diff options
| -rw-r--r-- | .gitattributes | 3 | ||||
| -rw-r--r-- | 28626-0.txt | 5745 | ||||
| -rw-r--r-- | 28626-0.zip | bin | 0 -> 130114 bytes | |||
| -rw-r--r-- | LICENSE.txt | 11 | ||||
| -rw-r--r-- | README.md | 2 |
5 files changed, 5761 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes new file mode 100644 index 0000000..6833f05 --- /dev/null +++ b/.gitattributes @@ -0,0 +1,3 @@ +* text=auto +*.txt text +*.md text diff --git a/28626-0.txt b/28626-0.txt new file mode 100644 index 0000000..37f760d --- /dev/null +++ b/28626-0.txt @@ -0,0 +1,5745 @@ +The Project Gutenberg EBook of Nicomachean Ethics, Volume 1, by Aristotle + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Nicomachean Ethics, Volume 1 + +Author: Aristotle + +Translator: Kyriakos Zambas + +Release Date: April 27, 2009 [EBook #28626] +Last Updated: November 29, 2009 + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK NICOMACHEAN ETHICS, VOLUME 1 *** + + + + +Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason Konstantinidis + + + + +Note: The table of contents has been inserted for the convenience of +the reader. Bold characters in the book have been included in &&. +One missing word has been marked by [], while 3 corrections have +been included in //. Numbers in curly brackets relate to the +footnotes that have been transferred at the end of the book. The +tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise +the spelling of the book has not been changed. + +Σημείωση: Ο Πίνακας περιεχομένων δημιουργήθηκε για την διευκόλυνση +του ανανγνώστη. Έντονες λέξεις έχουν συμπερηληφθεί μεταξύ &&. Μία +λέξη που λείπει έχει περιληφθεί σε [], ενώ 3 διορθώσεις περιλαμβάνονται +σε //. Οι αριθμοί σε αγκύλες {} αφορούν στις υποσημειώσεις των σελίδων +που έχουν μεταφερθεί στο τέλος Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε +μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. + +Π Ι Ν Α Κ Α Σ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Ω Ν + +ΠΡΟΛΟΓΟΣ +ΒΙΒΛΙΟΝ Α. +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. – ΙΓ’. +ΒΙΒΛΙΟΝ Β. +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. – Θ’. +ΒΙΒΛΙΟΝ Γ. +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. – ΙΕ’. +ΒΙΒΛΙΟΝ Δ. +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. - ΙΕ'. +ΒΙΒΛΙΟΝ Ε. +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. - ΙΕ'. +ΒΙΒΛΙΟΝ Ζ. +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. - ΙΓ'. + + + + +ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ + + + +ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ + +ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ + +ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ + +ΚΥΡ. ΖΑΜΠΑ + + + +ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ + + + +ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ + + +ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ + +ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ + +ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ + +ΚΥΡ. Ζ Α Μ Π Α + +ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ + +ΠΡΟΛΟΓΟΣ + + + +Περί της κριτικής και ερμηνευτικής μας εργασίας εις το κείμενον των +Ηθικών Νικομαχείων όχι μόνον απρόσφορον αλλά και αδύνατον είναι να +λεπτολογήσωμεν ενταύθα, διότι θα εχρειάζετο χώρος ίσος προς τον +όγκον του βιβλίου. Απλώς αναφέρομεν ότι άνω των 500 χωρίων +αποκατεστήσαμεν εκ των χειρογράφων ή δι' ελαφράς τροποποιήσεως και +προ πάντων της στίξεως και των μορίων (δε, δη, γαρ, άρα, ου, εν, επί +κτλ.), και περί τα 1000 ανεξήγητα εν συνόλω χωρία ερμηνεύσαμεν +σαφώς. Διά τούτο ο ασαφής και αποσπατώδης και μόνον εκ φήμης +θαυμαζόμενος Αριστοτέλης δια πρώτην ίσως φοράν εν Ελλάδι +παρουσιάζεται σαφής, αυτοεξηγημένος, συναφής, και προ πάντων +ακέραιος και πλήρης {1} δια να εκτιμηθή και θαυμασθή από την +ατομικήν πλέον αντίληψιν εκάστου. Προς πλειοτέραν μάλιστα ευκολίαν +εκτός των απαραιτήτων σημειώσεων {2} προτάσσομεν εις εκάστην σχεδόν +σελίδα συνοπτικά περιεχόμενα, ούτως ώστε το βιβλίον τούτο να λάβη +πλέον τελείαν μορφήν νεωτέρου διδακτικού εγχειριδίου και να είναι +κατάλληλον διά το όλον του, όσον ουδέν άλλο, να εισαχθή εις τα +σχολεία ως &Νεοελληνικόν Ανάγνωσμα&. + +Εξ όλων όμως των προσόντων του το ανώτερον και καθολικώτερον είναι +ότι μετεφράσθη εις την ζωντανήν γλώσσαν καθώς λέγουν συνήθως και την +οποίαν ημείς ονομάζομεν &Αθηναϊκήν γλώσσαν&. Επειδή όμως το προσόν +τούτο εις πολλούς ακόμη θα φανή ελάττωμα και επειδή συνδέεται και με +την γλώσσαν του Αριστοτέλους (επίσης κοινήν) οπωσούν, και με +ολόκληρον το γλωσσικόν ζήτημα, το οποίον είναι η μεγαλιτέρα πληγή +του έθνους και αιτία των δισχιλιετών συμφορών της ελληνικής φυλής, +δια τούτο κρίνομεν επάναγκες να ειπούμεν ό,τι είναι δυνατόν εδώ περί +αυτού, διότι είμεθα βέβαιοι ότι παρέχομεν την μόνην ορθήν και +εδραίαν βάσιν προς αναθεώρησιν της εκπαιδεύσεως και αναγέννησιν του +έθνους. + +Είναι γνωστόν ότι και ο τελευταίος αστοιχείωτος αναγνώστης όταν πάρη +να αναγνώση μίαν κωμωδίαν, αμέσως ζωογονείται ο τόνος της φωνής του +και απαγγέλλει με έξαψιν χαράς, λύπης, οργής, ειρωνείας, γελώτων κτλ +και εν γένει με σύμπραξιν των χειρών και των ποδών και της φωνής και +των μορφασμών του. Αι! λοιπόν αυτή είναι η πλήρης γλώσσα, δηλαδή η +ζωντανή και καλλιτεχνική, η συνοδευομένη με την γλώσσαν των σχημάτων +(μιμητικήν) και του τόνου (μουσικήν). Επειδή όμως αι τελευταίαι +ειδικότητες απεσπάσθησαν από το σύνολον της γλώσσης ως αυτοτελείς +καλλιτεχνίαι, και επειδή η σοβαρωτέρα δήθεν και επιστημονική χρήσις +της γλώσσης απεγυμνώθη από την συμμετοχήν των κινήσεων του σώματος +και της φωνής και περιωρίσθη εις την ανούσιον κίνησιν των χειλέων η +οποία μάλιστα εξαφανίζεται σχεδόν τελείως κατά την σιωπηράν +ανάγνωσιν, δια τούτο ανέκαθεν η γλωσσική επιστήμη παρενόησε την +καλλιτεχνικήν ιδιότητα αυτής, και όσον και αν ομιλεί περί ευφωνίας +αυτής, ουδέποτε κατέταξε την γλώσσαν μεταξύ των καλών τεχνών διά να +εφαρμόση και επαληθεύση εις αυτήν όλους τους νόμους της αισθητικής. +Εις τούτο συνετέλεσε και το όλως εξωτερικόν γεγονός ότι το ύψος των +αρχαίων κλασσικών συγγραφέων κατέστησε αυτούς το ίνδαλμα το οποίον +με νοσταλγίαν επόθησαν όλοι οι μεταγενέστεροι χρόνοι, και επεδόθησαν +εις την ανάγνωσιν αυτών, προσπαθούντες με πάντα τρόπον να +συγκρατήσουν τους τύπους της γλώσσης των. Και αυτή ακριβώς η τάσις +στρέφεται καιρίως εναντίον ενός των θεμελιωδών νόμων πάσης +καλλιτεχνίας, ήτοι του νεωτερισμού και της &καινοπρεπείας&. + +Επειδή μάλιστα η τοιαύτη έκτροπος σπουδή περί την γλώσσαν εγίνετο +άνευ της συμμετοχής της ακουστικής αντιλήψεως, εδημιουργήθη μοιραίως +η εξαμβλωματική μεταφορά της αντιλήψεως της γλώσσης από την ακοήν +και τον ήχον εις την όρασιν και την ορθογραφίαν. Και σήμερον πλέον +έχομεν ανθρώπους αντιλαμβανομένους τους ευφωνικούς κανόνας της +γλώσσης &ορθογραφικώς& (!) + +Οι τοιούτοι δεν λέγουν λ. χ. &καλημέρα& αλλά προφέρουν σαφέστατα +&καλή ημέρα&, διότι εφαρμόζουν τον ορθογραφικόν ευφωνικόν κανόνα ότι +το η ως μακρόν δεν εκθλίβεται. Οι τοιούτοι γνωρίζουν μεν ότι εις το +&γέγραφσθε& το σ εκπίπτει ως δυσπρόφερτον μεταξύ δύο συμφώνων, εις +το &ψεύστης& όμως δεν το ευρίσκουν δυσπρόφερτον, διότι νομίζουν ότι +το &ευ& προφέρεται λεπτότερον από το αφ και καταφέρονται κατά των +αγραμμάτων εκείνων οι οποίοι λέγουν συμφωνότερον προς την ουσίαν του +κανόνος &ψεύστης (!)& Πόσον προσκρούει εις την μουσικήν ευαρμοστίαν +ο ορθογραφικός αρχαϊσμός το δεικνύει σαφέστατα το κακόστομον +επίρρημα &κατεσπευσμένως,& το οποίον συγκρινόμενον με τα γοργά +ευρωπαϊκά vite, schnell κτλ., φαίνεται ως ειρωνεία προς την αλήθειαν +(=μη κουνιέσαι) και το οποίον ημείς το λέγομεν γλήγορα εις την +ζωντανήν γλώσσαν, η οποία ξετινάζει και &καθαρίζει& την γούνα της +&καθαρευούσης&. Πλειότερα περί της στρεβλώσεως της νεωτέρας γλώσσης +διά των ορθογραφικών κανόνων είπαμεν πλην άλλων και εις τον πρόλογον +του Κρατύλου. Και τόρα σπεύδομεν εις το συμπέρασμα ότι η εφαρμογή +των αρχαίων κανόνων και η τάσις προς αναβίβασιν της σημερινής +γλώσσης σημαίνει την τελείαν απονέκρωσιν αυτής και την αφαίρεσιν +παντός καλλιτεχνικού στοιχείου. Διά τούτο πολύ δικαίως εξανέστησαν +κατά καιρούς διάφοροι γλωσσοτέχναι ποιηταί ή συγγραφείς, και πολύ +φυσικώς εζήτησαν άλλοι να σύρουν αυτήν εις το άκρον αντίθετον, +δηλαδή εις την τελείως αγράμματον και επαρχιακήν γλώσσαν, εις +ψυχαρισμόν ή μαλλιαρισμόν ή οτιδήποτε άλλο, διότι μόνον διά της +τοιαύτης αντιθέσεως ήτο δυνατόν να ωριμάση η μέση εκείνη και χρυσή +πορεία η οποία σήμερον πλέον κατέκτησε όλην την αληθινήν λογογραφίαν +από την δημοτικήν ποίησιν έως εις το διήγημα και από τας επιφυλλίδας +των εφημερίδων μέχρι των μεταφράσεων των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, +δια τας οποίας το έθνος θα ευγνωμονή τον αναλαβόντα την πρωτοβουλίαν +εκδότην κύριον Γ. Φέξην. + +Κ. ΖΑΜΠΑΣ + + + + +ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ + + + + +ΒΙΒΛΙΟΝ Α. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. + + + + +&Το αγαθόν ως σκοπός εις όλα&. — Πάσα τέχνη και επιστήμη, καθώς και +πάσα πράξις και προαίρεσις, φαίνεται ότι επιδιώκει κάποιον αγαθόν. +Δια τούτο καλώς απεφάνθησαν ότι αγαθόν είναι ό,τι επιδιώκουν πάντες. +Υπάρχει όμως διαφορά εις τα αποτελέσματα. Διότι άλλα μεν είναι μόνον +ενέργειαι, άλλα δε εκτός των ενεργειών είναι και έργα. Και όπου πλην +των ενεργειών υπάρχουν και κάποια έργα, εκεί είναι ανώτερα τα έργα +από τας ενεργείας. + +Επειδή δε υπάρχουν πολλαί πράξεις και τέχναι και επιστήμαι, έχομεν +επίσης και πολλά αποτελέσματα• λόγου χάριν η ιατρική έχει αποτέλεσμα +την υγείαν, η δε ναυπηγική το πλοίον, η στρατηγική πάλιν την νίκην, +και η οικονομική τον πλούτον. Πολλαί δε από αυτάς υπάγονται εις έν +σύστημα, καθώς λόγου χάριν εις την ιππικήν ή χαλινοποιία και όσαι +άλλαι καταγίνονται εις τα ιππικά όργανα. Αυτή δε και πάσα πολεμική +πράξις υπάγεται εις την στρατηγικήν, ομοίως δε και άλλαι εις άλλας. +Εις όλας αυτάς λοιπόν είναι προτιμότερα πάντοτε τα αποτελέσματα των +αρχιεργατικών τεχνών, παρά τα των υπαγομένων εις αυτάς. Διότι προς +χάριν εκείνων επιδιώκονται και αυτά• έχει δε βεβαίως μεγάλην +διαφοράν το να είναι αι ίδιαι ενέργειαι αποτέλεσμα των πράξεων, παρά +εκτός αυτών να υπάρχη κάτι άλλο, καθώς εις τας επιστήμας που +ανεφέραμεν προηγουμένως. Εάν λοιπόν εις κανέν από όσα είναι +ευκατόρθωτα υπάρχη αποτέλεσμα το οποίον επιδιώκομεν μόνον χάριν +αυτού του ιδίου, όλα δε τα άλλα προς χάριν αυτού και όχι το καθένα +πάντοτε χάριν άλλων (διότι τότε προχωρεί εις το άπειρον και μένει η +επιθυμία μας ανεκπλήρωτος και ματαία), τότε είναι φανερόν ότι αυτός +ο σκοπός είναι το αγαθόν και το κάλλιστον πράγμα. + +&Τα αγαθά υπάγονται εις την πολιτικήν επιστήμην&. — Επομένως και διά +την ζωήν η γνώσις αυτού δεν έχει άραγε μεγάλην σημασίαν, και ως +άλλοι σκοπευταί, όταν έχωμεν ωρισμένον σκοπόν εις τον βίον μας, δεν +είναι ευκολώτερον να επιτύχωμεν το ορθόν; Και αφού τούτο είναι +αληθές, πρέπει να προσπαθήσωμεν να περιλάβωμεν αυτό εις ένα τύπον +και να εύρωμεν τι πράγμα είναι και εις ποίαν επιστήμην ή ικανότητα +ανήκει. Και φαίνεται ότι ανήκει εις την πλέον κυρίαρχον και +αρχιεργατικήν, και τοιαύτη είναι η πολιτική. Διότι αυτή διατάσσει +ποίαι επιστήμαι πρέπει να υπάρχουν εις τας πόλεις και ποίας να +μανθάνη έκαστος και μέχρι ποίου βαθμού. Βλέπομεν δε ότι και αι +σεβαστότεραι δυνάμεις υπάγονται εις αυτήν, καθώς η στρατηγική, η +οικονομική, η ρητορική. Επειδή δε αυτή μεταχειρίζεται τας άλλας +πρακτικάς επιστήμας και εκτός τούτου νομοθετεί τι πρέπει να +πράττωμεν και τι να αποφεύγωμεν, ίσως το αποτέλεσμα αυτής περικλείει +το αποτέλεσμα των άλλων, ώστε πιθανόν αυτό να είναι το ανθρώπινον +αγαθόν. Διότι, και όταν είναι το ίδιον δι' έν άτομον και δι' +ολόκληρον την πόλιν, πάλιν όμως το αγαθόν της πόλεως φαίνεται ότι +είναι μεγαλίτερον και προς απόκτησιν και προς διατήρησιν. Διότι +καλόν είναι και όταν το αγαθόν υπάρχη εις έν άτομον μόνον, αλλά πολύ +καλλίτερον και θεαρεστότερον είναι να υπάρχη εις τα έθνη και τας +πόλεις. + +&Η ηθική δεν είναι θετική επιστήμη&. — Αυτή λοιπόν εδώ η έρευνά μας +αυτά επιδιώκει και είναι κάπως πολιτική, θα είναι δε αρκετά τελεία, +εάν διασαφηθή συμφώνως με το εξεταζόμενον υλικόν. Διότι την +ακρίβειαν δεν πρέπει να την επιδιώκωμεν εις όλους τους λόγους καθώς +ουδέ εις όλα τα κατασκευαζόμενα έργα. + +Τα δε καλά και τα δίκαια τα οποία ερευνά η πολιτική, επιδέχονται +τόσον μεγάλην διαφοράν και πλάνην, ώστε να νομίζωνται ότι μόνον κατά +συνθήκην υπάρχουν και όχι εκ φύσεως. Τοιαύτην δε πλάνην περιέχουν +και τα αγαθά, διότι εις πολλούς συμβαίνουν δυστυχήματα εξ αιτίας +αυτών. Γνωρίζομεν δηλαδή έως τώρα ότι πολλοί κατεστράφησαν εξ αιτίας +του πλούτου, άλλοι δε εξ αιτίας της ανδρείας των. Είναι λοιπόν +αρκετόν, αφού ομιλούμεν διά τοιαύτα, να αποδείξωμεν την αλήθειαν +χονδρικώς και με γενικόν τύπον, και αφού ορίσωμεν τας συνηθεστέρας +περιπτώσεις και αρχάς, να εξαγάγωμεν ανάλογα συμπεράσματα. + +Κατά τον ίδιον τρόπον λοιπόν πρέπει να είμεθα επιφυλακτικοί εις το +να παραδεχώμεθα παν ό,τι λέγεται. Διότι ίδιον του μορφωμένου +ανθρώπου είναι να ζητή την ακρίβειαν δι' έκαστον γένος εις τόσον +βαθμόν, όσον επιτρέπει η φύσις του πράγματος. Δηλαδή είναι εντελώς +όμοιον να παραδεχθώμεν από ένα μαθηματικόν τους υπολογισμούς των +πιθανοτήτων, όσον και από ένα ρήτορα τας αποδείξεις του. + +&Οι νέοι δεν είναι αρμόδιοι διά την σπουδήν της πολιτικής.& — +Βεβαίως όμως έκαστος κρίνει ορθώς όσα γνωρίζει και εις αυτά είναι +καλός κριτής. Επομένως εις τα ιδιαίτερα είναι κριτής ο ειδικώς +μορφωμένος, γενικός δε κριτής είναι όστις είναι μορφωμένος εις όλα. +Διά τούτο ο νέος δεν είναι αρμόδιος σπουδαστής διά την πολιτικήν. +Διότι είναι ανίδεος από τας πράξεις της ζωής, και όμως οι πολιτικοί +λόγοι πηγάζουν από αυτάς και ομιλούν δι' αυτάς. Εκτός δε τούτου, +επειδή ακολουθεί τα πάθη του, εις μάτην και ανωφελώς θα ακροασθή, +διότι ο σκοπός δεν είναι η γνώσις αλλά η πράξις. Και δεν έχει +καμμίαν διαφοράν αν είναι νέος κατά την ηλικίαν ή κατά τον χαρακτήρα +νεαρός. Διότι αιτία του ελαττώματος δεν είναι ο χρόνος, αλλά το ότι +ζη και επιδιώκει παν πράγμα συμφώνως με το πάθος του. Δηλαδή εις +τους τοιούτους είναι ανωφελής η γνώσις, καθώς εις τους ακολάστους. +Ενώ εις εκείνους, όσοι κανονίζουν τας κλίσεις των συμφώνως με το +λογικόν, ίσως είναι πολύ ωφέλιμον να γνωρίζουν περί αυτών. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'. + + + +&Η ευτυχία ως το ανώτερον αγαθόν.& — Και όσον μεν δια τον σπουδαστήν +και την πειστικότητα και το θέμα μας, ας θεωρήσωμεν ως αρκετόν +προοίμιον τα προηγούμενα. Και τόρα πάλιν, επειδή πάσα γνώσις και +απόφασις επιθυμεί κάποιον αγαθόν, ας εξετάσωμεν από την αρχήν ποίον +είναι αυτό το οποίον επιδιώκει η πολιτική, και ποίον είναι τα +ανώτατον από όλα τα πραγματοποιούμενα αγαθά ! Ως προς το όνομα +λοιπόν οι περισσότεροι μένουν σύμφωνοι. Δηλαδή και οι κοινοί +άνθρωποι και οι επίλεκτοι λέγουν, ότι αυτό είναι η ευτυχία, θεωρούν +δε την ευζωίαν και την ευδοκίμησιν ως το ίδιον πράγμα με την +ευτυχίαν. Ως προς την ουσίαν όμως της ευτυχίας διαφωνούν και δεν την +ορίζουν οι κοινοί άνθρωποι καθώς οι σοφοί. Διότι οι μεν κοινοί +άνθρωποι την παραδέχονται ως πράγμα χειροπιαστόν και ωρισμένον, +λόγου χάριν ηδονήν, ή πλούτον, ή δόξαν, και άλλοι κάτι άλλο, +πολλάκις μάλιστα ο ίδιος κατά περιστάσεις την νομίζει διάφορον +(δηλαδή όταν μεν είναι ασθενής ως υγείαν, όταν δε είναι πτωχός ως +πλούτον), επειδή όμως συναισθάνονται ότι δεν την γνωρίζουν, +θαυμάζουν εκείνους οι οποίοι λέγουν κάτι τι σοβαρόν και ανώτερον των +δυνάμεών των. Μερικοί μάλιστα ενόμιζαν ότι έξω από αυτά τα πολλά +αγαθά υπάρχει και κάποιον άλλο αυτοτελές, το οποίον είναι και η +αιτία δια να είναι αγαθά όλα αυτά. + +Και λοιπόν το να εξετάσωμεν τας γνώμας όλων ανεξαιρέτως ίσως είναι +υπέρ το δέον ανωφελές, είναι όμως αρκετόν να ομιλήσωμεν ολίγον διά +τας γνώμας αι οποίαι επιπλέουν περισσότερον εις την επιφάνειαν και +είναι παραδεκτότεραι. + +&Απαγωγική και επαγωγική απόδειξις.& — Ας μη λησμονούμεν όμως ότι +έχουν διαφοράν αι αποδείξεις αι απαγωγικαί (αι προχωρούσαι από +αξιώματα) από τας επαγωγικάς (αι οποίαι καταλήγουν εις αξιώματα). +Και βεβαίως είχε δίκαιον ο Πλάτων να αμφιβάλλη {3} αν η απαγωγική ή +η επαγωγική μέθοδος είναι ορθή, καθώς μέσα εις το στάδιον από τους +αθλοθέτας προς το τέρμα, ή αντιθέτως. Διότι πρέπει να αρχίζωμεν από +τα γνωστά. Αυτά δε είναι διττά, ή γνωστά εν σχέσει προς ημάς, ή +γενικώς γνωστά. Ίσως λοιπόν είναι ορθόν να αρχίσωμεν από τα εις ημάς +γνωστά. Διά τούτο πρέπει να έχη καλήν ανατροφήν όστις πρόκειται να +ακολουθήση αποτελεσματικώς μαθήματα περί καλών και δικαίων και εν +γένει πολιτικών — διότι η αρχή και το αξίωμα είναι το τι, και αν +αυτό αποδειχθή αρκετά, τότε δεν χρειάζεται το διατί. — Και ο +τοιούτος ή έχει αξιώματα, ή ευκόλως ημπορεί να τα αποκτήση. Εις +όποιον όμως κανέν από αυτά τα δύο δεν συμβαίνη, αυτός ας ακούση τι +λέγει ο Ησίοδος (Εργ. 291 ε): + + Πρωτόκαλος είναι όποιος βρη όλα με το μυαλό του• + δεύτερος όποιος τον καλόν δάσκαλον τον ακούει. + Μα όποιος ούτε μόνος του νοιώθει, ούτε απ' άλλον + παίρνει μαθήματα καλά, για τίποτε δεν κάνει. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'. + + + +&Η ηδονική ζωή είναι κτηνώδης&. — Ημείς όμως επιστρέφομεν εις την +αρχήν της παρεκβάσεώς μας. Δηλαδή όχι άνευ λόγου φαίνεται ότι πολλοί +θεωρούν ως αγαθόν και ευτυχίαν έν σύστημα της ζωής, λόγου χάριν οι +κοινοί άνθρωποι και οι χυδαιότεροι την ηδονήν. Και δι' αυτό κλίνουν +εις την απολαυστικήν ζωήν. Διότι τρία είναι τα περισσότερον +διακρινόμενα είδη της ζωής, αυτή που ανεφέραμεν, και η πολιτική και +τρίτη η θεωρητική. Και λοιπόν οι μεν κοινοί άνθρωποι φαίνεται ότι +προτιμούν εντελώς την ζωήν των κτηνών, γίνεται όμως λόγος δι' +αυτούς, διότι και πολλοί από τους ευρισκομένους εις την εξουσίαν +είναι ομοιοπαθείς με τον Σαρδανάπαλον. + +&Οι επίλεκτοι προτιμούν δόξαν.& — Οι επίλεκτοι όμως και δραστήριοι +προτιμούν την δόξαν, διότι της πολιτικής ζωής σχεδόν αυτός είναι ο +σκοπός. Αποδεικνύεται όμως ότι ο σκοπός ούτος είναι επιπολαιότερος +παρ' ό,τι ελπίζεται. Διότι φαίνεται ότι ανήκει μάλλον εις τους +δοξάζοντας παρά εις τους δοξαζομένους, ενώ ημείς το αγαθόν το +προμαντεύομεν ως ιδικόν μας και αναφαίρετον. Ακόμη δε φαίνεται ό,τι +επιδιώκουν την δόξαν, διά να πιστεύσουν και οι ίδιοι ότι είναι +αγαθοί. Τουλάχιστον αυτοί επιδιώκουν να τιμώνται από τους +νοημονεστέρους, και από εκείνους οι οποίοι τους γνωρίζουν καλά, και +ως ενάρετοι. Είναι λοιπόν προφανές ότι κατά την γνώμην αυτών η αρετή +είναι ανωτέρα. Και πολύ πιθανόν να θεωρήση κανείς αυτήν ως σκοπόν +της πολιτικής ζωής. + +&Αλλά και η αρετή δεν είναι το ίδιον με την ευτυχίαν.& — +Αποδεικνύεται όμως και αυτή ανεπαρκής. Διότι φαίνεται ότι είναι +ενδεχόμενον και να κοιμάται κανείς ενώ έχει αρετήν, ή να είναι +αδρανής εις όλην του την ζωήν, και εκτός αυτών να κακοπαθή και να +δυστυχή εις μέγιστον βαθμόν. Αλλά εκείνον ο οποίος ζη κατ' αυτόν τον +τρόπον κανείς δεν ημπορεί να τον καλοτυχίση εκτός μόνον να τον +κατατάξη εις τα παράδοξα φαινόμενα. Και δι' αυτά μεν είπαμεν αρκετά, +διότι τα εξετάσαμεν οπωσδήποτε εις τους εξωτερικούς και εγκυκλίους +λόγους. Τρίτη είναι η θεωρητική ζωή, περί της οποίας θα ομιλήσωμεν +εις τα επόμενα {4}. Ο δε χρηματιστής είναι κάπως εκβιαστικός, και ο +πλούτος είναι φανερόν ότι δεν είναι το επιδιωκόμενον αγαθόν, διότι +χρησιμεύει και προς εξυπηρέτησιν άλλου πράγματος. Δι' αυτό ημπορεί +κανείς να θεωρήση ως αγαθόν μάλλον τους προαναφερθέντας σκοπούς, +διότι προς χάριν αυτών αγαπάται ο πλούτος. Αλλά και δι' αυτούς +υπάρχουν αμφιβολίαι, αν και πολλοί λόγοι κατεχωρίσθησαν χάριν αυτών. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. + + + +&Δεν υπάρχει γενική έννοια (ιδέα του αγαθού)&. — Και λοιπόν τόρα ας +αφήσωμεν αυτό το ζήτημα. Και ίσως είναι καλλίτερον να εξετάσωμεν και +να συζητήσωμεν ποίαν έννοιαν έχει η γενίκευσις, μολονότι αυτή η +έρευνα είναι ανηφορική, διότι φίλοι άνδρες έφεραν εις το μέσον τα +είδη (ιδέας, γενικάς εννοίας). Αλλ' ίσως είναι καλλίτερον και +ορθότερον προς διάσωσιν βεβαίως της αληθείας να αναιρούμεν και τα +ιδικά μας, αφού μάλιστα είμεθα και φιλόσοφοι. Διότι, αφού και οι δύο +είναι φίλοι, είναι συγχωρημένον να προτιμήσωμεν την φίλην αλήθειαν, +οι δε ιδρυταί της θεωρίας αυτής δεν εφεύρον και ιδέας διά να +εκφράζουν τα πρότερα (αρχάς) και τα ύστερα (συνεπείας) και δι' αυτό +δεν εφεύρον ουδέ διά τους αριθμούς ιδέας. Το αγαθόν όμως λέγεται και +επί ουσίας και ποιότητος και επί αναφοράς, ενώ το απόλυτον και η +ουσία είναι εκ φύσεως πρότερον από την αναφοράν — διότι η τελευταία +αυτή φαίνεται ως παραφυάς και σύμπτωμα του όντος, δηλαδή της ουσίας. +— Ώστε δεν είναι δυνατόν να υπάρχη καμμία κοινή έννοια εις αυτάς. +Έπειτα δε, αφού το αγαθόν λέγεται εις όσα και το ον — δηλαδή λέγεται +και επί ουσίας, καθώς λόγου χάριν ο θεός και ο νους, και επί +ποιότητος ως αι αρεταί, και επί ποσότητος ως το μέτριον, και επί +αναφοράς ως το χρήσιμον, και επί χρόνου ως το επίκαιρον και επί +τόπου ως η διαμονή και τα όμοια — είναι φανερόν ότι δεν είναι +δυνατόν κανέν να είναι κοινόν και καθολικόν και έν. Διότι τότε δεν +θα απεδίδετο εις όλας τας κατηγορίας, αλλά μόνον εις μίαν. + +&Πειστικώτερα επιχειρήματα κατά της ιδέας του αγαθού.& — Έπειτα δε, +αφού δι' όσα ανήκουν εις μίαν ιδέαν υπάρχει μία επιστήμη, έπρεπε δι' +όλα τα αγαθά να υπάρχη μία επιστήμη. Και όμως αντιθέτως υπάρχουν +πολλαί, ακόμη και διά τα υπαγόμενα εις μίαν κατηγορίαν• λόγου χάριν +διά το επίκαιρον εις μεν τον πόλεμον είναι η στρατηγική, εις δε την +ασθένειαν η ιατρική, και +διά το μέτριον εις την θρέψιν μεν η ιατρική, εις την κόπωσιν δε η +γυμναστική. Και είναι να απορή κανείς, τι άραγε φαντάζονται ότι +σημαίνει το αυτοέκαστον, αφού και εις τον αυτοάνθρωπον καθώς και εις +τον άνθρωπον ανήκει ο ίδιος ορισμός του ανθρώπου. Διότι δεν έχουν +καμμίαν διαφοράν ως προς την ουσίαν του ανθρώπου. Και τότε ούτε το +αυτοαγαθόν έχει διαφοράν από το αγαθόν ως προς την ουσίαν του +αγαθού. Ακόμη δε ούτε με την αϊδιότητα (ιδιότητα του αναλλοιώτου) θα +γίνη περισσότερον αγαθόν, αφού και το πολυχρόνιον λευκόν δεν είναι +λευκότερον από το εφήμερον. Και καταντούν να είναι περί αυτού +πιστευτότεροι (!) οι λόγοι των Πυθαγορείων, οι οποίοι κατατάσσουν το +έν εις την τάξιν των αγαθών. Τούτους δε φαίνεται ότι ακολουθεί και ο +Σπεύσιππος. + +&Δύο είδη του αγαθού: το απόλυτον και το σχετικόν.& — Αλλά δι'αυτά +ημπορεί να γίνη άλλοτε λόγος. Εις όσα όμως είπαμεν υποφώσκει μία +ένστασις, ότι δηλαδή οι λόγοι εκείνοι δεν εφαρμόζονται εις +οποιονδήποτε αγαθόν, αλλά εις έν είδος αυτών, δηλαδή εις τα αγαθά τα +οποία επιδιώκονται και αγαπώνται μόνα των καθ' εαυτά, ενώ τα +δημιουργικά αυτών, ή τα κάπως προφυλακτικά, ή των αντιθέτων +αποκρουστικά λέγονται χάριν αυτών, και με διάφορον τρόπον. Έπεται +λοιπόν ότι τα αγαθά είναι δύο ειδών, και το μεν ένα είδος είναι τα +καθ' εαυτά, το δε άλλο είναι όσα υπάρχουν προς χάριν τούτων. Ας +αποχωρίσωμεν λοιπόν τα καθ' εαυτά από τα χρήσιμα και ας τα +εξετάσωμεν αν υπάγονται εις μίαν κατηγορίαν. Αλλά τόρα ποία +ημπορούμεν να θεωρήσωμεν ως καθ' εαυτά, παρά όσα και επιδιώκονται +μεμονωμένα, καθώς λόγου χάριν η φρόνησις και η όρασις και μερικαί +ηδοναί και τιμαί; Διότι αυτά, αν και τα επιδιώκομεν και προς χάριν +άλλου πράγματος, όμως ημπορούμεν να τα θεωρήσωμεν ως καθ' εαυτά +αγαθά. Ή μήπως τάχα δεν ημπορούμεν να θεωρήσωμεν ως αγαθόν κανέν +άλλο εκτός της ιδέας του αγαθού; Τότε λοιπόν είναι ανωφελής η ιδέα. +Αφού δε και αυτά ανήκουν εις τα καθ' εαυτά αγαθά, τότε πρέπει η +έννοια του αγαθού να είναι η ιδία εις όλα αυτά, καθώς η έννοια της +λευκότητος είναι η ιδία εις την λευκότητα και εις το ψιμύθιον. Και +όμως της τιμής και φρονήσεως και ηδονής είναι άλλαι και διαφορετικαί +αι έννοιαι ως προς την ουσίαν του αγαθού. Επομένως το αγαθόν δεν +είναι κάτι τι κοινόν και ανήκον εις μίαν γενικήν έννοιαν. + +&Η ιδέα του αγαθού δεν ωφελεί πρακτικώς εις τα διάφορα επαγγέλματα.& +— Αλλά τότε ποίαν σημασίαν έχει αυτή η λέξις; Διότι δεν φαίνεται +ότι εκ συμπτώσεως όλα αυτά έχουν κοινόν το όνομα αγαθά. Μήπως λοιπόν +λέγονται αγαθά διότι έχουν όλα μίαν προέλευσιν, ή όλα είναι +συντελεστικά δι' έν; Ή μήπως πιθανώτερον κατ' αναλογίαν, δηλαδή, +διότι καθώς είναι εις το σώμα η όρασις, το ίδιον είναι εις την ψυχήν +ο νους, και εν γένει άλλο εις άλλο; Αλλ' ίσως αυτά πρέπει να τα +αφήσωμεν κατά μέρος, διότι φαίνεται ότι ανήκει εις άλλην ειδικότητα +της φιλοσοφίας το να εξετάση αυτά λεπτομερέστερον. Το ίδιον δε και +περί της ιδέας. Διότι, αν τυχόν υπάρχη έν αγαθόν κοινώς αποδιδόμενον +ή κανέν χωριστόν καθ' εαυτό, είναι φανερόν ότι δεν ημπορεί να +επιτευχθή ούτε και να αποκτηθή από τον άνθρωπον. Και όμως ημείς τόρα +κάτι τι παρόμοιον ζητούμεν. Δι'αυτά δεν είναι απίθανον να νομίση +κανείς ότι είναι ωφελιμώτερον να γνωρίζωμεν αυτό το γενικόν αγαθόν +χάριν των αγαθών τα οποία είναι πραγματοποιήσιμα και ευκολοαπόκτητα. +Διότι βεβαίως θα έχωμεν αυτά ως παράδειγμα, και ευκολώτερον θα +γνωρίζωμεν τα ιδικά μας αγαθά και θα τα επιτυγχάνωμεν. Λοιπόν όσον +διά πιθανότητα δεν στερείται αυτός ο λόγος, φαίνεται όμως ότι +διαφωνεί με τας επιστήμας. Διότι όλαι αυταί επιθυμούν κάποιον αγαθόν +και ενώ επιδιώκουν να συμπληρώσουν την έλλειψίν των παραλείπουν την +γνώσιν αυτού. Και όμως δεν είναι ευλογοφανές ένα τόσον σπουδαίον +βοήθημα να μην το γνωρίζουν όλοι οι τεχνίται και ούτε καν να +αισθάνωνται την έλλειψίν του. Είναι δε πάλιν ανεξήγητον τι θα +ωφεληθή ο υφάντης ή ο κτίστης διά την τέχνην του, όταν γνωρίζη το +καθ' εαυτό αγαθόν, ή πώς θα γίνη ιατρικώτερος ή στρατηγικώτερος +εκείνος ο οποίος ενόησε την ιδίαν την ιδέαν. + +Διότι μου φαίνεται ότι ουδέ γενικώς την υγείαν επιδιώκει τόσον πολύ +ο ιατρός, αλλά την ανθρωπίνην υγείαν, και ίσως μάλιστα την υγείαν +ενός ωρισμένου ανθρώπου. Διότι χωριστά θεραπεύει τον καθένα. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'. + + + +&Η φύσις των πραγματοποιουμένων αγαθών.& — Και δι'αυτά μεν είναι +αρκετά όσα είπαμεν. Τόρα όμως ας έλθωμεν πάλιν να ερευνήσωμεν, τι +είναι το αγαθόν το οποίον ζητούμεν. Διότι φαίνεται ότι άλλο είναι το +αγαθόν εις εκάστην πράξιν και τέχνην. Δηλαδή άλλο είναι εις την +ιατρικήν, άλλο εις την στρατηγικήν, και άλλο εις πάσαν άλλην τέχνην +ομοίως. Τότε λοιπόν ποίον είναι το αγαθόν εκάστης από αυτάς; Τάχα +δεν είναι εκείνο χάριν του οποίου εκτελούνται όλα τα άλλα; Τούτο δε +εις μεν την ιατρικήν είναι η υγεία, εις δε την στρατηγικήν η νίκη, +εις δε την οικοδομικήν η οικία, εις άλλην δε τέχνην άλλο, και εν +γένει εις πάσαν πράξιν και απόφασιν είναι ο σκοπός. Διότι χάριν +αυτού εκτελούν όλοι όλα τα άλλα, ώστε, εάν είναι είς ο σκοπός όλων +των πραγματοποιουμένων πραγμάτων, τότε αυτός ημπορεί να είναι το +πραγματοποιούμενον αγαθόν, εάν δε είναι πολλοί, τότε είναι αυτοί οι +πολλοί. + +&Το τελικόν αγαθόν είναι η ευτυχία.& — Και τόρα λοιπόν από άλλον +δρόμον εφθάσαμεν εις το ίδιον σημείον. Τούτο δε πρέπει να +προσπαθήσωμεν να το διασαφήσωμεν ακόμη καλλίτερον. Αφού λοιπόν τα +αποτελέσματα φαίνονται ότι είναι πολλά, από αυτά δε μερικά τα +προτιμώμεν χάριν άλλων, λόγου χάριν τον πλούτον, τους δούλους και εν +γένει τα όργανα, έπεται ότι όλα τα αποτελέσματα δεν είναι τέλεια• το +δε καλλίτερον φαίνεται ότι είναι κάπως τέλειον ώστε, εάν μεν έν +μόνον είναι το τέλειον, τότε αυτό είναι εκείνο το οποίον ζητούμεν, +εάν δε περισσότερα, τότε είναι το τελειότερον από αυτά. Τελειότερον +δε θεωρούμεν το αξιαπόκτητον. χάριν εαυτού, παρά το χάριν άλλου, και +πάλιν το ουδέποτε χάριν άλλου αξιαπόκτητον παρά το αξιαπόκτητον +χάριν και εαυτού και ενός άλλου. Και απολύτως λοιπόν τέλειον το +πάντοτε προτιμητέον χάριν εαυτού και ουδέποτε χάριν άλλου. Τοιούτον +δε προ πάντων φαίνεται ότι είναι η ευτυχία. Διότι αυτήν την +προτιμώμεν πάντοτε χάριν του εαυτού της και ουδέποτε χάριν άλλης, +ενώ την δόξαν και την ηδονήν και τον νουν και πάσαν αρετήν την +προτιμώμεν και χάριν του εαυτού της, διότι όλα αυτά ημπορούμεν να τα +προτιμήσωμεν και όταν δεν φέρουν κανέν άλλο αποτέλεσμα, αλλά τα +προτιμώμεν, και χάριν της ευτυχίας, διότι νομίζομεν ότι διά μέσου +αυτών θα γίνωμεν ευτυχείς. Και βεβαίως την ευτυχίαν κανείς δεν την +εκλέγει χάριν αυτών, ούτε εν γένει χάριν κανενός άλλου. + +&Η ευτυχία είναι αυτάρκεια.