί 'ς τα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν το 'στεργε ο Αγαμέμνονας και τον λαόν εκράτει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ήθελε πρώτον ιεραίς να σφάξουν εκατόμβαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την φοβερή της Αθηνάς οργήν όπως πραΰνη· </td><td align="right"> 145</td></tr>
+<tr><td>μωρός, ουδ' ήξευρε 'π' αυτήν δεν ήθελε μαλάξη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι εύκολα δεν στρέφεται ο νους των αθανάτων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' οι δύο 'κείνοι ως στέκονταν, σκληρά λογομαχώντας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξάφνου εσηκώθη, σκόρπισε των Αχαιών το πλήθος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' αλαλαγμόν αμίλητο, κ' εις γνώμαις δυο σχισθήκαν· </td><td align="right"> 150</td></tr>
+<tr><td>και όλη την νύκτα ετρέφαμε μίσος ανάμεσόν μας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι μεγάλαις συμφοραίς ωργάνιζεν ο Δίας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμείς εσύραμε πρωί 'ς την θάλασσα την θεία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα πλοία με τα κτήματα και ταις βαθειά ζωσμέναις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γυναίκαις· κ' έμειναν αυτού το ήμισυ του πλήθους, </td><td align="right"> 155</td></tr>
+<tr><td>σιμά 'ς τον Αγαμέμνονα τον ηγεμόν' Ατρείδη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έτσι 'ς τα πλοία μπήκαμε, κ' έπλεαν αυτά με βία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι θεός τα τρίσβαθα μας έστρωσε πελάγη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ς' την Τένεδο, διαβαίνοντας να πάμε 'ς την πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εσφάξαμε προς τους θεούς· δεν έστεργεν ο Δίας </td><td align="right"> 160</td></tr>
+<tr><td>να φθάσουμε, αλλ' ο άσπλαχνος κακήν πάλι διχόνοιαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγέννησε, κ' εγύρισαν με τα κυρτά καράβια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέρος με τον πολύβουλον, ανδρείον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' 'Ατρείδη τ' Αγαμέμνονα να χαρισθούν εκείνοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ μ' όλα τα πλοία μου κίνησα ευθύς να φύγω, </td><td align="right"> 165</td></tr>
+<tr><td>ότι έβλεπα 'που συμφοραίς είχε ο θεός 'ς τον νου του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως και ο Τυδείδης έφευγε κ' εκίνα τους συντρόφους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο ξανθός Μενέλαος μας πρόφθασε κατόπι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Λέσβο, 'που λογιάζαμε το μακρυνό ταξείδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είτε απεπάνω από την Χιό την πετρωτή να βγούμε, </td><td align="right"> 170</td></tr>
+<tr><td>προς την Ψυρία, 'ς τα ζερβιά κυττάζοντας εκείνην,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή κάτω, 'που 'ναι ο Μίμαντας αντίκρυ ο ανεμισμένος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του θεού ζητούσαμε σημείο να μας δείξη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έδειξε, και να κόψουμε το πέλαγ' ως την Εύβοια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μας είπε, όπως ταχύτερα σωθούμε απ' την οδύνη. </td><td align="right"> 175</td></tr>
+<tr><td>πρύμος τότ' έπνευσε ηχηρός· 'ς τους ιχθυοφόρους δρόμους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα πλοία τρέχαν και άραξαν 'ς την Γεραιστό την νύκτα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Ποσειδώνα τότε αυτού ταύρων πολλά μερία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκάψαμε, ότι πέλαγος μέγα είχαμε μετρήσει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τέταρτ' ημέρα, οι σύντροφοι Διομήδη του ιπποδάμου </td><td align="right"> 180</td></tr>
+<tr><td>'ς τα νερά τ' Άργους έστησαν τα ισόμετρα καράβια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατά την Πύλο αρμένιζα εγώ και άκοπα εφύσα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως τον πρωτόστειλε ο θεός, ο άνεμος ο πρύμος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ιδού πώς ήλθ' ανήξερος, παιδί μου, ουδέ γνωρίζω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των Αχαιών ποιοι χάθηκαν, και ποιοι πάλι εσωθήκαν· </td><td align="right"> 185</td></tr>
+<tr><td>αλλ' όσα εδώ καθήμενος 'ς τα μέγαρά μου ακούω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως πρέπει, θέλει σου τα ειπώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λέγουν πως εκαλόφθασαν οι ανδρείοι Μυρμιδόνες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που του υψηλόφρονα Αχιλληά ωδήγα ο λαμπρός γόνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλά και ο υιός του Ποίαντα, ο ένδοξος Φιλοκτήτης· </td><td align="right"> 190</td></tr>
+<tr><td>και όλους τους άνδραις έμπασε 'ς την Κρήτη ο Ιδομενέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσους τ' άφησε ο πόλεμος· τα κύμα δεν του επήρε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για τον Ατρείδη εμάθετε και σεις, μακράν 'που είσθε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πώς ήλθε, πώς ελεεινό του ετοίμασε το τέλος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Αίγισθος· αλλά τρομερά το πλέρωσε εκείνος. </td><td align="right"> 195</td></tr>
+<tr><td>τόσον αξίζει ένα παιδί ν' αφίνη ο απεθαμένος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως βλέπεις 'που τον Αίγισθον εκείνος εκδικήθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον δόλιο, 'που του 'φόνευσε τον ένδοξον πατέρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Φίλε, και συ, 'που 'σαι καλός και μέγας, ως σε βλέπω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γενναίος γίνε, οι απόγονοι να σε καλολογήσουν». </td><td align="right"> 200</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω Νηληάδη Νέστορα, των Αχαιών ω δόξα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλά τον εκδικήθηκεν εκείνος, και την φήμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θε να του απλώσουν οι Αχαιοί και εις τα τρισέγγονά τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είθε να εζώναν οι θεοί κ' εμέ δύναμιν τόση, </td><td align="right"> 205</td></tr>
+<tr><td>να εκδικηθώ την αδικιά των πονηρών μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που υβρίζουν, και άνομα πολλά ενάντια μου οργανίζουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' οι θεοί δεν έκλωσαν παρόμοιαν ευτυχίαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τον πατέρα κ' εις εμέ· και ανάγκη να υπομείνω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης· </td><td align="right"> 210</td></tr>
+<tr><td>«Φίλ', επειδή μου ενθύμισες το πράγμ' αυτό και μου 'πες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λέγουν 'που την μητέρα σου πολλοί ζητούν μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και σπίτι σου σε τυρανούν, πολλ' άνομα οργανίζουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σ' έχει μίσος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο λαός όλος, του θεού φωνήν ακολουθώντας; </td><td align="right"> 215</td></tr>
+<tr><td>ποιος ξεύρει μη την βία τους πλερώση αυτός μίαν ώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνος, ή από τους Αχαιούς συνωδευμένος όλους;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι αν σε θέλει ν' αγαπά η γλαυκομμάτ' Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόσ', όσο για τον ένδοξο πονούσεν Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχαμε μύρια πάθη,— </td><td align="right"> 220</td></tr>
+<tr><td>θεόν δεν είδα φανερά να δείξη την αγάπη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως φανερά την έδειχνεν η Αθήνη 'ς το πλευρό του,—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν σ' όμοια θέλει ν' αγαπά και να πονή για σένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε απ' αυτούς πολλοί, θαρρώ, τον γάμο θ' αστοχήσουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου· </td><td align="right"> 225</td></tr>
+<tr><td>«Αυτό 'που λέγεις, γέροντα, να γίνη δεν πιστεύω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μεγάλο το 'χω, θαυμαστό· ποτέ μου δεν ελπίζω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το πράγμα να κατορθωθή, και αν οι θεοί θελήσουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τηλέμαχε, τι σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα; </td><td align="right"> 230</td></tr>
+<tr><td>άνδρα θεός και από μακράν, αν θέλη, εύκολα σώζει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλλιά 'χα να βασανισθώ, πολύ να παραδείρω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως την πατρίδα μου να ιδώ, παρά 'ς τα γονικά μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμα πατήσω, ο θάνατος να μ' εύρη, ως τον Ατρείδη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'πώπεσε, από της γυναικός τον δόλο και του Αιγίσθου. </td><td align="right"> 235</td></tr>
+<tr><td>αλλ' είναι ο θάνατος κοινός, ουδ' ημπορούν να σώσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και φίλον άνδρ' οι αθάνατοι, οπόταν έλθ' η μαύρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου, να τον πάρη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μέντορ', ας παύσουμεν αυτά του πόνου μας τα λόγια· </td><td align="right"> 240</td></tr>
+<tr><td>εκείνος είναι αγύριστος· κ' ήδη του αποφασίσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θάνατον οι αθάνατοι και μαυρισμένην μοίρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα εγώ τον Νέστορα πράγμ' άλλο θα ερωτήσω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι δεν κρίνει ωσάν αυτόν κανείς, ουδέ γνωρίζει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι λέγουν 'που εβασίλευσε τρεις γενεαίς ανθρώπων, </td><td align="right"> 245</td></tr>
+<tr><td>και αθάνατος μου φαίνεται 'ς την όψι, ως τον κυττάζω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ω Νηληάδη Νέστορα, συ 'πέ μου την αλήθεια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πώς έπεσ' ο Αγαμέμνονας, ο δυνατός Ατρείδης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πού ευρίσκετ' ο Μενέλαος; ποιον δόλον εσοφίσθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Αίγισθος, κ' εφόνευσε πολύ καλήτερόν του; </td><td align="right"> 250</td></tr>
+<tr><td>ή 'ς τ' Άργος το Αχαϊκό δεν ήτο, αλλά 'ς τα ξένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλανιόνταν, κ' έτσι εθάρρεψε κείνος, κ' εφόνευσέ τον;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κ' εγ' όλα τούτα, τέκνο μου, θέλει σου 'πω μ' αλήθεια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μόνος σου φαντάζεσαι πως τούτα ήθελε γείνουν, </td><td align="right"> 255</td></tr>
+<tr><td>αν ζωντανόν τον Αίγισθο 'ς τα μέγαρα ήθελ' εύρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε ο ξανθός Μενέλαος, φθασμένος απ' την Τροία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε ουδέ χώμα εις τον νεκρόν εκείνου ήθελε ρίξουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά θα τον κατάτρωγαν πετούμενα και σκύλοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απόρρικτον 'ς την εξοχήν· ουδ' ήθελε Αχαιίδα </td><td align="right"> 260</td></tr>
+<tr><td>καμμιά τον κλάψη· ότι έπραξεν έργο φρικτό και μέγα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι εκεί μέναμεν εμείς, 'ς τους τρομερούς αγώναις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτός, εις τ' Άργους την καρδιάν, ήσυχος την γυναίκα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έπασχε του Αγαμέμνονα με λόγια να μαγεύση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αρνιόνταν πρώτα τ' άπρεπον έργον η Κλυταιμνήστρα· </td><td align="right"> 265</td></tr>
+<tr><td>ότ' είχε γνώμην αγαθή· και ακόμ' είχε σιμά της</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον αοιδόν, 'που ως έφευγεν ο Ατρείδης για την Τροία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να του φυλά την σύντροφο θερμά 'χε παραγγείλει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ότε η μοίρα των θεών τον σπέδισε να πέση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' έσυρε τον αοιδόν ς' έρμο νησί και αφήκε, </td><td align="right"> 270</td></tr>
+<tr><td>ηύρεμα να 'ναι και τροφή των πετεινών, κ' εκείνην</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πρόθυμος εις το σπίτι του πρόθυμην την επήρε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και των θεών εις τους βωμούς πολλά 'καψε μερία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολλά στολίδια κρέμασεν, υφάσματα, χρυσάφι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' είχε πράγμ' ανέλπιστο και μέγα κατορθώσει. </td><td align="right"> 275</td></tr>
+<tr><td>κ' εμείς αντάμα επλέαμεν, ως φίλοι, εγώ και ο Ατρείδης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' την Τρωάδα ερχόμενοι· αλλ' όταν 'ς του Σουνίου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των Αθηναίων φθάσαμε το άγιον ακρωτήρι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Μενελάου φόνευσε τότε τον κυβερνήτην</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Φοίβος ο Απόλλωνας με τ' άλυπά του βέλη, </td><td align="right"> 280</td></tr>
+<tr><td>ενώ του πλοίου, 'πώτρεχεν, εκράτει το τιμόνι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Φρόντι του Ονήτορα, 'που εις όλους ήταν πρώτος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όταν μανίζ' η τρικυμιά, να κυβερνά καράβι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έτσι αυτός, μ' όλον 'που 'χε βια, έμεινε αυτού να θάψη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον φίλο, και νεκρώσιμα να του προσφέρη δώρα. </td><td align="right"> 285</td></tr>
+<tr><td>αλλ' όταν εις τα πέλαγα τα σκοτεινά κ' εκείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εβγήκε με τα πλοία του, και 'ς τ' όρος τον Μαλέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γοργά 'φθασε, ο βροντόφωνος Δίας φρικτό ταξείδι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του ετοίμασε, και του 'στειλε σφοδρών πνοαίς ανέμων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κύματα, 'που εφούσκοναν και ως όρη εμεγαλόναν. </td><td align="right"> 290</td></tr>
+<tr><td>και τα καράβια χώρισε, μέρος σιμά 'ς την Κρήτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που κατοικούν οι Κύδωνες, 'ς το ρεύμα του Ιαρδάνου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μια πέτρα υψόνεται γλυστρή, 'ς τα σκοτεινά πελάγη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς άκρη της Γόρτυνος, και αυτού, προς την Φαιστόν, ο Νότος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς τ' ακρωτήρι το ζερβί μεγάλο κύμ' αμπώθει, </td><td align="right"> 295</td></tr>
+<tr><td>κ' εκείν' η πέτρα η μικροστή μέγ' αποδιώχνει κύμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθαν αυτού, και μεταβιάς οι άνδρες εσωθήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εσύντριψαν τα κύματα 'ς τους βράχους τα καράβια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τ' άλλα πέντ' ετράβιξε μαυρόπλωρα καράβια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Αίγυπτο της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. </td><td align="right"> 300</td></tr>
+<tr><td>και πλούτη αυτού και μάλαμμα εσύναζεν εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γυρνώντας με τα πλοία του 'ς ανθρώπους αλλοφώνους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι ωστόσ' ο Αίγισθος την συμφοράν εργάσθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον Ατρείδη φόνευσε κ' εδάμασε τον τόπο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και χρόνια επτά βασίλευσεν εις την χρυσή Μυκήνη. </td><td align="right"> 305</td></tr>
+<tr><td>'ς τ' όκτατο του 'λθε το κακό, του 'λθε ο λαμπρός Ορέστης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' ταις Αθήναις, κ' έκοψε τον δολερό φονέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και των Αργείων έκαμε νεκρώσιμο τραπέζι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της θεοκατάρατης μητρός και άμα του ανάνδρου Αιγίσθου. </td><td align="right"> 310</td></tr>
+<tr><td>την ίδια 'μέρα του 'φθασεν ο μαχητής Μενέλαος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με κτήματ' όσα εσήκοναν εκείνου τα καράβια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φίλε, και συ πολύ μακρυά 'ς τα ξένα μη πλανιέσαι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από το σπίτι, 'π' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν </td><td align="right"> 315</td></tr>
+<tr><td>όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τον Μενέλαο να πας όμως σε παραγγέλλω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που κείνος είναι νηόφερτος από τα ξένα μέρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπου, άμ' ευρίσκονταν τινάς, δεν θα 'λπιζε να γύρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ανεμοζάλη αν έτυχε κει πέρα να τον κλείση </td><td align="right"> 320</td></tr>
+<tr><td>εις τέτοιο φρικτό πέλαγο και απέραντον, απ' όπου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον χρόνο ουδέ πετούμενα οπίσω δεν γυρίζουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άμε με το πλοίο σου και με την συντροφιά σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν κάλλιο θέλεις της στερηάς να πάς, λάβε τ' αμάξι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους υιούς μου συνοδούς, αυτοί να σ' οδηγήσουν </td><td align="right"> 325</td></tr>
+<tr><td>'ς την θείαν Λακεδαίμονα, 'ς τ' Ατρείδη το παλάτι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ατός σου παρακάλειε τον να είπη την αλήθεια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είν' άνδρας συνετώτατος, δεν θέλ' ειπή το ψέμμα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπεν ο ήλιος κάθισε κ' έφθασε το σκοτάδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ωμίλησέ τους η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· </td><td align="right"> 330</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω γέρε, όσ' είπες είναι ορθά, και όπως τα θέλ' η τάξι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά ταις γλώσσαις κόψετε και το κρασί νερώστε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού του Ποσειδώνα και των άλλων αθανάτων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σπονδίσουμεν, είναι καιρός να κοιμηθούμε, ότ' ήδη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σκότος κάτω εβύθισε το φως, και ουδέ ταιριάζει </td><td align="right"> 335</td></tr>
+<tr><td>εις των θεών την τράπεζα πολύ τινάς να μένη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε η κόρη του Διός, και ο λόγος της ακούσθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τα χέρια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έδωκαν 'ς όλους απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια, </td><td align="right"> 340</td></tr>
+<tr><td>'ς το πυρ ταις γλώσσαις έρριξαν, και ορθοί λοιβαίς εχύσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Αθήνη και ο θεόμορφος Τηλέμαχος αντάμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκίνησαν να πορευθούν 'ς το βαθουλό καράβι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο Νέστορας εκράτησεν εκείνους και τους είπε· </td><td align="right"> 345</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ο Δίας κ' οι αθάνατοι άλλοι θεοί μη δώσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σεις απ' εμέ να φύγετε 'ς το βαθουλό καράβι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ωσάν απ' άνθρωπον γυμνόν και τέλεια στερημένον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού σκεπάσματα πολλά 'ς το σπίτι του δεν έχει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για να κοιμάται μαλακά και αυτός και όσους ξενίση. </td><td align="right"> 350</td></tr>
+<tr><td>κ' εμέ σκεπάσματ' εύμορφα, παπλώματα δεν λείπουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του ανδρός εκείνου όχι ποτέ ο γόνος, του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς του πλοίου το σανίδωμα δεν θα πλαγιάση, ως ότου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την ζωήν είμαι, κ' ύστερα τα τέκνα μου όσο ζήσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους ξένους να φιλοξενούν, 'ς το σπίτι μου όσοι τύχουν». </td><td align="right"> 355</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' εις αυτόν είπεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Γέροντα φίλε, ωμίλησες ορθά, και καλόν είναι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εσέ τώρα ο Τηλέμαχος 'ς ό,τ' είπες να υπακούση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι σου ν' αναπαυθή θέλει σ' ακολουθήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτος, κ' εγώ θα υπάγω ευθύς 'ς τα μελανό καράβι, </td><td align="right"> 360</td></tr>
+<tr><td>εμψύχωσι και συμβουλή να δώσω των συντρόφων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι εγώ μόνος εις αυτούς ηλικιωμένος είμαι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' οι άλλοι άνδρες νεώτεροι γι' αγάπη τον γενναίον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τηλέμαχον ακολουθούν, ομήλικοι δικοί του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα σιμά 'ς το βαθουλό καράβι θα πλαγιάσω, </td><td align="right"> 365</td></tr>
+<tr><td>και το ταχύ 'ς τους Καύκωναις θα υπάγω τους γενναίους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπου ένα χρέος μου χρωστούν, και χθεσινό δεν είναι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ούτε μικρό· και τούτον συ, 'ς το δώμα σου επειδ' ήλθε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τον υιόν σου στείλε τον 'ς την άμαξα, και δος του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλογα τα ελαφρότερα και αξιώτερ' απ' όσ' έχεις». </td><td align="right"> 370</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με σχήμ' αετού· ξιππάσθηκε το πλήθος 'που την είδε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εθαύμαζεν, ως είδε την 'ς τα μάτια εμπρός του, ο γέρος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Τηλεμάχου άμ' έπιασε το χέρι, και τον είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ώ φίλε, αχρείος και άνανδρος θαρρώ πως δεν θε να 'σαι, </td><td align="right"> 375</td></tr>
+<tr><td>αν οδηγοί 'ς τα νειάτα σου θεοί σε συνοδεύουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι άλλος τούτος δεν είναι των ολυμποκατοίκων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' είναι η κόρη του Διός, η ένδοξη τριτογένεια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που τον λαμπρόν πατέρα σου ετίμα εις τους Αργείους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ίλεη γενού, βασίλισσα, καλήν δόσε μας δόξαν, </td><td align="right"> 380</td></tr>
+<tr><td>εμένα και των τέκνων μου και της σεμνής συντρόφου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ μιαν πλατυμέτωπη δαμάλα θα σου σφάξω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χρονιάρικη, 'που τον ζυγό τ' ανθρώπου δεν γνωρίζει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα σου την σφάξω, αφ' ού προτού τα κέρατα χρυσώσω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ευχήθη· τον εισάκουσε τότε η Παλλάδ' Αθήνη. </td><td align="right"> 385</td></tr>
+<tr><td>και προς τα ωραία δώματα εκίνησεν ο ιππότης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Νέστορας, και ακολούθησαν τα τέκνα κ' οι γαμβροί του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμ' έφθασαν 'ς το υπέρλαμπρο παλάτι του κυρίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά καθίσαν 'ς την αράδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτών ο γέροντας ευθύς συγκέρασε κρατήρα </td><td align="right"> 390</td></tr>
+<tr><td>από γλυκόποτο κρασί, 'που εμέτρα ένδεκα χρόνους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τ' άνοιξε η κελλάρισσα, κ' έλυσε το σφαλί του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο γέρος τον συγκέρασε και με σπονδαίς ευχόνταν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της Αθητάς, της θυγατρός τ' αιγιδοφόρου Δία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, </td><td align="right"> 395</td></tr>
+<tr><td>οι άλλοι, καθένας σπίτι του, κίνησαν να πλαγιάσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έβαλε αυτού ν' αναπαυθή τον γόνο του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του θείου, τον Τηλέμαχον, ο Νέστορας ιππότης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την βροντερή την αίθουσα, 'ς την τορνευμένη κλίνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον Πεισίστρατο σιμά, τον άξιον πολεμάρχο, </td><td align="right"> 400</td></tr>
+<tr><td>'που μόνον από τους υιούς είχε άγαμον 'ς σπίτι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς του παλατιού τ' απόκρυφα κ' εκείνος αναπαύθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η σύντροφος του η δέσποινα του ευτρέπισε την κλίνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγέρθηκε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης, </td><td align="right"> 405</td></tr>
+<tr><td>εβγήκε και άμ' εκάθισε 'ς τους στιλβωμένους λίθους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που 'ς τα υψηλά του πρόθυρα κατέμπροσθ' ευρισκόνταν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λευκοί και απ' άλειμμα λαμπροί· 'ς αυτούς είχε καθίσει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πριν ο Νηλέας, 'πώμοιαζε 'ς τον νου τους αθανάτους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος επήρε αυτόν, και πάλιν </td><td align="right"> 410</td></tr>
+<tr><td>αυτού κάθιζε ο Νέστορας, των Αχαιών σωτήρας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σκήπτρο κρατώντας· γύρω του τα τέκνα εσυναχθήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' τους θαλάμους έρχονταν, ο Εχέφρονας, ο Στράτις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τον Περσέ' ο Άρητος, και ο ισόθεος Θρασυμήδης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο ήρωας ο Πεισίστρατος έκτος 'ς εκείνους ήλθε. </td><td align="right"> 415</td></tr>
+<tr><td>και τον θεϊκόν Τηλέμαχον αυτού σιμά εκαθίσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άρχισεν ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Σύντομα, τέκν' αγαπητά, να γίν' η επιθυμιά μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την Αθηνάν απ' τους θεούς ίλεη να κάμω πρώτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που μου 'λθεν ολοφάνερη 'ς το θεϊκό τραπέζι. </td><td align="right"> 420</td></tr>
+<tr><td>κ' εις το λιβάδι, ένας να πα γοργά για την δαμάλα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να την κεντήση ογλήγορα 'ς εμάς ο επιστάτης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άλλος 'ς του μεγαλόψυχου Τηλέμαχου το πλοίο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φέρη τους συντρόφους του και μόνους δυο ν' αφήση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άλλος ας κράξη, να 'λθη εδώ, τον χρυσικό Λαέρκη, </td><td align="right"> 425</td></tr>
+<tr><td>του δαμαλιού τα κέρατα να χρυσοπεριχύση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σταθήτ' οι άλλοι αυτού μαζή, και ειπήτε 'ς το παλάτι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η δούλαις για την τράπεζα τα πάντα να ευτρεπίσουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθίσματα να φέρουσι, ξύλα, νερό καθάριο».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, και όλοι εκινήθηκαν κ' έφθασεν η δαμάλα </td><td align="right"> 430</td></tr>
+<tr><td>απ' το λιβάδι, κ' έφθασεν απ' το γοργό καράβι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Τηλεμάχου οι σύντροφοι, έφθασε και ο χαλκέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της χρυσικής τα σύνεργα κρατώντας εις τα χέρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' αμμόνι, το καλόφθειαστο διλάβι, και την σφύρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθε κ' η Αθήνη να δεχθή την προσφορά· και ο γέρος </td><td align="right"> 435</td></tr>
+<tr><td>τον χρυσόν δίδει· τεχνικά τον περιχύνει εκείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα κέρατα, το στόλισμα να ιδή και ν' αγαλλιάση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Αθηνά· και ο Εχέφρονας και ο Στράτις την δαμάλα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έσυρναν απ' τα κέρατα· κ' εις πλουμιστή λεκάνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έφερν' ο Άρητος νερό, βαστώντας 'ς τ' άλλο χέρι </td><td align="right"> 440</td></tr>
+<tr><td>ουλαίς μέσα 'ς το κάνιστρο· και ο ανδρείος Θρασυμήδης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αξίνα εκράτει ακονιστή, να κόψη την δαμάλα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο Περσέας το σταμνί· και ο γέρος ο ιππότης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Νέστορας με το νίψιμο και με τους ουλοχύταις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έκαμε αρχή, δεόμενος θερμά προς την Αθήνη, </td><td align="right"> 445</td></tr>
+<tr><td>και 'ς το πυρ έρριξε απαρχαίς της κεφαλής ταις τρίχαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' ευχηθήκαν κ' έχυσαν ουλαίς, ο Θρασυμήδης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>υιός του Νέστορα λαμπρός, ζυγόνει και κτυπάει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' η αξίνα τα νεύρ' έκοψε του σβέρκου και άμ' ελύθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της δαμάλας η δύναμις· εφώναξαν η κόραις </td><td align="right"> 450</td></tr>
+<tr><td>και η νυφάδες, και η σεμνή του Νέστορα συμβία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ευρυδίκ' η πρωτότοκη η κόρη του Κλυμένου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' οι άλλοι εσηκώσαν απ' την γη κ' εβάσταν την δαμάλα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την έσφαξε ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με το μαύρο αίμα ως άφησε τα κόκκαλα η ψυχή της, </td><td align="right"> 455</td></tr>
+<tr><td>ευθύς την ετετάρτιασαν, έκοψαν τα μερία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τάξι, και τα σκέπασαν με διπλωτό κνισάρι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια· τότε ο γέρος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς ταις σχίζαις τά 'καιε και κρασί φλογώδες ράντιζέ τα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα πεντόσουβλα σιμά τ' αγόρια του κρατούσαν. </td><td align="right"> 460</td></tr>
+<tr><td>και άμ' εκαήκαν τα μεριά και εγεύθηκαν τα σπλάχνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τά 'ψηναν 'ς τα μυτερά σουβλιά 'που 'χαν 'ς τα χέρια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Έλουσε τον Τηλέμαχον ωστόσο η Πολυκάστη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλή κόρ' υστερόγενη του Νέστορα Νηληάδη· </td><td align="right"> 465</td></tr>
+<tr><td>και άμα έλουσέ τον κ' έχρισεν εκείνη με το λάδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μ' εύμορφο τον ένδυσε φόρεμα και χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' τον λουτρόν ωσάν θεός εβγαίνει και καθίζει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτού σιμά 'ς τον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και αφού τα κρέατ' έψησαν τα επάνω και τα 'βγάλαν, </td><td align="right"> 470</td></tr>
+<tr><td>κάθισαν και συνέτρωγαν, και καλογεννημένοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνδρες κερνούσαν τα κρασί 'ς ολόχρυσα ποτήρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους είπεν ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Παιδιά μου, φέρτε ζέψετε ευθύς του Τηλεμάχου </td><td align="right"> 475</td></tr>
+<tr><td>τ' άλογα τα καλότριχα, πολύν να κόψη δρόμο».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε· κείνοι υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς τα ογλήγορ' άλογα 'ς την άμαξαν εζέψαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους έβαλε η κελλάρισσα άρτο, κρασί και ακόμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προσφάγια, αυτά 'που 'ναι τροφή των θείων βασιλέων. </td><td align="right"> 480</td></tr>
+<tr><td>'ς την άμαξα ο Τηλέμαχος ανέβη, την ωραία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το πλάγι του ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ανέβη, και 'ς τα χέρια του τα χαλινάρια πήρε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την πεδιάδα, και άφησαν την υψηλή την Πύλο. </td><td align="right"> 485</td></tr>
+<tr><td>και ολήμερ' έσειαν τον ζυγό 'ς το να και ς' τ' άλλο πλάγι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο ήλιος εβασίλευσε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς ταις Φηραίς εστάθηκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που του Ορσιλόχου ήταν υιός και τ' Αλφειού εγγόνι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκεί ξενύκτισαν, και αυτός φιλόξενα τους δέχθη. </td><td align="right"> 490</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έζεψαν και ως ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν αφήκαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την σιτοφόρα ως έφθασαν πεδιάδα, έκοβαν δρόμο </td><td align="right"> 495</td></tr>
+<tr><td>με τόση τα γοργ' άλογα ορμήν αυτούς επαίρναν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο ήλιος εβασίλευσε, και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td><b>Ραψωδία Δ</b></td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Στην Λακεδαίμον' έφθασαν, μες τας σχισμένα όρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς το παλάτι ετράβιξαν του ενδόξου Μενελάου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον ηύραν 'που 'ς το σπίτι μου με πολλούς φίλους είχε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γάμων χαραίς για τον υιό και για την θυγατέρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Αχιλληά προς τον υιό την κόρη του επροβόδα. </td><td align="right"> 5</td></tr>
+<tr><td>'ς την Τροία πρώτα υπόσχεσι και λόγο του 'χε δώσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα τέλος έβαζαν οι αθάνατοι 'ς τον γάμο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με άλογα, με άμαξαις την έστελνε εις την πόλι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των Μυρμιδόνων την λαμπρήν, οπού 'ταν βασιλέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από την Σπάρτην έμπαζε τ' Αλέκτορα την κόρη </td><td align="right"> 10</td></tr>
+<tr><td>νύμφη του μεγαλόψυχου υιού του Μεγαπένθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που υστερογένην έλαβε από δούλη· της Ελένης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τέκνα οι θεοί δεν έδωκαν, αφ' ότου είχε γεννήσει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την Ερμιόνη, 'πώλαμπε ωσάν την Αφροδίτη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ το μέγα δώμα το υψηλόν έτσι εσυντρώγαν όλοι, </td><td align="right"> 15</td></tr>
+<tr><td>οι γείτονες κ' οι συγγενείς του ενδόξου Μενελάου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τερπόμενοι, και ανάμεσα κιθάριζεν ο θείος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο αοιδός, και ως άρχιζεν εκείνος το τραγούδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δυο χορευταίς 'ς την μέση τους πηδούσαν κ' εγυρίζαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ τα πρόθυρα ο Τηλέμαχος ο ήρωας ωστόσο, </td><td align="right"> 20</td></tr>
+<tr><td>και ο λαμπρός του Νέστορα υιός, τ' αμάξι εστήσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εβγήκ' εμπρός κ' είδεν αυτούς ο μέγας Ετεωνέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του ποιμένα των λαών εστράφη να το είπη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά του εστάθη κ' είπε του με λόγια πτερωμένα· </td><td align="right"> 25</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μενέλαε διόθρεπτε, μας ήλθαν δύο ξένοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'πού του μεγάλου του Διός το γένος ομοιάζουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ειπές αν θα τους λύσουμε τ' άλογ' από τ' αμάξι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή θα τους προβοδήσουμε 'ς άλλον να τους ξενίση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε ο ξανθός Μενέλαος εβάρυνε και του 'πε· </td><td align="right"> 30</td></tr>
+<tr><td>«Μωρός δεν ήσουν άλλοτε, Βοηθοίδη Ετεωνέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα ως μωρόπαιδ' ομιλείς· και δεν θυμάσαι οι δυο μας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' άλλους πόσα εφάγαμε δώρα φιλοξενίας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως 'που να γύρουμεν εδώ και ο Δίας να μας δώση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τέλος εις τα παθήματα; αλλά τ' άλογα λύσε </td><td align="right"> 35</td></tr>
+<tr><td>των ξένων, και άμα μπάσε τους εδώ να γευματίσουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε· κ' εκείνος χύθηκε, κ' επρόσταξε τους άλλους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επιμελείς θεράπονταις να τον ακολουθήσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα ιδρωμένα τ' άλογα απ' τον ζυγόν ελύσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς τ' αλογίσινα παχνιά τα δέσαν, και εις εκείνα </td><td align="right"> 40</td></tr>
+<tr><td>ζειά τους βάλαν, κ' έσμιξαν μ' αυτήν λευκό κριθάρι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τους τοίχους τους ολόφωτους έκλιναν και τ' αμάξι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτούς 'ς το θείον έμπασαν παλάτι· άμ' είδαν κείνοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του διοθρεμμένου βασιληά τα δώματα, εθαυμάζαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι ωσάν λάμψι του ήλιου, ή της σελήνης, ήταν </td><td align="right"> 45</td></tr>
+<tr><td>'ς το δώμα το υψηλόσκεπο του ενδόξου Μενελάου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού θωρώντας χάρηκαν το θέαμα τριγύρω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα καλοσκάλιστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους εφόρεσαν κρουσταίς χλαμύδαις και χιτώναις, </td><td align="right"> 50</td></tr>
+<tr><td>σιμά του Ατρείδη εβάλθηκαν εις θρόνους να καθήσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, </td><td align="right"> 55</td></tr>
+<tr><td>και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο ξανθός Μενέλαος χαιρέτησέ τους κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Απλοχερήτε εις το φαγί, και χαίρετε· κατόπι </td><td align="right"> 60</td></tr>
+<tr><td>αφού γευθήτε, θέλει σας ζητήσω τίνες είσθε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι το γένος άγνωστο δεν θα 'ναι των γονειών σας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' είσθε ανδρών γεννήματα μεγάλων σκηπτροφόρων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι παρόμοια πλάσματα από αγενείς δεν βγαίνουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και με τα χέρια του νεφρά βωδιού παχεία </td><td align="right"> 65</td></tr>
+<tr><td>ψητά τους δίδει, 'πώλαβεν ο ίδιος ως πρωτείο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ωμίλησε ο Τηλέμαχος τότε του Νεστορίδη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την κεφαλή ζυγόνοντας, οι άλλοι μην ακούσουν· </td><td align="right"> 70</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αγαπητέ, θεώρησε, γλυκέ μου Νεστορίδη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα δώματα τ' αχόλογα πως ο χαλκός αστράφτει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ήλεκτρος, το μάλαμμα, ο ελέφαντας, τ' ασήμι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμοια 'ς τον Όλυμπο, θαρρώ, θε να 'ναι η αυλή του Δία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αμίλητα 'ναι, είναι πολλά· θαυμάζ' όσο τα βλέπω». </td><td align="right"> 75</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο ξανθός Μενέλαος τον νόησ' ως ωμίλειε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς προσφώνησεν αυτούς με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Και ποιος θνητός, ω τέκνα μου, μετριέται με τον Δία;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι δόμοι και τα υπάρχοντα εκείνου αθάνατά 'ναι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θνητός μ' εμέ 'ς τα υπάρχοντα μετριέται ναι και όχι· </td><td align="right"> 80</td></tr>
+<tr><td>ότι αφού έπαθα πολλά, αφού πολύ πλανήθην,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μες τα καράβια τα 'φερα, και τ' όκτατ' έτος ήλθα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κύπρο, Φοινίκην, Αίγυπτο, και χώραις Αιθιόπων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και Σιδονίων κ' Ερεμβών εβγήκα, και Λιβύαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπου τ' αρνιά από γενετής τα κέρατα φυτρόνουν, </td><td align="right"> 85</td></tr>
+<tr><td>και τρεις φοραίς τεκνοποιούν τα πρόβατα τον χρόνο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κει του ποιμένα περισσά, καθώς και του κυρίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είναι τυρί και κρέατα και το γλυκό το γάλα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι έχουν πάντοτ' άφθονο το γάλα να τ' αρμέγουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ενώ πλούτη συνάζοντας κει πέρα εγώ πλανούμουν, </td><td align="right"> 90</td></tr>
+<tr><td>ωστόσ' άλλος μου φόνευσε τον αδελφό μου κρύφια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απάντεχα, με της μιαρής συντρόφου την απάτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ιδού γιατί δεν χαίρομαι 'ς τα πλούτη αυτά, 'που έχω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τούτα θα τ' ακούσετε και σεις απ' τους γονείς σας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όποιοι και αν είναι, ότι έπαθα πολλά, κ' έχασα σπίτι </td><td align="right"> 95</td></tr>
+<tr><td>ευτυχισμένο με καλά και υπέρλαμπρα περίσσα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έστεργα εγώ 'ς σπίτι μου το τρίτο να μου μείνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις την ζωή να εσώζονταν οι άνδρες, οπού πέσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την Τρωάδα την πλατειά, μακράν από το Άργος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλους τους κλαίω και οδύρομαι, και το συχνό κλεισμένος </td><td align="right"> 100</td></tr>
+<tr><td>εις τα δικά μου μέγαρα, καθήμενος δακρύζω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ώραις 'ς το κλάμμα χαίρεται η ψυχή μου και ώραις παύω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γοργά του κρύου κλάμματος ο πόθος ησυχάζει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αυτών όλων των ανδρών ο πόνος δεν με θλίβει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσον ενός, 'που ο πόθος του φαγί μου παίρνει κ' ύπνο· </td><td align="right"> 105</td></tr>
+<tr><td>ότι κανείς των Αχαιών ωσάν τον Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν μόχθησε, ουδ' εβάσταξεν αλλά το 'θελε η μοίρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτός να πάθη και άσβυστος 'ς εμέ να μείνη ο πόνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνου, ότι λείπει δα καιρούς, ουδέ κανείς γνωρίζει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ζη κείνος ή απέθανε· και τώρα θα τον κλαίουν </td><td align="right"> 110</td></tr>
+<tr><td>η Πηνελόπ' η φρόνιμη, ο γέρος ο Λαέρτης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο Τηλέμαχος, 'π' άφησε 'ς το σπίτι ακόμη βρέφος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και τον έκαμε να κλάψη τον πατέρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για τον πατέρα ως άκουσε χάμου έσταξε το δάκρυ,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμπρός 'ς τα μάτια σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα </td><td align="right"> 115</td></tr>
+<tr><td>με τα δυο χέρια· κ' ένοιωσεν αυτόν ο βασιλέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εβάλθηκε 'ς του λογισμού τα βάθη να μετρήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα τον αφήση αφ' εαυτού να ειπή για τον πατέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή πρώτος θα ερωτήση αυτός, το πράγμα να εξετάση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τούτα ενώ κείνος έζυαζε 'ς του λογισμού τα βάθη, </td><td align="right"> 120</td></tr>
+<tr><td>η Ελένη από τον θάλαμο τον μυροβόλον ήλθε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμοια με την Αρτέμιδα, 'πώχει χρυσά τα βέλη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά της βάζ' η Άδραστη θρονί καλοφτειασμένο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από απαλώτατο μαλλί τάπητα η Αλκίππη φέρνει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άργυρο κάλαθο η Φιλώ· δώρο ήταν της Αλκάνδρης, </td><td align="right"> 125</td></tr>
+<tr><td>της γυναικός του Πόλυβου, 'που 'ς ταις Αιγύπτιαις Θήβαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκατοικούσε, και άπειρα 'ς το σπίτι έχει τα πλούτη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Ατρείδη εκείνος έδωκε δύ' αργυρούς νιπτήραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δυο τρίποδαις και τάλαντα δέκα χρυσά, και ακόμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η σύντροφος δώρα λαμπρά χάριζε της Ελένης, </td><td align="right"> 130</td></tr>
+<tr><td>χρυσή 'λεκάτη, κ' εύμορφο καλάθι τροχοφόρο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολάργυρο, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνο τότε η θεράπαινα Φιλώ της παραθέτει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από εργασμένα γνέματα γεμάτ' όλο, κ' επάνω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με το γιοφύλλινο μαλλί τεντόνετο η 'λεκάτη· </td><td align="right"> 135</td></tr>
+<tr><td>κ' εκάθισεν εις το θρονί, οπού 'χεν υποπόδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ερώτησε τον άνδρα της η Ελένη, ένα προς ένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μενέλαε διόθρεπτε, γνωστό μας είναι τάχα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτοι 'που 'λθαν 'ς το σπίτι μας ποιοι καυχώνται ότ' είναι;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άρα λαθεύομαι; η καρδιά μου λέγει να ομιλήσω· </td><td align="right"> 140</td></tr>
+<tr><td>ποτέ μου δεν είδ' άνθρωπον, άνδρα ή γυναίκα, τόσον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλου να ομοιάζη, όσον αυτός — θαυμάζ' όσο τον βλέπω —</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο υιός του μεγαλόψυχου φαίνεται του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τηλέμαχος, όπ' άφησε 'ς το σπίτι ακόμη βρέφος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότε για με την άσεμνη τον πόλεμο κινώντας </td><td align="right"> 145</td></tr>
+<tr><td>τον τολμηρόν οι Αχαιοί κατέβητε 'ς την Τροία».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Έτσι κ' εγώ τώρα νοώ, γυναίκα, ως συ νομίζεις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα πόδια τέτοια φαίνονταν εκείνου και τα χέρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των οφθαλμών η αστραψιαίς, και η κεφαλή και η κόμη· </td><td align="right"> 150</td></tr>
+<tr><td>και ως από τώρα ενθύμισα εγώ τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έλεα πόσα 'παθε για με, κ' εμόχθησεν εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάτω 'ς τα μάγουλα πικρόν αυτός έχυνε δάκρυ,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμπρός 'ς τα μάτια σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και απάντησι ο Πεισίστρατος του δίδει ο Νεστορίδης· </td><td align="right"> 155</td></tr>
+<tr><td>«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνου τούτος είν' υιός τωόντι, καθώς λέγεις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' είναι φρόνιμος, ευλάβεια τον βαστάει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμα πρωτώλθεν, άκαιρο λόγο να βγάλη εμπρός σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενώ η φωνή σου, ωσάν θεού, μαγεύει την ψυχή μας. </td><td align="right"> 160</td></tr>
+<tr><td>κ' εμ' έστειλεν ο Νέστορας Γερήνιος ιππότης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να 'λθω με τούτον συνοδός· ότ' ήθελε να σ' ίδη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λόγον ή πράξι ωφέλιμην εσύ να τον διδάξης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πατρός, οπού ξενίτευσε, το τέκνον έχει πόνους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι του, αν δεν είναι να τον βοηθήσουν άλλοι· </td><td align="right"> 165</td></tr>
+<tr><td>'σαν τώρα του Τηλέμαχου 'χάθη ο πατέρας, και άλλος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να τον φυλάξη από κακά, 'ς τον τύπον του δεν είναι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω Θε μου, αλήθεια σπίτι μου υιός ανθρώπου φίλου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθε, 'που τόσο εβάσταξε για με πολλούς αγώναις! </td><td align="right"> 170</td></tr>
+<tr><td>κ' είπα ότι θα τον φίλευα έξοχ' από τους άλλους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αργείους, αν ο Βροντητής να γύρουμε είχε δώσει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οι δυο, το πέλαο σχίζοντας με τα γοργά καράβια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πόλιν θα του έκαμνα και σπίτι μέσα 'ς τ' Άργος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' την Ιθάκη παίρνοντας αυτόν και υπάρχοντά του, </td><td align="right"> 175</td></tr>
+<tr><td>με τον υιό και τον λαόν όλο, κ' ήθελα πόλιν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξεκάμει απ' όσαις γύρωθε μού είναι υποταγμέναις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όντας εδώ θα εσμίγαμε συχνά, και τίποτ' άλλο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την φιλιά και εις ταις χαραίς δεν θα μας ξεχωρούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ειμή το μαύρο σύγνεφο της ώρας του θανάτου. </td><td align="right"> 180</td></tr>
+<tr><td>αλλ' ήταν δα μελλάμενο θεός να τα φθονέση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που εκείνου μόνου τ' άμοιρου τον γυρισμόν επήρε».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και εις όλους κίνησε τον πόθο των δακρύων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έκλαιγ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έκλαιγεν ο Τηλέμαχος και ο βασιληάς Ατρείδης, </td><td align="right"> 185</td></tr>
+<tr><td>ουδ' είχεν ο Πεισίστρατος αδάκρυτα τα μάτια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι και αυτός τον άψεγον Αντίλοχο ενθυμήθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που της Ηώς της φωτεινής είχε φονεύσει ο γόνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον ενθυμήθη κ' έλεγε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ατρείδη, σε σοφώτερον απ' όλους τους ανθρώπους </td><td align="right"> 190</td></tr>
+<tr><td>ο γέρος είπε Νέστορας, ότ' ήλθε για σε λόγος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι, ως ερωτιώμασθε ο ένας με τον άλλον.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρ', αν γίνεται, 'ς εμέ πείθου· γιατί 'ς τον δείπνο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν αγαπώ τα κλάμματα· αλλά του όρθρου η κόρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ηώ και πάλιν θα φανή· με τούτο εγώ δεν λέγω </td><td align="right"> 195</td></tr>
+<tr><td>κείνον, 'που επήρε ο θάνατος και η μοίρα, να μην κλαίουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τούτο μόνον έχουσιν οι μαύροι θνητοί δώρο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η κόμη να θερίζεται, να χύνεται το δάκρυ·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι κ' εγώ 'χασ' αδελφόν, 'που μέσα 'ς τους Αργείους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν ήταν ο χειρότερος, και θα τον έχης μάθει· </td><td align="right"> 200</td></tr>
+<tr><td>εγώ δεν τον εγνώρισα, κ' έξοχος λέγουν, ήταν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Αντίλοχος, ταχύτατος, και ακλόνητος 'ς την μάχη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω φίλε, αφού είπες φρόνιμα, όσ' άνθρωπος με γνώσι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από σε μεγαλήτερος, ήθελε ειπή και πράξη· </td><td align="right"> 205</td></tr>
+<tr><td>τέτοιου πατρός, δεν ημπορείς ή φρόνιμα να λέγης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλόγνωρ' είν' η γενεά τ' ανδρός, οπού ο Κρονίδης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του γάμου και της γενετής ευτύχισε την ώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως έδωκε του Νέστορα να ήναι ολοκαιρής του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτός λαμπρά 'ς το σπίτι του τα γέρα να περνάη, </td><td align="right"> 210</td></tr>
+<tr><td>κ' υιούς να έχη συνετούς και 'ς τ' άρματα μεγάλους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμείς το κλάμμ' ας παύσουμεν, όπ' είχε γίνει πρώτα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του δείπνου ας κάμουμεν αρχή, και το νερό 'ς τα χέρια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας χύσουν, και αύριο το ταχύ θα γίν' η ομιλία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού ο Τηλέμαχος κ' εγώ θα ειπούμε μεταξύ μας». </td><td align="right"> 215</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε· και ο Ασφάλιος το νερό τούς έχυσε εις τα χέρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' η Ελένη, κόρη του Διός, τότ' εσοφίσθηκ' άλλο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' όπου επίναν, 'ς το κρασί τους έρριξε βοτάνι, </td><td align="right"> 220</td></tr>
+<tr><td>αντίλυπο και αντίχολο, π' όλα τα πάθη σβήνει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τον κρατήρα όταν σμιχθή, όποιος τα καταπίνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολημερής δεν δύναται δάκρυ να στάξη κάτω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ μητέρ' αν έχασε, ουδ' αν και τον πατέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ουδ' αν αδέλφι, ουδ' αν υιόν μονάκριβον εμπρός του </td><td align="right"> 225</td></tr>
+<tr><td>του σχίσουν με την μάχαιρα, και αυτός να τους θωράη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τέτοια 'χε βότανα σοφά του Διός η θυγατέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χρήσιμα, 'που της έδωκεν η ομόκλινη του Θώνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Πολύδαμνα, 'ς την Αίγυπτο, 'που βότανα έχει πλήθος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολλά σμιγμένα χρήσιμα, πολλά θανατηφόρα. </td><td align="right"> 230</td></tr>
+<tr><td>ιατρός καθένας είναι αυτού παρ' όλους τους ανθρώπους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σοφός, ότι προπάτορα γνωρίζουν τον Παιάνα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μέσ' αφού το έρριξε κ' είπε να τους κεράσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πάλι με την αράδα της άρχισε και τους είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μενέλαε διόθρεπτε, και σεις εδώ, 'που είσθε </td><td align="right"> 235</td></tr>
+<tr><td>λαμπρών ανδρών γεννήματα, —και ο Δίας άλλοτ' άλλου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δίδει καλόν, δίδει κακόν, ότ' ημπορεί τα πάντα,—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εδώ τώρα καθήμενοι 'ς τον δείπνο με ομιλίαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξεδίνετε, γιατί κ' εγώ τ' αρμόδια θ' αναφέρω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλους εγώ δεν δύναμαι να είπω τους αγώναις, </td><td align="right"> 240</td></tr>
+<tr><td>όσους ο στερεόκαρδος κατώρθωσε Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ένα 'πώπραξε λαμπρόν με τόλμην ο ανδρείος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με άσχημαις βαρηματιαίς εδάμασε το σώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πήρε φορέματα κακά, και ομοιάζοντας με δούλον </td><td align="right"> 245</td></tr>
+<tr><td>εμπήκε εις την πλατύδρομη την πόλι των εχθρών του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σχήμα εκείνο εκρύφθηκε, και ώμοιαζε ψωμοζήτης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτός 'που τέτοιος δεν ήταν 'ς τ' Αχαϊκά τα πλοία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τέτοιος 'ς την Τροίαν εισχωρεί, κ' εκείνοι εμωραθήκαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλοι, κ' εγώ τον γνώρισα 'ς αυτό το σχήμα μόνη, </td><td align="right"> 250</td></tr>
+<tr><td>και τον εξέταζα, και αυτός μου ξέφυγε με τέχνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όταν δα τον έλουα κ' έχριζα με το λάδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ενδύματα τον ένδυνα, και ώμοσα φρικτόν όρκο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τους Τρώαις μέσ' ο Οδυσσηάς 'που εφάνη να μην είπω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πριν αυτός φθάση 'ς ταις σκηναίς και 'ς γοργά καράβια, </td><td align="right"> 255</td></tr>
+<tr><td>τότε όλη μου εφανέρωσε των Αχαιών την γνώμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού πολλούς εφόνευσε των Τρώων με το ξίφος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τους Αργείους έγυρε, κ' επήρε πολλήν γνώσι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' έκλαιαν η Τρώισσαις πικρά, κ' γώ χαιρόμουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' η καρδιά μου είχε στραφή 'ς σπίτι μου να γύρω, </td><td align="right"> 260</td></tr>
+<tr><td>και αργ' αναστέναζα το πώς μ' εμώραν' η Αφροδίτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την ώρα, 'που κει μ' έφερεν απ' την γλυκειά πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εχώρισα την κόρη μου, τον θάλαμο, τον άνδρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού 'ς τον νου και 'ς την μορφή τον κάλλιο του δεν έχει».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης· </td><td align="right"> 265</td></tr>
+<tr><td>«Ναι, τούτα είν' όλ' αληθινά, γυναίκα, όπως τα λέγεις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήδη πολλών εγώ 'μαθα την σκέψι και την γνώμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ανδρών ηρώων, και εις πολλά της γης εβγήκα μέρη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άνθρωπον τα μάτια μου τέτοιον ποτέ δεν είδαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως ήταν μεγαλόψυχος ο φίλος Οδυσσέας. </td><td align="right"> 270</td></tr>
+<tr><td>όπως και αυτό κατώρθωσε με τόλμην ο ανδρείος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τ' άλογον ότε το ξυστόν οι πρώτοι των Αργείων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλοι κρυμμένοι εφέρναμε τον όλεθρο 'ς τους Τρώαις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και συ 'λθες τότε αυτού· θεός πρέπει να σ' έχη σπρώξει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των Τρώων δόξαν θέλοντας να δώση· και σιμά σου </td><td align="right"> 275</td></tr>
+<tr><td>έρχονταν ο θεόμορφος Δηίφοβος· και γύραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τρεις έκαμες, την βαθουλή καθίστρα ψηλαφώντας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εφώναζες με τ' όνομα των Δαναών τους πρώτους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με την φωνή της γυναικός του καθενός εκείνων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τον Τυδείδη τότ' εγώ και ο θείος Οδυσσέας </td><td align="right"> 280</td></tr>
+<tr><td>ακούσαμε, καθήμενοι 'ς την μέση, την βοή σου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμείς οι δυο με προθυμιάν ηθέλαμεν ορμώντας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έξω να βγούμε, ή μέσαθεν ευθύς ν' αποκριθούμε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όσο και αν ηθέλαμε, μας κράτησ' ο Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα παιδιά των Αχαιών κει μέσα εσίγαν όλα· </td><td align="right"> 285</td></tr>
+<tr><td>ο Άντικλος ηθέλησε μόνος να σ' απαντήση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά τον έσφιξ' ο Οδυσσηάς 'ς το στόμα με τα χέρια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' ανδρειωμένα, κ' έσωσε των Αχαιών το γένος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κρατώντας, ως 'που επήρε σε κείθε η Παλλάδ' Αθήνη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου· </td><td align="right"> 290</td></tr>
+<tr><td>»Μενέλαε διόθρεπτε, πικρότερος ο πόνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν μ' όλ' αυτά τον όλεθρο δεν έφυγεν εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδ' αν βαστούσε σιδηρή 'ς τα στήθη την καρδία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά 'ς την κλίνη φέρτε μας, ότ' ήλθεν ήδ' η ώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να πέσουμε, και τον γλυκό τον ύπνο να χαρούμε». </td><td align="right"> 295</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε· και ταις δούλαις της παράγγειλ' η Ελένη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να στρώσουν εις την αίθουσα, να βάλουν μέσα ωραία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πορφυρά σκεπάσματα, και τάπηταις επάνω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και χλαίναις κάτωθε κρουσταίς, να 'χουν να ταις φορέσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείναις απ' το μέγαρον εβγήκαν, κ' εβαστούσαν </td><td align="right"> 300</td></tr>
+<tr><td>φως εις τα χέρια, κ' έστρωσαν· και ο κήρυκας τους ξένους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έμπασε, και 'ς τον πρόδομον αυτού πλαγιάσαν κείνοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ήρωας Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο Ατρείδης εις τ' απόκρυφα του δόμου, και σιμά του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Ελένη η μακροπέπλωτη, η αταίριαστη γυναίκα. </td><td align="right"> 305</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο μαχητής Μενέλαος εγέρθη από την κλίνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενδύθη, και το κοφτερό 'ς τον ώμο έζωσε ξίφος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων. </td><td align="right"> 310</td></tr>
+<tr><td>του Τηλεμάχου ωμίλησε καθήμενος σιμά του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω ήρωα Τηλέμαχε, ποια σ' έφερ' εδώ χρεία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να 'λθης 'ς την Λακεδαίμονα, την θάλασσα περνώντας;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χρεία δική σου ή του κοινού; ειπέ μου το μ' αλήθεια».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου· </td><td align="right"> 315</td></tr>
+<tr><td>«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθ' ίσως κάποιον άκουσμα μου είπης του πατρός μου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μου τρώγεται το σπίτι μου, μου φθείροντ' οι αγροί μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η κατοικιά μου εγέμισεν εχθρούς, οπ' όλ' ημέρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πυκνά τ' αρνιά μου σφάζουσι, τα στριφοπόδα βώδια, </td><td align="right"> 320</td></tr>
+<tr><td>οι απόκοτοι και υβριστικοί μνηστήρες της μητρός μου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για τούτο τώρα σου 'πεσα 'ς τα γόνατα, να μάθω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε, παραδαρμούς η μοίρα. </td><td align="right"> 325</td></tr>
+<tr><td>μηδ' από σέβας το μηδέν, ή λύπη, μου γλυκάνης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες, ειπέ μου ένα προς ένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ναι, σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λόγον ή πράξι εδέχθηκε, κ' ετέλειωσε για σένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη, </td><td align="right"> 330</td></tr>
+<tr><td>τώρα να μου τα θυμηθής, και ειπέ μου την αλήθεια».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο ξανθός Μενέλαος εβάρυνε και είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω Θε, 'ς την κλίνην ήθελαν ανδρός ανδρειωμένου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνοι, 'που 'ναι άνανδροι, τωόντι να πλαγιάσουν!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως ελαφίνα, αν δυνατού λεονταριού 'ς τον λόγγο </td><td align="right"> 335</td></tr>
+<tr><td>κοιμίση βυζανάρικα νεογέννητα λαφάκια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όρη κατόπι αναζητά και χορτερά λαγκάδια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βόσκοντας, και εις την κοίτη του γυρίζει έπειτα εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τρομερά με τα παιδιά χαλά και την μητέρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμοιο 'ς αυτούς ο Οδυσσηάς φρικτό θα φέρη τέλος. </td><td align="right"> 340</td></tr>
