diff options
| -rw-r--r-- | .gitattributes | 3 | ||||
| -rw-r--r-- | 30613-0.txt | 3793 | ||||
| -rw-r--r-- | 30613-0.zip | bin | 0 -> 85425 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 30613-h.zip | bin | 0 -> 180675 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 30613-h/30613-h.htm | 3795 | ||||
| -rw-r--r-- | 30613-h/images/cover.jpg | bin | 0 -> 87898 bytes | |||
| -rw-r--r-- | LICENSE.txt | 11 | ||||
| -rw-r--r-- | README.md | 2 | ||||
| -rw-r--r-- | old/20091206-30613-0.txt | 3783 | ||||
| -rw-r--r-- | old/20091206-30613-0.zip | bin | 0 -> 85427 bytes |
10 files changed, 11387 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes new file mode 100644 index 0000000..6833f05 --- /dev/null +++ b/.gitattributes @@ -0,0 +1,3 @@ +* text=auto +*.txt text +*.md text diff --git a/30613-0.txt b/30613-0.txt new file mode 100644 index 0000000..a33522e --- /dev/null +++ b/30613-0.txt @@ -0,0 +1,3793 @@ +The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Homer's Odyssey + Volume A + +Author: Homer + +Translator: Iakovos Polylas + +Posting Date: March 14, 2012 [EBook #30613] +First Posted: December 6, 2009 + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY *** + + + + +Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis + + + + + + + + + +Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. +A few corrections on typing mistakes have been included within brackets. + +Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές +τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με []. + + + +ΟΔΥΣΣΕΙΑ + +ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ +ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ + + + +ΤΟΜΟΙ Α' Β' Γ΄ Δ' +ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ + + +ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ +ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ + + + +ΟΜΗΡΟΥ + + + +ΟΔΥΣΣΕΙΑ + +ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ +ΙΑΚ. ΠΟΛΥΛΑ + + + + +ΤΟΜΟΣ Α + + + + +ΡΑΨΩΔΙΑ Α-Ζ + +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ +ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ + +ΟΜΗΡΟΥ +ΟΔΥΣΣΕΙΑ + + + +Ραψωδία Α + + + +Τον άνδρα, μούσα, λέγε μου, πολύτροπον, 'που εις μέρη +πολλά επλανήθη, αφού έρριξε την ιερήν Τρωάδα• +και ανθρώπων είδε αυτός πολλών ταις χώραις και την γνώμην +έμαθε, και 'ς τα πέλαγα πολλά 'παθε ζητώντας +με τους συντρόφους άβλαπτος να φθάση 'ς την πατρίδα. 5 +αλλ' όμως δεν κατώρθωσε να σώση τους συντρόφους• +ότι εχαθήκαν μόνοι τους απ' τ' ανομήματά τους• +μωροί, 'που τ' Υπερίονα Ήλιου τα βώδια 'φάγαν, +κ' εκείνος της επιστροφής τους πήρε την ημέρα. +τούτα ειπέ κάπουθε κ' εμάς, θεά, κόρη του Δία. 10 + +Τότ' οι άλλοι, όσοι δεν χάθηκαν, 'ς τα σπίτια τους όλ' ήσαν, +σωσμένοι από τον πόλεμο και απ' του πελάου τα βάθη• +μόνον αυτόν, 'που του 'λειπε η πατρίδα και η συμβία, +κρατούσ' η νύμφη Καλυψώ, σεπτή θεά, μεγάλη, +'ς τα κοίλα σπήλαια και άνδρα της επόθει να τον κάμη. 15 +αλλά 'ς τον κύκλο των καιρών ο χρόνος όταν ήλθε, +'που 'ς την Ιθάκη του οι θεοί να γύρη είχαν ορίσει, +και τότε ακόμη εστέναζε μακράν των ποθητών του• +και όλ' οι θεοί λυπιόνταν τον, αλλ' όχι ο Ποσειδώνας• +κ' εμίσ' αυτός θανάσιμα τον θείον Οδυσσέα 20 +πριν φθάση 'ς την πατρίδα του. αλλ' είχε τότ' εκείνος +περάσει 'ς τους Αιθίοπαις, 'που πέρα κατοικούσι, +κ' εις δυο σχισμένοι ευρίσκονται, ύστεροι των ανθρώπων, +του Ηλιού, 'που βγαίν', η μια μεριά, του Ηλιού, που πέφτ', + [η άλλη, +από κριάρια να δεχθή και ταύρους εκατόμβη. 25 +αυτού κείνος εχαίρονταν 'ς την τράπεζα• κ' οι άλλοι +ήσαν μαζή 'ς τα μέγαρα τ' αστραποφόρου Δία• +και λόγον άρχιζε θεών και ανθρώπων ο πατέρας• +τον Αίγισθο θυμήθηκε, 'που ο πέρα εξασκουμένος +Ορέστης εθανάτωσεν ο Αγαμεμνονίδης• 30 +αυτόν τότ' ενθυμούμενος των αθανάτων είπε• + +«Ωιμέ! οι θνητοί πώς τους θεούς βαρειά κατηγορούσι! +πως τα κακά' ρχονται απ' εμάς λέγουν, και ωστόσο εκείνοι +από ταις ανομίαις τους, και όχι απ' την μοίρα, πάσχουν• +και όχι απ' την μοίρα ο Αίγισθος ιδού τ' Ατρείδη επήρε 35 +την σύντροφο, κ' εφόνευσεν αυτόν άμ' επανήλθε• +κ' εγνώριζε τον όλεθρο, τι τού' χαμε προείπει +εμείς, όταν τον άγρυπνο του στείλαμεν Ερμεία, +να μη ζητά την σύντροφον, αυτόν να μη φονεύση, +ότι τ' Ατρείδη εκδίκησι θε να 'λθη απ' τον Ορέστη, 40 +άμ' ανδρωθή και 'ς την ψυχή την γη του επιποθήση. +αυτά 'πε ο Ερμής καλόγνωμα, αλλά τον νου τ' Αιγίσθου +δεν άλλαξε• κ' ιδού μαζή τώρα τα πλέρωσ' όλα». + +Τότε η θεά τ' απήντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, 45 +'ς τον όλεθρο, 'που του 'πρεπε, καλά 'πεσεν εκείνος• +όμοια κάθ' άλλος ας χαθή, 'που τέτοια πάλιν πράξη. +αλλά μου σχίζει την καρδιάν ο άμοιρος Οδυσσέας, +οπού καιρούς κακοπαθεί μακράν των ποθητών του, +μέσα εις νησί περίβρεκτο, 'ς τ' αφάλι της θαλάσσης, 50 +χλωρό νησί, και αυτού θεά την κατοικιά της έχει, +η κόρη του κακόγνωμου Άτλαντα, οπού τα βάθη +γνωρίζει όλης της θάλασσας, και αυτός φυλά τους στύλους +τους μακρυνούς, οπ' ουρανό και γην αποχωρίζουν. +εκείνου η κόρη αυτόν κρατεί τον δύστυχο, 'που κλαίει, 55 +και πάντα με γλυκόλογα πασχίζει να του σβήση +τον πόνο της Ιθάκης του• και αρκούσε τ' Οδυσσέα +να ίδη οπού σηκόνεται καπνός από την γη του, +και ν' αποθάνη επιθυμεί• ουδ' η καρδιά σου, Ολύμπιε, +μαλάζεται• και με θυσιαίς δεν σ' έχει αυτός τιμήσει, 60 +'ς την Τροία την ευρύχωρη, 'ς τα πλοία των Αργείων; +ώ Δία, πώς εμίσησες τόσο τον Οδυσσέα;» + +Και ο Δίας της απάντησεν, ο νεφελοσυνάκτης• +«Τέκνον, ποιος λόγος σού 'φυγε των οδοντιών το φράγμα! +να λησμονήσω εγώ ποτέ τον θείον Οδυσσέα, 65 +οπού πρωτεύει των θνητών 'ς τον νου και για τα δώρα, +'που των θεών επρόσφερνε των ουρανοκατοίκων; +αλλ' ο γεωφόρος έχει του χολήν ο Ποσειδώνας +άσπονδη, 'πώσβησεν αυτός του Κύκλωπα το μάτι, +του ισόθεου Πολύφημου, 'που εις όλους μέγας είναι 70 +τους Κύκλωπαις, κ' η Θόωσα τον γέννησεν, η κόρη +του Φόρκυνα, της άγριας της θάλασσας κυρίου, +αφού 'ς τα σπήλαια πλάγιασε σιμά 'ς τον Ποσειδώνα. +ιδού γιατί τον Οδυσσηά ο σείστης Ποσειδώνας +δεν θανατόνει, αλλά μακρυά τον σπρώχνει από την γην του. 75 +αλλ' ελάτ' όλοι, ας εύρουμε το πώς θε να επανέλθη +εκείνος 'ς την πατρίδα του• θα παύση την οργή του +ο Ποσειδώνας άσφαλτα, και δυνατόν δεν είναι +'ς όλους ενάντια τους θεούς να πολεμήση μόνος». + +Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 80 +«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, +και αν των μακάρων των θεών αρέσει τώρα τούτο, +Οδυσσηάς ο πολύγνωμος να 'λθη 'ς τα γονικά του, +τον μηνυτήν ας στείλουμεν Ερμή τον αργοφόνο, +'ς της Ωγυγίας το νησί, ευθύς να ειπή της νύμφης 85 +εκεί της καλοπλέξουδης την καθαρή βουλή μας, +ο Οδυσσηάς ο αδάμαστος 'ς την γη του να επανέλθη• +και 'ς την Ιθάκη θα 'μπω εγώ να σπρώξω τον υιό του +σφοδρότερα, και την ψυχή να του γεμίσω θάρρος, +τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξη, 90 +για ν' αρνηθή το σπίτι του δημόσια των μνηστήρων, +'που σφάζουν ακατάπαυτα τ' αρνιά του και τα βώδια• +και αυτόν 'ς την Πύλον ύστερα και Σπάρτη θα οδηγήσω, +να μάθη για τον γυρισμό τ' αγαπητού πατρός του, +και όπως 'ς τον κόσμον εύμορφη τον περιλάβη φήμη». 95 + +Είπε• 'ς τα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια +ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν την επάνω +'ς την θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη σαν τους αέραις. +κοντάρι επήρε δυνατό μ' ακονισμένη λόγχη, +βαρύ, μεγάλο, στερεό, μ' αυτό δαμάζ' ηρώων 100 +τα πλήθη, εις όσους οργισθή φρικτού πατρός η κόρη• +και από του Ολύμπου ταις κορφαίς εχύθη και κατέβη• +κ' εις τ' Οδυσσηά τα πρόθυρα, μες την Ιθάκη, εστάθη +εις το κατώφλι της αυλής, κ' εκράτει το κοντάρι, +και ξένον, τον Μέντη, ώμοιαζε της Τάφου βασιλέα. 105 +κ' ηύρεν εκεί τους ανδρικούς μνηστήραις, οπού τότε +'ς την θύρα εμπρός με τους πεσσούς ξεδίναν, καθισμένοι +εις τα τομάρια των βωδιών, οπού 'χαν σφάξει εκείνοι. +και οι κήρυκες και οι πρόθυμοι θεράποντες τριγύρω, +άλλοι κρασί με το νερόν έσμιγαν 'ς τους κρατήραις, 110 +ταις τράπεζαις άλλοι έπλεναν με ολότρυπα σφογγάρια, +κ' εμπρός ταις 'βάζαν• κρέατα πολλά μοιράζαν άλλοι. + +Και ο θεϊκός Τηλέμαχος την είδε πολύ πρώτος• +μες τους μνηστήραις κάθονταν με την καρδιά θλιμμένη, +'ς τον νου θωρώντας τον λαμπρόν πατέρ', αν ίσως έλθη 115 +κάπουθε, και 'ς τα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις, +να μείνη εκείνος βασιληάς και κύριος εις το βιο του. +μ' αυτά 'ς τον νου, καθήμενος μαζή τους, την Αθήνη +ξάνοιξε κ' ίσια χύθηκε 'ς τα πρόθυρα, ότι εντράπη +πολύν να στέκεται καιρόν ο ξένος εις την θύρα. 120 +το δεξί χέρι έπιασεν, επήρε το κοντάρι, +και αυτήν άμ' επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• + +«Ω ξένε, χαίρε, και απ' εμάς θα φιλευθής, και πρώτα +να γευματίσης, κ' ύστερα να ειπής ποιάν έχεις χρεία». + +Είπε και επροπορεύθηκε, κ' η Αθήνη αυτού κατόπι• 125 +και εις το παλάτι το υψηλόν άμ' ήλθαν μέσα, εκείνος +'ς τον μακρύ στύλο κολλητά έστησε το κοντάρι +'ς την θήκη την καλόξυστην, όπ' άλλα πολλά ήσαν +του στερεόκαρδου Οδυσσηά στημένα εκεί κοντάρια. +και αυτήν εκάθισ' εις θρονί, 'π' έστρωσε με σινδόνι, 130 +κ' ήταν ωραίο, τεχνικό και είχεν υποπόδι• +πήρε και αυτός λαμπρό σκαμνί σιμά της, των μνηστήρων +μακράν, μήπως ο θόρυβος τον ξένον ενοχλήση, +και το τραπέζι βαρεθή, αν έσμιγε μ' αυθάδεις, +και όπως για τον πατέρα του, οπού 'λειπε, ερωτήση• 135 +και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη +χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη, +για να νιφθούν, κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. +και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει, +και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. 140 +και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει +ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει• +συχνά 'ς αυτούς και ο κήρυκας έρχονταν και τους κέρνα. + +Και μέσα εμπήκαν οι ανδρικοί μνηστήρες, και κατόπι +εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθίσαν 'ς την αράδα• 145 +και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τα χέρια, +η δούλαις εις τα κάνιστρα τον άρτον εσωρεύαν, +και τους κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι• +και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• +και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, 150 +εις άλλα τότ' εστράφηκεν ο πόθος των μνηστήρων, +εις το τραγούδι, εις τον χορό, της τράπεζας τα δώρα. +λαμπρήν κιθάραν έβαλεν ο κήρυκας 'ς τα χέρια +του Φήμιου, 'που βιαζόμενος τραγούδαε των μνηστήρων• +και άρχισε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος. 155 +τότ' είπεν ο Τηλέμαχος την γλαυκομμάτ' Αθήνη, +ζυγόνοντας την κεφαλήν, οι άλλοι μην ακούσουν• + +«Ω φίλε ξένε, ό,τι θα ειπώ θα κατακρίνης τάχα; +για τούτ' αυτοί φροντίζουσι, κιθάρα, και τραγούδι, +ήσυχ', αφού το ξένο βιο απλέρωτ' αυτοί τρώγουν, 160 +ανδρός 'που τ' άσπρα κόκκαλα τώρα η βροχή σαπίζει +'ς την γη ριμμένα, ή τα κυλά 'ς την θάλασσα το κύμα• +αν 'ς την Ιθάκην έβλεπαν εκείνον να επανέλθη, +θα εύχονταν ελαφρότεροι 'ς τα πόδια να 'ναι όλοι, +κάλλιο παρά πλουσιώτεροι 'ς ένδυμα και χρυσάφι. 165 +κ' έτσι εκακοθανάτισεν εκείνος, ουδέ πλέον +παρηγορεί μας αν κανείς θνητός ειπή πως θα 'λθη• +κ' εκείνου της επιστροφής εχάθηκεν η 'μέρα. +αλλά μ' αλήθεια λέγε μου, ποιος είσαι των ανθρώπων +και πόθεν; και πού η πόλι σου υπάρχει κ' οι γονείς σου; 170 +με ποιό καράβι εδώ 'φθασες, με ποιόν τρόπον οι ναύταις +εις την Ιθάκη σ' έφεραν; και ποιοί καυχόνταν που 'ναι; +ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες, πιστεύω. +και πάλιν τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω, +αν τώρα εδώ πρωτέρχεσαι, ή ξένος πατρικός μου 175 +είσ', επειδ' ήλθαν άνθρωποι πολλοί 'ς το σπίτι τούτο +άλλοι, επειδή κοινωνικός ανθρώπων και αυτόν ήταν». + +Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ εκείνα οπ' ερωτάς με• +Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιούμαι τ' Αγχιάλου 180 +ότι είμ' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων• +με πλοίον και με συντροφιάν έφθασα και πηγαίνω, +το μαύρο πέλαο σχίζοντας, 'ς ανθρώπους αλλοφώνους, +'ς την Τέμεση, για χάλκωμα και σίδερο τους φέρω. +κ' έξω απ' την πόλιν άφησα το πλοίο, 'ς τον λιμένα 185 +το Ρείθρον, αποκάτωθε του δασερού Νηίου• +και πατρικοί καυχιούμασθε παλαιόθ' ανάμεσόν μας +ξένοι, και αν θέλης πήγαινε τον γέρο να ερωτήσης +ήρωα Λαέρτην, όπου πλειά δεν έρχεται 'ς την πόλι, +ως λέγουν, αλλά 'ς τους αγρούς πέρα κακοπαθαίνει, 190 +με γραίαν υπηρέτριαν, οπού πιοτό και βρώσι +του παραθέτει, όταν αυτού τα μέλη πάρη ο κόπος, +'ς το κάρπιμο ενώ σέρνεται κηπάρι αμπελοφόρο. +κ' ήλθα επειδή ο πατέρας σου ελέγετο πως ήταν +εις την πατρίδα• αλλ' οι θεοί τον δρόμο του εμποδίζουν• 195 +τί δεν απέθανε 'ς την γην ο θείος Οδυσσέας, +αλλ' είναι ακόμα ζωντανός 'ς τα πέλαγα, κλεισμένος +μέσα εις περίβρεκτο νησί, και άνδρες κακοί τον έχουν +άγριοι, κ' εις το πείσμα του θαρρώ πως τον κρατούσι. +και θα σου ειπώ προμάντευμα, 'που τώρα εις την καρδιά μου 200 +μου βάζουν οι αθάνατοι, και ν' αληθεύση ελπίζω, +αν και ούτε μάντις είμ' εγώ ούτε είμαι ορνιθοκρίτης. +μακράν ακόμη απ' την γλυκειά πατρίδα δεν θα μείνη +πολύν καιρόν, ουδ' αν δεσμά τον έχουν σιδερένια• +ότ' είναι πολυμήχανος, θα σοφιθή να φύγη. 205 +αλλ' έλα τώρα λέγε μου με όλη την αλήθεια, +αν τέτοιος άνδρας καθ' αυτό παιδί 'σαι τ' Οδυσσέα• +και φοβερά 'ς την κεφαλή, 'ς τα εύμορφα μάτια μοιάζεις +εκείνου, επειδή σμίγαμε συχναίς φοραίς αντάμα, +πριν εις την Τροίαν αναιβή, 'π' ανέβηκαν κ' οι άλλοι 210 +'ς τα βαθουλά καράβια τους, οι πρώτοι των Αργείων. +τον Οδυσσέ' από τότ' εγώ δεν είδα, ούτ' εμέ κείνος». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• +«Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια• +υιόν εκείνου η μάννα μου με λέγει, αλλ' εγώ τούτο 215 +δεν ξεύρω• ποιος εγνώρισε ποτέ την γέννησί του; +και άμποτε να 'χα γεννηθή απ' άνδρα ευτυχισμένον +οπού το γήρας εύρηκε 'ς το μέσο των καλών του• +και τώρ' ο αμοιρότατος απ' όλους τους ανθρώπους +πατέρας μ' είναι, ως λέγουσιν, αφού τούτ' ερωτάς με». 220 + +Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«Όχι, δεν θέλουν άγνωστη να μείνη η γενεά σου +οι αθάνατοι, αν σ' εγέννησε τέτοιον η Πηνελόπη. +αλλά μ' αλήθεια λέγε μου• τι τράπεζα είναι τούτη; +και τι το πλήθος; και προς τι τα θέλεις τούτα; γάμος 225 +είναι ή συμπόσιον; επειδή συντροφικά δεν είναι• +με πόσην υπερήφανην αποκοτιά συντρώγουν, +κύττα, μέσα 'ς τα δώματα• σφόδρα θ' αγανακτήση +όποιος και αν έλθη φρόνιμος τόσ' άπρεπα θωρώντας». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• 230 +«Ξένε, αφού τούτα μ' ερωτάς και μέ ζητείς να μάθης, +πλούτη θε να 'χε και τιμαίς άλλοτε αυτό το σπίτι, +ο άνδρας όσ' ευρίσκονταν εκείνος 'ς την πατρίδα. +οι αθάνατοι κακόγνωμα τώρ' άλλ' αποφασίσαν, +'π' αυτόν έκαμαν άγνωστον, ως άλλος δεν ευρέθη• 235 +επειδή δεν θα μ' έθλιβεν ο θάνατός του τόσο, +εάν με τους συντρόφους του είχε σβυσθή 'ς την Τροίαν, +ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις παθηταίς αγκάλαις• +τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα εσήκοναν εκείνου, +και δόξα θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του• 240 +και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον σήκωσαν εχάθη +αγνώριστος, ανάκουστος, κ' εμέν' άφησε πόνους +και κλάυματα• ουδ' οδύρομαι για κείνον τώρα μόνον, +γιατί και άλλα παθήματα οι αθάνατοι μου δώσαν. +ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι 245 +του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου, +και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν, +την μητέρ' όλοι, μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι• +και αυτόν τον γάμον, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε +να τον τελειώση δύναται• κ' εκείνοι καταλύουν 250 +το σπίτι μου, και ογλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν». + +'Σ τα κακά τόσα ωργίσθηκε κ' είπε η Παλλάδ' Αθήνη• +«Ωιμένα, πόσην τ' Οδυσσηά, 'που λείπει, έχεις ανάγκη, +εκείνος τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση! +διότι αν τώρ' ερχόμενος 'ς τα πρόθυρα του δόμου 255 +στήνονταν, με περίκρανο, μ' ασπίδα και δυ' ακόντια, +τέτοιος όποιον είδ' αυτόν 'ς το σπίτι μου εγώ πρώτα, +οπ' έπινε κ' ετέρπονταν και τότε από τον Ίλο +τον Μερμερίδη εγύριζε μέσ' από την Εφύρη• — +ότι και αυτού με το γοργό καράβι τ' ο Οδυσσέας 260 +πήγε ανδροφόνο βότανο ζητώντας για ν' αλείφη +τα χάλκινα τα βέλη του• δεν το 'δωκεν εκείνος +φοβούμενος την όργητα των αθανάτων• όμως +του το 'δωκε ο πατέρας μου 'π' αγάπ' αυτόν περίσσα•— +τέτοιος αν έλθ' ο Οδυσσηάς να πέση 'ς τους μνηστήραις, 265 +'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείνη ο γάμος, +αλλ' όλ' αυτά 'ς την δύναμι των αθανάτων μένουν, +αν θα 'λθ' ή όχι ενάντια τους εκδίκησι να πάρη +'ς τα μέγαρά του• να σκεφθής ωστόσο εγώ σου λέγω +το πώς από το σπίτι σου να διώξης τους μνηστήραις. 270 +κ' έλ' άκουσέ με, πρόσεχε 'ς τους εδικούς μου λόγους• +αύριο τους ήρωαις Αχαιούς συγκάλεσε κ' εις όλους +την γνώμη σου φανέρωσε, με τους θεούς μαρτύρους• +'ς τα σπίτια τους να σκορπισθούν πρόσταξε τους μνηστήραις• +και αν η μητέρα επιθυμεί τον γάμο, ας επανέλθη 275 +εις του πατρός το μέγαρο, που 'ναι πολύς και μέγας• +τον γάμο αυτοί θα κάμουσι και δώρα θα ετοιμάσουν +πολλύτατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης, +και σε τον ίδιον φρόνιμο θα συμβουλεύσω μέτρο• +καράβι αφού λάβης καλό μ' είκοσι κουπηλάταις, 280 +για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθης έβγα, +ή των θνητών κάποιος σου ειπή, ή την φωνήν ακούσης, +'που από τον Δί' ερχόμενη γεννοβολά την φήμη. +'ς την Πύλο πρώτα πήγαινε, 'ς τον Νέστορα τον θείο, +κείθε 'ς την Σπάρτη, ς' τον ξανθό Μενέλαο, να ερωτήσης, 285 +ότ' ύστερος των Αχαιών χαλκοχιτώνων ήλθε. +και αν ο πατέρας ότι ζη και θα γυρίση ακούσης, +τότε, και ας στενοχωρηθής, υπόμειν' έναν χρόνο. +και αν πάλιν ότι απέθανεν ακούσης και ότι εχάθη. +γύρισε τότε εις την γλυκειά την γη την πατρική σου, 290 +και μνήμα εκείνου σήκωσε, κ' εντάφια, ως πρέπει, δώρα +δόσε πολλά, και υπάνδρευσε κατόπι την μητέρα. +και αμ' ενεργήσης όλ' αυτά, κ' εις όλα δώσης τέλος, +'ς τον νου σου τότε μέτρησε και 'ς της ψυχής τα βάθη, +πώς 'ς τα δικά σου μέγαρα να κόψης τους μνηστήραις, 295 +είτε με δόλο ή φανερά• και πλειά δεν σε συμφέρει +παιδιού να 'χης φρονήματα, μικρός αφού δεν είσαι• +και δεν ακούς πώς ο λαμπρός Ορέστης εδοξάσθη +'ς τον κόσμον, ότι εφόνευσεν αυτός τον δολοφόνον +Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα; 300 +φίλε, και συ, 'που 'σαι καλός και μέγας, ως σε βλέπω, +γενναίος γίν', οι απόγονοι να σε καλολογήσουν. +αλλ' ήδη εγώ 'ς τ' ογλήγορο καράβι θα καταίβω, +κ' οι σύντροφοί μου αγανακτούν, θαρρώ, 'που περιμένουν. +και συ μόνος σου φρόντιζε, και ψήφησε ό,τι σου 'πα». 305 + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• +«Ξένε, πολύ καλόγνωμα τα λέγεις, ως πατέρας +εις το παιδί του, και απ' τον νου ποτέ δεν θα μου φύγουν. +αλλ' έλα μείνε, μ' όση βια και αν έχης 'ς το ταξείδι, +όπως αφού πρώτα λουσθής κ' ευφράνης την ψυχή σου, 310 +γυρίσης 'ς το καράβι σου χαρούμενος με δώρο +πολύτιμο πανεύμορφο, θησαύρισμα να το 'χης +από εμένα, ως δίδουν τα των ξένων φίλοι ξένοι». + +Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«Όχι, εδώ πλειά μη με κρατής, τι βιάζομαι 'ς τον δρόμο• 315 +και δώρον, όποιον η καρδιά σου λέγει να μου δώσης, +όταν γυρίσω δόσε μου, 'ς το σπίτι να το πάρω, +πανεύμορφο, και ανταμοιβή θ' αξίζη προς εσένα». + +Είπε και αμ' ανεχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +κ' επέταξεν ωσάν αετός• κ' εκείνου έβαλε θάρρος 320 +εις την καρδιά και δύναμι• και του πατρός την μνήμη +του ξύπνησε πλειότερα• το αισθάνθη μέσα εκείνος, +κ' εθαύμασ', επειδή θεός ενόησε πως ήταν. +κ' εις τους μνηστήραις πέρασεν ευθύς ο ισόθεος άνδρας. + +Κ' εις αυτούς έψαλν' ο λαμπρός αοιδός και αυτοί καθόνταν 325 +ήσυχα και άκουαν κ' έψαλνε των Αχαιών την μαύρην +απ' την Τρωάδ' επιστροφή, που 'χε προστάξει η Αθήνη. +και από τ' ανώγι απείκασε το θείον άσμα εκείνου, +η Πηνελόπ' η φρόνιμη, κόρη του Ικαρίου, +και την υψηλήν κλίμακα του δόμου της κατέβη• 330 +μόνη όχι, δυο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν• +και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις, +της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη, +'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια• +κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε• 335 +και προς τον θείον αοιδόν δακρύζοντας αυτά 'πε• + +«Φήμιε, πολλ' άλλα εγνώριζες, 'που τους θνητούς μαγεύουν, +όσα εξυμνούν οι αοιδοί, θεών και ανθρώπων έργα. +έν' απ' αυτά τραγούδα τους, καθήμενος σιμά τους, +κ' εκείνοι ας πίνουν ήσυχα• και τούτο παύε τ' άσμα 340 +το θλιβερό, 'που πάντοτε μου σχίζει την καρδία, +ότι 'ς εμένα μάλιστα ακοίμητη 'ναι η λύπη, +γιατί ενθυμούμαι και ποθώ την κεφαλήν εκείνου, +'που 'ς την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος• «Μητέρα, δεν αφίνεις 345 +τον ποθητόν μας αοιδόν να τέρπη ως θέλει ο νους του; +αίτιοι δεν είν' οι αοιδοί, μόν' αίτιος είν' ο Δίας, +οπού εις καθένα των θνητών των σιτοφάγων δίδει +όπως εκείνος βούλεται• ποσώς δεν έχει κρίμα +τούτος εάν των Δαναών ψάλλη την μαύρη μοίρα• 350 +ότι επαινούν οι άνθρωποι μάλιστα εκείνο τ' άσμα, +'που εις όσους τ' ακροάζονται νεώτατο αντηχάει. +και την καρδιά σου σφίξε συ, με υπομονή ν' ακούης• +και δεν εχάθ' η επιστροφή μόνου του Οδυσσέα, +μες την Τρωάδ', αλλά πολλοί άλλοι εχαθήκαν άνδρες. 355 +αλλ' άμε σπίτι, έχε 'ς τον νου τα έργα τα δικά σου, +την αλακάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταζε ταις δούλαις +να εργάζωνται, και αμ' άφησε για λόγους να φροντίζουν +οι άνδρες, κ' εγώ μάλιστα, 'που 'μαι 'ς το σπίτι ο κύριος». + +Θαύμασε αυτή κ' εγύρισε 'ς το σπίτι, γιατί εδέχθη 360 +εις την καρδιά τον φρόνιμο τον λόγο του παιδιού της• +και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκε με ταις γυναίκαις έκλαιε +τον ποθητόν της Οδυσσηά, έως ότου γλυκόν ύπνο +'ς τα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. +και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν, 365 +κ' ευχήθηκε ο καθένας τους σιμά της να πλαγιάση, +και ο συνετός Τηλέμαχος τον λόγον 'πήρε κ' είπε• + +«Υβριστικοί και απόκοτοι μνηστήρες της μητρός μου, +'ς την τράπεζ' ας τερπώμασθε για τώρα, και αμ' ας παύση +ο βοητός' κ' είν' εύμορφο τέτοιον αοιδόν ν' ακούης, 370 +ως είναι αυτός, 'που των θεών εις την φωνήν ομοιάζει• +αλλ' άμα φέξ', εις σύνοδο θε να καθίσουμ' όλοι, +να σας κηρύξω φανερά το σπίτι μου ν' αφήστε• +δείπνους αλλού ζητήσετε• τρώγετε τα δικά σας, +μ' ανταλλαγή πηγαίνοντας καθείς 'ς το σπίτι τ' άλλου• 375 +και αν πάλιν σεις ευρίσκετε καλό και δίκαιο τούτο, +ανθρώπου ενός απλέρωτα να φθείρετ' η ουσία, +θερίζετε• και βοηθούς εγώ τους αθανάτους +θα κράξω, την εκδίκησιν ίσως μου δώση ο Δίας, +κ' έτσι εδώ μέσ' απλέρωτα κατόπι αφανισθήτε». 380 + +Αυτά 'πε και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι, +θαύμαζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά μιλούσε• +και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος εστράφη και του είπε• + +«Τηλέμαχ', άσφαλτ' οι θεοί οι ίδιοι σε διδάχνουν +'ς τους λόγους υπερήφανος και θαρρετός να γίνης• 385 +μη τύχη 'ς την περίβρεκτην Ιθάκην ο Κρονίδης +σε καταστήση βασιληά, 'που το 'χεις πατρικό σου». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• +«Αντίνοε, κείνο, 'που θα 'πω, θα κατακρίνης τάχα; +και αν τούτ' ο Δίας μου 'δινεν, ήθελ' εγώ το πάρω• 390 +αχρείον μη σου φαίνεται για τους ανθρώπους τούτο; +πράγμα δεν είναι, όχι, κακό, τινάς να βασιλεύη• +πλουταίνει ευθύς το σπίτι του, δοξάζεται κ' εκείνος• +αλλ' είναι και άλλοι Αχαιοί πολλοί μες την Ιθάκη +βασιλείς, νησί και γέροντες, και τούτων κάποιος θα 'χη 395 +το σκήπτρον, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας• +αλλά εγώ 'ς το σπίτι μου θα ορίζω και εις τους δούλους, +'που μου 'καμε ληστεύοντας ο θείος Οδυσσέας». + +Του απάντησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• +«Τηλέμαχ', εις την δύναμι των αθανάτων μένει 400 +των Αχαιών ποιος βασιληάς θε να 'ναι εις την Ιθάκη• +και ως κύριος συ το έχει σου, τα σπίτια σου να ορίζης• +μήδ' άνθρωπος τα κτήματα τολμήση να σ' αρπάξη +με βίαν, ως που κατοικούν άνθρωποι 'ς την Ιθάκη. +αλλά συ θέλω να μου 'πης, καλέ μου, για τον ξένο• 405 +ο άνθρωπος πόθεν έρχεται; και από ποιο μέρος λέγει +ότ' είναι; που το γένος του, το πατρικό του χώμα; +μη φέρει κάποιαν είδησι 'που θα φθάση ο πατέρας; +ή έρχετ' εδώ γι' ανάγκη του δική του να φροντίση; +πώς πήρε κ' έφυγ' έξαφνα! ουδ' έμεινεν ολίγο 410 +να γνωρισθή• και πρόστυχος δεν ώμοιασε 'ς την όψι». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• +«Ευρύμαχ', η επιστροφή εχάθη του πατρός μου• +ώστ' ούτε πλέον είδησι πιστεύω, αν κάπουθ' έλθη, +ούτε μαντεύματα ψηφώ αν τύχη και η μητέρα 415 +μάντιν καλεί 'ς το μέγαρο, κ' εκείνον ερωτάει. +κ' είναι μου τούτος πατρικός ξένος από την Τάφο• +Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιέται τ' Αγχιάλου +οτ' είν' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων». + +Αυτά 'πε και όμως την θεάν αυτός είχε γνωρίσει• 420 +κ' εκείνοι πάλι 'ς τον χορό, και 'ς το γλυκό τραγούδι +γύρισαν, κ' εξεφάντοναν το εσπέρας ως να φθάση• +και ακόμη ως εξεφάντοναν τους εύρηκε το εσπέρας. +τότε καθείς 'ς τα σπίτια τους επήγαν να πλαγιάσουν. +ως και ο Τηλέμαχος εκεί, 'που ο θάλαμος του εκτίσθη, 425 +εις ανοικτό της εύμορφης αυλής κ' υψηλό μέρος, +'ς την κλίνη ανέβηκε, πολλά 'ς τον νου του ανακινώντας. +τον ακολούθα κ' έφερνε λαμπάδαις αναμμέναις, +η θυγατέρα η χρήσιμη του Ώπα Πεισηνορίδη, +Ευρύκλεια, 'που 'χεν άλλοτε ο Λαέρτης κορασίδα 430 +την αποκτήσει μ' είκοσιν από εδικά του βώδια, +κ' ίσια με την χρήσιμη συμβία την ετίμα, +ουδέ ποτέ την φίλησε, μη παροργίση εκείνην. +αυτή σιμά του έφερνε το φως, και τον αγάπα +από ταις δούλαις έξοχα, κ' είχε τον θρέψει βρέφος. 435 +του τεχνικού θαλάμου του άνοιξε αυτός ταις θύραις, +'ς την κλίνη εκάθισ', έβγαλε τον μαλακό χιτώνα, +κ' έβαλ' αυτόν 'ς της φρόνιμης γερόντισσας τα χέρια• +και αφού τον δίπλωσ' εύμορφα τον κρέμασεν η γραία +'ς το ξυλοκάρφι, εκεί σιμά 'ς την τορνευμένη κλίνη. 440 +κ' εβγήκε από τον θάλαμο, με τ' αργυρό κουλούρι +την θύρα έσυρε κ' έδεσε με το λουρί τον σύρτη. +κ' εκείνος μέσ' ολονυκτής εις τ' άνθος του προβάτου +τον δρόμο, 'που του εδίδαξεν η Αθήνη, είχε 'ς τον νου του. + + + +Ραψωδία Β + + + +Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθου κόρη, +και από την κλίνη εγέρθηκεν ο γόνος τ' Οδυσσέα. +ενδύθη και το κοφτερό 'ς τον ώμον έζωσε ξίφος, +'ς τα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια, +κ' εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων. 5 +τους ψιλοφώνους κήρυκαις πρόσταξεν εν τω άμα +τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξουν +αυτοί κηρύτταν, και γοργά συνάζονταν εκείνοι. +και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν, +εκίνησε εις την σύνοδο, και το κοντάρι εκράτει, 10 +όχι μόνος• γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν• +και αυτόν με χάρι αμίλητη περιέχυνεν η Αθήνη• +και όλ' οι λαοί τον θαύμαζαν ως έρχονταν• 'ς την έδρα +κάθισ' εκείνος του πατρός και οι γέροι έδωκαν τόπο. +και ο ήρωας 'ς αυτούς άρχισεν Αυγύπτιος ν' αγορεύη, 15 +'που από τα γέρα ήταν σκυφτός κ' είχ' άπειρα 'ς τον νου του. +ότι παιδί του αγαπητό 'ς το Ίλιον είχε πάει +με τον ισόθεον Οδυσσηά, 'ς τα βαθουλά καράβια, +ο λογχοφόρος Άντιφος, 'που ο Κύκλωπας ο άγριος +φόνευσε κ' έφαγ' ύστερον 'ς τ' άντρο βαθύ για δείπνο. 20 +του έμεναν τρεις• ο Ευρύνομος με τους μνηστήραις ήταν, +κ' οι άλλοι δύο πρόσεχαν τους πατρικούς αγρούς τους• +και όμως αναλησμόνητον πικρά τον έκλαι' ακόμη• +γι' αυτόν τότε δακρύζοντας τον λόγον πήρε κ' είπε• + +«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω• 25 +σύνοδος πλειά δεν έγεινε δική μας ή συνέδριο +απ' ότε ο θείος Οδυσσηάς εμίσεψε 'ς τα πλοία• +και τώρα ποιος μας κάλεσε; ποιος τόσην έχει χρείαν, +είτε των νέων είν' αυτός είτ' είναι των γερόντων; +στράτευμα μήπως άκουσεν ότ' έρχετ' εδώ πέρα, 30 +και πρώτος αφού το 'μαθε θα μας το φανερώση; +ή άλλο πράγμα του κοινού θα 'πή και θα εξηγήση; +χρηστός θα 'ναι, μου φαίνεται, κ' ευλογητός• ο Δίας +να του χαρίση το καλόν όπ' αγαπά η ψυχή του». + +Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος 'ς τον κλήδονα εχάρη• 35 +και αμ' εσηκώθη, πρόθυμος να πάρη ευθύς τον λόγο, +'ς την μέση τους• και του 'βαλε το σκήπτρον εις το χέρι +ο κήρυκας Πεισήνορας, γνώσες και νου γεμάτος. +και προς τον γέρον έστρεψε τον λόγο πρώτα κ' είπε• + +«Γέρε, είν' ο άνθρωπος σιμά, —αμέσως θα τον μάθης— 40 +'που τον λαό συνάθροισα• μέ πρώτον σφάζει ο πόνος• +ούτ' άκουσα για στράτευμα πως έρχετ' εδώ πέρα, +'που πρώτος αφού το 'μαθα να σας το φανερώσω, +α[ο]ύτ' άλλο πράγμα του κοινού θα 'πω και θα εξηγήσω, +αλλά δικό μου πάθημα που μου 'πεσε 'ς το σπίτι, 45 +διπλό• πατέρα έχασα λαμπρόν, που εις όσους βλέπω +εσάς εδώ βασίλευεν ήμερα ωσάν πατέρας• +και τώρ' άλλο χειρότερο πολύ, 'που θα ερημώση +το σπίτι μ' όλο σύντομα, το βιο μου όλο θα σβήση• +μνηστήρες ήλθαν κ' έπεσαν 'ς την άθελη μητέρα, 50 +υιοί των όσ' υπάρχουσι 'ς τον τόπο μεγιστάνες, +οπού 'ς το σπίτι του πατρός να υπάγουν, του Ικαρίου, +τρομάζουν, που 'θελεν αυτός την κόρη του προικίση, +κ' εις όποιον θα του άρεγε καλήτερα την δώση• +κ' εκείνοι εδώ 'ς το σπίτι μας ολοκαιρής γυρίζουν, 55 +και βώδια σφάζοντας, αρνιά και γίδια σαρκωμένα, +συντρώγουν και το φλογερό κρασί μου καταπίνουν, +χαμένα, και όλα φθείρουν τα• ότι άνδρας δεν υπάρχει +τέτοιος ως ήταν ο Οδυσσηάς, το σπίτι αυτό να σώση. +κ' εμείς δεν είμασθε αρκετοί• πιστεύω και κατόπι 60 +θέλει φανούμ' ελεινοί και αδίδακτοι 'ς τα όπλα. +θ' αντιστεκόμουν δύναμιν αν είχα εγώ κοντά μου• +τι γίνοντ' έργ' αβάστακτα• παρ' άσχημ' αφανίσθη +το σπίτι μου• και μόνοι σας τ' άδικον αισθανθήτε, +και άμ' εντραπήτε τους λαούς, 'που γύρω γειτονεύουν, 65 +και φοβηθήτε την οργή των αθανάτων, μήπως +τα έργα θεομίσητα 'ς την κεφαλή σας ρίξουν. +κ' έτσι βοηθούς να λάβετε τον Δία και την Θέμι, +'που των ανδρών ταις σύναξες καθίζει αυτή και λύει, +παύσετε, φίλοι, αφήτε με να φθείρομαι 'ς την λύπη 70 +μόνος, αν μη ο ένδοξος πατέρας μου Οδυσσέας +τους Αχαιούς αδίκησε μ' έχθρητα, και για τούτο +μ' έχθρα τ' ανταποδίδετε κ' εμέ τώρ' αδικείτε, +και τούτους εμψυχόνετε• θα σύμφερνεν εμένα +να τρώτ' εσείς τους θησαυρούς και όλα τα κινητά μου• 75 +και αν ήσθ' εσείς, απόδοσι θε να 'λπιζα μια μέρα• +ότι με λόγια καρδιακά 'ς την πόλι εδώ καθέναν +θα σας παρακαλούσαμεν, ως όλα ν' αποδόστε. +και οδύναις τώρ' αγιάτρευταις μου εμπήξετε 'ς τα σπλάχνα». + +Μ' οργήν αυτά 'πε και έρριξε κατά την γη το σκήπτρο, 80 +κ' έβγαλε δάκρυα• και ο λαός όλος αισθάνθη λύπη. +και όλοι οι άλλοι εσίγησαν ουδέ κανείς ετόλμα +σκληρή προς τον Τηλέμαχον απάντησι να δώση. +και μόνος ο Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε• + +«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητε, τι λέγεις! 85 +μας εξυβρίζεις, όνειδος 'ς εμάς να ρίξης θέλεις. +και δεν σου πταιν των Αχαιών παντάπασ' οι μνηστήρες, +αλλ' η γλυκειά μητέρα σου, 'που 'ναι σοφή 'ς τους δόλους• +ότι τρεις χρόνοι πέρασαν και ο τέταρτος θα κλείση, +απ' ότε αυτή των Αχαιών την γνώμην γελοπαίζει. 90 +'ς όλους ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει +με τα μηνύματα• και νους καθ' άλλο μελετάει. +και τούτο τ' άλλο τέχνασμα σοφίσθη αυτή κ' ευρήκε• +πανί μεγάλον έστησε 'ς τα μέγαρα να υφάνη, +λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε• ω νέοι 95 +μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας, +τον γάμο μη μου βιάζετε• σταθήτε, ως ν' αποκάμω +το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, +του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη +μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 100 +των Αχαιίδων μη καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση, +αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. +αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. +τότε όλ' ημέρα το πανί το μέγα ύφαιν' εκείνη, +και νύκτα το ξεΰφαινε 'ς την λάμψιν των λαμπάδων. 105 +έτσι με απάτη ξέφυγε τρεις χρόνους, κ' έπειθ' όλους +τους Αχαιούς• τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις, +μας τα 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα, +κ' ηύραμε αυτήν 'που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της. +κ' έτσι τ' αποτελείωσεν, αθέλητ', εξ ανάγκης. 110 +και την εξής απάντησι σου δίδουν οι μνηστήρες, +συ να την μάθης, και άμα εδώ των Αχαιών τα πλήθη• +'ς τα γονικά την μάννα σου προβόδα, και άνδρ' ας πάρη +όποιον θέλη ο πατέρας της κ' εκείνη προτιμήση• +και αν μελετά τους Αχαιούς πολύ να βασανίση, 115 +με τα δώρα 'που επλούτισεν η Αθήνη την ψυχή της, +μ' έργα 'που ηξεύρει αξιόλογα, με νου λαμπρό 'που ευρίσκει +τεχνάσματ', όσα ουδέ ποτέ των παλαιών καμμία +καλοπλοκάμων Αχαιών ακούσθη να γνωρίζη, +είτ' η Αλκμήνη, είτ' η Τυρώ, είτε η καλή Μυκήνη,— 120 +οπού καμμιά δεν ώμοιασε 'ς το νου της Πηνελόπης,— +όμως, αν όλα εγνώρισε, τούτο σωστά δεν κρίνει• +ότι το βιο, τα πλούτη σου, να τρώγουν δεν θα παύσουν, +όσο 'που εκείνη έχει τον νουν αυτόν 'που μες τα στήθη +της βάζουν οι αθάνατοι• 'ς τον εαυτόν της φήμην 125 +μεγάλην παίρνει, αλλ' αφαιρεί πολύν εσένα πλούτον• +ουδέ θα πάμε εις τους αγρούς εμείς ή αλλού, πριν κείνη +λάβη άνδρ' από τους Αχαιούς, όποιον και αν προτιμήση». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του• «Αντίνοε, +δεν γίνεται απ' το σπίτι μου εγώ να διώξω εκείνην, 130 +'που εγέννησέ με κ' έθρεψε• λείπει ο πατέρας, είτε +ζη κείνος είτ' απέθανε• και αν διώξω την μητέρα, +μεγάλην τότε πληρωμήν ο Ικάριος θα μου πάρη• +κακά θα πάθω και απ' αυτόν, και άλλα ο θεός θα δώση, +των εριννύων την οργή, 'που θα μου κράξ' η μάννα, 135 +βγαίνοντας απ' το σπίτι μου• και ομού του κόσμου θα 'χω +τ' όνειδος• ώστε δεν θα 'πω ποτέ μου τέτοιον λόγο. +και αν η ψυχή σας μόνη της το κρίμα της γνωρίζει, +τα μέγαρά μου αφήσετε, δείπνους αλλού ζητάτε, +απ' το δικό σας τρώγετε, καθείς 'ς το σπίτι τ' άλλου. 140 +και αν πάλιν σεις ευρίσκετε καλό και δίκαιο τούτο, +ανθρώπου ενός απλέρωτα να φθείρετ' η ουσία, +θερίζετε• και βοηθούς εγώ τους αθανάτους +θα κράξω, την εκδίκησιν ίσως μου δώση ο Δίας, +και όμοια 'δω μέσ' απλέρωτα και σεις αφανισθήτε». 145 + +Αυτά 'πε, κ' ευθύς του 'στειλε ο βροντόφωνος Κρονίδης +δύ' αετούς απ' την κορφή του όρους να πετάξουν• +και αυτοί για ολίγο επέτονταν εις ταις πνοαίς τ' ανέμου, +με ταις φτερούγαις τεντωταίς, ο ένας σιμά 'ς τον άλλο. +και άμ' ήλθαν 'ς την πολύφωνη την σύνοδο, 'ς την μέση, 150 +με συχνοφτερουγιάσματα τότ' εστριφογυρίσαν, +και όλων αυτών ταις κεφαλαίς θανατηφόρα εκύτταν. +και με τα νύχια ως έσχισαν ταις όψες, τους λαιμούς τους, +δεξιά' φυγαν διαβαίνοντας τα σπίτια και την πόλι. +και τα όρνεα κείνοι εθαύμασαν 'που εφάνηκαν εμπρός τους, 155 +και όλο εκινούσαν 'ς την ψυχή τα έμελλαν να γείνουν. +και ο γέρος τους αγόρευσεν, ο ήρωας Αλιθέρσης, +ο Μαστορίδης, 'π' έξοχος των ομηλίκων ήταν, +των όρνεων εις την γνώρισι κ' εις το να προμαντεύη• +εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε• 160 + +«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω• +και των μνηστήρων μάλιστα τούτα εξηγώ και λέγω• +γιατί 'ς αυτούς μέγα κακό θα πέση• δεν θα μείνη +ο Οδυσσηάς πολύν καιρό μακράν των ποθητών του. +ήδη κοντά 'ναι και όλεθρο 'ς όλους αυτούς φυτεύει• 165 +και άλλοι εγκάτοικοι πολλοί της φωτεινής Ιθάκης +θα πάθουμε• αλλά σύγκαιρα πολύ να βουλευθούμε, +πώς να τους εμποδίσουμεν, ή εκείνοι ας παύσουν πρώτοι• +ότι καλό παντάπασι γι' αυτούς τούτο δεν είναι. +δεν προμαντεύω ανήξερος, αλλά καλά γνωρίζω• 170 +και λέγ' ότι τελειωθήκαν εκείνου όσα τότ' είχα +του προειπή, 'σαν ώρμησαν 'ς το Ίλιον οι Αργείοι, +και ανέβη και ο πολύγνωμος μ' εκείνους Οδυσσέας• +είπ', αφού πάθη πάμπολλα, και χάση τους συντρόφους, +το εικοστόν έτος, άγνωστος εις όλους, θα επανέλθη 175 +εις την πατρίδα• και όλ' αυτά ιδού λαμβάνουν τέλος». + +Και ο Ευρύμαχος απάντησε, το τέκνο του Πολύβου• +«Ω γέροντ', έλα πήγαινε σπίτι σου, των παιδιών σου +να προμαντεύης, μη κακό τους εύρη αυτού κατόπι• +κ' είμ' εγώ μάντις εις αυτά πολύ καλήτερός σου. 180 +όρνεα πολλά 'ναι όπου πετούν 'ς τον ήλιον αποκάτω, +και όλα δεν είναι μαντικά• κ' εχάθ' ο Οδυσσέας +πέρα, που να 'χες συντριφθή και συ μαζή μ' εκείνον. +και τότ' εδώ δεν θα 'λεγες ταις τόσαις προμαντείαις, +ουδ' έτσι τον Τηλέμαχο θα εκέντας 'ς την οργή του, 185 +για δώρα, οπού 'ς το σπίτι σου να στείλη αυτός ελπίζεις. +αλλά θα σ' είπω φανερά, και ό,τι θα 'πω θα γείνη• +αν συ, 'που ηξεύρεις και πολλά και παλαιά, τον νέον +παρακινήσης 'ς την οργή με λόγια αυτόν πλανώντας, +κ' εκείνου τα παθήματα μάθε που θε ν' αυξήσουν, 190 +και τίποτ' εξ αιτίας σου δεν θέλει κατορθώσει• +και σένα πρόστιμο βαρύ θα βάλουμεν, ω γέρε, +'π' όταν πληρώσης, μέσα σου πολύ θ' αδημονήσης. +και τον Τηλέμαχον, εμπρός 'ς όλους, θα συμβουλεύσω• +να υπάγη εις τον πατέρα της ας είπη της μητρός του• 195 +τον γάμο αυτοί θα κάμουσι, και θα ετοιμάσουν δώρα +πολλότατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης. +και ως τότε θέλει ακολουθούν την βαρετή μνηστεία +οι Αχαιοί, γιατί κανείς, θαρρώ, δεν μας φοβίζει, +ούτε ο Τηλέμαχος αυτός, και ας είναι πολυλόγος. 200 +ουδέ ψηφούμε, γέροντα, τα όσα προμαντεύεις +εις τα χαμένα, και αποκτάς σφοδρότερο το μίσος. +και τα καλά του ελεεινά και αγύριστα θα τρώγουν, +όσον αυτή 'ς τους Αχαιούς τον γάμο αργοποράει. +και ολοκαιρής προσμένοντας εμείς φιλονεικούμε 205 +για τούτην 'που 'ναι ασύγκριτη, και δεν ζητούμεν άλλαις, +όποιαν καθένας απ' εμάς να νυμφευθή ταιριάζει». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• +«Ευρύμαχε, κ' οι επίλοιποι σεις θαυμαστοί μνηστήρες, +σας ούτε πλειά παρακαλώ για τούτα, ούτ' ομιλάω• 210 +ότ' ήδη κ' οι αθάνατοι και όλ' οι Αχαιοί τα ξεύρουν. +αλλά δόστε μου ογλήγορο καράβι και συντρόφους +είκοσι, να με φέρουσιν εις το 'να μέρος, 'ς τ' άλλο, +ότι 'ς την Σπάρτη θε να βγω και στην αμμώδη Πύλο, +για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθω αν θα 'λθη, 215 +ή των θνητών κάποιος μου ειπή ή την φωνήν ακούσω, +'που από τον Δί' ερχόμενη γεννοβολά την φήμη. +και αν ο πατέρας ότι ζη και θα γυρίση ακούσω, +τότε, και ας στενοχωρηθώ, έν έτος θα υπομείνω• +και αν πάλιν ότι απέθανεν ακούσω και ότι εχάθη, 220 +θε να 'λθω τότε 'ς την γλυκειά την γη την πατρική μου, +μνήμα θα υψώσω του πατρός, κ' εντάφια, ως πρέπει, δώρα +πολλά θα δώσω, κ' ύστερ' υπανδρεύω την μητέρα». + +Αυτά 'πε και άμ' εκάθισε• και ο Μέντορας 'ς εκείνους +σηκώθη, 'που 'χε σύντροφον ο άψεγος Οδυσσέας, 225 +και φεύγοντας 'ς τα χέρια του το σπίτι του είχε αφήσει, +να πείθενται 'ς τον γέροντα, και να τηρή τα πάντα• +εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε• + +«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω• +πλειά σκηπτροφόρος βασιληάς να μη φανή κανένας 230 +γλυκός, καλοπροαίρετος, και δίκαιος και πράος, +αλλ' ας είναι σκληρότροπος και τ' άνομα να πράζη• +αφού τον θείον Οδυσσηά κανένας δεν θυμάται +εις τους λαούς, 'που βασιληά τον είχαν και πατέρα. +ουδέ ποσώς ξενίζομαι 'ς τους ανδρικούς μνηστήραις, 235 +αν κάμνουν έργ' αρπατικά μ' επίβουλη την γνώμη• +ότι αν αρπάζουν τ' Οδυσσηά και τρώγουσι το σπίτι, +παίζουν με τα κεφάλια τους και λεν 'π' αυτός δεν θά 'λθη. +εις τον επίλοιπον λαόν αγανακτώ, πώς όλοι +άφωνοι κάθεσθε, και ουδέ με λόγια καν κτυπάτε, 240 +για να δαμάσετε οι πολλοί τους μετρητούς μνηστήραις». + +Και ο Ευηνορίδης Λειώκρητος απάντησεν εκείνου• +«Μέντορα ελεεινότατε, μωρότατε, τι είπες! +σπρώχνεις να μας δαμάσουσι, κ' είναι βαρύς ο αγώνας +για το τραπέζι αν κτυπηθούν με τους πολλούς οι ολίγοι• 245 +και αν ο Ιθακήσιος Οδυσσηάς εκείνος ήθελ' έλθη +κ' ήθελ' από το μέγαρο να διώξη επιχειρήση, +'ς το δώμα ενώ φαγοποτούν, τους θαυμαστούς μνηστήραις, +ουδ' η γυνή του θα 'χαιρε πως ήλθε ο ποθητός της, +αλλ' άσχημο θα 'λάμβανε το τέλος εις τον τόπο, 250 +αν εκτυπιόνταν με πολλούς• κ' είν' άτακτα όσα είπες. +και σεις, λαοί, 'ς έργα σας καθένας σκορπισθήτε• +και τούτου θα ετοιμάσουσι το μίσεμ' ο Αλιθέρσης +και ο Μέντορας, οι πατρικοί φίλοι του• αλλά πιστεύω +πολύν καιρό θα κάθεται μηνύματα ν' ακούη 255 +εις την Ιθάκη, ουδέ ποτέ θα κάμη το ταξείδι». + +Αυτά 'πε κ' εδιάλυσε την σύνοδο μ' ασπούδα• +κ' εκείνοι εδιασκορπισθήκαν 'ς σπίτια τους καθένας• +και 'ς τ' Οδυσσηά τα δώματα κίνησαν οι μνηστήρες, +εσύρθηκε ο Τηλέμαχος μακράν εις τ' ακρογιάλι, 260 +με άρμη εχερονίφθηκε κ' εύχονταν της Αθήνης• + +«Άκου με, 'που 'λθες χθες θεός εις το δικό μου σπίτι• +κ' εμέ τα μαύρα πέλαγα παράγγειλες να σχίσω, +για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθω αν θα 'λθη• +κ' ιδού 'που τώρ' οι Αχαιοί τούτ' όλα μου εμποδίζουν, 265 +κ' εξόχως η αποκοτιά των υβριστών μνηστήρων». + +Ευχήθη, και άμ' η Αθήνα εκεί σιμά του εφάνη• +εις το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' όλη ωμοιώθη, +κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• + +«Τηλέμαχε', ουδ' ανόητος ουδ' άνανδρος κατόπι 270 +θε να 'σαι, αν έχης στάλαγμα της πατρικής ανδρείας, +όπως αυτός ήταν καλός 'ς τα έργα και 'ς στους λόγους• +τότε δεν ματαιόνεται, θα γείνη, το ταξείδι• +και αν γόνος κείνου δεν είσαι και της Πηνελοπείας, +κανέν' απ' όσα επιθυμείς, θαρρώ, δεν θα τελειώσης• 275 +ότ' είν' ολίγα τα παιδιά, 'που του πατρός ομοιάζουν, +χειρότεροι 'ναι οι πλειότεροι, καλήτεροί 'ναι ολίγοι• +και αφού δεν θα 'σαι ανόητος ούδ' άνανδρος κατόπι, +ουδέ καθόλου σ' άφησε η γνώσι τ' Οδυσσέα, +τα έργα τούτα πάντεχε 'που θα τα κατορθώσης. 280 +για τούτο αψήφα την βουλή συ των μωρών μνηστήρων• +γνώσι και νου δεν έχουσι, και δίκαιο δεν γνωρίζουν• +δεν ξεύρουν 'που 'ναι τους κοντά ο θάνατος κ' η μαύρη +μοίρα, 'π' όλους μονήμερα θα τους εξολοθρεύση• +και το ταξείδι, οπού ζητείς, πολύ δεν θέλει αργήση• 285 +φίλος σου εγώ 'μαι πατρικός και τέτοιος, 'που καράβι +θα σου ετοιμάσω ογλήγορα, κ' εγώ μαζή σου θα 'λθω• +αλλ' άμε συ 'ς το σπίτι σου, σμίγε με τους μνηστήραις, +και ταις τροφαίς ετοίμασε και κλείσε ταις 'ς τ' αγγεία, +εις ταις λαγήναις το κρασί, τ' αλεύρι, των ανθρώπων 290 +μεδούλι, εις πυκνά δέρματα• και απ' τον λαόν συντρόφους +θα πάρω θεληματικούς• κ' είναι πολλά καράβια +εις της Ιθάκης το νησί, και παλαιά και νέα• +το διαλεκτότερο απ' αυτά θα σου εύρω ν' αρματώσω, +κ' ευθύς το ρίχνουμε έπειτα 'ς τα διάπλατα πελάγη». 295 + +Αυτά 'πε η κόρη του Διός, η Αθήνη• κ' εσηκώθη +άμ' άκουσ' ο Τηλέμαχος την θεϊκή φωνή της. +και προς το σπίτι εβάδισε με την ψυχή θλιμμένη, +κ' εύρεν αυτού 'ς τα μέγαρα τους ανδρικούς μνηστήραις +'πού γίδια σχίζαν 'ς την αυλή και χοίρους καψαλίζαν. 300 +κ' ίσια προς τον Τηλέμαχον ο Αντίνοος γελώντας +ήλθε, το χέρι του 'πιασεν, ωνόμασέ τον κ' είπε• + +«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητε 'ς τον νου σου +μη βάζης άλλο τι κακόν, είτ' έργον είτε λόγον• +αλλά τρώγε και πίνε μου 'σαν πρώτα• θα σου κάμουν 305 +ό,τι ζητείς οι Αχαιοί, καράβι, κουπηλάταις +καλούς, να φθάσης γλήγορα 'ς την Πύλο την αγία, +όπως ζητήσης άκουσμα του θαυμαστού πατρός σου». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• +«Αντίνοε, δεν γίνεται με σας, 'που αυθάδεις είσθε, 310 +εις το τραπέζι αμέριμνα να ευφράνω την ψυχή μου• +και δεν αρκεί 'που εφθείρετε τόσα καλά δικά μου +πολύτιμα, όσο ανήλικος ήμουν εγώ, μνηστήρες; +και τώρα οπ' άνδρας έγεινα, και ακούοντας τους άλλους +πληροφορούμαι, κ' η ψυχή μέσα μου δυναμόνει, 315 +μαύραις ημέραις εις εσάς να φέρω θα πασχίσω, +'ς την Πύλο είτε πηγαίνοντας, ή εδώ μες την Ιθάκη• +θα πάω — δεν ματαιόνεται, θα γείνη το ταξείδι— +ως επιβάτης, επειδή κουπηλατών και πλοίου +κύριος δεν είμαι, αφού καλό και τούτο σας εφάνη». 320 + +Είπε, το χέρι του έσυρε απ' το χέρι τ' Αντινόου +εύκολα• κ' εσυγύριζαν το γεύμ' αυτού οι μνηστήρες +κ' εκακολόγουν τον αυτοί κ' εμπαίζαν μεταξύ τους• +και από τους νηούς τους υβρισταίς έλεγε κάποιος τούτα• + +«Αλάθευτα ο Τηλέμαχος μας ετοιμάζει φόνον, 325 +είτε θα φέρη βοηθούς απ' την αμμώδη Πύλο, +είτε απ' την Σπάρτην, επειδή και ορμή δείχνει μεγάλη• +μην ίσως και 'ς την Έφυρα, το καρποφόρο χώμα, +θα πάη, κείθε θανάσιμα να φέρη εδώ βοτάνια, +κ' εις τον κρατήρα ρίξη τα και όλους μας θανατώση». 330 + +Και πάλιν άλλος υβριστής έλεγε• «Ποιος ηξεύρει +εάν και αυτός 'ς το βαθουλό καράβι θα πλανάται +μακράν των φίλων και χαθή, ωσάν τον Οδυσσέα; +εις κόπους θα μας έβαζε τότε, να μοιρασθούμε +τα κτήματ' όλα, αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, 335 +να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που ήθε την πάρη νύμφη». + +Και εις του πατρός το υψηλό θάλαμο αυτός κατέβη +πλατύν, όπ' ήσαν σωρευτά χάλκωμα και χρυσάφι, +'ς τ' αρμάρια τα φορέματα, και περισσά τα μύρα. +και μέσα παλαιού κρασιού γλυκύτατου πιθάρια 340 +στέκονταν, όλα γεμιστά θείο πιοτό και ακράτο, +'ς τον τοίχο αράδα κολλητά, αν ίσως καί ποτ' έλθη +εις την πατρίδ' ο Οδυσσηάς, 'ς το τέλος των δεινών του. +σανίδαις είχε δίφυλλαις πυκνά συναρμοσμέναις, +κ' ημέρα νύκτα ευρίσκονταν κελλάρισσα γυναίκα 345 +αυτού, 'π' όλα τα εφύλαγε, με προσοχή, με γνώσι, +η Ευρύκλεια, 'που 'ταν γέννημα τ' Ώπα Πεισηνορίδη• +'ς τον θάλαμο ο Τηλέμαχος έκραξε αυτήν και είπε• + +«Μάννα, έλα βάλε μου κρασί γλυκό μες τα λαγήνια, +το νόστιμον, έξω απ' αυτό, 'που συ φυλάς για κείνον 350 +τον άμοιρον, ότι θαρρείς πως κάποθ' ίσως θα 'λθη +ο διογενής ο Οδυσσηάς, τον θάνατον αν φύγη. +και γέμισέ μου δώδεκα, και άμ' όλα σφάλισέ τα, +και αλεύρια 'ς τα καλόρραφτα δερμάτια να μου χύσης, +να γείνουν μέτρα είκοσι μυλαλεσμένο αστάχυ. 355 +και γνώριζέ τα μόνη σου• και όλα μαζή να τα 'χης, +ότι θε να 'λθω αποσπερής να τα σηκώσω, οπόταν +θε ν' αναιβή 'ς τ' ανώγια της ν' αναπαυθή η μητέρα. +ότι θα πάω 'ς την Σπάρτη εγώ και 'ς την αμμώδη Πύλο, +ο αγαπητός πατέρας μου ν' ακούσω αν θα γυρίση». 360 + +Είπε, κ' η Ευρύκλεια θρήνησεν, η αγαπητή βυζάστρα, +και κλαίοντας του μίλησε με λόγια πτερωμένα• + +«Και πώς, παιδί μου, ο στοχασμός 'ςτον νου σου αυτός γεννήθη; +και με ποιον τρόπο θε να πας της γης εις τόσο μάκρος, +'που 'σαι μονάκριβος υιός! και απ' την πατρίδα πέρα 365 +εχάθ' εις άγνωστους λαούς ο θείος Οδυσσέας. +και αυτοί θα σ' επιβουλευθούν με δόλο, άμ' εσύ φύγης, +να σ' αφανίσουν, και όλ' αυτά να μοιρασθούν εκείνοι. +αλλά κάθου 'ς το σπίτι σου• ποσώς δεν σε συμφέρει +'ς τ' άπατο μέσα πέλαγος κακά να παραδέρνης». 370 + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• +«Θάρρευε, μάννα• του θεού δεν λείπ' εις τούτα η γνώμη• +και όμωσε, αυτά να μη τα ειπής της ποθητής μητρός μου, +πριν παρά να 'λθη η ενδέκατη κ' η δωδεκάτ' ημέρα, +ή πριν αυτή ποθήση με και ακούση πως εβγήκα, 375 +όπως μη φθείρη κλαίοντας την εύμορφην ειδή της». + +Αυτά 'πε• και ώμοσε η γρηά θεών τον μέγαν όρκον, +και αφού τον όρκον ώμοσε κ' ετέλειωσεν εκείνη, +ευθύς το κρασί του 'βγαλε κ' έβαλε 'ς τα λαγήνια, +τ' αλεύρια 'ς τα καλόρραφτα δερμάτια• και 'ς το δώμα 380 +εγύρισε ο Τηλέμαχος κ' έσμιξε τους μνηστήραις. + +Τότ' άλλο εφεύρηκ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +του Τηλεμάχου ωμοιώθηκε κ' εγύριζε την πόλι, +τους άνδρες επλησίαζε, του καθενός ωμίλει, +το εσπέρας όλοι 'ς το γοργό καράβι να καταίβουν. 385 +κ' εζήτησε απ' τον φωτεινόν Νοήμονα Φρονίδη +γοργό καράβι• πρόθυμος εκείνος το υποσχέθη. +και ο ήλιος ως βασίλευε, κ' ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, +'ς το πέλαο ρίχνει το γοργόν πλοίον και μέσα βάζει +τ' άρμενα όλα, όσα φορούν κολοστρωμένα πλοία, 390 +κ' εις τον λιμέν' αράζει το, και γύρω οι λαμπροί νέοι +συνάζοντ' όλοι, κ' η θεά καθέναν εμψυχόνει. + +Τότ' άλλο εφεύρηκ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +'ς τα δώματ' επορεύθηκε του θείου Οδυσσέα• +και των μνηστήρων έχυσεν ύπνο γλυκό, και ζάλη 395 +τους έφερ' εκεί, 'πώπιναν, κ' ερρίξαν τα ποτήρια. +και να πλαγιάσουν σκόρπισαν 'ς την πόλι, ουδέ καθόνταν +πλέον, ότι τα βλέφαρα τους βάρυνεν ο ύπνος. +τότ' είπε τον Τηλέμαχον η γλαυκομμάτ' Αθήνη, +έξωθ' απ' τα καλόκτιστα μέγαρ' αυτόν καλώντας, 400 +και 'ς το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' ώμοιαζ' όλη• + +«Οι ευκνήμιδες συντρόφοι σου, Τηλέμαχε, αναμένουν, +εις το κουπί καθήμενοι, μόνον το κίνημά σου• +πάμε, και ας μην αργήσουμε να εμπούμ' ευθύς 'ς τον δρόμο». + +Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη 405 +γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια. +και άμα 'ς το πλοίον έφθασαν, 'ς της θάλασσας την άκρη, +τους κομοφόρους εύρηκε συντρόφους 'ς τ' ακρογιάλι• +και ο δυνατός Τηλέμαχος ωμίλησέ τους κ' είπε• + +«Ελάτε, φίλοι, ταις τροφαίς να φέρουμε• ήδη 'ναι όλα 410 +μαζή 'ς το μέγαρο• το ουδέν δεν έμαθ' η μητέρα, +και από ταις δούλαις μόνη μια το πράγμ' αυτό γνωρίζει». + +Είπε κ' επροπορεύθηκε κ' εκείνοι ακολουθούσαν. +και όλα τα πήραν κ' έθεσαν μες το καλοστρωμένο +καράβι, ως επαράγγειλεν ο γόνος του Οδυσσέα. 415 +και ανέβηκε ο Τηλέμαχος 'ς το πλοίον, κ' εκυβέρνα +η Αθηνά, κ' εκάθισε 'ς την πρύμνη• και σιμά της +κάθισεν ο Τηλέμαχος• τα παλαμάρια κείνοι +λύσαν, ανέβηκαν και αυτοί και 'ς τα ζυγά καθίσαν, +κ' ευθύς πρύμον τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, 420 +τον Ζέφυρον 'που αχά σφοδρός 'ς το μαύρο κύμα επάνω• +κ' επρόσταξε ο Τηλέμαχος αμέσως τους συντρόφους +να πιάσουν τ' άρμεν'• άκουσαν την προσταγήν εκείνοι, +κ' εσήκωσαν και άμ' έστησαν 'ς το κοίλο μεσοδόκι +κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια. 425 +κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα ολόλευκα πανία• +και μες τη μέση το πανί ο άνεμος φουσκόνει, +και 'ς την καρίνα, ως σχίζεται, βροντή το μαύρο κύμα• +κ' έτρεχ' εκείνο κ' έκοβε δρόμον πολύ 'ς το κύμα• +κ' έδεσεν όλα τ' άρμενα 'ς το μαύρο το καράβι, 430 +και με κρασί στεφάνωσαν κρατήραις οπού 'στήσαν, +και των θεών εσπόνδισαν αφθάρτων, αθανάτων, +και μάλιστα προς του Διός την γλαυκομμάτα κόρη. +και ολονυκτής και την αυγήν εκείνο επροχωρούσε. + + + +Ραψωδία Γ + + + +Και ανέβη ο Ήλιος, 'π' άφησε την ωραιοτάτη λίμνη, +εις τον πολύχαλκο ουρανό, προς τους θεούς να λάμψη, +και τους ανθρώπους τους θνητούς 'ς την γη την σιτοδώρα. +'ς την λαμπρήν Πύλον έφθασαν, την πόλι του Νηλέα• +και αυτού κατάγιαλα ο λαός θυσίαν ετελούσε, 5 +ταύρους ολόμαυρους σφαγή του γλαυκοχαίτη σείστη. +έδραις αράδα ήσαν εννηά, κάθονταν πεντακόσοι +εις καθεμιά, κ' εις καθεμιά σφάζονταν εννηά ταύροι. +τα σπλάγχνα τούτοι ως να γευθούν και τα μεριά να κάψουν +προς τον θεό, κείνοι έμπαιναν• 'ς το ισόμετρο καράβι 10 +όλα εμαζώξαν τα πανιά, τ' άραξαν και άμ' εβγήκαν. +εβγήκε και ο Τηλέμαχος και ωδήγα τον η Αθήνη• +του πρωτομίλησ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• + +«Δεν πρέπει να 'σαι εντροπαλός, Τηλέμαχ', εσύ πλέον• +γι' αυτό το πέλαγο έσχισες, να μάθης τον πατέρα 15 +ποιο χώμα τον εσκέπασε, ποια μοίρα τον ευρήκε. +αλλ' ίσια 'ς τον ιππόδαμο τον Νέστορα πορεύου• +ας μάθουμε 'ς τα στήθη του ποιαν γνώμη κρύβει εκείνος• +ατός σου παρακάλειε τον, όπως μας είπη αλήθεια• +είν' άνδρας συνετώτατος• δεν θέλ' ειπή το ψέμμα». 20 + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• +«Μέντορα, πώς να υπάγω εγώ, πώς να τον χαιρετήσω; +κ' εγώ 'μαι ακόμη αδίδακτος 'ς τα μετρημένα λόγια• +και να ερωτά τον γέροντα ευλάβειαν έχει ο νέος». + +Τότε η θεά του απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 25 +«Άλλα και μόνος θέλει ευρής, Τηλέμαχε, 'ς τον νου σου, +και άλλα θεός θέλει σου ειπή• και 'ς των θεών το πείσμα, +θαρρώ, δεν σ' έχ' η μάννα σου γεννήσει και αναστήσει». + +Είπ', εξεκίνησ' η θεά, γοργά και αυτός κατόπι• +κ' έφθασαν 'ς την ομήγυρι, 'ς ταις έδραις των Πυλίων• 30 +και αντάμ' αυτού με τους υιούς ο Νέστορας καθόνταν, +και ολόγυρά του ευτρέπιζαν οι φίλοι την θυσία, +και μέρος κρέατ' έψηναν και μέρος εσουβλίζαν. +τους ξένους άμ' είδαν αυτοί, κίνησαν όλοι ομάδι, +με ασπασμούς τους δέχθηκαν, τους είπαν να καθίσουν• 35 +και πρώτος ο Πεισίστρατος πλησιάζει ο Νεστορίδης, +τα χέρια σφίγγει και των δυο, 'ς την τράπεζα τους φέρει, +και εις ταις προβιαίς ταις μαλακαίς, 'ς τον άμμο, τους καθίζει, +του Θρασυμήδη, του αδελφού, και του πατρός, 'ς τη μέση. +και από τα σπλάχνα δίδει τους μερίδαις και γεμίζει 40 +χρυσό ποτήρι με κρασί, και χαιρετώντας λέγει +της Αθηνάς, της θηγατρός του αιγιδοφόρου Δία• + +«Του Ποσειδώνα βασιληά, ευχήσου, ω ξένε, τώρα• +'που εδώ φθασμένοι έτυχε 'ς την εκατόμβη εκείνου• +και αφού σπονδίσης κ' ευχηθής, ως πρέπει, δος και τούτου 45 +την κούπα του γλυκύτατου κρασιού για να σπονδίση• +ότι και αυτός θα εύχεται, θαρρώ, των αθανάτων• +και των θεών οι άνθρωποι ανάγκην έχουν όλοι• +αλλ' είν' αυτός νεώτερος, ομήλικος μ' εμένα, +ώστε θα δώσω πρώτα εσέ το τ' ολόχρυσο ποτήρι». 50 +Την κούπα με γλυκό κρασί της έβαλε 'ς τα χέρια• +και άρεσ' ο άνδρας συνετός και δίκαιος της Αθήνης, +ότι πρώτ' έδωκεν αυτής τ' ολόχρυσο ποτήρι. +κ' ευχήθη ευθύς του βασιληά θερμά του Ποσειδώνα• + +«Εισάκουσέ μας ταις ευχαίς, γεωφόρε Ποσειδώνα• 55 +τούτα, που τώρα ευχόμασθε, να γείνουν χάρισέ μας• +πρώτα του Νέστορα ευτυχιαίς δώρει και των παιδιών του• +κατόπιν ανταπόδιδε εις όλους τους Πυλίους +χαριτωμένην αμοιβή της ξακουστής θυσίας, +και τον Τηλέμαχο κ' εμέ, να γύρουμε, αφού πράξη 60 +ό,τ' ήλθαμε με το γοργό καράβι εδώ ζητώντας». + +Εύχεται και όλα, όσα ζητεί, η ίδια τελειόνει• +του Τηλεμάχου πέρασε το δίκουπο ποτήρι• +ταις ίδιαις έκαμεν ευχαίς ο γόνος του Οδυσσέα• +και αφού τα κρέατ' έψησαν τα επάνω και τα εβγάλαν, 65 +μερτικά εκάμαν και άρχισαν το θαυμαστό τραπέζι, +και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, +ωμίλησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• + +«Και τώρα είναι καλήτερο να εξετασθούν οι ξένοι +ποιοί είναι, αφού 'ς την τράπεζαν ευφράνθηκαν• ω ξένοι, 70 +ποιοί είσθε; πόθεν πλέετε τους δρόμους της θαλλάσσης; +να εμπορευθήτε εβγήκετε ή του κακού πλανάσθε +'ς τα πέλαγ', ως οι πειραταίς; πλανώνται αυτοί και φέρνουν, +την ζωήν τους κινδυνεύοντας, βλάβη των αλλοφύλων». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος του απάντησε με θάρρος• 75 +κ' η ίδια Αθήνη του 'βαλε το θάρρος 'ς την καρδία, +για τον πατέρα, 'που 'λειπεν, όπως τον ερωτήση, +και όπως 'ς τον κόσμον εύμορφη τον περιλάβη φήμη. + +«Ω Νηληάδη Νέστορα, των Αχαιών ω δόξα, +οπόθεν είμασθ' ερωτάς κ' εγώ θα σου το είπω• 80 +απ' την Ιθάκη ερχόμασθε, 'που ισκιάζεται απ' το Νείον, +κ' η χρεία τούτη, του κοινού δεν είναι, αλλά δική μου• +κάπου ν' ακούσω αναζητώ την δόξα του πατρός μου, +του στερεόκαρδου Οδυσσηά, που έναν καιρό μαζή σου +λέγουν ότι μαχόμενος επόρθησε την Τροίαν, 85 +και όλων των άλλων 'πώχουσι τους Τρώαις πολεμήσει +όπου εκακοθανάτισε καθένας του, ακούμε• +κείνου όμως και τον όλεθρον έκρυψεν ο Κρονίδης, +ότι κανείς δεν δύναται να ειπή ρητώς πού εχάθη, +είτε 'ς την γην έπεσ' αυτός απ' των εχθρών τα χέρια, 90 +ή πήρε αυτόν ο αμέτρητος βυθός της Αμφιτρίτης. +για τούτο τώρα σου 'πεσα 'ς τα γόνατα, να μάθω +πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες +ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε +εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε παραδαρμούς η μοίρα. 95 +μηδ' από σέβας το μηδέν ή λύπη μου γλυκάνης, +αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες ειπέ μου ένα προς ένα. +ναι σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας +λόγον ή πράξι εδέχθηκε κ' ετέλειωσε για σένα, +'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη, 100 +τώρα να μου τα θυμηθής, κ' ειπέ μου την αλήθεια». + +Και απάντησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• +«Φίλ', επειδή μου ενθύμισες τα πάθη, 'που εκεί πέρα +πάθαμ' εμείς των Αχαιών τ' αδάμαστα τα γένη, +και όσα 'ς τα γλαυκά πέλαγα πλανώμενοι με πλοία, 105 +όπου ωδηγούσ' ο Αχιλληάς για λάφυρα, και άμ' όσα +'ς το μέγα κάστρ' ολόγυρα του βασιληά Πριάμου +μαχόμενοι• αυτού έπεσε το άνθος των ανδρείων, +αυτού ο φρικτός Αίαντας, αυτού και ο Αχιλλέας +κείτονται• αυτού και ο Πάτροκλος που 'ταν θεός 'ς την γνώσι• 110 +αυτού παιδί μου αγαπητό, άψεγο και γενναίο, +ο Αντίλοχος ταχύτατος και ακλόνητος 'ς την μάχη. +και άλλα πολλά παθήματα σιμά 'ς αυτά μας ηύραν• +και ποιος θνητός είν' αρκετός όλα να τα ιστορήση; +και πέντε κ' έξι αν έμενες χρόνους εδώ, να μάθης 115 +πόσα έπαθαν των Αχαιών εκεί τα λαμπρά γένη, +θα εβάρυνες και θα 'φευγες, πριν μάθης, 'ς την πατρίδα• +ότι εννηά χρόνους πλέκαμε τον χαλασμό τους, μ' όλαις +ταις τέχναις, και όμως μεταβιάς τον τέλειωσ' ο Κρονίδης. +αυτού κανείς τον Οδυσσηά 'ς την γνώσι ν' αντικρύση 120 +δεν ήθελεν, ότι πολύ τους άλλους ενικούσε, +'ς ταις τέχναις όλαις, ο λαμπρός πατέρας σου, αν υιός του +είσαι τωόντι• σεβασμός με παίρνει ως σε κυττάζω• +προσομιάζ' η ομιλιά πολύ, κ' είν' ένα θαύμα +προσόμοια τόσο να ομιλή μικρός την ηλικία. 125 +τότε δεν ευρεθήκαμεν, εγώ και ο Οδυσσέας, +ασύμφωνοι, ούτ' εις σύνοδον ούτε εις βουλή, ποτέ μας• +αλλά μιαν γνώμην έχοντας, με νου και μ' ορθή σκέψι, +ευρίσκαμ' ό,τι εδύνονταν να σώση τους Αργείους• +αλλ' άμα κάτω ερρίξαμε την Τροίαν και 'ς τα πλοία 130 +μπήκαμε, και τους Αχαιούς θεός εσκόρπισ' όλους, +κακήν 'ς αυτούς επιστροφή τότε εμελέτα ο Δίας• +επειδή όλοι φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν• +όθεν εσύντριψε πολλούς 'ς την τρομερήν οργή της +τότε η γλαυκόμματη θεά, φρικτού πατρός η κόρη, 135 +'που την διχόνοιαν έσπειρε 'ς τους αδελφούς Ατρείδαις. +κ' εκάλεσαν εις σύνοδο τους Αχαιούς εκείνοι +όλους, αλλ' όμως ξώκαιρα, 'ς την δύσι του Ηλίου• +και τα παιδιά των Αχαιών έφθασαν κρασωμένα• +κ' εκείνοι εξήγαν τον σκοπό 'που εσύναξαν τα πλήθη• 140 +τότε ο Μενέλαος έλεγε να συνταχθούν να φύγουν +όλ' οι Αχαιοί 'ς τα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης• +δεν το 'στεργε ο Αγαμέμνονας και τον λαόν εκράτει, +κ' ήθελε πρώτον ιεραίς να σφάξουν εκατόμβαις, +την φοβερή της Αθηνάς οργήν όπως πραΰνη• 145 +μωρός, ουδ' ήξευρε 'π' αυτήν δεν ήθελε μαλάξη• +ότι εύκολα δεν στρέφεται ο νους των αθανάτων. +κ' οι δύο 'κείνοι ως στέκονταν, σκληρά λογομαχώντας, +ξάφνου εσηκώθη, σκόρπισε των Αχαιών το πλήθος, +μ' αλαλαγμόν αμίλητο, κ' εις γνώμαις δυο σχισθήκαν• 150 +και όλη την νύκτα ετρέφαμε μίσος ανάμεσόν μας, +ότι μεγάλαις συμφοραίς ωργάνιζεν ο Δίας• +κ' εμείς εσύραμε πρωί 'ς την θάλασσα την θεία +τα πλοία με τα κτήματα και ταις βαθειά ζωσμέναις +γυναίκαις• κ' έμειναν αυτού το ήμισυ του πλήθους, 155 +σιμά 'ς τον Αγαμέμνονα τον ηγεμόν' Ατρείδη• +έτσι 'ς τα πλοία μπήκαμε, κ' έπλεαν αυτά με βία, +ότι θεός τα τρίσβαθα μας έστρωσε πελάγη. +ς' την Τένεδο, διαβαίνοντας να πάμε 'ς την πατρίδα, +εσφάξαμε προς τους θεούς• δεν έστεργεν ο Δίας 160 +να φθάσουμε, αλλ' ο άσπλαχνος κακήν πάλι διχόνοιαν +εγέννησε, κ' εγύρισαν με τα κυρτά καράβια +μέρος με τον πολύβουλον, ανδρείον Οδυσσέα, +τ' 'Ατρείδη τ' Αγαμέμνονα να χαρισθούν εκείνοι. +κ' εγώ μ' όλα τα πλοία μου κίνησα ευθύς να φύγω, 165 +ότι έβλεπα 'που συμφοραίς είχε ο θεός 'ς τον νου του. +ως και ο Τυδείδης έφευγε κ' εκίνα τους συντρόφους• +και ο ξανθός Μενέλαος μας πρόφθασε κατόπι +'ς την Λέσβο, 'που λογιάζαμε το μακρυνό ταξείδι, +είτε απεπάνω από την Χιό την πετρωτή να βγούμε, 170 +προς την Ψυρία, 'ς τα ζερβιά κυττάζοντας εκείνην, +ή κάτω, 'που 'ναι ο Μίμαντας αντίκρυ ο ανεμισμένος• +και του θεού ζητούσαμε σημείο να μας δείξη• +έδειξε, και να κόψουμε το πέλαγ' ως την Εύβοια +μας είπε, όπως ταχύτερα σωθούμε απ' την οδύνη. 175 +πρύμος τότ' έπνευσε ηχηρός• 'ς τους ιχθυοφόρους δρόμους +τα πλοία τρέχαν και άραξαν 'ς την Γεραιστό την νύκτα. +του Ποσειδώνα τότε αυτού ταύρων πολλά μερία +εκάψαμε, ότι πέλαγος μέγα είχαμε μετρήσει• +τέταρτ' ημέρα, οι σύντροφοι Διομήδη του ιπποδάμου 180 +'ς τα νερά τ' Άργους έστησαν τα ισόμετρα καράβια. +κατά την Πύλο αρμένιζα εγώ και άκοπα εφύσα, +ως τον πρωτόστειλε ο θεός, ο άνεμος ο πρύμος. +ιδού πώς ήλθ' ανήξερος, παιδί μου, ουδέ γνωρίζω +των Αχαιών ποιοι χάθηκαν, και ποιοι πάλι εσωθήκαν• 185 +αλλ' όσα εδώ καθήμενος 'ς τα μέγαρά μου ακούω, +ως πρέπει, θέλει σου τα ειπώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω• +λέγουν πως εκαλόφθασαν οι ανδρείοι Μυρμιδόνες, +'που του υψηλόφρονα Αχιλληά ωδήγα ο λαμπρός γόνος• +καλά και ο υιός του Ποίαντα, ο ένδοξος Φιλοκτήτης• 190 +και όλους τους άνδραις έμπασε 'ς την Κρήτη ο Ιδομενέας, +όσους τ' άφησε ο πόλεμος• τα κύμα δεν του επήρε. +για τον Ατρείδη εμάθετε και σεις, μακράν 'που είσθε, +πώς ήλθε, πώς ελεεινό του ετοίμασε το τέλος +ο Αίγισθος• αλλά τρομερά το πλέρωσε εκείνος. 195 +τόσον αξίζει ένα παιδί ν' αφίνη ο απεθαμένος, +ως βλέπεις 'που τον Αίγισθον εκείνος εκδικήθη, +τον δόλιο, 'που του 'φόνευσε τον ένδοξον πατέρα. +Φίλε, και συ, 'που 'σαι καλός και μέγας, ως σε βλέπω, +γενναίος γίνε, οι απόγονοι να σε καλολογήσουν». 200 + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• +«Ω Νηληάδη Νέστορα, των Αχαιών ω δόξα, +καλά τον εκδικήθηκεν εκείνος, και την φήμη +θε να του απλώσουν οι Αχαιοί και εις τα τρισέγγονά τους. +κ' είθε να εζώναν οι θεοί κ' εμέ δύναμιν τόση, 205 +να εκδικηθώ την αδικιά των πονηρών μνηστήρων, +'που υβρίζουν, και άνομα πολλά ενάντια μου οργανίζουν. +αλλ' οι θεοί δεν έκλωσαν παρόμοιαν ευτυχίαν +εις τον πατέρα κ' εις εμέ• και ανάγκη να υπομείνω». + +Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• 210 +«Φίλ', επειδή μου ενθύμισες το πράγμ' αυτό και μου 'πες, +λέγουν 'που την μητέρα σου πολλοί ζητούν μνηστήρες, +και σπίτι σου σε τυρανούν, πολλ' άνομα οργανίζουν. +το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σ' έχει μίσος +ο λαός όλος, του θεού φωνήν ακολουθώντας; 215 +ποιος ξεύρει μη την βία τους πλερώση αυτός μίαν ώρα, +μόνος, ή από τους Αχαιούς συνωδευμένος όλους; +ότι αν σε θέλει ν' αγαπά η γλαυκομμάτ' Αθήνη, +τόσ', όσο για τον ένδοξο πονούσεν Οδυσσέα, +'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχαμε μύρια πάθη,— 220 +θεόν δεν είδα φανερά να δείξη την αγάπη, +ως φανερά την έδειχνεν η Αθήνη 'ς το πλευρό του,— +αν σ' όμοια θέλει ν' αγαπά και να πονή για σένα, +τότε απ' αυτούς πολλοί, θαρρώ, τον γάμο θ' αστοχήσουν». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 225 +«Αυτό 'που λέγεις, γέροντα, να γίνη δεν πιστεύω• +μεγάλο το 'χω, θαυμαστό• ποτέ μου δεν ελπίζω +το πράγμα να κατορθωθή, και αν οι θεοί θελήσουν». + +Και προς αυτόν ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«Τηλέμαχε, τι σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα; 230 +άνδρα θεός και από μακράν, αν θέλη, εύκολα σώζει, +καλλιά 'χα να βασανισθώ, πολύ να παραδείρω, +ως την πατρίδα μου να ιδώ, παρά 'ς τα γονικά μου +άμα πατήσω, ο θάνατος να μ' εύρη, ως τον Ατρείδη, +'πώπεσε, από της γυναικός τον δόλο και του Αιγίσθου. 235 +αλλ' είναι ο θάνατος κοινός, ουδ' ημπορούν να σώσουν +και φίλον άνδρ' οι αθάνατοι, οπόταν έλθ' η μαύρη +μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου, να τον πάρη». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• +«Μέντορ', ας παύσουμεν αυτά του πόνου μας τα λόγια• 240 +εκείνος είναι αγύριστος• κ' ήδη του αποφασίσαν +θάνατον οι αθάνατοι και μαυρισμένην μοίρα. +και τώρα εγώ τον Νέστορα πράγμ' άλλο θα ερωτήσω• +ότι δεν κρίνει ωσάν αυτόν κανείς, ουδέ γνωρίζει• +τι λέγουν 'που εβασίλευσε τρεις γενεαίς ανθρώπων, 245 +και αθάνατος μου φαίνεται 'ς την όψι, ως τον κυττάζω. +ω Νηληάδη Νέστορα, συ 'πέ μου την αλήθεια• +πώς έπεσ' ο Αγαμέμνονας, ο δυνατός Ατρείδης, +πού ευρίσκετ' ο Μενέλαος; ποιον δόλον εσοφίσθη +ο Αίγισθος, κ' εφόνευσε πολύ καλήτερόν του; 250 +ή 'ς τ' Άργος το Αχαϊκό δεν ήτο, αλλά 'ς τα ξένα +πλανιόνταν, κ' έτσι εθάρρεψε κείνος, κ' εφόνευσέ τον;» + +Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• +«Κ' εγ' όλα τούτα, τέκνο μου, θέλει σου 'πω μ' αλήθεια• +και μόνος σου φαντάζεσαι πως τούτα ήθελε γείνουν, 255 +αν ζωντανόν τον Αίγισθο 'ς τα μέγαρα ήθελ' εύρη +τότε ο ξανθός Μενέλαος, φθασμένος απ' την Τροία. +τότε ουδέ χώμα εις τον νεκρόν εκείνου ήθελε ρίξουν, +αλλά θα τον κατάτρωγαν πετούμενα και σκύλοι +απόρρικτον 'ς την εξοχήν• ουδ' ήθελε Αχαιίδα 260 +καμμιά τον κλάψη• ότι έπραξεν έργο φρικτό και μέγα• +ότι εκεί μέναμεν εμείς, 'ς τους τρομερούς αγώναις, +και αυτός, εις τ' Άργους την καρδιάν, ήσυχος την γυναίκα +έπασχε του Αγαμέμνονα με λόγια να μαγεύση. +και αρνιόνταν πρώτα τ' άπρεπον έργον η Κλυταιμνήστρα• 265 +ότ' είχε γνώμην αγαθή• και ακόμ' είχε σιμά της +τον αοιδόν, 'που ως έφευγεν ο Ατρείδης για την Τροία +να του φυλά την σύντροφο θερμά 'χε παραγγείλει. +αλλ' ότε η μοίρα των θεών τον σπέδισε να πέση, +τότ' έσυρε τον αοιδόν ς' έρμο νησί και αφήκε, 270 +ηύρεμα να 'ναι και τροφή των πετεινών, κ' εκείνην +πρόθυμος εις το σπίτι του πρόθυμην την επήρε. +και των θεών εις τους βωμούς πολλά 'καψε μερία, +πολλά στολίδια κρέμασεν, υφάσματα, χρυσάφι, +ότ' είχε πράγμ' ανέλπιστο και μέγα κατορθώσει. 275 +κ' εμείς αντάμα επλέαμεν, ως φίλοι, εγώ και ο Ατρείδης, +απ' την Τρωάδα ερχόμενοι• αλλ' όταν 'ς του Σουνίου +των Αθηναίων φθάσαμε το άγιον ακρωτήρι, +του Μενελάου φόνευσε τότε τον κυβερνήτην +ο Φοίβος ο Απόλλωνας με τ' άλυπά του βέλη, 280 +ενώ του πλοίου, 'πώτρεχεν, εκράτει το τιμόνι, +τον Φρόντι του Ονήτορα, 'που εις όλους ήταν πρώτος, +όταν μανίζ' η τρικυμιά, να κυβερνά καράβι. +κ' έτσι αυτός, μ' όλον 'που 'χε βια, έμεινε αυτού να θάψη +τον φίλο, και νεκρώσιμα να του προσφέρη δώρα. 285 +αλλ' όταν εις τα πέλαγα τα σκοτεινά κ' εκείνος +εβγήκε με τα πλοία του, και 'ς τ' όρος τον Μαλέα +γοργά 'φθασε, ο βροντόφωνος Δίας φρικτό ταξείδι +του ετοίμασε, και του 'στειλε σφοδρών πνοαίς ανέμων, +και κύματα, 'που εφούσκοναν και ως όρη εμεγαλόναν. 290 +και τα καράβια χώρισε, μέρος σιμά 'ς την Κρήτη, +'που κατοικούν οι Κύδωνες, 'ς το ρεύμα του Ιαρδάνου. +μια πέτρα υψόνεται γλυστρή, 'ς τα σκοτεινά πελάγη, +'ς άκρη της Γόρτυνος, και αυτού, προς την Φαιστόν, ο Νότος +προς τ' ακρωτήρι το ζερβί μεγάλο κύμ' αμπώθει, 295 +κ' εκείν' η πέτρα η μικροστή μέγ' αποδιώχνει κύμα. +ήλθαν αυτού, και μεταβιάς οι άνδρες εσωθήκαν, +κ' εσύντριψαν τα κύματα 'ς τους βράχους τα καράβια• +και τ' άλλα πέντ' ετράβιξε μαυρόπλωρα καράβια +'ς την Αίγυπτο της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. 300 +και πλούτη αυτού και μάλαμμα εσύναζεν εκείνος, +γυρνώντας με τα πλοία του 'ς ανθρώπους αλλοφώνους. +'ς το σπίτι ωστόσ' ο Αίγισθος την συμφοράν εργάσθη, +και τον Ατρείδη φόνευσε κ' εδάμασε τον τόπο, +και χρόνια επτά βασίλευσεν εις την χρυσή Μυκήνη. 305 +'ς τ' όκτατο του 'λθε το κακό, του 'λθε ο λαμπρός Ορέστης +απ' ταις Αθήναις, κ' έκοψε τον δολερό φονέα, +Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα. +και των Αργείων έκαμε νεκρώσιμο τραπέζι +της θεοκατάρατης μητρός και άμα του ανάνδρου Αιγίσθου. 310 +την ίδια 'μέρα του 'φθασεν ο μαχητής Μενέλαος, +με κτήματ' όσα εσήκοναν εκείνου τα καράβια. +φίλε, και συ πολύ μακρυά 'ς τα ξένα μη πλανιέσαι +από το σπίτι, 'π' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα +ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν 315 +όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι. +εις τον Μενέλαο να πας όμως σε παραγγέλλω, +'που κείνος είναι νηόφερτος από τα ξένα μέρη, +όπου, άμ' ευρίσκονταν τινάς, δεν θα 'λπιζε να γύρη, +ανεμοζάλη αν έτυχε κει πέρα να τον κλείση 320 +εις τέτοιο φρικτό πέλαγο και απέραντον, απ' όπου +'ς τον χρόνο ουδέ πετούμενα οπίσω δεν γυρίζουν. +αλλ' άμε με το πλοίο σου και με την συντροφιά σου, +και αν κάλλιο θέλεις της στερηάς να πάς, λάβε τ' αμάξι, +και τους υιούς μου συνοδούς, αυτοί να σ' οδηγήσουν 325 +'ς την θείαν Λακεδαίμονα, 'ς τ' Ατρείδη το παλάτι• +και ατός σου παρακάλειε τον να είπη την αλήθεια• +είν' άνδρας συνετώτατος, δεν θέλ' ειπή το ψέμμα». + +Είπεν ο ήλιος κάθισε κ' έφθασε το σκοτάδι, +και ωμίλησέ τους η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 330 + +«Ω γέρε, όσ' είπες είναι ορθά, και όπως τα θέλ' η τάξι. +αλλά ταις γλώσσαις κόψετε και το κρασί νερώστε• +και αφού του Ποσειδώνα και των άλλων αθανάτων +σπονδίσουμεν, είναι καιρός να κοιμηθούμε, ότ' ήδη +'ς το σκότος κάτω εβύθισε το φως, και ουδέ ταιριάζει 335 +εις των θεών την τράπεζα πολύ τινάς να μένη». + +Αυτά 'πε η κόρη του Διός, και ο λόγος της ακούσθη. +και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τα χέρια. +και αφού κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι, +κ' έδωκαν 'ς όλους απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια, 340 +'ς το πυρ ταις γλώσσαις έρριξαν, και ορθοί λοιβαίς εχύσαν. +και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, +η Αθήνη και ο θεόμορφος Τηλέμαχος αντάμα +εκίνησαν να πορευθούν 'ς το βαθουλό καράβι. +και ο Νέστορας εκράτησεν εκείνους και τους είπε• 345 + +«Ο Δίας κ' οι αθάνατοι άλλοι θεοί μη δώσουν +σεις απ' εμέ να φύγετε 'ς το βαθουλό καράβι, +ωσάν απ' άνθρωπον γυμνόν και τέλεια στερημένον, +οπού σκεπάσματα πολλά 'ς το σπίτι του δεν έχει, +για να κοιμάται μαλακά και αυτός και όσους ξενίση. 350 +κ' εμέ σκεπάσματ' εύμορφα, παπλώματα δεν λείπουν, +του ανδρός εκείνου όχι ποτέ ο γόνος, του Οδυσσέα, +'ς του πλοίου το σανίδωμα δεν θα πλαγιάση, ως ότου +'ς την ζωήν είμαι, κ' ύστερα τα τέκνα μου όσο ζήσουν, +τους ξένους να φιλοξενούν, 'ς το σπίτι μου όσοι τύχουν». 355 + +Κ' εις αυτόν είπεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«Γέροντα φίλε, ωμίλησες ορθά, και καλόν είναι +εσέ τώρα ο Τηλέμαχος 'ς ό,τ' είπες να υπακούση. +'ς το σπίτι σου ν' αναπαυθή θέλει σ' ακολουθήση +τούτος, κ' εγώ θα υπάγω ευθύς 'ς τα μελανό καράβι, 360 +εμψύχωσι και συμβουλή να δώσω των συντρόφων. +ότι εγώ μόνος εις αυτούς ηλικιωμένος είμαι, +κ' οι άλλοι άνδρες νεώτεροι γι' αγάπη τον γενναίον +Τηλέμαχον ακολουθούν, ομήλικοι δικοί του. +τώρα σιμά 'ς το βαθουλό καράβι θα πλαγιάσω, 365 +και το ταχύ 'ς τους Καύκωναις θα υπάγω τους γενναίους, +όπου ένα χρέος μου χρωστούν, και χθεσινό δεν είναι, +και ούτε μικρό• και τούτον συ, 'ς το δώμα σου επειδ' ήλθε, +με τον υιόν σου στείλε τον 'ς την άμαξα, και δος του +άλογα τα ελαφρότερα και αξιώτερ' απ' όσ' έχεις». 370 + +Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη +με σχήμ' αετού• ξιππάσθηκε το πλήθος 'που την είδε• +εθαύμαζεν, ως είδε την 'ς τα μάτια εμπρός του, ο γέρος• +του Τηλεμάχου άμ' έπιασε το χέρι, και τον είπε• + +«Ώ φίλε, αχρείος και άνανδρος θαρρώ πως δεν θε να 'σαι, 375 +αν οδηγοί 'ς τα νειάτα σου θεοί σε συνοδεύουν• +ότι άλλος τούτος δεν είναι των ολυμποκατοίκων, +αλλ' είναι η κόρη του Διός, η ένδοξη τριτογένεια, +'που τον λαμπρόν πατέρα σου ετίμα εις τους Αργείους. +κ' ίλεη γενού, βασίλισσα, καλήν δόσε μας δόξαν, 380 +εμένα και των τέκνων μου και της σεμνής συντρόφου• +κ' εγώ μιαν πλατυμέτωπη δαμάλα θα σου σφάξω +χρονιάρικη, 'που τον ζυγό τ' ανθρώπου δεν γνωρίζει• +θα σου την σφάξω, αφ' ού προτού τα κέρατα χρυσώσω». + +Ευχήθη• τον εισάκουσε τότε η Παλλάδ' Αθήνη. 385 +και προς τα ωραία δώματα εκίνησεν ο ιππότης +Νέστορας, και ακολούθησαν τα τέκνα κ' οι γαμβροί του. +άμ' έφθασαν 'ς το υπέρλαμπρο παλάτι του κυρίου, +εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά καθίσαν 'ς την αράδα, +και αυτών ο γέροντας ευθύς συγκέρασε κρατήρα 390 +από γλυκόποτο κρασί, 'που εμέτρα ένδεκα χρόνους, +και τ' άνοιξε η κελλάρισσα, κ' έλυσε το σφαλί του. +ο γέρος τον συγκέρασε και με σπονδαίς ευχόνταν +της Αθητάς, της θυγατρός τ' αιγιδοφόρου Δία, +και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, 395 +οι άλλοι, καθένας σπίτι του, κίνησαν να πλαγιάσουν, +κ' έβαλε αυτού ν' αναπαυθή τον γόνο του Οδυσσέα +του θείου, τον Τηλέμαχον, ο Νέστορας ιππότης, +'ς την βροντερή την αίθουσα, 'ς την τορνευμένη κλίνη, +και τον Πεισίστρατο σιμά, τον άξιον πολεμάρχο, 400 +'που μόνον από τους υιούς είχε άγαμον 'ς σπίτι• +'ς του παλατιού τ' απόκρυφα κ' εκείνος αναπαύθη, +και η σύντροφος του η δέσποινα του ευτρέπισε την κλίνη. + +Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, +κ' εγέρθηκε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης, 405 +εβγήκε και άμ' εκάθισε 'ς τους στιλβωμένους λίθους, +'που 'ς τα υψηλά του πρόθυρα κατέμπροσθ' ευρισκόνταν, +λευκοί και απ' άλειμμα λαμπροί• 'ς αυτούς είχε καθίσει +πριν ο Νηλέας, 'πώμοιαζε 'ς τον νου τους αθανάτους• +αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος επήρε αυτόν, και πάλιν 410 +αυτού κάθιζε ο Νέστορας, των Αχαιών σωτήρας, +σκήπτρο κρατώντας• γύρω του τα τέκνα εσυναχθήκαν, +και απ' τους θαλάμους έρχονταν, ο Εχέφρονας, ο Στράτις, +με τον Περσέ' ο Άρητος, και ο ισόθεος Θρασυμήδης, +και ο ήρωας ο Πεισίστρατος έκτος 'ς εκείνους ήλθε. 415 +και τον θεϊκόν Τηλέμαχον αυτού σιμά εκαθίσαν. +και άρχισεν ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• + +«Σύντομα, τέκν' αγαπητά, να γίν' η επιθυμιά μου, +την Αθηνάν απ' τους θεούς ίλεη να κάμω πρώτη, +'που μου 'λθεν ολοφάνερη 'ς το θεϊκό τραπέζι. 420 +κ' εις το λιβάδι, ένας να πα γοργά για την δαμάλα, +να την κεντήση ογλήγορα 'ς εμάς ο επιστάτης• +και άλλος 'ς του μεγαλόψυχου Τηλέμαχου το πλοίο, +να φέρη τους συντρόφους του και μόνους δυο ν' αφήση• +και άλλος ας κράξη, να 'λθη εδώ, τον χρυσικό Λαέρκη, 425 +του δαμαλιού τα κέρατα να χρυσοπεριχύση. +σταθήτ' οι άλλοι αυτού μαζή, και ειπήτε 'ς το παλάτι +η δούλαις για την τράπεζα τα πάντα να ευτρεπίσουν• +καθίσματα να φέρουσι, ξύλα, νερό καθάριο». + +Είπε, και όλοι εκινήθηκαν κ' έφθασεν η δαμάλα 430 +απ' το λιβάδι, κ' έφθασεν απ' το γοργό καράβι +του Τηλεμάχου οι σύντροφοι, έφθασε και ο χαλκέας, +της χρυσικής τα σύνεργα κρατώντας εις τα χέρια, +τ' αμμόνι, το καλόφθειαστο διλάβι, και την σφύρα, +ήλθε κ' η Αθήνη να δεχθή την προσφορά• και ο γέρος 435 +τον χρυσόν δίδει• τεχνικά τον περιχύνει εκείνος +'ς τα κέρατα, το στόλισμα να ιδή και ν' αγαλλιάση +η Αθηνά• και ο Εχέφρονας και ο Στράτις την δαμάλα +έσυρναν απ' τα κέρατα• κ' εις πλουμιστή λεκάνη +έφερν' ο Άρητος νερό, βαστώντας 'ς τ' άλλο χέρι 440 +ουλαίς μέσα 'ς το κάνιστρο• και ο ανδρείος Θρασυμήδης +αξίνα εκράτει ακονιστή, να κόψη την δαμάλα. +και ο Περσέας το σταμνί• και ο γέρος ο ιππότης +Νέστορας με το νίψιμο και με τους ουλοχύταις +έκαμε αρχή, δεόμενος θερμά προς την Αθήνη, 445 +και 'ς το πυρ έρριξε απαρχαίς της κεφαλής ταις τρίχαις. +και άμ' ευχηθήκαν κ' έχυσαν ουλαίς, ο Θρασυμήδης, +υιός του Νέστορα λαμπρός, ζυγόνει και κτυπάει• +κ' η αξίνα τα νεύρ' έκοψε του σβέρκου και άμ' ελύθη +της δαμάλας η δύναμις• εφώναξαν η κόραις 450 +και η νυφάδες, και η σεμνή του Νέστορα συμβία, +Ευρυδίκ' η πρωτότοκη η κόρη του Κλυμένου. +κ' οι άλλοι εσηκώσαν απ' την γη κ' εβάσταν την δαμάλα• +την έσφαξε ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος. +με το μαύρο αίμα ως άφησε τα κόκκαλα η ψυχή της, 455 +ευθύς την ετετάρτιασαν, έκοψαν τα μερία, +με τάξι, και τα σκέπασαν με διπλωτό κνισάρι• +κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια• τότε ο γέρος +'ς ταις σχίζαις τά 'καιε και κρασί φλογώδες ράντιζέ τα• +και τα πεντόσουβλα σιμά τ' αγόρια του κρατούσαν. 460 +και άμ' εκαήκαν τα μεριά και εγεύθηκαν τα σπλάχνα, +ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν, +και τά 'ψηναν 'ς τα μυτερά σουβλιά 'που 'χαν 'ς τα χέρια. + +Έλουσε τον Τηλέμαχον ωστόσο η Πολυκάστη +καλή κόρ' υστερόγενη του Νέστορα Νηληάδη• 465 +και άμα έλουσέ τον κ' έχρισεν εκείνη με το λάδι, +και μ' εύμορφο τον ένδυσε φόρεμα και χιτώνα, +απ' τον λουτρόν ωσάν θεός εβγαίνει και καθίζει, +αυτού σιμά 'ς τον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων. + +Και αφού τα κρέατ' έψησαν τα επάνω και τα 'βγάλαν, 470 +κάθισαν και συνέτρωγαν, και καλογεννημένοι +άνδρες κερνούσαν τα κρασί 'ς ολόχρυσα ποτήρια, +και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, +τους είπεν ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• + +«Παιδιά μου, φέρτε ζέψετε ευθύς του Τηλεμάχου 475 +τ' άλογα τα καλότριχα, πολύν να κόψη δρόμο». + +Αυτά 'πε• κείνοι υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή του• +κ' ευθύς τα ογλήγορ' άλογα 'ς την άμαξαν εζέψαν• +τους έβαλε η κελλάρισσα άρτο, κρασί και ακόμη +προσφάγια, αυτά 'που 'ναι τροφή των θείων βασιλέων. 480 +'ς την άμαξα ο Τηλέμαχος ανέβη, την ωραία, +'ς το πλάγι του ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος, +ανέβη, και 'ς τα χέρια του τα χαλινάρια πήρε, +κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαν +'ς την πεδιάδα, και άφησαν την υψηλή την Πύλο. 485 +και ολήμερ' έσειαν τον ζυγό 'ς το να και ς' τ' άλλο πλάγι. +και ο ήλιος εβασίλευσε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, +και 'ς ταις Φηραίς εστάθηκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα, +'που του Ορσιλόχου ήταν υιός και τ' Αλφειού εγγόνι• +εκεί ξενύκτισαν, και αυτός φιλόξενα τους δέχθη. 490 + +Κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη• +έζεψαν και ως ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι, +τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν αφήκαν• +κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαν +'ς την σιτοφόρα ως έφθασαν πεδιάδα, έκοβαν δρόμο 495 +με τόση τα γοργ' άλογα ορμήν αυτούς επαίρναν. +και ο ήλιος εβασίλευσε, και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι. + + + +Ραψωδία Δ + + + +Στην Λακεδαίμον' έφθασαν, μες τας σχισμένα όρη, +και 'ς το παλάτι ετράβιξαν του ενδόξου Μενελάου• +τον ηύραν 'που 'ς το σπίτι μου με πολλούς φίλους είχε +γάμων χαραίς για τον υιό και για την θυγατέρα. +του Αχιλληά προς τον υιό την κόρη του επροβόδα. 