& — Φαίνεται δε ότι και εις την +αυτάρκειαν το ίδιον συμβαίνει, διότι το τέλειον αγαθόν φαίνεται ότι +έχει αυτάρκειαν. Αυτάρκειαν δε εννοούμεν όχι μόνον διά τον εαυτόν +του, δι' εκείνον ο οποίος ζη μοναχικήν ζωήν, αλλά και διά τους +γονείς του και διά τα τέκνα του και διά την γυναίκα του και εν γένει +διά τους φίλους και τους συμπολίτας του, αφού ο άνθρωπος είναι εκ +φύσεως πολιτικόν ον. Εις αυτά όμως πρέπει να θέσωμεν όριον, διότι, +αν επεκταθώμεν εις τους γονείς και εις τους απογόνους και τους +φίλους των φίλων, τότε προχωρούμεν επ' άπειρον. Αλλά όσον δι' αυτό +θα το εξετάσωμεν άλλην φοράν. Την αυτάρκειαν όμως τόρα την ορίζομεν +ως εκείνο, το οποίον, αν μείνη μόνον του, καθιστά την ζωήν +προτιμητέαν και όχι ελλιπή. Και τοιούτον πράγμα νομίζομεν ότι είναι +η ευτυχία. Εκτός τούτου είναι και η προτιμοτέρα από όλα χωρίς να +συμψηφίζεται. Διότι είναι φανερόν ότι, εάν συμψηφίζεται, τότε, και +το ελάχιστον αγαθόν αν προστεθή, θα την κάμη προτιμοτέραν. Διότι +πάσα νέα προσθήκη είναι πλεονασμός των αγαθών, και από τα αγαθά +πάντοτε είναι προτιμότερον το περισσότερον. Επομένως η ευτυχία +φαίνεται ότι είναι τελεία και με αυτάρκειαν, και αποτελεί το τέλος +των πραγματοποιουμένων. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'. + + + +&Η φύσις του αγαθού σχετίζεται με την φύσιν του ανθρώπου.& — Αλλ' +ίσως μεν το να ορίζωμεν την ευτυχίαν ως το ανώτατον αγαθόν είναι από +όλους παραδεκτόν, έκαστος όμως επιθυμεί να μάθη σαφέστερον την φύσιν +αυτής. Αυτό λοιπόν ίσως κατορθωθή, αν πάρωμεν να εξετάσωμεν το έργον +του ανθρώπου. Διότι καθώς εις τον αυλητήν και τον αγαλματοποιόν και +εις έκαστον τεχνίτην και γενικώς εις όλους όσοι έχουν έν έργον και +μίαν δράσιν φαίνεται ότι εις το έργον των έγκειται το αγαθόν και η +επιτυχία, το ίδιον ημπορεί να νομισθή και διά τον άνθρωπον, εάν +υπάρχη έργον το οποίον χαρακτηρίζει τον άνθρωπον εν γένει. Και +λοιπόν άραγε μόνον του κτίστου και του βυρσοδέψου υπάρχουν έργα και +πράξεις, του ανθρώπου όμως δεν υπάρχουν, αλλ' εκ φύσεως επλάσθη +άεργος; Ή μήπως, καθώς είναι φανερόν κάποιον έργον του οφθαλμού και +της χειρός και του ποδός και εν γένει όλων των μελών, ομοίως θα +δεχθώμεν έξω από όλα αυτά και έργον διά τον άνθρωπον ολόκληρον; Και +λοιπόν ποίον είναι δυνατόν να είναι αυτό; Διότι η μεν ζωή είναι +κοινή και εις τα φυτά, τόρα όμως ζητούμεν το ιδιαίτερον γνώρισμα. +Επομένως πρέπει να αποχωρίσωμεν την θρεπτικήν και αυξητικήν ζωήν. +Τότε όμως φαίνεται ότι υπολείπεται κάποια αισθητική ζωή, αλλά και +αυτή είναι κοινή και εις τον ίππον και εις τον βουν και εις παν +ζώον. + +&Η ευτυχία του ανθρώπου συνίσταται εις την λογικήν δράσιν.& — +Υπολείπεται λοιπόν κάποια δραστική ζωή του μέρους εκείνου το οποίον +είναι λογικόν. Και τούτου έν μέρος μεν υπακούει εις το λογικόν, έν +δε έχει λογικόν και συλλογίζεται. Αφού δε και αυτή η ζωή λέγεται +κατά δύο τρόπους, πρέπει να δεχθώμεν την ενεργητικήν. Διότι αυτή +φαίνεται ότι έχει περισσότερον κύρος. Αφού λοιπόν έργον του ανθρώπου +είναι η ενέργεια της ψυχής συμφώνως με το λογικόν ή τουλάχιστον όχι +αντιθέτως προς το λογικόν, και αφού το ίδιον έργον λέγομεν ότι έχει +εις μίαν ειδικότητα και ο τυχών και ο σπουδαίος, καθώς λόγου χάριν ο +κιθαριστής, και ο σπουδαίος κιθαριστής και εν γένει το ίδιον εις όλα +με την προσθήκην της υπεροχής ως προς την επιτηδειότητα διά το +έργον, διότι παντός κιθαριστού έργον είναι να παίζη κιθάραν, αλλά +του σπουδαίου έργον είναι να παίζη καλά, επομένως ως έργον του +ανθρώπου ορίζομεν κάποιαν ζωήν, αυτήν δε πάλιν ως δράσιν της ψυχής +και ως πράξεις λογικάς, ως ιδιότητα δε του σπουδαίου ανθρώπου το να +εκτελή αυτά εις την εντέλειαν, και ότι εκάστη τελειοποίησις +κατορθόνεται με την ειδικήν επιτηδειότητα. Επομένως το ανθρώπινον +αγαθόν είναι ενέργεια της ψυχικής αριστοτεχνική, και αν είναι +περισσότεραι αι αριστοτεχνίαι, τότε είναι η καλλιτέρα και η +τελειοτέρα. Ακόμη δε και με ακεραίαν ζωήν. Διότι μία χελιδών δεν +φέρει την άνοιξιν, ούτε μία ημέρα. Ομοίως δε ουδέ αξιομακάριστον και +ευτυχή δεν κάμνει τον άνθρωπον μία ημέρα ούτε ολίγος καιρός. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'. + + + +&Η ηθική στηρίζεται εις αξιώματα της επαγωγής και της πείρας.& — +Αυτός λοιπόν ας είναι προς το παρόν ο αναλυτικός ορισμός του αγαθού. +Διότι ίσως είναι ορθόν πρώτον να το ορίσωμεν γενικώς και έπειτα +πλέον να το αναπτύξωμεν. Ίσως δε φανή πολύ πιθανόν και να ημπορή +οποιοσδήποτε να τελειοποιήση και να συναρμολογήση όσα ελέχθησαν +καλώς εις την ανάλυσιν, και ο καιρός εις αυτά να είναι εφευρετικός +και βοηθητικός. Και από τούτο προέρχονται αι πρόοδοι των τεχνών, +διότι και ο τυχών ημπορεί να προσθέση το ελλιπές. Πρέπει δε και να +ενθυμούμεθα όσα ελέχθησαν προηγουμένως και να μη ζητούμεν την +ακρίβειαν εις όλα εξ ίσου, αλλά εις το καθέν αναλόγως της +προκειμένης ύλης και εφ' όσον αρμόζει εις την μεθοδικήν έρευναν. +Διότι λόγου χάριν και ο κτίστης και ο γεωμέτρης καθ' υπερβολήν +επιδιώκουν την ορθήν γωνίαν, εκείνος μεν εξετάζων πόσον είναι +χρήσιμος εις το έργον του, αυτός δε τι πράγμα είναι αυτή και ποίου +είδους. Διότι είναι ερευνητής της αληθείας. + +Κατά τον ίδιον λοιπόν τρόπον πρέπει να εργαζώμεθα και εις άλλα, διά +να μη κοπιάζωμεν περισσότερον δια τα πάρεργα παρά δια τα έργα. Και +δεν πρέπει ουδέ την αιτίαν να ζητούμεν εις όλα, αλλά εις μερικά +είναι αρκετόν να αποδειχθή καλώς το «τι» (θέμα), καθώς λόγου χάριν +διά τα αξιώματα. Διότι το «τι» είναι αξίωμα και αρχή. Αι δε αρχαί +άλλαι μεν εννοούνται διά της επαγωγής, άλλαι δε διά των αισθητηρίων, +άλλαι με κάποιαν εξάσκησιν και άλλαι με άλλον τρόπον. Πρέπει δε να +ερευνώμεν εκάστην από αυτάς συμφώνως με την φύσιν των και να +φροντίσωμεν να διακριθούν καλώς με τον ορισμόν. Διότι έχουν μεγάλην +σημασίαν διά τα κατόπιν. Διότι φαίνεται ότι η αρχή είναι +περισσότερον από το ήμισυ του όλου, και με αυτήν εξηγούνται καλώς +πολλά από τα ερευνώμενα ζητήματα. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'. + + +&Διαίρεσις των αγαθών.& — Πρέπει δε να εξετάσωμεν τα αξιώματα όχι +μόνον από τα συμπεράσματα και τας προτάσεις του συλλογισμού, αλλά +και από όσα ελέχθησαν περί αυτών. Διότι με το αληθές συμφωνούν όλα +τα πραγματικά, ενώ με το ψεύδος αμέσως συγκρούονται. Τα αγαθά λοιπόν +είναι διηρημένα εις τρία είδη, δηλαδή τα λεγόμενα εξωτερικά, τα +ψυχικά, και τα σωματικά, από αυτά δε σπουδαιότερα και κυρίως αγαθά +θεωρούμεν τα ψυχικά. Τας δε ψυχικάς πράξεις και ενεργείας τας +αποδίδομεν εις την ψυχήν, ώστε ο λόγος μας φαίνεται ορθός, όσον +εξαρτάται από αυτήν την γνώμην, η οποία είναι παλαιά και έγινε +παραδεκτή από τους φιλοσόφους. Επίσης δε φαίνεται ορθόν και ότι +μερικαί πράξεις λέγονται και ενέργειαι εμπερικλείουσαι τον σκοπόν. +Διότι τότε ο σκοπός ανήκει εις τα ψυχικά αγαθά και όχι εις τα +εξωτερικά. Συμφωνεί δε με τον λόγον μας και το ότι ο ευτυχής ευτυχεί +και ευδοκιμεί. Διότι ως κάποια ευτυχία θεωρείται η ευδοκίμησις. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'. + + + +&Η αρετή είναι απαραίτητος όρος της ευτυχίας.& — Φαίνεται δε ότι και +όλα τα απαιτούμενα διά την ευτυχίαν χαρακτηριστικά υπάρχουν εις αυτό +το οποίον είπαμεν. Διότι εις άλλους μεν φαίνεται αυτό ως κάποια +αρετή, εις άλλους δε ως φρόνησις, εις άλλους δε ως σοφία, και εις +άλλους όλα αυτά ή έν από αυτά ηνωμένον με ηδονήν ή τουλάχιστον όχι +χωρίς ηδονήν. Άλλοι όμως συμπεριλαμβάνουν και την εξωτερικήν +καλοτυχίαν. Από αυτά δε άλλα μεν τα λέγουν πολλοί και παλαιοί +άνδρες, άλλα δε ολίγοι και έγκριτοι. Δεν είναι δε λογικόν καμμία +μερίς από αυτάς τας δύο να σφάλλη εις το σύνολον, αλλά τουλάχιστον +εις έν ή εις τα περισσότερα λέγει το ορθόν. Με τους παραδεχομένους +λοιπόν ως αγαθόν την αρετήν ή κάποιαν αρετήν ο λόγος μας είναι +σύμφωνος. Διότι εις αυτήν ανήκει η συμφωνούσα με αυτήν ενέργεια. +Ίσως όμως δεν είναι μικρά η διαφορά, όταν ευρίσκωμεν το ανώτερον +αγαθόν μάλλον εις την απόκτησιν παρά εις την χρησιμοποίησιν, και +μάλλον εις την ηθικήν κατάστασιν παρά εις την ενέργειαν. Διότι η μεν +ηθική κατάστασις είναι δυνατόν να υπάρχη χωρίς να εκτελή κανέν +αγαθόν, λόγου χάριν εις τον κοιμώμενον ή άλλως πως αδρανή, ενώ η +ενέργεια δεν είναι δυνατόν να αδρανή. Διότι κατ' ανάγκην θα δράση +και θα ευδοκιμήση. Καθώς δε εις την Ολυμπίαν δεν στεφανόνονται οι +καλλίτεροι και οι ισχυρότεροι, αλλά οι λαμβάνοντες μέρος εις τους +αγώνας, διότι από αυτούς μερικοί είναι νικηταί, ομοίως και τα αγαθά +της ζωής τα απολαμβάνουν οι ευδοκιμούντες εις τας πράξεις των. + +&Ο ενάρετος βίος εγκλείει πραγματικήν ηδονήν.& — Αλλά και αφ' εαυτής +είναι ηδονική η ζωή αυτών. Διότι η ηδονή είναι ψυχική κατάστασις και +εις έκαστον παρέχει ηδονήν εκείνο διά το οποίον του αποδίδομεν +επίθετον σύνθετον εκ του φίλος• λόγου χάριν εις τον αλογόφιλον ο +ίππος και εις τον φιλοθεάμονα το θέαμα, ομοίως δε και εις τον +φιλοδίκαιον τα δίκαια και εις τον φιλάρετον η αρετή. Διά τους +περισσοτέρους λοιπόν αι ηδοναί συγκρούονται μεταξύ των, διότι δεν +είναι σύμφωνοι με την φύσιν του ανθρώπου, ενώ εις τους αγαθούς αι +ηδοναί είναι εκ φύσεως ηδονικαί. Τοιαύται δε είναι αι πράξεις αι +οποίαι συμφωνούν με την αρετήν, και επομένως είναι ηδονικαί, όχι +μόνον ως προς αυτούς αλλά και καθ' εαυτάς. Επομένως δεν έχει ανάγκην +ο βίος αυτών από καμμίαν άλλην ηδονήν, ωσάν κανένα περιδέραιον, αλλ' +έχει μέσα του την ηδονήν. Διότι εκτός αυτών που είπαμεν, ούτε είναι +καν αγαθός όστις δεν ευχαριστείται με τας καλάς πράξεις. Διότι ουδέ +δίκαιον ημπορεί να ονομάση κανείς εκείνον, ο οποίος δεν +ευχαριστείται με το να πράττη το δίκαιον, ούτε φιλελεύθερον εκείνον +ο οποίος δεν ευχαριστείται με τας φιλελευθέρους πράξεις. Ομοίως δε +και εις όλα τα άλλα. Τότε λοιπόν φαίνεται ότι είναι ηδονικαί καθ' +εαυτάς αι πράξεις αι οποίαι συμφωνούν με την αρετήν. Ακόμη δε είναι +βεβαίως και αγαθαί και αρεσταί και μάλιστα εις τον ανώτατον βαθμόν, +εάν τουλάχιστον ορθώς κρίνη δι' αυτάς ο σπουδαίος. Κρίνει όμως, +καθώς είπαμεν. Επομένως η ενάρετος ευτυχία είναι το καλλίτερον και +αρεστότερον και ηδονικώτερον πράγμα, και όλα αυτά δεν ωρίσθησαν +καλώς εις το εξής Δηλιακόν επίγραμμα: + + Το δίκαιον καλλίτερον, υγεία δ' αρεστότερον, + Πλην να 'πιτύχη ό,τι ποθή απ' όλα το γλυκύτερον. + +Διότι όλα αυτά υπάρχουν εις τας καλλιτέρας ενεργείας. Αυταί δε η μία +από αυτάς, η ανωτέρα, λέγομεν ότι είναι η ενάρετος ευτυχία. + +&Και η καλή τύχη φαίνεται απαραίτητος διά την ευτυχίαν.& — Φαίνεται +όμως ότι έχει περιπλέον ανάγκην η αρετή και των εξωτερικών αγαθών, +καθώς είπαμεν. Διότι είναι αδύνατον, ή τουλάχιστον όχι εύκολον, να +εκτελέση τα καλά όστις δεν έχει τα μέσα. Διότι πολλά εκτελούνται με +φίλους και με τον πλούτον και με την πολιτικήν δύναμιν, ως να είναι +άλλα όργανα. Η στέρησις όμως μερικών, καθώς είναι η ευγένεια, η +ευτεκνία, το κάλλος, κηλιδώνει το αξιομακάριστον. Διότι λόγου χάριν +δεν είναι τόσον πολύ κατάλληλος διά την ευτυχίαν όστις είναι ως προς +την μορφήν εντελώς άσχημος, ή αγενής, ή ερημίτης και άτεκνος. Ίσως +μάλιστα πολύ ολιγώτερον, εάν έχη κανείς αθλιέστατα παιδιά, ή φίλους, +ή ήσαν αγαθοί και του απέθαναν. Καθώς είπαμεν λοιπόν, φαίνεται ότι +χρειάζεται περιπλέον και αυτό το είδος της καλής τύχης. Και διά +τούτο μερικοί θεωρούν το ίδιον πράγμα την καλήν τύχην με την +ευτυχίαν. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι’. + + + +&Το αγαθόν είναι επίκτητον, ή φυσικόν, ή τυχαίον;& — Διά τούτο +πολλοί ευρίσκονται εις απορίαν, άραγε το αγαθόν είναι +ευκολοδίδακτον, ή ευκολοσυνήθιστον ή με άλλην άσκησιν +ευκολοαπόκτητον, ή μήπως μας έρχεται με κάποιαν μοίραν θεϊκήν ή και +με την τύχην. Εάν λοιπόν υπάρχη και κανέν άλλο δώρον από τους θεούς +εις τους ανθρώπους, είναι εύλογον να είναι και η ευτυχία θεού δώρον, +τόσον περισσότερον μάλιστα, όσον είναι το καλλίτερον από όλα τα +ανθρώπινα πράγματα. Αλλά τούτο μεν ίσως ανήκει να εξετασθή αλλού, +φαίνεται όμως ότι είναι από τα θεϊκώτερα πράγματα, και όταν ακόμη +δεν είναι θεόπεμπτον, αλλά αποκτάται με την αρετήν και με κάποιαν +μάθησιν και άσκησιν. Διότι το έπαθλον και ο σκοπός της αρετής +φαίνεται ότι είναι κάλλιστον και κάτι τι θείον και αξιομακάριστον. +Ίσως δε είναι και πολύ κοινόν, διότι είναι δυνατόν να υπάρξη με +κάποιαν μάθησιν και επιμέλειαν εις όλους, όσοι δεν είναι εντελώς +στρεβλωμένοι ως προς την αρετήν. Ότι δε είναι καλλίτερον να +ευτυχώμεν ούτω πως, παρά εξ αιτίας της τύχης, είναι λογικόν, αφού +επλάσθησαν τα έργα της φύσεως να είναι όσον το δυνατόν καλλίτερα, +ομοίως δε και τα έργα της τέχνης και εν γένει πάσης αιτίας και +μάλιστα της ανωτάτης. Άλλως όμως είναι ανάρμοστον ίσως να αναθέσωμεν +εις την τύχην το σπουδαιότερον και καλλίτερον πράγμα. Αλλά και από +τον λόγον τούτον εξάγεται το ζητούμενον. Διότι το ωρίσαμεν ως +ενέργειαν της ψυχής σύμφωνον με την αρετήν και έχουσαν κάποιαν +ποιότητα. Από δε τα άλλα αγαθά μερικά μεν είναι ανάγκη να υπάρχουν, +άλλα όμως είναι εκ φύσεως βοηθητικά και συντελεστικά ως όργανα. + +&Συγκεφαλαίωσις.& — Ίσως δε αυτά συμφωνούν και με όσα είπαμεν εις +την αρχήν. Διότι τότε ωρίσαμεν τον σκοπόν της πολιτικής ως το +κάλλιστον πράγμα, αυτή δε ότι φροντίζει μεγάλως να δώση κάποιας +ιδιότητας εις τους πολίτας και να τους κάμη αγαθούς και +συντελεστικούς εις τα καλά. Επομένως δικαίως δεν θεωρούμεν ούτε τον +βουν ούτε τον ίππον ούτε κανέν άλλο ζώον ευτυχές. Διότι κανέν από +αυτά δεν είναι δυνατόν να αποκτήση τοιαύτην δραστηριότητα. + +Και διά την ιδίαν αιτίαν ούτε ο παις είναι ευτυχής, διότι ακόμη δεν +ημπορεί να εκτελέση τοιαύτα πράγματα ένεκα της ηλικίας του. Όσοι δε +λέγονται ευτυχείς, μακαρίζονται, διότι παρέχουν ελπίδας. Διότι, +καθώς είπαμεν, χρειάζεται και αρετή τελεία και βίος συμπληρωμένος. +Διότι εις την ζωήν συμβαίνουν πολλαί μεταβολαί και πολυειδείς +συμπτώσεις, και είναι ενδεχόμενον όστις ευρίσκεται εις πολύ καλήν +κατάστασιν να περιπέση εις μεγάλας συμφοράς εις το γήρας του, καθώς +λέγουν οι ηρωικοί μύθοι περί του Πριάμου. Και βεβαίως εκείνον, όστις +θα εύρη τοιαύτην τύχην και θα αποθάνη αθλίως, δεν τον μακαρίζει +κανείς. + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'. + + + +&Ημπορεί ο άνθρωπος να ονομασθή ευτυχής εν όσω ζη;&. — Τόρα λοιπόν +άραγε δεν πρέπει ούτε να μακαρίσωμεν κανένα άλλον άνθρωπον εν όσω +ζη, αλλά πάντοτε να περιμένωμεν το τέλος του, συμφώνως με τον +Σόλωνα; + +Και αν παραδεχθώμεν αυτό, άραγε είναι πάλιν ευτυχής, όταν αποθάνη; Ή +μήπως αυτό βεβαίως είναι εντελώς παράλογον, και μάλιστα δι' ημάς, οι +οποίοι ορίζομεν την ευτυχίαν ως ενέργειαν; αν δε πάλιν δεν +θεωρούμεν τον αποθαμένον ως ευτυχή, και ούτε ο Σόλων αυτό θέλει να +είπη, παρά μόνον ότι τότε ημπορεί κανείς να μακαρίση ασφαλώς ένα +άνθρωπον, διότι πλέον είναι έξω από την δυστυχίαν, επιδέχεται μεν +βεβαίως και τούτο κάποιαν αμφισβήτησιν. Διότι φαίνεται ότι υπάρχει +και διά τον αποθαμένον κάποιον κακόν και αγαθόν, αφού υπάρχει και +δι' εκείνον όστις είναι μεν ζωντανός, αλλά δεν αισθάνεται• καθώς +λόγου χάριν αι τιμαί και αι ατιμίαι και των τέκνων των και εν γένει +όλων των απογόνων του αι ευδοκιμήσεις και αι δυστυχίαι. Όμως και +αυτά περιέχουν απορίας. Διότι όστις έζησε μακαρίως μέχρι γήρατος και +απέθανε αναλόγως, είναι ενδεχόμενον να του συμβούν πολλαί μεταβολαί +ως προς τους εγγονούς, και άλλοι μεν από αυτούς να είναι αγαθοί και +απολαύσουν ζωήν ανάλογον με την αξίαν των, άλλοι δε απ' εναντίας να +μην απολαύσουν. Είναι δε φανερόν ότι είναι δυνατόν να έχουν και +παντός είδους διαφοράν σχετικώς με τους γονείς των. + +Και βεβαίως είναι παράλογον, αν συγχρόνως μεταβάλλεται και ο +αποθαμένος και γίνεται πότε ευτυχής και πότε πάλιν άθλιος, αλλά +επίσης είναι παράλογον να μη συνοδεύουν ουδέ εις ελάχιστον χρονικόν +διάστημα τους γονείς τα παθήματα των απογόνων. + +&Η αρετή είναι σταθερά.& — Αλλά ας έλθωμεν εις την προηγουμένην +απορίαν μας. Διότι πιθανόν από εκείνο να εννοηθή και αυτό το οποίον +ζητούμεν τόρα. Λοιπόν, αν πρέπη να βλέπωμεν το τέλος και τότε να +μακαρίζωμεν έκαστον, όχι διότι είναι μακάριος τόρα, αλλά διότι ήτο +προηγουμένως, πώς δεν είναι παράλογον να μη λέγεται περί αυτού η +πραγματική αλήθεια, όταν είναι ευτυχής, μόνον και μόνον διότι οι +ζώντες δεν έχουν διάθεσιν να τον μακαρίζουν, διότι επέρχονται +μεταβολαί, και διότι αυτοί την ευτυχίαν την νομίζουν ως μόνιμον +πράγμα και εντελώς αμετάβλητον, ενώ αι τύχαι ως προς αυτούς πολλάκις +αναποδογυρίζουν; Διότι βεβαίως είναι φανερόν ότι, αν +παρακολουθούμεν τας τύχας, τον ίδιον άνθρωπον θα τον ονομάσωμεν +ευτυχή και πάλιν δυστυχή πολλάκις, και θα αποδεικνύωμεν ότι ο +ευτυχής είναι κάποιος χαμαιλέων και με σαθράς βάσεις. Ή μήπως δεν +είναι διόλου ορθόν να παρακολουθούμεν τας μεταβολάς της τύχης; +Διότι δεν έγκειται εις αυτάς το αγαθόν και το κακόν, αλλά έχει μεν +περιπλέον ανάγκην αυτού ο ανθρώπινος βίος, καθώς είπαμεν, πρωτεύουν +όμως εις την ευτυχίαν αι σύμφωνοι με την αρετήν ενέργειαι, ενώ αι +αντίθετοι πρωτεύουν εις το αντίθετον. Είναι δε μάρτυς υπερασπίσεως +διά τον λόγον μας και η συζήτησις αυτής της ερωτήσεώς μας. Διότι εις +κανέν από τα ανθρώπινα δεν υπάρχει τόση βεβαιότης, όση εις τας +ενεργείας τας σύμφωνους με την αρετήν. Διότι αυταί φαίνονται ότι +είναι μονιμώτεραι και από τας επιστήμας, Από αυτάς δε τας ιδίας +πάλιν αι πολυτιμόταται είναι αι μονιμώταται, διότι με αυτάς ζουν +περισσότερον και διαρκέστερον οι αξιομακάριστοι. Και φαίνεται ότι +τούτο είναι η αιτία εις αυτά να μη λησμονούνται. Επομένως θα έχη +ό,τι ζητεί ο ευτυχής, και θα είναι τοιούτος εις όλην του την ζωήν. +Διότι ή διαρκώς, ή όσον το δυνατόν περισσότερον από όλους θα πράξη +και θα εννοήση τα σύμφωνα με την αρετήν, και τας μεταβολάς της τύχης +θα τας υποφέρη αξιοπρεπέστατα και καθ' όλα εντελώς αρμονικά, όστις +βεβαίως είναι πραγματικώς αγαθός και τετράγωνος και άψογος. Από τα +πολλά δε τα οποία συμβαίνουν εκ τύχης και διαφέρουν κατά το μέγεθος +και την σμικρότητα τα μεν μικρά ευτυχήματα, και, εννοείται, και τα +αντίθετα αυτών, είναι φανερόν ότι δεν έχουν σπουδαιότητα διά την +ζωήν. Τα μεγάλα όμως και πολλά, όταν μεν συμβαίνουν καλώς, θα +καταστήσουν την ζωήν ευτυχεστέραν, διότι και αυτά επλάσθησαν ως +στολισμός αυτής και η χρησιμοποίησις αυτών είναι καλή και σπουδαία. +Όταν όμως συμβαίνουν ανάποδα, στενοχωρούν και ενοχλούν το +αξιομακάριστον. Διότι προσθέτουν λύπας και γίνονται εμπόδια εις +πολλάς ενεργείας. Και όμως και εις αυτά διαλάμπει το καλόν, όταν +κανείς υποφέρη αταράχως πολλάς και μεγάλας ατυχίας, όχι διότι είναι +αναίσθητος, αλλά διότι είναι γενναιόφρων και μεγαλόψυχος. + +&Ο αληθώς ευτυχής είναι ανεπίδεκτος δυστυχίας.& — Εάν δε είναι αι +ενέργειαι κυρίαρχοι της ζωής, καθώς είπαμεν, τότε κανείς από τους +ευτυχείς δεν ημπορεί να γίνη δυστυχής, διότι ποτέ του δεν θα πράξη +τα μισητά και ποταπά. Διότι ο αληθώς αγαθός και νουνεχής φρονούμεν +ότι θα υποφέρη όλας τας μεταβολάς της τύχης αξιοπρεπώς, και ότι +αναλόγως των υπαρχόντων μέσων θα πράξη πάντοτε το καλλίτερον, καθώς +και ο αγαθός στρατηγός το υπάρχον στράτευμα θα χρησιμοποιήση +πολεμικώτατα, και ο βυρσοδέψης από τα δεδομένα δέρματα θα κάμη τα +καλλίτερον που ημπορεί να γίνη υπόδημα, και κατά τον ίδιον τρόπον +όλοι οι άλλοι τεχνίται. Αλλά τότε, δεν ημπορεί μεν να γίνη ποτέ +δυστυχής ο ευτυχής, όμως δεν είναι αξιομακάριστος, αν περιπέση εις +τα δυστυχήματα του Πριάμου. Ούτε βεβαίως αχαρακτήριστος και +ευμετάβλητος ημπορεί να γίνη. Διότι ούτε η ευτυχία θα τον ταράξη +ευκόλως, ούτε τα παραμικρά ατυχήματα, αλλά τα μεγάλα και πολλά. Και +πάλιν κατόπιν από αυτά τα μεγάλα και πολλά δεν θα γίνη ευτυχής +αμέσως εις ολίγον διάστημα, αλλά, αν θα γίνη ευτυχής, θα γίνη εις +πολύ διάστημα και επαρκές, αφού εις αυτό το διάστημα γίνη κύριος +μεγάλων και καλών. + +&Ορισμός της ευτυχίας.& — Τι μας εμποδίζει λοιπόν να ορίσωμεν ότι +ευτυχής είναι όστις ενεργεί συμφώνως με την τελείαν αρετήν, και +είναι εφωδιασμένος αρκετά με τα εξωτερικά αγαθά, όχι εις ένα +παραμικρόν χρονικόν διάστημα, αλλά εις όλην του την τελείαν ζωήν; Ή +μήπως πρέπει να προσθέσωμεν ότι πρέπει και να ζήση ούτω πως και να +αποθάνη αναλόγως, επειδή ημείς δεν ημπορούμεν να προβλέψωμεν τα +μέλλον, ενώ την ευτυχίαν την ορίζομεν ως τέλος και ως τελείαν εις +όλα και καθ' όλα; Αλλά τότε θα ονομάσωμεν αξιομακαρίστους, εκείνους +από τους ζώντας, εις όσους υπάρχουν και θα υπάρξουν όσα είπαμεν, +πάντοτε όμως τους ανθρώπους θα ονομάζωμεν αξιομακαρίστους. Και περί +του ζητήματος τούτου είναι αρκετός αυτός ο αναλυτικός ορισμός. + +&Αι περιπέτειαι των απογόνων δεν θίγουν τους νεκρούς.& — Ότι δε αι +περιπέτειαι των απογόνων και όλων των φίλων εις τίποτε δεν +επηρεάζουν αυτούς φαίνεται πάρα πολύ άστοργον και αντίθετον προς τας +επικρατούσας ιδέας. Επειδή δε αι περιπέτειαι έχουν πολλάς και +παντοειδείς διαφοράς, και άλλαι μεν έρχονται περισσότερον ηνωμέναι, +άλλαι δε ολιγώτερον, είναι πολύς κόπος και ατελείωτος δι' εκάστην +χωριστά, και ίσως είναι αρκετόν να ομιλήσωμεν γενικώς και +υποδειγματικώς. Αφού λοιπόν, καθώς τα ιδικά του ατυχήματα άλλα μεν +έχουν βαρύτητα και σημασίαν διά τον βίον του, άλλα δε φαίνονται +ελαφρότερα, το ίδιον φαίνονται και όσα συμβαίνουν εις όλους τους +φίλους, και αφού έχει πολύ μεγάλην διαφοράν, όταν τα δεινοπαθήματα +συμβαίνουν εις έκαστον ενόσω ζη ή αφού αποθάνη, παρά όταν +παριστάνωνται εις τα οράματα ως ιστορικά γεγονότα ή ως σημερινά, +τότε βεβαίως πρέπει να λάβωμεν υπ' όψιν μας και αυτήν την διαφοράν, +ή μάλλον την απορίαν μας, αν οι μεταστάντες συμμετέχουν κανενός +αγαθού ή του αντιθέτου. Διότι φαίνεται ότι, και αν φθάνη έως εις +αυτούς κανέν αγαθόν ή αντίθετον, είναι μηδαμινόν και μικρόν είτε +γενικώς είτε προσωπικώς δι' αυτούς. Εάν δε δεν φθάνη εις αυτούς, +είναι τόσον μικρόν και επουσιώδες, ώστε δεν κάμνει ευτυχείς εκείνους +οι οποίοι δεν είναι, ούτε όσοι είναι ευτυχείς τους αφαιρεί την +μακαριότητα. Φαίνεται λοιπόν ότι συντελούν κάπως διά τους +μεταστάντας αι ευδοκιμήσεις των φίλων, καθώς και αι ατυχίαι αλλά εις +τόσον ολίγον βαθμόν και τόσον επουσιωδώς, ώστε δεν ημπορούν να +κάμουν τους ευτυχείς μη ευτυχείς, ούτε κανέν άλλο παρόμοιον. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'. + + + +&Είναι η ευτυχία μάλλον αξιέπαινος παρά αξιομακάριστος;& — Αφού δε +εξητάσαμεν και αυτά, ας εξετάσωμεν τόρα αν η ευτυχία είναι μάλλον +αξία επαίνων παρά αξία τιμής. Διότι βεβαίως είναι φανερόν ότι αυτή +δεν αποτελεί περιουσίαν. Φαίνεται λοιπόν ότι παν ό,τι επαινούμεν +επαινείται διότι έχει κάποιαν ιδιότητα και κάποιαν αναφοράν προς +άλλο. Λόγου χάριν τον δίκαιον και τον ανδρείον και εν γένει τον +ενάρετον και την αρετήν τους επαινούμεν διά τας πράξεις και τα έργα +των, ομοίως δε και τον ρωμαλέον και τον ταχύπουν και έκαστον από +τους άλλους, διότι έχουν εκ φύσεως κάποιαν ιδιότητα και κάποιαν +σχέσιν προς κάποιον αγαθόν και σπουδαίον πράγμα. Τούτο δε γίνεται +σαφές και από τα εγκώμια προς τους θεούς. Διότι, αν αυτά τα εγκώμια +τα αποδώσωμεν εις τον εαυτόν μας, γίνονται γελοία. Τούτο δε +προέρχεται εκ του ότι οι έπαινοι, καθώς είπαμεν, είναι σχετικοί. + +Αφού δε ο έπαινος είναι τοιούτον πράγμα, είναι προφανές ότι δεν +υπάρχει έπαινος διά τους αρίστους, αλλά κάτι άλλο μεγαλίτερον και +καλλίτερον, καθώς και είναι γνωστόν. Διότι και τους θεούς τους +μακαρίζομεν και τους καλοτυχίζομεν, και από τους ανθρώπους +μακαρίζομεν τους θεϊκωτέρους. Το ίδιον δε και διά τα αγαθά. Δηλαδή +κανείς δεν εγκωμιάζει την ευτυχίαν καθώς το δίκαιον, αλλά την +μακαρίζει ως κάτι τι θεϊκώτερον και ανώτερον. Φαίνεται δε ότι και ο +Εύδοξος καλόν επιχείρημα μετεχειρίσθη διά την ηδονήν. Διότι τo να μη +επαινήται αυτή, ενώ είναι έν από τα αγαθά, το εθεώρησε ως απόδειξιν +ότι είναι ανωτέρα από τα αξιέπαινα πράγματα, καθώς είναι ο θεός και +το αγαθόν. Διότι εις αυτά αναφέρονται και τα άλλα. Και ο μεν έπαινος +αναφέρεται εις την αρετήν (διότι με αυτήν εκτελούμεν τα καλά), τα δε +εγκώμια αναφέρονται εις τα έργα τόσον τα σωματικά, όσον και τα +ψυχικά. Αλλά αυτά μεν ίσως είναι καταλληλότερον να ορισθούν +ακριβέστερον εις τα ειδικά συγγράμματα περί εγκωμίων, εις ημάς όμως +είναι φανερόν από όσα ελέχθησαν, ότι η ευτυχία είναι έν από τα +αξιομακάριστα και τέλεια πράγματα. Φαίνεται δε ότι είναι τοιαύτη και +διότι αποτελεί αρχήν. Διότι χάριν αυτής εκτελούμεν όλα τα άλλα, την +δε αρχήν και το πρωταίτιον των αγαθών τα θεωρούμεν ως κάτι τι +αξιομακάριστον και θείον. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'. + + + +&Η αρετή ως στοιχείον της ευτυχίας.& — Αφού δε η ευτυχία είναι +ενέργεια της ψυχής συμφώνως με την τελείαν αρετήν, πρέπει τόρα να +εξετάσωμεν περί αρετής. Διότι πολύ πιθανόν κατ' αυτόν τον τρόπον να +εννοήσωμεν καλλίτερον και την ευτυχίαν. Φαίνεται δε ότι και ο +αληθινός πολιτικός εις αυτήν προ πάντων καταγίνεται. Διότι θέλει να +καταστήση τους πολίτας εναρέτους και ευπειθείς εις τους νόμους, +παράδειγμα δε τούτων έχομεν τους νομοθέτας των Κρητών και των +Λακεδαιμονίων και όσοι άλλοι τοιούτοι διέπρεψαν. Αφού δε η έρευνα +αυτή ανήκει εις την πολιτικήν, είναι προφανές ότι η εξέτασίς μας θα +γίνη συμφώνως με την απόφασιν την οποίαν εθέσαμεν εξ αρχής. Και +βεβαίως την ανθρωπίνην αρετήν πρέπει να εξετάσωμεν, διότι και το +αγαθόν το οποίον εζητούσαμεν ήτο ανθρώπινον και η ευτυχία ανθρωπίνη. +Αρετήν δε ανθρωπίνην δεν εννοούμεν την σωματικήν αλλά την ψυχικήν. +Και επομένως και την ευτυχίαν την θεωρούμεν ενέργειαν της ψυχής. + +&Σπουδαιότης της ψυχολογίας διά τον πολιτικόν.& — Αφού δε τούτο έχει +ούτω πως, είναι φανερόν ότι ο πολιτικός πρέπει να γνωρίζη τα ψυχικά +φαινόμενα, καθώς πρέπει να γνωρίζη και ολόκληρον το σώμα, όστις +πρόκειται να θεραπεύση τον οφθαλμόν, και μάλιστα τόσον περισσότερον, +όσον είναι πολυτιμοτέρα και καλλιτέρα η πολιτική από την ιατρικήν. +Από τους ιατρούς δε όσοι είναι τέλειοι πολύ καταγίνονται εις την +μελέτην του σώματος. Επομένως πρέπει να μελετήση και ο πολιτικός την +ψυχήν, αλλά χάριν τούτου και εφ' όσον είναι αρκετόν διά το ζήτημά +μας. Διότι η περισσοτέρα λεπτολογία ίσως είναι κοπιωδεστέρα παρ' +όσον απαιτεί η υπόθεσίς μας. Ομιλούμεν δε περί αυτής αρκετά και εις +τους εξωτερικούς λόγους και ημπορεί κανείς να τα χρησιμοποιήση. +Λόγου χάριν ότι έν μέρος αυτής είναι άλογον, το δε άλλο λογικόν. Εάν +δε αυτά είναι χωρισμένα καθώς τα μέλη του σώματος και παν ό,τι +επιδέχεται διαίρεσιν, ή θεωρητικώς εχωρίσθησαν, ενώ είναι εκ φύσεως +αχώριστα, καθώς εις την περιφέρειαν η κυρτότης και η κοιλότης, δεν +έχει καμμίαν σημασίαν σχετικώς με το ζήτημά μας. + +&Διασάφησις του αλόγου (φυτικού) μέρους της ψυχής.& — Από το άλογον +δε το έν μέρος φαίνεται κοινόν και φυτικόν, και εννοώ την αιτίαν της +θρέψεως και αυξήσεως. Διότι αυτήν την δύναμιν της ψυχής ημπορεί +κανείς να την παραδεχθή εις όλα όσα τρέφονται και ακόμη εις τα +έμβρυα, και την ιδίαν πάλιν και εις τους ηλικιωμένους. Διότι αυτό +είναι λογικώτερον να παραδεχθώμεν παρά καμμίαν διαφορετικήν ψυχήν. +Και λοιπόν η αρετή αυτής της ψυχής φαίνεται ότι είναι κοινή και όχι +ειδικώς ανθρωπίνη. Διότι φαίνεται ότι προ πάντων εις τον ύπνον +ενεργεί το μέρος αυτό και αυτή η δύναμις, και επομένως ο αγαθός και +ο κακός πολύ ολίγον διακρίνονται όταν κοιμούνται, και δι' αυτό +λέγουν ότι εις το ήμισυ της ζωής δεν έχουν διαφοράν οι ευτυχείς από +τους δυστυχείς. Τούτο δε συμβαίνει ευλόγως. Διότι ο ύπνος είναι +αργία της ψυχής ως προς την ενέργειαν από την οποίαν χαρακτηρίζεται +ως σπουδαία ή μηδαμινή, εκτός μόνον εάν καμμιάς λειτουργίας αι +κινήσεις εισδύουν βαθύτερον κατά μικρά διαστήματα και κατά τούτο +γίνονται καλλίτερα τα όνειρα των καλών από τους τυχαίους. Αλλά περί +αυτών είπαμεν αρκετά, και πρέπει να αφήσωμεν το θρεπτικόν μέρος της +ψυχής, διότι δεν συμμετέχει της ανθρωπίνης αρετής. + +&Διάκρισις του ημιαλόγου και του λογικού μέρους της ψυχής.& — +Φαίνεται δε ότι υπάρχει και κάποια άλλη ιδιότης της ψυχής άλογος, +αλλά κάπως μετέχουσα του λόγου. Διότι, όταν συγκρίνωμεν ένα εγκρατή +προς ένα ακόλαστον, επαινούμεν τον λόγον και το λογικόν μέρος της +ψυχής. Διότι αυτό παρορμά εις το ορθόν και εις το καλλίτερον. +Φαίνεται όμως ότι είναι έμφυτον εις αυτούς και κάτι άλλο, το οποίον +πολεμεί και αντιτείνει εις τον λόγον. Δηλαδή απαράλλακτα καθώς εις +τους παραλυτικούς, όταν θέλουν να κινήσουν τα μέλη των προς τα +δεξιά, εκείνα παρεκτρέπονται εις τα αριστερά, το ίδιον συμβαίνει και +εις την ψυχήν. Διότι αι ορμαί των ακολάστων βαδίζουν αντιθέτως. Αλλά +εις μεν τα σώματα βλέπομεν το παρεκτρεπόμενον μέλος, ενώ εις την +ψυχήν δεν το βλέπομεν. Ίσως όμως όχι ολιγώτερον πρέπει να +παραδεχθώμεν ότι και εις την ψυχήν υπάρχει κάτι τι παράλογον το +οποίον εναντιόνεται και αντιτάσσεται προς τον λόγον. Πώς όμως είναι +κάτι άλλο τι δεν μας ενδιαφέρει διόλου. Φαίνεται όμως ότι και τούτο +μετέχει του λόγου, καθώς είπαμεν. Τουλάχιστον εις τον εγκρατή +υποτάσσεται εις τον λόγον. Και πάλιν ίσως είναι πειθαρχικώτερον εις +τον σώφρονα και ανδρείον. Διότι εις αυτόν όλα είναι σύμφωνα με τον +λόγον. Επομένως φαίνεται ότι και το άλογον είναι δύο ειδών, διότι το +μεν φυτικόν δεν μετέχει διόλου του λόγου, το δε επιθυμητικόν και εν +γένει το βουλητικόν μετέχει κάπως, εφ' όσον είναι ευπειθές και +πειθαρχικόν εις αυτόν, ομοίως λοιπόν και εις τον πατέρα κανενός ή +εις τους φίλους του λέγομεν ότι υπάρχει λόγος, όχι όμως καθώς εις +τους μαθηματικούς. Ότι δε το άλογον πείθεται κάπως εις τον λόγον το +δεικνύει και η νουθέτησις και πάσα επίπληξις και προτροπή. Εάν δε +νομισθή καλόν να δεχθώμεν ότι και αυτό έχει λόγον, τότε θα ειπούμεν +ότι είναι δύο ειδών και το λογικόν, το μεν έν κυριολεκτικώς και +μόνον του, το δε άλλο ως έν είδος ευπειθείας εις τον πατέρα. + +&Διανοητικοί και ηθικαί αρεταί& — Χωρίζεται δε και η αρετή συμφώνως +με αυτήν την διαφοράν. Διότι από τας αρετάς, άλλας μεν τας +ονομάζομεν διανοητικάς, άλλας δε ηθικάς, και την μεν σοφίαν και την +σύνεσιν και την φρόνησιν τας λέγομεν διανοητικάς, την δε +γενναιοδωρίαν και την σωφροσύνην ηθικάς. Διότι όταν ομιλούμεν περί +του ηθικού μέρους, δεν λέγομεν διά κανένα ότι είναι σοφός ή συνετός, +αλλά ότι είναι μειλίχιος ή σώφρων, επίσης δε επαινούμεν και τον +σοφόν διά την διανοητικήν του κατάστασιν, και αυτάς τας αξιεπαίνους +διανοητικάς καταστάσεις τας ονομάζομεν αρετάς. + + + + +ΒΙΒΛΙΟΝ Β. + + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. + + + +&Αι διανοητικαί αρεταί διδάσκονται, ενώ αι ηθικαί αρεταί γεννώνται +εκ της συνηθείας.