+<tr><td>και ω Δί', Αθήνη, Απόλλωνα, αν τέτοιος, ως εφάνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Λέσβο την καλόκτιστη, 'που αμέσως εσηκώθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την πρόκλησι, κ' επάλαισε με τον Φιλομηλείδη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ανδρεία τον κατάβαλε, και όλ' οι Αχαιοί 'χαρήκαν,—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν τέτοιος έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσ' εις τους μνηστήραις, </td><td align="right"> 345</td></tr>
+<tr><td>'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γίν' ο γάμος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τούτα, οπού παρακαλείς και μ' ερωτάς, δεν θέλει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλα σου ειπώ ξεφεύγοντας, ουδέ θα σ' απατήσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όσα μου 'πε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ένα προς ένα θα σου ειπώ, κανένα δεν θα κρύψω. </td><td align="right"> 350</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ τον Αίγυπτον οι αθάνατοι, ενώ για δω κινούσα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' εκράτησαν, ότι 'ς αυτούς δεν έκαμα εκατόμβαις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνοι να ενθυμούμεθα ταις προσταγαίς τους θέλουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είναι νησί 'ς την θάλασσα την πολυκυματούσα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκεί 'ς τον Αίγυπτον εμπρός, και Φάρο τ' ονομάζουν, </td><td align="right"> 355</td></tr>
+<tr><td>και απέχει τόσο διάστημα, όσο μετρά καράβι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν πρύμος άνεμος σφοδρός ολήμερα φυσήση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λιμένας μέσ' ακίνδυνος, απ' όπου τα καράβια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βγάζουν 'ς την θάλασσαν, αφού μαύρο νερόν επήραν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κει μ' εκρατούσαν οι θεοί είκοσ' ημέραις, μήτε </td><td align="right"> 360</td></tr>
+<tr><td>άνεμοι θαλασσόπνοοι φαίνονταν, 'που τα πλοία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξεπροβοδούν 'ς τα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και θε να ελείπαν η τροφαίς, κ' οι άνδρες θα εμαραίναν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν μια δεν μ' είχ' ελεηθή θεά, και μ' είχε σώσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κόρη τ' ανδρείου γέροντα της θάλασσας Πρωτέα, </td><td align="right"> 365</td></tr>
+<tr><td>η Ειδοθέα, 'πώγγιξα μάλιστ' αυτής το σπλάχνος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτή μ' ηύρε οπού σέρνομουν, χωρίς συντρόφους, μόνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι εγυρίζαν 'ς το νησί και αλίευαν εκείνοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με κυρτ' αγκίστρια, την σκληρή την πείναν όπως σιγάσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτή κοντά μου εστάθηκε, μου ωμίλησε και είπε· </td><td align="right"> 370</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ω ξένε, τάχ' ανόητος είσαι, 'ς την γνώμη χαύνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή θέλεις το και αφίνεσαι, σ' αρέσει να παθαίνης;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόσους καιρούς εις το νησί κρατιέσαι, και ουδέ τέλος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δύνασαι ναύρης, και η καρδιά της συντροφιάς σου λυόνει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα· </td><td align="right"> 375</td></tr>
+<tr><td>Όποια και αν ήσαι των θεών εσύ, θα σ' απαντήσω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν θέλω το και μένω εδώ, αλλά των αθανάτων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'πώχουν τον μέγαν ουρανόν, αμάρτησα, λογιάζω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά συ 'πε μου, — κ' οι θεοί γνωρίζουσι τα πάντα,—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποιος μ' εμποδίζει των θεών και μ' έδεσε εις τον δρόμο, </td><td align="right"> 380</td></tr>
+<tr><td>και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συχνάζει εδώ ένας άψευτος γέροντας πελαγήσιος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Πρωτέας ο αθάνατος, Αιγύπτιος, 'που τα βάθη </td><td align="right"> 385</td></tr>
+<tr><td>γνωρίζει όλης της θάλασσας, δούλος του Ποσειδώνα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πατέρας μου είναι, ως λέγουσιν, αυτός μ' έχει γεννήσει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καρτέρι εκείνου αν δύνοσουν να 'στήσης και τον πιάσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον δρόμο αυτός θα σου 'λεγε, του ταξειδιού το μάκρος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσης. </td><td align="right"> 390</td></tr>
+<tr><td>και αυτός ακόμη θα σου ειπή, διόθρεπτε, αν το θέλης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ό,τι κακό 'ς το σπίτι σου και ό,τι καλό συνέβη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενώ 'λειπες 'ς το μακρυνό και δύσκολο ταξείδι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και 'ς αυτήν εγώ απάντησα και είπα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τώρα του θείου γέροντα συ ναύρης το καρτέρι, </td><td align="right"> 395</td></tr>
+<tr><td>μήπως μου φύγη, αν προϊδή το πράγμα ή το προμάθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι θνητός είναι βαρύ θεόν να καταβάλη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Ήλιος όταν αναιβή τα μεσουράνια μέρη, </td><td align="right"> 400</td></tr>
+<tr><td>έρχεται από την θάλασσαν ο άψευτος ο γέρος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το μαύρον ανατρίχιασμα, 'π' ο Ζέφυρος σηκόνει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' έξω βγη, 'ς τα σπήλαια τα θολωτά κοιμάται.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γύρω του η φώκαις, της καλής απόγονοι Αλοσύδνης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μαζή πλαγιάζουν, βγαίνοντας από το λευκό κύμα, </td><td align="right"> 405</td></tr>
+<tr><td>και πικροπνέουν της βαθειάς θαλάσσης μυρωδία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκεί το γλυκοχάραμμα εγώ θα σ' οδηγήσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα σε πλαγιάσω αραδικώς, και τρεις θε να διαλέξης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συντρόφους, τους καλήτερους, όπ' έχεις 'ς τα καράβια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλαις εγώ θέλει σου ειπώ ταις πονηριαίς του γέρου· </td><td align="right"> 410</td></tr>
+<tr><td>'ς ταις φώκαις πρώτα θε να 'λθή, και θα ταις αριθμήση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, άμ' όλαις ταις εμέτρησε κ' εθώρησε, θα πέση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την μέση τους, ως ο βοσκός 'ς την μέση των προβάτων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως τον ιδήτε, 'πώπεσε 'ς τον ύπνο, τότε αμέσως</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την δύναμι θα βάλετε και την καρδιά σας όλη, </td><td align="right"> 415</td></tr>
+<tr><td>κρατώντας τον, και ας προσπαθή μ' αγών' αυτός να φύγη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα δοκιμάση, θα γενή 'ς την γην όσα κινούνται</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θεριά, θα γένη και νερό, και πυρ θεοφλογισμένο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και σεις πάντοτε ακλόνητοι βαστάτε σφίγγοντάς τον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>στενώτερα· αλλ' άμ' αυτός μόνος του σ' ερωτήση, </td><td align="right"> 420</td></tr>
+<tr><td>και γένη όπως τον είδετε 'ς τον ύπνο, 'που εκοιμώνταν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την βία τότε παύσετε και λύσετε τον γέρο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήρωα, κ' ερώτα ποιος θεός σε βασανίζει τώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζ', εβυθίσθη. </td><td align="right"> 425</td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ 'ς τα πλοία κίνησα, 'που εστέκονταν 'ς τον άμμο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού 'ς το πλοίον έφθασα, 'ς την άκρη της θαλάσσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρ' ήλθε νύκτα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το περιγιάλι επιέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. </td><td align="right"> 430</td></tr>
+<tr><td>κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' επήρα της πλατύπορης της θάλασσας την άκρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς τους θεούς ευχόμενος θερμά, με τρεις συντρόφους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που για κάθε κατόρθωμα πίστιν πολλήν τους είχα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' του πελάγου τους βυθούς εκείνη τότ' εφάνη, </td><td align="right"> 435</td></tr>
+<tr><td>κ' έφερε δέρματα φωκών τέσσερα, κ' ήσαν όλα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>νειόγδαρτα· εσοφίζονταν απάτη του πατρός της.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού 'ς τον άμμο αυλάκωσε πλαγιάσματα, εκαθόνταν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μένοντας· κ' εμείς φθάσαμε σιμά της· τότε αράδα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μας πλάγιασε κ' εσκέπασε με δέρμα ένα καθέναν. </td><td align="right"> 440</td></tr>
+<tr><td>καρτέρι θα ήταν κει βαρύ· μας έπνιγε η βαρεία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των θαλασσόθρεπτων φωκών οσμή φαρμακωμένη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ποιος βαστά να κοιμηθή με τέρας του πελάγου;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά μας έσωσεν αύτη με ανάσασι μεγάλη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τα ρουθούνια καθενός μας έθεσε αμβροσία </td><td align="right"> 445</td></tr>
+<tr><td>μυρόβολη, και την οσμήν αφάνισε του κήτους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλη την αυγή μείναμε, με υπομονή, μ' αγώνα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η φώκαις απ' την θάλασσαν ήλθαν μαζή, και αράδα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τ' ακρογιάλι επλάγιασαν, και από τα βάθη ο γέρος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθε καταμεσήμερα, και αυτού ταις φώκαις ηύρε, </td><td align="right"> 450</td></tr>
+<tr><td>ταις παχουλαίς, κ' εξέτασε και αρίθμησέ ταις όλαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμάς πρώτους λογάριασε 'ς τα κήτη, και ότι δόλος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήταν δεν εδοκήθηκε, και επλάγιασε κ' εκείνος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με βοή χουμήσαμε και αδράξαμέν τον όλοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σφικτά, και αυτός δεν ξέχασε την δολερή του τέχνη. </td><td align="right"> 455</td></tr>
+<tr><td>και πρώτ' απ' όλα εγίνηκε λέοντας καλογένειος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ευθύς κατόπι δράκοντας, και πάρδαλις, και κάπρος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>νερό ρεούμεν' έγινε, και δένδρον υψωμένο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον εκρατούσαμεν εμείς, με υπομονή, μ' αγώνα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο γέρος, άμ' απόκαμε 'ς τόσους 'πώχει δόλους, </td><td align="right"> 460</td></tr>
+<tr><td>προς εμέ τότ' ωμίλησε, κ' ερώτησέ με· Ποίος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θεός, Ατρείδη, σου 'δειξε καρτέρι να μου στήσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και να με πιάσης στανικώς; ποια έχεις εσύ χρεία;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Γνωρίζεις, γέρε, — τι ερωτάς τούτα, να με πλανέσης; — </td><td align="right"> 465</td></tr>
+<tr><td>'που 'ς το νησί τόσους καιρούς κρατιούμαι, και ουδέ τέλος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δύναμαι ναύρω, και η καρδιά της συντροφιάς μου λυόνει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά συ 'πέ μου,—και οι θεοί γνωρίζουσι τα πάντα—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποιος μ' εμποδίζει των θεών, και μ' έδεσε εις τον δρόμο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω. </td><td align="right"> 470</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Του Δία και των άλλων αθανάτων ταις θυσίαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πριν ξεκινήσης, έπρεπε να κάμης, όπως φθάσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το μαύρο πέλαο σχίζοντας, γλήγορα εις την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι δεν θέλ' η μοίρα σου να ιδής τους ποθητούς σου, </td><td align="right"> 475</td></tr>
+<tr><td>το σπίτι το περίλαμπρο και την γλυκειά πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παρ' αφού πάλιν αναιβής του Αιγύπτου το ποτάμι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που 'ναι βιοκαταίβατο, και κάμης εκατόμβαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε τον δρόμο, 'που ποθείς, αυτοί θα σου χαρίσουν. </td><td align="right"> 480</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τούτα μου είπε, και η καρδιά στο στήθος μου ερραγίσθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι το μαύρο πέλαγος μου επρόσταζε να σχίσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπίσω προς τον Αίγυπτο· μακρύ, βαρύ ταξείδι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μ' όλα ταύτα προς αυτόν ωμίλησα και πάλιν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τούτα θα πράξω, γέροντα, όπως εσύ προστάζεις. </td><td align="right"> 485</td></tr>
+<tr><td>αλλά ζητώ σε να μου ειπής μ' αλήθεια τούτο, αν όλοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άβλαπτοι με τα πλοία τους οι Αχαιοί γυρίσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσους εγώ και ο Νέστορας αφήσαμε εις την Τροία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή αν κακό 'ς την θάλασσα κανείς έλαβε τέλος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις ποθηταίς αγκάλαις. </td><td align="right"> 490</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ατρείδη, αυτά τι μ' ερωτάς; ποσώς δεν σε συμφέρει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ηξεύρης και να μάθης κείνα, 'που κλεί μέσα ο νους μου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολληώρα δεν θα 'σαι άκλαυτος, όταν τ' ακούσης όλα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι απ' αυτούς πέσαν πολλοί, και άλλοι πολλοί εσωθήκαν. </td><td align="right"> 495</td></tr>
+<tr><td>των αρχηγών των Αχαιών εχάθηκαν δυο μόνοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον γυρισμό· 'ς τον πόλεμο και συ παρευρισκόσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ένας ακόμη ζωντανός 'ς τα πέλαγα κρατιέται·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο Αίας 'ς τα μακρύκουπα καράβια του αφανίσθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις ταις Γυραίς πρώτ' έφερεν αυτόν ο Ποσειδώνας, </td><td align="right"> 500</td></tr>
+<tr><td>τραναίς πέτραις, κ' εφύλαξεν απ' την θαλασσοζάλη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είχε σωθή, και μισητός ας ήταν της Αθήνης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' είπε λόγον βλάσφημον, μεγάλως ετυφλώθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πως έφυγ', είπε, εις των θεών το πείσμ', από το βάθος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Ποσειδώνος άκουσε 'που αυτός μεγαλολόγα, </td><td align="right"> 505</td></tr>
+<tr><td>και άδραξ' ευθύς την τρίαινα 'ς τα χέρια τ' ανδρειωμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την Γυρή πέτρα εκτύπησε, την έσχισε· ένα μέρος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έμειν' αυτού· 'ς το πέλαγο τ' απόκομμα εβυθίσθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'π' ο Αίας πρώτα εκάθονταν την ώρα 'που ετυφλώθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έφερνε αυτόν 'ς τον άπειρον κυματισμένον πόντο. </td><td align="right"> 510</td></tr>
+<tr><td>έτσι αφανίσθηκεν αυτός αφού κατέπιε άρμη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο αδελφός σου εξέφυγε τότε την μαύρη μοίρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μες τα βαθειά καράβια του· τον έσωσεν η Ήρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όταν εκοντόφθανε 'ς το όρος του Μαλέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το υψηλό, τον άρπαξε κ' επήρε ανεμοζάλη </td><td align="right"> 515</td></tr>
+<tr><td>'ς την ιχθυοφόρα θάλασσα, και αυτός βαρειά βογγούσε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κείθ' έδειχνε ακίνδυνος ακόμη ο γυρισμός τους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έστειλαν πρύμον οι θεοί, κ' έφθασαν 'ς την πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις ακρογιάλι εξοχικόν, όπου εκατοίκα ο Θυέστης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το πάλαι, τότ' ο Αίγισθος υιός του εκατοικούσε. </td><td align="right"> 520</td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνος μ' αναγάλλιασι 'ς το πατρικό του χώμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επάτησε, και το 'πιασε, κ' εφίλειε το με πλήθια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δάκρυα θερμά, χαρούμενος ότ' είδε την πατρίδα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' την σκοπιά τον ξάνοιξε ο σκοπός, οπού 'χε στήσει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο δολερός ο Αίγισθος, και του χε τάξει δώρο </td><td align="right"> 525</td></tr>
+<tr><td>δυο χρυσά τάλαντα, και αυτός ολοχρονής εφύλα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη του περάση απάντεχος και δράξη ευθύς τα όπλα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του ποιμένα των λαών κατέβη να το είπη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς τέχνασμα επίβουλον ο Αίγισθος ευρήκε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είκοσι παίρνει διαλεκτούς άνδραις, κ' εις ένα μέρος </td><td align="right"> 530</td></tr>
+<tr><td>τους κρύβει, και αλλού τράπεζα προστάζει να ετοιμάσουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτός τον Αγαμέμνονα κατέβη να καλέση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με άλογα, με άμαξαις, και έργ' άσχημα εμελέτα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον πήρε ανυποψίαστον του ολέθρου, εδείπνισέ τον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εσκότωσε, ως σκοτόνουσι το βώδι 'ς το παχνί του. </td><td align="right"> 535</td></tr>
+<tr><td>και ουδ' ένας τότε απόμεινε της συντροφιάς τ' Ατρείδη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ του Αιγίσθου, αλλ' όλοι τους 'ς το σπίτι εφονευθήκαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τούτα μου είπε, και η καρδιά 'ς το στήθος μου ερραγίσθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έκλαια καθήμενος 'ς τον άμμο, και η ψυχή μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ζήση πλειά δεν ήθελε, να ιδή το φως του ηλίου. </td><td align="right"> 540</td></tr>
+<tr><td>και αφού χάμου κυλιούμενος εχόρτασα το κλάμμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είπε μου τότε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τόσο μην κλαις πολύν καιρόν, Ατρείδη, ότι το κλάμμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τίποτε δεν μας βοηθεί· μόν' ίδε εις την πατρίδα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φθάσης το ταχύτερο, και ακόμη θα τον εύρης, </td><td align="right"> 545</td></tr>
+<tr><td>ή ζωντανόν, ή επρόλαβεν ο Ορέστης να τον κόψη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τότε 'ς το νεκρώσιμο τραπέζι θα τους φθάσης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και η καρδία μου κ' η ανδρική ψυχή μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' όλον οπού περίλυπη, 'ς τα στήθη μου εζεστάθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προς αυτόν ωμίλησα με λόγια πτερωμένα· </td><td align="right"> 550</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τούτους ηξεύρω τους, αλλά τον τρίτον λέγε μ' άνδρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνον, 'που ακόμη ζωντανός 'ς τα πέλαγα κρατιέται,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή απέθανε, και αν λυπηθώ, θέλ' όμως να τ' ακούσω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ο Λαερτιάδης είναι αυτός, κάτοικος της Ιθάκης. </td><td align="right"> 555</td></tr>
+<tr><td>'ς ένα νησί τον είδα εγώ δάκρυ λαμπρό να χύνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'πού με βία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση 'ς την πατρίδα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως 'ς τα νώτα τα πλατειά τον φέρουν της θαλάσσης. </td><td align="right"> 560</td></tr>
+<tr><td>και συ, Μενέλαε, του Διός θρέμμα, δεν θέλ' η μοίρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο να κλείσης την ζωή σου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά 'ς τα όρια σε της γης, εις την ηλύσια χώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που 'ναι ο ξανθός Ραδάμανθυς, οι αθάνατοι θα στείλουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπου ελαφρότατ' η ζωή διαβαίνει των ανθρώπων· </td><td align="right"> 565</td></tr>
+<tr><td>χειμώνας όχι αυτού πολύς, όχι βροχή και χιόνι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά Ζεφύρου φύσημα γλυκόπνοο, κινώντας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πάντοτε απ' τον Ωκεανό, δροσίζει τους ανθρώπους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' είσαι του Διός γαμβρός, έχοντας την Ελένη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζε, εβυθίσθη· </td><td align="right"> 570</td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ 'ς τα πλοία κίνησα με τους καλούς συντρόφους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού 'ς το πλοίο φθάσαμε, 'ς την άκρη της θαλάσσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρτ' ήλθε νύκτα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το περιγιάλι πέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. </td><td align="right"> 575</td></tr>
+<tr><td>και με την ροδοδάκτυλην Ηώ, του όρθρου κόρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πρώτα 'ς την θεία θάλασσα σύραμε τα καράβια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα κατάρτια στήσαμε, κ' επάνω τα πανία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις τα σανίδια κάθισαν εκείνοι αραδιασμένοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το λευκό το πέλαγο με τα κουπιά κτυπούσαν· </td><td align="right"> 580</td></tr>
+<tr><td>και 'ς το διοκαταίβατο του Αιγύπτου το ποτάμι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άραξα οπίσω, κ' έκαμα εκατόμβαις, και αφού τέλος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των αθανάτων έπαυσα την όργητα, έναν τάφο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σήκωσα του Αγαμέμνονα, να μείνη άσβυστ' η φήμη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τούτ' αφού τελείωσα πρύμον ευθύς μου στείλαν </td><td align="right"> 585</td></tr>
+<tr><td>οι αθάνατοι, και μ' έφεραν 'ς την ποθητή πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άκουσέ με, θέλησε 'ς το σπίτι μου να μείνης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως 'που να φέξ' η ενδέκατη, ή δωδεκάτ' ημέρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως πρέπει εγώ σε προβοδώ τότε, και θα σου δώσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δώρα λαμπρά, τρί' άλογα, και στιλβωτόν αμάξι, </td><td align="right"> 590</td></tr>
+<tr><td>ποτήρι ακόμη ένα εύμορφο, μ' εκείνο να σπονδίζης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς τους θεούς, και ολοζωής εμέ συ να θυμάσαι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ατρείδη, εδώ πολύν καιρό να με κρατής μη θέλης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χρόνον εγώ θε να 'μενα ολόκληρον σιμά σου, </td><td align="right"> 595</td></tr>
+<tr><td>το σπίτι μου και τους γονείς χωρίς να επιθυμήσω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' εις τους λόγους σου πολύ και εις τα διηγήματά σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τέρπομαι· αλλά βαρύνονται οι σύντροφοι 'ς την Πύλο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την ιερή, και συ πολύν καιρό θα με κρατήσης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ό,τι μου δώσης χάρισμα, ως θησαυρό θα το 'χω. </td><td align="right"> 600</td></tr>
+<tr><td>και εις την Ιθάκη τ' άλογα δεν παίρνω· θα τ' αφήσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εδώ 'ς εσέ, να τα χαρής εσύ, 'που κυριεύεις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλατειά πεδιάδ', όπ' άφθονα κύπερη και τριφύλλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σίτοι, ζειαίς, πολύσταχα λευκά κριθάρια βγαίνουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την Ιθάκη δεν είναι δρόμοι πλατείς, λειβάδια· </td><td align="right"> 605</td></tr>
+<tr><td>τόπος αιγιδοβόσκητος, αλλ' έχει χάραις όσαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν έχει ο αλογοβόσκητος, και 'ς τα νησιά δεν είναι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε λειβάδι ούτ' άλογα· κ' εξόχως 'ς την Ιθάκη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε· εγλυκογέλασεν ο μαχητής Μενέλαος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εχάιδευσέ τον, έκραξε κατ' όνομα και του 'πε· </td><td align="right"> 610</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Εις ό,τι λέγεις, τέκνο μου, απ' αίμα καλό δείχνεις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είμαι αρκετός τ' άλογ' αυτά μ' άλλο να μεταλλάξω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' όσα είναι στο σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πανεύμορφο, πολύτιμο, θα σου φιλοδωρήσω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κρατήρα καλοκάμωτον θέλει σου δώσω, 'π' όλος </td><td align="right"> 615</td></tr>
+<tr><td>είναι αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έργον του Ηφαίστου· ο Φαίδιμος ήρωας μου το 'χει δώσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των Σιδονίων βασιληάς, 'ς την σκέπη του όταν ήλθα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>διαβάτης εις τον γυρισμό· και συ να το 'χης θέλω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους· </td><td align="right"> 620</td></tr>
+<tr><td>και οι καλεσμένοι επήγαιναν 'ς του βασιληά το σπίτι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άλλοι εφέρναν πρόβατα, άλλοι κρασιά γενναία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άρτον η εύμορφομάντηλαις γυναίκες τους εστέλναν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έτσι αυτού μες 'ς τα δώματα τον δείπνον ετοιμάζαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και εις του Οδυσσηά το μέγαρο κατέμπροσθε οι μνηστήρες </td><td align="right"> 625</td></tr>
+<tr><td>με δίσκους διασκέδαζαν, και ρίχνοντας ακόντια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την στρωτήν γην, όπου απ' αρχής την έπαρσί τους δείχναν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και των μνηστήρων οι αρχηγοί και 'ς την ανδρεία πρώτοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Αντίνοος και ο θεόμορφος Ευρύμαχος, καθόνταν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς αυτούς ήλθε ο Νοήμονας, ο γόνος του Φρονίου, </td><td align="right"> 630</td></tr>
+<tr><td>και αυτού προς τον Αντίνοον ωμίλησ' ερωτώντας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αντίνοε, τάχα ηξεύρομεν, ή άγνωστο μας είναι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πότ' έρχεται ο Τηλέμαχος απ' την αμμώδη Πύλο;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με το καράβι μ' έφυγε, και το 'χω ανάγκη τώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να διαβώ 'ς την Ήλιδα, που δώδεκα φοράδες </td><td align="right"> 635</td></tr>
+<tr><td>μου βόσκουν, κ' έχουν 'ς το βυζί φιλόπονα μουλάρια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αδάμαστα· και θα 'παιρνα κανένα να δαμάσω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, κ' εκείνο εθαύμασαν, γιατί 'ς την Νήλια Πύλο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν έλεγαν πως πέρασεν, αλλ' ότι 'ς τους αγρούς του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τα κοπάδια του έμενεν ή τον χειροβοσκό του. </td><td align="right"> 640</td></tr>
+<tr><td>και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος του ωμίλησε και του 'πε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μ' αλήθεια 'πε μου πότε αυτός έφυγε, και ποιους είχε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συντρόφους; μήπως διαλεκτούς επήρε της Ιθάκης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή μισθωτούς και δούλους του; θα το 'κανε και τούτο!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τ' άλλο ειπέ μου καθαρά να μάθω, το καράβι </td><td align="right"> 645</td></tr>
+<tr><td>σου επήρε τάχα στανικώς, ή με τον καλόν τρόπο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σ' έφερε και του το 'δωκες συ με την θέλησί σου;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και απάντησε ο Νοήμονας, ο γόνος του Φρονίου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Του το 'δωκ' αυτοθέλητα' τι 'θελε πράξη και άλλος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν άνδρας τέτοιος, έχοντας φροντίδαις εις τον νου του, </td><td align="right"> 650</td></tr>
+<tr><td>παρακαλή; ήταν βαρύ τινάς να του τ' αρνιέται.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συντρόφους είχε του λαού τα πρώτα παλληκάρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είδ' αρχηγό τον Μέντορα, 'που επήγαινε μαζή τους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είτε θεός· τον Μέντορα εκείνος ώμοιαζ' όλος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' απορώ· χθες το ταχύ τον Μέντορ' είδα εμπρός μου, </td><td align="right"> 655</td></tr>
+<tr><td>και εις το καράβ' είχ' έμπη αυτός τότε να πάη 'ς την Πύλο».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και άμ' αναχώρησε 'ς το σπίτι του πατρός του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' οι δύο κείνοι εχόλιασαν 'ς την ανδρική ψυχή τους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους μνηστήραις κάθισαν και απ' τον αγώνα επαύσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος 'ς την μέσην αυτών είπε, </td><td align="right"> 660</td></tr>
+<tr><td>θλιμμένος· και όλα εγέμισαν θυμό τα σωθικά του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατάμαυρα, κ' οι οφθαλμοί φλόγα λαμπρήν ωμοιάζαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μέγα έργον ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτό, 'που δεν ελέγαμε να γείνη, το ταξείδι!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το πείσμα τόσων έφυγεν, ιδές, ένα παιδάκι, </td><td align="right"> 665</td></tr>
+<tr><td>αφού καράβι ετράβησε, κ' επήρε και την νειότη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του τόπου· αρχή 'που 'ς το εξής κακό θα φέρη· ο Δίας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνον να κόψη, πριν αυτός 'ς εμάς φυτεύση πόνους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά καράβι δόστε μου ταχύ, κ' είκοσι ανθρώπους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως καρτέρι στήσω του και τον παραφυλάξω </td><td align="right"> 670</td></tr>
+<tr><td>μες 'ς της Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να κλάψη 'που εταξείδευσε γι' αγάπη του πατρός του».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Όλοι 'ς αυτό συμφώνησαν κ' εκείνον εμψυχόναν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμπήκαν έπειτα μαζή 'ς το σπίτι τ' Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ουδ' άργησε πολύν καιρό να μάθ' η Πηνελόπη </td><td align="right"> 675</td></tr>
+<tr><td>όσα οι μνηστήρες μέσα τους βαθειά μηχανευόνταν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Μέδοντας ο κήρυκας της τα 'πε, οπού τα μέτρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που έπλεκαν κείνοι 'ς την αυλήν, είχ' έξωθεν ακούσει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και να το είπη εκίνησεν ευθύς της Πηνελόπης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως το κατώφλι αυτός πατεί του λέγ' η Πηνελόπη· </td><td align="right"> 680</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κήρυκα, και τι σ' έστειλαν οι θαυμαστοί μνηστήρες;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του θείου μήπως Οδυσσηά ταις δούλαις να προστάξης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα έργα ν' αφήσουν και εις αυτούς τον δείπνο να ετοιμάσουν;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γάμους αλλού να μη ζητούν, αλλού να μη συχνάζουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ας δειπνήσουν τώρ' εδώ τον ύστερό τους δείπνο! </td><td align="right"> 685</td></tr>
+<tr><td>'που γύρωθεν ερχόμενοι πυκνοί φθείρετε πλούτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Τηλεμάχου τα καλά· και τάχ' απ' τους γονείς σας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πρότερον δεν ακούετε, ότ' ήσασθε παιδία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποίος εις τους πατέραις σας ήταν ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που δεν αδίκησε ποτέ με λόγον ή με πράξι </td><td align="right"> 690</td></tr>
+<tr><td>κανέναν, ως το συνηθούν οι βασιλείς οι θείοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπ' έναν άνθρωπον μισεί, τον άλλον αγαπάει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτός εις άνθρωπον ποτέ κακό δεν έχει πράξει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' η ψυχή σας φαίνεται και τ' άπρεπα σας έργα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ 'ς τα ευεργετήματα κατόπι έμεινε χάρι». </td><td align="right"> 695</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο Μέδοντας ο συνετός ωμίλησέ της κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Να ήταν αυτό, βασίλισσα, μες' 'ς τα κακά το πρώτο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ένα μεγαλήτερο, και φοβερώτερ', άλλο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα οι μνηστήρες μελετούν, να το εμποδίση ο Δίας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να κόψουν τον Τηλέμαχον ζητούν 'ς τον γυρισμό του· </td><td align="right"> 700</td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνος πήγεν, άκουσμα να μάθη του πατρός του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την θείαν Λακεδαίμονα και εις Πύλο την αγία».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε· και αυτής τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αμιλησιά τα λόγια της επήρε, κ' εγεμίσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δάκρυα τα μάτια, κ' έσβησεν η δροσερή φωνή της. </td><td align="right"> 705</td></tr>
+<tr><td>και αργά πολύ μετέπειτα απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κήρυκα, το παιδί γιατί μου 'φυγε; δεν συμφέρει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τα καράβια νά 'μπη αυτός, οπού 'ναι για τους άνδραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'σαν της θαλάσσης άλογα, και σχίζουν τόσο κύμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή μήπως θέλει να χαθή 'ς την γη και τ' όνομά του;» </td><td align="right"> 710</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο Μέδοντας ο συνετός της είπε· «Δεν γνωρίζω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν ήταν θεού κίνημα, ή μόνον της ψυχής του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που 'ς την Πύλο τον έσπρωξε ν' ακούση, αν ο πατέρας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα γύρη ή και ποιο στάθηκε το τέλος της ζωής του».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και ανεχώρησε 'ς τα δώμα του Οδυσσέα. </td><td align="right"> 715</td></tr>
+<tr><td>και αυτήν ο πόνος έζωσε σκληρός, και δεν εμπόρει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλειά να καθίση 'ς το θρονί,—κ' ήσαν πολλά 'ς το σπίτι—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά 'ς του τεχνικώτατου θαλάμου το κατώφλι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκάθισε δακρύζοντας πικρά, και η δούλαις όλαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η νηαίς ομού και η παλαιαίς, τριγύρω εσιγοκλαίαν. </td><td align="right"> 720</td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνη κλαίοντας πυκνά ταις είπε- «Αγαπηταίς μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ακούτε· πάθη περισσά εμένα έδωκε ο Δίας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' όσαις εγεννήθηκαν μ' εμέ και ανατραφήκαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα, λεοντόκαρδον και μέγαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς όλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, </td><td align="right"> 725</td></tr>
+<tr><td>'που 'ς την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα το μονάκριβον ο άνεμος μου πήρε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άδοξ' από το σπίτι μου, ούδ’ ένοιωσα 'που εβγήκε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σκληραίς, και δεν ευρέθηκε μέσ' από σας καμμία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενώ τα ηξεύρετε καλά, να 'λθη να μ' εξυπνίση, </td><td align="right"> 730</td></tr>
+<tr><td>την ώρα 'π' αυτός έμπαινε 'ς το βαθουλό καράβι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν το ταξείδι εγνώριζα πως μελετούσε κείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν έφευγε, τον πόθο του και ας είχε εις το ταξείδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή εμένα εδώ θε ν' άφινε 'ς το σπίτι απεθαμένη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ας μου κράξουν βιαστικά τον γέρο το Δολίο, </td><td align="right"> 735</td></tr>
+<tr><td>τον δούλο, 'π' όταν ήλθα εδώ μου 'δωκεν ο πατέρας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μου τηρά το σύδενδρο κηπάρι, και να τρέξη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για να καθίση και να ειπή τούτ' όλα του Λαέρτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον λογισμό του ίσως αυτός κάποιαν βουλήν υφάνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τους λαούς ερχόμενος για να κλαυθή, πως θέλουν </td><td align="right"> 740</td></tr>
+<tr><td>εκείνου και του Οδυσσηά τον γόνο ν' αφανίσουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' η Ευρύκλεια της απάντησεν, η αγαπητή βυζάστρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Γλυκειά μου νύμφη, μάχαιραν έπαρε να με σφάξης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή άφες με 'ς το σπίτι σου· το πράγμα δεν σου κρύβω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα εγνώριζ' όλα, κ' έδωκα 'ς αυτόν ό,τι ζητούσε, </td><td align="right"> 745</td></tr>
+<tr><td>τον άρτο, το γλυκό κρασί· και εις μέγαν μ' έβαλ' όρκο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μη σου ειπώ εγώ τίποτε πριν φέξ' η δωδεκάτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή μόνη επιθυμήσης τον και μάθης ότι εβγήκε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως μη φθείρης κλαίοντας την εύμορφην ειδή σου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά, το σώμ' αφού λουσθής και καθαρά φορέσης, </td><td align="right"> 750</td></tr>
+<tr><td>πάρε ταις υπηρέτριαις σου, 'ς τ' ανώγι αναίβα κ' εύχου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της Αθηνάς, της θυγατρός του αιγιδοφόρου Δία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που αυτόν και από τον θάνατο τότε ημπορεί να σώση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και γέροντα ταλαίπωρον συ μη ταλαιπωρήσης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδ' οι αθάνατοι, θαρρώ, παντάπασι το γένος </td><td align="right"> 755</td></tr>
+<tr><td>τ' Αρκεισιάδη εμίσησαν, και κάποιος θ' απομείνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να 'χη τα υψηλά δώματα και τους παχείς αγρούς του».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και αυτής κοίμισε τους θρήνους και τα μάτια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>στέγνωσε· κείνη ελούσθηκε κ' εφόρεσε καθάρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τ' ανώι με ταις γυναίκαις της ανέβη και ουλοχύταις </td><td align="right"> 760</td></tr>
+<tr><td>έθεσεν εις το κάνιστρο, και ευχόνταν της Αθήνης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Άκου με, κόρη αδάμαστη του αιγιδοφόρου Δία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εάν ποτε ο πολύβουλος 'ς το σπίτι του Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μερία σου 'καψε παχειά βωδιών ή και προβάτων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα να μου τα ενθυμηθής, και σώσε το παιδί μου, </td><td align="right"> 765</td></tr>
+<tr><td>και παύσε την αποκοτιά των πονηρών μνηστήρων».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε κ' εφώναξε· η θεά δέχθηκε την ευχή της·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ένας απ' τους απόκοτους τους νέους είπε· «Γάμον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άσφαλτ' η πολυμνήστευτη βασίλισσα ετοιμάζει </td><td align="right"> 770</td></tr>
+<tr><td>'ς εμάς, και φόνος αγνοεί 'που γίνεται του υιού της».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά πε, και τι γίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ωμίλισ' ο Αντίνοος 'ς εκείνους μέσα, κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Δαίμονες, τα υπερήφανα λόγια ν' αφήστε τώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλα μαζή, μήπως κανείς και μέσα τ' αναφέρη. </td><td align="right"> 775</td></tr>
+<tr><td>και ας σηκωθούμ' έτσι σιγά, και ας δώσουμ' εμείς τέλος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς αυτό, 'που εβουλευθήκαμε και αποφασίσαμ' όλοι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και άμ' εδιάλεξαν είκοσι παλληκάρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκίνησαν προς το ταχύ καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πρώτα απ' όλα ετράβηξαν 'ς την θάλασσα το πλοίον, </td><td align="right"> 780</td></tr>
+<tr><td>και μες το πλοίον έβαλαν κατάρτι και πανία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα κουπιά με τα λουριά προς τους σκαρμούς εδέσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τάξιν όλα, και άπλωσαν τα ολόλευκα πανία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οι τολμηροί θεράποντες τα όπλα εκεί τους φέραν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τ' άραξαν σιμά 'ς την γη, ψηλά· κ' εκείνοι εβγήκαν, </td><td align="right"> 785</td></tr>
+<tr><td>και αυτού δειπνήσαν, και να 'λθή το εσπέρας περιμέναν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και αυτού 'ς τ' ανώγ' η φρόνιμη κείτονταν Πηνελόπη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χωρίς φαγί, χωρίς πιοτό, πολύ συλλογισμένη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν ο υιός της ο καλός τον χάρο θα ξεφύγη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή θα του πάρουν την ζωήν οι απόκοτοι μνηστήρες. </td><td align="right"> 790</td></tr>
+<tr><td>και όσα λεοντάρι μεριμνά, πολλών 'ς την μέση ανθρώπων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φοβούμενο, 'που δολερόν τού 'συραν γύρω κύκλον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόσα ενώ συλλογίζονταν, γλυκός την πήρεν ύπνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έπεσε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότ' άλλο εφεύρηκε η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· </td><td align="right"> 795</td></tr>
+<tr><td>φάντασμα πλάθει, και ώμοιαζε γυναίκα εις την μορφή του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Ιφθίμη, κόρη του υψηλού 'ς το φρόνημα Ικαρίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'π' ο Εύμηλος απ' ταις Φεραίς την είχε πάρει νύμφη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έστελνε αυτό 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κει, 'που 'κλαιε και οδύρονταν, την Πηνελόπη ναύρη, </td><td align="right"> 800</td></tr>
+<tr><td>να παύση αυτής τα κλάμματα, τους θρήνους να σιγάση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά 'ς του σύρτη το λουρί 'ς τον θάλαμον εμπήκε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κοιμάσαι με περίλυπην καρδιάν, ω Πηνελόπη;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όχι, δεν θέλουν οι θεοί, 'που ζουν ευτυχισμένα, </td><td align="right"> 805</td></tr>
+<tr><td>να κλαίης, να λυπιέσαι συ, και ακόμη θα γυρίση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το τέκνο σου· και των θεών αυτός δεν είναι πταίστης».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολύ γλυκά ρουχάζοντας 'ς ταις πύλαις των ονείρων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Εδώ γιατί 'λθες, αδελφή; ποσώς δεν σ' είδ' ως τώρα </td><td align="right"> 810</td></tr>
+<tr><td>να 'ρχεσαι, γιατί κατοικείς μακρυ' απ' εμένα, πέρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την λύπη παραγγέλλεις με ν' αφήσω και τους πόνους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού μου θλίβουν την ψυχή, τα σπλάχνα μου ταράζουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα λεοντόκαρδον και μέγαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς όλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, </td><td align="right"> 815</td></tr>
+<tr><td>'που εις την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα πάλι μου 'φυγε τ' αγαπητό παιδί μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το πλοίο, κ' είναι αμάθητο 'ς την πράξι και 'ς τους λόγους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για τούτον εγ' οδύρομαι πολύ παρά για κείνον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για τούτον όλη τρέμω εγώ, φοβούμαι μη μου πάθη, </td><td align="right"> 820</td></tr>
+<tr><td>ή 'ς τους λαούς, 'που πέρασεν, ή μέσα 'ς τα πελάγη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' είν' εχθροί κακόβουλοι πολλοί, 'που μηχανώνται</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να τον φονεύσουν, πριν ελθή οπίσω 'ς την πατρίδα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και το θαμπό το φάντασμα απάντησεν εκείνης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Θάρρευε, μηδέ φοβηθής τόσο πολύ 'ς τον νου σου· </td><td align="right"> 825</td></tr>
+<tr><td>είναι εις το πλάγι του οδηγός, 'που και άλλοι επιθυμούσαν,—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γιατί μεγάλα δύναται,—νά στέκεται σιμά τους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Αθηνά· και τώρ' αυτή σε συμπονεί, 'που κλαίεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μ' εξαπόστειλεν εδώ, τούτα να σου ομιλήσω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης· </td><td align="right"> 830</td></tr>
+<tr><td>«Και αν θεός είσαι, και θεού συ την φωνήν ακούεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και για τον άλλον λέγε μου, τον άμοιρον εκείνον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του Ηλιού το φως αν βλέπη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή απέθανε, κ' ευρίσκεται 'ς την κατοικιά του Άδη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και το θαμπό το φάντασμα απάντησεν εκείνης· </td><td align="right"> 835</td></tr>
+<tr><td>«Γι' αυτόν εγώ δεν θα σου ειπώ ρητώς αν ζη ακόμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή απέθανε- κ' είναι κακό να λέγωνται τα μάταια».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, του σύρτη από σιμά της θύρας κείνο εβγήκε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις των ανέμων ταις πνοαίς εσκόρπισε· και η κόρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Ικαρίου ξύπνησε, και ιλάρωσε η ψυχή της, </td><td align="right"> 840</td></tr>
+<tr><td>'π' όνειρον ολοφάνερον της ήλθεν εις το δείλι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και άμ' ανεβήκαν έσχιζαν το πέλαγο οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Τηλεμάχου αφεύγατον τον φόνο μελετώντας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πετρωτόν είναι νησί, 'ς την μέση της θαλάσσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της Ιθάκης ανάμεσα και της τραχείας Σάμου, </td><td align="right"> 845</td></tr>
+<tr><td>όχι μεγάλο, η Αστερίς, μ' ακίνδυνα λιμάνια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δυο δίστομα, κ' οι Αχαιοί εκεί τον καρτερούσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td><b>Ραψωδία Ε</b></td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και άφησ' η Ηώ του υπέρλαμπρου του Τιθωνού την κλίνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το φως να φέρη των θνητών και άμα των αθανάτων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και συγκαθίζαν οι θεοί και 'ς αυτούς μέσα ο Δίας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο υψηλοβρόντης, 'που κρατεί την πρώτην εξουσία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' η Αθήνη τους μνημόνευε τα πάθη του Οδυσσέα, </td><td align="right"> 5</td></tr>
+<tr><td>κ' εσύγκλαι' αυτόν, 'που ευρίσκονταν 'ς τα δώματα της νύμφης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Πατέρα Δία, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλειά σκηπτροφόρος βασιληάς να μη φανή κανένας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γλυκός, καλοπροαίρετος, και δίκαιος, και πράος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ας ήναι σκληρότροπος και τ' άνομα να πράζη· </td><td align="right"> 10</td></tr>
+<tr><td>αφού τον θείον Οδυσσηά κανένας δεν θυμάται</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τους λαούς, 'που βασιληά τον είχαν και πατέρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνος κείτεται εις νησί με λύπαις και με πόνους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς της Καλυψώς τα μέγαρα της νύμφης, 'που με βία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση 'ς την πατρίδα. </td><td align="right"> 15</td></tr>
+<tr><td>ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που να τον φέρουν 'ς τα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα πάλι μελετούν να σφάξουν τον υιό του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθώς γυρίζει, 'π' άκουσμα να μάθη του πατρός του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'βγήκε εις την Λακεδαίμονα και εις Πύλο την αγία». </td><td align="right"> 20</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τέκνο, ποιος λόγος σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν είσαι συ, 'που εσκέφθηκες η ίδια αυτήν την γνώμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να 'λθη ο Οδυσσηάς, κ' ενάντια τους εκδίκησι να πάρη;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον Τηλέμαχον εσύ, γιατ' ημπορείς, προβόδα </td><td align="right"> 25</td></tr>
+<tr><td>με γνώσι, όπως απείρακτος υπάγη 'ς την πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άπρακτοι με το πλοίο τους γυρίσουν οι μνηστήρες».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, κ' εστράφη 'ς τον Ερμήν αμέσως, τον υιό του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ερμή, 'που σ' έχω μηνυτήν εις όλα, ειπέ της νύμφης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκεί της καλοπλέξουδης, την καθαρή βουλή μας, </td><td align="right"> 30</td></tr>
+<tr><td>ο Οδυσσηάς ο αδάμαστος 'ς την γη του να επανέλθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χωρίς θεόν ή άνθρωπον θνητόν να 'χη σιμά του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αφού 'ς την πολύδεσμη πλωτή κακοπαθήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα φθάση αυτός την εικοστήν ημέρα εις την Σχερία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γη των Φαιάκων κάρπιμη, και αυτοί θεογέννητοί 'ναι, </td><td align="right"> 35</td></tr>
+<tr><td>και ωσάν θεόν ολόψυχα αυτόν θέλει τιμήσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με καράβι 'ς την γλυκειά πατρίδα θα τον στείλουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με άπειρα δώρα, χάλκωμα, φορέματα, χρυσάφι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που τόσα δεν θα ελάμβανε λαχνόν από την Τροία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άβλαπτος αν εγύριζε, με μέρος των λαφύρων. </td><td align="right"> 40</td></tr>
+<tr><td>ότ' είναι η μοίρα του να ιδή τους ποθητούς, να φθάση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γη την πατρική του».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε· και άμα ο γλήγορος υπάκουσε αργοφόνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς 'ς τα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν τον επάνω </td><td align="right"> 45</td></tr>
+<tr><td>'ς την θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη, σαν τους αέραις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το ραβδί πήρε, οπού μ' αυτό τα βλέφαρα κοιμίζει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όποιου θνητού θελήση αυτός, κ' εγείρει όποιον κοιμάται.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' αυτό 'ς τα χέρια πέτονταν ο μέγας αργοφόνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις την Πιερία πάτησε, κ' έπεσε απ' τον αιθέρα </td><td align="right"> 50</td></tr>
+<tr><td>'ς το πέλαγος· και αρμένιζε 'ς το κύμα επάν' ως γλάρος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που εις τα φρικτά βυθίσματα της άπατης θαλάσσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ψάρια ζητεί, και τα πτερά 'ς την άρμη συχνοβρέχει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμοιος μ' αυτόν εφέρονταν ο Ερμής 'ς άπειρο κύμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όταν ·ς την νήσον έφθασε την απομακρυσμένη, </td><td align="right"> 55</td></tr>
+<tr><td>απ' το γαλάζιο πέλαγος εβγήκε να πατήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την γη, και εις τ' άντρον έφθασε το μέγα, όπου εκατοίκα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η νύμφ' η καλοπλέξουδη, και μέσα εκείνην ηύρε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις την γωνίστρα καίονταν ξύλα πολλά του κέδρου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και της καλόσχιστης θυάς, κ' εσκόρπα η μυρωδία </td><td align="right"> 60</td></tr>
+<tr><td>εις το νησί· καλόφωνα κει μέσα ετραγουδούσε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτή, και ύφαινε πανί με ολόχρυση σαγίττα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δάσος ολοφούντωτον ήταν τριγύρω 'ς τ' άντρο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κλήθρα, και λεύκα, ευωδερό μ' εκείναις κυπαρίσσι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μέσ' αυτού πλατύπτερα πετούμενα εκουρνιάζαν, </td><td align="right"> 65</td></tr>
+<tr><td>στριγλιά, γεράκια, και μαζή πλατύγλωσσαις κουρούναις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θαλασσοπούλι, 'που η ζωή τ' αρέσει του πελάγου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ήμερο κλήμα ολόγυρα 'ς το βαθουλό το σπήληο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θυμό γεμάτο απλόνονταν σταφύλια στολισμένο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και βρύσες τέσσερες εγγύς και αραδικώς ερρέαν </td><td align="right"> 70</td></tr>
+<tr><td>λευκό νερό, και η καθεμιά 'ς άλλο εκυλούσε μέρος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και γιοφυλλιών γύρω απαλά λιβάδια και σελίνων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πρασίνιζαν και αθάνατος αν πήγαιν' εκεί πέρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κυττάζοντας θα εθαύμαζε, και θα 'χαιρε η ψυχή του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έμεινε αυτού κ' εθαύμαζεν ο μέγας αργοφόνος· </td><td align="right"> 75</td></tr>
+<tr><td>και αφού τα πάντα εθαύμασεν εις την ψυχή του εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το ευρύχωρ' άντρο εμπήκ' ευθύς· και ως είδε αυτόν αγνάντια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν άργησεν η Καλυψώ να τον γνωρίσ' η θεία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι δεν είν' οι αθάνατοι άγνωστοι μεταξύ τους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν τύχη κάποιος απ' αυτούς μακρυά να κατοικάη. </td><td align="right"> 80</td></tr>
+<tr><td>μέσα τον μεγαλόκαρδο δεν εύρεν Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έκλαιγε αυτός καθήμενος εις τ' ακρογιάλι, ως πρώτα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθη 'ς την ψυχή του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον Ερμήν η Καλυψώ ερώτησεν η θεία, </td><td align="right"> 85</td></tr>
+<tr><td>αφού τον κάθισε εις θρονί λαμπρό και στιλβωμένο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τι 'λθες, Ερμή χρυσόρραβδε, να μ' εύρης, σεβαστέ μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αγαπημένε; να έρχεσαι συχνά δεν σ' είδα ως τώρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ό,τι ποθείς λέγε μου ευθύς· και να το πράξω θέλω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν πράγμα είναι, 'που γίνεται, κ' είμαι αρκετή να πράξω. </td><td align="right"> 90</td></tr>
+<tr><td>αλλά προχώρει παρεμπρός να σε φιλοξενήσω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε η θεά, και τράπεζαν γεμάτην αμβροσίαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του θέτει, και άμα κόκκινο νέκταρ του συγκερνάει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έτρωγ' εκείνος κ' έπινεν, ο μέγας αργοφόνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δύναμιν εις την τροφήν άμα η καρδιά του επήρε, </td><td align="right"> 95</td></tr>
+<tr><td>τότ' επροσφώνησεν αυτήν, απάντησέ της κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Θεά θεόν εμ' ερωτάς, οπού 'λθα εδώ να σ' εύρω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όπως ζητείς, αλάθευτα το πράγμα εγώ θα σ' είπω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να 'λθώ εδώ πέρα επρόσταξε, χωρίς να θέλω, ο Δίας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποιος τόσ' αλμυρά κύματα αυτόθελα θα επέρνα </td><td align="right"> 100</td></tr>
+<tr><td>άμετρα; και ουδ' είναι σιμά χώρα θνητών ανθρώπων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που των θεών κάμνουν θυσιαίς κ' εξαίσιαις εκατόμβαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά ποτέ δεν ξέφυγε κανείς των αθανάτων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδ' εματαίωσε τον νου τ' αιγιδοφόρου Δία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λέγει πως ο αμοιρότερος άνδρας σιμά σου υπάρχει, </td><td align="right"> 105</td></tr>
+<tr><td>απ' όσους γύρω εμάχονταν 'ς τα τείχη του Πριάμου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χρόνους εννηά, κ' επόρθησαν 'ς τον δέκατο την πόλι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς την πατρίδα ως έστρεφαν επταίσαν της Αθήνης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπ' άνεμον τούς σήκωσε κακόν και μακρύ κύμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οι λαμπροί του σύντροφοι τότ' όλοι αφανισθήκαν, </td><td align="right"> 110</td></tr>
+<tr><td>κ' εδώ 'φεραν ο άνεμος εκείνον και το κύμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτόν εδώθε ογλήγορα προστάζει ν' αποπέμψης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι δεν μέλλει να χαθή μακράν των ποθητών του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' είναι μοίρα του να ιδή τους ποθητούς, να φθάση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γη την πατρική του». </td><td align="right"> 115</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Άκουσε η αταίριαστη θεά, κ' ευθύς επάγωσ' όλη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Είσθ' άσπλαχν', είσθε βάσκανοι, θεοί, σαν κανείς άλλος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που με θνητούς 'ς το φανερό θεαίς να συγκοιμώνται</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φθονείτε, αν κάμη ομόκλινον καμμιά τον ποθητόν της. </td><td align="right"> 120</td></tr>
+<tr><td>όμοια της ροδοδάκτυλης Ηώς τον διαλεκτόν της</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ωρίωνα εφθονέσετε, εσείς οι ευτυχισμένοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως 'που η χρυσόθρονη Άρτεμις, η αγνή, 'ς την Ορτυγία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κτύπησε αυτόν κ' εφόνευσε με τα λεπτά της βέλη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμοια, την καλοπλέξουδη την Δήμητραν ο πόθος </td><td align="right"> 125</td></tr>
+<tr><td>ότ' έφερε 'ς την αγκαλιά να πέση του Ιασίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μες τον τριόργωτον αγρό, το 'μάθ' ευθύς ο Δίας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άστραψε κ' εθανάτωσεν αυτόν μ' αστροπελέκι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμέ, θεοί, φθονείτε σεις, 'πώχω θνητόν κοντά μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνδρα· κ' εγώ τον έσωσα, 'που μόνος την καρίνα </td><td align="right"> 130</td></tr>
+<tr><td>έσφιγγε με τα σκέλη του, και του 'χε το καράβι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σχίσει 'ς τα μαύρα πέλαγα με κεραυνόν ο Δίας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οι λαμπροί του σύντροφοι τότ' όλοι, αφανισθήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εδώ 'φεραν ο άνεμος εκείνον και το κύμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τούτον εγώ ξένιζα, κ' έτρεφα, κ' είχα γνώμη </td><td align="right"> 135</td></tr>
+<tr><td>αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήσω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αν δεν ξέφυγε ποτέ κανείς των αθανάτων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδ' εματαίωσε τον νου τ' αιγιδοφόρου Δία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού κείνος προστάζει το, ο άμοιρος ας πάη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μες τ' άγρια πέλαγα· αλλ' εγώ δεν θα τον προβοδήσω· </td><td align="right"> 140</td></tr>
+<tr><td>ότι καράβια δεν έχω, δεν έχω ουδέ συντρόφους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που να τον φέρουν 'ς τα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά με γνώμην πρόθυμην εγώ θα τον διδάξω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το πώς να φθάση απείρακτος εις την γλυκειά πατρίδα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο αργοφόνος μηνητής απάντησέ της κ' είπε· </td><td align="right"> 145</td></tr>
+<tr><td>«Ναι, απόπεμπέ τον, και φοβού την όργητα του Δία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μήπως κατόπι χολευθή και σε κακοποιήση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και αναχώρησεν ο μέγας αργοφόνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προς τον μεγαλόψυχον εκίνησε Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η νύμφη, τα μηνύματα ως άκουσε του Δία. </td><td align="right"> 150</td></tr>
+<tr><td>'ς ακρογιαλιά καθήμενον τον εύρε, ουδ' εστεγνόναν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποτέ τα μάτια, αλλ' έλυονε την ποθητή ζωή του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για την πατρίδα κλαίοντας, ουδ' άρεγέ του πλέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η νύμφη, αλλά βιαζόμενος, 'ς τα βαθουλά τα σπήληα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' αυτήν, οπού τον ήθελεν, αθέλητα εξενύκτα· </td><td align="right"> 155</td></tr>
+<tr><td>και ταις ημέραις κάθονταν 'ς ακροθαλάσσια βράχη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθη 'ς την ψυχή του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά του εστάθηκε η θεά, η αταίριαστη, και του 'πε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Άμοιρε, μη μου οδύρεσαι εδώ συ πλειά, μη φθείρης </td><td align="right"> 160</td></tr>
+<tr><td>την ζωή σου, κ' ήδη πρόθυμα πολύ θα σ' αποπέμψω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' έλα, ξύλα μακρινά με την αξίνα κόψε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλατειά συνάρμοσε πλωτή, κ' επάνω αυτής σανίδαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>στήσε υψηλαίς, 'ς τα σκοτεινά πελάγη να σε φέρη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άρτο, νερό, και κόκκινο κρασί, 'που δυναμόνει, </td><td align="right"> 165</td></tr>
+<tr><td>εγώ θα βάλω εις την πλωτή, μη πάθης από πείνα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα σου φορέσω φορεσιαίς, και πρύμον θα σου στείλω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως συ φθάσης άβλαπτος 'ς την ποθητή πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν τούτο αρέσει των θεών των ουρανοκατοίκων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού καλήτερ' απ' εμέ νοούν και αποφασίζουν». </td><td align="right"> 170</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε· και ο πολύπαθος επάγωσε Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Άλλο 'ς τον νου σου έχεις, θεά, ποτέ να μ' αποπέμψης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που με πλωτή να διαβώ μου λέγεις της θαλάσσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το φρικτό χάσμα, οπού γοργά δεν σχίζουν ίσια πλοία </td><td align="right"> 175</td></tr>