5 +'ς την Τροία πρώτα υπόσχεσι και λόγο του 'χε δώσει, +και τώρα τέλος έβαζαν οι αθάνατοι 'ς τον γάμο. +με άλογα, με άμαξαις την έστελνε εις την πόλι +των Μυρμιδόνων την λαμπρήν, οπού 'ταν βασιλέας. +από την Σπάρτην έμπαζε τ' Αλέκτορα την κόρη 10 +νύμφη του μεγαλόψυχου υιού του Μεγαπένθη, +'που υστερογένην έλαβε από δούλη• της Ελένης +τέκνα οι θεοί δεν έδωκαν, αφ' ότου είχε γεννήσει +την Ερμιόνη, 'πώλαμπε ωσάν την Αφροδίτη. + +'Σ το μέγα δώμα το υψηλόν έτσι εσυντρώγαν όλοι, 15 +οι γείτονες κ' οι συγγενείς του ενδόξου Μενελάου, +τερπόμενοι, και ανάμεσα κιθάριζεν ο θείος +ο αοιδός, και ως άρχιζεν εκείνος το τραγούδι, +δυο χορευταίς 'ς την μέση τους πηδούσαν κ' εγυρίζαν. + +'Σ τα πρόθυρα ο Τηλέμαχος ο ήρωας ωστόσο, 20 +και ο λαμπρός του Νέστορα υιός, τ' αμάξι εστήσαν. +εβγήκ' εμπρός κ' είδεν αυτούς ο μέγας Ετεωνέας, +ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου, +και του ποιμένα των λαών εστράφη να το είπη. +σιμά του εστάθη κ' είπε του με λόγια πτερωμένα• 25 + +«Μενέλαε διόθρεπτε, μας ήλθαν δύο ξένοι, +'πού του μεγάλου του Διός το γένος ομοιάζουν. +ειπές αν θα τους λύσουμε τ' άλογ' από τ' αμάξι, +ή θα τους προβοδήσουμε 'ς άλλον να τους ξενίση». + +Τότε ο ξανθός Μενέλαος εβάρυνε και του 'πε• 30 +«Μωρός δεν ήσουν άλλοτε, Βοηθοίδη Ετεωνέα• +τώρα ως μωρόπαιδ' ομιλείς• και δεν θυμάσαι οι δυο μας +απ' άλλους πόσα εφάγαμε δώρα φιλοξενίας, +ως 'που να γύρουμεν εδώ και ο Δίας να μας δώση +τέλος εις τα παθήματα; αλλά τ' άλογα λύσε 35 +των ξένων, και άμα μπάσε τους εδώ να γευματίσουν». + +Είπε• κ' εκείνος χύθηκε, κ' επρόσταξε τους άλλους +επιμελείς θεράπονταις να τον ακολουθήσουν, +τα ιδρωμένα τ' άλογα απ' τον ζυγόν ελύσαν, +και 'ς τ' αλογίσινα παχνιά τα δέσαν, και εις εκείνα 40 +ζειά τους βάλαν, κ' έσμιξαν μ' αυτήν λευκό κριθάρι• +'ς τους τοίχους τους ολόφωτους έκλιναν και τ' αμάξι• +και αυτούς 'ς το θείον έμπασαν παλάτι• άμ' είδαν κείνοι +του διοθρεμμένου βασιληά τα δώματα, εθαυμάζαν• +ότι ωσάν λάμψι του ήλιου, ή της σελήνης, ήταν 45 +'ς το δώμα το υψηλόσκεπο του ενδόξου Μενελάου. +και αφού θωρώντας χάρηκαν το θέαμα τριγύρω, +'ς τα καλοσκάλιστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν. +και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι, +και τους εφόρεσαν κρουσταίς χλαμύδαις και χιτώναις, 50 +σιμά του Ατρείδη εβάλθηκαν εις θρόνους να καθήσουν. +και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη +χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη, +για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. +και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, 55 +και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα• +και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει +ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει. + +Και ο ξανθός Μενέλαος χαιρέτησέ τους κ' είπε• +«Απλοχερήτε εις το φαγί, και χαίρετε• κατόπι 60 +αφού γευθήτε, θέλει σας ζητήσω τίνες είσθε, +ότι το γένος άγνωστο δεν θα 'ναι των γονειών σας, +αλλ' είσθε ανδρών γεννήματα μεγάλων σκηπτροφόρων• +ότι παρόμοια πλάσματα από αγενείς δεν βγαίνουν». + +Είπε και με τα χέρια του νεφρά βωδιού παχεία 65 +ψητά τους δίδει, 'πώλαβεν ο ίδιος ως πρωτείο• +και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους. +και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, +ωμίλησε ο Τηλέμαχος τότε του Νεστορίδη, +την κεφαλή ζυγόνοντας, οι άλλοι μην ακούσουν• 70 + +«Αγαπητέ, θεώρησε, γλυκέ μου Νεστορίδη, +'ς τα δώματα τ' αχόλογα πως ο χαλκός αστράφτει, +ο ήλεκτρος, το μάλαμμα, ο ελέφαντας, τ' ασήμι• +όμοια 'ς τον Όλυμπο, θαρρώ, θε να 'ναι η αυλή του Δία• +αμίλητα 'ναι, είναι πολλά• θαυμάζ' όσο τα βλέπω». 75 + +Και ο ξανθός Μενέλαος τον νόησ' ως ωμίλειε, +κ' ευθύς προσφώνησεν αυτούς με λόγια πτερωμένα• +«Και ποιος θνητός, ω τέκνα μου, μετριέται με τον Δία; +οι δόμοι και τα υπάρχοντα εκείνου αθάνατά 'ναι• +θνητός μ' εμέ 'ς τα υπάρχοντα μετριέται ναι και όχι• 80 +ότι αφού έπαθα πολλά, αφού πολύ πλανήθην, +μες τα καράβια τα 'φερα, και τ' όκτατ' έτος ήλθα. +Κύπρο, Φοινίκην, Αίγυπτο, και χώραις Αιθιόπων, +και Σιδονίων κ' Ερεμβών εβγήκα, και Λιβύαν, +όπου τ' αρνιά από γενετής τα κέρατα φυτρόνουν, 85 +και τρεις φοραίς τεκνοποιούν τα πρόβατα τον χρόνο. +κει του ποιμένα περισσά, καθώς και του κυρίου, +είναι τυρί και κρέατα και το γλυκό το γάλα, +ότι έχουν πάντοτ' άφθονο το γάλα να τ' αρμέγουν• +κ' ενώ πλούτη συνάζοντας κει πέρα εγώ πλανούμουν, 90 +ωστόσ' άλλος μου φόνευσε τον αδελφό μου κρύφια, +απάντεχα, με της μιαρής συντρόφου την απάτη, +κ' ιδού γιατί δεν χαίρομαι 'ς τα πλούτη αυτά, 'που έχω. +και τούτα θα τ' ακούσετε και σεις απ' τους γονείς σας, +όποιοι και αν είναι, ότι έπαθα πολλά, κ' έχασα σπίτι 95 +ευτυχισμένο με καλά και υπέρλαμπρα περίσσα. +κ' έστεργα εγώ 'ς σπίτι μου το τρίτο να μου μείνη, +και εις την ζωή να εσώζονταν οι άνδρες, οπού πέσαν, +εις την Τρωάδα την πλατειά, μακράν από το Άργος. +και όλους τους κλαίω και οδύρομαι, και το συχνό κλεισμένος 100 +εις τα δικά μου μέγαρα, καθήμενος δακρύζω, +και ώραις 'ς το κλάμμα χαίρεται η ψυχή μου και ώραις παύω• +γοργά του κρύου κλάμματος ο πόθος ησυχάζει. +αλλ' αυτών όλων των ανδρών ο πόνος δεν με θλίβει +όσον ενός, 'που ο πόθος του φαγί μου παίρνει κ' ύπνο• 105 +ότι κανείς των Αχαιών ωσάν τον Οδυσσέα +δεν μόχθησε, ουδ' εβάσταξεν αλλά το 'θελε η μοίρα +αυτός να πάθη και άσβυστος 'ς εμέ να μείνη ο πόνος +κείνου, ότι λείπει δα καιρούς, ουδέ κανείς γνωρίζει +ζη κείνος ή απέθανε• και τώρα θα τον κλαίουν 110 +η Πηνελόπ' η φρόνιμη, ο γέρος ο Λαέρτης, +και ο Τηλέμαχος, 'π' άφησε 'ς το σπίτι ακόμη βρέφος». + +Αυτά 'πε και τον έκαμε να κλάψη τον πατέρα• +για τον πατέρα ως άκουσε χάμου έσταξε το δάκρυ, +κ' εμπρός 'ς τα μάτια σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα 115 +με τα δυο χέρια• κ' ένοιωσεν αυτόν ο βασιλέας, +κ' εβάλθηκε 'ς του λογισμού τα βάθη να μετρήση, +θα τον αφήση αφ' εαυτού να ειπή για τον πατέρα, +ή πρώτος θα ερωτήση αυτός, το πράγμα να εξετάση. + +Τούτα ενώ κείνος έζυαζε 'ς του λογισμού τα βάθη, 120 +η Ελένη από τον θάλαμο τον μυροβόλον ήλθε, +όμοια με την Αρτέμιδα, 'πώχει χρυσά τα βέλη. +σιμά της βάζ' η Άδραστη θρονί καλοφτειασμένο, +από απαλώτατο μαλλί τάπητα η Αλκίππη φέρνει, +άργυρο κάλαθο η Φιλώ• δώρο ήταν της Αλκάνδρης, 125 +της γυναικός του Πόλυβου, 'που 'ς ταις Αιγύπτιαις Θήβαις +εκατοικούσε, και άπειρα 'ς το σπίτι έχει τα πλούτη• +του Ατρείδη εκείνος έδωκε δύ' αργυρούς νιπτήραις, +δυο τρίποδαις και τάλαντα δέκα χρυσά, και ακόμη +η σύντροφος δώρα λαμπρά χάριζε της Ελένης, 130 +χρυσή 'λεκάτη, κ' εύμορφο καλάθι τροχοφόρο, +ολάργυρο, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη. +κείνο τότε η θεράπαινα Φιλώ της παραθέτει +από εργασμένα γνέματα γεμάτ' όλο, κ' επάνω +με το γιοφύλλινο μαλλί τεντόνετο η 'λεκάτη• 135 +κ' εκάθισεν εις το θρονί, οπού 'χεν υποπόδι, +κ' ερώτησε τον άνδρα της η Ελένη, ένα προς ένα• + +«Μενέλαε διόθρεπτε, γνωστό μας είναι τάχα +τούτοι 'που 'λθαν 'ς το σπίτι μας ποιοι καυχώνται ότ' είναι; +άρα λαθεύομαι; η καρδιά μου λέγει να ομιλήσω• 140 +ποτέ μου δεν είδ' άνθρωπον, άνδρα ή γυναίκα, τόσον +άλλου να ομοιάζη, όσον αυτός — θαυμάζ' όσο τον βλέπω — +ο υιός του μεγαλόψυχου φαίνεται του Οδυσσέα +Τηλέμαχος, όπ' άφησε 'ς το σπίτι ακόμη βρέφος, +ότε για με την άσεμνη τον πόλεμο κινώντας 145 +τον τολμηρόν οι Αχαιοί κατέβητε 'ς την Τροία». + +Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης• +«Έτσι κ' εγώ τώρα νοώ, γυναίκα, ως συ νομίζεις• +τα πόδια τέτοια φαίνονταν εκείνου και τα χέρια, +των οφθαλμών η αστραψιαίς, και η κεφαλή και η κόμη• 150 +και ως από τώρα ενθύμισα εγώ τον Οδυσσέα, +κ' έλεα πόσα 'παθε για με, κ' εμόχθησεν εκείνος, +κάτω 'ς τα μάγουλα πικρόν αυτός έχυνε δάκρυ, +κ' εμπρός 'ς τα μάτια σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα». + +Και απάντησι ο Πεισίστρατος του δίδει ο Νεστορίδης• 155 +«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, +εκείνου τούτος είν' υιός τωόντι, καθώς λέγεις• +αλλ' είναι φρόνιμος, ευλάβεια τον βαστάει, +άμα πρωτώλθεν, άκαιρο λόγο να βγάλη εμπρός σου, +ενώ η φωνή σου, ωσάν θεού, μαγεύει την ψυχή μας. 160 +κ' εμ' έστειλεν ο Νέστορας Γερήνιος ιππότης +να 'λθω με τούτον συνοδός• ότ' ήθελε να σ' ίδη, +λόγον ή πράξι ωφέλιμην εσύ να τον διδάξης. +πατρός, οπού ξενίτευσε, το τέκνον έχει πόνους +'ς το σπίτι του, αν δεν είναι να τον βοηθήσουν άλλοι• 165 +'σαν τώρα του Τηλέμαχου 'χάθη ο πατέρας, και άλλος, +να τον φυλάξη από κακά, 'ς τον τύπον του δεν είναι». + +Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου• +«Ω Θε μου, αλήθεια σπίτι μου υιός ανθρώπου φίλου +ήλθε, 'που τόσο εβάσταξε για με πολλούς αγώναις! 170 +κ' είπα ότι θα τον φίλευα έξοχ' από τους άλλους +Αργείους, αν ο Βροντητής να γύρουμε είχε δώσει +και οι δυο, το πέλαο σχίζοντας με τα γοργά καράβια. +και πόλιν θα του έκαμνα και σπίτι μέσα 'ς τ' Άργος, +απ' την Ιθάκη παίρνοντας αυτόν και υπάρχοντά του, 175 +με τον υιό και τον λαόν όλο, κ' ήθελα πόλιν +ξεκάμει απ' όσαις γύρωθε μού είναι υποταγμέναις• +και όντας εδώ θα εσμίγαμε συχνά, και τίποτ' άλλο +εις την φιλιά και εις ταις χαραίς δεν θα μας ξεχωρούσε, +ειμή το μαύρο σύγνεφο της ώρας του θανάτου. 180 +αλλ' ήταν δα μελλάμενο θεός να τα φθονέση, +'που εκείνου μόνου τ' άμοιρου τον γυρισμόν επήρε». + +Είπε και εις όλους κίνησε τον πόθο των δακρύων• +έκλαιγ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα, +έκλαιγεν ο Τηλέμαχος και ο βασιληάς Ατρείδης, 185 +ουδ' είχεν ο Πεισίστρατος αδάκρυτα τα μάτια• +ότι και αυτός τον άψεγον Αντίλοχο ενθυμήθη, +'που της Ηώς της φωτεινής είχε φονεύσει ο γόνος• +τον ενθυμήθη κ' έλεγε με λόγια πτερωμένα• + +«Ατρείδη, σε σοφώτερον απ' όλους τους ανθρώπους 190 +ο γέρος είπε Νέστορας, ότ' ήλθε για σε λόγος +'ς το σπίτι, ως ερωτιώμασθε ο ένας με τον άλλον. +και τώρ', αν γίνεται, 'ς εμέ πείθου• γιατί 'ς τον δείπνο +δεν αγαπώ τα κλάμματα• αλλά του όρθρου η κόρη +Ηώ και πάλιν θα φανή• με τούτο εγώ δεν λέγω 195 +κείνον, 'που επήρε ο θάνατος και η μοίρα, να μην κλαίουν. +και τούτο μόνον έχουσιν οι μαύροι θνητοί δώρο, +η κόμη να θερίζεται, να χύνεται το δάκρυ• +ότι κ' εγώ 'χασ' αδελφόν, 'που μέσα 'ς τους Αργείους +δεν ήταν ο χειρότερος, και θα τον έχης μάθει• 200 +εγώ δεν τον εγνώρισα, κ' έξοχος λέγουν, ήταν, +ο Αντίλοχος, ταχύτατος, και ακλόνητος 'ς την μάχη». + +Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου• +«Ω φίλε, αφού είπες φρόνιμα, όσ' άνθρωπος με γνώσι, +και από σε μεγαλήτερος, ήθελε ειπή και πράξη• 205 +τέτοιου πατρός, δεν ημπορείς ή φρόνιμα να λέγης• +καλόγνωρ' είν' η γενεά τ' ανδρός, οπού ο Κρονίδης +του γάμου και της γενετής ευτύχισε την ώρα, +ως έδωκε του Νέστορα να ήναι ολοκαιρής του, +και αυτός λαμπρά 'ς το σπίτι του τα γέρα να περνάη, 210 +κ' υιούς να έχη συνετούς και 'ς τ' άρματα μεγάλους. +κ' εμείς το κλάμμ' ας παύσουμεν, όπ' είχε γίνει πρώτα• +του δείπνου ας κάμουμεν αρχή, και το νερό 'ς τα χέρια +ας χύσουν, και αύριο το ταχύ θα γίν' η ομιλία, +οπού ο Τηλέμαχος κ' εγώ θα ειπούμε μεταξύ μας». 215 + +Είπε• και ο Ασφάλιος το νερό τούς έχυσε εις τα χέρια, +ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου• +και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους. + +Κ' η Ελένη, κόρη του Διός, τότ' εσοφίσθηκ' άλλο• +απ' όπου επίναν, 'ς το κρασί τους έρριξε βοτάνι, 220 +αντίλυπο και αντίχολο, π' όλα τα πάθη σβήνει. +εις τον κρατήρα όταν σμιχθή, όποιος τα καταπίνη +ολημερής δεν δύναται δάκρυ να στάξη κάτω, +ουδέ μητέρ' αν έχασε, ουδ' αν και τον πατέρα, +και ουδ' αν αδέλφι, ουδ' αν υιόν μονάκριβον εμπρός του 225 +του σχίσουν με την μάχαιρα, και αυτός να τους θωράη• +τέτοια 'χε βότανα σοφά του Διός η θυγατέρα, +χρήσιμα, 'που της έδωκεν η ομόκλινη του Θώνα +Πολύδαμνα, 'ς την Αίγυπτο, 'που βότανα έχει πλήθος, +πολλά σμιγμένα χρήσιμα, πολλά θανατηφόρα. 230 +ιατρός καθένας είναι αυτού παρ' όλους τους ανθρώπους +σοφός, ότι προπάτορα γνωρίζουν τον Παιάνα. +και μέσ' αφού το έρριξε κ' είπε να τους κεράσουν, +πάλι με την αράδα της άρχισε και τους είπε• + +«Μενέλαε διόθρεπτε, και σεις εδώ, 'που είσθε 235 +λαμπρών ανδρών γεννήματα, —και ο Δίας άλλοτ' άλλου +δίδει καλόν, δίδει κακόν, ότ' ημπορεί τα πάντα,— +εδώ τώρα καθήμενοι 'ς τον δείπνο με ομιλίαις +ξεδίνετε, γιατί κ' εγώ τ' αρμόδια θ' αναφέρω. +και όλους εγώ δεν δύναμαι να είπω τους αγώναις, 240 +όσους ο στερεόκαρδος κατώρθωσε Οδυσσέας, +αλλ' ένα 'πώπραξε λαμπρόν με τόλμην ο ανδρείος +'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη• +με άσχημαις βαρηματιαίς εδάμασε το σώμα, +πήρε φορέματα κακά, και ομοιάζοντας με δούλον 245 +εμπήκε εις την πλατύδρομη την πόλι των εχθρών του• +'ς το σχήμα εκείνο εκρύφθηκε, και ώμοιαζε ψωμοζήτης, +αυτός 'που τέτοιος δεν ήταν 'ς τ' Αχαϊκά τα πλοία• +τέτοιος 'ς την Τροίαν εισχωρεί, κ' εκείνοι εμωραθήκαν +όλοι, κ' εγώ τον γνώρισα 'ς αυτό το σχήμα μόνη, 250 +και τον εξέταζα, και αυτός μου ξέφυγε με τέχνη• +αλλ' όταν δα τον έλουα κ' έχριζα με το λάδι, +κ' ενδύματα τον ένδυνα, και ώμοσα φρικτόν όρκο, +'ς τους Τρώαις μέσ' ο Οδυσσηάς 'που εφάνη να μην είπω, +πριν αυτός φθάση 'ς ταις σκηναίς και 'ς γοργά καράβια, 255 +τότε όλη μου εφανέρωσε των Αχαιών την γνώμη, +και αφού πολλούς εφόνευσε των Τρώων με το ξίφος, +εις τους Αργείους έγυρε, κ' επήρε πολλήν γνώσι. +τότ' έκλαιαν η Τρώισσαις πικρά, κ' γώ χαιρόμουν, +ότ' η καρδιά μου είχε στραφή 'ς σπίτι μου να γύρω, 260 +και αργ' αναστέναζα το πώς μ' εμώραν' η Αφροδίτη, +την ώρα, 'που κει μ' έφερεν απ' την γλυκειά πατρίδα, +κ' εχώρισα την κόρη μου, τον θάλαμο, τον άνδρα, +οπού 'ς τον νου και 'ς την μορφή τον κάλλιο του δεν έχει». + +Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης• 265 +«Ναι, τούτα είν' όλ' αληθινά, γυναίκα, όπως τα λέγεις• +ήδη πολλών εγώ 'μαθα την σκέψι και την γνώμη +ανδρών ηρώων, και εις πολλά της γης εβγήκα μέρη• +αλλ' άνθρωπον τα μάτια μου τέτοιον ποτέ δεν είδαν, +ως ήταν μεγαλόψυχος ο φίλος Οδυσσέας. 270 +όπως και αυτό κατώρθωσε με τόλμην ο ανδρείος, +'ς τ' άλογον ότε το ξυστόν οι πρώτοι των Αργείων +όλοι κρυμμένοι εφέρναμε τον όλεθρο 'ς τους Τρώαις• +και συ 'λθες τότε αυτού• θεός πρέπει να σ' έχη σπρώξει, +των Τρώων δόξαν θέλοντας να δώση• και σιμά σου 275 +έρχονταν ο θεόμορφος Δηίφοβος• και γύραις +τρεις έκαμες, την βαθουλή καθίστρα ψηλαφώντας. +κ' εφώναζες με τ' όνομα των Δαναών τους πρώτους, +με την φωνή της γυναικός του καθενός εκείνων. +με τον Τυδείδη τότ' εγώ και ο θείος Οδυσσέας 280 +ακούσαμε, καθήμενοι 'ς την μέση, την βοή σου• +κ' εμείς οι δυο με προθυμιάν ηθέλαμεν ορμώντας +έξω να βγούμε, ή μέσαθεν ευθύς ν' αποκριθούμε• +αλλ' όσο και αν ηθέλαμε, μας κράτησ' ο Οδυσσέας. +και τα παιδιά των Αχαιών κει μέσα εσίγαν όλα• 285 +ο Άντικλος ηθέλησε μόνος να σ' απαντήση• +αλλά τον έσφιξ' ο Οδυσσηάς 'ς το στόμα με τα χέρια +τ' ανδρειωμένα, κ' έσωσε των Αχαιών το γένος, +κρατώντας, ως 'που επήρε σε κείθε η Παλλάδ' Αθήνη». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 290 +»Μενέλαε διόθρεπτε, πικρότερος ο πόνος, +αν μ' όλ' αυτά τον όλεθρο δεν έφυγεν εκείνος, +ουδ' αν βαστούσε σιδηρή 'ς τα στήθη την καρδία. +αλλά 'ς την κλίνη φέρτε μας, ότ' ήλθεν ήδ' η ώρα +να πέσουμε, και τον γλυκό τον ύπνο να χαρούμε». 295 + +Αυτά 'πε• και ταις δούλαις της παράγγειλ' η Ελένη +να στρώσουν εις την αίθουσα, να βάλουν μέσα ωραία +και πορφυρά σκεπάσματα, και τάπηταις επάνω, +και χλαίναις κάτωθε κρουσταίς, να 'χουν να ταις φορέσουν. +κ' εκείναις απ' το μέγαρον εβγήκαν, κ' εβαστούσαν 300 +φως εις τα χέρια, κ' έστρωσαν• και ο κήρυκας τους ξένους +έμπασε, και 'ς τον πρόδομον αυτού πλαγιάσαν κείνοι, +ο ήρωας Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης• +και ο Ατρείδης εις τ' απόκρυφα του δόμου, και σιμά του +η Ελένη η μακροπέπλωτη, η αταίριαστη γυναίκα. 305 + +Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, +και ο μαχητής Μενέλαος εγέρθη από την κλίνη, +ενδύθη, και το κοφτερό 'ς τον ώμο έζωσε ξίφος. +'ς τα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια, +κ' εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων. 310 +του Τηλεμάχου ωμίλησε καθήμενος σιμά του• + +«Ω ήρωα Τηλέμαχε, ποια σ' έφερ' εδώ χρεία, +να 'λθης 'ς την Λακεδαίμονα, την θάλασσα περνώντας; +χρεία δική σου ή του κοινού; ειπέ μου το μ' αλήθεια». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 315 +«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, +ήλθ' ίσως κάποιον άκουσμα μου είπης του πατρός μου. +μου τρώγεται το σπίτι μου, μου φθείροντ' οι αγροί μου, +η κατοικιά μου εγέμισεν εχθρούς, οπ' όλ' ημέρα +πυκνά τ' αρνιά μου σφάζουσι, τα στριφοπόδα βώδια, 320 +οι απόκοτοι και υβριστικοί μνηστήρες της μητρός μου. +για τούτο τώρα σου 'πεσα 'ς τα γόνατα, να μάθω +πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες +ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε +εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε, παραδαρμούς η μοίρα. 325 +μηδ' από σέβας το μηδέν, ή λύπη, μου γλυκάνης, +αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες, ειπέ μου ένα προς ένα• +ναι, σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας +λόγον ή πράξι εδέχθηκε, κ' ετέλειωσε για σένα, +'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη, 330 +τώρα να μου τα θυμηθής, και ειπέ μου την αλήθεια». + +Και ο ξανθός Μενέλαος εβάρυνε και είπε• +«Ω Θε, 'ς την κλίνην ήθελαν ανδρός ανδρειωμένου +εκείνοι, 'που 'ναι άνανδροι, τωόντι να πλαγιάσουν! +και ως ελαφίνα, αν δυνατού λεονταριού 'ς τον λόγγο 335 +κοιμίση βυζανάρικα νεογέννητα λαφάκια, +όρη κατόπι αναζητά και χορτερά λαγκάδια +βόσκοντας, και εις την κοίτη του γυρίζει έπειτα εκείνος, +και τρομερά με τα παιδιά χαλά και την μητέρα• +όμοιο 'ς αυτούς ο Οδυσσηάς φρικτό θα φέρη τέλος. 340 +και ω Δί', Αθήνη, Απόλλωνα, αν τέτοιος, ως εφάνη +'ς την Λέσβο την καλόκτιστη, 'που αμέσως εσηκώθη +'ς την πρόκλησι, κ' επάλαισε με τον Φιλομηλείδη, +και ανδρεία τον κατάβαλε, και όλ' οι Αχαιοί 'χαρήκαν,— +αν τέτοιος έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσ' εις τους μνηστήραις, 345 +'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γίν' ο γάμος, +και τούτα, οπού παρακαλείς και μ' ερωτάς, δεν θέλει +άλλα σου ειπώ ξεφεύγοντας, ουδέ θα σ' απατήσω, +αλλ' όσα μου 'πε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης, +ένα προς ένα θα σου ειπώ, κανένα δεν θα κρύψω. 350 + +'Σ τον Αίγυπτον οι αθάνατοι, ενώ για δω κινούσα, +μ' εκράτησαν, ότι 'ς αυτούς δεν έκαμα εκατόμβαις• +κ' εκείνοι να ενθυμούμεθα ταις προσταγαίς τους θέλουν. +κ' είναι νησί 'ς την θάλασσα την πολυκυματούσα, +εκεί 'ς τον Αίγυπτον εμπρός, και Φάρο τ' ονομάζουν, 355 +και απέχει τόσο διάστημα, όσο μετρά καράβι, +αν πρύμος άνεμος σφοδρός ολήμερα φυσήση• +λιμένας μέσ' ακίνδυνος, απ' όπου τα καράβια +βγάζουν 'ς την θάλασσαν, αφού μαύρο νερόν επήραν. +κει μ' εκρατούσαν οι θεοί είκοσ' ημέραις, μήτε 360 +άνεμοι θαλασσόπνοοι φαίνονταν, 'που τα πλοία +ξεπροβοδούν 'ς τα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης. +και θε να ελείπαν η τροφαίς, κ' οι άνδρες θα εμαραίναν, +αν μια δεν μ' είχ' ελεηθή θεά, και μ' είχε σώσει, +κόρη τ' ανδρείου γέροντα της θάλασσας Πρωτέα, 365 +η Ειδοθέα, 'πώγγιξα μάλιστ' αυτής το σπλάχνος. +αυτή μ' ηύρε οπού σέρνομουν, χωρίς συντρόφους, μόνος• +ότι εγυρίζαν 'ς το νησί και αλίευαν εκείνοι, +με κυρτ' αγκίστρια, την σκληρή την πείναν όπως σιγάσουν. +και αυτή κοντά μου εστάθηκε, μου ωμίλησε και είπε• 370 + +Ω ξένε, τάχ' ανόητος είσαι, 'ς την γνώμη χαύνος, +ή θέλεις το και αφίνεσαι, σ' αρέσει να παθαίνης; +τόσους καιρούς εις το νησί κρατιέσαι, και ουδέ τέλος +δύνασαι ναύρης, και η καρδιά της συντροφιάς σου λυόνει. + +Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα• 375 +Όποια και αν ήσαι των θεών εσύ, θα σ' απαντήσω. +δεν θέλω το και μένω εδώ, αλλά των αθανάτων, +'πώχουν τον μέγαν ουρανόν, αμάρτησα, λογιάζω. +αλλά συ 'πε μου, — κ' οι θεοί γνωρίζουσι τα πάντα,— +ποιος μ' εμποδίζει των θεών και μ' έδεσε εις τον δρόμο, 380 +και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω. + +Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως• +Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια, +συχνάζει εδώ ένας άψευτος γέροντας πελαγήσιος, +Πρωτέας ο αθάνατος, Αιγύπτιος, 'που τα βάθη 385 +γνωρίζει όλης της θάλασσας, δούλος του Ποσειδώνα. +πατέρας μου είναι, ως λέγουσιν, αυτός μ' έχει γεννήσει. +καρτέρι εκείνου αν δύνοσουν να 'στήσης και τον πιάσης, +τον δρόμο αυτός θα σου 'λεγε, του ταξειδιού το μάκρος, +και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσης. 390 +και αυτός ακόμη θα σου ειπή, διόθρεπτε, αν το θέλης, +ό,τι κακό 'ς το σπίτι σου και ό,τι καλό συνέβη, +ενώ 'λειπες 'ς το μακρυνό και δύσκολο ταξείδι. + +Αυτά 'πε, και 'ς αυτήν εγώ απάντησα και είπα• +Τώρα του θείου γέροντα συ ναύρης το καρτέρι, 395 +μήπως μου φύγη, αν προϊδή το πράγμα ή το προμάθη• +ότι θνητός είναι βαρύ θεόν να καταβάλη. + +Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως• +Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια. +ο Ήλιος όταν αναιβή τα μεσουράνια μέρη, 400 +έρχεται από την θάλασσαν ο άψευτος ο γέρος, +'ς το μαύρον ανατρίχιασμα, 'π' ο Ζέφυρος σηκόνει, +και άμ' έξω βγη, 'ς τα σπήλαια τα θολωτά κοιμάται. +γύρω του η φώκαις, της καλής απόγονοι Αλοσύδνης, +μαζή πλαγιάζουν, βγαίνοντας από το λευκό κύμα, 405 +και πικροπνέουν της βαθειάς θαλάσσης μυρωδία. +εκεί το γλυκοχάραμμα εγώ θα σ' οδηγήσω, +θα σε πλαγιάσω αραδικώς, και τρεις θε να διαλέξης +συντρόφους, τους καλήτερους, όπ' έχεις 'ς τα καράβια. +και όλαις εγώ θέλει σου ειπώ ταις πονηριαίς του γέρου• 410 +'ς ταις φώκαις πρώτα θε να 'λθή, και θα ταις αριθμήση• +και, άμ' όλαις ταις εμέτρησε κ' εθώρησε, θα πέση +'ς την μέση τους, ως ο βοσκός 'ς την μέση των προβάτων. +και ως τον ιδήτε, 'πώπεσε 'ς τον ύπνο, τότε αμέσως +την δύναμι θα βάλετε και την καρδιά σας όλη, 415 +κρατώντας τον, και ας προσπαθή μ' αγών' αυτός να φύγη• +θα δοκιμάση, θα γενή 'ς την γην όσα κινούνται +θεριά, θα γένη και νερό, και πυρ θεοφλογισμένο• +και σεις πάντοτε ακλόνητοι βαστάτε σφίγγοντάς τον +στενώτερα• αλλ' άμ' αυτός μόνος του σ' ερωτήση, 420 +και γένη όπως τον είδετε 'ς τον ύπνο, 'που εκοιμώνταν, +την βία τότε παύσετε και λύσετε τον γέρο, +ήρωα, κ' ερώτα ποιος θεός σε βασανίζει τώρα, +και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσης. + +Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζ', εβυθίσθη. 425 +κ' εγώ 'ς τα πλοία κίνησα, 'που εστέκονταν 'ς τον άμμο, +και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν. +και αφού 'ς το πλοίον έφθασα, 'ς την άκρη της θαλάσσης, +τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρ' ήλθε νύκτα• +'ς το περιγιάλι επιέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. 430 +κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, +κ' επήρα της πλατύπορης της θάλασσας την άκρη, +προς τους θεούς ευχόμενος θερμά, με τρεις συντρόφους, +'που για κάθε κατόρθωμα πίστιν πολλήν τους είχα. +και απ' του πελάγου τους βυθούς εκείνη τότ' εφάνη, 435 +κ' έφερε δέρματα φωκών τέσσερα, κ' ήσαν όλα +νειόγδαρτα• εσοφίζονταν απάτη του πατρός της. +και αφού 'ς τον άμμο αυλάκωσε πλαγιάσματα, εκαθόνταν +μένοντας• κ' εμείς φθάσαμε σιμά της• τότε αράδα +μας πλάγιασε κ' εσκέπασε με δέρμα ένα καθέναν. 440 +καρτέρι θα ήταν κει βαρύ• μας έπνιγε η βαρεία +των θαλασσόθρεπτων φωκών οσμή φαρμακωμένη. +και ποιος βαστά να κοιμηθή με τέρας του πελάγου; +αλλά μας έσωσεν αύτη με ανάσασι μεγάλη• +εις τα ρουθούνια καθενός μας έθεσε αμβροσία 445 +μυρόβολη, και την οσμήν αφάνισε του κήτους. +και όλη την αυγή μείναμε, με υπομονή, μ' αγώνα. +και η φώκαις απ' την θάλασσαν ήλθαν μαζή, και αράδα +εις τ' ακρογιάλι επλάγιασαν, και από τα βάθη ο γέρος +ήλθε καταμεσήμερα, και αυτού ταις φώκαις ηύρε, 450 +ταις παχουλαίς, κ' εξέτασε και αρίθμησέ ταις όλαις, +κ' εμάς πρώτους λογάριασε 'ς τα κήτη, και ότι δόλος +ήταν δεν εδοκήθηκε, και επλάγιασε κ' εκείνος. +και με βοή χουμήσαμε και αδράξαμέν τον όλοι +σφικτά, και αυτός δεν ξέχασε την δολερή του τέχνη. 455 +και πρώτ' απ' όλα εγίνηκε λέοντας καλογένειος, +ευθύς κατόπι δράκοντας, και πάρδαλις, και κάπρος• +νερό ρεούμεν' έγινε, και δένδρον υψωμένο. +τον εκρατούσαμεν εμείς, με υπομονή, μ' αγώνα• +και ο γέρος, άμ' απόκαμε 'ς τόσους 'πώχει δόλους, 460 +προς εμέ τότ' ωμίλησε, κ' ερώτησέ με• Ποίος +θεός, Ατρείδη, σου 'δειξε καρτέρι να μου στήσης, +και να με πιάσης στανικώς; ποια έχεις εσύ χρεία; + +Αυτά 'πε κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• +Γνωρίζεις, γέρε, — τι ερωτάς τούτα, να με πλανέσης; — 465 +'που 'ς το νησί τόσους καιρούς κρατιούμαι, και ουδέ τέλος +δύναμαι ναύρω, και η καρδιά της συντροφιάς μου λυόνει. +αλλά συ 'πέ μου,—και οι θεοί γνωρίζουσι τα πάντα— +ποιος μ' εμποδίζει των θεών, και μ' έδεσε εις τον δρόμο, +και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω. 470 + +Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος• +Του Δία και των άλλων αθανάτων ταις θυσίαις, +πριν ξεκινήσης, έπρεπε να κάμης, όπως φθάσης, +το μαύρο πέλαο σχίζοντας, γλήγορα εις την πατρίδα. +ότι δεν θέλ' η μοίρα σου να ιδής τους ποθητούς σου, 475 +το σπίτι το περίλαμπρο και την γλυκειά πατρίδα, +παρ' αφού πάλιν αναιβής του Αιγύπτου το ποτάμι, +'που 'ναι βιοκαταίβατο, και κάμης εκατόμβαις +των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους• +τότε τον δρόμο, 'που ποθείς, αυτοί θα σου χαρίσουν. 480 + +Τούτα μου είπε, και η καρδιά στο στήθος μου ερραγίσθη• +ότι το μαύρο πέλαγος μου επρόσταζε να σχίσω +οπίσω προς τον Αίγυπτο• μακρύ, βαρύ ταξείδι. +και μ' όλα ταύτα προς αυτόν ωμίλησα και πάλιν• + +Τούτα θα πράξω, γέροντα, όπως εσύ προστάζεις. 485 +αλλά ζητώ σε να μου ειπής μ' αλήθεια τούτο, αν όλοι +άβλαπτοι με τα πλοία τους οι Αχαιοί γυρίσαν, +όσους εγώ και ο Νέστορας αφήσαμε εις την Τροία, +ή αν κακό 'ς την θάλασσα κανείς έλαβε τέλος, +ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις ποθηταίς αγκάλαις. 490 + +Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος• +Ατρείδη, αυτά τι μ' ερωτάς; ποσώς δεν σε συμφέρει +να ηξεύρης και να μάθης κείνα, 'που κλεί μέσα ο νους μου• +πολληώρα δεν θα 'σαι άκλαυτος, όταν τ' ακούσης όλα. +ότι απ' αυτούς πέσαν πολλοί, και άλλοι πολλοί εσωθήκαν. 495 +των αρχηγών των Αχαιών εχάθηκαν δυο μόνοι +'ς τον γυρισμό• 'ς τον πόλεμο και συ παρευρισκόσουν. +ένας ακόμη ζωντανός 'ς τα πέλαγα κρατιέται• +και ο Αίας 'ς τα μακρύκουπα καράβια του αφανίσθη• +εις ταις Γυραίς πρώτ' έφερεν αυτόν ο Ποσειδώνας, 500 +τραναίς πέτραις, κ' εφύλαξεν απ' την θαλασσοζάλη• +κ' είχε σωθή, και μισητός ας ήταν της Αθήνης• +αλλ' είπε λόγον βλάσφημον, μεγάλως ετυφλώθη• +πως έφυγ', είπε, εις των θεών το πείσμ', από το βάθος• +ο Ποσειδώνος άκουσε 'που αυτός μεγαλολόγα, 505 +και άδραξ' ευθύς την τρίαινα 'ς τα χέρια τ' ανδρειωμένα, +την Γυρή πέτρα εκτύπησε, την έσχισε• ένα μέρος +έμειν' αυτού• 'ς το πέλαγο τ' απόκομμα εβυθίσθη, +'π' ο Αίας πρώτα εκάθονταν την ώρα 'που ετυφλώθη, +κ' έφερνε αυτόν 'ς τον άπειρον κυματισμένον πόντο. 510 +έτσι αφανίσθηκεν αυτός αφού κατέπιε άρμη. +και ο αδελφός σου εξέφυγε τότε την μαύρη μοίρα +μες τα βαθειά καράβια του• τον έσωσεν η Ήρα. +αλλ' όταν εκοντόφθανε 'ς το όρος του Μαλέα +το υψηλό, τον άρπαξε κ' επήρε ανεμοζάλη 515 +'ς την ιχθυοφόρα θάλασσα, και αυτός βαρειά βογγούσε. +και κείθ' έδειχνε ακίνδυνος ακόμη ο γυρισμός τους, +κ' έστειλαν πρύμον οι θεοί, κ' έφθασαν 'ς την πατρίδα, +εις ακρογιάλι εξοχικόν, όπου εκατοίκα ο Θυέστης +το πάλαι, τότ' ο Αίγισθος υιός του εκατοικούσε. 520 +κ' εκείνος μ' αναγάλλιασι 'ς το πατρικό του χώμα +επάτησε, και το 'πιασε, κ' εφίλειε το με πλήθια +δάκρυα θερμά, χαρούμενος ότ' είδε την πατρίδα• +και απ' την σκοπιά τον ξάνοιξε ο σκοπός, οπού 'χε στήσει +ο δολερός ο Αίγισθος, και του χε τάξει δώρο 525 +δυο χρυσά τάλαντα, και αυτός ολοχρονής εφύλα, +μη του περάση απάντεχος και δράξη ευθύς τα όπλα• +και του ποιμένα των λαών κατέβη να το είπη. +κ' ευθύς τέχνασμα επίβουλον ο Αίγισθος ευρήκε• +είκοσι παίρνει διαλεκτούς άνδραις, κ' εις ένα μέρος 530 +τους κρύβει, και αλλού τράπεζα προστάζει να ετοιμάσουν• +και αυτός τον Αγαμέμνονα κατέβη να καλέση, +με άλογα, με άμαξαις, και έργ' άσχημα εμελέτα. +τον πήρε ανυποψίαστον του ολέθρου, εδείπνισέ τον +κ' εσκότωσε, ως σκοτόνουσι το βώδι 'ς το παχνί του. 535 +και ουδ' ένας τότε απόμεινε της συντροφιάς τ' Ατρείδη, +ουδέ του Αιγίσθου, αλλ' όλοι τους 'ς το σπίτι εφονευθήκαν. + +Τούτα μου είπε, και η καρδιά 'ς το στήθος μου ερραγίσθη. +κ' έκλαια καθήμενος 'ς τον άμμο, και η ψυχή μου +να ζήση πλειά δεν ήθελε, να ιδή το φως του ηλίου. 540 +και αφού χάμου κυλιούμενος εχόρτασα το κλάμμα, +είπε μου τότε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης• + +Τόσο μην κλαις πολύν καιρόν, Ατρείδη, ότι το κλάμμα +τίποτε δεν μας βοηθεί• μόν' ίδε εις την πατρίδα +να φθάσης το ταχύτερο, και ακόμη θα τον εύρης, 545 +ή ζωντανόν, ή επρόλαβεν ο Ορέστης να τον κόψη• +και τότε 'ς το νεκρώσιμο τραπέζι θα τους φθάσης. + +Αυτά 'πε, και η καρδία μου κ' η ανδρική ψυχή μου, +μ' όλον οπού περίλυπη, 'ς τα στήθη μου εζεστάθη. +και προς αυτόν ωμίλησα με λόγια πτερωμένα• 550 + +Τούτους ηξεύρω τους, αλλά τον τρίτον λέγε μ' άνδρα, +κείνον, 'που ακόμη ζωντανός 'ς τα πέλαγα κρατιέται, +ή απέθανε, και αν λυπηθώ, θέλ' όμως να τ' ακούσω. + +Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος• +Ο Λαερτιάδης είναι αυτός, κάτοικος της Ιθάκης. 555 +'ς ένα νησί τον είδα εγώ δάκρυ λαμπρό να χύνη, +'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'πού με βία +κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση 'ς την πατρίδα• +ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους, +όπως 'ς τα νώτα τα πλατειά τον φέρουν της θαλάσσης. 560 +και συ, Μενέλαε, του Διός θρέμμα, δεν θέλ' η μοίρα +'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο να κλείσης την ζωή σου• +αλλά 'ς τα όρια σε της γης, εις την ηλύσια χώρα, +'που 'ναι ο ξανθός Ραδάμανθυς, οι αθάνατοι θα στείλουν, +όπου ελαφρότατ' η ζωή διαβαίνει των ανθρώπων• 565 +χειμώνας όχι αυτού πολύς, όχι βροχή και χιόνι, +αλλά Ζεφύρου φύσημα γλυκόπνοο, κινώντας +πάντοτε απ' τον Ωκεανό, δροσίζει τους ανθρώπους• +ότ' είσαι του Διός γαμβρός, έχοντας την Ελένη. + +Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζε, εβυθίσθη• 570 +κ' εγώ 'ς τα πλοία κίνησα με τους καλούς συντρόφους, +και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν. +και αφού 'ς το πλοίο φθάσαμε, 'ς την άκρη της θαλάσσης, +τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρτ' ήλθε νύκτα• +'ς το περιγιάλι πέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. 575 +και με την ροδοδάκτυλην Ηώ, του όρθρου κόρη, +πρώτα 'ς την θεία θάλασσα σύραμε τα καράβια, +και τα κατάρτια στήσαμε, κ' επάνω τα πανία, +και εις τα σανίδια κάθισαν εκείνοι αραδιασμένοι, +και το λευκό το πέλαγο με τα κουπιά κτυπούσαν• 580 +και 'ς το διοκαταίβατο του Αιγύπτου το ποτάμι +άραξα οπίσω, κ' έκαμα εκατόμβαις, και αφού τέλος +των αθανάτων έπαυσα την όργητα, έναν τάφο +σήκωσα του Αγαμέμνονα, να μείνη άσβυστ' η φήμη. +και τούτ' αφού τελείωσα πρύμον ευθύς μου στείλαν 585 +οι αθάνατοι, και μ' έφεραν 'ς την ποθητή πατρίδα. +αλλ' άκουσέ με, θέλησε 'ς το σπίτι μου να μείνης, +ως 'που να φέξ' η ενδέκατη, ή δωδεκάτ' ημέρα• +και ως πρέπει εγώ σε προβοδώ τότε, και θα σου δώσω +δώρα λαμπρά, τρί' άλογα, και στιλβωτόν αμάξι, 590 +ποτήρι ακόμη ένα εύμορφο, μ' εκείνο να σπονδίζης +προς τους θεούς, και ολοζωής εμέ συ να θυμάσαι». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• +«Ατρείδη, εδώ πολύν καιρό να με κρατής μη θέλης• +χρόνον εγώ θε να 'μενα ολόκληρον σιμά σου, 595 +το σπίτι μου και τους γονείς χωρίς να επιθυμήσω• +ότ' εις τους λόγους σου πολύ και εις τα διηγήματά σου +τέρπομαι• αλλά βαρύνονται οι σύντροφοι 'ς την Πύλο +την ιερή, και συ πολύν καιρό θα με κρατήσης. +και ό,τι μου δώσης χάρισμα, ως θησαυρό θα το 'χω. 600 +και εις την Ιθάκη τ' άλογα δεν παίρνω• θα τ' αφήσω +εδώ 'ς εσέ, να τα χαρής εσύ, 'που κυριεύεις +πλατειά πεδιάδ', όπ' άφθονα κύπερη και τριφύλλι, +σίτοι, ζειαίς, πολύσταχα λευκά κριθάρια βγαίνουν. +εις την Ιθάκη δεν είναι δρόμοι πλατείς, λειβάδια• 605 +τόπος αιγιδοβόσκητος, αλλ' έχει χάραις όσαις +δεν έχει ο αλογοβόσκητος, και 'ς τα νησιά δεν είναι +ούτε λειβάδι ούτ' άλογα• κ' εξόχως 'ς την Ιθάκη». + +Αυτά 'πε• εγλυκογέλασεν ο μαχητής Μενέλαος, +εχάιδευσέ τον, έκραξε κατ' όνομα και του 'πε• 610 + +«Εις ό,τι λέγεις, τέκνο μου, απ' αίμα καλό δείχνεις• +κ' είμαι αρκετός τ' άλογ' αυτά μ' άλλο να μεταλλάξω• +και απ' όσα είναι στο σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα, +πανεύμορφο, πολύτιμο, θα σου φιλοδωρήσω. +κρατήρα καλοκάμωτον θέλει σου δώσω, 'π' όλος 615 +είναι αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη, +έργον του Ηφαίστου• ο Φαίδιμος ήρωας μου το 'χει δώσει, +των Σιδονίων βασιληάς, 'ς την σκέπη του όταν ήλθα, +διαβάτης εις τον γυρισμό• και συ να το 'χης θέλω». + +Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους• 620 +και οι καλεσμένοι επήγαιναν 'ς του βασιληά το σπίτι• +και άλλοι εφέρναν πρόβατα, άλλοι κρασιά γενναία• +άρτον η εύμορφομάντηλαις γυναίκες τους εστέλναν, +έτσι αυτού μες 'ς τα δώματα τον δείπνον ετοιμάζαν. + +Και εις του Οδυσσηά το μέγαρο κατέμπροσθε οι μνηστήρες 625 +με δίσκους διασκέδαζαν, και ρίχνοντας ακόντια, +'ς την στρωτήν γην, όπου απ' αρχής την έπαρσί τους δείχναν. +και των μνηστήρων οι αρχηγοί και 'ς την ανδρεία πρώτοι, +ο Αντίνοος και ο θεόμορφος Ευρύμαχος, καθόνταν. +'ς αυτούς ήλθε ο Νοήμονας, ο γόνος του Φρονίου, 630 +και αυτού προς τον Αντίνοον ωμίλησ' ερωτώντας• + +«Αντίνοε, τάχα ηξεύρομεν, ή άγνωστο μας είναι, +πότ' έρχεται ο Τηλέμαχος απ' την αμμώδη Πύλο; +με το καράβι μ' έφυγε, και το 'χω ανάγκη τώρα, +να διαβώ 'ς την Ήλιδα, που δώδεκα φοράδες 635 +μου βόσκουν, κ' έχουν 'ς το βυζί φιλόπονα μουλάρια +αδάμαστα• και θα 'παιρνα κανένα να δαμάσω». + +Είπε, κ' εκείνο εθαύμασαν, γιατί 'ς την Νήλια Πύλο +δεν έλεγαν πως πέρασεν, αλλ' ότι 'ς τους αγρούς του +με τα κοπάδια του έμενεν ή τον χειροβοσκό του. 640 +και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος του ωμίλησε και του 'πε• + +«Μ' αλήθεια 'πε μου πότε αυτός έφυγε, και ποιους είχε +συντρόφους; μήπως διαλεκτούς επήρε της Ιθάκης, +ή μισθωτούς και δούλους του; θα το 'κανε και τούτο! +και τ' άλλο ειπέ μου καθαρά να μάθω, το καράβι 645 +σου επήρε τάχα στανικώς, ή με τον καλόν τρόπο +σ' έφερε και του το 'δωκες συ με την θέλησί σου;» + +Και απάντησε ο Νοήμονας, ο γόνος του Φρονίου• + +«Του το 'δωκ' αυτοθέλητα' τι 'θελε πράξη και άλλος, +αν άνδρας τέτοιος, έχοντας φροντίδαις εις τον νου του, 650 +παρακαλή; ήταν βαρύ τινάς να του τ' αρνιέται. +συντρόφους είχε του λαού τα πρώτα παλληκάρια, +κ' είδ' αρχηγό τον Μέντορα, 'που επήγαινε μαζή τους, +είτε θεός• τον Μέντορα εκείνος ώμοιαζ' όλος. +αλλ' απορώ• χθες το ταχύ τον Μέντορ' είδα εμπρός μου, 655 +και εις το καράβ' είχ' έμπη αυτός τότε να πάη 'ς την Πύλο». + +Είπε και άμ' αναχώρησε 'ς το σπίτι του πατρός του. +κ' οι δύο κείνοι εχόλιασαν 'ς την ανδρική ψυχή τους, +και τους μνηστήραις κάθισαν και απ' τον αγώνα επαύσαν. +και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος 'ς την μέσην αυτών είπε, 660 +θλιμμένος• και όλα εγέμισαν θυμό τα σωθικά του +κατάμαυρα, κ' οι οφθαλμοί φλόγα λαμπρήν ωμοιάζαν• + +«Μέγα έργον ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια, +αυτό, 'που δεν ελέγαμε να γείνη, το ταξείδι! +'ς το πείσμα τόσων έφυγεν, ιδές, ένα παιδάκι, 665 +αφού καράβι ετράβησε, κ' επήρε και την νειότη +του τόπου• αρχή 'που 'ς το εξής κακό θα φέρη• ο Δίας +κείνον να κόψη, πριν αυτός 'ς εμάς φυτεύση πόνους. +αλλά καράβι δόστε μου ταχύ, κ' είκοσι ανθρώπους +όπως καρτέρι στήσω του και τον παραφυλάξω 670 +μες 'ς της Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου, +να κλάψη 'που εταξείδευσε γι' αγάπη του πατρός του». + +Όλοι 'ς αυτό συμφώνησαν κ' εκείνον εμψυχόναν• +κ' εμπήκαν έπειτα μαζή 'ς το σπίτι τ' Οδυσσέα. + +Ουδ' άργησε πολύν καιρό να μάθ' η Πηνελόπη 675 +όσα οι μνηστήρες μέσα τους βαθειά μηχανευόνταν• +ο Μέδοντας ο κήρυκας της τα 'πε, οπού τα μέτρα, +'που έπλεκαν κείνοι 'ς την αυλήν, είχ' έξωθεν ακούσει. +και να το είπη εκίνησεν ευθύς της Πηνελόπης• +και ως το κατώφλι αυτός πατεί του λέγ' η Πηνελόπη• 680 + +«Κήρυκα, και τι σ' έστειλαν οι θαυμαστοί μνηστήρες; +του θείου μήπως Οδυσσηά ταις δούλαις να προστάξης, +τα έργα ν' αφήσουν και εις αυτούς τον δείπνο να ετοιμάσουν; +γάμους αλλού να μη ζητούν, αλλού να μη συχνάζουν, +αλλ' ας δειπνήσουν τώρ' εδώ τον ύστερό τους δείπνο! 685 +'που γύρωθεν ερχόμενοι πυκνοί φθείρετε πλούτη, +του Τηλεμάχου τα καλά• και τάχ' απ' τους γονείς σας +πρότερον δεν ακούετε, ότ' ήσασθε παιδία, +ποίος εις τους πατέραις σας ήταν ο Οδυσσέας, +'που δεν αδίκησε ποτέ με λόγον ή με πράξι 690 +κανέναν, ως το συνηθούν οι βασιλείς οι θείοι, +οπ' έναν άνθρωπον μισεί, τον άλλον αγαπάει. +και αυτός εις άνθρωπον ποτέ κακό δεν έχει πράξει• +αλλ' η ψυχή σας φαίνεται και τ' άπρεπα σας έργα, +ουδέ 'ς τα ευεργετήματα κατόπι έμεινε χάρι». 695 + +Και ο Μέδοντας ο συνετός ωμίλησέ της κ' είπε• +«Να ήταν αυτό, βασίλισσα, μες' 'ς τα κακά το πρώτο• +αλλ' ένα μεγαλήτερο, και φοβερώτερ', άλλο +τώρα οι μνηστήρες μελετούν, να το εμποδίση ο Δίας• +να κόψουν τον Τηλέμαχον ζητούν 'ς τον γυρισμό του• 700 +κ' εκείνος πήγεν, άκουσμα να μάθη του πατρός του, +'ς την θείαν Λακεδαίμονα και εις Πύλο την αγία». + +Είπε• και αυτής τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία• +αμιλησιά τα λόγια της επήρε, κ' εγεμίσαν +δάκρυα τα μάτια, κ' έσβησεν η δροσερή φωνή της. 705 +και αργά πολύ μετέπειτα απάντησέ του κ' είπε• + +«Κήρυκα, το παιδί γιατί μου 'φυγε; δεν συμφέρει +εις τα καράβια νά 'μπη αυτός, οπού 'ναι για τους άνδραις +'σαν της θαλάσσης άλογα, και σχίζουν τόσο κύμα. +ή μήπως θέλει να χαθή 'ς την γη και τ' όνομά του;» 710 + +Και ο Μέδοντας ο συνετός της είπε• «Δεν γνωρίζω +αν ήταν θεού κίνημα, ή μόνον της ψυχής του, +'που 'ς την Πύλο τον έσπρωξε ν' ακούση, αν ο πατέρας +θα γύρη ή και ποιο στάθηκε το τέλος της ζωής του». + +Αυτά 'πε, και ανεχώρησε 'ς τα δώμα του Οδυσσέα. 715 +και αυτήν ο πόνος έζωσε σκληρός, και δεν εμπόρει +πλειά να καθίση 'ς το θρονί,—κ' ήσαν πολλά 'ς το σπίτι— +αλλά 'ς του τεχνικώτατου θαλάμου το κατώφλι +εκάθισε δακρύζοντας πικρά, και η δούλαις όλαις, +η νηαίς ομού και η παλαιαίς, τριγύρω εσιγοκλαίαν. 720 +κ' εκείνη κλαίοντας πυκνά ταις είπε- «Αγαπηταίς μου, +ακούτε• πάθη περισσά εμένα έδωκε ο Δίας, +απ' όσαις εγεννήθηκαν μ' εμέ και ανατραφήκαν• +π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα, λεοντόκαρδον και μέγαν +'ς όλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, 725 +'που 'ς την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε. +και τώρα το μονάκριβον ο άνεμος μου πήρε +άδοξ' από το σπίτι μου, ούδ’ ένοιωσα 'που εβγήκε. +σκληραίς, και δεν ευρέθηκε μέσ' από σας καμμία, +ενώ τα ηξεύρετε καλά, να 'λθη να μ' εξυπνίση, 730 +την ώρα 'π' αυτός έμπαινε 'ς το βαθουλό καράβι• +και αν το ταξείδι εγνώριζα πως μελετούσε κείνος, +δεν έφευγε, τον πόθο του και ας είχε εις το ταξείδι, +ή εμένα εδώ θε ν' άφινε 'ς το σπίτι απεθαμένη. +αλλ' ας μου κράξουν βιαστικά τον γέρο το Δολίο, 735 +τον δούλο, 'π' όταν ήλθα εδώ μου 'δωκεν ο πατέρας, +και μου τηρά το σύδενδρο κηπάρι, και να τρέξη, +για να καθίση και να ειπή τούτ' όλα του Λαέρτη, +'ς τον λογισμό του ίσως αυτός κάποιαν βουλήν υφάνη, +εις τους λαούς ερχόμενος για να κλαυθή, πως θέλουν 740 +εκείνου και του Οδυσσηά τον γόνο ν' αφανίσουν». + +Κ' η Ευρύκλεια της απάντησεν, η αγαπητή βυζάστρα• +«Γλυκειά μου νύμφη, μάχαιραν έπαρε να με σφάξης, +ή άφες με 'ς το σπίτι σου• το πράγμα δεν σου κρύβω. +τα εγνώριζ' όλα, κ' έδωκα 'ς αυτόν ό,τι ζητούσε, 745 +τον άρτο, το γλυκό κρασί• και εις μέγαν μ' έβαλ' όρκο, +να μη σου ειπώ εγώ τίποτε πριν φέξ' η δωδεκάτη, +ή μόνη επιθυμήσης τον και μάθης ότι εβγήκε, +όπως μη φθείρης κλαίοντας την εύμορφην ειδή σου. +αλλά, το σώμ' αφού λουσθής και καθαρά φορέσης, 750 +πάρε ταις υπηρέτριαις σου, 'ς τ' ανώγι αναίβα κ' εύχου +της Αθηνάς, της θυγατρός του αιγιδοφόρου Δία, +'που αυτόν και από τον θάνατο τότε ημπορεί να σώση. +και γέροντα ταλαίπωρον συ μη ταλαιπωρήσης• +ουδ' οι αθάνατοι, θαρρώ, παντάπασι το γένος 755 +τ' Αρκεισιάδη εμίσησαν, και κάποιος θ' απομείνη, +να 'χη τα υψηλά δώματα και τους παχείς αγρούς του». + +Αυτά 'πε, και αυτής κοίμισε τους θρήνους και τα μάτια +στέγνωσε• κείνη ελούσθηκε κ' εφόρεσε καθάρια, +'ς τ' ανώι με ταις γυναίκαις της ανέβη και ουλοχύταις 760 +έθεσεν εις το κάνιστρο, και ευχόνταν της Αθήνης• + +«Άκου με, κόρη αδάμαστη του αιγιδοφόρου Δία• +εάν ποτε ο πολύβουλος 'ς το σπίτι του Οδυσσέας +μερία σου 'καψε παχειά βωδιών ή και προβάτων, +τώρα να μου τα ενθυμηθής, και σώσε το παιδί μου, 765 +και παύσε την αποκοτιά των πονηρών μνηστήρων». + +Είπε κ' εφώναξε• η θεά δέχθηκε την ευχή της• +και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν• +κ' ένας απ' τους απόκοτους τους νέους είπε• «Γάμον +άσφαλτ' η πολυμνήστευτη βασίλισσα ετοιμάζει 770 +'ς εμάς, και φόνος αγνοεί 'που γίνεται του υιού της». + +Αυτά πε, και τι γίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν. +και ωμίλισ' ο Αντίνοος 'ς εκείνους μέσα, κ' είπε• + +«Δαίμονες, τα υπερήφανα λόγια ν' αφήστε τώρα +όλα μαζή, μήπως κανείς και μέσα τ' αναφέρη. 775 +και ας σηκωθούμ' έτσι σιγά, και ας δώσουμ' εμείς τέλος +'ς αυτό, 'που εβουλευθήκαμε και αποφασίσαμ' όλοι». + +Αυτά 'πε, και άμ' εδιάλεξαν είκοσι παλληκάρια, +κ' εκίνησαν προς το ταχύ καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι• +και πρώτα απ' όλα ετράβηξαν 'ς την θάλασσα το πλοίον, 780 +και μες το πλοίον έβαλαν κατάρτι και πανία, +και τα κουπιά με τα λουριά προς τους σκαρμούς εδέσαν, +με τάξιν όλα, και άπλωσαν τα ολόλευκα πανία• +και οι τολμηροί θεράποντες τα όπλα εκεί τους φέραν• +και τ' άραξαν σιμά 'ς την γη, ψηλά• κ' εκείνοι εβγήκαν, 785 +και αυτού δειπνήσαν, και να 'λθή το εσπέρας περιμέναν. + +Και αυτού 'ς τ' ανώγ' η φρόνιμη κείτονταν Πηνελόπη, +χωρίς φαγί, χωρίς πιοτό, πολύ συλλογισμένη, +αν ο υιός της ο καλός τον χάρο θα ξεφύγη, +ή θα του πάρουν την ζωήν οι απόκοτοι μνηστήρες. 790 +και όσα λεοντάρι μεριμνά, πολλών 'ς την μέση ανθρώπων, +φοβούμενο, 'που δολερόν τού 'συραν γύρω κύκλον, +τόσα ενώ συλλογίζονταν, γλυκός την πήρεν ύπνος, +κ' έπεσε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν. + +Τότ' άλλο εφεύρηκε η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 795 +φάντασμα πλάθει, και ώμοιαζε γυναίκα εις την μορφή του, +η Ιφθίμη, κόρη του υψηλού 'ς το φρόνημα Ικαρίου, +'π' ο Εύμηλος απ' ταις Φεραίς την είχε πάρει νύμφη• +κ' έστελνε αυτό 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα, +κει, 'που 'κλαιε και οδύρονταν, την Πηνελόπη ναύρη, 800 +να παύση αυτής τα κλάμματα, τους θρήνους να σιγάση. +σιμά 'ς του σύρτη το λουρί 'ς τον θάλαμον εμπήκε, +'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε• + +«Κοιμάσαι με περίλυπην καρδιάν, ω Πηνελόπη; +όχι, δεν θέλουν οι θεοί, 'που ζουν ευτυχισμένα, 805 +να κλαίης, να λυπιέσαι συ, και ακόμη θα γυρίση +το τέκνο σου• και των θεών αυτός δεν είναι πταίστης». + +Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης, +πολύ γλυκά ρουχάζοντας 'ς ταις πύλαις των ονείρων• + +«Εδώ γιατί 'λθες, αδελφή; ποσώς δεν σ' είδ' ως τώρα 810 +να 'ρχεσαι, γιατί κατοικείς μακρυ' απ' εμένα, πέρα. +την λύπη παραγγέλλεις με ν' αφήσω και τους πόνους, +οπού μου θλίβουν την ψυχή, τα σπλάχνα μου ταράζουν, +'π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα λεοντόκαρδον και μέγαν +'ς όλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, 815 +'που εις την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε. +και τώρα πάλι μου 'φυγε τ' αγαπητό παιδί μου +'ς το πλοίο, κ' είναι αμάθητο 'ς την πράξι και 'ς τους λόγους• +για τούτον εγ' οδύρομαι πολύ παρά για κείνον, +για τούτον όλη τρέμω εγώ, φοβούμαι μη μου πάθη, 820 +ή 'ς τους λαούς, 'που πέρασεν, ή μέσα 'ς τα πελάγη• +ότ' είν' εχθροί κακόβουλοι πολλοί, 'που μηχανώνται +να τον φονεύσουν, πριν ελθή οπίσω 'ς την πατρίδα». + +Και το θαμπό το φάντασμα απάντησεν εκείνης• +«Θάρρευε, μηδέ φοβηθής τόσο πολύ 'ς τον νου σου• 825 +είναι εις το πλάγι του οδηγός, 'που και άλλοι επιθυμούσαν,— +γιατί μεγάλα δύναται,—νά στέκεται σιμά τους, +η Αθηνά• και τώρ' αυτή σε συμπονεί, 'που κλαίεις, +και μ' εξαπόστειλεν εδώ, τούτα να σου ομιλήσω». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης• 830 +«Και αν θεός είσαι, και θεού συ την φωνήν ακούεις, +και για τον άλλον λέγε μου, τον άμοιρον εκείνον, +αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του Ηλιού το φως αν βλέπη, +ή απέθανε, κ' ευρίσκεται 'ς την κατοικιά του Άδη». + +Και το θαμπό το φάντασμα απάντησεν εκείνης• 835 +«Γι' αυτόν εγώ δεν θα σου ειπώ ρητώς αν ζη ακόμη, +ή απέθανε- κ' είναι κακό να λέγωνται τα μάταια». + +Είπε, του σύρτη από σιμά της θύρας κείνο εβγήκε, +και εις των ανέμων ταις πνοαίς εσκόρπισε• και η κόρη +του Ικαρίου ξύπνησε, και ιλάρωσε η ψυχή της, 840 +'π' όνειρον ολοφάνερον της ήλθεν εις το δείλι. + +Και άμ' ανεβήκαν έσχιζαν το πέλαγο οι μνηστήρες, +του Τηλεμάχου αφεύγατον τον φόνο μελετώντας• +και πετρωτόν είναι νησί, 'ς την μέση της θαλάσσης, +της Ιθάκης ανάμεσα και της τραχείας Σάμου, 845 +όχι μεγάλο, η Αστερίς, μ' ακίνδυνα λιμάνια, +δυο δίστομα, κ' οι Αχαιοί εκεί τον καρτερούσαν. + + + +Ραψωδία Ε + + + +Και άφησ' η Ηώ του υπέρλαμπρου του Τιθωνού την κλίνη +το φως να φέρη των θνητών και άμα των αθανάτων. +και συγκαθίζαν οι θεοί και 'ς αυτούς μέσα ο Δίας +ο υψηλοβρόντης, 'που κρατεί την πρώτην εξουσία. +κ' η Αθήνη τους μνημόνευε τα πάθη του Οδυσσέα, 5 +κ' εσύγκλαι' αυτόν, 'που ευρίσκονταν 'ς τα δώματα της νύμφης• + +«Πατέρα Δία, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, +πλειά σκηπτροφόρος βασιληάς να μη φανή κανένας +γλυκός, καλοπροαίρετος, και δίκαιος, και πράος, +αλλ' ας ήναι σκληρότροπος και τ' άνομα να πράζη• 10 +αφού τον θείον Οδυσσηά κανένας δεν θυμάται +εις τους λαούς, 'που βασιληά τον είχαν και πατέρα• +κ' εκείνος κείτεται εις νησί με λύπαις και με πόνους, +'ς της Καλυψώς τα μέγαρα της νύμφης, 'που με βία +κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση 'ς την πατρίδα. 15 +ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους, +'που να τον φέρουν 'ς τα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης. +και τώρα πάλι μελετούν να σφάξουν τον υιό του, +καθώς γυρίζει, 'π' άκουσμα να μάθη του πατρός του +'βγήκε εις την Λακεδαίμονα και εις Πύλο την αγία». 20 + +Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης• +«Τέκνο, ποιος λόγος σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα; +δεν είσαι συ, 'που εσκέφθηκες η ίδια αυτήν την γνώμη, +να 'λθη ο Οδυσσηάς, κ' ενάντια τους εκδίκησι να πάρη; +και τον Τηλέμαχον εσύ, γιατ' ημπορείς, προβόδα 25 +με γνώσι, όπως απείρακτος υπάγη 'ς την πατρίδα, +και άπρακτοι με το πλοίο τους γυρίσουν οι μνηστήρες». + +Είπε, κ' εστράφη 'ς τον Ερμήν αμέσως, τον υιό του• +«Ερμή, 'που σ' έχω μηνυτήν εις όλα, ειπέ της νύμφης, +εκεί της καλοπλέξουδης, την καθαρή βουλή μας, 30 +ο Οδυσσηάς ο αδάμαστος 'ς την γη του να επανέλθη, +χωρίς θεόν ή άνθρωπον θνητόν να 'χη σιμά του• +αλλ' αφού 'ς την πολύδεσμη πλωτή κακοπαθήση, +θα φθάση αυτός την εικοστήν ημέρα εις την Σχερία, +γη των Φαιάκων κάρπιμη, και αυτοί θεογέννητοί 'ναι, 35 +και ωσάν θεόν ολόψυχα αυτόν θέλει τιμήσουν, +και με καράβι 'ς την γλυκειά πατρίδα θα τον στείλουν, +με άπειρα δώρα, χάλκωμα, φορέματα, χρυσάφι, +'που τόσα δεν θα ελάμβανε λαχνόν από την Τροία, +άβλαπτος αν εγύριζε, με μέρος των λαφύρων. 40 +ότ' είναι η μοίρα του να ιδή τους ποθητούς, να φθάση +'ς το σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γη την πατρική του». + +Αυτά 'πε• και άμα ο γλήγορος υπάκουσε αργοφόνος• +κ' ευθύς 'ς τα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια, +ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν τον επάνω 45 +'ς την θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη, σαν τους αέραις. +το ραβδί πήρε, οπού μ' αυτό τα βλέφαρα κοιμίζει +όποιου θνητού θελήση αυτός, κ' εγείρει όποιον κοιμάται. +μ' αυτό 'ς τα χέρια πέτονταν ο μέγας αργοφόνος• +και εις την Πιερία πάτησε, κ' έπεσε απ' τον αιθέρα 50 +'ς το πέλαγος• και αρμένιζε 'ς το κύμα επάν' ως γλάρος, +'που εις τα φρικτά βυθίσματα της άπατης θαλάσσης +ψάρια ζητεί, και τα πτερά 'ς την άρμη συχνοβρέχει. +όμοιος μ' αυτόν εφέρονταν ο Ερμής 'ς άπειρο κύμα. +και όταν •ς την νήσον έφθασε την απομακρυσμένη, 55 +απ' το γαλάζιο πέλαγος εβγήκε να πατήση +την γη, και εις τ' άντρον έφθασε το μέγα, όπου εκατοίκα +η νύμφ' η καλοπλέξουδη, και μέσα εκείνην ηύρε. +και εις την γωνίστρα καίονταν ξύλα πολλά του κέδρου +και της καλόσχιστης θυάς, κ' εσκόρπα η μυρωδία 60 +εις το νησί• καλόφωνα κει μέσα ετραγουδούσε +αυτή, και ύφαινε πανί με ολόχρυση σαγίττα. +και δάσος ολοφούντωτον ήταν τριγύρω 'ς τ' άντρο, +κλήθρα, και λεύκα, ευωδερό μ' εκείναις κυπαρίσσι. +και μέσ' αυτού πλατύπτερα πετούμενα εκουρνιάζαν, 65 +στριγλιά, γεράκια, και μαζή πλατύγλωσσαις κουρούναις, +θαλασσοπούλι, 'που η ζωή τ' αρέσει του πελάγου. +και ήμερο κλήμα ολόγυρα 'ς το βαθουλό το σπήληο, +θυμό γεμάτο απλόνονταν σταφύλια στολισμένο. +και βρύσες τέσσερες εγγύς και αραδικώς ερρέαν 70 +λευκό νερό, και η καθεμιά 'ς άλλο εκυλούσε μέρος• +και γιοφυλλιών γύρω απαλά λιβάδια και σελίνων +πρασίνιζαν και αθάνατος αν πήγαιν' εκεί πέρα +κυττάζοντας θα εθαύμαζε, και θα 'χαιρε η ψυχή του. +έμεινε αυτού κ' εθαύμαζεν ο μέγας αργοφόνος• 75 +και αφού τα πάντα εθαύμασεν εις την ψυχή του εκείνος, +'ς το ευρύχωρ' άντρο εμπήκ' ευθύς• και ως είδε αυτόν αγνάντια, +δεν άργησεν η Καλυψώ να τον γνωρίσ' η θεία• +ότι δεν είν' οι αθάνατοι άγνωστοι μεταξύ τους, +και αν τύχη κάποιος απ' αυτούς μακρυά να κατοικάη. 80 +μέσα τον μεγαλόκαρδο δεν εύρεν Οδυσσέα• +έκλαιγε αυτός καθήμενος εις τ' ακρογιάλι, ως πρώτα, +με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθη 'ς την ψυχή του, +κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη. +και τον Ερμήν η Καλυψώ ερώτησεν η θεία, 85 +αφού τον κάθισε εις θρονί λαμπρό και στιλβωμένο• + +«Τι 'λθες, Ερμή χρυσόρραβδε, να μ' εύρης, σεβαστέ μου +και αγαπημένε; να έρχεσαι συχνά δεν σ' είδα ως τώρα. +ό,τι ποθείς λέγε μου ευθύς• και να το πράξω θέλω, +αν πράγμα είναι, 'που γίνεται, κ' είμαι αρκετή να πράξω. 90 +αλλά προχώρει παρεμπρός να σε φιλοξενήσω». + +Είπε η θεά, και τράπεζαν γεμάτην αμβροσίαν +του θέτει, και άμα κόκκινο νέκταρ του συγκερνάει. +κ' έτρωγ' εκείνος κ' έπινεν, ο μέγας αργοφόνος• +και δύναμιν εις την τροφήν άμα η καρδιά του επήρε, 95 +τότ' επροσφώνησεν αυτήν, απάντησέ της κ' είπε• + +«Θεά θεόν εμ' ερωτάς, οπού 'λθα εδώ να σ' εύρω• +και όπως ζητείς, αλάθευτα το πράγμα εγώ θα σ' είπω• +να 'λθώ εδώ πέρα επρόσταξε, χωρίς να θέλω, ο Δίας• +ποιος τόσ' αλμυρά κύματα αυτόθελα θα επέρνα 100 +άμετρα; και ουδ' είναι σιμά χώρα θνητών ανθρώπων, +'που των θεών κάμνουν θυσιαίς κ' εξαίσιαις εκατόμβαις. +αλλά ποτέ δεν ξέφυγε κανείς των αθανάτων, +ουδ' εματαίωσε τον νου τ' αιγιδοφόρου Δία. +λέγει πως ο αμοιρότερος άνδρας σιμά σου υπάρχει, 105 +απ' όσους γύρω εμάχονταν 'ς τα τείχη του Πριάμου +χρόνους εννηά, κ' επόρθησαν 'ς τον δέκατο την πόλι• +και 'ς την πατρίδα ως έστρεφαν επταίσαν της Αθήνης, +οπ' άνεμον τούς σήκωσε κακόν και μακρύ κύμα. +και οι λαμπροί του σύντροφοι τότ' όλοι αφανισθήκαν, 110 +κ' εδώ 'φεραν ο άνεμος εκείνον και το κύμα. +αυτόν εδώθε ογλήγορα προστάζει ν' αποπέμψης• +ότι δεν μέλλει να χαθή μακράν των ποθητών του, +αλλ' είναι μοίρα του να ιδή τους ποθητούς, να φθάση +'ς το σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γη την πατρική του». 115 + +Άκουσε η αταίριαστη θεά, κ' ευθύς επάγωσ' όλη• +κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• + +«Είσθ' άσπλαχν', είσθε βάσκανοι, θεοί, σαν κανείς άλλος, +'που με θνητούς 'ς το φανερό θεαίς να συγκοιμώνται +φθονείτε, αν κάμη ομόκλινον καμμιά τον ποθητόν της. 120 +όμοια της ροδοδάκτυλης Ηώς τον διαλεκτόν της +Ωρίωνα εφθονέσετε, εσείς οι ευτυχισμένοι, +ως 'που η χρυσόθρονη Άρτεμις, η αγνή, 'ς την Ορτυγία, +κτύπησε αυτόν κ' εφόνευσε με τα λεπτά της βέλη. +όμοια, την καλοπλέξουδη την Δήμητραν ο πόθος 125 +ότ' έφερε 'ς την αγκαλιά να πέση του Ιασίου, +μες τον τριόργωτον αγρό, το 'μάθ' ευθύς ο Δίας, +άστραψε κ' εθανάτωσεν αυτόν μ' αστροπελέκι. +κ' εμέ, θεοί, φθονείτε σεις, 'πώχω θνητόν κοντά μου +άνδρα• κ' εγώ τον έσωσα, 'που μόνος την καρίνα 130 +έσφιγγε με τα σκέλη του, και του 'χε το καράβι +σχίσει 'ς τα μαύρα πέλαγα με κεραυνόν ο Δίας, +και οι λαμπροί του σύντροφοι τότ' όλοι, αφανισθήκαν, +κ' εδώ 'φεραν ο άνεμος εκείνον και το κύμα. +και τούτον εγώ ξένιζα, κ' έτρεφα, κ' είχα γνώμη 135 +αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήσω. +αλλ' αν δεν ξέφυγε ποτέ κανείς των αθανάτων, +ουδ' εματαίωσε τον νου τ' αιγιδοφόρου Δία, +αφού κείνος προστάζει το, ο άμοιρος ας πάη +μες τ' άγρια πέλαγα• αλλ' εγώ δεν θα τον προβοδήσω• 140 +ότι καράβια δεν έχω, δεν έχω ουδέ συντρόφους, +'που να τον φέρουν 'ς τα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης, +αλλά με γνώμην πρόθυμην εγώ θα τον διδάξω +το πώς να φθάση απείρακτος εις την γλυκειά πατρίδα». + +Και ο αργοφόνος μηνητής απάντησέ της κ' είπε• 145 +«Ναι, απόπεμπέ τον, και φοβού την όργητα του Δία, +μήπως κατόπι χολευθή και σε κακοποιήση». + +Αυτά 'πε και αναχώρησεν ο μέγας αργοφόνος• +και προς τον μεγαλόψυχον εκίνησε Οδυσσέα +η νύμφη, τα μηνύματα ως άκουσε του Δία. 150 +'ς ακρογιαλιά καθήμενον τον εύρε, ουδ' εστεγνόναν +ποτέ τα μάτια, αλλ' έλυονε την ποθητή ζωή του +για την πατρίδα κλαίοντας, ουδ' άρεγέ του πλέα +η νύμφη, αλλά βιαζόμενος, 'ς τα βαθουλά τα σπήληα, +μ' αυτήν, οπού τον ήθελεν, αθέλητα εξενύκτα• 155 +και ταις ημέραις κάθονταν 'ς ακροθαλάσσια βράχη, +με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθη 'ς την ψυχή του, +κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη. +σιμά του εστάθηκε η θεά, η αταίριαστη, και του 'πε• + +«Άμοιρε, μη μου οδύρεσαι εδώ συ πλειά, μη φθείρης 160 +την ζωή σου, κ' ήδη πρόθυμα πολύ θα σ' αποπέμψω. +αλλ' έλα, ξύλα μακρινά με την αξίνα κόψε, +πλατειά συνάρμοσε πλωτή, κ' επάνω αυτής σανίδαις +στήσε υψηλαίς, 'ς τα σκοτεινά πελάγη να σε φέρη. +και άρτο, νερό, και κόκκινο κρασί, 'που δυναμόνει, 165 +εγώ θα βάλω εις την πλωτή, μη πάθης από πείνα. +θα σου φορέσω φορεσιαίς, και πρύμον θα σου στείλω, +όπως συ φθάσης άβλαπτος 'ς την ποθητή πατρίδα, +αν τούτο αρέσει των θεών των ουρανοκατοίκων, +οπού καλήτερ' απ' εμέ νοούν και αποφασίζουν». 170 + +Αυτά 'πε• και ο πολύπαθος επάγωσε Οδυσσέας, +κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• + +«Άλλο 'ς τον νου σου έχεις, θεά, ποτέ να μ' αποπέμψης, +'που με πλωτή να διαβώ μου λέγεις της θαλάσσης +το φρικτό χάσμα, οπού γοργά δεν σχίζουν ίσια πλοία 175 +και όταν περιφανεύονται 'ς τον άνεμο του Δία. +ουδέ θε να 'μπω εις την πλωτή 'ς το πείσμα σου ποτέ μου, +αν μη θελήσης, ω θεά, να ομόσης μέγαν όρκο, +ότι κακό δεν μελετάς ενάντια μου κανένα». + +Αυτά 'πε• τότε η θαυμαστή θεά γλυκογελώντας 180 +τον χάιδεψε, τον έκραξε κατ' όνομα, και του 'πε• + +«Πονηρός είσαι αληθινά, δεν είσαι ματαιολόγος• +ποίον λόγον εσοφίσθηκες να βγάλης απ' τα χείλη! +μάρτυς μου η γη και ο ουρανός πλατύτατος επάνω, +και της Στυγός τα ρεύματα, 'που χύνονται 'ς τον Άδη, 185 +οπού 'ναι πρώτος και φρικτός των αθανάτων όρκος, +ότι κακό δεν μελετώ ενάντια σου κανένα• +αλλ' όσα θα εστοχάζομουν, αν όμοια μ' είχε ανάγκη, +για τον εαυτό μου, αυτά νοώ και αυτά σε συμβουλεύω. +ότι κ' εγώ προαίρεσιν έχω αγαθήν και τρέφω 190 +μέσα καρδιάν ελεητική και όχι σιδερένια». + +Αυτά 'πε η ασύγκριτη θεά, κ' επροπορεύθη εκείνου +ογλήγορα• κατόπι της αυτός ακολουθούσε, +'ς το βαθύ σπήληον έφθασαν η αθάνατη και ο άνδρας, +και εις το θρονί κάθισε αυτός, 'που 'χε καθίσει πρώτα 195 +ο Ερμής• και του παράθεσε να φάγη και να πίη +η νύμφη από τα φαγητά, 'που τρέφουν τους ανθρώπους. +και αγνάντια κείνη εκάθισε 'ς τον θείον Οδυσσέα, +και νέκταρ της παράθεσαν η δούλαις και αμβροσία. +και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά, 'που 'χαν εμπρός τους• 200 +και άμ' ευφρανθήκαν 'ς το φαγί και εις το πιοτόν εκείνοι, +η Καλυψώ τότ' άρχισεν η ασύγκριτη να λέγη• + +«Λαερτιάδη διογενή, πολύβουλε Οδυσσέα, +έτσι λοιπόν 'ς το σπίτι σου, 'ς την ποθητή πατρίδα, +θέλεις ευθύς τώρα να πας; ας γίνη• χαιρετώ σε. 205 +αλλ' αν 'ς τον νου σου εγνώριζες τα πόσα θα υποφέρης +πάθη, όπως θέλ' η μοίρα σου, πριν φθάσης 'ς την πατρίδα, +'ς το δώμα τούτο ασάλευτα μαζή μου ήθελε μείνης, +θα εγένοσουν αθάνατος, μ' όλον που αναστενάζεις +να ίδης την γυναίκα σου, τον πόθο της ψυχής σου. 210 +κ' εγώ κείνης χειρότερη καυχιούμαι ότι δεν είμαι, +'ς το σώμα και 'ς τ' ανάστημα, και ουδέ ποσώς αρμόζει +θνηταίς με αθάναταις ποτέ 'ς τα κάλλη να μετρώνται». + +Και αυτής ο πολυμήχανος απάντησε Οδυσσέας• +«Σεπτή θεά, μη μου οργισθής για τούτο• κ' εγώ ξεύρω 215 +παρά πολύ 'που ταπεινή θα εφαίνονταν εμπρός σου +η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς τ' ανάστημα, 'ς το κάλλος• +κείνη θνητ' είναι, αθάνατη εσύ και αγέραστ' είσαι. +αλλ' όμως πάντοτε ζητώ και θέλω εις την πατρίδα +να φθάσω, της επιστροφής να ίδω την ημέρα. 220 +και αν εις τα μαύρα πέλαγα θεός πάλι με κρούση, +καρδιάν έχω φερέλυπη και θέλει το υπομείνω• +ότ' ήδ' υπόφερα πολλά, πολλά 'χω κακοπάθει, +‘ς ταις μάχαις και 'ς τα κύματα• και αυτό μ' εκείν' ας έλθη». + +Είπε• και ο ήλιος έκλινε, κ' έφθασε το σκοτάδι, 225 +και εις τ' άντρο το καμαρωτό παράμεσα συρμένοι +οι δύο πλάγιασαν μαζή, και την φιλιά χαρήκαν. + +Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, +κ' εφόρεσεν ο Οδυσσηάς χιτώνα και χλαμύδα• +μανδύαν λαμπροΰφαντον μέγαν ενδύθ' η νύμφη 230 +χαριτωμένον και λεπτόν, κ' εζώσθηκε ζωνάρι +χρυσόν, ωραίο, κ' έβαλε 'ς την κεφαλή καλύπτρη. +να προβοδά τότ' άρχισε τον θείον Οδυσσέα. +αξίναν του 'δωκε τρανήν, αρμόδια 'ς την παλάμη, +χάλκινη, κ' ήταν δίστομη• και μέσ' είχ' εμπηγμένο 235 +σφικτά στελειάρι ελάινον εύμορφο, και σκερπάνι +του 'δωκε ακόμη ακονιστό• κ' εκίνησεν εμπρός του +προς κάποιαν άκρη του νησιού, οπού 'χε υψηλά δένδρα, +κλήθρη και λεύκα κ' έλατο, 'που τον αιθέρα εγγίζει, +από καιρούς κατάξερα, ώστ' ελαφρά να πλέουν. 240 +και αφού τον τόπο του 'δειξεν, οπού 'χε υψηλά δένδρα, +η Καλυψώ 'ς το δώμα της η αθάνατη επανήλθε• +τα ξύλα εκείνος έκοβε, και 'ς το έργον επροχώρει• +όλα όλα είκοσιν έρριξε, πελεκητά τα επήρε• +με τέχνη τα εσκερπάνισε, κ' ίσιασε αυτά 'ς την στάφνη. 245 +ωστόσο η θεία Καλυψώ του 'φερε τα τρυπάνια, +και άμ' όλ' αυτός τρυπάνισε και τ' άρμοσ' όλ' αντάμα, +με ξυλοκάρφια την πλωτή και αρμούς σφυροκοπούσε. +και όσο πλατειά την πατωσιά για φορτηγό καράβι +άξιος μορφόνει ξυλουργός, τόσο και της πλωτής του 250 +κείνος το πλάτος έκαμε• κ' έστησε ταις σανίδαις +ορθαίς, και, με στραβόξυλα πυκνά δένοντας όλα, +έπλαθεν• ετελείωσε με μακρυνά δοκάρια. +κατάρτι έπλασεν έπειτα, και αντένα, οπού ταιριάζει• +πηδάλι ακόμη εμόρφωσε, μ' αυτό να κυβερνάη• 255 +και με κλαδιά της λυγαριάς την έφραξε όλη πέρα, +του κύματος προφυλακή, και μέσα εσώρευσ' ύλη. +κ' έφερε υφάσματα η θεά, να γίνουν τα πανία, +και αυτός εφιλοτέχνησε κ' εκείνα• και κατόπι +απλαίς 'ς εκείνην έδεσε, σκόταις και παλαμάρια, 260 +και με λοστούς την έσυρε 'ς την θάλασσα την θεία. + +Έφθασ' η ημέρα τέταρτη κ' είχε όλ' αυτός τελειώσει• +'ς την πέμπτην επροβόδα τον η αθάνατη απ' την νήσο, +αφού έλουσέ τον κ' ένδυσε μ' ευωδισμένο ενδύμα, +κ' η θεά μέσα του 'βαλεν ασκί με κρασί μαύρο, 265 +και άλλο μεγάλο με νερό, και τρόφιμα εις δισάκκι, +και του το εγέμισε πολύ και νόστιμο προσφάγι• +και πρύμον του 'στειλ' άβλαβον, χλιόν• 'ς αυτόν εχάρη +και τα πανιά του όλ' άπλωσεν ο θείος Οδυσσέας. +με το πηδάλι τεχνικά κυβέρναε καθισμένος• 270 +ουδ' έκλινε τα βλέφαρα 'ς τον ύπνο, ενώ την Πούλια +και τον Βοώτη εκύτταζε, 'π' αργεί να βασιλεύση, +και την Αρκούδα, 'π' άμαξα καλούν, και αυτού γυρίζει +πάντοτε, τον Ωρίωνα ασάλευτα τηρώντας, +η μόνη, 'που τ' Ωκεανού το λούσμα δεν γνωρίζει. 275 +ότ' είχε τον η Καλυψώ διδάξει τότε η θεία, +εκείνην έχοντας ζερβιά 'ς τα πέλαγα να πλέη. + +Ημέραις έπλεε δεκαεπτά, και 'ς την δεκάτη ογδόη +τα ισκιωμένα εφάνηκαν τα όρη των Φαιάκων, +της γης, οπού εγγυτότερην 'ς τον δρόμο του απαντούσε• 280 +και ωσάν ασπίδα εφαίνονταν 'ς τα σκοτεινά πελάγη. +κ' έστρεφε απ' τους Αιθίοπαις ο μέγας κοσμοσείστης, +και αυτόν μακρόθ' εξάνοιξεν απ' τα όρη των Σολύμων, +οπ' έπλεε 'ς την θάλασσα, και ωργίσθη ακόμη πλέον. +την κεφαλήν εκίνησε και μόνος είπε• «Ω Θε μου! 285 +άλλα οι θεοί βουλεύθηκαν ως προς τον Οδυσσέα, +ενώ ήμουν 'ς τους Αιθίοπαις• κ' ιδού, 'που των Φαιάκων +εκείνος έγγιξε την γη, 'που η μοίρα του εκεί θέλει +το μέγα δίκτυ του κακού να φύγη, οπού τον έχει. +αλλά θαρρώ 'π' ακόμη εγώ θα τον χορτάσω πάθη». 290 + +Είπε, τα νέφη εσύναξε κ' ετάραξε τον πόντον, +αρπάζοντας την τρίαινα, και των ανέμων όλων +ταις ζάλαις έσπρωξεν ομού, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη +πόντον και γη• κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα. +κ' Εύρος, Νότος, και Ζέφυρος σφοδρός αντάμα επέσαν, 295 +και ο αιθερογέννητος Βορηάς, 'που μέγα σπρώχνει κύμα• +και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία, +κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του• + +«Ωιμένα, του κακότυχου, 'ς το τέλος τι θα γένω; +φοβούμαι μην όσ' η θεά προείπεν αληθεύσουν• 300 +'πώλεγε ότι 'ς την θάλασσα, πριν φθάσω εις την πατρίδα, +θα παραδείρω• και όλ' αυτά ιδού λαμβάνουν τέλος, +με ποία νέφη τουρανού το πλάτος στεφανόνει +ο Δίας, και την θάλασσαν ετάραξε• μανίζουν +άνεμοι ολούθε• αφεύγατο μ' ηύρε το τέλος τώρα• 305 +τρισμάκαρες οι Δαναοί, 'που 'ς την πλατειά Τρωάδα, +γι' αγάπη των Ατρειδών, επέσαν πολεμώντας. +Ά! να 'χα ιδεί το τέλος μου εκείνην την ημέρα, +'που τόσοι Τρώες έρριξαν 'ς εμέ χάλκιν' ακόντια, +εις του Πηλείδη ολόγυρα το νεκρωμένο σώμα. 310 +οι Αχαιοί θα μ' έθαπταν και θάμουν δοξασμένος• +αλλ' ηθέλησ• η μοίρα μου να κακοθανατήσω». + +Είπε, και αυτόν εβρόντησε ψηλάθε μέγα κύμα +με ορμή φρικτή, κ' εγύρισε κλονώντας την πλωτή του. +και απ' την πλωτήν έπεσε αυτός μακράν, και το πηδάλι 315 +απέλυσε απ' τα χέρια του• 'ς την μέση το κατάρτι +φρικτή του σύντριψε πολλών σμιχτών ανέμων ζάλη, +κ' η αντένα ομού και το πανί 'ς το πέλαο πέσαν πέρα. +πολληώρα τον εσκέπασεν η θάλασα, ουδ' εμπόρει +να έβγη ευθύς, απ' την ορμή, 'που 'χε το μέγα κύμα, 320 +βαρύς από τα ενδύματα, 'που του 'χε δώσ' η νύμφη. +αργά εσηκώθη, κ' έφτυσε πικρήν από το στόμα +την άρμη, 'πώρρεε ρονιαίς από την κεφαλή του. +και την πλωτή δεν ξέχασε, μ' όλα τα πάθη οπού 'χε, +αλλ' ώρμησε εις τα κύματα κ' επιάσθηκε απ' εκείνη, 325 +κ' εκάθισε εις την μέση της, τον θάνατον να φύγη• +κ' εδώ την έφερνε κ' εκεί το ρεύμα των κυμάτων• +και ως το φθινόπωρ' ο Βορηάς τ' αγκάθια 'ς την πεδιάδα +σέρνει, και αυτ' όλα δένονται πυκνά, και αυτήν ομοίως +κείθε κ' εδώθ' οι άνεμοι 'ς τα πέλαγος εφέρναν. 330 +και πότε ο Νότος του Βορηά την ρίχνει να την πάρη, +και πότε ο Εύρος δίδει την κυνήγι του Ζεφύρου. + +Τόν είδεν η καλόφτερνη Ινώ, του Κάδμου κόρη, +η Λευκοθέα, πριν θνητή με γλώσσαν ανθρωπίνην• +τώρα δοξάζεται ως θεά 'ς τα βάθη της θαλάσσης• 335 +τον Οδυσσηά, 'που εδέρνονταν 'ς τα κύματα, ελεήθη, +και εις ώφυιας σχήμα επέταξε και από τα βάθη εβγήκε, +και 'ς την πολύδεσμη πλωτήν εκάθισε και του 'πε• + +«Άμοιρε, τι σ' εμίσησεν ο σείστης Ποσειδώνας +τρομερά τόσο, και άπειρα κακά 'ς εσέ φυτεύει; 340 +αλλ' όσο και αν οργίζεται, δεν θέλει σ' αφανίση• +αλλ' έλα κάμε ό,τι σου ειπώ• και ανόητος δεν δείχνεις. +γυμνώσου και άσε την πλωτήν οι άνεμοι να πάρουν, +και ζήτα την επιστροφή πλέοντας με τα χέρια +εκεί, 'που μέλλεις να σωθής, 'ς την χώρα των Φαιάκων. 345 +και ιδού, ζώσε το στήθος σου με τ' άφθαρτο μαγνάδι +τούτο• να πάθης μη φοβού ποσώς ή ν' αποθάνης• +αλλ' άμα φθάσης και την γη κρατήσης με τα χέρια, +ξεζώσου το και ρίξε το 'ς τα σκοτεινά πελάγη, +πολύ μακράν από την γη, και στρέψε αλλού την όψι». 350 + +Είπε η θεά, και άμ' έδωκεν εκείνου το μαγνάδι, +και πάλιν εις την θάλασσαν, όπ' άφριζ' εβυθίσθη, +εις ώφυιας σχήμα• κ' έκρυψεν αυτήν το μαύρο κύμα. +κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, +κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του• 355 + +«Ωιμέ, μη κάποιος των θεών πάλι μου υφαίνη απάτη, +'που απ' την πλωτή να καταιβώ με συμβουλεύει τώρα• +αλλά δεν θα υπακούσω εγώ, γιατ' είδαν οι οφθαλμοί μου +μακρυά την γην, όπ' έλεγε πως θα 'χω καταφύγι. +μόν' άλλο, 'που καλήτερο μου φαίνεται, θα πράξω• 360 +όσο τα ξύλα της πλωτής σταθούν συναρμοσμένα, +αυτού θα μείνω, και ανδρικά τα πάθη θα βαστάξω• +και όταν διαλύση την πλωτή το σείσμα των κυμάτων, +θα πλέξω τότε, ότι άλλο τι ναύρη δεν φθάνει ο νους μου». + +Τούτα ενώ εκείνος έζυαζε 'ς τα βάθη της ψυχής του, 365 +μέγα κύμα του σήκωσεν ο σείστης Ποσειδώνας, +φρικτόν, υψηλοθόλωτο, κ' επάνω του έπεσ' όλο. +και ως όταν σφοδρός άνεμος τινάζει και σκορπάει +ξερών αχύρων θεμονιά, παρόμοια τιναχθήκαν +αυτής τα ξύλα τα μακρυά• και τότ' ο Οδυσσέας 370 +έν' απ' εκείν' ανέβηκεν, ως άλογο αναβάτης, +κ' εγδύνονταν τα ενδύματα, 'που του 'χε δώσ' η νύμφη. +και το μαγνάδι άπλωσ' ευθύς 'ς το στήθος του αποκάτω, +και προύμυτα 'ς την θάλασσαν έπεσε, και τα χέρια +ετέντωσε 'ς το πλέξιμο• τον είδε ο κοσμοσείστης, 375 +την κεφαλή του εκίνησε, και μόνος του είπε• «Τώρα, +'που τόσα υπέφερες κακά, πλανήσου 'ς τα πελάγη, +'ς την χώρα των διόθρεπτων ανθρώπων ως να φθάσης• +και όμως, θαρρώ, δεν θα κλαυθής πως έπαθες ολίγα». + +Και τα καλότριχ' άλογα ράβδισε κ' έφθασ' άμα 380 +εις ταις Αυγαίς, όπ' έχει αυτός υπέρλαμπρα παλάτια. + +Και τότ' η Αθήνη, του Διός κόρη, εσοφίσθηκ' άλλο• +έφραξε τα περάσματα των άλλων των ανέμων, +να παύσουν τους επρόσταξε και να σιγάσουν όλοι, +και τον γοργό τού εκίνησε Βορηά κ' έσπασ' εμπρός του 385 +τα κύματα, 'ς τους ναυτικούς Φαίακαις ως να φθάση, +σωσμένος απ' τον θάνατον, ο θείος Οδυσσέας. + +Αυτού θαλασσοδέρνονταν δυό 'μέραις και δυο νύκταις, +κ' η καρδιά του τον όλεθρο συχνόβλεπεν εμπρός του. +αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτα ημέρα 390 +έφερ', έπαυσ' ο άνεμος, και ανάνεμη γαλήνη +έγεινε, και αυτός σπρώχνοντας το βλέμμ' είδε πλησίον +την γην, ως τον εσήκωσεν επάνω μέγα κύμα. +και ως δείχνεται ποθούμενη για τα παιδιά του η ζήσι +πατρός, 'π' αρρώστια μακρινή σκληρή 'ς την κλίνη φθείρει, 395 +όπου έρριξέ τον δαίμονας κακός, και τον εσώσαν +ποθούμενον οι αθάνατοι, παρόμοια του Οδυσσέα +εφανερώθη ποθητή η γη και η πρασινάδα. +κ' εκολυμπούσε πρόθυμος 'ς την γη πόδι να στήση. +και ως ήταν εις το διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει, 400 +τότ' άκουσε της θάλασσας τον κτύπον εις τους βράχους• +ότι προς την ξερή στερηά το μέγα κύμα εμούγκρα +φρικτά ως το ξέρνα η θάλασσα, και αφρούς εσκέπαζ' όλα• +γιατί λιμάνια δεν ήσαν, αράσματα δεν ήσαν, +αλλ' άκραις ήσαν πετακταίς, πέτραις σχισταίς και βράχοι. 405 +και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία, +κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του• + +«Ωιμένα, και αν ανέλπιστα να ιδώ την γην ο Δίας +μου 'δωκε, κ' εδυνήθηκα τόσον βυθό να σχίσω, +έβγ' απ' την λευκή θάλασσα δεν φαίνεται κανένα• 410 +ότ' είναι απέξω κοφτεροί βράχοι, και αυτού το κύμα +γύρου βροντά, και γλυστερή κ' ίσια αναιβαίνει πέτρα. +και προς την γην η θάλασσα βαθειά 'ναι, ουδέ μ' αφίνει +'ς τα δυο μου πόδια να σταθώ, τον κίνδυνο να φύγω. +και ως βγαίνω, κύμα φουσκωτό μην έλθη και με σπρώξη 415 +επάνω εις πέτρα οδοντερή, κ' η ορμή μου πάη χαμένη. +και αν κολυμπήσω παρακεί την άκρην άκρην, ίσως +ακρογιαλιαίς απόσκεπαις και αράσματ' απαντήσω, +φοβούμαι μην και άλλη φορά μ' αρπάξ' η τρικυμία, +και εις το ιχθυοφόρο πέλαγος με φέρη να στενάξω, 420 +ή και απολύση επάνω μου θεός κανένα τέρας, +'π' άμετρα τρέφει 'ς τους βυθούς η ένδοξη Αμφιτρίτη. +ότι γνωρίζω την οργή, 'που μώχει ο κοσμοσείστης». + +Τούτα ενώ εκείνος έζυαζε 'ς τα βάθη της ψυχής του, +τρανό κύμα τον έφερε προς τ' άγριον ακρογιάλι• 425 +και θα 'γδερν' όλος, θα 'σπαε και όλα τα κόκκαλά του, +εάν δεν τον εδίδαχνεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +με τα δυο χέρια τ' άρπαξε την πέτρα, και βογγώντας +κρατιόνταν, ως 'που επέρασε το μέγα εκείνο κύμα. +κ' έτσι εφυλάχθη, αλλ' έγυρε με ορμή το κύμα οπίσω, 430 +κ' έκρουσ', επέταξεν αυτόν 'ς το πλάτος της θαλάσσης. +και ως ότε, απ' το θαλάμι του αν σύρουν τ' οκταπόδι, +εις τα μαζάρια του κολλούν πυκνότατα χαλίκια, +όμοια 'ς ταις πέτραις έμειναν απ' τ' ανδρικά του χέρια +τα γδάρματα• τον σκέπασε το μέγα κύμα• τότε 435 +πάρωρα θα τελείονεν ο άμοιρος Οδυσσέας, +φρόνησιν αν δεν του 'διδεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +απ' ένα κύμα των πολλών, 'που 'ς την στερηά βροντούσαν, +εβγήκε, κ' έπλεε παρακεί, την γη κυττώντας, ίσως +ακρογιαλιαίς απόσκεπαις και αράσματ' απαντήση. 440 +αλλ' ότ' έφθασε πλέοντος εις ποταμού το στόμα, +'που εκύλα ωραία, κάλλιστος εκεί του εφάνη ο τόπος, +χωρίς πέτραις και ανάνεμος• και άμ' ένοιωσε 'που εκύλα, +μέσα του ευχήθη• «Βασιληά, εισάκου μ', όποιος είσαι• +'ς εσέ τον πολυεύχετον προσπέφτω, από τα βάθη 445 +ως φεύγω τους φοβερισμούς του σείστη Ποσειδώνα. +προς τον περιπλανώμενον κ' οι αθάνατοι έχουν σέβας, +καθώς εγώ εις το ρεύμα σου τώρ' ήλθα και προσπέφτω +'ς τα γόνατά σου, απ' τα πολλά τα πάθη ν' ανασάνω. +ελέησέ με, βασιληά, και ικέτης σου καυχιούμαι». 450 + +Πάραυτα εκείνος την ροή παύει, κρατεί το κύμα, +κ' εμπρός του στρώνει σιγαλιά, και 'ς τ' άνοιγμα τον σώζει +του ποταμού• τα γόνατα και τ' ανδρειωμένα χέρια +λυγίζει αυτός, 'που η θάλασσα τον είχε καταβάλει. +το σώμα του όλο επρήσκονταν 'ς το στόμα, εις τα ρουθούνια 455 +ανάβρυζ' άρμη, και άπνευτος και αμίλητος εκείνος +κείτονταν, και ολιγοψυχιά τον πήρε, από τον κόπο. +και ως πήρε ανάσα, και η ψυχή 'ς τα στήθη του εσυνάχθη, +αμέσως τότε της θεάς ξεζώσθη το μαγνάδι, +και όπου αλμυρίζει ο ποταμός τ' απέλυσε• 'ς το ρεύμα 460 +τ' άρπαξ' ευθύς η θάλασσα, κ' η Ινώ γοργά το εδέχθη +'ς τα χέρια της• και αφίνοντας εκείνος το ποτάμι +'ς τον σχοίνο πέφτει και φιλεί την γη την σιτοδώρα. +κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του• + +«Ωιμέ, και τι θα πάθω, τι μου μέλλεται 'ς το τέλος; 465 +κ' εάν την άγρια νυκτιά περάσω 'ς το ποτάμι, +η πάχνη μήπως η κακή και η μαλακή δροσία +μ' απονεκρώσουν την ψυχή, 'που 'ναι μισοσβυμμένη• +και αύρα ψυχρή το χάραμμα απ' το ποτάμι πνέει. +και αν πάλι εις ράχιν αναιβώ, και 'ς τον κατάσκιο λόγγο 470 +αναπαυθώ μες τα πυκνά δενδρούλια, αν ξεκρυώσω, +και ξεκουράσω, και γλυκός ο ύπνος με νικήση, +θεριά φοβούμαι μη μ' ευρούν και με κατασπαράξουν». + +Και τούτο συμφερώτερο του εφάνη• προς το δάσος +εκίνησε, και τωύρηκεν εις το νερό πλησίον, 475 +'ς ανοικτόν τόπον• έσκυψε κάτω από δυό δενδρούλια +ομόρριζα, και το 'να εληά, και τ' άλλο ήταν αγρίλι• +κει μέσα ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους, +ούτε του ηλιού πότ' έφθασαν η φωτειναίς ακτίνες, +ούτε η βροχή τα έσπασε• τόσο πυκνά πλεγμένα 480 +ήσαν μαζή• κ' εσύρθηκε 'ς εκείν' ο Οδυσσέας, +κ' ευθύς στρώσιν εστοίβασε πλατειά με τα δυο χέρια• +ότ' ήσαν φύλλα περισσά χυμέν' αυτού, 'π' αρκούσαν +να φυλαχθούν άνθρωποι δυο και τρεις 'ς ώρα χειμώνος, +και αν ψύχος έπνεε δριμύ• τα είδε κ' εχάρη ο θείος 485 +ο άνδρας ο πολύπαθος, και του σωρού 'ς την μέση +επλάγιασε κ' επάνω του έχυσε φύλλα πλήθος. +και όπως δαυλόν κρύβει τινάς 'ς την μαύρη στάκτη, 'ς άκρη +εξοχική, παντέρημη, να σώση της φωτίας +τον σπόρον, όπως μη βιασθή απ' αλλαχού ν' ανάψη, 490 +όμοια σκεπάσθη και ο Οδυσσηάς με φύλλα• κ' η Αθήνη +ύπνο 'ς τα μάτια του 'σταξεν, όπως τον ελαφρώση +από το βαρύ κούρασμα, κλειώντας τα βλέφαρά του. + + + +Ραψωδία Ζ + + + +Εκεί τότε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας +κοιμώνταν, από κούρασμα κι' αγρύπνια νικημένος. +κ' η Αθήνη επήγε εις τον λαόν και πόλιν των Φαιάκων, +'πού πρώτα εις την ευρύχωρην Υπέρειαν εκατοίκαν, +σιμά 'ς το υβριστικώτατο το γένος των Κυκλώπων, 5 +'που ανώτεροι 'ς την δύναμιν εκείνους αδικούσαν. +εκείθεν ο θεόμορφος Ναυσίθοος 'ς την Σχερία +τους πήρε κ' έστησε, μακράν των ευρετών ανθρώπων. +με τείχη πόλιν έκλεισεν, έκτισε κατοικίαις, +και ναούς έκαμε θεών, κ' εμοίρασε τους τόπους. 10 +αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος εκείνον είχε πάρει, +και ο Αλκίνοος εβασίλευε, 'που γνώσιν είχε θεία. +'ς το δώμα εκείνου ήλθε η θεά, η Αθήνη, μελετώντας +τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρη 'ς την πατρίδα. +ήλθε 'ς τον πολυδαίδαλον κοιτώνα, όπου εκοιμώνταν 15 +'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα θεοτική παρθένα, +του Αλκίνου του υψηλόφρονα η κόρη Ναυσικάα. +σιμά της δυο θεράπαιναις, με κάλλη των Χαρίτων, +εις τα δυό πλάγια των λαμπρών θυρών, 'πού 'σαν κλεισμέναις. +και ως αύρα εχύθη ανέμου αυτή 'ς της κορασιάς την κλίνη, 20 +'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε, +με την μορφή της θυγατρός του θαλασσακουσμένου +Δύμαντα, 'που 'χε ομήλικην και πολυαγαπημένην• +αυτής ωμοιώθη, κ' έλεγεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• + +«Ω Ναυσικά, τόσ' οκνηρήν σ' εγέννησ' η μητέρα; 25 +τα ολόλαμπρά σου ενδύματα κάθονται αμελημένα• +ο γάμος σου ήδη σίμωσε, 'π' εύμορφα θα φορέσης, +και θα χαρίσης εύμορφα 'ς αυτούς, 'που θα σε πάρουν. +και αυτά 'ναι 'π' όνομα καλό γεννούν εις τους ανθρώπους, +ώστε ο πατέρας χαίρεται και η σεβαστή μητέρα. 30 +αλλ' ας πάμε να πλύνουμεν, η αυγούλ' άμα χαράξη• +κ' εγώ θε νάλθω συνεργή σιμά σου, να προφθάσης +να ετοιμασθής, και ανύμφευτη πολύν καιρό δεν θα 'σαι. +επειδή σένα ήδη ζητούν 'ς την πόλι των Φαιάκων +οι πρόκριτ' όλοι, οπού μ' αυτούς όμοιο το γένος έχεις. 35 +αλλ' έλα, εις τα χαράμματα τον ένδοξον πατέρα +να σου ευτρεπίση ζήτησε αμάξι και μουλάρια, +ζώναις, ωρηά σκεπάσματα και πέπλους να σου φέρουν. +και σέν' αυτό καλήτερα συμφέρει, ή με τα πόδια +να πάς• γιατί τα πλυσταρειά μακρυ' απ' την πόλιν είναι». 40 + +Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, +'ς τον Όλυμπο, την άσειστη των αθανάτων έδρα• +δεν την τινάζουν άνεμοι, μήτε βροχή την δέρνει, +μήτε χιονιά σιμόνει αυτού, μόν' άπειρη γαλήνη +ανέφελη και λευκό φως ολούθε είναι χυμένο• 45 +κει μέσα οι μάκαρες θεοί τέρπονται 'ς τον αιώνα. +και αυτού πήγε, αφού δίδαξε την κόρη, η γλαυκομμάτα. + +Και η καλόθρον' ήλθ' Ηώ κ' έγειρε από την κλίνη +την λαμπροφόρο Ναυσικά, 'που 'ς τ' όνειρο απορούσε• +και των γονέων να το ειπή, του αγαπητού πατρός της 50 +και της μητρός, κίνησ' ευθύς, και μέσα εκείνους ηύρε. +με ταις θεράπαιναις αυτή καθόνταν 'ς την γωνία, +μαλλί γαλάζιο κλώθοντας• απάντησεν εκείνον, +προς τους ενδόξους βασιλείς ως ήταν κινημένος +για την βουλή, 'πού οι θαυμαστοί Φαίακες τον καλούσαν. 55 +'ς τον ποθητόν πατέρα της εσίμωσε και του 'πε• + +«Πατέρα, δεν μου ετοίμαζες ένα υψηλόν αμάξι +καλότροχο, τα ολόλαμπρα φορέματα να πάρω, +'που κάθονταί μου ακάθαρτα, να πλύνω εις το ποτάμι; +κ' εσένα πρέπει, οπ' έξοχος 'ς τους πρώτους μέσα υπάρχεις. 60 +εις ταις βουλαίς να κάθεσαι μ' ενδύματα καθάρια• +και πέντ' έχεις 'ς το σπίτι σου υιούς αγαπημένους, +δυο νυμφευμένους, και άλλους τρεις, καμαρωμέν' αγόρια• +και αυτοί θέλουν με νηόπλυτα πάντοτε να πηγαίνουν +εις τον χορό• και γι' όλ' αυτά φροντίζω εγώ και μόνη». 65 + +Αυτά 'πεν, ότι του πατρός εντράπη να προφέρη +τον τερπνόν γάμον• ένοιωθεν εκείνος όλα, κ' είπε• + +«Και τα μουλάρια, τέκνο μου, λάβε, και ό,τι άλλο θέλεις• +άμε, και σε την άμαξαν οι δούλοι θ' αρματώσουν, +να 'ναι υψηλή, καλότροχη, με κάλαθον επάνω». 70 + +Είπε, κ' ευθύς επρόσταξε τους δούλους και υπακούσαν, +και αρμάτωσαν καλότροχο φορτωτικόν αμάξι, +και εις τον ζυγόν υπόταξαν κ' έζεψαν τα μουλάρια. +τα φωτεινά φορέματα μέσ' από τον κοιτώνα +έφερνε η κόρη κ' έθεσε 'ς το τορνευμένο αμάξι• 75 +κ' ένα κανίστρι εφόρτωσε τροφαίς όλο η μητέρα, +κάθε λογής, ευφραντικαίς, και με κρασί γεμίζει +τράγινο ασκί• κ' η κορασιά 'ς την άμαξ' αναιβαίνει• +και λάδ' υγρό 'ς ολόχρυσο ροΐ της δίδει ακόμη, +μαζή με ταις θεράπαιναις το σώμα της να χρίση. 80 +και αυτή πήρε τη μάστιγα και τα λαμπρά λουρία, +και τα μουλάρια ράβδισε, 'που εκίνησαν με κρότο, +και άπαυτα ετρέχαν κ' έφερναν τα ενδύματα κ' εκείνην, +μόνην όχι• η θεράπαιναις εβάδιζαν κατόπι. +και εις τ' εύμορφον ως έφθασαν και πρόσχαρο ποτάμι, 85 +ηύραν εκεί τα πλυσταρειά, και άφθονον αναβρύζει +καλό νερό, 'που 'ναι αρκετό να βγάλη κάθε ρύπο. +και τα μουλάρια ξέζεψαν αυταίς και τ' απολύσαν +εις τ' αφρισμένου ποταμού την άκρη, αυτού να τρώγουν +την αγριάδα την γλυκειά• τα ενδύματ' απ' τ' αμάξι 90 +σήκωσαν, κ' έμπασαν νερό μαύρο, και όλαις αντάμα +'ς τους βόθρους μέσ' αντίζηλα με βια ποδοπατούσαν. +και αφού τα έπλυναν και καλά τους ρύπους εκαθάραν, +εις τ' ακρογιάλι τ' άπλωσαν αραδικώς, 'ς το μέρος +'που τα χαλίκια 'ς την ξηράν ελεύκαινε το κύμα. 95 +κ' εκείναις, αφού ελούσθησαν και αλείφθηκαν με λάδι, +'ς το πλάγι εκεί του ποταμού γευμάτισαν, και ωστόσο +τα ενδύματ' έμεναν 'ς του ηλιού την λάμψι να στεγνώσουν. +και αφού χαρήκαν την τροφήν η δούλαις με την κόρη, +έβγαλαν τα μαγνάδια τους και με την σφαίρα επαίζαν. 100 +και η λευκοχέρα Ναυσικά άρχιζε το τραγούδι. +και ως η τοξεύτρα Αρτέμιδα τα όρη καταιβαίνει, +ταις ράχαις του υψηλότατου Ταϋγέτου ή του Ερυμάνθου, +κ' έχει 'ς τους κάπρους ηδονή και 'ς τα γοργά τα 'λάφια• +και η νύμφαις η αγροκάτοικαις, του Δία θυγατέρες, 105 +παίζουν μαζή της, και η Λητώ 'ς τα στήθη αναγαλλιάζει• +και η κεφαλή, το μέτωπον αυτής εξέχ' εις όλαις, +και αυτ' είναι καλογνώριστη, αν και όλαις είν' ωραίαις• +όμοια 'ς ταις κόραις έλαμπεν η ανύμφευτη παρθένα. + +Αλλά την ώρα, 'πώμελλε 'ς το σπίτι να γυρίση, 110 +ζέφοντας και τα ενδύματα διπλόνοντας τα ωραία, +τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη, +όπως ξυπνήσ' ο Οδυσσηάς, να ίδη την παρθένα, +και να τον οδηγήση αυτή 'ς την πόλι των Φαιάκων. +σφαίραν εις μιαν θεράπαιναν ρίχν' η βασιλοπούλα, 115 +την σφάλλει, και μες το βαθύ ρεύμα βυθίζ' η σφαίρα, +και σέρνουν όλαις μια βοή• και ο θείος Οδυσσέας +ξύπνησε και καθήμενος αυτού διαλογιζόνταν• + +«Ωιμέ, πού πάλιν έφθασα και εις ποιών ανθρώπων μέρος; +μήπως είν' άνθρωποι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, 120 +ή τε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη; +γλυκός μ' εκτύπησεν αχός 'σαν από κορασίδαις, +νύμφαις, 'που επάνω κατοικούν 'ς ταις κορυφαίς, 'ς τα όρη, +και εις ταις πηγαίς των ποταμών και 'ς τα χλωρά λιβάδια• +ή σιμά ευρίσκομαι εις θνητούς με γλώσσαν ανθρωπίνην; 125 +αλλ' έλα, με τα μάτια μου θα ιδώ και θα εξετάσω». + +Κ' εβγήκε απ' τα χαμόδενδρα ο θείος Οδυσσέας, +και με το χέρι το τρανό πολύφυλλο απ' το δάσος +κόπτει κλαδί, 'ς το σώμα του την γύμνωσι να κρύψη• +και ως θαρρετό 'ς την δύναμι, θρέμμα βουνού, λειοντάρι, 130 +'που μ' όλο τ' ανεμόβροχο κινά, και μέσα καίουν +τα μάτια του• και χύνεται 'ς τα βώδια ή και 'ς τ' αρνία, +ή 'ς τ' άγρι' ελάφια, και ζητεί, καθώς τον σπρώχν' η πείνα, +και εις κτίριο μέσα στερεό τα πρόβατα ν' αρπάξη• +όμοια 'ς ταις καλοπλέξουδαις κόραις ο Οδυσσέας 135 +ολόγυμνος εσίμονεν, ότ' ηύρε αυτόν ανάγκη. +τρομακτικός τους φάνηκε φθαρμένος απ' την άρμη, +και τρέμοντας εσκόρπισαν ς' τ' ακροθαλάσσια βράχη• +μόνη τ' Αλκίνου εστέκονταν η κόρη, ότ' εις το στήθος +θάρρος της έβαλ' η Αθηνά, και αφαίρεσε τον φόβο. 140 +και αγνάντια στάθη ασάλευτη• και εδίσταζ' ο Οδυσσέας, +δεόμενος της κορασιάς τα γόνατατ' αν θα πιάση, +ή από μακρυά θα δεηθή με λόγια μελωμένα, +την πόλι να του δείξη αυτή κ' ένδυμα να του δώση. +και τούτο συμφερώτερο του εφάνη, με τα λόγια 145 +τα μελωμέν' από μακρυά να δεηθή, μην ίσως, +αν πιάση αυτής τα γόνατα, βαρυφανή της κόρης. +κ' ευθύς λόγον επρόφερε σοφόν και μελωμένον• + +«Κάμ' έλεος, βασίλισσα, θεά 'σαι είτε θνητή 'σαι• +και αν είσαι μία των θεών, 'που κατοικούν 'ς τα ουράνια, 150 +εσέ προς την Αρτέμιδα, 'πού κόρ' είναι του Δία, +εις την ειδή, 'ς τ' ανάστημα, 'ς την πλάσι, εγώ συγκρίνω, +και αν είσαι μία των θνητών, 'που κατοικούν τον κόσμο, +μακάριος ο πατέρας σου και η σεβαστή μητέρα, +μακαριστοί σου κ' οι αδελφοί, 'πού πάντοτε η ψυχή τους 155 +ευφραίνετ' εξ αιτίας σου, χαραίς όλη γεμάτη, +τέτοιο βλαστάρι όταν θωρούν εις τον χορό να λάμπη. +αλλά 'ς όλους ανάμεσα χαρά 'ς τον άνδρα εκείνον, +'που, αφού 'ς τα δώρα ενίκησεν, εσέ θα πάρη νύμφη. +ότι τα μάτια μου ποτέ θνητό δεν είδαν πλάσμα, 160 +άνδρα ή γυναίκα, ωσάν εσέ• θαυμάζ' όσο σε βλέπω• +όμοια 'ς την Δήλο, 'ς τον βωμό τ' Απόλλωνα πλησίον, +φοινικιάν είδα τρυφερή, 'που εβλάσταινε με χάρι• +ότι κ' εκείθ' επέρασα, μ' άπειρη συνοδία, +εις το ταξείδι 'πώμελλεν εις πάθη να με φέρη• 165 +και όπως αυτήν εθαύμασα πολληώρα, όταν την είδα, +ότι φυτόν από την γη παρόμοιο δεν εβγήκε, +όμοια σε θαύμασα, ω γυνή, θαμπώθηκα, όλος τρέμω +να σου εγγίξω τα γόνατα• και μ' ηύρε μέγα πάθος. +χθες την ημέραν εικοστή βγήκ' απ' το μαύρο κύμα, 170 +και ως τότ' εθαλασσόδερνα με τους σφοδρούς ανέμους, +απ' το νησί της Ωγυγιάς• κ' εδώ μ' έρριξ' η μοίρα +τώρα, να πάθω άλλα κακά κ' εδώ, τι δεν πιστεύω +να παύση ακόμη, αλλ' οι θεοί πολλ' άλλα μου ετοιμάζουν. +βασίλισσ', ελεήσου με, ότ' ύστερ' από μύρια 175 +πάθη σέ πρώτην απαντώ• ότι άνθρωπον κανέναν, +απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα δεν γνωρίζω• +την πόλι δείξε μου και δος, να σκεπασθώ, ένα ράκι, +αν κάποιο τύλιγμ' έφερες εδώ των ενδυμάτων. +κ' εσέ να δώσουν οι θεοί τα όσα η ψυχή σου θέλει• 180 +άνδρα και σπίτι κ' εύμορφην ομόνοια να χαρίσουν• +ότι δεν είναι εις την ζωή λαμπρότερη ευτυχία, +παρ' αν το σπίτι κυβερνούν με μια και μόνη γνώμη +ο άνδρας με την σύντροφο• λύπη για τους εχθρούς των, +χαρά των φίλων και τ' ακούν μάλιστα εκείνοι πρώτοι». 