& — Εκ δε της αρετής, η οποία είναι δύο ειδών, +δηλαδή διανοητική και ηθική, η μεν διανοητική το περισσότερον έχει +την προέλευσίν της και την αύξησίν της από την διδασκαλίαν, και δι' +αυτό χρειάζεται πείραν και καιρόν, η ηθική όμως αποκτάται με τας +συνηθείας, και δι' αυτό έλαβε όνομα το οποίον έχει πολύ μικράν +διαφοράν από την συνήθειαν (ήθος — έθος). Και από τούτο είναι +φανερόν ότι καμμία από τας ηθικάς αρετάς δεν υπάρχει εκ φύσεως εντός +μας. Διότι κανέν από όσα υπάρχουν εκ φύσεως δεν ημπορεί να συνηθίση +διαφορετικά• λόγου χάριν ο λίθος ο οποίος εκ φύσεως πίπτει προς τα +κάτω, δεν είναι δυνατόν να συνηθίση να φέρεται προς τα επάνω, και αν +ακόμη αμέτρητες φορές τον ρίψη κανείς υψηλά, διά να τον συνηθίση. +Ούτε το πυρ φέρεται προς τα κάτω, ούτε κανέν από όσα έγιναν εκ +φύσεως κατά ένα τρόπον, είναι δυνατόν να συνηθίση διαφορετικά. +Επομένως ούτε εκ φύσεως ούτε παρά την φύσιν γεννώνται εντός μας αι +αρεταί, αλλά ναι μεν εγίναμεν εκ φύσεως επιδεκτικοί δι' αυτάς, +τελειοποιούμεθα όμως με την συνήθειαν. + +&Άλλα ακαταγώνιστα επιχειρήματα χάριν του πολυκρότου Σωκρατικού +ζητήματος, αν είναι διδακτή η αρετή.& — Έπειτα όσα μεν έχομεν εκ +φύσεως, πρώτον αποκτώμεν τας δυνάμεις των, και κατόπιν αποδίδομεν +τας ενεργείας των, και τούτο είναι προφανές εις τα αισθητήρια. Διότι +δεν απεκτήσαμεν τας αισθήσεις από το να βλέπωμεν και να ακούωμεν +συχνά, αλλά το αντίθετον, τας είχαμεν και τας μετεχειρίσθημεν, και +δεν τας απεκτήσαμεν διά της χρήσεως. Τας αρετάς όμως τας αποκτώμεν, +αφού εργασθώμεν προηγουμένως, καθώς συμβαίνει και διά τας άλλας +τέχνας. Διότι όσα χρειάζονται να τα εκτελούμεν, αφού μάθωμεν αυτά, +διά της εκτελέσεως τα μανθάνομεν. Λόγου χάριν με το να κτίζουν +γίνονται κτίσται και με το να παίζουν κιθάραν γίνονται κιθαρισταί. +Ομοίως λοιπόν και όσοι μεν εξασκούμεν την δικαιοσύνην γινόμεθα +δίκαιοι, και όσοι την σωφροσύνην σώφρονες, και όσοι την ανδρείαν +ανδρείοι. Το επικυρώνει δε και αυτό το οποίον συμβαίνει εις τας +πολιτείας. Διότι οι νομοθέται με την άσκησιν κάμνουν τους πολίτας +αγαθούς. Και η πρόθεσις παντός νομοθέτου είναι αυτή, όσοι όμως δεν +εκτελούν αυτά καλώς, σφάλλουν, και κατά τούτο διαφέρει η αγαθή +πολιτεία από την μηδαμινήν. Έπειτα από τας ιδίας αιτίας και με τα +ίδια μέσα με τα οποία δημιουργείται πάσα αρετή με τα ίδια και +καταστρέφεται, επίσης δε και πάσα τέχνη. Διότι με το να παίζουν +κιθάραν γίνονται και οι καλοί και οι κακοί κιθαρισταί, αναλόγως δε +και οι οικοδόμοι και όλοι οι άλλοι. Δηλαδή με το να κτίζουν καλώς +τας οικίας θα γίνουν καλοί οικοδόμοι, με το να κτίζουν όμως αυτάς +κακώς θα γίνουν κακοί. Διότι, αν δεν ήτο αυτό αληθές, τότε δεν θα +υπήρχε καμμία ανάγκη διδασκάλου, αλλά όλοι θα εγίνοντο καλοί ή +κακοί. + +Το ίδιον λοιπόν συμβαίνει και εις τας αρετάς. Δηλαδή με το να +εκτελούμεν συναλλαγάς προς τους άλλους ανθρώπους γινόμεθα άλλοι μεν +δίκαιοι, άλλοι δε άδικοι, με το να εκτελούμεν δε τα απαιτούμενα εις +δεινάς περιστάσεις και να συνηθίζωμεν να έχωμεν θάρρος ή να +φοβούμεθα, άλλοι μεν γινόμεθα ανδρείοι, άλλοι δε δειλοί. Τo ίδιον δε +συμβαίνει και διά τας επιθυμίας και τας ορέξεις. Δηλαδή άλλοι μεν +γίνονται σώφρονες και μειλίχιοι, άλλοι δε ακόλαστοι και οξύθυμοι, +διότι εκείνοι μεν κατ' εκείνον τον τρόπον φέρονται εις αυτά τα +πράγματα, αυτοί δε κατά τούτον. Και λοιπόν με μίαν λέξιν από την +επανάληψιν των ομοίων ενεργειών αποκτώνται αι ψυχικαί καταστάσεις. +Και διά τούτο πρέπει να δίδωμεν κάποιαν ποιότητα εις τας ενεργείας +μας. Διότι αναλόγως της διαφοράς αυτών έρχονται κατόπιν αι ψυχικαί +καταστάσεις. Λοιπόν δεν έχει μικράν διαφοράν το να συνηθίζωμεν κατά +τούτον ή εκείνον τον τρόπον ευθύς από την νεαράν ηλικίαν, αλλά +σημαίνει πάρα πολύ, ή μάλλον το παν. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'. + + + +&Ποίαι πράξεις οδηγούν εις την αρετήν.& — Επειδή λοιπόν η παρούσα +μελέτη δεν γίνεται χάριν της θεωρίας καθώς αι άλλαι — διότι δεν +ερευνώμεν διά να εννοήσωμεν τι πράγμα είναι η αρετή, αλλά διά να +γίνωμεν αγαθοί, διότι άλλως δεν θα υπήρχε καμμία ωφέλεια από αυτήν — +είναι ανάγκη να σκεφθώμεν διά τας πράξεις με ποίον τρόπον πρέπει να +εκτελούνται. Διότι από αυτάς εξαρτάται, καθώς είπαμεν, η ποιότης των +ψυχικών μας καταστάσεων. Και λοιπόν το να πράττωμεν συμφώνως με τον +ορθόν λόγον είναι γενικώς ανεγνωρισμένον αξίωμα και αυτό πρέπει να +τεθή εδώ ως βάσις. Θα ομιλήσωμεν δε αργότερα περί αυτού, δηλαδή τι +είναι ο ορθός λόγος και ποίαν σχέσιν έχει προς τας άλλας αρετάς. +Τόρα όμως, ας παραδεχθώμεν εκ των προτέρων ότι πάσα εξέτασις περί +των πραγματοποιουμένων πρέπει να ορίζεται με γενικόν τύπον και όχι +με ακρίβειαν, καθώς είπαμεν ότι πρέπει να απαιτούμεν τους ορισμούς +συμφώνως με το εξεταζόμενον υλικόν. Δηλαδή όσα αναφέρονται εις τας +πράξεις και εις τα συμφέροντα δεν έχουν καμμίαν σταθερότητα, καθώς +δεν έχουν ούτε τα υγιεινά. Και εάν ο γενικός ορισμός είναι τοιούτος +πολύ περισσότερον δεν είναι ακριβής ο ορισμός των λεπτομερειών. +Διότι δεν υπάγεται ούτε εις καμμίαν τέχνην ούτε εις καμμίαν οδηγίαν, +αλλά πρέπει οι ίδιοι οι εκτελεσταί να προσέχουν πάντοτε εις το +επίκαιρον (κρίσιμον στιγμήν), καθώς γίνεται εις την ιατρικήν και την +πλοιαρχικήν. + +&Και η μεγάλη έλλειψις και η μεγάλη υπερβολή είναι καταστρεπτική.& — +Αλλά, αν και η παρούσα μελέτη είναι τοιαύτης φύσεως, πρέπει να +προσπαθήσωμεν να πράξωμεν ό,τι είναι δυνατόν. Πρώτον λοιπόν πρέπει +να παρατηρήσωμεν ότι τα τοιαύτα προσόντα τα καταστρέφει και η μεγάλη +έλλειψις και η υπερβολή, — διότι είναι καλόν να επικαλεσθώμεν διά τα +άλυτα ζητήματα το κύρος των γνωστών, καθώς βλέπομεν ότι κάμνουν διά +την ρωμαλεότητα και την υγείαν. Διότι και τα υπερβολικά γυμνάσια και +τα ελλιπή φθείρουν την δύναμιν, ομοίως δε και τα ποτά και τα +τρόφιμα, εάν είναι υπερβολικώτερα ή ελλιπέστερα καταστρέφουν την +υγείαν, ενώ τα μέτρια την στερεόνουν και την αυξάνουν και την +διασώζουν. Το ίδιον λοιπόν συμβαίνει και εις την σωφροσύνην και την +ανδρείαν και τας άλλας αρετάς. Διότι και όστις φεύγει και φοβείται +οποιονδήποτε και δεν ανθίσταται εις τίποτε γίνεται δειλός, και όστις +τίποτε απολύτως δεν φοβείται, αλλά προχωρεί εναντίον οποιουδήποτε, +γίνεται θρασύς. Επίσης δε και όστις επιδιώκει να απολαύση όλας τας +ηδονάς και δεν αποφεύγει καμμίαν είναι ακόλαστος, όστις δε τας +αποφεύγει όλας, καθώς οι χωρικοί, είναι βεβαίως αναίσθητος• λοιπόν +καταστρέφεται η σωφροσύνη και η ανδρεία από την υπερβολήν και την +έλλειψιν, ενώ από την μετριοπάθειαν συντηρείται. + +&Η άσκησις της αρετής κατ' αρχάς είναι δύσκολος, κατόπιν όμως +εύκολος.& — Πλην όχι μόνον αι γενέσεις και αι αυξήσεις και αι +καταστροφαί προέρχονται εξ αιτίας των ιδίων πραγμάτων και από τα +ίδια, αλλά και αι ενέργειαι εξακολουθούν να υπάρχουν με αυτά τα +ίδια. Διότι και εις τα άλλα τα φανερώτερα ζητήματα το ίδιον +συμβαίνει• λόγου χάριν εις την σωματικήν δύναμιν. Δηλαδή αυτή +δημιουργείται μεν από την πρόσληψιν πολλής τροφής και από την +άσκησιν εις πολλούς κόπους, εξ άλλου όμως είναι ικανός να τα εκτελή +αυτά πολύ περισσότερον ο ισχυρός. Το ίδιον λοιπόν συμβαίνει και με +τας αρετάς. Διότι με το να απέχαμε από τας ηδονάς γινόμεθα σώφρονες, +συγχρόνως όμως, αφού γίνωμεν τοιούτοι, ημπορούμεν να απέχαμε +ευκολότερα. Το ίδιον δε και διά την ανδρείαν. Διότι, όταν συνηθίσαμε +να περιφρονούμεν τους κινδύνους και τους αναμένωμεν ατάραχοι, +γινόμεθα ανδρείοι, εξ άλλου όμως, αφού γίνωμεν ανδρείοι, ευκολώτερον +αντέχομεν εις τους κινδύνους. + +&Η αρετή ως πνευματική ηδονή.& — Ας λάβωμεν δε ως απόδειξιν διά τας +ψυχικάς καταστάσεις την ηδονήν ή την λύπην, η οποία έρχεται κατόπιν +από τα έργα. Διότι όστις μεν απέχει από τας σωματικάς ηδονάς και +ακριβώς δι' αυτό ευχαριστείται είναι σώφρων, όστις όμως λυπείται +είναι ακόλαστος, και πάλιν όστις μεν αναμένει τους κινδύνους και +ευχαριστείται, ή τουλάχιστον δεν λυπείται, είναι ανδρείος, όστις δε +λυπείται είναι δειλός. Διότι η ηθική αρετή περιστρέφεται εις τας +ηδονάς και λύπας. Δηλαδή χάριν της ηδονής εκτελούμεν τας ποταπάς +πράξεις, ένεκα δε της λύπης απέχομεν από τας καλάς. Διά τούτο πρέπει +κανείς, αμέσως από την νεαράν ηλικίαν να λάβη κάποιαν αγωγήν, καθώς +λέγει ο Πλάτων {5}, ώστε να χαίρη και να λυπήται με όσα πρέπει. +Διότι αυτά είναι ορθή εκπαίδευσις. Εκτός τούτου, αφού αι αρεταί +περιστρέφονται εις τας πράξεις και εις τα παθήματα, και αφού εις +έκαστον πάθημα και εκάστην πράξιν ακολουθεί ηδονή ή λύπη, και δι' +αυτόν τον λόγον ακόμη ίσως η αρετή περιστρέφεται εις τας ηδονάς και +λύπας. Το επικυρόνουν δε και αι τιμωρίαι αι οποίαι γίνονται με +αυτάς. Διότι και αυταί είναι ένα είδος θεραπείας, αι δε θεραπείαι +εδόθη εκ φύσεως να προέρχονται από τα αντίθετα. + +&Η κακία ως νοσηρά ηδονή.& — Έπειτα, καθώς είπαμεν και προηγουμένως, +πάσα κατάστασις της ψυχής, από όσα εκ φύσεως γίνεται χειροτέρα ή +καλλιτέρα, ως προς αυτά και δι' αυτά αποκτά αυτήν την ιδιότητα. +Δηλαδή με τας ηδονάς και τας λύπας γίνονται μερικοί ποταποί καθ' +όσον τας επιδιώκουν ή τας αποφεύγουν, ή όσας δεν πρέπει, ή όταν δεν +πρέπη, ή καθώς δεν πρέπει, ή όσας φοράς δεν θεωρούνται ορθά τα +τοιαύτα υπό του λογικού. Και διά τούτο ορίζουν μερικοί τας αρετάς ως +απαθείας και αταραξίας. Τούτο όμως δεν είναι ορθόν, διότι το λέγουν +γενικώς και όχι πώς πρέπει και πώς δεν πρέπει και πότε και καθ' +όλους τους άλλους προσθέτους προσδιορισμούς. Επομένως είναι βέβαιον +ότι η αρετή είναι η ιδιότης αυτή η οποία εκτελεί τα προτιμότερα ως +προς τας ηδονάς και τας λύπας, ενώ η κακία είναι το αντίθετον. + +Αλλά και από τα εξής ακόμη ημπορούμεν να εννοήσωμεν αυτά. Δηλαδή +τρία πράγματα ανήκουν εις την προτίμησιν και τρία εις την αποφυγήν, +το καλόν, το συμφέρον και το ηδονικόν, και αντιθέτως το άσχημον, το +βλαβερόν και το λυπηρόν. Εις όλα δε αυτά ο μεν αγαθός επιτυγχάνει +καλώς, ενώ ο κακός σφάλλει, και προ πάντων εις την ηδονήν. Έπειτα +αυτή είναι κοινή και εις τα ζώα και συνοδεύει όλα όσα πρόκειται να +τα προτιμήσωμεν. Δηλαδή και το καλόν και το συμφέρον μας φαίνεται +ηδονικόν. Έπειτα εμεγάλωσαν μαζί μας από την νηπιακήν ηλικίαν. Διά +τούτο είναι δύσκολον να αποσβύσωμεν αυτό το πάθος, το οποίον +εχρωμάτισε την ζωήν μας. Κανονίζομεν δε και τας πράξεις, με την +ηδονήν και την λύπην άλλοι περισσότερον και άλλοι ολιγώτερον. Διά +τούτο λοιπόν εις αυτά πρέπει να περιστραφή όλη μας η μελέτη, διότι +δεν έχει μικράν σημασίαν διά τας πράξεις, εάν χαίρωμεν και λυπούμεθα +ορθώς ή εσφαλμένως. Έπειτα είναι δυσκολώτερον να αντιστασθή κανείς +εις την ηδονήν παρά εις την έξαψιν, καθώς λέγει ο Ηράκλειτος. Διά +παν όμως δυσκολώτερον πράγμα υπάρχει πάντοτε και τέχνη και αρετή. +Διότι το ορθόν γίνεται εις αυτό ορθότερον. Ώστε και δι' αυτόν τον +λόγον όλη η μελέτη και διά την αρετήν και διά την πολιτικήν +περιστρέφεται εις τας ηδονάς και λύπας. Διότι όστις μεταχειρίζεται +αυτάς ορθώς είναι αγαθός, όστις δε εσφαλμένως είναι κακός. + +&Ανακεφαλαίωσις. — Όσα είπαμεν λοιπόν ας τα θεωρήσωμεν αρκετά περί +του ότι η αρετή περιστρέφεται εις τας ηδονάς και λύπας, και ότι από +όσα δημιουργείται, με αυτά τρέφεται και καταστρέφεται, εάν δεν +εκτελούνται εξ ίσου, και ότι, από όσα εδημιουργήθη, εις αυτά και +ενεργεί. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'. + + + +&Διά την αρετήν δεν απαιτούνται μόνον έργα αλλά και προαίρεσις.& — +Ίσως όμως ερωτήση κανείς, πώς τάχα εννοούμεν ότι πρέπει να γίνη +κανείς δίκαιος με το να πράττη δικαίως, και σώφρων με το να εκτελή +την σωφροσύνην. Διότι, εάν εκτελούν τα δίκαια και τα σωφρονικά, τότε +είναι πλέον δίκαιοι και σώφρονες, καθώς είναι γραμματικοί και +μουσικοί όσοι εκτελούν τα γραμματικά και τα μουσικά. Ή μήπως τάχα +δεν εφαρμόζεται τούτο ούτε εις τας τέχνας, διότι είναι ενδεχόμενον +να εκτελέση κάτι γραμματικόν εκ τύχης και κατά συμβουλήν άλλου; +Επομένως τότε μόνον θα είναι γραμματικός, εάν εκτελέση κάτι +γραμματικόν και με τρόπον γραμματικόν. Τούτο δε θα ειπή συμφώνως με +την γραμματικήν που έχει μέσα του. Έπειτα δεν είναι ούτε όμοιον το +ζήτημα των τεχνών και των αρετών. Διότι όσα πράγματα κατασκευάζονται +από τας τέχνας έχουν μέσα των την τελειότητα. Αρκεί λοιπόν να έχουν +αυτά μόνον την ποιότητά των. Όσα όμως γίνονται με τας αρετάς δεν +αρκεί να έχουν αυτά μόνον μίαν ποιότητα, λόγου χάριν να γίνουν +δικαίως ή σωφρόνως, αλλά και υπό τον όρον να έχη την ποιότητα και +όστις πράττει αυτά, και πρώτον μεν να τα εκτελή εν επιγνώσει, έπειτα +αυτοπροαιρέτως και μόνον χάριν των ιδίων αυτών και τρίτον να είναι +σταθερός και αμετάπειστος, όταν τα εκτελή. Αυτά όμως όλα δεν +συμψηφίζονται εις τας άλλας τέχνας, παρά μόνον το να γνωρίζη ο +τεχνίτης το έργον του. Διά τας αρετάς όμως η γνώσις αυτών έχει πολύ +μικράν σημασίαν ή σχεδόν καμμίαν, ενώ τα άλλα δεν έχουν μικράν +σημασίαν, αλλ' είναι το παν, και αυτά αποκτώνται με την συχνήν +επανάληψιν των δικαίων και των σωφρονικών πράξεων• λοιπόν τα μεν +έργα λέγονται δίκαια και σωφρονικά, όταν είναι τοιαύτα, οποία +ημπορεί να εκτελέση ο δίκαιος ή ο σώφρων. Δίκαιος όμως και σώφρων +δεν είναι πας όστις εκτελεί αυτά, αλλά συγχρόνως και αν τα εκτελή +καθώς τα εκτελούν οι δίκαιοι και οι σώφρονες. Επομένως καλώς ελέχθη +ότι από την εξάσκησιν της δικαιοσύνης γίνεται ο δίκαιος και από την +εξάσκησιν της σωφροσύνης ο σώφρων. Ενώ χωρίς την εξάσκησιν αυτών +ούτε να φαντασθή κανείς πρέπει ότι είναι δυνατόν να γίνη αγαθός. Οι +περισσότεροι όμως αυτά μεν δεν τα εκτελούν, επειδή όμως +περιορίζονται εις την εξέτασιν αυτών, νομίζουν ότι κατ' αυτόν τον +τρόπον γίνονται φιλόσοφοι και ότι θα αναδειχθούν σπουδαίοι, ενώ +κάμνουν κάτι τι παρόμοιον με τους αρρώστους, όσοι ακούουν μεν +προσεκτικά τας οδηγίας των ιατρών, δεν εκτελούν όμως καμμίαν +διαταγήν των. Καθώς λοιπόν δεν θα εύρουν εκείνοι την υγείαν του +σώματός των με αυτόν τον τρόπον της θεραπείας, ομοίως και αυτοί εδώ +δεν θα εύρουν την υγείαν της ψυχής των με αυτόν τον τρόπον της +φιλοσοφίας. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. + + + +&Αι αρεταί δεν είναι ούτε πάθη ούτε δυνάμεις αλλά καταστάσεις.& — +Και τόρα ας εξετάσωμεν τι είναι η αρετή. Αφού λοιπόν τα εντός της +ψυχής συμβαίνοντα είναι τριών ειδών, δηλαδή πάθη, δυνάμεις και +καταστάσεις, η αρετή είναι πιθανώς κάτι από αυτά. Θεωρώ δε ως πάθη +την επιθυμίαν, την οργήν, τον φόβον, το θάρρος, τον φθόνον, την +χαράν, την φιλίαν, το μίσος, τον πόθον, την ζηλοτυπίαν, τον οίκτον +και εν γένει όλα, όσα παρακολουθεί η ηδονή ή η λύπη. Ως δυνάμεις δε +εκείνας αι οποίαι μας κάμνουν επιδεκτικούς δι' αυτά• λόγου χάριν +όσαι μας κάμνουν επιδεκτικούς να οργισθώμεν ή να λυπηθώμεν ή να +οικτίρωμεν• ως καταστάσεις δε εκείνας αι οποίαι μας κάμνουν να +είμεθα ως προς τα πάθη καλοί ή κακοί• λόγου χάριν ως προς την οργήν, +εάν μεν μας κάμνουν να οργιζώμεθα ορμητικώς ή χαλαρώς, είναι κακαί, +εάν όμως μετρίως, είναι καλαί, ομοίως δε και δι' όλα τα άλλα. Λοιπόν +δεν είναι πάθη ούτε αι αρεταί ούτε αι κακίαι, διότι δεν θεωρούμεθα +αναλόγως των παθών μας σπουδαίοι ή ποταποί, αλλά αναλόγως των αρετών +και κακιών μας, και διότι εξ αιτίας μεν των παθών μας ούτε +επαινούμεθα ούτε κατακρινόμεθα — διότι δεν επαινείται ούτε +κατακρίνεται πας όστις φοβείται ούτε πας όστις οργίζεται γενικώς και +αορίστως, αλλά όστις φοβείται ή οργίζεται κατά ένα ωρισμένον τρόπον, +ενώ εξ αιτίας των αρετών και κακιών επαινούμεθα ή κατακρινόμεθα. +Έπειτα οργιζόμεθα και φοβούμεθα χωρίς να θέλωμεν, ενώ αι αρεταί +είναι κάποιαι προαιρέσεις και ποτέ δεν υπάρχουν χωρίς προαίρεσιν. +Ακόμη δε ως προς τα πάθη λέγομεν ότι συγκινούμεθα, ενώ ως προς τας +αρετάς και κακίας δεν συγκινούμεθα, αλλά διατελούμεν εις μίαν +ωρισμένην κατάστασιν. Και δι' αυτό δεν είναι ούτε δυνάμεις. Διότι +ούτε αγαθοί θεωρούμεθα με το να ημπορούμεν να πάσχωμεν αορίστως ούτε +κακοί, και ούτε επαινούμεθα ούτε ψεγόμεθα. Εκτός τούτου δυνατοί μεν +γινόμεθα εκ φύσεως, αγαθοί όμως ή κακοί δεν γινόμεθα εκ φύσεως. Περί +αυτών δε εκάμαμεν λόγον προηγουμένως. Αφού λοιπόν δεν είναι ούτε +πάθη ούτε δυνάμεις αι αρεταί, υπολείπεται να είναι καταστάσεις. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'. + + + +&Αρετή είναι η ορθή ψυχική κατάστασις και η ορθώς ενεργούσα. — Εις +ποίον γένος λοιπόν ανήκει η αρετή, το εξετάσαμεν. Δεν πρέπει όμως +μόνον να ειπούμεν γενικώς ότι είναι κατάστασις, αλλά και ποίου +είδους. Λέγομεν λοιπόν ότι πάσα αρετή και το πράγμα εις το οποίον +περιστρέφεται το καθιστά τέλειον, και το έργον αυτού το εκτελεί +καλώς• λόγου χάριν η αρετή του οφθαλμού και τον οφθαλμόν τον κάμνει +σπουδαίον και το έργον του. Διότι με την αρετήν του οφθαλμού +βλέπομεν καλώς. Ομοίως η αρετή του ίππου και &σπουδαίον τον κάμνει +τον ίππον& και κατάλληλον να τρέχη και να σηκώνη τον αναβάτην και να +αντικρύζη τους εχθρούς. Αφού δε τούτο είναι το ίδιον εις όλα, τότε +ίσως και η αρετή του ανθρώπου δύναται να ορισθή ως ψυχική κατάστασις +με την οποίαν γίνεται ο άνθρωπος αγαθός και εκτελεί καλώς το έργον +του. Πώς όμως θα γίνη τούτο, το είπαμεν μεν και προηγουμένως, αλλά +θα εννοηθή και πάλιν, εάν εξετάσωμεν ποίου είδους είναι η φύσις +αυτής. + +&Η εξέτασις του μέσου όρου εν γένει. — & Λοιπόν εις παν πράγμα +συνεχόμενον και διαιρετόν είναι δυνατόν να λάβωμεν άλλοτε το +περισσότερον, άλλοτε το ολιγώτερον, και άλλοτε το ίσον, και μάλιστα +ή συμφώνως με την φύσιν του πράγματος ή ως προς ημάς. Tο δε ίσον +είναι μεταξύ της υπερβολής και της ελλείψεως. Εννοώ δε σύμφωνον προς +το πράγμα μέσον, εκείνο το οποίον απέχει εξ ίσου από τα δύο άκρα, το +οποίον είναι έν και το αυτό δι' όλους, ως προς ημάς δε μέσον, εκείνο +το οποίον δεν είναι ούτε υπερβολικόν ούτε ελλιπές. Τούτο όμως δεν +είναι έν, ούτε το ίδιον δι' όλους. Λόγου χάριν εις τα δώδεκα τα δέκα +είναι το περισσότερον, τα δε δύο το ολιγώτερον, και τα έξ είναι το +μέσον, εάν λάβωμεν συμφώνως με το πράγμα. Διότι αυτό ούτε υπερέχει, +ούτε υπερέχεται. Τούτο δε είναι μέσος όρος κατά την αριθμητικήν +αναλογίαν. Το σχετικόν όμως με ημάς δεν πρέπει να το λάβωμεν ούτω +πως. Διότι, εάν 10 λίτραι κρέατος είναι διά κάποιον πολλαί, αι δύο +όμως ολίγαι, τότε ο τροφοδότης δεν θα διατάξη έξ λίτρας. Διότι και +αυτό ημπορεί να είναι πολύ δι' αυτόν που θα φάγη, ή ολίγον. Δηλαδή +διά τον Μίλωνα είναι ολίγον, δι' ένα όμως ο οποίος πρώτην φοράν +αρχίζει την γυμναστικήν είναι πολύ. Ομοίως εις το τρέξιμον και εις +την πάλην. Και ούτω πως λοιπόν κάθε ειδήμων την μεν υπερβολήν και +την έλλειψιν την αποφεύγει, ζητεί δε το μέτριον και αυτό προτιμά. Το +μέτριον όμως δεν είναι σύμφωνον με την φύσιν του πράγματος, αλλά ως +προς ημάς. + +&Η αρετή ως μέσος όρος.& — Αφού λοιπόν πάσα επιστήμη εκτελεί τα +έργον της προσέχουσα εις το μέτριον και με αυτό κανονίζουσα τα έργα +της — και ως εκ τούτου λέγουν συνήθως διά τα καλώς καμωμένα έργα, +ότι δεν έχεις ούτε να προσθέσης ούτε να αφαιρέσης τίποτε, διότι η +μεν υπερβολή και η έλλειψις καταστρέφει το ορθόν, ενώ η μεσότης το +σώζει — αφού, καθώς είπαμεν, οι αγαθοί τεχνίται εις αυτά προσέχουν +όταν εργάζωνται, και αφού η αρετή είναι, καθώς και όλη η φύσις, +ακριβεστέρα και ανωτέρα από πάσαν τέχνην, τότε έπεται ότι θα +επιδιώκη το μέσον. Εννοώ δε την ηθικήν. Διότι αυτή περιστρέφεται εις +τα πάθη και εις τας πράξεις. Εις αυτά δε υπάρχει και υπερβολή και +έλλειψις και μέσον. Λόγου χάριν να φοβηθώμεν και να έχωμεν θάρρος, +να αποστραφώμεν και να επιθυμήσωμεν, να οργισθώμεν και να +οικτίρωμεν, και εν γένει να ευφρανθώμεν και να λυπηθώμεν είναι +δυνατόν και περισσότερον και ολιγώτερον. Αυτά δε και τα δύο δεν +είναι το ορθόν, αλλά το όταν πρέπη, και δι' όσα πρέπει, και προς +όσους και δι' οποίον λόγον και με όποιον τρόπον πρέπει, αυτά +αποτελούν την μεσότητα και το άριστον, τούτο δε είναι ιδιότης της +αρετής. Όμοίως πάλιν και διά τας πράξεις υπάρχει υπερβολή και +έλλειψις και μέσον. Η δε αρετή περιστρέφεται εις πάθη και εις +πράξεις εις τας οποίας η υπερβολή είναι λάθος και η έλλειψις +κατακρίνεται, ενώ το μέσον επαινείται και ευδοκιμεί. Αυτά δε και τα +δύο είναι ιδιότητες της αρετής. Επομένως η αρετή είναι κάποια +μεσότης, αφού επιδιώκει το μέσον. Έπειτα δε το μεν λάθος γίνεται +κατά πολλούς τρόπους — διότι το κακόν είναι ιδιότης του απεράντου, +καθώς το παρωμοίαζαν οι Πυθαγόρειοι, το δε αγαθόν του περατωμένου, — +ενώ η επιτυχία γίνεται μόνον κατά ένα τρόπον. Δι' αυτό το έν είναι +εύκολον, το δε άλλο δύσκολον, και εύκολον μεν είναι η αποτυχία του +σκοπού, δύσκολον δε η επιτυχία. Ώστε και δι' αυτούς τους λόγους της +μεν κακίας ιδιότης είναι η υπερβολή και η έλλειψις, της δε αρετής η +μεσότης. + + Ένας ο δρόμος του θεού και χίλιοι του διαβόλου. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'. + + + +&Ορισμός της αρετής. — Επομένως η αρετή είναι ψυχική κατάστασις η +οποία ενεργεί κατά προαίρεσιν, και εφαρμόζει την μεσότητα την +σχετικήν με ημάς την καθοριζομένην με λόγον και καθώς ημπορεί να την +καθορίση ο φρόνιμος άνθρωπος. Είναι δε μεσότης, διότι κείται μεταξύ +δύο κακιών, εκ των οποίων η μία προέρχεται από την υπερβολήν, η δε +άλλη από την έλλειψιν, και έπειτα διότι από αυτάς άλλαι μεν ζητούν +να καθυστερούν, άλλαι δε να υπερβάλλουν το πρέπον και εις τα πάθη +και εις τας πράξεις, ενώ η αρετή και ευρίσκει και προτιμά το μέσον. +Επομένως ως προς την ουσίαν της και τον ορισμόν ο οποίος εκφράζει +την ιδανικήν της τελειοποίησιν η αρετή είναι κάποια μεσότης, ως προς +το καλλίτερον όμως και την ορθότητα είναι ακρότης ανυπέρβλητος. + +&Πώς η αρετή η οποία είναι μεσότης είναι πολλάκις και ακρότης. — +Αλλά δεν επιδέχεται την μεσότητα πάσα πράξις ούτε παν πάθος. Διότι +μερικά ενοήθησαν και ωνομάσθησαν μόνον ως αχώριστα από την +χυδαιότητα, καθώς η χαιρεκακία, η αναισχυντία, ο φθόνος, και διά τας +πράξεις η μοιχεία, η κλοπή, η δολοφονία. Δηλαδή όλα αυτά και τα +όμοιά των κατακρίνονται, διότι είναι καθ' εαυτά ποταπά, και όχι διά +τας υπερβολάς των ούτε διά τας ελλείψεις των. Επομένως ως προς αυτά +ποτέ δεν είναι δυνατόν να επιτύχωμεν το ορθόν, αλλά πάντοτε θα +σφάλλωμεν. Ακόμη δε δι' αυτά το ορθόν ή το μη ορθόν δεν έγκειται εις +το ποίαν γυναίκα και πότε και πώς θα μοιχεύη κανείς, αλλά γενικώς το +να διαπράττη κανείς οποιονδήποτε από αυτά είναι αμάρτημα. Είναι το +ίδιον λοιπόν ως να ζητούμεν και εις την αδικίαν και δειλίαν και +ακολασίαν να υπάρχη μεσότης και υπερβολή και έλλειψις. Διότι τότε θα +είχομεν βεβαίως μεσότητα και της υπερβολής και της ελλείψεως και +πάλιν υπερβολήν της υπερβολής και έλλειψιν της ελλείψεως. Και καθώς +εις την σωφροσύνην και την ανδρείαν δεν υπάρχει υπερβολή και +έλλειψις, διότι το μέσον είναι κάπως άκρον, το ίδιον και δι' εκείνα +δεν υπάρχει μεσότης και υπερβολή και έλλειψις, αλλά όπως και αν +εκτελούνται είναι αμαρτήματα. Διότι γενικώς ούτε μεσότης υπάρχει διά +την υπερβολήν και την έλλειψιν, ούτε υπερβολή και έλλειψις διά την +μεσότητα. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'. + + + +&Η θεωρία της μεσότητος εφαρμοζόμενη εις τας ειδικάς αρετάς.& — +Τούτο όμως δεν πρέπει μόνον γενικώς να λεχθή, αλλά και να εφαρμοσθή +εις τα καθέκαστα. Διότι οι λόγοι οι οποίοι πραγματεύονται περί +πράξεων, όσοι μεν είναι γενικοί είναι κάπως ομοιόμορφοι, ενώ όσοι +εισέρχονται εις τας λεπτομερείας είναι αληθινοί {6}. Διότι αι +πράξεις αναφέρονται εις λεπτομερείς περιπτώσεις και με αυτάς πρέπει +να συμφωνούν. Λοιπόν πρέπει να λάβωμεν τας ειδικάς αρετάς από τον +κατάλογόν μας των αρετών. + +&Ανδρεία.& — Λοιπόν ως προς τον φόβον και το θάρρος η ανδρεία είναι +μεσότης. Από δε τους υπερβολικούς, όστις μεν είναι υπερβολικός εις +την αφοβίαν δεν έχει όνομα (διότι πολλαί ιδιότητες δεν έλαβαν +ονομασίαν), όστις δε είναι υπερβολικός εις το θάρρος λέγεται θρασύς, +όστις δε εις μεν τον φόβον είναι υπερβολικός, εις δε το θάρρος +ελλιπής, λέγεται δειλός. + +&Σωφροσύνη.& — Ως προς τας ηδονάς δε και τας λύπας, όχι όμως όλας +και πολύ περισσότερον όλας τας λύπας, μεσότης μεν είναι η σωφροσύνη, +υπερβολή δε η ακολασία. Ελλιπέστεροι όμως άνθρωποι διά τας ηδονάς +δεν ευρίσκονται τόσον συχνά, και διά τούτο ουδέ όνομα εδόθη πάλιν +εις τους τοιούτους, ημείς όμως ας τους θεωρήσωμεν ως αναισθήτους. + +&Έλευθεριότης (γενναιοδωρία).& — Ως προς την δοσοληψίαν δε των +χρημάτων η μεν μεσότης είναι ελευθεριότης, η δε υπερβολή και +έλλειψις είναι ασωτεία και φιλαργυρία. Η δε υπερβολή της μιας είναι +τα άκρον αντίθετον της ελλείψεως της άλλης. Διότι ο μεν άσωτος εις +μεν την παραχώρησιν είναι υπερβολικός, εις δε την λήψιν είναι +ελλιπής, ενώ ο φιλάργυρος αντιθέτως εις μεν την λήψιν είναι +υπερβολικός, εις δε την παραχώρησιν ελλιπής. Και βεβαίως προς το +παρόν ομιλούμεν με γενικόν τύπον και περιληπτικώς και αρκούμεθα εις +αυτόν μόνον, ύστερον όμως θα ομιλήσωμεν ακριβέστερον περί αυτών. + +&Μεγαλοπρέπεια.& — Ως προς τα χρήματα όμως υπάρχουν και άλλαι +ψυχικαί διαθέσεις, και η μεν μεσότης είναι μεγαλοπρέπεια — δηλαδή ο +μεγαλοπρεπής διαφέρει από τον ελευθέριον, διότι ο μεν πρώτος είναι +γενναίος εις μεγάλα ποσά, ο δε δεύτερος εις μικρά — η δε υπερβολή +είναι απειροκαλία και βαναυσότης, και η έλλειψις μικροπρέπεια. Έχουν +δε διαφοράν αι διαθέσεις αυταί από τας σχετικάς με την +ελευθεριότητα, πώς όμως διαφέρουν, θα το εξηγήσωμεν αργότερα. + +&Τιμή (αξιοπρέπεια) και μεγαλοψυχία. — Ως προς δε την τιμήν και την +χαμέρπειαν η μεν μεσότης είναι μεγαλοψυχία, η δε υπερβολή είναι αυτό +το οποίον λέγεται κάπως χαυνότης, ενώ η έλλειψις είναι μικροψυχία. +Όποιον δε λόγον έχει η μεγαλοπρέπεια προς την ελευθεριότητα, ως +περιστρεφομένην εις μικρά ποσά, τον αυτόν λόγον έχει και η τιμή προς +την μεγαλοψυχίαν, η οποία είναι μεγάλη τιμή, ενώ η ιδία η τιμή +περιστρέφεται εις τα μικρά. Διότι είναι δυνατόν να επιθυμούμεν την +τιμήν και όσον πρέπει, και περισσότερον ή ολιγώτερον από ό,τι +πρέπει. Και όστις μεν είναι υπερβολικός και εις την επιθυμίαν αυτήν +λέγεται φιλόδοξος, όστις δε είναι ελλιπής, ταπεινόφρων, ο δε μέσος +δεν έχει όνομα. Επίσης δεν έχουν όνομα και αι διαθέσεις, εκτός μόνον +της διαθέσεως του φιλοδόξου, η οποία λέγεται φιλοδοξία. Διά τούτο οι +δύο άκροι διαφιλονικούν το μέσον διάστημα. Αλλά και ημείς άλλοτε μεν +τον μέτριον εις την τιμήν τον ονομάζομεν φιλόδοξον, άλλοτε όμως +ταπεινόφρονα. Και κάποτε μεν επαινούμεν τον φιλόδοξον, κάποτε όμως +τον ταπεινόφρονα. Αλλά τόρα διά ποίον λόγον το κάμνομεν αυτό, θα το +ειπούμεν κατωτέρω. Τόρα όμως ας ομιλήσωμεν περί των υπολοίπων κατά +τον υποδειχθέντα τρόπον. + +&Οργή.& — Υπάρχει δε και ως προς την οργήν υπερβολή και έλλειψις και +μεσότης. Επειδή δε σχεδόν δεν έχουν όνομα αυτά, αφού ονομάζομεν τον +μέσον μειλίχιον, θα ονομάσωμεν και την μεσότητα μειλιχιότητα. Από δε +τους δύο άκρους ο μεν υπερβολικός ας ονομασθή οργίλος και η κακή +ιδιότης του οργιλότης, ο δε ελλιπής αόργητος κάπως, και η κακή +ιδιότης του αοργησία. + +&Αλήθεια (ειλικρίνεια)&. — Υπάρχουν δε και άλλαι τρεις μεσότητες, αι +οποίαι έχουν κάποιαν ομοιότητα μεταξύ των, αλλά είναι διαφορετικαί. +Διότι όλαι μεν περιστρέφονται εις την επιμιξίαν των λόγων και των +πράξεων, διαφέρουν όμως καθότι η μεν μία περιστρέφεται εις την +αλήθειαν, αι δε δύο άλλαι εις την ηδονήν. Από αυτάς δε πάλιν τας δύο +η μεν μία περιστρέφεται εις τα παιγνίδια, η δε άλλη εις όλα τα +πράγματα του βίου. Λοιπόν πρέπει να ομιλήσωμεν και περί αυτών, διά +να εννοήσωμεν περισσότερον ότι εις όλα η μεσότης πρέπει να +επαινήται, ενώ τα άκρα δεν είναι ούτε ορθά ούτε αξιέπαινα, αλλά +αξιοκατάκριτα. Και από αυτούς βεβαίως οι περισσότεροι δεν έχουν +όνομα, πρέπει όμως να προσπαθήσωμεν να τους δώσωμεν, καθώς και εις +τους άλλους, χάριν σαφηνείας και διά να παρακολουθώμεν ευκόλως. Ως +προς την αλήθειαν λοιπόν ο μέσος ας ονομασθή κάπως ειλικρινής και η +μεσότης ειλικρίνεια, από δε τας προσποιήσεις η μεν υπερβολική ας +ονομασθή αλαζονεία, (υπερηφάνεια) και όστις έχει αυτήν αλαζών, η δε +ελλιπής ειρωνεία και όστις έχει αυτήν είρων. + +&Ευτραπελία (χαριτολογία)& — Ως προς δε την ηδονήν πρώτον μεν του +διασκεδαστικού μέρους ο μεν μέσος είναι ευτράπελος (χαριτολόγος) και +η διάθεσις ευτραπελία, η δε υπερβολή βωμολοχία και όστις έχει αυτήν +βωμολόχος, ο δε ελλειπής αγροίκος και η διάθεσίς του αγροικία. + +&Φιλία.