+<tr><td>και όταν περιφανεύονται 'ς τον άνεμο του Δία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ θε να 'μπω εις την πλωτή 'ς το πείσμα σου ποτέ μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν μη θελήσης, ω θεά, να ομόσης μέγαν όρκο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι κακό δεν μελετάς ενάντια μου κανένα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε· τότε η θαυμαστή θεά γλυκογελώντας </td><td align="right"> 180</td></tr>
+<tr><td>τον χάιδεψε, τον έκραξε κατ' όνομα, και του 'πε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Πονηρός είσαι αληθινά, δεν είσαι ματαιολόγος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποίον λόγον εσοφίσθηκες να βγάλης απ' τα χείλη!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μάρτυς μου η γη και ο ουρανός πλατύτατος επάνω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και της Στυγός τα ρεύματα, 'που χύνονται 'ς τον Άδη, </td><td align="right"> 185</td></tr>
+<tr><td>οπού 'ναι πρώτος και φρικτός των αθανάτων όρκος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι κακό δεν μελετώ ενάντια σου κανένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όσα θα εστοχάζομουν, αν όμοια μ' είχε ανάγκη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για τον εαυτό μου, αυτά νοώ και αυτά σε συμβουλεύω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι κ' εγώ προαίρεσιν έχω αγαθήν και τρέφω </td><td align="right"> 190</td></tr>
+<tr><td>μέσα καρδιάν ελεητική και όχι σιδερένια».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε η ασύγκριτη θεά, κ' επροπορεύθη εκείνου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ογλήγορα· κατόπι της αυτός ακολουθούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το βαθύ σπήληον έφθασαν η αθάνατη και ο άνδρας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις το θρονί κάθισε αυτός, 'που 'χε καθίσει πρώτα </td><td align="right"> 195</td></tr>
+<tr><td>ο Ερμής· και του παράθεσε να φάγη και να πίη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η νύμφη από τα φαγητά, 'που τρέφουν τους ανθρώπους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αγνάντια κείνη εκάθισε 'ς τον θείον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και νέκταρ της παράθεσαν η δούλαις και αμβροσία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά, 'που 'χαν εμπρός τους· </td><td align="right"> 200</td></tr>
+<tr><td>και άμ' ευφρανθήκαν 'ς το φαγί και εις το πιοτόν εκείνοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Καλυψώ τότ' άρχισεν η ασύγκριτη να λέγη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Λαερτιάδη διογενή, πολύβουλε Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έτσι λοιπόν 'ς το σπίτι σου, 'ς την ποθητή πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θέλεις ευθύς τώρα να πας; ας γίνη· χαιρετώ σε. </td><td align="right"> 205</td></tr>
+<tr><td>αλλ' αν 'ς τον νου σου εγνώριζες τα πόσα θα υποφέρης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πάθη, όπως θέλ' η μοίρα σου, πριν φθάσης 'ς την πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το δώμα τούτο ασάλευτα μαζή μου ήθελε μείνης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα εγένοσουν αθάνατος, μ' όλον που αναστενάζεις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ίδης την γυναίκα σου, τον πόθο της ψυχής σου. </td><td align="right"> 210</td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ κείνης χειρότερη καυχιούμαι ότι δεν είμαι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σώμα και 'ς τ' ανάστημα, και ουδέ ποσώς αρμόζει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θνηταίς με αθάναταις ποτέ 'ς τα κάλλη να μετρώνται».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και αυτής ο πολυμήχανος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Σεπτή θεά, μη μου οργισθής για τούτο· κ' εγώ ξεύρω </td><td align="right"> 215</td></tr>
+<tr><td>παρά πολύ 'που ταπεινή θα εφαίνονταν εμπρός σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς τ' ανάστημα, 'ς το κάλλος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνη θνητ' είναι, αθάνατη εσύ και αγέραστ' είσαι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όμως πάντοτε ζητώ και θέλω εις την πατρίδα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φθάσω, της επιστροφής να ίδω την ημέρα. </td><td align="right"> 220</td></tr>
+<tr><td>και αν εις τα μαύρα πέλαγα θεός πάλι με κρούση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καρδιάν έχω φερέλυπη και θέλει το υπομείνω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' ήδ' υπόφερα πολλά, πολλά 'χω κακοπάθει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>‘ς ταις μάχαις και 'ς τα κύματα· και αυτό μ' εκείν' ας έλθη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε· και ο ήλιος έκλινε, κ' έφθασε το σκοτάδι, </td><td align="right"> 225</td></tr>
+<tr><td>και εις τ' άντρο το καμαρωτό παράμεσα συρμένοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι δύο πλάγιασαν μαζή, και την φιλιά χαρήκαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εφόρεσεν ο Οδυσσηάς χιτώνα και χλαμύδα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μανδύαν λαμπροΰφαντον μέγαν ενδύθ' η νύμφη </td><td align="right"> 230</td></tr>
+<tr><td>χαριτωμένον και λεπτόν, κ' εζώσθηκε ζωνάρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χρυσόν, ωραίο, κ' έβαλε 'ς την κεφαλή καλύπτρη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να προβοδά τότ' άρχισε τον θείον Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αξίναν του 'δωκε τρανήν, αρμόδια 'ς την παλάμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χάλκινη, κ' ήταν δίστομη· και μέσ' είχ' εμπηγμένο </td><td align="right"> 235</td></tr>
+<tr><td>σφικτά στελειάρι ελάινον εύμορφο, και σκερπάνι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του 'δωκε ακόμη ακονιστό· κ' εκίνησεν εμπρός του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς κάποιαν άκρη του νησιού, οπού 'χε υψηλά δένδρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κλήθρη και λεύκα κ' έλατο, 'που τον αιθέρα εγγίζει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από καιρούς κατάξερα, ώστ' ελαφρά να πλέουν. </td><td align="right"> 240</td></tr>
+<tr><td>και αφού τον τόπο του 'δειξεν, οπού 'χε υψηλά δένδρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Καλυψώ 'ς το δώμα της η αθάνατη επανήλθε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα ξύλα εκείνος έκοβε, και 'ς το έργον επροχώρει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλα όλα είκοσιν έρριξε, πελεκητά τα επήρε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τέχνη τα εσκερπάνισε, κ' ίσιασε αυτά 'ς την στάφνη. </td><td align="right"> 245</td></tr>
+<tr><td>ωστόσο η θεία Καλυψώ του 'φερε τα τρυπάνια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' όλ' αυτός τρυπάνισε και τ' άρμοσ' όλ' αντάμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με ξυλοκάρφια την πλωτή και αρμούς σφυροκοπούσε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όσο πλατειά την πατωσιά για φορτηγό καράβι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άξιος μορφόνει ξυλουργός, τόσο και της πλωτής του </td><td align="right"> 250</td></tr>
+<tr><td>κείνος το πλάτος έκαμε· κ' έστησε ταις σανίδαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ορθαίς, και, με στραβόξυλα πυκνά δένοντας όλα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έπλαθεν· ετελείωσε με μακρυνά δοκάρια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατάρτι έπλασεν έπειτα, και αντένα, οπού ταιριάζει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πηδάλι ακόμη εμόρφωσε, μ' αυτό να κυβερνάη· </td><td align="right"> 255</td></tr>
+<tr><td>και με κλαδιά της λυγαριάς την έφραξε όλη πέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του κύματος προφυλακή, και μέσα εσώρευσ' ύλη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έφερε υφάσματα η θεά, να γίνουν τα πανία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτός εφιλοτέχνησε κ' εκείνα· και κατόπι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απλαίς 'ς εκείνην έδεσε, σκόταις και παλαμάρια, </td><td align="right"> 260</td></tr>
+<tr><td>και με λοστούς την έσυρε 'ς την θάλασσα την θεία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Έφθασ' η ημέρα τέταρτη κ' είχε όλ' αυτός τελειώσει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την πέμπτην επροβόδα τον η αθάνατη απ' την νήσο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού έλουσέ τον κ' ένδυσε μ' ευωδισμένο ενδύμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' η θεά μέσα του 'βαλεν ασκί με κρασί μαύρο, </td><td align="right"> 265</td></tr>
+<tr><td>και άλλο μεγάλο με νερό, και τρόφιμα εις δισάκκι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του το εγέμισε πολύ και νόστιμο προσφάγι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πρύμον του 'στειλ' άβλαβον, χλιόν· 'ς αυτόν εχάρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα πανιά του όλ' άπλωσεν ο θείος Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με το πηδάλι τεχνικά κυβέρναε καθισμένος· </td><td align="right"> 270</td></tr>
+<tr><td>ουδ' έκλινε τα βλέφαρα 'ς τον ύπνο, ενώ την Πούλια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον Βοώτη εκύτταζε, 'π' αργεί να βασιλεύση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την Αρκούδα, 'π' άμαξα καλούν, και αυτού γυρίζει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πάντοτε, τον Ωρίωνα ασάλευτα τηρώντας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η μόνη, 'που τ' Ωκεανού το λούσμα δεν γνωρίζει. </td><td align="right"> 275</td></tr>
+<tr><td>ότ' είχε τον η Καλυψώ διδάξει τότε η θεία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνην έχοντας ζερβιά 'ς τα πέλαγα να πλέη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ημέραις έπλεε δεκαεπτά, και 'ς την δεκάτη ογδόη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα ισκιωμένα εφάνηκαν τα όρη των Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της γης, οπού εγγυτότερην 'ς τον δρόμο του απαντούσε· </td><td align="right"> 280</td></tr>
+<tr><td>και ωσάν ασπίδα εφαίνονταν 'ς τα σκοτεινά πελάγη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έστρεφε απ' τους Αιθίοπαις ο μέγας κοσμοσείστης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτόν μακρόθ' εξάνοιξεν απ' τα όρη των Σολύμων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπ' έπλεε 'ς την θάλασσα, και ωργίσθη ακόμη πλέον.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την κεφαλήν εκίνησε και μόνος είπε· «Ω Θε μου! </td><td align="right"> 285</td></tr>
+<tr><td>άλλα οι θεοί βουλεύθηκαν ως προς τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενώ ήμουν 'ς τους Αιθίοπαις· κ' ιδού, 'που των Φαιάκων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνος έγγιξε την γη, 'που η μοίρα του εκεί θέλει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το μέγα δίκτυ του κακού να φύγη, οπού τον έχει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά θαρρώ 'π' ακόμη εγώ θα τον χορτάσω πάθη». </td><td align="right"> 290</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, τα νέφη εσύναξε κ' ετάραξε τον πόντον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αρπάζοντας την τρίαινα, και των ανέμων όλων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις ζάλαις έσπρωξεν ομού, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πόντον και γη· κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' Εύρος, Νότος, και Ζέφυρος σφοδρός αντάμα επέσαν, </td><td align="right"> 295</td></tr>
+<tr><td>και ο αιθερογέννητος Βορηάς, 'που μέγα σπρώχνει κύμα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ωιμένα, του κακότυχου, 'ς το τέλος τι θα γένω;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φοβούμαι μην όσ' η θεά προείπεν αληθεύσουν· </td><td align="right"> 300</td></tr>
+<tr><td>'πώλεγε ότι 'ς την θάλασσα, πριν φθάσω εις την πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα παραδείρω· και όλ' αυτά ιδού λαμβάνουν τέλος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με ποία νέφη τουρανού το πλάτος στεφανόνει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Δίας, και την θάλασσαν ετάραξε· μανίζουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνεμοι ολούθε· αφεύγατο μ' ηύρε το τέλος τώρα· </td><td align="right"> 305</td></tr>
+<tr><td>τρισμάκαρες οι Δαναοί, 'που 'ς την πλατειά Τρωάδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γι' αγάπη των Ατρειδών, επέσαν πολεμώντας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ά! να 'χα ιδεί το τέλος μου εκείνην την ημέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που τόσοι Τρώες έρριξαν 'ς εμέ χάλκιν' ακόντια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις του Πηλείδη ολόγυρα το νεκρωμένο σώμα. </td><td align="right"> 310</td></tr>
+<tr><td>οι Αχαιοί θα μ' έθαπταν και θάμουν δοξασμένος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ηθέλησ· η μοίρα μου να κακοθανατήσω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, και αυτόν εβρόντησε ψηλάθε μέγα κύμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με ορμή φρικτή, κ' εγύρισε κλονώντας την πλωτή του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' την πλωτήν έπεσε αυτός μακράν, και το πηδάλι </td><td align="right"> 315</td></tr>
+<tr><td>απέλυσε απ' τα χέρια του· 'ς την μέση το κατάρτι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φρικτή του σύντριψε πολλών σμιχτών ανέμων ζάλη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' η αντένα ομού και το πανί 'ς το πέλαο πέσαν πέρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολληώρα τον εσκέπασεν η θάλασα, ουδ' εμπόρει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να έβγη ευθύς, απ' την ορμή, 'που 'χε το μέγα κύμα, </td><td align="right"> 320</td></tr>
+<tr><td>βαρύς από τα ενδύματα, 'που του 'χε δώσ' η νύμφη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αργά εσηκώθη, κ' έφτυσε πικρήν από το στόμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την άρμη, 'πώρρεε ρονιαίς από την κεφαλή του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την πλωτή δεν ξέχασε, μ' όλα τα πάθη οπού 'χε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ώρμησε εις τα κύματα κ' επιάσθηκε απ' εκείνη, </td><td align="right"> 325</td></tr>
+<tr><td>κ' εκάθισε εις την μέση της, τον θάνατον να φύγη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εδώ την έφερνε κ' εκεί το ρεύμα των κυμάτων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως το φθινόπωρ' ο Βορηάς τ' αγκάθια 'ς την πεδιάδα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σέρνει, και αυτ' όλα δένονται πυκνά, και αυτήν ομοίως</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείθε κ' εδώθ' οι άνεμοι 'ς τα πέλαγος εφέρναν. </td><td align="right"> 330</td></tr>
+<tr><td>και πότε ο Νότος του Βορηά την ρίχνει να την πάρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πότε ο Εύρος δίδει την κυνήγι του Ζεφύρου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τόν είδεν η καλόφτερνη Ινώ, του Κάδμου κόρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Λευκοθέα, πριν θνητή με γλώσσαν ανθρωπίνην·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα δοξάζεται ως θεά 'ς τα βάθη της θαλάσσης· </td><td align="right"> 335</td></tr>
+<tr><td>τον Οδυσσηά, 'που εδέρνονταν 'ς τα κύματα, ελεήθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις ώφυιας σχήμα επέταξε και από τα βάθη εβγήκε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς την πολύδεσμη πλωτήν εκάθισε και του 'πε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Άμοιρε, τι σ' εμίσησεν ο σείστης Ποσειδώνας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τρομερά τόσο, και άπειρα κακά 'ς εσέ φυτεύει; </td><td align="right"> 340</td></tr>
+<tr><td>αλλ' όσο και αν οργίζεται, δεν θέλει σ' αφανίση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' έλα κάμε ό,τι σου ειπώ· και ανόητος δεν δείχνεις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γυμνώσου και άσε την πλωτήν οι άνεμοι να πάρουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ζήτα την επιστροφή πλέοντας με τα χέρια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκεί, 'που μέλλεις να σωθής, 'ς την χώρα των Φαιάκων. </td><td align="right"> 345</td></tr>
+<tr><td>και ιδού, ζώσε το στήθος σου με τ' άφθαρτο μαγνάδι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτο· να πάθης μη φοβού ποσώς ή ν' αποθάνης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άμα φθάσης και την γη κρατήσης με τα χέρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξεζώσου το και ρίξε το 'ς τα σκοτεινά πελάγη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολύ μακράν από την γη, και στρέψε αλλού την όψι». </td><td align="right"> 350</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε η θεά, και άμ' έδωκεν εκείνου το μαγνάδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πάλιν εις την θάλασσαν, όπ' άφριζ' εβυθίσθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις ώφυιας σχήμα· κ' έκρυψεν αυτήν το μαύρο κύμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του· </td><td align="right"> 355</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ωιμέ, μη κάποιος των θεών πάλι μου υφαίνη απάτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που απ' την πλωτή να καταιβώ με συμβουλεύει τώρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά δεν θα υπακούσω εγώ, γιατ' είδαν οι οφθαλμοί μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μακρυά την γην, όπ' έλεγε πως θα 'χω καταφύγι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόν' άλλο, 'που καλήτερο μου φαίνεται, θα πράξω· </td><td align="right"> 360</td></tr>
+<tr><td>όσο τα ξύλα της πλωτής σταθούν συναρμοσμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτού θα μείνω, και ανδρικά τα πάθη θα βαστάξω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όταν διαλύση την πλωτή το σείσμα των κυμάτων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα πλέξω τότε, ότι άλλο τι ναύρη δεν φθάνει ο νους μου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τούτα ενώ εκείνος έζυαζε 'ς τα βάθη της ψυχής του, </td><td align="right"> 365</td></tr>
+<tr><td>μέγα κύμα του σήκωσεν ο σείστης Ποσειδώνας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φρικτόν, υψηλοθόλωτο, κ' επάνω του έπεσ' όλο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως όταν σφοδρός άνεμος τινάζει και σκορπάει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξερών αχύρων θεμονιά, παρόμοια τιναχθήκαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτής τα ξύλα τα μακρυά· και τότ' ο Οδυσσέας </td><td align="right"> 370</td></tr>
+<tr><td>έν' απ' εκείν' ανέβηκεν, ως άλογο αναβάτης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγδύνονταν τα ενδύματα, 'που του 'χε δώσ' η νύμφη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το μαγνάδι άπλωσ' ευθύς 'ς το στήθος του αποκάτω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προύμυτα 'ς την θάλασσαν έπεσε, και τα χέρια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ετέντωσε 'ς το πλέξιμο· τον είδε ο κοσμοσείστης, </td><td align="right"> 375</td></tr>
+<tr><td>την κεφαλή του εκίνησε, και μόνος του είπε· «Τώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που τόσα υπέφερες κακά, πλανήσου 'ς τα πελάγη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την χώρα των διόθρεπτων ανθρώπων ως να φθάσης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όμως, θαρρώ, δεν θα κλαυθής πως έπαθες ολίγα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και τα καλότριχ' άλογα ράβδισε κ' έφθασ' άμα </td><td align="right"> 380</td></tr>
+<tr><td>εις ταις Αυγαίς, όπ' έχει αυτός υπέρλαμπρα παλάτια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και τότ' η Αθήνη, του Διός κόρη, εσοφίσθηκ' άλλο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έφραξε τα περάσματα των άλλων των ανέμων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να παύσουν τους επρόσταξε και να σιγάσουν όλοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον γοργό τού εκίνησε Βορηά κ' έσπασ' εμπρός του </td><td align="right"> 385</td></tr>
+<tr><td>τα κύματα, 'ς τους ναυτικούς Φαίακαις ως να φθάση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σωσμένος απ' τον θάνατον, ο θείος Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτού θαλασσοδέρνονταν δυό 'μέραις και δυο νύκταις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' η καρδιά του τον όλεθρο συχνόβλεπεν εμπρός του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτα ημέρα </td><td align="right"> 390</td></tr>
+<tr><td>έφερ', έπαυσ' ο άνεμος, και ανάνεμη γαλήνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έγεινε, και αυτός σπρώχνοντας το βλέμμ' είδε πλησίον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την γην, ως τον εσήκωσεν επάνω μέγα κύμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως δείχνεται ποθούμενη για τα παιδιά του η ζήσι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πατρός, 'π' αρρώστια μακρινή σκληρή 'ς την κλίνη φθείρει, </td><td align="right"> 395</td></tr>
+<tr><td>όπου έρριξέ τον δαίμονας κακός, και τον εσώσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποθούμενον οι αθάνατοι, παρόμοια του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εφανερώθη ποθητή η γη και η πρασινάδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκολυμπούσε πρόθυμος 'ς την γη πόδι να στήση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως ήταν εις το διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει, </td><td align="right"> 400</td></tr>
+<tr><td>τότ' άκουσε της θάλασσας τον κτύπον εις τους βράχους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι προς την ξερή στερηά το μέγα κύμα εμούγκρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φρικτά ως το ξέρνα η θάλασσα, και αφρούς εσκέπαζ' όλα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γιατί λιμάνια δεν ήσαν, αράσματα δεν ήσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άκραις ήσαν πετακταίς, πέτραις σχισταίς και βράχοι. </td><td align="right"> 405</td></tr>
+<tr><td>και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ωιμένα, και αν ανέλπιστα να ιδώ την γην ο Δίας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μου 'δωκε, κ' εδυνήθηκα τόσον βυθό να σχίσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έβγ' απ' την λευκή θάλασσα δεν φαίνεται κανένα· </td><td align="right"> 410</td></tr>
+<tr><td>ότ' είναι απέξω κοφτεροί βράχοι, και αυτού το κύμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γύρου βροντά, και γλυστερή κ' ίσια αναιβαίνει πέτρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προς την γην η θάλασσα βαθειά 'ναι, ουδέ μ' αφίνει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα δυο μου πόδια να σταθώ, τον κίνδυνο να φύγω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως βγαίνω, κύμα φουσκωτό μην έλθη και με σπρώξη </td><td align="right"> 415</td></tr>
+<tr><td>επάνω εις πέτρα οδοντερή, κ' η ορμή μου πάη χαμένη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν κολυμπήσω παρακεί την άκρην άκρην, ίσως</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ακρογιαλιαίς απόσκεπαις και αράσματ' απαντήσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φοβούμαι μην και άλλη φορά μ' αρπάξ' η τρικυμία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις το ιχθυοφόρο πέλαγος με φέρη να στενάξω, </td><td align="right"> 420</td></tr>
+<tr><td>ή και απολύση επάνω μου θεός κανένα τέρας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'π' άμετρα τρέφει 'ς τους βυθούς η ένδοξη Αμφιτρίτη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι γνωρίζω την οργή, 'που μώχει ο κοσμοσείστης».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τούτα ενώ εκείνος έζυαζε 'ς τα βάθη της ψυχής του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τρανό κύμα τον έφερε προς τ' άγριον ακρογιάλι· </td><td align="right"> 425</td></tr>
+<tr><td>και θα 'γδερν' όλος, θα 'σπαε και όλα τα κόκκαλά του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εάν δεν τον εδίδαχνεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τα δυο χέρια τ' άρπαξε την πέτρα, και βογγώντας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κρατιόνταν, ως 'που επέρασε το μέγα εκείνο κύμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έτσι εφυλάχθη, αλλ' έγυρε με ορμή το κύμα οπίσω, </td><td align="right"> 430</td></tr>
+<tr><td>κ' έκρουσ', επέταξεν αυτόν 'ς το πλάτος της θαλάσσης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως ότε, απ' το θαλάμι του αν σύρουν τ' οκταπόδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τα μαζάρια του κολλούν πυκνότατα χαλίκια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμοια 'ς ταις πέτραις έμειναν απ' τ' ανδρικά του χέρια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα γδάρματα· τον σκέπασε το μέγα κύμα· τότε </td><td align="right"> 435</td></tr>
+<tr><td>πάρωρα θα τελείονεν ο άμοιρος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φρόνησιν αν δεν του 'διδεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' ένα κύμα των πολλών, 'που 'ς την στερηά βροντούσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εβγήκε, κ' έπλεε παρακεί, την γη κυττώντας, ίσως</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ακρογιαλιαίς απόσκεπαις και αράσματ' απαντήση. </td><td align="right"> 440</td></tr>
+<tr><td>αλλ' ότ' έφθασε πλέοντος εις ποταμού το στόμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που εκύλα ωραία, κάλλιστος εκεί του εφάνη ο τόπος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χωρίς πέτραις και ανάνεμος· και άμ' ένοιωσε 'που εκύλα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέσα του ευχήθη· «Βασιληά, εισάκου μ', όποιος είσαι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς εσέ τον πολυεύχετον προσπέφτω, από τα βάθη </td><td align="right"> 445</td></tr>
+<tr><td>ως φεύγω τους φοβερισμούς του σείστη Ποσειδώνα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς τον περιπλανώμενον κ' οι αθάνατοι έχουν σέβας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθώς εγώ εις το ρεύμα σου τώρ' ήλθα και προσπέφτω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα γόνατά σου, απ' τα πολλά τα πάθη ν' ανασάνω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ελέησέ με, βασιληά, και ικέτης σου καυχιούμαι». </td><td align="right"> 450</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Πάραυτα εκείνος την ροή παύει, κρατεί το κύμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμπρός του στρώνει σιγαλιά, και 'ς τ' άνοιγμα τον σώζει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του ποταμού· τα γόνατα και τ' ανδρειωμένα χέρια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λυγίζει αυτός, 'που η θάλασσα τον είχε καταβάλει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το σώμα του όλο επρήσκονταν 'ς το στόμα, εις τα ρουθούνια </td><td align="right"> 455</td></tr>
+<tr><td>ανάβρυζ' άρμη, και άπνευτος και αμίλητος εκείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείτονταν, και ολιγοψυχιά τον πήρε, από τον κόπο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως πήρε ανάσα, και η ψυχή 'ς τα στήθη του εσυνάχθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αμέσως τότε της θεάς ξεζώσθη το μαγνάδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όπου αλμυρίζει ο ποταμός τ' απέλυσε· 'ς το ρεύμα </td><td align="right"> 460</td></tr>
+<tr><td>τ' άρπαξ' ευθύς η θάλασσα, κ' η Ινώ γοργά το εδέχθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα χέρια της· και αφίνοντας εκείνος το ποτάμι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον σχοίνο πέφτει και φιλεί την γη την σιτοδώρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ωιμέ, και τι θα πάθω, τι μου μέλλεται 'ς το τέλος; </td><td align="right"> 465</td></tr>
+<tr><td>κ' εάν την άγρια νυκτιά περάσω 'ς το ποτάμι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η πάχνη μήπως η κακή και η μαλακή δροσία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' απονεκρώσουν την ψυχή, 'που 'ναι μισοσβυμμένη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αύρα ψυχρή το χάραμμα απ' το ποτάμι πνέει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν πάλι εις ράχιν αναιβώ, και 'ς τον κατάσκιο λόγγο </td><td align="right"> 470</td></tr>
+<tr><td>αναπαυθώ μες τα πυκνά δενδρούλια, αν ξεκρυώσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ξεκουράσω, και γλυκός ο ύπνος με νικήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θεριά φοβούμαι μη μ' ευρούν και με κατασπαράξουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και τούτο συμφερώτερο του εφάνη· προς το δάσος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκίνησε, και τωύρηκεν εις το νερό πλησίον, </td><td align="right"> 475</td></tr>
+<tr><td>'ς ανοικτόν τόπον· έσκυψε κάτω από δυό δενδρούλια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ομόρριζα, και το 'να εληά, και τ' άλλο ήταν αγρίλι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κει μέσα ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε του ηλιού πότ' έφθασαν η φωτειναίς ακτίνες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε η βροχή τα έσπασε· τόσο πυκνά πλεγμένα </td><td align="right"> 480</td></tr>
+<tr><td>ήσαν μαζή· κ' εσύρθηκε 'ς εκείν' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς στρώσιν εστοίβασε πλατειά με τα δυο χέρια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' ήσαν φύλλα περισσά χυμέν' αυτού, 'π' αρκούσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φυλαχθούν άνθρωποι δυο και τρεις 'ς ώρα χειμώνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν ψύχος έπνεε δριμύ· τα είδε κ' εχάρη ο θείος </td><td align="right"> 485</td></tr>
+<tr><td>ο άνδρας ο πολύπαθος, και του σωρού 'ς την μέση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επλάγιασε κ' επάνω του έχυσε φύλλα πλήθος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όπως δαυλόν κρύβει τινάς 'ς την μαύρη στάκτη, 'ς άκρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εξοχική, παντέρημη, να σώση της φωτίας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον σπόρον, όπως μη βιασθή απ' αλλαχού ν' ανάψη, </td><td align="right"> 490</td></tr>
+<tr><td>όμοια σκεπάσθη και ο Οδυσσηάς με φύλλα· κ' η Αθήνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ύπνο 'ς τα μάτια του 'σταξεν, όπως τον ελαφρώση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από το βαρύ κούρασμα, κλειώντας τα βλέφαρά του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td><b>Ραψωδία Ζ</b></td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εκεί τότε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κοιμώνταν, από κούρασμα κι' αγρύπνια νικημένος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' η Αθήνη επήγε εις τον λαόν και πόλιν των Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'πού πρώτα εις την ευρύχωρην Υπέρειαν εκατοίκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά 'ς το υβριστικώτατο το γένος των Κυκλώπων, </td><td align="right"> 5</td></tr>
+<tr><td>'που ανώτεροι 'ς την δύναμιν εκείνους αδικούσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείθεν ο θεόμορφος Ναυσίθοος 'ς την Σχερία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους πήρε κ' έστησε, μακράν των ευρετών ανθρώπων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τείχη πόλιν έκλεισεν, έκτισε κατοικίαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ναούς έκαμε θεών, κ' εμοίρασε τους τόπους. </td><td align="right"> 10</td></tr>
+<tr><td>αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος εκείνον είχε πάρει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο Αλκίνοος εβασίλευε, 'που γνώσιν είχε θεία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το δώμα εκείνου ήλθε η θεά, η Αθήνη, μελετώντας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρη 'ς την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθε 'ς τον πολυδαίδαλον κοιτώνα, όπου εκοιμώνταν </td><td align="right"> 15</td></tr>
+<tr><td>'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα θεοτική παρθένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Αλκίνου του υψηλόφρονα η κόρη Ναυσικάα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά της δυο θεράπαιναις, με κάλλη των Χαρίτων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τα δυό πλάγια των λαμπρών θυρών, 'πού 'σαν κλεισμέναις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως αύρα εχύθη ανέμου αυτή 'ς της κορασιάς την κλίνη, </td><td align="right"> 20</td></tr>
+<tr><td>'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με την μορφή της θυγατρός του θαλασσακουσμένου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Δύμαντα, 'που 'χε ομήλικην και πολυαγαπημένην·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτής ωμοιώθη, κ' έλεγεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω Ναυσικά, τόσ' οκνηρήν σ' εγέννησ' η μητέρα; </td><td align="right"> 25</td></tr>
+<tr><td>τα ολόλαμπρά σου ενδύματα κάθονται αμελημένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο γάμος σου ήδη σίμωσε, 'π' εύμορφα θα φορέσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και θα χαρίσης εύμορφα 'ς αυτούς, 'που θα σε πάρουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτά 'ναι 'π' όνομα καλό γεννούν εις τους ανθρώπους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ώστε ο πατέρας χαίρεται και η σεβαστή μητέρα. </td><td align="right"> 30</td></tr>
+<tr><td>αλλ' ας πάμε να πλύνουμεν, η αυγούλ' άμα χαράξη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ θε νάλθω συνεργή σιμά σου, να προφθάσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ετοιμασθής, και ανύμφευτη πολύν καιρό δεν θα 'σαι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επειδή σένα ήδη ζητούν 'ς την πόλι των Φαιάκων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι πρόκριτ' όλοι, οπού μ' αυτούς όμοιο το γένος έχεις. </td><td align="right"> 35</td></tr>
+<tr><td>αλλ' έλα, εις τα χαράμματα τον ένδοξον πατέρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να σου ευτρεπίση ζήτησε αμάξι και μουλάρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ζώναις, ωρηά σκεπάσματα και πέπλους να σου φέρουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και σέν' αυτό καλήτερα συμφέρει, ή με τα πόδια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να πάς· γιατί τα πλυσταρειά μακρυ' απ' την πόλιν είναι». </td><td align="right"> 40</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον Όλυμπο, την άσειστη των αθανάτων έδρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν την τινάζουν άνεμοι, μήτε βροχή την δέρνει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μήτε χιονιά σιμόνει αυτού, μόν' άπειρη γαλήνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ανέφελη και λευκό φως ολούθε είναι χυμένο· </td><td align="right"> 45</td></tr>
+<tr><td>κει μέσα οι μάκαρες θεοί τέρπονται 'ς τον αιώνα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτού πήγε, αφού δίδαξε την κόρη, η γλαυκομμάτα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και η καλόθρον' ήλθ' Ηώ κ' έγειρε από την κλίνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την λαμπροφόρο Ναυσικά, 'που 'ς τ' όνειρο απορούσε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και των γονέων να το ειπή, του αγαπητού πατρός της </td><td align="right"> 50</td></tr>
+<tr><td>και της μητρός, κίνησ' ευθύς, και μέσα εκείνους ηύρε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με ταις θεράπαιναις αυτή καθόνταν 'ς την γωνία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μαλλί γαλάζιο κλώθοντας· απάντησεν εκείνον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς τους ενδόξους βασιλείς ως ήταν κινημένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για την βουλή, 'πού οι θαυμαστοί Φαίακες τον καλούσαν. </td><td align="right"> 55</td></tr>
+<tr><td>'ς τον ποθητόν πατέρα της εσίμωσε και του 'πε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Πατέρα, δεν μου ετοίμαζες ένα υψηλόν αμάξι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλότροχο, τα ολόλαμπρα φορέματα να πάρω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που κάθονταί μου ακάθαρτα, να πλύνω εις το ποτάμι;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εσένα πρέπει, οπ' έξοχος 'ς τους πρώτους μέσα υπάρχεις. </td><td align="right"> 60</td></tr>
+<tr><td>εις ταις βουλαίς να κάθεσαι μ' ενδύματα καθάρια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πέντ' έχεις 'ς το σπίτι σου υιούς αγαπημένους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δυο νυμφευμένους, και άλλους τρεις, καμαρωμέν' αγόρια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτοί θέλουν με νηόπλυτα πάντοτε να πηγαίνουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τον χορό· και γι' όλ' αυτά φροντίζω εγώ και μόνη». </td><td align="right"> 65</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πεν, ότι του πατρός εντράπη να προφέρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον τερπνόν γάμον· ένοιωθεν εκείνος όλα, κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Και τα μουλάρια, τέκνο μου, λάβε, και ό,τι άλλο θέλεις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμε, και σε την άμαξαν οι δούλοι θ' αρματώσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να 'ναι υψηλή, καλότροχη, με κάλαθον επάνω». </td><td align="right"> 70</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, κ' ευθύς επρόσταξε τους δούλους και υπακούσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αρμάτωσαν καλότροχο φορτωτικόν αμάξι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις τον ζυγόν υπόταξαν κ' έζεψαν τα μουλάρια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα φωτεινά φορέματα μέσ' από τον κοιτώνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έφερνε η κόρη κ' έθεσε 'ς το τορνευμένο αμάξι· </td><td align="right"> 75</td></tr>
+<tr><td>κ' ένα κανίστρι εφόρτωσε τροφαίς όλο η μητέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάθε λογής, ευφραντικαίς, και με κρασί γεμίζει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τράγινο ασκί· κ' η κορασιά 'ς την άμαξ' αναιβαίνει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και λάδ' υγρό 'ς ολόχρυσο ροΐ της δίδει ακόμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μαζή με ταις θεράπαιναις το σώμα της να χρίση. </td><td align="right"> 80</td></tr>
+<tr><td>και αυτή πήρε τη μάστιγα και τα λαμπρά λουρία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα μουλάρια ράβδισε, 'που εκίνησαν με κρότο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άπαυτα ετρέχαν κ' έφερναν τα ενδύματα κ' εκείνην,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνην όχι· η θεράπαιναις εβάδιζαν κατόπι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις τ' εύμορφον ως έφθασαν και πρόσχαρο ποτάμι, </td><td align="right"> 85</td></tr>
+<tr><td>ηύραν εκεί τα πλυσταρειά, και άφθονον αναβρύζει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλό νερό, 'που 'ναι αρκετό να βγάλη κάθε ρύπο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα μουλάρια ξέζεψαν αυταίς και τ' απολύσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τ' αφρισμένου ποταμού την άκρη, αυτού να τρώγουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την αγριάδα την γλυκειά· τα ενδύματ' απ' τ' αμάξι </td><td align="right"> 90</td></tr>
+<tr><td>σήκωσαν, κ' έμπασαν νερό μαύρο, και όλαις αντάμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τους βόθρους μέσ' αντίζηλα με βια ποδοπατούσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού τα έπλυναν και καλά τους ρύπους εκαθάραν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τ' ακρογιάλι τ' άπλωσαν αραδικώς, 'ς το μέρος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που τα χαλίκια 'ς την ξηράν ελεύκαινε το κύμα. </td><td align="right"> 95</td></tr>
+<tr><td>κ' εκείναις, αφού ελούσθησαν και αλείφθηκαν με λάδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το πλάγι εκεί του ποταμού γευμάτισαν, και ωστόσο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα ενδύματ' έμεναν 'ς του ηλιού την λάμψι να στεγνώσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού χαρήκαν την τροφήν η δούλαις με την κόρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έβγαλαν τα μαγνάδια τους και με την σφαίρα επαίζαν. </td><td align="right"> 100</td></tr>
+<tr><td>και η λευκοχέρα Ναυσικά άρχιζε το τραγούδι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως η τοξεύτρα Αρτέμιδα τα όρη καταιβαίνει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις ράχαις του υψηλότατου Ταϋγέτου ή του Ερυμάνθου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έχει 'ς τους κάπρους ηδονή και 'ς τα γοργά τα 'λάφια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η νύμφαις η αγροκάτοικαις, του Δία θυγατέρες, </td><td align="right"> 105</td></tr>
+<tr><td>παίζουν μαζή της, και η Λητώ 'ς τα στήθη αναγαλλιάζει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η κεφαλή, το μέτωπον αυτής εξέχ' εις όλαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτ' είναι καλογνώριστη, αν και όλαις είν' ωραίαις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμοια 'ς ταις κόραις έλαμπεν η ανύμφευτη παρθένα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αλλά την ώρα, 'πώμελλε 'ς το σπίτι να γυρίση, </td><td align="right"> 110</td></tr>
+<tr><td>ζέφοντας και τα ενδύματα διπλόνοντας τα ωραία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως ξυπνήσ' ο Οδυσσηάς, να ίδη την παρθένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και να τον οδηγήση αυτή 'ς την πόλι των Φαιάκων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σφαίραν εις μιαν θεράπαιναν ρίχν' η βασιλοπούλα, </td><td align="right"> 115</td></tr>
+<tr><td>την σφάλλει, και μες το βαθύ ρεύμα βυθίζ' η σφαίρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και σέρνουν όλαις μια βοή· και ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξύπνησε και καθήμενος αυτού διαλογιζόνταν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ωιμέ, πού πάλιν έφθασα και εις ποιών ανθρώπων μέρος;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μήπως είν' άνθρωποι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, </td><td align="right"> 120</td></tr>
+<tr><td>ή τε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γλυκός μ' εκτύπησεν αχός 'σαν από κορασίδαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>νύμφαις, 'που επάνω κατοικούν 'ς ταις κορυφαίς, 'ς τα όρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις ταις πηγαίς των ποταμών και 'ς τα χλωρά λιβάδια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή σιμά ευρίσκομαι εις θνητούς με γλώσσαν ανθρωπίνην; </td><td align="right"> 125</td></tr>
+<tr><td>αλλ' έλα, με τα μάτια μου θα ιδώ και θα εξετάσω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' εβγήκε απ' τα χαμόδενδρα ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με το χέρι το τρανό πολύφυλλο απ' το δάσος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κόπτει κλαδί, 'ς το σώμα του την γύμνωσι να κρύψη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως θαρρετό 'ς την δύναμι, θρέμμα βουνού, λειοντάρι, </td><td align="right"> 130</td></tr>
+<tr><td>'που μ' όλο τ' ανεμόβροχο κινά, και μέσα καίουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα μάτια του· και χύνεται 'ς τα βώδια ή και 'ς τ' αρνία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή 'ς τ' άγρι' ελάφια, και ζητεί, καθώς τον σπρώχν' η πείνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις κτίριο μέσα στερεό τα πρόβατα ν' αρπάξη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμοια 'ς ταις καλοπλέξουδαις κόραις ο Οδυσσέας </td><td align="right"> 135</td></tr>
+<tr><td>ολόγυμνος εσίμονεν, ότ' ηύρε αυτόν ανάγκη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τρομακτικός τους φάνηκε φθαρμένος απ' την άρμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τρέμοντας εσκόρπισαν ς' τ' ακροθαλάσσια βράχη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνη τ' Αλκίνου εστέκονταν η κόρη, ότ' εις το στήθος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θάρρος της έβαλ' η Αθηνά, και αφαίρεσε τον φόβο. </td><td align="right"> 140</td></tr>
+<tr><td>και αγνάντια στάθη ασάλευτη· και εδίσταζ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεόμενος της κορασιάς τα γόνατατ' αν θα πιάση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή από μακρυά θα δεηθή με λόγια μελωμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την πόλι να του δείξη αυτή κ' ένδυμα να του δώση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τούτο συμφερώτερο του εφάνη, με τα λόγια </td><td align="right"> 145</td></tr>
+<tr><td>τα μελωμέν' από μακρυά να δεηθή, μην ίσως,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν πιάση αυτής τα γόνατα, βαρυφανή της κόρης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς λόγον επρόφερε σοφόν και μελωμένον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κάμ' έλεος, βασίλισσα, θεά 'σαι είτε θνητή 'σαι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν είσαι μία των θεών, 'που κατοικούν 'ς τα ουράνια, </td><td align="right"> 150</td></tr>
+<tr><td>εσέ προς την Αρτέμιδα, 'πού κόρ' είναι του Δία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την ειδή, 'ς τ' ανάστημα, 'ς την πλάσι, εγώ συγκρίνω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν είσαι μία των θνητών, 'που κατοικούν τον κόσμο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μακάριος ο πατέρας σου και η σεβαστή μητέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μακαριστοί σου κ' οι αδελφοί, 'πού πάντοτε η ψυχή τους </td><td align="right"> 155</td></tr>
+<tr><td>ευφραίνετ' εξ αιτίας σου, χαραίς όλη γεμάτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τέτοιο βλαστάρι όταν θωρούν εις τον χορό να λάμπη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά 'ς όλους ανάμεσα χαρά 'ς τον άνδρα εκείνον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που, αφού 'ς τα δώρα ενίκησεν, εσέ θα πάρη νύμφη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι τα μάτια μου ποτέ θνητό δεν είδαν πλάσμα, </td><td align="right"> 160</td></tr>
+<tr><td>άνδρα ή γυναίκα, ωσάν εσέ· θαυμάζ' όσο σε βλέπω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμοια 'ς την Δήλο, 'ς τον βωμό τ' Απόλλωνα πλησίον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φοινικιάν είδα τρυφερή, 'που εβλάσταινε με χάρι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι κ' εκείθ' επέρασα, μ' άπειρη συνοδία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις το ταξείδι 'πώμελλεν εις πάθη να με φέρη· </td><td align="right"> 165</td></tr>
+<tr><td>και όπως αυτήν εθαύμασα πολληώρα, όταν την είδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι φυτόν από την γη παρόμοιο δεν εβγήκε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμοια σε θαύμασα, ω γυνή, θαμπώθηκα, όλος τρέμω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να σου εγγίξω τα γόνατα· και μ' ηύρε μέγα πάθος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χθες την ημέραν εικοστή βγήκ' απ' το μαύρο κύμα, </td><td align="right"> 170</td></tr>
+<tr><td>και ως τότ' εθαλασσόδερνα με τους σφοδρούς ανέμους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' το νησί της Ωγυγιάς· κ' εδώ μ' έρριξ' η μοίρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα, να πάθω άλλα κακά κ' εδώ, τι δεν πιστεύω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να παύση ακόμη, αλλ' οι θεοί πολλ' άλλα μου ετοιμάζουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βασίλισσ', ελεήσου με, ότ' ύστερ' από μύρια </td><td align="right"> 175</td></tr>
+<tr><td>πάθη σέ πρώτην απαντώ· ότι άνθρωπον κανέναν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα δεν γνωρίζω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την πόλι δείξε μου και δος, να σκεπασθώ, ένα ράκι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν κάποιο τύλιγμ' έφερες εδώ των ενδυμάτων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εσέ να δώσουν οι θεοί τα όσα η ψυχή σου θέλει· </td><td align="right"> 180</td></tr>
+<tr><td>άνδρα και σπίτι κ' εύμορφην ομόνοια να χαρίσουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι δεν είναι εις την ζωή λαμπρότερη ευτυχία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παρ' αν το σπίτι κυβερνούν με μια και μόνη γνώμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο άνδρας με την σύντροφο· λύπη για τους εχθρούς των,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χαρά των φίλων και τ' ακούν μάλιστα εκείνοι πρώτοι». </td><td align="right"> 185</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και η λευκοχέρα Ναυσικά απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Όχι, αγενής ή ανόητος, ω ξέν', εσύ δεν δείχνεις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την ευτυχία των θνητών μοιράζ' ο Ολύμπιος Δίας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των ευγενών, των αγενών, του καθενός ως θέλει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και σένα τούτα σ' έδωκε και ανάγκη να υπομείνης. </td><td align="right"> 190</td></tr>
+<tr><td>αλλ' αφού πάτησες 'ς την γη και χώραν ιδική μας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν θα σου λείψη φόρεμα, ούτ' άλλο απ' όσα πρέπει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να λάβη, όπου προσέρχεται, πολύθλιβος ικέτης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την πόλι θα σου δείξω εγώ, και τους λαούς θα σ' είπω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την πόλι τούτη και την γην οι Φαίακες κρατούσι, </td><td align="right"> 195</td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ 'μαι του γενναιόκαρδου η κόρη του Αλκινόου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' οι Φαίακες οι δυνατοί 'ς εκείνον κρέμοντ' όλοι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' ευθύς ταις καλοπλέξουδες επρόσταξε παρθέναις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Σταθήτ' εδώ, θεράπαιναις· γιατ' είδετ' έναν άνδρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πού φεύγετε; κάποιος εχθρός φοβείσθ' ότ' είναι τούτος; </td><td align="right"> 200</td></tr>
+<tr><td>άνδρας δεν είναι φοβερός, ούτε ποτέ θα υπάρχη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να 'λθη να φέρη πόλεμο 'ς την χώρα των Φαιάκων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι είμασθεν αγαπητοί πολύ των αθανάτων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μες την άγρια θάλασσαν ύστεροι κατοικούμε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ μ' ημάς συγκοινωνεί κανένας των ανθρώπων. </td><td align="right"> 205</td></tr>
+<tr><td>αλλ' ήλθε αυτός ο δύστυχος πλανώμενος 'δω πέρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πρέπει να τον ξενίσουμεν· ότι έρχονται απ' τον Δία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πτωχοί και ξένοι· ολιγοστό και αγαπητό το δώρο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά δόστε, θεράπαιναις, βρώσι, πιοτό, του ξένου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και λούστε αυτόν 'ς τον ποταμό, 'ς ανάνεμη γωνία». </td><td align="right"> 210</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, κ' εκείναις έμειναν, και αντιπαρακινώνταν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκάθισαν τον Οδυσσηά 'ς ανάνεμη γωνία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως η κόρη Ναυσικά ταις είχε παραγγείλει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά του έθεσαν αλλαξιά, χιτώνα, επανωφόρι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέσα εις ολόχρυσο ροΐ του έδωκαν υγρό λάδι, </td><td align="right"> 215</td></tr>
+<tr><td>και να λουσθή τον έλεγαν 'ς του ποταμού το ρεύμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' είπε εις ταις θεράπαιναις ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Θεράπαιναις, σταθήτε αυτού μακράν, όπως ατός μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την άρμην απ' ταις πλάταις μου ξεπλύνω, και με λάδι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χρίσω το σώμα, οπού καιρούς άλειμμα δεν γνωρίζει. </td><td align="right"> 220</td></tr>
+<tr><td>και αντίκρυ σας δεν θα λουσθώ, ότι εντροπή μου θα 'ναι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμπρός 'ς τα καλοπλέξουδα να γυμνωθώ κοράσια».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, κ' εσύρθηκαν αυταίς, και το 'παν της παρθένας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έπλαιν' ο θείος Οδυσσηάς μέσ' από το ποτάμι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την άρμην απ' τους ώμους του πλατείς και από τα νώτα, </td><td align="right"> 225</td></tr>
+<tr><td>κ' έτριβε από την κεφαλή την άχνη της θαλάσσης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμα ελούσθη ολόβολος και με το λάδι αλείφθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εφόρεσε τα ενδύματα, 'που του 'δωκε η παρθένα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έκαμε αυτόν να φαίνεται, η διογενής Αθήνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τρανώτερος, παχύτερος, και από την κεφαλή του </td><td align="right"> 230</td></tr>
+<tr><td>σγουρήν την κόμην έσυρε, 'π' ώμοιαζε ανθούς του κρίνου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως όταν εις τον άργυρο χρυσάφι περιχύνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τεχνίτης, οπ' ο Ήφαιστος κ' η Αθήνη έχουν διδάξει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' εντέλεια, και φιλοτεχνεί χαριτωμένα έργα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμοια και αυτού 'ς την κεφαλή, 'ς το σώμα, έχυσε χάρι. </td><td align="right"> 235</td></tr>
+<tr><td>πήγ' έπειτα κ' εκάθισε 'ς της θάλασσας την άκρη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άστραφτε χάρες κ' ευμορφιά· τον θαύμαζεν η κόρη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είπε 'ς τα καλοπλέξουδα κοράσια τότ' εκείνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Σ' ό,τι θα ειπώ προσέξετε, λευκόχεραίς μου κόραις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όχι, 'ς το πείσμα των θεών του Ολύμπου αυτός ο άνδρας </td><td align="right"> 240</td></tr>
+<tr><td>τους ισοθέους Φαίακαις να σμίξη εδώ δεν ήλθε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι άμορφος προτήτερα μου εφάνηκε πως ήταν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρ' ομοιάζει των θεών των ουρανοκατοίκων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είθε παρόμοιος σύντροφος να ονομασθή δικός μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που να 'στεργεν εγκάτοικος εδώ μ' εμάς να μένη. </td><td align="right"> 245</td></tr>
+<tr><td>αλλά δόστε, θεράπαιναις, βρώσι, πιοτό του ξένου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και αυταίς υπάκουσαν ευθύς εις την φωνή της·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έθεσαν βρώσι και πιοτό σιμά 'ς τον Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έτρωγε κ' έπινε αρπακτά ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είχε ο πολύπαθος καιρούς φαγί να δοκιμάση. </td><td align="right"> 250</td></tr>
+<tr><td>και η λεκοχαίρα Ναυσικά τότ' εφευρήκεν άλλο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εδίπλωσε και απίθωσε τα ενδύματα εις τ' αμάξι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έζεψε τα σκληρώνυχα μουλάρια και άμ' ανέβη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' επαρακίνα λέγοντας τον Οδυσσηά· «Σηκώσου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξένε, εις την πόλι για να πας, κ' εγώ θα σ' οδηγήσω </td><td align="right"> 255</td></tr>
+<tr><td>'ς του συνετού πατέρα μου το δώμα, όπου τους πρώτους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πιστεύω από τους Φαίακαις θα ιδής και θα γνωρίσης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' έλα κάμε ό,τι σου ειπώ· θαρρώ πως γνώσιν έχεις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσον αγρούς διαβαίνουμε, και των ανθρώπων έργα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με ταις θεράπαιναις μαζή κατόπιν εις τ' αμάξι </td><td align="right"> 260</td></tr>
+<tr><td>ογλήγορ' ακολούθα με, κ' εγώ τον δρόμο δείχνω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έως ότου θε να φθάσουμε 'ς την πόλιν, οπού πύργος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ζών' υψηλός, κ' έχει καλούς λιμέναις δυο 'ς τα πλάγια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έχει το έμπασμα λεπτό· στενοχωρούν τον δρόμο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα κυρτά πλοία 'ς ταις σκεπαίς, 'πώχει καθείς δική του. </td><td align="right"> 265</td></tr>
+<tr><td>κ' είν' η αγορά τους, 'ς του λαμπρού την μέση Ποσειδίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με συρταίς πέτραις, 'πώχωσαν βαθειά, θεμελιωμένη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτού τ' άρμενα εργάζονται των πισσωμένων πλοίων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα καλαμάρια, τα πανιά, και καταξυούν κουπία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οι Φαίακες δεν αγαπούν φαρέτρα ουδέ δοξάρι, </td><td align="right"> 270</td></tr>
+<tr><td>μόνον πανιά, μόνον κουπιά, και ισόπλευρα καράβια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού γι' αυτά περήφανοι το λευκό κύμα σχίζουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτων ξεφεύγω την πικρή γλώσσα, μη μ' ονειδίση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κανένας, ότ' είναι λαός περήφανος και αυθάδης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνδρας συμβαίνει πρόστυχος να ιδή, κ' ευθύς να είπη· </td><td align="right"> 275</td></tr>
+<tr><td>ο λαμπρός ξένος και τρανός, 'ς την Ναυσικά κατόπι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποιος είναι; που τον εύρηκε; άνδρα της θα τον κάμη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μήπως από το πλοίο του, 'που εξέπεσ' εδώ πέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξένον εδέχθη μακρυνόν; τι γείτονες δεν είναι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή απ' ταις ολόθερμαις ευχαίς κατέβηκε ουρανόθεν </td><td align="right"> 280</td></tr>
+<tr><td>κάποιος θεός, και θα 'χη αυτόν εκείνη ολοζωής της;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλήτερ' αν μονάχη της εζήτησε κ' ευρήκε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλοθεν άνδρα· ότι αψηφά τους συντοπίταις όλους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους Φαίακαις, οπού πολλοί και οι πρώτοι την ζητούσι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτά θα ειπούν, κ' εγώ εντροπή τα λόγια τούτα θα 'χω. </td><td align="right"> 285</td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ 'θελε κατηγορώ άλλην, αν όμοια πράξη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χωρίς να 'χη το θέλημα των ποθητών γονέων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πριν έλθ' εις γάμον φανερόν, τους άνδραις να σιμόνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα, ξένε, πρόσεχε, αν θέλης ο πατέρας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την πατρίδα ογλήγορα να σε ξεπροβοδήση. </td><td align="right"> 290</td></tr>
+<tr><td>'ς τον δρόμο θαύρης τον λαμπρόν λευκώνα της Αθήνης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέσ' αναβρύζει αυτού πηγή, και γύρω έχει λιβάδι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτού 'ναι η γη και ο ανθούμενος ο κήπος του πατρός μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από την πόλι διάστημα, 'π' ακούεσ' αν βοήσης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτού μείνε καθήμενος, έως ότου εμείς 'ς την πόλι </td><td align="right"> 295</td></tr>
+<tr><td>πατήσουμε και φθάσουμε 'ς τα σπίτια του πατρός μου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμα λογιάσης ότι 'μεις 'ς τα σπίτι έχουμε φθάσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς των Φαιάκων βάδισε την πόλι, και άμ' ερώτα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα σπίτια του γενναιόκαρδου πατέρα μου Αλκινόου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλόγνωρα είναι· και μωρό παιδί να σου τα δείξη </td><td align="right"> 300</td></tr>
+<tr><td>δύναται· ότι δεν κτισθήκαν τα σπίτια των Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως τα παλάτια κτίσθηκαν του ήρωα του Αλκινόου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όταν οι δόμοι γύρωθε κ' η αυλή σε περιλάβουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>διάβα ευθύς το μέγαρο να φθάσης 'ς την μητέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που εις την γωνίστρα κάθεται, 'ς την λάμψι της φωτίας, </td><td align="right"> 305</td></tr>
+<tr><td>γαλάζιο κλώθοντας μαλλί, θαυμάσιον, εις τον στύλον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απιθωμένη, και όπισθεν αυτής κάθονται η δούλαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς την φωτιά σιμά θα ιδής τον θρόνο του πατρός μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'π' αυτού πίνει καθήμενος, όμοιος των αθανάτων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξεπέρν' αυτόν, τα γόνατα, συ πιάσε της μητρός μου, </td><td align="right"> 310</td></tr>
+<tr><td>αν θες για σε χαρμόσυνη και ογλήγορα να φέξη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η ημέρα της επιστροφής, όθεν μακρυά και αν ήσαι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν ίσως και σ' ελεηθή και σ' αγαπήση εκείνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θάρρου, θα ιδής τους ποθητούς, ογλήγορα θα φθάσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι το καλόκτιστον, εις την γλυκειά πατρίδα». </td><td align="right"> 315</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και με την μάστιγα την φωτεινή ραβδίζει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα μουλάρια, και αυτ' άφησαν του ποταμού την άκρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ευθύς, κ' ετρέχαν τακτικά, καλά τετραποδίζαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κυβερνά η κόρη εύμορφα, πεζοί για να προφθάσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η δούλαις με τον Οδυσσηά· με νου ραβδίζ' η κόρη. </td><td align="right"> 320</td></tr>
+<tr><td>κ' έκλιν' ο ήλιος, κ' έφθασαν 'ς της Αθηνάς το δάσος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το ένδοξο, και αυτού κάθισεν ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις του μεγάλου του Διός την κόρη ευθύς ευχήθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Άκου με, κόρη αδάμαστη, τ' αιγιδοφόρου Δία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εισάκουσέ με, 'π' άλλοτε δεν μ' έχεις εισακούσει, </td><td align="right"> 325</td></tr>
+<tr><td>'που ευχόμουν, όταν μ' έκρουεν ο μέγας κοσμοσείστης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δος να με ιδούν οι Φαίακες με σπλάχνος και μ' αγάπη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ευχήθη, και τον άκουσε τότε η Παλλάδ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δεν του εφονερόνονταν εμπρός του, ότι εφοβόνταν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνη τον πατράδελφον και αυτός εμίσα σφόδρα </td><td align="right"> 330</td></tr>
+<tr><td>τον ομοιόθεον Οδυσσηά, πριν φθάσ' εις την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+</table>
+
+<b>ΤΕΛΟΣ Α' ΤΟΜΟΥ</b>
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+<pre>
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY ***
+
+***** This file should be named 30613-h.htm or 30613-h.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30613/
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
+
+
+</pre>
+
+</body>
+</html>
+
+
diff --git a/30613-h/images/cover.jpg b/30613-h/images/cover.jpg
new file mode 100644
index 0000000..3c38638
--- /dev/null
+++ b/30613-h/images/cover.jpg
Binary files differ
diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt
new file mode 100644
index 0000000..6312041
--- /dev/null
+++ b/LICENSE.txt
@@ -0,0 +1,11 @@
+This eBook, including all associated images, markup, improvements,
+metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be
+in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES.