185 + +Και η λευκοχέρα Ναυσικά απάντησέ του κ' είπε• +«Όχι, αγενής ή ανόητος, ω ξέν', εσύ δεν δείχνεις• +την ευτυχία των θνητών μοιράζ' ο Ολύμπιος Δίας, +των ευγενών, των αγενών, του καθενός ως θέλει• +και σένα τούτα σ' έδωκε και ανάγκη να υπομείνης. 190 +αλλ' αφού πάτησες 'ς την γη και χώραν ιδική μας, +δεν θα σου λείψη φόρεμα, ούτ' άλλο απ' όσα πρέπει +να λάβη, όπου προσέρχεται, πολύθλιβος ικέτης. +την πόλι θα σου δείξω εγώ, και τους λαούς θα σ' είπω• +την πόλι τούτη και την γην οι Φαίακες κρατούσι, 195 +κ' εγώ 'μαι του γενναιόκαρδου η κόρη του Αλκινόου, +κ' οι Φαίακες οι δυνατοί 'ς εκείνον κρέμοντ' όλοι». + +Κ' ευθύς ταις καλοπλέξουδες επρόσταξε παρθέναις• +«Σταθήτ' εδώ, θεράπαιναις• γιατ' είδετ' έναν άνδρα, +πού φεύγετε; κάποιος εχθρός φοβείσθ' ότ' είναι τούτος; 200 +άνδρας δεν είναι φοβερός, ούτε ποτέ θα υπάρχη, +να 'λθη να φέρη πόλεμο 'ς την χώρα των Φαιάκων• +ότι είμασθεν αγαπητοί πολύ των αθανάτων, +και μες την άγρια θάλασσαν ύστεροι κατοικούμε, +ουδέ μ' ημάς συγκοινωνεί κανένας των ανθρώπων. 205 +αλλ' ήλθε αυτός ο δύστυχος πλανώμενος 'δω πέρα• +πρέπει να τον ξενίσουμεν• ότι έρχονται απ' τον Δία +πτωχοί και ξένοι• ολιγοστό και αγαπητό το δώρο. +αλλά δόστε, θεράπαιναις, βρώσι, πιοτό, του ξένου, +και λούστε αυτόν 'ς τον ποταμό, 'ς ανάνεμη γωνία». 210 + +Είπε, κ' εκείναις έμειναν, και αντιπαρακινώνταν, +κ' εκάθισαν τον Οδυσσηά 'ς ανάνεμη γωνία, +όπως η κόρη Ναυσικά ταις είχε παραγγείλει. +σιμά του έθεσαν αλλαξιά, χιτώνα, επανωφόρι, +μέσα εις ολόχρυσο ροΐ του έδωκαν υγρό λάδι, 215 +και να λουσθή τον έλεγαν 'ς του ποταμού το ρεύμα. +τότ' είπε εις ταις θεράπαιναις ο θείος Οδυσσέας• + +«Θεράπαιναις, σταθήτε αυτού μακράν, όπως ατός μου +την άρμην απ' ταις πλάταις μου ξεπλύνω, και με λάδι +χρίσω το σώμα, οπού καιρούς άλειμμα δεν γνωρίζει. 220 +και αντίκρυ σας δεν θα λουσθώ, ότι εντροπή μου θα 'ναι +εμπρός 'ς τα καλοπλέξουδα να γυμνωθώ κοράσια». + +Είπε, κ' εσύρθηκαν αυταίς, και το 'παν της παρθένας• +κ' έπλαιν' ο θείος Οδυσσηάς μέσ' από το ποτάμι +την άρμην απ' τους ώμους του πλατείς και από τα νώτα, 225 +κ' έτριβε από την κεφαλή την άχνη της θαλάσσης. +και άμα ελούσθη ολόβολος και με το λάδι αλείφθη, +εφόρεσε τα ενδύματα, 'που του 'δωκε η παρθένα. +κ' έκαμε αυτόν να φαίνεται, η διογενής Αθήνη +τρανώτερος, παχύτερος, και από την κεφαλή του 230 +σγουρήν την κόμην έσυρε, 'π' ώμοιαζε ανθούς του κρίνου, +και ως όταν εις τον άργυρο χρυσάφι περιχύνη +τεχνίτης, οπ' ο Ήφαιστος κ' η Αθήνη έχουν διδάξει +μ' εντέλεια, και φιλοτεχνεί χαριτωμένα έργα• +όμοια και αυτού 'ς την κεφαλή, 'ς το σώμα, έχυσε χάρι. 235 +πήγ' έπειτα κ' εκάθισε 'ς της θάλασσας την άκρη• +και άστραφτε χάρες κ' ευμορφιά• τον θαύμαζεν η κόρη• +κ' είπε 'ς τα καλοπλέξουδα κοράσια τότ' εκείνη• + +«Σ' ό,τι θα ειπώ προσέξετε, λευκόχεραίς μου κόραις• +όχι, 'ς το πείσμα των θεών του Ολύμπου αυτός ο άνδρας 240 +τους ισοθέους Φαίακαις να σμίξη εδώ δεν ήλθε. +ότι άμορφος προτήτερα μου εφάνηκε πως ήταν• +και τώρ' ομοιάζει των θεών των ουρανοκατοίκων. +κ' είθε παρόμοιος σύντροφος να ονομασθή δικός μου, +'που να 'στεργεν εγκάτοικος εδώ μ' εμάς να μένη. 245 +αλλά δόστε, θεράπαιναις, βρώσι, πιοτό του ξένου». + +Είπε και αυταίς υπάκουσαν ευθύς εις την φωνή της• +κ' έθεσαν βρώσι και πιοτό σιμά 'ς τον Οδυσσέα• +κ' έτρωγε κ' έπινε αρπακτά ο θείος Οδυσσέας, +κ' είχε ο πολύπαθος καιρούς φαγί να δοκιμάση. 250 +και η λεκοχαίρα Ναυσικά τότ' εφευρήκεν άλλο• +εδίπλωσε και απίθωσε τα ενδύματα εις τ' αμάξι, +έζεψε τα σκληρώνυχα μουλάρια και άμ' ανέβη. +κ' επαρακίνα λέγοντας τον Οδυσσηά• «Σηκώσου, +ξένε, εις την πόλι για να πας, κ' εγώ θα σ' οδηγήσω 255 +'ς του συνετού πατέρα μου το δώμα, όπου τους πρώτους +πιστεύω από τους Φαίακαις θα ιδής και θα γνωρίσης. +αλλ' έλα κάμε ό,τι σου ειπώ• θαρρώ πως γνώσιν έχεις. +όσον αγρούς διαβαίνουμε, και των ανθρώπων έργα, +με ταις θεράπαιναις μαζή κατόπιν εις τ' αμάξι 260 +ογλήγορ' ακολούθα με, κ' εγώ τον δρόμο δείχνω, +έως ότου θε να φθάσουμε 'ς την πόλιν, οπού πύργος +ζών' υψηλός, κ' έχει καλούς λιμέναις δυο 'ς τα πλάγια. +έχει το έμπασμα λεπτό• στενοχωρούν τον δρόμο +τα κυρτά πλοία 'ς ταις σκεπαίς, 'πώχει καθείς δική του. 265 +κ' είν' η αγορά τους, 'ς του λαμπρού την μέση Ποσειδίου, +με συρταίς πέτραις, 'πώχωσαν βαθειά, θεμελιωμένη. +και αυτού τ' άρμενα εργάζονται των πισσωμένων πλοίων, +τα καλαμάρια, τα πανιά, και καταξυούν κουπία. +και οι Φαίακες δεν αγαπούν φαρέτρα ουδέ δοξάρι, 270 +μόνον πανιά, μόνον κουπιά, και ισόπλευρα καράβια, +οπού γι' αυτά περήφανοι το λευκό κύμα σχίζουν. +τούτων ξεφεύγω την πικρή γλώσσα, μη μ' ονειδίση +κανένας, ότ' είναι λαός περήφανος και αυθάδης. +άνδρας συμβαίνει πρόστυχος να ιδή, κ' ευθύς να είπη• 275 +ο λαμπρός ξένος και τρανός, 'ς την Ναυσικά κατόπι, +ποιος είναι; που τον εύρηκε; άνδρα της θα τον κάμη. +μήπως από το πλοίο του, 'που εξέπεσ' εδώ πέρα, +ξένον εδέχθη μακρυνόν; τι γείτονες δεν είναι. +ή απ' ταις ολόθερμαις ευχαίς κατέβηκε ουρανόθεν 280 +κάποιος θεός, και θα 'χη αυτόν εκείνη ολοζωής της; +καλήτερ' αν μονάχη της εζήτησε κ' ευρήκε +άλλοθεν άνδρα• ότι αψηφά τους συντοπίταις όλους, +τους Φαίακαις, οπού πολλοί και οι πρώτοι την ζητούσι. +αυτά θα ειπούν, κ' εγώ εντροπή τα λόγια τούτα θα 'χω. 285 +κ' εγώ 'θελε κατηγορώ άλλην, αν όμοια πράξη, +χωρίς να 'χη το θέλημα των ποθητών γονέων, +πριν έλθ' εις γάμον φανερόν, τους άνδραις να σιμόνη. +και τώρα, ξένε, πρόσεχε, αν θέλης ο πατέρας +εις την πατρίδα ογλήγορα να σε ξεπροβοδήση. 290 +'ς τον δρόμο θαύρης τον λαμπρόν λευκώνα της Αθήνης• +μέσ' αναβρύζει αυτού πηγή, και γύρω έχει λιβάδι• +αυτού 'ναι η γη και ο ανθούμενος ο κήπος του πατρός μου, +από την πόλι διάστημα, 'π' ακούεσ' αν βοήσης. +αυτού μείνε καθήμενος, έως ότου εμείς 'ς την πόλι 295 +πατήσουμε και φθάσουμε 'ς τα σπίτια του πατρός μου• +και άμα λογιάσης ότι 'μεις 'ς τα σπίτι έχουμε φθάσει, +προς των Φαιάκων βάδισε την πόλι, και άμ' ερώτα +τα σπίτια του γενναιόκαρδου πατέρα μου Αλκινόου. +καλόγνωρα είναι• και μωρό παιδί να σου τα δείξη 300 +δύναται• ότι δεν κτισθήκαν τα σπίτια των Φαιάκων, +ως τα παλάτια κτίσθηκαν του ήρωα του Αλκινόου• +και όταν οι δόμοι γύρωθε κ' η αυλή σε περιλάβουν, +διάβα ευθύς το μέγαρο να φθάσης 'ς την μητέρα, +'που εις την γωνίστρα κάθεται, 'ς την λάμψι της φωτίας, 305 +γαλάζιο κλώθοντας μαλλί, θαυμάσιον, εις τον στύλον +απιθωμένη, και όπισθεν αυτής κάθονται η δούλαις. +και 'ς την φωτιά σιμά θα ιδής τον θρόνο του πατρός μου, +'π' αυτού πίνει καθήμενος, όμοιος των αθανάτων. +ξεπέρν' αυτόν, τα γόνατα, συ πιάσε της μητρός μου, 310 +αν θες για σε χαρμόσυνη και ογλήγορα να φέξη +η ημέρα της επιστροφής, όθεν μακρυά και αν ήσαι. +και αν ίσως και σ' ελεηθή και σ' αγαπήση εκείνη, +θάρρου, θα ιδής τους ποθητούς, ογλήγορα θα φθάσης, +'ς το σπίτι το καλόκτιστον, εις την γλυκειά πατρίδα». 315 + +Είπε και με την μάστιγα την φωτεινή ραβδίζει +τα μουλάρια, και αυτ' άφησαν του ποταμού την άκρη, +ευθύς, κ' ετρέχαν τακτικά, καλά τετραποδίζαν. +κυβερνά η κόρη εύμορφα, πεζοί για να προφθάσουν +η δούλαις με τον Οδυσσηά• με νου ραβδίζ' η κόρη. 320 +κ' έκλιν' ο ήλιος, κ' έφθασαν 'ς της Αθηνάς το δάσος +το ένδοξο, και αυτού κάθισεν ο θείος Οδυσσέας, +και εις του μεγάλου του Διός την κόρη ευθύς ευχήθη• + +«Άκου με, κόρη αδάμαστη, τ' αιγιδοφόρου Δία• +εισάκουσέ με, 'π' άλλοτε δεν μ' έχεις εισακούσει, 325 +'που ευχόμουν, όταν μ' έκρουεν ο μέγας κοσμοσείστης. +δος να με ιδούν οι Φαίακες με σπλάχνος και μ' αγάπη». + +Ευχήθη, και τον άκουσε τότε η Παλλάδ' Αθήνη• +και δεν του εφονερόνονταν εμπρός του, ότι εφοβόνταν +εκείνη τον πατράδελφον και αυτός εμίσα σφόδρα 330 +τον ομοιόθεον Οδυσσηά, πριν φθάσ' εις την πατρίδα. + + + +ΤΕΛΟΣ Α' ΤΟΜΟΥ + + + + + + + + + + + + + +End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY *** + +***** This file should be named 30613-0.txt or 30613-0.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30613/ + +Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +http://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at http://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at http://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit http://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: http://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + http://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. diff --git a/30613-0.zip b/30613-0.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..a871cfa --- /dev/null +++ b/30613-0.zip diff --git a/30613-h.zip b/30613-h.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..66f6f37 --- /dev/null +++ b/30613-h.zip diff --git a/30613-h/30613-h.htm b/30613-h/30613-h.htm new file mode 100644 index 0000000..c45558e --- /dev/null +++ b/30613-h/30613-h.htm @@ -0,0 +1,3795 @@ +<?xml version="1.0"?> +<!DOCTYPE html PUBLIC "-//W3C//DTD XHTML 1.0 Transitional//EN" "http://www.w3.org/TR/xhtml1/DTD/xhtml1-transitional.dtd"> +<html xmlns="http://www.w3.org/1999/xhtml"> +<head> +<meta http-equiv="Content-Type" content="text/html; charset=utf-8" /> +<meta name="keywords" + content="Όμηρος, Ιάκωβος Πολυλάς, Οδύσσεια, Τόμος Α" /> +<title>Οδύσσεια Τόμος Α</title> +</head> +<body> + + +<pre> + +The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Homer's Odyssey + Volume A + +Author: Homer + +Translator: Iakovos Polylas + +Posting Date: March 14, 2012 [EBook #30613] +First Posted: December 6, 2009 + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY *** + + + + +Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis + + + + + +</pre> + +<img src="images/cover.jpg" hspace="30" width="409" height="601" +alt="Πρώτη σελίδα" border="2" /> + + +<p>Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.<br /> +A few corrections on typing mistakes have been included within brackets.</p> + +<p>Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές<br /> +τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με [].</p> + +<p><b>ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ<br /> +ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ</b></p> + +<h2 style="margin-top: 2em">ΟΜΗΡΟΥ</h2> +<h3 style="margin-top: 1em">ΟΔΥΣΣΕΙΑ</h3> + +<h4 style="margin-top: 3em">ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ</h4> +<h3 style="margin-top: 1em">ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ</h3> + +<p> +<br /> +<b>ΤΟΜΟΙ Α' Β' Γ΄ Δ'<br /> +ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ</b></p> + + +<h4 style="margin-top: 3em">ΤΟΜΟΣ Α<br /><br /> +ΡΑΨΩΔΙΑ Α-Ζ<br /><br /> +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ<br /><br /> +ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ</h4> + + + +<h4 style="margin-top: 3em">Ραψωδία Α</h4> + + +<table> +<tr><td>Τον άνδρα, μούσα, λέγε μου, πολύτροπον, 'που εις μέρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολλά επλανήθη, αφού έρριξε την ιερήν Τρωάδα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ανθρώπων είδε αυτός πολλών ταις χώραις και την γνώμην</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έμαθε, και 'ς τα πέλαγα πολλά 'παθε ζητώντας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τους συντρόφους άβλαπτος να φθάση 'ς την πατρίδα. </td><td align="right"> 5</td></tr> +<tr><td>αλλ' όμως δεν κατώρθωσε να σώση τους συντρόφους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι εχαθήκαν μόνοι τους απ' τ' ανομήματά τους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μωροί, 'που τ' Υπερίονα Ήλιου τα βώδια 'φάγαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνος της επιστροφής τους πήρε την ημέρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτα ειπέ κάπουθε κ' εμάς, θεά, κόρη του Δία. </td><td align="right"> 10</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότ' οι άλλοι, όσοι δεν χάθηκαν, 'ς τα σπίτια τους όλ' ήσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σωσμένοι από τον πόλεμο και απ' του πελάου τα βάθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μόνον αυτόν, 'που του 'λειπε η πατρίδα και η συμβία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κρατούσ' η νύμφη Καλυψώ, σεπτή θεά, μεγάλη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα κοίλα σπήλαια και άνδρα της επόθει να τον κάμη. </td><td align="right"> 15</td></tr> +<tr><td>αλλά 'ς τον κύκλο των καιρών ο χρόνος όταν ήλθε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που 'ς την Ιθάκη του οι θεοί να γύρη είχαν ορίσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τότε ακόμη εστέναζε μακράν των ποθητών του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλ' οι θεοί λυπιόνταν τον, αλλ' όχι ο Ποσειδώνας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμίσ' αυτός θανάσιμα τον θείον Οδυσσέα </td><td align="right"> 20</td></tr> +<tr><td>πριν φθάση 'ς την πατρίδα του. αλλ' είχε τότ' εκείνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>περάσει 'ς τους Αιθίοπαις, 'που πέρα κατοικούσι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εις δυο σχισμένοι ευρίσκονται, ύστεροι των ανθρώπων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Ηλιού, 'που βγαίν', η μια μεριά, του Ηλιού, που πέφτ',</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td> [η άλλη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από κριάρια να δεχθή και ταύρους εκατόμβη. </td><td align="right"> 25</td></tr> +<tr><td>αυτού κείνος εχαίρονταν 'ς την τράπεζα· κ' οι άλλοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήσαν μαζή 'ς τα μέγαρα τ' αστραποφόρου Δία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και λόγον άρχιζε θεών και ανθρώπων ο πατέρας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον Αίγισθο θυμήθηκε, 'που ο πέρα εξασκουμένος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ορέστης εθανάτωσεν ο Αγαμεμνονίδης· </td><td align="right"> 30</td></tr> +<tr><td>αυτόν τότ' ενθυμούμενος των αθανάτων είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ωιμέ! οι θνητοί πώς τους θεούς βαρειά κατηγορούσι!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πως τα κακά' ρχονται απ' εμάς λέγουν, και ωστόσο εκείνοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από ταις ανομίαις τους, και όχι απ' την μοίρα, πάσχουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όχι απ' την μοίρα ο Αίγισθος ιδού τ' Ατρείδη επήρε </td><td align="right"> 35</td></tr> +<tr><td>την σύντροφο, κ' εφόνευσεν αυτόν άμ' επανήλθε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγνώριζε τον όλεθρο, τι τού' χαμε προείπει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εμείς, όταν τον άγρυπνο του στείλαμεν Ερμεία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να μη ζητά την σύντροφον, αυτόν να μη φονεύση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι τ' Ατρείδη εκδίκησι θε να 'λθη απ' τον Ορέστη, </td><td align="right"> 40</td></tr> +<tr><td>άμ' ανδρωθή και 'ς την ψυχή την γη του επιποθήση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτά 'πε ο Ερμής καλόγνωμα, αλλά τον νου τ' Αιγίσθου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν άλλαξε· κ' ιδού μαζή τώρα τα πλέρωσ' όλα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε η θεά τ' απήντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, </td><td align="right"> 45</td></tr> +<tr><td>'ς τον όλεθρο, 'που του 'πρεπε, καλά 'πεσεν εκείνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμοια κάθ' άλλος ας χαθή, 'που τέτοια πάλιν πράξη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά μου σχίζει την καρδιάν ο άμοιρος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού καιρούς κακοπαθεί μακράν των ποθητών του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μέσα εις νησί περίβρεκτο, 'ς τ' αφάλι της θαλάσσης, </td><td align="right"> 50</td></tr> +<tr><td>χλωρό νησί, και αυτού θεά την κατοικιά της έχει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η κόρη του κακόγνωμου Άτλαντα, οπού τα βάθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γνωρίζει όλης της θάλασσας, και αυτός φυλά τους στύλους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους μακρυνούς, οπ' ουρανό και γην αποχωρίζουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνου η κόρη αυτόν κρατεί τον δύστυχο, 'που κλαίει, </td><td align="right"> 55</td></tr> +<tr><td>και πάντα με γλυκόλογα πασχίζει να του σβήση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον πόνο της Ιθάκης του· και αρκούσε τ' Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να ίδη οπού σηκόνεται καπνός από την γη του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ν' αποθάνη επιθυμεί· ουδ' η καρδιά σου, Ολύμπιε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μαλάζεται· και με θυσιαίς δεν σ' έχει αυτός τιμήσει, </td><td align="right"> 60</td></tr> +<tr><td>'ς την Τροία την ευρύχωρη, 'ς τα πλοία των Αργείων;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ώ Δία, πώς εμίσησες τόσο τον Οδυσσέα;»</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο Δίας της απάντησεν, ο νεφελοσυνάκτης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τέκνον, ποιος λόγος σού 'φυγε των οδοντιών το φράγμα!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να λησμονήσω εγώ ποτέ τον θείον Οδυσσέα, </td><td align="right"> 65</td></tr> +<tr><td>οπού πρωτεύει των θνητών 'ς τον νου και για τα δώρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που των θεών επρόσφερνε των ουρανοκατοίκων;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ο γεωφόρος έχει του χολήν ο Ποσειδώνας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άσπονδη, 'πώσβησεν αυτός του Κύκλωπα το μάτι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του ισόθεου Πολύφημου, 'που εις όλους μέγας είναι </td><td align="right"> 70</td></tr> +<tr><td>τους Κύκλωπαις, κ' η Θόωσα τον γέννησεν, η κόρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Φόρκυνα, της άγριας της θάλασσας κυρίου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού 'ς τα σπήλαια πλάγιασε σιμά 'ς τον Ποσειδώνα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ιδού γιατί τον Οδυσσηά ο σείστης Ποσειδώνας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν θανατόνει, αλλά μακρυά τον σπρώχνει από την γην του. </td><td align="right"> 75</td></tr> +<tr><td>αλλ' ελάτ' όλοι, ας εύρουμε το πώς θε να επανέλθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνος 'ς την πατρίδα του· θα παύση την οργή του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Ποσειδώνας άσφαλτα, και δυνατόν δεν είναι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς όλους ενάντια τους θεούς να πολεμήση μόνος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· </td><td align="right"> 80</td></tr> +<tr><td>«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν των μακάρων των θεών αρέσει τώρα τούτο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Οδυσσηάς ο πολύγνωμος να 'λθη 'ς τα γονικά του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον μηνυτήν ας στείλουμεν Ερμή τον αργοφόνο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς της Ωγυγίας το νησί, ευθύς να ειπή της νύμφης </td><td align="right"> 85</td></tr> +<tr><td>εκεί της καλοπλέξουδης την καθαρή βουλή μας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Οδυσσηάς ο αδάμαστος 'ς την γη του να επανέλθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς την Ιθάκη θα 'μπω εγώ να σπρώξω τον υιό του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σφοδρότερα, και την ψυχή να του γεμίσω θάρρος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξη, </td><td align="right"> 90</td></tr> +<tr><td>για ν' αρνηθή το σπίτι του δημόσια των μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που σφάζουν ακατάπαυτα τ' αρνιά του και τα βώδια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτόν 'ς την Πύλον ύστερα και Σπάρτη θα οδηγήσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να μάθη για τον γυρισμό τ' αγαπητού πατρός του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όπως 'ς τον κόσμον εύμορφη τον περιλάβη φήμη». </td><td align="right"> 95</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε· 'ς τα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν την επάνω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη σαν τους αέραις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κοντάρι επήρε δυνατό μ' ακονισμένη λόγχη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βαρύ, μεγάλο, στερεό, μ' αυτό δαμάζ' ηρώων </td><td align="right"> 100</td></tr> +<tr><td>τα πλήθη, εις όσους οργισθή φρικτού πατρός η κόρη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και από του Ολύμπου ταις κορφαίς εχύθη και κατέβη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εις τ' Οδυσσηά τα πρόθυρα, μες την Ιθάκη, εστάθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις το κατώφλι της αυλής, κ' εκράτει το κοντάρι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ξένον, τον Μέντη, ώμοιαζε της Τάφου βασιλέα. </td><td align="right"> 105</td></tr> +<tr><td>κ' ηύρεν εκεί τους ανδρικούς μνηστήραις, οπού τότε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την θύρα εμπρός με τους πεσσούς ξεδίναν, καθισμένοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τα τομάρια των βωδιών, οπού 'χαν σφάξει εκείνοι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και οι κήρυκες και οι πρόθυμοι θεράποντες τριγύρω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άλλοι κρασί με το νερόν έσμιγαν 'ς τους κρατήραις, </td><td align="right"> 110</td></tr> +<tr><td>ταις τράπεζαις άλλοι έπλεναν με ολότρυπα σφογγάρια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμπρός ταις 'βάζαν· κρέατα πολλά μοιράζαν άλλοι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο θεϊκός Τηλέμαχος την είδε πολύ πρώτος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μες τους μνηστήραις κάθονταν με την καρδιά θλιμμένη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον νου θωρώντας τον λαμπρόν πατέρ', αν ίσως έλθη </td><td align="right"> 115</td></tr> +<tr><td>κάπουθε, και 'ς τα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να μείνη εκείνος βασιληάς και κύριος εις το βιο του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' αυτά 'ς τον νου, καθήμενος μαζή τους, την Αθήνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ξάνοιξε κ' ίσια χύθηκε 'ς τα πρόθυρα, ότι εντράπη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολύν να στέκεται καιρόν ο ξένος εις την θύρα. </td><td align="right"> 120</td></tr> +<tr><td>το δεξί χέρι έπιασεν, επήρε το κοντάρι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτήν άμ' επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω ξένε, χαίρε, και απ' εμάς θα φιλευθής, και πρώτα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να γευματίσης, κ' ύστερα να ειπής ποιάν έχεις χρεία».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και επροπορεύθηκε, κ' η Αθήνη αυτού κατόπι· </td><td align="right"> 125</td></tr> +<tr><td>και εις το παλάτι το υψηλόν άμ' ήλθαν μέσα, εκείνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον μακρύ στύλο κολλητά έστησε το κοντάρι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την θήκη την καλόξυστην, όπ' άλλα πολλά ήσαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του στερεόκαρδου Οδυσσηά στημένα εκεί κοντάρια.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτήν εκάθισ' εις θρονί, 'π' έστρωσε με σινδόνι, </td><td align="right"> 130</td></tr> +<tr><td>κ' ήταν ωραίο, τεχνικό και είχεν υποπόδι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πήρε και αυτός λαμπρό σκαμνί σιμά της, των μνηστήρων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μακράν, μήπως ο θόρυβος τον ξένον ενοχλήση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το τραπέζι βαρεθή, αν έσμιγε μ' αυθάδεις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όπως για τον πατέρα του, οπού 'λειπε, ερωτήση· </td><td align="right"> 135</td></tr> +<tr><td>και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για να νιφθούν, κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. </td><td align="right"> 140</td></tr> +<tr><td>και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>συχνά 'ς αυτούς και ο κήρυκας έρχονταν και τους κέρνα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και μέσα εμπήκαν οι ανδρικοί μνηστήρες, και κατόπι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθίσαν 'ς την αράδα· </td><td align="right"> 145</td></tr> +<tr><td>και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τα χέρια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η δούλαις εις τα κάνιστρα τον άρτον εσωρεύαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τους κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, </td><td align="right"> 150</td></tr> +<tr><td>εις άλλα τότ' εστράφηκεν ο πόθος των μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις το τραγούδι, εις τον χορό, της τράπεζας τα δώρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λαμπρήν κιθάραν έβαλεν ο κήρυκας 'ς τα χέρια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Φήμιου, 'που βιαζόμενος τραγούδαε των μνηστήρων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άρχισε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος. </td><td align="right"> 155</td></tr> +<tr><td>τότ' είπεν ο Τηλέμαχος την γλαυκομμάτ' Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ζυγόνοντας την κεφαλήν, οι άλλοι μην ακούσουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω φίλε ξένε, ό,τι θα ειπώ θα κατακρίνης τάχα;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για τούτ' αυτοί φροντίζουσι, κιθάρα, και τραγούδι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήσυχ', αφού το ξένο βιο απλέρωτ' αυτοί τρώγουν, </td><td align="right"> 160</td></tr> +<tr><td>ανδρός 'που τ' άσπρα κόκκαλα τώρα η βροχή σαπίζει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την γη ριμμένα, ή τα κυλά 'ς την θάλασσα το κύμα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν 'ς την Ιθάκην έβλεπαν εκείνον να επανέλθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα εύχονταν ελαφρότεροι 'ς τα πόδια να 'ναι όλοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κάλλιο παρά πλουσιώτεροι 'ς ένδυμα και χρυσάφι. </td><td align="right"> 165</td></tr> +<tr><td>κ' έτσι εκακοθανάτισεν εκείνος, ουδέ πλέον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παρηγορεί μας αν κανείς θνητός ειπή πως θα 'λθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνου της επιστροφής εχάθηκεν η 'μέρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά μ' αλήθεια λέγε μου, ποιος είσαι των ανθρώπων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πόθεν; και πού η πόλι σου υπάρχει κ' οι γονείς σου; </td><td align="right"> 170</td></tr> +<tr><td>με ποιό καράβι εδώ 'φθασες, με ποιόν τρόπον οι ναύταις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την Ιθάκη σ' έφεραν; και ποιοί καυχόνταν που 'ναι;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες, πιστεύω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πάλιν τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν τώρα εδώ πρωτέρχεσαι, ή ξένος πατρικός μου </td><td align="right"> 175</td></tr> +<tr><td>είσ', επειδ' ήλθαν άνθρωποι πολλοί 'ς το σπίτι τούτο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άλλοι, επειδή κοινωνικός ανθρώπων και αυτόν ήταν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ εκείνα οπ' ερωτάς με·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιούμαι τ' Αγχιάλου </td><td align="right"> 180</td></tr> +<tr><td>ότι είμ' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με πλοίον και με συντροφιάν έφθασα και πηγαίνω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το μαύρο πέλαο σχίζοντας, 'ς ανθρώπους αλλοφώνους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την Τέμεση, για χάλκωμα και σίδερο τους φέρω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έξω απ' την πόλιν άφησα το πλοίο, 'ς τον λιμένα </td><td align="right"> 185</td></tr> +<tr><td>το Ρείθρον, αποκάτωθε του δασερού Νηίου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πατρικοί καυχιούμασθε παλαιόθ' ανάμεσόν μας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ξένοι, και αν θέλης πήγαινε τον γέρο να ερωτήσης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήρωα Λαέρτην, όπου πλειά δεν έρχεται 'ς την πόλι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως λέγουν, αλλά 'ς τους αγρούς πέρα κακοπαθαίνει, </td><td align="right"> 190</td></tr> +<tr><td>με γραίαν υπηρέτριαν, οπού πιοτό και βρώσι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του παραθέτει, όταν αυτού τα μέλη πάρη ο κόπος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το κάρπιμο ενώ σέρνεται κηπάρι αμπελοφόρο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ήλθα επειδή ο πατέρας σου ελέγετο πως ήταν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την πατρίδα· αλλ' οι θεοί τον δρόμο του εμποδίζουν· </td><td align="right"> 195</td></tr> +<tr><td>τί δεν απέθανε 'ς την γην ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' είναι ακόμα ζωντανός 'ς τα πέλαγα, κλεισμένος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μέσα εις περίβρεκτο νησί, και άνδρες κακοί τον έχουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άγριοι, κ' εις το πείσμα του θαρρώ πως τον κρατούσι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και θα σου ειπώ προμάντευμα, 'που τώρα εις την καρδιά μου </td><td align="right"> 200</td></tr> +<tr><td>μου βάζουν οι αθάνατοι, και ν' αληθεύση ελπίζω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν και ούτε μάντις είμ' εγώ ούτε είμαι ορνιθοκρίτης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μακράν ακόμη απ' την γλυκειά πατρίδα δεν θα μείνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολύν καιρόν, ουδ' αν δεσμά τον έχουν σιδερένια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' είναι πολυμήχανος, θα σοφιθή να φύγη. </td><td align="right"> 205</td></tr> +<tr><td>αλλ' έλα τώρα λέγε μου με όλη την αλήθεια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν τέτοιος άνδρας καθ' αυτό παιδί 'σαι τ' Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και φοβερά 'ς την κεφαλή, 'ς τα εύμορφα μάτια μοιάζεις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνου, επειδή σμίγαμε συχναίς φοραίς αντάμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πριν εις την Τροίαν αναιβή, 'π' ανέβηκαν κ' οι άλλοι </td><td align="right"> 210</td></tr> +<tr><td>'ς τα βαθουλά καράβια τους, οι πρώτοι των Αργείων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον Οδυσσέ' από τότ' εγώ δεν είδα, ούτ' εμέ κείνος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>υιόν εκείνου η μάννα μου με λέγει, αλλ' εγώ τούτο </td><td align="right"> 215</td></tr> +<tr><td>δεν ξεύρω· ποιος εγνώρισε ποτέ την γέννησί του;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμποτε να 'χα γεννηθή απ' άνδρα ευτυχισμένον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού το γήρας εύρηκε 'ς το μέσο των καλών του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρ' ο αμοιρότατος απ' όλους τους ανθρώπους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πατέρας μ' είναι, ως λέγουσιν, αφού τούτ' ερωτάς με». </td><td align="right"> 220</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Όχι, δεν θέλουν άγνωστη να μείνη η γενεά σου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι αθάνατοι, αν σ' εγέννησε τέτοιον η Πηνελόπη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά μ' αλήθεια λέγε μου· τι τράπεζα είναι τούτη;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τι το πλήθος; και προς τι τα θέλεις τούτα; γάμος </td><td align="right"> 225</td></tr> +<tr><td>είναι ή συμπόσιον; επειδή συντροφικά δεν είναι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με πόσην υπερήφανην αποκοτιά συντρώγουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κύττα, μέσα 'ς τα δώματα· σφόδρα θ' αγανακτήση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όποιος και αν έλθη φρόνιμος τόσ' άπρεπα θωρώντας».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης· </td><td align="right"> 230</td></tr> +<tr><td>«Ξένε, αφού τούτα μ' ερωτάς και μέ ζητείς να μάθης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλούτη θε να 'χε και τιμαίς άλλοτε αυτό το σπίτι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο άνδρας όσ' ευρίσκονταν εκείνος 'ς την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι αθάνατοι κακόγνωμα τώρ' άλλ' αποφασίσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'π' αυτόν έκαμαν άγνωστον, ως άλλος δεν ευρέθη· </td><td align="right"> 235</td></tr> +<tr><td>επειδή δεν θα μ' έθλιβεν ο θάνατός του τόσο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εάν με τους συντρόφους του είχε σβυσθή 'ς την Τροίαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις παθηταίς αγκάλαις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα εσήκοναν εκείνου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και δόξα θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του· </td><td align="right"> 240</td></tr> +<tr><td>και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον σήκωσαν εχάθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αγνώριστος, ανάκουστος, κ' εμέν' άφησε πόνους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κλάυματα· ουδ' οδύρομαι για κείνον τώρα μόνον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γιατί και άλλα παθήματα οι αθάνατοι μου δώσαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι </td><td align="right"> 245</td></tr> +<tr><td>του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την μητέρ' όλοι, μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτόν τον γάμον, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να τον τελειώση δύναται· κ' εκείνοι καταλύουν </td><td align="right"> 250</td></tr> +<tr><td>το σπίτι μου, και ογλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'Σ τα κακά τόσα ωργίσθηκε κ' είπε η Παλλάδ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ωιμένα, πόσην τ' Οδυσσηά, 'που λείπει, έχεις ανάγκη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνος τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>διότι αν τώρ' ερχόμενος 'ς τα πρόθυρα του δόμου </td><td align="right"> 255</td></tr> +<tr><td>στήνονταν, με περίκρανο, μ' ασπίδα και δυ' ακόντια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τέτοιος όποιον είδ' αυτόν 'ς το σπίτι μου εγώ πρώτα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπ' έπινε κ' ετέρπονταν και τότε από τον Ίλο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον Μερμερίδη εγύριζε μέσ' από την Εφύρη· —</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι και αυτού με το γοργό καράβι τ' ο Οδυσσέας </td><td align="right"> 260</td></tr> +<tr><td>πήγε ανδροφόνο βότανο ζητώντας για ν' αλείφη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα χάλκινα τα βέλη του· δεν το 'δωκεν εκείνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φοβούμενος την όργητα των αθανάτων· όμως</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του το 'δωκε ο πατέρας μου 'π' αγάπ' αυτόν περίσσα·—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τέτοιος αν έλθ' ο Οδυσσηάς να πέση 'ς τους μνηστήραις, </td><td align="right"> 265</td></tr> +<tr><td>'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείνη ο γάμος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' όλ' αυτά 'ς την δύναμι των αθανάτων μένουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν θα 'λθ' ή όχι ενάντια τους εκδίκησι να πάρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα μέγαρά του· να σκεφθής ωστόσο εγώ σου λέγω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το πώς από το σπίτι σου να διώξης τους μνηστήραις. </td><td align="right"> 270</td></tr> +<tr><td>κ' έλ' άκουσέ με, πρόσεχε 'ς τους εδικούς μου λόγους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αύριο τους ήρωαις Αχαιούς συγκάλεσε κ' εις όλους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την γνώμη σου φανέρωσε, με τους θεούς μαρτύρους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα σπίτια τους να σκορπισθούν πρόσταξε τους μνηστήραις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν η μητέρα επιθυμεί τον γάμο, ας επανέλθη </td><td align="right"> 275</td></tr> +<tr><td>εις του πατρός το μέγαρο, που 'ναι πολύς και μέγας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον γάμο αυτοί θα κάμουσι και δώρα θα ετοιμάσουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολλύτατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και σε τον ίδιον φρόνιμο θα συμβουλεύσω μέτρο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καράβι αφού λάβης καλό μ' είκοσι κουπηλάταις, </td><td align="right"> 280</td></tr> +<tr><td>για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθης έβγα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή των θνητών κάποιος σου ειπή, ή την φωνήν ακούσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που από τον Δί' ερχόμενη γεννοβολά την φήμη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την Πύλο πρώτα πήγαινε, 'ς τον Νέστορα τον θείο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείθε 'ς την Σπάρτη, ς' τον ξανθό Μενέλαο, να ερωτήσης, </td><td align="right"> 285</td></tr> +<tr><td>ότ' ύστερος των Αχαιών χαλκοχιτώνων ήλθε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν ο πατέρας ότι ζη και θα γυρίση ακούσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε, και ας στενοχωρηθής, υπόμειν' έναν χρόνο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν πάλιν ότι απέθανεν ακούσης και ότι εχάθη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γύρισε τότε εις την γλυκειά την γη την πατρική σου, </td><td align="right"> 290</td></tr> +<tr><td>και μνήμα εκείνου σήκωσε, κ' εντάφια, ως πρέπει, δώρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δόσε πολλά, και υπάνδρευσε κατόπι την μητέρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αμ' ενεργήσης όλ' αυτά, κ' εις όλα δώσης τέλος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον νου σου τότε μέτρησε και 'ς της ψυχής τα βάθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πώς 'ς τα δικά σου μέγαρα να κόψης τους μνηστήραις, </td><td align="right"> 295</td></tr> +<tr><td>είτε με δόλο ή φανερά· και πλειά δεν σε συμφέρει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παιδιού να 'χης φρονήματα, μικρός αφού δεν είσαι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και δεν ακούς πώς ο λαμπρός Ορέστης εδοξάσθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον κόσμον, ότι εφόνευσεν αυτός τον δολοφόνον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα; </td><td align="right"> 300</td></tr> +<tr><td>φίλε, και συ, 'που 'σαι καλός και μέγας, ως σε βλέπω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γενναίος γίν', οι απόγονοι να σε καλολογήσουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ήδη εγώ 'ς τ' ογλήγορο καράβι θα καταίβω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' οι σύντροφοί μου αγανακτούν, θαρρώ, 'που περιμένουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και συ μόνος σου φρόντιζε, και ψήφησε ό,τι σου 'πα». </td><td align="right"> 305</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ξένε, πολύ καλόγνωμα τα λέγεις, ως πατέρας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις το παιδί του, και απ' τον νου ποτέ δεν θα μου φύγουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' έλα μείνε, μ' όση βια και αν έχης 'ς το ταξείδι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως αφού πρώτα λουσθής κ' ευφράνης την ψυχή σου, </td><td align="right"> 310</td></tr> +<tr><td>γυρίσης 'ς το καράβι σου χαρούμενος με δώρο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολύτιμο πανεύμορφο, θησαύρισμα να το 'χης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από εμένα, ως δίδουν τα των ξένων φίλοι ξένοι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Όχι, εδώ πλειά μη με κρατής, τι βιάζομαι 'ς τον δρόμο· </td><td align="right"> 315</td></tr> +<tr><td>και δώρον, όποιον η καρδιά σου λέγει να μου δώσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όταν γυρίσω δόσε μου, 'ς το σπίτι να το πάρω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πανεύμορφο, και ανταμοιβή θ' αξίζη προς εσένα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και αμ' ανεχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' επέταξεν ωσάν αετός· κ' εκείνου έβαλε θάρρος </td><td align="right"> 320</td></tr> +<tr><td>εις την καρδιά και δύναμι· και του πατρός την μνήμη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του ξύπνησε πλειότερα· το αισθάνθη μέσα εκείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εθαύμασ', επειδή θεός ενόησε πως ήταν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εις τους μνηστήραις πέρασεν ευθύς ο ισόθεος άνδρας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' εις αυτούς έψαλν' ο λαμπρός αοιδός και αυτοί καθόνταν </td><td align="right"> 325</td></tr> +<tr><td>ήσυχα και άκουαν κ' έψαλνε των Αχαιών την μαύρην</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' την Τρωάδ' επιστροφή, που 'χε προστάξει η Αθήνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και από τ' ανώγι απείκασε το θείον άσμα εκείνου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Πηνελόπ' η φρόνιμη, κόρη του Ικαρίου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την υψηλήν κλίμακα του δόμου της κατέβη· </td><td align="right"> 330</td></tr> +<tr><td>μόνη όχι, δυο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε· </td><td align="right"> 335</td></tr> +<tr><td>και προς τον θείον αοιδόν δακρύζοντας αυτά 'πε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Φήμιε, πολλ' άλλα εγνώριζες, 'που τους θνητούς μαγεύουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσα εξυμνούν οι αοιδοί, θεών και ανθρώπων έργα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έν' απ' αυτά τραγούδα τους, καθήμενος σιμά τους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνοι ας πίνουν ήσυχα· και τούτο παύε τ' άσμα </td><td align="right"> 340</td></tr> +<tr><td>το θλιβερό, 'που πάντοτε μου σχίζει την καρδία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι 'ς εμένα μάλιστα ακοίμητη 'ναι η λύπη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γιατί ενθυμούμαι και ποθώ την κεφαλήν εκείνου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που 'ς την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος· «Μητέρα, δεν αφίνεις </td><td align="right"> 345</td></tr> +<tr><td>τον ποθητόν μας αοιδόν να τέρπη ως θέλει ο νους του;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αίτιοι δεν είν' οι αοιδοί, μόν' αίτιος είν' ο Δίας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού εις καθένα των θνητών των σιτοφάγων δίδει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως εκείνος βούλεται· ποσώς δεν έχει κρίμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτος εάν των Δαναών ψάλλη την μαύρη μοίρα· </td><td align="right"> 350</td></tr> +<tr><td>ότι επαινούν οι άνθρωποι μάλιστα εκείνο τ' άσμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που εις όσους τ' ακροάζονται νεώτατο αντηχάει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την καρδιά σου σφίξε συ, με υπομονή ν' ακούης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και δεν εχάθ' η επιστροφή μόνου του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μες την Τρωάδ', αλλά πολλοί άλλοι εχαθήκαν άνδρες. </td><td align="right"> 355</td></tr> +<tr><td>αλλ' άμε σπίτι, έχε 'ς τον νου τα έργα τα δικά σου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την αλακάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταζε ταις δούλαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να εργάζωνται, και αμ' άφησε για λόγους να φροντίζουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι άνδρες, κ' εγώ μάλιστα, 'που 'μαι 'ς το σπίτι ο κύριος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Θαύμασε αυτή κ' εγύρισε 'ς το σπίτι, γιατί εδέχθη </td><td align="right"> 360</td></tr> +<tr><td>εις την καρδιά τον φρόνιμο τον λόγο του παιδιού της·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκε με ταις γυναίκαις έκλαιε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον ποθητόν της Οδυσσηά, έως ότου γλυκόν ύπνο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν, </td><td align="right"> 365</td></tr> +<tr><td>κ' ευχήθηκε ο καθένας τους σιμά της να πλαγιάση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο συνετός Τηλέμαχος τον λόγον 'πήρε κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Υβριστικοί και απόκοτοι μνηστήρες της μητρός μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την τράπεζ' ας τερπώμασθε για τώρα, και αμ' ας παύση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο βοητός' κ' είν' εύμορφο τέτοιον αοιδόν ν' ακούης, </td><td align="right"> 370</td></tr> +<tr><td>ως είναι αυτός, 'που των θεών εις την φωνήν ομοιάζει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' άμα φέξ', εις σύνοδο θε να καθίσουμ' όλοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να σας κηρύξω φανερά το σπίτι μου ν' αφήστε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δείπνους αλλού ζητήσετε· τρώγετε τα δικά σας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' ανταλλαγή πηγαίνοντας καθείς 'ς το σπίτι τ' άλλου· </td><td align="right"> 375</td></tr> +<tr><td>και αν πάλιν σεις ευρίσκετε καλό και δίκαιο τούτο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ανθρώπου ενός απλέρωτα να φθείρετ' η ουσία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θερίζετε· και βοηθούς εγώ τους αθανάτους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα κράξω, την εκδίκησιν ίσως μου δώση ο Δίας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έτσι εδώ μέσ' απλέρωτα κατόπι αφανισθήτε». </td><td align="right"> 380</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θαύμαζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά μιλούσε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος εστράφη και του είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τηλέμαχ', άσφαλτ' οι θεοί οι ίδιοι σε διδάχνουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τους λόγους υπερήφανος και θαρρετός να γίνης· </td><td align="right"> 385</td></tr> +<tr><td>μη τύχη 'ς την περίβρεκτην Ιθάκην ο Κρονίδης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σε καταστήση βασιληά, 'που το 'χεις πατρικό σου».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Αντίνοε, κείνο, 'που θα 'πω, θα κατακρίνης τάχα;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν τούτ' ο Δίας μου 'δινεν, ήθελ' εγώ το πάρω· </td><td align="right"> 390</td></tr> +<tr><td>αχρείον μη σου φαίνεται για τους ανθρώπους τούτο;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πράγμα δεν είναι, όχι, κακό, τινάς να βασιλεύη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλουταίνει ευθύς το σπίτι του, δοξάζεται κ' εκείνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' είναι και άλλοι Αχαιοί πολλοί μες την Ιθάκη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βασιλείς, νησί και γέροντες, και τούτων κάποιος θα 'χη </td><td align="right"> 395</td></tr> +<tr><td>το σκήπτρον, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά εγώ 'ς το σπίτι μου θα ορίζω και εις τους δούλους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που μου 'καμε ληστεύοντας ο θείος Οδυσσέας».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Του απάντησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τηλέμαχ', εις την δύναμι των αθανάτων μένει </td><td align="right"> 400</td></tr> +<tr><td>των Αχαιών ποιος βασιληάς θε να 'ναι εις την Ιθάκη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως κύριος συ το έχει σου, τα σπίτια σου να ορίζης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μήδ' άνθρωπος τα κτήματα τολμήση να σ' αρπάξη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με βίαν, ως που κατοικούν άνθρωποι 'ς την Ιθάκη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά συ θέλω να μου 'πης, καλέ μου, για τον ξένο· </td><td align="right"> 405</td></tr> +<tr><td>ο άνθρωπος πόθεν έρχεται; και από ποιο μέρος λέγει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' είναι; που το γένος του, το πατρικό του χώμα;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μη φέρει κάποιαν είδησι 'που θα φθάση ο πατέρας;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή έρχετ' εδώ γι' ανάγκη του δική του να φροντίση;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πώς πήρε κ' έφυγ' έξαφνα! ουδ' έμεινεν ολίγο </td><td align="right"> 410</td></tr> +<tr><td>να γνωρισθή· και πρόστυχος δεν ώμοιασε 'ς την όψι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ευρύμαχ', η επιστροφή εχάθη του πατρός μου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ώστ' ούτε πλέον είδησι πιστεύω, αν κάπουθ' έλθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ούτε μαντεύματα ψηφώ αν τύχη και η μητέρα </td><td align="right"> 415</td></tr> +<tr><td>μάντιν καλεί 'ς το μέγαρο, κ' εκείνον ερωτάει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είναι μου τούτος πατρικός ξένος από την Τάφο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιέται τ' Αγχιάλου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οτ' είν' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και όμως την θεάν αυτός είχε γνωρίσει· </td><td align="right"> 420</td></tr> +<tr><td>κ' εκείνοι πάλι 'ς τον χορό, και 'ς το γλυκό τραγούδι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γύρισαν, κ' εξεφάντοναν το εσπέρας ως να φθάση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ακόμη ως εξεφάντοναν τους εύρηκε το εσπέρας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε καθείς 'ς τα σπίτια τους επήγαν να πλαγιάσουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως και ο Τηλέμαχος εκεί, 'που ο θάλαμος του εκτίσθη, </td><td align="right"> 425</td></tr> +<tr><td>εις ανοικτό της εύμορφης αυλής κ' υψηλό μέρος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την κλίνη ανέβηκε, πολλά 'ς τον νου του ανακινώντας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον ακολούθα κ' έφερνε λαμπάδαις αναμμέναις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η θυγατέρα η χρήσιμη του Ώπα Πεισηνορίδη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ευρύκλεια, 'που 'χεν άλλοτε ο Λαέρτης κορασίδα </td><td align="right"> 430</td></tr> +<tr><td>την αποκτήσει μ' είκοσιν από εδικά του βώδια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ίσια με την χρήσιμη συμβία την ετίμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδέ ποτέ την φίλησε, μη παροργίση εκείνην.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτή σιμά του έφερνε το φως, και τον αγάπα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από ταις δούλαις έξοχα, κ' είχε τον θρέψει βρέφος. </td><td align="right"> 435</td></tr> +<tr><td>του τεχνικού θαλάμου του άνοιξε αυτός ταις θύραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την κλίνη εκάθισ', έβγαλε τον μαλακό χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έβαλ' αυτόν 'ς της φρόνιμης γερόντισσας τα χέρια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού τον δίπλωσ' εύμορφα τον κρέμασεν η γραία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το ξυλοκάρφι, εκεί σιμά 'ς την τορνευμένη κλίνη. </td><td align="right"> 440</td></tr> +<tr><td>κ' εβγήκε από τον θάλαμο, με τ' αργυρό κουλούρι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την θύρα έσυρε κ' έδεσε με το λουρί τον σύρτη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνος μέσ' ολονυκτής εις τ' άνθος του προβάτου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον δρόμο, 'που του εδίδαξεν η Αθήνη, είχε 'ς τον νου του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td><b>Ραψωδία Β</b></td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθου κόρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και από την κλίνη εγέρθηκεν ο γόνος τ' Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ενδύθη και το κοφτερό 'ς τον ώμον έζωσε ξίφος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων. </td><td align="right"> 5</td></tr> +<tr><td>τους ψιλοφώνους κήρυκαις πρόσταξεν εν τω άμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτοί κηρύτταν, και γοργά συνάζονταν εκείνοι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκίνησε εις την σύνοδο, και το κοντάρι εκράτει, </td><td align="right"> 10</td></tr> +<tr><td>όχι μόνος· γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτόν με χάρι αμίλητη περιέχυνεν η Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλ' οι λαοί τον θαύμαζαν ως έρχονταν· 'ς την έδρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κάθισ' εκείνος του πατρός και οι γέροι έδωκαν τόπο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο ήρωας 'ς αυτούς άρχισεν Αυγύπτιος ν' αγορεύη, </td><td align="right"> 15</td></tr> +<tr><td>'που από τα γέρα ήταν σκυφτός κ' είχ' άπειρα 'ς τον νου του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι παιδί του αγαπητό 'ς το Ίλιον είχε πάει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τον ισόθεον Οδυσσηά, 'ς τα βαθουλά καράβια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο λογχοφόρος Άντιφος, 'που ο Κύκλωπας ο άγριος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φόνευσε κ' έφαγ' ύστερον 'ς τ' άντρο βαθύ για δείπνο. </td><td align="right"> 20</td></tr> +<tr><td>του έμεναν τρεις· ο Ευρύνομος με τους μνηστήραις ήταν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' οι άλλοι δύο πρόσεχαν τους πατρικούς αγρούς τους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όμως αναλησμόνητον πικρά τον έκλαι' ακόμη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γι' αυτόν τότε δακρύζοντας τον λόγον πήρε κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω· </td><td align="right"> 25</td></tr> +<tr><td>σύνοδος πλειά δεν έγεινε δική μας ή συνέδριο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' ότε ο θείος Οδυσσηάς εμίσεψε 'ς τα πλοία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα ποιος μας κάλεσε; ποιος τόσην έχει χρείαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είτε των νέων είν' αυτός είτ' είναι των γερόντων;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>στράτευμα μήπως άκουσεν ότ' έρχετ' εδώ πέρα, </td><td align="right"> 30</td></tr> +<tr><td>και πρώτος αφού το 'μαθε θα μας το φανερώση;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή άλλο πράγμα του κοινού θα 'πή και θα εξηγήση;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χρηστός θα 'ναι, μου φαίνεται, κ' ευλογητός· ο Δίας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να του χαρίση το καλόν όπ' αγαπά η ψυχή του».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος 'ς τον κλήδονα εχάρη· </td><td align="right"> 35</td></tr> +<tr><td>και αμ' εσηκώθη, πρόθυμος να πάρη ευθύς τον λόγο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την μέση τους· και του 'βαλε το σκήπτρον εις το χέρι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο κήρυκας Πεισήνορας, γνώσες και νου γεμάτος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και προς τον γέρον έστρεψε τον λόγο πρώτα κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Γέρε, είν' ο άνθρωπος σιμά, —αμέσως θα τον μάθης— </td><td align="right"> 40</td></tr> +<tr><td>'που τον λαό συνάθροισα· μέ πρώτον σφάζει ο πόνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ούτ' άκουσα για στράτευμα πως έρχετ' εδώ πέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που πρώτος αφού το 'μαθα να σας το φανερώσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>α[ο]ύτ' άλλο πράγμα του κοινού θα 'πω και θα εξηγήσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά δικό μου πάθημα που μου 'πεσε 'ς το σπίτι, </td><td align="right"> 45</td></tr> +<tr><td>διπλό· πατέρα έχασα λαμπρόν, που εις όσους βλέπω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εσάς εδώ βασίλευεν ήμερα ωσάν πατέρας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρ' άλλο χειρότερο πολύ, 'που θα ερημώση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το σπίτι μ' όλο σύντομα, το βιο μου όλο θα σβήση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μνηστήρες ήλθαν κ' έπεσαν 'ς την άθελη μητέρα, </td><td align="right"> 50</td></tr> +<tr><td>υιοί των όσ' υπάρχουσι 'ς τον τόπο μεγιστάνες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού 'ς το σπίτι του πατρός να υπάγουν, του Ικαρίου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τρομάζουν, που 'θελεν αυτός την κόρη του προικίση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εις όποιον θα του άρεγε καλήτερα την δώση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνοι εδώ 'ς το σπίτι μας ολοκαιρής γυρίζουν, </td><td align="right"> 55</td></tr> +<tr><td>και βώδια σφάζοντας, αρνιά και γίδια σαρκωμένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>συντρώγουν και το φλογερό κρασί μου καταπίνουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χαμένα, και όλα φθείρουν τα· ότι άνδρας δεν υπάρχει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τέτοιος ως ήταν ο Οδυσσηάς, το σπίτι αυτό να σώση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμείς δεν είμασθε αρκετοί· πιστεύω και κατόπι </td><td align="right"> 60</td></tr> +<tr><td>θέλει φανούμ' ελεινοί και αδίδακτοι 'ς τα όπλα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θ' αντιστεκόμουν δύναμιν αν είχα εγώ κοντά μου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τι γίνοντ' έργ' αβάστακτα· παρ' άσχημ' αφανίσθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το σπίτι μου· και μόνοι σας τ' άδικον αισθανθήτε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμ' εντραπήτε τους λαούς, 'που γύρω γειτονεύουν, </td><td align="right"> 65</td></tr> +<tr><td>και φοβηθήτε την οργή των αθανάτων, μήπως</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα έργα θεομίσητα 'ς την κεφαλή σας ρίξουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έτσι βοηθούς να λάβετε τον Δία και την Θέμι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που των ανδρών ταις σύναξες καθίζει αυτή και λύει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παύσετε, φίλοι, αφήτε με να φθείρομαι 'ς την λύπη </td><td align="right"> 70</td></tr> +<tr><td>μόνος, αν μη ο ένδοξος πατέρας μου Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους Αχαιούς αδίκησε μ' έχθρητα, και για τούτο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' έχθρα τ' ανταποδίδετε κ' εμέ τώρ' αδικείτε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τούτους εμψυχόνετε· θα σύμφερνεν εμένα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να τρώτ' εσείς τους θησαυρούς και όλα τα κινητά μου· </td><td align="right"> 75</td></tr> +<tr><td>και αν ήσθ' εσείς, απόδοσι θε να 'λπιζα μια μέρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι με λόγια καρδιακά 'ς την πόλι εδώ καθέναν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα σας παρακαλούσαμεν, ως όλα ν' αποδόστε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και οδύναις τώρ' αγιάτρευταις μου εμπήξετε 'ς τα σπλάχνα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Μ' οργήν αυτά 'πε και έρριξε κατά την γη το σκήπτρο, </td><td align="right"> 80</td></tr> +<tr><td>κ' έβγαλε δάκρυα· και ο λαός όλος αισθάνθη λύπη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλοι οι άλλοι εσίγησαν ουδέ κανείς ετόλμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σκληρή προς τον Τηλέμαχον απάντησι να δώση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μόνος ο Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητε, τι λέγεις! </td><td align="right"> 85</td></tr> +<tr><td>μας εξυβρίζεις, όνειδος 'ς εμάς να ρίξης θέλεις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και δεν σου πταιν των Αχαιών παντάπασ' οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' η γλυκειά μητέρα σου, 'που 'ναι σοφή 'ς τους δόλους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι τρεις χρόνοι πέρασαν και ο τέταρτος θα κλείση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' ότε αυτή των Αχαιών την γνώμην γελοπαίζει. </td><td align="right"> 90</td></tr> +<tr><td>'ς όλους ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τα μηνύματα· και νους καθ' άλλο μελετάει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τούτο τ' άλλο τέχνασμα σοφίσθη αυτή κ' ευρήκε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πανί μεγάλον έστησε 'ς τα μέγαρα να υφάνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε· ω νέοι </td><td align="right"> 95</td></tr> +<tr><td>μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον γάμο μη μου βιάζετε· σταθήτε, ως ν' αποκάμω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, </td><td align="right"> 100</td></tr> +<tr><td>των Αχαιίδων μη καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε όλ' ημέρα το πανί το μέγα ύφαιν' εκείνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και νύκτα το ξεΰφαινε 'ς την λάμψιν των λαμπάδων. </td><td align="right"> 105</td></tr> +<tr><td>έτσι με απάτη ξέφυγε τρεις χρόνους, κ' έπειθ' όλους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους Αχαιούς· τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μας τα 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ηύραμε αυτήν 'που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έτσι τ' αποτελείωσεν, αθέλητ', εξ ανάγκης. </td><td align="right"> 110</td></tr> +<tr><td>και την εξής απάντησι σου δίδουν οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>συ να την μάθης, και άμα εδώ των Αχαιών τα πλήθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα γονικά την μάννα σου προβόδα, και άνδρ' ας πάρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όποιον θέλη ο πατέρας της κ' εκείνη προτιμήση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν μελετά τους Αχαιούς πολύ να βασανίση, </td><td align="right"> 115</td></tr> +<tr><td>με τα δώρα 'που επλούτισεν η Αθήνη την ψυχή της,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' έργα 'που ηξεύρει αξιόλογα, με νου λαμπρό 'που ευρίσκει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τεχνάσματ', όσα ουδέ ποτέ των παλαιών καμμία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καλοπλοκάμων Αχαιών ακούσθη να γνωρίζη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είτ' η Αλκμήνη, είτ' η Τυρώ, είτε η καλή Μυκήνη,— </td><td align="right"> 120</td></tr> +<tr><td>οπού καμμιά δεν ώμοιασε 'ς το νου της Πηνελόπης,—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμως, αν όλα εγνώρισε, τούτο σωστά δεν κρίνει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι το βιο, τα πλούτη σου, να τρώγουν δεν θα παύσουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσο 'που εκείνη έχει τον νουν αυτόν 'που μες τα στήθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της βάζουν οι αθάνατοι· 'ς τον εαυτόν της φήμην </td><td align="right"> 125</td></tr> +<tr><td>μεγάλην παίρνει, αλλ' αφαιρεί πολύν εσένα πλούτον·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδέ θα πάμε εις τους αγρούς εμείς ή αλλού, πριν κείνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λάβη άνδρ' από τους Αχαιούς, όποιον και αν προτιμήση».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του· «Αντίνοε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν γίνεται απ' το σπίτι μου εγώ να διώξω εκείνην, </td><td align="right"> 130</td></tr> +<tr><td>'που εγέννησέ με κ' έθρεψε· λείπει ο πατέρας, είτε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ζη κείνος είτ' απέθανε· και αν διώξω την μητέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μεγάλην τότε πληρωμήν ο Ικάριος θα μου πάρη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κακά θα πάθω και απ' αυτόν, και άλλα ο θεός θα δώση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των εριννύων την οργή, 'που θα μου κράξ' η μάννα, </td><td align="right"> 135</td></tr> +<tr><td>βγαίνοντας απ' το σπίτι μου· και ομού του κόσμου θα 'χω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τ' όνειδος· ώστε δεν θα 'πω ποτέ μου τέτοιον λόγο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν η ψυχή σας μόνη της το κρίμα της γνωρίζει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα μέγαρά μου αφήσετε, δείπνους αλλού ζητάτε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' το δικό σας τρώγετε, καθείς 'ς το σπίτι τ' άλλου. </td><td align="right"> 140</td></tr> +<tr><td>και αν πάλιν σεις ευρίσκετε καλό και δίκαιο τούτο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ανθρώπου ενός απλέρωτα να φθείρετ' η ουσία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θερίζετε· και βοηθούς εγώ τους αθανάτους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα κράξω, την εκδίκησιν ίσως μου δώση ο Δίας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όμοια 'δω μέσ' απλέρωτα και σεις αφανισθήτε». </td><td align="right"> 145</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, κ' ευθύς του 'στειλε ο βροντόφωνος Κρονίδης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δύ' αετούς απ' την κορφή του όρους να πετάξουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτοί για ολίγο επέτονταν εις ταις πνοαίς τ' ανέμου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με ταις φτερούγαις τεντωταίς, ο ένας σιμά 'ς τον άλλο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμ' ήλθαν 'ς την πολύφωνη την σύνοδο, 'ς την μέση, </td><td align="right"> 150</td></tr> +<tr><td>με συχνοφτερουγιάσματα τότ' εστριφογυρίσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλων αυτών ταις κεφαλαίς θανατηφόρα εκύτταν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με τα νύχια ως έσχισαν ταις όψες, τους λαιμούς τους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεξιά' φυγαν διαβαίνοντας τα σπίτια και την πόλι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τα όρνεα κείνοι εθαύμασαν 'που εφάνηκαν εμπρός τους, </td><td align="right"> 155</td></tr> +<tr><td>και όλο εκινούσαν 'ς την ψυχή τα έμελλαν να γείνουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο γέρος τους αγόρευσεν, ο ήρωας Αλιθέρσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Μαστορίδης, 'π' έξοχος των ομηλίκων ήταν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των όρνεων εις την γνώρισι κ' εις το να προμαντεύη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε· </td><td align="right"> 160</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και των μνηστήρων μάλιστα τούτα εξηγώ και λέγω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γιατί 'ς αυτούς μέγα κακό θα πέση· δεν θα μείνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Οδυσσηάς πολύν καιρό μακράν των ποθητών του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήδη κοντά 'ναι και όλεθρο 'ς όλους αυτούς φυτεύει· </td><td align="right"> 165</td></tr> +<tr><td>και άλλοι εγκάτοικοι πολλοί της φωτεινής Ιθάκης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα πάθουμε· αλλά σύγκαιρα πολύ να βουλευθούμε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πώς να τους εμποδίσουμεν, ή εκείνοι ας παύσουν πρώτοι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι καλό παντάπασι γι' αυτούς τούτο δεν είναι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν προμαντεύω ανήξερος, αλλά καλά γνωρίζω· </td><td align="right"> 170</td></tr> +<tr><td>και λέγ' ότι τελειωθήκαν εκείνου όσα τότ' είχα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του προειπή, 'σαν ώρμησαν 'ς το Ίλιον οι Αργείοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ανέβη και ο πολύγνωμος μ' εκείνους Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είπ', αφού πάθη πάμπολλα, και χάση τους συντρόφους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το εικοστόν έτος, άγνωστος εις όλους, θα επανέλθη </td><td align="right"> 175</td></tr> +<tr><td>εις την πατρίδα· και όλ' αυτά ιδού λαμβάνουν τέλος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο Ευρύμαχος απάντησε, το τέκνο του Πολύβου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω γέροντ', έλα πήγαινε σπίτι σου, των παιδιών σου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να προμαντεύης, μη κακό τους εύρη αυτού κατόπι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είμ' εγώ μάντις εις αυτά πολύ καλήτερός σου. </td><td align="right"> 180</td></tr> +<tr><td>όρνεα πολλά 'ναι όπου πετούν 'ς τον ήλιον αποκάτω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλα δεν είναι μαντικά· κ' εχάθ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πέρα, που να 'χες συντριφθή και συ μαζή μ' εκείνον.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τότ' εδώ δεν θα 'λεγες ταις τόσαις προμαντείαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδ' έτσι τον Τηλέμαχο θα εκέντας 'ς την οργή του, </td><td align="right"> 185</td></tr> +<tr><td>για δώρα, οπού 'ς το σπίτι σου να στείλη αυτός ελπίζεις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά θα σ' είπω φανερά, και ό,τι θα 'πω θα γείνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν συ, 'που ηξεύρεις και πολλά και παλαιά, τον νέον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παρακινήσης 'ς την οργή με λόγια αυτόν πλανώντας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνου τα παθήματα μάθε που θε ν' αυξήσουν, </td><td align="right"> 190</td></tr> +<tr><td>και τίποτ' εξ αιτίας σου δεν θέλει κατορθώσει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και σένα πρόστιμο βαρύ θα βάλουμεν, ω γέρε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'π' όταν πληρώσης, μέσα σου πολύ θ' αδημονήσης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τον Τηλέμαχον, εμπρός 'ς όλους, θα συμβουλεύσω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να υπάγη εις τον πατέρα της ας είπη της μητρός του· </td><td align="right"> 195</td></tr> +<tr><td>τον γάμο αυτοί θα κάμουσι, και θα ετοιμάσουν δώρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολλότατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως τότε θέλει ακολουθούν την βαρετή μνηστεία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι Αχαιοί, γιατί κανείς, θαρρώ, δεν μας φοβίζει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ούτε ο Τηλέμαχος αυτός, και ας είναι πολυλόγος. </td><td align="right"> 200</td></tr> +<tr><td>ουδέ ψηφούμε, γέροντα, τα όσα προμαντεύεις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τα χαμένα, και αποκτάς σφοδρότερο το μίσος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τα καλά του ελεεινά και αγύριστα θα τρώγουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσον αυτή 'ς τους Αχαιούς τον γάμο αργοποράει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ολοκαιρής προσμένοντας εμείς φιλονεικούμε </td><td align="right"> 205</td></tr> +<tr><td>για τούτην 'που 'ναι ασύγκριτη, και δεν ζητούμεν άλλαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όποιαν καθένας απ' εμάς να νυμφευθή ταιριάζει».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ευρύμαχε, κ' οι επίλοιποι σεις θαυμαστοί μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σας ούτε πλειά παρακαλώ για τούτα, ούτ' ομιλάω· </td><td align="right"> 210</td></tr> +<tr><td>ότ' ήδη κ' οι αθάνατοι και όλ' οι Αχαιοί τα ξεύρουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά δόστε μου ογλήγορο καράβι και συντρόφους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είκοσι, να με φέρουσιν εις το 'να μέρος, 'ς τ' άλλο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι 'ς την Σπάρτη θε να βγω και στην αμμώδη Πύλο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθω αν θα 'λθη, </td><td align="right"> 215</td></tr> +<tr><td>ή των θνητών κάποιος μου ειπή ή την φωνήν ακούσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που από τον Δί' ερχόμενη γεννοβολά την φήμη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν ο πατέρας ότι ζη και θα γυρίση ακούσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε, και ας στενοχωρηθώ, έν έτος θα υπομείνω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν πάλιν ότι απέθανεν ακούσω και ότι εχάθη, </td><td align="right"> 220</td></tr> +<tr><td>θε να 'λθω τότε 'ς την γλυκειά την γη την πατρική μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μνήμα θα υψώσω του πατρός, κ' εντάφια, ως πρέπει, δώρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολλά θα δώσω, κ' ύστερ' υπανδρεύω την μητέρα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και άμ' εκάθισε· και ο Μέντορας 'ς εκείνους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σηκώθη, 'που 'χε σύντροφον ο άψεγος Οδυσσέας, </td><td align="right"> 225</td></tr> +<tr><td>και φεύγοντας 'ς τα χέρια του το σπίτι του είχε αφήσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να πείθενται 'ς τον γέροντα, και να τηρή τα πάντα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλειά σκηπτροφόρος βασιληάς να μη φανή κανένας </td><td align="right"> 230</td></tr> +<tr><td>γλυκός, καλοπροαίρετος, και δίκαιος και πράος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ας είναι σκληρότροπος και τ' άνομα να πράζη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού τον θείον Οδυσσηά κανένας δεν θυμάται</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τους λαούς, 'που βασιληά τον είχαν και πατέρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδέ ποσώς ξενίζομαι 'ς τους ανδρικούς μνηστήραις, </td><td align="right"> 235</td></tr> +<tr><td>αν κάμνουν έργ' αρπατικά μ' επίβουλη την γνώμη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι αν αρπάζουν τ' Οδυσσηά και τρώγουσι το σπίτι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παίζουν με τα κεφάλια τους και λεν 'π' αυτός δεν θά 'λθη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τον επίλοιπον λαόν αγανακτώ, πώς όλοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άφωνοι κάθεσθε, και ουδέ με λόγια καν κτυπάτε, </td><td align="right"> 240</td></tr> +<tr><td>για να δαμάσετε οι πολλοί τους μετρητούς μνηστήραις».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο Ευηνορίδης Λειώκρητος απάντησεν εκείνου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Μέντορα ελεεινότατε, μωρότατε, τι είπες!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σπρώχνεις να μας δαμάσουσι, κ' είναι βαρύς ο αγώνας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για το τραπέζι αν κτυπηθούν με τους πολλούς οι ολίγοι· </td><td align="right"> 245</td></tr> +<tr><td>και αν ο Ιθακήσιος Οδυσσηάς εκείνος ήθελ' έλθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ήθελ' από το μέγαρο να διώξη επιχειρήση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το δώμα ενώ φαγοποτούν, τους θαυμαστούς μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδ' η γυνή του θα 'χαιρε πως ήλθε ο ποθητός της,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' άσχημο θα 'λάμβανε το τέλος εις τον τόπο, </td><td align="right"> 250</td></tr> +<tr><td>αν εκτυπιόνταν με πολλούς· κ' είν' άτακτα όσα είπες.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και σεις, λαοί, 'ς έργα σας καθένας σκορπισθήτε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τούτου θα ετοιμάσουσι το μίσεμ' ο Αλιθέρσης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο Μέντορας, οι πατρικοί φίλοι του· αλλά πιστεύω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολύν καιρό θα κάθεται μηνύματα ν' ακούη </td><td align="right"> 255</td></tr> +<tr><td>εις την Ιθάκη, ουδέ ποτέ θα κάμη το ταξείδι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε κ' εδιάλυσε την σύνοδο μ' ασπούδα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνοι εδιασκορπισθήκαν 'ς σπίτια τους καθένας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς τ' Οδυσσηά τα δώματα κίνησαν οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εσύρθηκε ο Τηλέμαχος μακράν εις τ' ακρογιάλι, </td><td align="right"> 260</td></tr> +<tr><td>με άρμη εχερονίφθηκε κ' εύχονταν της Αθήνης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Άκου με, 'που 'λθες χθες θεός εις το δικό μου σπίτι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμέ τα μαύρα πέλαγα παράγγειλες να σχίσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθω αν θα 'λθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ιδού 'που τώρ' οι Αχαιοί τούτ' όλα μου εμποδίζουν, </td><td align="right"> 265</td></tr> +<tr><td>κ' εξόχως η αποκοτιά των υβριστών μνηστήρων».