& — Ως προς δε το δεύτερον μέρος του ηδονικού της ζωής, όστις +μεν είναι γλυκύς καθώς πρέπει είναι φίλος και η μεσότης φιλία, ο δε +υπερβολικός, αν μεν δεν επιδιώκη κανένα σκοπόν, είναι φιλάρεσκος, +εάν δε επιδιώκη το συμφέρον του, είναι κόλαξ, ο δε ελλιπής και εις +όλα του άνοστος ονομάζεται κάπως φιλόνικος (στραβόξυλο), και +ασυμβίβαστος. + +&Εντροπή.& — Υπάρχουν δε και εις τα πάθη και τους σχετικούς με τα +πάθη μεσότητες. Δηλαδή η εντροπή βεβαίως μεν δεν είναι αρετή, αλλ' +όμως επαινείται και ο εντροπαλός. Διότι και εις αυτά άλλος μεν +λέγεται μέσος, άλλος δε υπερβολικός και άλλος ελλιπής. Και +υπερβολικός μεν είναι ο κατάπληκτος ο οποίος τα πάντα εντρέπεται, +ελλιπής δε όστις εντελώς τίποτε δεν εντρέπεται, μέσος δε ο +εντροπαλός. + +&Νέμεσις (Φιλοδικαιοσύνη).& — Η δε νέμεσις είναι μεσότης μεταξύ +φθόνου και χαιρεκακίας, αι οποίαι περιστρέφονται εις την λύπην και +την ηδονήν την προερχομένην από όσα συμβαίνουν εις τους πλησίον μας. +Διότι ο νεμεσητικός (φιλοδίκαιος) λυπείται δι' όσους ευτυχούν παρά +την αξίαν των, ο δε φθονερός υπερβάλλει αυτόν και λυπείται δι' όλους +ανεξαιρέτους τους ευτυχούντας, και ο μεν νεμεσητικός λυπείται διά +αναξιοπαθούντας, ο δε χαιρέκακος είναι τόσον ελλιπής εις το να +λυπήται, ώστε και ευχαριστείται εις τας δυστυχίας του πλησίον. Αλλά +δι' όλα αυτά θα εύρωμεν και άλλοτε ευκαιρίαν {7}. Περί δε της +δικαιοσύνης, επειδή δεν λέγεται κατά ένα μόνον τρόπον, θα την +χωρίσωμεν κατόπιν {8} και θα ομιλήσωμεν δι' έκαστον μέρος της πώς +είναι μεσότης, ομοίως δε και περί των λογικών αρετών {9}. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'. + + + +Τα άκρα είναι αντίθετα και ως προς το μέσον και μεταξύ των.& — Από +αυτάς δε τας τρεις διαθέσεις, από τας οποίας αι δύο μεν είναι +κακίαι, δηλαδή η μία από υπερβολήν και η άλλη από έλλειψιν, η μία δε +είναι αρετή, δηλαδή η μεσότης, όλαι είναι αντίθετοι προς όλας. Διότι +αι μεν άκραι και προς την μέσην αντιτίθενται και μεταξύ των, η δε +μέση προς τας άκρας. Διότι, καθώς το ίσον ως προς μεν το ολιγώτερον +είναι περισσότερον, ως προς δε το περισσότερον ολιγώτερον, το ίδιον +και αι μέσαι διαθέσεις ως προς μεν τας ελλείψεις είναι υπερβολαί, ως +προς δε τας υπερβολάς είναι ελλείψεις, και εις τα πάθη και εις τας +πράξεις. Λόγου χάριν ο ανδρείος ως προς μεν τον δειλόν φαίνεται +θρασύς, ως προς δε τον θρασύν δειλός. Ομοίως δε και ο σώφρων ως προς +μεν τον αναίσθητον είναι ακόλαστος, ως προς δε τον ακόλαστον +αναίσθητος, και ο ελευθέριος ως προς μεν τον φιλάργυρον είναι άσωτος +(σπάταλος), ως προς δε τον άσωτον φιλάργυρος. Διά τούτο οι δύο άκροι +αποκρούουν τον μέσον έκαστος προς τον άλλον άκρον, και ονομάζουν τον +ανδρείον ο μεν δειλός θρασύν, ο δε θρασύς δειλόν και διά τους άλλους +αναλόγως. + +&Η αντίθεσις μεταξύ των δύο άκρων είναι μεγαλιτέρα παρά μεταξύ αυτών +και του μέσου.& — Αυτά λοιπόν έχουν μεταξύ των τοιαύτην αντίθεσιν, +αλλά η μεγαλιτέρα αντίθεσις είναι μεταξύ των δύο άκρων, παρά μεταξύ +αυτών και του μέσου. Διότι αυτά απέχουν περισσότερον το έν από το +άλλο, παρά όσον έκαστον από το μέσον, καθώς απέχει περισσότερον το +μέγα από το μικρόν και το μικρόν από το μέγα, παρά τα δύο αυτά από +το ίσον. Έπειτα φαίνεται ότι υπάρχει εις μερικά άκρα κάποια ομοιότης +με το μέσον, καθώς εις την θρασύτητα υπάρχει ομοιότης με την +ανδρείαν και εις την ασωτείαν με την ελευθεριότητα. Ενώ μεταξύ των +δύο άκρων υπάρχει η μεγαλιτέρα ανομοιότης. Όσα δε απέχουν πάρα πολύ +μεταξύ των ονομάζονται άκρα εναντία, επομένως και πλειότερον εναντία +είναι όσα απέχουν περισσότερον. Προς δε το μέσον αντιτίθεται εις +μερικά μεν πράγματα μάλλον η έλλειψις, εις άλλα δε μάλλον η +υπερβολή. Λόγου χάριν προς την ανδρείαν δεν αντιτίθεται η θρασύτης, +η οποία είναι υπερβολή, αλλά η δειλία, η οποία είναι έλλειψις. Ενώ +εις την σωφροσύνην δεν αντιτίθεται η αναισθησία, η οποία είναι +έλλειψις, αλλά η ακολασία, η οποία είναι υπερβολή. Τούτο δε +συμβαίνει διά δύο αιτίας, πρώτον μεν ως εκ της φύσεως αυτού του +πράγματος, διότι επειδή το έν άκρον είναι πλησιέστερον και +ομοιότερον με το μέσον, δεν αντιτάσσομεν τούτο αλλά μάλλον το +αντίθετόν του• λόγου χάριν, επειδή η θρασύτης φαίνεται ομοιότερα +προς την ανδρείαν και πλησιεστέρα, η δε δειλία ανομοιοτέρα, διά +τούτο αυτήν μάλλον αντιτάσσομεν. Διότι όσα απέχουν περισσότερον από +το μέσον φαίνονται περισσότερον αντίθετα. Η πρώτη λοιπόν αιτία είναι +αυτή, δηλαδή από την φύσιν του πράγματος. Η δευτέρα δε είναι η +ατομική μας αντίληψις• Διότι εις όσα ημείς έχομεν κάποιαν φυσικήν +διάθεσιν, αυτά μας φαίνονται περισσότερον αντίθετα προς το μέσον. +Λόγου χάριν ημείς περισσότερον εκ φύσεως ρέπομεν εις τας ηδονάς, και +διά τούτο περισσότερον παρασυρόμεθα εις την ακολασίαν παρά εις την +σεμνοπρέπειαν. Λοιπόν θεωρούμεν περισσότερον αντίθετα εκείνα, εις τα +οποία γίνεται περισσοτέρα τάσις. Και διά τούτο η ακολασία, η οποία +είναι υπερβολή, είναι περισσότερον αντίθετος προς την σωφροσύνην. + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'. + + + +&Ένεκα της δυσκολίας του ορθού πρέπει να προτιμώμεν το μικρότερον +κακόν.& — Ότι λοιπόν αρετή είναι η ηθική μεσότης, και πώς, και ότι +είναι μεσότης δύο κακιών, δηλαδή της υπερβολικής και της ελλιπούς, +και ότι είναι τοιαύτη, διότι προσέχει εις το μέσον ως προς τας +πράξεις και τα πάθη, τούτο εξετάσθη αρκετά καλά. Διά τούτο είναι +δύσκολον να είναι κανείς σπουδαίος, διότι είναι δύσκολον εις παν +πράγμα να λάβη κανείς το μέσον καθώς λόγου χάριν δεν είναι εύκολον +εις τον καθένα να εύρη το κέντρον του κύκλου, αλλά εις τον ειδήμονα. +Ομοίως δε και το να οργισθή είναι εύκολον εις τον καθένα και το να +δώση χρήμα και να εξοδεύση. Εις ποίον όμως και πόσον και πότε και +διατί και πώς, δεν είναι έργον του καθενός ούτε εύκολον. Διά τούτο +τα ορθόν είναι και σπάνιον και αξιέπαινον και καλόν. Διά τούτο όστις +προσέχει εις το μέσον, πρώτον πρέπει να απομακρύνεται από το +περισσότερον αντίθετον, καθώς συμβουλεύει και η Καλυψώ: + + «Κράτει το πλοίον μακράν απ'αυτόν τον καπνόν και το κύμα». + +Διότι από τα άκρα το έν είναι περισσότερον σφαλερόν, το δε άλλο +ολιγώτερον. Επειδή λοιπόν είναι εις άκρον δύσκολον να επιτύχωμεν το +μέσον, διά τούτο καθώς λέγει η παροιμία εις το άλλο ταξίδι πρέπει να +δεχθώμεν τα ολιγώτερα κακά. Τούτο δε θα συμβή προ πάντων με τον +τρόπον που είπαμεν. Πρέπει δε ακόμη να εξετάζωμεν και εις ποία +είμεθα ημείς οι ίδιοι επιρρεπείς, διότι άλλοι είναι πλασμένοι +επιρρεπείς εις άλλα. Τούτο δε θα το εννοήσωμεν από την ιδιαιτέραν +ηδονήν και λύπην την οποίαν προξενούν εις ημάς. Πρέπει δε να σύρωμεν +τον εαυτόν μας εις τα αντίθετα από αυτά. Διότι, όσον περισσότερον +απομακρυνόμεθα από το σφάλμα, τόσον πλησιάζομεν εις το μέσον. Και +τούτο το ίδιον κάμνουν όσοι ισιάζουν τα στραβόξυλα. Εις όλα όμως +πρέπει προ παντός να αποφεύγωμεν τα ηδονικά και την ηδονήν. Διότι +αυτήν δεν την κρίνομεν αμερολήπτως. Όπως λοιπόν οι δημογέροντες της +Τροίας εφέρθησαν προς την Ελένην, το ίδιον πρέπει και ημείς να +αισθανθώμεν απέναντι της ηδονής και πάντοτε να ενθυμούμεθα τι είπαν +εις το τέλος εκείνοι {10}. Διότι, εάν την απομακρύνωμεν κατ' αυτόν +τον τρόπον, ολιγώτερον θα σφάλλωμεν. Λοιπόν με μίαν λέξιν, εάν +κάμνωμεν αυτά, περισσότερον θα ημπορούμεν να επιτύχωμεν το μέσον. +Ίσως όμως αυτό είναι δύσκολον να το επιτύχωμεν, και προ πάντων εις +τας ιδιαιτέρας περιπτώσεις. Λόγου χάριν δεν είναι εύκολον να +ορίσωμεν γενικώς πώς πρέπει να οργιζώμεθα και με ποίους και διά ποία +πράγματα και πόσην ώραν. Διότι και ημείς οι ίδιοι άλλοτε μεν +επαινούμεν τους ελλιπείς και τους ονομάζομεν ημέρους (πράους), +άλλοτε δε τους εκτραχυνομένους και τους ονομάζομεν ανδροπρεπείς. +Αλλ' όστις μεν εκτροχιάζεται ολίγον από το ορθόν δεν κατακρίνεται, +ούτε εάν εκτροχιάζεται εις το περισσότερον, ούτε εις το ολιγώτερον, +αλλά μόνον όστις εκτροχιάζεται πάρα πολύ. Αυτός δε δεν μας +διαφεύγει. Τόρα όμως μέχρι ποίου βαθμού και πόσην ώραν εάν οργισθή, +είναι αξιοκατάκριτος, αυτό δεν είναι εύκολον να ορισθή με κανόνα. +Διότι ούτε άλλο κανέν πράγμα της αισθήσεως είναι εύκολον να ορισθή. +Τα τοιαύτα δε ανήκουν εις τας διαφόρους περιπτώσεις, και η κρίσις +αυτών ανήκει εις την αίσθησιν. Επομένως τόσον μόνον απεδείχθη εκ των +ανωτέρω, ότι η μέση διάθεσις είναι εις όλα αξιέπαινος, και ότι +πρέπει να κλίνωμεν άλλοτε μεν προς την υπερβολήν, άλλοτε δε προς την +έλλειψιν. Διότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα επιτύχωμεν το μέσον και το +ορθόν όσον το δυνατόν ευκολώτερον. + + + + +ΒΙΒΛΙΟΝ Γ. + + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. + + + +&Διάκρισις εκουσίων και ακουσίων πράξεων.& — Επειδή λοιπόν η αρετή +περιστρέφεται εις τα πάθη και τας πράξεις, και διά μεν τα εκούσια +ακολουθούν οι έπαινοι και αι κατακρίσεις, διά δε τα ακούσια η +συγγνώμη, κάποτε μάλιστα και ο οίκτος, ίσως είναι ανάγκη όσοι +ερευνούν την αρετήν να διακρίνουν το εκούσιον και το ακούσιον, τούτο +δε είναι χρήσιμον και εις τους νομοθέτας διά τας αμοιβάς και διά τας +ποινάς. + +Φαίνεται δε ότι ακούσια είναι όσα γίνονται με βίαν ή από αμάθειαν. +Βίαιον δε είναι παν ό,τι έχει την προέλευσίν του έξωθεν, η οποία +είναι τοιαύτη, ώστε διόλου να μη συντελή όστις πράττει ή όστις +πάσχει• καθώς λόγου χάριν εάν ο άνεμος μας φέρη κάπου ή άνθρωποι οι +οποίοι μας εξουσιάζουν. Όσα δε γίνονται από φόβον μεγαλιτέρων κακών +ή διά κανένα καλόν σκοπόν, λόγου χάριν εάν ένας τύραννος μας +διατάσση να πράξωμεν ατιμίαν, ενώ έχει εις χείρας του τους γονείς +και τα τέκνα μας, και όταν μεν το εκτελέσωμεν σώζωνται, όταν όμως +δεν το εκτελέσωμεν φονεύωνται εκείνοι, τότε επιδέχεται αμφισβήτησιν +αν αυτή η πράξις είναι ακουσία ή εκουσία. Κάτι δε παρόμοιον +συμβαίνει και εις τας αβαρίας εν καιρώ τρικυμίας. Διότι χωρίς λόγον +κανείς δεν ρίπτεται εις την θάλασσαν εκουσίως, χάριν όμως της ιδικής +του σωτηρίας και των άλλων ρίπτεται πας όστις έχει νουν. Μικταί +λοιπόν είναι αι τοιαύται πράξεις, φαίνονται όμως μάλλον εκούσιοι. +Διότι είναι προαιρετικαί την στιγμήν που εκτελούνται. Το αποτέλεσμα +όμως μιας πράξεως εξαρτάται από την κρίσιμον στιγμήν. Επομένως και +το εκούσιον και το ακούσιον εφαρμόζεται εις την στιγμήν της +εκτελέσεως. Βεβαίως δε εκείνην την στιγμήν το εκτελεί εκουσίως. +Διότι και η αρχή της κινήσεως των μελών του οργανισμού του υπάρχει +εντός αυτού. Και δι' όσα υπάρχει εντός του η αρχή, είναι εις βάρος +του και η εκτέλεσις και η μη εκτέλεσις. Αυτά λοιπόν είναι εκούσια, +απολύτως όμως ίσως είναι ακούσια. Διότι κανείς δεν είναι δυνατόν να +προτιμήση κανέν από αυτά καθ' εαυτό χωρίς άλλον λόγον. Διά παρομοίας +όμως πράξεις κάποτε και επαινούνται ακόμη, όταν υποφέρουν κάτι τι +ατιμαστικόν ή λυπηρόν, απέναντι μεγάλων και καλών. Ενώ, εάν κάμουν +αντιστρόφως, κατακρίνονται. Διότι το να υπομείνη τα αίσχιστα χάριν +ατίμου ή μηδαμινού πράγματος, ανήκει εις τον ποταπόν άνθρωπον. Εις +μερικά δε έπαινος μεν δεν υπάρχει, υπάρχει όμως η συγγνώμη, όταν +κανείς πράξη το κακόν διά λόγους οι οποίοι αναστατόνουν την +ανθρωπίνην φύσιν, και κανείς δεν ημπορή να τους υπομείνη. Διά μερικά +δε ίσως δεν είναι δυνατόν να υποκύψη κανείς, αλλά πρέπει μάλλον να +προτιμήση να αποθάνη, και αν πάθη ακόμη τα φοβερώτερα που υπάρχουν. +Και βεβαίως φαίνονται γελοία τα αίτια, τα οποία ανάγκασαν τον +Αλκμέωνα του Ευριπίδου να γίνη μητροκτόνος. + +&Εξακρίβωσις των δυσκολωτέρων περιπτώσεων&. — Είναι δε δύσκολον +πολλάκις να διακρίνωμεν ποίον πράγμα πρέπει να προτιμήσωμεν από άλλο +και τι πρέπει να υποφέρωμεν χάριν ενός άλλου, αλλά ακόμη +δυσκολώτερον είναι να εμμείνωμεν εις την απόφασίν μας. Διότι συνήθως +τα αναμενόμενα είναι οδυνηρά, οι δε εκβιασμοί ατιμωτικοί, και δι' +αυτό υπάρχουν έπαινοι και κατακρίσεις δι' όσους υπέκυψαν ή όχι. Και +λοιπόν ποία πρέπει να λέγωμεν εκβιαστικά; Ή μήπως απολύτως μεν όταν +η αιτία ευρίσκεται έξω, και όταν όστις πράττει δεν συντελή ο ίδιος +εις τίποτε; Όσα όμως απολύτως μεν είναι εκούσια, αυτήν την στιγμήν +όμως και διά αυτήν εδώ την αιτίαν είναι προτιμότερα, και η αρχή της +ενεργείας υπάρχει εις τον εκτελούντα, μήπως άραγε αυτά καθ' εαυτά +μεν είναι ακούσια, αυτήν την στιγμήν όμως και δι' αυτήν την αιτίαν +είναι εκούσια; Και βεβαίως μάλλον φαίνονται εκούσια. Διότι αι +πράξεις ανήκουν εις τας ιδιαιτέρας περιπτώσεις, αυταί δε είναι +εκούσιαι. [] όμως χάριν ποίων πρέπει να προτιμώμεν, δεν είναι +εύκολον να το ορίσωμεν. Διότι υπάρχουν πολλαί ποικιλίαι εις τας +ιδιαιτέρας περιπτώσεις. Εάν δε θεωρήση κανείς τα ηδονικά και τα +ωραία ως εκβιαστικά — διότι εκβιάζουν βεβαίως, αφού ευρίσκονται έξω +— ,τότε πλέον όλα ημπορούν να θεωρηθούν εκβιαστικά. Διότι όλαι αι +πράξεις όλων των ανθρώπων γίνονται χάριν αυτών. Έπειτα αι μεν +εκβιαστικαί και ακούσιαι πράξεις είναι λυπηραί, ενώ αι γενόμεναι +χάριν της ηδονής και του ωραίου είναι περιπλέον και ηδονικαί. Είναι +λοιπόν κωμικόν να προφασίζεται κανείς τα έξω, και όχι τον εαυτόν +του, αφού παραδίδεται διά να δελεασθή από αυτά, και διά μεν τα καλά +να θεωρή αίτιον τον εαυτόν του, διά δε τα ποταπά να προφασίζεται την +ηδονήν. Επομένως εκβιασμός φαίνεται ότι είναι, όταν η αρχή υπάρχη +έξωθεν, χωρίς να συντελή διόλου ο εκβιασθείς. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'. + + + +&Επί της αμαθείας διακρίνομεν εκούσιον, ακούσιον, και ημιεκούσιον.& +— Το δε γινόμενον από αμάθειαν δεν είναι μεν ποτέ εκούσιον, καθαρώς +ακούσιον όμως είναι μόνον το φέρον λύπην και μεταμέλειαν. Διότι +όστις έπραξε οτιδήποτε από αμάθειαν και δεν έφερε καμμίαν αντίστασιν +κατά την ώραν της εκτελέσεως, ναι μεν δεν το έπραξε εκουσίως, αφού +βεβαίως δεν το εγνώριζε, αλλά πάλιν ούτε ακουσίως, αφού δεν το +έπραξε με λύπην. Λοιπόν εις τα προερχόμενα από αμάθειαν, όστις μεν +μετανοεί έπραξε ακουσίως, όστις όμως δεν μετανοεί, αφού δεν είναι +όμοιος, ας τον θεωρήσωμεν ημιεκούσιον. Διότι, αφού έχει διαφοράν, +είναι καλλίτερον να του δώσωμεν ιδιαίτερον όνομα. + +&Διαφέρουν αι πράξεις αι εξ αμαθείας από τας εν αγνοία. — Φαίνεται +δε ότι διαφέρει και η εξ αμαθείας πράξις από την εν αγνοία. Διότι ο +μεθυσμένος ή ο οργιζόμενος δεν φαίνεται ότι πράττει από αμάθειαν, +αλλά δι' έν από τα ελαττώματα τα οποία είπαμεν, πάλιν όμως όχι εν +γνώσει του, αλλά ασυνειδήτως. Και βεβαίως πας άνθρωπος αβέλτερος +απρόκοπος δεν έχει είδησίν του τι πρέπει να πράττη και ποία να +αποφεύγη, και ένεκα αυτής της ελλείψεως γίνονται άδικοι και γενικώς +κακοί. Το ακούσιον όμως εφαρμόζεται κυρίως όχι όταν κανείς αγνοή τα +συμφέροντα. Διότι η αμάθεια η οποία υπάρχει εις την προαίρεσιν δεν +είναι αιτία του ακουσίου, αλλά της καθολικής του αβελτερίας. Ούτε +πάλιν η γενική αμάθεια είναι αιτία — διότι τουλάχιστον εξ αιτίας +αυτής κατακρίνονται — , αλλά εκείνη των ιδιαιτέρων συνθηκών υπό τας +οποίας εξετελέσθη η πράξις και των ζητημάτων εις τα οποία +περιεστρέφετο. Διότι εις αυτάς μόνον υπάρχει και οίκτος και +συγγνώμη. Διότι όστις αγνοεί καμμίαν από αυτάς πράττει ακουσίως. + +&Αι συνθήκαι υπό τας οποίας εκτελείται η πράξις.& — Ίσως λοιπόν δεν +είναι κακόν να ορίσωμεν αυτάς τας ιδιαιτέρας συνθήκας ποίαι είναι +και πόσαι. Είναι λοιπόν: + +1) Ο δράστης, +2) η πράξις, +3) η περίπτωσις ή αι συνθήκαι της πράξεως. +Κάποτε όμως και: + +4) το όργανον, +5) το ελατήριον, λόγου χάριν διά να σωθή, και +6) ο τρόπος, λόγου χάριν ησύχως ή με ορμήν. + +Αυτά λοιπόν όλα μαζί δεν είναι δυνατόν να υπάρχη άνθρωπος ο οποίος +τα αγνοεί, εκτός εάν είναι μανιακός, και βεβαίως ούτε τον δράστην. +Διότι πώς είναι δυνατόν να αγνοή τον εαυτόν του; Αλλά την πράξιν +είναι δυνατόν να αγνοή κανείς, καθώς πολλοί συνήθως λέγουν ότι τους +εξέφυγε η λέξις από το στόμα, ή ότι δεν εγνώριζαν ότι ήτο μυστικόν, +καθώς ο Αισχύλος διά τα Ελευσίνια μυστήρια {11}, ή ότι ήθελε απλώς +να δείξη τον χειρισμόν του όπλου και το έρριψε, καθώς εκείνος ο +οποίος ρίπτει τον καταπέλτην. Είναι δε δυνατόν κανείς και τον υιόν +του να τον θεωρήση εχθρόν, καθώς η Μερόπη {12}, και να ειπή ότι ήτο +ως σφαίρα η αιχμή του δόρατος, ενώ ήτο ακονισμένον, ή ότι το λιθάρι +ήτο ελαφρόπετρα. Έπειτα ότι τον εκτύπησε διά να τον σωφρονίση και +τον εφόνευσε. Και ότι ηθέλησε απλώς να τον εγγίση, διά να του δείξη +πώς κάμνουν οι πυγμάχοι, και τον εκτύπησε δυνατά. Αφού λοιπόν η +άγνοια περιστρέφεται εις όλας αυτάς τας συνθήκας της πράξεως, όστις +δεν εγνώριζε κάποιον από αυτά φαίνεται ότι έπραξε ακουσίως την +πράξιν και μάλιστα εις τα σπουδαιότερα. Σπουδαιότερα δε φαίνονται αι +συνθήκαι (3)/δες ανωτέρω/ και το ελατήριον (4)/5 ανωτέρω/. Και βεβαίως +διά να θεωρηθή κανείς ακούσιος εις τοιαύτην περίπτωσιν αγνοίας, +πρέπει να φανή ότι ελυπήθη διά την πράξιν και μετανοεί. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'. + + + +&Αι πράξεις αι γινόμενοι εκ πάθους ή επιθυμίας είναι εκούσιαι.& — +Αφού λοιπόν είναι ακούσιον το εκ βίας ή εξ αμαθείας γινόμενον, ίσως +είναι ορθόν να δεχθώμεν ότι το εκούσιον είναι εκείνο το οποίον έχει +την αρχήν του εις τον δράστην, όταν γνωρίζη τας ιδιαιτέρας συνθήκας +της πράξεως. Δηλαδή ίσως ουχί ορθώς λέγεται ακουσία η πράξις η +προερχομένη από έξαψιν ή επιθυμίαν. Διότι πρώτον μεν κανέν από τα +άλλα ζώα δεν πρέπει να θεωρήσωμεν τότε πλέον ότι πράττει τίποτε +εκουσίως, ούτε οι παίδες. Έπειτα άραγε καμμίαν πράξιν από όσας +πράττομεν από επιθυμίαν ή έξαψιν, δεν την πράττομεν εκουσίως, ή +μόνον τας καλάς εκουσίως, τας δε ποταπάς ακουσίως; Ή μήπως είναι +γελοίον τούτο, αφού το αίτιον είναι έν; Ίσως δε είναι παράλογον να +ονομάζωμεν ακούσια, όσα κατ' ανάγκην τα επιθυμούμεν. Είναι δε ανάγκη +και να οργιζώμεθα διά μερικά και να επιθυμούμεν μερικά• λόγου χάριν +την υγείαν και την μάθησιν. + +Ακόμη δε φαίνεται ότι τα ακούσια είναι λυπηρά, ενώ τα επιθυμητά +είναι ευχάριστα. Έπειτα δε ποίαν διαφοράν έχουν ως προς το εκούσιον +τα σφάλματα τα προερχόμενα από σκέψιν ή από έξαψιν; Διότι και τα +δύο πρέπει να τα αποφεύγωμεν, και φαίνεται ότι όχι ολιγώτερον είναι +ανθρώπιναι αι παράλογοι εξάψεις. Επομένως πρέπει να αποφεύγωμεν και +τας πράξεις τας προερχομένας από έξαψιν και από επιθυμίας. Ώστε +είναι άτοπον να τα θεωρήσωμεν αυτά ακούσια. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. + + + +&Η προαίρεσις δεν είναι το ίδιον το εκούσιον.& — Αφού δε ωρίσαμεν το +εκούσιον και το ακούσιον, τόρα είναι καιρός να ομιλήσωμεν περί +προαιρέσεως. Διότι αύτη φαίνεται ότι συνδέεται στενώς με την αρετήν +και ότι κρίνει μάλλον τα ήθη παρά τας πράξεις. Λοιπόν η προαίρεσις +φαίνεται μεν ότι είναι κάτι τι εκούσιον, δεν είναι όμως το ίδιον με +αυτό, αλλά το εκούσιον είναι ευρύτερον. Διότι το εκούσιον το έχουν +και οι παίδες και τα άλλα ζώα, την προαίρεσιν όμως όχι. Και έπειτα, +τα εξαφνικά, εκούσια μεν τα λέγομεν, όχι όμως και κατά προαίρεσιν. + +&Η προαίρεσις δεν είναι ούτε επιθυμία ούτε έξαψις.& — Όσοι δε +θεωρούν την προαίρεσιν ως επιθυμίαν η έξαψιν ή βούλησιν ή καμμίαν +κρίσιν φαίνεται ότι δεν λέγουν την αλήθειαν. Διότι η προαίρεσις δεν +είναι κοινή και εις τα άλογα ζώα, ενώ είναι κοινή η επιθυμία και η +έξαψις. Και ο ακόλαστος με επιθυμίαν μεν πράττει, όχι όμως και με +προαίρεσιν. Ο δε εγκρατής αντιστρόφως πράττει μεν με προαίρεσιν, όχι +όμως με επιθυμίαν. Εξ άλλου εις την προαίρεσιν μεν αντιτίθεται η +επιθυμία, όχι όμως και εις την επιθυμίαν άλλη επιθυμία. Και πάλιν η +μεν επιθυμία περιστρέφεται εις το ηδονικόν και λυπηρόν, ενώ η +προαίρεσις ούτε εις το λυπηρόν ούτε εις το ηδονικόν. Πολύ δε +ολιγώτερον πάλιν η έξαψις. Δηλαδή πολύ ολιγώτερον φαίνονται ως κατά +προαίρεσιν όσα γίνονται από έξαψιν. + +&Η προαίρεσις δεν είναι βούλησις.& — Αλλά βεβαίως ούτε βούλησις δεν +είναι η προαίρεσις, αν και φαίνεται ότι πλησιάζει πάρα πολύ εις +αυτήν. Διότι προαίρεσις μεν δεν υπάρχει επί πραγμάτων αδυνάτων, και +αν εις αυτά ειπή κανείς ότι έχει προαίρεσιν, θα εφαίνετο ηλίθιος. +Βούλησις όμως υπάρχει επί πραγμάτων αδυνάτων λόγου χάριν της +αθανασίας. Και βούλησις μεν υπάρχει και εις όσα κανείς δεν +συνετέλεσε διόλου ο ίδιος διά να εκτελεσθούν λόγου χάριν να νικήση +κάποιος ηθοποιός ή αθλητής. Προαίρεσιν όμως εις αυτά δεν έχει +κανείς, αλλά μόνον εις όσα νομίζει ότι θα συνετελέση ο ίδιος διά να +εκτελεσθούν. Εξ άλλου δε η βούλησις αποβλέπει μάλλον εις τον σκοπόν, +ενώ η προαίρεσις εις τα προηγούμενα του σκοπού• λόγου χάριν το να +είμεθα υγιείς είναι έργον της βουλήσεώς μας, της προαιρέσεως όμως +έργον είναι, ποία μέσα φέρουν την υγείαν. Επίσης το να είμεθα +ευτυχείς θέλομεν και το λέγομεν ότι το θέλομεν. Να ειπούμεν όμως ότι +έχομεν την προαίρεσιν να γίνωμεν ευτυχείς δεν αρμόζει. Διότι γενικώς +η προαίρεσις φαίνεται ότι εφαρμόζεται εις όσα εξαρτώνται από την +ικανότητά μας. + +&Η προαίρεσις δεν είναι κρίσις&. — Βεβαίως όμως ούτε κρίσις είναι +δυνατόν να είναι η προαίρεσις. Διότι η μεν κρίσις φαίνεται ότι +περιστρέφεται εις όλα, και όχι ολιγώτερον εις τα αιώνια και τα +αδύνατα, παρά εις τα εξαρτώμενα από τας δυνάμεις μας. Έπειτα η +κρίσις χωρίζεται εις ψευδή και αληθινήν και όχι εις κακήν και +αγαθήν, ενώ η προαίρεσις μάλλον χωρίζεται εις κακήν και αγαθήν. Και +λοιπόν γενικώς ίσως ουδέ εθεώρησε κανείς την προαίρεσιν το ίδιον με +την κρίσιν. Δεν είναι όμως ούτε εις κανέν μέρος της το ίδιον με την +κρίσιν. Διότι μόνον με την προαίρεσιν των αγαθών ή των κακών έχομεν +μίαν ηθικήν ιδιότητα, όχι όμως και με το να κρίνωμεν αυτά. Και πάλιν +έχομεν μεν προαίρεσιν εις το να λάβωμεν ή να αποφύγωμεν ή εις κάτι +τι παρόμοιον, κρίνομεν όμως τι είναι αυτά, ή είς τινα συμφέρει, ή +πώς γίνονται, και ποτέ δεν κρίνομεν το να λάβωμεν ή να αποφύγωμεν. +Έπειτα η μεν προαίρεσις επαινείται όταν επιτύχη το πρέπον ή το +ορθόν, ενώ η κρίσις, όταν επιτύχη την αλήθειαν. Και προαίρεσιν μεν +έχομεν δι' όσα γνωρίζομεν τόσον καλά. Έπειτα φαίνεται ότι δεν είναι +οι ίδιοι άνθρωποι οι τελειότεροι εις την προαίρεσιν και εις την +κρίσιν, αλλά μερικοί κρίνουν μεν καλλίτερον, από την κακίαν των όμως +προαιρούνται όσα δεν πρέπει. Εάν δε προστίθεται και κρίσις εις την +προαίρεσιν ή παρακολουθή αυτήν, δεν έχει καμμίαν σημασίαν. Διότι +ημείς δεν εξετάζομεν τούτο, αλλ' αν είναι το ίδιον η προαίρεσις με +καμίαν κρίσιν. + +Συμπέρασμα. Τότε λοιπόν τι είναι, ή ποίου είδους είναι η προαίρεσις, +αφού δεν είναι κανέν από όσα είπαμεν; Βεβαίως φαίνεται μεν κάτι τι +εκούσιον, αλλά το εκούσιον δεν είναι πάντοτε προαίρεσις. Αλλά τότε +μήπως άραγε είναι το προσχεδιασμένον; Διότι η προαίρεσις +συνοδεύεται με το λογικόν και την διάνοιαν. Φαίνεται όμως ότι τούτο +υποδεικνύει και το όνομα το οποίον σημαίνει κάτι προηγουμένως από +άλλα προτιμητέον. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'. + + + +&Περιπτώσεις μη επιδεχόμενοι προμελέτην.& — Τόρα όμως άραγε όλα τα +προμελετά κανείς, και όλα ημπορούν να προμελετηθούν, ή μήπως μερικά +δεν επιδέχονται προμελέτην; Ίσως δε πρέπει να θεωρήσωμεν ως +αντικείμενον προμελέτης όχι ό,τι ημπορούσε να προμελετήση ο ηλίθιος +ή ο μανιακός, αλλά μόνον ο συνετός. Λοιπόν διά τας αιωνίας αληθείας +κανείς δεν προμελετά• λόγου χάριν περί του κόσμου, ή περί της +διαμέτρου ότι είναι ασύμμετρος προς την πλευράν του εγγεγραμμένου +τετραγώνου. Αλλ' ούτε περί των κινητών, τα οποία όμως +επαναλαμβάνονται ομοίως, είτε εξ ανάγκης, είτε εκ φύσεως, ή διά +καμμίαν άλλην αιτίαν, καθώς είναι λόγου χάριν αι τροπαί και αι ώραι +της ανατολής. Ούτε δι' όσα αλλάζουν κατά καιρούς• καθώς λόγου χάριν +διά τας ξηρασίας και τας βροχάς. Ούτε δι' όσα προέρχονται από την +τύχην λόγου χάριν διά την εύρεσιν θησαυρού. Ούτε τέλος όλα γενικώς +τα ανθρώπινα• λόγου χάριν πώς ήτο δυνατόν να πολιτεύωνται +τελειότερον οι Σκύθαι κανείς από τους Λακεδαιμονίους δεν το +σκέπτεται. Διότι από όλα αυτά τίποτε δεν ημπορεί να προέλθη από +ημάς. + +&Περιπτώσεις επιδεχόμενοι προμελέτην.& — Προμελετούμεν όμως όσα +εξαρτώνται από ημάς να εκτελεσθούν. Αυτά λοιπόν υπολείπονται να +εξετάσωμεν. Δηλαδή φαίνονται ότι αιτίαι είναι η φύσις και η ανάγκη +και η τύχη, και εκτός τούτων ο νους και παν ό,τι γίνεται διά μέσου +του ανθρώπου. Οι άνθρωποι όμως προμελετούν έκαστος, τι ημπορεί να +γίνη διά μέσου του εαυτού των. Και διά μεν τας ακριβείς και +αυτοτελείς επιστήμας δεν υπάρχει σκέψις• καθώς λόγου χάριν διά τα +γράμματα, διότι δεν διστάζομεν πώς πρέπει να γράψωμεν. Αλλά μόνον +εις όσα γίνονται διά μέσου ημών, και δεν γίνονται πάντοτε κατά τον +ίδιον τρόπον, δι' αυτά μόνον σκεπτόμεθα• καθώς λόγου χάριν μάλλον +διά τα ιατρικά ζητήματα και διά τα χρηματιστικά και διά την +πλοιαρχικήν, παρά διά την γυμναστικήν, διότι αυτά είναι ολιγώτερον +καθωρισμένα με λεπτομέρειαν, ομοίως δε και διά τα άλλα. Έπειτα +περισσότερον σκεπτόμεθα διά τας τέχνας παρά διά τας επιστήμας, διότι +περισσότερον διστάζομεν δι' εκείνας. Δηλαδή η προμελέτη γίνεται διά +τα συμβαίνοντα συνήθως, διά τα οποία όμως δεν είναι βέβαιον το +αποτέλεσμα, και δι' όσα δεν είναι προσδιωρισμένον. Εις δε τα +σπουδαιότερα δεχόμεθα συμβουλάς, διότι δεν έχομεν εμπιστοσύνην εις +τον εαυτόν μας ότι είμεθα ικανοί να κάμωμεν διάγνωσιν. + +&Πώς γίνεται η προμελέτη.& — Προμελετούμεν δε όχι τα αποτελέσματα +αλλά τα μέσα τα φέροντα εις τα αποτελέσματα. + +Δηλαδή ούτε ο ιατρός σκέπτεται αν θα υγιάνη ο ασθενής, ούτε ο ρήτωρ +αν θα πείση τους ακροατάς, ούτε ο πολιτικός αν θα φέρη ευνομίαν, +ούτε από τους άλλους κανείς σκέπτεται τον σκοπόν. Αλλά απλώς θέτουν +ως βάσιν τον σκοπόν και προμελετούν τον τρόπον και τα μέσα της +εκτελέσεως. Και όταν μεν φαίνεται ότι ο σκοπός ημπορεί να εκτελεσθή +με πολλά μέσα τότε ερευνούν το ευκολώτερον και καλλίτερον. Όταν όμως +έν μέσον υπάρχη, τότε ερευνούν πώς θα εκτελεσθή ο σκοπός με αυτό το +μέσον, και εκείνο με ποίον άλλο μέσον θα εκτελεσθή, έως ότου να +φθάσουν εις το πρώτον αίτιον, το οποίον είναι τελευταίον εις τον +δρόμον της ερεύνης. Διότι όστις προμελετά φαίνεται ότι ερευνά και +αναλύει με τον τρόπον που είπαμεν ως να αναλύη γεωμετρικά σχήματα τα +οποία εσχεδίασε. Φαίνεται δε ότι η μεν έρευνα δεν είναι πάντοτε +προμελέτη, καθώς λόγου χάριν αι μαθηματικαί έρευναι, ενώ η προμελέτη +είναι πάντοτε έρευνα, και ότι εκείνο το οποίον ευρίσκομεν τελευταίον +με την ανάλυσιν, έρχεται πρώτον εις την πραγματοποίησιν. Και όταν +μεν φθάσουν εις αδύνατον πράγμα τότε τα παραιτούν• καθώς λόγου χάριν +εάν υπάρχη έλλειψις χρημάτων και δεν είναι δυνατόν να τα +προμηθευθούν. Εάν όμως φαίνεται δυνατόν, τότε δοκιμάζουν να το +εκτελέσουν. Δυνατά δε είναι όσα ημπορούν να γίνουν διά μέσου ημών. +Δηλαδή και όσα γίνονται διά μέσου των φίλων είναι κάπως διά μέσου +ημών, διότι η αρχή υπάρχει εις χείρας μας. Εξετάζονται δε άλλοτε μεν +τα όργανα, άλλοτε δε η χρησιμοποίησις αυτών. Το ίδιον δε και διά τας +άλλας περιπτώσεις• δηλαδή άλλοτε μεν εξετάζεται το όργανον, άλλοτε +δε ο τρόπος ή το πρόσωπον. Φαίνεται λοιπόν, καθώς είπαμεν, ότι ο +άνθρωπος είναι η αρχή όλων των πράξεων, και ότι η μεν προμελέτη +περιστρέφεται εις τα δυνάμενα να εκτελεσθούν από αυτόν, ενώ αι +πράξεις γίνονται και διά λόγους οι οποίοι κείνται έξω από αυτά. +Επομένως φαίνεται, καθώς είπαμεν, ότι δεν είναι αντικείμενον +προμελέτης ο σκοπός, αλλά τα μέσα τα οποία φέρουν εις τον σκοπόν. +Ούτε πάλιν σκεπτόμεθα τας ατομικάς περιπτώσεις• λόγου χάριν αν τούτο +εδώ είναι άρτος ή αν εχωνεύθη καλώς. Διότι αυτά τα κρίνει η +αίσθησις. Εάν δε πρόκειται όλα να τα σκεπτώμεθα, τότε θα +προχωρήσωμεν εις το άπειρον. + +&Η σχέσις της προμελέτης προς την προαίρεσιν.& — Το αντικείμενον δε +της προμελέτης και της προαιρέσεως είναι το ίδιον, με την διαφοράν +ότι το αντικείμενον της προαιρέσεως είναι πλέον καθωρισμένον. Δηλαδή +ό,τι επροτιμήθη εις το τέλος της προμελέτης, αυτό είναι το +αντικείμενον της προαιρέσεως. Διότι έκαστος παύει πλέον να ερευνά +πώς πρέπει να προβή εις την εκτέλεσιν, όταν αναβιβάση την αρχήν της +πράξεως εις τον εαυτόν του και εις την κυριαρχούσαν εντός του +δύναμιν. Διότι αυτή είναι η εκτελούσα την προαίρεσιν. Τούτο δε +φαίνεται σαφώς από τα αρχαία πολιτεύματα, τα οποία παριστάνει ο +Όμηρος. Δηλαδή οι βασιλείς συνεσκέπτοντο, και όσα απεφάσιζαν, τα +ανήγγελλαν εις τον λαόν. Αφού λοιπόν το προαιρετικόν είναι κάτι τι, +το οποίον επιθυμούμεν κατόπιν ωρίμου σκέψεως ως εξαρτώμενον από +ημάς, τότε και η προαίρεσις φαίνεται ότι είναι προμελετημένη +επιθυμία πραγμάτων εξαρτωμένων από ημάς. Διότι, αφού προμελετήσωμεν +και σχηματίσωμεν γνώμην, τότε επιθυμούμεν συμφώνως με την +προμελέτην. + +Αυτά λοιπόν είναι αρκετά διά τον γενικόν ορισμόν της προαιρέσεως, +και εις ποία πράγματα περιστρέφεται και ότι εξετάζει τα μέσα τα +οποία οδηγούν εις τον σκοπόν. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'. + + +&Το αντικείμενον της βουλήσεως.