+
+Procedures for determining public domain status are described in
+the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org.
+
+No investigation has been made concerning possible copyrights in
+jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize
+this eBook outside of the United States should confirm copyright
+status under the laws that apply to them.
diff --git a/README.md b/README.md
new file mode 100644
index 0000000..8f48c2d
--- /dev/null
+++ b/README.md
@@ -0,0 +1,2 @@
+Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for
+eBook #30613 (https://www.gutenberg.org/ebooks/30613)
diff --git a/old/20091206-30613-0.txt b/old/20091206-30613-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..8656ff1
--- /dev/null
+++ b/old/20091206-30613-0.txt
@@ -0,0 +1,3783 @@
+The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, Volume A, by Homer
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Homer's Odyssey, Volume A
+
+Author: Homer
+
+Translator: Iakovos Polylas
+
+Release Date: December 6, 2009 [EBook #30613]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY, VOLUME A ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
+A few corrections on typing mistakes have been included within brackets.
+
+Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές
+τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με [].
+
+
+
+ΟΔΥΣΣΕΙΑ
+
+ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
+ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ
+
+
+
+ΤΟΜΟΙ Α' Β' Γ΄ Δ'
+ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
+ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
+
+
+
+ΟΜΗΡΟΥ
+
+
+
+ΟΔΥΣΣΕΙΑ
+
+ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
+ΙΑΚ. ΠΟΛΥΛΑ
+
+
+
+
+ΤΟΜΟΣ Α
+
+
+
+
+ΡΑΨΩΔΙΑ Α-Ζ
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ
+
+ΟΜΗΡΟΥ
+ΟΔΥΣΣΕΙΑ
+
+
+
+Ραψωδία Α
+
+
+
+Τον άνδρα, μούσα, λέγε μου, πολύτροπον, 'που εις μέρη
+πολλά επλανήθη, αφού έρριξε την ιερήν Τρωάδα•
+και ανθρώπων είδε αυτός πολλών ταις χώραις και την γνώμην
+έμαθε, και 'ς τα πέλαγα πολλά 'παθε ζητώντας
+με τους συντρόφους άβλαπτος να φθάση 'ς την πατρίδα. 5
+αλλ' όμως δεν κατώρθωσε να σώση τους συντρόφους•
+ότι εχαθήκαν μόνοι τους απ' τ' ανομήματά τους•
+μωροί, 'που τ' Υπερίονα Ήλιου τα βώδια 'φάγαν,
+κ' εκείνος της επιστροφής τους πήρε την ημέρα.
+τούτα ειπέ κάπουθε κ' εμάς, θεά, κόρη του Δία. 10
+
+Τότ' οι άλλοι, όσοι δεν χάθηκαν, 'ς τα σπίτια τους όλ' ήσαν,
+σωσμένοι από τον πόλεμο και απ' του πελάου τα βάθη•
+μόνον αυτόν, 'που του 'λειπε η πατρίδα και η συμβία,
+κρατούσ' η νύμφη Καλυψώ, σεπτή θεά, μεγάλη,
+'ς τα κοίλα σπήλαια και άνδρα της επόθει να τον κάμη. 15
+αλλά 'ς τον κύκλο των καιρών ο χρόνος όταν ήλθε,
+'που 'ς την Ιθάκη του οι θεοί να γύρη είχαν ορίσει,
+και τότε ακόμη εστέναζε μακράν των ποθητών του•
+και όλ' οι θεοί λυπιόνταν τον, αλλ' όχι ο Ποσειδώνας•
+κ' εμίσ' αυτός θανάσιμα τον θείον Οδυσσέα 20
+πριν φθάση 'ς την πατρίδα του. αλλ' είχε τότ' εκείνος
+περάσει 'ς τους Αιθίοπαις, 'που πέρα κατοικούσι,
+κ' εις δυο σχισμένοι ευρίσκονται, ύστεροι των ανθρώπων,
+του Ηλιού, 'που βγαίν', η μια μεριά, του Ηλιού, που πέφτ',
+ [η άλλη,
+από κριάρια να δεχθή και ταύρους εκατόμβη. 25
+αυτού κείνος εχαίρονταν 'ς την τράπεζα• κ' οι άλλοι
+ήσαν μαζή 'ς τα μέγαρα τ' αστραποφόρου Δία•
+και λόγον άρχιζε θεών και ανθρώπων ο πατέρας•
+τον Αίγισθο θυμήθηκε, 'που ο πέρα εξασκουμένος
+Ορέστης εθανάτωσεν ο Αγαμεμνονίδης• 30
+αυτόν τότ' ενθυμούμενος των αθανάτων είπε•
+
+«Ωιμέ! οι θνητοί πώς τους θεούς βαρειά κατηγορούσι!
+πως τα κακά' ρχονται απ' εμάς λέγουν, και ωστόσο εκείνοι
+από ταις ανομίαις τους, και όχι απ' την μοίρα, πάσχουν•
+και όχι απ' την μοίρα ο Αίγισθος ιδού τ' Ατρείδη επήρε 35
+την σύντροφο, κ' εφόνευσεν αυτόν άμ' επανήλθε•
+κ' εγνώριζε τον όλεθρο, τι τού' χαμε προείπει
+εμείς, όταν τον άγρυπνο του στείλαμεν Ερμεία,
+να μη ζητά την σύντροφον, αυτόν να μη φονεύση,
+ότι τ' Ατρείδη εκδίκησι θε να 'λθη απ' τον Ορέστη, 40
+άμ' ανδρωθή και 'ς την ψυχή την γη του επιποθήση.
+αυτά 'πε ο Ερμής καλόγνωμα, αλλά τον νου τ' Αιγίσθου
+δεν άλλαξε• κ' ιδού μαζή τώρα τα πλέρωσ' όλα».
+
+Τότε η θεά τ' απήντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, 45
+'ς τον όλεθρο, 'που του 'πρεπε, καλά 'πεσεν εκείνος•
+όμοια κάθ' άλλος ας χαθή, 'που τέτοια πάλιν πράξη.
+αλλά μου σχίζει την καρδιάν ο άμοιρος Οδυσσέας,
+οπού καιρούς κακοπαθεί μακράν των ποθητών του,
+μέσα εις νησί περίβρεκτο, 'ς τ' αφάλι της θαλάσσης, 50
+χλωρό νησί, και αυτού θεά την κατοικιά της έχει,
+η κόρη του κακόγνωμου Άτλαντα, οπού τα βάθη
+γνωρίζει όλης της θάλασσας, και αυτός φυλά τους στύλους
+τους μακρυνούς, οπ' ουρανό και γην αποχωρίζουν.
+εκείνου η κόρη αυτόν κρατεί τον δύστυχο, 'που κλαίει, 55
+και πάντα με γλυκόλογα πασχίζει να του σβήση
+τον πόνο της Ιθάκης του• και αρκούσε τ' Οδυσσέα
+να ίδη οπού σηκόνεται καπνός από την γη του,
+και ν' αποθάνη επιθυμεί• ουδ' η καρδιά σου, Ολύμπιε,
+μαλάζεται• και με θυσιαίς δεν σ' έχει αυτός τιμήσει, 60
+'ς την Τροία την ευρύχωρη, 'ς τα πλοία των Αργείων;
+ώ Δία, πώς εμίσησες τόσο τον Οδυσσέα;»
+
+Και ο Δίας της απάντησεν, ο νεφελοσυνάκτης•
+«Τέκνον, ποιος λόγος σού 'φυγε των οδοντιών το φράγμα!
+να λησμονήσω εγώ ποτέ τον θείον Οδυσσέα, 65
+οπού πρωτεύει των θνητών 'ς τον νου και για τα δώρα,
+'που των θεών επρόσφερνε των ουρανοκατοίκων;
+αλλ' ο γεωφόρος έχει του χολήν ο Ποσειδώνας
+άσπονδη, 'πώσβησεν αυτός του Κύκλωπα το μάτι,
+του ισόθεου Πολύφημου, 'που εις όλους μέγας είναι 70
+τους Κύκλωπαις, κ' η Θόωσα τον γέννησεν, η κόρη
+του Φόρκυνα, της άγριας της θάλασσας κυρίου,
+αφού 'ς τα σπήλαια πλάγιασε σιμά 'ς τον Ποσειδώνα.
+ιδού γιατί τον Οδυσσηά ο σείστης Ποσειδώνας
+δεν θανατόνει, αλλά μακρυά τον σπρώχνει από την γην του. 75
+αλλ' ελάτ' όλοι, ας εύρουμε το πώς θε να επανέλθη
+εκείνος 'ς την πατρίδα του• θα παύση την οργή του
+ο Ποσειδώνας άσφαλτα, και δυνατόν δεν είναι
+'ς όλους ενάντια τους θεούς να πολεμήση μόνος».
+
+Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 80
+«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων,
+και αν των μακάρων των θεών αρέσει τώρα τούτο,
+Οδυσσηάς ο πολύγνωμος να 'λθη 'ς τα γονικά του,
+τον μηνυτήν ας στείλουμεν Ερμή τον αργοφόνο,
+'ς της Ωγυγίας το νησί, ευθύς να ειπή της νύμφης 85
+εκεί της καλοπλέξουδης την καθαρή βουλή μας,
+ο Οδυσσηάς ο αδάμαστος 'ς την γη του να επανέλθη•
+και 'ς την Ιθάκη θα 'μπω εγώ να σπρώξω τον υιό του
+σφοδρότερα, και την ψυχή να του γεμίσω θάρρος,
+τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξη, 90
+για ν' αρνηθή το σπίτι του δημόσια των μνηστήρων,
+'που σφάζουν ακατάπαυτα τ' αρνιά του και τα βώδια•
+και αυτόν 'ς την Πύλον ύστερα και Σπάρτη θα οδηγήσω,
+να μάθη για τον γυρισμό τ' αγαπητού πατρός του,
+και όπως 'ς τον κόσμον εύμορφη τον περιλάβη φήμη». 95
+
+Είπε• 'ς τα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια
+ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν την επάνω
+'ς την θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη σαν τους αέραις.
+κοντάρι επήρε δυνατό μ' ακονισμένη λόγχη,
+βαρύ, μεγάλο, στερεό, μ' αυτό δαμάζ' ηρώων 100
+τα πλήθη, εις όσους οργισθή φρικτού πατρός η κόρη•
+και από του Ολύμπου ταις κορφαίς εχύθη και κατέβη•
+κ' εις τ' Οδυσσηά τα πρόθυρα, μες την Ιθάκη, εστάθη
+εις το κατώφλι της αυλής, κ' εκράτει το κοντάρι,
+και ξένον, τον Μέντη, ώμοιαζε της Τάφου βασιλέα. 105
+κ' ηύρεν εκεί τους ανδρικούς μνηστήραις, οπού τότε
+'ς την θύρα εμπρός με τους πεσσούς ξεδίναν, καθισμένοι
+εις τα τομάρια των βωδιών, οπού 'χαν σφάξει εκείνοι.
+και οι κήρυκες και οι πρόθυμοι θεράποντες τριγύρω,
+άλλοι κρασί με το νερόν έσμιγαν 'ς τους κρατήραις, 110
+ταις τράπεζαις άλλοι έπλεναν με ολότρυπα σφογγάρια,
+κ' εμπρός ταις 'βάζαν• κρέατα πολλά μοιράζαν άλλοι.
+
+Και ο θεϊκός Τηλέμαχος την είδε πολύ πρώτος•
+μες τους μνηστήραις κάθονταν με την καρδιά θλιμμένη,
+'ς τον νου θωρώντας τον λαμπρόν πατέρ', αν ίσως έλθη 115
+κάπουθε, και 'ς τα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις,
+να μείνη εκείνος βασιληάς και κύριος εις το βιο του.
+μ' αυτά 'ς τον νου, καθήμενος μαζή τους, την Αθήνη
+ξάνοιξε κ' ίσια χύθηκε 'ς τα πρόθυρα, ότι εντράπη
+πολύν να στέκεται καιρόν ο ξένος εις την θύρα. 120
+το δεξί χέρι έπιασεν, επήρε το κοντάρι,
+και αυτήν άμ' επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
+
+«Ω ξένε, χαίρε, και απ' εμάς θα φιλευθής, και πρώτα
+να γευματίσης, κ' ύστερα να ειπής ποιάν έχεις χρεία».
+
+Είπε και επροπορεύθηκε, κ' η Αθήνη αυτού κατόπι• 125
+και εις το παλάτι το υψηλόν άμ' ήλθαν μέσα, εκείνος
+'ς τον μακρύ στύλο κολλητά έστησε το κοντάρι
+'ς την θήκη την καλόξυστην, όπ' άλλα πολλά ήσαν
+του στερεόκαρδου Οδυσσηά στημένα εκεί κοντάρια.
+και αυτήν εκάθισ' εις θρονί, 'π' έστρωσε με σινδόνι, 130
+κ' ήταν ωραίο, τεχνικό και είχεν υποπόδι•
+πήρε και αυτός λαμπρό σκαμνί σιμά της, των μνηστήρων
+μακράν, μήπως ο θόρυβος τον ξένον ενοχλήση,
+και το τραπέζι βαρεθή, αν έσμιγε μ' αυθάδεις,
+και όπως για τον πατέρα του, οπού 'λειπε, ερωτήση• 135
+και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη
+χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη,
+για να νιφθούν, κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους.
+και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει,
+και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. 140
+και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει
+ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει•
+συχνά 'ς αυτούς και ο κήρυκας έρχονταν και τους κέρνα.
+
+Και μέσα εμπήκαν οι ανδρικοί μνηστήρες, και κατόπι
+εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθίσαν 'ς την αράδα• 145
+και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τα χέρια,
+η δούλαις εις τα κάνιστρα τον άρτον εσωρεύαν,
+και τους κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι•
+και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους•
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, 150
+εις άλλα τότ' εστράφηκεν ο πόθος των μνηστήρων,
+εις το τραγούδι, εις τον χορό, της τράπεζας τα δώρα.
+λαμπρήν κιθάραν έβαλεν ο κήρυκας 'ς τα χέρια
+του Φήμιου, 'που βιαζόμενος τραγούδαε των μνηστήρων•
+και άρχισε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος. 155
+τότ' είπεν ο Τηλέμαχος την γλαυκομμάτ' Αθήνη,
+ζυγόνοντας την κεφαλήν, οι άλλοι μην ακούσουν•
+
+«Ω φίλε ξένε, ό,τι θα ειπώ θα κατακρίνης τάχα;
+για τούτ' αυτοί φροντίζουσι, κιθάρα, και τραγούδι,
+ήσυχ', αφού το ξένο βιο απλέρωτ' αυτοί τρώγουν, 160
+ανδρός 'που τ' άσπρα κόκκαλα τώρα η βροχή σαπίζει
+'ς την γη ριμμένα, ή τα κυλά 'ς την θάλασσα το κύμα•
+αν 'ς την Ιθάκην έβλεπαν εκείνον να επανέλθη,
+θα εύχονταν ελαφρότεροι 'ς τα πόδια να 'ναι όλοι,
+κάλλιο παρά πλουσιώτεροι 'ς ένδυμα και χρυσάφι. 165
+κ' έτσι εκακοθανάτισεν εκείνος, ουδέ πλέον
+παρηγορεί μας αν κανείς θνητός ειπή πως θα 'λθη•
+κ' εκείνου της επιστροφής εχάθηκεν η 'μέρα.
+αλλά μ' αλήθεια λέγε μου, ποιος είσαι των ανθρώπων
+και πόθεν; και πού η πόλι σου υπάρχει κ' οι γονείς σου; 170
+με ποιό καράβι εδώ 'φθασες, με ποιόν τρόπον οι ναύταις
+εις την Ιθάκη σ' έφεραν; και ποιοί καυχόνταν που 'ναι;
+ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες, πιστεύω.
+και πάλιν τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω,
+αν τώρα εδώ πρωτέρχεσαι, ή ξένος πατρικός μου 175
+είσ', επειδ' ήλθαν άνθρωποι πολλοί 'ς το σπίτι τούτο
+άλλοι, επειδή κοινωνικός ανθρώπων και αυτόν ήταν».
+
+Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ εκείνα οπ' ερωτάς με•
+Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιούμαι τ' Αγχιάλου 180
+ότι είμ' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων•
+με πλοίον και με συντροφιάν έφθασα και πηγαίνω,
+το μαύρο πέλαο σχίζοντας, 'ς ανθρώπους αλλοφώνους,
+'ς την Τέμεση, για χάλκωμα και σίδερο τους φέρω.
+κ' έξω απ' την πόλιν άφησα το πλοίο, 'ς τον λιμένα 185
+το Ρείθρον, αποκάτωθε του δασερού Νηίου•
+και πατρικοί καυχιούμασθε παλαιόθ' ανάμεσόν μας
+ξένοι, και αν θέλης πήγαινε τον γέρο να ερωτήσης
+ήρωα Λαέρτην, όπου πλειά δεν έρχεται 'ς την πόλι,
+ως λέγουν, αλλά 'ς τους αγρούς πέρα κακοπαθαίνει, 190
+με γραίαν υπηρέτριαν, οπού πιοτό και βρώσι
+του παραθέτει, όταν αυτού τα μέλη πάρη ο κόπος,
+'ς το κάρπιμο ενώ σέρνεται κηπάρι αμπελοφόρο.
+κ' ήλθα επειδή ο πατέρας σου ελέγετο πως ήταν
+εις την πατρίδα• αλλ' οι θεοί τον δρόμο του εμποδίζουν• 195
+τί δεν απέθανε 'ς την γην ο θείος Οδυσσέας,
+αλλ' είναι ακόμα ζωντανός 'ς τα πέλαγα, κλεισμένος
+μέσα εις περίβρεκτο νησί, και άνδρες κακοί τον έχουν
+άγριοι, κ' εις το πείσμα του θαρρώ πως τον κρατούσι.
+και θα σου ειπώ προμάντευμα, 'που τώρα εις την καρδιά μου 200
+μου βάζουν οι αθάνατοι, και ν' αληθεύση ελπίζω,
+αν και ούτε μάντις είμ' εγώ ούτε είμαι ορνιθοκρίτης.
+μακράν ακόμη απ' την γλυκειά πατρίδα δεν θα μείνη
+πολύν καιρόν, ουδ' αν δεσμά τον έχουν σιδερένια•
+ότ' είναι πολυμήχανος, θα σοφιθή να φύγη. 205
+αλλ' έλα τώρα λέγε μου με όλη την αλήθεια,
+αν τέτοιος άνδρας καθ' αυτό παιδί 'σαι τ' Οδυσσέα•
+και φοβερά 'ς την κεφαλή, 'ς τα εύμορφα μάτια μοιάζεις
+εκείνου, επειδή σμίγαμε συχναίς φοραίς αντάμα,
+πριν εις την Τροίαν αναιβή, 'π' ανέβηκαν κ' οι άλλοι 210
+'ς τα βαθουλά καράβια τους, οι πρώτοι των Αργείων.
+τον Οδυσσέ' από τότ' εγώ δεν είδα, ούτ' εμέ κείνος».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης•
+«Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια•
+υιόν εκείνου η μάννα μου με λέγει, αλλ' εγώ τούτο 215
+δεν ξεύρω• ποιος εγνώρισε ποτέ την γέννησί του;
+και άμποτε να 'χα γεννηθή απ' άνδρα ευτυχισμένον
+οπού το γήρας εύρηκε 'ς το μέσο των καλών του•
+και τώρ' ο αμοιρότατος απ' όλους τους ανθρώπους
+πατέρας μ' είναι, ως λέγουσιν, αφού τούτ' ερωτάς με». 220
+
+Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Όχι, δεν θέλουν άγνωστη να μείνη η γενεά σου
+οι αθάνατοι, αν σ' εγέννησε τέτοιον η Πηνελόπη.
+αλλά μ' αλήθεια λέγε μου• τι τράπεζα είναι τούτη;
+και τι το πλήθος; και προς τι τα θέλεις τούτα; γάμος 225
+είναι ή συμπόσιον; επειδή συντροφικά δεν είναι•
+με πόσην υπερήφανην αποκοτιά συντρώγουν,
+κύττα, μέσα 'ς τα δώματα• σφόδρα θ' αγανακτήση
+όποιος και αν έλθη φρόνιμος τόσ' άπρεπα θωρώντας».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• 230
+«Ξένε, αφού τούτα μ' ερωτάς και μέ ζητείς να μάθης,
+πλούτη θε να 'χε και τιμαίς άλλοτε αυτό το σπίτι,
+ο άνδρας όσ' ευρίσκονταν εκείνος 'ς την πατρίδα.
+οι αθάνατοι κακόγνωμα τώρ' άλλ' αποφασίσαν,
+'π' αυτόν έκαμαν άγνωστον, ως άλλος δεν ευρέθη• 235
+επειδή δεν θα μ' έθλιβεν ο θάνατός του τόσο,
+εάν με τους συντρόφους του είχε σβυσθή 'ς την Τροίαν,
+ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις παθηταίς αγκάλαις•
+τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα εσήκοναν εκείνου,
+και δόξα θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του• 240
+και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον σήκωσαν εχάθη
+αγνώριστος, ανάκουστος, κ' εμέν' άφησε πόνους
+και κλάυματα• ουδ' οδύρομαι για κείνον τώρα μόνον,
+γιατί και άλλα παθήματα οι αθάνατοι μου δώσαν.
+ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι 245
+του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου,
+και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν,
+την μητέρ' όλοι, μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι•
+και αυτόν τον γάμον, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε
+να τον τελειώση δύναται• κ' εκείνοι καταλύουν 250
+το σπίτι μου, και ογλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν».
+
+'Σ τα κακά τόσα ωργίσθηκε κ' είπε η Παλλάδ' Αθήνη•
+«Ωιμένα, πόσην τ' Οδυσσηά, 'που λείπει, έχεις ανάγκη,
+εκείνος τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση!
+διότι αν τώρ' ερχόμενος 'ς τα πρόθυρα του δόμου 255
+στήνονταν, με περίκρανο, μ' ασπίδα και δυ' ακόντια,
+τέτοιος όποιον είδ' αυτόν 'ς το σπίτι μου εγώ πρώτα,
+οπ' έπινε κ' ετέρπονταν και τότε από τον Ίλο
+τον Μερμερίδη εγύριζε μέσ' από την Εφύρη• —
+ότι και αυτού με το γοργό καράβι τ' ο Οδυσσέας 260
+πήγε ανδροφόνο βότανο ζητώντας για ν' αλείφη
+τα χάλκινα τα βέλη του• δεν το 'δωκεν εκείνος
+φοβούμενος την όργητα των αθανάτων• όμως
+του το 'δωκε ο πατέρας μου 'π' αγάπ' αυτόν περίσσα•—
+τέτοιος αν έλθ' ο Οδυσσηάς να πέση 'ς τους μνηστήραις, 265
+'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείνη ο γάμος,
+αλλ' όλ' αυτά 'ς την δύναμι των αθανάτων μένουν,
+αν θα 'λθ' ή όχι ενάντια τους εκδίκησι να πάρη
+'ς τα μέγαρά του• να σκεφθής ωστόσο εγώ σου λέγω
+το πώς από το σπίτι σου να διώξης τους μνηστήραις. 270
+κ' έλ' άκουσέ με, πρόσεχε 'ς τους εδικούς μου λόγους•
+αύριο τους ήρωαις Αχαιούς συγκάλεσε κ' εις όλους
+την γνώμη σου φανέρωσε, με τους θεούς μαρτύρους•
+'ς τα σπίτια τους να σκορπισθούν πρόσταξε τους μνηστήραις•
+και αν η μητέρα επιθυμεί τον γάμο, ας επανέλθη 275
+εις του πατρός το μέγαρο, που 'ναι πολύς και μέγας•
+τον γάμο αυτοί θα κάμουσι και δώρα θα ετοιμάσουν
+πολλύτατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης,
+και σε τον ίδιον φρόνιμο θα συμβουλεύσω μέτρο•
+καράβι αφού λάβης καλό μ' είκοσι κουπηλάταις, 280
+για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθης έβγα,
+ή των θνητών κάποιος σου ειπή, ή την φωνήν ακούσης,
+'που από τον Δί' ερχόμενη γεννοβολά την φήμη.
+'ς την Πύλο πρώτα πήγαινε, 'ς τον Νέστορα τον θείο,
+κείθε 'ς την Σπάρτη, ς' τον ξανθό Μενέλαο, να ερωτήσης, 285
+ότ' ύστερος των Αχαιών χαλκοχιτώνων ήλθε.
+και αν ο πατέρας ότι ζη και θα γυρίση ακούσης,
+τότε, και ας στενοχωρηθής, υπόμειν' έναν χρόνο.
+και αν πάλιν ότι απέθανεν ακούσης και ότι εχάθη.
+γύρισε τότε εις την γλυκειά την γη την πατρική σου, 290
+και μνήμα εκείνου σήκωσε, κ' εντάφια, ως πρέπει, δώρα
+δόσε πολλά, και υπάνδρευσε κατόπι την μητέρα.
+και αμ' ενεργήσης όλ' αυτά, κ' εις όλα δώσης τέλος,
+'ς τον νου σου τότε μέτρησε και 'ς της ψυχής τα βάθη,
+πώς 'ς τα δικά σου μέγαρα να κόψης τους μνηστήραις, 295
+είτε με δόλο ή φανερά• και πλειά δεν σε συμφέρει
+παιδιού να 'χης φρονήματα, μικρός αφού δεν είσαι•
+και δεν ακούς πώς ο λαμπρός Ορέστης εδοξάσθη
+'ς τον κόσμον, ότι εφόνευσεν αυτός τον δολοφόνον
+Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα; 300
+φίλε, και συ, 'που 'σαι καλός και μέγας, ως σε βλέπω,
+γενναίος γίν', οι απόγονοι να σε καλολογήσουν.
+αλλ' ήδη εγώ 'ς τ' ογλήγορο καράβι θα καταίβω,
+κ' οι σύντροφοί μου αγανακτούν, θαρρώ, 'που περιμένουν.
+και συ μόνος σου φρόντιζε, και ψήφησε ό,τι σου 'πα». 305
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης•
+«Ξένε, πολύ καλόγνωμα τα λέγεις, ως πατέρας
+εις το παιδί του, και απ' τον νου ποτέ δεν θα μου φύγουν.
+αλλ' έλα μείνε, μ' όση βια και αν έχης 'ς το ταξείδι,
+όπως αφού πρώτα λουσθής κ' ευφράνης την ψυχή σου, 310
+γυρίσης 'ς το καράβι σου χαρούμενος με δώρο
+πολύτιμο πανεύμορφο, θησαύρισμα να το 'χης
+από εμένα, ως δίδουν τα των ξένων φίλοι ξένοι».
+
+Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Όχι, εδώ πλειά μη με κρατής, τι βιάζομαι 'ς τον δρόμο• 315
+και δώρον, όποιον η καρδιά σου λέγει να μου δώσης,
+όταν γυρίσω δόσε μου, 'ς το σπίτι να το πάρω,
+πανεύμορφο, και ανταμοιβή θ' αξίζη προς εσένα».
+
+Είπε και αμ' ανεχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+κ' επέταξεν ωσάν αετός• κ' εκείνου έβαλε θάρρος 320
+εις την καρδιά και δύναμι• και του πατρός την μνήμη
+του ξύπνησε πλειότερα• το αισθάνθη μέσα εκείνος,
+κ' εθαύμασ', επειδή θεός ενόησε πως ήταν.
+κ' εις τους μνηστήραις πέρασεν ευθύς ο ισόθεος άνδρας.
+
+Κ' εις αυτούς έψαλν' ο λαμπρός αοιδός και αυτοί καθόνταν 325
+ήσυχα και άκουαν κ' έψαλνε των Αχαιών την μαύρην
+απ' την Τρωάδ' επιστροφή, που 'χε προστάξει η Αθήνη.
+και από τ' ανώγι απείκασε το θείον άσμα εκείνου,
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη, κόρη του Ικαρίου,
+και την υψηλήν κλίμακα του δόμου της κατέβη• 330
+μόνη όχι, δυο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν•
+και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις,
+της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη,
+'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια•
+κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε• 335
+και προς τον θείον αοιδόν δακρύζοντας αυτά 'πε•
+
+«Φήμιε, πολλ' άλλα εγνώριζες, 'που τους θνητούς μαγεύουν,
+όσα εξυμνούν οι αοιδοί, θεών και ανθρώπων έργα.
+έν' απ' αυτά τραγούδα τους, καθήμενος σιμά τους,
+κ' εκείνοι ας πίνουν ήσυχα• και τούτο παύε τ' άσμα 340
+το θλιβερό, 'που πάντοτε μου σχίζει την καρδία,
+ότι 'ς εμένα μάλιστα ακοίμητη 'ναι η λύπη,
+γιατί ενθυμούμαι και ποθώ την κεφαλήν εκείνου,
+'που 'ς την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος• «Μητέρα, δεν αφίνεις 345
+τον ποθητόν μας αοιδόν να τέρπη ως θέλει ο νους του;
+αίτιοι δεν είν' οι αοιδοί, μόν' αίτιος είν' ο Δίας,
+οπού εις καθένα των θνητών των σιτοφάγων δίδει
+όπως εκείνος βούλεται• ποσώς δεν έχει κρίμα
+τούτος εάν των Δαναών ψάλλη την μαύρη μοίρα• 350
+ότι επαινούν οι άνθρωποι μάλιστα εκείνο τ' άσμα,
+'που εις όσους τ' ακροάζονται νεώτατο αντηχάει.
+και την καρδιά σου σφίξε συ, με υπομονή ν' ακούης•
+και δεν εχάθ' η επιστροφή μόνου του Οδυσσέα,
+μες την Τρωάδ', αλλά πολλοί άλλοι εχαθήκαν άνδρες. 355
+αλλ' άμε σπίτι, έχε 'ς τον νου τα έργα τα δικά σου,
+την αλακάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταζε ταις δούλαις
+να εργάζωνται, και αμ' άφησε για λόγους να φροντίζουν
+οι άνδρες, κ' εγώ μάλιστα, 'που 'μαι 'ς το σπίτι ο κύριος».
+
+Θαύμασε αυτή κ' εγύρισε 'ς το σπίτι, γιατί εδέχθη 360
+εις την καρδιά τον φρόνιμο τον λόγο του παιδιού της•
+και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκε με ταις γυναίκαις έκλαιε
+τον ποθητόν της Οδυσσηά, έως ότου γλυκόν ύπνο
+'ς τα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.
+και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν, 365
+κ' ευχήθηκε ο καθένας τους σιμά της να πλαγιάση,
+και ο συνετός Τηλέμαχος τον λόγον 'πήρε κ' είπε•
+
+«Υβριστικοί και απόκοτοι μνηστήρες της μητρός μου,
+'ς την τράπεζ' ας τερπώμασθε για τώρα, και αμ' ας παύση
+ο βοητός' κ' είν' εύμορφο τέτοιον αοιδόν ν' ακούης, 370
+ως είναι αυτός, 'που των θεών εις την φωνήν ομοιάζει•
+αλλ' άμα φέξ', εις σύνοδο θε να καθίσουμ' όλοι,
+να σας κηρύξω φανερά το σπίτι μου ν' αφήστε•
+δείπνους αλλού ζητήσετε• τρώγετε τα δικά σας,
+μ' ανταλλαγή πηγαίνοντας καθείς 'ς το σπίτι τ' άλλου• 375
+και αν πάλιν σεις ευρίσκετε καλό και δίκαιο τούτο,
+ανθρώπου ενός απλέρωτα να φθείρετ' η ουσία,
+θερίζετε• και βοηθούς εγώ τους αθανάτους
+θα κράξω, την εκδίκησιν ίσως μου δώση ο Δίας,
+κ' έτσι εδώ μέσ' απλέρωτα κατόπι αφανισθήτε». 380
+
+Αυτά 'πε και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι,
+θαύμαζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά μιλούσε•
+και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος εστράφη και του είπε•
+
+«Τηλέμαχ', άσφαλτ' οι θεοί οι ίδιοι σε διδάχνουν
+'ς τους λόγους υπερήφανος και θαρρετός να γίνης• 385
+μη τύχη 'ς την περίβρεκτην Ιθάκην ο Κρονίδης
+σε καταστήση βασιληά, 'που το 'χεις πατρικό σου».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου•
+«Αντίνοε, κείνο, 'που θα 'πω, θα κατακρίνης τάχα;
+και αν τούτ' ο Δίας μου 'δινεν, ήθελ' εγώ το πάρω• 390
+αχρείον μη σου φαίνεται για τους ανθρώπους τούτο;
+πράγμα δεν είναι, όχι, κακό, τινάς να βασιλεύη•
+πλουταίνει ευθύς το σπίτι του, δοξάζεται κ' εκείνος•
+αλλ' είναι και άλλοι Αχαιοί πολλοί μες την Ιθάκη
+βασιλείς, νησί και γέροντες, και τούτων κάποιος θα 'χη 395
+το σκήπτρον, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας•
+αλλά εγώ 'ς το σπίτι μου θα ορίζω και εις τους δούλους,
+'που μου 'καμε ληστεύοντας ο θείος Οδυσσέας».
+
+Του απάντησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου•
+«Τηλέμαχ', εις την δύναμι των αθανάτων μένει 400
+των Αχαιών ποιος βασιληάς θε να 'ναι εις την Ιθάκη•
+και ως κύριος συ το έχει σου, τα σπίτια σου να ορίζης•
+μήδ' άνθρωπος τα κτήματα τολμήση να σ' αρπάξη
+με βίαν, ως που κατοικούν άνθρωποι 'ς την Ιθάκη.
+αλλά συ θέλω να μου 'πης, καλέ μου, για τον ξένο• 405
+ο άνθρωπος πόθεν έρχεται; και από ποιο μέρος λέγει
+ότ' είναι; που το γένος του, το πατρικό του χώμα;
+μη φέρει κάποιαν είδησι 'που θα φθάση ο πατέρας;
+ή έρχετ' εδώ γι' ανάγκη του δική του να φροντίση;
+πώς πήρε κ' έφυγ' έξαφνα! ουδ' έμεινεν ολίγο 410
+να γνωρισθή• και πρόστυχος δεν ώμοιασε 'ς την όψι».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου•
+«Ευρύμαχ', η επιστροφή εχάθη του πατρός μου•
+ώστ' ούτε πλέον είδησι πιστεύω, αν κάπουθ' έλθη,
+ούτε μαντεύματα ψηφώ αν τύχη και η μητέρα 415
+μάντιν καλεί 'ς το μέγαρο, κ' εκείνον ερωτάει.
+κ' είναι μου τούτος πατρικός ξένος από την Τάφο•
+Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιέται τ' Αγχιάλου
+οτ' είν' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων».
+
+Αυτά 'πε και όμως την θεάν αυτός είχε γνωρίσει• 420
+κ' εκείνοι πάλι 'ς τον χορό, και 'ς το γλυκό τραγούδι
+γύρισαν, κ' εξεφάντοναν το εσπέρας ως να φθάση•
+και ακόμη ως εξεφάντοναν τους εύρηκε το εσπέρας.
+τότε καθείς 'ς τα σπίτια τους επήγαν να πλαγιάσουν.
+ως και ο Τηλέμαχος εκεί, 'που ο θάλαμος του εκτίσθη, 425
+εις ανοικτό της εύμορφης αυλής κ' υψηλό μέρος,
+'ς την κλίνη ανέβηκε, πολλά 'ς τον νου του ανακινώντας.
+τον ακολούθα κ' έφερνε λαμπάδαις αναμμέναις,
+η θυγατέρα η χρήσιμη του Ώπα Πεισηνορίδη,
+Ευρύκλεια, 'που 'χεν άλλοτε ο Λαέρτης κορασίδα 430
+την αποκτήσει μ' είκοσιν από εδικά του βώδια,
+κ' ίσια με την χρήσιμη συμβία την ετίμα,
+ουδέ ποτέ την φίλησε, μη παροργίση εκείνην.
+αυτή σιμά του έφερνε το φως, και τον αγάπα
+από ταις δούλαις έξοχα, κ' είχε τον θρέψει βρέφος. 435
+του τεχνικού θαλάμου του άνοιξε αυτός ταις θύραις,
+'ς την κλίνη εκάθισ', έβγαλε τον μαλακό χιτώνα,
+κ' έβαλ' αυτόν 'ς της φρόνιμης γερόντισσας τα χέρια•
+και αφού τον δίπλωσ' εύμορφα τον κρέμασεν η γραία
+'ς το ξυλοκάρφι, εκεί σιμά 'ς την τορνευμένη κλίνη. 440
+κ' εβγήκε από τον θάλαμο, με τ' αργυρό κουλούρι
+την θύρα έσυρε κ' έδεσε με το λουρί τον σύρτη.
+κ' εκείνος μέσ' ολονυκτής εις τ' άνθος του προβάτου
+τον δρόμο, 'που του εδίδαξεν η Αθήνη, είχε 'ς τον νου του.
+
+
+
+Ραψωδία Β
+
+
+
+Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθου κόρη,
+και από την κλίνη εγέρθηκεν ο γόνος τ' Οδυσσέα.
+ενδύθη και το κοφτερό 'ς τον ώμον έζωσε ξίφος,
+'ς τα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια,
+κ' εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων. 5
+τους ψιλοφώνους κήρυκαις πρόσταξεν εν τω άμα
+τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξουν
+αυτοί κηρύτταν, και γοργά συνάζονταν εκείνοι.
+και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν,
+εκίνησε εις την σύνοδο, και το κοντάρι εκράτει, 10
+όχι μόνος• γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν•
+και αυτόν με χάρι αμίλητη περιέχυνεν η Αθήνη•
+και όλ' οι λαοί τον θαύμαζαν ως έρχονταν• 'ς την έδρα
+κάθισ' εκείνος του πατρός και οι γέροι έδωκαν τόπο.
+και ο ήρωας 'ς αυτούς άρχισεν Αυγύπτιος ν' αγορεύη, 15
+'που από τα γέρα ήταν σκυφτός κ' είχ' άπειρα 'ς τον νου του.
+ότι παιδί του αγαπητό 'ς το Ίλιον είχε πάει
+με τον ισόθεον Οδυσσηά, 'ς τα βαθουλά καράβια,
+ο λογχοφόρος Άντιφος, 'που ο Κύκλωπας ο άγριος
+φόνευσε κ' έφαγ' ύστερον 'ς τ' άντρο βαθύ για δείπνο. 20
+του έμεναν τρεις• ο Ευρύνομος με τους μνηστήραις ήταν,
+κ' οι άλλοι δύο πρόσεχαν τους πατρικούς αγρούς τους•
+και όμως αναλησμόνητον πικρά τον έκλαι' ακόμη•
+γι' αυτόν τότε δακρύζοντας τον λόγον πήρε κ' είπε•
+
+«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω• 25
+σύνοδος πλειά δεν έγεινε δική μας ή συνέδριο
+απ' ότε ο θείος Οδυσσηάς εμίσεψε 'ς τα πλοία•
+και τώρα ποιος μας κάλεσε; ποιος τόσην έχει χρείαν,
+είτε των νέων είν' αυτός είτ' είναι των γερόντων;
+στράτευμα μήπως άκουσεν ότ' έρχετ' εδώ πέρα, 30
+και πρώτος αφού το 'μαθε θα μας το φανερώση;
+ή άλλο πράγμα του κοινού θα 'πή και θα εξηγήση;
+χρηστός θα 'ναι, μου φαίνεται, κ' ευλογητός• ο Δίας
+να του χαρίση το καλόν όπ' αγαπά η ψυχή του».
+
+Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος 'ς τον κλήδονα εχάρη• 35
+και αμ' εσηκώθη, πρόθυμος να πάρη ευθύς τον λόγο,
+'ς την μέση τους• και του 'βαλε το σκήπτρον εις το χέρι
+ο κήρυκας Πεισήνορας, γνώσες και νου γεμάτος.