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ευχήθη, και άμ' η Αθήνα εκεί σιμά του εφάνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' όλη ωμοιώθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τηλέμαχε', ουδ' ανόητος ουδ' άνανδρος κατόπι </td><td align="right"> 270</td></tr> +<tr><td>θε να 'σαι, αν έχης στάλαγμα της πατρικής ανδρείας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως αυτός ήταν καλός 'ς τα έργα και 'ς στους λόγους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε δεν ματαιόνεται, θα γείνη, το ταξείδι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν γόνος κείνου δεν είσαι και της Πηνελοπείας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κανέν' απ' όσα επιθυμείς, θαρρώ, δεν θα τελειώσης· </td><td align="right"> 275</td></tr> +<tr><td>ότ' είν' ολίγα τα παιδιά, 'που του πατρός ομοιάζουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χειρότεροι 'ναι οι πλειότεροι, καλήτεροί 'ναι ολίγοι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού δεν θα 'σαι ανόητος ούδ' άνανδρος κατόπι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδέ καθόλου σ' άφησε η γνώσι τ' Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα έργα τούτα πάντεχε 'που θα τα κατορθώσης. </td><td align="right"> 280</td></tr> +<tr><td>για τούτο αψήφα την βουλή συ των μωρών μνηστήρων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γνώσι και νου δεν έχουσι, και δίκαιο δεν γνωρίζουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν ξεύρουν 'που 'ναι τους κοντά ο θάνατος κ' η μαύρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μοίρα, 'π' όλους μονήμερα θα τους εξολοθρεύση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το ταξείδι, οπού ζητείς, πολύ δεν θέλει αργήση· </td><td align="right"> 285</td></tr> +<tr><td>φίλος σου εγώ 'μαι πατρικός και τέτοιος, 'που καράβι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα σου ετοιμάσω ογλήγορα, κ' εγώ μαζή σου θα 'λθω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' άμε συ 'ς το σπίτι σου, σμίγε με τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ταις τροφαίς ετοίμασε και κλείσε ταις 'ς τ' αγγεία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις ταις λαγήναις το κρασί, τ' αλεύρι, των ανθρώπων </td><td align="right"> 290</td></tr> +<tr><td>μεδούλι, εις πυκνά δέρματα· και απ' τον λαόν συντρόφους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα πάρω θεληματικούς· κ' είναι πολλά καράβια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις της Ιθάκης το νησί, και παλαιά και νέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το διαλεκτότερο απ' αυτά θα σου εύρω ν' αρματώσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς το ρίχνουμε έπειτα 'ς τα διάπλατα πελάγη». </td><td align="right"> 295</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε η κόρη του Διός, η Αθήνη· κ' εσηκώθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άμ' άκουσ' ο Τηλέμαχος την θεϊκή φωνή της.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και προς το σπίτι εβάδισε με την ψυχή θλιμμένη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εύρεν αυτού 'ς τα μέγαρα τους ανδρικούς μνηστήραις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'πού γίδια σχίζαν 'ς την αυλή και χοίρους καψαλίζαν. </td><td align="right"> 300</td></tr> +<tr><td>κ' ίσια προς τον Τηλέμαχον ο Αντίνοος γελώντας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήλθε, το χέρι του 'πιασεν, ωνόμασέ τον κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητε 'ς τον νου σου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μη βάζης άλλο τι κακόν, είτ' έργον είτε λόγον·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά τρώγε και πίνε μου 'σαν πρώτα· θα σου κάμουν </td><td align="right"> 305</td></tr> +<tr><td>ό,τι ζητείς οι Αχαιοί, καράβι, κουπηλάταις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καλούς, να φθάσης γλήγορα 'ς την Πύλο την αγία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως ζητήσης άκουσμα του θαυμαστού πατρός σου».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Αντίνοε, δεν γίνεται με σας, 'που αυθάδεις είσθε, </td><td align="right"> 310</td></tr> +<tr><td>εις το τραπέζι αμέριμνα να ευφράνω την ψυχή μου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και δεν αρκεί 'που εφθείρετε τόσα καλά δικά μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολύτιμα, όσο ανήλικος ήμουν εγώ, μνηστήρες;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα οπ' άνδρας έγεινα, και ακούοντας τους άλλους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πληροφορούμαι, κ' η ψυχή μέσα μου δυναμόνει, </td><td align="right"> 315</td></tr> +<tr><td>μαύραις ημέραις εις εσάς να φέρω θα πασχίσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την Πύλο είτε πηγαίνοντας, ή εδώ μες την Ιθάκη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα πάω — δεν ματαιόνεται, θα γείνη το ταξείδι—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως επιβάτης, επειδή κουπηλατών και πλοίου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κύριος δεν είμαι, αφού καλό και τούτο σας εφάνη». </td><td align="right"> 320</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, το χέρι του έσυρε απ' το χέρι τ' Αντινόου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εύκολα· κ' εσυγύριζαν το γεύμ' αυτού οι μνηστήρες</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκακολόγουν τον αυτοί κ' εμπαίζαν μεταξύ τους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και από τους νηούς τους υβρισταίς έλεγε κάποιος τούτα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Αλάθευτα ο Τηλέμαχος μας ετοιμάζει φόνον, </td><td align="right"> 325</td></tr> +<tr><td>είτε θα φέρη βοηθούς απ' την αμμώδη Πύλο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είτε απ' την Σπάρτην, επειδή και ορμή δείχνει μεγάλη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μην ίσως και 'ς την Έφυρα, το καρποφόρο χώμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα πάη, κείθε θανάσιμα να φέρη εδώ βοτάνια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εις τον κρατήρα ρίξη τα και όλους μας θανατώση». </td><td align="right"> 330</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και πάλιν άλλος υβριστής έλεγε· «Ποιος ηξεύρει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εάν και αυτός 'ς το βαθουλό καράβι θα πλανάται</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μακράν των φίλων και χαθή, ωσάν τον Οδυσσέα;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις κόπους θα μας έβαζε τότε, να μοιρασθούμε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα κτήματ' όλα, αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, </td><td align="right"> 335</td></tr> +<tr><td>να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που ήθε την πάρη νύμφη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και εις του πατρός το υψηλό θάλαμο αυτός κατέβη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλατύν, όπ' ήσαν σωρευτά χάλκωμα και χρυσάφι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τ' αρμάρια τα φορέματα, και περισσά τα μύρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μέσα παλαιού κρασιού γλυκύτατου πιθάρια </td><td align="right"> 340</td></tr> +<tr><td>στέκονταν, όλα γεμιστά θείο πιοτό και ακράτο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον τοίχο αράδα κολλητά, αν ίσως καί ποτ' έλθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την πατρίδ' ο Οδυσσηάς, 'ς το τέλος των δεινών του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σανίδαις είχε δίφυλλαις πυκνά συναρμοσμέναις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ημέρα νύκτα ευρίσκονταν κελλάρισσα γυναίκα </td><td align="right"> 345</td></tr> +<tr><td>αυτού, 'π' όλα τα εφύλαγε, με προσοχή, με γνώσι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Ευρύκλεια, 'που 'ταν γέννημα τ' Ώπα Πεισηνορίδη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον θάλαμο ο Τηλέμαχος έκραξε αυτήν και είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Μάννα, έλα βάλε μου κρασί γλυκό μες τα λαγήνια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το νόστιμον, έξω απ' αυτό, 'που συ φυλάς για κείνον </td><td align="right"> 350</td></tr> +<tr><td>τον άμοιρον, ότι θαρρείς πως κάποθ' ίσως θα 'λθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο διογενής ο Οδυσσηάς, τον θάνατον αν φύγη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και γέμισέ μου δώδεκα, και άμ' όλα σφάλισέ τα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αλεύρια 'ς τα καλόρραφτα δερμάτια να μου χύσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να γείνουν μέτρα είκοσι μυλαλεσμένο αστάχυ. </td><td align="right"> 355</td></tr> +<tr><td>και γνώριζέ τα μόνη σου· και όλα μαζή να τα 'χης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι θε να 'λθω αποσπερής να τα σηκώσω, οπόταν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θε ν' αναιβή 'ς τ' ανώγια της ν' αναπαυθή η μητέρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι θα πάω 'ς την Σπάρτη εγώ και 'ς την αμμώδη Πύλο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο αγαπητός πατέρας μου ν' ακούσω αν θα γυρίση». </td><td align="right"> 360</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, κ' η Ευρύκλεια θρήνησεν, η αγαπητή βυζάστρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κλαίοντας του μίλησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Και πώς, παιδί μου, ο στοχασμός 'ςτον νου σου αυτός γεννήθη;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με ποιον τρόπο θε να πας της γης εις τόσο μάκρος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που 'σαι μονάκριβος υιός! και απ' την πατρίδα πέρα </td><td align="right"> 365</td></tr> +<tr><td>εχάθ' εις άγνωστους λαούς ο θείος Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτοί θα σ' επιβουλευθούν με δόλο, άμ' εσύ φύγης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να σ' αφανίσουν, και όλ' αυτά να μοιρασθούν εκείνοι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά κάθου 'ς το σπίτι σου· ποσώς δεν σε συμφέρει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τ' άπατο μέσα πέλαγος κακά να παραδέρνης». </td><td align="right"> 370</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Θάρρευε, μάννα· του θεού δεν λείπ' εις τούτα η γνώμη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όμωσε, αυτά να μη τα ειπής της ποθητής μητρός μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πριν παρά να 'λθη η ενδέκατη κ' η δωδεκάτ' ημέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή πριν αυτή ποθήση με και ακούση πως εβγήκα, </td><td align="right"> 375</td></tr> +<tr><td>όπως μη φθείρη κλαίοντας την εύμορφην ειδή της».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε· και ώμοσε η γρηά θεών τον μέγαν όρκον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού τον όρκον ώμοσε κ' ετέλειωσεν εκείνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ευθύς το κρασί του 'βγαλε κ' έβαλε 'ς τα λαγήνια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τ' αλεύρια 'ς τα καλόρραφτα δερμάτια· και 'ς το δώμα </td><td align="right"> 380</td></tr> +<tr><td>εγύρισε ο Τηλέμαχος κ' έσμιξε τους μνηστήραις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότ' άλλο εφεύρηκ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Τηλεμάχου ωμοιώθηκε κ' εγύριζε την πόλι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους άνδρες επλησίαζε, του καθενός ωμίλει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το εσπέρας όλοι 'ς το γοργό καράβι να καταίβουν. </td><td align="right"> 385</td></tr> +<tr><td>κ' εζήτησε απ' τον φωτεινόν Νοήμονα Φρονίδη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γοργό καράβι· πρόθυμος εκείνος το υποσχέθη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο ήλιος ως βασίλευε, κ' ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το πέλαο ρίχνει το γοργόν πλοίον και μέσα βάζει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τ' άρμενα όλα, όσα φορούν κολοστρωμένα πλοία, </td><td align="right"> 390</td></tr> +<tr><td>κ' εις τον λιμέν' αράζει το, και γύρω οι λαμπροί νέοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>συνάζοντ' όλοι, κ' η θεά καθέναν εμψυχόνει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότ' άλλο εφεύρηκ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα δώματ' επορεύθηκε του θείου Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και των μνηστήρων έχυσεν ύπνο γλυκό, και ζάλη </td><td align="right"> 395</td></tr> +<tr><td>τους έφερ' εκεί, 'πώπιναν, κ' ερρίξαν τα ποτήρια.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και να πλαγιάσουν σκόρπισαν 'ς την πόλι, ουδέ καθόνταν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλέον, ότι τα βλέφαρα τους βάρυνεν ο ύπνος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότ' είπε τον Τηλέμαχον η γλαυκομμάτ' Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έξωθ' απ' τα καλόκτιστα μέγαρ' αυτόν καλώντας, </td><td align="right"> 400</td></tr> +<tr><td>και 'ς το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' ώμοιαζ' όλη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Οι ευκνήμιδες συντρόφοι σου, Τηλέμαχε, αναμένουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις το κουπί καθήμενοι, μόνον το κίνημά σου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πάμε, και ας μην αργήσουμε να εμπούμ' ευθύς 'ς τον δρόμο».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη </td><td align="right"> 405</td></tr> +<tr><td>γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμα 'ς το πλοίον έφθασαν, 'ς της θάλασσας την άκρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους κομοφόρους εύρηκε συντρόφους 'ς τ' ακρογιάλι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο δυνατός Τηλέμαχος ωμίλησέ τους κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ελάτε, φίλοι, ταις τροφαίς να φέρουμε· ήδη 'ναι όλα </td><td align="right"> 410</td></tr> +<tr><td>μαζή 'ς το μέγαρο· το ουδέν δεν έμαθ' η μητέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και από ταις δούλαις μόνη μια το πράγμ' αυτό γνωρίζει».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε κ' επροπορεύθηκε κ' εκείνοι ακολουθούσαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλα τα πήραν κ' έθεσαν μες το καλοστρωμένο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καράβι, ως επαράγγειλεν ο γόνος του Οδυσσέα. </td><td align="right"> 415</td></tr> +<tr><td>και ανέβηκε ο Τηλέμαχος 'ς το πλοίον, κ' εκυβέρνα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Αθηνά, κ' εκάθισε 'ς την πρύμνη· και σιμά της</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κάθισεν ο Τηλέμαχος· τα παλαμάρια κείνοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λύσαν, ανέβηκαν και αυτοί και 'ς τα ζυγά καθίσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς πρύμον τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, </td><td align="right"> 420</td></tr> +<tr><td>τον Ζέφυρον 'που αχά σφοδρός 'ς το μαύρο κύμα επάνω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' επρόσταξε ο Τηλέμαχος αμέσως τους συντρόφους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να πιάσουν τ' άρμεν'· άκουσαν την προσταγήν εκείνοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εσήκωσαν και άμ' έστησαν 'ς το κοίλο μεσοδόκι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια. </td><td align="right"> 425</td></tr> +<tr><td>κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα ολόλευκα πανία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μες τη μέση το πανί ο άνεμος φουσκόνει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς την καρίνα, ως σχίζεται, βροντή το μαύρο κύμα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έτρεχ' εκείνο κ' έκοβε δρόμον πολύ 'ς το κύμα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έδεσεν όλα τ' άρμενα 'ς το μαύρο το καράβι, </td><td align="right"> 430</td></tr> +<tr><td>και με κρασί στεφάνωσαν κρατήραις οπού 'στήσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και των θεών εσπόνδισαν αφθάρτων, αθανάτων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μάλιστα προς του Διός την γλαυκομμάτα κόρη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ολονυκτής και την αυγήν εκείνο επροχωρούσε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td><b>Ραψωδία Γ</b></td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ανέβη ο Ήλιος, 'π' άφησε την ωραιοτάτη λίμνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τον πολύχαλκο ουρανό, προς τους θεούς να λάμψη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τους ανθρώπους τους θνητούς 'ς την γη την σιτοδώρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την λαμπρήν Πύλον έφθασαν, την πόλι του Νηλέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτού κατάγιαλα ο λαός θυσίαν ετελούσε, </td><td align="right"> 5</td></tr> +<tr><td>ταύρους ολόμαυρους σφαγή του γλαυκοχαίτη σείστη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έδραις αράδα ήσαν εννηά, κάθονταν πεντακόσοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις καθεμιά, κ' εις καθεμιά σφάζονταν εννηά ταύροι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα σπλάγχνα τούτοι ως να γευθούν και τα μεριά να κάψουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προς τον θεό, κείνοι έμπαιναν· 'ς το ισόμετρο καράβι </td><td align="right"> 10</td></tr> +<tr><td>όλα εμαζώξαν τα πανιά, τ' άραξαν και άμ' εβγήκαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εβγήκε και ο Τηλέμαχος και ωδήγα τον η Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του πρωτομίλησ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Δεν πρέπει να 'σαι εντροπαλός, Τηλέμαχ', εσύ πλέον·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γι' αυτό το πέλαγο έσχισες, να μάθης τον πατέρα </td><td align="right"> 15</td></tr> +<tr><td>ποιο χώμα τον εσκέπασε, ποια μοίρα τον ευρήκε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ίσια 'ς τον ιππόδαμο τον Νέστορα πορεύου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ας μάθουμε 'ς τα στήθη του ποιαν γνώμη κρύβει εκείνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ατός σου παρακάλειε τον, όπως μας είπη αλήθεια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είν' άνδρας συνετώτατος· δεν θέλ' ειπή το ψέμμα». </td><td align="right"> 20</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Μέντορα, πώς να υπάγω εγώ, πώς να τον χαιρετήσω;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγώ 'μαι ακόμη αδίδακτος 'ς τα μετρημένα λόγια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και να ερωτά τον γέροντα ευλάβειαν έχει ο νέος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε η θεά του απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· </td><td align="right"> 25</td></tr> +<tr><td>«Άλλα και μόνος θέλει ευρής, Τηλέμαχε, 'ς τον νου σου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άλλα θεός θέλει σου ειπή· και 'ς των θεών το πείσμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θαρρώ, δεν σ' έχ' η μάννα σου γεννήσει και αναστήσει».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπ', εξεκίνησ' η θεά, γοργά και αυτός κατόπι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έφθασαν 'ς την ομήγυρι, 'ς ταις έδραις των Πυλίων· </td><td align="right"> 30</td></tr> +<tr><td>και αντάμ' αυτού με τους υιούς ο Νέστορας καθόνταν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ολόγυρά του ευτρέπιζαν οι φίλοι την θυσία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μέρος κρέατ' έψηναν και μέρος εσουβλίζαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους ξένους άμ' είδαν αυτοί, κίνησαν όλοι ομάδι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με ασπασμούς τους δέχθηκαν, τους είπαν να καθίσουν· </td><td align="right"> 35</td></tr> +<tr><td>και πρώτος ο Πεισίστρατος πλησιάζει ο Νεστορίδης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα χέρια σφίγγει και των δυο, 'ς την τράπεζα τους φέρει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις ταις προβιαίς ταις μαλακαίς, 'ς τον άμμο, τους καθίζει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Θρασυμήδη, του αδελφού, και του πατρός, 'ς τη μέση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και από τα σπλάχνα δίδει τους μερίδαις και γεμίζει </td><td align="right"> 40</td></tr> +<tr><td>χρυσό ποτήρι με κρασί, και χαιρετώντας λέγει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της Αθηνάς, της θηγατρός του αιγιδοφόρου Δία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Του Ποσειδώνα βασιληά, ευχήσου, ω ξένε, τώρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που εδώ φθασμένοι έτυχε 'ς την εκατόμβη εκείνου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού σπονδίσης κ' ευχηθής, ως πρέπει, δος και τούτου </td><td align="right"> 45</td></tr> +<tr><td>την κούπα του γλυκύτατου κρασιού για να σπονδίση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι και αυτός θα εύχεται, θαρρώ, των αθανάτων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και των θεών οι άνθρωποι ανάγκην έχουν όλοι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' είν' αυτός νεώτερος, ομήλικος μ' εμένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ώστε θα δώσω πρώτα εσέ το τ' ολόχρυσο ποτήρι». </td><td align="right"> 50</td></tr> +<tr><td>Την κούπα με γλυκό κρασί της έβαλε 'ς τα χέρια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άρεσ' ο άνδρας συνετός και δίκαιος της Αθήνης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι πρώτ' έδωκεν αυτής τ' ολόχρυσο ποτήρι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευχήθη ευθύς του βασιληά θερμά του Ποσειδώνα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Εισάκουσέ μας ταις ευχαίς, γεωφόρε Ποσειδώνα· </td><td align="right"> 55</td></tr> +<tr><td>τούτα, που τώρα ευχόμασθε, να γείνουν χάρισέ μας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πρώτα του Νέστορα ευτυχιαίς δώρει και των παιδιών του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κατόπιν ανταπόδιδε εις όλους τους Πυλίους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χαριτωμένην αμοιβή της ξακουστής θυσίας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τον Τηλέμαχο κ' εμέ, να γύρουμε, αφού πράξη </td><td align="right"> 60</td></tr> +<tr><td>ό,τ' ήλθαμε με το γοργό καράβι εδώ ζητώντας».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εύχεται και όλα, όσα ζητεί, η ίδια τελειόνει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Τηλεμάχου πέρασε το δίκουπο ποτήρι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ταις ίδιαις έκαμεν ευχαίς ο γόνος του Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού τα κρέατ' έψησαν τα επάνω και τα εβγάλαν, </td><td align="right"> 65</td></tr> +<tr><td>μερτικά εκάμαν και άρχισαν το θαυμαστό τραπέζι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ωμίλησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Και τώρα είναι καλήτερο να εξετασθούν οι ξένοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ποιοί είναι, αφού 'ς την τράπεζαν ευφράνθηκαν· ω ξένοι, </td><td align="right"> 70</td></tr> +<tr><td>ποιοί είσθε; πόθεν πλέετε τους δρόμους της θαλλάσσης;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να εμπορευθήτε εβγήκετε ή του κακού πλανάσθε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα πέλαγ', ως οι πειραταίς; πλανώνται αυτοί και φέρνουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την ζωήν τους κινδυνεύοντας, βλάβη των αλλοφύλων».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος του απάντησε με θάρρος· </td><td align="right"> 75</td></tr> +<tr><td>κ' η ίδια Αθήνη του 'βαλε το θάρρος 'ς την καρδία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για τον πατέρα, 'που 'λειπεν, όπως τον ερωτήση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όπως 'ς τον κόσμον εύμορφη τον περιλάβη φήμη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω Νηληάδη Νέστορα, των Αχαιών ω δόξα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπόθεν είμασθ' ερωτάς κ' εγώ θα σου το είπω· </td><td align="right"> 80</td></tr> +<tr><td>απ' την Ιθάκη ερχόμασθε, 'που ισκιάζεται απ' το Νείον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' η χρεία τούτη, του κοινού δεν είναι, αλλά δική μου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κάπου ν' ακούσω αναζητώ την δόξα του πατρός μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του στερεόκαρδου Οδυσσηά, που έναν καιρό μαζή σου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λέγουν ότι μαχόμενος επόρθησε την Τροίαν, </td><td align="right"> 85</td></tr> +<tr><td>και όλων των άλλων 'πώχουσι τους Τρώαις πολεμήσει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπου εκακοθανάτισε καθένας του, ακούμε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνου όμως και τον όλεθρον έκρυψεν ο Κρονίδης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι κανείς δεν δύναται να ειπή ρητώς πού εχάθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είτε 'ς την γην έπεσ' αυτός απ' των εχθρών τα χέρια, </td><td align="right"> 90</td></tr> +<tr><td>ή πήρε αυτόν ο αμέτρητος βυθός της Αμφιτρίτης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για τούτο τώρα σου 'πεσα 'ς τα γόνατα, να μάθω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε παραδαρμούς η μοίρα. </td><td align="right"> 95</td></tr> +<tr><td>μηδ' από σέβας το μηδέν ή λύπη μου γλυκάνης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες ειπέ μου ένα προς ένα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ναι σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λόγον ή πράξι εδέχθηκε κ' ετέλειωσε για σένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη, </td><td align="right"> 100</td></tr> +<tr><td>τώρα να μου τα θυμηθής, κ' ειπέ μου την αλήθεια».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και απάντησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Φίλ', επειδή μου ενθύμισες τα πάθη, 'που εκεί πέρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πάθαμ' εμείς των Αχαιών τ' αδάμαστα τα γένη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όσα 'ς τα γλαυκά πέλαγα πλανώμενοι με πλοία, </td><td align="right"> 105</td></tr> +<tr><td>όπου ωδηγούσ' ο Αχιλληάς για λάφυρα, και άμ' όσα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το μέγα κάστρ' ολόγυρα του βασιληά Πριάμου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μαχόμενοι· αυτού έπεσε το άνθος των ανδρείων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτού ο φρικτός Αίαντας, αυτού και ο Αχιλλέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείτονται· αυτού και ο Πάτροκλος που 'ταν θεός 'ς την γνώσι· </td><td align="right"> 110</td></tr> +<tr><td>αυτού παιδί μου αγαπητό, άψεγο και γενναίο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Αντίλοχος ταχύτατος και ακλόνητος 'ς την μάχη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άλλα πολλά παθήματα σιμά 'ς αυτά μας ηύραν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ποιος θνητός είν' αρκετός όλα να τα ιστορήση;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πέντε κ' έξι αν έμενες χρόνους εδώ, να μάθης </td><td align="right"> 115</td></tr> +<tr><td>πόσα έπαθαν των Αχαιών εκεί τα λαμπρά γένη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα εβάρυνες και θα 'φευγες, πριν μάθης, 'ς την πατρίδα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι εννηά χρόνους πλέκαμε τον χαλασμό τους, μ' όλαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ταις τέχναις, και όμως μεταβιάς τον τέλειωσ' ο Κρονίδης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτού κανείς τον Οδυσσηά 'ς την γνώσι ν' αντικρύση </td><td align="right"> 120</td></tr> +<tr><td>δεν ήθελεν, ότι πολύ τους άλλους ενικούσε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς ταις τέχναις όλαις, ο λαμπρός πατέρας σου, αν υιός του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είσαι τωόντι· σεβασμός με παίρνει ως σε κυττάζω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προσομιάζ' η ομιλιά πολύ, κ' είν' ένα θαύμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προσόμοια τόσο να ομιλή μικρός την ηλικία. </td><td align="right"> 125</td></tr> +<tr><td>τότε δεν ευρεθήκαμεν, εγώ και ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ασύμφωνοι, ούτ' εις σύνοδον ούτε εις βουλή, ποτέ μας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά μιαν γνώμην έχοντας, με νου και μ' ορθή σκέψι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ευρίσκαμ' ό,τι εδύνονταν να σώση τους Αργείους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' άμα κάτω ερρίξαμε την Τροίαν και 'ς τα πλοία </td><td align="right"> 130</td></tr> +<tr><td>μπήκαμε, και τους Αχαιούς θεός εσκόρπισ' όλους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κακήν 'ς αυτούς επιστροφή τότε εμελέτα ο Δίας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επειδή όλοι φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όθεν εσύντριψε πολλούς 'ς την τρομερήν οργή της</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε η γλαυκόμματη θεά, φρικτού πατρός η κόρη, </td><td align="right"> 135</td></tr> +<tr><td>'που την διχόνοιαν έσπειρε 'ς τους αδελφούς Ατρείδαις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκάλεσαν εις σύνοδο τους Αχαιούς εκείνοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλους, αλλ' όμως ξώκαιρα, 'ς την δύσι του Ηλίου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τα παιδιά των Αχαιών έφθασαν κρασωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνοι εξήγαν τον σκοπό 'που εσύναξαν τα πλήθη· </td><td align="right"> 140</td></tr> +<tr><td>τότε ο Μενέλαος έλεγε να συνταχθούν να φύγουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλ' οι Αχαιοί 'ς τα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν το 'στεργε ο Αγαμέμνονας και τον λαόν εκράτει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ήθελε πρώτον ιεραίς να σφάξουν εκατόμβαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την φοβερή της Αθηνάς οργήν όπως πραΰνη· </td><td align="right"> 145</td></tr> +<tr><td>μωρός, ουδ' ήξευρε 'π' αυτήν δεν ήθελε μαλάξη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι εύκολα δεν στρέφεται ο νους των αθανάτων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' οι δύο 'κείνοι ως στέκονταν, σκληρά λογομαχώντας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ξάφνου εσηκώθη, σκόρπισε των Αχαιών το πλήθος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' αλαλαγμόν αμίλητο, κ' εις γνώμαις δυο σχισθήκαν· </td><td align="right"> 150</td></tr> +<tr><td>και όλη την νύκτα ετρέφαμε μίσος ανάμεσόν μας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι μεγάλαις συμφοραίς ωργάνιζεν ο Δίας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμείς εσύραμε πρωί 'ς την θάλασσα την θεία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα πλοία με τα κτήματα και ταις βαθειά ζωσμέναις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γυναίκαις· κ' έμειναν αυτού το ήμισυ του πλήθους, </td><td align="right"> 155</td></tr> +<tr><td>σιμά 'ς τον Αγαμέμνονα τον ηγεμόν' Ατρείδη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έτσι 'ς τα πλοία μπήκαμε, κ' έπλεαν αυτά με βία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι θεός τα τρίσβαθα μας έστρωσε πελάγη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ς' την Τένεδο, διαβαίνοντας να πάμε 'ς την πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εσφάξαμε προς τους θεούς· δεν έστεργεν ο Δίας </td><td align="right"> 160</td></tr> +<tr><td>να φθάσουμε, αλλ' ο άσπλαχνος κακήν πάλι διχόνοιαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εγέννησε, κ' εγύρισαν με τα κυρτά καράβια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μέρος με τον πολύβουλον, ανδρείον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τ' 'Ατρείδη τ' Αγαμέμνονα να χαρισθούν εκείνοι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγώ μ' όλα τα πλοία μου κίνησα ευθύς να φύγω, </td><td align="right"> 165</td></tr> +<tr><td>ότι έβλεπα 'που συμφοραίς είχε ο θεός 'ς τον νου του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως και ο Τυδείδης έφευγε κ' εκίνα τους συντρόφους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο ξανθός Μενέλαος μας πρόφθασε κατόπι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την Λέσβο, 'που λογιάζαμε το μακρυνό ταξείδι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είτε απεπάνω από την Χιό την πετρωτή να βγούμε, </td><td align="right"> 170</td></tr> +<tr><td>προς την Ψυρία, 'ς τα ζερβιά κυττάζοντας εκείνην,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή κάτω, 'που 'ναι ο Μίμαντας αντίκρυ ο ανεμισμένος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του θεού ζητούσαμε σημείο να μας δείξη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έδειξε, και να κόψουμε το πέλαγ' ως την Εύβοια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μας είπε, όπως ταχύτερα σωθούμε απ' την οδύνη. </td><td align="right"> 175</td></tr> +<tr><td>πρύμος τότ' έπνευσε ηχηρός· 'ς τους ιχθυοφόρους δρόμους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα πλοία τρέχαν και άραξαν 'ς την Γεραιστό την νύκτα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Ποσειδώνα τότε αυτού ταύρων πολλά μερία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκάψαμε, ότι πέλαγος μέγα είχαμε μετρήσει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τέταρτ' ημέρα, οι σύντροφοι Διομήδη του ιπποδάμου </td><td align="right"> 180</td></tr> +<tr><td>'ς τα νερά τ' Άργους έστησαν τα ισόμετρα καράβια.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κατά την Πύλο αρμένιζα εγώ και άκοπα εφύσα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως τον πρωτόστειλε ο θεός, ο άνεμος ο πρύμος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ιδού πώς ήλθ' ανήξερος, παιδί μου, ουδέ γνωρίζω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των Αχαιών ποιοι χάθηκαν, και ποιοι πάλι εσωθήκαν· </td><td align="right"> 185</td></tr> +<tr><td>αλλ' όσα εδώ καθήμενος 'ς τα μέγαρά μου ακούω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως πρέπει, θέλει σου τα ειπώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λέγουν πως εκαλόφθασαν οι ανδρείοι Μυρμιδόνες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που του υψηλόφρονα Αχιλληά ωδήγα ο λαμπρός γόνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καλά και ο υιός του Ποίαντα, ο ένδοξος Φιλοκτήτης· </td><td align="right"> 190</td></tr> +<tr><td>και όλους τους άνδραις έμπασε 'ς την Κρήτη ο Ιδομενέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσους τ' άφησε ο πόλεμος· τα κύμα δεν του επήρε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για τον Ατρείδη εμάθετε και σεις, μακράν 'που είσθε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πώς ήλθε, πώς ελεεινό του ετοίμασε το τέλος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Αίγισθος· αλλά τρομερά το πλέρωσε εκείνος. </td><td align="right"> 195</td></tr> +<tr><td>τόσον αξίζει ένα παιδί ν' αφίνη ο απεθαμένος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως βλέπεις 'που τον Αίγισθον εκείνος εκδικήθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον δόλιο, 'που του 'φόνευσε τον ένδοξον πατέρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Φίλε, και συ, 'που 'σαι καλός και μέγας, ως σε βλέπω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γενναίος γίνε, οι απόγονοι να σε καλολογήσουν». </td><td align="right"> 200</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω Νηληάδη Νέστορα, των Αχαιών ω δόξα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καλά τον εκδικήθηκεν εκείνος, και την φήμη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θε να του απλώσουν οι Αχαιοί και εις τα τρισέγγονά τους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είθε να εζώναν οι θεοί κ' εμέ δύναμιν τόση, </td><td align="right"> 205</td></tr> +<tr><td>να εκδικηθώ την αδικιά των πονηρών μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που υβρίζουν, και άνομα πολλά ενάντια μου οργανίζουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' οι θεοί δεν έκλωσαν παρόμοιαν ευτυχίαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τον πατέρα κ' εις εμέ· και ανάγκη να υπομείνω».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης· </td><td align="right"> 210</td></tr> +<tr><td>«Φίλ', επειδή μου ενθύμισες το πράγμ' αυτό και μου 'πες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λέγουν 'που την μητέρα σου πολλοί ζητούν μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και σπίτι σου σε τυρανούν, πολλ' άνομα οργανίζουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σ' έχει μίσος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο λαός όλος, του θεού φωνήν ακολουθώντας; </td><td align="right"> 215</td></tr> +<tr><td>ποιος ξεύρει μη την βία τους πλερώση αυτός μίαν ώρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μόνος, ή από τους Αχαιούς συνωδευμένος όλους;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι αν σε θέλει ν' αγαπά η γλαυκομμάτ' Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόσ', όσο για τον ένδοξο πονούσεν Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχαμε μύρια πάθη,— </td><td align="right"> 220</td></tr> +<tr><td>θεόν δεν είδα φανερά να δείξη την αγάπη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως φανερά την έδειχνεν η Αθήνη 'ς το πλευρό του,—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν σ' όμοια θέλει ν' αγαπά και να πονή για σένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε απ' αυτούς πολλοί, θαρρώ, τον γάμο θ' αστοχήσουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου· </td><td align="right"> 225</td></tr> +<tr><td>«Αυτό 'που λέγεις, γέροντα, να γίνη δεν πιστεύω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μεγάλο το 'χω, θαυμαστό· ποτέ μου δεν ελπίζω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το πράγμα να κατορθωθή, και αν οι θεοί θελήσουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και προς αυτόν ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τηλέμαχε, τι σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα; </td><td align="right"> 230</td></tr> +<tr><td>άνδρα θεός και από μακράν, αν θέλη, εύκολα σώζει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καλλιά 'χα να βασανισθώ, πολύ να παραδείρω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως την πατρίδα μου να ιδώ, παρά 'ς τα γονικά μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άμα πατήσω, ο θάνατος να μ' εύρη, ως τον Ατρείδη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'πώπεσε, από της γυναικός τον δόλο και του Αιγίσθου. </td><td align="right"> 235</td></tr> +<tr><td>αλλ' είναι ο θάνατος κοινός, ουδ' ημπορούν να σώσουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και φίλον άνδρ' οι αθάνατοι, οπόταν έλθ' η μαύρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου, να τον πάρη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Μέντορ', ας παύσουμεν αυτά του πόνου μας τα λόγια· </td><td align="right"> 240</td></tr> +<tr><td>εκείνος είναι αγύριστος· κ' ήδη του αποφασίσαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θάνατον οι αθάνατοι και μαυρισμένην μοίρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα εγώ τον Νέστορα πράγμ' άλλο θα ερωτήσω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι δεν κρίνει ωσάν αυτόν κανείς, ουδέ γνωρίζει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τι λέγουν 'που εβασίλευσε τρεις γενεαίς ανθρώπων, </td><td align="right"> 245</td></tr> +<tr><td>και αθάνατος μου φαίνεται 'ς την όψι, ως τον κυττάζω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ω Νηληάδη Νέστορα, συ 'πέ μου την αλήθεια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πώς έπεσ' ο Αγαμέμνονας, ο δυνατός Ατρείδης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πού ευρίσκετ' ο Μενέλαος; ποιον δόλον εσοφίσθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Αίγισθος, κ' εφόνευσε πολύ καλήτερόν του; </td><td align="right"> 250</td></tr> +<tr><td>ή 'ς τ' Άργος το Αχαϊκό δεν ήτο, αλλά 'ς τα ξένα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλανιόνταν, κ' έτσι εθάρρεψε κείνος, κ' εφόνευσέ τον;»</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Κ' εγ' όλα τούτα, τέκνο μου, θέλει σου 'πω μ' αλήθεια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μόνος σου φαντάζεσαι πως τούτα ήθελε γείνουν, </td><td align="right"> 255</td></tr> +<tr><td>αν ζωντανόν τον Αίγισθο 'ς τα μέγαρα ήθελ' εύρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε ο ξανθός Μενέλαος, φθασμένος απ' την Τροία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε ουδέ χώμα εις τον νεκρόν εκείνου ήθελε ρίξουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά θα τον κατάτρωγαν πετούμενα και σκύλοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απόρρικτον 'ς την εξοχήν· ουδ' ήθελε Αχαιίδα </td><td align="right"> 260</td></tr> +<tr><td>καμμιά τον κλάψη· ότι έπραξεν έργο φρικτό και μέγα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι εκεί μέναμεν εμείς, 'ς τους τρομερούς αγώναις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτός, εις τ' Άργους την καρδιάν, ήσυχος την γυναίκα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έπασχε του Αγαμέμνονα με λόγια να μαγεύση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αρνιόνταν πρώτα τ' άπρεπον έργον η Κλυταιμνήστρα· </td><td align="right"> 265</td></tr> +<tr><td>ότ' είχε γνώμην αγαθή· και ακόμ' είχε σιμά της</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον αοιδόν, 'που ως έφευγεν ο Ατρείδης για την Τροία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να του φυλά την σύντροφο θερμά 'χε παραγγείλει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ότε η μοίρα των θεών τον σπέδισε να πέση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότ' έσυρε τον αοιδόν ς' έρμο νησί και αφήκε, </td><td align="right"> 270</td></tr> +<tr><td>ηύρεμα να 'ναι και τροφή των πετεινών, κ' εκείνην</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πρόθυμος εις το σπίτι του πρόθυμην την επήρε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και των θεών εις τους βωμούς πολλά 'καψε μερία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολλά στολίδια κρέμασεν, υφάσματα, χρυσάφι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' είχε πράγμ' ανέλπιστο και μέγα κατορθώσει. </td><td align="right"> 275</td></tr> +<tr><td>κ' εμείς αντάμα επλέαμεν, ως φίλοι, εγώ και ο Ατρείδης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' την Τρωάδα ερχόμενοι· αλλ' όταν 'ς του Σουνίου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των Αθηναίων φθάσαμε το άγιον ακρωτήρι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Μενελάου φόνευσε τότε τον κυβερνήτην</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Φοίβος ο Απόλλωνας με τ' άλυπά του βέλη, </td><td align="right"> 280</td></tr> +<tr><td>ενώ του πλοίου, 'πώτρεχεν, εκράτει το τιμόνι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον Φρόντι του Ονήτορα, 'που εις όλους ήταν πρώτος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όταν μανίζ' η τρικυμιά, να κυβερνά καράβι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έτσι αυτός, μ' όλον 'που 'χε βια, έμεινε αυτού να θάψη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον φίλο, και νεκρώσιμα να του προσφέρη δώρα. </td><td align="right"> 285</td></tr> +<tr><td>αλλ' όταν εις τα πέλαγα τα σκοτεινά κ' εκείνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εβγήκε με τα πλοία του, και 'ς τ' όρος τον Μαλέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γοργά 'φθασε, ο βροντόφωνος Δίας φρικτό ταξείδι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του ετοίμασε, και του 'στειλε σφοδρών πνοαίς ανέμων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κύματα, 'που εφούσκοναν και ως όρη εμεγαλόναν. </td><td align="right"> 290</td></tr> +<tr><td>και τα καράβια χώρισε, μέρος σιμά 'ς την Κρήτη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που κατοικούν οι Κύδωνες, 'ς το ρεύμα του Ιαρδάνου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μια πέτρα υψόνεται γλυστρή, 'ς τα σκοτεινά πελάγη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς άκρη της Γόρτυνος, και αυτού, προς την Φαιστόν, ο Νότος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προς τ' ακρωτήρι το ζερβί μεγάλο κύμ' αμπώθει, </td><td align="right"> 295</td></tr> +<tr><td>κ' εκείν' η πέτρα η μικροστή μέγ' αποδιώχνει κύμα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήλθαν αυτού, και μεταβιάς οι άνδρες εσωθήκαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εσύντριψαν τα κύματα 'ς τους βράχους τα καράβια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τ' άλλα πέντ' ετράβιξε μαυρόπλωρα καράβια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την Αίγυπτο της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. </td><td align="right"> 300</td></tr> +<tr><td>και πλούτη αυτού και μάλαμμα εσύναζεν εκείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γυρνώντας με τα πλοία του 'ς ανθρώπους αλλοφώνους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι ωστόσ' ο Αίγισθος την συμφοράν εργάσθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τον Ατρείδη φόνευσε κ' εδάμασε τον τόπο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και χρόνια επτά βασίλευσεν εις την χρυσή Μυκήνη. </td><td align="right"> 305</td></tr> +<tr><td>'ς τ' όκτατο του 'λθε το κακό, του 'λθε ο λαμπρός Ορέστης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' ταις Αθήναις, κ' έκοψε τον δολερό φονέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και των Αργείων έκαμε νεκρώσιμο τραπέζι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της θεοκατάρατης μητρός και άμα του ανάνδρου Αιγίσθου. </td><td align="right"> 310</td></tr> +<tr><td>την ίδια 'μέρα του 'φθασεν ο μαχητής Μενέλαος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με κτήματ' όσα εσήκοναν εκείνου τα καράβια.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φίλε, και συ πολύ μακρυά 'ς τα ξένα μη πλανιέσαι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από το σπίτι, 'π' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν </td><td align="right"> 315</td></tr> +<tr><td>όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τον Μενέλαο να πας όμως σε παραγγέλλω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που κείνος είναι νηόφερτος από τα ξένα μέρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπου, άμ' ευρίσκονταν τινάς, δεν θα 'λπιζε να γύρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ανεμοζάλη αν έτυχε κει πέρα να τον κλείση </td><td align="right"> 320</td></tr> +<tr><td>εις τέτοιο φρικτό πέλαγο και απέραντον, απ' όπου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον χρόνο ουδέ πετούμενα οπίσω δεν γυρίζουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' άμε με το πλοίο σου και με την συντροφιά σου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν κάλλιο θέλεις της στερηάς να πάς, λάβε τ' αμάξι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τους υιούς μου συνοδούς, αυτοί να σ' οδηγήσουν </td><td align="right"> 325</td></tr> +<tr><td>'ς την θείαν Λακεδαίμονα, 'ς τ' Ατρείδη το παλάτι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ατός σου παρακάλειε τον να είπη την αλήθεια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είν' άνδρας συνετώτατος, δεν θέλ' ειπή το ψέμμα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπεν ο ήλιος κάθισε κ' έφθασε το σκοτάδι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ωμίλησέ τους η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· </td><td align="right"> 330</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω γέρε, όσ' είπες είναι ορθά, και όπως τα θέλ' η τάξι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά ταις γλώσσαις κόψετε και το κρασί νερώστε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού του Ποσειδώνα και των άλλων αθανάτων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σπονδίσουμεν, είναι καιρός να κοιμηθούμε, ότ' ήδη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σκότος κάτω εβύθισε το φως, και ουδέ ταιριάζει </td><td align="right"> 335</td></tr> +<tr><td>εις των θεών την τράπεζα πολύ τινάς να μένη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε η κόρη του Διός, και ο λόγος της ακούσθη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τα χέρια.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έδωκαν 'ς όλους απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια, </td><td align="right"> 340</td></tr> +<tr><td>'ς το πυρ ταις γλώσσαις έρριξαν, και ορθοί λοιβαίς εχύσαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Αθήνη και ο θεόμορφος Τηλέμαχος αντάμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκίνησαν να πορευθούν 'ς το βαθουλό καράβι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο Νέστορας εκράτησεν εκείνους και τους είπε· </td><td align="right"> 345</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ο Δίας κ' οι αθάνατοι άλλοι θεοί μη δώσουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σεις απ' εμέ να φύγετε 'ς το βαθουλό καράβι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ωσάν απ' άνθρωπον γυμνόν και τέλεια στερημένον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού σκεπάσματα πολλά 'ς το σπίτι του δεν έχει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για να κοιμάται μαλακά και αυτός και όσους ξενίση. </td><td align="right"> 350</td></tr> +<tr><td>κ' εμέ σκεπάσματ' εύμορφα, παπλώματα δεν λείπουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του ανδρός εκείνου όχι ποτέ ο γόνος, του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς του πλοίου το σανίδωμα δεν θα πλαγιάση, ως ότου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την ζωήν είμαι, κ' ύστερα τα τέκνα μου όσο ζήσουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους ξένους να φιλοξενούν, 'ς το σπίτι μου όσοι τύχουν». </td><td align="right"> 355</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' εις αυτόν είπεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Γέροντα φίλε, ωμίλησες ορθά, και καλόν είναι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εσέ τώρα ο Τηλέμαχος 'ς ό,τ' είπες να υπακούση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι σου ν' αναπαυθή θέλει σ' ακολουθήση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτος, κ' εγώ θα υπάγω ευθύς 'ς τα μελανό καράβι, </td><td align="right"> 360</td></tr> +<tr><td>εμψύχωσι και συμβουλή να δώσω των συντρόφων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι εγώ μόνος εις αυτούς ηλικιωμένος είμαι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' οι άλλοι άνδρες νεώτεροι γι' αγάπη τον γενναίον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τηλέμαχον ακολουθούν, ομήλικοι δικοί του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρα σιμά 'ς το βαθουλό καράβι θα πλαγιάσω, </td><td align="right"> 365</td></tr> +<tr><td>και το ταχύ 'ς τους Καύκωναις θα υπάγω τους γενναίους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπου ένα χρέος μου χρωστούν, και χθεσινό δεν είναι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ούτε μικρό· και τούτον συ, 'ς το δώμα σου επειδ' ήλθε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τον υιόν σου στείλε τον 'ς την άμαξα, και δος του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άλογα τα ελαφρότερα και αξιώτερ' απ' όσ' έχεις». </td><td align="right"> 370</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με σχήμ' αετού· ξιππάσθηκε το πλήθος 'που την είδε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εθαύμαζεν, ως είδε την 'ς τα μάτια εμπρός του, ο γέρος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Τηλεμάχου άμ' έπιασε το χέρι, και τον είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ώ φίλε, αχρείος και άνανδρος θαρρώ πως δεν θε να 'σαι, </td><td align="right"> 375</td></tr> +<tr><td>αν οδηγοί 'ς τα νειάτα σου θεοί σε συνοδεύουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι άλλος τούτος δεν είναι των ολυμποκατοίκων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' είναι η κόρη του Διός, η ένδοξη τριτογένεια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που τον λαμπρόν πατέρα σου ετίμα εις τους Αργείους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ίλεη γενού, βασίλισσα, καλήν δόσε μας δόξαν, </td><td align="right"> 380</td></tr> +<tr><td>εμένα και των τέκνων μου και της σεμνής συντρόφου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγώ μιαν πλατυμέτωπη δαμάλα θα σου σφάξω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χρονιάρικη, 'που τον ζυγό τ' ανθρώπου δεν γνωρίζει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα σου την σφάξω, αφ' ού προτού τα κέρατα χρυσώσω».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ευχήθη· τον εισάκουσε τότε η Παλλάδ' Αθήνη. </td><td align="right"> 385</td></tr> +<tr><td>και προς τα ωραία δώματα εκίνησεν ο ιππότης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Νέστορας, και ακολούθησαν τα τέκνα κ' οι γαμβροί του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άμ' έφθασαν 'ς το υπέρλαμπρο παλάτι του κυρίου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά καθίσαν 'ς την αράδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτών ο γέροντας ευθύς συγκέρασε κρατήρα </td><td align="right"> 390</td></tr> +<tr><td>από γλυκόποτο κρασί, 'που εμέτρα ένδεκα χρόνους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τ' άνοιξε η κελλάρισσα, κ' έλυσε το σφαλί του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο γέρος τον συγκέρασε και με σπονδαίς ευχόνταν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της Αθητάς, της θυγατρός τ' αιγιδοφόρου Δία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, </td><td align="right"> 395</td></tr> +<tr><td>οι άλλοι, καθένας σπίτι του, κίνησαν να πλαγιάσουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έβαλε αυτού ν' αναπαυθή τον γόνο του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του θείου, τον Τηλέμαχον, ο Νέστορας ιππότης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την βροντερή την αίθουσα, 'ς την τορνευμένη κλίνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τον Πεισίστρατο σιμά, τον άξιον πολεμάρχο, </td><td align="right"> 400</td></tr> +<tr><td>'που μόνον από τους υιούς είχε άγαμον 'ς σπίτι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς του παλατιού τ' απόκρυφα κ' εκείνος αναπαύθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και η σύντροφος του η δέσποινα του ευτρέπισε την κλίνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγέρθηκε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης, </td><td align="right"> 405</td></tr> +<tr><td>εβγήκε και άμ' εκάθισε 'ς τους στιλβωμένους λίθους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που 'ς τα υψηλά του πρόθυρα κατέμπροσθ' ευρισκόνταν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λευκοί και απ' άλειμμα λαμπροί· 'ς αυτούς είχε καθίσει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πριν ο Νηλέας, 'πώμοιαζε 'ς τον νου τους αθανάτους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος επήρε αυτόν, και πάλιν </td><td align="right"> 410</td></tr> +<tr><td>αυτού κάθιζε ο Νέστορας, των Αχαιών σωτήρας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σκήπτρο κρατώντας· γύρω του τα τέκνα εσυναχθήκαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' τους θαλάμους έρχονταν, ο Εχέφρονας, ο Στράτις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τον Περσέ' ο Άρητος, και ο ισόθεος Θρασυμήδης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο ήρωας ο Πεισίστρατος έκτος 'ς εκείνους ήλθε. </td><td align="right"> 415</td></tr> +<tr><td>και τον θεϊκόν Τηλέμαχον αυτού σιμά εκαθίσαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άρχισεν ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Σύντομα, τέκν' αγαπητά, να γίν' η επιθυμιά μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την Αθηνάν απ' τους θεούς ίλεη να κάμω πρώτη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που μου 'λθεν ολοφάνερη 'ς το θεϊκό τραπέζι. </td><td align="right"> 420</td></tr> +<tr><td>κ' εις το λιβάδι, ένας να πα γοργά για την δαμάλα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να την κεντήση ογλήγορα 'ς εμάς ο επιστάτης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άλλος 'ς του μεγαλόψυχου Τηλέμαχου το πλοίο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να φέρη τους συντρόφους του και μόνους δυο ν' αφήση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άλλος ας κράξη, να 'λθη εδώ, τον χρυσικό Λαέρκη, </td><td align="right"> 425</td></tr> +<tr><td>του δαμαλιού τα κέρατα να χρυσοπεριχύση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σταθήτ' οι άλλοι αυτού μαζή, και ειπήτε 'ς το παλάτι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η δούλαις για την τράπεζα τα πάντα να ευτρεπίσουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καθίσματα να φέρουσι, ξύλα, νερό καθάριο».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, και όλοι εκινήθηκαν κ' έφθασεν η δαμάλα </td><td align="right"> 430</td></tr> +<tr><td>απ' το λιβάδι, κ' έφθασεν απ' το γοργό καράβι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Τηλεμάχου οι σύντροφοι, έφθασε και ο χαλκέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της χρυσικής τα σύνεργα κρατώντας εις τα χέρια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τ' αμμόνι, το καλόφθειαστο διλάβι, και την σφύρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήλθε κ' η Αθήνη να δεχθή την προσφορά· και ο γέρος </td><td align="right"> 435</td></tr> +<tr><td>τον χρυσόν δίδει· τεχνικά τον περιχύνει εκείνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα κέρατα, το στόλισμα να ιδή και ν' αγαλλιάση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Αθηνά· και ο Εχέφρονας και ο Στράτις την δαμάλα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έσυρναν απ' τα κέρατα· κ' εις πλουμιστή λεκάνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έφερν' ο Άρητος νερό, βαστώντας 'ς τ' άλλο χέρι </td><td align="right"> 440</td></tr> +<tr><td>ουλαίς μέσα 'ς το κάνιστρο· και ο ανδρείος Θρασυμήδης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αξίνα εκράτει ακονιστή, να κόψη την δαμάλα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο Περσέας το σταμνί· και ο γέρος ο ιππότης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Νέστορας με το νίψιμο και με τους ουλοχύταις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έκαμε αρχή, δεόμενος θερμά προς την Αθήνη, </td><td align="right"> 445</td></tr> +<tr><td>και 'ς το πυρ έρριξε απαρχαίς της κεφαλής ταις τρίχαις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμ' ευχηθήκαν κ' έχυσαν ουλαίς, ο Θρασυμήδης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>υιός του Νέστορα λαμπρός, ζυγόνει και κτυπάει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' η αξίνα τα νεύρ' έκοψε του σβέρκου και άμ' ελύθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της δαμάλας η δύναμις· εφώναξαν η κόραις </td><td align="right"> 450</td></tr> +<tr><td>και η νυφάδες, και η σεμνή του Νέστορα συμβία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ευρυδίκ' η πρωτότοκη η κόρη του Κλυμένου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' οι άλλοι εσηκώσαν απ' την γη κ' εβάσταν την δαμάλα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την έσφαξε ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με το μαύρο αίμα ως άφησε τα κόκκαλα η ψυχή της, </td><td align="right"> 455</td></tr> +<tr><td>ευθύς την ετετάρτιασαν, έκοψαν τα μερία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τάξι, και τα σκέπασαν με διπλωτό κνισάρι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια· τότε ο γέρος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς ταις σχίζαις τά 'καιε και κρασί φλογώδες ράντιζέ τα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τα πεντόσουβλα σιμά τ' αγόρια του κρατούσαν. </td><td align="right"> 460</td></tr> +<tr><td>και άμ' εκαήκαν τα μεριά και εγεύθηκαν τα σπλάχνα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τά 'ψηναν 'ς τα μυτερά σουβλιά 'που 'χαν 'ς τα χέρια.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Έλουσε τον Τηλέμαχον ωστόσο η Πολυκάστη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καλή κόρ' υστερόγενη του Νέστορα Νηληάδη· </td><td align="right"> 465</td></tr> +<tr><td>και άμα έλουσέ τον κ' έχρισεν εκείνη με το λάδι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μ' εύμορφο τον ένδυσε φόρεμα και χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' τον λουτρόν ωσάν θεός εβγαίνει και καθίζει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτού σιμά 'ς τον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και αφού τα κρέατ' έψησαν τα επάνω και τα 'βγάλαν, </td><td align="right"> 470</td></tr> +<tr><td>κάθισαν και συνέτρωγαν, και καλογεννημένοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άνδρες κερνούσαν τα κρασί 'ς ολόχρυσα ποτήρια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους είπεν ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Παιδιά μου, φέρτε ζέψετε ευθύς του Τηλεμάχου </td><td align="right"> 475</td></tr> +<tr><td>τ' άλογα τα καλότριχα, πολύν να κόψη δρόμο».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε· κείνοι υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς τα ογλήγορ' άλογα 'ς την άμαξαν εζέψαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους έβαλε η κελλάρισσα άρτο, κρασί και ακόμη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προσφάγια, αυτά 'που 'ναι τροφή των θείων βασιλέων. </td><td align="right"> 480</td></tr> +<tr><td>'ς την άμαξα ο Τηλέμαχος ανέβη, την ωραία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το πλάγι του ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ανέβη, και 'ς τα χέρια του τα χαλινάρια πήρε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την πεδιάδα, και άφησαν την υψηλή την Πύλο. </td><td align="right"> 485</td></tr> +<tr><td>και ολήμερ' έσειαν τον ζυγό 'ς το να και ς' τ' άλλο πλάγι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο ήλιος εβασίλευσε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς ταις Φηραίς εστάθηκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που του Ορσιλόχου ήταν υιός και τ' Αλφειού εγγόνι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκεί ξενύκτισαν, και αυτός φιλόξενα τους δέχθη. </td><td align="right"> 490</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έζεψαν και ως ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν αφήκαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την σιτοφόρα ως έφθασαν πεδιάδα, έκοβαν δρόμο </td><td align="right"> 495</td></tr> +<tr><td>με τόση τα γοργ' άλογα ορμήν αυτούς επαίρναν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο ήλιος εβασίλευσε, και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td><b>Ραψωδία Δ</b></td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Στην Λακεδαίμον' έφθασαν, μες τας σχισμένα όρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς το παλάτι ετράβιξαν του ενδόξου Μενελάου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον ηύραν 'που 'ς το σπίτι μου με πολλούς φίλους είχε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γάμων χαραίς για τον υιό και για την θυγατέρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Αχιλληά προς τον υιό την κόρη του επροβόδα. </td><td align="right"> 5</td></tr> +<tr><td>'ς την Τροία πρώτα υπόσχεσι και λόγο του 'χε δώσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα τέλος έβαζαν οι αθάνατοι 'ς τον γάμο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με άλογα, με άμαξαις την έστελνε εις την πόλι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των Μυρμιδόνων την λαμπρήν, οπού 'ταν βασιλέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από την Σπάρτην έμπαζε τ' Αλέκτορα την κόρη </td><td align="right"> 10</td></tr> +<tr><td>νύμφη του μεγαλόψυχου υιού του Μεγαπένθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που υστερογένην έλαβε από δούλη· της Ελένης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τέκνα οι θεοί δεν έδωκαν, αφ' ότου είχε γεννήσει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την Ερμιόνη, 'πώλαμπε ωσάν την Αφροδίτη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'Σ το μέγα δώμα το υψηλόν έτσι εσυντρώγαν όλοι, </td><td align="right"> 15</td></tr> +<tr><td>οι γείτονες κ' οι συγγενείς του ενδόξου Μενελάου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τερπόμενοι, και ανάμεσα κιθάριζεν ο θείος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο αοιδός, και ως άρχιζεν εκείνος το τραγούδι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δυο χορευταίς 'ς την μέση τους πηδούσαν κ' εγυρίζαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'Σ τα πρόθυρα ο Τηλέμαχος ο ήρωας ωστόσο, </td><td align="right"> 20</td></tr> +<tr><td>και ο λαμπρός του Νέστορα υιός, τ' αμάξι εστήσαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εβγήκ' εμπρός κ' είδεν αυτούς ο μέγας Ετεωνέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του ποιμένα των λαών εστράφη να το είπη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σιμά του εστάθη κ' είπε του με λόγια πτερωμένα· </td><td align="right"> 25</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Μενέλαε διόθρεπτε, μας ήλθαν δύο ξένοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'πού του μεγάλου του Διός το γένος ομοιάζουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ειπές αν θα τους λύσουμε τ' άλογ' από τ' αμάξι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή θα τους προβοδήσουμε 'ς άλλον να τους ξενίση».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε ο ξανθός Μενέλαος εβάρυνε και του 'πε· </td><td align="right"> 30</td></tr> +<tr><td>«Μωρός δεν ήσουν άλλοτε, Βοηθοίδη Ετεωνέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρα ως μωρόπαιδ' ομιλείς· και δεν θυμάσαι οι δυο μας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' άλλους πόσα εφάγαμε δώρα φιλοξενίας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως 'που να γύρουμεν εδώ και ο Δίας να μας δώση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τέλος εις τα παθήματα; αλλά τ' άλογα λύσε </td><td align="right"> 35</td></tr> +<tr><td>των ξένων, και άμα μπάσε τους εδώ να γευματίσουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε· κ' εκείνος χύθηκε, κ' επρόσταξε τους άλλους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επιμελείς θεράπονταις να τον ακολουθήσουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα ιδρωμένα τ' άλογα απ' τον ζυγόν ελύσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς τ' αλογίσινα παχνιά τα δέσαν, και εις εκείνα </td><td align="right"> 40</td></tr> +<tr><td>ζειά τους βάλαν, κ' έσμιξαν μ' αυτήν λευκό κριθάρι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τους τοίχους τους ολόφωτους έκλιναν και τ' αμάξι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτούς 'ς το θείον έμπασαν παλάτι· άμ' είδαν κείνοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του διοθρεμμένου βασιληά τα δώματα, εθαυμάζαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι ωσάν λάμψι του ήλιου, ή της σελήνης, ήταν </td><td align="right"> 45</td></tr> +<tr><td>'ς το δώμα το υψηλόσκεπο του ενδόξου Μενελάου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού θωρώντας χάρηκαν το θέαμα τριγύρω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα καλοσκάλιστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τους εφόρεσαν κρουσταίς χλαμύδαις και χιτώναις, </td><td align="right"> 50</td></tr> +<tr><td>σιμά του Ατρείδη εβάλθηκαν εις θρόνους να καθήσουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, </td><td align="right"> 55</td></tr> +<tr><td>και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο ξανθός Μενέλαος χαιρέτησέ τους κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Απλοχερήτε εις το φαγί, και χαίρετε· κατόπι </td><td align="right"> 60</td></tr> +<tr><td>αφού γευθήτε, θέλει σας ζητήσω τίνες είσθε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι το γένος άγνωστο δεν θα 'ναι των γονειών σας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' είσθε ανδρών γεννήματα μεγάλων σκηπτροφόρων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι παρόμοια πλάσματα από αγενείς δεν βγαίνουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και με τα χέρια του νεφρά βωδιού παχεία </td><td align="right"> 65</td></tr> +<tr><td>ψητά τους δίδει, 'πώλαβεν ο ίδιος ως πρωτείο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ωμίλησε ο Τηλέμαχος τότε του Νεστορίδη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την κεφαλή ζυγόνοντας, οι άλλοι μην ακούσουν· </td><td align="right"> 70</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Αγαπητέ, θεώρησε, γλυκέ μου Νεστορίδη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα δώματα τ' αχόλογα πως ο χαλκός αστράφτει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο ήλεκτρος, το μάλαμμα, ο ελέφαντας, τ' ασήμι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμοια 'ς τον Όλυμπο, θαρρώ, θε να 'ναι η αυλή του Δία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αμίλητα 'ναι, είναι πολλά· θαυμάζ' όσο τα βλέπω». </td><td align="right"> 75</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο ξανθός Μενέλαος τον νόησ' ως ωμίλειε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς προσφώνησεν αυτούς με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Και ποιος θνητός, ω τέκνα μου, μετριέται με τον Δία;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι δόμοι και τα υπάρχοντα εκείνου αθάνατά 'ναι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θνητός μ' εμέ 'ς τα υπάρχοντα μετριέται ναι και όχι· </td><td align="right"> 80</td></tr> +<tr><td>ότι αφού έπαθα πολλά, αφού πολύ πλανήθην,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μες τα καράβια τα 'φερα, και τ' όκτατ' έτος ήλθα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κύπρο, Φοινίκην, Αίγυπτο, και χώραις Αιθιόπων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και Σιδονίων κ' Ερεμβών εβγήκα, και Λιβύαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπου τ' αρνιά από γενετής τα κέρατα φυτρόνουν, </td><td align="right"> 85</td></tr> +<tr><td>και τρεις φοραίς τεκνοποιούν τα πρόβατα τον χρόνο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κει του ποιμένα περισσά, καθώς και του κυρίου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είναι τυρί και κρέατα και το γλυκό το γάλα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι έχουν πάντοτ' άφθονο το γάλα να τ' αρμέγουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ενώ πλούτη συνάζοντας κει πέρα εγώ πλανούμουν, </td><td align="right"> 90</td></tr> +<tr><td>ωστόσ' άλλος μου φόνευσε τον αδελφό μου κρύφια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απάντεχα, με της μιαρής συντρόφου την απάτη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ιδού γιατί δεν χαίρομαι 'ς τα πλούτη αυτά, 'που έχω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τούτα θα τ' ακούσετε και σεις απ' τους γονείς σας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όποιοι και αν είναι, ότι έπαθα πολλά, κ' έχασα σπίτι </td><td align="right"> 95</td></tr> +<tr><td>ευτυχισμένο με καλά και υπέρλαμπρα περίσσα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έστεργα εγώ 'ς σπίτι μου το τρίτο να μου μείνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις την ζωή να εσώζονταν οι άνδρες, οπού πέσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την Τρωάδα την πλατειά, μακράν από το Άργος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλους τους κλαίω και οδύρομαι, και το συχνό κλεισμένος </td><td align="right"> 100</td></tr> +<tr><td>εις τα δικά μου μέγαρα, καθήμενος δακρύζω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ώραις 'ς το κλάμμα χαίρεται η ψυχή μου και ώραις παύω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γοργά του κρύου κλάμματος ο πόθος ησυχάζει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' αυτών όλων των ανδρών ο πόνος δεν με θλίβει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσον ενός, 'που ο πόθος του φαγί μου παίρνει κ' ύπνο· </td><td align="right"> 105</td></tr> +<tr><td>ότι κανείς των Αχαιών ωσάν τον Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν μόχθησε, ουδ' εβάσταξεν αλλά το 'θελε η μοίρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτός να πάθη και άσβυστος 'ς εμέ να μείνη ο πόνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνου, ότι λείπει δα καιρούς, ουδέ κανείς γνωρίζει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ζη κείνος ή απέθανε· και τώρα θα τον κλαίουν </td><td align="right"> 110</td></tr> +<tr><td>η Πηνελόπ' η φρόνιμη, ο γέρος ο Λαέρτης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο Τηλέμαχος, 'π' άφησε 'ς το σπίτι ακόμη βρέφος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και τον έκαμε να κλάψη τον πατέρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για τον πατέρα ως άκουσε χάμου έσταξε το δάκρυ,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμπρός 'ς τα μάτια σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα </td><td align="right"> 115</td></tr> +<tr><td>με τα δυο χέρια· κ' ένοιωσεν αυτόν ο βασιλέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εβάλθηκε 'ς του λογισμού τα βάθη να μετρήση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα τον αφήση αφ' εαυτού να ειπή για τον πατέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή πρώτος θα ερωτήση αυτός, το πράγμα να εξετάση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τούτα ενώ κείνος έζυαζε 'ς του λογισμού τα βάθη, </td><td align="right"> 120</td></tr> +<tr><td>η Ελένη από τον θάλαμο τον μυροβόλον ήλθε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμοια με την Αρτέμιδα, 'πώχει χρυσά τα βέλη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σιμά της βάζ' η Άδραστη θρονί καλοφτειασμένο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από απαλώτατο μαλλί τάπητα η Αλκίππη φέρνει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άργυρο κάλαθο η Φιλώ· δώρο ήταν της Αλκάνδρης, </td><td align="right"> 125</td></tr> +<tr><td>της γυναικός του Πόλυβου, 'που 'ς ταις Αιγύπτιαις Θήβαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκατοικούσε, και άπειρα 'ς το σπίτι έχει τα πλούτη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Ατρείδη εκείνος έδωκε δύ' αργυρούς νιπτήραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δυο τρίποδαις και τάλαντα δέκα χρυσά, και ακόμη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η σύντροφος δώρα λαμπρά χάριζε της Ελένης, </td><td align="right"> 130</td></tr> +<tr><td>χρυσή 'λεκάτη, κ' εύμορφο καλάθι τροχοφόρο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ολάργυρο, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνο τότε η θεράπαινα Φιλώ της παραθέτει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από εργασμένα γνέματα γεμάτ' όλο, κ' επάνω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με το γιοφύλλινο μαλλί τεντόνετο η 'λεκάτη· </td><td align="right"> 135</td></tr> +<tr><td>κ' εκάθισεν εις το θρονί, οπού 'χεν υποπόδι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ερώτησε τον άνδρα της η Ελένη, ένα προς ένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Μενέλαε διόθρεπτε, γνωστό μας είναι τάχα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτοι 'που 'λθαν 'ς το σπίτι μας ποιοι καυχώνται ότ' είναι;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άρα λαθεύομαι; η καρδιά μου λέγει να ομιλήσω· </td><td align="right"> 140</td></tr> +<tr><td>ποτέ μου δεν είδ' άνθρωπον, άνδρα ή γυναίκα, τόσον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άλλου να ομοιάζη, όσον αυτός — θαυμάζ' όσο τον βλέπω —</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο υιός του μεγαλόψυχου φαίνεται του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τηλέμαχος, όπ' άφησε 'ς το σπίτι ακόμη βρέφος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότε για με την άσεμνη τον πόλεμο κινώντας </td><td align="right"> 145</td></tr> +<tr><td>τον τολμηρόν οι Αχαιοί κατέβητε 'ς την Τροία».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Έτσι κ' εγώ τώρα νοώ, γυναίκα, ως συ νομίζεις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα πόδια τέτοια φαίνονταν εκείνου και τα χέρια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των οφθαλμών η αστραψιαίς, και η κεφαλή και η κόμη· </td><td align="right"> 150</td></tr> +<tr><td>και ως από τώρα ενθύμισα εγώ τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έλεα πόσα 'παθε για με, κ' εμόχθησεν εκείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κάτω 'ς τα μάγουλα πικρόν αυτός έχυνε δάκρυ,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμπρός 'ς τα μάτια σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και απάντησι ο Πεισίστρατος του δίδει ο Νεστορίδης· </td><td align="right"> 155</td></tr> +<tr><td>«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνου τούτος είν' υιός τωόντι, καθώς λέγεις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' είναι φρόνιμος, ευλάβεια τον βαστάει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άμα πρωτώλθεν, άκαιρο λόγο να βγάλη εμπρός σου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ενώ η φωνή σου, ωσάν θεού, μαγεύει την ψυχή μας. </td><td align="right"> 160</td></tr> +<tr><td>κ' εμ' έστειλεν ο Νέστορας Γερήνιος ιππότης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να 'λθω με τούτον συνοδός· ότ' ήθελε να σ' ίδη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λόγον ή πράξι ωφέλιμην εσύ να τον διδάξης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πατρός, οπού ξενίτευσε, το τέκνον έχει πόνους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι του, αν δεν είναι να τον βοηθήσουν άλλοι· </td><td align="right"> 165</td></tr> +<tr><td>'σαν τώρα του Τηλέμαχου 'χάθη ο πατέρας, και άλλος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να τον φυλάξη από κακά, 'ς τον τύπον του δεν είναι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω Θε μου, αλήθεια σπίτι μου υιός ανθρώπου φίλου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήλθε, 'που τόσο εβάσταξε για με πολλούς αγώναις! </td><td align="right"> 170</td></tr> +<tr><td>κ' είπα ότι θα τον φίλευα έξοχ' από τους άλλους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αργείους, αν ο Βροντητής να γύρουμε είχε δώσει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και οι δυο, το πέλαο σχίζοντας με τα γοργά καράβια.