& — Ότι δε η βούλησις περιστρέφεται +εις τον σκοπόν, αυτό ελέχθη, αλλά άλλοι μεν νομίζουν ότι ο σκοπός +είναι το αγαθόν, άλλοι δε, ότι είναι το νομιζόμενον αγαθόν. Έπεται +όμως εις την πρώτην περίπτωσιν των παραδεχομένων ως αντικείμενον της +βουλήσεως το αγαθόν, ότι δεν είναι αντικείμενον της βουλήσεως εκείνο +το οποίον θέλει όστις δεν έχει ορθήν προαίρεσιν. Διότι, εάν είναι +αντικείμενον της βουλήσεως, θα είναι συγχρόνως και αγαθόν, ενώ το μη +ορθώς προτιμηθέν πιθανόν να τύχη να είναι κακόν. Δι' όσους πάλιν +λέγουν ότι αντικείμενον της βουλήσεως είναι το φαινόμενον αγαθόν, +έπεται ότι δεν υπάρχει εκ φύσεως το αντικείμενον της βουλήσεως, αλλά +εις έκαστον είναι εκείνο που νομίζει αυτός. Άλλος λοιπόν άλλο θεωρεί +αγαθόν, και είναι δυνατόν να τύχη να νομίζη αγαθόν το αντίθετον από +ένα άλλον. Αφού λοιπόν αυτά δεν ημπορούμεν να τα επιδοκιμάσωμεν, δεν +έπεται άραγε ότι πρέπει να ειπούμεν, ότι γενικώς μεν και συμφώνως με +την αλήθειαν αντικείμενον της βουλήσεως είναι το αγαθόν, δι' έκαστον +όμως χωριστά, ό,τι αυτός νομίζει; Επομένως διά μεν τον σπουδαίον δεν +είναι άραγε αγαθόν το σύμφωνον με την αλήθειαν, διά δε τον τυχαίον +το τυχαίον, καθώς συμβαίνει διά τα σώματα, δηλαδή εις τους έχοντας +καλήν διάθεσιν υγιεινά είναι όσα συμφωνούν με τα αληθώς υγιεινά, εις +τους έχοντας όμως προδιάθεσιν νοσηράν είναι διάφορα, ομοίοις δε +φαίνονται και τα πικρά και γλυκά, και τα βαρέα και όλα τα άλλα; +Διότι ο σπουδαίος κρίνει ορθώς, και εις τας λεπτομερείας ευρίσκει το +αληθές. Δηλαδή εις εκάστην σωματικήν προδιάθεσιν υπάρχουν ιδιαίτερα +καλά και ηδονικά, και ίσως είναι πολύ ανώτερος ο σπουδαίος εις το να +παρατηρή εις εκάστην περίπτωσιν το αληθές, ως να είναι αυτός ο κανών +και το ορθόν μέτρον αυτών. Εις τους περισσοτέρους όμως η απάτη +φαίνεται ότι προέρχεται από την ηδονήν. Διότι αυτή φαίνεται ότι +είναι αγαθόν, ενώ δεν είναι. Τουλάχιστον οι περισσότεροι προτιμούν +την ηδονήν ως αγαθόν, την δε λύπην την αποφεύγουν ως κακόν. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'. + + + +&Απόδειξις του εκουσίου της αρετής και κακίας δι' ισχυρών +επιχειρημάτων.& — Αφού δε αντικείμενον μεν της βουλήσεως είναι ο +σκοπός, αντικείμενον όμως της προμελέτης και προαιρέσεως είναι τα +μέσα τα οποία οδηγούν εις τον σκοπόν, είναι ίσως λογικόν να ειπούμεν +ότι αι πράξεις αι οποίαι περιστρέφονται εις αυτά είναι κατά +προαίρεσιν και εκούσιαι. Ακριβώς δε αι ενέργειαι των αρετών +περιστρέφονται εις αυτά. Επομένως από ημάς εξαρτάται και η αρετή +καθώς επίσης και η κακία. Διότι εις όσα εξαρτάται από ημάς η +εκτέλεσις, από ημάς εξαρτάται και η μη εκτέλεσις αυτών, και +αντιστρόφως εις όσα από ημάς εξαρτάται το όχι, από ημάς εξαρτάται +και το ναι. Επομένως, εάν η εκτέλεσις, η οποία είναι καλή, εξαρτάται +από ημάς, τότε και η μη εκτέλεσις, η οποία είναι ποταπή, πάλιν +εξαρτάται από ημάς. Και αντιστρόφως, εάν η μη εκτέλεσις, η οποία +είναι καλή, εξαρτάται από ημάς, τότε και η εκτέλεσις, η οποία είναι +ποταπή, εξαρτάται από ημάς. Και αφού εξαρτάται από ημάς να +εκτελούμεν τα καλά και τα ποταπά έργα, και από ημάς επίσης να μη τα +εκτελούμεν, αυτό δε εννούσαμεν, όταν ωρίζαμεν τον αγαθόν και τον +κακόν, έπεται ότι εξαρτάται από ημάς να είμεθα καθώς πρέπει ή +μηδαμινοί. Ο δε στίχος ο οποίος λέγει + + Ποιός θέλει νάναι πονηρός, και ποιός δεν θέλει άγιος; + +φαίνεται εις το δεύτερον μεν μέρος αληθής, εις το πρώτον όμως +ψευδής. Διότι ναι μεν κανείς δεν γίνεται αξιομακάριστος ακουσίως, +αλλά πάλιν και η μοχθηρία είναι εκούσιον πράγμα. Άλλως πρέπει +βεβαίως να διαφιλονικήσωμεν τα προηγούμενα και να ειπούμεν, ότι ο +άνθρωπος δεν είναι αρχή και δεν είναι πατήρ των πράξεών του καθώς +και των τέκνων του. Εάν όμως αυτά φαίνωνται ορθά και δεν έχωμεν να +αναβιβάσωμεν τας πράξεις του εις άλλας αρχάς παρά τας εντός μας, +τότε όσων πραγμάτων αι αρχαί ευρίσκονται εντός μας, και τα ίδια +εξαρτώνται από ημάς και είναι εκούσια. + +&Απόδειξις του εκουσίου διά των νομοθετών και της κοινής γνώμης. — +Αυτά δε φαίνεται ότι επικυρούνται και ιδιαιτέρως μεν από τα άτομα, +αλλά και υπό των ιδίων νομοθετών. Διότι βασανίζουν και τιμωρούν τους +πράττοντας εγκλήματα, εκτός εκείνων όσοι έπραξαν εκβιασθέντες ή από +άγνοιαν διά την οποίαν δεν πταίουν οι ίδιοι. Τους δε πράττοντας τα +καλά τους ανταμείβουν, διότι θέλουν τους μεν να τους προτρέψουν, +εκείνους δε να τους εμποδίσουν. Και όμως όσα ούτε από ημάς +εξαρτώνται ούτε είναι εκούσια, κανείς δεν μας προτρέπει να τα +εκτελέσωμεν, διότι γνωρίζει ότι δεν μας ωφελεί διόλου να πεισθώμεν +να μη έχωμεν θέρμην ή να μη πονούμεν ή να μη πεινώμεν, ή ότι δήποτε +άλλο παρόμοιον. Διότι και τότε εξ ίσου πάλιν θα τα πάθωμεν αυτά. +Δηλαδή και διά την αμάθειαν ακόμη χωριστά τιμωρούν, όταν κανείς +φαίνεται ότι είναι ένοχος της αμαθείας. Λόγου χάριν διά τους +μεθυσμένους είναι διπλή η ποινή, διότι η αρχή υπάρχει μέσα των. +Δηλαδή ήτο ελεύθερος να μη μεθύση και η μέθη τον έκαμε να αγνοή. Και +όσοι δεν γνωρίζουν κάτι τι από όσα διαλαμβάνουν οι νόμοι, ενώ δεν +είναι δύσκολα και οφείλουν να τa γνωρίζουν, και αυτούς τους +τιμωρούν. Επίσης λοιπόν και εις άλλα όσα φαίνονται ότι τα αγνοούν +από αμέλειαν, διότι ήτο εις την εξουσίαν των να μη αγνοούν αυτά, +αφού είναι ελεύθεροι να επιμεληθούν. Πιθανώς όμως αυτοί είναι +τοιούτοι, ώστε δεν ήθελον επιμεληθή. Πάντως όμως οι ίδιοι πταίουν, +αν έγιναν τοιούτοι, διότι έζων απροσέκτως, καθώς και αν είναι άδικοι +ή ακόλαστοι, διότι άλλοι μεν εσυνήθιζαν να κακουργούν, άλλοι δε να +περνούν με μεθύσια και με παρόμοια. Διότι αι ενέργειαι αι +περιστρεφόμεναι εις όλα αυτά τους κάμνουν τοιούτους. Τούτο δε +αποδεικνύεται από τους σχεδιάζοντας οποιανδήποτε αγωνιώδη πράξιν. +Διότι εξακολουθούν να ενεργούν. Και βεβαίως όστις αγνοεί ότι με την +εκτέλεσιν αποκτώνται εις όλα αι συνήθειαι, είναι εντελώς αναίσθητος. +Αλλά επίσης παράλογον είναι, όστις κάμνει αδικίας να θέλη να μη γίνη +άδικος, και όστις κάμνει ακολασίας να θέλη να μη γίνη ακόλαστος. Και +αφού δεν αγνοεί ποίαι πράξεις θα τον συνηθίσουν να γίνη άδικος, +έπεται ότι είναι εκουσίως άδικος. + +&Η δυσκολία της αποβολής των κακών έξεων δεν αναιρεί το εκούσιον.& — +Ίσως όμως ειπή κανείς ότι, αν αυτός θελήση, δεν ημπορεί να παύση να +είναι άδικος και να γίνη δίκαιος. Αλλά βεβαίως και ο ασθενής δεν +ημπορεί να γίνη υγιής, και εάν έτυχε να ασθενήση εκουσίως, από την +άσωτον ζωήν και από την απείθειαν εις τους ιατρούς. Τότε όμως ήτο +εις την εξουσίαν του να μη ασθενήση, αφού όμως παρημέλησε, δεν ήτο +πλέον εις την εξουσίαν του. Καθώς, αφού ρίψωμεν λίθον, δεν μας είναι +δυνατόν να τον πάρωμεν πίσω. Ήτο όμως εις την εξουσίαν μας να τον +ρίψωμεν. Δηλαδή η αρχή ήτο εντός μας. Το ίδιον δε συμβαίνει και με +τον άδικον και τον ακόλαστον, διότι ημπορούσαν εξ αρχής να μη γίνουν +τοιούτοι, επομένως εκουσίως είναι τοιούτοι. Αφού δε έγιναν, δεν +είναι δυνατόν να μην είναι. Και όχι μόνον τα ελαττώματα της ψυχής +είναι εκούσια, αλλά εις μερικούς και τα ελαττώματα του σώματος, +αυτούς δε τους κατακρίνομεν. Και βεβαίως όσοι έχουν φυσικά +ελαττώματα, κανείς δεν τους κατακρίνει, αλλά μόνον εκείνους όσοι τα +έχουν από αγυμνασίαν και αμέλειαν. Το ίδιον δε και διά την ασθένειαν +και την αποκοπήν μελών. Διότι κανείς δεν ημπορεί να υβρίση τον εκ +φύσεως τυφλόν ή από κτύπημα, αλλά μάλλον τον λυπείται. Τον +τυφλωθέντα όμως από την οινοποσίαν ή από άλλην ακολασίαν έκαστος +ημπορεί να τον κατακρίνη. Και λοιπόν τα ελαττώματα του σώματος όσα +εξαρτώνται από ημάς κατακρίνονται, όσα όμως δεν εξαρτώνται από ημάς +δεν κατακρίνονται. Και αφού αυτά είναι ορθόν, έπεται ότι και από τα +άλλα ελαττώματα όσα κατακρίνονται, εξαρτώνται από ημάς. + +&Η επίδρασις της φαντασίας δεν αναιρεί το εκούσιον.& — Εάν όμως +διισχυρισθή κανείς ότι όλοι επιθυμούν ό,τι φαίνεται εις αυτούς ως +αγαθόν, δεν είναι όμως κύριοι της φαντασίας των, απαντώμεν ότι, +οποίου είδους διάθεσιν έχει έκαστος, τοιούτος φαίνεται και ο σκοπός +εις αυτόν. Αφού δε έκαστος είναι κάπως ο δημιουργός της διαθέσεως +του, έπεται ότι και της φαντασίας του είναι κάπως ο ίδιος ο αίτιος. +Αφού δε πάλιν ουδείς άλλος είναι αίτιος εις αυτόν της κακής πράξεως, +αλλά πράττει αυτήν, διότι αγνοεί το αποτέλεσμα, επειδή νομίζει ότι +με αυτήν θα αποκτήση ό,τι καλόν υπάρχει δι' αυτόν, και αφού η +επιθυμία του αποτελέσματος δεν είναι αυθαίρετος, αλλά τρόπον τινά +πρέπει να γεννηθή κανείς με ένα ιδιαίτερον οφθαλμόν, με τον οποίον +θα ημπορή να κρίνη ορθώς και θα προτιμά το αληθινόν αγαθόν, και +είναι τέλειος όστις έχει αυτό το καλόν προτέρημα εκ φύσεως, — διότι +φαίνεται ότι το σπουδαιότερον και ωραιότερον πράγμα, το οποίον δεν +είναι δυνατόν να το λάβη ή να το μάθη κανείς από άλλον, αλλά όπως +κατεσκευάσθη εκ φύσεως, θα μείνη πάντοτε τοιούτον, και η +κυριολεκτικώς καλή εκ φύσεως κατασκευή, αυτά όλα είναι το τέλειον +και το αληθινόν καλόν φυσικόν. — Αν αυτά, λέγω, είναι αληθή, τότε +διά ποίον λόγον η αρετή είναι περισσότερον εκουσία παρά η κακία; +Διότι ομοίως και εις τους δύο, δηλαδή και εις τον αγαθόν και εις τον +κακόν, το αποτέλεσμα υπάρχει εκ φύσεως ή είναι οποιονδήποτε του +φαίνεται, τα δε άλλα όλα τα σχετίζουν συμφώνως με αυτά και τα +εκτελούν οπωσδήποτε. Είτε λοιπόν κατά την μίαν εκδοχήν το αποτέλεσμα +δεν φαίνεται εις έκαστον εκ φύσεως τοιούτον ή τοιούτον, αλλά είναι +και κάτι έξω απ' αυτόν, είτε κατά την άλλην εκδοχήν το μεν +αποτέλεσμα είναι φυσικόν, και μόνον επειδή εκτελεί τα άλλα εκουσίως +ο σπουδαίος άνθρωπος, διά τούτο είναι εκουσία η αρετή, τότε εξ ίσου +και η κακία θα είναι εκουσία. Διότι εξ ίσου υπάρχει η ευθύνη και εις +τας πράξεις του κακού, αν όχι εις το αποτέλεσμα. Λοιπόν, εάν, καθώς +λέγουν όλοι, είναι εκούσιαι αι αρεταί — διότι και των διαθέσεων μας +είμεθα κάπως οι ίδιοι υπεύθυνοι, και διότι έχομεν κάποιαν ιδιότητα +να καθιστώμεν το αποτέλεσμα τοιούτον ή τοιούτον — , τότε και αι +κακίαι θα είναι εκούσιαι. Διότι συμβαίνουν ομοίως. Δεν είναι όμως +ομοίως εκούσιαι αι πράξεις και αι διαθέσεις. Διότι των μεν πράξεων +απ' αρχής μέχρι τέλους είμεθα ημείς κύριοι, διότι γνωρίζομεν τας +λεπτομερείας, ενώ των διαθέσεων είμεθα κύριοι μόνον εις τας αρχάς, +τας δε κατόπιν προσθέτους δεν τας γνωρίζομεν, καθώς συμβαίνει εις +τας ασθενείας. Επειδή όμως ήτο εις την εξουσίαν μας να τους +μεταχειρισθώμεν ούτω πως και όχι άλλως, διά τούτο είναι εκούσιαι και +αι διαθέσεις. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'. + + + +&Η ανδρεία.& + +&Διάκρισις της ανδρείας από την αφοβίαν και παρρησιαστικότητα.& — +Είπαμεν λοιπόν από κοινού περί των αρετών και διά το γένος των εν +γένει, ότι δηλαδή είναι μεσότητες και ότι είναι συνήθειαι, και ότι +εκείνα από τα οποία παράγονται τα εκτελούν αι ίδιαι, και ότι είναι +εις την εξουσίαν μας και εκούσιαι και καθώς το διατάσσει ο ορθός +λόγος. + +Τόρα λοιπόν ας αρχίσωμεν να ομιλήσωμεν περί εκάστης χωριστά τι είναι +και εις ποία περιστρέφεται και πώς και συγχρόνως θα γίνη γνωστόν και +πόσαι είναι. Και πρώτον μεν ας ομιλήσωμεν περί της ανδρείας. Ότι +λοιπόν αυτή είναι κάποια μεσότης και ως προς τον φόβον και ως προς +τα θάρρος, τούτο εξηγήθη προηγουμένως. Είναι δε φανερόν ότι +φοβούμεθα τα φοβερά, αυτά δε είναι με μίαν γενικήν έκφρασιν κακά. +Διά τούτο μερικοί ορίζουν τον φόβον ως προσδοκίαν κακού. Και +φοβούμεθα βεβαίως όλα τα κακά• λόγου χάριν την δυσφημίαν, την +πτωχείαν, την ασθένειαν, την στέρησιν φίλων, τον θάνατον, και όμως ο +ανδρείος δεν φαίνεται ότι είναι τοιούτος ως προς όλα. Διότι μερικά, +και ανάγκη είναι και ορθόν να τα φοβούμεθα, τα δε να μην τα +φοβούμεθα είναι αξιοκατάκριτον• λόγου χάριν την δυσφημίαν. Διότι +όστις την φοβείται είναι καθώς πρέπει και εντροπαλός, όστις όμως δεν +την φοβείται είναι αδιάντροπος. Ονομάζεται όμως ανδρείος από +μερικούς κατά μεταφοράν, διότι έχει κάτι τι όμοιον με τον ανδρείον. +Δηλαδή και ο ανδρείος είναι ένα είδος αφόβου. Την πτωχείαν όμως ίσως +δεν είναι ανάγκη να την φοβούμεθα, ούτε την ασθένειαν, ούτε εν γένει +όσα δεν προέρχονται από κακίαν ούτε εξ αιτίας μας. Αλλά και όστις +είναι άφοβος ως προς αυτά δεν είναι ανδρείος, τον λέγομεν όμως +τοιούτον, επειδή ομοιάζει. Διότι μερικοί, ενώ είναι δειλοί εις +στιγμάς πολεμικών κινδύνων, είναι γενναιόδωροι και ως προς την +απώλειαν χρημάτων έχουν γενναιότητα. Ούτε βεβαίως είναι κανείς +δειλός, εάν φοβήται μήπως προσβληθούν τα παιδιά του και η γυναίκα +του, ή μήπως τα φθονήσουν ή πάθουν κανέν παρόμοιον. Ούτε είναι +ανδρείος, αν έχη θάρρος, την στιγμήν που πρόκειται να μαστιγωθή. + +Τότε λοιπόν ως προς ποία από τα επίφοβα διακρίνεται ο ανδρείος; Ή +μήπως ως προς τα σπουδαιότερα; Διότι κανείς άλλος δεν υποφέρει τα +δεινά περισσότερον από αυτόν. Βεβαίως δε το φοβερώτερον από όλα +είναι ο θάνατος, διότι αυτός είναι το τέλος όλων, και άλλο πλέον +φαίνεται ότι διά τον αποθαμμένον δεν υπάρχει αγαθόν ούτε κακόν. +Φαίνεται δε ότι όχι εις οποιονδήποτε θάνατον αναδεικνύεται ο +ανδρείος• καθώς λόγου χάριν μέσα εις τρικυμίαν ή εις ασθένειαν. Τότε +λοιπόν εις ποίας περιστάσεις; Ή μήπως εις τας ενδοξοτέρας; +Τοιούτος δε είναι βεβαίως ο θάνατος εν καιρώ πολέμου. Διότι γίνεται +μέσα εις τον μεγαλίτερον και τον ενδοξότερον κίνδυνον. Συμφωνούν δε +με αυτά και αι τιμαί αι διδόμεναι εις τα δημοκρατικά πολιτεύματα και +ακόμη και εις τας μοναρχίας. Κυριολεκτικώς λοιπόν ημπορεί να +ονομασθή ανδρείος, όστις είναι άφοβος ως προς τον ένδοξον θάνατον, +και εις άλλα, όσα είναι μεν ελαφρότερα, ημπορούν όμως να επιφέρουν +θάνατον. Τοιαύτα δε είναι προ πάντων τα συμβαίνοντα εις τον πόλεμον. +Ουχ ήττον όμως και μέσα εις την θάλασσαν και εις τας ασθενείας, +είναι άφοβος όστις είναι ανδρείος, όχι όμως καθ' όμοιον τρόπον με +τους θαλασσινούς. Διότι οι μεν ανδρείοι είναι άφοβοι, αν και δεν +έχουν ελπίδα διά την διάσωσίν των και αποτροπιάζονται τον τοιούτον +θάνατον, ενώ οι θαλασσινοί έχουν ελπίδας, διότι είναι συνηθισμένοι. +Συγχρόνως δε ανδρειεύουν όσοι έχουν σωματικήν δύναμιν, ή θεωρούν +καλόν τον θάνατον. Αλλά εις τοιούτους κινδύνους δεν υπάρχει ούτε το +έν ούτε το άλλο από αυτά. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'. + + + +&Ο ανδρείος συγκρινόμενος προς τους δύο άκρους, δηλαδή τον δειλόν +και τον θρασύν.& — Το δε φοβερόν δεν είναι εξ ίσου φοβερόν εις +όλους, υπάρχει όμως και φοβερόν το οποίον είναι ανώτερον της φύσεως +του ανθρώπου. Και αυτό μεν είναι φοβερόν εις πάντα νοήμονα άνθρωπον, +τα δε ανάλογα προς τους συνήθεις ανθρώπους ποικίλλουν κατά το +μέγεθος και τον βαθμόν. Ομοίως δε ποικίλλουν και τα εμπνέοντα +θάρρος. Ο δε ανδρείος συγκρινόμενος με τους συνήθεις ανθρώπους είναι +ατρόμητος. Και βεβαίως θα τύχη κάποτε να φοβηθή και θα υπομείνη +τοιαύτα πάθη χάριν του καλού, πάντοτε όμως με αξιοπρέπειαν και με +λογικήν. Διότι το καλόν είναι ο σκοπός της αρετής. Είναι δυνατόν δε +να φοβούμεθα τα επίφοβα και περισσότερον και ολιγώτερον, ακόμη δε +και να φοβούμεθα τα μη επίφοβα ως επίφοβα. Προέρχονται δε τα +σφάλματά μας, άλλα μεν διότι φοβούμεθα εκείνο το οποίον δεν πρέπει, +άλλα δε διότι φοβούμεθα όχι όπως πρέπει, άλλα δε όχι όταν πρέπη ή +κάτι τι παρόμοιον. Το ίδιον δε και ως προς τα ενθαρρυντικά. Και +λοιπόν όστις μεν υπομένει και φοβείται όσα πρέπει και διότι πρέπει +και καθώς πρέπει και όταν πρέπη, καθώς και όστις έχει θάρρος +αναλόγως, είναι ανδρείος, — διότι ο ανδρείος πάσχει και ενεργεί όσον +αξίζει και όσον είναι λογικόν. Σκοπός δε πάσης ενεργείας είναι ό,τι +συμφωνεί με την αποκτηθείσαν συνήθειαν. Αλλά και η ανδρεία εις τον +ανδρείον είναι καλόν. Επομένως καλός είναι και ο σκοπός της, διότι +εκάστη ιδιότης χαρακτηρίζεται από τον σκοπόν της. Ώστε, καθώς +είπαμεν, χάριν του καλού ο ανδρείος υπομένει και πράττει συμφώνως με +την ανδρείαν — ,από δε τους υπερβολικούς όστις μεν είναι υπερβολικός +κατά την αφοβίαν δεν έχει όνομα — είπαμεν δε ότι πολλά πράγματα δεν +έχουν όνομα — ίσως όμως ημπορεί κάπως να θεωρηθή ως μανιακός ή +ανάλγητος, εάν δεν φοβήται τίποτε, ούτε σεισμόν ούτε κύματα, καθώς +λέγουν διά τους Κελτούς. Όστις δε είναι υπερβολικός κατά το θάρρος +εις πράγματα επίφοβα λέγεται θρασύς — φαίνεται δε ότι ο θρασύς είναι +και καυχηματίας και ότι προσποιείται τον ανδρείον. Δι' αυτό ό,τι +είναι εκείνος εις επίφοβα ζητήματα, το ίδιον θέλει να φαίνεται ότι +είναι αυτός. Και λοιπόν εις όσα ημπορεί τον μιμείται. Διά τούτο οι +περισσότεροι από αυτούς είναι θρασύδειλοι. Δηλαδή εις τα φαινομενικά +κάμνουν τον παλικαράν, αλλά εις τα επίφοβα πράγματα δεν αντέχουν. — +Όστις δε είναι υπερβολικός εις τον φόβον λέγεται δειλός. Διότι και +όσα δεν πρέπει φοβείται, και όπως δεν πρέπει, και όλα τα παρόμοια τα +έχει επάνω του. Είναι δε ελαττωματικός και εις το θάρρος. +Περισσότερον όμως φαίνεται υπερβολικός, όταν λυπήται. Επομένως είναι +κάπως απελπιστικός ο δειλός, διότι όλα τα φοβείται. Ενώ ο ανδρείος +κάμνει το αντίθετον. Διότι το θάρρος προδίδει άνθρωπον εύελπιν. +Επομένως εις τα ίδια περιστρέφεται η ιδιότης και του δειλού και του +θρασέος και ανδρείου, έκαστος όμως έχει διάφορον διάθεσιν προς αυτά. +Διότι οι μεν δύο πρώτοι είναι υπερβολικοί ή ελλιπείς, αυτός όμως +είναι μέσος και καθώς πρέπει. Και οι μεν θρασείς είναι προκλητικοί +και έχουν προθυμίαν μόνον προηγουμένως από τον κίνδυνον, μέσα όμως +εις τον κίνδυνον παίρνουν δρόμον, ενώ οι ανδρείοι μέσα εις την +εκτέλεσιν είναι ορμητικοί, προηγουμένως όμως είνε ήσυχοι. Καθώς +είπαμεν λοιπόν, η ανδρεία είναι κάποια μεσότης ως προς τα +ενθαρρυντικά και τα επίφοβα, κατά τας περιστάσεις που είπαμεν, και +τα προτιμά και τα υπομένει διότι είναι καλόν τούτο, ή διότι είναι +ποταπόν το να μη υπομένη. + +Το να προτιμήση όμως τον θάνατον, διά να απαλλαχθή από την πτωχείαν +ή από έρωτα ή από κάτι λυπηρόν, δεν είναι ιδιότης του ανδρείου, αλλά +μάλλον του δειλού. Διότι είναι μαλθακότης η αποφυγή των κοπιωδών +πραγμάτων, και δεν το υποφέρει ως καλόν, αλλά διότι απαλλάττεται από +το κακόν. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'. + + + +&Η ανδρεία ως πολιτική.& — Λοιπόν η ανδρεία είναι τοιούτου είδους +περίπου, λέγονται όμως και άλλα είδη ανδρείας κατά πέντε τρόπους. +Και πρώτον η πολιτική. Διότι αυτή ομοιάζει περισσότερον. Δηλαδή +φαίνονται ως να υπομένουν τους κινδύνους οι πολίται εξ αιτίας των +επιβαλλομένων από τους νόμους τιμωριών και των εξευτελισμών και των +τιμών. Διά τούτο φαίνεται ότι οι πολίται γίνονται ανδρειότατοι εις +όσα πολιτεύματα οι δειλοί ατιμάζονται και οι ανδρείοι εκτιμώνται. +Τοιούτους δε τους παρουσιάζει και ο Όμηρος, καθώς λόγου χάριν τον +Διομήδην και τον Έκτορα: + + Ο Πολυδάμας πρώτον μεν σκουπίδι θα με κάνη. + +Και ο Διομήδης {13}: + + Διότι κάποτε θα ειπή ο Έκτωρ εις τους Τρώας• + Εκείνον τον Τυδείδη εγώ {14}.... + +ΕξομοιώΘη δε αυτή με την προηγουμένην περισσότερον από όλας, διότι +προέρχεται από αρετήν, δηλαδή την εντροπήν, και από επιθυμίαν καλού, +δηλαδή την τιμήν, και δι' αποφυγήν εξευτελισμού ο οποίος είναι +ατιμωτικός. Δικαιούμεθα δε ίσως να κατατάξωμεν εις το ίδιον και +όσους αναγκάζουν οι άρχοντες να γίνουν τοιούτοι, αυτοί όμως είναι +κατώτεροι, καθ' όσον όχι από εντροπήν αλλά από φόβον εκτελούν αυτό, +και όχι διά να αποφύγουν το αίσχος αλλά την ενόχλησιν. Διότι τους +εξαναγκάζουν οι κυρίαρχοι, καθώς ο Έκτωρ: + + Να μην ιδώ κανένανε να φεύγη από την μάχην, + Οι σκύλλοι θα τον φάγουνε, κανείς δεν τον γλυτόνει {15}. + +Και όσοι δίδουν το πρόσταγμα, και όταν οπισθοχωρούν τους κτυπούν, τα +ίδιον κάμνουν. Και όσοι τους παρατάττουν εμπρός εις τάφρους και +παρόμοια. Διότι όλοι αυτοί βιάζουν, πρέπει όμως να είναι κανείς +ανδρείος όχι καταναγκαστικώς, αλλά διότι είναι καλόν. + +&Η ανδρεία ως εμπειρία.& — Φαίνεται δε ότι και η εμπειρία εις τα +καθ' έκαστα είναι κάπως ανδρεία. Ως εκ τούτου και ο Σωκράτης ενόμισε +ότι η ανδρεία είναι επιστήμη. Τοιούτοι δε είναι εις άλλα ζητήματα +άλλοι, εις τα πολεμικά όμως οι στρατιώται. Διότι φαίνεται ότι +υπάρχουν πολλά απροσδόκητα εις τον πόλεμον, τα οποία αυτοί προ +πάντων τα συμπεραίνουν. Και λοιπόν φαίνονται ανδρείοι, διότι οι +άλλοι δεν τα γνωρίζουν ποία είναι. Έπειτα ημπορούν περισσότερον +κακόν να κάμουν παρά να πάθουν ένεκα της εμπειρίας, διότι είναι +ικανοί να μεταχειρίζωνται τα όπλα των και έχουν τοιαύτα όπλα, οποία +είναι τα καλλίτερα διά να κάμνουν κακόν χωρίς να πάθουν. Επομένως +αυτοί πολεμούν ως ωπλισμένοι προς αόπλους και ως γυμνασμένοι προς +αγυμνάστους. Και βεβαίως εις τοιαύτας μάχας δεν είναι μαχιμώτεροι οι +ανδρειότεροι, αλλά οι έχοντες περισσοτέραν δύναμιν και τα καλλίτερα +σώματα. Αλλέως γίνονται δειλοί στρατιώται, όταν αυξάνη ο κίνδυνος +και είναι κατώτεροι και εις αριθμόν και εις προμηθείας. Διότι αυτοί +πρώτοι φεύγουν, ενώ οι πολίται μένουν εις την θέσιν των και +αποθνήσκουν, καθώς συνέβη εις τον Ερμαίον {16}. Διότι αυτοί μεν +θεωρούν αίσχος την φυγήν και προτιμούν τον θάνατον από αυτήν την +διάσωσιν, οι άλλοι όμως εις τας αρχάς μεν ριψοκινδυνεύουν, διότι +νομίζουν ότι είναι ανώτεροι, όταν όμως το αντιληφθούν, φεύγουν, +διότι φοβούνται περισσότερον τον θάνατον παρά το αίσχος. Ο ανδρείος +όμως δεν είναι τοιούτος. + +&Η ανδρεία ως έξαψις&. — Και την έξαψιν πολλοί την θεωρούν ως +ανδρείαν. Διότι φαίνονται ανδρείοι και όσοι επιτίθενται από έξαψιν, +καθώς τα άγρια ζώα εις όσους τα επλήγωσαν, καθόσον και οι ανδρείοι +φαίνονται ως θυμωμένοι. Διότι η έξαψις είναι επιρρεπεστάτη εις τους +κινδύνους. Διά τούτο και ο Όμηρος λέγει «δύναμιν ενεφύσησε εις τον +αναβρασμόν του {17}» και μανίαν και «αναβρασμόν διήγειρε {18}» και +«δυνατή μανία έως τα ρουθούνια {19}» και «έβραζε το αίμα {20}». +Διότι όλα αυτά φαίνεται ότι σημαίνουν την διέγερσιν της εξάψεως και +της ορμής. Και λοιπόν οι μεν ανδρείοι ενεργούν διά το καλόν, η δε +έξαψις συμπράττει μέσα εις αυτούς. Τα άγρια ζώα όμως από +στενοχωρίαν, δηλαδή διότι επληγώθησαν ή διότι φοβούνται, άλλως όμως +αν ευρίσκωνται μέσα εις πυκνόν δάσος ή εις λίμνην δεν πλησιάζουν. +Επομένως δεν είναι ανδρεία, διότι ορμούν εις τον κίνδυνον, επειδή +παρορμώνται από πόνους και έξαψιν, και επειδή δεν προβλέπουν κανένα +φόβον, διότι τοιούτοι ανδρείοι είναι και οι όνοι, όταν πεινούν. +Δηλαδή αυτοί, ενώ δέρνονται, δεν αφήνουν την πρασινάδα. Επίσης δε +και οι μοιχοί από λαγνείαν κάμνουν πολλά παράτολμα. Αλλά δεν είναι +ανδρεία τα ζώα, τα οποία παρορμώνται εις κινδύνους από πόνον ή από +έξαψιν. Είναι όμως πολύ φυσική η ανδρεία η προερχομένη από έξαψιν +και φαίνεται ότι ομοιάζει την ανδρείαν, εάν προστεθή εις αυτήν η +προαίρεσις και ο λόγος. Και οι άνθρωποι λοιπόν εις μεν την οργήν των +υποφέρουν, όταν δε εκδικηθούν, ανακουφίζονται. Όσοι όμως μάχονται +δι' αυτά είναι ικανοί μαχηταί, όχι όμως και ανδρείοι. Διότι δεν +μάχονται διά το καλόν ούτε συμφώνως με τον ορθόν λόγον, αλλά διά το +πάθος των, ομοιάζουν όμως κάπως τους ανδρείους. + +&Η ανδρεία ως αισιοδοξία.& — Ούτε βεβαίως όσοι έχουν ελπίδας είναι +ανδρείοι. Διότι έχουν θάρρος εις τους κινδύνους, επειδή ενίκησαν +πολλάκις και πολλούς. Είναι όμως πολύ όμοιοι, διότι έχουν κοινόν με +αυτούς το θάρρος. Αλλά οι μεν ανδρείοι είναι θαρραλέοι διά τους +λόγους, τους οποίους είπαμεν προηγουμένως, αυτοί δε διότι νομίζουν +ότι είναι ανώτεροι και δεν θα πάθουν τίποτε από τους αντιπάλους των. +Αυτό όμως το έχουν και οι μεθυσμένοι, δηλαδή γίνονται αισιόδοξοι, +όταν όμως τα εύρουν άσχημα, τότε παίρνουν δρόμον. Του ανδρείου όμως +ιδιότης είπαμεν ότι είναι να αναμένη όσα φαίνονται και είναι και +πραγματικώς φοβερά εις κάθε άνθρωπον, διότι αυτά είναι καλόν, το δε +να μη αναμένη είναι αίσχος. Δι' αυτό πάλιν φαίνεται περισσότερον +ανδρείος όστις μένει άφοβος και ατάραχος εις τους αιφνιδίους φόβους +παρά εις τους προφανείς, διότι τότε είναι μάλλον από συνήθειαν. Ή +τουλάχιστον είναι ολιγώτερον προετοιμασμένος. Διότι όσα προβλέπονται +είναι δυνατόν κανείς να τα αποφασίση και εξ υπολογισμού και από τον +ορθόν λόγον, ενώ τα εξαφνικά γίνονται από συνήθειαν. + +&Η Άγνοια του κακού ως ανδρεία.& — Ανδρείοι δε φαίνονται ακόμη και +όσοι δεν έχουν είδησιν, και αυτοί πλησιάζουν πολύ τους αισιοδόξους, +είναι όμως χειρότεροί των, διότι αυτοί δεν έχουν καμμίαν αξίωσιν, +ενώ εκείνοι έχουν. Διά τούτο, μένουν ολίγην ώραν. Εάν όμως είναι +απατημένοι και εννοήσουν ότι δεν είναι καθώς νομίζουν, ή απλώς +υποπτευθούν, παίρνουν δρόμον, καθώς το έπαθαν οι Αργείοι {21}, όταν +συνήντησαν τους Λακεδαιμονίους και τους επήραν διά Σικυωνίους. Αυτά +λοιπόν διά τους ανδρείους, και διά τους νομιζομένους ανδρείους. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'. + + + + +&Η ανδρεία σχετιζόμενη με την ηδονήν και την λύπην:& — Η ανδρεία +όμως, αν και περιστρέφεται εις τα διάφορα είδη του θάρρους και του +φόβου, δεν είναι ίση και εις τα δύο είδη, αλλά περισσότερον +περιστρέφεται εις τα επίφοβα. Διότι μάλλον όστις είναι εις αυτά +ατάραχος και κρατεί την θέσιν του είναι ανδρείος παρά ως προς τα +απαιτούντα θάρρος. Και βεβαίως, καθώς είπαμεν, ονομάζονται ανδρείοι, +διότι υπομένουν τα ενοχλητικά. Διά τούτο η ανδρεία υφίσταται +ενοχλήσεις και δικαίως επαινείται. Διότι είναι δυσκολώτερον να +υποφέρη κανείς τας ενοχλήσεις παρά να απέχη από τα ηδονικά. +Οπωσδήποτε όμως το αποτέλεσμα το σύμφωνον με την ανδρείαν ίσως +πρέπει να νομισθή ηδονικόν, και μόνον τα περιστοιχίζοντα αυτά το +καλύπτουν, καθώς γίνεται εις τους γυμνικούς αγώνας. Διότι εις τους +πυγμάχους το αποτέλεσμα, χάριν του οποίου αγωνίζονται, είναι +ηδονικόν, δηλαδή ο στέφανος και αι τιμαί, το να γρονθοκοπούνται όμως +είναι ανυπόφορον, αφού έχουν σάρκα, και λυπηρόν, καθώς και όλη η +κόπωσις. Επειδή δε αυτά είναι πολλά, ενώ ο σκοπός είναι μικρός, +φαίνεται ως να μη έχουν τίποτε το ηδονικόν. Αφού λοιπόν τοιαύτα +είναι και τα σχετικά της ανδρείας, ο μεν θάνατος και αι πληγαί θα +είναι λυπηρά εις τον ανδρείον, και δεν τα θέλει, θα τα υπομείνη +όμως, διότι είναι καλόν, ή διότι είναι αίσχος να μην τα υπομείνη. +Και μάλιστα όσον περισσότερον κατέχει όλην την αρετήν και την +ευτυχίαν, τόσον περισσότερον θα λυπηθή διά τον θάνατον. Διότι αυτός +προ πάντων αξίζει να ζη και αυτός κυρίως στερείται τα μεγαλίτερα +αγαθά εν γνώσει του. Και αυτό είναι λυπηρόν. Αλλά διά τούτο δεν +είναι ολιγώτερον ανδρείος, ίσως μάλιστα και περισσότερον, διότι +προτιμά το εν καιρώ πολέμου καλόν από εκείνα. Λοιπόν δεν υπάρχει εις +όλας τας αρετάς η ηδονική ενέργεια, εκτός όσον μόνον εγγίζει το +αποτέλεσμα. Στρατιώται όμως ημπορεί βεβαίως να μην είναι οι +τοιούτοι, καλλίτεροι, αλλά όσοι είναι ολιγώτερον μεν ανδρείοι, δεν +έχουν όμως άλλο αγαθόν να χάσουν. Διότι οι τοιούτοι είναι πρόθυμοι +διά τους κινδύνους, και την ζωήν των την ανταλλάσσουν διά μικρά +κέρδη. Λοιπόν περί της ανδρείας αυτά είναι αρκετά. Την ουσίαν της +όμως δεν είναι δύσκολον να την συνοψίση κανείς εις μίαν γενικήν +έννοιαν από όσα είπαμεν. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'. + + +&Σωφροσύνη.& + +&Χαρακτηρισμός της σωφροσύνης ως σωματικής αρετής.& — Και τόρα μετά +την ανδρείαν θα ομιλήσωμεν περί σωφροσύνης. Διότι αύται αι δύο +αρεταί φαίνεται ότι περιστρέφονται εις τα άλογα μέρη της ψυχής. Και +ότι μεν βεβαίως η σωφροσύνη είναι μεσότης ως προς τας ηδονάς, το +είπαμεν προηγουμένως, διότι ολιγώτερον περιστρέφεται εις τας λύπας +και όχι καθ' όμοιον τρόπον. Εις τα ίδια όμως φαίνεται ότι +περιστρέφεται και η ακολασία. Εις ποίας λοιπόν από όλας τας ηδονάς +περιστρέφεται η σωφροσύνη πρέπει τόρα να το ορίσωμεν. + +Και τόρα πρέπει να αποχωρίσωμεν τας σωματικάς από τας ψυχικάς, καθώς +την φιλοδοξίαν και την φιλομάθειαν. Διότι και ο είς και ο άλλος από +τους έχοντας αυτάς ευχαριστείται με το αντικείμενον της κλίσεώς του, +ενώ δεν αισθάνεται τίποτε το σώμα του αλλά μάλλον ο νους του. Όσοι +δε κλίνουν εις τας τοιαύτας ηδονάς δεν λέγονται ούτε σώφρονες ούτε +ακόλαστοι. Ομοίως δε ούτε όσοι έχουν κλίσιν εις τας άλλας ηδονάς, αι +οποίαι δεν είναι σωματικαί. Διότι βεβαίως τους φιλομύθους και τους +διηγηματικούς και όσοι κατατρίβουν τας ημέρας των εις τα τυχαία τους +λέγομεν αδολέσχας, όχι όμως ακολάστους, καθώς ουδέ τους λυπουμένους +διά χρήματα ή διά φίλους. + +&Περιορισμός της σωφροσύνης εις τα αισθήματα της γεύσεως και προ +πάντων της αφής.& — Επομένως φαίνεται ότι η σωφροσύνη περιστρέφεται +εις τας σωματικάς, αλλά όχι και εις όλας πάλιν από αυτάς. Διότι, +όσοι ευχαριστούνται εις ζητήματα της οράσεως, λόγου χάριν εις +χρώματα και σχήματα και εικόνας, δεν λέγονται ούτε σώφρονες ούτε +ακόλαστοι. Μολονότι ίσως είναι δυνατόν και αυτοί να ευχαριστούνται +και με το ορθόν μέτρον, και με την υπερβολήν ή την έλλειψιν. Ομοίως +δε και εις ζητήματα της ακροάσεως. Δηλαδή όσοι ευχαριστούνται +υπερβολικά εις τας μελωδίας ή εις τας θεατρικάς παραστάσεις, αυτούς +κανείς δεν τους ονομάζει ακολάστους, ούτε σώφρονας όταν +ευχαριστούνται όσον πρέπει. Ούτε τους ευχαριστημένους εις ζητήματα +της οσφρήσεως, εκτός μόνον κατά σύμπτωσιν. Δηλαδή όσοι +ευχαριστούνται με την οσμήν των μήλων, ή των ρόδων, ή των +θυμιαμάτων, δεν τους ονομάζομεν ακολάστους, αλλά μάλλον εκείνους +όσοι ευχαριστούνται με τα μύρα και τα προσφάγια. Διότι με αυτά +ευχαριστούνται οι ακόλαστοι, επειδή με αυτά τους έρχεται κάποια +ανάμνησις των απολαυστικών πραγμάτων. Βλέπει δε κανείς και τους +άλλους ανθρώπους, όταν πεινούν, να ευχαριστούνται με την όσφρησιν +των φαγητών, όστις όμως ευχαριστείται με τοιαύτα μύρα και προσφάγια +είναι ακόλαστος. Διότι ο τοιούτος μόνον επιθυμεί αυτά. Δεν υπάρχει +δε ούτε εις τα άλλα ζώα ηδονή από αυτά το αισθητήριον της οσφρήσεως +εκτός μόνον κατά σύμπτωσιν. Διότι και οι κύνες δεν ευχαριστούνται +κυρίως με την οσμήν των λαγών, αλλά με την γεύσιν αυτών, η δε οσμή +απλώς διεγείρει την αίσθησιν. Ούτε ο λέων ευχαριστείται κυρίως με +την φωνήν του βοός, αλλά με την γεύσιν αυτού, απλώς δε με την φωνήν +του αντιλαμβάνεται ότι είναι εκεί κάπου πλησίον και δι' αυτό +φαίνεται ως να ευχαριστήται με αυτήν. Επίσης δεν ευχαριστείται +κυρίως με την όρασιν, όταν ιδή έλαφον ή αίγαγρον, αλλά διότι θα έχη +καλόν φαγητόν. Επομένως η σωφροσύνη και η ακολασία περιστρέφεται εις +εκείνας τας ηδονάς, εις τας οποίας είναι επιδεκτικά και τα άλλα ζώα, +και δι' αυτό όσοι ρέπουν εις αυτάς φαίνονται κτηνώδεις και ζωώδεις. +Αυταί δε είναι η αφή και η γεύσις. Μάλιστα φαίνεται ότι και την +γεύσιν ακόμη ή ολίγον ή διόλου δεν την μεταχειρίζονται. Διότι +ιδιότης της γεύσεως είναι η κρίσις των χυμών, και τούτο κάμνουν όσοι +δοκιμάζουν τους οίνους και αλατίζουν τα φαγητά. Και όμως δεν +ευχαριστούνται τόσον πολύ με αυτάς τας δοκιμάς, τουλάχιστον οι +ακόλαστοι, αλλά με την απόλαυσιν, η οποία εκτελείται καθ' ολοκληρίαν +διά της αφής έστω και εις τα φαγητά και εις τα ποτά και τας +λεγομένας αφροδισιακάς ηδονάς. Και διά τούτο κάποιος καλοφαγάς +ηυχήθη να είχε τον λάρυγγα μακρότερον από τον γέρανον, διότι βεβαίως +ησθάνετο ηδονήν αφής. Είναι λοιπόν κοινοτάτη η αίσθησις εις την +οποίαν περιστρέφεται η ακολασία και δικαίως θα ενομίζετο +επονείδιστος όστις έχει αυτήν, διότι δεν διακρίνεται εις ό,τι είμεθα +ως άνθρωποι, αλλά εις ό,τι είμεθα ως ζώα. Λοιπόν η ευχαρίστησις διά +τοιαύτα πράγματα και η υπερβολική κλίσις εις αυτά είναι κτηνωδία. +Καθ' όσον μάλιστα απεχωρίσθησαν αι ευγενέστεραι ηδοναί της αφής, +καθώς είναι αι ηδοναί των γυμναστηρίων διά της τρίψεως και της +θερμάνσεως. Διότι η αφή του ακολάστου δεν περιστρέφεται εις +ολόκληρον το σώμα, αλλά μόνον εις ολίγα. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'. + + + +&Φυσικαί και επίκτητοι επιθυμίαι.& — Από δε τας επιθυμίας, άλλαι μεν +φαίνονται κοιναί και φυσικαί, άλλαι δε ατομικαί και επίκτητοι. Λόγου +χάριν η μεν επιθυμία της τροφής είναι φυσική, διότι πας όστις +στερείται, επιθυμεί ξηράν ή υγράν τροφήν, πολλάκις μάλιστα και τας +δύο και κρεββάτι, καθώς λέγει ο Όμηρος {22}, όταν είναι νέος και +ακμαίος. Την δείνα όμως τροφήν ή την δείνα, δεν επιθυμεί έκαστος, +ούτε τα ίδια πράγματα. Διά τούτο φαίνεται ότι είναι ατομική. +Οπωσδήποτε όμως έχει και κάτι το φυσικόν. Διότι μερικά ηδονικά +ποικίλλουν κατ' άτομα, μερικά όμως είναι εις όλους ηδονικώτερα από +άλλο τυχαίον. Επομένως εις τας φυσικάς επιθυμίας ολίγοι σφάλλουν και +αυτοί πάλιν εις έν, δηλαδή εις την υπερβολήν — διότι το να τρώγη +κανείς ό,τι τύχη ή να πίνη έως ότου παραγεμισθή, είναι υπερβολή του +φυσικού εις πλησμονήν, διότι η φυσική επιθυμία είναι απλή +αναπλήρωσις της στερήσεως. Διά τούτο οι τοιούτοι λέγονται +γαστρίμαργοι ( = φαγομανείς), διότι παραγεμίζουν την κοιλίαν των +περισσότερον του δέοντος, και τοιούτοι γίνονται οι όλως διόλου +κτηνώδεις. — Ως προς ατομικάς όμως ηδονάς σφάλλουν πολλοί και κατά +πολλούς τρόπους. Διότι, όσοι έχουν επίθετον σύνθετον από το φίλος, +έχουν την ιδιότητα ή να ευχαριστούνται με όσα δεν πρέπει, ή +περισσότερον από τους άλλους, ή όχι καθώς πρέπει. Γενικώς δε οι +ακόλαστοι είναι εις όλα υπερβολικοί. Διότι και ευχαριστούνται +περιπλέον με πράγματα τα οποία δεν είναι αναγκαία, δηλαδή είναι άξια +αποστροφής, και αν εις μερικά από αυτά επιτρέπεται η ευχαρίστησις, +αυτοί ευχαριστούνται περισσότερον από όσον πρέπει και από όσον +ευχαριστούνται οι άλλοι. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'. + + + +&Χαρακτηρισμός της σωφροσύνης.& — Ότι λοιπόν η υπερβολή εις τας +ηδονάς είναι ακολασία και αξιοκατάκριτον πράγμα, έγινε φανερόν. Ως +προς τας λύπας όμως δεν συμβαίνει καθώς εις την ανδρείαν, δηλαδή +όστις υπομένει αυτάς να λέγεται σώφρων, ούτε ακόλαστος όστις δεν +υπομένει, αλλά ο ακόλαστος μεν λέγεται τοιούτος, διότι λυπείται +περισσότερον του δέοντος, δηλαδή δεν απολαμβάνει τα ηδονικά (ακόμη +δε και αυτήν την λύπην την προξενεί εις αυτόν η ηδονή), ο δε σώφρων, +διότι δεν λυπείται από την στέρησιν του ηδονικού. Λοιπόν ο μεν +ακόλαστος επιθυμεί όλα τα ηδονικά ή τα κυριώτερα, και σύρεται από +την επιθυμίαν, ώστε να προτιμήση αυτά απέναντι των άλλων, και διά +τούτο λυπείται, όταν αποτυγχάνη και τα επιθυμεί — διότι η επιθυμία +συνοδεύεται με την λύπην, φαίνεται δε βεβαίως οξύμωρον το να λυπήται +διά την ηδονήν — . Άνθρωποι όμως παραλείποντες τας ηδονάς και +ευχαριστούμενοι ολιγώτερον από ό,τι χρειάζεται δεν ευρίσκονται πολύ +συχνά. Διότι δεν είναι ανθρωπινή αυτή η αναισθησία. Διότι ακόμη και +τα άλλα ζώα κάμνουν διάκρισιν μεταξύ φαγητών, και με άλλα μεν +ευχαριστούνται, με άλλα όμως όχι. Εάν δε συμβή εις κανένα να μη +ευρίσκη τίποτε ευχάριστον, ούτε διαφοράν ενός πράγματος από άλλο, +αυτός πολύ απέχει να είναι άνθρωπος. Δεν έλαβε δε όνομα ο τοιούτος, +διότι δεν συμβαίνει διόλου να υπάρχη. Ο σώφρων όμως είναι μέσος ως +προς αυτά. Διότι δεν ευχαριστείται με όσα ευχαριστείται καθ' +υπερβολήν ο ακόλαστος, αλλά μάλλον στενοχωρείται, και εν γένει με +όσα δεν πρέπει, ή δεν πρέπει καθ' υπερβολήν να ευχαριστήται με κανέν +από αυτά ούτε εάν λείπουν στενοχωρείται ούτε τα επιθυμεί παρά +μετρίως, ούτε περισσότερον του δέοντος, ούτε όταν δεν πρέπη, ούτε εν +γένει άλλως πως. Όσα όμως συντελούν εις την υγείαν ή εις την ευεξίαν +και είναι ηδονικά, αυτά θα τα επιθυμήση με μέτρον και όπως πρέπει, +και τα άλλα ηδονικά όσα δεν είναι εμπόδια εις αυτά, ή δεν είναι έξω +από το καλόν, ή δεν υπερβαίνουν τα οικονομικά του. Διότι όστις είναι +τοιούτος εκτιμά τας ηδονάς περισσότερον από όσον αξίζουν, ενώ ο +σώφρων δεν είναι τοιούτος, αλλά καθώς υπαγορεύει ο ορθός λόγος. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'. + + + +&Μάλλον εκουσία είναι η ακολασία παρά η δειλία.& — + +Φαίνεται δε ότι η ακολασία είναι περισσότερον εκουσία παρά η δειλία. +Διότι εκείνη μεν υπάρχει ένεκα της ηδονής, αυτά δε ένεκα της λύπης, +εκ των οποίων η μία είναι προτιμητέον πράγμα, η δε άλλη άξιον +αποφυγής. Και η μεν λύπη εκτροχιάζει και φθείρει την φύσιν εκείνου +όστις έχει αυτήν, ενώ η ηδονή δεν κάμνει κανέν τοιούτον. Επομένως +είναι περισσότερον εκουσία, και διά τούτο είναι και επονειδιστοτέρα. +Διότι είναι και ευκολώτερον να συνηθίση κανείς εις αυτά. Και βεβαίως +πολλά υπάρχουν εις τον βίον τοιαύτα και η συνήθισις αυτών δεν είναι +επικίνδυνος, ενώ εις τα επίφοβα συμβαίνει το αντίστροφον. Φαίνεται +δε ότι δεν είναι εξ ίσου εκουσία η δειλία εις τας ιδιαιτέρας +περιπτώσεις. Διότι αυτή μεν δεν έχει λύπην, αυταί όμως από την λύπην +μας εκτροχιάζουν, ώστε και τα όπλα να ρίπτωμεν και άλλα αίσχη να +κάμνωμεν. Διά τούτο φαίνονται ότι είναι ακούσιαι. Εις το ακόλαστον +όμως αντιστρόφως, αι μεν ιδιαίτεραι περιπτώσεις φαίνονται εκούσιαι — +διότι επιθυμεί και ορέγεται — το σύνολον όμως όχι τόσον πολύ. Διότι +κανείς δεν επιθυμεί να είναι ακόλαστος. + +&Εφαρμογή ακολασίας εις τας παιδικάς παρεκτροπάς.& — Το δε όνομα της +ακολασίας το εφαρμόζομεν και εις τας παιδικάς παρεκτροπάς, διότι +έχουν κάποιαν ομοιότητα. Ποίον όμως από τα δυο έλαβε την ονομασίαν +από το άλλο, εδώ δεν μας ενδιαφέρει διόλου. Είναι όμως φανερόν ότι +την έλαβε το μεταγενέστερον από το αρχαιότερον. Και δεν φαίνεται ότι +εσφαλμένως επεξετάθη. Διότι πρέπει να τιμωρήται εγκαίρως όστις +επιθυμεί αισχρά πράγματα και του οποίου η συνήθεια μεγαλόνει την +διάθεσιν. Τοιούτον δε είναι προ πάντων η επιθυμία και το παιδί. +Διότι τα παιδάρια ζουν με τας επιθυμίας, και πλεονάζει εις αυτά η +επιθυμία του ηδονικού. Εάν λοιπόν δεν σταθή ευπειθές και πειθαρχικόν +εις τον ανώτερόν του, θα προχωρήση πολύ. Διότι η όρεξις του ηδονικού +είναι ακόρεστος και ο ανόητος έχει ορέξεις από όλα τα μέρη του +σώματός του. Και έπειτα η εκτέλεσις της επιθυμίας αυξάνει τα συγγενή +πάθη και αν γίνουν μεγάλα και σφοδρά, εκτροχιάζουν και τον λογισμόν. +Διά τούτο αυταί πρέπει να είναι μέτριαι και ολίγαι και διόλου να μην +αντιστρατεύωνται εις την λογικήν. Την τοιαύτην δε ευπείθειαν την +ονομάζομεν και παιδεμόν. Δηλαδή καθώς το παιδί οφείλει να ζη κατά τα +πρόσταγμα του παιδαγωγού, ομοίως και ο επιθυμητικός κατά τον ορθόν +λόγον. Διά τούτο πρέπει το επιθυμητικόν μέρος του σώφρονος να +συμφωνή με τον λόγον. Διότι και των δύο ο σκοπός είναι το καλόν. +Δηλαδή και ο σώφρων επιθυμεί όσα πρέπει και καθώς πρέπει και όταν +πρέπη, και τα ίδια επιβάλλει και ο ορθός λόγος. Αυτά λοιπόν είναι +αρκετά περί της σωφροσύνης. + + + + +ΒΙΒΛΙΟΝ Δ. + + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. + + +&Ελευθεριότης.& + +&Διάκρισις της ελευθεριότητος από την φιλαργυρίαν και την ασωτείαν.& +— Και τόρα θα ομιλήσωμεν περί της ελευθεριότητος. Φαίνεται δε ότι +είναι ελευθεριότης η μεσότης ως προς τα χρήματα. Διότι ο ελευθέριος +δεν επαινείται εις τα πολεμικά ζητήματα, ούτε εις όσα επαινείται ο +σώφρων, ούτε πάλιν εις τας κρίσεις του, αλλά ως προς την δοσοληψίαν +των χρημάτων, και περισσότερον ως προς την δόσιν. Χρήματα δε +ονομάζομεν όλα εκείνα, όσων η αξία μετρείται με νόμισμα. Αλλά και η +ασωτεία και η φιλαργυρία ως προς τα χρήματα είναι υπερβολαί και +ελλείψεις. Και την μεν φιλαργυρίαν την προσάπτομεν πάντοτε εις τους +περισσότερον του δέοντος φροντίζοντας διά το χρήμα, την δε ασωτείαν +την επεκτείνομεν ενίοτε και εις άλλα συνταυτίζοντες αυτά. Δηλαδή +τους ακρατείς και πολυεξόδους χάριν της ακολασίας τους ονομάζομεν +ασώτους. + +Δι' αυτό οι άσωτοι φαίνονται φαυλότατοι. Διότι φέρουν εις την ράχιν +των πολλάς κακίας συγχρόνως. Δεν θεωρούνται όμως ορθώς τοιούτοι. +Διότι κυρίως άσωτος είναι όστις έχει έν μόνον κακόν, δηλαδή να +καταστρέφη την περιουσίαν του. Δηλαδή άσωτος είναι όστις +καταστρέφεται από τον εαυτόν του, διότι και η καταστροφή της +περιουσίας του φαίνεται ότι είναι καταστροφή του ιδίου, αφού η ζωή +του από αυτήν εξαρτάται. Αυτήν λοιπόν την σημασίαν αποδίδομεν εις +την ασωτείαν. + +&Η ελευθεριότης σχετιζόμενη προς τας άλλας αρετάς.& — Όσα δε +χρησιμοποιούνται, αυτά είναι δυνατόν να τα χρησιμοποιήσωμεν και +καλώς και κακώς. Και ο πλούτος είναι από τα χρήσιμα. Έκαστον δε +πράγμα το μεταχειρίζεται τελειότερα, όστις έχει την σχετικήν με αυτό +αρετήν. Αυτός δε τόρα είναι ο ελευθέριος. Χρησιμοποίησις δε των +χρημάτων φαίνεται ότι είναι η δαπάνη και η δωρεά. Η δε λήψις και η +φύλαξις φαίνονται ότι είναι μάλλον απόκτησις. Διά τούτο ιδιότης του +ελευθερίου είναι να δίδη εις όσους πρέπει, παρά να λαμβάνη από όπου +πρέπει, και να μη λαμβάνη από όπου δεν πρέπει. Διότι ιδιότης της +αρετής είναι η ευποιία μάλλον παρά η ευπάθεια, και η μάλλον να +πράττη τα καλά παρά να μη πράττη τα ποταπά. Δεν είναι δε δυσνόητον +ότι εις την δωρεάν ακολουθεί η ευποιία και η εκτέλεσις των καλών, +εις δε την ευπάθειαν η αποδοχή των καλών ή η μη εκτέλεσις ποταπών +πράξεων. Και η χάρις οφείλεται εις τον δίδοντα δώρα, και όχι εις τον +μη δεχόμενον, και ο έπαινος δε περισσότερον εις αυτόν οφείλεται. +Είναι δε και ευκολώτερον το να μη δεχθή κανείς παρά να δώση δώρον. +Διότι έκαστος ολιγώτερον θυσιάζει το ιδικόν του, παρ' όσον αποκρούει +το ξένον. Ακόμη δε ελευθέριοι λέγονται οι δίδοντες, ενώ όσοι δεν +δέχονται δεν επαινούνται ως ελευθέριοι, αλλά όχι ολιγώτερον ως +δίκαιοι. Όσοι δε πάλιν δέχονται, ούτε επαινούνται όλως διόλου. Είναι +δε αξιαγάπητοι από όλους τους εναρέτους, προ πάντων οι ελευθέριοι. +Διότι είναι ωφέλιμοι, τούτο δε συνίσταται εις τον τρόπον της δωρεάς +των. Αι ενάρετοι πράξεις όμως γίνονται χάριν του καλού. Επομένως και +ο ελευθέριος θα δώση χάριν του καλού και ορθώς. Δηλαδή θα δώση εις +όσους πρέπει και όσα πρέπει και όταν πρέπη και εν γένει καθώς είναι +σύμφωνα με την ορθήν δωρεάν. Και όλα αυτά με ευχαρίστησιν και χωρίς +να λυπηθή. Διότι παν ό,τι γίνεται συμφώνως με την αρετήν είναι +ευχάριστον ή δεν προξενεί λύπην, πολύ ολίγον δε είναι λυπηρόν. Όστις +όμως δίδει εις όσους δεν πρέπει, ή όχι χάριν του καλού, αλλά διά +καμμίαν άλλην αιτίαν, δεν θα ονομασθή ελευθέριος, αλλά κάτι άλλο. +Ούτε όστις δίδει με λύπην. Διότι αυτός θα επροτίμα τα χρήματα +περισσότερον από την καλήν πράξιν, αυτό όμως δεν είναι ιδιότης του +ελευθερίου (γενναιοδώρου). + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'. + + + +&Σχέσις του ελευθερίου προς την περιουσίαν του. Ο ελευθέριος είναι +ανιδιοτελής, αλλά συντηρητικός&. — Δεν δέχεται δε από όποιον δεν +πρέπει δώρα, διότι δεν είναι επίσης ιδιότης του μη εκτιμώντος τα +χρήματα να δέχεται υπό τοιούτους όρους. Και βεβαίως δεν θα ημπορή +ούτε να ζητή. Διότι όστις ευεργετεί δεν δέχεται εύκολα να +ευεργετήται. Από όπου όμως πρέπει, λαμβάνει, λόγου χάριν από τα +ιδικά του κτήματα, όχι διότι είναι καλόν, αλλά διότι είναι ανάγκη, +διά να έχη να δίδη. Ούτε ημπορεί να παραμελήση τα ιδικά του, αφού +θέλει με αυτά να βοηθή μερικούς. Ούτε θα δώση εις τους τυχόντας, διά +να έχη να δίδη εις όσους πρέπει και όταν πρέπη και δι' ό,τι είναι +καλόν, είναι δε ιδιότης του ελευθερίου και να είναι υπερβολικός εις +τας δωρεάς του, ώστε να κρατή ολιγώτερα διά τον εαυτόν του. Δηλαδή +το να μη κυττάζη τον εαυτόν του είναι ιδιότης του ελευθερίου. +Λέγεται δε η ελευθεριότης αναλόγως της περιουσίας. Δηλαδή δεν +συνίσταται η αρετή αυτή εις το μέγα ποσόν των διδομένων, αλλά εις +την διάθεσιν του δίδοντος, αυτή δε δίδει αναλόγως της περιουσίας. +Δεν υπάρχει δε κανέν εμπόδιον διά να είναι ελευθεριώτερος όστις +δίδει ολιγώτερα, όταν δίδη από τα ολιγώτερα που έχει. — Φαίνεται δε +ό,τι γίνονται περισσότερον ελευθέριοι, όσοι δεν απέκτησαν μόνοι των, +αλλά εκληρονόμησαν την περιουσίαν των. Διότι αυτοί δεν έχουν πείραν +της στερήσεως, και διότι όλοι οι άνθρωποι αγαπούν περισσότερον τα +έργα των χειρών των, καθώς οι γονείς και οι ποιηταί. Δεν είναι δε +εύκολον να πλουτίση ο ελευθέριος, διότι ούτε λαμβάνει ευκόλως ούτε +διατηρεί, αλλά τα πετά και δεν εκτιμά τα χρήματα ως χρήματα αλλά +χάριν δωρεών. Διά τούτο υβρίζεται η τύχη συχνά, διότι οι +περισσότερον άξιοι διόλου δεν πλουτίζουν. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει +παραλόγως. Διότι δεν είναι δυνατόν να έχη χρήματα, όστις δεν +φροντίζει να έχη, καθώς ουδέ κανέν από τα άλλα. Βεβαίως όμως δεν θα +δώση εις όσους δεν πρέπει, ούτε όταν δεν πρέπη, ούτε εν γένει έξω +από αυτάς τας αρχάς. Διότι τότε πλέον δεν θα έπραττε συμφώνως με την +ελευθεριότητα, και αφού εξοδεύση εις αυτά, δεν θα έχη να εξοδεύη εις +όσα πρέπει. Διότι, καθώς είπαμεν, ελευθέριος είναι όστις εξοδεύει +αναλόγως της περιουσίας του και εις ό,τι πρέπει. Όστις δε είναι +υπερβολικός, είναι άσωτος. Διά τούτο τους ηγεμόνας δεν τους +ονομάζομεν ασώτους. Διότι η μεγάλη ποσότης των κτημάτων φαίνεται ότι +δεν είναι δυνατόν να υπερακοντισθή με τας δαπάνας. — Και λοιπόν, +αφού η ελευθεριότης είναι μεσότης εις την δοσοληψίαν των χρημάτων, ο +ελευθέριος και θα δώση και θα εξοδεύση εις όσα πρέπει και όσα +πρέπει, επίσης και διά τα μικρά και διά τα μεγάλα, και μάλιστα με +ευχαρίστησιν. Και θα λάβη δε από όπου πρέπει και όσα πρέπει. Δηλαδή, +αφού η αρετή είναι μεσότης και εις τα δύο αυτά, θα τα εκτελέση και +τα δύο καθώς πρέπει. + +Διότι συμβιβάζεται με την ορθήν δόσιν η τοιαύτη λήψις, ενώ η μη +τοιαύτη δεν συμβιβάζεται. Και βεβαίως όσαι συμβιβάζονται υπάρχουν +συγχρόνως εις το ίδιον πρόσωπον, ενώ αι ασυμβίβαστοι είναι προφανές +ότι δεν συνυπάρχουν. Εάν δε συμβή κάποτε να εξοδεύση έξω από το +πρέπον και το ορθόν, θα λυπηθή, πάλιν όμως μετρίως και καθώς πρέπει. +Διότι ιδιότης της αρετής είναι και το να χαίρη και να λυπήται δι' +όσα πρέπει και καθώς πρέπει. Είναι δε και εύκολος εις τας συναλλαγάς +του ο ελευθέριος. Διότι ημπορεί να ανεχθή την αδικίαν, αφού δεν +εκτιμά βεβαίως τα χρήματα, και περισσότερον βασανίζεται, αν κάπου +ήτο ανάγκη να εξοδεύση και δεν εξώδευσε, παρά να λυπηθή, εάν +εξώδευσε κάτι τι, ενώ δεν ήτο ανάγκη. Ούτε είναι αρεστός εις τον +Σιμωνίδην {23}. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'. + + + +&Ο Άσωτος σχετιζόμενος με τον φιλάργυρον.& — Ο δε άσωτος και εις +αυτά διαρκώς σφάλλει. Διότι ούτε τέρπεται με όσα πρέπει ούτε καθώς +πρέπει, ούτε λυπείται. Τούτο δε θα γίνη φανερώτερον εις τα κατωτέρω. +Είπαμεν δηλαδή ότι η ασωτεία και η φιλαργυρία είναι υπερβολαί και +ελλείψεις, και μάλιστα εις δύο πράγματα, δηλαδή εις την δόσιν και +εις την λήψιν. Διότι και την δαπάνην την κατατάσσομεν εις την δόσιν. +Και λοιπόν η μεν ασωτεία είνε υπερβολική εις το να δίδη και να μη +λαμβάνη. Η δε φιλαργυρία είναι ελλιπής εις το να δίδη, και +υπερβολική εις το να λαμβάνη, εκτός όταν πρόκειται διά μικρά +πράγματα. Αλλά το ελάττωμα της ασωτείας δεν συζή πολύν καιρόν, διότι +δεν είναι εύκολον, όστις δεν λαμβάνει από κανένα, να δίδη εις όλους. +Διότι γλήγορα χάνεται η περιουσία εις τους ιδιώτας, όταν δίδουν +χωρίς μέθοδον, καθώς φαίνεται ότι είναι οι άσωτοι. + +&Η ασωτεία επιδέχεται θεραπείαν.& — Άλλως όμως ο τοιούτος φαίνεται +ότι είναι όχι ολίγον καλλίτερος από τον φιλάργυρον. Διότι είναι +ευκολοθεράπευτος και ως εκ της ηλικίας του και από τον φόβον της +στερήσεως, και ημπορεί να έλθη εις το μέσον, διότι έχει τας +ιδιότητας του ελευθερίου. Δηλαδή και αυτός δίδει και δεν λαμβάνει, +με την διαφοράν όμως ότι κανέν από αυτά τα δύο δεν εκτελεί ούτε +καθώς πρέπει ούτε καλώς. Εάν λοιπόν συνηθίση εις αυτό, ή κάπως +μεταβληθή, θα εγίνετο ελευθέριος. Διότι τότε θα δίδη εις όσους +πρέπει και θα λαμβάνη από όπου πρέπει. Και διά τούτο δεν φαίνεται +πρόστυχος ως προς τo ήθος. Διότι δεν είναι ιδιότης μοχθηρού άνθρωπου +ούτε αγεννούς το να είναι υπερβολικός εις τας δωρεάς και να μη +δέχεται, αλλά απλώς ηλιθίου. Όστις δε είναι άσωτος κατ' αυτόν τον +τρόπον, φαίνεται ότι είναι πολύ καλλίτερος από τον φιλάργυρον δι' +όσα είπαμεν, και διότι εκείνος μεν ωφελεί πολλούς, ενώ αυτός κανένα +δεν ωφελεί, αλλ' ούτε και τον εαυτόν του. Οι περισσότεροι όμως από +τους ασώτους, καθώς είπαμεν, συγχρόνως δέχονται από όπου δεν πρέπει +και ως προς τούτο είναι φιλάργυροι. Γίνονται δε επιρρεπείς εις το να +λαμβάνουν, διότι θέλουν να εξοδεύουν, αλλά τούτο δεν ημπορούν να το +κάμνουν με ευκολίαν. Διότι γλήγορα χάνονται όσα έχουν. Αναγκάζονται +λοιπόν να προμηθεύωνται απ' αλλού. Συγχρόνως δε, επειδή δεν +σκοτίζονται διόλου διά το καλόν, λαμβάνουν απροφυλάκτως και από όλα +τα μέρη. Διότι επιθυμούν να δίδουν, το πώς όμως ή από πού δεν τους +ενδιαφέρει διόλου. Διά τούτο και αι δόσεις των ακόμη δεν είναι +ελευθέριαι, διότι δεν είναι καλαί, ούτε γίνονται χάριν του καλού +ούτε καθώς πρέπει. Αλλά κάποτε εκείνους που πρέπει να είναι πτωχοί +τους κάμνουν πλουσίους. Και εις εκείνους μεν οι οποίοι είναι +μετρημένοι εις τους τρόπους των δεν δίδουν ίσως τίποτε, δίδουν όμως +πολλά εις τους κόλακας ή εις τους προσφέροντας εις αυτούς καμμίαν +άλλην ηδονήν. Διά τούτο οι περισσότεροι από αυτούς είναι και +ακόλαστοι. Διότι ευκόλως εξοδεύουν διά τας ακολασίας και επειδή δεν +ζουν κανονικά κλίνουν μάλλον εις τας ηδονάς. Ο άσωτος λοιπόν, αν +μείνη χωρίς διαπαιδαγώγησιν, εις αυτό το σημείον φθάνει, εάν όμως +τον προσέξουν, ημπορεί να φθάση εις το μέσον και το πρέπον. + +&Η φιλαργυρία δεν επιδέχεται θεραπείαν.& — Ο δε φιλάργυρος είναι +αθεράπευτος. Διότι φαίνεται ότι τους κάμνει φιλαργύρους τω γήρας και +η γενική αδυναμία. Και είναι περισσότερον σύμφυτος εις τους +ανθρώπους η φιλαργυρία παρά η ασωτεία. Διότι οι περισσότεροι +άνθρωποι είναι μάλλον φιλοχρήματοι παρά μεταδοτικοί. Και το ελάττωμα +αυτό επεκτείνεται εις πολλά και είναι πολυειδές. Δηλαδή φαίνεται ότι +υπάρχουν πολλοί τρόποι φιλαργυρίας. Διότι, ενώ συνίσταται εις δύο, +δηλαδή εις την έλλειψιν της δόσεως και εις την υπερβολήν της λήψεως, +δεν απαντά εις όλους ολόκληρος, αλλά ενίοτε χωρίζεται, και άλλοι μεν +είναι υπερβολικοί εις την λήψιν, άλλοι δε ελλιπείς εις την δόσιν. +Διότι όσοι λέγονται λόγου χάριν σφιχτοί, μίζεροι, τσιγκούνιδες, όλοι +είναι ελλιπείς εις την δόσιν, αλλά δεν επιθυμούν τα ξένα, ούτε +θέλουν να δεχθούν. — Και φαίνονται ότι το κάμνουν από κάποιαν +ευπρέπειαν και προφύλαξιν από το αίσχος. Διότι μερικοί φαίνονται, ή +και το λέγουν, ότι τα φυλάττουν, διά να μη αναγκασθούν ποτέ να +κάμουν κανέν αίσχος. Εις αυτούς δε ανήκει και ο μυιγογδάρτης και +όλοι οι όμοιοι. Έλαβε δε το όνομα από το ότι δεν θέλει να εξοδεύση +εις τίποτε — .Άλλοι δε πάλιν από φόβον απέχουν από τα ξένα, διότι +νομίζουν ότι δεν είναι εύκολον αυτοί μεν να λάβουν από τα ξένα, οι +άλλοι όμως όχι από τα ιδικά των, επομένως αρέσκει εις αυτούς ούτε να +λαμβάνουν ούτε να δίδουν. Οι άλλοι πάλιν είναι υπερβολικοί εις την +λήψιν, διότι δέχονται από παντού και τα πάντα• λόγου χάριν οι +εκτελούντες ανελεύθερα έργα, δηλαδή οι πορνοβοσκοί και όλοι οι +παρόμοιοι, και οι τοκίζοντες ολίγα με πολύν τόκον. Διότι όλοι αυτοί +λαμβάνουν από όπου δεν πρέπει και όσον δεν πρέπει. Φαίνεται δε εις +αυτούς κοινή η αισχροκέρδεια. Δηλαδή όλοι χάριν κέρδους, και μάλιστα +μικρού, υποφέρουν να ονειδίζωνται. Διότι όσοι λαμβάνουν μεγάλα ποσά, +όχι όμως από όπου πρέπει, ούτε όσα πρέπει, δεν τους ονομάζομεν +φιλαργύρους, καθώς λόγου χάριν τους τυράννους, όταν κυριεύουν πόλεις +και γυμνόνουν τους ναούς, αλλά πονηρούς μάλλον και ασεβείς και +αδίκους. Και όμως και ο παίκτης και ο λωποδύτης και ο ληστής ανήκουν +εις τους φιλαργύρους. Διότι όλοι είναι αισχροκερδείς. Δηλαδή χάριν +του κέρδους τρέχουν και αυτοί και εκείνοι και υποφέρουν να +ονειδίζωνται. Και οι μεν τελευταίοι υποφέρουν τους μεγαλιτέρους +κινδύνους χάριν του λαφύρου των, οι παίκται όμως κερδίζουν από τους +φίλους των, εις τους οποίους πρέπει να δίδουν. Αλλά και αυτοί και +εκείνοι, αφού θέλουν να κερδίζουν από όπου δεν πρέπει, είναι +αισχροκερδείς. Και όλαι δε αι παρόμοιαι λήψεις είναι ανελεύθεραι. +Πολύ ορθά δε λέγεται ότι είναι το αντίθετον της ελευθεριότητος η +φιλαργυρία, διότι είναι μεγαλίτερον κακόν παρά η ασωτεία, και +περισσότερα σφάλματα γίνονται με αυτήν παρά με την ασωτείαν που +είπαμεν. Και λοιπόν περί της ελευθεριότητος και των κακιών αι οποίαι +αντιτίθενται εις αυτήν είναι αρκετά όσα είπαμεν. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. + + + +&Μεγαλοπρέπεια.& + +&Διάκρισις της μεγαλοπρεπείας από την ελευθεριότητα και ακρότητες +αυτής.& — Ίσως δε τόρα είναι η σειρά να ομιλήσωμεν και περί +μεγαλοπρεπείας. Διότι και αυτή φαίνεται ότι είναι κάπως αρετή +περιστρεφομένη εις το χρήμα. Δεν επεκτείνεται όμως καθώς η +ελευθεριότης εις όλας τας πράξεις αι οποίαι γίνονται με χρήμα, αλλά +μόνον εις τους πολυεξόδους. Εις αυτάς δε είναι ανωτέρα από την +ελευθεριότητα ως προς το μέγεθος. Διότι, καθώς υποδηλοί και μόνον το +όνομά της, είναι δαπάνη διαπρέπουσα εις μέγεθος. Το δε μέγεθος είναι +αναφορά ως πρός τι. Δηλαδή δεν αρμόζει η ιδία δαπάνη εις τον +εξοπλίζοντα μίαν τριήρη και εις τον αρχηγόν θρησκευτικής αποστολής. +Επομένως το πρέπον είναι σχετικόν με αυτό και με τα μέσα και με το +πράγμα εις το οποίον περιστρέφεται. Όστις δε εξοδεύει όσον αξίζει +εις μικρά ή εις μέτρια δεν λέγεται μεγολοπρεπής, καθώς λέγει η +ομηρική φράσις «ολίγο δίδω στον πτωχό» {24}, αλλά όστις κάμνει το +ίδιον εις μεγάλα. Διότι ο μεν μεγαλοπρεπής είναι ελευθέριος, ο +ελευθέριος όμως δεν είναι συγχρόνως και μεγαλοπρεπής. Αυτής δε της +διαθέσεως η μεν έλλειψις λέγεται μικροπρέπεια, η δε υπερβολή +βαναυσότης και απειροκαλία και τα παρόμοια, διότι δεν είναι +υπερβολικαί κατά το μέγεθος εις όσα πρέπει, αλλά επιδεικνύονται εις +όσα δεν πρέπει και καθώς δεν πρέπει. Περί αυτών δε θα ομιλήσωμεν +αργότερα. + +&Χαρακτηρισμός της μεγαλοπρεπείας ως επιστήμης.& — Ο δε μεγαλοπρεπής +φαίνεται ως επιστήμων. Δηλαδή έχει την ικανότητα να αντιληφθή το +πρέπον και να εξοδεύση μεγάλα ποσά με αρμονίαν. Διότι, καθώς είπαμεν +εις την αρχήν, η διάθεσις ορίζεται από τας ενεργείας και από εκείνα +εις τα οποία περιστρέφεται. Και λοιπόν αι δαπάναι του μεγαλοπρεπούς +είναι μεγάλαι και συγχρόνως καθώς πρέπει. Επομένως τοιαύτα είναι και +τα έργα του. Διότι μόνον με αυτόν τον τρόπον τα εξοδευόμενα είναι +μεγάλα και αρμονικά με το έργον του. Ώστε το όλον έργον πρέπει να +έχη και αξίαν ίσην με την δαπάνην, η δε δαπάνη αξίαν ίσην με το +έργον ή και να είναι ανωτέρα. Κάμνει δε αυτάς τας δαπάνας ο +μεγαλοπρεπής χάριν του καλού. Διότι αυτό είναι κοινόν γνώρισμα εις +όλας τας αρετάς, περιπλέον δε με ευχαρίστησιν και με άνεσιν. Διότι η +ακριβολογία είναι μικροπρεπής. Και μάλλον θα σκεφθή πώς να γίνη το +έργον όσον το δυνατόν καλλίτερον και αρμοδιώτερον, παρά πόσον θα +στοιχίση και πώς να στοιχίση όσον το δυνατόν ολιγώτερον. Είναι +λοιπόν επόμενον ο μεγαλοπρεπής να είναι και ελευθέριος. Διότι και ο +ελευθέριος εξοδεύει όσα πρέπει και καθώς πρέπει. Εις τα ίδια δε +περιστρέφεται η κατά μέγεθος διαφορά του μεγαλοπρεπούς, η οποία +αρετή είναι τρόπον τινά εις τα ίδια πράγματα ελευθεριότης εν μεγάλω, +και με τα ίδια έξοδα θα κάμη το έργον μεγαλοπρεπέστερον. Διότι δεν +είναι η ιδία η αρετή του κτήματος και του έργου. Δηλαδή το κτήμα +είναι πολυτιμότερον, όσον έχει περισσοτέραν αξίαν, καθώς λόγου χάριν +ο χρυσός, ενώ το έργον, μόνον όταν είναι μέγα και καλόν. Διότι του +τοιούτου η θεωρία είναι αξιοθαύμαστος, και το μεγαλοπρεπές είναι +αξιοθαύμαστον. Και αρετή του έργου είναι η μεγαλοπρέπεια εις μεγάλον +σχήμα. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'. + + + +&Η μεγαλοπρέπεια περιστρέφεται ιδίως εις τα τιμαλφή και κοινά.& — +Εξοδεύει δε η μεγαλοπρέπεια εις εκείνα εν γένει τα οποία ονομάζομεν +τιμαλφή• λόγου χάριν εις τους θεούς, εις αφιερώματα, εις ναούς και +θυσίας, ομοίως δε και εις όσα αναφέρονται εις την θρησκείαν, και όσα +κινούν τον ζήλον διά το κοινόν αγαθόν• λόγου χάριν εάν νομίζη ότι +πρέπει κάπου να δώση τα έξοδα μιας παραστάσεως ή να εξοπλίση λαμπρά +μίαν τριήρη, ή να δώση τραπέζι εις όλους τους πολίτας. Εις όλα δε +αυτά, καθώς είπαμεν, εξετάζεται η θέσις του εκτελεστού, ποίος είναι +και πόσα έχει. Διότι πρέπει να είναι ανταξία με αυτά, και να μη +αρμόζουν μόνον εις το έργον αλλά και εις τον εκτελεστήν. Διά τούτο +ένας πτωχός βεβαίως δεν ημπορεί να γίνη μεγαλοπρεπής, διότι δεν έχει +από πού να εξοδεύη πολλά καθώς πρέπει. Όστις δε δοκιμάση να τα κάμη +είναι ηλίθιος. Διότι το κάμνει, έξω από την αξίαν και το πρέπον, ενώ +σύμφωνον με την αρετήν είναι το ορθόν. Έπειτα αυτά αρμόζουν και εις +εκείνους οι οποίοι έχουν προηγούμενα οι ίδιοι ή από τους προγόνους, +ή από τους ιδικούς των, και εις τους ευγενείς και τους ενδόξους και +τα παρόμοια. Διότι όλα αυτά έχουν μεγαλείον και αξίωμα. Κυρίως +λοιπόν αυτός είναι ο μεγαλοπρεπής, και εις τοιαύτας δαπάνας +περιστρέφεται η μεγαλοπρέπεια, καθώς είπαμεν, διότι είναι τα +μεγαλίτερα και τιμαλφέστερα. Από τας ιδιωτικάς δε περιστρέφεται +μόνον εις όσας γίνονται μίαν φοράν διά πάντα, καθώς είναι ο γάμος +και κανέν παρόμοιον, και εις ό,τι όλη η πόλις δίδει προσοχήν, ή όσοι +είναι εις τα αξιώματα, ακόμη δε εις υποδοχάς ξένων και ξεναγίας +αυτών και εις δωρεάς και αντιδωρεάς. Διότι ο μεγαλοπρεπής δεν είναι +πολυδάπανος διά τον εαυτόν του αλλά διά τα κοινά, αι δε δωρεαί έχουν +κάποιαν σχέσιν με τα αφιερώματα. Ιδιότης δε του μεγαλοπρεπούς είναι +και την οικίαν του να διακοσμήση καθώς αρμόζει εις τον πλούτον του — +διότι και αυτός είναι κάποιος στολισμός — και να εξοδεύη μάλλον εις +έργα τα οποία διατηρούνται πολλά έτη — διότι αυτά είναι τα καλλίτερα +— και εις το καθέν ό,τι είναι πρέπον. Διότι δεν αρμόζουν τα ίδια εις +τους θεούς και εις τους ανθρώπους, ούτε μέσα εις τους ναούς και εις +τους τάφους. Και αφού εκάστη δαπάνη είναι μεγάλη εις το είδος της, +άρα και γενικώς μεν μεγαλοπρεπέστατον είναι το εν σχέσει προς τα +μεγάλα μέγα, εις αυτήν όμως εδώ την περίπτωσιν το εν σχέσει προς +αυτήν μέγα. Και έχει διαφοράν το εν σχέσει με το έργον μέγα, από το +εν σχέσει προς τας δαπάνας — λόγου χάριν μία σφαίρα, ή έν φιαλίδιον +ωραιότατον έχει την μεγαλοπρέπειαν ενός παιδικού δώρου, αλλά η αξία +των είναι μικρά και αναξιοπρεπής. — Διά τούτο η ιδιότης του +μεγαλοπρεπούς είναι, εις ό,τι είδος εξοδεύει, να το εξοδεύη +μεγαλοπρεπώς — διότι εις τούτο δεν ημπορεί ευκόλως να τον περάση +άλλος — και το έργον να έχη την αξίαν της δαπάνης. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'. + + + +&Η υπερβολή και η έλλειψις της μεγαλοπρεπείας.& — Τοιούτος λοιπόν +είναι ο μεγαλοπρεπής, ο δε υπερβολικός, δηλαδή ο βάναυσος, υπερέχει +εις το να εξοδεύη έξω από το πρέπον, καθώς είπαμεν. Δηλαδή εις +ολιγοέξοδα πράγματα αυτός εξοδεύει πολλά και επιδεικνύεται +αναρμόστως• λόγου χάριν δίδει τραπέζι εις τους συναδέλφους του ως να +κάμνη γάμον, και όταν χορηγή τα έξοδα κωμικής παραστάσεως, +παρουσιάζει εις την σκηνήν του θεάτρου τον χορόν με πορφύραν, καθώς +οι Μεγαρείς. Και όλα αυτά τα κάμνει όχι χάριν του καλού, αλλά διά να +επιδείξη τα πλούτη του, και διότι νομίζει ότι θαυμάζεται με αυτά, +και όπου μεν χρειάζεται να εξοδεύση πολλά, αυτός εξοδεύει ολίγα, +όπου δε ολίγα, πολλά. Ο δε μικροπρεπής εις όλα είναι ελλιπής, και +αφού εξοδεύση τα μεγαλίτερα ποσά εις μικρόν έργον, θα χαλάση το +καλόν, και ό,τι κάμη αργοπορεί, και κυττάζει πώς να εξοδεύση +ολιγώτερα και πάλιν όλο κλαίεται και νομίζει ότι έδωσε περισσότερα +από όσα πρέπει. Και βεβαίως αυταί αι διαθέσεις είναι κακίαι, αλλά +δεν φέρουν αίσχος, διότι ούτε βλαβεραί είναι εις τους άλλους ούτε +πολύ άσχημαι. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'. + + + +&Μεγαλοψυχία.& + +&Διάκρισις της μεγαλοψυχίας από την σωφροσύνην και ακρότητες αυτής.