+και προς τον γέρον έστρεψε τον λόγο πρώτα κ' είπε•
+
+«Γέρε, είν' ο άνθρωπος σιμά, —αμέσως θα τον μάθης— 40
+'που τον λαό συνάθροισα• μέ πρώτον σφάζει ο πόνος•
+ούτ' άκουσα για στράτευμα πως έρχετ' εδώ πέρα,
+'που πρώτος αφού το 'μαθα να σας το φανερώσω,
+α[ο]ύτ' άλλο πράγμα του κοινού θα 'πω και θα εξηγήσω,
+αλλά δικό μου πάθημα που μου 'πεσε 'ς το σπίτι, 45
+διπλό• πατέρα έχασα λαμπρόν, που εις όσους βλέπω
+εσάς εδώ βασίλευεν ήμερα ωσάν πατέρας•
+και τώρ' άλλο χειρότερο πολύ, 'που θα ερημώση
+το σπίτι μ' όλο σύντομα, το βιο μου όλο θα σβήση•
+μνηστήρες ήλθαν κ' έπεσαν 'ς την άθελη μητέρα, 50
+υιοί των όσ' υπάρχουσι 'ς τον τόπο μεγιστάνες,
+οπού 'ς το σπίτι του πατρός να υπάγουν, του Ικαρίου,
+τρομάζουν, που 'θελεν αυτός την κόρη του προικίση,
+κ' εις όποιον θα του άρεγε καλήτερα την δώση•
+κ' εκείνοι εδώ 'ς το σπίτι μας ολοκαιρής γυρίζουν, 55
+και βώδια σφάζοντας, αρνιά και γίδια σαρκωμένα,
+συντρώγουν και το φλογερό κρασί μου καταπίνουν,
+χαμένα, και όλα φθείρουν τα• ότι άνδρας δεν υπάρχει
+τέτοιος ως ήταν ο Οδυσσηάς, το σπίτι αυτό να σώση.
+κ' εμείς δεν είμασθε αρκετοί• πιστεύω και κατόπι 60
+θέλει φανούμ' ελεινοί και αδίδακτοι 'ς τα όπλα.
+θ' αντιστεκόμουν δύναμιν αν είχα εγώ κοντά μου•
+τι γίνοντ' έργ' αβάστακτα• παρ' άσχημ' αφανίσθη
+το σπίτι μου• και μόνοι σας τ' άδικον αισθανθήτε,
+και άμ' εντραπήτε τους λαούς, 'που γύρω γειτονεύουν, 65
+και φοβηθήτε την οργή των αθανάτων, μήπως
+τα έργα θεομίσητα 'ς την κεφαλή σας ρίξουν.
+κ' έτσι βοηθούς να λάβετε τον Δία και την Θέμι,
+'που των ανδρών ταις σύναξες καθίζει αυτή και λύει,
+παύσετε, φίλοι, αφήτε με να φθείρομαι 'ς την λύπη 70
+μόνος, αν μη ο ένδοξος πατέρας μου Οδυσσέας
+τους Αχαιούς αδίκησε μ' έχθρητα, και για τούτο
+μ' έχθρα τ' ανταποδίδετε κ' εμέ τώρ' αδικείτε,
+και τούτους εμψυχόνετε• θα σύμφερνεν εμένα
+να τρώτ' εσείς τους θησαυρούς και όλα τα κινητά μου• 75
+και αν ήσθ' εσείς, απόδοσι θε να 'λπιζα μια μέρα•
+ότι με λόγια καρδιακά 'ς την πόλι εδώ καθέναν
+θα σας παρακαλούσαμεν, ως όλα ν' αποδόστε.
+και οδύναις τώρ' αγιάτρευταις μου εμπήξετε 'ς τα σπλάχνα».
+
+Μ' οργήν αυτά 'πε και έρριξε κατά την γη το σκήπτρο, 80
+κ' έβγαλε δάκρυα• και ο λαός όλος αισθάνθη λύπη.
+και όλοι οι άλλοι εσίγησαν ουδέ κανείς ετόλμα
+σκληρή προς τον Τηλέμαχον απάντησι να δώση.
+και μόνος ο Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε•
+
+«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητε, τι λέγεις! 85
+μας εξυβρίζεις, όνειδος 'ς εμάς να ρίξης θέλεις.
+και δεν σου πταιν των Αχαιών παντάπασ' οι μνηστήρες,
+αλλ' η γλυκειά μητέρα σου, 'που 'ναι σοφή 'ς τους δόλους•
+ότι τρεις χρόνοι πέρασαν και ο τέταρτος θα κλείση,
+απ' ότε αυτή των Αχαιών την γνώμην γελοπαίζει. 90
+'ς όλους ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει
+με τα μηνύματα• και νους καθ' άλλο μελετάει.
+και τούτο τ' άλλο τέχνασμα σοφίσθη αυτή κ' ευρήκε•
+πανί μεγάλον έστησε 'ς τα μέγαρα να υφάνη,
+λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε• ω νέοι 95
+μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας,
+τον γάμο μη μου βιάζετε• σταθήτε, ως ν' αποκάμω
+το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα,
+του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη
+μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 100
+των Αχαιίδων μη καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση,
+αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν.
+αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας.
+τότε όλ' ημέρα το πανί το μέγα ύφαιν' εκείνη,
+και νύκτα το ξεΰφαινε 'ς την λάμψιν των λαμπάδων. 105
+έτσι με απάτη ξέφυγε τρεις χρόνους, κ' έπειθ' όλους
+τους Αχαιούς• τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις,
+μας τα 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα,
+κ' ηύραμε αυτήν 'που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της.
+κ' έτσι τ' αποτελείωσεν, αθέλητ', εξ ανάγκης. 110
+και την εξής απάντησι σου δίδουν οι μνηστήρες,
+συ να την μάθης, και άμα εδώ των Αχαιών τα πλήθη•
+'ς τα γονικά την μάννα σου προβόδα, και άνδρ' ας πάρη
+όποιον θέλη ο πατέρας της κ' εκείνη προτιμήση•
+και αν μελετά τους Αχαιούς πολύ να βασανίση, 115
+με τα δώρα 'που επλούτισεν η Αθήνη την ψυχή της,
+μ' έργα 'που ηξεύρει αξιόλογα, με νου λαμπρό 'που ευρίσκει
+τεχνάσματ', όσα ουδέ ποτέ των παλαιών καμμία
+καλοπλοκάμων Αχαιών ακούσθη να γνωρίζη,
+είτ' η Αλκμήνη, είτ' η Τυρώ, είτε η καλή Μυκήνη,— 120
+οπού καμμιά δεν ώμοιασε 'ς το νου της Πηνελόπης,—
+όμως, αν όλα εγνώρισε, τούτο σωστά δεν κρίνει•
+ότι το βιο, τα πλούτη σου, να τρώγουν δεν θα παύσουν,
+όσο 'που εκείνη έχει τον νουν αυτόν 'που μες τα στήθη
+της βάζουν οι αθάνατοι• 'ς τον εαυτόν της φήμην 125
+μεγάλην παίρνει, αλλ' αφαιρεί πολύν εσένα πλούτον•
+ουδέ θα πάμε εις τους αγρούς εμείς ή αλλού, πριν κείνη
+λάβη άνδρ' από τους Αχαιούς, όποιον και αν προτιμήση».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του• «Αντίνοε,
+δεν γίνεται απ' το σπίτι μου εγώ να διώξω εκείνην, 130
+'που εγέννησέ με κ' έθρεψε• λείπει ο πατέρας, είτε
+ζη κείνος είτ' απέθανε• και αν διώξω την μητέρα,
+μεγάλην τότε πληρωμήν ο Ικάριος θα μου πάρη•
+κακά θα πάθω και απ' αυτόν, και άλλα ο θεός θα δώση,
+των εριννύων την οργή, 'που θα μου κράξ' η μάννα, 135
+βγαίνοντας απ' το σπίτι μου• και ομού του κόσμου θα 'χω
+τ' όνειδος• ώστε δεν θα 'πω ποτέ μου τέτοιον λόγο.
+και αν η ψυχή σας μόνη της το κρίμα της γνωρίζει,
+τα μέγαρά μου αφήσετε, δείπνους αλλού ζητάτε,
+απ' το δικό σας τρώγετε, καθείς 'ς το σπίτι τ' άλλου. 140
+και αν πάλιν σεις ευρίσκετε καλό και δίκαιο τούτο,
+ανθρώπου ενός απλέρωτα να φθείρετ' η ουσία,
+θερίζετε• και βοηθούς εγώ τους αθανάτους
+θα κράξω, την εκδίκησιν ίσως μου δώση ο Δίας,
+και όμοια 'δω μέσ' απλέρωτα και σεις αφανισθήτε». 145
+
+Αυτά 'πε, κ' ευθύς του 'στειλε ο βροντόφωνος Κρονίδης
+δύ' αετούς απ' την κορφή του όρους να πετάξουν•
+και αυτοί για ολίγο επέτονταν εις ταις πνοαίς τ' ανέμου,
+με ταις φτερούγαις τεντωταίς, ο ένας σιμά 'ς τον άλλο.
+και άμ' ήλθαν 'ς την πολύφωνη την σύνοδο, 'ς την μέση, 150
+με συχνοφτερουγιάσματα τότ' εστριφογυρίσαν,
+και όλων αυτών ταις κεφαλαίς θανατηφόρα εκύτταν.
+και με τα νύχια ως έσχισαν ταις όψες, τους λαιμούς τους,
+δεξιά' φυγαν διαβαίνοντας τα σπίτια και την πόλι.
+και τα όρνεα κείνοι εθαύμασαν 'που εφάνηκαν εμπρός τους, 155
+και όλο εκινούσαν 'ς την ψυχή τα έμελλαν να γείνουν.
+και ο γέρος τους αγόρευσεν, ο ήρωας Αλιθέρσης,
+ο Μαστορίδης, 'π' έξοχος των ομηλίκων ήταν,
+των όρνεων εις την γνώρισι κ' εις το να προμαντεύη•
+εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε• 160
+
+«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω•
+και των μνηστήρων μάλιστα τούτα εξηγώ και λέγω•
+γιατί 'ς αυτούς μέγα κακό θα πέση• δεν θα μείνη
+ο Οδυσσηάς πολύν καιρό μακράν των ποθητών του.
+ήδη κοντά 'ναι και όλεθρο 'ς όλους αυτούς φυτεύει• 165
+και άλλοι εγκάτοικοι πολλοί της φωτεινής Ιθάκης
+θα πάθουμε• αλλά σύγκαιρα πολύ να βουλευθούμε,
+πώς να τους εμποδίσουμεν, ή εκείνοι ας παύσουν πρώτοι•
+ότι καλό παντάπασι γι' αυτούς τούτο δεν είναι.
+δεν προμαντεύω ανήξερος, αλλά καλά γνωρίζω• 170
+και λέγ' ότι τελειωθήκαν εκείνου όσα τότ' είχα
+του προειπή, 'σαν ώρμησαν 'ς το Ίλιον οι Αργείοι,
+και ανέβη και ο πολύγνωμος μ' εκείνους Οδυσσέας•
+είπ', αφού πάθη πάμπολλα, και χάση τους συντρόφους,
+το εικοστόν έτος, άγνωστος εις όλους, θα επανέλθη 175
+εις την πατρίδα• και όλ' αυτά ιδού λαμβάνουν τέλος».
+
+Και ο Ευρύμαχος απάντησε, το τέκνο του Πολύβου•
+«Ω γέροντ', έλα πήγαινε σπίτι σου, των παιδιών σου
+να προμαντεύης, μη κακό τους εύρη αυτού κατόπι•
+κ' είμ' εγώ μάντις εις αυτά πολύ καλήτερός σου. 180
+όρνεα πολλά 'ναι όπου πετούν 'ς τον ήλιον αποκάτω,
+και όλα δεν είναι μαντικά• κ' εχάθ' ο Οδυσσέας
+πέρα, που να 'χες συντριφθή και συ μαζή μ' εκείνον.
+και τότ' εδώ δεν θα 'λεγες ταις τόσαις προμαντείαις,
+ουδ' έτσι τον Τηλέμαχο θα εκέντας 'ς την οργή του, 185
+για δώρα, οπού 'ς το σπίτι σου να στείλη αυτός ελπίζεις.
+αλλά θα σ' είπω φανερά, και ό,τι θα 'πω θα γείνη•
+αν συ, 'που ηξεύρεις και πολλά και παλαιά, τον νέον
+παρακινήσης 'ς την οργή με λόγια αυτόν πλανώντας,
+κ' εκείνου τα παθήματα μάθε που θε ν' αυξήσουν, 190
+και τίποτ' εξ αιτίας σου δεν θέλει κατορθώσει•
+και σένα πρόστιμο βαρύ θα βάλουμεν, ω γέρε,
+'π' όταν πληρώσης, μέσα σου πολύ θ' αδημονήσης.
+και τον Τηλέμαχον, εμπρός 'ς όλους, θα συμβουλεύσω•
+να υπάγη εις τον πατέρα της ας είπη της μητρός του• 195
+τον γάμο αυτοί θα κάμουσι, και θα ετοιμάσουν δώρα
+πολλότατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης.
+και ως τότε θέλει ακολουθούν την βαρετή μνηστεία
+οι Αχαιοί, γιατί κανείς, θαρρώ, δεν μας φοβίζει,
+ούτε ο Τηλέμαχος αυτός, και ας είναι πολυλόγος. 200
+ουδέ ψηφούμε, γέροντα, τα όσα προμαντεύεις
+εις τα χαμένα, και αποκτάς σφοδρότερο το μίσος.
+και τα καλά του ελεεινά και αγύριστα θα τρώγουν,
+όσον αυτή 'ς τους Αχαιούς τον γάμο αργοποράει.
+και ολοκαιρής προσμένοντας εμείς φιλονεικούμε 205
+για τούτην 'που 'ναι ασύγκριτη, και δεν ζητούμεν άλλαις,
+όποιαν καθένας απ' εμάς να νυμφευθή ταιριάζει».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου•
+«Ευρύμαχε, κ' οι επίλοιποι σεις θαυμαστοί μνηστήρες,
+σας ούτε πλειά παρακαλώ για τούτα, ούτ' ομιλάω• 210
+ότ' ήδη κ' οι αθάνατοι και όλ' οι Αχαιοί τα ξεύρουν.
+αλλά δόστε μου ογλήγορο καράβι και συντρόφους
+είκοσι, να με φέρουσιν εις το 'να μέρος, 'ς τ' άλλο,
+ότι 'ς την Σπάρτη θε να βγω και στην αμμώδη Πύλο,
+για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθω αν θα 'λθη, 215
+ή των θνητών κάποιος μου ειπή ή την φωνήν ακούσω,
+'που από τον Δί' ερχόμενη γεννοβολά την φήμη.
+και αν ο πατέρας ότι ζη και θα γυρίση ακούσω,
+τότε, και ας στενοχωρηθώ, έν έτος θα υπομείνω•
+και αν πάλιν ότι απέθανεν ακούσω και ότι εχάθη, 220
+θε να 'λθω τότε 'ς την γλυκειά την γη την πατρική μου,
+μνήμα θα υψώσω του πατρός, κ' εντάφια, ως πρέπει, δώρα
+πολλά θα δώσω, κ' ύστερ' υπανδρεύω την μητέρα».
+
+Αυτά 'πε και άμ' εκάθισε• και ο Μέντορας 'ς εκείνους
+σηκώθη, 'που 'χε σύντροφον ο άψεγος Οδυσσέας, 225
+και φεύγοντας 'ς τα χέρια του το σπίτι του είχε αφήσει,
+να πείθενται 'ς τον γέροντα, και να τηρή τα πάντα•
+εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε•
+
+«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω•
+πλειά σκηπτροφόρος βασιληάς να μη φανή κανένας 230
+γλυκός, καλοπροαίρετος, και δίκαιος και πράος,
+αλλ' ας είναι σκληρότροπος και τ' άνομα να πράζη•
+αφού τον θείον Οδυσσηά κανένας δεν θυμάται
+εις τους λαούς, 'που βασιληά τον είχαν και πατέρα.
+ουδέ ποσώς ξενίζομαι 'ς τους ανδρικούς μνηστήραις, 235
+αν κάμνουν έργ' αρπατικά μ' επίβουλη την γνώμη•
+ότι αν αρπάζουν τ' Οδυσσηά και τρώγουσι το σπίτι,
+παίζουν με τα κεφάλια τους και λεν 'π' αυτός δεν θά 'λθη.
+εις τον επίλοιπον λαόν αγανακτώ, πώς όλοι
+άφωνοι κάθεσθε, και ουδέ με λόγια καν κτυπάτε, 240
+για να δαμάσετε οι πολλοί τους μετρητούς μνηστήραις».
+
+Και ο Ευηνορίδης Λειώκρητος απάντησεν εκείνου•
+«Μέντορα ελεεινότατε, μωρότατε, τι είπες!
+σπρώχνεις να μας δαμάσουσι, κ' είναι βαρύς ο αγώνας
+για το τραπέζι αν κτυπηθούν με τους πολλούς οι ολίγοι• 245
+και αν ο Ιθακήσιος Οδυσσηάς εκείνος ήθελ' έλθη
+κ' ήθελ' από το μέγαρο να διώξη επιχειρήση,
+'ς το δώμα ενώ φαγοποτούν, τους θαυμαστούς μνηστήραις,
+ουδ' η γυνή του θα 'χαιρε πως ήλθε ο ποθητός της,
+αλλ' άσχημο θα 'λάμβανε το τέλος εις τον τόπο, 250
+αν εκτυπιόνταν με πολλούς• κ' είν' άτακτα όσα είπες.
+και σεις, λαοί, 'ς έργα σας καθένας σκορπισθήτε•
+και τούτου θα ετοιμάσουσι το μίσεμ' ο Αλιθέρσης
+και ο Μέντορας, οι πατρικοί φίλοι του• αλλά πιστεύω
+πολύν καιρό θα κάθεται μηνύματα ν' ακούη 255
+εις την Ιθάκη, ουδέ ποτέ θα κάμη το ταξείδι».
+
+Αυτά 'πε κ' εδιάλυσε την σύνοδο μ' ασπούδα•
+κ' εκείνοι εδιασκορπισθήκαν 'ς σπίτια τους καθένας•
+και 'ς τ' Οδυσσηά τα δώματα κίνησαν οι μνηστήρες,
+εσύρθηκε ο Τηλέμαχος μακράν εις τ' ακρογιάλι, 260
+με άρμη εχερονίφθηκε κ' εύχονταν της Αθήνης•
+
+«Άκου με, 'που 'λθες χθες θεός εις το δικό μου σπίτι•
+κ' εμέ τα μαύρα πέλαγα παράγγειλες να σχίσω,
+για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθω αν θα 'λθη•
+κ' ιδού 'που τώρ' οι Αχαιοί τούτ' όλα μου εμποδίζουν, 265
+κ' εξόχως η αποκοτιά των υβριστών μνηστήρων».
+
+Ευχήθη, και άμ' η Αθήνα εκεί σιμά του εφάνη•
+εις το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' όλη ωμοιώθη,
+κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
+
+«Τηλέμαχε', ουδ' ανόητος ουδ' άνανδρος κατόπι 270
+θε να 'σαι, αν έχης στάλαγμα της πατρικής ανδρείας,
+όπως αυτός ήταν καλός 'ς τα έργα και 'ς στους λόγους•
+τότε δεν ματαιόνεται, θα γείνη, το ταξείδι•
+και αν γόνος κείνου δεν είσαι και της Πηνελοπείας,
+κανέν' απ' όσα επιθυμείς, θαρρώ, δεν θα τελειώσης• 275
+ότ' είν' ολίγα τα παιδιά, 'που του πατρός ομοιάζουν,
+χειρότεροι 'ναι οι πλειότεροι, καλήτεροί 'ναι ολίγοι•
+και αφού δεν θα 'σαι ανόητος ούδ' άνανδρος κατόπι,
+ουδέ καθόλου σ' άφησε η γνώσι τ' Οδυσσέα,
+τα έργα τούτα πάντεχε 'που θα τα κατορθώσης. 280
+για τούτο αψήφα την βουλή συ των μωρών μνηστήρων•
+γνώσι και νου δεν έχουσι, και δίκαιο δεν γνωρίζουν•
+δεν ξεύρουν 'που 'ναι τους κοντά ο θάνατος κ' η μαύρη
+μοίρα, 'π' όλους μονήμερα θα τους εξολοθρεύση•
+και το ταξείδι, οπού ζητείς, πολύ δεν θέλει αργήση• 285
+φίλος σου εγώ 'μαι πατρικός και τέτοιος, 'που καράβι
+θα σου ετοιμάσω ογλήγορα, κ' εγώ μαζή σου θα 'λθω•
+αλλ' άμε συ 'ς το σπίτι σου, σμίγε με τους μνηστήραις,
+και ταις τροφαίς ετοίμασε και κλείσε ταις 'ς τ' αγγεία,
+εις ταις λαγήναις το κρασί, τ' αλεύρι, των ανθρώπων 290
+μεδούλι, εις πυκνά δέρματα• και απ' τον λαόν συντρόφους
+θα πάρω θεληματικούς• κ' είναι πολλά καράβια
+εις της Ιθάκης το νησί, και παλαιά και νέα•
+το διαλεκτότερο απ' αυτά θα σου εύρω ν' αρματώσω,
+κ' ευθύς το ρίχνουμε έπειτα 'ς τα διάπλατα πελάγη». 295
+
+Αυτά 'πε η κόρη του Διός, η Αθήνη• κ' εσηκώθη
+άμ' άκουσ' ο Τηλέμαχος την θεϊκή φωνή της.
+και προς το σπίτι εβάδισε με την ψυχή θλιμμένη,
+κ' εύρεν αυτού 'ς τα μέγαρα τους ανδρικούς μνηστήραις
+'πού γίδια σχίζαν 'ς την αυλή και χοίρους καψαλίζαν. 300
+κ' ίσια προς τον Τηλέμαχον ο Αντίνοος γελώντας
+ήλθε, το χέρι του 'πιασεν, ωνόμασέ τον κ' είπε•
+
+«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητε 'ς τον νου σου
+μη βάζης άλλο τι κακόν, είτ' έργον είτε λόγον•
+αλλά τρώγε και πίνε μου 'σαν πρώτα• θα σου κάμουν 305
+ό,τι ζητείς οι Αχαιοί, καράβι, κουπηλάταις
+καλούς, να φθάσης γλήγορα 'ς την Πύλο την αγία,
+όπως ζητήσης άκουσμα του θαυμαστού πατρός σου».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου•
+«Αντίνοε, δεν γίνεται με σας, 'που αυθάδεις είσθε, 310
+εις το τραπέζι αμέριμνα να ευφράνω την ψυχή μου•
+και δεν αρκεί 'που εφθείρετε τόσα καλά δικά μου
+πολύτιμα, όσο ανήλικος ήμουν εγώ, μνηστήρες;
+και τώρα οπ' άνδρας έγεινα, και ακούοντας τους άλλους
+πληροφορούμαι, κ' η ψυχή μέσα μου δυναμόνει, 315
+μαύραις ημέραις εις εσάς να φέρω θα πασχίσω,
+'ς την Πύλο είτε πηγαίνοντας, ή εδώ μες την Ιθάκη•
+θα πάω — δεν ματαιόνεται, θα γείνη το ταξείδι—
+ως επιβάτης, επειδή κουπηλατών και πλοίου
+κύριος δεν είμαι, αφού καλό και τούτο σας εφάνη». 320
+
+Είπε, το χέρι του έσυρε απ' το χέρι τ' Αντινόου
+εύκολα• κ' εσυγύριζαν το γεύμ' αυτού οι μνηστήρες
+κ' εκακολόγουν τον αυτοί κ' εμπαίζαν μεταξύ τους•
+και από τους νηούς τους υβρισταίς έλεγε κάποιος τούτα•
+
+«Αλάθευτα ο Τηλέμαχος μας ετοιμάζει φόνον, 325
+είτε θα φέρη βοηθούς απ' την αμμώδη Πύλο,
+είτε απ' την Σπάρτην, επειδή και ορμή δείχνει μεγάλη•
+μην ίσως και 'ς την Έφυρα, το καρποφόρο χώμα,
+θα πάη, κείθε θανάσιμα να φέρη εδώ βοτάνια,
+κ' εις τον κρατήρα ρίξη τα και όλους μας θανατώση». 330
+
+Και πάλιν άλλος υβριστής έλεγε• «Ποιος ηξεύρει
+εάν και αυτός 'ς το βαθουλό καράβι θα πλανάται
+μακράν των φίλων και χαθή, ωσάν τον Οδυσσέα;
+εις κόπους θα μας έβαζε τότε, να μοιρασθούμε
+τα κτήματ' όλα, αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, 335
+να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που ήθε την πάρη νύμφη».
+
+Και εις του πατρός το υψηλό θάλαμο αυτός κατέβη
+πλατύν, όπ' ήσαν σωρευτά χάλκωμα και χρυσάφι,
+'ς τ' αρμάρια τα φορέματα, και περισσά τα μύρα.
+και μέσα παλαιού κρασιού γλυκύτατου πιθάρια 340
+στέκονταν, όλα γεμιστά θείο πιοτό και ακράτο,
+'ς τον τοίχο αράδα κολλητά, αν ίσως καί ποτ' έλθη
+εις την πατρίδ' ο Οδυσσηάς, 'ς το τέλος των δεινών του.
+σανίδαις είχε δίφυλλαις πυκνά συναρμοσμέναις,
+κ' ημέρα νύκτα ευρίσκονταν κελλάρισσα γυναίκα 345
+αυτού, 'π' όλα τα εφύλαγε, με προσοχή, με γνώσι,
+η Ευρύκλεια, 'που 'ταν γέννημα τ' Ώπα Πεισηνορίδη•
+'ς τον θάλαμο ο Τηλέμαχος έκραξε αυτήν και είπε•
+
+«Μάννα, έλα βάλε μου κρασί γλυκό μες τα λαγήνια,
+το νόστιμον, έξω απ' αυτό, 'που συ φυλάς για κείνον 350
+τον άμοιρον, ότι θαρρείς πως κάποθ' ίσως θα 'λθη
+ο διογενής ο Οδυσσηάς, τον θάνατον αν φύγη.
+και γέμισέ μου δώδεκα, και άμ' όλα σφάλισέ τα,
+και αλεύρια 'ς τα καλόρραφτα δερμάτια να μου χύσης,
+να γείνουν μέτρα είκοσι μυλαλεσμένο αστάχυ. 355
+και γνώριζέ τα μόνη σου• και όλα μαζή να τα 'χης,
+ότι θε να 'λθω αποσπερής να τα σηκώσω, οπόταν
+θε ν' αναιβή 'ς τ' ανώγια της ν' αναπαυθή η μητέρα.
+ότι θα πάω 'ς την Σπάρτη εγώ και 'ς την αμμώδη Πύλο,
+ο αγαπητός πατέρας μου ν' ακούσω αν θα γυρίση». 360
+
+Είπε, κ' η Ευρύκλεια θρήνησεν, η αγαπητή βυζάστρα,
+και κλαίοντας του μίλησε με λόγια πτερωμένα•
+
+«Και πώς, παιδί μου, ο στοχασμός 'ςτον νου σου αυτός γεννήθη;
+και με ποιον τρόπο θε να πας της γης εις τόσο μάκρος,
+'που 'σαι μονάκριβος υιός! και απ' την πατρίδα πέρα 365
+εχάθ' εις άγνωστους λαούς ο θείος Οδυσσέας.
+και αυτοί θα σ' επιβουλευθούν με δόλο, άμ' εσύ φύγης,
+να σ' αφανίσουν, και όλ' αυτά να μοιρασθούν εκείνοι.
+αλλά κάθου 'ς το σπίτι σου• ποσώς δεν σε συμφέρει
+'ς τ' άπατο μέσα πέλαγος κακά να παραδέρνης». 370
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης•
+«Θάρρευε, μάννα• του θεού δεν λείπ' εις τούτα η γνώμη•
+και όμωσε, αυτά να μη τα ειπής της ποθητής μητρός μου,
+πριν παρά να 'λθη η ενδέκατη κ' η δωδεκάτ' ημέρα,
+ή πριν αυτή ποθήση με και ακούση πως εβγήκα, 375
+όπως μη φθείρη κλαίοντας την εύμορφην ειδή της».
+
+Αυτά 'πε• και ώμοσε η γρηά θεών τον μέγαν όρκον,
+και αφού τον όρκον ώμοσε κ' ετέλειωσεν εκείνη,
+ευθύς το κρασί του 'βγαλε κ' έβαλε 'ς τα λαγήνια,
+τ' αλεύρια 'ς τα καλόρραφτα δερμάτια• και 'ς το δώμα 380
+εγύρισε ο Τηλέμαχος κ' έσμιξε τους μνηστήραις.
+
+Τότ' άλλο εφεύρηκ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+του Τηλεμάχου ωμοιώθηκε κ' εγύριζε την πόλι,
+τους άνδρες επλησίαζε, του καθενός ωμίλει,
+το εσπέρας όλοι 'ς το γοργό καράβι να καταίβουν. 385
+κ' εζήτησε απ' τον φωτεινόν Νοήμονα Φρονίδη
+γοργό καράβι• πρόθυμος εκείνος το υποσχέθη.
+και ο ήλιος ως βασίλευε, κ' ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι,
+'ς το πέλαο ρίχνει το γοργόν πλοίον και μέσα βάζει
+τ' άρμενα όλα, όσα φορούν κολοστρωμένα πλοία, 390
+κ' εις τον λιμέν' αράζει το, και γύρω οι λαμπροί νέοι
+συνάζοντ' όλοι, κ' η θεά καθέναν εμψυχόνει.
+
+Τότ' άλλο εφεύρηκ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+'ς τα δώματ' επορεύθηκε του θείου Οδυσσέα•
+και των μνηστήρων έχυσεν ύπνο γλυκό, και ζάλη 395
+τους έφερ' εκεί, 'πώπιναν, κ' ερρίξαν τα ποτήρια.
+και να πλαγιάσουν σκόρπισαν 'ς την πόλι, ουδέ καθόνταν
+πλέον, ότι τα βλέφαρα τους βάρυνεν ο ύπνος.
+τότ' είπε τον Τηλέμαχον η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
+έξωθ' απ' τα καλόκτιστα μέγαρ' αυτόν καλώντας, 400
+και 'ς το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' ώμοιαζ' όλη•
+
+«Οι ευκνήμιδες συντρόφοι σου, Τηλέμαχε, αναμένουν,
+εις το κουπί καθήμενοι, μόνον το κίνημά σου•
+πάμε, και ας μην αργήσουμε να εμπούμ' ευθύς 'ς τον δρόμο».
+
+Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη 405
+γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια.
+και άμα 'ς το πλοίον έφθασαν, 'ς της θάλασσας την άκρη,
+τους κομοφόρους εύρηκε συντρόφους 'ς τ' ακρογιάλι•
+και ο δυνατός Τηλέμαχος ωμίλησέ τους κ' είπε•
+
+«Ελάτε, φίλοι, ταις τροφαίς να φέρουμε• ήδη 'ναι όλα 410
+μαζή 'ς το μέγαρο• το ουδέν δεν έμαθ' η μητέρα,
+και από ταις δούλαις μόνη μια το πράγμ' αυτό γνωρίζει».
+
+Είπε κ' επροπορεύθηκε κ' εκείνοι ακολουθούσαν.
+και όλα τα πήραν κ' έθεσαν μες το καλοστρωμένο
+καράβι, ως επαράγγειλεν ο γόνος του Οδυσσέα. 415
+και ανέβηκε ο Τηλέμαχος 'ς το πλοίον, κ' εκυβέρνα
+η Αθηνά, κ' εκάθισε 'ς την πρύμνη• και σιμά της
+κάθισεν ο Τηλέμαχος• τα παλαμάρια κείνοι
+λύσαν, ανέβηκαν και αυτοί και 'ς τα ζυγά καθίσαν,
+κ' ευθύς πρύμον τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, 420
+τον Ζέφυρον 'που αχά σφοδρός 'ς το μαύρο κύμα επάνω•
+κ' επρόσταξε ο Τηλέμαχος αμέσως τους συντρόφους
+να πιάσουν τ' άρμεν'• άκουσαν την προσταγήν εκείνοι,
+κ' εσήκωσαν και άμ' έστησαν 'ς το κοίλο μεσοδόκι
+κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια. 425
+κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα ολόλευκα πανία•
+και μες τη μέση το πανί ο άνεμος φουσκόνει,
+και 'ς την καρίνα, ως σχίζεται, βροντή το μαύρο κύμα•
+κ' έτρεχ' εκείνο κ' έκοβε δρόμον πολύ 'ς το κύμα•
+κ' έδεσεν όλα τ' άρμενα 'ς το μαύρο το καράβι, 430
+και με κρασί στεφάνωσαν κρατήραις οπού 'στήσαν,
+και των θεών εσπόνδισαν αφθάρτων, αθανάτων,
+και μάλιστα προς του Διός την γλαυκομμάτα κόρη.
+και ολονυκτής και την αυγήν εκείνο επροχωρούσε.
+
+
+
+Ραψωδία Γ
+
+
+
+Και ανέβη ο Ήλιος, 'π' άφησε την ωραιοτάτη λίμνη,
+εις τον πολύχαλκο ουρανό, προς τους θεούς να λάμψη,
+και τους ανθρώπους τους θνητούς 'ς την γη την σιτοδώρα.
+'ς την λαμπρήν Πύλον έφθασαν, την πόλι του Νηλέα•
+και αυτού κατάγιαλα ο λαός θυσίαν ετελούσε, 5
+ταύρους ολόμαυρους σφαγή του γλαυκοχαίτη σείστη.
+έδραις αράδα ήσαν εννηά, κάθονταν πεντακόσοι
+εις καθεμιά, κ' εις καθεμιά σφάζονταν εννηά ταύροι.
+τα σπλάγχνα τούτοι ως να γευθούν και τα μεριά να κάψουν
+προς τον θεό, κείνοι έμπαιναν• 'ς το ισόμετρο καράβι 10
+όλα εμαζώξαν τα πανιά, τ' άραξαν και άμ' εβγήκαν.
+εβγήκε και ο Τηλέμαχος και ωδήγα τον η Αθήνη•
+του πρωτομίλησ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+
+«Δεν πρέπει να 'σαι εντροπαλός, Τηλέμαχ', εσύ πλέον•
+γι' αυτό το πέλαγο έσχισες, να μάθης τον πατέρα 15
+ποιο χώμα τον εσκέπασε, ποια μοίρα τον ευρήκε.
+αλλ' ίσια 'ς τον ιππόδαμο τον Νέστορα πορεύου•
+ας μάθουμε 'ς τα στήθη του ποιαν γνώμη κρύβει εκείνος•
+ατός σου παρακάλειε τον, όπως μας είπη αλήθεια•
+είν' άνδρας συνετώτατος• δεν θέλ' ειπή το ψέμμα». 20
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης•
+«Μέντορα, πώς να υπάγω εγώ, πώς να τον χαιρετήσω;
+κ' εγώ 'μαι ακόμη αδίδακτος 'ς τα μετρημένα λόγια•
+και να ερωτά τον γέροντα ευλάβειαν έχει ο νέος».
+
+Τότε η θεά του απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 25
+«Άλλα και μόνος θέλει ευρής, Τηλέμαχε, 'ς τον νου σου,
+και άλλα θεός θέλει σου ειπή• και 'ς των θεών το πείσμα,
+θαρρώ, δεν σ' έχ' η μάννα σου γεννήσει και αναστήσει».
+
+Είπ', εξεκίνησ' η θεά, γοργά και αυτός κατόπι•
+κ' έφθασαν 'ς την ομήγυρι, 'ς ταις έδραις των Πυλίων• 30
+και αντάμ' αυτού με τους υιούς ο Νέστορας καθόνταν,
+και ολόγυρά του ευτρέπιζαν οι φίλοι την θυσία,
+και μέρος κρέατ' έψηναν και μέρος εσουβλίζαν.
+τους ξένους άμ' είδαν αυτοί, κίνησαν όλοι ομάδι,
+με ασπασμούς τους δέχθηκαν, τους είπαν να καθίσουν• 35
+και πρώτος ο Πεισίστρατος πλησιάζει ο Νεστορίδης,
+τα χέρια σφίγγει και των δυο, 'ς την τράπεζα τους φέρει,
+και εις ταις προβιαίς ταις μαλακαίς, 'ς τον άμμο, τους καθίζει,
+του Θρασυμήδη, του αδελφού, και του πατρός, 'ς τη μέση.
+και από τα σπλάχνα δίδει τους μερίδαις και γεμίζει 40
+χρυσό ποτήρι με κρασί, και χαιρετώντας λέγει
+της Αθηνάς, της θηγατρός του αιγιδοφόρου Δία•
+
+«Του Ποσειδώνα βασιληά, ευχήσου, ω ξένε, τώρα•
+'που εδώ φθασμένοι έτυχε 'ς την εκατόμβη εκείνου•
+και αφού σπονδίσης κ' ευχηθής, ως πρέπει, δος και τούτου 45
+την κούπα του γλυκύτατου κρασιού για να σπονδίση•
+ότι και αυτός θα εύχεται, θαρρώ, των αθανάτων•
+και των θεών οι άνθρωποι ανάγκην έχουν όλοι•
+αλλ' είν' αυτός νεώτερος, ομήλικος μ' εμένα,
+ώστε θα δώσω πρώτα εσέ το τ' ολόχρυσο ποτήρι». 50
+Την κούπα με γλυκό κρασί της έβαλε 'ς τα χέρια•
+και άρεσ' ο άνδρας συνετός και δίκαιος της Αθήνης,
+ότι πρώτ' έδωκεν αυτής τ' ολόχρυσο ποτήρι.
+κ' ευχήθη ευθύς του βασιληά θερμά του Ποσειδώνα•
+
+«Εισάκουσέ μας ταις ευχαίς, γεωφόρε Ποσειδώνα• 55
+τούτα, που τώρα ευχόμασθε, να γείνουν χάρισέ μας•
+πρώτα του Νέστορα ευτυχιαίς δώρει και των παιδιών του•
+κατόπιν ανταπόδιδε εις όλους τους Πυλίους
+χαριτωμένην αμοιβή της ξακουστής θυσίας,
+και τον Τηλέμαχο κ' εμέ, να γύρουμε, αφού πράξη 60
+ό,τ' ήλθαμε με το γοργό καράβι εδώ ζητώντας».
+
+Εύχεται και όλα, όσα ζητεί, η ίδια τελειόνει•
+του Τηλεμάχου πέρασε το δίκουπο ποτήρι•
+ταις ίδιαις έκαμεν ευχαίς ο γόνος του Οδυσσέα•
+και αφού τα κρέατ' έψησαν τα επάνω και τα εβγάλαν, 65
+μερτικά εκάμαν και άρχισαν το θαυμαστό τραπέζι,
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν,
+ωμίλησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης•
+
+«Και τώρα είναι καλήτερο να εξετασθούν οι ξένοι
+ποιοί είναι, αφού 'ς την τράπεζαν ευφράνθηκαν• ω ξένοι, 70
+ποιοί είσθε; πόθεν πλέετε τους δρόμους της θαλλάσσης;
+να εμπορευθήτε εβγήκετε ή του κακού πλανάσθε
+'ς τα πέλαγ', ως οι πειραταίς; πλανώνται αυτοί και φέρνουν,
+την ζωήν τους κινδυνεύοντας, βλάβη των αλλοφύλων».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος του απάντησε με θάρρος• 75
+κ' η ίδια Αθήνη του 'βαλε το θάρρος 'ς την καρδία,
+για τον πατέρα, 'που 'λειπεν, όπως τον ερωτήση,
+και όπως 'ς τον κόσμον εύμορφη τον περιλάβη φήμη.
+
+«Ω Νηληάδη Νέστορα, των Αχαιών ω δόξα,
+οπόθεν είμασθ' ερωτάς κ' εγώ θα σου το είπω• 80
+απ' την Ιθάκη ερχόμασθε, 'που ισκιάζεται απ' το Νείον,
+κ' η χρεία τούτη, του κοινού δεν είναι, αλλά δική μου•
+κάπου ν' ακούσω αναζητώ την δόξα του πατρός μου,
+του στερεόκαρδου Οδυσσηά, που έναν καιρό μαζή σου
+λέγουν ότι μαχόμενος επόρθησε την Τροίαν, 85
+και όλων των άλλων 'πώχουσι τους Τρώαις πολεμήσει
+όπου εκακοθανάτισε καθένας του, ακούμε•
+κείνου όμως και τον όλεθρον έκρυψεν ο Κρονίδης,
+ότι κανείς δεν δύναται να ειπή ρητώς πού εχάθη,
+είτε 'ς την γην έπεσ' αυτός απ' των εχθρών τα χέρια, 90
+ή πήρε αυτόν ο αμέτρητος βυθός της Αμφιτρίτης.
+για τούτο τώρα σου 'πεσα 'ς τα γόνατα, να μάθω
+πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες
+ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε
+εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε παραδαρμούς η μοίρα. 95
+μηδ' από σέβας το μηδέν ή λύπη μου γλυκάνης,
+αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες ειπέ μου ένα προς ένα.
+ναι σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας
+λόγον ή πράξι εδέχθηκε κ' ετέλειωσε για σένα,
+'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη, 100
+τώρα να μου τα θυμηθής, κ' ειπέ μου την αλήθεια».
+
+Και απάντησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης•
+«Φίλ', επειδή μου ενθύμισες τα πάθη, 'που εκεί πέρα
+πάθαμ' εμείς των Αχαιών τ' αδάμαστα τα γένη,
+και όσα 'ς τα γλαυκά πέλαγα πλανώμενοι με πλοία, 105
+όπου ωδηγούσ' ο Αχιλληάς για λάφυρα, και άμ' όσα
+'ς το μέγα κάστρ' ολόγυρα του βασιληά Πριάμου
+μαχόμενοι• αυτού έπεσε το άνθος των ανδρείων,
+αυτού ο φρικτός Αίαντας, αυτού και ο Αχιλλέας
+κείτονται• αυτού και ο Πάτροκλος που 'ταν θεός 'ς την γνώσι• 110
+αυτού παιδί μου αγαπητό, άψεγο και γενναίο,
+ο Αντίλοχος ταχύτατος και ακλόνητος 'ς την μάχη.
+και άλλα πολλά παθήματα σιμά 'ς αυτά μας ηύραν•
+και ποιος θνητός είν' αρκετός όλα να τα ιστορήση;
+και πέντε κ' έξι αν έμενες χρόνους εδώ, να μάθης 115
+πόσα έπαθαν των Αχαιών εκεί τα λαμπρά γένη,
+θα εβάρυνες και θα 'φευγες, πριν μάθης, 'ς την πατρίδα•
+ότι εννηά χρόνους πλέκαμε τον χαλασμό τους, μ' όλαις
+ταις τέχναις, και όμως μεταβιάς τον τέλειωσ' ο Κρονίδης.
+αυτού κανείς τον Οδυσσηά 'ς την γνώσι ν' αντικρύση 120
+δεν ήθελεν, ότι πολύ τους άλλους ενικούσε,
+'ς ταις τέχναις όλαις, ο λαμπρός πατέρας σου, αν υιός του
+είσαι τωόντι• σεβασμός με παίρνει ως σε κυττάζω•
+προσομιάζ' η ομιλιά πολύ, κ' είν' ένα θαύμα
+προσόμοια τόσο να ομιλή μικρός την ηλικία. 125
+τότε δεν ευρεθήκαμεν, εγώ και ο Οδυσσέας,
+ασύμφωνοι, ούτ' εις σύνοδον ούτε εις βουλή, ποτέ μας•
+αλλά μιαν γνώμην έχοντας, με νου και μ' ορθή σκέψι,
+ευρίσκαμ' ό,τι εδύνονταν να σώση τους Αργείους•
+αλλ' άμα κάτω ερρίξαμε την Τροίαν και 'ς τα πλοία 130
+μπήκαμε, και τους Αχαιούς θεός εσκόρπισ' όλους,
+κακήν 'ς αυτούς επιστροφή τότε εμελέτα ο Δίας•
+επειδή όλοι φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν•
+όθεν εσύντριψε πολλούς 'ς την τρομερήν οργή της
+τότε η γλαυκόμματη θεά, φρικτού πατρός η κόρη, 135
+'που την διχόνοιαν έσπειρε 'ς τους αδελφούς Ατρείδαις.
+κ' εκάλεσαν εις σύνοδο τους Αχαιούς εκείνοι
+όλους, αλλ' όμως ξώκαιρα, 'ς την δύσι του Ηλίου•
+και τα παιδιά των Αχαιών έφθασαν κρασωμένα•
+κ' εκείνοι εξήγαν τον σκοπό 'που εσύναξαν τα πλήθη• 140
+τότε ο Μενέλαος έλεγε να συνταχθούν να φύγουν
+όλ' οι Αχαιοί 'ς τα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης•
+δεν το 'στεργε ο Αγαμέμνονας και τον λαόν εκράτει,
+κ' ήθελε πρώτον ιεραίς να σφάξουν εκατόμβαις,
+την φοβερή της Αθηνάς οργήν όπως πραΰνη• 145
+μωρός, ουδ' ήξευρε 'π' αυτήν δεν ήθελε μαλάξη•
+ότι εύκολα δεν στρέφεται ο νους των αθανάτων.
+κ' οι δύο 'κείνοι ως στέκονταν, σκληρά λογομαχώντας,
+ξάφνου εσηκώθη, σκόρπισε των Αχαιών το πλήθος,
+μ' αλαλαγμόν αμίλητο, κ' εις γνώμαις δυο σχισθήκαν• 150
+και όλη την νύκτα ετρέφαμε μίσος ανάμεσόν μας,
+ότι μεγάλαις συμφοραίς ωργάνιζεν ο Δίας•
+κ' εμείς εσύραμε πρωί 'ς την θάλασσα την θεία
+τα πλοία με τα κτήματα και ταις βαθειά ζωσμέναις
+γυναίκαις• κ' έμειναν αυτού το ήμισυ του πλήθους, 155
+σιμά 'ς τον Αγαμέμνονα τον ηγεμόν' Ατρείδη•
+έτσι 'ς τα πλοία μπήκαμε, κ' έπλεαν αυτά με βία,
+ότι θεός τα τρίσβαθα μας έστρωσε πελάγη.
+ς' την Τένεδο, διαβαίνοντας να πάμε 'ς την πατρίδα,
+εσφάξαμε προς τους θεούς• δεν έστεργεν ο Δίας 160
+να φθάσουμε, αλλ' ο άσπλαχνος κακήν πάλι διχόνοιαν
+εγέννησε, κ' εγύρισαν με τα κυρτά καράβια
+μέρος με τον πολύβουλον, ανδρείον Οδυσσέα,
+τ' 'Ατρείδη τ' Αγαμέμνονα να χαρισθούν εκείνοι.
+κ' εγώ μ' όλα τα πλοία μου κίνησα ευθύς να φύγω, 165
+ότι έβλεπα 'που συμφοραίς είχε ο θεός 'ς τον νου του.
+ως και ο Τυδείδης έφευγε κ' εκίνα τους συντρόφους•
+και ο ξανθός Μενέλαος μας πρόφθασε κατόπι
+'ς την Λέσβο, 'που λογιάζαμε το μακρυνό ταξείδι,
+είτε απεπάνω από την Χιό την πετρωτή να βγούμε, 170
+προς την Ψυρία, 'ς τα ζερβιά κυττάζοντας εκείνην,
+ή κάτω, 'που 'ναι ο Μίμαντας αντίκρυ ο ανεμισμένος•
+και του θεού ζητούσαμε σημείο να μας δείξη•
+έδειξε, και να κόψουμε το πέλαγ' ως την Εύβοια
+μας είπε, όπως ταχύτερα σωθούμε απ' την οδύνη. 175
+πρύμος τότ' έπνευσε ηχηρός• 'ς τους ιχθυοφόρους δρόμους
+τα πλοία τρέχαν και άραξαν 'ς την Γεραιστό την νύκτα.
+του Ποσειδώνα τότε αυτού ταύρων πολλά μερία
+εκάψαμε, ότι πέλαγος μέγα είχαμε μετρήσει•
+τέταρτ' ημέρα, οι σύντροφοι Διομήδη του ιπποδάμου 180
+'ς τα νερά τ' Άργους έστησαν τα ισόμετρα καράβια.
+κατά την Πύλο αρμένιζα εγώ και άκοπα εφύσα,
+ως τον πρωτόστειλε ο θεός, ο άνεμος ο πρύμος.
+ιδού πώς ήλθ' ανήξερος, παιδί μου, ουδέ γνωρίζω
+των Αχαιών ποιοι χάθηκαν, και ποιοι πάλι εσωθήκαν• 185
+αλλ' όσα εδώ καθήμενος 'ς τα μέγαρά μου ακούω,
+ως πρέπει, θέλει σου τα ειπώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω•
+λέγουν πως εκαλόφθασαν οι ανδρείοι Μυρμιδόνες,
+'που του υψηλόφρονα Αχιλληά ωδήγα ο λαμπρός γόνος•
+καλά και ο υιός του Ποίαντα, ο ένδοξος Φιλοκτήτης• 190
+και όλους τους άνδραις έμπασε 'ς την Κρήτη ο Ιδομενέας,
+όσους τ' άφησε ο πόλεμος• τα κύμα δεν του επήρε.
+για τον Ατρείδη εμάθετε και σεις, μακράν 'που είσθε,
+πώς ήλθε, πώς ελεεινό του ετοίμασε το τέλος
+ο Αίγισθος• αλλά τρομερά το πλέρωσε εκείνος. 195
+τόσον αξίζει ένα παιδί ν' αφίνη ο απεθαμένος,
+ως βλέπεις 'που τον Αίγισθον εκείνος εκδικήθη,
+τον δόλιο, 'που του 'φόνευσε τον ένδοξον πατέρα.
+Φίλε, και συ, 'που 'σαι καλός και μέγας, ως σε βλέπω,
+γενναίος γίνε, οι απόγονοι να σε καλολογήσουν». 200
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου•
+«Ω Νηληάδη Νέστορα, των Αχαιών ω δόξα,
+καλά τον εκδικήθηκεν εκείνος, και την φήμη
+θε να του απλώσουν οι Αχαιοί και εις τα τρισέγγονά τους.
+κ' είθε να εζώναν οι θεοί κ' εμέ δύναμιν τόση, 205
+να εκδικηθώ την αδικιά των πονηρών μνηστήρων,
+'που υβρίζουν, και άνομα πολλά ενάντια μου οργανίζουν.
+αλλ' οι θεοί δεν έκλωσαν παρόμοιαν ευτυχίαν
+εις τον πατέρα κ' εις εμέ• και ανάγκη να υπομείνω».
+
+Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• 210
+«Φίλ', επειδή μου ενθύμισες το πράγμ' αυτό και μου 'πες,
+λέγουν 'που την μητέρα σου πολλοί ζητούν μνηστήρες,
+και σπίτι σου σε τυρανούν, πολλ' άνομα οργανίζουν.
+το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σ' έχει μίσος
+ο λαός όλος, του θεού φωνήν ακολουθώντας; 215
+ποιος ξεύρει μη την βία τους πλερώση αυτός μίαν ώρα,
+μόνος, ή από τους Αχαιούς συνωδευμένος όλους;
+ότι αν σε θέλει ν' αγαπά η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
+τόσ', όσο για τον ένδοξο πονούσεν Οδυσσέα,
+'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχαμε μύρια πάθη,— 220
+θεόν δεν είδα φανερά να δείξη την αγάπη,
+ως φανερά την έδειχνεν η Αθήνη 'ς το πλευρό του,—
+αν σ' όμοια θέλει ν' αγαπά και να πονή για σένα,
+τότε απ' αυτούς πολλοί, θαρρώ, τον γάμο θ' αστοχήσουν».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 225
+«Αυτό 'που λέγεις, γέροντα, να γίνη δεν πιστεύω•
+μεγάλο το 'χω, θαυμαστό• ποτέ μου δεν ελπίζω
+το πράγμα να κατορθωθή, και αν οι θεοί θελήσουν».
+
+Και προς αυτόν ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Τηλέμαχε, τι σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα; 230
+άνδρα θεός και από μακράν, αν θέλη, εύκολα σώζει,
+καλλιά 'χα να βασανισθώ, πολύ να παραδείρω,
+ως την πατρίδα μου να ιδώ, παρά 'ς τα γονικά μου
+άμα πατήσω, ο θάνατος να μ' εύρη, ως τον Ατρείδη,
+'πώπεσε, από της γυναικός τον δόλο και του Αιγίσθου. 235
+αλλ' είναι ο θάνατος κοινός, ουδ' ημπορούν να σώσουν
+και φίλον άνδρ' οι αθάνατοι, οπόταν έλθ' η μαύρη
+μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου, να τον πάρη».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης•
+«Μέντορ', ας παύσουμεν αυτά του πόνου μας τα λόγια• 240
+εκείνος είναι αγύριστος• κ' ήδη του αποφασίσαν
+θάνατον οι αθάνατοι και μαυρισμένην μοίρα.
+και τώρα εγώ τον Νέστορα πράγμ' άλλο θα ερωτήσω•
+ότι δεν κρίνει ωσάν αυτόν κανείς, ουδέ γνωρίζει•
+τι λέγουν 'που εβασίλευσε τρεις γενεαίς ανθρώπων, 245
+και αθάνατος μου φαίνεται 'ς την όψι, ως τον κυττάζω.