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πόλιν θα του έκαμνα και σπίτι μέσα 'ς τ' Άργος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' την Ιθάκη παίρνοντας αυτόν και υπάρχοντά του, </td><td align="right"> 175</td></tr> +<tr><td>με τον υιό και τον λαόν όλο, κ' ήθελα πόλιν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ξεκάμει απ' όσαις γύρωθε μού είναι υποταγμέναις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όντας εδώ θα εσμίγαμε συχνά, και τίποτ' άλλο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την φιλιά και εις ταις χαραίς δεν θα μας ξεχωρούσε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ειμή το μαύρο σύγνεφο της ώρας του θανάτου. </td><td align="right"> 180</td></tr> +<tr><td>αλλ' ήταν δα μελλάμενο θεός να τα φθονέση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που εκείνου μόνου τ' άμοιρου τον γυρισμόν επήρε».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και εις όλους κίνησε τον πόθο των δακρύων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έκλαιγ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έκλαιγεν ο Τηλέμαχος και ο βασιληάς Ατρείδης, </td><td align="right"> 185</td></tr> +<tr><td>ουδ' είχεν ο Πεισίστρατος αδάκρυτα τα μάτια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι και αυτός τον άψεγον Αντίλοχο ενθυμήθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που της Ηώς της φωτεινής είχε φονεύσει ο γόνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον ενθυμήθη κ' έλεγε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ατρείδη, σε σοφώτερον απ' όλους τους ανθρώπους </td><td align="right"> 190</td></tr> +<tr><td>ο γέρος είπε Νέστορας, ότ' ήλθε για σε λόγος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι, ως ερωτιώμασθε ο ένας με τον άλλον.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρ', αν γίνεται, 'ς εμέ πείθου· γιατί 'ς τον δείπνο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν αγαπώ τα κλάμματα· αλλά του όρθρου η κόρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ηώ και πάλιν θα φανή· με τούτο εγώ δεν λέγω </td><td align="right"> 195</td></tr> +<tr><td>κείνον, 'που επήρε ο θάνατος και η μοίρα, να μην κλαίουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τούτο μόνον έχουσιν οι μαύροι θνητοί δώρο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η κόμη να θερίζεται, να χύνεται το δάκρυ·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι κ' εγώ 'χασ' αδελφόν, 'που μέσα 'ς τους Αργείους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν ήταν ο χειρότερος, και θα τον έχης μάθει· </td><td align="right"> 200</td></tr> +<tr><td>εγώ δεν τον εγνώρισα, κ' έξοχος λέγουν, ήταν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Αντίλοχος, ταχύτατος, και ακλόνητος 'ς την μάχη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω φίλε, αφού είπες φρόνιμα, όσ' άνθρωπος με γνώσι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και από σε μεγαλήτερος, ήθελε ειπή και πράξη· </td><td align="right"> 205</td></tr> +<tr><td>τέτοιου πατρός, δεν ημπορείς ή φρόνιμα να λέγης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καλόγνωρ' είν' η γενεά τ' ανδρός, οπού ο Κρονίδης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του γάμου και της γενετής ευτύχισε την ώρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως έδωκε του Νέστορα να ήναι ολοκαιρής του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτός λαμπρά 'ς το σπίτι του τα γέρα να περνάη, </td><td align="right"> 210</td></tr> +<tr><td>κ' υιούς να έχη συνετούς και 'ς τ' άρματα μεγάλους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμείς το κλάμμ' ας παύσουμεν, όπ' είχε γίνει πρώτα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του δείπνου ας κάμουμεν αρχή, και το νερό 'ς τα χέρια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ας χύσουν, και αύριο το ταχύ θα γίν' η ομιλία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού ο Τηλέμαχος κ' εγώ θα ειπούμε μεταξύ μας». </td><td align="right"> 215</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε· και ο Ασφάλιος το νερό τούς έχυσε εις τα χέρια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' η Ελένη, κόρη του Διός, τότ' εσοφίσθηκ' άλλο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' όπου επίναν, 'ς το κρασί τους έρριξε βοτάνι, </td><td align="right"> 220</td></tr> +<tr><td>αντίλυπο και αντίχολο, π' όλα τα πάθη σβήνει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τον κρατήρα όταν σμιχθή, όποιος τα καταπίνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ολημερής δεν δύναται δάκρυ να στάξη κάτω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδέ μητέρ' αν έχασε, ουδ' αν και τον πατέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ουδ' αν αδέλφι, ουδ' αν υιόν μονάκριβον εμπρός του </td><td align="right"> 225</td></tr> +<tr><td>του σχίσουν με την μάχαιρα, και αυτός να τους θωράη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τέτοια 'χε βότανα σοφά του Διός η θυγατέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χρήσιμα, 'που της έδωκεν η ομόκλινη του Θώνα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Πολύδαμνα, 'ς την Αίγυπτο, 'που βότανα έχει πλήθος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολλά σμιγμένα χρήσιμα, πολλά θανατηφόρα. </td><td align="right"> 230</td></tr> +<tr><td>ιατρός καθένας είναι αυτού παρ' όλους τους ανθρώπους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σοφός, ότι προπάτορα γνωρίζουν τον Παιάνα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μέσ' αφού το έρριξε κ' είπε να τους κεράσουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πάλι με την αράδα της άρχισε και τους είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Μενέλαε διόθρεπτε, και σεις εδώ, 'που είσθε </td><td align="right"> 235</td></tr> +<tr><td>λαμπρών ανδρών γεννήματα, —και ο Δίας άλλοτ' άλλου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δίδει καλόν, δίδει κακόν, ότ' ημπορεί τα πάντα,—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εδώ τώρα καθήμενοι 'ς τον δείπνο με ομιλίαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ξεδίνετε, γιατί κ' εγώ τ' αρμόδια θ' αναφέρω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλους εγώ δεν δύναμαι να είπω τους αγώναις, </td><td align="right"> 240</td></tr> +<tr><td>όσους ο στερεόκαρδος κατώρθωσε Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ένα 'πώπραξε λαμπρόν με τόλμην ο ανδρείος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με άσχημαις βαρηματιαίς εδάμασε το σώμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πήρε φορέματα κακά, και ομοιάζοντας με δούλον </td><td align="right"> 245</td></tr> +<tr><td>εμπήκε εις την πλατύδρομη την πόλι των εχθρών του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σχήμα εκείνο εκρύφθηκε, και ώμοιαζε ψωμοζήτης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτός 'που τέτοιος δεν ήταν 'ς τ' Αχαϊκά τα πλοία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τέτοιος 'ς την Τροίαν εισχωρεί, κ' εκείνοι εμωραθήκαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλοι, κ' εγώ τον γνώρισα 'ς αυτό το σχήμα μόνη, </td><td align="right"> 250</td></tr> +<tr><td>και τον εξέταζα, και αυτός μου ξέφυγε με τέχνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' όταν δα τον έλουα κ' έχριζα με το λάδι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ενδύματα τον ένδυνα, και ώμοσα φρικτόν όρκο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τους Τρώαις μέσ' ο Οδυσσηάς 'που εφάνη να μην είπω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πριν αυτός φθάση 'ς ταις σκηναίς και 'ς γοργά καράβια, </td><td align="right"> 255</td></tr> +<tr><td>τότε όλη μου εφανέρωσε των Αχαιών την γνώμη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού πολλούς εφόνευσε των Τρώων με το ξίφος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τους Αργείους έγυρε, κ' επήρε πολλήν γνώσι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότ' έκλαιαν η Τρώισσαις πικρά, κ' γώ χαιρόμουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' η καρδιά μου είχε στραφή 'ς σπίτι μου να γύρω, </td><td align="right"> 260</td></tr> +<tr><td>και αργ' αναστέναζα το πώς μ' εμώραν' η Αφροδίτη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την ώρα, 'που κει μ' έφερεν απ' την γλυκειά πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εχώρισα την κόρη μου, τον θάλαμο, τον άνδρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού 'ς τον νου και 'ς την μορφή τον κάλλιο του δεν έχει».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης· </td><td align="right"> 265</td></tr> +<tr><td>«Ναι, τούτα είν' όλ' αληθινά, γυναίκα, όπως τα λέγεις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήδη πολλών εγώ 'μαθα την σκέψι και την γνώμη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ανδρών ηρώων, και εις πολλά της γης εβγήκα μέρη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' άνθρωπον τα μάτια μου τέτοιον ποτέ δεν είδαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως ήταν μεγαλόψυχος ο φίλος Οδυσσέας. </td><td align="right"> 270</td></tr> +<tr><td>όπως και αυτό κατώρθωσε με τόλμην ο ανδρείος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τ' άλογον ότε το ξυστόν οι πρώτοι των Αργείων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλοι κρυμμένοι εφέρναμε τον όλεθρο 'ς τους Τρώαις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και συ 'λθες τότε αυτού· θεός πρέπει να σ' έχη σπρώξει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των Τρώων δόξαν θέλοντας να δώση· και σιμά σου </td><td align="right"> 275</td></tr> +<tr><td>έρχονταν ο θεόμορφος Δηίφοβος· και γύραις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τρεις έκαμες, την βαθουλή καθίστρα ψηλαφώντας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εφώναζες με τ' όνομα των Δαναών τους πρώτους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με την φωνή της γυναικός του καθενός εκείνων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τον Τυδείδη τότ' εγώ και ο θείος Οδυσσέας </td><td align="right"> 280</td></tr> +<tr><td>ακούσαμε, καθήμενοι 'ς την μέση, την βοή σου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμείς οι δυο με προθυμιάν ηθέλαμεν ορμώντας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έξω να βγούμε, ή μέσαθεν ευθύς ν' αποκριθούμε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' όσο και αν ηθέλαμε, μας κράτησ' ο Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τα παιδιά των Αχαιών κει μέσα εσίγαν όλα· </td><td align="right"> 285</td></tr> +<tr><td>ο Άντικλος ηθέλησε μόνος να σ' απαντήση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά τον έσφιξ' ο Οδυσσηάς 'ς το στόμα με τα χέρια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τ' ανδρειωμένα, κ' έσωσε των Αχαιών το γένος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κρατώντας, ως 'που επήρε σε κείθε η Παλλάδ' Αθήνη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου· </td><td align="right"> 290</td></tr> +<tr><td>»Μενέλαε διόθρεπτε, πικρότερος ο πόνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν μ' όλ' αυτά τον όλεθρο δεν έφυγεν εκείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδ' αν βαστούσε σιδηρή 'ς τα στήθη την καρδία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά 'ς την κλίνη φέρτε μας, ότ' ήλθεν ήδ' η ώρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να πέσουμε, και τον γλυκό τον ύπνο να χαρούμε». </td><td align="right"> 295</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε· και ταις δούλαις της παράγγειλ' η Ελένη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να στρώσουν εις την αίθουσα, να βάλουν μέσα ωραία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πορφυρά σκεπάσματα, και τάπηταις επάνω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και χλαίναις κάτωθε κρουσταίς, να 'χουν να ταις φορέσουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείναις απ' το μέγαρον εβγήκαν, κ' εβαστούσαν </td><td align="right"> 300</td></tr> +<tr><td>φως εις τα χέρια, κ' έστρωσαν· και ο κήρυκας τους ξένους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έμπασε, και 'ς τον πρόδομον αυτού πλαγιάσαν κείνοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο ήρωας Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο Ατρείδης εις τ' απόκρυφα του δόμου, και σιμά του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Ελένη η μακροπέπλωτη, η αταίριαστη γυναίκα. </td><td align="right"> 305</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο μαχητής Μενέλαος εγέρθη από την κλίνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ενδύθη, και το κοφτερό 'ς τον ώμο έζωσε ξίφος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων. </td><td align="right"> 310</td></tr> +<tr><td>του Τηλεμάχου ωμίλησε καθήμενος σιμά του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω ήρωα Τηλέμαχε, ποια σ' έφερ' εδώ χρεία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να 'λθης 'ς την Λακεδαίμονα, την θάλασσα περνώντας;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χρεία δική σου ή του κοινού; ειπέ μου το μ' αλήθεια».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου· </td><td align="right"> 315</td></tr> +<tr><td>«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήλθ' ίσως κάποιον άκουσμα μου είπης του πατρός μου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μου τρώγεται το σπίτι μου, μου φθείροντ' οι αγροί μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η κατοικιά μου εγέμισεν εχθρούς, οπ' όλ' ημέρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πυκνά τ' αρνιά μου σφάζουσι, τα στριφοπόδα βώδια, </td><td align="right"> 320</td></tr> +<tr><td>οι απόκοτοι και υβριστικοί μνηστήρες της μητρός μου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για τούτο τώρα σου 'πεσα 'ς τα γόνατα, να μάθω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε, παραδαρμούς η μοίρα. </td><td align="right"> 325</td></tr> +<tr><td>μηδ' από σέβας το μηδέν, ή λύπη, μου γλυκάνης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες, ειπέ μου ένα προς ένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ναι, σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λόγον ή πράξι εδέχθηκε, κ' ετέλειωσε για σένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη, </td><td align="right"> 330</td></tr> +<tr><td>τώρα να μου τα θυμηθής, και ειπέ μου την αλήθεια».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο ξανθός Μενέλαος εβάρυνε και είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω Θε, 'ς την κλίνην ήθελαν ανδρός ανδρειωμένου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνοι, 'που 'ναι άνανδροι, τωόντι να πλαγιάσουν!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως ελαφίνα, αν δυνατού λεονταριού 'ς τον λόγγο </td><td align="right"> 335</td></tr> +<tr><td>κοιμίση βυζανάρικα νεογέννητα λαφάκια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όρη κατόπι αναζητά και χορτερά λαγκάδια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βόσκοντας, και εις την κοίτη του γυρίζει έπειτα εκείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τρομερά με τα παιδιά χαλά και την μητέρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμοιο 'ς αυτούς ο Οδυσσηάς φρικτό θα φέρη τέλος. </td><td align="right"> 340</td></tr> +<tr><td>και ω Δί', Αθήνη, Απόλλωνα, αν τέτοιος, ως εφάνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την Λέσβο την καλόκτιστη, 'που αμέσως εσηκώθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την πρόκλησι, κ' επάλαισε με τον Φιλομηλείδη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ανδρεία τον κατάβαλε, και όλ' οι Αχαιοί 'χαρήκαν,—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν τέτοιος έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσ' εις τους μνηστήραις, </td><td align="right"> 345</td></tr> +<tr><td>'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γίν' ο γάμος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τούτα, οπού παρακαλείς και μ' ερωτάς, δεν θέλει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άλλα σου ειπώ ξεφεύγοντας, ουδέ θα σ' απατήσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' όσα μου 'πε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ένα προς ένα θα σου ειπώ, κανένα δεν θα κρύψω. </td><td align="right"> 350</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'Σ τον Αίγυπτον οι αθάνατοι, ενώ για δω κινούσα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' εκράτησαν, ότι 'ς αυτούς δεν έκαμα εκατόμβαις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνοι να ενθυμούμεθα ταις προσταγαίς τους θέλουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είναι νησί 'ς την θάλασσα την πολυκυματούσα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκεί 'ς τον Αίγυπτον εμπρός, και Φάρο τ' ονομάζουν, </td><td align="right"> 355</td></tr> +<tr><td>και απέχει τόσο διάστημα, όσο μετρά καράβι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν πρύμος άνεμος σφοδρός ολήμερα φυσήση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λιμένας μέσ' ακίνδυνος, απ' όπου τα καράβια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βγάζουν 'ς την θάλασσαν, αφού μαύρο νερόν επήραν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κει μ' εκρατούσαν οι θεοί είκοσ' ημέραις, μήτε </td><td align="right"> 360</td></tr> +<tr><td>άνεμοι θαλασσόπνοοι φαίνονταν, 'που τα πλοία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ξεπροβοδούν 'ς τα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και θε να ελείπαν η τροφαίς, κ' οι άνδρες θα εμαραίναν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν μια δεν μ' είχ' ελεηθή θεά, και μ' είχε σώσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κόρη τ' ανδρείου γέροντα της θάλασσας Πρωτέα, </td><td align="right"> 365</td></tr> +<tr><td>η Ειδοθέα, 'πώγγιξα μάλιστ' αυτής το σπλάχνος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτή μ' ηύρε οπού σέρνομουν, χωρίς συντρόφους, μόνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι εγυρίζαν 'ς το νησί και αλίευαν εκείνοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με κυρτ' αγκίστρια, την σκληρή την πείναν όπως σιγάσουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτή κοντά μου εστάθηκε, μου ωμίλησε και είπε· </td><td align="right"> 370</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ω ξένε, τάχ' ανόητος είσαι, 'ς την γνώμη χαύνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή θέλεις το και αφίνεσαι, σ' αρέσει να παθαίνης;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόσους καιρούς εις το νησί κρατιέσαι, και ουδέ τέλος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δύνασαι ναύρης, και η καρδιά της συντροφιάς σου λυόνει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα· </td><td align="right"> 375</td></tr> +<tr><td>Όποια και αν ήσαι των θεών εσύ, θα σ' απαντήσω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν θέλω το και μένω εδώ, αλλά των αθανάτων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'πώχουν τον μέγαν ουρανόν, αμάρτησα, λογιάζω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά συ 'πε μου, — κ' οι θεοί γνωρίζουσι τα πάντα,—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ποιος μ' εμποδίζει των θεών και μ' έδεσε εις τον δρόμο, </td><td align="right"> 380</td></tr> +<tr><td>και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>συχνάζει εδώ ένας άψευτος γέροντας πελαγήσιος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Πρωτέας ο αθάνατος, Αιγύπτιος, 'που τα βάθη </td><td align="right"> 385</td></tr> +<tr><td>γνωρίζει όλης της θάλασσας, δούλος του Ποσειδώνα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πατέρας μου είναι, ως λέγουσιν, αυτός μ' έχει γεννήσει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καρτέρι εκείνου αν δύνοσουν να 'στήσης και τον πιάσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον δρόμο αυτός θα σου 'λεγε, του ταξειδιού το μάκρος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσης. </td><td align="right"> 390</td></tr> +<tr><td>και αυτός ακόμη θα σου ειπή, διόθρεπτε, αν το θέλης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ό,τι κακό 'ς το σπίτι σου και ό,τι καλό συνέβη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ενώ 'λειπες 'ς το μακρυνό και δύσκολο ταξείδι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και 'ς αυτήν εγώ απάντησα και είπα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τώρα του θείου γέροντα συ ναύρης το καρτέρι, </td><td align="right"> 395</td></tr> +<tr><td>μήπως μου φύγη, αν προϊδή το πράγμα ή το προμάθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι θνητός είναι βαρύ θεόν να καταβάλη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Ήλιος όταν αναιβή τα μεσουράνια μέρη, </td><td align="right"> 400</td></tr> +<tr><td>έρχεται από την θάλασσαν ο άψευτος ο γέρος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το μαύρον ανατρίχιασμα, 'π' ο Ζέφυρος σηκόνει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμ' έξω βγη, 'ς τα σπήλαια τα θολωτά κοιμάται.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γύρω του η φώκαις, της καλής απόγονοι Αλοσύδνης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μαζή πλαγιάζουν, βγαίνοντας από το λευκό κύμα, </td><td align="right"> 405</td></tr> +<tr><td>και πικροπνέουν της βαθειάς θαλάσσης μυρωδία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκεί το γλυκοχάραμμα εγώ θα σ' οδηγήσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα σε πλαγιάσω αραδικώς, και τρεις θε να διαλέξης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>συντρόφους, τους καλήτερους, όπ' έχεις 'ς τα καράβια.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλαις εγώ θέλει σου ειπώ ταις πονηριαίς του γέρου· </td><td align="right"> 410</td></tr> +<tr><td>'ς ταις φώκαις πρώτα θε να 'λθή, και θα ταις αριθμήση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, άμ' όλαις ταις εμέτρησε κ' εθώρησε, θα πέση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την μέση τους, ως ο βοσκός 'ς την μέση των προβάτων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως τον ιδήτε, 'πώπεσε 'ς τον ύπνο, τότε αμέσως</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την δύναμι θα βάλετε και την καρδιά σας όλη, </td><td align="right"> 415</td></tr> +<tr><td>κρατώντας τον, και ας προσπαθή μ' αγών' αυτός να φύγη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα δοκιμάση, θα γενή 'ς την γην όσα κινούνται</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θεριά, θα γένη και νερό, και πυρ θεοφλογισμένο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και σεις πάντοτε ακλόνητοι βαστάτε σφίγγοντάς τον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>στενώτερα· αλλ' άμ' αυτός μόνος του σ' ερωτήση, </td><td align="right"> 420</td></tr> +<tr><td>και γένη όπως τον είδετε 'ς τον ύπνο, 'που εκοιμώνταν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την βία τότε παύσετε και λύσετε τον γέρο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήρωα, κ' ερώτα ποιος θεός σε βασανίζει τώρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζ', εβυθίσθη. </td><td align="right"> 425</td></tr> +<tr><td>κ' εγώ 'ς τα πλοία κίνησα, 'που εστέκονταν 'ς τον άμμο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού 'ς το πλοίον έφθασα, 'ς την άκρη της θαλάσσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρ' ήλθε νύκτα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το περιγιάλι επιέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. </td><td align="right"> 430</td></tr> +<tr><td>κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' επήρα της πλατύπορης της θάλασσας την άκρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προς τους θεούς ευχόμενος θερμά, με τρεις συντρόφους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που για κάθε κατόρθωμα πίστιν πολλήν τους είχα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' του πελάγου τους βυθούς εκείνη τότ' εφάνη, </td><td align="right"> 435</td></tr> +<tr><td>κ' έφερε δέρματα φωκών τέσσερα, κ' ήσαν όλα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>νειόγδαρτα· εσοφίζονταν απάτη του πατρός της.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού 'ς τον άμμο αυλάκωσε πλαγιάσματα, εκαθόνταν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μένοντας· κ' εμείς φθάσαμε σιμά της· τότε αράδα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μας πλάγιασε κ' εσκέπασε με δέρμα ένα καθέναν. </td><td align="right"> 440</td></tr> +<tr><td>καρτέρι θα ήταν κει βαρύ· μας έπνιγε η βαρεία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των θαλασσόθρεπτων φωκών οσμή φαρμακωμένη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ποιος βαστά να κοιμηθή με τέρας του πελάγου;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά μας έσωσεν αύτη με ανάσασι μεγάλη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τα ρουθούνια καθενός μας έθεσε αμβροσία </td><td align="right"> 445</td></tr> +<tr><td>μυρόβολη, και την οσμήν αφάνισε του κήτους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλη την αυγή μείναμε, με υπομονή, μ' αγώνα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και η φώκαις απ' την θάλασσαν ήλθαν μαζή, και αράδα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τ' ακρογιάλι επλάγιασαν, και από τα βάθη ο γέρος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήλθε καταμεσήμερα, και αυτού ταις φώκαις ηύρε, </td><td align="right"> 450</td></tr> +<tr><td>ταις παχουλαίς, κ' εξέτασε και αρίθμησέ ταις όλαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμάς πρώτους λογάριασε 'ς τα κήτη, και ότι δόλος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήταν δεν εδοκήθηκε, και επλάγιασε κ' εκείνος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με βοή χουμήσαμε και αδράξαμέν τον όλοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σφικτά, και αυτός δεν ξέχασε την δολερή του τέχνη. </td><td align="right"> 455</td></tr> +<tr><td>και πρώτ' απ' όλα εγίνηκε λέοντας καλογένειος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ευθύς κατόπι δράκοντας, και πάρδαλις, και κάπρος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>νερό ρεούμεν' έγινε, και δένδρον υψωμένο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον εκρατούσαμεν εμείς, με υπομονή, μ' αγώνα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο γέρος, άμ' απόκαμε 'ς τόσους 'πώχει δόλους, </td><td align="right"> 460</td></tr> +<tr><td>προς εμέ τότ' ωμίλησε, κ' ερώτησέ με· Ποίος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θεός, Ατρείδη, σου 'δειξε καρτέρι να μου στήσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και να με πιάσης στανικώς; ποια έχεις εσύ χρεία;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Γνωρίζεις, γέρε, — τι ερωτάς τούτα, να με πλανέσης; — </td><td align="right"> 465</td></tr> +<tr><td>'που 'ς το νησί τόσους καιρούς κρατιούμαι, και ουδέ τέλος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δύναμαι ναύρω, και η καρδιά της συντροφιάς μου λυόνει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά συ 'πέ μου,—και οι θεοί γνωρίζουσι τα πάντα—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ποιος μ' εμποδίζει των θεών, και μ' έδεσε εις τον δρόμο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω. </td><td align="right"> 470</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Του Δία και των άλλων αθανάτων ταις θυσίαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πριν ξεκινήσης, έπρεπε να κάμης, όπως φθάσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το μαύρο πέλαο σχίζοντας, γλήγορα εις την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι δεν θέλ' η μοίρα σου να ιδής τους ποθητούς σου, </td><td align="right"> 475</td></tr> +<tr><td>το σπίτι το περίλαμπρο και την γλυκειά πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παρ' αφού πάλιν αναιβής του Αιγύπτου το ποτάμι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που 'ναι βιοκαταίβατο, και κάμης εκατόμβαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε τον δρόμο, 'που ποθείς, αυτοί θα σου χαρίσουν. </td><td align="right"> 480</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τούτα μου είπε, και η καρδιά στο στήθος μου ερραγίσθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι το μαύρο πέλαγος μου επρόσταζε να σχίσω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπίσω προς τον Αίγυπτο· μακρύ, βαρύ ταξείδι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μ' όλα ταύτα προς αυτόν ωμίλησα και πάλιν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τούτα θα πράξω, γέροντα, όπως εσύ προστάζεις. </td><td align="right"> 485</td></tr> +<tr><td>αλλά ζητώ σε να μου ειπής μ' αλήθεια τούτο, αν όλοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άβλαπτοι με τα πλοία τους οι Αχαιοί γυρίσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσους εγώ και ο Νέστορας αφήσαμε εις την Τροία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή αν κακό 'ς την θάλασσα κανείς έλαβε τέλος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις ποθηταίς αγκάλαις. </td><td align="right"> 490</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ατρείδη, αυτά τι μ' ερωτάς; ποσώς δεν σε συμφέρει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να ηξεύρης και να μάθης κείνα, 'που κλεί μέσα ο νους μου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολληώρα δεν θα 'σαι άκλαυτος, όταν τ' ακούσης όλα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι απ' αυτούς πέσαν πολλοί, και άλλοι πολλοί εσωθήκαν. </td><td align="right"> 495</td></tr> +<tr><td>των αρχηγών των Αχαιών εχάθηκαν δυο μόνοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον γυρισμό· 'ς τον πόλεμο και συ παρευρισκόσουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ένας ακόμη ζωντανός 'ς τα πέλαγα κρατιέται·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο Αίας 'ς τα μακρύκουπα καράβια του αφανίσθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις ταις Γυραίς πρώτ' έφερεν αυτόν ο Ποσειδώνας, </td><td align="right"> 500</td></tr> +<tr><td>τραναίς πέτραις, κ' εφύλαξεν απ' την θαλασσοζάλη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είχε σωθή, και μισητός ας ήταν της Αθήνης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' είπε λόγον βλάσφημον, μεγάλως ετυφλώθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πως έφυγ', είπε, εις των θεών το πείσμ', από το βάθος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Ποσειδώνος άκουσε 'που αυτός μεγαλολόγα, </td><td align="right"> 505</td></tr> +<tr><td>και άδραξ' ευθύς την τρίαινα 'ς τα χέρια τ' ανδρειωμένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την Γυρή πέτρα εκτύπησε, την έσχισε· ένα μέρος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έμειν' αυτού· 'ς το πέλαγο τ' απόκομμα εβυθίσθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'π' ο Αίας πρώτα εκάθονταν την ώρα 'που ετυφλώθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έφερνε αυτόν 'ς τον άπειρον κυματισμένον πόντο. </td><td align="right"> 510</td></tr> +<tr><td>έτσι αφανίσθηκεν αυτός αφού κατέπιε άρμη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο αδελφός σου εξέφυγε τότε την μαύρη μοίρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μες τα βαθειά καράβια του· τον έσωσεν η Ήρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' όταν εκοντόφθανε 'ς το όρος του Μαλέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το υψηλό, τον άρπαξε κ' επήρε ανεμοζάλη </td><td align="right"> 515</td></tr> +<tr><td>'ς την ιχθυοφόρα θάλασσα, και αυτός βαρειά βογγούσε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κείθ' έδειχνε ακίνδυνος ακόμη ο γυρισμός τους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έστειλαν πρύμον οι θεοί, κ' έφθασαν 'ς την πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις ακρογιάλι εξοχικόν, όπου εκατοίκα ο Θυέστης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το πάλαι, τότ' ο Αίγισθος υιός του εκατοικούσε. </td><td align="right"> 520</td></tr> +<tr><td>κ' εκείνος μ' αναγάλλιασι 'ς το πατρικό του χώμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επάτησε, και το 'πιασε, κ' εφίλειε το με πλήθια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δάκρυα θερμά, χαρούμενος ότ' είδε την πατρίδα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' την σκοπιά τον ξάνοιξε ο σκοπός, οπού 'χε στήσει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο δολερός ο Αίγισθος, και του χε τάξει δώρο </td><td align="right"> 525</td></tr> +<tr><td>δυο χρυσά τάλαντα, και αυτός ολοχρονής εφύλα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μη του περάση απάντεχος και δράξη ευθύς τα όπλα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του ποιμένα των λαών κατέβη να το είπη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς τέχνασμα επίβουλον ο Αίγισθος ευρήκε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είκοσι παίρνει διαλεκτούς άνδραις, κ' εις ένα μέρος </td><td align="right"> 530</td></tr> +<tr><td>τους κρύβει, και αλλού τράπεζα προστάζει να ετοιμάσουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτός τον Αγαμέμνονα κατέβη να καλέση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με άλογα, με άμαξαις, και έργ' άσχημα εμελέτα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον πήρε ανυποψίαστον του ολέθρου, εδείπνισέ τον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εσκότωσε, ως σκοτόνουσι το βώδι 'ς το παχνί του. </td><td align="right"> 535</td></tr> +<tr><td>και ουδ' ένας τότε απόμεινε της συντροφιάς τ' Ατρείδη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδέ του Αιγίσθου, αλλ' όλοι τους 'ς το σπίτι εφονευθήκαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τούτα μου είπε, και η καρδιά 'ς το στήθος μου ερραγίσθη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έκλαια καθήμενος 'ς τον άμμο, και η ψυχή μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να ζήση πλειά δεν ήθελε, να ιδή το φως του ηλίου. </td><td align="right"> 540</td></tr> +<tr><td>και αφού χάμου κυλιούμενος εχόρτασα το κλάμμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είπε μου τότε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τόσο μην κλαις πολύν καιρόν, Ατρείδη, ότι το κλάμμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τίποτε δεν μας βοηθεί· μόν' ίδε εις την πατρίδα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να φθάσης το ταχύτερο, και ακόμη θα τον εύρης, </td><td align="right"> 545</td></tr> +<tr><td>ή ζωντανόν, ή επρόλαβεν ο Ορέστης να τον κόψη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τότε 'ς το νεκρώσιμο τραπέζι θα τους φθάσης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και η καρδία μου κ' η ανδρική ψυχή μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' όλον οπού περίλυπη, 'ς τα στήθη μου εζεστάθη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και προς αυτόν ωμίλησα με λόγια πτερωμένα· </td><td align="right"> 550</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τούτους ηξεύρω τους, αλλά τον τρίτον λέγε μ' άνδρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνον, 'που ακόμη ζωντανός 'ς τα πέλαγα κρατιέται,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή απέθανε, και αν λυπηθώ, θέλ' όμως να τ' ακούσω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ο Λαερτιάδης είναι αυτός, κάτοικος της Ιθάκης. </td><td align="right"> 555</td></tr> +<tr><td>'ς ένα νησί τον είδα εγώ δάκρυ λαμπρό να χύνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'πού με βία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση 'ς την πατρίδα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως 'ς τα νώτα τα πλατειά τον φέρουν της θαλάσσης. </td><td align="right"> 560</td></tr> +<tr><td>και συ, Μενέλαε, του Διός θρέμμα, δεν θέλ' η μοίρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο να κλείσης την ζωή σου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά 'ς τα όρια σε της γης, εις την ηλύσια χώρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που 'ναι ο ξανθός Ραδάμανθυς, οι αθάνατοι θα στείλουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπου ελαφρότατ' η ζωή διαβαίνει των ανθρώπων· </td><td align="right"> 565</td></tr> +<tr><td>χειμώνας όχι αυτού πολύς, όχι βροχή και χιόνι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά Ζεφύρου φύσημα γλυκόπνοο, κινώντας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πάντοτε απ' τον Ωκεανό, δροσίζει τους ανθρώπους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' είσαι του Διός γαμβρός, έχοντας την Ελένη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζε, εβυθίσθη· </td><td align="right"> 570</td></tr> +<tr><td>κ' εγώ 'ς τα πλοία κίνησα με τους καλούς συντρόφους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού 'ς το πλοίο φθάσαμε, 'ς την άκρη της θαλάσσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρτ' ήλθε νύκτα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το περιγιάλι πέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. </td><td align="right"> 575</td></tr> +<tr><td>και με την ροδοδάκτυλην Ηώ, του όρθρου κόρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πρώτα 'ς την θεία θάλασσα σύραμε τα καράβια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τα κατάρτια στήσαμε, κ' επάνω τα πανία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις τα σανίδια κάθισαν εκείνοι αραδιασμένοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το λευκό το πέλαγο με τα κουπιά κτυπούσαν· </td><td align="right"> 580</td></tr> +<tr><td>και 'ς το διοκαταίβατο του Αιγύπτου το ποτάμι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άραξα οπίσω, κ' έκαμα εκατόμβαις, και αφού τέλος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των αθανάτων έπαυσα την όργητα, έναν τάφο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σήκωσα του Αγαμέμνονα, να μείνη άσβυστ' η φήμη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τούτ' αφού τελείωσα πρύμον ευθύς μου στείλαν </td><td align="right"> 585</td></tr> +<tr><td>οι αθάνατοι, και μ' έφεραν 'ς την ποθητή πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' άκουσέ με, θέλησε 'ς το σπίτι μου να μείνης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως 'που να φέξ' η ενδέκατη, ή δωδεκάτ' ημέρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως πρέπει εγώ σε προβοδώ τότε, και θα σου δώσω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δώρα λαμπρά, τρί' άλογα, και στιλβωτόν αμάξι, </td><td align="right"> 590</td></tr> +<tr><td>ποτήρι ακόμη ένα εύμορφο, μ' εκείνο να σπονδίζης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προς τους θεούς, και ολοζωής εμέ συ να θυμάσαι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ατρείδη, εδώ πολύν καιρό να με κρατής μη θέλης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χρόνον εγώ θε να 'μενα ολόκληρον σιμά σου, </td><td align="right"> 595</td></tr> +<tr><td>το σπίτι μου και τους γονείς χωρίς να επιθυμήσω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' εις τους λόγους σου πολύ και εις τα διηγήματά σου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τέρπομαι· αλλά βαρύνονται οι σύντροφοι 'ς την Πύλο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την ιερή, και συ πολύν καιρό θα με κρατήσης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ό,τι μου δώσης χάρισμα, ως θησαυρό θα το 'χω. </td><td align="right"> 600</td></tr> +<tr><td>και εις την Ιθάκη τ' άλογα δεν παίρνω· θα τ' αφήσω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εδώ 'ς εσέ, να τα χαρής εσύ, 'που κυριεύεις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλατειά πεδιάδ', όπ' άφθονα κύπερη και τριφύλλι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σίτοι, ζειαίς, πολύσταχα λευκά κριθάρια βγαίνουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την Ιθάκη δεν είναι δρόμοι πλατείς, λειβάδια· </td><td align="right"> 605</td></tr> +<tr><td>τόπος αιγιδοβόσκητος, αλλ' έχει χάραις όσαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν έχει ο αλογοβόσκητος, και 'ς τα νησιά δεν είναι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ούτε λειβάδι ούτ' άλογα· κ' εξόχως 'ς την Ιθάκη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε· εγλυκογέλασεν ο μαχητής Μενέλαος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εχάιδευσέ τον, έκραξε κατ' όνομα και του 'πε· </td><td align="right"> 610</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Εις ό,τι λέγεις, τέκνο μου, απ' αίμα καλό δείχνεις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είμαι αρκετός τ' άλογ' αυτά μ' άλλο να μεταλλάξω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' όσα είναι στο σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πανεύμορφο, πολύτιμο, θα σου φιλοδωρήσω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κρατήρα καλοκάμωτον θέλει σου δώσω, 'π' όλος </td><td align="right"> 615</td></tr> +<tr><td>είναι αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έργον του Ηφαίστου· ο Φαίδιμος ήρωας μου το 'χει δώσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των Σιδονίων βασιληάς, 'ς την σκέπη του όταν ήλθα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>διαβάτης εις τον γυρισμό· και συ να το 'χης θέλω».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους· </td><td align="right"> 620</td></tr> +<tr><td>και οι καλεσμένοι επήγαιναν 'ς του βασιληά το σπίτι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άλλοι εφέρναν πρόβατα, άλλοι κρασιά γενναία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άρτον η εύμορφομάντηλαις γυναίκες τους εστέλναν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έτσι αυτού μες 'ς τα δώματα τον δείπνον ετοιμάζαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και εις του Οδυσσηά το μέγαρο κατέμπροσθε οι μνηστήρες </td><td align="right"> 625</td></tr> +<tr><td>με δίσκους διασκέδαζαν, και ρίχνοντας ακόντια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την στρωτήν γην, όπου απ' αρχής την έπαρσί τους δείχναν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και των μνηστήρων οι αρχηγοί και 'ς την ανδρεία πρώτοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Αντίνοος και ο θεόμορφος Ευρύμαχος, καθόνταν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς αυτούς ήλθε ο Νοήμονας, ο γόνος του Φρονίου, </td><td align="right"> 630</td></tr> +<tr><td>και αυτού προς τον Αντίνοον ωμίλησ' ερωτώντας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Αντίνοε, τάχα ηξεύρομεν, ή άγνωστο μας είναι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πότ' έρχεται ο Τηλέμαχος απ' την αμμώδη Πύλο;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με το καράβι μ' έφυγε, και το 'χω ανάγκη τώρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να διαβώ 'ς την Ήλιδα, που δώδεκα φοράδες </td><td align="right"> 635</td></tr> +<tr><td>μου βόσκουν, κ' έχουν 'ς το βυζί φιλόπονα μουλάρια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αδάμαστα· και θα 'παιρνα κανένα να δαμάσω».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, κ' εκείνο εθαύμασαν, γιατί 'ς την Νήλια Πύλο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν έλεγαν πως πέρασεν, αλλ' ότι 'ς τους αγρούς του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τα κοπάδια του έμενεν ή τον χειροβοσκό του. </td><td align="right"> 640</td></tr> +<tr><td>και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος του ωμίλησε και του 'πε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Μ' αλήθεια 'πε μου πότε αυτός έφυγε, και ποιους είχε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>συντρόφους; μήπως διαλεκτούς επήρε της Ιθάκης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή μισθωτούς και δούλους του; θα το 'κανε και τούτο!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τ' άλλο ειπέ μου καθαρά να μάθω, το καράβι </td><td align="right"> 645</td></tr> +<tr><td>σου επήρε τάχα στανικώς, ή με τον καλόν τρόπο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σ' έφερε και του το 'δωκες συ με την θέλησί σου;»</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και απάντησε ο Νοήμονας, ο γόνος του Φρονίου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Του το 'δωκ' αυτοθέλητα' τι 'θελε πράξη και άλλος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν άνδρας τέτοιος, έχοντας φροντίδαις εις τον νου του, </td><td align="right"> 650</td></tr> +<tr><td>παρακαλή; ήταν βαρύ τινάς να του τ' αρνιέται.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>συντρόφους είχε του λαού τα πρώτα παλληκάρια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είδ' αρχηγό τον Μέντορα, 'που επήγαινε μαζή τους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είτε θεός· τον Μέντορα εκείνος ώμοιαζ' όλος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' απορώ· χθες το ταχύ τον Μέντορ' είδα εμπρός μου, </td><td align="right"> 655</td></tr> +<tr><td>και εις το καράβ' είχ' έμπη αυτός τότε να πάη 'ς την Πύλο».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και άμ' αναχώρησε 'ς το σπίτι του πατρός του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' οι δύο κείνοι εχόλιασαν 'ς την ανδρική ψυχή τους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τους μνηστήραις κάθισαν και απ' τον αγώνα επαύσαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος 'ς την μέσην αυτών είπε, </td><td align="right"> 660</td></tr> +<tr><td>θλιμμένος· και όλα εγέμισαν θυμό τα σωθικά του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κατάμαυρα, κ' οι οφθαλμοί φλόγα λαμπρήν ωμοιάζαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Μέγα έργον ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτό, 'που δεν ελέγαμε να γείνη, το ταξείδι!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το πείσμα τόσων έφυγεν, ιδές, ένα παιδάκι, </td><td align="right"> 665</td></tr> +<tr><td>αφού καράβι ετράβησε, κ' επήρε και την νειότη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του τόπου· αρχή 'που 'ς το εξής κακό θα φέρη· ο Δίας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνον να κόψη, πριν αυτός 'ς εμάς φυτεύση πόνους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά καράβι δόστε μου ταχύ, κ' είκοσι ανθρώπους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως καρτέρι στήσω του και τον παραφυλάξω </td><td align="right"> 670</td></tr> +<tr><td>μες 'ς της Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να κλάψη 'που εταξείδευσε γι' αγάπη του πατρός του».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Όλοι 'ς αυτό συμφώνησαν κ' εκείνον εμψυχόναν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμπήκαν έπειτα μαζή 'ς το σπίτι τ' Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ουδ' άργησε πολύν καιρό να μάθ' η Πηνελόπη </td><td align="right"> 675</td></tr> +<tr><td>όσα οι μνηστήρες μέσα τους βαθειά μηχανευόνταν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Μέδοντας ο κήρυκας της τα 'πε, οπού τα μέτρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που έπλεκαν κείνοι 'ς την αυλήν, είχ' έξωθεν ακούσει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και να το είπη εκίνησεν ευθύς της Πηνελόπης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως το κατώφλι αυτός πατεί του λέγ' η Πηνελόπη· </td><td align="right"> 680</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Κήρυκα, και τι σ' έστειλαν οι θαυμαστοί μνηστήρες;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του θείου μήπως Οδυσσηά ταις δούλαις να προστάξης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα έργα ν' αφήσουν και εις αυτούς τον δείπνο να ετοιμάσουν;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γάμους αλλού να μη ζητούν, αλλού να μη συχνάζουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ας δειπνήσουν τώρ' εδώ τον ύστερό τους δείπνο! </td><td align="right"> 685</td></tr> +<tr><td>'που γύρωθεν ερχόμενοι πυκνοί φθείρετε πλούτη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Τηλεμάχου τα καλά· και τάχ' απ' τους γονείς σας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πρότερον δεν ακούετε, ότ' ήσασθε παιδία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ποίος εις τους πατέραις σας ήταν ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που δεν αδίκησε ποτέ με λόγον ή με πράξι </td><td align="right"> 690</td></tr> +<tr><td>κανέναν, ως το συνηθούν οι βασιλείς οι θείοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπ' έναν άνθρωπον μισεί, τον άλλον αγαπάει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτός εις άνθρωπον ποτέ κακό δεν έχει πράξει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' η ψυχή σας φαίνεται και τ' άπρεπα σας έργα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδέ 'ς τα ευεργετήματα κατόπι έμεινε χάρι». </td><td align="right"> 695</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο Μέδοντας ο συνετός ωμίλησέ της κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Να ήταν αυτό, βασίλισσα, μες' 'ς τα κακά το πρώτο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ένα μεγαλήτερο, και φοβερώτερ', άλλο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρα οι μνηστήρες μελετούν, να το εμποδίση ο Δίας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να κόψουν τον Τηλέμαχον ζητούν 'ς τον γυρισμό του· </td><td align="right"> 700</td></tr> +<tr><td>κ' εκείνος πήγεν, άκουσμα να μάθη του πατρός του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την θείαν Λακεδαίμονα και εις Πύλο την αγία».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε· και αυτής τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αμιλησιά τα λόγια της επήρε, κ' εγεμίσαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δάκρυα τα μάτια, κ' έσβησεν η δροσερή φωνή της. </td><td align="right"> 705</td></tr> +<tr><td>και αργά πολύ μετέπειτα απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Κήρυκα, το παιδί γιατί μου 'φυγε; δεν συμφέρει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τα καράβια νά 'μπη αυτός, οπού 'ναι για τους άνδραις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'σαν της θαλάσσης άλογα, και σχίζουν τόσο κύμα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή μήπως θέλει να χαθή 'ς την γη και τ' όνομά του;» </td><td align="right"> 710</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο Μέδοντας ο συνετός της είπε· «Δεν γνωρίζω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν ήταν θεού κίνημα, ή μόνον της ψυχής του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που 'ς την Πύλο τον έσπρωξε ν' ακούση, αν ο πατέρας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα γύρη ή και ποιο στάθηκε το τέλος της ζωής του».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και ανεχώρησε 'ς τα δώμα του Οδυσσέα. </td><td align="right"> 715</td></tr> +<tr><td>και αυτήν ο πόνος έζωσε σκληρός, και δεν εμπόρει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλειά να καθίση 'ς το θρονί,—κ' ήσαν πολλά 'ς το σπίτι—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά 'ς του τεχνικώτατου θαλάμου το κατώφλι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκάθισε δακρύζοντας πικρά, και η δούλαις όλαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η νηαίς ομού και η παλαιαίς, τριγύρω εσιγοκλαίαν. </td><td align="right"> 720</td></tr> +<tr><td>κ' εκείνη κλαίοντας πυκνά ταις είπε- «Αγαπηταίς μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ακούτε· πάθη περισσά εμένα έδωκε ο Δίας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' όσαις εγεννήθηκαν μ' εμέ και ανατραφήκαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα, λεοντόκαρδον και μέγαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς όλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, </td><td align="right"> 725</td></tr> +<tr><td>'που 'ς την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα το μονάκριβον ο άνεμος μου πήρε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άδοξ' από το σπίτι μου, ούδ’ ένοιωσα 'που εβγήκε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σκληραίς, και δεν ευρέθηκε μέσ' από σας καμμία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ενώ τα ηξεύρετε καλά, να 'λθη να μ' εξυπνίση, </td><td align="right"> 730</td></tr> +<tr><td>την ώρα 'π' αυτός έμπαινε 'ς το βαθουλό καράβι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν το ταξείδι εγνώριζα πως μελετούσε κείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν έφευγε, τον πόθο του και ας είχε εις το ταξείδι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή εμένα εδώ θε ν' άφινε 'ς το σπίτι απεθαμένη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ας μου κράξουν βιαστικά τον γέρο το Δολίο, </td><td align="right"> 735</td></tr> +<tr><td>τον δούλο, 'π' όταν ήλθα εδώ μου 'δωκεν ο πατέρας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μου τηρά το σύδενδρο κηπάρι, και να τρέξη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για να καθίση και να ειπή τούτ' όλα του Λαέρτη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον λογισμό του ίσως αυτός κάποιαν βουλήν υφάνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τους λαούς ερχόμενος για να κλαυθή, πως θέλουν </td><td align="right"> 740</td></tr> +<tr><td>εκείνου και του Οδυσσηά τον γόνο ν' αφανίσουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' η Ευρύκλεια της απάντησεν, η αγαπητή βυζάστρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Γλυκειά μου νύμφη, μάχαιραν έπαρε να με σφάξης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή άφες με 'ς το σπίτι σου· το πράγμα δεν σου κρύβω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα εγνώριζ' όλα, κ' έδωκα 'ς αυτόν ό,τι ζητούσε, </td><td align="right"> 745</td></tr> +<tr><td>τον άρτο, το γλυκό κρασί· και εις μέγαν μ' έβαλ' όρκο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να μη σου ειπώ εγώ τίποτε πριν φέξ' η δωδεκάτη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή μόνη επιθυμήσης τον και μάθης ότι εβγήκε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως μη φθείρης κλαίοντας την εύμορφην ειδή σου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά, το σώμ' αφού λουσθής και καθαρά φορέσης, </td><td align="right"> 750</td></tr> +<tr><td>πάρε ταις υπηρέτριαις σου, 'ς τ' ανώγι αναίβα κ' εύχου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της Αθηνάς, της θυγατρός του αιγιδοφόρου Δία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που αυτόν και από τον θάνατο τότε ημπορεί να σώση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και γέροντα ταλαίπωρον συ μη ταλαιπωρήσης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδ' οι αθάνατοι, θαρρώ, παντάπασι το γένος </td><td align="right"> 755</td></tr> +<tr><td>τ' Αρκεισιάδη εμίσησαν, και κάποιος θ' απομείνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να 'χη τα υψηλά δώματα και τους παχείς αγρούς του».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και αυτής κοίμισε τους θρήνους και τα μάτια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>στέγνωσε· κείνη ελούσθηκε κ' εφόρεσε καθάρια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τ' ανώι με ταις γυναίκαις της ανέβη και ουλοχύταις </td><td align="right"> 760</td></tr> +<tr><td>έθεσεν εις το κάνιστρο, και ευχόνταν της Αθήνης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Άκου με, κόρη αδάμαστη του αιγιδοφόρου Δία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εάν ποτε ο πολύβουλος 'ς το σπίτι του Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μερία σου 'καψε παχειά βωδιών ή και προβάτων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρα να μου τα ενθυμηθής, και σώσε το παιδί μου, </td><td align="right"> 765</td></tr> +<tr><td>και παύσε την αποκοτιά των πονηρών μνηστήρων».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε κ' εφώναξε· η θεά δέχθηκε την ευχή της·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ένας απ' τους απόκοτους τους νέους είπε· «Γάμον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άσφαλτ' η πολυμνήστευτη βασίλισσα ετοιμάζει </td><td align="right"> 770</td></tr> +<tr><td>'ς εμάς, και φόνος αγνοεί 'που γίνεται του υιού της».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά πε, και τι γίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ωμίλισ' ο Αντίνοος 'ς εκείνους μέσα, κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Δαίμονες, τα υπερήφανα λόγια ν' αφήστε τώρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλα μαζή, μήπως κανείς και μέσα τ' αναφέρη. </td><td align="right"> 775</td></tr> +<tr><td>και ας σηκωθούμ' έτσι σιγά, και ας δώσουμ' εμείς τέλος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς αυτό, 'που εβουλευθήκαμε και αποφασίσαμ' όλοι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και άμ' εδιάλεξαν είκοσι παλληκάρια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκίνησαν προς το ταχύ καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πρώτα απ' όλα ετράβηξαν 'ς την θάλασσα το πλοίον, </td><td align="right"> 780</td></tr> +<tr><td>και μες το πλοίον έβαλαν κατάρτι και πανία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τα κουπιά με τα λουριά προς τους σκαρμούς εδέσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τάξιν όλα, και άπλωσαν τα ολόλευκα πανία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και οι τολμηροί θεράποντες τα όπλα εκεί τους φέραν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τ' άραξαν σιμά 'ς την γη, ψηλά· κ' εκείνοι εβγήκαν, </td><td align="right"> 785</td></tr> +<tr><td>και αυτού δειπνήσαν, και να 'λθή το εσπέρας περιμέναν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και αυτού 'ς τ' ανώγ' η φρόνιμη κείτονταν Πηνελόπη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χωρίς φαγί, χωρίς πιοτό, πολύ συλλογισμένη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν ο υιός της ο καλός τον χάρο θα ξεφύγη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή θα του πάρουν την ζωήν οι απόκοτοι μνηστήρες. </td><td align="right"> 790</td></tr> +<tr><td>και όσα λεοντάρι μεριμνά, πολλών 'ς την μέση ανθρώπων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φοβούμενο, 'που δολερόν τού 'συραν γύρω κύκλον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόσα ενώ συλλογίζονταν, γλυκός την πήρεν ύπνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έπεσε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότ' άλλο εφεύρηκε η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· </td><td align="right"> 795</td></tr> +<tr><td>φάντασμα πλάθει, και ώμοιαζε γυναίκα εις την μορφή του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Ιφθίμη, κόρη του υψηλού 'ς το φρόνημα Ικαρίου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'π' ο Εύμηλος απ' ταις Φεραίς την είχε πάρει νύμφη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έστελνε αυτό 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κει, 'που 'κλαιε και οδύρονταν, την Πηνελόπη ναύρη, </td><td align="right"> 800</td></tr> +<tr><td>να παύση αυτής τα κλάμματα, τους θρήνους να σιγάση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σιμά 'ς του σύρτη το λουρί 'ς τον θάλαμον εμπήκε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Κοιμάσαι με περίλυπην καρδιάν, ω Πηνελόπη;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όχι, δεν θέλουν οι θεοί, 'που ζουν ευτυχισμένα, </td><td align="right"> 805</td></tr> +<tr><td>να κλαίης, να λυπιέσαι συ, και ακόμη θα γυρίση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το τέκνο σου· και των θεών αυτός δεν είναι πταίστης».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολύ γλυκά ρουχάζοντας 'ς ταις πύλαις των ονείρων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Εδώ γιατί 'λθες, αδελφή; ποσώς δεν σ' είδ' ως τώρα </td><td align="right"> 810</td></tr> +<tr><td>να 'ρχεσαι, γιατί κατοικείς μακρυ' απ' εμένα, πέρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την λύπη παραγγέλλεις με ν' αφήσω και τους πόνους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού μου θλίβουν την ψυχή, τα σπλάχνα μου ταράζουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα λεοντόκαρδον και μέγαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς όλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, </td><td align="right"> 815</td></tr> +<tr><td>'που εις την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα πάλι μου 'φυγε τ' αγαπητό παιδί μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το πλοίο, κ' είναι αμάθητο 'ς την πράξι και 'ς τους λόγους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για τούτον εγ' οδύρομαι πολύ παρά για κείνον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για τούτον όλη τρέμω εγώ, φοβούμαι μη μου πάθη, </td><td align="right"> 820</td></tr> +<tr><td>ή 'ς τους λαούς, 'που πέρασεν, ή μέσα 'ς τα πελάγη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' είν' εχθροί κακόβουλοι πολλοί, 'που μηχανώνται</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να τον φονεύσουν, πριν ελθή οπίσω 'ς την πατρίδα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και το θαμπό το φάντασμα απάντησεν εκείνης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Θάρρευε, μηδέ φοβηθής τόσο πολύ 'ς τον νου σου· </td><td align="right"> 825</td></tr> +<tr><td>είναι εις το πλάγι του οδηγός, 'που και άλλοι επιθυμούσαν,—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γιατί μεγάλα δύναται,—νά στέκεται σιμά τους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Αθηνά· και τώρ' αυτή σε συμπονεί, 'που κλαίεις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μ' εξαπόστειλεν εδώ, τούτα να σου ομιλήσω».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης· </td><td align="right"> 830</td></tr> +<tr><td>«Και αν θεός είσαι, και θεού συ την φωνήν ακούεις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και για τον άλλον λέγε μου, τον άμοιρον εκείνον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του Ηλιού το φως αν βλέπη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή απέθανε, κ' ευρίσκεται 'ς την κατοικιά του Άδη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και το θαμπό το φάντασμα απάντησεν εκείνης· </td><td align="right"> 835</td></tr> +<tr><td>«Γι' αυτόν εγώ δεν θα σου ειπώ ρητώς αν ζη ακόμη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή απέθανε- κ' είναι κακό να λέγωνται τα μάταια».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, του σύρτη από σιμά της θύρας κείνο εβγήκε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις των ανέμων ταις πνοαίς εσκόρπισε· και η κόρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Ικαρίου ξύπνησε, και ιλάρωσε η ψυχή της, </td><td align="right"> 840</td></tr> +<tr><td>'π' όνειρον ολοφάνερον της ήλθεν εις το δείλι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και άμ' ανεβήκαν έσχιζαν το πέλαγο οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Τηλεμάχου αφεύγατον τον φόνο μελετώντας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πετρωτόν είναι νησί, 'ς την μέση της θαλάσσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της Ιθάκης ανάμεσα και της τραχείας Σάμου, </td><td align="right"> 845</td></tr> +<tr><td>όχι μεγάλο, η Αστερίς, μ' ακίνδυνα λιμάνια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δυο δίστομα, κ' οι Αχαιοί εκεί τον καρτερούσαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td><b>Ραψωδία Ε</b></td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και άφησ' η Ηώ του υπέρλαμπρου του Τιθωνού την κλίνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το φως να φέρη των θνητών και άμα των αθανάτων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και συγκαθίζαν οι θεοί και 'ς αυτούς μέσα ο Δίας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο υψηλοβρόντης, 'που κρατεί την πρώτην εξουσία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' η Αθήνη τους μνημόνευε τα πάθη του Οδυσσέα, </td><td align="right"> 5</td></tr> +<tr><td>κ' εσύγκλαι' αυτόν, 'που ευρίσκονταν 'ς τα δώματα της νύμφης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Πατέρα Δία, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλειά σκηπτροφόρος βασιληάς να μη φανή κανένας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γλυκός, καλοπροαίρετος, και δίκαιος, και πράος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ας ήναι σκληρότροπος και τ' άνομα να πράζη· </td><td align="right"> 10</td></tr> +<tr><td>αφού τον θείον Οδυσσηά κανένας δεν θυμάται</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τους λαούς, 'που βασιληά τον είχαν και πατέρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνος κείτεται εις νησί με λύπαις και με πόνους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς της Καλυψώς τα μέγαρα της νύμφης, 'που με βία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση 'ς την πατρίδα. </td><td align="right"> 15</td></tr> +<tr><td>ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που να τον φέρουν 'ς τα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα πάλι μελετούν να σφάξουν τον υιό του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καθώς γυρίζει, 'π' άκουσμα να μάθη του πατρός του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'βγήκε εις την Λακεδαίμονα και εις Πύλο την αγία». </td><td align="right"> 20</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τέκνο, ποιος λόγος σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν είσαι συ, 'που εσκέφθηκες η ίδια αυτήν την γνώμη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να 'λθη ο Οδυσσηάς, κ' ενάντια τους εκδίκησι να πάρη;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τον Τηλέμαχον εσύ, γιατ' ημπορείς, προβόδα </td><td align="right"> 25</td></tr> +<tr><td>με γνώσι, όπως απείρακτος υπάγη 'ς την πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άπρακτοι με το πλοίο τους γυρίσουν οι μνηστήρες».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, κ' εστράφη 'ς τον Ερμήν αμέσως, τον υιό του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ερμή, 'που σ' έχω μηνυτήν εις όλα, ειπέ της νύμφης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκεί της καλοπλέξουδης, την καθαρή βουλή μας, </td><td align="right"> 30</td></tr> +<tr><td>ο Οδυσσηάς ο αδάμαστος 'ς την γη του να επανέλθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χωρίς θεόν ή άνθρωπον θνητόν να 'χη σιμά του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' αφού 'ς την πολύδεσμη πλωτή κακοπαθήση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα φθάση αυτός την εικοστήν ημέρα εις την Σχερία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γη των Φαιάκων κάρπιμη, και αυτοί θεογέννητοί 'ναι, </td><td align="right"> 35</td></tr> +<tr><td>και ωσάν θεόν ολόψυχα αυτόν θέλει τιμήσουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με καράβι 'ς την γλυκειά πατρίδα θα τον στείλουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με άπειρα δώρα, χάλκωμα, φορέματα, χρυσάφι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που τόσα δεν θα ελάμβανε λαχνόν από την Τροία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άβλαπτος αν εγύριζε, με μέρος των λαφύρων. </td><td align="right"> 40</td></tr> +<tr><td>ότ' είναι η μοίρα του να ιδή τους ποθητούς, να φθάση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γη την πατρική του».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε· και άμα ο γλήγορος υπάκουσε αργοφόνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς 'ς τα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν τον επάνω </td><td align="right"> 45</td></tr> +<tr><td>'ς την θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη, σαν τους αέραις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το ραβδί πήρε, οπού μ' αυτό τα βλέφαρα κοιμίζει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όποιου θνητού θελήση αυτός, κ' εγείρει όποιον κοιμάται.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' αυτό 'ς τα χέρια πέτονταν ο μέγας αργοφόνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις την Πιερία πάτησε, κ' έπεσε απ' τον αιθέρα </td><td align="right"> 50</td></tr> +<tr><td>'ς το πέλαγος· και αρμένιζε 'ς το κύμα επάν' ως γλάρος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που εις τα φρικτά βυθίσματα της άπατης θαλάσσης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ψάρια ζητεί, και τα πτερά 'ς την άρμη συχνοβρέχει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμοιος μ' αυτόν εφέρονταν ο Ερμής 'ς άπειρο κύμα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όταν ·ς την νήσον έφθασε την απομακρυσμένη, </td><td align="right"> 55</td></tr> +<tr><td>απ' το γαλάζιο πέλαγος εβγήκε να πατήση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την γη, και εις τ' άντρον έφθασε το μέγα, όπου εκατοίκα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η νύμφ' η καλοπλέξουδη, και μέσα εκείνην ηύρε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις την γωνίστρα καίονταν ξύλα πολλά του κέδρου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και της καλόσχιστης θυάς, κ' εσκόρπα η μυρωδία </td><td align="right"> 60</td></tr> +<tr><td>εις το νησί· καλόφωνα κει μέσα ετραγουδούσε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτή, και ύφαινε πανί με ολόχρυση σαγίττα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και δάσος ολοφούντωτον ήταν τριγύρω 'ς τ' άντρο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κλήθρα, και λεύκα, ευωδερό μ' εκείναις κυπαρίσσι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μέσ' αυτού πλατύπτερα πετούμενα εκουρνιάζαν, </td><td align="right"> 65</td></tr> +<tr><td>στριγλιά, γεράκια, και μαζή πλατύγλωσσαις κουρούναις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θαλασσοπούλι, 'που η ζωή τ' αρέσει του πελάγου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ήμερο κλήμα ολόγυρα 'ς το βαθουλό το σπήληο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θυμό γεμάτο απλόνονταν σταφύλια στολισμένο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και βρύσες τέσσερες εγγύς και αραδικώς ερρέαν </td><td align="right"> 70</td></tr> +<tr><td>λευκό νερό, και η καθεμιά 'ς άλλο εκυλούσε μέρος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και γιοφυλλιών γύρω απαλά λιβάδια και σελίνων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πρασίνιζαν και αθάνατος αν πήγαιν' εκεί πέρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κυττάζοντας θα εθαύμαζε, και θα 'χαιρε η ψυχή του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έμεινε αυτού κ' εθαύμαζεν ο μέγας αργοφόνος· </td><td align="right"> 75</td></tr> +<tr><td>και αφού τα πάντα εθαύμασεν εις την ψυχή του εκείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το ευρύχωρ' άντρο εμπήκ' ευθύς· και ως είδε αυτόν αγνάντια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν άργησεν η Καλυψώ να τον γνωρίσ' η θεία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι δεν είν' οι αθάνατοι άγνωστοι μεταξύ τους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν τύχη κάποιος απ' αυτούς μακρυά να κατοικάη. </td><td align="right"> 80</td></tr> +<tr><td>μέσα τον μεγαλόκαρδο δεν εύρεν Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έκλαιγε αυτός καθήμενος εις τ' ακρογιάλι, ως πρώτα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθη 'ς την ψυχή του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τον Ερμήν η Καλυψώ ερώτησεν η θεία, </td><td align="right"> 85</td></tr> +<tr><td>αφού τον κάθισε εις θρονί λαμπρό και στιλβωμένο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τι 'λθες, Ερμή χρυσόρραβδε, να μ' εύρης, σεβαστέ μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αγαπημένε; να έρχεσαι συχνά δεν σ' είδα ως τώρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ό,τι ποθείς λέγε μου ευθύς· και να το πράξω θέλω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν πράγμα είναι, 'που γίνεται, κ' είμαι αρκετή να πράξω. </td><td align="right"> 90</td></tr> +<tr><td>αλλά προχώρει παρεμπρός να σε φιλοξενήσω».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε η θεά, και τράπεζαν γεμάτην αμβροσίαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του θέτει, και άμα κόκκινο νέκταρ του συγκερνάει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έτρωγ' εκείνος κ' έπινεν, ο μέγας αργοφόνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και δύναμιν εις την τροφήν άμα η καρδιά του επήρε, </td><td align="right"> 95</td></tr> +<tr><td>τότ' επροσφώνησεν αυτήν, απάντησέ της κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Θεά θεόν εμ' ερωτάς, οπού 'λθα εδώ να σ' εύρω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όπως ζητείς, αλάθευτα το πράγμα εγώ θα σ' είπω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να 'λθώ εδώ πέρα επρόσταξε, χωρίς να θέλω, ο Δίας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ποιος τόσ' αλμυρά κύματα αυτόθελα θα επέρνα </td><td align="right"> 100</td></tr> +<tr><td>άμετρα; και ουδ' είναι σιμά χώρα θνητών ανθρώπων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που των θεών κάμνουν θυσιαίς κ' εξαίσιαις εκατόμβαις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά ποτέ δεν ξέφυγε κανείς των αθανάτων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδ' εματαίωσε τον νου τ' αιγιδοφόρου Δία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λέγει πως ο αμοιρότερος άνδρας σιμά σου υπάρχει, </td><td align="right"> 105</td></tr> +<tr><td>απ' όσους γύρω εμάχονταν 'ς τα τείχη του Πριάμου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χρόνους εννηά, κ' επόρθησαν 'ς τον δέκατο την πόλι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς την πατρίδα ως έστρεφαν επταίσαν της Αθήνης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπ' άνεμον τούς σήκωσε κακόν και μακρύ κύμα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και οι λαμπροί του σύντροφοι τότ' όλοι αφανισθήκαν, </td><td align="right"> 110</td></tr> +<tr><td>κ' εδώ 'φεραν ο άνεμος εκείνον και το κύμα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτόν εδώθε ογλήγορα προστάζει ν' αποπέμψης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι δεν μέλλει να χαθή μακράν των ποθητών του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' είναι μοίρα του να ιδή τους ποθητούς, να φθάση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γη την πατρική του». </td><td align="right"> 115</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Άκουσε η αταίριαστη θεά, κ' ευθύς επάγωσ' όλη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Είσθ' άσπλαχν', είσθε βάσκανοι, θεοί, σαν κανείς άλλος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που με θνητούς 'ς το φανερό θεαίς να συγκοιμώνται</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φθονείτε, αν κάμη ομόκλινον καμμιά τον ποθητόν της. </td><td align="right"> 120</td></tr> +<tr><td>όμοια της ροδοδάκτυλης Ηώς τον διαλεκτόν της</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ωρίωνα εφθονέσετε, εσείς οι ευτυχισμένοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως 'που η χρυσόθρονη Άρτεμις, η αγνή, 'ς την Ορτυγία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κτύπησε αυτόν κ' εφόνευσε με τα λεπτά της βέλη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμοια, την καλοπλέξουδη την Δήμητραν ο πόθος </td><td align="right"> 125</td></tr> +<tr><td>ότ' έφερε 'ς την αγκαλιά να πέση του Ιασίου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μες τον τριόργωτον αγρό, το 'μάθ' ευθύς ο Δίας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άστραψε κ' εθανάτωσεν αυτόν μ' αστροπελέκι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμέ, θεοί, φθονείτε σεις, 'πώχω θνητόν κοντά μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άνδρα· κ' εγώ τον έσωσα, 'που μόνος την καρίνα </td><td align="right"> 130</td></tr> +<tr><td>έσφιγγε με τα σκέλη του, και του 'χε το καράβι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σχίσει 'ς τα μαύρα πέλαγα με κεραυνόν ο Δίας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και οι λαμπροί του σύντροφοι τότ' όλοι, αφανισθήκαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εδώ 'φεραν ο άνεμος εκείνον και το κύμα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τούτον εγώ ξένιζα, κ' έτρεφα, κ' είχα γνώμη </td><td align="right"> 135</td></tr> +<tr><td>αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήσω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' αν δεν ξέφυγε ποτέ κανείς των αθανάτων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδ' εματαίωσε τον νου τ' αιγιδοφόρου Δία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού κείνος προστάζει το, ο άμοιρος ας πάη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μες τ' άγρια πέλαγα· αλλ' εγώ δεν θα τον προβοδήσω· </td><td align="right"> 140</td></tr> +<tr><td>ότι καράβια δεν έχω, δεν έχω ουδέ συντρόφους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που να τον φέρουν 'ς τα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά με γνώμην πρόθυμην εγώ θα τον διδάξω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το πώς να φθάση απείρακτος εις την γλυκειά πατρίδα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο αργοφόνος μηνητής απάντησέ της κ' είπε· </td><td align="right"> 145</td></tr> +<tr><td>«Ναι, απόπεμπέ τον, και φοβού την όργητα του Δία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μήπως κατόπι χολευθή και σε κακοποιήση».