+ω Νηληάδη Νέστορα, συ 'πέ μου την αλήθεια•
+πώς έπεσ' ο Αγαμέμνονας, ο δυνατός Ατρείδης,
+πού ευρίσκετ' ο Μενέλαος; ποιον δόλον εσοφίσθη
+ο Αίγισθος, κ' εφόνευσε πολύ καλήτερόν του; 250
+ή 'ς τ' Άργος το Αχαϊκό δεν ήτο, αλλά 'ς τα ξένα
+πλανιόνταν, κ' έτσι εθάρρεψε κείνος, κ' εφόνευσέ τον;»
+
+Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης•
+«Κ' εγ' όλα τούτα, τέκνο μου, θέλει σου 'πω μ' αλήθεια•
+και μόνος σου φαντάζεσαι πως τούτα ήθελε γείνουν, 255
+αν ζωντανόν τον Αίγισθο 'ς τα μέγαρα ήθελ' εύρη
+τότε ο ξανθός Μενέλαος, φθασμένος απ' την Τροία.
+τότε ουδέ χώμα εις τον νεκρόν εκείνου ήθελε ρίξουν,
+αλλά θα τον κατάτρωγαν πετούμενα και σκύλοι
+απόρρικτον 'ς την εξοχήν• ουδ' ήθελε Αχαιίδα 260
+καμμιά τον κλάψη• ότι έπραξεν έργο φρικτό και μέγα•
+ότι εκεί μέναμεν εμείς, 'ς τους τρομερούς αγώναις,
+και αυτός, εις τ' Άργους την καρδιάν, ήσυχος την γυναίκα
+έπασχε του Αγαμέμνονα με λόγια να μαγεύση.
+και αρνιόνταν πρώτα τ' άπρεπον έργον η Κλυταιμνήστρα• 265
+ότ' είχε γνώμην αγαθή• και ακόμ' είχε σιμά της
+τον αοιδόν, 'που ως έφευγεν ο Ατρείδης για την Τροία
+να του φυλά την σύντροφο θερμά 'χε παραγγείλει.
+αλλ' ότε η μοίρα των θεών τον σπέδισε να πέση,
+τότ' έσυρε τον αοιδόν ς' έρμο νησί και αφήκε, 270
+ηύρεμα να 'ναι και τροφή των πετεινών, κ' εκείνην
+πρόθυμος εις το σπίτι του πρόθυμην την επήρε.
+και των θεών εις τους βωμούς πολλά 'καψε μερία,
+πολλά στολίδια κρέμασεν, υφάσματα, χρυσάφι,
+ότ' είχε πράγμ' ανέλπιστο και μέγα κατορθώσει. 275
+κ' εμείς αντάμα επλέαμεν, ως φίλοι, εγώ και ο Ατρείδης,
+απ' την Τρωάδα ερχόμενοι• αλλ' όταν 'ς του Σουνίου
+των Αθηναίων φθάσαμε το άγιον ακρωτήρι,
+του Μενελάου φόνευσε τότε τον κυβερνήτην
+ο Φοίβος ο Απόλλωνας με τ' άλυπά του βέλη, 280
+ενώ του πλοίου, 'πώτρεχεν, εκράτει το τιμόνι,
+τον Φρόντι του Ονήτορα, 'που εις όλους ήταν πρώτος,
+όταν μανίζ' η τρικυμιά, να κυβερνά καράβι.
+κ' έτσι αυτός, μ' όλον 'που 'χε βια, έμεινε αυτού να θάψη
+τον φίλο, και νεκρώσιμα να του προσφέρη δώρα. 285
+αλλ' όταν εις τα πέλαγα τα σκοτεινά κ' εκείνος
+εβγήκε με τα πλοία του, και 'ς τ' όρος τον Μαλέα
+γοργά 'φθασε, ο βροντόφωνος Δίας φρικτό ταξείδι
+του ετοίμασε, και του 'στειλε σφοδρών πνοαίς ανέμων,
+και κύματα, 'που εφούσκοναν και ως όρη εμεγαλόναν. 290
+και τα καράβια χώρισε, μέρος σιμά 'ς την Κρήτη,
+'που κατοικούν οι Κύδωνες, 'ς το ρεύμα του Ιαρδάνου.
+μια πέτρα υψόνεται γλυστρή, 'ς τα σκοτεινά πελάγη,
+'ς άκρη της Γόρτυνος, και αυτού, προς την Φαιστόν, ο Νότος
+προς τ' ακρωτήρι το ζερβί μεγάλο κύμ' αμπώθει, 295
+κ' εκείν' η πέτρα η μικροστή μέγ' αποδιώχνει κύμα.
+ήλθαν αυτού, και μεταβιάς οι άνδρες εσωθήκαν,
+κ' εσύντριψαν τα κύματα 'ς τους βράχους τα καράβια•
+και τ' άλλα πέντ' ετράβιξε μαυρόπλωρα καράβια
+'ς την Αίγυπτο της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. 300
+και πλούτη αυτού και μάλαμμα εσύναζεν εκείνος,
+γυρνώντας με τα πλοία του 'ς ανθρώπους αλλοφώνους.
+'ς το σπίτι ωστόσ' ο Αίγισθος την συμφοράν εργάσθη,
+και τον Ατρείδη φόνευσε κ' εδάμασε τον τόπο,
+και χρόνια επτά βασίλευσεν εις την χρυσή Μυκήνη. 305
+'ς τ' όκτατο του 'λθε το κακό, του 'λθε ο λαμπρός Ορέστης
+απ' ταις Αθήναις, κ' έκοψε τον δολερό φονέα,
+Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα.
+και των Αργείων έκαμε νεκρώσιμο τραπέζι
+της θεοκατάρατης μητρός και άμα του ανάνδρου Αιγίσθου. 310
+την ίδια 'μέρα του 'φθασεν ο μαχητής Μενέλαος,
+με κτήματ' όσα εσήκοναν εκείνου τα καράβια.
+φίλε, και συ πολύ μακρυά 'ς τα ξένα μη πλανιέσαι
+από το σπίτι, 'π' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα
+ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν 315
+όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι.
+εις τον Μενέλαο να πας όμως σε παραγγέλλω,
+'που κείνος είναι νηόφερτος από τα ξένα μέρη,
+όπου, άμ' ευρίσκονταν τινάς, δεν θα 'λπιζε να γύρη,
+ανεμοζάλη αν έτυχε κει πέρα να τον κλείση 320
+εις τέτοιο φρικτό πέλαγο και απέραντον, απ' όπου
+'ς τον χρόνο ουδέ πετούμενα οπίσω δεν γυρίζουν.
+αλλ' άμε με το πλοίο σου και με την συντροφιά σου,
+και αν κάλλιο θέλεις της στερηάς να πάς, λάβε τ' αμάξι,
+και τους υιούς μου συνοδούς, αυτοί να σ' οδηγήσουν 325
+'ς την θείαν Λακεδαίμονα, 'ς τ' Ατρείδη το παλάτι•
+και ατός σου παρακάλειε τον να είπη την αλήθεια•
+είν' άνδρας συνετώτατος, δεν θέλ' ειπή το ψέμμα».
+
+Είπεν ο ήλιος κάθισε κ' έφθασε το σκοτάδι,
+και ωμίλησέ τους η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 330
+
+«Ω γέρε, όσ' είπες είναι ορθά, και όπως τα θέλ' η τάξι.
+αλλά ταις γλώσσαις κόψετε και το κρασί νερώστε•
+και αφού του Ποσειδώνα και των άλλων αθανάτων
+σπονδίσουμεν, είναι καιρός να κοιμηθούμε, ότ' ήδη
+'ς το σκότος κάτω εβύθισε το φως, και ουδέ ταιριάζει 335
+εις των θεών την τράπεζα πολύ τινάς να μένη».
+
+Αυτά 'πε η κόρη του Διός, και ο λόγος της ακούσθη.
+και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τα χέρια.
+και αφού κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι,
+κ' έδωκαν 'ς όλους απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια, 340
+'ς το πυρ ταις γλώσσαις έρριξαν, και ορθοί λοιβαίς εχύσαν.
+και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους,
+η Αθήνη και ο θεόμορφος Τηλέμαχος αντάμα
+εκίνησαν να πορευθούν 'ς το βαθουλό καράβι.
+και ο Νέστορας εκράτησεν εκείνους και τους είπε• 345
+
+«Ο Δίας κ' οι αθάνατοι άλλοι θεοί μη δώσουν
+σεις απ' εμέ να φύγετε 'ς το βαθουλό καράβι,
+ωσάν απ' άνθρωπον γυμνόν και τέλεια στερημένον,
+οπού σκεπάσματα πολλά 'ς το σπίτι του δεν έχει,
+για να κοιμάται μαλακά και αυτός και όσους ξενίση. 350
+κ' εμέ σκεπάσματ' εύμορφα, παπλώματα δεν λείπουν,
+του ανδρός εκείνου όχι ποτέ ο γόνος, του Οδυσσέα,
+'ς του πλοίου το σανίδωμα δεν θα πλαγιάση, ως ότου
+'ς την ζωήν είμαι, κ' ύστερα τα τέκνα μου όσο ζήσουν,
+τους ξένους να φιλοξενούν, 'ς το σπίτι μου όσοι τύχουν». 355
+
+Κ' εις αυτόν είπεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Γέροντα φίλε, ωμίλησες ορθά, και καλόν είναι
+εσέ τώρα ο Τηλέμαχος 'ς ό,τ' είπες να υπακούση.
+'ς το σπίτι σου ν' αναπαυθή θέλει σ' ακολουθήση
+τούτος, κ' εγώ θα υπάγω ευθύς 'ς τα μελανό καράβι, 360
+εμψύχωσι και συμβουλή να δώσω των συντρόφων.
+ότι εγώ μόνος εις αυτούς ηλικιωμένος είμαι,
+κ' οι άλλοι άνδρες νεώτεροι γι' αγάπη τον γενναίον
+Τηλέμαχον ακολουθούν, ομήλικοι δικοί του.
+τώρα σιμά 'ς το βαθουλό καράβι θα πλαγιάσω, 365
+και το ταχύ 'ς τους Καύκωναις θα υπάγω τους γενναίους,
+όπου ένα χρέος μου χρωστούν, και χθεσινό δεν είναι,
+και ούτε μικρό• και τούτον συ, 'ς το δώμα σου επειδ' ήλθε,
+με τον υιόν σου στείλε τον 'ς την άμαξα, και δος του
+άλογα τα ελαφρότερα και αξιώτερ' απ' όσ' έχεις». 370
+
+Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη
+με σχήμ' αετού• ξιππάσθηκε το πλήθος 'που την είδε•
+εθαύμαζεν, ως είδε την 'ς τα μάτια εμπρός του, ο γέρος•
+του Τηλεμάχου άμ' έπιασε το χέρι, και τον είπε•
+
+«Ώ φίλε, αχρείος και άνανδρος θαρρώ πως δεν θε να 'σαι, 375
+αν οδηγοί 'ς τα νειάτα σου θεοί σε συνοδεύουν•
+ότι άλλος τούτος δεν είναι των ολυμποκατοίκων,
+αλλ' είναι η κόρη του Διός, η ένδοξη τριτογένεια,
+'που τον λαμπρόν πατέρα σου ετίμα εις τους Αργείους.
+κ' ίλεη γενού, βασίλισσα, καλήν δόσε μας δόξαν, 380
+εμένα και των τέκνων μου και της σεμνής συντρόφου•
+κ' εγώ μιαν πλατυμέτωπη δαμάλα θα σου σφάξω
+χρονιάρικη, 'που τον ζυγό τ' ανθρώπου δεν γνωρίζει•
+θα σου την σφάξω, αφ' ού προτού τα κέρατα χρυσώσω».
+
+Ευχήθη• τον εισάκουσε τότε η Παλλάδ' Αθήνη. 385
+και προς τα ωραία δώματα εκίνησεν ο ιππότης
+Νέστορας, και ακολούθησαν τα τέκνα κ' οι γαμβροί του.
+άμ' έφθασαν 'ς το υπέρλαμπρο παλάτι του κυρίου,
+εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά καθίσαν 'ς την αράδα,
+και αυτών ο γέροντας ευθύς συγκέρασε κρατήρα 390
+από γλυκόποτο κρασί, 'που εμέτρα ένδεκα χρόνους,
+και τ' άνοιξε η κελλάρισσα, κ' έλυσε το σφαλί του.
+ο γέρος τον συγκέρασε και με σπονδαίς ευχόνταν
+της Αθητάς, της θυγατρός τ' αιγιδοφόρου Δία,
+και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, 395
+οι άλλοι, καθένας σπίτι του, κίνησαν να πλαγιάσουν,
+κ' έβαλε αυτού ν' αναπαυθή τον γόνο του Οδυσσέα
+του θείου, τον Τηλέμαχον, ο Νέστορας ιππότης,
+'ς την βροντερή την αίθουσα, 'ς την τορνευμένη κλίνη,
+και τον Πεισίστρατο σιμά, τον άξιον πολεμάρχο, 400
+'που μόνον από τους υιούς είχε άγαμον 'ς σπίτι•
+'ς του παλατιού τ' απόκρυφα κ' εκείνος αναπαύθη,
+και η σύντροφος του η δέσποινα του ευτρέπισε την κλίνη.
+
+Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+κ' εγέρθηκε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης, 405
+εβγήκε και άμ' εκάθισε 'ς τους στιλβωμένους λίθους,
+'που 'ς τα υψηλά του πρόθυρα κατέμπροσθ' ευρισκόνταν,
+λευκοί και απ' άλειμμα λαμπροί• 'ς αυτούς είχε καθίσει
+πριν ο Νηλέας, 'πώμοιαζε 'ς τον νου τους αθανάτους•
+αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος επήρε αυτόν, και πάλιν 410
+αυτού κάθιζε ο Νέστορας, των Αχαιών σωτήρας,
+σκήπτρο κρατώντας• γύρω του τα τέκνα εσυναχθήκαν,
+και απ' τους θαλάμους έρχονταν, ο Εχέφρονας, ο Στράτις,
+με τον Περσέ' ο Άρητος, και ο ισόθεος Θρασυμήδης,
+και ο ήρωας ο Πεισίστρατος έκτος 'ς εκείνους ήλθε. 415
+και τον θεϊκόν Τηλέμαχον αυτού σιμά εκαθίσαν.
+και άρχισεν ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης•
+
+«Σύντομα, τέκν' αγαπητά, να γίν' η επιθυμιά μου,
+την Αθηνάν απ' τους θεούς ίλεη να κάμω πρώτη,
+'που μου 'λθεν ολοφάνερη 'ς το θεϊκό τραπέζι. 420
+κ' εις το λιβάδι, ένας να πα γοργά για την δαμάλα,
+να την κεντήση ογλήγορα 'ς εμάς ο επιστάτης•
+και άλλος 'ς του μεγαλόψυχου Τηλέμαχου το πλοίο,
+να φέρη τους συντρόφους του και μόνους δυο ν' αφήση•
+και άλλος ας κράξη, να 'λθη εδώ, τον χρυσικό Λαέρκη, 425
+του δαμαλιού τα κέρατα να χρυσοπεριχύση.
+σταθήτ' οι άλλοι αυτού μαζή, και ειπήτε 'ς το παλάτι
+η δούλαις για την τράπεζα τα πάντα να ευτρεπίσουν•
+καθίσματα να φέρουσι, ξύλα, νερό καθάριο».
+
+Είπε, και όλοι εκινήθηκαν κ' έφθασεν η δαμάλα 430
+απ' το λιβάδι, κ' έφθασεν απ' το γοργό καράβι
+του Τηλεμάχου οι σύντροφοι, έφθασε και ο χαλκέας,
+της χρυσικής τα σύνεργα κρατώντας εις τα χέρια,
+τ' αμμόνι, το καλόφθειαστο διλάβι, και την σφύρα,
+ήλθε κ' η Αθήνη να δεχθή την προσφορά• και ο γέρος 435
+τον χρυσόν δίδει• τεχνικά τον περιχύνει εκείνος
+'ς τα κέρατα, το στόλισμα να ιδή και ν' αγαλλιάση
+η Αθηνά• και ο Εχέφρονας και ο Στράτις την δαμάλα
+έσυρναν απ' τα κέρατα• κ' εις πλουμιστή λεκάνη
+έφερν' ο Άρητος νερό, βαστώντας 'ς τ' άλλο χέρι 440
+ουλαίς μέσα 'ς το κάνιστρο• και ο ανδρείος Θρασυμήδης
+αξίνα εκράτει ακονιστή, να κόψη την δαμάλα.
+και ο Περσέας το σταμνί• και ο γέρος ο ιππότης
+Νέστορας με το νίψιμο και με τους ουλοχύταις
+έκαμε αρχή, δεόμενος θερμά προς την Αθήνη, 445
+και 'ς το πυρ έρριξε απαρχαίς της κεφαλής ταις τρίχαις.
+και άμ' ευχηθήκαν κ' έχυσαν ουλαίς, ο Θρασυμήδης,
+υιός του Νέστορα λαμπρός, ζυγόνει και κτυπάει•
+κ' η αξίνα τα νεύρ' έκοψε του σβέρκου και άμ' ελύθη
+της δαμάλας η δύναμις• εφώναξαν η κόραις 450
+και η νυφάδες, και η σεμνή του Νέστορα συμβία,
+Ευρυδίκ' η πρωτότοκη η κόρη του Κλυμένου.
+κ' οι άλλοι εσηκώσαν απ' την γη κ' εβάσταν την δαμάλα•
+την έσφαξε ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος.
+με το μαύρο αίμα ως άφησε τα κόκκαλα η ψυχή της, 455
+ευθύς την ετετάρτιασαν, έκοψαν τα μερία,
+με τάξι, και τα σκέπασαν με διπλωτό κνισάρι•
+κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια• τότε ο γέρος
+'ς ταις σχίζαις τά 'καιε και κρασί φλογώδες ράντιζέ τα•
+και τα πεντόσουβλα σιμά τ' αγόρια του κρατούσαν. 460
+και άμ' εκαήκαν τα μεριά και εγεύθηκαν τα σπλάχνα,
+ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν,
+και τά 'ψηναν 'ς τα μυτερά σουβλιά 'που 'χαν 'ς τα χέρια.
+
+Έλουσε τον Τηλέμαχον ωστόσο η Πολυκάστη
+καλή κόρ' υστερόγενη του Νέστορα Νηληάδη• 465
+και άμα έλουσέ τον κ' έχρισεν εκείνη με το λάδι,
+και μ' εύμορφο τον ένδυσε φόρεμα και χιτώνα,
+απ' τον λουτρόν ωσάν θεός εβγαίνει και καθίζει,
+αυτού σιμά 'ς τον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων.
+
+Και αφού τα κρέατ' έψησαν τα επάνω και τα 'βγάλαν, 470
+κάθισαν και συνέτρωγαν, και καλογεννημένοι
+άνδρες κερνούσαν τα κρασί 'ς ολόχρυσα ποτήρια,
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν,
+τους είπεν ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης•
+
+«Παιδιά μου, φέρτε ζέψετε ευθύς του Τηλεμάχου 475
+τ' άλογα τα καλότριχα, πολύν να κόψη δρόμο».
+
+Αυτά 'πε• κείνοι υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή του•
+κ' ευθύς τα ογλήγορ' άλογα 'ς την άμαξαν εζέψαν•
+τους έβαλε η κελλάρισσα άρτο, κρασί και ακόμη
+προσφάγια, αυτά 'που 'ναι τροφή των θείων βασιλέων. 480
+'ς την άμαξα ο Τηλέμαχος ανέβη, την ωραία,
+'ς το πλάγι του ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος,
+ανέβη, και 'ς τα χέρια του τα χαλινάρια πήρε,
+κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαν
+'ς την πεδιάδα, και άφησαν την υψηλή την Πύλο. 485
+και ολήμερ' έσειαν τον ζυγό 'ς το να και ς' τ' άλλο πλάγι.
+και ο ήλιος εβασίλευσε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι,
+και 'ς ταις Φηραίς εστάθηκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα,
+'που του Ορσιλόχου ήταν υιός και τ' Αλφειού εγγόνι•
+εκεί ξενύκτισαν, και αυτός φιλόξενα τους δέχθη. 490
+
+Κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη•
+έζεψαν και ως ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι,
+τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν αφήκαν•
+κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαν
+'ς την σιτοφόρα ως έφθασαν πεδιάδα, έκοβαν δρόμο 495
+με τόση τα γοργ' άλογα ορμήν αυτούς επαίρναν.
+και ο ήλιος εβασίλευσε, και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι.
+
+
+
+Ραψωδία Δ
+
+
+
+Στην Λακεδαίμον' έφθασαν, μες τας σχισμένα όρη,
+και 'ς το παλάτι ετράβιξαν του ενδόξου Μενελάου•
+τον ηύραν 'που 'ς το σπίτι μου με πολλούς φίλους είχε
+γάμων χαραίς για τον υιό και για την θυγατέρα.
+του Αχιλληά προς τον υιό την κόρη του επροβόδα. 5
+'ς την Τροία πρώτα υπόσχεσι και λόγο του 'χε δώσει,
+και τώρα τέλος έβαζαν οι αθάνατοι 'ς τον γάμο.
+με άλογα, με άμαξαις την έστελνε εις την πόλι
+των Μυρμιδόνων την λαμπρήν, οπού 'ταν βασιλέας.
+από την Σπάρτην έμπαζε τ' Αλέκτορα την κόρη 10
+νύμφη του μεγαλόψυχου υιού του Μεγαπένθη,
+'που υστερογένην έλαβε από δούλη• της Ελένης
+τέκνα οι θεοί δεν έδωκαν, αφ' ότου είχε γεννήσει
+την Ερμιόνη, 'πώλαμπε ωσάν την Αφροδίτη.
+
+'Σ το μέγα δώμα το υψηλόν έτσι εσυντρώγαν όλοι, 15
+οι γείτονες κ' οι συγγενείς του ενδόξου Μενελάου,
+τερπόμενοι, και ανάμεσα κιθάριζεν ο θείος
+ο αοιδός, και ως άρχιζεν εκείνος το τραγούδι,
+δυο χορευταίς 'ς την μέση τους πηδούσαν κ' εγυρίζαν.
+
+'Σ τα πρόθυρα ο Τηλέμαχος ο ήρωας ωστόσο, 20
+και ο λαμπρός του Νέστορα υιός, τ' αμάξι εστήσαν.
+εβγήκ' εμπρός κ' είδεν αυτούς ο μέγας Ετεωνέας,
+ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου,
+και του ποιμένα των λαών εστράφη να το είπη.
+σιμά του εστάθη κ' είπε του με λόγια πτερωμένα• 25
+
+«Μενέλαε διόθρεπτε, μας ήλθαν δύο ξένοι,
+'πού του μεγάλου του Διός το γένος ομοιάζουν.
+ειπές αν θα τους λύσουμε τ' άλογ' από τ' αμάξι,
+ή θα τους προβοδήσουμε 'ς άλλον να τους ξενίση».
+
+Τότε ο ξανθός Μενέλαος εβάρυνε και του 'πε• 30
+«Μωρός δεν ήσουν άλλοτε, Βοηθοίδη Ετεωνέα•
+τώρα ως μωρόπαιδ' ομιλείς• και δεν θυμάσαι οι δυο μας
+απ' άλλους πόσα εφάγαμε δώρα φιλοξενίας,
+ως 'που να γύρουμεν εδώ και ο Δίας να μας δώση
+τέλος εις τα παθήματα; αλλά τ' άλογα λύσε 35
+των ξένων, και άμα μπάσε τους εδώ να γευματίσουν».
+
+Είπε• κ' εκείνος χύθηκε, κ' επρόσταξε τους άλλους
+επιμελείς θεράπονταις να τον ακολουθήσουν,
+τα ιδρωμένα τ' άλογα απ' τον ζυγόν ελύσαν,
+και 'ς τ' αλογίσινα παχνιά τα δέσαν, και εις εκείνα 40
+ζειά τους βάλαν, κ' έσμιξαν μ' αυτήν λευκό κριθάρι•
+'ς τους τοίχους τους ολόφωτους έκλιναν και τ' αμάξι•
+και αυτούς 'ς το θείον έμπασαν παλάτι• άμ' είδαν κείνοι
+του διοθρεμμένου βασιληά τα δώματα, εθαυμάζαν•
+ότι ωσάν λάμψι του ήλιου, ή της σελήνης, ήταν 45
+'ς το δώμα το υψηλόσκεπο του ενδόξου Μενελάου.
+και αφού θωρώντας χάρηκαν το θέαμα τριγύρω,
+'ς τα καλοσκάλιστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν.
+και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι,
+και τους εφόρεσαν κρουσταίς χλαμύδαις και χιτώναις, 50
+σιμά του Ατρείδη εβάλθηκαν εις θρόνους να καθήσουν.
+και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη
+χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη,
+για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους.
+και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, 55
+και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα•
+και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει
+ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει.
+
+Και ο ξανθός Μενέλαος χαιρέτησέ τους κ' είπε•
+«Απλοχερήτε εις το φαγί, και χαίρετε• κατόπι 60
+αφού γευθήτε, θέλει σας ζητήσω τίνες είσθε,
+ότι το γένος άγνωστο δεν θα 'ναι των γονειών σας,
+αλλ' είσθε ανδρών γεννήματα μεγάλων σκηπτροφόρων•
+ότι παρόμοια πλάσματα από αγενείς δεν βγαίνουν».
+
+Είπε και με τα χέρια του νεφρά βωδιού παχεία 65
+ψητά τους δίδει, 'πώλαβεν ο ίδιος ως πρωτείο•
+και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους.
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν,
+ωμίλησε ο Τηλέμαχος τότε του Νεστορίδη,
+την κεφαλή ζυγόνοντας, οι άλλοι μην ακούσουν• 70
+
+«Αγαπητέ, θεώρησε, γλυκέ μου Νεστορίδη,
+'ς τα δώματα τ' αχόλογα πως ο χαλκός αστράφτει,
+ο ήλεκτρος, το μάλαμμα, ο ελέφαντας, τ' ασήμι•
+όμοια 'ς τον Όλυμπο, θαρρώ, θε να 'ναι η αυλή του Δία•
+αμίλητα 'ναι, είναι πολλά• θαυμάζ' όσο τα βλέπω». 75
+
+Και ο ξανθός Μενέλαος τον νόησ' ως ωμίλειε,
+κ' ευθύς προσφώνησεν αυτούς με λόγια πτερωμένα•
+«Και ποιος θνητός, ω τέκνα μου, μετριέται με τον Δία;
+οι δόμοι και τα υπάρχοντα εκείνου αθάνατά 'ναι•
+θνητός μ' εμέ 'ς τα υπάρχοντα μετριέται ναι και όχι• 80
+ότι αφού έπαθα πολλά, αφού πολύ πλανήθην,
+μες τα καράβια τα 'φερα, και τ' όκτατ' έτος ήλθα.
+Κύπρο, Φοινίκην, Αίγυπτο, και χώραις Αιθιόπων,
+και Σιδονίων κ' Ερεμβών εβγήκα, και Λιβύαν,
+όπου τ' αρνιά από γενετής τα κέρατα φυτρόνουν, 85
+και τρεις φοραίς τεκνοποιούν τα πρόβατα τον χρόνο.
+κει του ποιμένα περισσά, καθώς και του κυρίου,
+είναι τυρί και κρέατα και το γλυκό το γάλα,
+ότι έχουν πάντοτ' άφθονο το γάλα να τ' αρμέγουν•
+κ' ενώ πλούτη συνάζοντας κει πέρα εγώ πλανούμουν, 90
+ωστόσ' άλλος μου φόνευσε τον αδελφό μου κρύφια,
+απάντεχα, με της μιαρής συντρόφου την απάτη,
+κ' ιδού γιατί δεν χαίρομαι 'ς τα πλούτη αυτά, 'που έχω.
+και τούτα θα τ' ακούσετε και σεις απ' τους γονείς σας,
+όποιοι και αν είναι, ότι έπαθα πολλά, κ' έχασα σπίτι 95
+ευτυχισμένο με καλά και υπέρλαμπρα περίσσα.
+κ' έστεργα εγώ 'ς σπίτι μου το τρίτο να μου μείνη,
+και εις την ζωή να εσώζονταν οι άνδρες, οπού πέσαν,
+εις την Τρωάδα την πλατειά, μακράν από το Άργος.
+και όλους τους κλαίω και οδύρομαι, και το συχνό κλεισμένος 100
+εις τα δικά μου μέγαρα, καθήμενος δακρύζω,
+και ώραις 'ς το κλάμμα χαίρεται η ψυχή μου και ώραις παύω•
+γοργά του κρύου κλάμματος ο πόθος ησυχάζει.
+αλλ' αυτών όλων των ανδρών ο πόνος δεν με θλίβει
+όσον ενός, 'που ο πόθος του φαγί μου παίρνει κ' ύπνο• 105
+ότι κανείς των Αχαιών ωσάν τον Οδυσσέα
+δεν μόχθησε, ουδ' εβάσταξεν αλλά το 'θελε η μοίρα
+αυτός να πάθη και άσβυστος 'ς εμέ να μείνη ο πόνος
+κείνου, ότι λείπει δα καιρούς, ουδέ κανείς γνωρίζει
+ζη κείνος ή απέθανε• και τώρα θα τον κλαίουν 110
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη, ο γέρος ο Λαέρτης,
+και ο Τηλέμαχος, 'π' άφησε 'ς το σπίτι ακόμη βρέφος».
+
+Αυτά 'πε και τον έκαμε να κλάψη τον πατέρα•
+για τον πατέρα ως άκουσε χάμου έσταξε το δάκρυ,
+κ' εμπρός 'ς τα μάτια σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα 115
+με τα δυο χέρια• κ' ένοιωσεν αυτόν ο βασιλέας,
+κ' εβάλθηκε 'ς του λογισμού τα βάθη να μετρήση,
+θα τον αφήση αφ' εαυτού να ειπή για τον πατέρα,
+ή πρώτος θα ερωτήση αυτός, το πράγμα να εξετάση.
+
+Τούτα ενώ κείνος έζυαζε 'ς του λογισμού τα βάθη, 120
+η Ελένη από τον θάλαμο τον μυροβόλον ήλθε,
+όμοια με την Αρτέμιδα, 'πώχει χρυσά τα βέλη.
+σιμά της βάζ' η Άδραστη θρονί καλοφτειασμένο,
+από απαλώτατο μαλλί τάπητα η Αλκίππη φέρνει,
+άργυρο κάλαθο η Φιλώ• δώρο ήταν της Αλκάνδρης, 125
+της γυναικός του Πόλυβου, 'που 'ς ταις Αιγύπτιαις Θήβαις
+εκατοικούσε, και άπειρα 'ς το σπίτι έχει τα πλούτη•
+του Ατρείδη εκείνος έδωκε δύ' αργυρούς νιπτήραις,
+δυο τρίποδαις και τάλαντα δέκα χρυσά, και ακόμη
+η σύντροφος δώρα λαμπρά χάριζε της Ελένης, 130
+χρυσή 'λεκάτη, κ' εύμορφο καλάθι τροχοφόρο,
+ολάργυρο, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη.
+κείνο τότε η θεράπαινα Φιλώ της παραθέτει
+από εργασμένα γνέματα γεμάτ' όλο, κ' επάνω
+με το γιοφύλλινο μαλλί τεντόνετο η 'λεκάτη• 135
+κ' εκάθισεν εις το θρονί, οπού 'χεν υποπόδι,
+κ' ερώτησε τον άνδρα της η Ελένη, ένα προς ένα•
+
+«Μενέλαε διόθρεπτε, γνωστό μας είναι τάχα
+τούτοι 'που 'λθαν 'ς το σπίτι μας ποιοι καυχώνται ότ' είναι;
+άρα λαθεύομαι; η καρδιά μου λέγει να ομιλήσω• 140
+ποτέ μου δεν είδ' άνθρωπον, άνδρα ή γυναίκα, τόσον
+άλλου να ομοιάζη, όσον αυτός — θαυμάζ' όσο τον βλέπω —
+ο υιός του μεγαλόψυχου φαίνεται του Οδυσσέα
+Τηλέμαχος, όπ' άφησε 'ς το σπίτι ακόμη βρέφος,
+ότε για με την άσεμνη τον πόλεμο κινώντας 145
+τον τολμηρόν οι Αχαιοί κατέβητε 'ς την Τροία».
+
+Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης•
+«Έτσι κ' εγώ τώρα νοώ, γυναίκα, ως συ νομίζεις•
+τα πόδια τέτοια φαίνονταν εκείνου και τα χέρια,
+των οφθαλμών η αστραψιαίς, και η κεφαλή και η κόμη• 150
+και ως από τώρα ενθύμισα εγώ τον Οδυσσέα,
+κ' έλεα πόσα 'παθε για με, κ' εμόχθησεν εκείνος,
+κάτω 'ς τα μάγουλα πικρόν αυτός έχυνε δάκρυ,
+κ' εμπρός 'ς τα μάτια σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα».
+
+Και απάντησι ο Πεισίστρατος του δίδει ο Νεστορίδης• 155
+«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα,
+εκείνου τούτος είν' υιός τωόντι, καθώς λέγεις•
+αλλ' είναι φρόνιμος, ευλάβεια τον βαστάει,
+άμα πρωτώλθεν, άκαιρο λόγο να βγάλη εμπρός σου,
+ενώ η φωνή σου, ωσάν θεού, μαγεύει την ψυχή μας. 160
+κ' εμ' έστειλεν ο Νέστορας Γερήνιος ιππότης
+να 'λθω με τούτον συνοδός• ότ' ήθελε να σ' ίδη,
+λόγον ή πράξι ωφέλιμην εσύ να τον διδάξης.
+πατρός, οπού ξενίτευσε, το τέκνον έχει πόνους
+'ς το σπίτι του, αν δεν είναι να τον βοηθήσουν άλλοι• 165
+'σαν τώρα του Τηλέμαχου 'χάθη ο πατέρας, και άλλος,
+να τον φυλάξη από κακά, 'ς τον τύπον του δεν είναι».
+
+Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου•
+«Ω Θε μου, αλήθεια σπίτι μου υιός ανθρώπου φίλου
+ήλθε, 'που τόσο εβάσταξε για με πολλούς αγώναις! 170
+κ' είπα ότι θα τον φίλευα έξοχ' από τους άλλους
+Αργείους, αν ο Βροντητής να γύρουμε είχε δώσει
+και οι δυο, το πέλαο σχίζοντας με τα γοργά καράβια.
+και πόλιν θα του έκαμνα και σπίτι μέσα 'ς τ' Άργος,
+απ' την Ιθάκη παίρνοντας αυτόν και υπάρχοντά του, 175
+με τον υιό και τον λαόν όλο, κ' ήθελα πόλιν
+ξεκάμει απ' όσαις γύρωθε μού είναι υποταγμέναις•
+και όντας εδώ θα εσμίγαμε συχνά, και τίποτ' άλλο
+εις την φιλιά και εις ταις χαραίς δεν θα μας ξεχωρούσε,
+ειμή το μαύρο σύγνεφο της ώρας του θανάτου. 180
+αλλ' ήταν δα μελλάμενο θεός να τα φθονέση,
+'που εκείνου μόνου τ' άμοιρου τον γυρισμόν επήρε».
+
+Είπε και εις όλους κίνησε τον πόθο των δακρύων•
+έκλαιγ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα,
+έκλαιγεν ο Τηλέμαχος και ο βασιληάς Ατρείδης, 185
+ουδ' είχεν ο Πεισίστρατος αδάκρυτα τα μάτια•
+ότι και αυτός τον άψεγον Αντίλοχο ενθυμήθη,
+'που της Ηώς της φωτεινής είχε φονεύσει ο γόνος•
+τον ενθυμήθη κ' έλεγε με λόγια πτερωμένα•
+
+«Ατρείδη, σε σοφώτερον απ' όλους τους ανθρώπους 190
+ο γέρος είπε Νέστορας, ότ' ήλθε για σε λόγος
+'ς το σπίτι, ως ερωτιώμασθε ο ένας με τον άλλον.
+και τώρ', αν γίνεται, 'ς εμέ πείθου• γιατί 'ς τον δείπνο
+δεν αγαπώ τα κλάμματα• αλλά του όρθρου η κόρη
+Ηώ και πάλιν θα φανή• με τούτο εγώ δεν λέγω 195
+κείνον, 'που επήρε ο θάνατος και η μοίρα, να μην κλαίουν.
+και τούτο μόνον έχουσιν οι μαύροι θνητοί δώρο,
+η κόμη να θερίζεται, να χύνεται το δάκρυ•
+ότι κ' εγώ 'χασ' αδελφόν, 'που μέσα 'ς τους Αργείους
+δεν ήταν ο χειρότερος, και θα τον έχης μάθει• 200
+εγώ δεν τον εγνώρισα, κ' έξοχος λέγουν, ήταν,
+ο Αντίλοχος, ταχύτατος, και ακλόνητος 'ς την μάχη».
+
+Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου•
+«Ω φίλε, αφού είπες φρόνιμα, όσ' άνθρωπος με γνώσι,
+και από σε μεγαλήτερος, ήθελε ειπή και πράξη• 205
+τέτοιου πατρός, δεν ημπορείς ή φρόνιμα να λέγης•
+καλόγνωρ' είν' η γενεά τ' ανδρός, οπού ο Κρονίδης
+του γάμου και της γενετής ευτύχισε την ώρα,
+ως έδωκε του Νέστορα να ήναι ολοκαιρής του,
+και αυτός λαμπρά 'ς το σπίτι του τα γέρα να περνάη, 210
+κ' υιούς να έχη συνετούς και 'ς τ' άρματα μεγάλους.
+κ' εμείς το κλάμμ' ας παύσουμεν, όπ' είχε γίνει πρώτα•
+του δείπνου ας κάμουμεν αρχή, και το νερό 'ς τα χέρια
+ας χύσουν, και αύριο το ταχύ θα γίν' η ομιλία,
+οπού ο Τηλέμαχος κ' εγώ θα ειπούμε μεταξύ μας». 215
+
+Είπε• και ο Ασφάλιος το νερό τούς έχυσε εις τα χέρια,
+ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου•
+και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους.
+
+Κ' η Ελένη, κόρη του Διός, τότ' εσοφίσθηκ' άλλο•
+απ' όπου επίναν, 'ς το κρασί τους έρριξε βοτάνι, 220
+αντίλυπο και αντίχολο, π' όλα τα πάθη σβήνει.
+εις τον κρατήρα όταν σμιχθή, όποιος τα καταπίνη
+ολημερής δεν δύναται δάκρυ να στάξη κάτω,
+ουδέ μητέρ' αν έχασε, ουδ' αν και τον πατέρα,
+και ουδ' αν αδέλφι, ουδ' αν υιόν μονάκριβον εμπρός του 225
+του σχίσουν με την μάχαιρα, και αυτός να τους θωράη•
+τέτοια 'χε βότανα σοφά του Διός η θυγατέρα,
+χρήσιμα, 'που της έδωκεν η ομόκλινη του Θώνα
+Πολύδαμνα, 'ς την Αίγυπτο, 'που βότανα έχει πλήθος,
+πολλά σμιγμένα χρήσιμα, πολλά θανατηφόρα. 230
+ιατρός καθένας είναι αυτού παρ' όλους τους ανθρώπους
+σοφός, ότι προπάτορα γνωρίζουν τον Παιάνα.
+και μέσ' αφού το έρριξε κ' είπε να τους κεράσουν,
+πάλι με την αράδα της άρχισε και τους είπε•
+
+«Μενέλαε διόθρεπτε, και σεις εδώ, 'που είσθε 235
+λαμπρών ανδρών γεννήματα, —και ο Δίας άλλοτ' άλλου
+δίδει καλόν, δίδει κακόν, ότ' ημπορεί τα πάντα,—
+εδώ τώρα καθήμενοι 'ς τον δείπνο με ομιλίαις
+ξεδίνετε, γιατί κ' εγώ τ' αρμόδια θ' αναφέρω.
+και όλους εγώ δεν δύναμαι να είπω τους αγώναις, 240
+όσους ο στερεόκαρδος κατώρθωσε Οδυσσέας,
+αλλ' ένα 'πώπραξε λαμπρόν με τόλμην ο ανδρείος
+'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη•
+με άσχημαις βαρηματιαίς εδάμασε το σώμα,
+πήρε φορέματα κακά, και ομοιάζοντας με δούλον 245
+εμπήκε εις την πλατύδρομη την πόλι των εχθρών του•
+'ς το σχήμα εκείνο εκρύφθηκε, και ώμοιαζε ψωμοζήτης,
+αυτός 'που τέτοιος δεν ήταν 'ς τ' Αχαϊκά τα πλοία•
+τέτοιος 'ς την Τροίαν εισχωρεί, κ' εκείνοι εμωραθήκαν
+όλοι, κ' εγώ τον γνώρισα 'ς αυτό το σχήμα μόνη, 250
+και τον εξέταζα, και αυτός μου ξέφυγε με τέχνη•
+αλλ' όταν δα τον έλουα κ' έχριζα με το λάδι,
+κ' ενδύματα τον ένδυνα, και ώμοσα φρικτόν όρκο,
+'ς τους Τρώαις μέσ' ο Οδυσσηάς 'που εφάνη να μην είπω,
+πριν αυτός φθάση 'ς ταις σκηναίς και 'ς γοργά καράβια, 255
+τότε όλη μου εφανέρωσε των Αχαιών την γνώμη,
+και αφού πολλούς εφόνευσε των Τρώων με το ξίφος,
+εις τους Αργείους έγυρε, κ' επήρε πολλήν γνώσι.
+τότ' έκλαιαν η Τρώισσαις πικρά, κ' γώ χαιρόμουν,
+ότ' η καρδιά μου είχε στραφή 'ς σπίτι μου να γύρω, 260
+και αργ' αναστέναζα το πώς μ' εμώραν' η Αφροδίτη,
+την ώρα, 'που κει μ' έφερεν απ' την γλυκειά πατρίδα,
+κ' εχώρισα την κόρη μου, τον θάλαμο, τον άνδρα,
+οπού 'ς τον νου και 'ς την μορφή τον κάλλιο του δεν έχει».
+
+Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης• 265
+«Ναι, τούτα είν' όλ' αληθινά, γυναίκα, όπως τα λέγεις•
+ήδη πολλών εγώ 'μαθα την σκέψι και την γνώμη
+ανδρών ηρώων, και εις πολλά της γης εβγήκα μέρη•
+αλλ' άνθρωπον τα μάτια μου τέτοιον ποτέ δεν είδαν,
+ως ήταν μεγαλόψυχος ο φίλος Οδυσσέας. 270
+όπως και αυτό κατώρθωσε με τόλμην ο ανδρείος,
+'ς τ' άλογον ότε το ξυστόν οι πρώτοι των Αργείων
+όλοι κρυμμένοι εφέρναμε τον όλεθρο 'ς τους Τρώαις•
+και συ 'λθες τότε αυτού• θεός πρέπει να σ' έχη σπρώξει,
+των Τρώων δόξαν θέλοντας να δώση• και σιμά σου 275
+έρχονταν ο θεόμορφος Δηίφοβος• και γύραις
+τρεις έκαμες, την βαθουλή καθίστρα ψηλαφώντας.
+κ' εφώναζες με τ' όνομα των Δαναών τους πρώτους,
+με την φωνή της γυναικός του καθενός εκείνων.
+με τον Τυδείδη τότ' εγώ και ο θείος Οδυσσέας 280
+ακούσαμε, καθήμενοι 'ς την μέση, την βοή σου•
+κ' εμείς οι δυο με προθυμιάν ηθέλαμεν ορμώντας
+έξω να βγούμε, ή μέσαθεν ευθύς ν' αποκριθούμε•
+αλλ' όσο και αν ηθέλαμε, μας κράτησ' ο Οδυσσέας.
+και τα παιδιά των Αχαιών κει μέσα εσίγαν όλα• 285
+ο Άντικλος ηθέλησε μόνος να σ' απαντήση•
+αλλά τον έσφιξ' ο Οδυσσηάς 'ς το στόμα με τα χέρια
+τ' ανδρειωμένα, κ' έσωσε των Αχαιών το γένος,
+κρατώντας, ως 'που επήρε σε κείθε η Παλλάδ' Αθήνη».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 290
+»Μενέλαε διόθρεπτε, πικρότερος ο πόνος,
+αν μ' όλ' αυτά τον όλεθρο δεν έφυγεν εκείνος,
+ουδ' αν βαστούσε σιδηρή 'ς τα στήθη την καρδία.
+αλλά 'ς την κλίνη φέρτε μας, ότ' ήλθεν ήδ' η ώρα
+να πέσουμε, και τον γλυκό τον ύπνο να χαρούμε». 295
+
+Αυτά 'πε• και ταις δούλαις της παράγγειλ' η Ελένη
+να στρώσουν εις την αίθουσα, να βάλουν μέσα ωραία
+και πορφυρά σκεπάσματα, και τάπηταις επάνω,
+και χλαίναις κάτωθε κρουσταίς, να 'χουν να ταις φορέσουν.
+κ' εκείναις απ' το μέγαρον εβγήκαν, κ' εβαστούσαν 300
+φως εις τα χέρια, κ' έστρωσαν• και ο κήρυκας τους ξένους
+έμπασε, και 'ς τον πρόδομον αυτού πλαγιάσαν κείνοι,
+ο ήρωας Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης•
+και ο Ατρείδης εις τ' απόκρυφα του δόμου, και σιμά του
+η Ελένη η μακροπέπλωτη, η αταίριαστη γυναίκα. 305
+
+Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+και ο μαχητής Μενέλαος εγέρθη από την κλίνη,
+ενδύθη, και το κοφτερό 'ς τον ώμο έζωσε ξίφος.
+'ς τα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια,
+κ' εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων. 310
+του Τηλεμάχου ωμίλησε καθήμενος σιμά του•
+
+«Ω ήρωα Τηλέμαχε, ποια σ' έφερ' εδώ χρεία,
+να 'λθης 'ς την Λακεδαίμονα, την θάλασσα περνώντας;
+χρεία δική σου ή του κοινού; ειπέ μου το μ' αλήθεια».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 315
+«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα,
+ήλθ' ίσως κάποιον άκουσμα μου είπης του πατρός μου.
+μου τρώγεται το σπίτι μου, μου φθείροντ' οι αγροί μου,
+η κατοικιά μου εγέμισεν εχθρούς, οπ' όλ' ημέρα
+πυκνά τ' αρνιά μου σφάζουσι, τα στριφοπόδα βώδια, 320
+οι απόκοτοι και υβριστικοί μνηστήρες της μητρός μου.
+για τούτο τώρα σου 'πεσα 'ς τα γόνατα, να μάθω
+πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες
+ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε
+εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε, παραδαρμούς η μοίρα. 325
+μηδ' από σέβας το μηδέν, ή λύπη, μου γλυκάνης,
+αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες, ειπέ μου ένα προς ένα•
+ναι, σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας
+λόγον ή πράξι εδέχθηκε, κ' ετέλειωσε για σένα,
+'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη, 330
+τώρα να μου τα θυμηθής, και ειπέ μου την αλήθεια».
+
+Και ο ξανθός Μενέλαος εβάρυνε και είπε•
+«Ω Θε, 'ς την κλίνην ήθελαν ανδρός ανδρειωμένου
+εκείνοι, 'που 'ναι άνανδροι, τωόντι να πλαγιάσουν!
+και ως ελαφίνα, αν δυνατού λεονταριού 'ς τον λόγγο 335
+κοιμίση βυζανάρικα νεογέννητα λαφάκια,
+όρη κατόπι αναζητά και χορτερά λαγκάδια
+βόσκοντας, και εις την κοίτη του γυρίζει έπειτα εκείνος,
+και τρομερά με τα παιδιά χαλά και την μητέρα•
+όμοιο 'ς αυτούς ο Οδυσσηάς φρικτό θα φέρη τέλος. 340
+και ω Δί', Αθήνη, Απόλλωνα, αν τέτοιος, ως εφάνη
+'ς την Λέσβο την καλόκτιστη, 'που αμέσως εσηκώθη
+'ς την πρόκλησι, κ' επάλαισε με τον Φιλομηλείδη,
+και ανδρεία τον κατάβαλε, και όλ' οι Αχαιοί 'χαρήκαν,—
+αν τέτοιος έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσ' εις τους μνηστήραις, 345
+'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γίν' ο γάμος,
+και τούτα, οπού παρακαλείς και μ' ερωτάς, δεν θέλει
+άλλα σου ειπώ ξεφεύγοντας, ουδέ θα σ' απατήσω,
+αλλ' όσα μου 'πε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης,
+ένα προς ένα θα σου ειπώ, κανένα δεν θα κρύψω. 350
+
+'Σ τον Αίγυπτον οι αθάνατοι, ενώ για δω κινούσα,
+μ' εκράτησαν, ότι 'ς αυτούς δεν έκαμα εκατόμβαις•
+κ' εκείνοι να ενθυμούμεθα ταις προσταγαίς τους θέλουν.
+κ' είναι νησί 'ς την θάλασσα την πολυκυματούσα,
+εκεί 'ς τον Αίγυπτον εμπρός, και Φάρο τ' ονομάζουν, 355
+και απέχει τόσο διάστημα, όσο μετρά καράβι,
+αν πρύμος άνεμος σφοδρός ολήμερα φυσήση•
+λιμένας μέσ' ακίνδυνος, απ' όπου τα καράβια
+βγάζουν 'ς την θάλασσαν, αφού μαύρο νερόν επήραν.
+κει μ' εκρατούσαν οι θεοί είκοσ' ημέραις, μήτε 360
+άνεμοι θαλασσόπνοοι φαίνονταν, 'που τα πλοία
+ξεπροβοδούν 'ς τα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης.
+και θε να ελείπαν η τροφαίς, κ' οι άνδρες θα εμαραίναν,
+αν μια δεν μ' είχ' ελεηθή θεά, και μ' είχε σώσει,
+κόρη τ' ανδρείου γέροντα της θάλασσας Πρωτέα, 365
+η Ειδοθέα, 'πώγγιξα μάλιστ' αυτής το σπλάχνος.
+αυτή μ' ηύρε οπού σέρνομουν, χωρίς συντρόφους, μόνος•
+ότι εγυρίζαν 'ς το νησί και αλίευαν εκείνοι,
+με κυρτ' αγκίστρια, την σκληρή την πείναν όπως σιγάσουν.
+και αυτή κοντά μου εστάθηκε, μου ωμίλησε και είπε• 370
+
+Ω ξένε, τάχ' ανόητος είσαι, 'ς την γνώμη χαύνος,
+ή θέλεις το και αφίνεσαι, σ' αρέσει να παθαίνης;
+τόσους καιρούς εις το νησί κρατιέσαι, και ουδέ τέλος
+δύνασαι ναύρης, και η καρδιά της συντροφιάς σου λυόνει.
+
+Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα• 375
+Όποια και αν ήσαι των θεών εσύ, θα σ' απαντήσω.
+δεν θέλω το και μένω εδώ, αλλά των αθανάτων,
+'πώχουν τον μέγαν ουρανόν, αμάρτησα, λογιάζω.
+αλλά συ 'πε μου, — κ' οι θεοί γνωρίζουσι τα πάντα,—
+ποιος μ' εμποδίζει των θεών και μ' έδεσε εις τον δρόμο, 380
+και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω.
+
+Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως•
+Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια,
+συχνάζει εδώ ένας άψευτος γέροντας πελαγήσιος,
+Πρωτέας ο αθάνατος, Αιγύπτιος, 'που τα βάθη 385
+γνωρίζει όλης της θάλασσας, δούλος του Ποσειδώνα.
+πατέρας μου είναι, ως λέγουσιν, αυτός μ' έχει γεννήσει.
+καρτέρι εκείνου αν δύνοσουν να 'στήσης και τον πιάσης,
+τον δρόμο αυτός θα σου 'λεγε, του ταξειδιού το μάκρος,
+και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσης. 390
+και αυτός ακόμη θα σου ειπή, διόθρεπτε, αν το θέλης,
+ό,τι κακό 'ς το σπίτι σου και ό,τι καλό συνέβη,
+ενώ 'λειπες 'ς το μακρυνό και δύσκολο ταξείδι.
+
+Αυτά 'πε, και 'ς αυτήν εγώ απάντησα και είπα•
+Τώρα του θείου γέροντα συ ναύρης το καρτέρι, 395
+μήπως μου φύγη, αν προϊδή το πράγμα ή το προμάθη•
+ότι θνητός είναι βαρύ θεόν να καταβάλη.
+
+Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως•
+Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια.
+ο Ήλιος όταν αναιβή τα μεσουράνια μέρη, 400
+έρχεται από την θάλασσαν ο άψευτος ο γέρος,
+'ς το μαύρον ανατρίχιασμα, 'π' ο Ζέφυρος σηκόνει,
+και άμ' έξω βγη, 'ς τα σπήλαια τα θολωτά κοιμάται.
+γύρω του η φώκαις, της καλής απόγονοι Αλοσύδνης,
+μαζή πλαγιάζουν, βγαίνοντας από το λευκό κύμα, 405
+και πικροπνέουν της βαθειάς θαλάσσης μυρωδία.
+εκεί το γλυκοχάραμμα εγώ θα σ' οδηγήσω,
+θα σε πλαγιάσω αραδικώς, και τρεις θε να διαλέξης
+συντρόφους, τους καλήτερους, όπ' έχεις 'ς τα καράβια.
+και όλαις εγώ θέλει σου ειπώ ταις πονηριαίς του γέρου• 410
+'ς ταις φώκαις πρώτα θε να 'λθή, και θα ταις αριθμήση•
+και, άμ' όλαις ταις εμέτρησε κ' εθώρησε, θα πέση
+'ς την μέση τους, ως ο βοσκός 'ς την μέση των προβάτων.
+και ως τον ιδήτε, 'πώπεσε 'ς τον ύπνο, τότε αμέσως
+την δύναμι θα βάλετε και την καρδιά σας όλη, 415
+κρατώντας τον, και ας προσπαθή μ' αγών' αυτός να φύγη•
+θα δοκιμάση, θα γενή 'ς την γην όσα κινούνται
+θεριά, θα γένη και νερό, και πυρ θεοφλογισμένο•
+και σεις πάντοτε ακλόνητοι βαστάτε σφίγγοντάς τον
+στενώτερα• αλλ' άμ' αυτός μόνος του σ' ερωτήση, 420
+και γένη όπως τον είδετε 'ς τον ύπνο, 'που εκοιμώνταν,
+την βία τότε παύσετε και λύσετε τον γέρο,
+ήρωα, κ' ερώτα ποιος θεός σε βασανίζει τώρα,
+και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσης.
+
+Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζ', εβυθίσθη. 425
+κ' εγώ 'ς τα πλοία κίνησα, 'που εστέκονταν 'ς τον άμμο,
+και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν.
+και αφού 'ς το πλοίον έφθασα, 'ς την άκρη της θαλάσσης,
+τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρ' ήλθε νύκτα•
+'ς το περιγιάλι επιέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. 430
+κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+κ' επήρα της πλατύπορης της θάλασσας την άκρη,
+προς τους θεούς ευχόμενος θερμά, με τρεις συντρόφους,
+'που για κάθε κατόρθωμα πίστιν πολλήν τους είχα.
+και απ' του πελάγου τους βυθούς εκείνη τότ' εφάνη, 435
+κ' έφερε δέρματα φωκών τέσσερα, κ' ήσαν όλα
+νειόγδαρτα• εσοφίζονταν απάτη του πατρός της.
+και αφού 'ς τον άμμο αυλάκωσε πλαγιάσματα, εκαθόνταν
+μένοντας• κ' εμείς φθάσαμε σιμά της• τότε αράδα
+μας πλάγιασε κ' εσκέπασε με δέρμα ένα καθέναν. 440
+καρτέρι θα ήταν κει βαρύ• μας έπνιγε η βαρεία
+των θαλασσόθρεπτων φωκών οσμή φαρμακωμένη.
+και ποιος βαστά να κοιμηθή με τέρας του πελάγου;
+αλλά μας έσωσεν αύτη με ανάσασι μεγάλη•
+εις τα ρουθούνια καθενός μας έθεσε αμβροσία 445
+μυρόβολη, και την οσμήν αφάνισε του κήτους.
+και όλη την αυγή μείναμε, με υπομονή, μ' αγώνα.
+και η φώκαις απ' την θάλασσαν ήλθαν μαζή, και αράδα
+εις τ' ακρογιάλι επλάγιασαν, και από τα βάθη ο γέρος
+ήλθε καταμεσήμερα, και αυτού ταις φώκαις ηύρε, 450
+ταις παχουλαίς, κ' εξέτασε και αρίθμησέ ταις όλαις,
+κ' εμάς πρώτους λογάριασε 'ς τα κήτη, και ότι δόλος
+ήταν δεν εδοκήθηκε, και επλάγιασε κ' εκείνος.
+και με βοή χουμήσαμε και αδράξαμέν τον όλοι
+σφικτά, και αυτός δεν ξέχασε την δολερή του τέχνη. 455
+και πρώτ' απ' όλα εγίνηκε λέοντας καλογένειος,
+ευθύς κατόπι δράκοντας, και πάρδαλις, και κάπρος•
+νερό ρεούμεν' έγινε, και δένδρον υψωμένο.
+τον εκρατούσαμεν εμείς, με υπομονή, μ' αγώνα•
+και ο γέρος, άμ' απόκαμε 'ς τόσους 'πώχει δόλους, 460
+προς εμέ τότ' ωμίλησε, κ' ερώτησέ με• Ποίος
+θεός, Ατρείδη, σου 'δειξε καρτέρι να μου στήσης,
+και να με πιάσης στανικώς; ποια έχεις εσύ χρεία;
+
+Αυτά 'πε κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα•
+Γνωρίζεις, γέρε, — τι ερωτάς τούτα, να με πλανέσης; — 465
+'που 'ς το νησί τόσους καιρούς κρατιούμαι, και ουδέ τέλος
+δύναμαι ναύρω, και η καρδιά της συντροφιάς μου λυόνει.
+αλλά συ 'πέ μου,—και οι θεοί γνωρίζουσι τα πάντα—
+ποιος μ' εμποδίζει των θεών, και μ' έδεσε εις τον δρόμο,
+και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω. 470
+
+Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος•
+Του Δία και των άλλων αθανάτων ταις θυσίαις,
+πριν ξεκινήσης, έπρεπε να κάμης, όπως φθάσης,
+το μαύρο πέλαο σχίζοντας, γλήγορα εις την πατρίδα.
+ότι δεν θέλ' η μοίρα σου να ιδής τους ποθητούς σου, 475
+το σπίτι το περίλαμπρο και την γλυκειά πατρίδα,
+παρ' αφού πάλιν αναιβής του Αιγύπτου το ποτάμι,
+'που 'ναι βιοκαταίβατο, και κάμης εκατόμβαις
+των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους•
+τότε τον δρόμο, 'που ποθείς, αυτοί θα σου χαρίσουν. 480
+
+Τούτα μου είπε, και η καρδιά στο στήθος μου ερραγίσθη•
+ότι το μαύρο πέλαγος μου επρόσταζε να σχίσω
+οπίσω προς τον Αίγυπτο• μακρύ, βαρύ ταξείδι.
+και μ' όλα ταύτα προς αυτόν ωμίλησα και πάλιν•
+
+Τούτα θα πράξω, γέροντα, όπως εσύ προστάζεις. 485
+αλλά ζητώ σε να μου ειπής μ' αλήθεια τούτο, αν όλοι
+άβλαπτοι με τα πλοία τους οι Αχαιοί γυρίσαν,
+όσους εγώ και ο Νέστορας αφήσαμε εις την Τροία,
+ή αν κακό 'ς την θάλασσα κανείς έλαβε τέλος,
+ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις ποθηταίς αγκάλαις. 490
+
+Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος•
+Ατρείδη, αυτά τι μ' ερωτάς; ποσώς δεν σε συμφέρει
+να ηξεύρης και να μάθης κείνα, 'που κλεί μέσα ο νους μου•
+πολληώρα δεν θα 'σαι άκλαυτος, όταν τ' ακούσης όλα.
+ότι απ' αυτούς πέσαν πολλοί, και άλλοι πολλοί εσωθήκαν. 495
+των αρχηγών των Αχαιών εχάθηκαν δυο μόνοι
+'ς τον γυρισμό• 'ς τον πόλεμο και συ παρευρισκόσουν.
+ένας ακόμη ζωντανός 'ς τα πέλαγα κρατιέται•
+και ο Αίας 'ς τα μακρύκουπα καράβια του αφανίσθη•
+εις ταις Γυραίς πρώτ' έφερεν αυτόν ο Ποσειδώνας, 500
+τραναίς πέτραις, κ' εφύλαξεν απ' την θαλασσοζάλη•
+κ' είχε σωθή, και μισητός ας ήταν της Αθήνης•
+αλλ' είπε λόγον βλάσφημον, μεγάλως ετυφλώθη•
+πως έφυγ', είπε, εις των θεών το πείσμ', από το βάθος•
+ο Ποσειδώνος άκουσε 'που αυτός μεγαλολόγα, 505
+και άδραξ' ευθύς την τρίαινα 'ς τα χέρια τ' ανδρειωμένα,
+την Γυρή πέτρα εκτύπησε, την έσχισε• ένα μέρος
+έμειν' αυτού• 'ς το πέλαγο τ' απόκομμα εβυθίσθη,
+'π' ο Αίας πρώτα εκάθονταν την ώρα 'που ετυφλώθη,
+κ' έφερνε αυτόν 'ς τον άπειρον κυματισμένον πόντο. 510
+έτσι αφανίσθηκεν αυτός αφού κατέπιε άρμη.
+και ο αδελφός σου εξέφυγε τότε την μαύρη μοίρα
+μες τα βαθειά καράβια του• τον έσωσεν η Ήρα.
+αλλ' όταν εκοντόφθανε 'ς το όρος του Μαλέα
+το υψηλό, τον άρπαξε κ' επήρε ανεμοζάλη 515
+'ς την ιχθυοφόρα θάλασσα, και αυτός βαρειά βογγούσε.
+και κείθ' έδειχνε ακίνδυνος ακόμη ο γυρισμός τους,
+κ' έστειλαν πρύμον οι θεοί, κ' έφθασαν 'ς την πατρίδα,
+εις ακρογιάλι εξοχικόν, όπου εκατοίκα ο Θυέστης
+το πάλαι, τότ' ο Αίγισθος υιός του εκατοικούσε. 520
+κ' εκείνος μ' αναγάλλιασι 'ς το πατρικό του χώμα
+επάτησε, και το 'πιασε, κ' εφίλειε το με πλήθια
+δάκρυα θερμά, χαρούμενος ότ' είδε την πατρίδα•
+και απ' την σκοπιά τον ξάνοιξε ο σκοπός, οπού 'χε στήσει
+ο δολερός ο Αίγισθος, και του χε τάξει δώρο 525
+δυο χρυσά τάλαντα, και αυτός ολοχρονής εφύλα,
+μη του περάση απάντεχος και δράξη ευθύς τα όπλα•
+και του ποιμένα των λαών κατέβη να το είπη.
+κ' ευθύς τέχνασμα επίβουλον ο Αίγισθος ευρήκε•
+είκοσι παίρνει διαλεκτούς άνδραις, κ' εις ένα μέρος 530
+τους κρύβει, και αλλού τράπεζα προστάζει να ετοιμάσουν•
+και αυτός τον Αγαμέμνονα κατέβη να καλέση,
+με άλογα, με άμαξαις, και έργ' άσχημα εμελέτα.
+τον πήρε ανυποψίαστον του ολέθρου, εδείπνισέ τον
+κ' εσκότωσε, ως σκοτόνουσι το βώδι 'ς το παχνί του. 535
+και ουδ' ένας τότε απόμεινε της συντροφιάς τ' Ατρείδη,
+ουδέ του Αιγίσθου, αλλ' όλοι τους 'ς το σπίτι εφονευθήκαν.
+
+Τούτα μου είπε, και η καρδιά 'ς το στήθος μου ερραγίσθη.
+κ' έκλαια καθήμενος 'ς τον άμμο, και η ψυχή μου
+να ζήση πλειά δεν ήθελε, να ιδή το φως του ηλίου. 540
+και αφού χάμου κυλιούμενος εχόρτασα το κλάμμα,
+είπε μου τότε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης•
+
+Τόσο μην κλαις πολύν καιρόν, Ατρείδη, ότι το κλάμμα
+τίποτε δεν μας βοηθεί• μόν' ίδε εις την πατρίδα
+να φθάσης το ταχύτερο, και ακόμη θα τον εύρης, 545
+ή ζωντανόν, ή επρόλαβεν ο Ορέστης να τον κόψη•
+και τότε 'ς το νεκρώσιμο τραπέζι θα τους φθάσης.
+
+Αυτά 'πε, και η καρδία μου κ' η ανδρική ψυχή μου,
+μ' όλον οπού περίλυπη, 'ς τα στήθη μου εζεστάθη.
+και προς αυτόν ωμίλησα με λόγια πτερωμένα• 550
+
+Τούτους ηξεύρω τους, αλλά τον τρίτον λέγε μ' άνδρα,
+κείνον, 'που ακόμη ζωντανός 'ς τα πέλαγα κρατιέται,
+ή απέθανε, και αν λυπηθώ, θέλ' όμως να τ' ακούσω.
+
+Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος•
+Ο Λαερτιάδης είναι αυτός, κάτοικος της Ιθάκης. 555
+'ς ένα νησί τον είδα εγώ δάκρυ λαμπρό να χύνη,
+'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'πού με βία
+κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση 'ς την πατρίδα•
+ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους,
+όπως 'ς τα νώτα τα πλατειά τον φέρουν της θαλάσσης. 560
+και συ, Μενέλαε, του Διός θρέμμα, δεν θέλ' η μοίρα
+'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο να κλείσης την ζωή σου•
+αλλά 'ς τα όρια σε της γης, εις την ηλύσια χώρα,
+'που 'ναι ο ξανθός Ραδάμανθυς, οι αθάνατοι θα στείλουν,
+όπου ελαφρότατ' η ζωή διαβαίνει των ανθρώπων• 565
+χειμώνας όχι αυτού πολύς, όχι βροχή και χιόνι,
+αλλά Ζεφύρου φύσημα γλυκόπνοο, κινώντας
+πάντοτε απ' τον Ωκεανό, δροσίζει τους ανθρώπους•
+ότ' είσαι του Διός γαμβρός, έχοντας την Ελένη.
+
+Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζε, εβυθίσθη• 570
+κ' εγώ 'ς τα πλοία κίνησα με τους καλούς συντρόφους,
+και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν.
+και αφού 'ς το πλοίο φθάσαμε, 'ς την άκρη της θαλάσσης,
+τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρτ' ήλθε νύκτα•
+'ς το περιγιάλι πέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. 575
+και με την ροδοδάκτυλην Ηώ, του όρθρου κόρη,
+πρώτα 'ς την θεία θάλασσα σύραμε τα καράβια,
+και τα κατάρτια στήσαμε, κ' επάνω τα πανία,
+και εις τα σανίδια κάθισαν εκείνοι αραδιασμένοι,
+και το λευκό το πέλαγο με τα κουπιά κτυπούσαν• 580
+και 'ς το διοκαταίβατο του Αιγύπτου το ποτάμι
+άραξα οπίσω, κ' έκαμα εκατόμβαις, και αφού τέλος
+των αθανάτων έπαυσα την όργητα, έναν τάφο
+σήκωσα του Αγαμέμνονα, να μείνη άσβυστ' η φήμη.
+και τούτ' αφού τελείωσα πρύμον ευθύς μου στείλαν 585
+οι αθάνατοι, και μ' έφεραν 'ς την ποθητή πατρίδα.
+αλλ' άκουσέ με, θέλησε 'ς το σπίτι μου να μείνης,
+ως 'που να φέξ' η ενδέκατη, ή δωδεκάτ' ημέρα•
+και ως πρέπει εγώ σε προβοδώ τότε, και θα σου δώσω
+δώρα λαμπρά, τρί' άλογα, και στιλβωτόν αμάξι, 590
+ποτήρι ακόμη ένα εύμορφο, μ' εκείνο να σπονδίζης
+προς τους θεούς, και ολοζωής εμέ συ να θυμάσαι».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου•
+«Ατρείδη, εδώ πολύν καιρό να με κρατής μη θέλης•
+χρόνον εγώ θε να 'μενα ολόκληρον σιμά σου, 595
+το σπίτι μου και τους γονείς χωρίς να επιθυμήσω•
+ότ' εις τους λόγους σου πολύ και εις τα διηγήματά σου
+τέρπομαι• αλλά βαρύνονται οι σύντροφοι 'ς την Πύλο
+την ιερή, και συ πολύν καιρό θα με κρατήσης.
+και ό,τι μου δώσης χάρισμα, ως θησαυρό θα το 'χω. 600
+και εις την Ιθάκη τ' άλογα δεν παίρνω• θα τ' αφήσω
+εδώ 'ς εσέ, να τα χαρής εσύ, 'που κυριεύεις
+πλατειά πεδιάδ', όπ' άφθονα κύπερη και τριφύλλι,
+σίτοι, ζειαίς, πολύσταχα λευκά κριθάρια βγαίνουν.
+εις την Ιθάκη δεν είναι δρόμοι πλατείς, λειβάδια• 605
+τόπος αιγιδοβόσκητος, αλλ' έχει χάραις όσαις
+δεν έχει ο αλογοβόσκητος, και 'ς τα νησιά δεν είναι
+ούτε λειβάδι ούτ' άλογα• κ' εξόχως 'ς την Ιθάκη».
+
+Αυτά 'πε• εγλυκογέλασεν ο μαχητής Μενέλαος,
+εχάιδευσέ τον, έκραξε κατ' όνομα και του 'πε• 610
+
+«Εις ό,τι λέγεις, τέκνο μου, απ' αίμα καλό δείχνεις•
+κ' είμαι αρκετός τ' άλογ' αυτά μ' άλλο να μεταλλάξω•
+και απ' όσα είναι στο σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα,
+πανεύμορφο, πολύτιμο, θα σου φιλοδωρήσω.
+κρατήρα καλοκάμωτον θέλει σου δώσω, 'π' όλος 615
+είναι αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη,
+έργον του Ηφαίστου• ο Φαίδιμος ήρωας μου το 'χει δώσει,
+των Σιδονίων βασιληάς, 'ς την σκέπη του όταν ήλθα,
+διαβάτης εις τον γυρισμό• και συ να το 'χης θέλω».
+
+Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους• 620
+και οι καλεσμένοι επήγαιναν 'ς του βασιληά το σπίτι•
+και άλλοι εφέρναν πρόβατα, άλλοι κρασιά γενναία•
+άρτον η εύμορφομάντηλαις γυναίκες τους εστέλναν,
+έτσι αυτού μες 'ς τα δώματα τον δείπνον ετοιμάζαν.
+
+Και εις του Οδυσσηά το μέγαρο κατέμπροσθε οι μνηστήρες 625
+με δίσκους διασκέδαζαν, και ρίχνοντας ακόντια,
+'ς την στρωτήν γην, όπου απ' αρχής την έπαρσί τους δείχναν.
+και των μνηστήρων οι αρχηγοί και 'ς την ανδρεία πρώτοι,
+ο Αντίνοος και ο θεόμορφος Ευρύμαχος, καθόνταν.
+'ς αυτούς ήλθε ο Νοήμονας, ο γόνος του Φρονίου, 630
+και αυτού προς τον Αντίνοον ωμίλησ' ερωτώντας•
+
+«Αντίνοε, τάχα ηξεύρομεν, ή άγνωστο μας είναι,
+πότ' έρχεται ο Τηλέμαχος απ' την αμμώδη Πύλο;
+με το καράβι μ' έφυγε, και το 'χω ανάγκη τώρα,
+να διαβώ 'ς την Ήλιδα, που δώδεκα φοράδες 635
+μου βόσκουν, κ' έχουν 'ς το βυζί φιλόπονα μουλάρια
+αδάμαστα• και θα 'παιρνα κανένα να δαμάσω».
+
+Είπε, κ' εκείνο εθαύμασαν, γιατί 'ς την Νήλια Πύλο
+δεν έλεγαν πως πέρασεν, αλλ' ότι 'ς τους αγρούς του
+με τα κοπάδια του έμενεν ή τον χειροβοσκό του. 640
+και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος του ωμίλησε και του 'πε•
+
+«Μ' αλήθεια 'πε μου πότε αυτός έφυγε, και ποιους είχε
+συντρόφους; μήπως διαλεκτούς επήρε της Ιθάκης,
+ή μισθωτούς και δούλους του; θα το 'κανε και τούτο!
+και τ' άλλο ειπέ μου καθαρά να μάθω, το καράβι 645
+σου επήρε τάχα στανικώς, ή με τον καλόν τρόπο
+σ' έφερε και του το 'δωκες συ με την θέλησί σου;»
+
+Και απάντησε ο Νοήμονας, ο γόνος του Φρονίου•
+
+«Του το 'δωκ' αυτοθέλητα' τι 'θελε πράξη και άλλος,
+αν άνδρας τέτοιος, έχοντας φροντίδαις εις τον νου του, 650
+παρακαλή; ήταν βαρύ τινάς να του τ' αρνιέται.
+συντρόφους είχε του λαού τα πρώτα παλληκάρια,
+κ' είδ' αρχηγό τον Μέντορα, 'που επήγαινε μαζή τους,
+είτε θεός• τον Μέντορα εκείνος ώμοιαζ' όλος.
+αλλ' απορώ• χθες το ταχύ τον Μέντορ' είδα εμπρός μου, 655
+και εις το καράβ' είχ' έμπη αυτός τότε να πάη 'ς την Πύλο».
+
+Είπε και άμ' αναχώρησε 'ς το σπίτι του πατρός του.
+κ' οι δύο κείνοι εχόλιασαν 'ς την ανδρική ψυχή τους,
+και τους μνηστήραις κάθισαν και απ' τον αγώνα επαύσαν.
+και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος 'ς την μέσην αυτών είπε, 660
+θλιμμένος• και όλα εγέμισαν θυμό τα σωθικά του
+κατάμαυρα, κ' οι οφθαλμοί φλόγα λαμπρήν ωμοιάζαν•
+
+«Μέγα έργον ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια,
+αυτό, 'που δεν ελέγαμε να γείνη, το ταξείδι!
+'ς το πείσμα τόσων έφυγεν, ιδές, ένα παιδάκι, 665
+αφού καράβι ετράβησε, κ' επήρε και την νειότη
+του τόπου• αρχή 'που 'ς το εξής κακό θα φέρη• ο Δίας
+κείνον να κόψη, πριν αυτός 'ς εμάς φυτεύση πόνους.
+αλλά καράβι δόστε μου ταχύ, κ' είκοσι ανθρώπους
+όπως καρτέρι στήσω του και τον παραφυλάξω 670
+μες 'ς της Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου,
+να κλάψη 'που εταξείδευσε γι' αγάπη του πατρός του».
+
+Όλοι 'ς αυτό συμφώνησαν κ' εκείνον εμψυχόναν•
+κ' εμπήκαν έπειτα μαζή 'ς το σπίτι τ' Οδυσσέα.
+
+Ουδ' άργησε πολύν καιρό να μάθ' η Πηνελόπη 675
+όσα οι μνηστήρες μέσα τους βαθειά μηχανευόνταν•
+ο Μέδοντας ο κήρυκας της τα 'πε, οπού τα μέτρα,
+'που έπλεκαν κείνοι 'ς την αυλήν, είχ' έξωθεν ακούσει.
+και να το είπη εκίνησεν ευθύς της Πηνελόπης•
+και ως το κατώφλι αυτός πατεί του λέγ' η Πηνελόπη• 680
+
+«Κήρυκα, και τι σ' έστειλαν οι θαυμαστοί μνηστήρες;
+του θείου μήπως Οδυσσηά ταις δούλαις να προστάξης,
+τα έργα ν' αφήσουν και εις αυτούς τον δείπνο να ετοιμάσουν;
+γάμους αλλού να μη ζητούν, αλλού να μη συχνάζουν,
+αλλ' ας δειπνήσουν τώρ' εδώ τον ύστερό τους δείπνο! 685
+'που γύρωθεν ερχόμενοι πυκνοί φθείρετε πλούτη,
+του Τηλεμάχου τα καλά• και τάχ' απ' τους γονείς σας
+πρότερον δεν ακούετε, ότ' ήσασθε παιδία,
+ποίος εις τους πατέραις σας ήταν ο Οδυσσέας,
+'που δεν αδίκησε ποτέ με λόγον ή με πράξι 690
+κανέναν, ως το συνηθούν οι βασιλείς οι θείοι,
+οπ' έναν άνθρωπον μισεί, τον άλλον αγαπάει.
+και αυτός εις άνθρωπον ποτέ κακό δεν έχει πράξει•
+αλλ' η ψυχή σας φαίνεται και τ' άπρεπα σας έργα,
+ουδέ 'ς τα ευεργετήματα κατόπι έμεινε χάρι». 695
+
+Και ο Μέδοντας ο συνετός ωμίλησέ της κ' είπε•
+«Να ήταν αυτό, βασίλισσα, μες' 'ς τα κακά το πρώτο•
+αλλ' ένα μεγαλήτερο, και φοβερώτερ', άλλο
+τώρα οι μνηστήρες μελετούν, να το εμποδίση ο Δίας•
+να κόψουν τον Τηλέμαχον ζητούν 'ς τον γυρισμό του• 700
+κ' εκείνος πήγεν, άκουσμα να μάθη του πατρός του,
+'ς την θείαν Λακεδαίμονα και εις Πύλο την αγία».
+
+Είπε• και αυτής τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία•
+αμιλησιά τα λόγια της επήρε, κ' εγεμίσαν
+δάκρυα τα μάτια, κ' έσβησεν η δροσερή φωνή της. 705
+και αργά πολύ μετέπειτα απάντησέ του κ' είπε•
+
+«Κήρυκα, το παιδί γιατί μου 'φυγε; δεν συμφέρει
+εις τα καράβια νά 'μπη αυτός, οπού 'ναι για τους άνδραις
+'σαν της θαλάσσης άλογα, και σχίζουν τόσο κύμα.
+ή μήπως θέλει να χαθή 'ς την γη και τ' όνομά του;» 710
+
+Και ο Μέδοντας ο συνετός της είπε• «Δεν γνωρίζω
+αν ήταν θεού κίνημα, ή μόνον της ψυχής του,
+'που 'ς την Πύλο τον έσπρωξε ν' ακούση, αν ο πατέρας
+θα γύρη ή και ποιο στάθηκε το τέλος της ζωής του».
+
+Αυτά 'πε, και ανεχώρησε 'ς τα δώμα του Οδυσσέα. 715
+και αυτήν ο πόνος έζωσε σκληρός, και δεν εμπόρει
+πλειά να καθίση 'ς το θρονί,—κ' ήσαν πολλά 'ς το σπίτι—
+αλλά 'ς του τεχνικώτατου θαλάμου το κατώφλι
+εκάθισε δακρύζοντας πικρά, και η δούλαις όλαις,
+η νηαίς ομού και η παλαιαίς, τριγύρω εσιγοκλαίαν. 720
+κ' εκείνη κλαίοντας πυκνά ταις είπε- «Αγαπηταίς μου,
+ακούτε• πάθη περισσά εμένα έδωκε ο Δίας,
+απ' όσαις εγεννήθηκαν μ' εμέ και ανατραφήκαν•
+π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα, λεοντόκαρδον και μέγαν
+'ς όλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, 725
+'που 'ς την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε.
+και τώρα το μονάκριβον ο άνεμος μου πήρε
+άδοξ' από το σπίτι μου, ούδ’ ένοιωσα 'που εβγήκε.
+σκληραίς, και δεν ευρέθηκε μέσ' από σας καμμία,
+ενώ τα ηξεύρετε καλά, να 'λθη να μ' εξυπνίση, 730
+την ώρα 'π' αυτός έμπαινε 'ς το βαθουλό καράβι•
+και αν το ταξείδι εγνώριζα πως μελετούσε κείνος,
+δεν έφευγε, τον πόθο του και ας είχε εις το ταξείδι,
+ή εμένα εδώ θε ν' άφινε 'ς το σπίτι απεθαμένη.
+αλλ' ας μου κράξουν βιαστικά τον γέρο το Δολίο, 735
+τον δούλο, 'π' όταν ήλθα εδώ μου 'δωκεν ο πατέρας,
+και μου τηρά το σύδενδρο κηπάρι, και να τρέξη,
+για να καθίση και να ειπή τούτ' όλα του Λαέρτη,
+'ς τον λογισμό του ίσως αυτός κάποιαν βουλήν υφάνη,
+εις τους λαούς ερχόμενος για να κλαυθή, πως θέλουν 740
+εκείνου και του Οδυσσηά τον γόνο ν' αφανίσουν».
+
+Κ' η Ευρύκλεια της απάντησεν, η αγαπητή βυζάστρα•
+«Γλυκειά μου νύμφη, μάχαιραν έπαρε να με σφάξης,
+ή άφες με 'ς το σπίτι σου• το πράγμα δεν σου κρύβω.
+τα εγνώριζ' όλα, κ' έδωκα 'ς αυτόν ό,τι ζητούσε, 745
+τον άρτο, το γλυκό κρασί• και εις μέγαν μ' έβαλ' όρκο,
+να μη σου ειπώ εγώ τίποτε πριν φέξ' η δωδεκάτη,
+ή μόνη επιθυμήσης τον και μάθης ότι εβγήκε,
+όπως μη φθείρης κλαίοντας την εύμορφην ειδή σου.
+αλλά, το σώμ' αφού λουσθής και καθαρά φορέσης, 750
+πάρε ταις υπηρέτριαις σου, 'ς τ' ανώγι αναίβα κ' εύχου
+της Αθηνάς, της θυγατρός του αιγιδοφόρου Δία,
+'που αυτόν και από τον θάνατο τότε ημπορεί να σώση.
+και γέροντα ταλαίπωρον συ μη ταλαιπωρήσης•
+ουδ' οι αθάνατοι, θαρρώ, παντάπασι το γένος 755
+τ' Αρκεισιάδη εμίσησαν, και κάποιος θ' απομείνη,
+να 'χη τα υψηλά δώματα και τους παχείς αγρούς του».
+
+Αυτά 'πε, και αυτής κοίμισε τους θρήνους και τα μάτια
+στέγνωσε• κείνη ελούσθηκε κ' εφόρεσε καθάρια,
+'ς τ' ανώι με ταις γυναίκαις της ανέβη και ουλοχύταις 760
+έθεσεν εις το κάνιστρο, και ευχόνταν της Αθήνης•
+
+«Άκου με, κόρη αδάμαστη του αιγιδοφόρου Δία•
+εάν ποτε ο πολύβουλος 'ς το σπίτι του Οδυσσέας
+μερία σου 'καψε παχειά βωδιών ή και προβάτων,
+τώρα να μου τα ενθυμηθής, και σώσε το παιδί μου, 765
+και παύσε την αποκοτιά των πονηρών μνηστήρων».
+
+Είπε κ' εφώναξε• η θεά δέχθηκε την ευχή της•
+και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν•
+κ' ένας απ' τους απόκοτους τους νέους είπε• «Γάμον
+άσφαλτ' η πολυμνήστευτη βασίλισσα ετοιμάζει 770
+'ς εμάς, και φόνος αγνοεί 'που γίνεται του υιού της».
+
+Αυτά πε, και τι γίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν.
+και ωμίλισ' ο Αντίνοος 'ς εκείνους μέσα, κ' είπε•
+
+«Δαίμονες, τα υπερήφανα λόγια ν' αφήστε τώρα
+όλα μαζή, μήπως κανείς και μέσα τ' αναφέρη. 775
+και ας σηκωθούμ' έτσι σιγά, και ας δώσουμ' εμείς τέλος
+'ς αυτό, 'που εβουλευθήκαμε και αποφασίσαμ' όλοι».
+
+Αυτά 'πε, και άμ' εδιάλεξαν είκοσι παλληκάρια,
+κ' εκίνησαν προς το ταχύ καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι•
+και πρώτα απ' όλα ετράβηξαν 'ς την θάλασσα το πλοίον, 780
+και μες το πλοίον έβαλαν κατάρτι και πανία,
+και τα κουπιά με τα λουριά προς τους σκαρμούς εδέσαν,
+με τάξιν όλα, και άπλωσαν τα ολόλευκα πανία•
+και οι τολμηροί θεράποντες τα όπλα εκεί τους φέραν•
+και τ' άραξαν σιμά 'ς την γη, ψηλά• κ' εκείνοι εβγήκαν, 785
+και αυτού δειπνήσαν, και να 'λθή το εσπέρας περιμέναν.
+
+Και αυτού 'ς τ' ανώγ' η φρόνιμη κείτονταν Πηνελόπη,
+χωρίς φαγί, χωρίς πιοτό, πολύ συλλογισμένη,
+αν ο υιός της ο καλός τον χάρο θα ξεφύγη,
+ή θα του πάρουν την ζωήν οι απόκοτοι μνηστήρες. 790
+και όσα λεοντάρι μεριμνά, πολλών 'ς την μέση ανθρώπων,
+φοβούμενο, 'που δολερόν τού 'συραν γύρω κύκλον,
+τόσα ενώ συλλογίζονταν, γλυκός την πήρεν ύπνος,
+κ' έπεσε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν.
+
+Τότ' άλλο εφεύρηκε η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 795
+φάντασμα πλάθει, και ώμοιαζε γυναίκα εις την μορφή του,
+η Ιφθίμη, κόρη του υψηλού 'ς το φρόνημα Ικαρίου,
+'π' ο Εύμηλος απ' ταις Φεραίς την είχε πάρει νύμφη•
+κ' έστελνε αυτό 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα,
+κει, 'που 'κλαιε και οδύρονταν, την Πηνελόπη ναύρη, 800
+να παύση αυτής τα κλάμματα, τους θρήνους να σιγάση.
+σιμά 'ς του σύρτη το λουρί 'ς τον θάλαμον εμπήκε,
+'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε•
+
+«Κοιμάσαι με περίλυπην καρδιάν, ω Πηνελόπη;
+όχι, δεν θέλουν οι θεοί, 'που ζουν ευτυχισμένα, 805
+να κλαίης, να λυπιέσαι συ, και ακόμη θα γυρίση
+το τέκνο σου• και των θεών αυτός δεν είναι πταίστης».
+
+Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης,
+πολύ γλυκά ρουχάζοντας 'ς ταις πύλαις των ονείρων•
+
+«Εδώ γιατί 'λθες, αδελφή; ποσώς δεν σ' είδ' ως τώρα 810
+να 'ρχεσαι, γιατί κατοικείς μακρυ' απ' εμένα, πέρα.
+την λύπη παραγγέλλεις με ν' αφήσω και τους πόνους,
+οπού μου θλίβουν την ψυχή, τα σπλάχνα μου ταράζουν,
+'π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα λεοντόκαρδον και μέγαν
+'ς όλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, 815
+'που εις την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε.
+και τώρα πάλι μου 'φυγε τ' αγαπητό παιδί μου
+'ς το πλοίο, κ' είναι αμάθητο 'ς την πράξι και 'ς τους λόγους•
+για τούτον εγ' οδύρομαι πολύ παρά για κείνον,
+για τούτον όλη τρέμω εγώ, φοβούμαι μη μου πάθη, 820
+ή 'ς τους λαούς, 'που πέρασεν, ή μέσα 'ς τα πελάγη•
+ότ' είν' εχθροί κακόβουλοι πολλοί, 'που μηχανώνται
+να τον φονεύσουν, πριν ελθή οπίσω 'ς την πατρίδα».
+
+Και το θαμπό το φάντασμα απάντησεν εκείνης•
+«Θάρρευε, μηδέ φοβηθής τόσο πολύ 'ς τον νου σου• 825
+είναι εις το πλάγι του οδηγός, 'που και άλλοι επιθυμούσαν,—
+γιατί μεγάλα δύναται,—νά στέκεται σιμά τους,
+η Αθηνά• και τώρ' αυτή σε συμπονεί, 'που κλαίεις,
+και μ' εξαπόστειλεν εδώ, τούτα να σου ομιλήσω».
+
+Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης• 830
+«Και αν θεός είσαι, και θεού συ την φωνήν ακούεις,
+και για τον άλλον λέγε μου, τον άμοιρον εκείνον,
+αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του Ηλιού το φως αν βλέπη,
+ή απέθανε, κ' ευρίσκεται 'ς την κατοικιά του Άδη».
+
+Και το θαμπό το φάντασμα απάντησεν εκείνης• 835
+«Γι' αυτόν εγώ δεν θα σου ειπώ ρητώς αν ζη ακόμη,
+ή απέθανε- κ' είναι κακό να λέγωνται τα μάταια».
+
+Είπε, του σύρτη από σιμά της θύρας κείνο εβγήκε,
+και εις των ανέμων ταις πνοαίς εσκόρπισε• και η κόρη
+του Ικαρίου ξύπνησε, και ιλάρωσε η ψυχή της, 840
+'π' όνειρον ολοφάνερον της ήλθεν εις το δείλι.
+
+Και άμ' ανεβήκαν έσχιζαν το πέλαγο οι μνηστήρες,
+του Τηλεμάχου αφεύγατον τον φόνο μελετώντας•
+και πετρωτόν είναι νησί, 'ς την μέση της θαλάσσης,
+της Ιθάκης ανάμεσα και της τραχείας Σάμου, 845
+όχι μεγάλο, η Αστερίς, μ' ακίνδυνα λιμάνια,
+δυο δίστομα, κ' οι Αχαιοί εκεί τον καρτερούσαν.
+
+
+
+Ραψωδία Ε
+
+
+
+Και άφησ' η Ηώ του υπέρλαμπρου του Τιθωνού την κλίνη
+το φως να φέρη των θνητών και άμα των αθανάτων.
+και συγκαθίζαν οι θεοί και 'ς αυτούς μέσα ο Δίας
+ο υψηλοβρόντης, 'που κρατεί την πρώτην εξουσία.
+κ' η Αθήνη τους μνημόνευε τα πάθη του Οδυσσέα, 5
+κ' εσύγκλαι' αυτόν, 'που ευρίσκονταν 'ς τα δώματα της νύμφης•
+
+«Πατέρα Δία, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε,
+πλειά σκηπτροφόρος βασιληάς να μη φανή κανένας
+γλυκός, καλοπροαίρετος, και δίκαιος, και πράος,
+αλλ' ας ήναι σκληρότροπος και τ' άνομα να πράζη• 10
+αφού τον θείον Οδυσσηά κανένας δεν θυμάται
+εις τους λαούς, 'που βασιληά τον είχαν και πατέρα•
+κ' εκείνος κείτεται εις νησί με λύπαις και με πόνους,
+'ς της Καλυψώς τα μέγαρα της νύμφης, 'που με βία
+κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση 'ς την πατρίδα. 15
+ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους,
+'που να τον φέρουν 'ς τα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης.
+και τώρα πάλι μελετούν να σφάξουν τον υιό του,
+καθώς γυρίζει, 'π' άκουσμα να μάθη του πατρός του
+'βγήκε εις την Λακεδαίμονα και εις Πύλο την αγία». 20
+
+Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης•
+«Τέκνο, ποιος λόγος σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα;
+δεν είσαι συ, 'που εσκέφθηκες η ίδια αυτήν την γνώμη,
+να 'λθη ο Οδυσσηάς, κ' ενάντια τους εκδίκησι να πάρη;
+και τον Τηλέμαχον εσύ, γιατ' ημπορείς, προβόδα 25
+με γνώσι, όπως απείρακτος υπάγη 'ς την πατρίδα,
+και άπρακτοι με το πλοίο τους γυρίσουν οι μνηστήρες».
+
+Είπε, κ' εστράφη 'ς τον Ερμήν αμέσως, τον υιό του•
+«Ερμή, 'που σ' έχω μηνυτήν εις όλα, ειπέ της νύμφης,
+εκεί της καλοπλέξουδης, την καθαρή βουλή μας, 30
+ο Οδυσσηάς ο αδάμαστος 'ς την γη του να επανέλθη,
+χωρίς θεόν ή άνθρωπον θνητόν να 'χη σιμά του•
+αλλ' αφού 'ς την πολύδεσμη πλωτή κακοπαθήση,
+θα φθάση αυτός την εικοστήν ημέρα εις την Σχερία,
+γη των Φαιάκων κάρπιμη, και αυτοί θεογέννητοί 'ναι, 35
+και ωσάν θεόν ολόψυχα αυτόν θέλει τιμήσουν,
+και με καράβι 'ς την γλυκειά πατρίδα θα τον στείλουν,
+με άπειρα δώρα, χάλκωμα, φορέματα, χρυσάφι,
+'που τόσα δεν θα ελάμβανε λαχνόν από την Τροία,
+άβλαπτος αν εγύριζε, με μέρος των λαφύρων. 40
+ότ' είναι η μοίρα του να ιδή τους ποθητούς, να φθάση
+'ς το σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γη την πατρική του».
+
+Αυτά 'πε• και άμα ο γλήγορος υπάκουσε αργοφόνος•
+κ' ευθύς 'ς τα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια,
+ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν τον επάνω 45
+'ς την θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη, σαν τους αέραις.
+το ραβδί πήρε, οπού μ' αυτό τα βλέφαρα κοιμίζει
+όποιου θνητού θελήση αυτός, κ' εγείρει όποιον κοιμάται.
+μ' αυτό 'ς τα χέρια πέτονταν ο μέγας αργοφόνος•
+και εις την Πιερία πάτησε, κ' έπεσε απ' τον αιθέρα 50
+'ς το πέλαγος• και αρμένιζε 'ς το κύμα επάν' ως γλάρος,
+'που εις τα φρικτά βυθίσματα της άπατης θαλάσσης
+ψάρια ζητεί, και τα πτερά 'ς την άρμη συχνοβρέχει.
+όμοιος μ' αυτόν εφέρονταν ο Ερμής 'ς άπειρο κύμα.
+και όταν •ς την νήσον έφθασε την απομακρυσμένη, 55
+απ' το γαλάζιο πέλαγος εβγήκε να πατήση
+την γη, και εις τ' άντρον έφθασε το μέγα, όπου εκατοίκα
+η νύμφ' η καλοπλέξουδη, και μέσα εκείνην ηύρε.
+και εις την γωνίστρα καίονταν ξύλα πολλά του κέδρου
+και της καλόσχιστης θυάς, κ' εσκόρπα η μυρωδία 60
+εις το νησί• καλόφωνα κει μέσα ετραγουδούσε
+αυτή, και ύφαινε πανί με ολόχρυση σαγίττα.
+και δάσος ολοφούντωτον ήταν τριγύρω 'ς τ' άντρο,
+κλήθρα, και λεύκα, ευωδερό μ' εκείναις κυπαρίσσι.
+και μέσ' αυτού πλατύπτερα πετούμενα εκουρνιάζαν, 65
+στριγλιά, γεράκια, και μαζή πλατύγλωσσαις κουρούναις,
+θαλασσοπούλι, 'που η ζωή τ' αρέσει του πελάγου.
+και ήμερο κλήμα ολόγυρα 'ς το βαθουλό το σπήληο,
+θυμό γεμάτο απλόνονταν σταφύλια στολισμένο.
+και βρύσες τέσσερες εγγύς και αραδικώς ερρέαν 70
+λευκό νερό, και η καθεμιά 'ς άλλο εκυλούσε μέρος•
+και γιοφυλλιών γύρω απαλά λιβάδια και σελίνων
+πρασίνιζαν και αθάνατος αν πήγαιν' εκεί πέρα
+κυττάζοντας θα εθαύμαζε, και θα 'χαιρε η ψυχή του.
+έμεινε αυτού κ' εθαύμαζεν ο μέγας αργοφόνος• 75
+και αφού τα πάντα εθαύμασεν εις την ψυχή του εκείνος,
+'ς το ευρύχωρ' άντρο εμπήκ' ευθύς• και ως είδε αυτόν αγνάντια,
+δεν άργησεν η Καλυψώ να τον γνωρίσ' η θεία•
+ότι δεν είν' οι αθάνατοι άγνωστοι μεταξύ τους,
+και αν τύχη κάποιος απ' αυτούς μακρυά να κατοικάη. 80
+μέσα τον μεγαλόκαρδο δεν εύρεν Οδυσσέα•
+έκλαιγε αυτός καθήμενος εις τ' ακρογιάλι, ως πρώτα,
+με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθη 'ς την ψυχή του,
+κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη.
+και τον Ερμήν η Καλυψώ ερώτησεν η θεία, 85
+αφού τον κάθισε εις θρονί λαμπρό και στιλβωμένο•
+
+«Τι 'λθες, Ερμή χρυσόρραβδε, να μ' εύρης, σεβαστέ μου
+και αγαπημένε; να έρχεσαι συχνά δεν σ' είδα ως τώρα.
+ό,τι ποθείς λέγε μου ευθύς• και να το πράξω θέλω,
+αν πράγμα είναι, 'που γίνεται, κ' είμαι αρκετή να πράξω. 90
+αλλά προχώρει παρεμπρός να σε φιλοξενήσω».
+
+Είπε η θεά, και τράπεζαν γεμάτην αμβροσίαν
+του θέτει, και άμα κόκκινο νέκταρ του συγκερνάει.
+κ' έτρωγ' εκείνος κ' έπινεν, ο μέγας αργοφόνος•
+και δύναμιν εις την τροφήν άμα η καρδιά του επήρε, 95
+τότ' επροσφώνησεν αυτήν, απάντησέ της κ' είπε•
+
+«Θεά θεόν εμ' ερωτάς, οπού 'λθα εδώ να σ' εύρω•
+και όπως ζητείς, αλάθευτα το πράγμα εγώ θα σ' είπω•
+να 'λθώ εδώ πέρα επρόσταξε, χωρίς να θέλω, ο Δίας•
+ποιος τόσ' αλμυρά κύματα αυτόθελα θα επέρνα 100
+άμετρα; και ουδ' είναι σιμά χώρα θνητών ανθρώπων,
+'που των θεών κάμνουν θυσιαίς κ' εξαίσιαις εκατόμβαις.
+αλλά ποτέ δεν ξέφυγε κανείς των αθανάτων,
+ουδ' εματαίωσε τον νου τ' αιγιδοφόρου Δία.
+λέγει πως ο αμοιρότερος άνδρας σιμά σου υπάρχει, 105
+απ' όσους γύρω εμάχονταν 'ς τα τείχη του Πριάμου
+χρόνους εννηά, κ' επόρθησαν 'ς τον δέκατο την πόλι•
+και 'ς την πατρίδα ως έστρεφαν επταίσαν της Αθήνης,
+οπ' άνεμον τούς σήκωσε κακόν και μακρύ κύμα.
+και οι λαμπροί του σύντροφοι τότ' όλοι αφανισθήκαν, 110
+κ' εδώ 'φεραν ο άνεμος εκείνον και το κύμα.
+αυτόν εδώθε ογλήγορα προστάζει ν' αποπέμψης•
+ότι δεν μέλλει να χαθή μακράν των ποθητών του,
+αλλ' είναι μοίρα του να ιδή τους ποθητούς, να φθάση
+'ς το σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γη την πατρική του». 115
+
+Άκουσε η αταίριαστη θεά, κ' ευθύς επάγωσ' όλη•
+κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
+
+«Είσθ' άσπλαχν', είσθε βάσκανοι, θεοί, σαν κανείς άλλος,
+'που με θνητούς 'ς το φανερό θεαίς να συγκοιμώνται
+φθονείτε, αν κάμη ομόκλινον καμμιά τον ποθητόν της. 120
+όμοια της ροδοδάκτυλης Ηώς τον διαλεκτόν της
+Ωρίωνα εφθονέσετε, εσείς οι ευτυχισμένοι,
+ως 'που η χρυσόθρονη Άρτεμις, η αγνή, 'ς την Ορτυγία,
+κτύπησε αυτόν κ' εφόνευσε με τα λεπτά της βέλη.
+όμοια, την καλοπλέξουδη την Δήμητραν ο πόθος 125
+ότ' έφερε 'ς την αγκαλιά να πέση του Ιασίου,
+μες τον τριόργωτον αγρό, το 'μάθ' ευθύς ο Δίας,
+άστραψε κ' εθανάτωσεν αυτόν μ' αστροπελέκι.
+κ' εμέ, θεοί, φθονείτε σεις, 'πώχω θνητόν κοντά μου
+άνδρα• κ' εγώ τον έσωσα, 'που μόνος την καρίνα 130
+έσφιγγε με τα σκέλη του, και του 'χε το καράβι
+σχίσει 'ς τα μαύρα πέλαγα με κεραυνόν ο Δίας,
+και οι λαμπροί του σύντροφοι τότ' όλοι, αφανισθήκαν,
+κ' εδώ 'φεραν ο άνεμος εκείνον και το κύμα.
+και τούτον εγώ ξένιζα, κ' έτρεφα, κ' είχα γνώμη 135
+αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήσω.
+αλλ' αν δεν ξέφυγε ποτέ κανείς των αθανάτων,
+ουδ' εματαίωσε τον νου τ' αιγιδοφόρου Δία,
+αφού κείνος προστάζει το, ο άμοιρος ας πάη
+μες τ' άγρια πέλαγα• αλλ' εγώ δεν θα τον προβοδήσω• 140
+ότι καράβια δεν έχω, δεν έχω ουδέ συντρόφους,
+'που να τον φέρουν 'ς τα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης,
+αλλά με γνώμην πρόθυμην εγώ θα τον διδάξω
+το πώς να φθάση απείρακτος εις την γλυκειά πατρίδα».
+
+Και ο αργοφόνος μηνητής απάντησέ της κ' είπε• 145
+«Ναι, απόπεμπέ τον, και φοβού την όργητα του Δία,
+μήπως κατόπι χολευθή και σε κακοποιήση».
+
+Αυτά 'πε και αναχώρησεν ο μέγας αργοφόνος•
+και προς τον μεγαλόψυχον εκίνησε Οδυσσέα
+η νύμφη, τα μηνύματα ως άκουσε του Δία. 150
+'ς ακρογιαλιά καθήμενον τον εύρε, ουδ' εστεγνόναν
+ποτέ τα μάτια, αλλ' έλυονε την ποθητή ζωή του
+για την πατρίδα κλαίοντας, ουδ' άρεγέ του πλέα
+η νύμφη, αλλά βιαζόμενος, 'ς τα βαθουλά τα σπήληα,
+μ' αυτήν, οπού τον ήθελεν, αθέλητα εξενύκτα• 155
+και ταις ημέραις κάθονταν 'ς ακροθαλάσσια βράχη,
+με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθη 'ς την ψυχή του,
+κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη.
+σιμά του εστάθηκε η θεά, η αταίριαστη, και του 'πε•
+
+«Άμοιρε, μη μου οδύρεσαι εδώ συ πλειά, μη φθείρης 160
+την ζωή σου, κ' ήδη πρόθυμα πολύ θα σ' αποπέμψω.
+αλλ' έλα, ξύλα μακρινά με την αξίνα κόψε,
+πλατειά συνάρμοσε πλωτή, κ' επάνω αυτής σανίδαις
+στήσε υψηλαίς, 'ς τα σκοτεινά πελάγη να σε φέρη.
+και άρτο, νερό, και κόκκινο κρασί, 'που δυναμόνει, 165
+εγώ θα βάλω εις την πλωτή, μη πάθης από πείνα.
+θα σου φορέσω φορεσιαίς, και πρύμον θα σου στείλω,
+όπως συ φθάσης άβλαπτος 'ς την ποθητή πατρίδα,
+αν τούτο αρέσει των θεών των ουρανοκατοίκων,
+οπού καλήτερ' απ' εμέ νοούν και αποφασίζουν». 170
+
+Αυτά 'πε• και ο πολύπαθος επάγωσε Οδυσσέας,
+κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
+
+«Άλλο 'ς τον νου σου έχεις, θεά, ποτέ να μ' αποπέμψης,
+'που με πλωτή να διαβώ μου λέγεις της θαλάσσης
+το φρικτό χάσμα, οπού γοργά δεν σχίζουν ίσια πλοία 175
+και όταν περιφανεύονται 'ς τον άνεμο του Δία.
+ουδέ θε να 'μπω εις την πλωτή 'ς το πείσμα σου ποτέ μου,
+αν μη θελήσης, ω θεά, να ομόσης μέγαν όρκο,
+ότι κακό δεν μελετάς ενάντια μου κανένα».
+
+Αυτά 'πε• τότε η θαυμαστή θεά γλυκογελώντας 180
+τον χάιδεψε, τον έκραξε κατ' όνομα, και του 'πε•
+
+«Πονηρός είσαι αληθινά, δεν είσαι ματαιολόγος•
+ποίον λόγον εσοφίσθηκες να βγάλης απ' τα χείλη!
+μάρτυς μου η γη και ο ουρανός πλατύτατος επάνω,
+και της Στυγός τα ρεύματα, 'που χύνονται 'ς τον Άδη, 185
+οπού 'ναι πρώτος και φρικτός των αθανάτων όρκος,
+ότι κακό δεν μελετώ ενάντια σου κανένα•
+αλλ' όσα θα εστοχάζομουν, αν όμοια μ' είχε ανάγκη,
+για τον εαυτό μου, αυτά νοώ και αυτά σε συμβουλεύω.
+ότι κ' εγώ προαίρεσιν έχω αγαθήν και τρέφω 190
+μέσα καρδιάν ελεητική και όχι σιδερένια».
+
+Αυτά 'πε η ασύγκριτη θεά, κ' επροπορεύθη εκείνου
+ογλήγορα• κατόπι της αυτός ακολουθούσε,
+'ς το βαθύ σπήληον έφθασαν η αθάνατη και ο άνδρας,
+και εις το θρονί κάθισε αυτός, 'που 'χε καθίσει πρώτα 195
+ο Ερμής• και του παράθεσε να φάγη και να πίη
+η νύμφη από τα φαγητά, 'που τρέφουν τους ανθρώπους.
+και αγνάντια κείνη εκάθισε 'ς τον θείον Οδυσσέα,
+και νέκταρ της παράθεσαν η δούλαις και αμβροσία.
+και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά, 'που 'χαν εμπρός τους• 200
+και άμ' ευφρανθήκαν 'ς το φαγί και εις το πιοτόν εκείνοι,
+η Καλυψώ τότ' άρχισεν η ασύγκριτη να λέγη•
+
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύβουλε Οδυσσέα,
+έτσι λοιπόν 'ς το σπίτι σου, 'ς την ποθητή πατρίδα,
+θέλεις ευθύς τώρα να πας; ας γίνη• χαιρετώ σε. 205
+αλλ' αν 'ς τον νου σου εγνώριζες τα πόσα θα υποφέρης
+πάθη, όπως θέλ' η μοίρα σου, πριν φθάσης 'ς την πατρίδα,
+'ς το δώμα τούτο ασάλευτα μαζή μου ήθελε μείνης,
+θα εγένοσουν αθάνατος, μ' όλον που αναστενάζεις
+να ίδης την γυναίκα σου, τον πόθο της ψυχής σου. 210
+κ' εγώ κείνης χειρότερη καυχιούμαι ότι δεν είμαι,
+'ς το σώμα και 'ς τ' ανάστημα, και ουδέ ποσώς αρμόζει
+θνηταίς με αθάναταις ποτέ 'ς τα κάλλη να μετρώνται».