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και αναχώρησεν ο μέγας αργοφόνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και προς τον μεγαλόψυχον εκίνησε Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η νύμφη, τα μηνύματα ως άκουσε του Δία. </td><td align="right"> 150</td></tr> +<tr><td>'ς ακρογιαλιά καθήμενον τον εύρε, ουδ' εστεγνόναν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ποτέ τα μάτια, αλλ' έλυονε την ποθητή ζωή του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για την πατρίδα κλαίοντας, ουδ' άρεγέ του πλέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η νύμφη, αλλά βιαζόμενος, 'ς τα βαθουλά τα σπήληα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' αυτήν, οπού τον ήθελεν, αθέλητα εξενύκτα· </td><td align="right"> 155</td></tr> +<tr><td>και ταις ημέραις κάθονταν 'ς ακροθαλάσσια βράχη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθη 'ς την ψυχή του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σιμά του εστάθηκε η θεά, η αταίριαστη, και του 'πε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Άμοιρε, μη μου οδύρεσαι εδώ συ πλειά, μη φθείρης </td><td align="right"> 160</td></tr> +<tr><td>την ζωή σου, κ' ήδη πρόθυμα πολύ θα σ' αποπέμψω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' έλα, ξύλα μακρινά με την αξίνα κόψε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλατειά συνάρμοσε πλωτή, κ' επάνω αυτής σανίδαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>στήσε υψηλαίς, 'ς τα σκοτεινά πελάγη να σε φέρη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άρτο, νερό, και κόκκινο κρασί, 'που δυναμόνει, </td><td align="right"> 165</td></tr> +<tr><td>εγώ θα βάλω εις την πλωτή, μη πάθης από πείνα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα σου φορέσω φορεσιαίς, και πρύμον θα σου στείλω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως συ φθάσης άβλαπτος 'ς την ποθητή πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν τούτο αρέσει των θεών των ουρανοκατοίκων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού καλήτερ' απ' εμέ νοούν και αποφασίζουν». </td><td align="right"> 170</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε· και ο πολύπαθος επάγωσε Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Άλλο 'ς τον νου σου έχεις, θεά, ποτέ να μ' αποπέμψης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που με πλωτή να διαβώ μου λέγεις της θαλάσσης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το φρικτό χάσμα, οπού γοργά δεν σχίζουν ίσια πλοία </td><td align="right"> 175</td></tr> +<tr><td>και όταν περιφανεύονται 'ς τον άνεμο του Δία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδέ θε να 'μπω εις την πλωτή 'ς το πείσμα σου ποτέ μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν μη θελήσης, ω θεά, να ομόσης μέγαν όρκο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι κακό δεν μελετάς ενάντια μου κανένα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε· τότε η θαυμαστή θεά γλυκογελώντας </td><td align="right"> 180</td></tr> +<tr><td>τον χάιδεψε, τον έκραξε κατ' όνομα, και του 'πε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Πονηρός είσαι αληθινά, δεν είσαι ματαιολόγος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ποίον λόγον εσοφίσθηκες να βγάλης απ' τα χείλη!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μάρτυς μου η γη και ο ουρανός πλατύτατος επάνω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και της Στυγός τα ρεύματα, 'που χύνονται 'ς τον Άδη, </td><td align="right"> 185</td></tr> +<tr><td>οπού 'ναι πρώτος και φρικτός των αθανάτων όρκος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι κακό δεν μελετώ ενάντια σου κανένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' όσα θα εστοχάζομουν, αν όμοια μ' είχε ανάγκη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για τον εαυτό μου, αυτά νοώ και αυτά σε συμβουλεύω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι κ' εγώ προαίρεσιν έχω αγαθήν και τρέφω </td><td align="right"> 190</td></tr> +<tr><td>μέσα καρδιάν ελεητική και όχι σιδερένια».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε η ασύγκριτη θεά, κ' επροπορεύθη εκείνου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ογλήγορα· κατόπι της αυτός ακολουθούσε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το βαθύ σπήληον έφθασαν η αθάνατη και ο άνδρας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις το θρονί κάθισε αυτός, 'που 'χε καθίσει πρώτα </td><td align="right"> 195</td></tr> +<tr><td>ο Ερμής· και του παράθεσε να φάγη και να πίη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η νύμφη από τα φαγητά, 'που τρέφουν τους ανθρώπους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αγνάντια κείνη εκάθισε 'ς τον θείον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και νέκταρ της παράθεσαν η δούλαις και αμβροσία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά, 'που 'χαν εμπρός τους· </td><td align="right"> 200</td></tr> +<tr><td>και άμ' ευφρανθήκαν 'ς το φαγί και εις το πιοτόν εκείνοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Καλυψώ τότ' άρχισεν η ασύγκριτη να λέγη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Λαερτιάδη διογενή, πολύβουλε Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έτσι λοιπόν 'ς το σπίτι σου, 'ς την ποθητή πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θέλεις ευθύς τώρα να πας; ας γίνη· χαιρετώ σε. </td><td align="right"> 205</td></tr> +<tr><td>αλλ' αν 'ς τον νου σου εγνώριζες τα πόσα θα υποφέρης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πάθη, όπως θέλ' η μοίρα σου, πριν φθάσης 'ς την πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το δώμα τούτο ασάλευτα μαζή μου ήθελε μείνης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα εγένοσουν αθάνατος, μ' όλον που αναστενάζεις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να ίδης την γυναίκα σου, τον πόθο της ψυχής σου. </td><td align="right"> 210</td></tr> +<tr><td>κ' εγώ κείνης χειρότερη καυχιούμαι ότι δεν είμαι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σώμα και 'ς τ' ανάστημα, και ουδέ ποσώς αρμόζει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θνηταίς με αθάναταις ποτέ 'ς τα κάλλη να μετρώνται».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και αυτής ο πολυμήχανος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Σεπτή θεά, μη μου οργισθής για τούτο· κ' εγώ ξεύρω </td><td align="right"> 215</td></tr> +<tr><td>παρά πολύ 'που ταπεινή θα εφαίνονταν εμπρός σου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς τ' ανάστημα, 'ς το κάλλος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνη θνητ' είναι, αθάνατη εσύ και αγέραστ' είσαι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' όμως πάντοτε ζητώ και θέλω εις την πατρίδα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να φθάσω, της επιστροφής να ίδω την ημέρα. </td><td align="right"> 220</td></tr> +<tr><td>και αν εις τα μαύρα πέλαγα θεός πάλι με κρούση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καρδιάν έχω φερέλυπη και θέλει το υπομείνω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' ήδ' υπόφερα πολλά, πολλά 'χω κακοπάθει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>‘ς ταις μάχαις και 'ς τα κύματα· και αυτό μ' εκείν' ας έλθη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε· και ο ήλιος έκλινε, κ' έφθασε το σκοτάδι, </td><td align="right"> 225</td></tr> +<tr><td>και εις τ' άντρο το καμαρωτό παράμεσα συρμένοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι δύο πλάγιασαν μαζή, και την φιλιά χαρήκαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εφόρεσεν ο Οδυσσηάς χιτώνα και χλαμύδα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μανδύαν λαμπροΰφαντον μέγαν ενδύθ' η νύμφη </td><td align="right"> 230</td></tr> +<tr><td>χαριτωμένον και λεπτόν, κ' εζώσθηκε ζωνάρι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χρυσόν, ωραίο, κ' έβαλε 'ς την κεφαλή καλύπτρη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να προβοδά τότ' άρχισε τον θείον Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αξίναν του 'δωκε τρανήν, αρμόδια 'ς την παλάμη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χάλκινη, κ' ήταν δίστομη· και μέσ' είχ' εμπηγμένο </td><td align="right"> 235</td></tr> +<tr><td>σφικτά στελειάρι ελάινον εύμορφο, και σκερπάνι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του 'δωκε ακόμη ακονιστό· κ' εκίνησεν εμπρός του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προς κάποιαν άκρη του νησιού, οπού 'χε υψηλά δένδρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κλήθρη και λεύκα κ' έλατο, 'που τον αιθέρα εγγίζει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από καιρούς κατάξερα, ώστ' ελαφρά να πλέουν. </td><td align="right"> 240</td></tr> +<tr><td>και αφού τον τόπο του 'δειξεν, οπού 'χε υψηλά δένδρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Καλυψώ 'ς το δώμα της η αθάνατη επανήλθε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα ξύλα εκείνος έκοβε, και 'ς το έργον επροχώρει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλα όλα είκοσιν έρριξε, πελεκητά τα επήρε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τέχνη τα εσκερπάνισε, κ' ίσιασε αυτά 'ς την στάφνη. </td><td align="right"> 245</td></tr> +<tr><td>ωστόσο η θεία Καλυψώ του 'φερε τα τρυπάνια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμ' όλ' αυτός τρυπάνισε και τ' άρμοσ' όλ' αντάμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με ξυλοκάρφια την πλωτή και αρμούς σφυροκοπούσε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όσο πλατειά την πατωσιά για φορτηγό καράβι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άξιος μορφόνει ξυλουργός, τόσο και της πλωτής του </td><td align="right"> 250</td></tr> +<tr><td>κείνος το πλάτος έκαμε· κ' έστησε ταις σανίδαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ορθαίς, και, με στραβόξυλα πυκνά δένοντας όλα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έπλαθεν· ετελείωσε με μακρυνά δοκάρια.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κατάρτι έπλασεν έπειτα, και αντένα, οπού ταιριάζει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πηδάλι ακόμη εμόρφωσε, μ' αυτό να κυβερνάη· </td><td align="right"> 255</td></tr> +<tr><td>και με κλαδιά της λυγαριάς την έφραξε όλη πέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του κύματος προφυλακή, και μέσα εσώρευσ' ύλη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έφερε υφάσματα η θεά, να γίνουν τα πανία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτός εφιλοτέχνησε κ' εκείνα· και κατόπι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απλαίς 'ς εκείνην έδεσε, σκόταις και παλαμάρια, </td><td align="right"> 260</td></tr> +<tr><td>και με λοστούς την έσυρε 'ς την θάλασσα την θεία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Έφθασ' η ημέρα τέταρτη κ' είχε όλ' αυτός τελειώσει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την πέμπτην επροβόδα τον η αθάνατη απ' την νήσο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού έλουσέ τον κ' ένδυσε μ' ευωδισμένο ενδύμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' η θεά μέσα του 'βαλεν ασκί με κρασί μαύρο, </td><td align="right"> 265</td></tr> +<tr><td>και άλλο μεγάλο με νερό, και τρόφιμα εις δισάκκι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του το εγέμισε πολύ και νόστιμο προσφάγι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πρύμον του 'στειλ' άβλαβον, χλιόν· 'ς αυτόν εχάρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τα πανιά του όλ' άπλωσεν ο θείος Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με το πηδάλι τεχνικά κυβέρναε καθισμένος· </td><td align="right"> 270</td></tr> +<tr><td>ουδ' έκλινε τα βλέφαρα 'ς τον ύπνο, ενώ την Πούλια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τον Βοώτη εκύτταζε, 'π' αργεί να βασιλεύση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την Αρκούδα, 'π' άμαξα καλούν, και αυτού γυρίζει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πάντοτε, τον Ωρίωνα ασάλευτα τηρώντας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η μόνη, 'που τ' Ωκεανού το λούσμα δεν γνωρίζει. </td><td align="right"> 275</td></tr> +<tr><td>ότ' είχε τον η Καλυψώ διδάξει τότε η θεία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνην έχοντας ζερβιά 'ς τα πέλαγα να πλέη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ημέραις έπλεε δεκαεπτά, και 'ς την δεκάτη ογδόη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα ισκιωμένα εφάνηκαν τα όρη των Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της γης, οπού εγγυτότερην 'ς τον δρόμο του απαντούσε· </td><td align="right"> 280</td></tr> +<tr><td>και ωσάν ασπίδα εφαίνονταν 'ς τα σκοτεινά πελάγη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έστρεφε απ' τους Αιθίοπαις ο μέγας κοσμοσείστης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτόν μακρόθ' εξάνοιξεν απ' τα όρη των Σολύμων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπ' έπλεε 'ς την θάλασσα, και ωργίσθη ακόμη πλέον.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την κεφαλήν εκίνησε και μόνος είπε· «Ω Θε μου! </td><td align="right"> 285</td></tr> +<tr><td>άλλα οι θεοί βουλεύθηκαν ως προς τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ενώ ήμουν 'ς τους Αιθίοπαις· κ' ιδού, 'που των Φαιάκων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνος έγγιξε την γη, 'που η μοίρα του εκεί θέλει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το μέγα δίκτυ του κακού να φύγη, οπού τον έχει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά θαρρώ 'π' ακόμη εγώ θα τον χορτάσω πάθη». </td><td align="right"> 290</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, τα νέφη εσύναξε κ' ετάραξε τον πόντον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αρπάζοντας την τρίαινα, και των ανέμων όλων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ταις ζάλαις έσπρωξεν ομού, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πόντον και γη· κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' Εύρος, Νότος, και Ζέφυρος σφοδρός αντάμα επέσαν, </td><td align="right"> 295</td></tr> +<tr><td>και ο αιθερογέννητος Βορηάς, 'που μέγα σπρώχνει κύμα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ωιμένα, του κακότυχου, 'ς το τέλος τι θα γένω;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φοβούμαι μην όσ' η θεά προείπεν αληθεύσουν· </td><td align="right"> 300</td></tr> +<tr><td>'πώλεγε ότι 'ς την θάλασσα, πριν φθάσω εις την πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα παραδείρω· και όλ' αυτά ιδού λαμβάνουν τέλος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με ποία νέφη τουρανού το πλάτος στεφανόνει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Δίας, και την θάλασσαν ετάραξε· μανίζουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άνεμοι ολούθε· αφεύγατο μ' ηύρε το τέλος τώρα· </td><td align="right"> 305</td></tr> +<tr><td>τρισμάκαρες οι Δαναοί, 'που 'ς την πλατειά Τρωάδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γι' αγάπη των Ατρειδών, επέσαν πολεμώντας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ά! να 'χα ιδεί το τέλος μου εκείνην την ημέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που τόσοι Τρώες έρριξαν 'ς εμέ χάλκιν' ακόντια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις του Πηλείδη ολόγυρα το νεκρωμένο σώμα. </td><td align="right"> 310</td></tr> +<tr><td>οι Αχαιοί θα μ' έθαπταν και θάμουν δοξασμένος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ηθέλησ· η μοίρα μου να κακοθανατήσω».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, και αυτόν εβρόντησε ψηλάθε μέγα κύμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με ορμή φρικτή, κ' εγύρισε κλονώντας την πλωτή του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' την πλωτήν έπεσε αυτός μακράν, και το πηδάλι </td><td align="right"> 315</td></tr> +<tr><td>απέλυσε απ' τα χέρια του· 'ς την μέση το κατάρτι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φρικτή του σύντριψε πολλών σμιχτών ανέμων ζάλη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' η αντένα ομού και το πανί 'ς το πέλαο πέσαν πέρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολληώρα τον εσκέπασεν η θάλασα, ουδ' εμπόρει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να έβγη ευθύς, απ' την ορμή, 'που 'χε το μέγα κύμα, </td><td align="right"> 320</td></tr> +<tr><td>βαρύς από τα ενδύματα, 'που του 'χε δώσ' η νύμφη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αργά εσηκώθη, κ' έφτυσε πικρήν από το στόμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την άρμη, 'πώρρεε ρονιαίς από την κεφαλή του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την πλωτή δεν ξέχασε, μ' όλα τα πάθη οπού 'χε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ώρμησε εις τα κύματα κ' επιάσθηκε απ' εκείνη, </td><td align="right"> 325</td></tr> +<tr><td>κ' εκάθισε εις την μέση της, τον θάνατον να φύγη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εδώ την έφερνε κ' εκεί το ρεύμα των κυμάτων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως το φθινόπωρ' ο Βορηάς τ' αγκάθια 'ς την πεδιάδα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σέρνει, και αυτ' όλα δένονται πυκνά, και αυτήν ομοίως</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείθε κ' εδώθ' οι άνεμοι 'ς τα πέλαγος εφέρναν. </td><td align="right"> 330</td></tr> +<tr><td>και πότε ο Νότος του Βορηά την ρίχνει να την πάρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πότε ο Εύρος δίδει την κυνήγι του Ζεφύρου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τόν είδεν η καλόφτερνη Ινώ, του Κάδμου κόρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Λευκοθέα, πριν θνητή με γλώσσαν ανθρωπίνην·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρα δοξάζεται ως θεά 'ς τα βάθη της θαλάσσης· </td><td align="right"> 335</td></tr> +<tr><td>τον Οδυσσηά, 'που εδέρνονταν 'ς τα κύματα, ελεήθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις ώφυιας σχήμα επέταξε και από τα βάθη εβγήκε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς την πολύδεσμη πλωτήν εκάθισε και του 'πε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Άμοιρε, τι σ' εμίσησεν ο σείστης Ποσειδώνας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τρομερά τόσο, και άπειρα κακά 'ς εσέ φυτεύει; </td><td align="right"> 340</td></tr> +<tr><td>αλλ' όσο και αν οργίζεται, δεν θέλει σ' αφανίση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' έλα κάμε ό,τι σου ειπώ· και ανόητος δεν δείχνεις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γυμνώσου και άσε την πλωτήν οι άνεμοι να πάρουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ζήτα την επιστροφή πλέοντας με τα χέρια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκεί, 'που μέλλεις να σωθής, 'ς την χώρα των Φαιάκων. </td><td align="right"> 345</td></tr> +<tr><td>και ιδού, ζώσε το στήθος σου με τ' άφθαρτο μαγνάδι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτο· να πάθης μη φοβού ποσώς ή ν' αποθάνης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' άμα φθάσης και την γη κρατήσης με τα χέρια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ξεζώσου το και ρίξε το 'ς τα σκοτεινά πελάγη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολύ μακράν από την γη, και στρέψε αλλού την όψι». </td><td align="right"> 350</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε η θεά, και άμ' έδωκεν εκείνου το μαγνάδι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πάλιν εις την θάλασσαν, όπ' άφριζ' εβυθίσθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις ώφυιας σχήμα· κ' έκρυψεν αυτήν το μαύρο κύμα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του· </td><td align="right"> 355</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ωιμέ, μη κάποιος των θεών πάλι μου υφαίνη απάτη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που απ' την πλωτή να καταιβώ με συμβουλεύει τώρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά δεν θα υπακούσω εγώ, γιατ' είδαν οι οφθαλμοί μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μακρυά την γην, όπ' έλεγε πως θα 'χω καταφύγι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μόν' άλλο, 'που καλήτερο μου φαίνεται, θα πράξω· </td><td align="right"> 360</td></tr> +<tr><td>όσο τα ξύλα της πλωτής σταθούν συναρμοσμένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτού θα μείνω, και ανδρικά τα πάθη θα βαστάξω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όταν διαλύση την πλωτή το σείσμα των κυμάτων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα πλέξω τότε, ότι άλλο τι ναύρη δεν φθάνει ο νους μου».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τούτα ενώ εκείνος έζυαζε 'ς τα βάθη της ψυχής του, </td><td align="right"> 365</td></tr> +<tr><td>μέγα κύμα του σήκωσεν ο σείστης Ποσειδώνας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φρικτόν, υψηλοθόλωτο, κ' επάνω του έπεσ' όλο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως όταν σφοδρός άνεμος τινάζει και σκορπάει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ξερών αχύρων θεμονιά, παρόμοια τιναχθήκαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτής τα ξύλα τα μακρυά· και τότ' ο Οδυσσέας </td><td align="right"> 370</td></tr> +<tr><td>έν' απ' εκείν' ανέβηκεν, ως άλογο αναβάτης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγδύνονταν τα ενδύματα, 'που του 'χε δώσ' η νύμφη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το μαγνάδι άπλωσ' ευθύς 'ς το στήθος του αποκάτω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και προύμυτα 'ς την θάλασσαν έπεσε, και τα χέρια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ετέντωσε 'ς το πλέξιμο· τον είδε ο κοσμοσείστης, </td><td align="right"> 375</td></tr> +<tr><td>την κεφαλή του εκίνησε, και μόνος του είπε· «Τώρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που τόσα υπέφερες κακά, πλανήσου 'ς τα πελάγη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την χώρα των διόθρεπτων ανθρώπων ως να φθάσης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όμως, θαρρώ, δεν θα κλαυθής πως έπαθες ολίγα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και τα καλότριχ' άλογα ράβδισε κ' έφθασ' άμα </td><td align="right"> 380</td></tr> +<tr><td>εις ταις Αυγαίς, όπ' έχει αυτός υπέρλαμπρα παλάτια.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και τότ' η Αθήνη, του Διός κόρη, εσοφίσθηκ' άλλο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έφραξε τα περάσματα των άλλων των ανέμων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να παύσουν τους επρόσταξε και να σιγάσουν όλοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τον γοργό τού εκίνησε Βορηά κ' έσπασ' εμπρός του </td><td align="right"> 385</td></tr> +<tr><td>τα κύματα, 'ς τους ναυτικούς Φαίακαις ως να φθάση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σωσμένος απ' τον θάνατον, ο θείος Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτού θαλασσοδέρνονταν δυό 'μέραις και δυο νύκταις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' η καρδιά του τον όλεθρο συχνόβλεπεν εμπρός του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτα ημέρα </td><td align="right"> 390</td></tr> +<tr><td>έφερ', έπαυσ' ο άνεμος, και ανάνεμη γαλήνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έγεινε, και αυτός σπρώχνοντας το βλέμμ' είδε πλησίον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την γην, ως τον εσήκωσεν επάνω μέγα κύμα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως δείχνεται ποθούμενη για τα παιδιά του η ζήσι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πατρός, 'π' αρρώστια μακρινή σκληρή 'ς την κλίνη φθείρει, </td><td align="right"> 395</td></tr> +<tr><td>όπου έρριξέ τον δαίμονας κακός, και τον εσώσαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ποθούμενον οι αθάνατοι, παρόμοια του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εφανερώθη ποθητή η γη και η πρασινάδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκολυμπούσε πρόθυμος 'ς την γη πόδι να στήση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως ήταν εις το διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει, </td><td align="right"> 400</td></tr> +<tr><td>τότ' άκουσε της θάλασσας τον κτύπον εις τους βράχους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι προς την ξερή στερηά το μέγα κύμα εμούγκρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φρικτά ως το ξέρνα η θάλασσα, και αφρούς εσκέπαζ' όλα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γιατί λιμάνια δεν ήσαν, αράσματα δεν ήσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' άκραις ήσαν πετακταίς, πέτραις σχισταίς και βράχοι. </td><td align="right"> 405</td></tr> +<tr><td>και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ωιμένα, και αν ανέλπιστα να ιδώ την γην ο Δίας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μου 'δωκε, κ' εδυνήθηκα τόσον βυθό να σχίσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έβγ' απ' την λευκή θάλασσα δεν φαίνεται κανένα· </td><td align="right"> 410</td></tr> +<tr><td>ότ' είναι απέξω κοφτεροί βράχοι, και αυτού το κύμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γύρου βροντά, και γλυστερή κ' ίσια αναιβαίνει πέτρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και προς την γην η θάλασσα βαθειά 'ναι, ουδέ μ' αφίνει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα δυο μου πόδια να σταθώ, τον κίνδυνο να φύγω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως βγαίνω, κύμα φουσκωτό μην έλθη και με σπρώξη </td><td align="right"> 415</td></tr> +<tr><td>επάνω εις πέτρα οδοντερή, κ' η ορμή μου πάη χαμένη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν κολυμπήσω παρακεί την άκρην άκρην, ίσως</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ακρογιαλιαίς απόσκεπαις και αράσματ' απαντήσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φοβούμαι μην και άλλη φορά μ' αρπάξ' η τρικυμία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις το ιχθυοφόρο πέλαγος με φέρη να στενάξω, </td><td align="right"> 420</td></tr> +<tr><td>ή και απολύση επάνω μου θεός κανένα τέρας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'π' άμετρα τρέφει 'ς τους βυθούς η ένδοξη Αμφιτρίτη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι γνωρίζω την οργή, 'που μώχει ο κοσμοσείστης».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τούτα ενώ εκείνος έζυαζε 'ς τα βάθη της ψυχής του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τρανό κύμα τον έφερε προς τ' άγριον ακρογιάλι· </td><td align="right"> 425</td></tr> +<tr><td>και θα 'γδερν' όλος, θα 'σπαε και όλα τα κόκκαλά του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εάν δεν τον εδίδαχνεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τα δυο χέρια τ' άρπαξε την πέτρα, και βογγώντας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κρατιόνταν, ως 'που επέρασε το μέγα εκείνο κύμα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έτσι εφυλάχθη, αλλ' έγυρε με ορμή το κύμα οπίσω, </td><td align="right"> 430</td></tr> +<tr><td>κ' έκρουσ', επέταξεν αυτόν 'ς το πλάτος της θαλάσσης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως ότε, απ' το θαλάμι του αν σύρουν τ' οκταπόδι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τα μαζάρια του κολλούν πυκνότατα χαλίκια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμοια 'ς ταις πέτραις έμειναν απ' τ' ανδρικά του χέρια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα γδάρματα· τον σκέπασε το μέγα κύμα· τότε </td><td align="right"> 435</td></tr> +<tr><td>πάρωρα θα τελείονεν ο άμοιρος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φρόνησιν αν δεν του 'διδεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' ένα κύμα των πολλών, 'που 'ς την στερηά βροντούσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εβγήκε, κ' έπλεε παρακεί, την γη κυττώντας, ίσως</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ακρογιαλιαίς απόσκεπαις και αράσματ' απαντήση. </td><td align="right"> 440</td></tr> +<tr><td>αλλ' ότ' έφθασε πλέοντος εις ποταμού το στόμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που εκύλα ωραία, κάλλιστος εκεί του εφάνη ο τόπος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χωρίς πέτραις και ανάνεμος· και άμ' ένοιωσε 'που εκύλα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μέσα του ευχήθη· «Βασιληά, εισάκου μ', όποιος είσαι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς εσέ τον πολυεύχετον προσπέφτω, από τα βάθη </td><td align="right"> 445</td></tr> +<tr><td>ως φεύγω τους φοβερισμούς του σείστη Ποσειδώνα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προς τον περιπλανώμενον κ' οι αθάνατοι έχουν σέβας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καθώς εγώ εις το ρεύμα σου τώρ' ήλθα και προσπέφτω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα γόνατά σου, απ' τα πολλά τα πάθη ν' ανασάνω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ελέησέ με, βασιληά, και ικέτης σου καυχιούμαι». </td><td align="right"> 450</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Πάραυτα εκείνος την ροή παύει, κρατεί το κύμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμπρός του στρώνει σιγαλιά, και 'ς τ' άνοιγμα τον σώζει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του ποταμού· τα γόνατα και τ' ανδρειωμένα χέρια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λυγίζει αυτός, 'που η θάλασσα τον είχε καταβάλει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το σώμα του όλο επρήσκονταν 'ς το στόμα, εις τα ρουθούνια </td><td align="right"> 455</td></tr> +<tr><td>ανάβρυζ' άρμη, και άπνευτος και αμίλητος εκείνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείτονταν, και ολιγοψυχιά τον πήρε, από τον κόπο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως πήρε ανάσα, και η ψυχή 'ς τα στήθη του εσυνάχθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αμέσως τότε της θεάς ξεζώσθη το μαγνάδι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όπου αλμυρίζει ο ποταμός τ' απέλυσε· 'ς το ρεύμα </td><td align="right"> 460</td></tr> +<tr><td>τ' άρπαξ' ευθύς η θάλασσα, κ' η Ινώ γοργά το εδέχθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα χέρια της· και αφίνοντας εκείνος το ποτάμι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον σχοίνο πέφτει και φιλεί την γη την σιτοδώρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ωιμέ, και τι θα πάθω, τι μου μέλλεται 'ς το τέλος; </td><td align="right"> 465</td></tr> +<tr><td>κ' εάν την άγρια νυκτιά περάσω 'ς το ποτάμι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η πάχνη μήπως η κακή και η μαλακή δροσία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' απονεκρώσουν την ψυχή, 'που 'ναι μισοσβυμμένη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αύρα ψυχρή το χάραμμα απ' το ποτάμι πνέει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν πάλι εις ράχιν αναιβώ, και 'ς τον κατάσκιο λόγγο </td><td align="right"> 470</td></tr> +<tr><td>αναπαυθώ μες τα πυκνά δενδρούλια, αν ξεκρυώσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ξεκουράσω, και γλυκός ο ύπνος με νικήση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θεριά φοβούμαι μη μ' ευρούν και με κατασπαράξουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και τούτο συμφερώτερο του εφάνη· προς το δάσος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκίνησε, και τωύρηκεν εις το νερό πλησίον, </td><td align="right"> 475</td></tr> +<tr><td>'ς ανοικτόν τόπον· έσκυψε κάτω από δυό δενδρούλια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ομόρριζα, και το 'να εληά, και τ' άλλο ήταν αγρίλι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κει μέσα ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ούτε του ηλιού πότ' έφθασαν η φωτειναίς ακτίνες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ούτε η βροχή τα έσπασε· τόσο πυκνά πλεγμένα </td><td align="right"> 480</td></tr> +<tr><td>ήσαν μαζή· κ' εσύρθηκε 'ς εκείν' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς στρώσιν εστοίβασε πλατειά με τα δυο χέρια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' ήσαν φύλλα περισσά χυμέν' αυτού, 'π' αρκούσαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να φυλαχθούν άνθρωποι δυο και τρεις 'ς ώρα χειμώνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν ψύχος έπνεε δριμύ· τα είδε κ' εχάρη ο θείος </td><td align="right"> 485</td></tr> +<tr><td>ο άνδρας ο πολύπαθος, και του σωρού 'ς την μέση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επλάγιασε κ' επάνω του έχυσε φύλλα πλήθος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όπως δαυλόν κρύβει τινάς 'ς την μαύρη στάκτη, 'ς άκρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εξοχική, παντέρημη, να σώση της φωτίας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον σπόρον, όπως μη βιασθή απ' αλλαχού ν' ανάψη, </td><td align="right"> 490</td></tr> +<tr><td>όμοια σκεπάσθη και ο Οδυσσηάς με φύλλα· κ' η Αθήνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ύπνο 'ς τα μάτια του 'σταξεν, όπως τον ελαφρώση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από το βαρύ κούρασμα, κλειώντας τα βλέφαρά του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td><b>Ραψωδία Ζ</b></td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εκεί τότε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κοιμώνταν, από κούρασμα κι' αγρύπνια νικημένος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' η Αθήνη επήγε εις τον λαόν και πόλιν των Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'πού πρώτα εις την ευρύχωρην Υπέρειαν εκατοίκαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σιμά 'ς το υβριστικώτατο το γένος των Κυκλώπων, </td><td align="right"> 5</td></tr> +<tr><td>'που ανώτεροι 'ς την δύναμιν εκείνους αδικούσαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείθεν ο θεόμορφος Ναυσίθοος 'ς την Σχερία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους πήρε κ' έστησε, μακράν των ευρετών ανθρώπων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τείχη πόλιν έκλεισεν, έκτισε κατοικίαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ναούς έκαμε θεών, κ' εμοίρασε τους τόπους. </td><td align="right"> 10</td></tr> +<tr><td>αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος εκείνον είχε πάρει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο Αλκίνοος εβασίλευε, 'που γνώσιν είχε θεία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το δώμα εκείνου ήλθε η θεά, η Αθήνη, μελετώντας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρη 'ς την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήλθε 'ς τον πολυδαίδαλον κοιτώνα, όπου εκοιμώνταν </td><td align="right"> 15</td></tr> +<tr><td>'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα θεοτική παρθένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Αλκίνου του υψηλόφρονα η κόρη Ναυσικάα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σιμά της δυο θεράπαιναις, με κάλλη των Χαρίτων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τα δυό πλάγια των λαμπρών θυρών, 'πού 'σαν κλεισμέναις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως αύρα εχύθη ανέμου αυτή 'ς της κορασιάς την κλίνη, </td><td align="right"> 20</td></tr> +<tr><td>'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με την μορφή της θυγατρός του θαλασσακουσμένου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Δύμαντα, 'που 'χε ομήλικην και πολυαγαπημένην·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτής ωμοιώθη, κ' έλεγεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω Ναυσικά, τόσ' οκνηρήν σ' εγέννησ' η μητέρα; </td><td align="right"> 25</td></tr> +<tr><td>τα ολόλαμπρά σου ενδύματα κάθονται αμελημένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο γάμος σου ήδη σίμωσε, 'π' εύμορφα θα φορέσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και θα χαρίσης εύμορφα 'ς αυτούς, 'που θα σε πάρουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτά 'ναι 'π' όνομα καλό γεννούν εις τους ανθρώπους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ώστε ο πατέρας χαίρεται και η σεβαστή μητέρα. </td><td align="right"> 30</td></tr> +<tr><td>αλλ' ας πάμε να πλύνουμεν, η αυγούλ' άμα χαράξη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγώ θε νάλθω συνεργή σιμά σου, να προφθάσης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να ετοιμασθής, και ανύμφευτη πολύν καιρό δεν θα 'σαι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επειδή σένα ήδη ζητούν 'ς την πόλι των Φαιάκων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι πρόκριτ' όλοι, οπού μ' αυτούς όμοιο το γένος έχεις. </td><td align="right"> 35</td></tr> +<tr><td>αλλ' έλα, εις τα χαράμματα τον ένδοξον πατέρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να σου ευτρεπίση ζήτησε αμάξι και μουλάρια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ζώναις, ωρηά σκεπάσματα και πέπλους να σου φέρουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και σέν' αυτό καλήτερα συμφέρει, ή με τα πόδια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να πάς· γιατί τα πλυσταρειά μακρυ' απ' την πόλιν είναι». </td><td align="right"> 40</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον Όλυμπο, την άσειστη των αθανάτων έδρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν την τινάζουν άνεμοι, μήτε βροχή την δέρνει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μήτε χιονιά σιμόνει αυτού, μόν' άπειρη γαλήνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ανέφελη και λευκό φως ολούθε είναι χυμένο· </td><td align="right"> 45</td></tr> +<tr><td>κει μέσα οι μάκαρες θεοί τέρπονται 'ς τον αιώνα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτού πήγε, αφού δίδαξε την κόρη, η γλαυκομμάτα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και η καλόθρον' ήλθ' Ηώ κ' έγειρε από την κλίνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την λαμπροφόρο Ναυσικά, 'που 'ς τ' όνειρο απορούσε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και των γονέων να το ειπή, του αγαπητού πατρός της </td><td align="right"> 50</td></tr> +<tr><td>και της μητρός, κίνησ' ευθύς, και μέσα εκείνους ηύρε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με ταις θεράπαιναις αυτή καθόνταν 'ς την γωνία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μαλλί γαλάζιο κλώθοντας· απάντησεν εκείνον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προς τους ενδόξους βασιλείς ως ήταν κινημένος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για την βουλή, 'πού οι θαυμαστοί Φαίακες τον καλούσαν. </td><td align="right"> 55</td></tr> +<tr><td>'ς τον ποθητόν πατέρα της εσίμωσε και του 'πε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Πατέρα, δεν μου ετοίμαζες ένα υψηλόν αμάξι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καλότροχο, τα ολόλαμπρα φορέματα να πάρω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που κάθονταί μου ακάθαρτα, να πλύνω εις το ποτάμι;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εσένα πρέπει, οπ' έξοχος 'ς τους πρώτους μέσα υπάρχεις. </td><td align="right"> 60</td></tr> +<tr><td>εις ταις βουλαίς να κάθεσαι μ' ενδύματα καθάρια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πέντ' έχεις 'ς το σπίτι σου υιούς αγαπημένους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δυο νυμφευμένους, και άλλους τρεις, καμαρωμέν' αγόρια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτοί θέλουν με νηόπλυτα πάντοτε να πηγαίνουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τον χορό· και γι' όλ' αυτά φροντίζω εγώ και μόνη». </td><td align="right"> 65</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πεν, ότι του πατρός εντράπη να προφέρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον τερπνόν γάμον· ένοιωθεν εκείνος όλα, κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Και τα μουλάρια, τέκνο μου, λάβε, και ό,τι άλλο θέλεις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άμε, και σε την άμαξαν οι δούλοι θ' αρματώσουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να 'ναι υψηλή, καλότροχη, με κάλαθον επάνω». </td><td align="right"> 70</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, κ' ευθύς επρόσταξε τους δούλους και υπακούσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αρμάτωσαν καλότροχο φορτωτικόν αμάξι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις τον ζυγόν υπόταξαν κ' έζεψαν τα μουλάρια.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα φωτεινά φορέματα μέσ' από τον κοιτώνα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έφερνε η κόρη κ' έθεσε 'ς το τορνευμένο αμάξι· </td><td align="right"> 75</td></tr> +<tr><td>κ' ένα κανίστρι εφόρτωσε τροφαίς όλο η μητέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κάθε λογής, ευφραντικαίς, και με κρασί γεμίζει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τράγινο ασκί· κ' η κορασιά 'ς την άμαξ' αναιβαίνει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και λάδ' υγρό 'ς ολόχρυσο ροΐ της δίδει ακόμη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μαζή με ταις θεράπαιναις το σώμα της να χρίση. </td><td align="right"> 80</td></tr> +<tr><td>και αυτή πήρε τη μάστιγα και τα λαμπρά λουρία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τα μουλάρια ράβδισε, 'που εκίνησαν με κρότο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άπαυτα ετρέχαν κ' έφερναν τα ενδύματα κ' εκείνην,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μόνην όχι· η θεράπαιναις εβάδιζαν κατόπι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις τ' εύμορφον ως έφθασαν και πρόσχαρο ποτάμι, </td><td align="right"> 85</td></tr> +<tr><td>ηύραν εκεί τα πλυσταρειά, και άφθονον αναβρύζει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καλό νερό, 'που 'ναι αρκετό να βγάλη κάθε ρύπο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τα μουλάρια ξέζεψαν αυταίς και τ' απολύσαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τ' αφρισμένου ποταμού την άκρη, αυτού να τρώγουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την αγριάδα την γλυκειά· τα ενδύματ' απ' τ' αμάξι </td><td align="right"> 90</td></tr> +<tr><td>σήκωσαν, κ' έμπασαν νερό μαύρο, και όλαις αντάμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τους βόθρους μέσ' αντίζηλα με βια ποδοπατούσαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού τα έπλυναν και καλά τους ρύπους εκαθάραν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τ' ακρογιάλι τ' άπλωσαν αραδικώς, 'ς το μέρος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που τα χαλίκια 'ς την ξηράν ελεύκαινε το κύμα. </td><td align="right"> 95</td></tr> +<tr><td>κ' εκείναις, αφού ελούσθησαν και αλείφθηκαν με λάδι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το πλάγι εκεί του ποταμού γευμάτισαν, και ωστόσο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα ενδύματ' έμεναν 'ς του ηλιού την λάμψι να στεγνώσουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού χαρήκαν την τροφήν η δούλαις με την κόρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έβγαλαν τα μαγνάδια τους και με την σφαίρα επαίζαν. </td><td align="right"> 100</td></tr> +<tr><td>και η λευκοχέρα Ναυσικά άρχιζε το τραγούδι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως η τοξεύτρα Αρτέμιδα τα όρη καταιβαίνει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ταις ράχαις του υψηλότατου Ταϋγέτου ή του Ερυμάνθου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έχει 'ς τους κάπρους ηδονή και 'ς τα γοργά τα 'λάφια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και η νύμφαις η αγροκάτοικαις, του Δία θυγατέρες, </td><td align="right"> 105</td></tr> +<tr><td>παίζουν μαζή της, και η Λητώ 'ς τα στήθη αναγαλλιάζει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και η κεφαλή, το μέτωπον αυτής εξέχ' εις όλαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτ' είναι καλογνώριστη, αν και όλαις είν' ωραίαις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμοια 'ς ταις κόραις έλαμπεν η ανύμφευτη παρθένα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αλλά την ώρα, 'πώμελλε 'ς το σπίτι να γυρίση, </td><td align="right"> 110</td></tr> +<tr><td>ζέφοντας και τα ενδύματα διπλόνοντας τα ωραία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως ξυπνήσ' ο Οδυσσηάς, να ίδη την παρθένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και να τον οδηγήση αυτή 'ς την πόλι των Φαιάκων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σφαίραν εις μιαν θεράπαιναν ρίχν' η βασιλοπούλα, </td><td align="right"> 115</td></tr> +<tr><td>την σφάλλει, και μες το βαθύ ρεύμα βυθίζ' η σφαίρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και σέρνουν όλαις μια βοή· και ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ξύπνησε και καθήμενος αυτού διαλογιζόνταν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ωιμέ, πού πάλιν έφθασα και εις ποιών ανθρώπων μέρος;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μήπως είν' άνθρωποι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, </td><td align="right"> 120</td></tr> +<tr><td>ή τε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γλυκός μ' εκτύπησεν αχός 'σαν από κορασίδαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>νύμφαις, 'που επάνω κατοικούν 'ς ταις κορυφαίς, 'ς τα όρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις ταις πηγαίς των ποταμών και 'ς τα χλωρά λιβάδια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή σιμά ευρίσκομαι εις θνητούς με γλώσσαν ανθρωπίνην; </td><td align="right"> 125</td></tr> +<tr><td>αλλ' έλα, με τα μάτια μου θα ιδώ και θα εξετάσω».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' εβγήκε απ' τα χαμόδενδρα ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με το χέρι το τρανό πολύφυλλο απ' το δάσος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κόπτει κλαδί, 'ς το σώμα του την γύμνωσι να κρύψη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως θαρρετό 'ς την δύναμι, θρέμμα βουνού, λειοντάρι, </td><td align="right"> 130</td></tr> +<tr><td>'που μ' όλο τ' ανεμόβροχο κινά, και μέσα καίουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα μάτια του· και χύνεται 'ς τα βώδια ή και 'ς τ' αρνία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή 'ς τ' άγρι' ελάφια, και ζητεί, καθώς τον σπρώχν' η πείνα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις κτίριο μέσα στερεό τα πρόβατα ν' αρπάξη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμοια 'ς ταις καλοπλέξουδαις κόραις ο Οδυσσέας </td><td align="right"> 135</td></tr> +<tr><td>ολόγυμνος εσίμονεν, ότ' ηύρε αυτόν ανάγκη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τρομακτικός τους φάνηκε φθαρμένος απ' την άρμη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τρέμοντας εσκόρπισαν ς' τ' ακροθαλάσσια βράχη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μόνη τ' Αλκίνου εστέκονταν η κόρη, ότ' εις το στήθος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θάρρος της έβαλ' η Αθηνά, και αφαίρεσε τον φόβο. </td><td align="right"> 140</td></tr> +<tr><td>και αγνάντια στάθη ασάλευτη· και εδίσταζ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεόμενος της κορασιάς τα γόνατατ' αν θα πιάση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή από μακρυά θα δεηθή με λόγια μελωμένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την πόλι να του δείξη αυτή κ' ένδυμα να του δώση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τούτο συμφερώτερο του εφάνη, με τα λόγια </td><td align="right"> 145</td></tr> +<tr><td>τα μελωμέν' από μακρυά να δεηθή, μην ίσως,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν πιάση αυτής τα γόνατα, βαρυφανή της κόρης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς λόγον επρόφερε σοφόν και μελωμένον·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Κάμ' έλεος, βασίλισσα, θεά 'σαι είτε θνητή 'σαι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν είσαι μία των θεών, 'που κατοικούν 'ς τα ουράνια, </td><td align="right"> 150</td></tr> +<tr><td>εσέ προς την Αρτέμιδα, 'πού κόρ' είναι του Δία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την ειδή, 'ς τ' ανάστημα, 'ς την πλάσι, εγώ συγκρίνω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν είσαι μία των θνητών, 'που κατοικούν τον κόσμο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μακάριος ο πατέρας σου και η σεβαστή μητέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μακαριστοί σου κ' οι αδελφοί, 'πού πάντοτε η ψυχή τους </td><td align="right"> 155</td></tr> +<tr><td>ευφραίνετ' εξ αιτίας σου, χαραίς όλη γεμάτη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τέτοιο βλαστάρι όταν θωρούν εις τον χορό να λάμπη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά 'ς όλους ανάμεσα χαρά 'ς τον άνδρα εκείνον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που, αφού 'ς τα δώρα ενίκησεν, εσέ θα πάρη νύμφη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι τα μάτια μου ποτέ θνητό δεν είδαν πλάσμα, </td><td align="right"> 160</td></tr> +<tr><td>άνδρα ή γυναίκα, ωσάν εσέ· θαυμάζ' όσο σε βλέπω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμοια 'ς την Δήλο, 'ς τον βωμό τ' Απόλλωνα πλησίον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φοινικιάν είδα τρυφερή, 'που εβλάσταινε με χάρι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι κ' εκείθ' επέρασα, μ' άπειρη συνοδία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις το ταξείδι 'πώμελλεν εις πάθη να με φέρη· </td><td align="right"> 165</td></tr> +<tr><td>και όπως αυτήν εθαύμασα πολληώρα, όταν την είδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι φυτόν από την γη παρόμοιο δεν εβγήκε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμοια σε θαύμασα, ω γυνή, θαμπώθηκα, όλος τρέμω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να σου εγγίξω τα γόνατα· και μ' ηύρε μέγα πάθος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χθες την ημέραν εικοστή βγήκ' απ' το μαύρο κύμα, </td><td align="right"> 170</td></tr> +<tr><td>και ως τότ' εθαλασσόδερνα με τους σφοδρούς ανέμους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' το νησί της Ωγυγιάς· κ' εδώ μ' έρριξ' η μοίρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρα, να πάθω άλλα κακά κ' εδώ, τι δεν πιστεύω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να παύση ακόμη, αλλ' οι θεοί πολλ' άλλα μου ετοιμάζουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βασίλισσ', ελεήσου με, ότ' ύστερ' από μύρια </td><td align="right"> 175</td></tr> +<tr><td>πάθη σέ πρώτην απαντώ· ότι άνθρωπον κανέναν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα δεν γνωρίζω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την πόλι δείξε μου και δος, να σκεπασθώ, ένα ράκι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν κάποιο τύλιγμ' έφερες εδώ των ενδυμάτων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εσέ να δώσουν οι θεοί τα όσα η ψυχή σου θέλει· </td><td align="right"> 180</td></tr> +<tr><td>άνδρα και σπίτι κ' εύμορφην ομόνοια να χαρίσουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι δεν είναι εις την ζωή λαμπρότερη ευτυχία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παρ' αν το σπίτι κυβερνούν με μια και μόνη γνώμη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο άνδρας με την σύντροφο· λύπη για τους εχθρούς των,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χαρά των φίλων και τ' ακούν μάλιστα εκείνοι πρώτοι». </td><td align="right"> 185</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και η λευκοχέρα Ναυσικά απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Όχι, αγενής ή ανόητος, ω ξέν', εσύ δεν δείχνεις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την ευτυχία των θνητών μοιράζ' ο Ολύμπιος Δίας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των ευγενών, των αγενών, του καθενός ως θέλει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και σένα τούτα σ' έδωκε και ανάγκη να υπομείνης. </td><td align="right"> 190</td></tr> +<tr><td>αλλ' αφού πάτησες 'ς την γη και χώραν ιδική μας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν θα σου λείψη φόρεμα, ούτ' άλλο απ' όσα πρέπει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να λάβη, όπου προσέρχεται, πολύθλιβος ικέτης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την πόλι θα σου δείξω εγώ, και τους λαούς θα σ' είπω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την πόλι τούτη και την γην οι Φαίακες κρατούσι, </td><td align="right"> 195</td></tr> +<tr><td>κ' εγώ 'μαι του γενναιόκαρδου η κόρη του Αλκινόου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' οι Φαίακες οι δυνατοί 'ς εκείνον κρέμοντ' όλοι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' ευθύς ταις καλοπλέξουδες επρόσταξε παρθέναις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Σταθήτ' εδώ, θεράπαιναις· γιατ' είδετ' έναν άνδρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πού φεύγετε; κάποιος εχθρός φοβείσθ' ότ' είναι τούτος; </td><td align="right"> 200</td></tr> +<tr><td>άνδρας δεν είναι φοβερός, ούτε ποτέ θα υπάρχη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να 'λθη να φέρη πόλεμο 'ς την χώρα των Φαιάκων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι είμασθεν αγαπητοί πολύ των αθανάτων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μες την άγρια θάλασσαν ύστεροι κατοικούμε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδέ μ' ημάς συγκοινωνεί κανένας των ανθρώπων. </td><td align="right"> 205</td></tr> +<tr><td>αλλ' ήλθε αυτός ο δύστυχος πλανώμενος 'δω πέρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πρέπει να τον ξενίσουμεν· ότι έρχονται απ' τον Δία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πτωχοί και ξένοι· ολιγοστό και αγαπητό το δώρο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά δόστε, θεράπαιναις, βρώσι, πιοτό, του ξένου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και λούστε αυτόν 'ς τον ποταμό, 'ς ανάνεμη γωνία». </td><td align="right"> 210</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, κ' εκείναις έμειναν, και αντιπαρακινώνταν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκάθισαν τον Οδυσσηά 'ς ανάνεμη γωνία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως η κόρη Ναυσικά ταις είχε παραγγείλει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σιμά του έθεσαν αλλαξιά, χιτώνα, επανωφόρι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μέσα εις ολόχρυσο ροΐ του έδωκαν υγρό λάδι, </td><td align="right"> 215</td></tr> +<tr><td>και να λουσθή τον έλεγαν 'ς του ποταμού το ρεύμα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότ' είπε εις ταις θεράπαιναις ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Θεράπαιναις, σταθήτε αυτού μακράν, όπως ατός μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την άρμην απ' ταις πλάταις μου ξεπλύνω, και με λάδι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χρίσω το σώμα, οπού καιρούς άλειμμα δεν γνωρίζει. </td><td align="right"> 220</td></tr> +<tr><td>και αντίκρυ σας δεν θα λουσθώ, ότι εντροπή μου θα 'ναι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εμπρός 'ς τα καλοπλέξουδα να γυμνωθώ κοράσια».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, κ' εσύρθηκαν αυταίς, και το 'παν της παρθένας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έπλαιν' ο θείος Οδυσσηάς μέσ' από το ποτάμι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την άρμην απ' τους ώμους του πλατείς και από τα νώτα, </td><td align="right"> 225</td></tr> +<tr><td>κ' έτριβε από την κεφαλή την άχνη της θαλάσσης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμα ελούσθη ολόβολος και με το λάδι αλείφθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εφόρεσε τα ενδύματα, 'που του 'δωκε η παρθένα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έκαμε αυτόν να φαίνεται, η διογενής Αθήνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τρανώτερος, παχύτερος, και από την κεφαλή του </td><td align="right"> 230</td></tr> +<tr><td>σγουρήν την κόμην έσυρε, 'π' ώμοιαζε ανθούς του κρίνου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως όταν εις τον άργυρο χρυσάφι περιχύνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τεχνίτης, οπ' ο Ήφαιστος κ' η Αθήνη έχουν διδάξει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' εντέλεια, και φιλοτεχνεί χαριτωμένα έργα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμοια και αυτού 'ς την κεφαλή, 'ς το σώμα, έχυσε χάρι. </td><td align="right"> 235</td></tr> +<tr><td>πήγ' έπειτα κ' εκάθισε 'ς της θάλασσας την άκρη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άστραφτε χάρες κ' ευμορφιά· τον θαύμαζεν η κόρη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είπε 'ς τα καλοπλέξουδα κοράσια τότ' εκείνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Σ' ό,τι θα ειπώ προσέξετε, λευκόχεραίς μου κόραις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όχι, 'ς το πείσμα των θεών του Ολύμπου αυτός ο άνδρας </td><td align="right"> 240</td></tr> +<tr><td>τους ισοθέους Φαίακαις να σμίξη εδώ δεν ήλθε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι άμορφος προτήτερα μου εφάνηκε πως ήταν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρ' ομοιάζει των θεών των ουρανοκατοίκων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είθε παρόμοιος σύντροφος να ονομασθή δικός μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που να 'στεργεν εγκάτοικος εδώ μ' εμάς να μένη. </td><td align="right"> 245</td></tr> +<tr><td>αλλά δόστε, θεράπαιναις, βρώσι, πιοτό του ξένου».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και αυταίς υπάκουσαν ευθύς εις την φωνή της·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έθεσαν βρώσι και πιοτό σιμά 'ς τον Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έτρωγε κ' έπινε αρπακτά ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είχε ο πολύπαθος καιρούς φαγί να δοκιμάση. </td><td align="right"> 250</td></tr> +<tr><td>και η λεκοχαίρα Ναυσικά τότ' εφευρήκεν άλλο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εδίπλωσε και απίθωσε τα ενδύματα εις τ' αμάξι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έζεψε τα σκληρώνυχα μουλάρια και άμ' ανέβη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' επαρακίνα λέγοντας τον Οδυσσηά· «Σηκώσου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ξένε, εις την πόλι για να πας, κ' εγώ θα σ' οδηγήσω </td><td align="right"> 255</td></tr> +<tr><td>'ς του συνετού πατέρα μου το δώμα, όπου τους πρώτους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πιστεύω από τους Φαίακαις θα ιδής και θα γνωρίσης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' έλα κάμε ό,τι σου ειπώ· θαρρώ πως γνώσιν έχεις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσον αγρούς διαβαίνουμε, και των ανθρώπων έργα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με ταις θεράπαιναις μαζή κατόπιν εις τ' αμάξι </td><td align="right"> 260</td></tr> +<tr><td>ογλήγορ' ακολούθα με, κ' εγώ τον δρόμο δείχνω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έως ότου θε να φθάσουμε 'ς την πόλιν, οπού πύργος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ζών' υψηλός, κ' έχει καλούς λιμέναις δυο 'ς τα πλάγια.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έχει το έμπασμα λεπτό· στενοχωρούν τον δρόμο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα κυρτά πλοία 'ς ταις σκεπαίς, 'πώχει καθείς δική του. </td><td align="right"> 265</td></tr> +<tr><td>κ' είν' η αγορά τους, 'ς του λαμπρού την μέση Ποσειδίου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με συρταίς πέτραις, 'πώχωσαν βαθειά, θεμελιωμένη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτού τ' άρμενα εργάζονται των πισσωμένων πλοίων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα καλαμάρια, τα πανιά, και καταξυούν κουπία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και οι Φαίακες δεν αγαπούν φαρέτρα ουδέ δοξάρι, </td><td align="right"> 270</td></tr> +<tr><td>μόνον πανιά, μόνον κουπιά, και ισόπλευρα καράβια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού γι' αυτά περήφανοι το λευκό κύμα σχίζουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτων ξεφεύγω την πικρή γλώσσα, μη μ' ονειδίση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κανένας, ότ' είναι λαός περήφανος και αυθάδης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άνδρας συμβαίνει πρόστυχος να ιδή, κ' ευθύς να είπη· </td><td align="right"> 275</td></tr> +<tr><td>ο λαμπρός ξένος και τρανός, 'ς την Ναυσικά κατόπι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ποιος είναι; που τον εύρηκε; άνδρα της θα τον κάμη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μήπως από το πλοίο του, 'που εξέπεσ' εδώ πέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ξένον εδέχθη μακρυνόν; τι γείτονες δεν είναι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή απ' ταις ολόθερμαις ευχαίς κατέβηκε ουρανόθεν </td><td align="right"> 280</td></tr> +<tr><td>κάποιος θεός, και θα 'χη αυτόν εκείνη ολοζωής της;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καλήτερ' αν μονάχη της εζήτησε κ' ευρήκε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άλλοθεν άνδρα· ότι αψηφά τους συντοπίταις όλους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους Φαίακαις, οπού πολλοί και οι πρώτοι την ζητούσι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτά θα ειπούν, κ' εγώ εντροπή τα λόγια τούτα θα 'χω. </td><td align="right"> 285</td></tr> +<tr><td>κ' εγώ 'θελε κατηγορώ άλλην, αν όμοια πράξη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χωρίς να 'χη το θέλημα των ποθητών γονέων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πριν έλθ' εις γάμον φανερόν, τους άνδραις να σιμόνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα, ξένε, πρόσεχε, αν θέλης ο πατέρας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την πατρίδα ογλήγορα να σε ξεπροβοδήση. </td><td align="right"> 290</td></tr> +<tr><td>'ς τον δρόμο θαύρης τον λαμπρόν λευκώνα της Αθήνης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μέσ' αναβρύζει αυτού πηγή, και γύρω έχει λιβάδι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτού 'ναι η γη και ο ανθούμενος ο κήπος του πατρός μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από την πόλι διάστημα, 'π' ακούεσ' αν βοήσης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτού μείνε καθήμενος, έως ότου εμείς 'ς την πόλι </td><td align="right"> 295</td></tr> +<tr><td>πατήσουμε και φθάσουμε 'ς τα σπίτια του πατρός μου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμα λογιάσης ότι 'μεις 'ς τα σπίτι έχουμε φθάσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προς των Φαιάκων βάδισε την πόλι, και άμ' ερώτα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα σπίτια του γενναιόκαρδου πατέρα μου Αλκινόου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καλόγνωρα είναι· και μωρό παιδί να σου τα δείξη </td><td align="right"> 300</td></tr> +<tr><td>δύναται· ότι δεν κτισθήκαν τα σπίτια των Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως τα παλάτια κτίσθηκαν του ήρωα του Αλκινόου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όταν οι δόμοι γύρωθε κ' η αυλή σε περιλάβουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>διάβα ευθύς το μέγαρο να φθάσης 'ς την μητέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που εις την γωνίστρα κάθεται, 'ς την λάμψι της φωτίας, </td><td align="right"> 305</td></tr> +<tr><td>γαλάζιο κλώθοντας μαλλί, θαυμάσιον, εις τον στύλον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απιθωμένη, και όπισθεν αυτής κάθονται η δούλαις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς την φωτιά σιμά θα ιδής τον θρόνο του πατρός μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'π' αυτού πίνει καθήμενος, όμοιος των αθανάτων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ξεπέρν' αυτόν, τα γόνατα, συ πιάσε της μητρός μου, </td><td align="right"> 310</td></tr> +<tr><td>αν θες για σε χαρμόσυνη και ογλήγορα να φέξη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η ημέρα της επιστροφής, όθεν μακρυά και αν ήσαι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν ίσως και σ' ελεηθή και σ' αγαπήση εκείνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θάρρου, θα ιδής τους ποθητούς, ογλήγορα θα φθάσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι το καλόκτιστον, εις την γλυκειά πατρίδα». </td><td align="right"> 315</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και με την μάστιγα την φωτεινή ραβδίζει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα μουλάρια, και αυτ' άφησαν του ποταμού την άκρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ευθύς, κ' ετρέχαν τακτικά, καλά τετραποδίζαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κυβερνά η κόρη εύμορφα, πεζοί για να προφθάσουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η δούλαις με τον Οδυσσηά· με νου ραβδίζ' η κόρη. </td><td align="right"> 320</td></tr> +<tr><td>κ' έκλιν' ο ήλιος, κ' έφθασαν 'ς της Αθηνάς το δάσος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το ένδοξο, και αυτού κάθισεν ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις του μεγάλου του Διός την κόρη ευθύς ευχήθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Άκου με, κόρη αδάμαστη, τ' αιγιδοφόρου Δία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εισάκουσέ με, 'π' άλλοτε δεν μ' έχεις εισακούσει, </td><td align="right"> 325</td></tr> +<tr><td>'που ευχόμουν, όταν μ' έκρουεν ο μέγας κοσμοσείστης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δος να με ιδούν οι Φαίακες με σπλάχνος και μ' αγάπη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ευχήθη, και τον άκουσε τότε η Παλλάδ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και δεν του εφονερόνονταν εμπρός του, ότι εφοβόνταν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνη τον πατράδελφον και αυτός εμίσα σφόδρα </td><td align="right"> 330</td></tr> +<tr><td>τον ομοιόθεον Οδυσσηά, πριν φθάσ' εις την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr> +</table> + +<b>ΤΕΛΟΣ Α' ΤΟΜΟΥ</b> + + + + + + + + + +<pre> + + + + + +End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY *** + +***** This file should be named 30613-h.htm or 30613-h.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30613/ + +Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +http://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at http://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at http://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit http://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: http://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + http://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. + + +</pre> + +</body> +</html> + + diff --git a/30613-h/images/cover.jpg b/30613-h/images/cover.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..3c38638 --- /dev/null +++ b/30613-h/images/cover.jpg diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt new file mode 100644 index 0000000..6312041 --- /dev/null +++ b/LICENSE.txt @@ -0,0 +1,11 @@ +This eBook, including all associated images, markup, improvements, +metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be +in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES. + +Procedures for determining public domain status are described in +the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org. + +No investigation has been made concerning possible copyrights in +jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize +this eBook outside of the United States should confirm copyright +status under the laws that apply to them. diff --git a/README.md b/README.md new file mode 100644 index 0000000..8f48c2d --- /dev/null +++ b/README.md @@ -0,0 +1,2 @@ +Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for +eBook #30613 (https://www.gutenberg.org/ebooks/30613) diff --git a/old/20091206-30613-0.txt b/old/20091206-30613-0.txt new file mode 100644 index 0000000..8656ff1 --- /dev/null +++ b/old/20091206-30613-0.txt @@ -0,0 +1,3783 @@ +The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, Volume A, by Homer + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Homer's Odyssey, Volume A + +Author: Homer + +Translator: Iakovos Polylas + +Release Date: December 6, 2009 [EBook #30613] + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY, VOLUME A *** + + + + +Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis + + + + +Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. +A few corrections on typing mistakes have been included within brackets. + +Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές +τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με []. + + + +ΟΔΥΣΣΕΙΑ + +ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ +ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ + + + +ΤΟΜΟΙ Α' Β' Γ΄ Δ' +ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ + + +ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ +ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ + + + +ΟΜΗΡΟΥ + + + +ΟΔΥΣΣΕΙΑ + +ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ +ΙΑΚ. ΠΟΛΥΛΑ + + + + +ΤΟΜΟΣ Α + + + + +ΡΑΨΩΔΙΑ Α-Ζ + +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ +ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ + +ΟΜΗΡΟΥ +ΟΔΥΣΣΕΙΑ + + + +Ραψωδία Α + + + +Τον άνδρα, μούσα, λέγε μου, πολύτροπον, 'που εις μέρη +πολλά επλανήθη, αφού έρριξε την ιερήν Τρωάδα• +και ανθρώπων είδε αυτός πολλών ταις χώραις και την γνώμην +έμαθε, και 'ς τα πέλαγα πολλά 'παθε ζητώντας +με τους συντρόφους άβλαπτος να φθάση 'ς την πατρίδα. 5 +αλλ' όμως δεν κατώρθωσε να σώση τους συντρόφους• +ότι εχαθήκαν μόνοι τους απ' τ' ανομήματά τους• +μωροί, 'που τ' Υπερίονα Ήλιου τα βώδια 'φάγαν, +κ' εκείνος της επιστροφής τους πήρε την ημέρα. +τούτα ειπέ κάπουθε κ' εμάς, θεά, κόρη του Δία. 10 + +Τότ' οι άλλοι, όσοι δεν χάθηκαν, 'ς τα σπίτια τους όλ' ήσαν, +σωσμένοι από τον πόλεμο και απ' του πελάου τα βάθη• +μόνον αυτόν, 'που του 'λειπε η πατρίδα και η συμβία, +κρατούσ' η νύμφη Καλυψώ, σεπτή θεά, μεγάλη, +'ς τα κοίλα σπήλαια και άνδρα της επόθει να τον κάμη. 15 +αλλά 'ς τον κύκλο των καιρών ο χρόνος όταν ήλθε, +'που 'ς την Ιθάκη του οι θεοί να γύρη είχαν ορίσει, +και τότε ακόμη εστέναζε μακράν των ποθητών του• +και όλ' οι θεοί λυπιόνταν τον, αλλ' όχι ο Ποσειδώνας• +κ' εμίσ' αυτός θανάσιμα τον θείον Οδυσσέα 20 +πριν φθάση 'ς την πατρίδα του. αλλ' είχε τότ' εκείνος +περάσει 'ς τους Αιθίοπαις, 'που πέρα κατοικούσι, +κ' εις δυο σχισμένοι ευρίσκονται, ύστεροι των ανθρώπων, +του Ηλιού, 'που βγαίν', η μια μεριά, του Ηλιού, που πέφτ', + [η άλλη, +από κριάρια να δεχθή και ταύρους εκατόμβη. 25 +αυτού κείνος εχαίρονταν 'ς την τράπεζα• κ' οι άλλοι +ήσαν μαζή 'ς τα μέγαρα τ' αστραποφόρου Δία• +και λόγον άρχιζε θεών και ανθρώπων ο πατέρας• +τον Αίγισθο θυμήθηκε, 'που ο πέρα εξασκουμένος +Ορέστης εθανάτωσεν ο Αγαμεμνονίδης• 30 +αυτόν τότ' ενθυμούμενος των αθανάτων είπε• + +«Ωιμέ! οι θνητοί πώς τους θεούς βαρειά κατηγορούσι! +πως τα κακά' ρχονται απ' εμάς λέγουν, και ωστόσο εκείνοι +από ταις ανομίαις τους, και όχι απ' την μοίρα, πάσχουν• +και όχι απ' την μοίρα ο Αίγισθος ιδού τ' Ατρείδη επήρε 35 +την σύντροφο, κ' εφόνευσεν αυτόν άμ' επανήλθε• +κ' εγνώριζε τον όλεθρο, τι τού' χαμε προείπει +εμείς, όταν τον άγρυπνο του στείλαμεν Ερμεία, +να μη ζητά την σύντροφον, αυτόν να μη φονεύση, +ότι τ' Ατρείδη εκδίκησι θε να 'λθη απ' τον Ορέστη, 40 +άμ' ανδρωθή και 'ς την ψυχή την γη του επιποθήση. +αυτά 'πε ο Ερμής καλόγνωμα, αλλά τον νου τ' Αιγίσθου +δεν άλλαξε• κ' ιδού μαζή τώρα τα πλέρωσ' όλα». + +Τότε η θεά τ' απήντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, 45 +'ς τον όλεθρο, 'που του 'πρεπε, καλά 'πεσεν εκείνος• +όμοια κάθ' άλλος ας χαθή, 'που τέτοια πάλιν πράξη. +αλλά μου σχίζει την καρδιάν ο άμοιρος Οδυσσέας, +οπού καιρούς κακοπαθεί μακράν των ποθητών του, +μέσα εις νησί περίβρεκτο, 'ς τ' αφάλι της θαλάσσης, 50 +χλωρό νησί, και αυτού θεά την κατοικιά της έχει, +η κόρη του κακόγνωμου Άτλαντα, οπού τα βάθη +γνωρίζει όλης της θάλασσας, και αυτός φυλά τους στύλους +τους μακρυνούς, οπ' ουρανό και γην αποχωρίζουν. +εκείνου η κόρη αυτόν κρατεί τον δύστυχο, 'που κλαίει, 55 +και πάντα με γλυκόλογα πασχίζει να του σβήση +τον πόνο της Ιθάκης του• και αρκούσε τ' Οδυσσέα +να ίδη οπού σηκόνεται καπνός από την γη του, +και ν' αποθάνη επιθυμεί• ουδ' η καρδιά σου, Ολύμπιε, +μαλάζεται• και με θυσιαίς δεν σ' έχει αυτός τιμήσει, 60 +'ς την Τροία την ευρύχωρη, 'ς τα πλοία των Αργείων; +ώ Δία, πώς εμίσησες τόσο τον Οδυσσέα;» + +Και ο Δίας της απάντησεν, ο νεφελοσυνάκτης• +«Τέκνον, ποιος λόγος σού 'φυγε των οδοντιών το φράγμα! +να λησμονήσω εγώ ποτέ τον θείον Οδυσσέα, 65 +οπού πρωτεύει των θνητών 'ς τον νου και για τα δώρα, +'που των θεών επρόσφερνε των ουρανοκατοίκων; +αλλ' ο γεωφόρος έχει του χολήν ο Ποσειδώνας +άσπονδη, 'πώσβησεν αυτός του Κύκλωπα το μάτι, +του ισόθεου Πολύφημου, 'που εις όλους μέγας είναι 70 +τους Κύκλωπαις, κ' η Θόωσα τον γέννησεν, η κόρη +του Φόρκυνα, της άγριας της θάλασσας κυρίου, +αφού 'ς τα σπήλαια πλάγιασε σιμά 'ς τον Ποσειδώνα. +ιδού γιατί τον Οδυσσηά ο σείστης Ποσειδώνας +δεν θανατόνει, αλλά μακρυά τον σπρώχνει από την γην του. 75 +αλλ' ελάτ' όλοι, ας εύρουμε το πώς θε να επανέλθη +εκείνος 'ς την πατρίδα του• θα παύση την οργή του +ο Ποσειδώνας άσφαλτα, και δυνατόν δεν είναι +'ς όλους ενάντια τους θεούς να πολεμήση μόνος». + +Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 80 +«Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, +και αν των μακάρων των θεών αρέσει τώρα τούτο, +Οδυσσηάς ο πολύγνωμος να 'λθη 'ς τα γονικά του, +τον μηνυτήν ας στείλουμεν Ερμή τον αργοφόνο, +'ς της Ωγυγίας το νησί, ευθύς να ειπή της νύμφης 85 +εκεί της καλοπλέξουδης την καθαρή βουλή μας, +ο Οδυσσηάς ο αδάμαστος 'ς την γη του να επανέλθη• +και 'ς την Ιθάκη θα 'μπω εγώ να σπρώξω τον υιό του +σφοδρότερα, και την ψυχή να του γεμίσω θάρρος, +τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξη, 90 +για ν' αρνηθή το σπίτι του δημόσια των μνηστήρων, +'που σφάζουν ακατάπαυτα τ' αρνιά του και τα βώδια• +και αυτόν 'ς την Πύλον ύστερα και Σπάρτη θα οδηγήσω, +να μάθη για τον γυρισμό τ' αγαπητού πατρός του, +και όπως 'ς τον κόσμον εύμορφη τον περιλάβη φήμη». 95 + +Είπε• 'ς τα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια +ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν την επάνω +'ς την θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη σαν τους αέραις. +κοντάρι επήρε δυνατό μ' ακονισμένη λόγχη, +βαρύ, μεγάλο, στερεό, μ' αυτό δαμάζ' ηρώων 100 +τα πλήθη, εις όσους οργισθή φρικτού πατρός η κόρη• +και από του Ολύμπου ταις κορφαίς εχύθη και κατέβη• +κ' εις τ' Οδυσσηά τα πρόθυρα, μες την Ιθάκη, εστάθη +εις το κατώφλι της αυλής, κ' εκράτει το κοντάρι, +και ξένον, τον Μέντη, ώμοιαζε της Τάφου βασιλέα. 105 +κ' ηύρεν εκεί τους ανδρικούς μνηστήραις, οπού τότε +'ς την θύρα εμπρός με τους πεσσούς ξεδίναν, καθισμένοι +εις τα τομάρια των βωδιών, οπού 'χαν σφάξει εκείνοι. +και οι κήρυκες και οι πρόθυμοι θεράποντες τριγύρω, +άλλοι κρασί με το νερόν έσμιγαν 'ς τους κρατήραις, 110 +ταις τράπεζαις άλλοι έπλεναν με ολότρυπα σφογγάρια, +κ' εμπρός ταις 'βάζαν• κρέατα πολλά μοιράζαν άλλοι. + +Και ο θεϊκός Τηλέμαχος την είδε πολύ πρώτος• +μες τους μνηστήραις κάθονταν με την καρδιά θλιμμένη, +'ς τον νου θωρώντας τον λαμπρόν πατέρ', αν ίσως έλθη 115 +κάπουθε, και 'ς τα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις, +να μείνη εκείνος βασιληάς και κύριος εις το βιο του. +μ' αυτά 'ς τον νου, καθήμενος μαζή τους, την Αθήνη +ξάνοιξε κ' ίσια χύθηκε 'ς τα πρόθυρα, ότι εντράπη +πολύν να στέκεται καιρόν ο ξένος εις την θύρα. 120 +το δεξί χέρι έπιασεν, επήρε το κοντάρι, +και αυτήν άμ' επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• + +«Ω ξένε, χαίρε, και απ' εμάς θα φιλευθής, και πρώτα +να γευματίσης, κ' ύστερα να ειπής ποιάν έχεις χρεία». + +Είπε και επροπορεύθηκε, κ' η Αθήνη αυτού κατόπι• 125 +και εις το παλάτι το υψηλόν άμ' ήλθαν μέσα, εκείνος +'ς τον μακρύ στύλο κολλητά έστησε το κοντάρι +'ς την θήκη την καλόξυστην, όπ' άλλα πολλά ήσαν +του στερεόκαρδου Οδυσσηά στημένα εκεί κοντάρια. +και αυτήν εκάθισ' εις θρονί, 'π' έστρωσε με σινδόνι, 130 +κ' ήταν ωραίο, τεχνικό και είχεν υποπόδι• +πήρε και αυτός λαμπρό σκαμνί σιμά της, των μνηστήρων +μακράν, μήπως ο θόρυβος τον ξένον ενοχλήση, +και το τραπέζι βαρεθή, αν έσμιγε μ' αυθάδεις, +και όπως για τον πατέρα του, οπού 'λειπε, ερωτήση• 135 +και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη +χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη, +για να νιφθούν, κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. +και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει, +και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. 