+
+Και αυτής ο πολυμήχανος απάντησε Οδυσσέας•
+«Σεπτή θεά, μη μου οργισθής για τούτο• κ' εγώ ξεύρω 215
+παρά πολύ 'που ταπεινή θα εφαίνονταν εμπρός σου
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς τ' ανάστημα, 'ς το κάλλος•
+κείνη θνητ' είναι, αθάνατη εσύ και αγέραστ' είσαι.
+αλλ' όμως πάντοτε ζητώ και θέλω εις την πατρίδα
+να φθάσω, της επιστροφής να ίδω την ημέρα. 220
+και αν εις τα μαύρα πέλαγα θεός πάλι με κρούση,
+καρδιάν έχω φερέλυπη και θέλει το υπομείνω•
+ότ' ήδ' υπόφερα πολλά, πολλά 'χω κακοπάθει,
+‘ς ταις μάχαις και 'ς τα κύματα• και αυτό μ' εκείν' ας έλθη».
+
+Είπε• και ο ήλιος έκλινε, κ' έφθασε το σκοτάδι, 225
+και εις τ' άντρο το καμαρωτό παράμεσα συρμένοι
+οι δύο πλάγιασαν μαζή, και την φιλιά χαρήκαν.
+
+Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+κ' εφόρεσεν ο Οδυσσηάς χιτώνα και χλαμύδα•
+μανδύαν λαμπροΰφαντον μέγαν ενδύθ' η νύμφη 230
+χαριτωμένον και λεπτόν, κ' εζώσθηκε ζωνάρι
+χρυσόν, ωραίο, κ' έβαλε 'ς την κεφαλή καλύπτρη.
+να προβοδά τότ' άρχισε τον θείον Οδυσσέα.
+αξίναν του 'δωκε τρανήν, αρμόδια 'ς την παλάμη,
+χάλκινη, κ' ήταν δίστομη• και μέσ' είχ' εμπηγμένο 235
+σφικτά στελειάρι ελάινον εύμορφο, και σκερπάνι
+του 'δωκε ακόμη ακονιστό• κ' εκίνησεν εμπρός του
+προς κάποιαν άκρη του νησιού, οπού 'χε υψηλά δένδρα,
+κλήθρη και λεύκα κ' έλατο, 'που τον αιθέρα εγγίζει,
+από καιρούς κατάξερα, ώστ' ελαφρά να πλέουν. 240
+και αφού τον τόπο του 'δειξεν, οπού 'χε υψηλά δένδρα,
+η Καλυψώ 'ς το δώμα της η αθάνατη επανήλθε•
+τα ξύλα εκείνος έκοβε, και 'ς το έργον επροχώρει•
+όλα όλα είκοσιν έρριξε, πελεκητά τα επήρε•
+με τέχνη τα εσκερπάνισε, κ' ίσιασε αυτά 'ς την στάφνη. 245
+ωστόσο η θεία Καλυψώ του 'φερε τα τρυπάνια,
+και άμ' όλ' αυτός τρυπάνισε και τ' άρμοσ' όλ' αντάμα,
+με ξυλοκάρφια την πλωτή και αρμούς σφυροκοπούσε.
+και όσο πλατειά την πατωσιά για φορτηγό καράβι
+άξιος μορφόνει ξυλουργός, τόσο και της πλωτής του 250
+κείνος το πλάτος έκαμε• κ' έστησε ταις σανίδαις
+ορθαίς, και, με στραβόξυλα πυκνά δένοντας όλα,
+έπλαθεν• ετελείωσε με μακρυνά δοκάρια.
+κατάρτι έπλασεν έπειτα, και αντένα, οπού ταιριάζει•
+πηδάλι ακόμη εμόρφωσε, μ' αυτό να κυβερνάη• 255
+και με κλαδιά της λυγαριάς την έφραξε όλη πέρα,
+του κύματος προφυλακή, και μέσα εσώρευσ' ύλη.
+κ' έφερε υφάσματα η θεά, να γίνουν τα πανία,
+και αυτός εφιλοτέχνησε κ' εκείνα• και κατόπι
+απλαίς 'ς εκείνην έδεσε, σκόταις και παλαμάρια, 260
+και με λοστούς την έσυρε 'ς την θάλασσα την θεία.
+
+Έφθασ' η ημέρα τέταρτη κ' είχε όλ' αυτός τελειώσει•
+'ς την πέμπτην επροβόδα τον η αθάνατη απ' την νήσο,
+αφού έλουσέ τον κ' ένδυσε μ' ευωδισμένο ενδύμα,
+κ' η θεά μέσα του 'βαλεν ασκί με κρασί μαύρο, 265
+και άλλο μεγάλο με νερό, και τρόφιμα εις δισάκκι,
+και του το εγέμισε πολύ και νόστιμο προσφάγι•
+και πρύμον του 'στειλ' άβλαβον, χλιόν• 'ς αυτόν εχάρη
+και τα πανιά του όλ' άπλωσεν ο θείος Οδυσσέας.
+με το πηδάλι τεχνικά κυβέρναε καθισμένος• 270
+ουδ' έκλινε τα βλέφαρα 'ς τον ύπνο, ενώ την Πούλια
+και τον Βοώτη εκύτταζε, 'π' αργεί να βασιλεύση,
+και την Αρκούδα, 'π' άμαξα καλούν, και αυτού γυρίζει
+πάντοτε, τον Ωρίωνα ασάλευτα τηρώντας,
+η μόνη, 'που τ' Ωκεανού το λούσμα δεν γνωρίζει. 275
+ότ' είχε τον η Καλυψώ διδάξει τότε η θεία,
+εκείνην έχοντας ζερβιά 'ς τα πέλαγα να πλέη.
+
+Ημέραις έπλεε δεκαεπτά, και 'ς την δεκάτη ογδόη
+τα ισκιωμένα εφάνηκαν τα όρη των Φαιάκων,
+της γης, οπού εγγυτότερην 'ς τον δρόμο του απαντούσε• 280
+και ωσάν ασπίδα εφαίνονταν 'ς τα σκοτεινά πελάγη.
+κ' έστρεφε απ' τους Αιθίοπαις ο μέγας κοσμοσείστης,
+και αυτόν μακρόθ' εξάνοιξεν απ' τα όρη των Σολύμων,
+οπ' έπλεε 'ς την θάλασσα, και ωργίσθη ακόμη πλέον.
+την κεφαλήν εκίνησε και μόνος είπε• «Ω Θε μου! 285
+άλλα οι θεοί βουλεύθηκαν ως προς τον Οδυσσέα,
+ενώ ήμουν 'ς τους Αιθίοπαις• κ' ιδού, 'που των Φαιάκων
+εκείνος έγγιξε την γη, 'που η μοίρα του εκεί θέλει
+το μέγα δίκτυ του κακού να φύγη, οπού τον έχει.
+αλλά θαρρώ 'π' ακόμη εγώ θα τον χορτάσω πάθη». 290
+
+Είπε, τα νέφη εσύναξε κ' ετάραξε τον πόντον,
+αρπάζοντας την τρίαινα, και των ανέμων όλων
+ταις ζάλαις έσπρωξεν ομού, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη
+πόντον και γη• κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα.
+κ' Εύρος, Νότος, και Ζέφυρος σφοδρός αντάμα επέσαν, 295
+και ο αιθερογέννητος Βορηάς, 'που μέγα σπρώχνει κύμα•
+και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία,
+κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του•
+
+«Ωιμένα, του κακότυχου, 'ς το τέλος τι θα γένω;
+φοβούμαι μην όσ' η θεά προείπεν αληθεύσουν• 300
+'πώλεγε ότι 'ς την θάλασσα, πριν φθάσω εις την πατρίδα,
+θα παραδείρω• και όλ' αυτά ιδού λαμβάνουν τέλος,
+με ποία νέφη τουρανού το πλάτος στεφανόνει
+ο Δίας, και την θάλασσαν ετάραξε• μανίζουν
+άνεμοι ολούθε• αφεύγατο μ' ηύρε το τέλος τώρα• 305
+τρισμάκαρες οι Δαναοί, 'που 'ς την πλατειά Τρωάδα,
+γι' αγάπη των Ατρειδών, επέσαν πολεμώντας.
+Ά! να 'χα ιδεί το τέλος μου εκείνην την ημέρα,
+'που τόσοι Τρώες έρριξαν 'ς εμέ χάλκιν' ακόντια,
+εις του Πηλείδη ολόγυρα το νεκρωμένο σώμα. 310
+οι Αχαιοί θα μ' έθαπταν και θάμουν δοξασμένος•
+αλλ' ηθέλησ• η μοίρα μου να κακοθανατήσω».
+
+Είπε, και αυτόν εβρόντησε ψηλάθε μέγα κύμα
+με ορμή φρικτή, κ' εγύρισε κλονώντας την πλωτή του.
+και απ' την πλωτήν έπεσε αυτός μακράν, και το πηδάλι 315
+απέλυσε απ' τα χέρια του• 'ς την μέση το κατάρτι
+φρικτή του σύντριψε πολλών σμιχτών ανέμων ζάλη,
+κ' η αντένα ομού και το πανί 'ς το πέλαο πέσαν πέρα.
+πολληώρα τον εσκέπασεν η θάλασα, ουδ' εμπόρει
+να έβγη ευθύς, απ' την ορμή, 'που 'χε το μέγα κύμα, 320
+βαρύς από τα ενδύματα, 'που του 'χε δώσ' η νύμφη.
+αργά εσηκώθη, κ' έφτυσε πικρήν από το στόμα
+την άρμη, 'πώρρεε ρονιαίς από την κεφαλή του.
+και την πλωτή δεν ξέχασε, μ' όλα τα πάθη οπού 'χε,
+αλλ' ώρμησε εις τα κύματα κ' επιάσθηκε απ' εκείνη, 325
+κ' εκάθισε εις την μέση της, τον θάνατον να φύγη•
+κ' εδώ την έφερνε κ' εκεί το ρεύμα των κυμάτων•
+και ως το φθινόπωρ' ο Βορηάς τ' αγκάθια 'ς την πεδιάδα
+σέρνει, και αυτ' όλα δένονται πυκνά, και αυτήν ομοίως
+κείθε κ' εδώθ' οι άνεμοι 'ς τα πέλαγος εφέρναν. 330
+και πότε ο Νότος του Βορηά την ρίχνει να την πάρη,
+και πότε ο Εύρος δίδει την κυνήγι του Ζεφύρου.
+
+Τόν είδεν η καλόφτερνη Ινώ, του Κάδμου κόρη,
+η Λευκοθέα, πριν θνητή με γλώσσαν ανθρωπίνην•
+τώρα δοξάζεται ως θεά 'ς τα βάθη της θαλάσσης• 335
+τον Οδυσσηά, 'που εδέρνονταν 'ς τα κύματα, ελεήθη,
+και εις ώφυιας σχήμα επέταξε και από τα βάθη εβγήκε,
+και 'ς την πολύδεσμη πλωτήν εκάθισε και του 'πε•
+
+«Άμοιρε, τι σ' εμίσησεν ο σείστης Ποσειδώνας
+τρομερά τόσο, και άπειρα κακά 'ς εσέ φυτεύει; 340
+αλλ' όσο και αν οργίζεται, δεν θέλει σ' αφανίση•
+αλλ' έλα κάμε ό,τι σου ειπώ• και ανόητος δεν δείχνεις.
+γυμνώσου και άσε την πλωτήν οι άνεμοι να πάρουν,
+και ζήτα την επιστροφή πλέοντας με τα χέρια
+εκεί, 'που μέλλεις να σωθής, 'ς την χώρα των Φαιάκων. 345
+και ιδού, ζώσε το στήθος σου με τ' άφθαρτο μαγνάδι
+τούτο• να πάθης μη φοβού ποσώς ή ν' αποθάνης•
+αλλ' άμα φθάσης και την γη κρατήσης με τα χέρια,
+ξεζώσου το και ρίξε το 'ς τα σκοτεινά πελάγη,
+πολύ μακράν από την γη, και στρέψε αλλού την όψι». 350
+
+Είπε η θεά, και άμ' έδωκεν εκείνου το μαγνάδι,
+και πάλιν εις την θάλασσαν, όπ' άφριζ' εβυθίσθη,
+εις ώφυιας σχήμα• κ' έκρυψεν αυτήν το μαύρο κύμα.
+κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας,
+κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του• 355
+
+«Ωιμέ, μη κάποιος των θεών πάλι μου υφαίνη απάτη,
+'που απ' την πλωτή να καταιβώ με συμβουλεύει τώρα•
+αλλά δεν θα υπακούσω εγώ, γιατ' είδαν οι οφθαλμοί μου
+μακρυά την γην, όπ' έλεγε πως θα 'χω καταφύγι.
+μόν' άλλο, 'που καλήτερο μου φαίνεται, θα πράξω• 360
+όσο τα ξύλα της πλωτής σταθούν συναρμοσμένα,
+αυτού θα μείνω, και ανδρικά τα πάθη θα βαστάξω•
+και όταν διαλύση την πλωτή το σείσμα των κυμάτων,
+θα πλέξω τότε, ότι άλλο τι ναύρη δεν φθάνει ο νους μου».
+
+Τούτα ενώ εκείνος έζυαζε 'ς τα βάθη της ψυχής του, 365
+μέγα κύμα του σήκωσεν ο σείστης Ποσειδώνας,
+φρικτόν, υψηλοθόλωτο, κ' επάνω του έπεσ' όλο.
+και ως όταν σφοδρός άνεμος τινάζει και σκορπάει
+ξερών αχύρων θεμονιά, παρόμοια τιναχθήκαν
+αυτής τα ξύλα τα μακρυά• και τότ' ο Οδυσσέας 370
+έν' απ' εκείν' ανέβηκεν, ως άλογο αναβάτης,
+κ' εγδύνονταν τα ενδύματα, 'που του 'χε δώσ' η νύμφη.
+και το μαγνάδι άπλωσ' ευθύς 'ς το στήθος του αποκάτω,
+και προύμυτα 'ς την θάλασσαν έπεσε, και τα χέρια
+ετέντωσε 'ς το πλέξιμο• τον είδε ο κοσμοσείστης, 375
+την κεφαλή του εκίνησε, και μόνος του είπε• «Τώρα,
+'που τόσα υπέφερες κακά, πλανήσου 'ς τα πελάγη,
+'ς την χώρα των διόθρεπτων ανθρώπων ως να φθάσης•
+και όμως, θαρρώ, δεν θα κλαυθής πως έπαθες ολίγα».
+
+Και τα καλότριχ' άλογα ράβδισε κ' έφθασ' άμα 380
+εις ταις Αυγαίς, όπ' έχει αυτός υπέρλαμπρα παλάτια.
+
+Και τότ' η Αθήνη, του Διός κόρη, εσοφίσθηκ' άλλο•
+έφραξε τα περάσματα των άλλων των ανέμων,
+να παύσουν τους επρόσταξε και να σιγάσουν όλοι,
+και τον γοργό τού εκίνησε Βορηά κ' έσπασ' εμπρός του 385
+τα κύματα, 'ς τους ναυτικούς Φαίακαις ως να φθάση,
+σωσμένος απ' τον θάνατον, ο θείος Οδυσσέας.
+
+Αυτού θαλασσοδέρνονταν δυό 'μέραις και δυο νύκταις,
+κ' η καρδιά του τον όλεθρο συχνόβλεπεν εμπρός του.
+αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτα ημέρα 390
+έφερ', έπαυσ' ο άνεμος, και ανάνεμη γαλήνη
+έγεινε, και αυτός σπρώχνοντας το βλέμμ' είδε πλησίον
+την γην, ως τον εσήκωσεν επάνω μέγα κύμα.
+και ως δείχνεται ποθούμενη για τα παιδιά του η ζήσι
+πατρός, 'π' αρρώστια μακρινή σκληρή 'ς την κλίνη φθείρει, 395
+όπου έρριξέ τον δαίμονας κακός, και τον εσώσαν
+ποθούμενον οι αθάνατοι, παρόμοια του Οδυσσέα
+εφανερώθη ποθητή η γη και η πρασινάδα.
+κ' εκολυμπούσε πρόθυμος 'ς την γη πόδι να στήση.
+και ως ήταν εις το διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει, 400
+τότ' άκουσε της θάλασσας τον κτύπον εις τους βράχους•
+ότι προς την ξερή στερηά το μέγα κύμα εμούγκρα
+φρικτά ως το ξέρνα η θάλασσα, και αφρούς εσκέπαζ' όλα•
+γιατί λιμάνια δεν ήσαν, αράσματα δεν ήσαν,
+αλλ' άκραις ήσαν πετακταίς, πέτραις σχισταίς και βράχοι. 405
+και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία,
+κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του•
+
+«Ωιμένα, και αν ανέλπιστα να ιδώ την γην ο Δίας
+μου 'δωκε, κ' εδυνήθηκα τόσον βυθό να σχίσω,
+έβγ' απ' την λευκή θάλασσα δεν φαίνεται κανένα• 410
+ότ' είναι απέξω κοφτεροί βράχοι, και αυτού το κύμα
+γύρου βροντά, και γλυστερή κ' ίσια αναιβαίνει πέτρα.
+και προς την γην η θάλασσα βαθειά 'ναι, ουδέ μ' αφίνει
+'ς τα δυο μου πόδια να σταθώ, τον κίνδυνο να φύγω.
+και ως βγαίνω, κύμα φουσκωτό μην έλθη και με σπρώξη 415
+επάνω εις πέτρα οδοντερή, κ' η ορμή μου πάη χαμένη.
+και αν κολυμπήσω παρακεί την άκρην άκρην, ίσως
+ακρογιαλιαίς απόσκεπαις και αράσματ' απαντήσω,
+φοβούμαι μην και άλλη φορά μ' αρπάξ' η τρικυμία,
+και εις το ιχθυοφόρο πέλαγος με φέρη να στενάξω, 420
+ή και απολύση επάνω μου θεός κανένα τέρας,
+'π' άμετρα τρέφει 'ς τους βυθούς η ένδοξη Αμφιτρίτη.
+ότι γνωρίζω την οργή, 'που μώχει ο κοσμοσείστης».
+
+Τούτα ενώ εκείνος έζυαζε 'ς τα βάθη της ψυχής του,
+τρανό κύμα τον έφερε προς τ' άγριον ακρογιάλι• 425
+και θα 'γδερν' όλος, θα 'σπαε και όλα τα κόκκαλά του,
+εάν δεν τον εδίδαχνεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+με τα δυο χέρια τ' άρπαξε την πέτρα, και βογγώντας
+κρατιόνταν, ως 'που επέρασε το μέγα εκείνο κύμα.
+κ' έτσι εφυλάχθη, αλλ' έγυρε με ορμή το κύμα οπίσω, 430
+κ' έκρουσ', επέταξεν αυτόν 'ς το πλάτος της θαλάσσης.
+και ως ότε, απ' το θαλάμι του αν σύρουν τ' οκταπόδι,
+εις τα μαζάρια του κολλούν πυκνότατα χαλίκια,
+όμοια 'ς ταις πέτραις έμειναν απ' τ' ανδρικά του χέρια
+τα γδάρματα• τον σκέπασε το μέγα κύμα• τότε 435
+πάρωρα θα τελείονεν ο άμοιρος Οδυσσέας,
+φρόνησιν αν δεν του 'διδεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+απ' ένα κύμα των πολλών, 'που 'ς την στερηά βροντούσαν,
+εβγήκε, κ' έπλεε παρακεί, την γη κυττώντας, ίσως
+ακρογιαλιαίς απόσκεπαις και αράσματ' απαντήση. 440
+αλλ' ότ' έφθασε πλέοντος εις ποταμού το στόμα,
+'που εκύλα ωραία, κάλλιστος εκεί του εφάνη ο τόπος,
+χωρίς πέτραις και ανάνεμος• και άμ' ένοιωσε 'που εκύλα,
+μέσα του ευχήθη• «Βασιληά, εισάκου μ', όποιος είσαι•
+'ς εσέ τον πολυεύχετον προσπέφτω, από τα βάθη 445
+ως φεύγω τους φοβερισμούς του σείστη Ποσειδώνα.
+προς τον περιπλανώμενον κ' οι αθάνατοι έχουν σέβας,
+καθώς εγώ εις το ρεύμα σου τώρ' ήλθα και προσπέφτω
+'ς τα γόνατά σου, απ' τα πολλά τα πάθη ν' ανασάνω.
+ελέησέ με, βασιληά, και ικέτης σου καυχιούμαι». 450
+
+Πάραυτα εκείνος την ροή παύει, κρατεί το κύμα,
+κ' εμπρός του στρώνει σιγαλιά, και 'ς τ' άνοιγμα τον σώζει
+του ποταμού• τα γόνατα και τ' ανδρειωμένα χέρια
+λυγίζει αυτός, 'που η θάλασσα τον είχε καταβάλει.
+το σώμα του όλο επρήσκονταν 'ς το στόμα, εις τα ρουθούνια 455
+ανάβρυζ' άρμη, και άπνευτος και αμίλητος εκείνος
+κείτονταν, και ολιγοψυχιά τον πήρε, από τον κόπο.
+και ως πήρε ανάσα, και η ψυχή 'ς τα στήθη του εσυνάχθη,
+αμέσως τότε της θεάς ξεζώσθη το μαγνάδι,
+και όπου αλμυρίζει ο ποταμός τ' απέλυσε• 'ς το ρεύμα 460
+τ' άρπαξ' ευθύς η θάλασσα, κ' η Ινώ γοργά το εδέχθη
+'ς τα χέρια της• και αφίνοντας εκείνος το ποτάμι
+'ς τον σχοίνο πέφτει και φιλεί την γη την σιτοδώρα.
+κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του•
+
+«Ωιμέ, και τι θα πάθω, τι μου μέλλεται 'ς το τέλος; 465
+κ' εάν την άγρια νυκτιά περάσω 'ς το ποτάμι,
+η πάχνη μήπως η κακή και η μαλακή δροσία
+μ' απονεκρώσουν την ψυχή, 'που 'ναι μισοσβυμμένη•
+και αύρα ψυχρή το χάραμμα απ' το ποτάμι πνέει.
+και αν πάλι εις ράχιν αναιβώ, και 'ς τον κατάσκιο λόγγο 470
+αναπαυθώ μες τα πυκνά δενδρούλια, αν ξεκρυώσω,
+και ξεκουράσω, και γλυκός ο ύπνος με νικήση,
+θεριά φοβούμαι μη μ' ευρούν και με κατασπαράξουν».
+
+Και τούτο συμφερώτερο του εφάνη• προς το δάσος
+εκίνησε, και τωύρηκεν εις το νερό πλησίον, 475
+'ς ανοικτόν τόπον• έσκυψε κάτω από δυό δενδρούλια
+ομόρριζα, και το 'να εληά, και τ' άλλο ήταν αγρίλι•
+κει μέσα ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους,
+ούτε του ηλιού πότ' έφθασαν η φωτειναίς ακτίνες,
+ούτε η βροχή τα έσπασε• τόσο πυκνά πλεγμένα 480
+ήσαν μαζή• κ' εσύρθηκε 'ς εκείν' ο Οδυσσέας,
+κ' ευθύς στρώσιν εστοίβασε πλατειά με τα δυο χέρια•
+ότ' ήσαν φύλλα περισσά χυμέν' αυτού, 'π' αρκούσαν
+να φυλαχθούν άνθρωποι δυο και τρεις 'ς ώρα χειμώνος,
+και αν ψύχος έπνεε δριμύ• τα είδε κ' εχάρη ο θείος 485
+ο άνδρας ο πολύπαθος, και του σωρού 'ς την μέση
+επλάγιασε κ' επάνω του έχυσε φύλλα πλήθος.
+και όπως δαυλόν κρύβει τινάς 'ς την μαύρη στάκτη, 'ς άκρη
+εξοχική, παντέρημη, να σώση της φωτίας
+τον σπόρον, όπως μη βιασθή απ' αλλαχού ν' ανάψη, 490
+όμοια σκεπάσθη και ο Οδυσσηάς με φύλλα• κ' η Αθήνη
+ύπνο 'ς τα μάτια του 'σταξεν, όπως τον ελαφρώση
+από το βαρύ κούρασμα, κλειώντας τα βλέφαρά του.
+
+
+
+Ραψωδία Ζ
+
+
+
+Εκεί τότε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας
+κοιμώνταν, από κούρασμα κι' αγρύπνια νικημένος.
+κ' η Αθήνη επήγε εις τον λαόν και πόλιν των Φαιάκων,
+'πού πρώτα εις την ευρύχωρην Υπέρειαν εκατοίκαν,
+σιμά 'ς το υβριστικώτατο το γένος των Κυκλώπων, 5
+'που ανώτεροι 'ς την δύναμιν εκείνους αδικούσαν.
+εκείθεν ο θεόμορφος Ναυσίθοος 'ς την Σχερία
+τους πήρε κ' έστησε, μακράν των ευρετών ανθρώπων.
+με τείχη πόλιν έκλεισεν, έκτισε κατοικίαις,
+και ναούς έκαμε θεών, κ' εμοίρασε τους τόπους. 10
+αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος εκείνον είχε πάρει,
+και ο Αλκίνοος εβασίλευε, 'που γνώσιν είχε θεία.
+'ς το δώμα εκείνου ήλθε η θεά, η Αθήνη, μελετώντας
+τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρη 'ς την πατρίδα.
+ήλθε 'ς τον πολυδαίδαλον κοιτώνα, όπου εκοιμώνταν 15
+'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα θεοτική παρθένα,
+του Αλκίνου του υψηλόφρονα η κόρη Ναυσικάα.
+σιμά της δυο θεράπαιναις, με κάλλη των Χαρίτων,
+εις τα δυό πλάγια των λαμπρών θυρών, 'πού 'σαν κλεισμέναις.
+και ως αύρα εχύθη ανέμου αυτή 'ς της κορασιάς την κλίνη, 20
+'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε,
+με την μορφή της θυγατρός του θαλασσακουσμένου
+Δύμαντα, 'που 'χε ομήλικην και πολυαγαπημένην•
+αυτής ωμοιώθη, κ' έλεγεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+
+«Ω Ναυσικά, τόσ' οκνηρήν σ' εγέννησ' η μητέρα; 25
+τα ολόλαμπρά σου ενδύματα κάθονται αμελημένα•
+ο γάμος σου ήδη σίμωσε, 'π' εύμορφα θα φορέσης,
+και θα χαρίσης εύμορφα 'ς αυτούς, 'που θα σε πάρουν.
+και αυτά 'ναι 'π' όνομα καλό γεννούν εις τους ανθρώπους,
+ώστε ο πατέρας χαίρεται και η σεβαστή μητέρα. 30
+αλλ' ας πάμε να πλύνουμεν, η αυγούλ' άμα χαράξη•
+κ' εγώ θε νάλθω συνεργή σιμά σου, να προφθάσης
+να ετοιμασθής, και ανύμφευτη πολύν καιρό δεν θα 'σαι.
+επειδή σένα ήδη ζητούν 'ς την πόλι των Φαιάκων
+οι πρόκριτ' όλοι, οπού μ' αυτούς όμοιο το γένος έχεις. 35
+αλλ' έλα, εις τα χαράμματα τον ένδοξον πατέρα
+να σου ευτρεπίση ζήτησε αμάξι και μουλάρια,
+ζώναις, ωρηά σκεπάσματα και πέπλους να σου φέρουν.
+και σέν' αυτό καλήτερα συμφέρει, ή με τα πόδια
+να πάς• γιατί τα πλυσταρειά μακρυ' απ' την πόλιν είναι». 40
+
+Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
+'ς τον Όλυμπο, την άσειστη των αθανάτων έδρα•
+δεν την τινάζουν άνεμοι, μήτε βροχή την δέρνει,
+μήτε χιονιά σιμόνει αυτού, μόν' άπειρη γαλήνη
+ανέφελη και λευκό φως ολούθε είναι χυμένο• 45
+κει μέσα οι μάκαρες θεοί τέρπονται 'ς τον αιώνα.
+και αυτού πήγε, αφού δίδαξε την κόρη, η γλαυκομμάτα.
+
+Και η καλόθρον' ήλθ' Ηώ κ' έγειρε από την κλίνη
+την λαμπροφόρο Ναυσικά, 'που 'ς τ' όνειρο απορούσε•
+και των γονέων να το ειπή, του αγαπητού πατρός της 50
+και της μητρός, κίνησ' ευθύς, και μέσα εκείνους ηύρε.
+με ταις θεράπαιναις αυτή καθόνταν 'ς την γωνία,
+μαλλί γαλάζιο κλώθοντας• απάντησεν εκείνον,
+προς τους ενδόξους βασιλείς ως ήταν κινημένος
+για την βουλή, 'πού οι θαυμαστοί Φαίακες τον καλούσαν. 55
+'ς τον ποθητόν πατέρα της εσίμωσε και του 'πε•
+
+«Πατέρα, δεν μου ετοίμαζες ένα υψηλόν αμάξι
+καλότροχο, τα ολόλαμπρα φορέματα να πάρω,
+'που κάθονταί μου ακάθαρτα, να πλύνω εις το ποτάμι;
+κ' εσένα πρέπει, οπ' έξοχος 'ς τους πρώτους μέσα υπάρχεις. 60
+εις ταις βουλαίς να κάθεσαι μ' ενδύματα καθάρια•
+και πέντ' έχεις 'ς το σπίτι σου υιούς αγαπημένους,
+δυο νυμφευμένους, και άλλους τρεις, καμαρωμέν' αγόρια•
+και αυτοί θέλουν με νηόπλυτα πάντοτε να πηγαίνουν
+εις τον χορό• και γι' όλ' αυτά φροντίζω εγώ και μόνη». 65
+
+Αυτά 'πεν, ότι του πατρός εντράπη να προφέρη
+τον τερπνόν γάμον• ένοιωθεν εκείνος όλα, κ' είπε•
+
+«Και τα μουλάρια, τέκνο μου, λάβε, και ό,τι άλλο θέλεις•
+άμε, και σε την άμαξαν οι δούλοι θ' αρματώσουν,
+να 'ναι υψηλή, καλότροχη, με κάλαθον επάνω». 70
+
+Είπε, κ' ευθύς επρόσταξε τους δούλους και υπακούσαν,
+και αρμάτωσαν καλότροχο φορτωτικόν αμάξι,
+και εις τον ζυγόν υπόταξαν κ' έζεψαν τα μουλάρια.
+τα φωτεινά φορέματα μέσ' από τον κοιτώνα
+έφερνε η κόρη κ' έθεσε 'ς το τορνευμένο αμάξι• 75
+κ' ένα κανίστρι εφόρτωσε τροφαίς όλο η μητέρα,
+κάθε λογής, ευφραντικαίς, και με κρασί γεμίζει
+τράγινο ασκί• κ' η κορασιά 'ς την άμαξ' αναιβαίνει•
+και λάδ' υγρό 'ς ολόχρυσο ροΐ της δίδει ακόμη,
+μαζή με ταις θεράπαιναις το σώμα της να χρίση. 80
+και αυτή πήρε τη μάστιγα και τα λαμπρά λουρία,
+και τα μουλάρια ράβδισε, 'που εκίνησαν με κρότο,
+και άπαυτα ετρέχαν κ' έφερναν τα ενδύματα κ' εκείνην,
+μόνην όχι• η θεράπαιναις εβάδιζαν κατόπι.
+και εις τ' εύμορφον ως έφθασαν και πρόσχαρο ποτάμι, 85
+ηύραν εκεί τα πλυσταρειά, και άφθονον αναβρύζει
+καλό νερό, 'που 'ναι αρκετό να βγάλη κάθε ρύπο.
+και τα μουλάρια ξέζεψαν αυταίς και τ' απολύσαν
+εις τ' αφρισμένου ποταμού την άκρη, αυτού να τρώγουν
+την αγριάδα την γλυκειά• τα ενδύματ' απ' τ' αμάξι 90
+σήκωσαν, κ' έμπασαν νερό μαύρο, και όλαις αντάμα
+'ς τους βόθρους μέσ' αντίζηλα με βια ποδοπατούσαν.
+και αφού τα έπλυναν και καλά τους ρύπους εκαθάραν,
+εις τ' ακρογιάλι τ' άπλωσαν αραδικώς, 'ς το μέρος
+'που τα χαλίκια 'ς την ξηράν ελεύκαινε το κύμα. 95
+κ' εκείναις, αφού ελούσθησαν και αλείφθηκαν με λάδι,
+'ς το πλάγι εκεί του ποταμού γευμάτισαν, και ωστόσο
+τα ενδύματ' έμεναν 'ς του ηλιού την λάμψι να στεγνώσουν.
+και αφού χαρήκαν την τροφήν η δούλαις με την κόρη,
+έβγαλαν τα μαγνάδια τους και με την σφαίρα επαίζαν. 100
+και η λευκοχέρα Ναυσικά άρχιζε το τραγούδι.
+και ως η τοξεύτρα Αρτέμιδα τα όρη καταιβαίνει,
+ταις ράχαις του υψηλότατου Ταϋγέτου ή του Ερυμάνθου,
+κ' έχει 'ς τους κάπρους ηδονή και 'ς τα γοργά τα 'λάφια•
+και η νύμφαις η αγροκάτοικαις, του Δία θυγατέρες, 105
+παίζουν μαζή της, και η Λητώ 'ς τα στήθη αναγαλλιάζει•
+και η κεφαλή, το μέτωπον αυτής εξέχ' εις όλαις,
+και αυτ' είναι καλογνώριστη, αν και όλαις είν' ωραίαις•
+όμοια 'ς ταις κόραις έλαμπεν η ανύμφευτη παρθένα.
+
+Αλλά την ώρα, 'πώμελλε 'ς το σπίτι να γυρίση, 110
+ζέφοντας και τα ενδύματα διπλόνοντας τα ωραία,
+τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
+όπως ξυπνήσ' ο Οδυσσηάς, να ίδη την παρθένα,
+και να τον οδηγήση αυτή 'ς την πόλι των Φαιάκων.
+σφαίραν εις μιαν θεράπαιναν ρίχν' η βασιλοπούλα, 115
+την σφάλλει, και μες το βαθύ ρεύμα βυθίζ' η σφαίρα,
+και σέρνουν όλαις μια βοή• και ο θείος Οδυσσέας
+ξύπνησε και καθήμενος αυτού διαλογιζόνταν•
+
+«Ωιμέ, πού πάλιν έφθασα και εις ποιών ανθρώπων μέρος;
+μήπως είν' άνθρωποι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, 120
+ή τε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη;
+γλυκός μ' εκτύπησεν αχός 'σαν από κορασίδαις,
+νύμφαις, 'που επάνω κατοικούν 'ς ταις κορυφαίς, 'ς τα όρη,
+και εις ταις πηγαίς των ποταμών και 'ς τα χλωρά λιβάδια•
+ή σιμά ευρίσκομαι εις θνητούς με γλώσσαν ανθρωπίνην; 125
+αλλ' έλα, με τα μάτια μου θα ιδώ και θα εξετάσω».
+
+Κ' εβγήκε απ' τα χαμόδενδρα ο θείος Οδυσσέας,
+και με το χέρι το τρανό πολύφυλλο απ' το δάσος
+κόπτει κλαδί, 'ς το σώμα του την γύμνωσι να κρύψη•
+και ως θαρρετό 'ς την δύναμι, θρέμμα βουνού, λειοντάρι, 130
+'που μ' όλο τ' ανεμόβροχο κινά, και μέσα καίουν
+τα μάτια του• και χύνεται 'ς τα βώδια ή και 'ς τ' αρνία,
+ή 'ς τ' άγρι' ελάφια, και ζητεί, καθώς τον σπρώχν' η πείνα,
+και εις κτίριο μέσα στερεό τα πρόβατα ν' αρπάξη•
+όμοια 'ς ταις καλοπλέξουδαις κόραις ο Οδυσσέας 135
+ολόγυμνος εσίμονεν, ότ' ηύρε αυτόν ανάγκη.
+τρομακτικός τους φάνηκε φθαρμένος απ' την άρμη,
+και τρέμοντας εσκόρπισαν ς' τ' ακροθαλάσσια βράχη•
+μόνη τ' Αλκίνου εστέκονταν η κόρη, ότ' εις το στήθος
+θάρρος της έβαλ' η Αθηνά, και αφαίρεσε τον φόβο. 140
+και αγνάντια στάθη ασάλευτη• και εδίσταζ' ο Οδυσσέας,
+δεόμενος της κορασιάς τα γόνατατ' αν θα πιάση,
+ή από μακρυά θα δεηθή με λόγια μελωμένα,
+την πόλι να του δείξη αυτή κ' ένδυμα να του δώση.
+και τούτο συμφερώτερο του εφάνη, με τα λόγια 145
+τα μελωμέν' από μακρυά να δεηθή, μην ίσως,
+αν πιάση αυτής τα γόνατα, βαρυφανή της κόρης.
+κ' ευθύς λόγον επρόφερε σοφόν και μελωμένον•
+
+«Κάμ' έλεος, βασίλισσα, θεά 'σαι είτε θνητή 'σαι•
+και αν είσαι μία των θεών, 'που κατοικούν 'ς τα ουράνια, 150
+εσέ προς την Αρτέμιδα, 'πού κόρ' είναι του Δία,
+εις την ειδή, 'ς τ' ανάστημα, 'ς την πλάσι, εγώ συγκρίνω,
+και αν είσαι μία των θνητών, 'που κατοικούν τον κόσμο,
+μακάριος ο πατέρας σου και η σεβαστή μητέρα,
+μακαριστοί σου κ' οι αδελφοί, 'πού πάντοτε η ψυχή τους 155
+ευφραίνετ' εξ αιτίας σου, χαραίς όλη γεμάτη,
+τέτοιο βλαστάρι όταν θωρούν εις τον χορό να λάμπη.
+αλλά 'ς όλους ανάμεσα χαρά 'ς τον άνδρα εκείνον,
+'που, αφού 'ς τα δώρα ενίκησεν, εσέ θα πάρη νύμφη.
+ότι τα μάτια μου ποτέ θνητό δεν είδαν πλάσμα, 160
+άνδρα ή γυναίκα, ωσάν εσέ• θαυμάζ' όσο σε βλέπω•
+όμοια 'ς την Δήλο, 'ς τον βωμό τ' Απόλλωνα πλησίον,
+φοινικιάν είδα τρυφερή, 'που εβλάσταινε με χάρι•
+ότι κ' εκείθ' επέρασα, μ' άπειρη συνοδία,
+εις το ταξείδι 'πώμελλεν εις πάθη να με φέρη• 165
+και όπως αυτήν εθαύμασα πολληώρα, όταν την είδα,
+ότι φυτόν από την γη παρόμοιο δεν εβγήκε,
+όμοια σε θαύμασα, ω γυνή, θαμπώθηκα, όλος τρέμω
+να σου εγγίξω τα γόνατα• και μ' ηύρε μέγα πάθος.
+χθες την ημέραν εικοστή βγήκ' απ' το μαύρο κύμα, 170
+και ως τότ' εθαλασσόδερνα με τους σφοδρούς ανέμους,
+απ' το νησί της Ωγυγιάς• κ' εδώ μ' έρριξ' η μοίρα
+τώρα, να πάθω άλλα κακά κ' εδώ, τι δεν πιστεύω
+να παύση ακόμη, αλλ' οι θεοί πολλ' άλλα μου ετοιμάζουν.
+βασίλισσ', ελεήσου με, ότ' ύστερ' από μύρια 175
+πάθη σέ πρώτην απαντώ• ότι άνθρωπον κανέναν,
+απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα δεν γνωρίζω•
+την πόλι δείξε μου και δος, να σκεπασθώ, ένα ράκι,
+αν κάποιο τύλιγμ' έφερες εδώ των ενδυμάτων.
+κ' εσέ να δώσουν οι θεοί τα όσα η ψυχή σου θέλει• 180
+άνδρα και σπίτι κ' εύμορφην ομόνοια να χαρίσουν•
+ότι δεν είναι εις την ζωή λαμπρότερη ευτυχία,
+παρ' αν το σπίτι κυβερνούν με μια και μόνη γνώμη
+ο άνδρας με την σύντροφο• λύπη για τους εχθρούς των,
+χαρά των φίλων και τ' ακούν μάλιστα εκείνοι πρώτοι». 185
+
+Και η λευκοχέρα Ναυσικά απάντησέ του κ' είπε•
+«Όχι, αγενής ή ανόητος, ω ξέν', εσύ δεν δείχνεις•
+την ευτυχία των θνητών μοιράζ' ο Ολύμπιος Δίας,
+των ευγενών, των αγενών, του καθενός ως θέλει•
+και σένα τούτα σ' έδωκε και ανάγκη να υπομείνης. 190
+αλλ' αφού πάτησες 'ς την γη και χώραν ιδική μας,
+δεν θα σου λείψη φόρεμα, ούτ' άλλο απ' όσα πρέπει
+να λάβη, όπου προσέρχεται, πολύθλιβος ικέτης.
+την πόλι θα σου δείξω εγώ, και τους λαούς θα σ' είπω•
+την πόλι τούτη και την γην οι Φαίακες κρατούσι, 195
+κ' εγώ 'μαι του γενναιόκαρδου η κόρη του Αλκινόου,
+κ' οι Φαίακες οι δυνατοί 'ς εκείνον κρέμοντ' όλοι».
+
+Κ' ευθύς ταις καλοπλέξουδες επρόσταξε παρθέναις•
+«Σταθήτ' εδώ, θεράπαιναις• γιατ' είδετ' έναν άνδρα,
+πού φεύγετε; κάποιος εχθρός φοβείσθ' ότ' είναι τούτος; 200
+άνδρας δεν είναι φοβερός, ούτε ποτέ θα υπάρχη,
+να 'λθη να φέρη πόλεμο 'ς την χώρα των Φαιάκων•
+ότι είμασθεν αγαπητοί πολύ των αθανάτων,
+και μες την άγρια θάλασσαν ύστεροι κατοικούμε,
+ουδέ μ' ημάς συγκοινωνεί κανένας των ανθρώπων. 205
+αλλ' ήλθε αυτός ο δύστυχος πλανώμενος 'δω πέρα•
+πρέπει να τον ξενίσουμεν• ότι έρχονται απ' τον Δία
+πτωχοί και ξένοι• ολιγοστό και αγαπητό το δώρο.
+αλλά δόστε, θεράπαιναις, βρώσι, πιοτό, του ξένου,
+και λούστε αυτόν 'ς τον ποταμό, 'ς ανάνεμη γωνία». 210
+
+Είπε, κ' εκείναις έμειναν, και αντιπαρακινώνταν,
+κ' εκάθισαν τον Οδυσσηά 'ς ανάνεμη γωνία,
+όπως η κόρη Ναυσικά ταις είχε παραγγείλει.
+σιμά του έθεσαν αλλαξιά, χιτώνα, επανωφόρι,
+μέσα εις ολόχρυσο ροΐ του έδωκαν υγρό λάδι, 215
+και να λουσθή τον έλεγαν 'ς του ποταμού το ρεύμα.
+τότ' είπε εις ταις θεράπαιναις ο θείος Οδυσσέας•
+
+«Θεράπαιναις, σταθήτε αυτού μακράν, όπως ατός μου
+την άρμην απ' ταις πλάταις μου ξεπλύνω, και με λάδι
+χρίσω το σώμα, οπού καιρούς άλειμμα δεν γνωρίζει. 220
+και αντίκρυ σας δεν θα λουσθώ, ότι εντροπή μου θα 'ναι
+εμπρός 'ς τα καλοπλέξουδα να γυμνωθώ κοράσια».
+
+Είπε, κ' εσύρθηκαν αυταίς, και το 'παν της παρθένας•
+κ' έπλαιν' ο θείος Οδυσσηάς μέσ' από το ποτάμι
+την άρμην απ' τους ώμους του πλατείς και από τα νώτα, 225
+κ' έτριβε από την κεφαλή την άχνη της θαλάσσης.
+και άμα ελούσθη ολόβολος και με το λάδι αλείφθη,
+εφόρεσε τα ενδύματα, 'που του 'δωκε η παρθένα.
+κ' έκαμε αυτόν να φαίνεται, η διογενής Αθήνη
+τρανώτερος, παχύτερος, και από την κεφαλή του 230
+σγουρήν την κόμην έσυρε, 'π' ώμοιαζε ανθούς του κρίνου,
+και ως όταν εις τον άργυρο χρυσάφι περιχύνη
+τεχνίτης, οπ' ο Ήφαιστος κ' η Αθήνη έχουν διδάξει
+μ' εντέλεια, και φιλοτεχνεί χαριτωμένα έργα•
+όμοια και αυτού 'ς την κεφαλή, 'ς το σώμα, έχυσε χάρι. 235
+πήγ' έπειτα κ' εκάθισε 'ς της θάλασσας την άκρη•
+και άστραφτε χάρες κ' ευμορφιά• τον θαύμαζεν η κόρη•
+κ' είπε 'ς τα καλοπλέξουδα κοράσια τότ' εκείνη•
+
+«Σ' ό,τι θα ειπώ προσέξετε, λευκόχεραίς μου κόραις•
+όχι, 'ς το πείσμα των θεών του Ολύμπου αυτός ο άνδρας 240
+τους ισοθέους Φαίακαις να σμίξη εδώ δεν ήλθε.
+ότι άμορφος προτήτερα μου εφάνηκε πως ήταν•
+και τώρ' ομοιάζει των θεών των ουρανοκατοίκων.
+κ' είθε παρόμοιος σύντροφος να ονομασθή δικός μου,
+'που να 'στεργεν εγκάτοικος εδώ μ' εμάς να μένη. 245
+αλλά δόστε, θεράπαιναις, βρώσι, πιοτό του ξένου».
+
+Είπε και αυταίς υπάκουσαν ευθύς εις την φωνή της•
+κ' έθεσαν βρώσι και πιοτό σιμά 'ς τον Οδυσσέα•
+κ' έτρωγε κ' έπινε αρπακτά ο θείος Οδυσσέας,
+κ' είχε ο πολύπαθος καιρούς φαγί να δοκιμάση. 250
+και η λεκοχαίρα Ναυσικά τότ' εφευρήκεν άλλο•
+εδίπλωσε και απίθωσε τα ενδύματα εις τ' αμάξι,
+έζεψε τα σκληρώνυχα μουλάρια και άμ' ανέβη.
+κ' επαρακίνα λέγοντας τον Οδυσσηά• «Σηκώσου,
+ξένε, εις την πόλι για να πας, κ' εγώ θα σ' οδηγήσω 255
+'ς του συνετού πατέρα μου το δώμα, όπου τους πρώτους
+πιστεύω από τους Φαίακαις θα ιδής και θα γνωρίσης.
+αλλ' έλα κάμε ό,τι σου ειπώ• θαρρώ πως γνώσιν έχεις.
+όσον αγρούς διαβαίνουμε, και των ανθρώπων έργα,
+με ταις θεράπαιναις μαζή κατόπιν εις τ' αμάξι 260
+ογλήγορ' ακολούθα με, κ' εγώ τον δρόμο δείχνω,
+έως ότου θε να φθάσουμε 'ς την πόλιν, οπού πύργος
+ζών' υψηλός, κ' έχει καλούς λιμέναις δυο 'ς τα πλάγια.
+έχει το έμπασμα λεπτό• στενοχωρούν τον δρόμο
+τα κυρτά πλοία 'ς ταις σκεπαίς, 'πώχει καθείς δική του. 265
+κ' είν' η αγορά τους, 'ς του λαμπρού την μέση Ποσειδίου,
+με συρταίς πέτραις, 'πώχωσαν βαθειά, θεμελιωμένη.
+και αυτού τ' άρμενα εργάζονται των πισσωμένων πλοίων,
+τα καλαμάρια, τα πανιά, και καταξυούν κουπία.
+και οι Φαίακες δεν αγαπούν φαρέτρα ουδέ δοξάρι, 270
+μόνον πανιά, μόνον κουπιά, και ισόπλευρα καράβια,
+οπού γι' αυτά περήφανοι το λευκό κύμα σχίζουν.
+τούτων ξεφεύγω την πικρή γλώσσα, μη μ' ονειδίση
+κανένας, ότ' είναι λαός περήφανος και αυθάδης.
+άνδρας συμβαίνει πρόστυχος να ιδή, κ' ευθύς να είπη• 275
+ο λαμπρός ξένος και τρανός, 'ς την Ναυσικά κατόπι,
+ποιος είναι; που τον εύρηκε; άνδρα της θα τον κάμη.
+μήπως από το πλοίο του, 'που εξέπεσ' εδώ πέρα,
+ξένον εδέχθη μακρυνόν; τι γείτονες δεν είναι.
+ή απ' ταις ολόθερμαις ευχαίς κατέβηκε ουρανόθεν 280
+κάποιος θεός, και θα 'χη αυτόν εκείνη ολοζωής της;
+καλήτερ' αν μονάχη της εζήτησε κ' ευρήκε
+άλλοθεν άνδρα• ότι αψηφά τους συντοπίταις όλους,
+τους Φαίακαις, οπού πολλοί και οι πρώτοι την ζητούσι.
+αυτά θα ειπούν, κ' εγώ εντροπή τα λόγια τούτα θα 'χω. 285
+κ' εγώ 'θελε κατηγορώ άλλην, αν όμοια πράξη,
+χωρίς να 'χη το θέλημα των ποθητών γονέων,
+πριν έλθ' εις γάμον φανερόν, τους άνδραις να σιμόνη.
+και τώρα, ξένε, πρόσεχε, αν θέλης ο πατέρας
+εις την πατρίδα ογλήγορα να σε ξεπροβοδήση. 290
+'ς τον δρόμο θαύρης τον λαμπρόν λευκώνα της Αθήνης•
+μέσ' αναβρύζει αυτού πηγή, και γύρω έχει λιβάδι•
+αυτού 'ναι η γη και ο ανθούμενος ο κήπος του πατρός μου,
+από την πόλι διάστημα, 'π' ακούεσ' αν βοήσης.
+αυτού μείνε καθήμενος, έως ότου εμείς 'ς την πόλι 295
+πατήσουμε και φθάσουμε 'ς τα σπίτια του πατρός μου•
+και άμα λογιάσης ότι 'μεις 'ς τα σπίτι έχουμε φθάσει,
+προς των Φαιάκων βάδισε την πόλι, και άμ' ερώτα
+τα σπίτια του γενναιόκαρδου πατέρα μου Αλκινόου.
+καλόγνωρα είναι• και μωρό παιδί να σου τα δείξη 300
+δύναται• ότι δεν κτισθήκαν τα σπίτια των Φαιάκων,
+ως τα παλάτια κτίσθηκαν του ήρωα του Αλκινόου•
+και όταν οι δόμοι γύρωθε κ' η αυλή σε περιλάβουν,
+διάβα ευθύς το μέγαρο να φθάσης 'ς την μητέρα,
+'που εις την γωνίστρα κάθεται, 'ς την λάμψι της φωτίας, 305
+γαλάζιο κλώθοντας μαλλί, θαυμάσιον, εις τον στύλον
+απιθωμένη, και όπισθεν αυτής κάθονται η δούλαις.
+και 'ς την φωτιά σιμά θα ιδής τον θρόνο του πατρός μου,
+'π' αυτού πίνει καθήμενος, όμοιος των αθανάτων.
+ξεπέρν' αυτόν, τα γόνατα, συ πιάσε της μητρός μου, 310
+αν θες για σε χαρμόσυνη και ογλήγορα να φέξη
+η ημέρα της επιστροφής, όθεν μακρυά και αν ήσαι.
+και αν ίσως και σ' ελεηθή και σ' αγαπήση εκείνη,
+θάρρου, θα ιδής τους ποθητούς, ογλήγορα θα φθάσης,
+'ς το σπίτι το καλόκτιστον, εις την γλυκειά πατρίδα». 315
+
+Είπε και με την μάστιγα την φωτεινή ραβδίζει
+τα μουλάρια, και αυτ' άφησαν του ποταμού την άκρη,
+ευθύς, κ' ετρέχαν τακτικά, καλά τετραποδίζαν.
+κυβερνά η κόρη εύμορφα, πεζοί για να προφθάσουν
+η δούλαις με τον Οδυσσηά• με νου ραβδίζ' η κόρη. 320
+κ' έκλιν' ο ήλιος, κ' έφθασαν 'ς της Αθηνάς το δάσος
+το ένδοξο, και αυτού κάθισεν ο θείος Οδυσσέας,
+και εις του μεγάλου του Διός την κόρη ευθύς ευχήθη•
+
+«Άκου με, κόρη αδάμαστη, τ' αιγιδοφόρου Δία•
+εισάκουσέ με, 'π' άλλοτε δεν μ' έχεις εισακούσει, 325
+'που ευχόμουν, όταν μ' έκρουεν ο μέγας κοσμοσείστης.
+δος να με ιδούν οι Φαίακες με σπλάχνος και μ' αγάπη».
+
+Ευχήθη, και τον άκουσε τότε η Παλλάδ' Αθήνη•
+και δεν του εφονερόνονταν εμπρός του, ότι εφοβόνταν
+εκείνη τον πατράδελφον και αυτός εμίσα σφόδρα 330
+τον ομοιόθεον Οδυσσηά, πριν φθάσ' εις την πατρίδα.
+
+
+
+ΤΕΛΟΣ Α' ΤΟΜΟΥ
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, Volume A, by Homer
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY, VOLUME A ***
+
+***** This file should be named 30613-0.txt or 30613-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30613/
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH F3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/old/20091206-30613-0.zip b/old/20091206-30613-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..4fdc050
--- /dev/null
+++ b/old/20091206-30613-0.zip
Binary files differ