140 +και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει +ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει• +συχνά 'ς αυτούς και ο κήρυκας έρχονταν και τους κέρνα. + +Και μέσα εμπήκαν οι ανδρικοί μνηστήρες, και κατόπι +εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθίσαν 'ς την αράδα• 145 +και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τα χέρια, +η δούλαις εις τα κάνιστρα τον άρτον εσωρεύαν, +και τους κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι• +και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• +και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, 150 +εις άλλα τότ' εστράφηκεν ο πόθος των μνηστήρων, +εις το τραγούδι, εις τον χορό, της τράπεζας τα δώρα. +λαμπρήν κιθάραν έβαλεν ο κήρυκας 'ς τα χέρια +του Φήμιου, 'που βιαζόμενος τραγούδαε των μνηστήρων• +και άρχισε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος. 155 +τότ' είπεν ο Τηλέμαχος την γλαυκομμάτ' Αθήνη, +ζυγόνοντας την κεφαλήν, οι άλλοι μην ακούσουν• + +«Ω φίλε ξένε, ό,τι θα ειπώ θα κατακρίνης τάχα; +για τούτ' αυτοί φροντίζουσι, κιθάρα, και τραγούδι, +ήσυχ', αφού το ξένο βιο απλέρωτ' αυτοί τρώγουν, 160 +ανδρός 'που τ' άσπρα κόκκαλα τώρα η βροχή σαπίζει +'ς την γη ριμμένα, ή τα κυλά 'ς την θάλασσα το κύμα• +αν 'ς την Ιθάκην έβλεπαν εκείνον να επανέλθη, +θα εύχονταν ελαφρότεροι 'ς τα πόδια να 'ναι όλοι, +κάλλιο παρά πλουσιώτεροι 'ς ένδυμα και χρυσάφι. 165 +κ' έτσι εκακοθανάτισεν εκείνος, ουδέ πλέον +παρηγορεί μας αν κανείς θνητός ειπή πως θα 'λθη• +κ' εκείνου της επιστροφής εχάθηκεν η 'μέρα. +αλλά μ' αλήθεια λέγε μου, ποιος είσαι των ανθρώπων +και πόθεν; και πού η πόλι σου υπάρχει κ' οι γονείς σου; 170 +με ποιό καράβι εδώ 'φθασες, με ποιόν τρόπον οι ναύταις +εις την Ιθάκη σ' έφεραν; και ποιοί καυχόνταν που 'ναι; +ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες, πιστεύω. +και πάλιν τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω, +αν τώρα εδώ πρωτέρχεσαι, ή ξένος πατρικός μου 175 +είσ', επειδ' ήλθαν άνθρωποι πολλοί 'ς το σπίτι τούτο +άλλοι, επειδή κοινωνικός ανθρώπων και αυτόν ήταν». + +Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ εκείνα οπ' ερωτάς με• +Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιούμαι τ' Αγχιάλου 180 +ότι είμ' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων• +με πλοίον και με συντροφιάν έφθασα και πηγαίνω, +το μαύρο πέλαο σχίζοντας, 'ς ανθρώπους αλλοφώνους, +'ς την Τέμεση, για χάλκωμα και σίδερο τους φέρω. +κ' έξω απ' την πόλιν άφησα το πλοίο, 'ς τον λιμένα 185 +το Ρείθρον, αποκάτωθε του δασερού Νηίου• +και πατρικοί καυχιούμασθε παλαιόθ' ανάμεσόν μας +ξένοι, και αν θέλης πήγαινε τον γέρο να ερωτήσης +ήρωα Λαέρτην, όπου πλειά δεν έρχεται 'ς την πόλι, +ως λέγουν, αλλά 'ς τους αγρούς πέρα κακοπαθαίνει, 190 +με γραίαν υπηρέτριαν, οπού πιοτό και βρώσι +του παραθέτει, όταν αυτού τα μέλη πάρη ο κόπος, +'ς το κάρπιμο ενώ σέρνεται κηπάρι αμπελοφόρο. +κ' ήλθα επειδή ο πατέρας σου ελέγετο πως ήταν +εις την πατρίδα• αλλ' οι θεοί τον δρόμο του εμποδίζουν• 195 +τί δεν απέθανε 'ς την γην ο θείος Οδυσσέας, +αλλ' είναι ακόμα ζωντανός 'ς τα πέλαγα, κλεισμένος +μέσα εις περίβρεκτο νησί, και άνδρες κακοί τον έχουν +άγριοι, κ' εις το πείσμα του θαρρώ πως τον κρατούσι. +και θα σου ειπώ προμάντευμα, 'που τώρα εις την καρδιά μου 200 +μου βάζουν οι αθάνατοι, και ν' αληθεύση ελπίζω, +αν και ούτε μάντις είμ' εγώ ούτε είμαι ορνιθοκρίτης. +μακράν ακόμη απ' την γλυκειά πατρίδα δεν θα μείνη +πολύν καιρόν, ουδ' αν δεσμά τον έχουν σιδερένια• +ότ' είναι πολυμήχανος, θα σοφιθή να φύγη. 205 +αλλ' έλα τώρα λέγε μου με όλη την αλήθεια, +αν τέτοιος άνδρας καθ' αυτό παιδί 'σαι τ' Οδυσσέα• +και φοβερά 'ς την κεφαλή, 'ς τα εύμορφα μάτια μοιάζεις +εκείνου, επειδή σμίγαμε συχναίς φοραίς αντάμα, +πριν εις την Τροίαν αναιβή, 'π' ανέβηκαν κ' οι άλλοι 210 +'ς τα βαθουλά καράβια τους, οι πρώτοι των Αργείων. +τον Οδυσσέ' από τότ' εγώ δεν είδα, ούτ' εμέ κείνος». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• +«Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια• +υιόν εκείνου η μάννα μου με λέγει, αλλ' εγώ τούτο 215 +δεν ξεύρω• ποιος εγνώρισε ποτέ την γέννησί του; +και άμποτε να 'χα γεννηθή απ' άνδρα ευτυχισμένον +οπού το γήρας εύρηκε 'ς το μέσο των καλών του• +και τώρ' ο αμοιρότατος απ' όλους τους ανθρώπους +πατέρας μ' είναι, ως λέγουσιν, αφού τούτ' ερωτάς με». 220 + +Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«Όχι, δεν θέλουν άγνωστη να μείνη η γενεά σου +οι αθάνατοι, αν σ' εγέννησε τέτοιον η Πηνελόπη. +αλλά μ' αλήθεια λέγε μου• τι τράπεζα είναι τούτη; +και τι το πλήθος; και προς τι τα θέλεις τούτα; γάμος 225 +είναι ή συμπόσιον; επειδή συντροφικά δεν είναι• +με πόσην υπερήφανην αποκοτιά συντρώγουν, +κύττα, μέσα 'ς τα δώματα• σφόδρα θ' αγανακτήση +όποιος και αν έλθη φρόνιμος τόσ' άπρεπα θωρώντας». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• 230 +«Ξένε, αφού τούτα μ' ερωτάς και μέ ζητείς να μάθης, +πλούτη θε να 'χε και τιμαίς άλλοτε αυτό το σπίτι, +ο άνδρας όσ' ευρίσκονταν εκείνος 'ς την πατρίδα. +οι αθάνατοι κακόγνωμα τώρ' άλλ' αποφασίσαν, +'π' αυτόν έκαμαν άγνωστον, ως άλλος δεν ευρέθη• 235 +επειδή δεν θα μ' έθλιβεν ο θάνατός του τόσο, +εάν με τους συντρόφους του είχε σβυσθή 'ς την Τροίαν, +ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις παθηταίς αγκάλαις• +τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα εσήκοναν εκείνου, +και δόξα θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του• 240 +και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον σήκωσαν εχάθη +αγνώριστος, ανάκουστος, κ' εμέν' άφησε πόνους +και κλάυματα• ουδ' οδύρομαι για κείνον τώρα μόνον, +γιατί και άλλα παθήματα οι αθάνατοι μου δώσαν. +ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι 245 +του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου, +και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν, +την μητέρ' όλοι, μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι• +και αυτόν τον γάμον, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε +να τον τελειώση δύναται• κ' εκείνοι καταλύουν 250 +το σπίτι μου, και ογλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν». + +'Σ τα κακά τόσα ωργίσθηκε κ' είπε η Παλλάδ' Αθήνη• +«Ωιμένα, πόσην τ' Οδυσσηά, 'που λείπει, έχεις ανάγκη, +εκείνος τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση! +διότι αν τώρ' ερχόμενος 'ς τα πρόθυρα του δόμου 255 +στήνονταν, με περίκρανο, μ' ασπίδα και δυ' ακόντια, +τέτοιος όποιον είδ' αυτόν 'ς το σπίτι μου εγώ πρώτα, +οπ' έπινε κ' ετέρπονταν και τότε από τον Ίλο +τον Μερμερίδη εγύριζε μέσ' από την Εφύρη• — +ότι και αυτού με το γοργό καράβι τ' ο Οδυσσέας 260 +πήγε ανδροφόνο βότανο ζητώντας για ν' αλείφη +τα χάλκινα τα βέλη του• δεν το 'δωκεν εκείνος +φοβούμενος την όργητα των αθανάτων• όμως +του το 'δωκε ο πατέρας μου 'π' αγάπ' αυτόν περίσσα•— +τέτοιος αν έλθ' ο Οδυσσηάς να πέση 'ς τους μνηστήραις, 265 +'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείνη ο γάμος, +αλλ' όλ' αυτά 'ς την δύναμι των αθανάτων μένουν, +αν θα 'λθ' ή όχι ενάντια τους εκδίκησι να πάρη +'ς τα μέγαρά του• να σκεφθής ωστόσο εγώ σου λέγω +το πώς από το σπίτι σου να διώξης τους μνηστήραις. 270 +κ' έλ' άκουσέ με, πρόσεχε 'ς τους εδικούς μου λόγους• +αύριο τους ήρωαις Αχαιούς συγκάλεσε κ' εις όλους +την γνώμη σου φανέρωσε, με τους θεούς μαρτύρους• +'ς τα σπίτια τους να σκορπισθούν πρόσταξε τους μνηστήραις• +και αν η μητέρα επιθυμεί τον γάμο, ας επανέλθη 275 +εις του πατρός το μέγαρο, που 'ναι πολύς και μέγας• +τον γάμο αυτοί θα κάμουσι και δώρα θα ετοιμάσουν +πολλύτατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης, +και σε τον ίδιον φρόνιμο θα συμβουλεύσω μέτρο• +καράβι αφού λάβης καλό μ' είκοσι κουπηλάταις, 280 +για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθης έβγα, +ή των θνητών κάποιος σου ειπή, ή την φωνήν ακούσης, +'που από τον Δί' ερχόμενη γεννοβολά την φήμη. +'ς την Πύλο πρώτα πήγαινε, 'ς τον Νέστορα τον θείο, +κείθε 'ς την Σπάρτη, ς' τον ξανθό Μενέλαο, να ερωτήσης, 285 +ότ' ύστερος των Αχαιών χαλκοχιτώνων ήλθε. +και αν ο πατέρας ότι ζη και θα γυρίση ακούσης, +τότε, και ας στενοχωρηθής, υπόμειν' έναν χρόνο. +και αν πάλιν ότι απέθανεν ακούσης και ότι εχάθη. +γύρισε τότε εις την γλυκειά την γη την πατρική σου, 290 +και μνήμα εκείνου σήκωσε, κ' εντάφια, ως πρέπει, δώρα +δόσε πολλά, και υπάνδρευσε κατόπι την μητέρα. +και αμ' ενεργήσης όλ' αυτά, κ' εις όλα δώσης τέλος, +'ς τον νου σου τότε μέτρησε και 'ς της ψυχής τα βάθη, +πώς 'ς τα δικά σου μέγαρα να κόψης τους μνηστήραις, 295 +είτε με δόλο ή φανερά• και πλειά δεν σε συμφέρει +παιδιού να 'χης φρονήματα, μικρός αφού δεν είσαι• +και δεν ακούς πώς ο λαμπρός Ορέστης εδοξάσθη +'ς τον κόσμον, ότι εφόνευσεν αυτός τον δολοφόνον +Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα; 300 +φίλε, και συ, 'που 'σαι καλός και μέγας, ως σε βλέπω, +γενναίος γίν', οι απόγονοι να σε καλολογήσουν. +αλλ' ήδη εγώ 'ς τ' ογλήγορο καράβι θα καταίβω, +κ' οι σύντροφοί μου αγανακτούν, θαρρώ, 'που περιμένουν. +και συ μόνος σου φρόντιζε, και ψήφησε ό,τι σου 'πα». 305 + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• +«Ξένε, πολύ καλόγνωμα τα λέγεις, ως πατέρας +εις το παιδί του, και απ' τον νου ποτέ δεν θα μου φύγουν. +αλλ' έλα μείνε, μ' όση βια και αν έχης 'ς το ταξείδι, +όπως αφού πρώτα λουσθής κ' ευφράνης την ψυχή σου, 310 +γυρίσης 'ς το καράβι σου χαρούμενος με δώρο +πολύτιμο πανεύμορφο, θησαύρισμα να το 'χης +από εμένα, ως δίδουν τα των ξένων φίλοι ξένοι». + +Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«Όχι, εδώ πλειά μη με κρατής, τι βιάζομαι 'ς τον δρόμο• 315 +και δώρον, όποιον η καρδιά σου λέγει να μου δώσης, +όταν γυρίσω δόσε μου, 'ς το σπίτι να το πάρω, +πανεύμορφο, και ανταμοιβή θ' αξίζη προς εσένα». + +Είπε και αμ' ανεχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +κ' επέταξεν ωσάν αετός• κ' εκείνου έβαλε θάρρος 320 +εις την καρδιά και δύναμι• και του πατρός την μνήμη +του ξύπνησε πλειότερα• το αισθάνθη μέσα εκείνος, +κ' εθαύμασ', επειδή θεός ενόησε πως ήταν. +κ' εις τους μνηστήραις πέρασεν ευθύς ο ισόθεος άνδρας. + +Κ' εις αυτούς έψαλν' ο λαμπρός αοιδός και αυτοί καθόνταν 325 +ήσυχα και άκουαν κ' έψαλνε των Αχαιών την μαύρην +απ' την Τρωάδ' επιστροφή, που 'χε προστάξει η Αθήνη. +και από τ' ανώγι απείκασε το θείον άσμα εκείνου, +η Πηνελόπ' η φρόνιμη, κόρη του Ικαρίου, +και την υψηλήν κλίμακα του δόμου της κατέβη• 330 +μόνη όχι, δυο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν• +και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις, +της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη, +'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια• +κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε• 335 +και προς τον θείον αοιδόν δακρύζοντας αυτά 'πε• + +«Φήμιε, πολλ' άλλα εγνώριζες, 'που τους θνητούς μαγεύουν, +όσα εξυμνούν οι αοιδοί, θεών και ανθρώπων έργα. +έν' απ' αυτά τραγούδα τους, καθήμενος σιμά τους, +κ' εκείνοι ας πίνουν ήσυχα• και τούτο παύε τ' άσμα 340 +το θλιβερό, 'που πάντοτε μου σχίζει την καρδία, +ότι 'ς εμένα μάλιστα ακοίμητη 'ναι η λύπη, +γιατί ενθυμούμαι και ποθώ την κεφαλήν εκείνου, +'που 'ς την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος• «Μητέρα, δεν αφίνεις 345 +τον ποθητόν μας αοιδόν να τέρπη ως θέλει ο νους του; +αίτιοι δεν είν' οι αοιδοί, μόν' αίτιος είν' ο Δίας, +οπού εις καθένα των θνητών των σιτοφάγων δίδει +όπως εκείνος βούλεται• ποσώς δεν έχει κρίμα +τούτος εάν των Δαναών ψάλλη την μαύρη μοίρα• 350 +ότι επαινούν οι άνθρωποι μάλιστα εκείνο τ' άσμα, +'που εις όσους τ' ακροάζονται νεώτατο αντηχάει. +και την καρδιά σου σφίξε συ, με υπομονή ν' ακούης• +και δεν εχάθ' η επιστροφή μόνου του Οδυσσέα, +μες την Τρωάδ', αλλά πολλοί άλλοι εχαθήκαν άνδρες. 355 +αλλ' άμε σπίτι, έχε 'ς τον νου τα έργα τα δικά σου, +την αλακάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταζε ταις δούλαις +να εργάζωνται, και αμ' άφησε για λόγους να φροντίζουν +οι άνδρες, κ' εγώ μάλιστα, 'που 'μαι 'ς το σπίτι ο κύριος». + +Θαύμασε αυτή κ' εγύρισε 'ς το σπίτι, γιατί εδέχθη 360 +εις την καρδιά τον φρόνιμο τον λόγο του παιδιού της• +και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκε με ταις γυναίκαις έκλαιε +τον ποθητόν της Οδυσσηά, έως ότου γλυκόν ύπνο +'ς τα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. +και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν, 365 +κ' ευχήθηκε ο καθένας τους σιμά της να πλαγιάση, +και ο συνετός Τηλέμαχος τον λόγον 'πήρε κ' είπε• + +«Υβριστικοί και απόκοτοι μνηστήρες της μητρός μου, +'ς την τράπεζ' ας τερπώμασθε για τώρα, και αμ' ας παύση +ο βοητός' κ' είν' εύμορφο τέτοιον αοιδόν ν' ακούης, 370 +ως είναι αυτός, 'που των θεών εις την φωνήν ομοιάζει• +αλλ' άμα φέξ', εις σύνοδο θε να καθίσουμ' όλοι, +να σας κηρύξω φανερά το σπίτι μου ν' αφήστε• +δείπνους αλλού ζητήσετε• τρώγετε τα δικά σας, +μ' ανταλλαγή πηγαίνοντας καθείς 'ς το σπίτι τ' άλλου• 375 +και αν πάλιν σεις ευρίσκετε καλό και δίκαιο τούτο, +ανθρώπου ενός απλέρωτα να φθείρετ' η ουσία, +θερίζετε• και βοηθούς εγώ τους αθανάτους +θα κράξω, την εκδίκησιν ίσως μου δώση ο Δίας, +κ' έτσι εδώ μέσ' απλέρωτα κατόπι αφανισθήτε». 380 + +Αυτά 'πε και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι, +θαύμαζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά μιλούσε• +και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος εστράφη και του είπε• + +«Τηλέμαχ', άσφαλτ' οι θεοί οι ίδιοι σε διδάχνουν +'ς τους λόγους υπερήφανος και θαρρετός να γίνης• 385 +μη τύχη 'ς την περίβρεκτην Ιθάκην ο Κρονίδης +σε καταστήση βασιληά, 'που το 'χεις πατρικό σου». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• +«Αντίνοε, κείνο, 'που θα 'πω, θα κατακρίνης τάχα; +και αν τούτ' ο Δίας μου 'δινεν, ήθελ' εγώ το πάρω• 390 +αχρείον μη σου φαίνεται για τους ανθρώπους τούτο; +πράγμα δεν είναι, όχι, κακό, τινάς να βασιλεύη• +πλουταίνει ευθύς το σπίτι του, δοξάζεται κ' εκείνος• +αλλ' είναι και άλλοι Αχαιοί πολλοί μες την Ιθάκη +βασιλείς, νησί και γέροντες, και τούτων κάποιος θα 'χη 395 +το σκήπτρον, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας• +αλλά εγώ 'ς το σπίτι μου θα ορίζω και εις τους δούλους, +'που μου 'καμε ληστεύοντας ο θείος Οδυσσέας». + +Του απάντησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• +«Τηλέμαχ', εις την δύναμι των αθανάτων μένει 400 +των Αχαιών ποιος βασιληάς θε να 'ναι εις την Ιθάκη• +και ως κύριος συ το έχει σου, τα σπίτια σου να ορίζης• +μήδ' άνθρωπος τα κτήματα τολμήση να σ' αρπάξη +με βίαν, ως που κατοικούν άνθρωποι 'ς την Ιθάκη. +αλλά συ θέλω να μου 'πης, καλέ μου, για τον ξένο• 405 +ο άνθρωπος πόθεν έρχεται; και από ποιο μέρος λέγει +ότ' είναι; που το γένος του, το πατρικό του χώμα; +μη φέρει κάποιαν είδησι 'που θα φθάση ο πατέρας; +ή έρχετ' εδώ γι' ανάγκη του δική του να φροντίση; +πώς πήρε κ' έφυγ' έξαφνα! ουδ' έμεινεν ολίγο 410 +να γνωρισθή• και πρόστυχος δεν ώμοιασε 'ς την όψι». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• +«Ευρύμαχ', η επιστροφή εχάθη του πατρός μου• +ώστ' ούτε πλέον είδησι πιστεύω, αν κάπουθ' έλθη, +ούτε μαντεύματα ψηφώ αν τύχη και η μητέρα 415 +μάντιν καλεί 'ς το μέγαρο, κ' εκείνον ερωτάει. +κ' είναι μου τούτος πατρικός ξένος από την Τάφο• +Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιέται τ' Αγχιάλου +οτ' είν' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων». + +Αυτά 'πε και όμως την θεάν αυτός είχε γνωρίσει• 420 +κ' εκείνοι πάλι 'ς τον χορό, και 'ς το γλυκό τραγούδι +γύρισαν, κ' εξεφάντοναν το εσπέρας ως να φθάση• +και ακόμη ως εξεφάντοναν τους εύρηκε το εσπέρας. +τότε καθείς 'ς τα σπίτια τους επήγαν να πλαγιάσουν. +ως και ο Τηλέμαχος εκεί, 'που ο θάλαμος του εκτίσθη, 425 +εις ανοικτό της εύμορφης αυλής κ' υψηλό μέρος, +'ς την κλίνη ανέβηκε, πολλά 'ς τον νου του ανακινώντας. +τον ακολούθα κ' έφερνε λαμπάδαις αναμμέναις, +η θυγατέρα η χρήσιμη του Ώπα Πεισηνορίδη, +Ευρύκλεια, 'που 'χεν άλλοτε ο Λαέρτης κορασίδα 430 +την αποκτήσει μ' είκοσιν από εδικά του βώδια, +κ' ίσια με την χρήσιμη συμβία την ετίμα, +ουδέ ποτέ την φίλησε, μη παροργίση εκείνην. +αυτή σιμά του έφερνε το φως, και τον αγάπα +από ταις δούλαις έξοχα, κ' είχε τον θρέψει βρέφος. 435 +του τεχνικού θαλάμου του άνοιξε αυτός ταις θύραις, +'ς την κλίνη εκάθισ', έβγαλε τον μαλακό χιτώνα, +κ' έβαλ' αυτόν 'ς της φρόνιμης γερόντισσας τα χέρια• +και αφού τον δίπλωσ' εύμορφα τον κρέμασεν η γραία +'ς το ξυλοκάρφι, εκεί σιμά 'ς την τορνευμένη κλίνη. 440 +κ' εβγήκε από τον θάλαμο, με τ' αργυρό κουλούρι +την θύρα έσυρε κ' έδεσε με το λουρί τον σύρτη. +κ' εκείνος μέσ' ολονυκτής εις τ' άνθος του προβάτου +τον δρόμο, 'που του εδίδαξεν η Αθήνη, είχε 'ς τον νου του. + + + +Ραψωδία Β + + + +Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθου κόρη, +και από την κλίνη εγέρθηκεν ο γόνος τ' Οδυσσέα. +ενδύθη και το κοφτερό 'ς τον ώμον έζωσε ξίφος, +'ς τα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια, +κ' εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων. 5 +τους ψιλοφώνους κήρυκαις πρόσταξεν εν τω άμα +τους κομοφόρους Αχαιούς εις σύνοδο να κράξουν +αυτοί κηρύτταν, και γοργά συνάζονταν εκείνοι. +και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν, +εκίνησε εις την σύνοδο, και το κοντάρι εκράτει, 10 +όχι μόνος• γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν• +και αυτόν με χάρι αμίλητη περιέχυνεν η Αθήνη• +και όλ' οι λαοί τον θαύμαζαν ως έρχονταν• 'ς την έδρα +κάθισ' εκείνος του πατρός και οι γέροι έδωκαν τόπο. +και ο ήρωας 'ς αυτούς άρχισεν Αυγύπτιος ν' αγορεύη, 15 +'που από τα γέρα ήταν σκυφτός κ' είχ' άπειρα 'ς τον νου του. +ότι παιδί του αγαπητό 'ς το Ίλιον είχε πάει +με τον ισόθεον Οδυσσηά, 'ς τα βαθουλά καράβια, +ο λογχοφόρος Άντιφος, 'που ο Κύκλωπας ο άγριος +φόνευσε κ' έφαγ' ύστερον 'ς τ' άντρο βαθύ για δείπνο. 20 +του έμεναν τρεις• ο Ευρύνομος με τους μνηστήραις ήταν, +κ' οι άλλοι δύο πρόσεχαν τους πατρικούς αγρούς τους• +και όμως αναλησμόνητον πικρά τον έκλαι' ακόμη• +γι' αυτόν τότε δακρύζοντας τον λόγον πήρε κ' είπε• + +«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω• 25 +σύνοδος πλειά δεν έγεινε δική μας ή συνέδριο +απ' ότε ο θείος Οδυσσηάς εμίσεψε 'ς τα πλοία• +και τώρα ποιος μας κάλεσε; ποιος τόσην έχει χρείαν, +είτε των νέων είν' αυτός είτ' είναι των γερόντων; +στράτευμα μήπως άκουσεν ότ' έρχετ' εδώ πέρα, 30 +και πρώτος αφού το 'μαθε θα μας το φανερώση; +ή άλλο πράγμα του κοινού θα 'πή και θα εξηγήση; +χρηστός θα 'ναι, μου φαίνεται, κ' ευλογητός• ο Δίας +να του χαρίση το καλόν όπ' αγαπά η ψυχή του». + +Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος 'ς τον κλήδονα εχάρη• 35 +και αμ' εσηκώθη, πρόθυμος να πάρη ευθύς τον λόγο, +'ς την μέση τους• και του 'βαλε το σκήπτρον εις το χέρι +ο κήρυκας Πεισήνορας, γνώσες και νου γεμάτος. +και προς τον γέρον έστρεψε τον λόγο πρώτα κ' είπε• + +«Γέρε, είν' ο άνθρωπος σιμά, —αμέσως θα τον μάθης— 40 +'που τον λαό συνάθροισα• μέ πρώτον σφάζει ο πόνος• +ούτ' άκουσα για στράτευμα πως έρχετ' εδώ πέρα, +'που πρώτος αφού το 'μαθα να σας το φανερώσω, +α[ο]ύτ' άλλο πράγμα του κοινού θα 'πω και θα εξηγήσω, +αλλά δικό μου πάθημα που μου 'πεσε 'ς το σπίτι, 45 +διπλό• πατέρα έχασα λαμπρόν, που εις όσους βλέπω +εσάς εδώ βασίλευεν ήμερα ωσάν πατέρας• +και τώρ' άλλο χειρότερο πολύ, 'που θα ερημώση +το σπίτι μ' όλο σύντομα, το βιο μου όλο θα σβήση• +μνηστήρες ήλθαν κ' έπεσαν 'ς την άθελη μητέρα, 50 +υιοί των όσ' υπάρχουσι 'ς τον τόπο μεγιστάνες, +οπού 'ς το σπίτι του πατρός να υπάγουν, του Ικαρίου, +τρομάζουν, που 'θελεν αυτός την κόρη του προικίση, +κ' εις όποιον θα του άρεγε καλήτερα την δώση• +κ' εκείνοι εδώ 'ς το σπίτι μας ολοκαιρής γυρίζουν, 55 +και βώδια σφάζοντας, αρνιά και γίδια σαρκωμένα, +συντρώγουν και το φλογερό κρασί μου καταπίνουν, +χαμένα, και όλα φθείρουν τα• ότι άνδρας δεν υπάρχει +τέτοιος ως ήταν ο Οδυσσηάς, το σπίτι αυτό να σώση. +κ' εμείς δεν είμασθε αρκετοί• πιστεύω και κατόπι 60 +θέλει φανούμ' ελεινοί και αδίδακτοι 'ς τα όπλα. +θ' αντιστεκόμουν δύναμιν αν είχα εγώ κοντά μου• +τι γίνοντ' έργ' αβάστακτα• παρ' άσχημ' αφανίσθη +το σπίτι μου• και μόνοι σας τ' άδικον αισθανθήτε, +και άμ' εντραπήτε τους λαούς, 'που γύρω γειτονεύουν, 65 +και φοβηθήτε την οργή των αθανάτων, μήπως +τα έργα θεομίσητα 'ς την κεφαλή σας ρίξουν. +κ' έτσι βοηθούς να λάβετε τον Δία και την Θέμι, +'που των ανδρών ταις σύναξες καθίζει αυτή και λύει, +παύσετε, φίλοι, αφήτε με να φθείρομαι 'ς την λύπη 70 +μόνος, αν μη ο ένδοξος πατέρας μου Οδυσσέας +τους Αχαιούς αδίκησε μ' έχθρητα, και για τούτο +μ' έχθρα τ' ανταποδίδετε κ' εμέ τώρ' αδικείτε, +και τούτους εμψυχόνετε• θα σύμφερνεν εμένα +να τρώτ' εσείς τους θησαυρούς και όλα τα κινητά μου• 75 +και αν ήσθ' εσείς, απόδοσι θε να 'λπιζα μια μέρα• +ότι με λόγια καρδιακά 'ς την πόλι εδώ καθέναν +θα σας παρακαλούσαμεν, ως όλα ν' αποδόστε. +και οδύναις τώρ' αγιάτρευταις μου εμπήξετε 'ς τα σπλάχνα». + +Μ' οργήν αυτά 'πε και έρριξε κατά την γη το σκήπτρο, 80 +κ' έβγαλε δάκρυα• και ο λαός όλος αισθάνθη λύπη. +και όλοι οι άλλοι εσίγησαν ουδέ κανείς ετόλμα +σκληρή προς τον Τηλέμαχον απάντησι να δώση. +και μόνος ο Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε• + +«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητε, τι λέγεις! 85 +μας εξυβρίζεις, όνειδος 'ς εμάς να ρίξης θέλεις. +και δεν σου πταιν των Αχαιών παντάπασ' οι μνηστήρες, +αλλ' η γλυκειά μητέρα σου, 'που 'ναι σοφή 'ς τους δόλους• +ότι τρεις χρόνοι πέρασαν και ο τέταρτος θα κλείση, +απ' ότε αυτή των Αχαιών την γνώμην γελοπαίζει. 90 +'ς όλους ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει +με τα μηνύματα• και νους καθ' άλλο μελετάει. +και τούτο τ' άλλο τέχνασμα σοφίσθη αυτή κ' ευρήκε• +πανί μεγάλον έστησε 'ς τα μέγαρα να υφάνη, +λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε• ω νέοι 95 +μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας, +τον γάμο μη μου βιάζετε• σταθήτε, ως ν' αποκάμω +το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, +του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη +μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 100 +των Αχαιίδων μη καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση, +αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. +αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. +τότε όλ' ημέρα το πανί το μέγα ύφαιν' εκείνη, +και νύκτα το ξεΰφαινε 'ς την λάμψιν των λαμπάδων. 105 +έτσι με απάτη ξέφυγε τρεις χρόνους, κ' έπειθ' όλους +τους Αχαιούς• τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις, +μας τα 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα, +κ' ηύραμε αυτήν 'που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της. +κ' έτσι τ' αποτελείωσεν, αθέλητ', εξ ανάγκης. 110 +και την εξής απάντησι σου δίδουν οι μνηστήρες, +συ να την μάθης, και άμα εδώ των Αχαιών τα πλήθη• +'ς τα γονικά την μάννα σου προβόδα, και άνδρ' ας πάρη +όποιον θέλη ο πατέρας της κ' εκείνη προτιμήση• +και αν μελετά τους Αχαιούς πολύ να βασανίση, 115 +με τα δώρα 'που επλούτισεν η Αθήνη την ψυχή της, +μ' έργα 'που ηξεύρει αξιόλογα, με νου λαμπρό 'που ευρίσκει +τεχνάσματ', όσα ουδέ ποτέ των παλαιών καμμία +καλοπλοκάμων Αχαιών ακούσθη να γνωρίζη, +είτ' η Αλκμήνη, είτ' η Τυρώ, είτε η καλή Μυκήνη,— 120 +οπού καμμιά δεν ώμοιασε 'ς το νου της Πηνελόπης,— +όμως, αν όλα εγνώρισε, τούτο σωστά δεν κρίνει• +ότι το βιο, τα πλούτη σου, να τρώγουν δεν θα παύσουν, +όσο 'που εκείνη έχει τον νουν αυτόν 'που μες τα στήθη +της βάζουν οι αθάνατοι• 'ς τον εαυτόν της φήμην 125 +μεγάλην παίρνει, αλλ' αφαιρεί πολύν εσένα πλούτον• +ουδέ θα πάμε εις τους αγρούς εμείς ή αλλού, πριν κείνη +λάβη άνδρ' από τους Αχαιούς, όποιον και αν προτιμήση». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του• «Αντίνοε, +δεν γίνεται απ' το σπίτι μου εγώ να διώξω εκείνην, 130 +'που εγέννησέ με κ' έθρεψε• λείπει ο πατέρας, είτε +ζη κείνος είτ' απέθανε• και αν διώξω την μητέρα, +μεγάλην τότε πληρωμήν ο Ικάριος θα μου πάρη• +κακά θα πάθω και απ' αυτόν, και άλλα ο θεός θα δώση, +των εριννύων την οργή, 'που θα μου κράξ' η μάννα, 135 +βγαίνοντας απ' το σπίτι μου• και ομού του κόσμου θα 'χω +τ' όνειδος• ώστε δεν θα 'πω ποτέ μου τέτοιον λόγο. +και αν η ψυχή σας μόνη της το κρίμα της γνωρίζει, +τα μέγαρά μου αφήσετε, δείπνους αλλού ζητάτε, +απ' το δικό σας τρώγετε, καθείς 'ς το σπίτι τ' άλλου. 140 +και αν πάλιν σεις ευρίσκετε καλό και δίκαιο τούτο, +ανθρώπου ενός απλέρωτα να φθείρετ' η ουσία, +θερίζετε• και βοηθούς εγώ τους αθανάτους +θα κράξω, την εκδίκησιν ίσως μου δώση ο Δίας, +και όμοια 'δω μέσ' απλέρωτα και σεις αφανισθήτε». 145 + +Αυτά 'πε, κ' ευθύς του 'στειλε ο βροντόφωνος Κρονίδης +δύ' αετούς απ' την κορφή του όρους να πετάξουν• +και αυτοί για ολίγο επέτονταν εις ταις πνοαίς τ' ανέμου, +με ταις φτερούγαις τεντωταίς, ο ένας σιμά 'ς τον άλλο. +και άμ' ήλθαν 'ς την πολύφωνη την σύνοδο, 'ς την μέση, 150 +με συχνοφτερουγιάσματα τότ' εστριφογυρίσαν, +και όλων αυτών ταις κεφαλαίς θανατηφόρα εκύτταν. +και με τα νύχια ως έσχισαν ταις όψες, τους λαιμούς τους, +δεξιά' φυγαν διαβαίνοντας τα σπίτια και την πόλι. +και τα όρνεα κείνοι εθαύμασαν 'που εφάνηκαν εμπρός τους, 155 +και όλο εκινούσαν 'ς την ψυχή τα έμελλαν να γείνουν. +και ο γέρος τους αγόρευσεν, ο ήρωας Αλιθέρσης, +ο Μαστορίδης, 'π' έξοχος των ομηλίκων ήταν, +των όρνεων εις την γνώρισι κ' εις το να προμαντεύη• +εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε• 160 + +«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω• +και των μνηστήρων μάλιστα τούτα εξηγώ και λέγω• +γιατί 'ς αυτούς μέγα κακό θα πέση• δεν θα μείνη +ο Οδυσσηάς πολύν καιρό μακράν των ποθητών του. +ήδη κοντά 'ναι και όλεθρο 'ς όλους αυτούς φυτεύει• 165 +και άλλοι εγκάτοικοι πολλοί της φωτεινής Ιθάκης +θα πάθουμε• αλλά σύγκαιρα πολύ να βουλευθούμε, +πώς να τους εμποδίσουμεν, ή εκείνοι ας παύσουν πρώτοι• +ότι καλό παντάπασι γι' αυτούς τούτο δεν είναι. +δεν προμαντεύω ανήξερος, αλλά καλά γνωρίζω• 170 +και λέγ' ότι τελειωθήκαν εκείνου όσα τότ' είχα +του προειπή, 'σαν ώρμησαν 'ς το Ίλιον οι Αργείοι, +και ανέβη και ο πολύγνωμος μ' εκείνους Οδυσσέας• +είπ', αφού πάθη πάμπολλα, και χάση τους συντρόφους, +το εικοστόν έτος, άγνωστος εις όλους, θα επανέλθη 175 +εις την πατρίδα• και όλ' αυτά ιδού λαμβάνουν τέλος». + +Και ο Ευρύμαχος απάντησε, το τέκνο του Πολύβου• +«Ω γέροντ', έλα πήγαινε σπίτι σου, των παιδιών σου +να προμαντεύης, μη κακό τους εύρη αυτού κατόπι• +κ' είμ' εγώ μάντις εις αυτά πολύ καλήτερός σου. 180 +όρνεα πολλά 'ναι όπου πετούν 'ς τον ήλιον αποκάτω, +και όλα δεν είναι μαντικά• κ' εχάθ' ο Οδυσσέας +πέρα, που να 'χες συντριφθή και συ μαζή μ' εκείνον. +και τότ' εδώ δεν θα 'λεγες ταις τόσαις προμαντείαις, +ουδ' έτσι τον Τηλέμαχο θα εκέντας 'ς την οργή του, 185 +για δώρα, οπού 'ς το σπίτι σου να στείλη αυτός ελπίζεις. +αλλά θα σ' είπω φανερά, και ό,τι θα 'πω θα γείνη• +αν συ, 'που ηξεύρεις και πολλά και παλαιά, τον νέον +παρακινήσης 'ς την οργή με λόγια αυτόν πλανώντας, +κ' εκείνου τα παθήματα μάθε που θε ν' αυξήσουν, 190 +και τίποτ' εξ αιτίας σου δεν θέλει κατορθώσει• +και σένα πρόστιμο βαρύ θα βάλουμεν, ω γέρε, +'π' όταν πληρώσης, μέσα σου πολύ θ' αδημονήσης. +και τον Τηλέμαχον, εμπρός 'ς όλους, θα συμβουλεύσω• +να υπάγη εις τον πατέρα της ας είπη της μητρός του• 195 +τον γάμο αυτοί θα κάμουσι, και θα ετοιμάσουν δώρα +πολλότατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης. +και ως τότε θέλει ακολουθούν την βαρετή μνηστεία +οι Αχαιοί, γιατί κανείς, θαρρώ, δεν μας φοβίζει, +ούτε ο Τηλέμαχος αυτός, και ας είναι πολυλόγος. 200 +ουδέ ψηφούμε, γέροντα, τα όσα προμαντεύεις +εις τα χαμένα, και αποκτάς σφοδρότερο το μίσος. +και τα καλά του ελεεινά και αγύριστα θα τρώγουν, +όσον αυτή 'ς τους Αχαιούς τον γάμο αργοποράει. +και ολοκαιρής προσμένοντας εμείς φιλονεικούμε 205 +για τούτην 'που 'ναι ασύγκριτη, και δεν ζητούμεν άλλαις, +όποιαν καθένας απ' εμάς να νυμφευθή ταιριάζει». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• +«Ευρύμαχε, κ' οι επίλοιποι σεις θαυμαστοί μνηστήρες, +σας ούτε πλειά παρακαλώ για τούτα, ούτ' ομιλάω• 210 +ότ' ήδη κ' οι αθάνατοι και όλ' οι Αχαιοί τα ξεύρουν. +αλλά δόστε μου ογλήγορο καράβι και συντρόφους +είκοσι, να με φέρουσιν εις το 'να μέρος, 'ς τ' άλλο, +ότι 'ς την Σπάρτη θε να βγω και στην αμμώδη Πύλο, +για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθω αν θα 'λθη, 215 +ή των θνητών κάποιος μου ειπή ή την φωνήν ακούσω, +'που από τον Δί' ερχόμενη γεννοβολά την φήμη. +και αν ο πατέρας ότι ζη και θα γυρίση ακούσω, +τότε, και ας στενοχωρηθώ, έν έτος θα υπομείνω• +και αν πάλιν ότι απέθανεν ακούσω και ότι εχάθη, 220 +θε να 'λθω τότε 'ς την γλυκειά την γη την πατρική μου, +μνήμα θα υψώσω του πατρός, κ' εντάφια, ως πρέπει, δώρα +πολλά θα δώσω, κ' ύστερ' υπανδρεύω την μητέρα». + +Αυτά 'πε και άμ' εκάθισε• και ο Μέντορας 'ς εκείνους +σηκώθη, 'που 'χε σύντροφον ο άψεγος Οδυσσέας, 225 +και φεύγοντας 'ς τα χέρια του το σπίτι του είχε αφήσει, +να πείθενται 'ς τον γέροντα, και να τηρή τα πάντα• +εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε• + +«Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω• +πλειά σκηπτροφόρος βασιληάς να μη φανή κανένας 230 +γλυκός, καλοπροαίρετος, και δίκαιος και πράος, +αλλ' ας είναι σκληρότροπος και τ' άνομα να πράζη• +αφού τον θείον Οδυσσηά κανένας δεν θυμάται +εις τους λαούς, 'που βασιληά τον είχαν και πατέρα. +ουδέ ποσώς ξενίζομαι 'ς τους ανδρικούς μνηστήραις, 235 +αν κάμνουν έργ' αρπατικά μ' επίβουλη την γνώμη• +ότι αν αρπάζουν τ' Οδυσσηά και τρώγουσι το σπίτι, +παίζουν με τα κεφάλια τους και λεν 'π' αυτός δεν θά 'λθη. +εις τον επίλοιπον λαόν αγανακτώ, πώς όλοι +άφωνοι κάθεσθε, και ουδέ με λόγια καν κτυπάτε, 240 +για να δαμάσετε οι πολλοί τους μετρητούς μνηστήραις». + +Και ο Ευηνορίδης Λειώκρητος απάντησεν εκείνου• +«Μέντορα ελεεινότατε, μωρότατε, τι είπες! +σπρώχνεις να μας δαμάσουσι, κ' είναι βαρύς ο αγώνας +για το τραπέζι αν κτυπηθούν με τους πολλούς οι ολίγοι• 245 +και αν ο Ιθακήσιος Οδυσσηάς εκείνος ήθελ' έλθη +κ' ήθελ' από το μέγαρο να διώξη επιχειρήση, +'ς το δώμα ενώ φαγοποτούν, τους θαυμαστούς μνηστήραις, +ουδ' η γυνή του θα 'χαιρε πως ήλθε ο ποθητός της, +αλλ' άσχημο θα 'λάμβανε το τέλος εις τον τόπο, 250 +αν εκτυπιόνταν με πολλούς• κ' είν' άτακτα όσα είπες. +και σεις, λαοί, 'ς έργα σας καθένας σκορπισθήτε• +και τούτου θα ετοιμάσουσι το μίσεμ' ο Αλιθέρσης +και ο Μέντορας, οι πατρικοί φίλοι του• αλλά πιστεύω +πολύν καιρό θα κάθεται μηνύματα ν' ακούη 255 +εις την Ιθάκη, ουδέ ποτέ θα κάμη το ταξείδι». + +Αυτά 'πε κ' εδιάλυσε την σύνοδο μ' ασπούδα• +κ' εκείνοι εδιασκορπισθήκαν 'ς σπίτια τους καθένας• +και 'ς τ' Οδυσσηά τα δώματα κίνησαν οι μνηστήρες, +εσύρθηκε ο Τηλέμαχος μακράν εις τ' ακρογιάλι, 260 +με άρμη εχερονίφθηκε κ' εύχονταν της Αθήνης• + +«Άκου με, 'που 'λθες χθες θεός εις το δικό μου σπίτι• +κ' εμέ τα μαύρα πέλαγα παράγγειλες να σχίσω, +για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθω αν θα 'λθη• +κ' ιδού 'που τώρ' οι Αχαιοί τούτ' όλα μου εμποδίζουν, 265 +κ' εξόχως η αποκοτιά των υβριστών μνηστήρων». + +Ευχήθη, και άμ' η Αθήνα εκεί σιμά του εφάνη• +εις το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' όλη ωμοιώθη, +κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• + +«Τηλέμαχε', ουδ' ανόητος ουδ' άνανδρος κατόπι 270 +θε να 'σαι, αν έχης στάλαγμα της πατρικής ανδρείας, +όπως αυτός ήταν καλός 'ς τα έργα και 'ς στους λόγους• +τότε δεν ματαιόνεται, θα γείνη, το ταξείδι• +και αν γόνος κείνου δεν είσαι και της Πηνελοπείας, +κανέν' απ' όσα επιθυμείς, θαρρώ, δεν θα τελειώσης• 275 +ότ' είν' ολίγα τα παιδιά, 'που του πατρός ομοιάζουν, +χειρότεροι 'ναι οι πλειότεροι, καλήτεροί 'ναι ολίγοι• +και αφού δεν θα 'σαι ανόητος ούδ' άνανδρος κατόπι, +ουδέ καθόλου σ' άφησε η γνώσι τ' Οδυσσέα, +τα έργα τούτα πάντεχε 'που θα τα κατορθώσης. 280 +για τούτο αψήφα την βουλή συ των μωρών μνηστήρων• +γνώσι και νου δεν έχουσι, και δίκαιο δεν γνωρίζουν• +δεν ξεύρουν 'που 'ναι τους κοντά ο θάνατος κ' η μαύρη +μοίρα, 'π' όλους μονήμερα θα τους εξολοθρεύση• +και το ταξείδι, οπού ζητείς, πολύ δεν θέλει αργήση• 285 +φίλος σου εγώ 'μαι πατρικός και τέτοιος, 'που καράβι +θα σου ετοιμάσω ογλήγορα, κ' εγώ μαζή σου θα 'λθω• +αλλ' άμε συ 'ς το σπίτι σου, σμίγε με τους μνηστήραις, +και ταις τροφαίς ετοίμασε και κλείσε ταις 'ς τ' αγγεία, +εις ταις λαγήναις το κρασί, τ' αλεύρι, των ανθρώπων 290 +μεδούλι, εις πυκνά δέρματα• και απ' τον λαόν συντρόφους +θα πάρω θεληματικούς• κ' είναι πολλά καράβια +εις της Ιθάκης το νησί, και παλαιά και νέα• +το διαλεκτότερο απ' αυτά θα σου εύρω ν' αρματώσω, +κ' ευθύς το ρίχνουμε έπειτα 'ς τα διάπλατα πελάγη». 295 + +Αυτά 'πε η κόρη του Διός, η Αθήνη• κ' εσηκώθη +άμ' άκουσ' ο Τηλέμαχος την θεϊκή φωνή της. +και προς το σπίτι εβάδισε με την ψυχή θλιμμένη, +κ' εύρεν αυτού 'ς τα μέγαρα τους ανδρικούς μνηστήραις +'πού γίδια σχίζαν 'ς την αυλή και χοίρους καψαλίζαν. 300 +κ' ίσια προς τον Τηλέμαχον ο Αντίνοος γελώντας +ήλθε, το χέρι του 'πιασεν, ωνόμασέ τον κ' είπε• + +«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητε 'ς τον νου σου +μη βάζης άλλο τι κακόν, είτ' έργον είτε λόγον• +αλλά τρώγε και πίνε μου 'σαν πρώτα• θα σου κάμουν 305 +ό,τι ζητείς οι Αχαιοί, καράβι, κουπηλάταις +καλούς, να φθάσης γλήγορα 'ς την Πύλο την αγία, +όπως ζητήσης άκουσμα του θαυμαστού πατρός σου». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• +«Αντίνοε, δεν γίνεται με σας, 'που αυθάδεις είσθε, 310 +εις το τραπέζι αμέριμνα να ευφράνω την ψυχή μου• +και δεν αρκεί 'που εφθείρετε τόσα καλά δικά μου +πολύτιμα, όσο ανήλικος ήμουν εγώ, μνηστήρες; +και τώρα οπ' άνδρας έγεινα, και ακούοντας τους άλλους +πληροφορούμαι, κ' η ψυχή μέσα μου δυναμόνει, 315 +μαύραις ημέραις εις εσάς να φέρω θα πασχίσω, +'ς την Πύλο είτε πηγαίνοντας, ή εδώ μες την Ιθάκη• +θα πάω — δεν ματαιόνεται, θα γείνη το ταξείδι— +ως επιβάτης, επειδή κουπηλατών και πλοίου +κύριος δεν είμαι, αφού καλό και τούτο σας εφάνη». 320 + +Είπε, το χέρι του έσυρε απ' το χέρι τ' Αντινόου +εύκολα• κ' εσυγύριζαν το γεύμ' αυτού οι μνηστήρες +κ' εκακολόγουν τον αυτοί κ' εμπαίζαν μεταξύ τους• +και από τους νηούς τους υβρισταίς έλεγε κάποιος τούτα• + +«Αλάθευτα ο Τηλέμαχος μας ετοιμάζει φόνον, 325 +είτε θα φέρη βοηθούς απ' την αμμώδη Πύλο, +είτε απ' την Σπάρτην, επειδή και ορμή δείχνει μεγάλη• +μην ίσως και 'ς την Έφυρα, το καρποφόρο χώμα, +θα πάη, κείθε θανάσιμα να φέρη εδώ βοτάνια, +κ' εις τον κρατήρα ρίξη τα και όλους μας θανατώση». 330 + +Και πάλιν άλλος υβριστής έλεγε• «Ποιος ηξεύρει +εάν και αυτός 'ς το βαθουλό καράβι θα πλανάται +μακράν των φίλων και χαθή, ωσάν τον Οδυσσέα; +εις κόπους θα μας έβαζε τότε, να μοιρασθούμε +τα κτήματ' όλα, αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, 335 +να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που ήθε την πάρη νύμφη». + +Και εις του πατρός το υψηλό θάλαμο αυτός κατέβη +πλατύν, όπ' ήσαν σωρευτά χάλκωμα και χρυσάφι, +'ς τ' αρμάρια τα φορέματα, και περισσά τα μύρα. +και μέσα παλαιού κρασιού γλυκύτατου πιθάρια 340 +στέκονταν, όλα γεμιστά θείο πιοτό και ακράτο, +'ς τον τοίχο αράδα κολλητά, αν ίσως καί ποτ' έλθη +εις την πατρίδ' ο Οδυσσηάς, 'ς το τέλος των δεινών του. +σανίδαις είχε δίφυλλαις πυκνά συναρμοσμέναις, +κ' ημέρα νύκτα ευρίσκονταν κελλάρισσα γυναίκα 345 +αυτού, 'π' όλα τα εφύλαγε, με προσοχή, με γνώσι, +η Ευρύκλεια, 'που 'ταν γέννημα τ' Ώπα Πεισηνορίδη• +'ς τον θάλαμο ο Τηλέμαχος έκραξε αυτήν και είπε• + +«Μάννα, έλα βάλε μου κρασί γλυκό μες τα λαγήνια, +το νόστιμον, έξω απ' αυτό, 'που συ φυλάς για κείνον 350 +τον άμοιρον, ότι θαρρείς πως κάποθ' ίσως θα 'λθη +ο διογενής ο Οδυσσηάς, τον θάνατον αν φύγη. +και γέμισέ μου δώδεκα, και άμ' όλα σφάλισέ τα, +και αλεύρια 'ς τα καλόρραφτα δερμάτια να μου χύσης, +να γείνουν μέτρα είκοσι μυλαλεσμένο αστάχυ. 355 +και γνώριζέ τα μόνη σου• και όλα μαζή να τα 'χης, +ότι θε να 'λθω αποσπερής να τα σηκώσω, οπόταν +θε ν' αναιβή 'ς τ' ανώγια της ν' αναπαυθή η μητέρα. +ότι θα πάω 'ς την Σπάρτη εγώ και 'ς την αμμώδη Πύλο, +ο αγαπητός πατέρας μου ν' ακούσω αν θα γυρίση». 360 + +Είπε, κ' η Ευρύκλεια θρήνησεν, η αγαπητή βυζάστρα, +και κλαίοντας του μίλησε με λόγια πτερωμένα• + +«Και πώς, παιδί μου, ο στοχασμός 'ςτον νου σου αυτός γεννήθη; +και με ποιον τρόπο θε να πας της γης εις τόσο μάκρος, +'που 'σαι μονάκριβος υιός! και απ' την πατρίδα πέρα 365 +εχάθ' εις άγνωστους λαούς ο θείος Οδυσσέας. +και αυτοί θα σ' επιβουλευθούν με δόλο, άμ' εσύ φύγης, +να σ' αφανίσουν, και όλ' αυτά να μοιρασθούν εκείνοι. +αλλά κάθου 'ς το σπίτι σου• ποσώς δεν σε συμφέρει +'ς τ' άπατο μέσα πέλαγος κακά να παραδέρνης». 370 + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• +«Θάρρευε, μάννα• του θεού δεν λείπ' εις τούτα η γνώμη• +και όμωσε, αυτά να μη τα ειπής της ποθητής μητρός μου, +πριν παρά να 'λθη η ενδέκατη κ' η δωδεκάτ' ημέρα, +ή πριν αυτή ποθήση με και ακούση πως εβγήκα, 375 +όπως μη φθείρη κλαίοντας την εύμορφην ειδή της». + +Αυτά 'πε• και ώμοσε η γρηά θεών τον μέγαν όρκον, +και αφού τον όρκον ώμοσε κ' ετέλειωσεν εκείνη, +ευθύς το κρασί του 'βγαλε κ' έβαλε 'ς τα λαγήνια, +τ' αλεύρια 'ς τα καλόρραφτα δερμάτια• και 'ς το δώμα 380 +εγύρισε ο Τηλέμαχος κ' έσμιξε τους μνηστήραις. + +Τότ' άλλο εφεύρηκ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +του Τηλεμάχου ωμοιώθηκε κ' εγύριζε την πόλι, +τους άνδρες επλησίαζε, του καθενός ωμίλει, +το εσπέρας όλοι 'ς το γοργό καράβι να καταίβουν. 385 +κ' εζήτησε απ' τον φωτεινόν Νοήμονα Φρονίδη +γοργό καράβι• πρόθυμος εκείνος το υποσχέθη. +και ο ήλιος ως βασίλευε, κ' ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, +'ς το πέλαο ρίχνει το γοργόν πλοίον και μέσα βάζει +τ' άρμενα όλα, όσα φορούν κολοστρωμένα πλοία, 390 +κ' εις τον λιμέν' αράζει το, και γύρω οι λαμπροί νέοι +συνάζοντ' όλοι, κ' η θεά καθέναν εμψυχόνει. + +Τότ' άλλο εφεύρηκ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +'ς τα δώματ' επορεύθηκε του θείου Οδυσσέα• +και των μνηστήρων έχυσεν ύπνο γλυκό, και ζάλη 395 +τους έφερ' εκεί, 'πώπιναν, κ' ερρίξαν τα ποτήρια. +και να πλαγιάσουν σκόρπισαν 'ς την πόλι, ουδέ καθόνταν +πλέον, ότι τα βλέφαρα τους βάρυνεν ο ύπνος. +τότ' είπε τον Τηλέμαχον η γλαυκομμάτ' Αθήνη, +έξωθ' απ' τα καλόκτιστα μέγαρ' αυτόν καλώντας, 400 +και 'ς το κορμί και 'ς την φωνή του Μέντορ' ώμοιαζ' όλη• + +«Οι ευκνήμιδες συντρόφοι σου, Τηλέμαχε, αναμένουν, +εις το κουπί καθήμενοι, μόνον το κίνημά σου• +πάμε, και ας μην αργήσουμε να εμπούμ' ευθύς 'ς τον δρόμο». + +Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη 405 +γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια. +και άμα 'ς το πλοίον έφθασαν, 'ς της θάλασσας την άκρη, +τους κομοφόρους εύρηκε συντρόφους 'ς τ' ακρογιάλι• +και ο δυνατός Τηλέμαχος ωμίλησέ τους κ' είπε• + +«Ελάτε, φίλοι, ταις τροφαίς να φέρουμε• ήδη 'ναι όλα 410 +μαζή 'ς το μέγαρο• το ουδέν δεν έμαθ' η μητέρα, +και από ταις δούλαις μόνη μια το πράγμ' αυτό γνωρίζει». + +Είπε κ' επροπορεύθηκε κ' εκείνοι ακολουθούσαν. +και όλα τα πήραν κ' έθεσαν μες το καλοστρωμένο +καράβι, ως επαράγγειλεν ο γόνος του Οδυσσέα. 415 +και ανέβηκε ο Τηλέμαχος 'ς το πλοίον, κ' εκυβέρνα +η Αθηνά, κ' εκάθισε 'ς την πρύμνη• και σιμά της +κάθισεν ο Τηλέμαχος• τα παλαμάρια κείνοι +λύσαν, ανέβηκαν και αυτοί και 'ς τα ζυγά καθίσαν, +κ' ευθύς πρύμον τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, 420 +τον Ζέφυρον 'που αχά σφοδρός 'ς το μαύρο κύμα επάνω• +κ' επρόσταξε ο Τηλέμαχος αμέσως τους συντρόφους +να πιάσουν τ' άρμεν'• άκουσαν την προσταγήν εκείνοι, +κ' εσήκωσαν και άμ' έστησαν 'ς το κοίλο μεσοδόκι +κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια. 425 +κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα ολόλευκα πανία• +και μες τη μέση το πανί ο άνεμος φουσκόνει, +και 'ς την καρίνα, ως σχίζεται, βροντή το μαύρο κύμα• +κ' έτρεχ' εκείνο κ' έκοβε δρόμον πολύ 'ς το κύμα• +κ' έδεσεν όλα τ' άρμενα 'ς το μαύρο το καράβι, 430 +και με κρασί στεφάνωσαν κρατήραις οπού 'στήσαν, +και των θεών εσπόνδισαν αφθάρτων, αθανάτων, +και μάλιστα προς του Διός την γλαυκομμάτα κόρη. +και ολονυκτής και την αυγήν εκείνο επροχωρούσε. + + + +Ραψωδία Γ + + + +Και ανέβη ο Ήλιος, 'π' άφησε την ωραιοτάτη λίμνη, +εις τον πολύχαλκο ουρανό, προς τους θεούς να λάμψη, +και τους ανθρώπους τους θνητούς 'ς την γη την σιτοδώρα. +'ς την λαμπρήν Πύλον έφθασαν, την πόλι του Νηλέα• +και αυτού κατάγιαλα ο λαός θυσίαν ετελούσε, 5 +ταύρους ολόμαυρους σφαγή του γλαυκοχαίτη σείστη. +έδραις αράδα ήσαν εννηά, κάθονταν πεντακόσοι +εις καθεμιά, κ' εις καθεμιά σφάζονταν εννηά ταύροι. +τα σπλάγχνα τούτοι ως να γευθούν και τα μεριά να κάψουν +προς τον θεό, κείνοι έμπαιναν• 'ς το ισόμετρο καράβι 10 +όλα εμαζώξαν τα πανιά, τ' άραξαν και άμ' εβγήκαν. +εβγήκε και ο Τηλέμαχος και ωδήγα τον η Αθήνη• +του πρωτομίλησ' η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• + +«Δεν πρέπει να 'σαι εντροπαλός, Τηλέμαχ', εσύ πλέον• +γι' αυτό το πέλαγο έσχισες, να μάθης τον πατέρα 15 +ποιο χώμα τον εσκέπασε, ποια μοίρα τον ευρήκε. +αλλ' ίσια 'ς τον ιππόδαμο τον Νέστορα πορεύου• +ας μάθουμε 'ς τα στήθη του ποιαν γνώμη κρύβει εκείνος• +ατός σου παρακάλειε τον, όπως μας είπη αλήθεια• +είν' άνδρας συνετώτατος• δεν θέλ' ειπή το ψέμμα». 20 + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• +«Μέντορα, πώς να υπάγω εγώ, πώς να τον χαιρετήσω; +κ' εγώ 'μαι ακόμη αδίδακτος 'ς τα μετρημένα λόγια• +και να ερωτά τον γέροντα ευλάβειαν έχει ο νέος». + +Τότε η θεά του απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 25 +«Άλλα και μόνος θέλει ευρής, Τηλέμαχε, 'ς τον νου σου, +και άλλα θεός θέλει σου ειπή• και 'ς των θεών το πείσμα, +θαρρώ, δεν σ' έχ' η μάννα σου γεννήσει και αναστήσει». + +Είπ', εξεκίνησ' η θεά, γοργά και αυτός κατόπι• +κ' έφθασαν 'ς την ομήγυρι, 'ς ταις έδραις των Πυλίων• 30 +και αντάμ' αυτού με τους υιούς ο Νέστορας καθόνταν, +και ολόγυρά του ευτρέπιζαν οι φίλοι την θυσία, +και μέρος κρέατ' έψηναν και μέρος εσουβλίζαν. +τους ξένους άμ' είδαν αυτοί, κίνησαν όλοι ομάδι, +με ασπασμούς τους δέχθηκαν, τους είπαν να καθίσουν• 35 +και πρώτος ο Πεισίστρατος πλησιάζει ο Νεστορίδης, +τα χέρια σφίγγει και των δυο, 'ς την τράπεζα τους φέρει, +και εις ταις προβιαίς ταις μαλακαίς, 'ς τον άμμο, τους καθίζει, +του Θρασυμήδη, του αδελφού, και του πατρός, 'ς τη μέση. +και από τα σπλάχνα δίδει τους μερίδαις και γεμίζει 40 +χρυσό ποτήρι με κρασί, και χαιρετώντας λέγει +της Αθηνάς, της θηγατρός του αιγιδοφόρου Δία• + +«Του Ποσειδώνα βασιληά, ευχήσου, ω ξένε, τώρα• +'που εδώ φθασμένοι έτυχε 'ς την εκατόμβη εκείνου• +και αφού σπονδίσης κ' ευχηθής, ως πρέπει, δος και τούτου 45 +την κούπα του γλυκύτατου κρασιού για να σπονδίση• +ότι και αυτός θα εύχεται, θαρρώ, των αθανάτων• +και των θεών οι άνθρωποι ανάγκην έχουν όλοι• +αλλ' είν' αυτός νεώτερος, ομήλικος μ' εμένα, +ώστε θα δώσω πρώτα εσέ το τ' ολόχρυσο ποτήρι». 50 +Την κούπα με γλυκό κρασί της έβαλε 'ς τα χέρια• +και άρεσ' ο άνδρας συνετός και δίκαιος της Αθήνης, +ότι πρώτ' έδωκεν αυτής τ' ολόχρυσο ποτήρι. +κ' ευχήθη ευθύς του βασιληά θερμά του Ποσειδώνα• + +«Εισάκουσέ μας ταις ευχαίς, γεωφόρε Ποσειδώνα• 55 +τούτα, που τώρα ευχόμασθε, να γείνουν χάρισέ μας• +πρώτα του Νέστορα ευτυχιαίς δώρει και των παιδιών του• +κατόπιν ανταπόδιδε εις όλους τους Πυλίους +χαριτωμένην αμοιβή της ξακουστής θυσίας, +και τον Τηλέμαχο κ' εμέ, να γύρουμε, αφού πράξη 60 +ό,τ' ήλθαμε με το γοργό καράβι εδώ ζητώντας». + +Εύχεται και όλα, όσα ζητεί, η ίδια τελειόνει• +του Τηλεμάχου πέρασε το δίκουπο ποτήρι• +ταις ίδιαις έκαμεν ευχαίς ο γόνος του Οδυσσέα• +και αφού τα κρέατ' έψησαν τα επάνω και τα εβγάλαν, 65 +μερτικά εκάμαν και άρχισαν το θαυμαστό τραπέζι, +και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, +ωμίλησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• + +«Και τώρα είναι καλήτερο να εξετασθούν οι ξένοι +ποιοί είναι, αφού 'ς την τράπεζαν ευφράνθηκαν• ω ξένοι, 70 +ποιοί είσθε; πόθεν πλέετε τους δρόμους της θαλλάσσης; +να εμπορευθήτε εβγήκετε ή του κακού πλανάσθε +'ς τα πέλαγ', ως οι πειραταίς; πλανώνται αυτοί και φέρνουν, +την ζωήν τους κινδυνεύοντας, βλάβη των αλλοφύλων». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος του απάντησε με θάρρος• 75 +κ' η ίδια Αθήνη του 'βαλε το θάρρος 'ς την καρδία, +για τον πατέρα, 'που 'λειπεν, όπως τον ερωτήση, +και όπως 'ς τον κόσμον εύμορφη τον περιλάβη φήμη. + +«Ω Νηληάδη Νέστορα, των Αχαιών ω δόξα, +οπόθεν είμασθ' ερωτάς κ' εγώ θα σου το είπω• 80 +απ' την Ιθάκη ερχόμασθε, 'που ισκιάζεται απ' το Νείον, +κ' η χρεία τούτη, του κοινού δεν είναι, αλλά δική μου• +κάπου ν' ακούσω αναζητώ την δόξα του πατρός μου, +του στερεόκαρδου Οδυσσηά, που έναν καιρό μαζή σου +λέγουν ότι μαχόμενος επόρθησε την Τροίαν, 85 +και όλων των άλλων 'πώχουσι τους Τρώαις πολεμήσει +όπου εκακοθανάτισε καθένας του, ακούμε• +κείνου όμως και τον όλεθρον έκρυψεν ο Κρονίδης, +ότι κανείς δεν δύναται να ειπή ρητώς πού εχάθη, +είτε 'ς την γην έπεσ' αυτός απ' των εχθρών τα χέρια, 90 +ή πήρε αυτόν ο αμέτρητος βυθός της Αμφιτρίτης. +για τούτο τώρα σου 'πεσα 'ς τα γόνατα, να μάθω +πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες +ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε +εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε παραδαρμούς η μοίρα. 95 +μηδ' από σέβας το μηδέν ή λύπη μου γλυκάνης, +αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες ειπέ μου ένα προς ένα. +ναι σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας +λόγον ή πράξι εδέχθηκε κ' ετέλειωσε για σένα, +'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη, 100 +τώρα να μου τα θυμηθής, κ' ειπέ μου την αλήθεια». + +Και απάντησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• +«Φίλ', επειδή μου ενθύμισες τα πάθη, 'που εκεί πέρα +πάθαμ' εμείς των Αχαιών τ' αδάμαστα τα γένη, +και όσα 'ς τα γλαυκά πέλαγα πλανώμενοι με πλοία, 105 +όπου ωδηγούσ' ο Αχιλληάς για λάφυρα, και άμ' όσα +'ς το μέγα κάστρ' ολόγυρα του βασιληά Πριάμου +μαχόμενοι• αυτού έπεσε το άνθος των ανδρείων, +αυτού ο φρικτός Αίαντας, αυτού και ο Αχιλλέας +κείτονται• αυτού και ο Πάτροκλος που 'ταν θεός 'ς την γνώσι• 110 +αυτού παιδί μου αγαπητό, άψεγο και γενναίο, +ο Αντίλοχος ταχύτατος και ακλόνητος 'ς την μάχη. +και άλλα πολλά παθήματα σιμά 'ς αυτά μας ηύραν• +και ποιος θνητός είν' αρκετός όλα να τα ιστορήση; +και πέντε κ' έξι αν έμενες χρόνους εδώ, να μάθης 115 +πόσα έπαθαν των Αχαιών εκεί τα λαμπρά γένη, +θα εβάρυνες και θα 'φευγες, πριν μάθης, 'ς την πατρίδα• +ότι εννηά χρόνους πλέκαμε τον χαλασμό τους, μ' όλαις +ταις τέχναις, και όμως μεταβιάς τον τέλειωσ' ο Κρονίδης. +αυτού κανείς τον Οδυσσηά 'ς την γνώσι ν' αντικρύση 120 +δεν ήθελεν, ότι πολύ τους άλλους ενικούσε, +'ς ταις τέχναις όλαις, ο λαμπρός πατέρας σου, αν υιός του +είσαι τωόντι• σεβασμός με παίρνει ως σε κυττάζω• +προσομιάζ' η ομιλιά πολύ, κ' είν' ένα θαύμα +προσόμοια τόσο να ομιλή μικρός την ηλικία. 125 +τότε δεν ευρεθήκαμεν, εγώ και ο Οδυσσέας, +ασύμφωνοι, ούτ' εις σύνοδον ούτε εις βουλή, ποτέ μας• +αλλά μιαν γνώμην έχοντας, με νου και μ' ορθή σκέψι, +ευρίσκαμ' ό,τι εδύνονταν να σώση τους Αργείους• +αλλ' άμα κάτω ερρίξαμε την Τροίαν και 'ς τα πλοία 130 +μπήκαμε, και τους Αχαιούς θεός εσκόρπισ' όλους, +κακήν 'ς αυτούς επιστροφή τότε εμελέτα ο Δίας• +επειδή όλοι φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν• +όθεν εσύντριψε πολλούς 'ς την τρομερήν οργή της +τότε η γλαυκόμματη θεά, φρικτού πατρός η κόρη, 135 +'που την διχόνοιαν έσπειρε 'ς τους αδελφούς Ατρείδαις. +κ' εκάλεσαν εις σύνοδο τους Αχαιούς εκείνοι +όλους, αλλ' όμως ξώκαιρα, 'ς την δύσι του Ηλίου• +και τα παιδιά των Αχαιών έφθασαν κρασωμένα• +κ' εκείνοι εξήγαν τον σκοπό 'που εσύναξαν τα πλήθη• 140 +τότε ο Μενέλαος έλεγε να συνταχθούν να φύγουν +όλ' οι Αχαιοί 'ς τα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης• +δεν το 'στεργε ο Αγαμέμνονας και τον λαόν εκράτει, +κ' ήθελε πρώτον ιεραίς να σφάξουν εκατόμβαις, +την φοβερή της Αθηνάς οργήν όπως πραΰνη• 145 +μωρός, ουδ' ήξευρε 'π' αυτήν δεν ήθελε μαλάξη• +ότι εύκολα δεν στρέφεται ο νους των αθανάτων. +κ' οι δύο 'κείνοι ως στέκονταν, σκληρά λογομαχώντας, +ξάφνου εσηκώθη, σκόρπισε των Αχαιών το πλήθος, +μ' αλαλαγμόν αμίλητο, κ' εις γνώμαις δυο σχισθήκαν• 150 +και όλη την νύκτα ετρέφαμε μίσος ανάμεσόν μας, +ότι μεγάλαις συμφοραίς ωργάνιζεν ο Δίας• +κ' εμείς εσύραμε πρωί 'ς την θάλασσα την θεία +τα πλοία με τα κτήματα και ταις βαθειά ζωσμέναις +γυναίκαις• κ' έμειναν αυτού το ήμισυ του πλήθους, 155 +σιμά 'ς τον Αγαμέμνονα τον ηγεμόν' Ατρείδη• +έτσι 'ς τα πλοία μπήκαμε, κ' έπλεαν αυτά με βία, +ότι θεός τα τρίσβαθα μας έστρωσε πελάγη. +ς' την Τένεδο, διαβαίνοντας να πάμε 'ς την πατρίδα, +εσφάξαμε προς τους θεούς• δεν έστεργεν ο Δίας 160 +να φθάσουμε, αλλ' ο άσπλαχνος κακήν πάλι διχόνοιαν +εγέννησε, κ' εγύρισαν με τα κυρτά καράβια +μέρος με τον πολύβουλον, ανδρείον Οδυσσέα, +τ' 'Ατρείδη τ' Αγαμέμνονα να χαρισθούν εκείνοι. +κ' εγώ μ' όλα τα πλοία μου κίνησα ευθύς να φύγω, 165 +ότι έβλεπα 'που συμφοραίς είχε ο θεός 'ς τον νου του. +ως και ο Τυδείδης έφευγε κ' εκίνα τους συντρόφους• +και ο ξανθός Μενέλαος μας πρόφθασε κατόπι +'ς την Λέσβο, 'που λογιάζαμε το μακρυνό ταξείδι, +είτε απεπάνω από την Χιό την πετρωτή να βγούμε, 170 +προς την Ψυρία, 'ς τα ζερβιά κυττάζοντας εκείνην, +ή κάτω, 'που 'ναι ο Μίμαντας αντίκρυ ο ανεμισμένος• +και του θεού ζητούσαμε σημείο να μας δείξη• +έδειξε, και να κόψουμε το πέλαγ' ως την Εύβοια +μας είπε, όπως ταχύτερα σωθούμε απ' την οδύνη. 175 +πρύμος τότ' έπνευσε ηχηρός• 'ς τους ιχθυοφόρους δρόμους +τα πλοία τρέχαν και άραξαν 'ς την Γεραιστό την νύκτα. +του Ποσειδώνα τότε αυτού ταύρων πολλά μερία +εκάψαμε, ότι πέλαγος μέγα είχαμε μετρήσει• +τέταρτ' ημέρα, οι σύντροφοι Διομήδη του ιπποδάμου 180 +'ς τα νερά τ' Άργους έστησαν τα ισόμετρα καράβια. +κατά την Πύλο αρμένιζα εγώ και άκοπα εφύσα, +ως τον πρωτόστειλε ο θεός, ο άνεμος ο πρύμος. +ιδού πώς ήλθ' ανήξερος, παιδί μου, ουδέ γνωρίζω +των Αχαιών ποιοι χάθηκαν, και ποιοι πάλι εσωθήκαν• 185 +αλλ' όσα εδώ καθήμενος 'ς τα μέγαρά μου ακούω, +ως πρέπει, θέλει σου τα ειπώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω• +λέγουν πως εκαλόφθασαν οι ανδρείοι Μυρμιδόνες, +'που του υψηλόφρονα Αχιλληά ωδήγα ο λαμπρός γόνος• +καλά και ο υιός του Ποίαντα, ο ένδοξος Φιλοκτήτης• 190 +και όλους τους άνδραις έμπασε 'ς την Κρήτη ο Ιδομενέας, +όσους τ' άφησε ο πόλεμος• τα κύμα δεν του επήρε. +για τον Ατρείδη εμάθετε και σεις, μακράν 'που είσθε, +πώς ήλθε, πώς ελεεινό του ετοίμασε το τέλος +ο Αίγισθος• αλλά τρομερά το πλέρωσε εκείνος. 195 +τόσον αξίζει ένα παιδί ν' αφίνη ο απεθαμένος, +ως βλέπεις 'που τον Αίγισθον εκείνος εκδικήθη, +τον δόλιο, 'που του 'φόνευσε τον ένδοξον πατέρα. +Φίλε, και συ, 'που 'σαι καλός και μέγας, ως σε βλέπω, +γενναίος γίνε, οι απόγονοι να σε καλολογήσουν». 200 + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• +«Ω Νηληάδη Νέστορα, των Αχαιών ω δόξα, +καλά τον εκδικήθηκεν εκείνος, και την φήμη +θε να του απλώσουν οι Αχαιοί και εις τα τρισέγγονά τους. +κ' είθε να εζώναν οι θεοί κ' εμέ δύναμιν τόση, 205 +να εκδικηθώ την αδικιά των πονηρών μνηστήρων, +'που υβρίζουν, και άνομα πολλά ενάντια μου οργανίζουν. +αλλ' οι θεοί δεν έκλωσαν παρόμοιαν ευτυχίαν +εις τον πατέρα κ' εις εμέ• και ανάγκη να υπομείνω». + +Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• 210 +«Φίλ', επειδή μου ενθύμισες το πράγμ' αυτό και μου 'πες, +λέγουν 'που την μητέρα σου πολλοί ζητούν μνηστήρες, +και σπίτι σου σε τυρανούν, πολλ' άνομα οργανίζουν. +το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σ' έχει μίσος +ο λαός όλος, του θεού φωνήν ακολουθώντας; 215 +ποιος ξεύρει μη την βία τους πλερώση αυτός μίαν ώρα, +μόνος, ή από τους Αχαιούς συνωδευμένος όλους; +ότι αν σε θέλει ν' αγαπά η γλαυκομμάτ' Αθήνη, +τόσ', όσο για τον ένδοξο πονούσεν Οδυσσέα, +'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχαμε μύρια πάθη,— 220 +θεόν δεν είδα φανερά να δείξη την αγάπη, +ως φανερά την έδειχνεν η Αθήνη 'ς το πλευρό του,— +αν σ' όμοια θέλει ν' αγαπά και να πονή για σένα, +τότε απ' αυτούς πολλοί, θαρρώ, τον γάμο θ' αστοχήσουν». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 225 +«Αυτό 'που λέγεις, γέροντα, να γίνη δεν πιστεύω• +μεγάλο το 'χω, θαυμαστό• ποτέ μου δεν ελπίζω +το πράγμα να κατορθωθή, και αν οι θεοί θελήσουν». + +Και προς αυτόν ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«Τηλέμαχε, τι σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα; 230 +άνδρα θεός και από μακράν, αν θέλη, εύκολα σώζει, +καλλιά 'χα να βασανισθώ, πολύ να παραδείρω, +ως την πατρίδα μου να ιδώ, παρά 'ς τα γονικά μου +άμα πατήσω, ο θάνατος να μ' εύρη, ως τον Ατρείδη, +'πώπεσε, από της γυναικός τον δόλο και του Αιγίσθου. 235 +αλλ' είναι ο θάνατος κοινός, ουδ' ημπορούν να σώσουν +και φίλον άνδρ' οι αθάνατοι, οπόταν έλθ' η μαύρη +μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου, να τον πάρη». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• +«Μέντορ', ας παύσουμεν αυτά του πόνου μας τα λόγια• 240 +εκείνος είναι αγύριστος• κ' ήδη του αποφασίσαν +θάνατον οι αθάνατοι και μαυρισμένην μοίρα. +και τώρα εγώ τον Νέστορα πράγμ' άλλο θα ερωτήσω• +ότι δεν κρίνει ωσάν αυτόν κανείς, ουδέ γνωρίζει• +τι λέγουν 'που εβασίλευσε τρεις γενεαίς ανθρώπων, 245 +και αθάνατος μου φαίνεται 'ς την όψι, ως τον κυττάζω. +ω Νηληάδη Νέστορα, συ 'πέ μου την αλήθεια• +πώς έπεσ' ο Αγαμέμνονας, ο δυνατός Ατρείδης, +πού ευρίσκετ' ο Μενέλαος; ποιον δόλον εσοφίσθη +ο Αίγισθος, κ' εφόνευσε πολύ καλήτερόν του; 250 +ή 'ς τ' Άργος το Αχαϊκό δεν ήτο, αλλά 'ς τα ξένα +πλανιόνταν, κ' έτσι εθάρρεψε κείνος, κ' εφόνευσέ τον;» + +Και απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• +«Κ' εγ' όλα τούτα, τέκνο μου, θέλει σου 'πω μ' αλήθεια• +και μόνος σου φαντάζεσαι πως τούτα ήθελε γείνουν, 255 +αν ζωντανόν τον Αίγισθο 'ς τα μέγαρα ήθελ' εύρη +τότε ο ξανθός Μενέλαος, φθασμένος απ' την Τροία. +τότε ουδέ χώμα εις τον νεκρόν εκείνου ήθελε ρίξουν, +αλλά θα τον κατάτρωγαν πετούμενα και σκύλοι +απόρρικτον 'ς την εξοχήν• ουδ' ήθελε Αχαιίδα 260 +καμμιά τον κλάψη• ότι έπραξεν έργο φρικτό και μέγα• +ότι εκεί μέναμεν εμείς, 'ς τους τρομερούς αγώναις, +και αυτός, εις τ' Άργους την καρδιάν, ήσυχος την γυναίκα +έπασχε του Αγαμέμνονα με λόγια να μαγεύση. +και αρνιόνταν πρώτα τ' άπρεπον έργον η Κλυταιμνήστρα• 265 +ότ' είχε γνώμην αγαθή• και ακόμ' είχε σιμά της +τον αοιδόν, 'που ως έφευγεν ο Ατρείδης για την Τροία +να του φυλά την σύντροφο θερμά 'χε παραγγείλει. +αλλ' ότε η μοίρα των θεών τον σπέδισε να πέση, +τότ' έσυρε τον αοιδόν ς' έρμο νησί και αφήκε, 270 +ηύρεμα να 'ναι και τροφή των πετεινών, κ' εκείνην +πρόθυμος εις το σπίτι του πρόθυμην την επήρε. +και των θεών εις τους βωμούς πολλά 'καψε μερία, +πολλά στολίδια κρέμασεν, υφάσματα, χρυσάφι, +ότ' είχε πράγμ' ανέλπιστο και μέγα κατορθώσει. 275 +κ' εμείς αντάμα επλέαμεν, ως φίλοι, εγώ και ο Ατρείδης, +απ' την Τρωάδα ερχόμενοι• αλλ' όταν 'ς του Σουνίου +των Αθηναίων φθάσαμε το άγιον ακρωτήρι, +του Μενελάου φόνευσε τότε τον κυβερνήτην +ο Φοίβος ο Απόλλωνας με τ' άλυπά του βέλη, 280 +ενώ του πλοίου, 'πώτρεχεν, εκράτει το τιμόνι, +τον Φρόντι του Ονήτορα, 'που εις όλους ήταν πρώτος, +όταν μανίζ' η τρικυμιά, να κυβερνά καράβι. +κ' έτσι αυτός, μ' όλον 'που 'χε βια, έμεινε αυτού να θάψη +τον φίλο, και νεκρώσιμα να του προσφέρη δώρα. 285 +αλλ' όταν εις τα πέλαγα τα σκοτεινά κ' εκείνος +εβγήκε με τα πλοία του, και 'ς τ' όρος τον Μαλέα +γοργά 'φθασε, ο βροντόφωνος Δίας φρικτό ταξείδι +του ετοίμασε, και του 'στειλε σφοδρών πνοαίς ανέμων, +και κύματα, 'που εφούσκοναν και ως όρη εμεγαλόναν. 290 +και τα καράβια χώρισε, μέρος σιμά 'ς την Κρήτη, +'που κατοικούν οι Κύδωνες, 'ς το ρεύμα του Ιαρδάνου. +μια πέτρα υψόνεται γλυστρή, 'ς τα σκοτεινά πελάγη, +'ς άκρη της Γόρτυνος, και αυτού, προς την Φαιστόν, ο Νότος +προς τ' ακρωτήρι το ζερβί μεγάλο κύμ' αμπώθει, 295 +κ' εκείν' η πέτρα η μικροστή μέγ' αποδιώχνει κύμα. +ήλθαν αυτού, και μεταβιάς οι άνδρες εσωθήκαν, +κ' εσύντριψαν τα κύματα 'ς τους βράχους τα καράβια• +και τ' άλλα πέντ' ετράβιξε μαυρόπλωρα καράβια +'ς την Αίγυπτο της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. 300 +και πλούτη αυτού και μάλαμμα εσύναζεν εκείνος, +γυρνώντας με τα πλοία του 'ς ανθρώπους αλλοφώνους. +'ς το σπίτι ωστόσ' ο Αίγισθος την συμφοράν εργάσθη, +και τον Ατρείδη φόνευσε κ' εδάμασε τον τόπο, +και χρόνια επτά βασίλευσεν εις την χρυσή Μυκήνη. 305 +'ς τ' όκτατο του 'λθε το κακό, του 'λθε ο λαμπρός Ορέστης +απ' ταις Αθήναις, κ' έκοψε τον δολερό φονέα, +Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα. +και των Αργείων έκαμε νεκρώσιμο τραπέζι +της θεοκατάρατης μητρός και άμα του ανάνδρου Αιγίσθου. 310 +την ίδια 'μέρα του 'φθασεν ο μαχητής Μενέλαος, +με κτήματ' όσα εσήκοναν εκείνου τα καράβια. +φίλε, και συ πολύ μακρυά 'ς τα ξένα μη πλανιέσαι +από το σπίτι, 'π' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα +ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν 315 +όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι. +εις τον Μενέλαο να πας όμως σε παραγγέλλω, +'που κείνος είναι νηόφερτος από τα ξένα μέρη, +όπου, άμ' ευρίσκονταν τινάς, δεν θα 'λπιζε να γύρη, +ανεμοζάλη αν έτυχε κει πέρα να τον κλείση 320 +εις τέτοιο φρικτό πέλαγο και απέραντον, απ' όπου +'ς τον χρόνο ουδέ πετούμενα οπίσω δεν γυρίζουν. +αλλ' άμε με το πλοίο σου και με την συντροφιά σου, +και αν κάλλιο θέλεις της στερηάς να πάς, λάβε τ' αμάξι, +και τους υιούς μου συνοδούς, αυτοί να σ' οδηγήσουν 325 +'ς την θείαν Λακεδαίμονα, 'ς τ' Ατρείδη το παλάτι• +και ατός σου παρακάλειε τον να είπη την αλήθεια• +είν' άνδρας συνετώτατος, δεν θέλ' ειπή το ψέμμα». + +Είπεν ο ήλιος κάθισε κ' έφθασε το σκοτάδι, +και ωμίλησέ τους η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 330 + +«Ω γέρε, όσ' είπες είναι ορθά, και όπως τα θέλ' η τάξι. +αλλά ταις γλώσσαις κόψετε και το κρασί νερώστε• +και αφού του Ποσειδώνα και των άλλων αθανάτων +σπονδίσουμεν, είναι καιρός να κοιμηθούμε, ότ' ήδη +'ς το σκότος κάτω εβύθισε το φως, και ουδέ ταιριάζει 335 +εις των θεών την τράπεζα πολύ τινάς να μένη». + +Αυτά 'πε η κόρη του Διός, και ο λόγος της ακούσθη. +και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τα χέρια. +και αφού κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι, +κ' έδωκαν 'ς όλους απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια, 340 +'ς το πυρ ταις γλώσσαις έρριξαν, και ορθοί λοιβαίς εχύσαν. +και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, +η Αθήνη και ο θεόμορφος Τηλέμαχος αντάμα +εκίνησαν να πορευθούν 'ς το βαθουλό καράβι. +και ο Νέστορας εκράτησεν εκείνους και τους είπε• 345 + +«Ο Δίας κ' οι αθάνατοι άλλοι θεοί μη δώσουν +σεις απ' εμέ να φύγετε 'ς το βαθουλό καράβι, +ωσάν απ' άνθρωπον γυμνόν και τέλεια στερημένον, +οπού σκεπάσματα πολλά 'ς το σπίτι του δεν έχει, +για να κοιμάται μαλακά και αυτός και όσους ξενίση. 350 +κ' εμέ σκεπάσματ' εύμορφα, παπλώματα δεν λείπουν, +του ανδρός εκείνου όχι ποτέ ο γόνος, του Οδυσσέα, +'ς του πλοίου το σανίδωμα δεν θα πλαγιάση, ως ότου +'ς την ζωήν είμαι, κ' ύστερα τα τέκνα μου όσο ζήσουν, +τους ξένους να φιλοξενούν, 'ς το σπίτι μου όσοι τύχουν». 355 + +Κ' εις αυτόν είπεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«Γέροντα φίλε, ωμίλησες ορθά, και καλόν είναι +εσέ τώρα ο Τηλέμαχος 'ς ό,τ' είπες να υπακούση. +'ς το σπίτι σου ν' αναπαυθή θέλει σ' ακολουθήση +τούτος, κ' εγώ θα υπάγω ευθύς 'ς τα μελανό καράβι, 360 +εμψύχωσι και συμβουλή να δώσω των συντρόφων. +ότι εγώ μόνος εις αυτούς ηλικιωμένος είμαι, +κ' οι άλλοι άνδρες νεώτεροι γι' αγάπη τον γενναίον +Τηλέμαχον ακολουθούν, ομήλικοι δικοί του. +τώρα σιμά 'ς το βαθουλό καράβι θα πλαγιάσω, 365 +και το ταχύ 'ς τους Καύκωναις θα υπάγω τους γενναίους, +όπου ένα χρέος μου χρωστούν, και χθεσινό δεν είναι, +και ούτε μικρό• και τούτον συ, 'ς το δώμα σου επειδ' ήλθε, +με τον υιόν σου στείλε τον 'ς την άμαξα, και δος του +άλογα τα ελαφρότερα και αξιώτερ' απ' όσ' έχεις». 370 + +Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη +με σχήμ' αετού• ξιππάσθηκε το πλήθος 'που την είδε• +εθαύμαζεν, ως είδε την 'ς τα μάτια εμπρός του, ο γέρος• +του Τηλεμάχου άμ' έπιασε το χέρι, και τον είπε• + +«Ώ φίλε, αχρείος και άνανδρος θαρρώ πως δεν θε να 'σαι, 375 +αν οδηγοί 'ς τα νειάτα σου θεοί σε συνοδεύουν• +ότι άλλος τούτος δεν είναι των ολυμποκατοίκων, +αλλ' είναι η κόρη του Διός, η ένδοξη τριτογένεια, +'που τον λαμπρόν πατέρα σου ετίμα εις τους Αργείους. +κ' ίλεη γενού, βασίλισσα, καλήν δόσε μας δόξαν, 380 +εμένα και των τέκνων μου και της σεμνής συντρόφου• +κ' εγώ μιαν πλατυμέτωπη δαμάλα θα σου σφάξω +χρονιάρικη, 'που τον ζυγό τ' ανθρώπου δεν γνωρίζει• +θα σου την σφάξω, αφ' ού προτού τα κέρατα χρυσώσω». + +Ευχήθη• τον εισάκουσε τότε η Παλλάδ' Αθήνη. 385 +και προς τα ωραία δώματα εκίνησεν ο ιππότης +Νέστορας, και ακολούθησαν τα τέκνα κ' οι γαμβροί του. +άμ' έφθασαν 'ς το υπέρλαμπρο παλάτι του κυρίου, +εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά καθίσαν 'ς την αράδα, +και αυτών ο γέροντας ευθύς συγκέρασε κρατήρα 390 +από γλυκόποτο κρασί, 'που εμέτρα ένδεκα χρόνους, +και τ' άνοιξε η κελλάρισσα, κ' έλυσε το σφαλί του. +ο γέρος τον συγκέρασε και με σπονδαίς ευχόνταν +της Αθητάς, της θυγατρός τ' αιγιδοφόρου Δία, +και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, 395 +οι άλλοι, καθένας σπίτι του, κίνησαν να πλαγιάσουν, +κ' έβαλε αυτού ν' αναπαυθή τον γόνο του Οδυσσέα +του θείου, τον Τηλέμαχον, ο Νέστορας ιππότης, +'ς την βροντερή την αίθουσα, 'ς την τορνευμένη κλίνη, +και τον Πεισίστρατο σιμά, τον άξιον πολεμάρχο, 400 +'που μόνον από τους υιούς είχε άγαμον 'ς σπίτι• +'ς του παλατιού τ' απόκρυφα κ' εκείνος αναπαύθη, +και η σύντροφος του η δέσποινα του ευτρέπισε την κλίνη. + +Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, +κ' εγέρθηκε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης, 405 +εβγήκε και άμ' εκάθισε 'ς τους στιλβωμένους λίθους, +'που 'ς τα υψηλά του πρόθυρα κατέμπροσθ' ευρισκόνταν, +λευκοί και απ' άλειμμα λαμπροί• 'ς αυτούς είχε καθίσει +πριν ο Νηλέας, 'πώμοιαζε 'ς τον νου τους αθανάτους• +αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος επήρε αυτόν, και πάλιν 410 +αυτού κάθιζε ο Νέστορας, των Αχαιών σωτήρας, +σκήπτρο κρατώντας• γύρω του τα τέκνα εσυναχθήκαν, +και απ' τους θαλάμους έρχονταν, ο Εχέφρονας, ο Στράτις, +με τον Περσέ' ο Άρητος, και ο ισόθεος Θρασυμήδης, +και ο ήρωας ο Πεισίστρατος έκτος 'ς εκείνους ήλθε. 415 +και τον θεϊκόν Τηλέμαχον αυτού σιμά εκαθίσαν. +και άρχισεν ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• + +«Σύντομα, τέκν' αγαπητά, να γίν' η επιθυμιά μου, +την Αθηνάν απ' τους θεούς ίλεη να κάμω πρώτη, +'που μου 'λθεν ολοφάνερη 'ς το θεϊκό τραπέζι. 420 +κ' εις το λιβάδι, ένας να πα γοργά για την δαμάλα, +να την κεντήση ογλήγορα 'ς εμάς ο επιστάτης• +και άλλος 'ς του μεγαλόψυχου Τηλέμαχου το πλοίο, +να φέρη τους συντρόφους του και μόνους δυο ν' αφήση• +και άλλος ας κράξη, να 'λθη εδώ, τον χρυσικό Λαέρκη, 425 +του δαμαλιού τα κέρατα να χρυσοπεριχύση. +σταθήτ' οι άλλοι αυτού μαζή, και ειπήτε 'ς το παλάτι +η δούλαις για την τράπεζα τα πάντα να ευτρεπίσουν• +καθίσματα να φέρουσι, ξύλα, νερό καθάριο». + +Είπε, και όλοι εκινήθηκαν κ' έφθασεν η δαμάλα 430 +απ' το λιβάδι, κ' έφθασεν απ' το γοργό καράβι +του Τηλεμάχου οι σύντροφοι, έφθασε και ο χαλκέας, +της χρυσικής τα σύνεργα κρατώντας εις τα χέρια, +τ' αμμόνι, το καλόφθειαστο διλάβι, και την σφύρα, +ήλθε κ' η Αθήνη να δεχθή την προσφορά• και ο γέρος 435 +τον χρυσόν δίδει• τεχνικά τον περιχύνει εκείνος +'ς τα κέρατα, το στόλισμα να ιδή και ν' αγαλλιάση +η Αθηνά• και ο Εχέφρονας και ο Στράτις την δαμάλα +έσυρναν απ' τα κέρατα• κ' εις πλουμιστή λεκάνη +έφερν' ο Άρητος νερό, βαστώντας 'ς τ' άλλο χέρι 440 +ουλαίς μέσα 'ς το κάνιστρο• και ο ανδρείος Θρασυμήδης +αξίνα εκράτει ακονιστή, να κόψη την δαμάλα. +και ο Περσέας το σταμνί• και ο γέρος ο ιππότης +Νέστορας με το νίψιμο και με τους ουλοχύταις +έκαμε αρχή, δεόμενος θερμά προς την Αθήνη, 445 +και 'ς το πυρ έρριξε απαρχαίς της κεφαλής ταις τρίχαις. +και άμ' ευχηθήκαν κ' έχυσαν ουλαίς, ο Θρασυμήδης, +υιός του Νέστορα λαμπρός, ζυγόνει και κτυπάει• +κ' η αξίνα τα νεύρ' έκοψε του σβέρκου και άμ' ελύθη +της δαμάλας η δύναμις• εφώναξαν η κόραις 450 +και η νυφάδες, και η σεμνή του Νέστορα συμβία, +Ευρυδίκ' η πρωτότοκη η κόρη του Κλυμένου. +κ' οι άλλοι εσηκώσαν απ' την γη κ' εβάσταν την δαμάλα• +την έσφαξε ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος. +με το μαύρο αίμα ως άφησε τα κόκκαλα η ψυχή της, 455 +ευθύς την ετετάρτιασαν, έκοψαν τα μερία, +με τάξι, και τα σκέπασαν με διπλωτό κνισάρι• +κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια• τότε ο γέρος +'ς ταις σχίζαις τά 'καιε και κρασί φλογώδες ράντιζέ τα• +και τα πεντόσουβλα σιμά τ' αγόρια του κρατούσαν. 460 +και άμ' εκαήκαν τα μεριά και εγεύθηκαν τα σπλάχνα, +ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν, +και τά 'ψηναν 'ς τα μυτερά σουβλιά 'που 'χαν 'ς τα χέρια. + +Έλουσε τον Τηλέμαχον ωστόσο η Πολυκάστη +καλή κόρ' υστερόγενη του Νέστορα Νηληάδη• 465 +και άμα έλουσέ τον κ' έχρισεν εκείνη με το λάδι, +και μ' εύμορφο τον ένδυσε φόρεμα και χιτώνα, +απ' τον λουτρόν ωσάν θεός εβγαίνει και καθίζει, +αυτού σιμά 'ς τον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων. + +Και αφού τα κρέατ' έψησαν τα επάνω και τα 'βγάλαν, 470 +κάθισαν και συνέτρωγαν, και καλογεννημένοι +άνδρες κερνούσαν τα κρασί 'ς ολόχρυσα ποτήρια, +και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, +τους είπεν ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• + +«Παιδιά μου, φέρτε ζέψετε ευθύς του Τηλεμάχου 475 +τ' άλογα τα καλότριχα, πολύν να κόψη δρόμο». + +Αυτά 'πε• κείνοι υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή του• +κ' ευθύς τα ογλήγορ' άλογα 'ς την άμαξαν εζέψαν• +τους έβαλε η κελλάρισσα άρτο, κρασί και ακόμη +προσφάγια, αυτά 'που 'ναι τροφή των θείων βασιλέων. 480 +'ς την άμαξα ο Τηλέμαχος ανέβη, την ωραία, +'ς το πλάγι του ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος, +ανέβη, και 'ς τα χέρια του τα χαλινάρια πήρε, +κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαν +'ς την πεδιάδα, και άφησαν την υψηλή την Πύλο. 485 +και ολήμερ' έσειαν τον ζυγό 'ς το να και ς' τ' άλλο πλάγι. +και ο ήλιος εβασίλευσε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, +και 'ς ταις Φηραίς εστάθηκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα, +'που του Ορσιλόχου ήταν υιός και τ' Αλφειού εγγόνι• +εκεί ξενύκτισαν, και αυτός φιλόξενα τους δέχθη. 490 + +Κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη• +έζεψαν και ως ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι, +τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν αφήκαν• +κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαν +'ς την σιτοφόρα ως έφθασαν πεδιάδα, έκοβαν δρόμο 495 +με τόση τα γοργ' άλογα ορμήν αυτούς επαίρναν. +και ο ήλιος εβασίλευσε, και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι. + + + +Ραψωδία Δ + + + +Στην Λακεδαίμον' έφθασαν, μες τας σχισμένα όρη, +και 'ς το παλάτι ετράβιξαν του ενδόξου Μενελάου• +τον ηύραν 'που 'ς το σπίτι μου με πολλούς φίλους είχε +γάμων χαραίς για τον υιό και για την θυγατέρα. +του Αχιλληά προς τον υιό την κόρη του επροβόδα. 5 +'ς την Τροία πρώτα υπόσχεσι και λόγο του 'χε δώσει, +και τώρα τέλος έβαζαν οι αθάνατοι 'ς τον γάμο. +με άλογα, με άμαξαις την έστελνε εις την πόλι +των Μυρμιδόνων την λαμπρήν, οπού 'ταν βασιλέας. +από την Σπάρτην έμπαζε τ' Αλέκτορα την κόρη 10 +νύμφη του μεγαλόψυχου υιού του Μεγαπένθη, +'που υστερογένην έλαβε από δούλη• της Ελένης +τέκνα οι θεοί δεν έδωκαν, αφ' ότου είχε γεννήσει +την Ερμιόνη, 'πώλαμπε ωσάν την Αφροδίτη. + +'Σ το μέγα δώμα το υψηλόν έτσι εσυντρώγαν όλοι, 15 +οι γείτονες κ' οι συγγενείς του ενδόξου Μενελάου, +τερπόμενοι, και ανάμεσα κιθάριζεν ο θείος +ο αοιδός, και ως άρχιζεν εκείνος το τραγούδι, +δυο χορευταίς 'ς την μέση τους πηδούσαν κ' εγυρίζαν. + +'Σ τα πρόθυρα ο Τηλέμαχος ο ήρωας ωστόσο, 20 +και ο λαμπρός του Νέστορα υιός, τ' αμάξι εστήσαν. +εβγήκ' εμπρός κ' είδεν αυτούς ο μέγας Ετεωνέας, +ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου, +και του ποιμένα των λαών εστράφη να το είπη. +σιμά του εστάθη κ' είπε του με λόγια πτερωμένα• 25 + +«Μενέλαε διόθρεπτε, μας ήλθαν δύο ξένοι, +'πού του μεγάλου του Διός το γένος ομοιάζουν. +ειπές αν θα τους λύσουμε τ' άλογ' από τ' αμάξι, +ή θα τους προβοδήσουμε 'ς άλλον να τους ξενίση». + +Τότε ο ξανθός Μενέλαος εβάρυνε και του 'πε• 30 +«Μωρός δεν ήσουν άλλοτε, Βοηθοίδη Ετεωνέα• +τώρα ως μωρόπαιδ' ομιλείς• και δεν θυμάσαι οι δυο μας +απ' άλλους πόσα εφάγαμε δώρα φιλοξενίας, +ως 'που να γύρουμεν εδώ και ο Δίας να μας δώση +τέλος εις τα παθήματα; αλλά τ' άλογα λύσε 35 +των ξένων, και άμα μπάσε τους εδώ να γευματίσουν». + +Είπε• κ' εκείνος χύθηκε, κ' επρόσταξε τους άλλους +επιμελείς θεράπονταις να τον ακολουθήσουν, +τα ιδρωμένα τ' άλογα απ' τον ζυγόν ελύσαν, +και 'ς τ' αλογίσινα παχνιά τα δέσαν, και εις εκείνα 40 +ζειά τους βάλαν, κ' έσμιξαν μ' αυτήν λευκό κριθάρι• +'ς τους τοίχους τους ολόφωτους έκλιναν και τ' αμάξι• +και αυτούς 'ς το θείον έμπασαν παλάτι• άμ' είδαν κείνοι +του διοθρεμμένου βασιληά τα δώματα, εθαυμάζαν• +ότι ωσάν λάμψι του ήλιου, ή της σελήνης, ήταν 45 +'ς το δώμα το υψηλόσκεπο του ενδόξου Μενελάου. +και αφού θωρώντας χάρηκαν το θέαμα τριγύρω, +'ς τα καλοσκάλιστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν. +και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι, +και τους εφόρεσαν κρουσταίς χλαμύδαις και χιτώναις, 50 +σιμά του Ατρείδη εβάλθηκαν εις θρόνους να καθήσουν. +και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη +χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη, +για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. +και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, 55 +και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα• +και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει +ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει. + +Και ο ξανθός Μενέλαος χαιρέτησέ τους κ' είπε• +«Απλοχερήτε εις το φαγί, και χαίρετε• κατόπι 60 +αφού γευθήτε, θέλει σας ζητήσω τίνες είσθε, +ότι το γένος άγνωστο δεν θα 'ναι των γονειών σας, +αλλ' είσθε ανδρών γεννήματα μεγάλων σκηπτροφόρων• +ότι παρόμοια πλάσματα από αγενείς δεν βγαίνουν». + +Είπε και με τα χέρια του νεφρά βωδιού παχεία 65 +ψητά τους δίδει, 'πώλαβεν ο ίδιος ως πρωτείο• +και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους. +και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, +ωμίλησε ο Τηλέμαχος τότε του Νεστορίδη, +την κεφαλή ζυγόνοντας, οι άλλοι μην ακούσουν• 70 + +«Αγαπητέ, θεώρησε, γλυκέ μου Νεστορίδη, +'ς τα δώματα τ' αχόλογα πως ο χαλκός αστράφτει, +ο ήλεκτρος, το μάλαμμα, ο ελέφαντας, τ' ασήμι• +όμοια 'ς τον Όλυμπο, θαρρώ, θε να 'ναι η αυλή του Δία• +αμίλητα 'ναι, είναι πολλά• θαυμάζ' όσο τα βλέπω». 75 + +Και ο ξανθός Μενέλαος τον νόησ' ως ωμίλειε, +κ' ευθύς προσφώνησεν αυτούς με λόγια πτερωμένα• +«Και ποιος θνητός, ω τέκνα μου, μετριέται με τον Δία; +οι δόμοι και τα υπάρχοντα εκείνου αθάνατά 'ναι• +θνητός μ' εμέ 'ς τα υπάρχοντα μετριέται ναι και όχι• 80 +ότι αφού έπαθα πολλά, αφού πολύ πλανήθην, +μες τα καράβια τα 'φερα, και τ' όκτατ' έτος ήλθα. +Κύπρο, Φοινίκην, Αίγυπτο, και χώραις Αιθιόπων, +και Σιδονίων κ' Ερεμβών εβγήκα, και Λιβύαν, +όπου τ' αρνιά από γενετής τα κέρατα φυτρόνουν, 85 +και τρεις φοραίς τεκνοποιούν τα πρόβατα τον χρόνο. +κει του ποιμένα περισσά, καθώς και του κυρίου, +είναι τυρί και κρέατα και το γλυκό το γάλα, +ότι έχουν πάντοτ' άφθονο το γάλα να τ' αρμέγουν• +κ' ενώ πλούτη συνάζοντας κει πέρα εγώ πλανούμουν, 90 +ωστόσ' άλλος μου φόνευσε τον αδελφό μου κρύφια, +απάντεχα, με της μιαρής συντρόφου την απάτη, +κ' ιδού γιατί δεν χαίρομαι 'ς τα πλούτη αυτά, 'που έχω. +και τούτα θα τ' ακούσετε και σεις απ' τους γονείς σας, +όποιοι και αν είναι, ότι έπαθα πολλά, κ' έχασα σπίτι 95 +ευτυχισμένο με καλά και υπέρλαμπρα περίσσα. +κ' έστεργα εγώ 'ς σπίτι μου το τρίτο να μου μείνη, +και εις την ζωή να εσώζονταν οι άνδρες, οπού πέσαν, +εις την Τρωάδα την πλατειά, μακράν από το Άργος. +και όλους τους κλαίω και οδύρομαι, και το συχνό κλεισμένος 100 +εις τα δικά μου μέγαρα, καθήμενος δακρύζω, +και ώραις 'ς το κλάμμα χαίρεται η ψυχή μου και ώραις παύω• +γοργά του κρύου κλάμματος ο πόθος ησυχάζει. +αλλ' αυτών όλων των ανδρών ο πόνος δεν με θλίβει +όσον ενός, 'που ο πόθος του φαγί μου παίρνει κ' ύπνο• 105 +ότι κανείς των Αχαιών ωσάν τον Οδυσσέα +δεν μόχθησε, ουδ' εβάσταξεν αλλά το 'θελε η μοίρα +αυτός να πάθη και άσβυστος 'ς εμέ να μείνη ο πόνος +κείνου, ότι λείπει δα καιρούς, ουδέ κανείς γνωρίζει +ζη κείνος ή απέθανε• και τώρα θα τον κλαίουν 110 +η Πηνελόπ' η φρόνιμη, ο γέρος ο Λαέρτης, +και ο Τηλέμαχος, 'π' άφησε 'ς το σπίτι ακόμη βρέφος». + +Αυτά 'πε και τον έκαμε να κλάψη τον πατέρα• +για τον πατέρα ως άκουσε χάμου έσταξε το δάκρυ, +κ' εμπρός 'ς τα μάτια σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα 115 +με τα δυο χέρια• κ' ένοιωσεν αυτόν ο βασιλέας, +κ' εβάλθηκε 'ς του λογισμού τα βάθη να μετρήση, +θα τον αφήση αφ' εαυτού να ειπή για τον πατέρα, +ή πρώτος θα ερωτήση αυτός, το πράγμα να εξετάση. + +Τούτα ενώ κείνος έζυαζε 'ς του λογισμού τα βάθη, 120 +η Ελένη από τον θάλαμο τον μυροβόλον ήλθε, +όμοια με την Αρτέμιδα, 'πώχει χρυσά τα βέλη. +σιμά της βάζ' η Άδραστη θρονί καλοφτειασμένο, +από απαλώτατο μαλλί τάπητα η Αλκίππη φέρνει, +άργυρο κάλαθο η Φιλώ• δώρο ήταν της Αλκάνδρης, 125 +της γυναικός του Πόλυβου, 'που 'ς ταις Αιγύπτιαις Θήβαις +εκατοικούσε, και άπειρα 'ς το σπίτι έχει τα πλούτη• +του Ατρείδη εκείνος έδωκε δύ' αργυρούς νιπτήραις, +δυο τρίποδαις και τάλαντα δέκα χρυσά, και ακόμη +η σύντροφος δώρα λαμπρά χάριζε της Ελένης, 130 +χρυσή 'λεκάτη, κ' εύμορφο καλάθι τροχοφόρο, +ολάργυρο, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη. +κείνο τότε η θεράπαινα Φιλώ της παραθέτει +από εργασμένα γνέματα γεμάτ' όλο, κ' επάνω +με το γιοφύλλινο μαλλί τεντόνετο η 'λεκάτη• 135 +κ' εκάθισεν εις το θρονί, οπού 'χεν υποπόδι, +κ' ερώτησε τον άνδρα της η Ελένη, ένα προς ένα• + +«Μενέλαε διόθρεπτε, γνωστό μας είναι τάχα +τούτοι 'που 'λθαν 'ς το σπίτι μας ποιοι καυχώνται ότ' είναι; +άρα λαθεύομαι; η καρδιά μου λέγει να ομιλήσω• 140 +ποτέ μου δεν είδ' άνθρωπον, άνδρα ή γυναίκα, τόσον +άλλου να ομοιάζη, όσον αυτός — θαυμάζ' όσο τον βλέπω — +ο υιός του μεγαλόψυχου φαίνεται του Οδυσσέα +Τηλέμαχος, όπ' άφησε 'ς το σπίτι ακόμη βρέφος, +ότε για με την άσεμνη τον πόλεμο κινώντας 145 +τον τολμηρόν οι Αχαιοί κατέβητε 'ς την Τροία». + +Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης• +«Έτσι κ' εγώ τώρα νοώ, γυναίκα, ως συ νομίζεις• +τα πόδια τέτοια φαίνονταν εκείνου και τα χέρια, +των οφθαλμών η αστραψιαίς, και η κεφαλή και η κόμη• 150 +και ως από τώρα ενθύμισα εγώ τον Οδυσσέα, +κ' έλεα πόσα 'παθε για με, κ' εμόχθησεν εκείνος, +κάτω 'ς τα μάγουλα πικρόν αυτός έχυνε δάκρυ, +κ' εμπρός 'ς τα μάτια σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα». + +Και απάντησι ο Πεισίστρατος του δίδει ο Νεστορίδης• 155 +«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, +εκείνου τούτος είν' υιός τωόντι, καθώς λέγεις• +αλλ' είναι φρόνιμος, ευλάβεια τον βαστάει, +άμα πρωτώλθεν, άκαιρο λόγο να βγάλη εμπρός σου, +ενώ η φωνή σου, ωσάν θεού, μαγεύει την ψυχή μας. 160 +κ' εμ' έστειλεν ο Νέστορας Γερήνιος ιππότης +να 'λθω με τούτον συνοδός• ότ' ήθελε να σ' ίδη, +λόγον ή πράξι ωφέλιμην εσύ να τον διδάξης. +πατρός, οπού ξενίτευσε, το τέκνον έχει πόνους +'ς το σπίτι του, αν δεν είναι να τον βοηθήσουν άλλοι• 165 +'σαν τώρα του Τηλέμαχου 'χάθη ο πατέρας, και άλλος, +να τον φυλάξη από κακά, 'ς τον τύπον του δεν είναι». + +Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου• +«Ω Θε μου, αλήθεια σπίτι μου υιός ανθρώπου φίλου +ήλθε, 'που τόσο εβάσταξε για με πολλούς αγώναις! 170 +κ' είπα ότι θα τον φίλευα έξοχ' από τους άλλους +Αργείους, αν ο Βροντητής να γύρουμε είχε δώσει +και οι δυο, το πέλαο σχίζοντας με τα γοργά καράβια. +και πόλιν θα του έκαμνα και σπίτι μέσα 'ς τ' Άργος, +απ' την Ιθάκη παίρνοντας αυτόν και υπάρχοντά του, 175 +με τον υιό και τον λαόν όλο, κ' ήθελα πόλιν +ξεκάμει απ' όσαις γύρωθε μού είναι υποταγμέναις• +και όντας εδώ θα εσμίγαμε συχνά, και τίποτ' άλλο +εις την φιλιά και εις ταις χαραίς δεν θα μας ξεχωρούσε, +ειμή το μαύρο σύγνεφο της ώρας του θανάτου. 180 +αλλ' ήταν δα μελλάμενο θεός να τα φθονέση, +'που εκείνου μόνου τ' άμοιρου τον γυρισμόν επήρε». + +Είπε και εις όλους κίνησε τον πόθο των δακρύων• +έκλαιγ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα, +έκλαιγεν ο Τηλέμαχος και ο βασιληάς Ατρείδης, 185 +ουδ' είχεν ο Πεισίστρατος αδάκρυτα τα μάτια• +ότι και αυτός τον άψεγον Αντίλοχο ενθυμήθη, +'που της Ηώς της φωτεινής είχε φονεύσει ο γόνος• +τον ενθυμήθη κ' έλεγε με λόγια πτερωμένα• + +«Ατρείδη, σε σοφώτερον απ' όλους τους ανθρώπους 190 +ο γέρος είπε Νέστορας, ότ' ήλθε για σε λόγος +'ς το σπίτι, ως ερωτιώμασθε ο ένας με τον άλλον. +και τώρ', αν γίνεται, 'ς εμέ πείθου• γιατί 'ς τον δείπνο +δεν αγαπώ τα κλάμματα• αλλά του όρθρου η κόρη +Ηώ και πάλιν θα φανή• με τούτο εγώ δεν λέγω 195 +κείνον, 'που επήρε ο θάνατος και η μοίρα, να μην κλαίουν. +και τούτο μόνον έχουσιν οι μαύροι θνητοί δώρο, +η κόμη να θερίζεται, να χύνεται το δάκρυ• +ότι κ' εγώ 'χασ' αδελφόν, 'που μέσα 'ς τους Αργείους +δεν ήταν ο χειρότερος, και θα τον έχης μάθει• 200 +εγώ δεν τον εγνώρισα, κ' έξοχος λέγουν, ήταν, +ο Αντίλοχος, ταχύτατος, και ακλόνητος 'ς την μάχη». + +Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου• +«Ω φίλε, αφού είπες φρόνιμα, όσ' άνθρωπος με γνώσι, +και από σε μεγαλήτερος, ήθελε ειπή και πράξη• 205 +τέτοιου πατρός, δεν ημπορείς ή φρόνιμα να λέγης• +καλόγνωρ' είν' η γενεά τ' ανδρός, οπού ο Κρονίδης +του γάμου και της γενετής ευτύχισε την ώρα, +ως έδωκε του Νέστορα να ήναι ολοκαιρής του, +και αυτός λαμπρά 'ς το σπίτι του τα γέρα να περνάη, 210 +κ' υιούς να έχη συνετούς και 'ς τ' άρματα μεγάλους. +κ' εμείς το κλάμμ' ας παύσουμεν, όπ' είχε γίνει πρώτα• +του δείπνου ας κάμουμεν αρχή, και το νερό 'ς τα χέρια +ας χύσουν, και αύριο το ταχύ θα γίν' η ομιλία, +οπού ο Τηλέμαχος κ' εγώ θα ειπούμε μεταξύ μας». 215 + +Είπε• και ο Ασφάλιος το νερό τούς έχυσε εις τα χέρια, +ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου• +και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους. + +Κ' η Ελένη, κόρη του Διός, τότ' εσοφίσθηκ' άλλο• +απ' όπου επίναν, 'ς το κρασί τους έρριξε βοτάνι, 220 +αντίλυπο και αντίχολο, π' όλα τα πάθη σβήνει. +εις τον κρατήρα όταν σμιχθή, όποιος τα καταπίνη +ολημερής δεν δύναται δάκρυ να στάξη κάτω, +ουδέ μητέρ' αν έχασε, ουδ' αν και τον πατέρα, +και ουδ' αν αδέλφι, ουδ' αν υιόν μονάκριβον εμπρός του 225 +του σχίσουν με την μάχαιρα, και αυτός να τους θωράη• +τέτοια 'χε βότανα σοφά του Διός η θυγατέρα, +χρήσιμα, 'που της έδωκεν η ομόκλινη του Θώνα +Πολύδαμνα, 'ς την Αίγυπτο, 'που βότανα έχει πλήθος, +πολλά σμιγμένα χρήσιμα, πολλά θανατηφόρα. 230 +ιατρός καθένας είναι αυτού παρ' όλους τους ανθρώπους +σοφός, ότι προπάτορα γνωρίζουν τον Παιάνα. +και μέσ' αφού το έρριξε κ' είπε να τους κεράσουν, +πάλι με την αράδα της άρχισε και τους είπε• + +«Μενέλαε διόθρεπτε, και σεις εδώ, 'που είσθε 235 +λαμπρών ανδρών γεννήματα, —και ο Δίας άλλοτ' άλλου +δίδει καλόν, δίδει κακόν, ότ' ημπορεί τα πάντα,— +εδώ τώρα καθήμενοι 'ς τον δείπνο με ομιλίαις +ξεδίνετε, γιατί κ' εγώ τ' αρμόδια θ' αναφέρω. +και όλους εγώ δεν δύναμαι να είπω τους αγώναις, 240 +όσους ο στερεόκαρδος κατώρθωσε Οδυσσέας, +αλλ' ένα 'πώπραξε λαμπρόν με τόλμην ο ανδρείος +'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη• +με άσχημαις βαρηματιαίς εδάμασε το σώμα, +πήρε φορέματα κακά, και ομοιάζοντας με δούλον 245 +εμπήκε εις την πλατύδρομη την πόλι των εχθρών του• +'ς το σχήμα εκείνο εκρύφθηκε, και ώμοιαζε ψωμοζήτης, +αυτός 'που τέτοιος δεν ήταν 'ς τ' Αχαϊκά τα πλοία• +τέτοιος 'ς την Τροίαν εισχωρεί, κ' εκείνοι εμωραθήκαν +όλοι, κ' εγώ τον γνώρισα 'ς αυτό το σχήμα μόνη, 250 +και τον εξέταζα, και αυτός μου ξέφυγε με τέχνη• +αλλ' όταν δα τον έλουα κ' έχριζα με το λάδι, +κ' ενδύματα τον ένδυνα, και ώμοσα φρικτόν όρκο, +'ς τους Τρώαις μέσ' ο Οδυσσηάς 'που εφάνη να μην είπω, +πριν αυτός φθάση 'ς ταις σκηναίς και 'ς γοργά καράβια, 255 +τότε όλη μου εφανέρωσε των Αχαιών την γνώμη, +και αφού πολλούς εφόνευσε των Τρώων με το ξίφος, +εις τους Αργείους έγυρε, κ' επήρε πολλήν γνώσι. +τότ' έκλαιαν η Τρώισσαις πικρά, κ' γώ χαιρόμουν, +ότ' η καρδιά μου είχε στραφή 'ς σπίτι μου να γύρω, 260 +και αργ' αναστέναζα το πώς μ' εμώραν' η Αφροδίτη, +την ώρα, 'που κει μ' έφερεν απ' την γλυκειά πατρίδα, +κ' εχώρισα την κόρη μου, τον θάλαμο, τον άνδρα, +οπού 'ς τον νου και 'ς την μορφή τον κάλλιο του δεν έχει». + +Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης• 265 +«Ναι, τούτα είν' όλ' αληθινά, γυναίκα, όπως τα λέγεις• +ήδη πολλών εγώ 'μαθα την σκέψι και την γνώμη +ανδρών ηρώων, και εις πολλά της γης εβγήκα μέρη• +αλλ' άνθρωπον τα μάτια μου τέτοιον ποτέ δεν είδαν, +ως ήταν μεγαλόψυχος ο φίλος Οδυσσέας. 270 +όπως και αυτό κατώρθωσε με τόλμην ο ανδρείος, +'ς τ' άλογον ότε το ξυστόν οι πρώτοι των Αργείων +όλοι κρυμμένοι εφέρναμε τον όλεθρο 'ς τους Τρώαις• +και συ 'λθες τότε αυτού• θεός πρέπει να σ' έχη σπρώξει, +των Τρώων δόξαν θέλοντας να δώση• και σιμά σου 275 +έρχονταν ο θεόμορφος Δηίφοβος• και γύραις +τρεις έκαμες, την βαθουλή καθίστρα ψηλαφώντας. +κ' εφώναζες με τ' όνομα των Δαναών τους πρώτους, +με την φωνή της γυναικός του καθενός εκείνων. +με τον Τυδείδη τότ' εγώ και ο θείος Οδυσσέας 280 +ακούσαμε, καθήμενοι 'ς την μέση, την βοή σου• +κ' εμείς οι δυο με προθυμιάν ηθέλαμεν ορμώντας +έξω να βγούμε, ή μέσαθεν ευθύς ν' αποκριθούμε• +αλλ' όσο και αν ηθέλαμε, μας κράτησ' ο Οδυσσέας. +και τα παιδιά των Αχαιών κει μέσα εσίγαν όλα• 285 +ο Άντικλος ηθέλησε μόνος να σ' απαντήση• +αλλά τον έσφιξ' ο Οδυσσηάς 'ς το στόμα με τα χέρια +τ' ανδρειωμένα, κ' έσωσε των Αχαιών το γένος, +κρατώντας, ως 'που επήρε σε κείθε η Παλλάδ' Αθήνη». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 290 +»Μενέλαε διόθρεπτε, πικρότερος ο πόνος, +αν μ' όλ' αυτά τον όλεθρο δεν έφυγεν εκείνος, +ουδ' αν βαστούσε σιδηρή 'ς τα στήθη την καρδία. +αλλά 'ς την κλίνη φέρτε μας, ότ' ήλθεν ήδ' η ώρα +να πέσουμε, και τον γλυκό τον ύπνο να χαρούμε». 295 + +Αυτά 'πε• και ταις δούλαις της παράγγειλ' η Ελένη +να στρώσουν εις την αίθουσα, να βάλουν μέσα ωραία +και πορφυρά σκεπάσματα, και τάπηταις επάνω, +και χλαίναις κάτωθε κρουσταίς, να 'χουν να ταις φορέσουν. +κ' εκείναις απ' το μέγαρον εβγήκαν, κ' εβαστούσαν 300 +φως εις τα χέρια, κ' έστρωσαν• και ο κήρυκας τους ξένους +έμπασε, και 'ς τον πρόδομον αυτού πλαγιάσαν κείνοι, +ο ήρωας Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης• +και ο Ατρείδης εις τ' απόκρυφα του δόμου, και σιμά του +η Ελένη η μακροπέπλωτη, η αταίριαστη γυναίκα. 305 + +Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, +και ο μαχητής Μενέλαος εγέρθη από την κλίνη, +ενδύθη, και το κοφτερό 'ς τον ώμο έζωσε ξίφος. +'ς τα λαμπρά πόδια του καλά προσέδεσε πεδούλια, +κ' εκίνησε απ' τον θάλαμον όμοιος των αθανάτων. 310 +του Τηλεμάχου ωμίλησε καθήμενος σιμά του• + +«Ω ήρωα Τηλέμαχε, ποια σ' έφερ' εδώ χρεία, +να 'λθης 'ς την Λακεδαίμονα, την θάλασσα περνώντας; +χρεία δική σου ή του κοινού; ειπέ μου το μ' αλήθεια». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 315 +«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, +ήλθ' ίσως κάποιον άκουσμα μου είπης του πατρός μου. +μου τρώγεται το σπίτι μου, μου φθείροντ' οι αγροί μου, +η κατοικιά μου εγέμισεν εχθρούς, οπ' όλ' ημέρα +πυκνά τ' αρνιά μου σφάζουσι, τα στριφοπόδα βώδια, 320 +οι απόκοτοι και υβριστικοί μνηστήρες της μητρός μου. +για τούτο τώρα σου 'πεσα 'ς τα γόνατα, να μάθω +πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες +ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε +εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε, παραδαρμούς η μοίρα. 325 +μηδ' από σέβας το μηδέν, ή λύπη, μου γλυκάνης, +αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες, ειπέ μου ένα προς ένα• +ναι, σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας +λόγον ή πράξι εδέχθηκε, κ' ετέλειωσε για σένα, +'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη, 330 +τώρα να μου τα θυμηθής, και ειπέ μου την αλήθεια». + +Και ο ξανθός Μενέλαος εβάρυνε και είπε• +«Ω Θε, 'ς την κλίνην ήθελαν ανδρός ανδρειωμένου +εκείνοι, 'που 'ναι άνανδροι, τωόντι να πλαγιάσουν! +και ως ελαφίνα, αν δυνατού λεονταριού 'ς τον λόγγο 335 +κοιμίση βυζανάρικα νεογέννητα λαφάκια, +όρη κατόπι αναζητά και χορτερά λαγκάδια +βόσκοντας, και εις την κοίτη του γυρίζει έπειτα εκείνος, +και τρομερά με τα παιδιά χαλά και την μητέρα• +όμοιο 'ς αυτούς ο Οδυσσηάς φρικτό θα φέρη τέλος. 340 +και ω Δί', Αθήνη, Απόλλωνα, αν τέτοιος, ως εφάνη +'ς την Λέσβο την καλόκτιστη, 'που αμέσως εσηκώθη +'ς την πρόκλησι, κ' επάλαισε με τον Φιλομηλείδη, +και ανδρεία τον κατάβαλε, και όλ' οι Αχαιοί 'χαρήκαν,— +αν τέτοιος έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσ' εις τους μνηστήραις, 345 +'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γίν' ο γάμος, +και τούτα, οπού παρακαλείς και μ' ερωτάς, δεν θέλει +άλλα σου ειπώ ξεφεύγοντας, ουδέ θα σ' απατήσω, +αλλ' όσα μου 'πε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης, +ένα προς ένα θα σου ειπώ, κανένα δεν θα κρύψω. 350 + +'Σ τον Αίγυπτον οι αθάνατοι, ενώ για δω κινούσα, +μ' εκράτησαν, ότι 'ς αυτούς δεν έκαμα εκατόμβαις• +κ' εκείνοι να ενθυμούμεθα ταις προσταγαίς τους θέλουν. +κ' είναι νησί 'ς την θάλασσα την πολυκυματούσα, +εκεί 'ς τον Αίγυπτον εμπρός, και Φάρο τ' ονομάζουν, 355 +και απέχει τόσο διάστημα, όσο μετρά καράβι, +αν πρύμος άνεμος σφοδρός ολήμερα φυσήση• +λιμένας μέσ' ακίνδυνος, απ' όπου τα καράβια +βγάζουν 'ς την θάλασσαν, αφού μαύρο νερόν επήραν. +κει μ' εκρατούσαν οι θεοί είκοσ' ημέραις, μήτε 360 +άνεμοι θαλασσόπνοοι φαίνονταν, 'που τα πλοία +ξεπροβοδούν 'ς τα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης. +και θε να ελείπαν η τροφαίς, κ' οι άνδρες θα εμαραίναν, +αν μια δεν μ' είχ' ελεηθή θεά, και μ' είχε σώσει, +κόρη τ' ανδρείου γέροντα της θάλασσας Πρωτέα, 365 +η Ειδοθέα, 'πώγγιξα μάλιστ' αυτής το σπλάχνος. +αυτή μ' ηύρε οπού σέρνομουν, χωρίς συντρόφους, μόνος• +ότι εγυρίζαν 'ς το νησί και αλίευαν εκείνοι, +με κυρτ' αγκίστρια, την σκληρή την πείναν όπως σιγάσουν. +και αυτή κοντά μου εστάθηκε, μου ωμίλησε και είπε• 370 + +Ω ξένε, τάχ' ανόητος είσαι, 'ς την γνώμη χαύνος, +ή θέλεις το και αφίνεσαι, σ' αρέσει να παθαίνης; +τόσους καιρούς εις το νησί κρατιέσαι, και ουδέ τέλος +δύνασαι ναύρης, και η καρδιά της συντροφιάς σου λυόνει. + +Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα• 375 +Όποια και αν ήσαι των θεών εσύ, θα σ' απαντήσω. +δεν θέλω το και μένω εδώ, αλλά των αθανάτων, +'πώχουν τον μέγαν ουρανόν, αμάρτησα, λογιάζω. +αλλά συ 'πε μου, — κ' οι θεοί γνωρίζουσι τα πάντα,— +ποιος μ' εμποδίζει των θεών και μ' έδεσε εις τον δρόμο, 380 +και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω. + +Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως• +Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια, +συχνάζει εδώ ένας άψευτος γέροντας πελαγήσιος, +Πρωτέας ο αθάνατος, Αιγύπτιος, 'που τα βάθη 385 +γνωρίζει όλης της θάλασσας, δούλος του Ποσειδώνα. +πατέρας μου είναι, ως λέγουσιν, αυτός μ' έχει γεννήσει. +καρτέρι εκείνου αν δύνοσουν να 'στήσης και τον πιάσης, +τον δρόμο αυτός θα σου 'λεγε, του ταξειδιού το μάκρος, +και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσης. 390 +και αυτός ακόμη θα σου ειπή, διόθρεπτε, αν το θέλης, +ό,τι κακό 'ς το σπίτι σου και ό,τι καλό συνέβη, +ενώ 'λειπες 'ς το μακρυνό και δύσκολο ταξείδι. + +Αυτά 'πε, και 'ς αυτήν εγώ απάντησα και είπα• +Τώρα του θείου γέροντα συ ναύρης το καρτέρι, 395 +μήπως μου φύγη, αν προϊδή το πράγμα ή το προμάθη• +ότι θνητός είναι βαρύ θεόν να καταβάλη. + +Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως• +Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια. +ο Ήλιος όταν αναιβή τα μεσουράνια μέρη, 400 +έρχεται από την θάλασσαν ο άψευτος ο γέρος, +'ς το μαύρον ανατρίχιασμα, 'π' ο Ζέφυρος σηκόνει, +και άμ' έξω βγη, 'ς τα σπήλαια τα θολωτά κοιμάται. +γύρω του η φώκαις, της καλής απόγονοι Αλοσύδνης, +μαζή πλαγιάζουν, βγαίνοντας από το λευκό κύμα, 405 +και πικροπνέουν της βαθειάς θαλάσσης μυρωδία. +εκεί το γλυκοχάραμμα εγώ θα σ' οδηγήσω, +θα σε πλαγιάσω αραδικώς, και τρεις θε να διαλέξης +συντρόφους, τους καλήτερους, όπ' έχεις 'ς τα καράβια. +και όλαις εγώ θέλει σου ειπώ ταις πονηριαίς του γέρου• 410 +'ς ταις φώκαις πρώτα θε να 'λθή, και θα ταις αριθμήση• +και, άμ' όλαις ταις εμέτρησε κ' εθώρησε, θα πέση +'ς την μέση τους, ως ο βοσκός 'ς την μέση των προβάτων. +και ως τον ιδήτε, 'πώπεσε 'ς τον ύπνο, τότε αμέσως +την δύναμι θα βάλετε και την καρδιά σας όλη, 415 +κρατώντας τον, και ας προσπαθή μ' αγών' αυτός να φύγη• +θα δοκιμάση, θα γενή 'ς την γην όσα κινούνται +θεριά, θα γένη και νερό, και πυρ θεοφλογισμένο• +και σεις πάντοτε ακλόνητοι βαστάτε σφίγγοντάς τον +στενώτερα• αλλ' άμ' αυτός μόνος του σ' ερωτήση, 420 +και γένη όπως τον είδετε 'ς τον ύπνο, 'που εκοιμώνταν, +την βία τότε παύσετε και λύσετε τον γέρο, +ήρωα, κ' ερώτα ποιος θεός σε βασανίζει τώρα, +και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσης. + +Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζ', εβυθίσθη. 425 +κ' εγώ 'ς τα πλοία κίνησα, 'που εστέκονταν 'ς τον άμμο, +και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν. +και αφού 'ς το πλοίον έφθασα, 'ς την άκρη της θαλάσσης, +τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρ' ήλθε νύκτα• +'ς το περιγιάλι επιέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. 430 +κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, +κ' επήρα της πλατύπορης της θάλασσας την άκρη, +προς τους θεούς ευχόμενος θερμά, με τρεις συντρόφους, +'που για κάθε κατόρθωμα πίστιν πολλήν τους είχα. +και απ' του πελάγου τους βυθούς εκείνη τότ' εφάνη, 435 +κ' έφερε δέρματα φωκών τέσσερα, κ' ήσαν όλα +νειόγδαρτα• εσοφίζονταν απάτη του πατρός της. +και αφού 'ς τον άμμο αυλάκωσε πλαγιάσματα, εκαθόνταν +μένοντας• κ' εμείς φθάσαμε σιμά της• τότε αράδα +μας πλάγιασε κ' εσκέπασε με δέρμα ένα καθέναν. 440 +καρτέρι θα ήταν κει βαρύ• μας έπνιγε η βαρεία +των θαλασσόθρεπτων φωκών οσμή φαρμακωμένη. +και ποιος βαστά να κοιμηθή με τέρας του πελάγου; +αλλά μας έσωσεν αύτη με ανάσασι μεγάλη• +εις τα ρουθούνια καθενός μας έθεσε αμβροσία 445 +μυρόβολη, και την οσμήν αφάνισε του κήτους. +και όλη την αυγή μείναμε, με υπομονή, μ' αγώνα. +και η φώκαις απ' την θάλασσαν ήλθαν μαζή, και αράδα +εις τ' ακρογιάλι επλάγιασαν, και από τα βάθη ο γέρος +ήλθε καταμεσήμερα, και αυτού ταις φώκαις ηύρε, 450 +ταις παχουλαίς, κ' εξέτασε και αρίθμησέ ταις όλαις, +κ' εμάς πρώτους λογάριασε 'ς τα κήτη, και ότι δόλος +ήταν δεν εδοκήθηκε, και επλάγιασε κ' εκείνος. +και με βοή χουμήσαμε και αδράξαμέν τον όλοι +σφικτά, και αυτός δεν ξέχασε την δολερή του τέχνη. 455 +και πρώτ' απ' όλα εγίνηκε λέοντας καλογένειος, +ευθύς κατόπι δράκοντας, και πάρδαλις, και κάπρος• +νερό ρεούμεν' έγινε, και δένδρον υψωμένο. +τον εκρατούσαμεν εμείς, με υπομονή, μ' αγώνα• +και ο γέρος, άμ' απόκαμε 'ς τόσους 'πώχει δόλους, 460 +προς εμέ τότ' ωμίλησε, κ' ερώτησέ με• Ποίος +θεός, Ατρείδη, σου 'δειξε καρτέρι να μου στήσης, +και να με πιάσης στανικώς; ποια έχεις εσύ χρεία; + +Αυτά 'πε κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• +Γνωρίζεις, γέρε, — τι ερωτάς τούτα, να με πλανέσης; — 465 +'που 'ς το νησί τόσους καιρούς κρατιούμαι, και ουδέ τέλος +δύναμαι ναύρω, και η καρδιά της συντροφιάς μου λυόνει. +αλλά συ 'πέ μου,—και οι θεοί γνωρίζουσι τα πάντα— +ποιος μ' εμποδίζει των θεών, και μ' έδεσε εις τον δρόμο, +και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω. 470 + +Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος• +Του Δία και των άλλων αθανάτων ταις θυσίαις, +πριν ξεκινήσης, έπρεπε να κάμης, όπως φθάσης, +το μαύρο πέλαο σχίζοντας, γλήγορα εις την πατρίδα. +ότι δεν θέλ' η μοίρα σου να ιδής τους ποθητούς σου, 475 +το σπίτι το περίλαμπρο και την γλυκειά πατρίδα, +παρ' αφού πάλιν αναιβής του Αιγύπτου το ποτάμι, +'που 'ναι βιοκαταίβατο, και κάμης εκατόμβαις +των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους• +τότε τον δρόμο, 'που ποθείς, αυτοί θα σου χαρίσουν. 480 + +Τούτα μου είπε, και η καρδιά στο στήθος μου ερραγίσθη• +ότι το μαύρο πέλαγος μου επρόσταζε να σχίσω +οπίσω προς τον Αίγυπτο• μακρύ, βαρύ ταξείδι. +και μ' όλα ταύτα προς αυτόν ωμίλησα και πάλιν• + +Τούτα θα πράξω, γέροντα, όπως εσύ προστάζεις. 485 +αλλά ζητώ σε να μου ειπής μ' αλήθεια τούτο, αν όλοι +άβλαπτοι με τα πλοία τους οι Αχαιοί γυρίσαν, +όσους εγώ και ο Νέστορας αφήσαμε εις την Τροία, +ή αν κακό 'ς την θάλασσα κανείς έλαβε τέλος, +ή, αφού τον πόλεμο έπλεξεν, εις ποθηταίς αγκάλαις. 490 + +Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος• +Ατρείδη, αυτά τι μ' ερωτάς; ποσώς δεν σε συμφέρει +να ηξεύρης και να μάθης κείνα, 'που κλεί μέσα ο νους μου• +πολληώρα δεν θα 'σαι άκλαυτος, όταν τ' ακούσης όλα. +ότι απ' αυτούς πέσαν πολλοί, και άλλοι πολλοί εσωθήκαν. 495 +των αρχηγών των Αχαιών εχάθηκαν δυο μόνοι +'ς τον γυρισμό• 'ς τον πόλεμο και συ παρευρισκόσουν. +ένας ακόμη ζωντανός 'ς τα πέλαγα κρατιέται• +και ο Αίας 'ς τα μακρύκουπα καράβια του αφανίσθη• +εις ταις Γυραίς πρώτ' έφερεν αυτόν ο Ποσειδώνας, 500 +τραναίς πέτραις, κ' εφύλαξεν απ' την θαλασσοζάλη• +κ' είχε σωθή, και μισητός ας ήταν της Αθήνης• +αλλ' είπε λόγον βλάσφημον, μεγάλως ετυφλώθη• +πως έφυγ', είπε, εις των θεών το πείσμ', από το βάθος• +ο Ποσειδώνος άκουσε 'που αυτός μεγαλολόγα, 505 +και άδραξ' ευθύς την τρίαινα 'ς τα χέρια τ' ανδρειωμένα, +την Γυρή πέτρα εκτύπησε, την έσχισε• ένα μέρος +έμειν' αυτού• 'ς το πέλαγο τ' απόκομμα εβυθίσθη, +'π' ο Αίας πρώτα εκάθονταν την ώρα 'που ετυφλώθη, +κ' έφερνε αυτόν 'ς τον άπειρον κυματισμένον πόντο. 510 +έτσι αφανίσθηκεν αυτός αφού κατέπιε άρμη. +και ο αδελφός σου εξέφυγε τότε την μαύρη μοίρα +μες τα βαθειά καράβια του• τον έσωσεν η Ήρα. +αλλ' όταν εκοντόφθανε 'ς το όρος του Μαλέα +το υψηλό, τον άρπαξε κ' επήρε ανεμοζάλη 515 +'ς την ιχθυοφόρα θάλασσα, και αυτός βαρειά βογγούσε. +και κείθ' έδειχνε ακίνδυνος ακόμη ο γυρισμός τους, +κ' έστειλαν πρύμον οι θεοί, κ' έφθασαν 'ς την πατρίδα, +εις ακρογιάλι εξοχικόν, όπου εκατοίκα ο Θυέστης +το πάλαι, τότ' ο Αίγισθος υιός του εκατοικούσε. 520 +κ' εκείνος μ' αναγάλλιασι 'ς το πατρικό του χώμα +επάτησε, και το 'πιασε, κ' εφίλειε το με πλήθια +δάκρυα θερμά, χαρούμενος ότ' είδε την πατρίδα• +και απ' την σκοπιά τον ξάνοιξε ο σκοπός, οπού 'χε στήσει +ο δολερός ο Αίγισθος, και του χε τάξει δώρο 525 +δυο χρυσά τάλαντα, και αυτός ολοχρονής εφύλα, +μη του περάση απάντεχος και δράξη ευθύς τα όπλα• +και του ποιμένα των λαών κατέβη να το είπη. +κ' ευθύς τέχνασμα επίβουλον ο Αίγισθος ευρήκε• +είκοσι παίρνει διαλεκτούς άνδραις, κ' εις ένα μέρος 530 +τους κρύβει, και αλλού τράπεζα προστάζει να ετοιμάσουν• +και αυτός τον Αγαμέμνονα κατέβη να καλέση, +με άλογα, με άμαξαις, και έργ' άσχημα εμελέτα. +τον πήρε ανυποψίαστον του ολέθρου, εδείπνισέ τον +κ' εσκότωσε, ως σκοτόνουσι το βώδι 'ς το παχνί του. 535 +και ουδ' ένας τότε απόμεινε της συντροφιάς τ' Ατρείδη, +ουδέ του Αιγίσθου, αλλ' όλοι τους 'ς το σπίτι εφονευθήκαν. + +Τούτα μου είπε, και η καρδιά 'ς το στήθος μου ερραγίσθη. +κ' έκλαια καθήμενος 'ς τον άμμο, και η ψυχή μου +να ζήση πλειά δεν ήθελε, να ιδή το φως του ηλίου. 540 +και αφού χάμου κυλιούμενος εχόρτασα το κλάμμα, +είπε μου τότε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης• + +Τόσο μην κλαις πολύν καιρόν, Ατρείδη, ότι το κλάμμα +τίποτε δεν μας βοηθεί• μόν' ίδε εις την πατρίδα +να φθάσης το ταχύτερο, και ακόμη θα τον εύρης, 545 +ή ζωντανόν, ή επρόλαβεν ο Ορέστης να τον κόψη• +και τότε 'ς το νεκρώσιμο τραπέζι θα τους φθάσης. + +Αυτά 'πε, και η καρδία μου κ' η ανδρική ψυχή μου, +μ' όλον οπού περίλυπη, 'ς τα στήθη μου εζεστάθη. +και προς αυτόν ωμίλησα με λόγια πτερωμένα• 550 + +Τούτους ηξεύρω τους, αλλά τον τρίτον λέγε μ' άνδρα, +κείνον, 'που ακόμη ζωντανός 'ς τα πέλαγα κρατιέται, +ή απέθανε, και αν λυπηθώ, θέλ' όμως να τ' ακούσω. + +Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος• +Ο Λαερτιάδης είναι αυτός, κάτοικος της Ιθάκης. 555 +'ς ένα νησί τον είδα εγώ δάκρυ λαμπρό να χύνη, +'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'πού με βία +κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση 'ς την πατρίδα• +ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους, +όπως 'ς τα νώτα τα πλατειά τον φέρουν της θαλάσσης. 560 +και συ, Μενέλαε, του Διός θρέμμα, δεν θέλ' η μοίρα +'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο να κλείσης την ζωή σου• +αλλά 'ς τα όρια σε της γης, εις την ηλύσια χώρα, +'που 'ναι ο ξανθός Ραδάμανθυς, οι αθάνατοι θα στείλουν, +όπου ελαφρότατ' η ζωή διαβαίνει των ανθρώπων• 565 +χειμώνας όχι αυτού πολύς, όχι βροχή και χιόνι, +αλλά Ζεφύρου φύσημα γλυκόπνοο, κινώντας +πάντοτε απ' τον Ωκεανό, δροσίζει τους ανθρώπους• +ότ' είσαι του Διός γαμβρός, έχοντας την Ελένη. + +Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζε, εβυθίσθη• 570 +κ' εγώ 'ς τα πλοία κίνησα με τους καλούς συντρόφους, +και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν. +και αφού 'ς το πλοίο φθάσαμε, 'ς την άκρη της θαλάσσης, +τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρτ' ήλθε νύκτα• +'ς το περιγιάλι πέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. 575 +και με την ροδοδάκτυλην Ηώ, του όρθρου κόρη, +πρώτα 'ς την θεία θάλασσα σύραμε τα καράβια, +και τα κατάρτια στήσαμε, κ' επάνω τα πανία, +και εις τα σανίδια κάθισαν εκείνοι αραδιασμένοι, +και το λευκό το πέλαγο με τα κουπιά κτυπούσαν• 580 +και 'ς το διοκαταίβατο του Αιγύπτου το ποτάμι +άραξα οπίσω, κ' έκαμα εκατόμβαις, και αφού τέλος +των αθανάτων έπαυσα την όργητα, έναν τάφο +σήκωσα του Αγαμέμνονα, να μείνη άσβυστ' η φήμη. +και τούτ' αφού τελείωσα πρύμον ευθύς μου στείλαν 585 +οι αθάνατοι, και μ' έφεραν 'ς την ποθητή πατρίδα. +αλλ' άκουσέ με, θέλησε 'ς το σπίτι μου να μείνης, +ως 'που να φέξ' η ενδέκατη, ή δωδεκάτ' ημέρα• +και ως πρέπει εγώ σε προβοδώ τότε, και θα σου δώσω +δώρα λαμπρά, τρί' άλογα, και στιλβωτόν αμάξι, 590 +ποτήρι ακόμη ένα εύμορφο, μ' εκείνο να σπονδίζης +προς τους θεούς, και ολοζωής εμέ συ να θυμάσαι». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• +«Ατρείδη, εδώ πολύν καιρό να με κρατής μη θέλης• +χρόνον εγώ θε να 'μενα ολόκληρον σιμά σου, 595 +το σπίτι μου και τους γονείς χωρίς να επιθυμήσω• +ότ' εις τους λόγους σου πολύ και εις τα διηγήματά σου +τέρπομαι• αλλά βαρύνονται οι σύντροφοι 'ς την Πύλο +την ιερή, και συ πολύν καιρό θα με κρατήσης. +και ό,τι μου δώσης χάρισμα, ως θησαυρό θα το 'χω. 600 +και εις την Ιθάκη τ' άλογα δεν παίρνω• θα τ' αφήσω +εδώ 'ς εσέ, να τα χαρής εσύ, 'που κυριεύεις +πλατειά πεδιάδ', όπ' άφθονα κύπερη και τριφύλλι, +σίτοι, ζειαίς, πολύσταχα λευκά κριθάρια βγαίνουν. +εις την Ιθάκη δεν είναι δρόμοι πλατείς, λειβάδια• 605 +τόπος αιγιδοβόσκητος, αλλ' έχει χάραις όσαις +δεν έχει ο αλογοβόσκητος, και 'ς τα νησιά δεν είναι +ούτε λειβάδι ούτ' άλογα• κ' εξόχως 'ς την Ιθάκη». + +Αυτά 'πε• εγλυκογέλασεν ο μαχητής Μενέλαος, +εχάιδευσέ τον, έκραξε κατ' όνομα και του 'πε• 610 + +«Εις ό,τι λέγεις, τέκνο μου, απ' αίμα καλό δείχνεις• +κ' είμαι αρκετός τ' άλογ' αυτά μ' άλλο να μεταλλάξω• +και απ' όσα είναι στο σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα, +πανεύμορφο, πολύτιμο, θα σου φιλοδωρήσω. +κρατήρα καλοκάμωτον θέλει σου δώσω, 'π' όλος 615 +είναι αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη, +έργον του Ηφαίστου• ο Φαίδιμος ήρωας μου το 'χει δώσει, +των Σιδονίων βασιληάς, 'ς την σκέπη του όταν ήλθα, +διαβάτης εις τον γυρισμό• και συ να το 'χης θέλω». + +Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους• 620 +και οι καλεσμένοι επήγαιναν 'ς του βασιληά το σπίτι• +και άλλοι εφέρναν πρόβατα, άλλοι κρασιά γενναία• +άρτον η εύμορφομάντηλαις γυναίκες τους εστέλναν, +έτσι αυτού μες 'ς τα δώματα τον δείπνον ετοιμάζαν. + +Και εις του Οδυσσηά το μέγαρο κατέμπροσθε οι μνηστήρες 625 +με δίσκους διασκέδαζαν, και ρίχνοντας ακόντια, +'ς την στρωτήν γην, όπου απ' αρχής την έπαρσί τους δείχναν. +και των μνηστήρων οι αρχηγοί και 'ς την ανδρεία πρώτοι, +ο Αντίνοος και ο θεόμορφος Ευρύμαχος, καθόνταν. +'ς αυτούς ήλθε ο Νοήμονας, ο γόνος του Φρονίου, 630 +και αυτού προς τον Αντίνοον ωμίλησ' ερωτώντας• + +«Αντίνοε, τάχα ηξεύρομεν, ή άγνωστο μας είναι, +πότ' έρχεται ο Τηλέμαχος απ' την αμμώδη Πύλο; +με το καράβι μ' έφυγε, και το 'χω ανάγκη τώρα, +να διαβώ 'ς την Ήλιδα, που δώδεκα φοράδες 635 +μου βόσκουν, κ' έχουν 'ς το βυζί φιλόπονα μουλάρια +αδάμαστα• και θα 'παιρνα κανένα να δαμάσω». + +Είπε, κ' εκείνο εθαύμασαν, γιατί 'ς την Νήλια Πύλο +δεν έλεγαν πως πέρασεν, αλλ' ότι 'ς τους αγρούς του +με τα κοπάδια του έμενεν ή τον χειροβοσκό του. 640 +και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος του ωμίλησε και του 'πε• + +«Μ' αλήθεια 'πε μου πότε αυτός έφυγε, και ποιους είχε +συντρόφους; μήπως διαλεκτούς επήρε της Ιθάκης, +ή μισθωτούς και δούλους του; θα το 'κανε και τούτο! +και τ' άλλο ειπέ μου καθαρά να μάθω, το καράβι 645 +σου επήρε τάχα στανικώς, ή με τον καλόν τρόπο +σ' έφερε και του το 'δωκες συ με την θέλησί σου;» + +Και απάντησε ο Νοήμονας, ο γόνος του Φρονίου• + +«Του το 'δωκ' αυτοθέλητα' τι 'θελε πράξη και άλλος, +αν άνδρας τέτοιος, έχοντας φροντίδαις εις τον νου του, 650 +παρακαλή; ήταν βαρύ τινάς να του τ' αρνιέται. +συντρόφους είχε του λαού τα πρώτα παλληκάρια, +κ' είδ' αρχηγό τον Μέντορα, 'που επήγαινε μαζή τους, +είτε θεός• τον Μέντορα εκείνος ώμοιαζ' όλος. +αλλ' απορώ• χθες το ταχύ τον Μέντορ' είδα εμπρός μου, 655 +και εις το καράβ' είχ' έμπη αυτός τότε να πάη 'ς την Πύλο». + +Είπε και άμ' αναχώρησε 'ς το σπίτι του πατρός του. +κ' οι δύο κείνοι εχόλιασαν 'ς την ανδρική ψυχή τους, +και τους μνηστήραις κάθισαν και απ' τον αγώνα επαύσαν. +και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος 'ς την μέσην αυτών είπε, 660 +θλιμμένος• και όλα εγέμισαν θυμό τα σωθικά του +κατάμαυρα, κ' οι οφθαλμοί φλόγα λαμπρήν ωμοιάζαν• + +«Μέγα έργον ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια, +αυτό, 'που δεν ελέγαμε να γείνη, το ταξείδι! +'ς το πείσμα τόσων έφυγεν, ιδές, ένα παιδάκι, 665 +αφού καράβι ετράβησε, κ' επήρε και την νειότη +του τόπου• αρχή 'που 'ς το εξής κακό θα φέρη• ο Δίας +κείνον να κόψη, πριν αυτός 'ς εμάς φυτεύση πόνους. +αλλά καράβι δόστε μου ταχύ, κ' είκοσι ανθρώπους +όπως καρτέρι στήσω του και τον παραφυλάξω 670 +μες 'ς της Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου, +να κλάψη 'που εταξείδευσε γι' αγάπη του πατρός του». + +Όλοι 'ς αυτό συμφώνησαν κ' εκείνον εμψυχόναν• +κ' εμπήκαν έπειτα μαζή 'ς το σπίτι τ' Οδυσσέα. + +Ουδ' άργησε πολύν καιρό να μάθ' η Πηνελόπη 675 +όσα οι μνηστήρες μέσα τους βαθειά μηχανευόνταν• +ο Μέδοντας ο κήρυκας της τα 'πε, οπού τα μέτρα, +'που έπλεκαν κείνοι 'ς την αυλήν, είχ' έξωθεν ακούσει. +και να το είπη εκίνησεν ευθύς της Πηνελόπης• +και ως το κατώφλι αυτός πατεί του λέγ' η Πηνελόπη• 680 + +«Κήρυκα, και τι σ' έστειλαν οι θαυμαστοί μνηστήρες; +του θείου μήπως Οδυσσηά ταις δούλαις να προστάξης, +τα έργα ν' αφήσουν και εις αυτούς τον δείπνο να ετοιμάσουν; +γάμους αλλού να μη ζητούν, αλλού να μη συχνάζουν, +αλλ' ας δειπνήσουν τώρ' εδώ τον ύστερό τους δείπνο! 685 +'που γύρωθεν ερχόμενοι πυκνοί φθείρετε πλούτη, +του Τηλεμάχου τα καλά• και τάχ' απ' τους γονείς σας +πρότερον δεν ακούετε, ότ' ήσασθε παιδία, +ποίος εις τους πατέραις σας ήταν ο Οδυσσέας, +'που δεν αδίκησε ποτέ με λόγον ή με πράξι 690 +κανέναν, ως το συνηθούν οι βασιλείς οι θείοι, +οπ' έναν άνθρωπον μισεί, τον άλλον αγαπάει. +και αυτός εις άνθρωπον ποτέ κακό δεν έχει πράξει• +αλλ' η ψυχή σας φαίνεται και τ' άπρεπα σας έργα, +ουδέ 'ς τα ευεργετήματα κατόπι έμεινε χάρι». 695 + +Και ο Μέδοντας ο συνετός ωμίλησέ της κ' είπε• +«Να ήταν αυτό, βασίλισσα, μες' 'ς τα κακά το πρώτο• +αλλ' ένα μεγαλήτερο, και φοβερώτερ', άλλο +τώρα οι μνηστήρες μελετούν, να το εμποδίση ο Δίας• +να κόψουν τον Τηλέμαχον ζητούν 'ς τον γυρισμό του• 700 +κ' εκείνος πήγεν, άκουσμα να μάθη του πατρός του, +'ς την θείαν Λακεδαίμονα και εις Πύλο την αγία». + +Είπε• και αυτής τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία• +αμιλησιά τα λόγια της επήρε, κ' εγεμίσαν +δάκρυα τα μάτια, κ' έσβησεν η δροσερή φωνή της. 705 +και αργά πολύ μετέπειτα απάντησέ του κ' είπε• + +«Κήρυκα, το παιδί γιατί μου 'φυγε; δεν συμφέρει +εις τα καράβια νά 'μπη αυτός, οπού 'ναι για τους άνδραις +'σαν της θαλάσσης άλογα, και σχίζουν τόσο κύμα. +ή μήπως θέλει να χαθή 'ς την γη και τ' όνομά του;» 710 + +Και ο Μέδοντας ο συνετός της είπε• «Δεν γνωρίζω +αν ήταν θεού κίνημα, ή μόνον της ψυχής του, +'που 'ς την Πύλο τον έσπρωξε ν' ακούση, αν ο πατέρας +θα γύρη ή και ποιο στάθηκε το τέλος της ζωής του». + +Αυτά 'πε, και ανεχώρησε 'ς τα δώμα του Οδυσσέα. 715 +και αυτήν ο πόνος έζωσε σκληρός, και δεν εμπόρει +πλειά να καθίση 'ς το θρονί,—κ' ήσαν πολλά 'ς το σπίτι— +αλλά 'ς του τεχνικώτατου θαλάμου το κατώφλι +εκάθισε δακρύζοντας πικρά, και η δούλαις όλαις, +η νηαίς ομού και η παλαιαίς, τριγύρω εσιγοκλαίαν. 720 +κ' εκείνη κλαίοντας πυκνά ταις είπε- «Αγαπηταίς μου, +ακούτε• πάθη περισσά εμένα έδωκε ο Δίας, +απ' όσαις εγεννήθηκαν μ' εμέ και ανατραφήκαν• +π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα, λεοντόκαρδον και μέγαν +'ς όλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, 725 +'που 'ς την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε. +και τώρα το μονάκριβον ο άνεμος μου πήρε +άδοξ' από το σπίτι μου, ούδ’ ένοιωσα 'που εβγήκε. +σκληραίς, και δεν ευρέθηκε μέσ' από σας καμμία, +ενώ τα ηξεύρετε καλά, να 'λθη να μ' εξυπνίση, 730 +την ώρα 'π' αυτός έμπαινε 'ς το βαθουλό καράβι• +και αν το ταξείδι εγνώριζα πως μελετούσε κείνος, +δεν έφευγε, τον πόθο του και ας είχε εις το ταξείδι, +ή εμένα εδώ θε ν' άφινε 'ς το σπίτι απεθαμένη. +αλλ' ας μου κράξουν βιαστικά τον γέρο το Δολίο, 735 +τον δούλο, 'π' όταν ήλθα εδώ μου 'δωκεν ο πατέρας, +και μου τηρά το σύδενδρο κηπάρι, και να τρέξη, +για να καθίση και να ειπή τούτ' όλα του Λαέρτη, +'ς τον λογισμό του ίσως αυτός κάποιαν βουλήν υφάνη, +εις τους λαούς ερχόμενος για να κλαυθή, πως θέλουν 740 +εκείνου και του Οδυσσηά τον γόνο ν' αφανίσουν». + +Κ' η Ευρύκλεια της απάντησεν, η αγαπητή βυζάστρα• +«Γλυκειά μου νύμφη, μάχαιραν έπαρε να με σφάξης, +ή άφες με 'ς το σπίτι σου• το πράγμα δεν σου κρύβω. +τα εγνώριζ' όλα, κ' έδωκα 'ς αυτόν ό,τι ζητούσε, 745 +τον άρτο, το γλυκό κρασί• και εις μέγαν μ' έβαλ' όρκο, +να μη σου ειπώ εγώ τίποτε πριν φέξ' η δωδεκάτη, +ή μόνη επιθυμήσης τον και μάθης ότι εβγήκε, +όπως μη φθείρης κλαίοντας την εύμορφην ειδή σου. +αλλά, το σώμ' αφού λουσθής και καθαρά φορέσης, 750 +πάρε ταις υπηρέτριαις σου, 'ς τ' ανώγι αναίβα κ' εύχου +της Αθηνάς, της θυγατρός του αιγιδοφόρου Δία, +'που αυτόν και από τον θάνατο τότε ημπορεί να σώση. +και γέροντα ταλαίπωρον συ μη ταλαιπωρήσης• +ουδ' οι αθάνατοι, θαρρώ, παντάπασι το γένος 755 +τ' Αρκεισιάδη εμίσησαν, και κάποιος θ' απομείνη, +να 'χη τα υψηλά δώματα και τους παχείς αγρούς του». + +Αυτά 'πε, και αυτής κοίμισε τους θρήνους και τα μάτια +στέγνωσε• κείνη ελούσθηκε κ' εφόρεσε καθάρια, +'ς τ' ανώι με ταις γυναίκαις της ανέβη και ουλοχύταις 760 +έθεσεν εις το κάνιστρο, και ευχόνταν της Αθήνης• + +«Άκου με, κόρη αδάμαστη του αιγιδοφόρου Δία• +εάν ποτε ο πολύβουλος 'ς το σπίτι του Οδυσσέας +μερία σου 'καψε παχειά βωδιών ή και προβάτων, +τώρα να μου τα ενθυμηθής, και σώσε το παιδί μου, 765 +και παύσε την αποκοτιά των πονηρών μνηστήρων». + +Είπε κ' εφώναξε• η θεά δέχθηκε την ευχή της• +και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν• +κ' ένας απ' τους απόκοτους τους νέους είπε• «Γάμον +άσφαλτ' η πολυμνήστευτη βασίλισσα ετοιμάζει 770 +'ς εμάς, και φόνος αγνοεί 'που γίνεται του υιού της». + +Αυτά πε, και τι γίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν. +και ωμίλισ' ο Αντίνοος 'ς εκείνους μέσα, κ' είπε• + +«Δαίμονες, τα υπερήφανα λόγια ν' αφήστε τώρα +όλα μαζή, μήπως κανείς και μέσα τ' αναφέρη. 775 +και ας σηκωθούμ' έτσι σιγά, και ας δώσουμ' εμείς τέλος +'ς αυτό, 'που εβουλευθήκαμε και αποφασίσαμ' όλοι». + +Αυτά 'πε, και άμ' εδιάλεξαν είκοσι παλληκάρια, +κ' εκίνησαν προς το ταχύ καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι• +και πρώτα απ' όλα ετράβηξαν 'ς την θάλασσα το πλοίον, 780 +και μες το πλοίον έβαλαν κατάρτι και πανία, +και τα κουπιά με τα λουριά προς τους σκαρμούς εδέσαν, +με τάξιν όλα, και άπλωσαν τα ολόλευκα πανία• +και οι τολμηροί θεράποντες τα όπλα εκεί τους φέραν• +και τ' άραξαν σιμά 'ς την γη, ψηλά• κ' εκείνοι εβγήκαν, 785 +και αυτού δειπνήσαν, και να 'λθή το εσπέρας περιμέναν. + +Και αυτού 'ς τ' ανώγ' η φρόνιμη κείτονταν Πηνελόπη, +χωρίς φαγί, χωρίς πιοτό, πολύ συλλογισμένη, +αν ο υιός της ο καλός τον χάρο θα ξεφύγη, +ή θα του πάρουν την ζωήν οι απόκοτοι μνηστήρες. 790 +και όσα λεοντάρι μεριμνά, πολλών 'ς την μέση ανθρώπων, +φοβούμενο, 'που δολερόν τού 'συραν γύρω κύκλον, +τόσα ενώ συλλογίζονταν, γλυκός την πήρεν ύπνος, +κ' έπεσε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν. + +Τότ' άλλο εφεύρηκε η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 795 +φάντασμα πλάθει, και ώμοιαζε γυναίκα εις την μορφή του, +η Ιφθίμη, κόρη του υψηλού 'ς το φρόνημα Ικαρίου, +'π' ο Εύμηλος απ' ταις Φεραίς την είχε πάρει νύμφη• +κ' έστελνε αυτό 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα, +κει, 'που 'κλαιε και οδύρονταν, την Πηνελόπη ναύρη, 800 +να παύση αυτής τα κλάμματα, τους θρήνους να σιγάση. +σιμά 'ς του σύρτη το λουρί 'ς τον θάλαμον εμπήκε, +'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε• + +«Κοιμάσαι με περίλυπην καρδιάν, ω Πηνελόπη; +όχι, δεν θέλουν οι θεοί, 'που ζουν ευτυχισμένα, 805 +να κλαίης, να λυπιέσαι συ, και ακόμη θα γυρίση +το τέκνο σου• και των θεών αυτός δεν είναι πταίστης». + +Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης, +πολύ γλυκά ρουχάζοντας 'ς ταις πύλαις των ονείρων• + +«Εδώ γιατί 'λθες, αδελφή; ποσώς δεν σ' είδ' ως τώρα 810 +να 'ρχεσαι, γιατί κατοικείς μακρυ' απ' εμένα, πέρα. +την λύπη παραγγέλλεις με ν' αφήσω και τους πόνους, +οπού μου θλίβουν την ψυχή, τα σπλάχνα μου ταράζουν, +'π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα λεοντόκαρδον και μέγαν +'ς όλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, 815 +'που εις την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε. +και τώρα πάλι μου 'φυγε τ' αγαπητό παιδί μου +'ς το πλοίο, κ' είναι αμάθητο 'ς την πράξι και 'ς τους λόγους• +για τούτον εγ' οδύρομαι πολύ παρά για κείνον, +για τούτον όλη τρέμω εγώ, φοβούμαι μη μου πάθη, 820 +ή 'ς τους λαούς, 'που πέρασεν, ή μέσα 'ς τα πελάγη• +ότ' είν' εχθροί κακόβουλοι πολλοί, 'που μηχανώνται +να τον φονεύσουν, πριν ελθή οπίσω 'ς την πατρίδα». + +Και το θαμπό το φάντασμα απάντησεν εκείνης• +«Θάρρευε, μηδέ φοβηθής τόσο πολύ 'ς τον νου σου• 825 +είναι εις το πλάγι του οδηγός, 'που και άλλοι επιθυμούσαν,— +γιατί μεγάλα δύναται,—νά στέκεται σιμά τους, +η Αθηνά• και τώρ' αυτή σε συμπονεί, 'που κλαίεις, +και μ' εξαπόστειλεν εδώ, τούτα να σου ομιλήσω». + +Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης• 830 +«Και αν θεός είσαι, και θεού συ την φωνήν ακούεις, +και για τον άλλον λέγε μου, τον άμοιρον εκείνον, +αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του Ηλιού το φως αν βλέπη, +ή απέθανε, κ' ευρίσκεται 'ς την κατοικιά του Άδη». + +Και το θαμπό το φάντασμα απάντησεν εκείνης• 835 +«Γι' αυτόν εγώ δεν θα σου ειπώ ρητώς αν ζη ακόμη, +ή απέθανε- κ' είναι κακό να λέγωνται τα μάταια». + +Είπε, του σύρτη από σιμά της θύρας κείνο εβγήκε, +και εις των ανέμων ταις πνοαίς εσκόρπισε• και η κόρη +του Ικαρίου ξύπνησε, και ιλάρωσε η ψυχή της, 840 +'π' όνειρον ολοφάνερον της ήλθεν εις το δείλι. + +Και άμ' ανεβήκαν έσχιζαν το πέλαγο οι μνηστήρες, +του Τηλεμάχου αφεύγατον τον φόνο μελετώντας• +και πετρωτόν είναι νησί, 'ς την μέση της θαλάσσης, +της Ιθάκης ανάμεσα και της τραχείας Σάμου, 845 +όχι μεγάλο, η Αστερίς, μ' ακίνδυνα λιμάνια, +δυο δίστομα, κ' οι Αχαιοί εκεί τον καρτερούσαν. + + + +Ραψωδία Ε + + + +Και άφησ' η Ηώ του υπέρλαμπρου του Τιθωνού την κλίνη +το φως να φέρη των θνητών και άμα των αθανάτων. +και συγκαθίζαν οι θεοί και 'ς αυτούς μέσα ο Δίας +ο υψηλοβρόντης, 'που κρατεί την πρώτην εξουσία. +κ' η Αθήνη τους μνημόνευε τα πάθη του Οδυσσέα, 5 +κ' εσύγκλαι' αυτόν, 'που ευρίσκονταν 'ς τα δώματα της νύμφης• + +«Πατέρα Δία, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, +πλειά σκηπτροφόρος βασιληάς να μη φανή κανένας +γλυκός, καλοπροαίρετος, και δίκαιος, και πράος, +αλλ' ας ήναι σκληρότροπος και τ' άνομα να πράζη• 10 +αφού τον θείον Οδυσσηά κανένας δεν θυμάται +εις τους λαούς, 'που βασιληά τον είχαν και πατέρα• +κ' εκείνος κείτεται εις νησί με λύπαις και με πόνους, +'ς της Καλυψώς τα μέγαρα της νύμφης, 'που με βία +κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση 'ς την πατρίδα. 15 +ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ουδέ συντρόφους, +'που να τον φέρουν 'ς τα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης. +και τώρα πάλι μελετούν να σφάξουν τον υιό του, +καθώς γυρίζει, 'π' άκουσμα να μάθη του πατρός του +'βγήκε εις την Λακεδαίμονα και εις Πύλο την αγία». 20 + +Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης• +«Τέκνο, ποιος λόγος σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα; +δεν είσαι συ, 'που εσκέφθηκες η ίδια αυτήν την γνώμη, +να 'λθη ο Οδυσσηάς, κ' ενάντια τους εκδίκησι να πάρη; +και τον Τηλέμαχον εσύ, γιατ' ημπορείς, προβόδα 25 +με γνώσι, όπως απείρακτος υπάγη 'ς την πατρίδα, +και άπρακτοι με το πλοίο τους γυρίσουν οι μνηστήρες». + +Είπε, κ' εστράφη 'ς τον Ερμήν αμέσως, τον υιό του• +«Ερμή, 'που σ' έχω μηνυτήν εις όλα, ειπέ της νύμφης, +εκεί της καλοπλέξουδης, την καθαρή βουλή μας, 30 +ο Οδυσσηάς ο αδάμαστος 'ς την γη του να επανέλθη, +χωρίς θεόν ή άνθρωπον θνητόν να 'χη σιμά του• +αλλ' αφού 'ς την πολύδεσμη πλωτή κακοπαθήση, +θα φθάση αυτός την εικοστήν ημέρα εις την Σχερία, +γη των Φαιάκων κάρπιμη, και αυτοί θεογέννητοί 'ναι, 35 +και ωσάν θεόν ολόψυχα αυτόν θέλει τιμήσουν, +και με καράβι 'ς την γλυκειά πατρίδα θα τον στείλουν, +με άπειρα δώρα, χάλκωμα, φορέματα, χρυσάφι, +'που τόσα δεν θα ελάμβανε λαχνόν από την Τροία, +άβλαπτος αν εγύριζε, με μέρος των λαφύρων. 40 +ότ' είναι η μοίρα του να ιδή τους ποθητούς, να φθάση +'ς το σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γη την πατρική του». + +Αυτά 'πε• και άμα ο γλήγορος υπάκουσε αργοφόνος• +κ' ευθύς 'ς τα πόδια τα καλά προσέδεσε πεδούλια, +ολόχρυσα και άφθαρτα, 'που εφέρναν τον επάνω 45 +'ς την θάλασσα, 'ς την άπειρη την γη, σαν τους αέραις. +το ραβδί πήρε, οπού μ' αυτό τα βλέφαρα κοιμίζει +όποιου θνητού θελήση αυτός, κ' εγείρει όποιον κοιμάται. +μ' αυτό 'ς τα χέρια πέτονταν ο μέγας αργοφόνος• +και εις την Πιερία πάτησε, κ' έπεσε απ' τον αιθέρα 50 +'ς το πέλαγος• και αρμένιζε 'ς το κύμα επάν' ως γλάρος, +'που εις τα φρικτά βυθίσματα της άπατης θαλάσσης +ψάρια ζητεί, και τα πτερά 'ς την άρμη συχνοβρέχει. +όμοιος μ' αυτόν εφέρονταν ο Ερμής 'ς άπειρο κύμα. +και όταν •ς την νήσον έφθασε την απομακρυσμένη, 55 +απ' το γαλάζιο πέλαγος εβγήκε να πατήση +την γη, και εις τ' άντρον έφθασε το μέγα, όπου εκατοίκα +η νύμφ' η καλοπλέξουδη, και μέσα εκείνην ηύρε. +και εις την γωνίστρα καίονταν ξύλα πολλά του κέδρου +και της καλόσχιστης θυάς, κ' εσκόρπα η μυρωδία 60 +εις το νησί• καλόφωνα κει μέσα ετραγουδούσε +αυτή, και ύφαινε πανί με ολόχρυση σαγίττα. +και δάσος ολοφούντωτον ήταν τριγύρω 'ς τ' άντρο, +κλήθρα, και λεύκα, ευωδερό μ' εκείναις κυπαρίσσι. +και μέσ' αυτού πλατύπτερα πετούμενα εκουρνιάζαν, 65 +στριγλιά, γεράκια, και μαζή πλατύγλωσσαις κουρούναις, +θαλασσοπούλι, 'που η ζωή τ' αρέσει του πελάγου. +και ήμερο κλήμα ολόγυρα 'ς το βαθουλό το σπήληο, +θυμό γεμάτο απλόνονταν σταφύλια στολισμένο. +και βρύσες τέσσερες εγγύς και αραδικώς ερρέαν 70 +λευκό νερό, και η καθεμιά 'ς άλλο εκυλούσε μέρος• +και γιοφυλλιών γύρω απαλά λιβάδια και σελίνων +πρασίνιζαν και αθάνατος αν πήγαιν' εκεί πέρα +κυττάζοντας θα εθαύμαζε, και θα 'χαιρε η ψυχή του. +έμεινε αυτού κ' εθαύμαζεν ο μέγας αργοφόνος• 75 +και αφού τα πάντα εθαύμασεν εις την ψυχή του εκείνος, +'ς το ευρύχωρ' άντρο εμπήκ' ευθύς• και ως είδε αυτόν αγνάντια, +δεν άργησεν η Καλυψώ να τον γνωρίσ' η θεία• +ότι δεν είν' οι αθάνατοι άγνωστοι μεταξύ τους, +και αν τύχη κάποιος απ' αυτούς μακρυά να κατοικάη. 80 +μέσα τον μεγαλόκαρδο δεν εύρεν Οδυσσέα• +έκλαιγε αυτός καθήμενος εις τ' ακρογιάλι, ως πρώτα, +με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθη 'ς την ψυχή του, +κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη. +και τον Ερμήν η Καλυψώ ερώτησεν η θεία, 85 +αφού τον κάθισε εις θρονί λαμπρό και στιλβωμένο• + +«Τι 'λθες, Ερμή χρυσόρραβδε, να μ' εύρης, σεβαστέ μου +και αγαπημένε; να έρχεσαι συχνά δεν σ' είδα ως τώρα. +ό,τι ποθείς λέγε μου ευθύς• και να το πράξω θέλω, +αν πράγμα είναι, 'που γίνεται, κ' είμαι αρκετή να πράξω. 90 +αλλά προχώρει παρεμπρός να σε φιλοξενήσω». + +Είπε η θεά, και τράπεζαν γεμάτην αμβροσίαν +του θέτει, και άμα κόκκινο νέκταρ του συγκερνάει. +κ' έτρωγ' εκείνος κ' έπινεν, ο μέγας αργοφόνος• +και δύναμιν εις την τροφήν άμα η καρδιά του επήρε, 95 +τότ' επροσφώνησεν αυτήν, απάντησέ της κ' είπε• + +«Θεά θεόν εμ' ερωτάς, οπού 'λθα εδώ να σ' εύρω• +και όπως ζητείς, αλάθευτα το πράγμα εγώ θα σ' είπω• +να 'λθώ εδώ πέρα επρόσταξε, χωρίς να θέλω, ο Δίας• +ποιος τόσ' αλμυρά κύματα αυτόθελα θα επέρνα 100 +άμετρα; και ουδ' είναι σιμά χώρα θνητών ανθρώπων, +'που των θεών κάμνουν θυσιαίς κ' εξαίσιαις εκατόμβαις. +αλλά ποτέ δεν ξέφυγε κανείς των αθανάτων, +ουδ' εματαίωσε τον νου τ' αιγιδοφόρου Δία. +λέγει πως ο αμοιρότερος άνδρας σιμά σου υπάρχει, 105 +απ' όσους γύρω εμάχονταν 'ς τα τείχη του Πριάμου +χρόνους εννηά, κ' επόρθησαν 'ς τον δέκατο την πόλι• +και 'ς την πατρίδα ως έστρεφαν επταίσαν της Αθήνης, +οπ' άνεμον τούς σήκωσε κακόν και μακρύ κύμα. +και οι λαμπροί του σύντροφοι τότ' όλοι αφανισθήκαν, 110 +κ' εδώ 'φεραν ο άνεμος εκείνον και το κύμα. +αυτόν εδώθε ογλήγορα προστάζει ν' αποπέμψης• +ότι δεν μέλλει να χαθή μακράν των ποθητών του, +αλλ' είναι μοίρα του να ιδή τους ποθητούς, να φθάση +'ς το σπίτι το υψηλόσκεπο, 'ς την γη την πατρική του». 115 + +Άκουσε η αταίριαστη θεά, κ' ευθύς επάγωσ' όλη• +κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• + +«Είσθ' άσπλαχν', είσθε βάσκανοι, θεοί, σαν κανείς άλλος, +'που με θνητούς 'ς το φανερό θεαίς να συγκοιμώνται +φθονείτε, αν κάμη ομόκλινον καμμιά τον ποθητόν της. 120 +όμοια της ροδοδάκτυλης Ηώς τον διαλεκτόν της +Ωρίωνα εφθονέσετε, εσείς οι ευτυχισμένοι, +ως 'που η χρυσόθρονη Άρτεμις, η αγνή, 'ς την Ορτυγία, +κτύπησε αυτόν κ' εφόνευσε με τα λεπτά της βέλη. +όμοια, την καλοπλέξουδη την Δήμητραν ο πόθος 125 +ότ' έφερε 'ς την αγκαλιά να πέση του Ιασίου, +μες τον τριόργωτον αγρό, το 'μάθ' ευθύς ο Δίας, +άστραψε κ' εθανάτωσεν αυτόν μ' αστροπελέκι. +κ' εμέ, θεοί, φθονείτε σεις, 'πώχω θνητόν κοντά μου +άνδρα• κ' εγώ τον έσωσα, 'που μόνος την καρίνα 130 +έσφιγγε με τα σκέλη του, και του 'χε το καράβι +σχίσει 'ς τα μαύρα πέλαγα με κεραυνόν ο Δίας, +και οι λαμπροί του σύντροφοι τότ' όλοι, αφανισθήκαν, +κ' εδώ 'φεραν ο άνεμος εκείνον και το κύμα. +και τούτον εγώ ξένιζα, κ' έτρεφα, κ' είχα γνώμη 135 +αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήσω. +αλλ' αν δεν ξέφυγε ποτέ κανείς των αθανάτων, +ουδ' εματαίωσε τον νου τ' αιγιδοφόρου Δία, +αφού κείνος προστάζει το, ο άμοιρος ας πάη +μες τ' άγρια πέλαγα• αλλ' εγώ δεν θα τον προβοδήσω• 140 +ότι καράβια δεν έχω, δεν έχω ουδέ συντρόφους, +'που να τον φέρουν 'ς τα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης, +αλλά με γνώμην πρόθυμην εγώ θα τον διδάξω +το πώς να φθάση απείρακτος εις την γλυκειά πατρίδα». + +Και ο αργοφόνος μηνητής απάντησέ της κ' είπε• 145 +«Ναι, απόπεμπέ τον, και φοβού την όργητα του Δία, +μήπως κατόπι χολευθή και σε κακοποιήση». + +Αυτά 'πε και αναχώρησεν ο μέγας αργοφόνος• +και προς τον μεγαλόψυχον εκίνησε Οδυσσέα +η νύμφη, τα μηνύματα ως άκουσε του Δία. 150 +'ς ακρογιαλιά καθήμενον τον εύρε, ουδ' εστεγνόναν +ποτέ τα μάτια, αλλ' έλυονε την ποθητή ζωή του +για την πατρίδα κλαίοντας, ουδ' άρεγέ του πλέα +η νύμφη, αλλά βιαζόμενος, 'ς τα βαθουλά τα σπήληα, +μ' αυτήν, οπού τον ήθελεν, αθέλητα εξενύκτα• 155 +και ταις ημέραις κάθονταν 'ς ακροθαλάσσια βράχη, +με θρήνους, μ' αναστεναγμούς, με πάθη 'ς την ψυχή του, +κ' εκύττα δάκρυα χύνοντας τα τρίσβαθα πελάγη. +σιμά του εστάθηκε η θεά, η αταίριαστη, και του 'πε• + +«Άμοιρε, μη μου οδύρεσαι εδώ συ πλειά, μη φθείρης 160 +την ζωή σου, κ' ήδη πρόθυμα πολύ θα σ' αποπέμψω. +αλλ' έλα, ξύλα μακρινά με την αξίνα κόψε, +πλατειά συνάρμοσε πλωτή, κ' επάνω αυτής σανίδαις +στήσε υψηλαίς, 'ς τα σκοτεινά πελάγη να σε φέρη. +και άρτο, νερό, και κόκκινο κρασί, 'που δυναμόνει, 165 +εγώ θα βάλω εις την πλωτή, μη πάθης από πείνα. +θα σου φορέσω φορεσιαίς, και πρύμον θα σου στείλω, +όπως συ φθάσης άβλαπτος 'ς την ποθητή πατρίδα, +αν τούτο αρέσει των θεών των ουρανοκατοίκων, +οπού καλήτερ' απ' εμέ νοούν και αποφασίζουν». 170 + +Αυτά 'πε• και ο πολύπαθος επάγωσε Οδυσσέας, +κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• + +«Άλλο 'ς τον νου σου έχεις, θεά, ποτέ να μ' αποπέμψης, +'που με πλωτή να διαβώ μου λέγεις της θαλάσσης +το φρικτό χάσμα, οπού γοργά δεν σχίζουν ίσια πλοία 175 +και όταν περιφανεύονται 'ς τον άνεμο του Δία. +ουδέ θε να 'μπω εις την πλωτή 'ς το πείσμα σου ποτέ μου, +αν μη θελήσης, ω θεά, να ομόσης μέγαν όρκο, +ότι κακό δεν μελετάς ενάντια μου κανένα». + +Αυτά 'πε• τότε η θαυμαστή θεά γλυκογελώντας 180 +τον χάιδεψε, τον έκραξε κατ' όνομα, και του 'πε• + +«Πονηρός είσαι αληθινά, δεν είσαι ματαιολόγος• +ποίον λόγον εσοφίσθηκες να βγάλης απ' τα χείλη! +μάρτυς μου η γη και ο ουρανός πλατύτατος επάνω, +και της Στυγός τα ρεύματα, 'που χύνονται 'ς τον Άδη, 185 +οπού 'ναι πρώτος και φρικτός των αθανάτων όρκος, +ότι κακό δεν μελετώ ενάντια σου κανένα• +αλλ' όσα θα εστοχάζομουν, αν όμοια μ' είχε ανάγκη, +για τον εαυτό μου, αυτά νοώ και αυτά σε συμβουλεύω. +ότι κ' εγώ προαίρεσιν έχω αγαθήν και τρέφω 190 +μέσα καρδιάν ελεητική και όχι σιδερένια». + +Αυτά 'πε η ασύγκριτη θεά, κ' επροπορεύθη εκείνου +ογλήγορα• κατόπι της αυτός ακολουθούσε, +'ς το βαθύ σπήληον έφθασαν η αθάνατη και ο άνδρας, +και εις το θρονί κάθισε αυτός, 'που 'χε καθίσει πρώτα 195 +ο Ερμής• και του παράθεσε να φάγη και να πίη +η νύμφη από τα φαγητά, 'που τρέφουν τους ανθρώπους. +και αγνάντια κείνη εκάθισε 'ς τον θείον Οδυσσέα, +και νέκταρ της παράθεσαν η δούλαις και αμβροσία. +και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά, 'που 'χαν εμπρός τους• 200 +και άμ' ευφρανθήκαν 'ς το φαγί και εις το πιοτόν εκείνοι, +η Καλυψώ τότ' άρχισεν η ασύγκριτη να λέγη• + +«Λαερτιάδη διογενή, πολύβουλε Οδυσσέα, +έτσι λοιπόν 'ς το σπίτι σου, 'ς την ποθητή πατρίδα, +θέλεις ευθύς τώρα να πας; ας γίνη• χαιρετώ σε. 205 +αλλ' αν 'ς τον νου σου εγνώριζες τα πόσα θα υποφέρης +πάθη, όπως θέλ' η μοίρα σου, πριν φθάσης 'ς την πατρίδα, +'ς το δώμα τούτο ασάλευτα μαζή μου ήθελε μείνης, +θα εγένοσουν αθάνατος, μ' όλον που αναστενάζεις +να ίδης την γυναίκα σου, τον πόθο της ψυχής σου. 210 +κ' εγώ κείνης χειρότερη καυχιούμαι ότι δεν είμαι, +'ς το σώμα και 'ς τ' ανάστημα, και ουδέ ποσώς αρμόζει +θνηταίς με αθάναταις ποτέ 'ς τα κάλλη να μετρώνται». + +Και αυτής ο πολυμήχανος απάντησε Οδυσσέας• +«Σεπτή θεά, μη μου οργισθής για τούτο• κ' εγώ ξεύρω 215 +παρά πολύ 'που ταπεινή θα εφαίνονταν εμπρός σου +η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς τ' ανάστημα, 'ς το κάλλος• +κείνη θνητ' είναι, αθάνατη εσύ και αγέραστ' είσαι. +αλλ' όμως πάντοτε ζητώ και θέλω εις την πατρίδα +να φθάσω, της επιστροφής να ίδω την ημέρα. 220 +και αν εις τα μαύρα πέλαγα θεός πάλι με κρούση, +καρδιάν έχω φερέλυπη και θέλει το υπομείνω• +ότ' ήδ' υπόφερα πολλά, πολλά 'χω κακοπάθει, +‘ς ταις μάχαις και 'ς τα κύματα• και αυτό μ' εκείν' ας έλθη». + +Είπε• και ο ήλιος έκλινε, κ' έφθασε το σκοτάδι, 225 +και εις τ' άντρο το καμαρωτό παράμεσα συρμένοι +οι δύο πλάγιασαν μαζή, και την φιλιά χαρήκαν. + +Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, +κ' εφόρεσεν ο Οδυσσηάς χιτώνα και χλαμύδα• +μανδύαν λαμπροΰφαντον μέγαν ενδύθ' η νύμφη 230 +χαριτωμένον και λεπτόν, κ' εζώσθηκε ζωνάρι +χρυσόν, ωραίο, κ' έβαλε 'ς την κεφαλή καλύπτρη. +να προβοδά τότ' άρχισε τον θείον Οδυσσέα. +αξίναν του 'δωκε τρανήν, αρμόδια 'ς την παλάμη, +χάλκινη, κ' ήταν δίστομη• και μέσ' είχ' εμπηγμένο 235 +σφικτά στελειάρι ελάινον εύμορφο, και σκερπάνι +του 'δωκε ακόμη ακονιστό• κ' εκίνησεν εμπρός του +προς κάποιαν άκρη του νησιού, οπού 'χε υψηλά δένδρα, +κλήθρη και λεύκα κ' έλατο, 'που τον αιθέρα εγγίζει, +από καιρούς κατάξερα, ώστ' ελαφρά να πλέουν. 240 +και αφού τον τόπο του 'δειξεν, οπού 'χε υψηλά δένδρα, +η Καλυψώ 'ς το δώμα της η αθάνατη επανήλθε• +τα ξύλα εκείνος έκοβε, και 'ς το έργον επροχώρει• +όλα όλα είκοσιν έρριξε, πελεκητά τα επήρε• +με τέχνη τα εσκερπάνισε, κ' ίσιασε αυτά 'ς την στάφνη. 245 +ωστόσο η θεία Καλυψώ του 'φερε τα τρυπάνια, +και άμ' όλ' αυτός τρυπάνισε και τ' άρμοσ' όλ' αντάμα, +με ξυλοκάρφια την πλωτή και αρμούς σφυροκοπούσε. +και όσο πλατειά την πατωσιά για φορτηγό καράβι +άξιος μορφόνει ξυλουργός, τόσο και της πλωτής του 250 +κείνος το πλάτος έκαμε• κ' έστησε ταις σανίδαις +ορθαίς, και, με στραβόξυλα πυκνά δένοντας όλα, +έπλαθεν• ετελείωσε με μακρυνά δοκάρια. +κατάρτι έπλασεν έπειτα, και αντένα, οπού ταιριάζει• +πηδάλι ακόμη εμόρφωσε, μ' αυτό να κυβερνάη• 255 +και με κλαδιά της λυγαριάς την έφραξε όλη πέρα, +του κύματος προφυλακή, και μέσα εσώρευσ' ύλη. +κ' έφερε υφάσματα η θεά, να γίνουν τα πανία, +και αυτός εφιλοτέχνησε κ' εκείνα• και κατόπι +απλαίς 'ς εκείνην έδεσε, σκόταις και παλαμάρια, 260 +και με λοστούς την έσυρε 'ς την θάλασσα την θεία. + +Έφθασ' η ημέρα τέταρτη κ' είχε όλ' αυτός τελειώσει• +'ς την πέμπτην επροβόδα τον η αθάνατη απ' την νήσο, +αφού έλουσέ τον κ' ένδυσε μ' ευωδισμένο ενδύμα, +κ' η θεά μέσα του 'βαλεν ασκί με κρασί μαύρο, 265 +και άλλο μεγάλο με νερό, και τρόφιμα εις δισάκκι, +και του το εγέμισε πολύ και νόστιμο προσφάγι• +και πρύμον του 'στειλ' άβλαβον, χλιόν• 'ς αυτόν εχάρη +και τα πανιά του όλ' άπλωσεν ο θείος Οδυσσέας. +με το πηδάλι τεχνικά κυβέρναε καθισμένος• 270 +ουδ' έκλινε τα βλέφαρα 'ς τον ύπνο, ενώ την Πούλια +και τον Βοώτη εκύτταζε, 'π' αργεί να βασιλεύση, +και την Αρκούδα, 'π' άμαξα καλούν, και αυτού γυρίζει +πάντοτε, τον Ωρίωνα ασάλευτα τηρώντας, +η μόνη, 'που τ' Ωκεανού το λούσμα δεν γνωρίζει. 275 +ότ' είχε τον η Καλυψώ διδάξει τότε η θεία, +εκείνην έχοντας ζερβιά 'ς τα πέλαγα να πλέη. + +Ημέραις έπλεε δεκαεπτά, και 'ς την δεκάτη ογδόη +τα ισκιωμένα εφάνηκαν τα όρη των Φαιάκων, +της γης, οπού εγγυτότερην 'ς τον δρόμο του απαντούσε• 280 +και ωσάν ασπίδα εφαίνονταν 'ς τα σκοτεινά πελάγη. +κ' έστρεφε απ' τους Αιθίοπαις ο μέγας κοσμοσείστης, +και αυτόν μακρόθ' εξάνοιξεν απ' τα όρη των Σολύμων, +οπ' έπλεε 'ς την θάλασσα, και ωργίσθη ακόμη πλέον. +την κεφαλήν εκίνησε και μόνος είπε• «Ω Θε μου! 285 +άλλα οι θεοί βουλεύθηκαν ως προς τον Οδυσσέα, +ενώ ήμουν 'ς τους Αιθίοπαις• κ' ιδού, 'που των Φαιάκων +εκείνος έγγιξε την γη, 'που η μοίρα του εκεί θέλει +το μέγα δίκτυ του κακού να φύγη, οπού τον έχει. +αλλά θαρρώ 'π' ακόμη εγώ θα τον χορτάσω πάθη». 290 + +Είπε, τα νέφη εσύναξε κ' ετάραξε τον πόντον, +αρπάζοντας την τρίαινα, και των ανέμων όλων +ταις ζάλαις έσπρωξεν ομού, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη +πόντον και γη• κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα. +κ' Εύρος, Νότος, και Ζέφυρος σφοδρός αντάμα επέσαν, 295 +και ο αιθερογέννητος Βορηάς, 'που μέγα σπρώχνει κύμα• +και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία, +κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του• + +«Ωιμένα, του κακότυχου, 'ς το τέλος τι θα γένω; +φοβούμαι μην όσ' η θεά προείπεν αληθεύσουν• 300 +'πώλεγε ότι 'ς την θάλασσα, πριν φθάσω εις την πατρίδα, +θα παραδείρω• και όλ' αυτά ιδού λαμβάνουν τέλος, +με ποία νέφη τουρανού το πλάτος στεφανόνει +ο Δίας, και την θάλασσαν ετάραξε• μανίζουν +άνεμοι ολούθε• αφεύγατο μ' ηύρε το τέλος τώρα• 305 +τρισμάκαρες οι Δαναοί, 'που 'ς την πλατειά Τρωάδα, +γι' αγάπη των Ατρειδών, επέσαν πολεμώντας. +Ά! να 'χα ιδεί το τέλος μου εκείνην την ημέρα, +'που τόσοι Τρώες έρριξαν 'ς εμέ χάλκιν' ακόντια, +εις του Πηλείδη ολόγυρα το νεκρωμένο σώμα. 310 +οι Αχαιοί θα μ' έθαπταν και θάμουν δοξασμένος• +αλλ' ηθέλησ• η μοίρα μου να κακοθανατήσω». + +Είπε, και αυτόν εβρόντησε ψηλάθε μέγα κύμα +με ορμή φρικτή, κ' εγύρισε κλονώντας την πλωτή του. +και απ' την πλωτήν έπεσε αυτός μακράν, και το πηδάλι 315 +απέλυσε απ' τα χέρια του• 'ς την μέση το κατάρτι +φρικτή του σύντριψε πολλών σμιχτών ανέμων ζάλη, +κ' η αντένα ομού και το πανί 'ς το πέλαο πέσαν πέρα. +πολληώρα τον εσκέπασεν η θάλασα, ουδ' εμπόρει +να έβγη ευθύς, απ' την ορμή, 'που 'χε το μέγα κύμα, 320 +βαρύς από τα ενδύματα, 'που του 'χε δώσ' η νύμφη. +αργά εσηκώθη, κ' έφτυσε πικρήν από το στόμα +την άρμη, 'πώρρεε ρονιαίς από την κεφαλή του. +και την πλωτή δεν ξέχασε, μ' όλα τα πάθη οπού 'χε, +αλλ' ώρμησε εις τα κύματα κ' επιάσθηκε απ' εκείνη, 325 +κ' εκάθισε εις την μέση της, τον θάνατον να φύγη• +κ' εδώ την έφερνε κ' εκεί το ρεύμα των κυμάτων• +και ως το φθινόπωρ' ο Βορηάς τ' αγκάθια 'ς την πεδιάδα +σέρνει, και αυτ' όλα δένονται πυκνά, και αυτήν ομοίως +κείθε κ' εδώθ' οι άνεμοι 'ς τα πέλαγος εφέρναν. 330 +και πότε ο Νότος του Βορηά την ρίχνει να την πάρη, +και πότε ο Εύρος δίδει την κυνήγι του Ζεφύρου. + +Τόν είδεν η καλόφτερνη Ινώ, του Κάδμου κόρη, +η Λευκοθέα, πριν θνητή με γλώσσαν ανθρωπίνην• +τώρα δοξάζεται ως θεά 'ς τα βάθη της θαλάσσης• 335 +τον Οδυσσηά, 'που εδέρνονταν 'ς τα κύματα, ελεήθη, +και εις ώφυιας σχήμα επέταξε και από τα βάθη εβγήκε, +και 'ς την πολύδεσμη πλωτήν εκάθισε και του 'πε• + +«Άμοιρε, τι σ' εμίσησεν ο σείστης Ποσειδώνας +τρομερά τόσο, και άπειρα κακά 'ς εσέ φυτεύει; 340 +αλλ' όσο και αν οργίζεται, δεν θέλει σ' αφανίση• +αλλ' έλα κάμε ό,τι σου ειπώ• και ανόητος δεν δείχνεις. +γυμνώσου και άσε την πλωτήν οι άνεμοι να πάρουν, +και ζήτα την επιστροφή πλέοντας με τα χέρια +εκεί, 'που μέλλεις να σωθής, 'ς την χώρα των Φαιάκων. 345 +και ιδού, ζώσε το στήθος σου με τ' άφθαρτο μαγνάδι +τούτο• να πάθης μη φοβού ποσώς ή ν' αποθάνης• +αλλ' άμα φθάσης και την γη κρατήσης με τα χέρια, +ξεζώσου το και ρίξε το 'ς τα σκοτεινά πελάγη, +πολύ μακράν από την γη, και στρέψε αλλού την όψι». 350 + +Είπε η θεά, και άμ' έδωκεν εκείνου το μαγνάδι, +και πάλιν εις την θάλασσαν, όπ' άφριζ' εβυθίσθη, +εις ώφυιας σχήμα• κ' έκρυψεν αυτήν το μαύρο κύμα. +κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, +κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του• 355 + +«Ωιμέ, μη κάποιος των θεών πάλι μου υφαίνη απάτη, +'που απ' την πλωτή να καταιβώ με συμβουλεύει τώρα• +αλλά δεν θα υπακούσω εγώ, γιατ' είδαν οι οφθαλμοί μου +μακρυά την γην, όπ' έλεγε πως θα 'χω καταφύγι. +μόν' άλλο, 'που καλήτερο μου φαίνεται, θα πράξω• 360 +όσο τα ξύλα της πλωτής σταθούν συναρμοσμένα, +αυτού θα μείνω, και ανδρικά τα πάθη θα βαστάξω• +και όταν διαλύση την πλωτή το σείσμα των κυμάτων, +θα πλέξω τότε, ότι άλλο τι ναύρη δεν φθάνει ο νους μου». + +Τούτα ενώ εκείνος έζυαζε 'ς τα βάθη της ψυχής του, 365 +μέγα κύμα του σήκωσεν ο σείστης Ποσειδώνας, +φρικτόν, υψηλοθόλωτο, κ' επάνω του έπεσ' όλο. +και ως όταν σφοδρός άνεμος τινάζει και σκορπάει +ξερών αχύρων θεμονιά, παρόμοια τιναχθήκαν +αυτής τα ξύλα τα μακρυά• και τότ' ο Οδυσσέας 370 +έν' απ' εκείν' ανέβηκεν, ως άλογο αναβάτης, +κ' εγδύνονταν τα ενδύματα, 'που του 'χε δώσ' η νύμφη. +και το μαγνάδι άπλωσ' ευθύς 'ς το στήθος του αποκάτω, +και προύμυτα 'ς την θάλασσαν έπεσε, και τα χέρια +ετέντωσε 'ς το πλέξιμο• τον είδε ο κοσμοσείστης, 375 +την κεφαλή του εκίνησε, και μόνος του είπε• «Τώρα, +'που τόσα υπέφερες κακά, πλανήσου 'ς τα πελάγη, +'ς την χώρα των διόθρεπτων ανθρώπων ως να φθάσης• +και όμως, θαρρώ, δεν θα κλαυθής πως έπαθες ολίγα». + +Και τα καλότριχ' άλογα ράβδισε κ' έφθασ' άμα 380 +εις ταις Αυγαίς, όπ' έχει αυτός υπέρλαμπρα παλάτια. + +Και τότ' η Αθήνη, του Διός κόρη, εσοφίσθηκ' άλλο• +έφραξε τα περάσματα των άλλων των ανέμων, +να παύσουν τους επρόσταξε και να σιγάσουν όλοι, +και τον γοργό τού εκίνησε Βορηά κ' έσπασ' εμπρός του 385 +τα κύματα, 'ς τους ναυτικούς Φαίακαις ως να φθάση, +σωσμένος απ' τον θάνατον, ο θείος Οδυσσέας. + +Αυτού θαλασσοδέρνονταν δυό 'μέραις και δυο νύκταις, +κ' η καρδιά του τον όλεθρο συχνόβλεπεν εμπρός του. +αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτα ημέρα 390 +έφερ', έπαυσ' ο άνεμος, και ανάνεμη γαλήνη +έγεινε, και αυτός σπρώχνοντας το βλέμμ' είδε πλησίον +την γην, ως τον εσήκωσεν επάνω μέγα κύμα. +και ως δείχνεται ποθούμενη για τα παιδιά του η ζήσι +πατρός, 'π' αρρώστια μακρινή σκληρή 'ς την κλίνη φθείρει, 395 +όπου έρριξέ τον δαίμονας κακός, και τον εσώσαν +ποθούμενον οι αθάνατοι, παρόμοια του Οδυσσέα +εφανερώθη ποθητή η γη και η πρασινάδα. +κ' εκολυμπούσε πρόθυμος 'ς την γη πόδι να στήση. +και ως ήταν εις το διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει, 400 +τότ' άκουσε της θάλασσας τον κτύπον εις τους βράχους• +ότι προς την ξερή στερηά το μέγα κύμα εμούγκρα +φρικτά ως το ξέρνα η θάλασσα, και αφρούς εσκέπαζ' όλα• +γιατί λιμάνια δεν ήσαν, αράσματα δεν ήσαν, +αλλ' άκραις ήσαν πετακταίς, πέτραις σχισταίς και βράχοι. 405 +και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία, +κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του• + +«Ωιμένα, και αν ανέλπιστα να ιδώ την γην ο Δίας +μου 'δωκε, κ' εδυνήθηκα τόσον βυθό να σχίσω, +έβγ' απ' την λευκή θάλασσα δεν φαίνεται κανένα• 410 +ότ' είναι απέξω κοφτεροί βράχοι, και αυτού το κύμα +γύρου βροντά, και γλυστερή κ' ίσια αναιβαίνει πέτρα. +και προς την γην η θάλασσα βαθειά 'ναι, ουδέ μ' αφίνει +'ς τα δυο μου πόδια να σταθώ, τον κίνδυνο να φύγω. +και ως βγαίνω, κύμα φουσκωτό μην έλθη και με σπρώξη 415 +επάνω εις πέτρα οδοντερή, κ' η ορμή μου πάη χαμένη. +και αν κολυμπήσω παρακεί την άκρην άκρην, ίσως +ακρογιαλιαίς απόσκεπαις και αράσματ' απαντήσω, +φοβούμαι μην και άλλη φορά μ' αρπάξ' η τρικυμία, +και εις το ιχθυοφόρο πέλαγος με φέρη να στενάξω, 420 +ή και απολύση επάνω μου θεός κανένα τέρας, +'π' άμετρα τρέφει 'ς τους βυθούς η ένδοξη Αμφιτρίτη. +ότι γνωρίζω την οργή, 'που μώχει ο κοσμοσείστης». + +Τούτα ενώ εκείνος έζυαζε 'ς τα βάθη της ψυχής του, +τρανό κύμα τον έφερε προς τ' άγριον ακρογιάλι• 425 +και θα 'γδερν' όλος, θα 'σπαε και όλα τα κόκκαλά του, +εάν δεν τον εδίδαχνεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +με τα δυο χέρια τ' άρπαξε την πέτρα, και βογγώντας +κρατιόνταν, ως 'που επέρασε το μέγα εκείνο κύμα. +κ' έτσι εφυλάχθη, αλλ' έγυρε με ορμή το κύμα οπίσω, 430 +κ' έκρουσ', επέταξεν αυτόν 'ς το πλάτος της θαλάσσης. +και ως ότε, απ' το θαλάμι του αν σύρουν τ' οκταπόδι, +εις τα μαζάρια του κολλούν πυκνότατα χαλίκια, +όμοια 'ς ταις πέτραις έμειναν απ' τ' ανδρικά του χέρια +τα γδάρματα• τον σκέπασε το μέγα κύμα• τότε 435 +πάρωρα θα τελείονεν ο άμοιρος Οδυσσέας, +φρόνησιν αν δεν του 'διδεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +απ' ένα κύμα των πολλών, 'που 'ς την στερηά βροντούσαν, +εβγήκε, κ' έπλεε παρακεί, την γη κυττώντας, ίσως +ακρογιαλιαίς απόσκεπαις και αράσματ' απαντήση. 440 +αλλ' ότ' έφθασε πλέοντος εις ποταμού το στόμα, +'που εκύλα ωραία, κάλλιστος εκεί του εφάνη ο τόπος, +χωρίς πέτραις και ανάνεμος• και άμ' ένοιωσε 'που εκύλα, +μέσα του ευχήθη• «Βασιληά, εισάκου μ', όποιος είσαι• +'ς εσέ τον πολυεύχετον προσπέφτω, από τα βάθη 445 +ως φεύγω τους φοβερισμούς του σείστη Ποσειδώνα. +προς τον περιπλανώμενον κ' οι αθάνατοι έχουν σέβας, +καθώς εγώ εις το ρεύμα σου τώρ' ήλθα και προσπέφτω +'ς τα γόνατά σου, απ' τα πολλά τα πάθη ν' ανασάνω. +ελέησέ με, βασιληά, και ικέτης σου καυχιούμαι». 450 + +Πάραυτα εκείνος την ροή παύει, κρατεί το κύμα, +κ' εμπρός του στρώνει σιγαλιά, και 'ς τ' άνοιγμα τον σώζει +του ποταμού• τα γόνατα και τ' ανδρειωμένα χέρια +λυγίζει αυτός, 'που η θάλασσα τον είχε καταβάλει. +το σώμα του όλο επρήσκονταν 'ς το στόμα, εις τα ρουθούνια 455 +ανάβρυζ' άρμη, και άπνευτος και αμίλητος εκείνος +κείτονταν, και ολιγοψυχιά τον πήρε, από τον κόπο. +και ως πήρε ανάσα, και η ψυχή 'ς τα στήθη του εσυνάχθη, +αμέσως τότε της θεάς ξεζώσθη το μαγνάδι, +και όπου αλμυρίζει ο ποταμός τ' απέλυσε• 'ς το ρεύμα 460 +τ' άρπαξ' ευθύς η θάλασσα, κ' η Ινώ γοργά το εδέχθη +'ς τα χέρια της• και αφίνοντας εκείνος το ποτάμι +'ς τον σχοίνο πέφτει και φιλεί την γη την σιτοδώρα. +κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του• + +«Ωιμέ, και τι θα πάθω, τι μου μέλλεται 'ς το τέλος; 465 +κ' εάν την άγρια νυκτιά περάσω 'ς το ποτάμι, +η πάχνη μήπως η κακή και η μαλακή δροσία +μ' απονεκρώσουν την ψυχή, 'που 'ναι μισοσβυμμένη• +και αύρα ψυχρή το χάραμμα απ' το ποτάμι πνέει. +και αν πάλι εις ράχιν αναιβώ, και 'ς τον κατάσκιο λόγγο 470 +αναπαυθώ μες τα πυκνά δενδρούλια, αν ξεκρυώσω, +και ξεκουράσω, και γλυκός ο ύπνος με νικήση, +θεριά φοβούμαι μη μ' ευρούν και με κατασπαράξουν». + +Και τούτο συμφερώτερο του εφάνη• προς το δάσος +εκίνησε, και τωύρηκεν εις το νερό πλησίον, 475 +'ς ανοικτόν τόπον• έσκυψε κάτω από δυό δενδρούλια +ομόρριζα, και το 'να εληά, και τ' άλλο ήταν αγρίλι• +κει μέσα ούτ' άνεμοι φυσούν με την υγρή πνοή τους, +ούτε του ηλιού πότ' έφθασαν η φωτειναίς ακτίνες, +ούτε η βροχή τα έσπασε• τόσο πυκνά πλεγμένα 480 +ήσαν μαζή• κ' εσύρθηκε 'ς εκείν' ο Οδυσσέας, +κ' ευθύς στρώσιν εστοίβασε πλατειά με τα δυο χέρια• +ότ' ήσαν φύλλα περισσά χυμέν' αυτού, 'π' αρκούσαν +να φυλαχθούν άνθρωποι δυο και τρεις 'ς ώρα χειμώνος, +και αν ψύχος έπνεε δριμύ• τα είδε κ' εχάρη ο θείος 485 +ο άνδρας ο πολύπαθος, και του σωρού 'ς την μέση +επλάγιασε κ' επάνω του έχυσε φύλλα πλήθος. +και όπως δαυλόν κρύβει τινάς 'ς την μαύρη στάκτη, 'ς άκρη +εξοχική, παντέρημη, να σώση της φωτίας +τον σπόρον, όπως μη βιασθή απ' αλλαχού ν' ανάψη, 490 +όμοια σκεπάσθη και ο Οδυσσηάς με φύλλα• κ' η Αθήνη +ύπνο 'ς τα μάτια του 'σταξεν, όπως τον ελαφρώση +από το βαρύ κούρασμα, κλειώντας τα βλέφαρά του. + + + +Ραψωδία Ζ + + + +Εκεί τότε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας +κοιμώνταν, από κούρασμα κι' αγρύπνια νικημένος. +κ' η Αθήνη επήγε εις τον λαόν και πόλιν των Φαιάκων, +'πού πρώτα εις την ευρύχωρην Υπέρειαν εκατοίκαν, +σιμά 'ς το υβριστικώτατο το γένος των Κυκλώπων, 5 +'που ανώτεροι 'ς την δύναμιν εκείνους αδικούσαν. +εκείθεν ο θεόμορφος Ναυσίθοος 'ς την Σχερία +τους πήρε κ' έστησε, μακράν των ευρετών ανθρώπων. +με τείχη πόλιν έκλεισεν, έκτισε κατοικίαις, +και ναούς έκαμε θεών, κ' εμοίρασε τους τόπους. 10 +αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος εκείνον είχε πάρει, +και ο Αλκίνοος εβασίλευε, 'που γνώσιν είχε θεία. +'ς το δώμα εκείνου ήλθε η θεά, η Αθήνη, μελετώντας +τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρη 'ς την πατρίδα. +ήλθε 'ς τον πολυδαίδαλον κοιτώνα, όπου εκοιμώνταν 15 +'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα θεοτική παρθένα, +του Αλκίνου του υψηλόφρονα η κόρη Ναυσικάα. +σιμά της δυο θεράπαιναις, με κάλλη των Χαρίτων, +εις τα δυό πλάγια των λαμπρών θυρών, 'πού 'σαν κλεισμέναις. +και ως αύρα εχύθη ανέμου αυτή 'ς της κορασιάς την κλίνη, 20 +'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε, +με την μορφή της θυγατρός του θαλασσακουσμένου +Δύμαντα, 'που 'χε ομήλικην και πολυαγαπημένην• +αυτής ωμοιώθη, κ' έλεγεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• + +«Ω Ναυσικά, τόσ' οκνηρήν σ' εγέννησ' η μητέρα; 25 +τα ολόλαμπρά σου ενδύματα κάθονται αμελημένα• +ο γάμος σου ήδη σίμωσε, 'π' εύμορφα θα φορέσης, +και θα χαρίσης εύμορφα 'ς αυτούς, 'που θα σε πάρουν. +και αυτά 'ναι 'π' όνομα καλό γεννούν εις τους ανθρώπους, +ώστε ο πατέρας χαίρεται και η σεβαστή μητέρα. 30 +αλλ' ας πάμε να πλύνουμεν, η αυγούλ' άμα χαράξη• +κ' εγώ θε νάλθω συνεργή σιμά σου, να προφθάσης +να ετοιμασθής, και ανύμφευτη πολύν καιρό δεν θα 'σαι. +επειδή σένα ήδη ζητούν 'ς την πόλι των Φαιάκων +οι πρόκριτ' όλοι, οπού μ' αυτούς όμοιο το γένος έχεις. 35 +αλλ' έλα, εις τα χαράμματα τον ένδοξον πατέρα +να σου ευτρεπίση ζήτησε αμάξι και μουλάρια, +ζώναις, ωρηά σκεπάσματα και πέπλους να σου φέρουν. +και σέν' αυτό καλήτερα συμφέρει, ή με τα πόδια +να πάς• γιατί τα πλυσταρειά μακρυ' απ' την πόλιν είναι». 40 + +Αυτά 'πε και αναχώρησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, +'ς τον Όλυμπο, την άσειστη των αθανάτων έδρα• +δεν την τινάζουν άνεμοι, μήτε βροχή την δέρνει, +μήτε χιονιά σιμόνει αυτού, μόν' άπειρη γαλήνη +ανέφελη και λευκό φως ολούθε είναι χυμένο• 45 +κει μέσα οι μάκαρες θεοί τέρπονται 'ς τον αιώνα. +και αυτού πήγε, αφού δίδαξε την κόρη, η γλαυκομμάτα. + +Και η καλόθρον' ήλθ' Ηώ κ' έγειρε από την κλίνη +την λαμπροφόρο Ναυσικά, 'που 'ς τ' όνειρο απορούσε• +και των γονέων να το ειπή, του αγαπητού πατρός της 50 +και της μητρός, κίνησ' ευθύς, και μέσα εκείνους ηύρε. +με ταις θεράπαιναις αυτή καθόνταν 'ς την γωνία, +μαλλί γαλάζιο κλώθοντας• απάντησεν εκείνον, +προς τους ενδόξους βασιλείς ως ήταν κινημένος +για την βουλή, 'πού οι θαυμαστοί Φαίακες τον καλούσαν. 55 +'ς τον ποθητόν πατέρα της εσίμωσε και του 'πε• + +«Πατέρα, δεν μου ετοίμαζες ένα υψηλόν αμάξι +καλότροχο, τα ολόλαμπρα φορέματα να πάρω, +'που κάθονταί μου ακάθαρτα, να πλύνω εις το ποτάμι; +κ' εσένα πρέπει, οπ' έξοχος 'ς τους πρώτους μέσα υπάρχεις. 60 +εις ταις βουλαίς να κάθεσαι μ' ενδύματα καθάρια• +και πέντ' έχεις 'ς το σπίτι σου υιούς αγαπημένους, +δυο νυμφευμένους, και άλλους τρεις, καμαρωμέν' αγόρια• +και αυτοί θέλουν με νηόπλυτα πάντοτε να πηγαίνουν +εις τον χορό• και γι' όλ' αυτά φροντίζω εγώ και μόνη». 65 + +Αυτά 'πεν, ότι του πατρός εντράπη να προφέρη +τον τερπνόν γάμον• ένοιωθεν εκείνος όλα, κ' είπε• + +«Και τα μουλάρια, τέκνο μου, λάβε, και ό,τι άλλο θέλεις• +άμε, και σε την άμαξαν οι δούλοι θ' αρματώσουν, +να 'ναι υψηλή, καλότροχη, με κάλαθον επάνω». 70 + +Είπε, κ' ευθύς επρόσταξε τους δούλους και υπακούσαν, +και αρμάτωσαν καλότροχο φορτωτικόν αμάξι, +και εις τον ζυγόν υπόταξαν κ' έζεψαν τα μουλάρια. +τα φωτεινά φορέματα μέσ' από τον κοιτώνα +έφερνε η κόρη κ' έθεσε 'ς το τορνευμένο αμάξι• 75 +κ' ένα κανίστρι εφόρτωσε τροφαίς όλο η μητέρα, +κάθε λογής, ευφραντικαίς, και με κρασί γεμίζει +τράγινο ασκί• κ' η κορασιά 'ς την άμαξ' αναιβαίνει• +και λάδ' υγρό 'ς ολόχρυσο ροΐ της δίδει ακόμη, +μαζή με ταις θεράπαιναις το σώμα της να χρίση. 80 +και αυτή πήρε τη μάστιγα και τα λαμπρά λουρία, +και τα μουλάρια ράβδισε, 'που εκίνησαν με κρότο, +και άπαυτα ετρέχαν κ' έφερναν τα ενδύματα κ' εκείνην, +μόνην όχι• η θεράπαιναις εβάδιζαν κατόπι. +και εις τ' εύμορφον ως έφθασαν και πρόσχαρο ποτάμι, 85 +ηύραν εκεί τα πλυσταρειά, και άφθονον αναβρύζει +καλό νερό, 'που 'ναι αρκετό να βγάλη κάθε ρύπο. +και τα μουλάρια ξέζεψαν αυταίς και τ' απολύσαν +εις τ' αφρισμένου ποταμού την άκρη, αυτού να τρώγουν +την αγριάδα την γλυκειά• τα ενδύματ' απ' τ' αμάξι 90 +σήκωσαν, κ' έμπασαν νερό μαύρο, και όλαις αντάμα +'ς τους βόθρους μέσ' αντίζηλα με βια ποδοπατούσαν. +και αφού τα έπλυναν και καλά τους ρύπους εκαθάραν, +εις τ' ακρογιάλι τ' άπλωσαν αραδικώς, 'ς το μέρος +'που τα χαλίκια 'ς την ξηράν ελεύκαινε το κύμα. 95 +κ' εκείναις, αφού ελούσθησαν και αλείφθηκαν με λάδι, +'ς το πλάγι εκεί του ποταμού γευμάτισαν, και ωστόσο +τα ενδύματ' έμεναν 'ς του ηλιού την λάμψι να στεγνώσουν. +και αφού χαρήκαν την τροφήν η δούλαις με την κόρη, +έβγαλαν τα μαγνάδια τους και με την σφαίρα επαίζαν. 100 +και η λευκοχέρα Ναυσικά άρχιζε το τραγούδι. +και ως η τοξεύτρα Αρτέμιδα τα όρη καταιβαίνει, +ταις ράχαις του υψηλότατου Ταϋγέτου ή του Ερυμάνθου, +κ' έχει 'ς τους κάπρους ηδονή και 'ς τα γοργά τα 'λάφια• +και η νύμφαις η αγροκάτοικαις, του Δία θυγατέρες, 105 +παίζουν μαζή της, και η Λητώ 'ς τα στήθη αναγαλλιάζει• +και η κεφαλή, το μέτωπον αυτής εξέχ' εις όλαις, +και αυτ' είναι καλογνώριστη, αν και όλαις είν' ωραίαις• +όμοια 'ς ταις κόραις έλαμπεν η ανύμφευτη παρθένα. + +Αλλά την ώρα, 'πώμελλε 'ς το σπίτι να γυρίση, 110 +ζέφοντας και τα ενδύματα διπλόνοντας τα ωραία, +τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη, +όπως ξυπνήσ' ο Οδυσσηάς, να ίδη την παρθένα, +και να τον οδηγήση αυτή 'ς την πόλι των Φαιάκων. +σφαίραν εις μιαν θεράπαιναν ρίχν' η βασιλοπούλα, 115 +την σφάλλει, και μες το βαθύ ρεύμα βυθίζ' η σφαίρα, +και σέρνουν όλαις μια βοή• και ο θείος Οδυσσέας +ξύπνησε και καθήμενος αυτού διαλογιζόνταν• + +«Ωιμέ, πού πάλιν έφθασα και εις ποιών ανθρώπων μέρος; +μήπως είν' άνθρωποι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, 120 +ή τε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη; +γλυκός μ' εκτύπησεν αχός 'σαν από κορασίδαις, +νύμφαις, 'που επάνω κατοικούν 'ς ταις κορυφαίς, 'ς τα όρη, +και εις ταις πηγαίς των ποταμών και 'ς τα χλωρά λιβάδια• +ή σιμά ευρίσκομαι εις θνητούς με γλώσσαν ανθρωπίνην; 125 +αλλ' έλα, με τα μάτια μου θα ιδώ και θα εξετάσω». + +Κ' εβγήκε απ' τα χαμόδενδρα ο θείος Οδυσσέας, +και με το χέρι το τρανό πολύφυλλο απ' το δάσος +κόπτει κλαδί, 'ς το σώμα του την γύμνωσι να κρύψη• +και ως θαρρετό 'ς την δύναμι, θρέμμα βουνού, λειοντάρι, 130 +'που μ' όλο τ' ανεμόβροχο κινά, και μέσα καίουν +τα μάτια του• και χύνεται 'ς τα βώδια ή και 'ς τ' αρνία, +ή 'ς τ' άγρι' ελάφια, και ζητεί, καθώς τον σπρώχν' η πείνα, +και εις κτίριο μέσα στερεό τα πρόβατα ν' αρπάξη• +όμοια 'ς ταις καλοπλέξουδαις κόραις ο Οδυσσέας 135 +ολόγυμνος εσίμονεν, ότ' ηύρε αυτόν ανάγκη. +τρομακτικός τους φάνηκε φθαρμένος απ' την άρμη, +και τρέμοντας εσκόρπισαν ς' τ' ακροθαλάσσια βράχη• +μόνη τ' Αλκίνου εστέκονταν η κόρη, ότ' εις το στήθος +θάρρος της έβαλ' η Αθηνά, και αφαίρεσε τον φόβο. 140 +και αγνάντια στάθη ασάλευτη• και εδίσταζ' ο Οδυσσέας, +δεόμενος της κορασιάς τα γόνατατ' αν θα πιάση, +ή από μακρυά θα δεηθή με λόγια μελωμένα, +την πόλι να του δείξη αυτή κ' ένδυμα να του δώση. +και τούτο συμφερώτερο του εφάνη, με τα λόγια 145 +τα μελωμέν' από μακρυά να δεηθή, μην ίσως, +αν πιάση αυτής τα γόνατα, βαρυφανή της κόρης. +κ' ευθύς λόγον επρόφερε σοφόν και μελωμένον• + +«Κάμ' έλεος, βασίλισσα, θεά 'σαι είτε θνητή 'σαι• +και αν είσαι μία των θεών, 'που κατοικούν 'ς τα ουράνια, 150 +εσέ προς την Αρτέμιδα, 'πού κόρ' είναι του Δία, +εις την ειδή, 'ς τ' ανάστημα, 'ς την πλάσι, εγώ συγκρίνω, +και αν είσαι μία των θνητών, 'που κατοικούν τον κόσμο, +μακάριος ο πατέρας σου και η σεβαστή μητέρα, +μακαριστοί σου κ' οι αδελφοί, 'πού πάντοτε η ψυχή τους 155 +ευφραίνετ' εξ αιτίας σου, χαραίς όλη γεμάτη, +τέτοιο βλαστάρι όταν θωρούν εις τον χορό να λάμπη. +αλλά 'ς όλους ανάμεσα χαρά 'ς τον άνδρα εκείνον, +'που, αφού 'ς τα δώρα ενίκησεν, εσέ θα πάρη νύμφη. +ότι τα μάτια μου ποτέ θνητό δεν είδαν πλάσμα, 160 +άνδρα ή γυναίκα, ωσάν εσέ• θαυμάζ' όσο σε βλέπω• +όμοια 'ς την Δήλο, 'ς τον βωμό τ' Απόλλωνα πλησίον, +φοινικιάν είδα τρυφερή, 'που εβλάσταινε με χάρι• +ότι κ' εκείθ' επέρασα, μ' άπειρη συνοδία, +εις το ταξείδι 'πώμελλεν εις πάθη να με φέρη• 165 +και όπως αυτήν εθαύμασα πολληώρα, όταν την είδα, +ότι φυτόν από την γη παρόμοιο δεν εβγήκε, +όμοια σε θαύμασα, ω γυνή, θαμπώθηκα, όλος τρέμω +να σου εγγίξω τα γόνατα• και μ' ηύρε μέγα πάθος. +χθες την ημέραν εικοστή βγήκ' απ' το μαύρο κύμα, 170 +και ως τότ' εθαλασσόδερνα με τους σφοδρούς ανέμους, +απ' το νησί της Ωγυγιάς• κ' εδώ μ' έρριξ' η μοίρα +τώρα, να πάθω άλλα κακά κ' εδώ, τι δεν πιστεύω +να παύση ακόμη, αλλ' οι θεοί πολλ' άλλα μου ετοιμάζουν. +βασίλισσ', ελεήσου με, ότ' ύστερ' από μύρια 175 +πάθη σέ πρώτην απαντώ• ότι άνθρωπον κανέναν, +απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα δεν γνωρίζω• +την πόλι δείξε μου και δος, να σκεπασθώ, ένα ράκι, +αν κάποιο τύλιγμ' έφερες εδώ των ενδυμάτων. +κ' εσέ να δώσουν οι θεοί τα όσα η ψυχή σου θέλει• 180 +άνδρα και σπίτι κ' εύμορφην ομόνοια να χαρίσουν• +ότι δεν είναι εις την ζωή λαμπρότερη ευτυχία, +παρ' αν το σπίτι κυβερνούν με μια και μόνη γνώμη +ο άνδρας με την σύντροφο• λύπη για τους εχθρούς των, +χαρά των φίλων και τ' ακούν μάλιστα εκείνοι πρώτοι». 185 + +Και η λευκοχέρα Ναυσικά απάντησέ του κ' είπε• +«Όχι, αγενής ή ανόητος, ω ξέν', εσύ δεν δείχνεις• +την ευτυχία των θνητών μοιράζ' ο Ολύμπιος Δίας, +των ευγενών, των αγενών, του καθενός ως θέλει• +και σένα τούτα σ' έδωκε και ανάγκη να υπομείνης. 190 +αλλ' αφού πάτησες 'ς την γη και χώραν ιδική μας, +δεν θα σου λείψη φόρεμα, ούτ' άλλο απ' όσα πρέπει +να λάβη, όπου προσέρχεται, πολύθλιβος ικέτης. +την πόλι θα σου δείξω εγώ, και τους λαούς θα σ' είπω• +την πόλι τούτη και την γην οι Φαίακες κρατούσι, 195 +κ' εγώ 'μαι του γενναιόκαρδου η κόρη του Αλκινόου, +κ' οι Φαίακες οι δυνατοί 'ς εκείνον κρέμοντ' όλοι». + +Κ' ευθύς ταις καλοπλέξουδες επρόσταξε παρθέναις• +«Σταθήτ' εδώ, θεράπαιναις• γιατ' είδετ' έναν άνδρα, +πού φεύγετε; κάποιος εχθρός φοβείσθ' ότ' είναι τούτος; 200 +άνδρας δεν είναι φοβερός, ούτε ποτέ θα υπάρχη, +να 'λθη να φέρη πόλεμο 'ς την χώρα των Φαιάκων• +ότι είμασθεν αγαπητοί πολύ των αθανάτων, +και μες την άγρια θάλασσαν ύστεροι κατοικούμε, +ουδέ μ' ημάς συγκοινωνεί κανένας των ανθρώπων. 205 +αλλ' ήλθε αυτός ο δύστυχος πλανώμενος 'δω πέρα• +πρέπει να τον ξενίσουμεν• ότι έρχονται απ' τον Δία +πτωχοί και ξένοι• ολιγοστό και αγαπητό το δώρο. +αλλά δόστε, θεράπαιναις, βρώσι, πιοτό, του ξένου, +και λούστε αυτόν 'ς τον ποταμό, 'ς ανάνεμη γωνία». 210 + +Είπε, κ' εκείναις έμειναν, και αντιπαρακινώνταν, +κ' εκάθισαν τον Οδυσσηά 'ς ανάνεμη γωνία, +όπως η κόρη Ναυσικά ταις είχε παραγγείλει. +σιμά του έθεσαν αλλαξιά, χιτώνα, επανωφόρι, +μέσα εις ολόχρυσο ροΐ του έδωκαν υγρό λάδι, 215 +και να λουσθή τον έλεγαν 'ς του ποταμού το ρεύμα. +τότ' είπε εις ταις θεράπαιναις ο θείος Οδυσσέας• + +«Θεράπαιναις, σταθήτε αυτού μακράν, όπως ατός μου +την άρμην απ' ταις πλάταις μου ξεπλύνω, και με λάδι +χρίσω το σώμα, οπού καιρούς άλειμμα δεν γνωρίζει. 220 +και αντίκρυ σας δεν θα λουσθώ, ότι εντροπή μου θα 'ναι +εμπρός 'ς τα καλοπλέξουδα να γυμνωθώ κοράσια». + +Είπε, κ' εσύρθηκαν αυταίς, και το 'παν της παρθένας• +κ' έπλαιν' ο θείος Οδυσσηάς μέσ' από το ποτάμι +την άρμην απ' τους ώμους του πλατείς και από τα νώτα, 225 +κ' έτριβε από την κεφαλή την άχνη της θαλάσσης. +και άμα ελούσθη ολόβολος και με το λάδι αλείφθη, +εφόρεσε τα ενδύματα, 'που του 'δωκε η παρθένα. +κ' έκαμε αυτόν να φαίνεται, η διογενής Αθήνη +τρανώτερος, παχύτερος, και από την κεφαλή του 230 +σγουρήν την κόμην έσυρε, 'π' ώμοιαζε ανθούς του κρίνου, +και ως όταν εις τον άργυρο χρυσάφι περιχύνη +τεχνίτης, οπ' ο Ήφαιστος κ' η Αθήνη έχουν διδάξει +μ' εντέλεια, και φιλοτεχνεί χαριτωμένα έργα• +όμοια και αυτού 'ς την κεφαλή, 'ς το σώμα, έχυσε χάρι. 235 +πήγ' έπειτα κ' εκάθισε 'ς της θάλασσας την άκρη• +και άστραφτε χάρες κ' ευμορφιά• τον θαύμαζεν η κόρη• +κ' είπε 'ς τα καλοπλέξουδα κοράσια τότ' εκείνη• + +«Σ' ό,τι θα ειπώ προσέξετε, λευκόχεραίς μου κόραις• +όχι, 'ς το πείσμα των θεών του Ολύμπου αυτός ο άνδρας 240 +τους ισοθέους Φαίακαις να σμίξη εδώ δεν ήλθε. +ότι άμορφος προτήτερα μου εφάνηκε πως ήταν• +και τώρ' ομοιάζει των θεών των ουρανοκατοίκων. +κ' είθε παρόμοιος σύντροφος να ονομασθή δικός μου, +'που να 'στεργεν εγκάτοικος εδώ μ' εμάς να μένη. 245 +αλλά δόστε, θεράπαιναις, βρώσι, πιοτό του ξένου». + +Είπε και αυταίς υπάκουσαν ευθύς εις την φωνή της• +κ' έθεσαν βρώσι και πιοτό σιμά 'ς τον Οδυσσέα• +κ' έτρωγε κ' έπινε αρπακτά ο θείος Οδυσσέας, +κ' είχε ο πολύπαθος καιρούς φαγί να δοκιμάση. 250 +και η λεκοχαίρα Ναυσικά τότ' εφευρήκεν άλλο• +εδίπλωσε και απίθωσε τα ενδύματα εις τ' αμάξι, +έζεψε τα σκληρώνυχα μουλάρια και άμ' ανέβη. +κ' επαρακίνα λέγοντας τον Οδυσσηά• «Σηκώσου, +ξένε, εις την πόλι για να πας, κ' εγώ θα σ' οδηγήσω 255 +'ς του συνετού πατέρα μου το δώμα, όπου τους πρώτους +πιστεύω από τους Φαίακαις θα ιδής και θα γνωρίσης. +αλλ' έλα κάμε ό,τι σου ειπώ• θαρρώ πως γνώσιν έχεις. +όσον αγρούς διαβαίνουμε, και των ανθρώπων έργα, +με ταις θεράπαιναις μαζή κατόπιν εις τ' αμάξι 260 +ογλήγορ' ακολούθα με, κ' εγώ τον δρόμο δείχνω, +έως ότου θε να φθάσουμε 'ς την πόλιν, οπού πύργος +ζών' υψηλός, κ' έχει καλούς λιμέναις δυο 'ς τα πλάγια. +έχει το έμπασμα λεπτό• στενοχωρούν τον δρόμο +τα κυρτά πλοία 'ς ταις σκεπαίς, 'πώχει καθείς δική του. 265 +κ' είν' η αγορά τους, 'ς του λαμπρού την μέση Ποσειδίου, +με συρταίς πέτραις, 'πώχωσαν βαθειά, θεμελιωμένη. +και αυτού τ' άρμενα εργάζονται των πισσωμένων πλοίων, +τα καλαμάρια, τα πανιά, και καταξυούν κουπία. +και οι Φαίακες δεν αγαπούν φαρέτρα ουδέ δοξάρι, 270 +μόνον πανιά, μόνον κουπιά, και ισόπλευρα καράβια, +οπού γι' αυτά περήφανοι το λευκό κύμα σχίζουν. +τούτων ξεφεύγω την πικρή γλώσσα, μη μ' ονειδίση +κανένας, ότ' είναι λαός περήφανος και αυθάδης. +άνδρας συμβαίνει πρόστυχος να ιδή, κ' ευθύς να είπη• 275 +ο λαμπρός ξένος και τρανός, 'ς την Ναυσικά κατόπι, +ποιος είναι; που τον εύρηκε; άνδρα της θα τον κάμη. +μήπως από το πλοίο του, 'που εξέπεσ' εδώ πέρα, +ξένον εδέχθη μακρυνόν; τι γείτονες δεν είναι. +ή απ' ταις ολόθερμαις ευχαίς κατέβηκε ουρανόθεν 280 +κάποιος θεός, και θα 'χη αυτόν εκείνη ολοζωής της; +καλήτερ' αν μονάχη της εζήτησε κ' ευρήκε +άλλοθεν άνδρα• ότι αψηφά τους συντοπίταις όλους, +τους Φαίακαις, οπού πολλοί και οι πρώτοι την ζητούσι. +αυτά θα ειπούν, κ' εγώ εντροπή τα λόγια τούτα θα 'χω. 285 +κ' εγώ 'θελε κατηγορώ άλλην, αν όμοια πράξη, +χωρίς να 'χη το θέλημα των ποθητών γονέων, +πριν έλθ' εις γάμον φανερόν, τους άνδραις να σιμόνη. +και τώρα, ξένε, πρόσεχε, αν θέλης ο πατέρας +εις την πατρίδα ογλήγορα να σε ξεπροβοδήση. 290 +'ς τον δρόμο θαύρης τον λαμπρόν λευκώνα της Αθήνης• +μέσ' αναβρύζει αυτού πηγή, και γύρω έχει λιβάδι• +αυτού 'ναι η γη και ο ανθούμενος ο κήπος του πατρός μου, +από την πόλι διάστημα, 'π' ακούεσ' αν βοήσης. +αυτού μείνε καθήμενος, έως ότου εμείς 'ς την πόλι 295 +πατήσουμε και φθάσουμε 'ς τα σπίτια του πατρός μου• +και άμα λογιάσης ότι 'μεις 'ς τα σπίτι έχουμε φθάσει, +προς των Φαιάκων βάδισε την πόλι, και άμ' ερώτα +τα σπίτια του γενναιόκαρδου πατέρα μου Αλκινόου. +καλόγνωρα είναι• και μωρό παιδί να σου τα δείξη 300 +δύναται• ότι δεν κτισθήκαν τα σπίτια των Φαιάκων, +ως τα παλάτια κτίσθηκαν του ήρωα του Αλκινόου• +και όταν οι δόμοι γύρωθε κ' η αυλή σε περιλάβουν, +διάβα ευθύς το μέγαρο να φθάσης 'ς την μητέρα, +'που εις την γωνίστρα κάθεται, 'ς την λάμψι της φωτίας, 305 +γαλάζιο κλώθοντας μαλλί, θαυμάσιον, εις τον στύλον +απιθωμένη, και όπισθεν αυτής κάθονται η δούλαις. +και 'ς την φωτιά σιμά θα ιδής τον θρόνο του πατρός μου, +'π' αυτού πίνει καθήμενος, όμοιος των αθανάτων. +ξεπέρν' αυτόν, τα γόνατα, συ πιάσε της μητρός μου, 310 +αν θες για σε χαρμόσυνη και ογλήγορα να φέξη +η ημέρα της επιστροφής, όθεν μακρυά και αν ήσαι. +και αν ίσως και σ' ελεηθή και σ' αγαπήση εκείνη, +θάρρου, θα ιδής τους ποθητούς, ογλήγορα θα φθάσης, +'ς το σπίτι το καλόκτιστον, εις την γλυκειά πατρίδα». 315 + +Είπε και με την μάστιγα την φωτεινή ραβδίζει +τα μουλάρια, και αυτ' άφησαν του ποταμού την άκρη, +ευθύς, κ' ετρέχαν τακτικά, καλά τετραποδίζαν. +κυβερνά η κόρη εύμορφα, πεζοί για να προφθάσουν +η δούλαις με τον Οδυσσηά• με νου ραβδίζ' η κόρη. 320 +κ' έκλιν' ο ήλιος, κ' έφθασαν 'ς της Αθηνάς το δάσος +το ένδοξο, και αυτού κάθισεν ο θείος Οδυσσέας, +και εις του μεγάλου του Διός την κόρη ευθύς ευχήθη• + +«Άκου με, κόρη αδάμαστη, τ' αιγιδοφόρου Δία• +εισάκουσέ με, 'π' άλλοτε δεν μ' έχεις εισακούσει, 325 +'που ευχόμουν, όταν μ' έκρουεν ο μέγας κοσμοσείστης. +δος να με ιδούν οι Φαίακες με σπλάχνος και μ' αγάπη». + +Ευχήθη, και τον άκουσε τότε η Παλλάδ' Αθήνη• +και δεν του εφονερόνονταν εμπρός του, ότι εφοβόνταν +εκείνη τον πατράδελφον και αυτός εμίσα σφόδρα 330 +τον ομοιόθεον Οδυσσηά, πριν φθάσ' εις την πατρίδα. + + + +ΤΕΛΟΣ Α' ΤΟΜΟΥ + + + + + + + + + + +End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, Volume A, by Homer + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY, VOLUME A *** + +***** This file should be named 30613-0.txt or 30613-0.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30613/ + +Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +http://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH F3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at http://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at http://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit http://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: http://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + http://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. diff --git a/old/20091206-30613-0.zip b/old/20091206-30613-0.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..4fdc050 --- /dev/null +++ b/old/20091206-30613-0.zip |