& +— Η δε μεγαλοψυχία φαίνεται και από το όνομά της ότι περιστρέφεται +εις μεγάλα, ποία όμως είναι αυτά ας το εξετάσωμεν πρώτον. Δεν έχει +δε καμμίαν διαφοράν αν εξετάζωμεν την διάθεσιν ή τον έχοντα την +διάθεσιν. Φαίνεται δε ότι είναι μεγαλόψυχος όστις κρίνει τον εαυτόν +του άξιον διά μεγάλα και συγχρόνως είναι άξιος. Διότι όστις κάμνει +τα ίδιον χωρίς να είναι άξιος, είναι ηλίθιος. Ενώ από όσους είναι +ενάρετοι κανείς δεν είναι ηλίθιος ή ανόητος. Μεγαλόψυχος λοιπόν +είναι αυτός που είπαμεν. — Διότι όστις είναι άξιος διά μικρά, και +εις αυτά κρίνει τον εαυτόν του άξιον αυτός είναι σώφρων, όχι όμως +μεγαλόψυχος. Διότι η μεγαλοψυχία συνίσταται εις το μεγαλείον, καθώς +και το κάλλος υπάρχει εις το μεγαλόσχημον σώμα, ενώ οι μικρόσωμοι +είναι μεν κομψοί και συμμετρικοί, όχι όμως ωραίοι. Όστις όμως κρίνει +τον εαυτόν του άξιον διά μεγάλα, ενώ είναι ανάξιος, αυτός είναι +χαύνος, ενώ όστις αξιόνει τον εαυτόν του διά μεγαλίτερα από όσον +αξίζει, δεν είναι πάντοτε χαύνος. Όστις δε πάλιν αξιόνει τον εαυτόν +του διά μικρότερα από ό,τι αξίζει είναι μικρόψυχος, δηλαδή είτε +είναι άξιος διά μεγάλα είτε διά μέτρια είτε διά μικρά, αυτός αξιόνει +τον εαυτόν του δι' ολιγώτερα εις πάσαν περίπτωσιν από αυτάς. Διότι +βεβαίως απορεί κανείς πόσον θα υπεβίβαζε τον εαυτόν του, αν δεν είχε +ούτε αυτήν την αξίαν. Ο δε μεγαλόψυχος είναι ως προς μεν το απόλυτον +μέγεθος άκρος, ως προς το πρέπον όμως μέσος, διότι αξιόνει τον +εαυτόν του εις ό,τι αξίζει. Ενώ αυτοί οι άλλοι είναι υπερβολικοί ή +ελλιπείς. Αφού λοιπόν αξιόνει τον εαυτόν του διά μεγάλα, και είναι +άξιος και μάλιστα άξιος των μεγίστων, τότε πρέπει να περιστρέφεται +εις έν κυρίως. Αλλά η αξία λέγεται εν σχέσει προς τα εξωτερικά +αγαθά. Και ως μέγιστον αγαθόν πρέπει να θεωρήσωμεν αυτό το οποίον +αποδίδομεν εις τους θεούς, και το οποίον κυρίως επιδιώκουν οι +έχοντες αξιώματα, και είναι έπαθλον διά τα κάλλιστα. Τοιούτον λοιπόν +είναι η τιμή, διότι αυτή είναι εντελώς το μέγιστον από τα εξωτερικά +αγαθά. — Εις την αποδοχήν δε ή την στέρησιν των τιμών ο μεγαλόψυχος +είναι καθώς πρέπει. Και δεν απαιτείται ούτε δικαιολογία διατί η +μεγαλοψυχία περιστρέφεται εις την τιμήν. Διότι γενικώς οι μεγάλοι +κρίνουν άξιον τον εαυτόν των περισσότερον από όλα διά την τιμήν. +Πάντοτε όμως όσον αξίζουν• Ο μικρόψυχος όμως είναι ελλιπής και εν +σχέσει προς το άτομόν του και ως προς τας απαιτήσεις του +μεγαλοψύχου. Ο δε χαύνος υπερακοντίζει με το άτομόν του όχι όμως και +τον μεγαλόψυχον. + +&Η μεγαλοψυχία προϋποθέτει όλας τας αρετάς.& — Και λοιπόν ο +μεγαλόψυχος, αφού είναι άξιος των μεγίστων, έπεται ότι είναι ο +εναρετώτερος. Επομένως ο αληθινός μεγαλόψυχος πρέπει να είναι +ενάρετος (αγαθός). Και φαίνεται ίσως ότι ιδιότης του μεγαλοψύχου +είναι να είναι μέγας εις εκάστην αρετήν. Παραδείγματος χάριν δεν +αρμόζει διόλου εις τον μεγαλόψυχον να τραπή εις φυγήν ως δειλός, +ούτε να αδικήση. Διότι προς ποίον σκοπόν τάχα θα διαπράξη αίσχη +αυτός, διά τον οποίον τίποτε δεν υπάρχει μέγα; Εάν δε εξετάσωμεν +τας λεπτομερείας, θα φανή εντελώς γελοίος ο μεγαλόψυχος, αν δεν +είναι αγαθός. Αλλά εάν είναι ποταπός, τότε δεν θα είναι ούτε άξιος +τιμής. + +Διότι η τιμή είναι έπαθλον της αρετής, και απονέμεται εις τους +αγαθούς. Επομένως φαίνεται ότι η μεγαλοψυχία είναι ως ένα στόλισμα +όλων των αρετών. Διότι τας αναδεικνύει μεγαλιτέρας, και δεν ημπορεί +να υπάρξη χωρίς αυτάς. Διά τούτο είναι δύσκολον να είναι κανείς +πραγματικός μεγαλόψυχος. Διότι τούτο δεν είναι δυνατόν χωρίς +καλοκαγαθίαν. + +Κυρίως λοιπόν η μεγαλοψυχία περιστρέφεται εις τας τιμάς και +στερήσεις των τιμών, και διά μεν τας μεγάλας και τας αποδιδομένας +εις αυτόν από τους σπουδαίους θα χαρή εν μέτρω, διότι του φαίνεται +ότι απολαμβάνει ό,τι του ανήκει ή και ολιγώτερον — . Διότι διά την +τελείαν αρετήν δεν είναι δυνατόν να υπάρξη ανταξία τιμή — . +Οπωσδήποτε όμως θα την δεχθή, διότι αυτοί δεν έχουν να του δώσουν +τίποτε μεγαλίτερον. Την δε προσφερομένην εις αυτόν τιμήν από τους +τυχαίους και δι' ασήμαντα πράγματα, όλως διόλου θα την περιφρονήση — +διότι αυτός δεν είναι άξιος διά μικρά. — Επίσης δε και την στέρησιν +των τιμών, διότι αυτή δεν θα συμβή με το δίκαιον ως προς αυτόν. +Κυρίως λοιπόν, καθώς είπαμεν, η μεγαλοψυχία περιστρέφεται εις τας +τιμάς. Ουχ ήττον όμως ως προς τον πλούτον και την πολιτικήν επιρροήν +και πάσαν ευτυχίαν και ατυχίαν θα φανή μετριοπαθής, ό,τι και αν του +συμβή, και ούτε όταν ευτυχή θα χαίρη πολύ ούτε όταν δυστυχή θα +αθυμή. Διότι αυτά δεν τα παθαίνει ούτε διά την τιμήν, η οποία είναι +το μέγιστον — διότι αι πολιτικαί επιρροαί και ο πλούτος επιζητούνται +χάριν της τιμής. Τουλάχιστον όσοι τα έχουν επιθυμούν να τιμώνται +εξαιτίας αυτών. — Εις αυτόν λοιπόν αφού και η τιμή είναι μικρόν +πράγμα, έπεται ότι και τα άλλα είναι μικρά. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'. + + + +&Ο μη τελείως ενάρετος δεν είναι γνησίως μεγαλόψυχος.& — Διά τούτο +νομίζονται ότι είναι πολύ περιφρονητικοί. Φαίνεται όμως ότι και τα +ευτυχήματα συντελούν εις την μεγαλοψυχίαν. Διότι οι ευγενείς +κρίνονται άξιοι τιμής, καθώς και οι έχοντες πολιτικήν επιρροήν ή +πλούτον. Διότι είναι υπέροχος, και παν ό,τι υπερέχει εις το αγαθόν +είναι τιμαλφέστατον. Διά τούτο όλα αυτά τους κάμνουν περισσότερον +μεγαλόψυχους από ό,τι είναι. Διότι αυτά εκτιμώνται από μερικούς. +Κυρίως όμως μόνος ο αγαθός πρέπει να τιμάται. Όστις δε έχει και τα +δύο, είναι άξιος περισσοτέρας τιμής. Όσοι όμως έχουν αυτά τα αγαθά +χωρίς την αρετήν, ούτε δικαίως κρίνουν άξιον τον εαυτόν των διά +μεγάλα, ούτε ορθώς ονομάζονται μεγαλόψυχοι. Διότι χωρίς τελείαν +αρετήν δεν υπάρχουν αυτά, αλλά όσοι τα έχουν αυτά τα αγαθά γίνονται +υπερόπται και υβρισταί. Διότι χωρίς αρετήν δεν είναι εύκολον να +διατηρή κανείς τα ευτυχήματα αρμονικώς. Και επειδή δεν ημπορούν να +τα κρατήσουν και νομίζουν ότι είναι ανώτεροι από τους άλλους, +εκείνους μεν τους περιφρονούν, αυτοί δε κάμνουν ό,τι τύχη. Διότι +μιμούνται απλώς τον μεγαλόψυχον, ενώ δεν του ομοιάζουν, τούτο δε το +κάμνουν εις όσα ημπορούν. Και λοιπόν όσα υπαγορεύει η αρετή δεν τα +εκτελούν, αλλά μόνον περιφρονούν τους άλλους. Δηλαδή ο μεν +μεγαλόψυχος δικαίως περιφρονεί, — διότι κρίνει ορθώς, — οι κοινοί +όμως τυχαίως. + +&Λεπτομερής χαρακτηρισμός του μεγαλοψύχου, μέχρι φυσιογνωμίας.& — +Δεν είναι δε ριψοκίνδυνος διά μικρά πράγματα ούτε φιλοκίνδυνος, +διότι ολίγα πράγματα εκτιμά. Είναι όμως ριψοκίνδυνος διά τα μεγάλα, +και όταν κινδυνεύη δεν προφυλάττει την ζωήν του, διότι θεωρεί ότι +δεν είναι άξιον να ζη όπως όπως. Και θέλει μεν να ευεργετή, +εντρέπεται όμως να ευεργετηθή. Διότι το πρώτον είναι ιδιότης του +υπερέχοντος, ενώ το δεύτερον του υπερεχομένου. Και αποδίδει την +ευεργεσίαν με περισσότερα. Διότι ούτω πως ο πρώτος θα γίνη και +χρεώστης και θα είναι ευεργετημένος. Φαίνεται δε και ότι ενθυμούνται +όσους ευεργετούν, όχι όμως και εκείνους οι οποίοι τους ευεργέτησαν. +Διότι είναι κατώτερος ο ευεργετηθείς από τον ευεργετήσαντα, αυτός δε +θέλει να υπερέχη. Και τα μεν πρώτα ευχαριστείται να τα ακούη, τα +δεύτερα όμως τον ενοχλούν. Διά τούτο και η Βέτις {25} δεν αναφέρει +τας ευεργεσίας της εις τον Δία. Ούτε οι Λακεδαιμόνιοι {26} προς τους +Αθηναίους, αλλά μόνον όσας ευεργεσίας έλαβαν. Είναι δε ιδιότης του +μεγαλοψύχου να μη έχη την ανάγκην κανενός ή πολύ ολίγον, να βοηθή +όμως προθύμως, και εμπρός μεν εις τους έχοντας αξιώματα και τους +ευτυχείς να παρουσιάζεται μεγάλος, εμπρός όμως εις τους μέσους +μέτριος. Διότι το να υπερέχη εκείνους είναι δύσκολον και +μεγαλοπρεπές, ενώ όσον διά τούτους είναι εύκολον. Έπειτα δι' +εκείνους μεν να το παίρνη επάνω του δεν είναι αγένεια, εμπρός όμως +εις τους χαμερπείς είναι χονδροειδές, καθώς το να κάμνη κανείς τον +παλικαράν εμπρός εις τους ανισχύρους. Και δεν επιδιώκει τας τιμάς, +παρά μόνον όπου άλλοι έχουν τα πρωτεία. Και είναι αργός και +αναβλητικός εις όλα εκτός μόνον όπου είναι μεγάλη τιμή ή μέγα έργον, +και ολίγοι μόνον ημπορούν να το εκτελέσουν αλλά μεγάλοι και +φημισμένοι. Κατ' ανάγκην δε είναι και φανερόμισος και φανερόφιλος. +Διότι η μυστικότης είναι ιδιότης του δειλού. Και ενδιαφέρεται +περισσότερον διά την αλήθειαν παρά διά να δοξασθή. Και ομιλεί και +εκτελεί φανερά. Διότι είναι παρρησιαστικός, επειδή περιφρονεί τους +άλλους. Και διά τούτο είναι ειλικρινής. Εκτός μόνον όταν +προσποιείται τον μικρόν. Προσποιείται δε τον μικρόν εμπρός εις τον +κοινόν λαόν. Και δεν συμβιβάζει την ζωήν του παρά μόνον με τον φίλον +του, διότι τούτο είναι ιδιότης των δούλων. Διά τούτο όλοι οι κόλακες +είναι δουλοπρεπείς και όλοι οι χαμερπείς είναι κόλακες. Ούτε +δεικνύει θαυμασμόν εις κανένα. Διότι αυτός τίποτε δεν ευρίσκει μέγα. +Ούτε είναι μνησίκακος. Διότι δεν είναι ιδιότης του μεγαλοψύχου να +κρατή λογαριασμόν και μάλιστα διά το κακόν, αλλά μάλλον παραβλέπει. +Ούτε ομιλεί διά πρόσωπα. Δηλαδή, ούτε διά τον εαυτόν του ομιλεί ούτε +δι' άλλον. Διότι δεν τον ενδιαφέρει ούτε να επαινήται ο ίδιος, ούτε +να κατακρίνωνται οι άλλοι, ούτε πάλιν αγαπά να επαινή. Δι' αυτό και +δεν κακολογεί ούτε τους εχθρούς του, εκτός εάν τον επρόσβαλαν. Και +διά τα χρειώδη ή διά τα μικρά διόλου δεν παραπονείται ούτε +παρακαλεί. Διότι ιδιότης των σπουδαίων είναι να είναι τοιούτοι εις +αυτά. Και είναι ικανός να θησαυρίζη μάλλον τα καλά και αφιλοκερδή, +παρά τα καρποφόρα και ωφέλιμα. Διότι αυτό είναι περισσότερον ιδιότης +της αυταρκείας. Και η κίνησις του μεγαλοψύχου φαίνεται ότι είναι +βραδυκίνητος, και η φωνή του βαρύφωνος, και η απαγγελία του +στάσιμος. Διότι δεν βιάζεται όστις εκτιμά πολύ ολίγα πράγματα, ούτε +σφίγγεται όστις δεν θεωρεί κανέν πράγμα ως μέγα. Η οξυφωνία όμως και +η ταχύτης από αυτά προέρχεται. Τοιούτος λοιπόν είναι ο μεγαλόψυχος. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'. + + + +&Μικροψυχία και χαυνότης.& — Ο δε ελλιπής είναι μικρόψυχος, και +υπερβολικός χαύνος. Και βεβαίως δεν φαίνονται να είναι κακοί ούτε +αυτοί — διότι δεν κάμνουν κακόν — αλλά απλώς έχουν ελάττωμα. Διότι ο +μεν μικρόψυχος, ενώ είναι άξιος, στερεί τον εαυτόν του από τα αγαθά +διά τα οποία είναι άξιος, και φαίνεται ως να έχη κάποιον κακόν, +διότι δεν κρίνει τον εαυτόν του άξιον διά τα αγαθά, και ακόμη ότι +δεν γνωρίζει τον εαυτόν του. Διότι άλλως βεβαίως θα επιθυμούσε όσα +αξίζει, αφού είναι αγαθά. + +Δεν φαίνονται όμως εις τους άλλους ηλίθιοι οι τοιούτοι, αλλά μάλλον +οκνηροί. Και αυτή η γνώμη περί αυτών φαίνεται ότι τους καθιστά +χειροτέρους. Διότι έκαστος επιθυμεί όσα του αξίζουν, αυτοί όμως +απομακρύνονται από τας καλάς πράξεις και επιτηδειότητας, όταν +νομίζουν ότι είναι ανάξιοι, ομοίως δε και από τα εξωτερικά αγαθά. Οι +δε χαύνοι είναι ηλίθιοι και δεν γνωρίζουν τον εαυτόν των, και +μάλιστα περιφανώς, διότι με την ιδέαν ότι είναι άξιοι, δοκιμάζουν +πράξεις μεγατίμους και έπειτα εξελέγχονται ως απατημένοι, και +στολίζονται με λαμπράς ενδυμασίας και με σύνολον και τα παρόμοια, +και θέλουν να γίνουν φανεραί αι διάφοροι μικροευτυχίαι των, και +ομιλούν δι' αυτάς, νομίζοντες ότι θα εκτιμηθούν από αυτάς. Είναι δε +αντίθετος προς την μεγαλοψυχίαν μάλλον η μικροψυχία παρά η χαυνότης. +Διότι και συχνότερα απαντά και χειροτέρα είναι. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι’. + + + +&Αξιοπρέπεια.& {27} + +Και λοιπόν η μεν μεγαλοψυχία, καθώς είπαμεν, περιστρέφεται εις την +μεγάλην τιμήν. Αλλά ως προς την τιμήν φαίνεται ότι υπάρχει κάποια +αρετή, καθώς ελέχθη προηγουμένως, η οποία ημπορεί να θεωρηθή ότι +έχει τον αυτόν λόγον προς την μεγαλοψυχίαν, οποίον η ελευθεριότης +προς την μεγαλοπρέπειαν. Διότι αι δύο αυταί, από το μεγαλείον μεν +απέχουν, μας κάμνουν όμως εις τα μεσαία και εις τα μικρά να έχωμεν +ορθήν διάθεσιν. Καθώς δε εις την ληψοδοσίαν των χρημάτων υπάρχει +μεσότης και υπερβολή και έλλειψις, ομοίως και εις την επιθυμίαν της +τιμής υπάρχει και το περισσότερον του δέοντος και το ολιγώτερον και +το από όπου πρέπει και όπως πρέπει. Δηλαδή και τον φιλόδοξον τον +κατακρίνομεν, διότι περισσότερον του δέοντος επιθυμεί την τιμήν, και +από όπου δεν πρέπει, και τον αφιλόδοξον, διότι ούτε εις τα καλά δεν +έχει διάθεσιν να τιμάται. Και κάποτε τον φιλόδοξον τον επαινούμεν ως +ανδροπρεπή και φιλόκαλον, τον δε αφιλόδοξον ως μέτριον και σώφρονα, +καθώς είπαμεν και εις άλλα προηγούμενα. Είναι δε φανερόν, ότι, αφού +τα σύνθετα εκ του φίλος λέγονται πολυειδώς, δεν εφαρμόζομεν το +φιλόδοξος πάντοτε εις το ίδιον πράγμα, αλλά όταν πρόκειται να +επαινέσωμεν, το εφαρμόζομεν εις εκείνον ο όποιος το έχει +περισσότερον από τους κοινούς ανθρώπους, όταν δε πρόκειται να +κατακρίνωμεν, το εφαρμόζομεν εις εκείνον ο οποίος το έχει +περισσότερον από ό,τι πρέπει. Επειδή δε η μεσότης δεν έχει όνομα, +την ευρήκαν έρημον και την διαφιλονικούν αυτά τα δύο άκρα. Εις όσα +δε υπάρχει η υπερβολή και η έλλειψις, εις αυτά περιστρέφεται και το +μέσον. Γνωρίζομεν δε ότι επιθυμούν την τιμήν άλλοι περισσότερον από +ό,τι πρέπει και άλλοι ολιγώτερον. Επομένως υπάρχει και όση πρέπει. +Φαίνεται όμως αυτό ως προς μεν την φιλοδοξίαν ότι είναι αφιλοδοξία, +ως προς δε την αφιλοδοξίαν φιλοδοξία, και ως προς τα δύο μαζί κάτι +τι ενωμένον από τα δύο. Αυτό δε φαίνεται ότι συμβαίνει και εις τας +άλλας αρετάς. Εδώ όμως φαίνονται ότι αντιτίθενται οι άκροι, διότι +δεν έχει όνομα το μέσον. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'. + + +&Μειλιχιότης.& + +&Σχέσις της μειλιχιότητος προς τας ακρότητας, και συγγένεια αυτής +προς την ελλιπή ακρότητα.& — Η μειλιχιότης είναι μεσότης ως προς τα +είδη της οργής. Επειδή δε το μέσον δεν έχει όνομα, σχεδόν δε και τα +άκρα, φέρομεν προς το μέσον την μειλιχιότητα, ενώ κλίνει κάπως προς +την έλλειψιν, η οποία είναι ανώνυμος. Η δε υπερβολή ημπορεί κάπως να +ονομασθή οργιλότης. Διότι το μεν πάθος είναι η οργή, αλλά τα αίτια +τα οποία το εμπνέουν είναι πολλά και διάφορα. Όστις λοιπόν οργίζεται +δι' όσα πρέπει και με όσους πρέπει, ακόμη δε καθώς πρέπει και όταν +πρέπη και όσην ώραν πρέπει, αυτός επαινείται. Λοιπόν αυτός ημπορεί +να θεωρηθή μειλίχιος, αφού η μειλιχιότης επαινείται. Διότι ο +μειλίχιος επιθυμεί να μένη ατάραχος και να μη σύρεται από το πάθος, +αλλά μόνον όπως απαιτεί ο ορθός λόγος, και δι' όσα απαιτεί, και όσην +ώραν το απαιτεί, γίνεται τραχύς. Φαίνεται δε μάλλον ότι είναι +ελαττωματικός ως προς την έλλειψιν. Διότι ο μειλίχιος δεν συνηθίζει +να τιμωρή, αλλά μάλλον είναι συγγνωμονικός. Η δε έλλειψις, είτε την +θεωρήσωμεν κάπως αοργησίαν, είτε οπωσδήποτε αλλέως, κατακρίνεται. +Διότι, όσοι δεν οργίζονται δι' όσα πρέπει φαίνεται ότι είναι +ηλίθιοι, καθώς και όσοι δεν οργίζονται καθώς πρέπει, ούτε όταν +πρέπη, ούτε με όσους πρέπει. Διότι φαίνεται ότι δεν αισθάνονται, +ούτε λυπούνται, και αφού δεν οργίζονται, δεν υπερασπίζονται τον +εαυτόν των. Αλλά το να εξευτελίζεται κανείς ή να αφίνη να +εξευτελίζουν τους ιδικούς του είναι κτηνωδία. + +&Διάφορα είδη υπερβολικής οργής.& — Η δε υπερβολή συμβαίνει καθ' +όλους τους τρόπους, δηλαδή και με όσους δεν πρέπει, και δι' όσα δεν +πρέπει, και περισσότερον του δέοντος, και ταχύτερον, και +περισσοτέραν ώραν. Όλα αυτά όμως δεν συμπίπτουν εις το ίδιον άτομον. +Δηλαδή δεν είναι δυνατόν να συνυπάρξουν. Διότι το κακόν καταστρέφει +και τον εαυτόν του, και όταν είναι ολόκληρον, γίνεται ανυπόφορον. +Και λοιπόν οι μεν οργίλοι ταχέως μεν οργίζονται, και με όσους δεν +πρέπει και δι' όσα δεν πρέπει και περισσότερον του δέοντος, παύουν +όμως επίσης ταχέως. Και αυτό είναι η καλλιτέρα των ιδιότης. +Συμβαίνει δε τούτο εις αυτούς, διότι δεν συγκρατούν την οργήν των, +αλλά ξεσπά ολόκληρος εις το φανερόν από την σφοδρότητα, και έπειτα +ησυχάζουν. Οι δε ακρόχολοι είναι υπερβολικά οξύθυμοι και οργίζονται +προς όλους και διά παν πράγμα. Διά τούτο έλαβαν αυτό το όνομα. Οι δε +φαρμακεροί είναι ακατεύναστοι και οργίζονται πολλήν ώραν. Διότι +συγκρατούν την έξαψίν των. Διακοπή δε συμβαίνει, όταν κανείς +ανταποδώση τα ίσα. Διότι παύει η εκδικητικότης της οργής, και του +εμπνέει ηδονήν αντί της λύπης. Όταν όμως δεν συμβή τούτο, έχουν μέσα +των το βάρος. Διότι, επειδή δεν εξέρχεται εις την επιφάνειαν, δεν +προσπαθεί κανείς και να τους κατευνάση, το να χωνεύσουν δε μέσα των +την οργήν απαιτεί πολλήν ώραν. Είναι δε οι τοιούτοι και διά τον +εαυτόν των πολύ οχληροί και διά τους φίλους των. Κακοτρόπους δε +ονομάζομεν εκείνους όσοι οργίζονται δι' όσα δεν πρέπει, και +περισσότερον από ό,τι πρέπει, και περισσοτέραν ώραν, και οι οποίοι +δεν συμφιλιόνονται χωρίς αντίποινα ή εκδίκησιν. Εις δε την +μειλιχιότητα μάλλον την υπερβολήν αντιτάσσομεν. Διότι απαντά και +συνηθέστερον. Δηλαδή είναι φυσικώτερον εις τον άνθρωπον το να +εκδικήται, και οι κακότροποι δεν είναι κατάλληλοι εις την συμβίωσιν. +Εκείνο όμως που είπαμεν και προηγουμένως είναι φανερόν και από όσα +λέγομεν τόρα. Δηλαδή δεν είναι εύκολον να ορίση κανείς το πώς και με +ποίους και διά ποία και πόσην ώραν πρέπει να οργιζώμεθα, και μέχρι +ποίου βαθμού το εκτελούμεν ορθώς, ή σφάλλομεν. Διότι όστις μεν +παρεκτρέπεται ολίγον, δεν κατακρίνεται, ούτε διά το περισσότερον +ούτε διά το ολιγώτερον. Κάποτε δε επαινούμεν και τους ελλιπείς και +τους ονομάζομεν μειλιχίους, και τους εκτραχυνομένους τους ονομάζομεν +ανδροπρεπείς, διότι είναι ικανοί να κυριαρχούν. Και λοιπόν πόσον και +πώς όταν παρεκβαίνη κανείς είναι αξιοκατάκριτος, δεν είναι εύκολον +να το παραστήσωμεν με τον λόγον. Διότι η κρίσις ανήκει εις τας +ιδιαιτέρας περιπτώσεις και εις την αίσθησιν. Αλλ' όμως οπωσδήποτε +τόσον είναι φανερόν, ότι η μεν μέση διάθεσις είναι αξιέπαινος, +συμφώνως με την οποίαν οργιζόμεθα με όσους πρέπει και δι' όσα πρέπει +και καθώς πρέπει και καθ' όλα τα παρόμοια. Αι υπερβολαί όμως και αι +ελλείψεις είναι αξιοκατάκριτοι, και μάλιστα όταν μεν προχωρούν +ολίγον πρέπει να επιπλήττωνται ελαφρώς, όταν δε περισσότερον, να +επιπλήττωνται δυνατώτερα, όταν δε πάρα πολύ, τότε να επιπλήττωνται +σφοδρώς. Είναι φανερόν επομένως ότι πρέπει να επιδιώκωμεν την μέσην +διάθεσιν. Και λοιπόν αυτά είναι αρκετά διά τας διαθέσεις της οργής. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'. + + +&Φιλοφροσύνη.& + +Αλλά εις τας συναναστροφάς και την συμβίωσιν και την επιμιξίαν των +λόγων και των πραγμάτων, άλλοι μεν φαίνονται ότι είναι φιλάρεσκοι, +οι οποίοι με πάντα τρόπον προσπαθούν να ευχαριστήσουν τους άλλους +και διόλου δεν αντιτείνουν, αλλά νομίζουν ότι πρέπει να μη ενοχλούν +τους παρευρισκομένους. Άλλοι δε είναι το αντίθετον από αυτούς, και +εις όλα αντιτείνουν μη σκοτιζόμενοι διόλου αν γίνονται ενοχλητικοί, +και ονομάζονται ανοικονόμητοι και φιλόνικοι. Και λοιπόν ότι μεν αι +διαθέσεις που είπαμεν είναι αξιοκατάκριτοι, δεν είναι δυσνόητον, και +ότι η μέση μεταξύ αυτών είναι αξιέπαινος, συμφώνως με την οποίαν θα +παραδεχθή κανείς όσα πρέπει και καθώς πρέπει, αναλόγως δε και θα +δυσανασχετήση. Όνομα δε δεν εδόθη εις αυτήν {28}, αρμόζει όμως +περισσότερον το όνομα φιλία. Διότι όστις έχει την μέσην διάθεσιν +είναι όπως θα ηθέλαμεν να χαρακτηρίσωμεν τον καλόν φίλον, εάν +προστεθή και η στοργή. Έχει δε την διαφοράν από τον φίλον, ότι είναι +χωρίς αισθήματα και χωρίς στοργήν. Διότι δεν ωθείται από την αγάπην +ή από την έχθραν, διά να παραδεχθή εκάστην γνώμην καθώς πρέπει, αλλά +διότι είναι φιλόφρων. Δηλαδή αυτά θα τα εκτελέση ομοίως και εμπρός +εις αγνώστους και εις γνωστούς, και σχετικούς και ασχέτους, αλλά εις +τον καθένα καθώς του αρμόζει. Και βεβαίως δεν πρέπει εξ ίσου να +ενδιαφερώμεθα διά τους σχετικούς μας και διά τους αλλοφύλους, ούτε +πάλιν να τους δυσαρεστώμεν. Γενικώς λοιπόν είπαμεν ότι θα είναι εις +την συναναστροφήν του καθώς πρέπει. Και λαμβάνων υπ' όψιν του το +καλόν και το συμφέρον θα επιδιώξη να μη τους ενοχλή ή συγχρόνως να +τους γλυκαίνη. Διότι φαίνεται ότι περιστρέφεται εις τας ηδονάς και +λύπας τας προερχομένας κατά τας συναναστροφάς, από αυτάς όμως όσας +δεν είναι καλόν ή είναι βλαβερόν εις αυτόν να τας γλυκάνη, θα +δυστροπήση και θα προτιμήση να προξενήση λύπην. Αλλά και εις τον +πρωτουργόν τούτο φέρει ασχημίαν όχι μικράν, μάλιστα δε και βλάβην, +ενώ η εναντίωσις θα του προξενήση ολίγην μόνον λύπην, διότι δεν +παραδέχεται, αλλά δυσανασχετεί, θα ομιλή δε διαφορετικά εμπρός εις +τους έχοντας τα αξιώματα, παρά εις τους τυχόντας και τους +περισσότερον ή ολιγώτερον γνωστούς, ομοίως δε και συμφώνως με τας +άλλας των διαφοράς, θα απονέμη εις έκαστον το πρέπον, και κυρίως μεν +θα προτιμά να τους ευχαριστή και θα αποφεύγη να τους λυπή, εάν όμως +τα αποτελέσματα είναι σπουδαιότερα θα τα ακολουθή, εννοώ δε το καλόν +και το συμφέρον. Ακόμη δε και προς χάριν μελλούσης ηδονής θα θελήση +να προξενήση μικράν λύπην. + +&Τα άκρα της φιλοφροσύνης.& — Ο μέσος λοιπόν είναι τοιούτος, αλλά +δεν έλαβε ακόμη όνομα. Από εκείνους δε οι οποίοι είναι γλυκότροποι +όστις μεν επιδιώκει καθαρώς να ευχαριστή όχι διά καμμίαν άλλην +αιτίαν είναι φιλάρεσκος, όστις δε ευχαριστεί διά να ωφεληθή εις +χρήματα, είναι κόλαξ. Όστις όμως γενικώς εις όλους δυστροπεί, +είπαμεν ότι είναι ανοικονόμητος και φιλόνικος. Φαίνεται δε ότι +αντιτίθενται τα άκρα μεταξύ των, διότι δεν έχει όνομα το μέσον. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'. + + +&Ειλικρίνεια.& + +&Σχέσις της ειλικρινείας προς την αλαζονείαν και την ειρωνείαν.& — +Εις τα ίδια δε σχεδόν περιστρέφεται και η μεταξύ αλαζονείας +(καυχησιολογίας) και ειρωνείας (ταπεινότητος) μεσότης. Είναι δε και +αυτή ανώνυμος. Δεν θα είναι δε άσχημον να εξετάσωμεν και αυτάς. +Διότι τότε θα εννοήσωμεν καλλίτερον την ηθικήν, όταν τας ερευνήσωμεν +λεπτομερώς, και τότε θα πιστεύσωμεν ότι αι αρεταί είναι μεσότητες, +όταν εννοήσωμεν ότι εφαρμόζεται η θεωρία μας εις όλας. Και λοιπόν ως +προς την συμβίωσιν, όσοι μεν συναναστρέφονται ηδονικώς ή λυπηρώς, +τους αναφέραμεν, ως προς δε τους λέγοντας την αλήθειαν και τους +ψευδομένους, ας ομιλήσωμεν τόρα υπό έποψιν και λόγων και πράξεων και +αξιώσεων. Φαίνεται δε ότι ο μεν αλαζών οικειοποιείται τα ένδοξα και +όσα δεν έχει και περισσότερα από όσα έχει, ο δε είρων αντιστρόφως +αρνείται και αυτά που έχει ή τα παριστά ως μικρότερα, ενώ ο μέσος +παρουσιάζεται όσος είναι, διότι είναι ειλικρινής και εις τον βίον +του και εις τους λόγους του. Δηλαδή ομολογεί ότι έχει όσα έχει +πραγματικώς, και ούτε τα μεγαλόνει ούτε τα μικραίνει. Εκάστη δε από +αυτάς τας ιδιότητας είναι δυνατόν να γίνεται και με κάποιον λόγον +και χωρίς λόγον. Διότι έκαστος οποίου είδους είναι ο χαρακτήρ του, +τοιαύτα λέγει και πράττει και αναλόγως ζη, εάν δεν υπάρχη κάποιος +άλλος λόγος εις τας πράξεις του. Αφ' εαυτού δε το μεν ψεύδος είναι +χυδαίον και αξιοκατάκριτον, το δε αληθές καλόν και αξιέπαινον. Ως εκ +τούτου λοιπόν ο μεν ειλικρινής, ο οποίος είναι μέσος, είναι +αξιέπαινος, οι δε ψευδόμενοι είναι μεν και οι δύο αξιοκατάκριτοι, +περισσότερον όμως ο αλαζών. + +&Χαρακτηρισμός εκάστου.& — α') ο ειλικρινής. — Τόρα δε ας ομιλήσωμεν +χωριστά διά καθεμίαν, και πρώτα πρώτα περί της ειλικρινείας. Δηλαδή +δεν ομιλούμεν εδώ περί του φιλαλήθους εις τας συμβάσεις του, ούτε +εις όσα σχετίζονται με την αδικίαν ή την δικαιοσύνην — διότι αυτά +ανήκουν εις άλλην αρετήν — αλλά εις όσα, ενώ δεν έχει κανέν τοιούτον +ενδιαφέρον, θα είναι ειλικρινής και εις τους λόγους του και εις τον +βίον του, διότι είναι τοιούτος από την ψυχικήν του διάθεσιν. +Φαίνεται δε ότι ο τοιούτος είναι καθώς πρέπει. Διότι ο φιλαλήθης, ο +όποιος λέγει την αλήθειαν και όπου δεν έχει ενδιαφέρον, θα την λέγη +περισσότερον όπου έχει ενδιαφέρον. Διότι ως αίσχος θα φοβηθή το +ψεύδος, το οποίον και καθ' εαυτό το εφοβείτο. Ο δε τοιούτος είναι +αξιέπαινος, θα κλίνη όμως εις το ολιγώτερον από την αλήθειαν, διότι +τούτο φαίνεται αρμονικώτερον, επειδή αι υπερβολαί είναι οχληραί. + +β') Ο αλαζών. — Όστις δε οικειοποιείται περισσότερα από όσα έχει +χωρίς κανένα λόγον, ομοιάζει μεν τον χυδαίον — διότι αλλέως δεν θα +ευχαριστείτο με το ψεύδος — αλλά φαίνεται ότι είναι μάλλον +ματαιόδοξος παρά κακός. Εάν όμως το κάμνη με κάποιον σκοπόν, όταν +μεν το κάμνη χάριν δόξης ή τιμής, δεν είναι πολύ αξιοκατάκριτος, +καθώς είναι ο αλαζών, όταν όμως το κάμνη διά το χρήμα, ή δι' όσα +συντελούν εις το χρήμα, τότε είναι χυδαιότερος. Δεν συνίσταται δε η +αλαζονεία εις το τι ημπορεί να κάμη, αλλά εις την προαίρεσιν. Διότι +συμφώνως με την διάθεσιν και την ιδιότητα του είναι αλαζών, καθώς +είναι και ψεύτης, άλλος μεν διότι ευχαριστείται απλώς με το ψεύδος, +άλλος δε και διά να δοξασθή ή να κερδίση. Και λοιπόν όσοι μεν +μεγαλαυχούν χάριν δόξης, οικειοποιούνται πράγματα με τα οποία +απολαμβάνουν έπαινον ή μακαρίζονται, όσοι δε χάριν κέρδους, +οικειοποιούνται πράγματα τα οποία είναι χρήσιμα εις τους άλλους, και +τα οποία είναι δυνατόν να νομισθούν αληθινά, ενώ δεν υπάρχουν, καθώς +λόγου χάριν ότι είναι μάντεις, σοφοί, ιατροί. Διά τούτο αυτά τα +οικειοποιούνται οι περισσότεροι και καυχησιολογούν. Διότι μέσα εις +αυτά υπάρχουν όσα είπαμεν. + +γ') Ο είρων. — Όσοι δε είναι είρωνες, επειδή λέγουν ολιγώτερα, +φαίνονται περισσότερον ευχάριστοι ως προς τα ήθη — διότι φαίνονται +ότι δεν ομιλούν χάριν κέρδους, αλλά διά να αποφύγουν την επίδειξιν — +. Αυτοί δε προ πάντων απαρνούνται την δόξαν, καθώς έκαμνε και ο +Σωκράτης. Όσοι όμως οικειοποιούνται και τα μικρά και τα φανερά, +λέγονται κουτοπόνηροι και είναι γελοιωδέστεροι. — Τούτο δε κάποτε +φαίνεται ως είδος αλαζονείας, καθώς λόγου χάριν το φόρεμα των +Λακεδαιμονίων, διότι και η υπερβολή και η μεγάλη έλλειψις είναι +αλαζονεία — .Όσοι όμως μεταχειρίζονται την ειρωνείαν με μέτρον και +κρύπτουν όσα δεν είναι εμπρός εις τα μάτια και ολοφάνερα, φαίνονται +νόστιμοι. Φαίνεται δε ότι η αλαζονεία αντιτίθεται προς την +φιλαλήθειαν, διότι είναι η χειροτέρα από τας δύο ακρότητας. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'. + + + +&Ευτραπελία.& + +Επειδή δε ο βίος απαιτεί διαλείμματα χάριν αναπαύσεως και εις αυτά +υπάρχει ψυχαγωγία με αστειότητας, φαίνεται ότι και εδώ υπάρχει +κάποια συμπεριφορά αρμονική, και ποία πρέπει να λέγωμεν και πώς, +επίσης δε εις το να ακούωμεν. Έχει δε διαφοράν ακόμη και εμπρός εις +ποίους ομιλούμεν, ή ποίους ακούομεν. Είναι δε επίσης φανερόν ότι και +εις αυτά υπάρχει υπερβολή και έλλειψις του μέσου. Και λοιπόν όσοι +μεν είναι, υπερβολικοί εις το γελοίον, φαίνεται ότι είναι βωμολόχοι +και ανυπόφοροι, διότι επιδιώκουν με κάθε τρόπον το γελοίον, και +περισσότερον προσέχουν πώς να προκαλέσουν τους γέλωτας, παρά να +ομιλούν ευσχήμως και να μη στενοχωρούν τον περιπαιζόμενον. Όσοι όμως +ούτε οι ίδιοι έχουν να ειπούν κανέν αστείον, και δι' όσους το λέγουν +δυστροπούν, φαίνονται ότι είναι αγροίκοι και τραχείς. Όσοι δε +αστειεύονται αρμονικά ονομάζονται ευτράπελοι, τρόπον τινά +ευκολότρεπτοι. Διότι τα τοιαύτα φαίνονται ωσάν ευκινησία του ήθους. +Και καθώς τα σώματα κρίνονται από τας κινήσεις, ομοίως και τα ήθη. +Επειδή όμως πλεονάζει το αστείον, και οι περισσότεροι ευχαριστούνται +με τα αστεία και με τα περιπαίγματα περισσότερον από όσον πρέπει, +διά τούτοι οι βωμολόχοι ονομάζονται ευτράπελοι, διότι είναι +ευχάριστοι. Ότι όμως έχουν διαφοράν και όχι μικράν, έγινε φανερόν +από όσα είπαμεν. Συγγενής δε ιδιότης με την μέσην διάθεσιν είναι και +η επιδεξιότης. Ιδιότης δε του επιδεξίου είναι να λέγη και να ακούη +όσα αρμόζουν εις ένα άνθρωπον καθώς πρέπει και φιλελεύθερον. Διότι +υπάρχουν μερικά τα οποία αρμόζουν να τα λέγη ο τοιούτος ως αστεία +και να τα ακούη, και η αστειότης του φιλελευθέρου διαφέρει από την +αστειότητα του κτηνώδους, καθώς πάλιν του πεπαιδευμένου από του +απαιδεύτου. Τούτο ημπορεί κανείς να το προσέξη και μεταξύ των +παλαιών και των νέων κωμωδιών. Διότι εις εκείνας αστείον ήτο η +αισχρολογία, εις αυτάς όμως μάλλον ο υπαινιγμός. Αυτά δε δεν έχουν +μικράν διαφοράν ως προς την ευσχημοσύνην. Τόρα λοιπόν άραγε θα +ορίσωμεν ότι αστειεύεται ορθώς, όστις δεν λέγει απρεπή εις ένα +φιλελεύθερον, ή όστις δεν λυπεί τον ακούοντα ή ακόμη και τον τέρπει +; Ή μήπως και αυτό είναι τάχα αόριστον. Δηλαδή άλλος μισεί και +ευχαριστείται με άλλο πράγμα και άλλος με άλλο. Και επομένως τα +ανάλογα θα ακούση. Διότι τα όσα δέχεται να τα ακούη, αυτά φαίνεται +και ότι τα εκτελεί. Επομένως δεν πρέπει όλα να τα παρουσιάζη εις την +κωμωδίαν. Διότι το περίπαιγμα είναι ένα είδος ύβρεως, οι δε +νομοθέται απαγορεύουν μερικά πράγματα να τα υβρίζωμεν. Ίσως όμως +έπρεπε να απαγορεύουν και το περίπαιγμα. Και λοιπόν ο χαριτωμένος +και φιλελεύθερος, τοιούτος θα φανή, και θα είναι τρόπον τινά νόμος +εις τον εαυτόν του. + +Τοιούτος λοιπόν είναι ο μέσος, αδιάφορον αν ονομάζεται επιδέξιος ή +ευτράπελος. Ο δε βωμολόχος είναι κατώτερος από τον γελοίον και δεν +αφίνει απείρακτον ούτε τον εαυτόν του ούτε τους άλλους, αρκεί να +προξενήση γέλωτα, και λέγει πράγματα από τα οποία κανέν δεν ημπορεί +να ειπή ο χαριτωμένος, μερικά δε ούτε να τα ακούση. Ο δε αγροίκος +εις τοιαύτας συναναστροφάς είναι άχρηστος. Διότι δεν συνεισφέρει +τίποτε και γίνεται οχληρός εις όλους. Φαίνεται δε ότι η ανάπαυσις +και η ψυχαγωγία εις τον βίον είναι απαραίτητα. + +Τρεις λοιπόν φαίνεται ότι είναι αι κοινωνικαί μεσότητες, όλαι δε +αναφέρονται εις την επιμιξίαν λόγων και πράξεων. Διαφέρουν δε εις +τούτο, ότι η μεν μία αναφέρεται εις την αλήθειαν, αι δε άλλαι εις +την ηδονήν, και από αυτάς τας ηδονικάς πάλιν η μεν μία περιστρέφεται +εις τας αστειότητας, η δε άλλη εις τας σχέσεις όλου του άλλου βίου. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'. + + +&Εντροπή.& + +Περί δε της εντροπής δεν αρμόζει να γίνη λόγος ως να είναι κάποια +αρετή. Διότι μάλλον ομοιάζει προς πάθος παρά προς διάθεσιν. +Οπωσδήποτε ορίζεται ως κάποιος φόβος δυσφημίσεως, εκτελεί όμως κάτι +τι παρόμοιον με τον φόβον του κινδύνου. Δηλαδή όσοι εντρέπονται +κοκκινίζουν, ενώ όσοι φοβούνται τον θάνατον κιτρινίζουν. Επομένως +και τα δύο αυτά φαίνονται κάπως ότι είναι σωματικά, και τούτο +χαρακτηρίζει μάλλον το πάθος παρά την διάθεσιν. Δεν αρμόζει δε το +πάθος εις πάσαν ηλικίαν αλλά εις την νεαράν. Δηλαδή νομίζομεν ότι +πρέπει όσοι έχουν αυτήν την ηλικίαν να είναι εντροπαλοί, ότι διάγουν +συμφώνως με τα πάθη των και κάμνουν πολλά σφάλματα αλλέως, ενώ η +εντροπή τους εμποδίζει. Ένα ηλικιωμένον όμως κανείς δεν ημπορεί να +τον επαινέση, αν είναι εντροπαλός. Διότι φρονούμεν ότι δεν πρέπει να +κάμνη κάτι που εντροπιάζει. Δηλαδή η εντροπαλότης δεν είναι καν +ιδιότης ενός καθώς πρέπει ανθρώπου, αφού συμβαίνει διά χυδαία +πράγματα — Διότι αυτά δεν πρέπει κανείς να τα εκτελή. Αν όμως άλλα +μεν είναι πραγματικώς αισχρά, άλλα δε κατά την κοινήν γνώμην, αυτό +δεν σημαίνει τίποτε. Διότι κανέν από τα δύο δεν πρέπει να γίνεται, +επομένως δεν πρέπει κανείς να εντροπιάζεται — είναι δε ιδιότης +χυδαίου το να είναι ικανός να εκτελή κάτι τι εντροπιαστικόν. Η δε +κατάστασις αυτή του να εντρέπεται όταν θα πράξη κανέν τοιούτον, και +με την εντροπήν του να νομίζη ότι είναι άνθρωπος καθώς πρέπει, είναι +παράλογος. Διότι η εντροπή περιστρέφεται εις τα εκούσια, εκουσίως δε +ποτέ δεν θα εκτελέση χυδαία πράγματα ένας άνθρωπος καθώς πρέπει. Η +δε εντροπή ημπορεί να θεωρηθή καθώς πρέπει από την εξής υπόθεσιν. +Δηλαδή, εάν πράξη τούτο, θα εντροπιασθή, τούτο όμως το πάθημα δεν +ανήκει εις τας αρετάς. Αφού δε η αναισχυντία είναι χυδαίον πράγμα, +καθώς και το να μη εντρέπεται κανείς όταν πράττη τα αισχρά, δεν +είναι επίσης ευπρεπές ούτε το να εντρέπεται κανείς, πλην να κάμνη τα +τοιαύτα. Δεν είναι δε αρετή ούτε η εγκράτεια, αλλά κάπως μικτή, θα +εξετάσωμεν δε περί αυτής αργότερα {29}. Τόρα όμως ας ομιλήσωμεν περί +δικαιοσύνης. + + + + +ΒΙΒΛΙΟΝ Ε. + + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. + + + +&Διαφορά μεταξύ διαθέσεως και επιστήμης ή δυνάμεως.& — Προκειμένου +δε περί δικαιοσύνης και αδικίας πρέπει να εξετάσωμεν εις ποίας +πράξεις περιστρέφονται και ποίου είδους μεσότης είναι η δικαιοσύνη, +και ποίων πραγμάτων το μέσον είναι το δίκαιον. Η δε εξέτασις ας γίνη +κατά την ιδίαν μέθοδον με τα προηγούμενα. Λοιπόν βλέπομεν ότι όλοι +ευχαριστούνται να ονομάζουν δικαιοσύνην την διάθεσιν εκείνην, με την +οποίαν γίνονται ικανοί να εκτελούν τα δίκαια, και τα εκτελούν, και +θέλουν να τα επιδιώκουν. Το ίδιον δε και αδικίαν ονομάζουν την +διάθεσιν εκείνην με την οποίαν εκτελούν αδικήματα και επιδιώκουν τα +άδικα. Διά τούτο και ημείς ας θέσωμεν αυτά ως γενικήν βάσιν. Δηλαδή +δεν είναι καν όμοιαι αι επιστήμαι και αι δυνάμεις με τας διαθέσεις. +Διότι η δύναμις (ικανότης) και η επιστήμη φαίνεται ότι είναι μία και +η αυτή και διά τα αντίθετά της, ενώ η διάθεσις δεν είναι η ιδία και +διά τα αντίθετά της• λόγου χάριν από την υγείαν δεν εκτελούνται τα +αντίθετα αλλά μόνον τα υγιεινά. Δηλαδή λέγομεν ότι ο δείνα βαδίζει +υγιεινά, όταν βαδίζη καθώς ο υγιής. Πολλάκις λοιπόν γνωρίζεται μία +διάθεσις από την αντίθετόν της, πολλάκις όμως από το θέμα της• λόγου +χάριν, εάν η ευεξία είναι φανερά, τότε και η καχεξία θα γίνη φανερά, +και πάλιν από τα έργα της ευεξίας γνωρίζεται η ευεξία και από αυτήν +την ιδίαν τα έργα της. Λόγου χάριν, εάν η ευεξία είναι πυκνότης +σαρκός κατ' ανάγκην και η καχεξία είναι πλαδαρότης μυική, και έργον +ευεκτικόν είναι εκείνο το οποίον προξενεί πυκνότητα εις τους μυς. +Συνήθως δε, εάν το καθέν από αυτά έχη πολλάς σημασίας, συμβαίνει ως +επακολούθημα να έχη πολλάς σημασίας και το άλλο. Λόγου χάριν, εάν +έχη πολλάς σημασίας το δίκαιον, τότε έχει ομοίως και το άδικον και η +αδικία. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'. + + + +&Διάφορα είδη δικαιοσύνης και αδικίας ουχί ορθώς και εξ ανακρίβειας +συνωνυμούμενα.& — Αλλά φαίνεται ότι έχει πολλάς σημασίας η +δικαιοσύνη και η αδικία, επειδή όμως είναι πλησιεστάτη η συνωνυμία +των, δι' αυτό διαφεύγει την παρατήρησίν μας και δεν είναι προφανές +καθώς εις τα μακρινά αντικείμενα. Δηλαδή η κατ' είδος διαφορά αυτών +είναι μεγάλη. Είναι καθώς το να ονομάζεται ομωνύμως κλεις το κάτωθεν +του αυχένος οστούν των ζώων, και κλεις εκείνη με την οποίαν κλείουν +τας θύρας. Τόρα λοιπόν ας εξετάσωμεν πόσας σημασίας έχει ο άδικος. +Φαίνεται δε ότι είναι άδικος και ο παράνομος και ο πλεονέκτης, +δηλαδή ο άνισος. Ώστε είναι φανερόν ότι επίσης δίκαιος είναι και ο +νόμιμος και ο ίσος. Επομένως ολόκληρον το δίκαιον είναι το νόμιμον +και το ίσον, και ολόκληρον το άδικον είναι το παράνομον και το +άνισον. Είναι δε πλεονέκτης ο άδικος ως προς τα αγαθά, και όχι εις +όλα, αλλά εις όσα περιστρέφεται η ευτυχία και η ατυχία, τα οποία +είναι μεν γενικώς πάντοτε αγαθά, ως προς κάποιον όμως δεν είναι +πάντοτε. Οι δε άνθρωποι αυτά εύχονται να αποκτήσουν και τα +επιδιώκουν. — Αυτό όμως δεν πρέπει να γίνεται, αλλά να εύχωνται μεν +τα γενικώς αγαθά να είναι αγαθά και δι' αυτούς, να προτιμούν όμως τα +δι' αυτούς αγαθά. Ο δε άδικος δεν προτιμά πάντοτε το περισσότερον +αλλά και το ολιγώτερον επί πραγμάτων γενικώς κακών. Επειδή όμως και +το ολιγώτερον κακόν φαίνεται ότι είναι κάπως αγαθόν, η δε πλεονεξία +περιστρέφεται εις το αγαθόν, διά τούτο φαίνεται πλεονέκτης. Είναι +όμως κυρίως άνισος. Διότι αυτός ο όρος είναι περιεκτικός και κοινός +διά τα είδη της αδικίας. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'. + + + +&Το γενικόν είδος της δικαιοσύνης είναι η εφαρμογή όλης της αρετής.& +— Αφού δε απεδείχθη ότι ο παράνομος είναι άδικος και ο νόμιμος +δίκαιος, είναι φανερόν ότι όλα τα νόμιμα είναι κάπως δίκαια. Διότι +νόμιμα είναι όσα ορίζονται υπό της νομοθεσίας και έκαστον από αυτά +λέγομεν ότι είναι δίκαιον. Οι δε νόμοι συμβουλεύουν δι' όλα, +λαμβάνοντες υπ' όψιν ή το κοινόν συμφέρον όλων, ή των αρίστων, ή των +εγκύρων, είτε συμφώνως με την αρετήν είτε κατά άλλον παρόμοιον +τρόπον. Ώστε κατά ένα μεν τρόπον δίκαια θεωρούμεν όσα είναι +συντελεστικά και διαφυλακτικά της ευτυχίας και των μερών αυτής διά +την κοινωνίαν. Και βεβαίως ο νόμος επιβάλλει και του ανδρείου τα +έργα να εκτελούμεν• λόγου χάριν να μη λιποτακτούμεν, ούτε να +τρεπώμεθα εις φυγήν, ούτε να ρίπτωμεν τα όπλα. Επίσης επιβάλλει και +τα έργα του σώφρονος• λόγου χάριν να μη μοιχεύωμεν ούτε να +υβρίζωμεν. Και τα έργα του μειλιχίου• λόγου χάριν να μη δέρνωμεν +ούτε να κατηγορούμεν. Ομοίως δε και τα έργα όσα είναι σύμφωνα με τας +άλλας αρετάς και τας κακίας τα μεν πρώτα τα υπαγορεύει, τα δε +δεύτερα τα απαγορεύει, ορθώς μεν ο νόμος όστις είναι νομοθετημένος +ορθώς, κακώς δε ο απρομελέτητος. Αυτού του είδους λοιπόν η +δικαιοσύνη είναι μεν τελεία αρετή, όχι όμως απολύτως αλλά ως προς +άλλο πρόσωπον. Και διά τούτο πολλάκις η δικαιοσύνη φαίνεται ότι +είναι η ανωτέρα από όλας τας αρετάς, και ούτε ο έσπερος ούτε ο +αυγερινός αξίζει να θαυμάζεται τόσον πολύ. Και ως παροιμίαν λέγομεν: + + Το δίκαιον έχει μέσα του κάθε αρετήν αντάμα. + +Και μάλιστα τελείαν αρετήν, διότι η δικαιοσύνη είναι εφαρμογή της +τελείας αρετής. Είναι δε τελεία, διότι όστις έχει αυτήν, ημπορεί να +χρησιμοποιήση την αρετήν του και απέναντι άλλου, και όχι μόνον διά +τον εαυτόν του. Δηλαδή πολλοί άνθρωποι εις μεν τας ιδικάς των +υποθέσεις ημπορούν να μεταχειρίζωνται την αρετήν, εις τας ξένας όμως +δεν ημπορούν. Και διά τούτο φαίνεται ορθόν το απόφθεγμα του Βίαντος +ότι, «η εξουσία δεικνύει τον χαρακτήρα εκάστου». Διότι ο άρχων +συμπεριφέρεται τώρα πλέον προς ξένα πρόσωπα και ευρίσκεται εις +επιμιξίαν με αυτά. Διά τον ίδιον δε τούτον λόγον η δικαιοσύνη +φαίνεται ότι είναι και ξένον αγαθόν μόνη αυτή από όλας τας αρετάς, +διότι περιστρέφεται προς τους ξένους. Δηλαδή χάριν άλλου εκτελεί τα +συμφέροντα, ή άρχοντος ή μέλους της κοινωνίας. Και βεβαίως ο +χειρότερος είναι ο μοχθηρός, ο οποίος εφαρμόζει την όλην μοχθηρίαν +και εις τον εαυτόν του και εις τους φίλους του, δεν είναι όμως και +αντιθέτως ο καλλίτερος όλων όστις εφαρμόζει εις τον εαυτόν του την +αρετήν, αλλά όστις την εφαρμόζει εις άλλους. Διότι τούτο είναι +δύσκολον έργον. + +Αυτό το είδος λοιπόν της δικαιοσύνης δεν είναι μέρος της αρετής, +αλλά ολόκληρος η αρετή, ούτε η αντίθετος κακία, δηλαδή η αδικία, +είναι μέρος της κακίας, αλλά ολόκληρος η κακία. Εις τι όμως διαφέρει +η ολόκληρος αρετή και αυτό το είδος της δικαιοσύνης, είναι φανερόν +από όσα είπαμεν. Δηλαδή και αι δύο είναι το ίδιον, δεν υπάρχουν όμως +ομοίως, αλλά η μεν αναφερομένη προς άλλον είναι δικαιοσύνη, η δε +ομοία διάθεσις απολύτως είναι αρετή. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. + + + +&Το μερικόν μέρος της δικαιοσύνης είναι μέρος της αρετής.& — Ημείς +όμως ζητούμεν βεβαίως το άλλο είδος της δικαιοσύνης, το οποίον +αντιστοιχεί εις την μερικήν αρετήν. Και βεβαίως υπάρχει κάποια +τοιαύτη δικαιοσύνη καθώς είπαμεν. Επίσης δε εξετάζομεν το μερικόν +είδος της αδικίας. Ότι δε υπάρχει τούτο, αποδεικνύεται από το εξής. +Δηλαδή όστις ενεργεί συμφώνως προς τας άλλας κακίας κάμνει μεν +αδικίαν, δεν κερδίζει όμως τίποτε• λόγου χάριν όστις έρριψε την +ασπίδα του από την δειλίαν του, ή ύβρισε από την βαναυσότητα του, ή +δεν εβοήθησε με χρήματα από την φιλαργυρίαν του. Όταν όμως είναι +πλεονέκτης, δεν ενεργεί πολλάκις συμφώνως με καμμίαν από αυτάς, αλλ' +ούτε και με όλας μαζί, αλλά συμφώνως με κάποιαν ιδιαιτέραν κακίαν — +αφού βεβαίως τον κατακρίνομεν — δηλαδή συμφώνως με την αδικίαν. +Επομένως υπάρχει βεβαίως κάποιον άλλο είδος αδικίας ως μέρος της +ακεραίας, και υπάρχει κάποιον ειδικόν άδικον ως μέρος του ακεραίου +αδίκου του εκ παραβάσεως των νόμων. Έπειτα, εάν ο είς μοιχεύη χάριν +κέρδους και πλην της πράξεως λαμβάνη και χρήμα, ο άλλος όμως δίδη +και ζημιόνεται χάριν της επιθυμίας του, αυτός μεν εδώ ημπορεί να +θεωρηθή μάλλον ακόλαστος παρά πλεονέκτης, εκείνος όμως άδικος, και +όχι ακόλαστος. Διότι είναι φανερόν ότι μοιχεύει χάριν κέρδους. +Έπειτα ως προς όλα τα άλλα αδικήματα πάντοτε ημπορούμεν να τα +αποδώσωμεν εις μίαν κακίαν λόγου χάριν την μοιχείαν εις την +ακολασίαν, την εγκατάλειψιν του συστρατιώτου εις την δειλίαν, το +ξυλοκόπημα εις την οργήν. Την κερδοσκοπίαν όμως δεν έχομεν να την +αποδώσωμεν εις καμμίαν άλλην ειδικήν κακίαν παρά εις την αδικίαν. +Ώστε φανερόν πλέον είναι ότι υπάρχει κάποιον άλλο μερικόν είδος της +αδικίας εκτός της γενικής, με το ίδιον όνομα, διότι ο όρος αυτός +εφαρμόζεται εις το ίδιον γένος. Δηλαδή και αι δύο ενεργούν εν σχέσει +προς άλλον, με την διαφοράν ότι η μεν πρώτη περιστρέφεται εις την +τιμήν ή τα χρήματα ή την διάσωσιν, ή εις όλα ομού, αν ήτο δυνατόν να +τα συμπεριλάβωμεν όλα με έν όνομα, και γίνεται χάριν της ηδονής του +κέρδους, η δε άλλη περιστρέφεται εις όλα όσα και ο σπουδαίος. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'. + + + +&Το γενικόν είδος της δικαιοσύνης αντιστοιχεί προς το νόμιμον, το δε +μερικόν προς το ίσον.& — Ότι λοιπόν υπάρχουν δικαιοσύναι +περισσότεραι της μιας και ότι υπάρχει και μία άλλη παράλληλος της +ακεραίας αρετής, έγινε φανερόν. Τόρα όμως πρέπει να ιδούμεν ποία +είναι αυτή και ποίου είδους. Ωρίσθη λοιπόν ότι άδικον είναι το +παράνομον και το άνισον, δίκαιον δε το νόμιμον και το ίσον. Και +λοιπόν το προηγούμενον είδος της αδικίας αντιστοιχεί προς το +παράνομον. Αφού όμως το άνισον και το παράνομον δεν είναι το ίδιον, +αλλά διαφέρει καθώς το μέρος προς το όλον — διότι ολόκληρον μεν τα +άνισον είναι παράνομον, όχι όμως και ολόκληρον το άνισον — , έπεται +ότι και το άδικον και η αδικία δεν είναι το ίδιον με εκείνα αλλά +διάφορα από εκείνα, άλλα μεν ως μέρη, άλλα δε ως ακέραια — Δηλαδή +αυτό το είδος της αδικίας είναι μέρος της ακεραίας αδικίας, ομοίως +δε και αυτό το είδος της δικαιοσύνης από την ακεραίαν δικαιοσύνην — +. Επομένως πρέπει να ομιλήσωμεν και περί της μερικής δικαιοσύνης και +περί της μερικής αδικίας, επίσης δε και περί του αναλόγου δικαίου +και του αδίκου. Και λοιπόν την μεν δικαιοσύνην και αδικίαν, η οποία +είναι παράλληλος προς ολόκληρον την αρετήν, και αποτελεί η μεν πρώτη +χρησιμοποίησιν της ακεραίας αρετής απέναντι άλλου ατόμου, η δε +δευτέρα χρησιμοποίησιν της κακίας, ας την αφήσωμεν. + +Ακόμη δε και το δίκαιον και άδικον το σύμφωνον με αυτάς είναι +φανερόν πώς πρέπει να ορισθή. — Διότι σχεδόν τα περισσότερα νόμιμα +είναι όσα εκτελούνται από την συνολικήν αρετήν. Διότι σύμφωνα με +εκάστην αρετήν διατάσσει ο νόμος να ζώμεν και σύμφωνα με εκάστην +κακίαν μας απαγορεύει να ζώμεν. Τα δε μέσα τα οποία εποικοδομούν την +συνολικήν αρετήν, είναι από τα νόμιμα όσα ενομοθετήθησαν διά την +εκπαίδευσιν ως προς το κοινόν. Περί δε της ατομικής εκπαιδεύσεως, η +οποία καθιστά έκαστον απλώς αγαθόν, αν αυτή ανήκη εις την πολιτικήν +επιστήμην ή εις καμμίαν άλλην, πρέπει να ορισθή κατόπιν {30}. Διότι +ίσως δεν είναι το ίδιον πράγμα εις όλα ο αγαθός ανήρ και ο αγαθός +πολίτης. + +&Το μερικόν είδος της δικαιοσύνης είναι διανεμητικόν και +επανορθωτικόν.& — Της δε μερικής δικαιοσύνης και του συμφώνου προς +αυτήν δικαίου το έν μεν είδος είναι το σχετικόν με την διανομήν +τιμής ή χρημάτων, ή των άλλων πραγμάτων όσα ημπορούν να μοιρασθούν +μεταξύ των μελών της πολιτείας — διότι εις αυτά περιστρέφεται το +άνισον και το ίσον μεταξύ δύο ατόμων — , το δε άλλο είδος είναι το +επανορθωτικόν εις τας συναλλαγάς. Τούτου δε υπάρχουν δύο μέρη. Διότι +αι συναλλαγαί άλλαι μεν είναι εκούσιαι, άλλαι δε ακούσιαι. Και +εκούσιαι μεν είναι αι εξής. Λόγου χάριν η πώλησις, η αγορά, ο +δανεισμός, η εγγύησις, η χρησιμοποίησις, η παρακαταθήκη, η μίσθωσις +— , λέγονται δε εκούσιαι, διότι η αρχή αυτών των συναλλαγών είναι +εκουσία — . Από δε τας ακουσίας άλλαι μεν είναι λαθρεμπορικαί, καθώς +λόγου χάριν η κλοπή, η μοιχεία, η δηλητηρίασις, η προαγωγεία, το +ξελόγιασμα των δούλων, η δολοφονία, η ψευδομαρτυρία, άλλαι δε είναι +βίαιαι, καθώς η κακοποίησις, τα δεσμά, ο θάνατος, η αρπαγή, η +κολόβωσις, η συκοφαντία, η προσβολή. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'. + + + +&Διανεμητικόν δίκαιον.& — Αφού δε ο άδικος είναι και άνισος και το +άδικον άνισον, είναι φανερόν ότι υπάρχει και κάποιον μέσον μεταξύ +των ανίσων. Τούτο δε είναι το ίσον. Όσαι δε πράξεις επιδέχονται το +περισσότερον και ολιγώτερον, επιδέχονται και το ίσον. Αφού λοιπόν το +άδικον είναι άνισον, έπεται ότι και το δίκαιον είναι ίσον. Το οποίον +και χωρίς εξήγησιν το εννοεί ο καθείς. Αφού δε το ίσον είναι μέσον, +φαίνεται ότι το δίκαιον είναι κάποιον μέσον. Εφαρμόζεται δε το ίσον +τουλάχιστον μεταξύ δύο ατόμων. Επομένως το δίκαιον είναι μέσον και +ίσον και ως προς κάτι και ως προς κάποιον. Και μέσον μεν είναι εν +σχέσει προς δύο άλλα — αυτά δε είναι το περισσότερον και το +ολιγώτερον — δίκαιον δε εν σχέσει προς δύο πρόσωπα. Κατ' ανάγκην +λοιπόν το δίκαιον εφαρμόζεται τουλάχιστον μεταξύ τεσσάρων όρων. +Διότι και τα πρόσωπα μεταξύ των οποίων εφαρμόζεται είναι δύο και τα +πράγματα εις τα οποία περιστρέφεται είναι δύο. Και θα υπάρξη η ιδία +ισότης και μεταξύ των προσώπων και μεταξύ των πραγμάτων. Δηλαδή +οποίαν σχέσιν έχουν τα πρόσωπα την αυτήν σχέσιν θα έχουν και τα +πράγματα. Διότι, εάν είναι άνισα, δεν θα έχουν ίσα. Αλλά από τούτο +προέρχονται αι φιλονικίαι και αι καταγγελίαι, όταν οι ίσοι δεν έχουν +ίσα, ή όταν οι άνισοι έχουν και καρπούνται ίσα. Έπειτα τούτο +φαίνεται και από το σύμφωνον με την αξίαν. Δηλαδή όλοι ομολογούν +ότι, οσάκις γίνεται διανομή, το δίκαιον πρέπει να κρίνεται αναλόγως +κάποιας αξίας εκάστου, αυτήν όμως την αξίαν δεν την θεωρούν όλοι ως +την ιδίαν, αλλά οι μεν δημοκρατικοί ως ελευθερίαν, οι δε ολιγαρχικοί +ως πλούτον, μερικοί δε από αυτούς ως ευγένειαν, και οι +αριστοκρατικοί ως αρετήν. + +&Το αναλογικόν δίκαιον.& — Επομένως το δίκαιον είναι κάτι τι +ανάλογον. Το δε ανάλογον δεν είναι ιδιότης μόνον ενός μοναδικού +αριθμού, αλλά γενικώς ιδιότης των αριθμών. Διότι η αναλογία είναι +ισότης λόγων και έχει τουλάχιστον τέσσαρας όρους. Και ότι μεν η +χωρισμένη αναλογία έχει τέσσαρας όρους είναι σαφές, το ίδιον όμως +συμβαίνει και εις την συνεχή. Διότι τον ένα τον μεταχειρίζεται ως +δύο και τον λέγει δύο φοράς• λόγου χάριν ως το α προς το β, ομοίως +το β προς το γ. Λοιπόν δύο φοράς ελέχθη η αναλογία του β. Επομένως, +εάν το β γραφή δύο φοράς, θα έχωμεν τέσσαρας όρους της αναλογίας. +Και το δίκαιον δε περιστρέφεται τουλάχιστον εις τέσσαρας όρους και ο +λόγος είναι ο ίδιος. Διότι διαιρούνται ομοίως τα πρόσωπα και τα +πράγματα. Επομένως καθώς είναι ο α όρος προς τον β ομοίως θα είναι +και ο γ προς τον δ και εναλλάξ λοιπόν, ως ο α προς τον γ, ομοίως ο β +προς τον δ. Ώστε και το όλον των προσώπων προς το όλον των πραγμάτων +(δηλαδή α+γ: β+δ=α: β ή γ: δ). Αυτόν δε τον συνδυασμόν τον εκτελεί η +διανομή, και αν προστεθούν ούτω πως, είναι δίκαιος ο συνδυασμός. +Επομένως η σύνδεσις του όρου α προς τον γ και του β προς τον δ +αποτελεί το δίκαιον της διανομής, και αυτά το δίκαιον είναι το +μέσον, δηλαδή το αναλογικόν. Διότι το ανάλογον είναι μέσον, τα δε +δίκαιον είναι ανάλογον. Αυτήν δε την αναλογίαν οι μαθηματικοί την +ονομάζουν γεωμετρικήν. Διότι εις την γεωμετρικήν αναλογίαν το όλον +έχει τον αυτόν λόγον προς το όλον, ον λόγον έχει έκαστον από τα μέλη +της προς το άλλο. Αυτή όμως η αναλογία δεν είναι συνεχής, διότι δεν +ημπορεί να είναι ο ίδιος αριθμός του προσώπου και του πράγματος. Και +λοιπόν δίκαιον μεν καθώς είπαμεν είναι αυτό το ανάλογον. Άδικον όμως +είναι το δυσανάλογον. Διότι το μεν έν γίνεται περισσότερον, το δε +άλλο ολιγώτερον, καθώς συμβαίνει εις τα έργα. Δηλαδή όστις μεν +αδικεί λαμβάνει περισσότερον, όστις δε αδικείται λαμβάνει +ολιγώτερον. Προκειμένου δε περί διανομής του κακού γίνεται το +αντίστροφον. Διότι τον τόπον του αγαθού επέχει τόρα το ολιγώτερον +κακόν απέναντι του μεγαλιτέρου κακού. + +Δηλαδή το ολιγώτερον κακόν είναι περισσότερον προτιμητέον από το +μεγαλίτερον, το δε προτιμητέον είναι αγαθόν, και πάλιν το +περισσότερον προτιμητέον είναι μεγαλίτερον αγαθόν. Αυτό λοιπόν είναι +το έν είδος του δικαίου. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'. + + + + +&Το επανορθωτικόν δίκαιον.& — Το δε άλλο δίκαιον είναι το +επανορθωτικόν, το οποίον περιστρέφεται εις τας συναλλαγάς, και τας +εκουσίας και τας ακουσίας. Αυτά δε το δίκαιον έχει διάφορον όψιν από +το προηγούμενον. Διότι το μεν διανεμητικόν δίκαιον των κοινών +γίνεται πάντοτε συμφώνως με την αναλογίαν που είπαμεν — Δηλαδή και +όταν από τα κοινά χρήματα γίνεται η διανομή, θα συμβή με την +αναλογίαν με την οποίαν έγιναν αι εισφοραί. Και πάλιν το άδικον, το +οποίον αντιτίθεται εις αυτό το είδος του δικαίου, περιστρέφεται εις +την δυσαναλογίαν. Το δε δίκαιον των συναλλαγών είναι μεν κάποιον +ίσον, καθώς και το άδικον αυτών είναι άνισον, δεν είναι όμως +σύμφωνον με την αναλογίαν εκείνην αλλά με την αριθμητικήν. Διότι δεν +έχει καμμίαν διαφοράν αν ο ανώτερος εσφετερίσθη από τον μηδαμινόν, ή +ο μηδαμινός από τον ανώτερον, ούτε αν ο μοιχός είναι ανώτερος ή +μηδαμινός. Αλλά ο νόμος απέναντι της βλάβης προσέχει μόνον εις την +φιλονικίαν των, και τους μεταχειρίζεται ως ίσους, και ερωτά μόνον αν +ο είς αδικεί και ο άλλος αδικείται, και αν ο είς έβλαψε και ο άλλος +εβλάφθη, ώστε το άδικον τούτο, επειδή είναι άνισον, προσπαθεί ο +δικαστής να το εξισώση. Διότι, και όταν ο είς κτυπηθή και ο άλλος +κτυπήση, ή μάλλον όταν ο είς φονεύση και ο άλλος φονευθή, είναι +διηρημένα εις δύο άνισα μέρη το πάθημα και η πράξις. Εκείνος όμως +προσπαθεί με την ποινήν να τα εξισώση και αφαιρεί από το κέρδος. +Διότι το κέρδος ημπορεί γενικώς να εφαρμοσθή εις τα τοιαύτα, και αν +δεν είναι συνηθισμένος όρος εις μερικά, λόγου χάριν εις εκείνον ο +οποίος εκτύπησε, καθώς και η ζημία εις τον παθόντα. Προ πάντων όμως +βεβαίως όταν μετρηθή το πάθημα, τότε αυτό μεν ονομάζεται ζημία, το +δε άλλο κέρδος. + +Ώστε από μεν το περισσότερον και ολιγώτερον το ίσον είναι μέσον. Το +κέρδος όμως και η ζημία είναι αντιθέτως μεταξύ των περισσότερον ή +ολιγώτερον δηλαδή το περισσότερον αγαθόν και το ολιγώτερον κακόν +είναι κέρδος, ενώ αντιθέτως το ολιγώτερον αγαθόν και το περισσότερον +κακόν είναι ζημία. Τούτων δε το μέσον είναι το ίσον, το οποίον +ονομάζομεν δίκαιον. Επομένως το επανορθωτικόν δίκαιον είναι το μέσον +της ζημίας και του κέρδους. Και διά τούτο, όταν το διαφιλονικούν, +καταφεύγουν εις τον δικαστήν. Η δε καταφυγή εις τον δικαστήν +σημαίνει καταφυγήν εις το δίκαιον. Διότι ο δικαστής είναι κυρίως +έμψυχον δίκαιον. Και διά τούτο ζητούν δικαστήν μέσον, και τους +ονομάζουν αυτούς μερικοί μεσοδίκους, διότι φρονούν, ότι, όταν +επιτύχουν το μέσον, θα εύρουν το δίκαιόν των. Επομένως το δίκαιον +είναι κάπως μέσον, αφ' ου τοιούτος είναι και ο δικαστής. Ο δε +δικαστής επαναφέρει την εξίσωσιν, και, καθώς εις μίαν γραμμήν η +οποία εκόπη εις άνισα μέρη, αφαιρεί από το μεγαλίτερον τμήμα το +ποσόν κατά το οποίον αυτό είναι μεγαλίτερον από το ήμισυ, και το +προσθέτει εις το μικρότερον. + +Όταν δε το όλον χωρισθή εις δύο ίσα, τότε λέγουν ότι επήραν το +ιδικόν των, εάν λάβουν το ίσον. Το δε ίσον είναι το μέσον του +μεγαλιτέρου και μικροτέρου κατά την αριθμητικήν αναλογίαν. Και δι' +αυτό ονομάζεται δίκαιον, διότι διχάζει, και είναι ως να το λέγωμεν +δίχαιον, και τον δικαστήν διχαστήν. Διότι, όταν από δύο ίσα αφαιρεθή +από το έν κάποιον ποσόν και τούτο προστεθή εις το άλλο, τότε το +δεύτερον γίνεται περισσότερον από το πρώτον κατά το διπλάσιον του +προστεθέντος. Διότι, εάν εγίνετο μόνον αφαίρεσις από το πρώτον, +χωρίς όμως να προστεθή εις το δεύτερον, τότε τούτο το δεύτερον θα +ήτο περισσότερον κατά το απλούν. Επομένως τόρα είναι περισσότερον +μίαν μεν φοράν κατά την διαφοράν από το μέσον, και μίαν φοράν κατά +το αφαιρεθέν από το πρώτον. Επομένως από αυτό θα εννοήσωμεν πόσον +πρέπει να αφαιρέσωμεν από τον λαβόντα περισσότερον και να τα +προσθέσωμεν εις τον έχοντα το ολιγώτερον. Δηλαδή το ποσόν, κατά το +οποίον είναι ανώτερον το μέσον, πρέπει να τo προσθέσωμεν εις τον +έχοντα το ολιγώτερον, και το ποσόν, κατά το οποίον είναι κατώτερον +το μέσον, πρέπει να το αφαιρέσωμεν από τον μεγαλίτερον ποσόν {31}. + +Ας υποθέσωμεν ίσας προς αλλήλας τας γραμμάς αα ββ γγ. + + α_______________α + ε + β_______________β + ____γ_______________γ + δ ζ + +Από την αα αφαιρούμεν το αε και το προσθέτομεν εις την γγ, ως γδ, +ώστε η όλη γραμμή δγγ να είναι μεγαλιτέρα από την εα κατά το γδ και +γζ. Τότε έπεται ότι είναι μεγαλιτέρα από την ββ κατά το γδ. + +Προήλθαν δε αυτά τα ονόματα, δηλαδή η ζημία και το κέρδος, από την +εκουσίαν συναλλαγήν. Διότι το να έχη κανείς περισσότερα από ό,τι +είχε εξ αρχής λέγεται κέρδος, ενώ το να έχη ολιγώτερα από ό,τι είχε +εξ αρχής λέγεται ζημία• λόγου χάριν εις την αγοράν και εις την +πώλησιν και εις όσα ο νόμος δίδει την άδειαν. Όταν όμως δεν έχουν +ούτε περισσότερα ούτε ολιγώτερα, επήραν πίσω τα λεπτά των, και τότε +λέγουν ότι έχουν τα ιδικά των και ούτε ζημιόνονται ούτε κερδίζουν. +Ώστε το δίκαιον επί εκουσίων συναλλαγών είναι μέσον μεταξύ κάποιου +κέρδους και κάποιας ζημίας, δηλαδή να έχη κανείς ίσα και +προηγουμένως και κατόπιν. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'. + + + +&Τα αντίποινα.& — Μερικοί δε νομίζουν ότι και τα αντίποινα {32} +είναι απόλυτον δίκαιον, καθώς το έλεγαν οι Πυθαγόρειοι. Δηλαδή αυτοί +ώριζαν απολύτως ως δίκαιον τα αντίποινα. Αλλά τα αντίποινα δεν +εφαρμόζονται ούτε εις το διανεμητικόν δίκαιον, ούτε εις το +διορθωτικόν — μολονότι ως τοιούτον θεωρούν και το δίκαιον του +Ραδαμάνθυος: + + Αν βρη κανείς ό,τι έκαμε, το δίκαιον απεδόθη. + +Διότι εις πολλά δεν συμφωνεί• λόγου χάριν, εάν είναι εις την +εξουσίαν και εκτύπησε κάποιον, δεν πρέπει να λάβη αντίποινα του +κτυπήματος, εάν δε εκτύπησε άρχοντα, δεν πρέπει μόνον να κτυπηθή εξ +ίσου, αλλά και να τιμωρηθή. Έπειτα το εκούσιον έχει μεγάλην διαφοράν +από το ακούσιον. Αλλά εις τας ανταλλακτικάς επιμιξίας βεβαίως ισχύει +το δίκαιον αυτό των αντιποίνων, κατ' αναλογίαν όμως και όχι κατ' +ισότητα. Διότι με την απόδοσιν αναλόγων αντιποίνων συγκρατείται η +πόλις. Δηλαδή ή ζητούν την απόδοσιν του κακού — διότι, αν δεν +ανταποδώσουν τούτο, φαίνεται ως υπόδουλος η θέσις των — , ή την +ανταπόδοσιν του καλού. Εάν δε τούτο δεν ανταποδοθή, δεν γίνεται +συναλλαγή, και με την συναλλαγήν συγκρατούνται αι πόλεις. Διά τούτο +και ο ναός των Χαρίτων κτίζεται μέσα εις τας οδούς, διά να υπάρχη +ανταπόδοσις. Διότι αυτή είναι ιδιότης της χάριτος. Δηλαδή είναι +ανάγκη να ανταποδώσης τα ίσα εις εκείνον ο όποιος σου έκαμε χάριν, +και πάλιν αυτός να κάμη αρχήν νέου χαρισμού. + +Αναλογική ανταπόδοσις. — Παράγεται δε η αναλογική ανταπόδοσις από +την κατά διάμετρον σύζευξιν {33}. Λόγου χάριν ας υποθέσωμεν ότι το α +είναι είς οικοδόμος, το β είς υποδηματοποιός, το γ οικία και το δ +υπόδημα. Και τόρα πρόκειται να λάβη ο οικοδόμος από τον +υποδηματοποιόν το προϊόν εκείνου, και ο ίδιος να δώση ως αντάλλαγμα +το ιδικόν του προϊόν. Εάν λοιπόν υπάρξη πρώτον το αναλογικόν ίσον, +έπειτα δε ακολουθήσουν τα αντίποινα, τότε έχομεν αυτό περί του +οποίου ομιλούμεν. Αλλέως όμως δεν υπάρχει ίσον εις την συναλλαγήν, +ουδέ μόνιμος κατάστασις. Διότι δεν υπάρχει κανέν εμπόδιον διά να μη +είναι το προϊόν του ενός καλλίτερον από του άλλου. Αυτά λοιπόν +πρέπει να εξισωθούν. Τούτο δε συμβαίνει και εις τας άλλας τέχνας. +Δηλαδή αύται θα κατεστρέφοντο, εάν εκείνο το οποίον κάμνει το +ενεργητικόν και όσον κάμνει και ό,τι είδους κάμνει, δεν πάθη το +ίδιον το παθητικόν και τόσον και τοιούτου είδους. Λόγου χάριν δεν +γίνεται επιμιξία από δύο ιατρούς, αλλά από ιατρόν και γεωργόν και +γενικώς από διαφόρους και ανίσους. Αυτοί όμως πρέπει να εξισωθούν. +Και διά τούτο όλα τα πράγματα, εις τα οποία περιστρέφεται η +συναλλαγή, πρέπει κάπως να είναι κατά συμφωνίαν. + +&Νόμισμα.& — Δι' αυτόν τον σκοπόν εφευρέθη το νόμισμα και τούτο +είναι ένα είδος μέσον. Διότι αυτό όλα τα μετρά, επομένως και την +υπεροχήν και την έλλειψιν, δηλαδή ευρίσκει πόσα υποδήματα +ισοφαρίζουν με μίαν οικίαν ή μίαν προμήθειαν. Επομένως οποίαν +αναλογίαν έχει ο οικοδόμος προς τον υποδηματοποιόν, τόσα ακριβώς και +υποδήματα πρέπει να αναλογούν προς μίαν οικίαν ή προμήθειαν. Διότι, +αν δεν υπάρξη τούτο, τότε δεν ημπορεί να γίνη ούτε συναλλαγή ούτε +επιμιξία. Αυτό δε δεν ημπορεί να υπάρξη, εάν δεν γίνουν με κάποιον +τρόπον ίσα τα προϊόντα. Επομένως είναι ανάγκη όλα να μετρούνται με +έν ωρισμένον μέτρον, καθώς είπαμεν προηγουμένως. Τούτο δε κυρίως μεν +είναι η ανάγκη, η οποία κυριαρχεί εις όλα. Διότι, εάν δεν έχουν +καμμίαν ανάγκην, ή αν δεν έχουν ομοίαν ανάγκην, δεν ημπορεί να γίνη +συναλλαγή, ή τουλάχιστον δεν ημπορεί να γίνη ομοία. Και λοιπόν το +νόμισμα ευρέθη κατά συνθήκην ως άλλη υποκατάστασις της ανάγκης. + +Και δι' αυτό φέρει το όνομα νόμισμα, διότι δεν υπάρχει εκ φύσεως, +αλλά κατά νόμον, και είναι εις την εξουσίαν μας να το μεταβάλωμεν +και να το καταστήσωμεν άχρηστον. Και λοιπόν θα υπάρξουν τα +αντίποινα, όταν γίνη εξίσωσις, ώστε οποίον λόγον έχει ο γεωργός προς +τον υποδηματοποιόν, τον αυτόν λόγον πρέπει να έχη το προϊόν του +υποδηματοποιού προς το προϊόν του γεωργού. + +Δεν πρέπει δε να φέρωμεν τους όρους εις σχήμα αναλογίας, εάν +ανταλλάξουν τα προϊόντα, αλλά εάν λάβουν τα ιδικά των. Διότι αλλέως +το έν από τα δύο άκρα θα έχη και τα δύο υπέροχα ποσά. Και κατ' αυτόν +τον τρόπον γίνονται ίσοι και συναλλακτικοί, διότι είναι δυνατόν να +αποκατασταθή εις αυτούς αυτή η ισότης, λόγου χάριν ο γεωργός να +είναι α, η προμήθεια γ, ο υποδηματοποιός β και το εξισωθέν προϊόν +του δ. Εάν δε δεν ήτο δυνατόν κατ' αυτόν τον τρόπον να δοθούν τα +αντίποινα, δεν θα ήτο δυνατόν να γίνη επιμιξία. Το ότι δε η ανάγκη +συγκρατεί την κοινωνίαν ως να είναι έν κοινόν μέτρον, φαίνεται εκ +τούτου, ότι, όταν δεν έχη ο είς την ανάγκην του άλλου, δεν +συναλλάσσονται, παρά μόνον όταν το προϊόν, το οποίον έχει κάποιος, +το χρειάζεται άλλος. Λόγου χάριν ο είς δίδει οίνον, και ο άλλος +προσφέρει σίτον. Τούτο δε πρέπει να εξισωθή. Χάριν δε της συναλλαγής +του μέλλοντος, εάν τόρα ο άλλος δεν έχη ανάγκην, έχομεν το νόμισμα +ως εγγυητήν, περί του ότι θα έχωμεν το προϊόν εκείνο, όταν το +χρειασθούμεν. Διότι όστις παρέχει το χρήμα, πρέπει να έχη το +δικαίωμα να λάβη προϊόν. Αλλά βεβαίως και το χρήμα πάλιν υπόκειται +εις το ίδια, διότι δεν έχει πάντοτε ίσην αξίαν. Οπωσδήποτε όμως +είναι περισσότερον σταθερόν. Διά τούτο πρέπει να εκτιμηθούν όλα τα +πράγματα. Διότι κατ' αυτόν τον τρόπον ημπορεί να υπάρχη πάντοτε +συναλλαγή, και όταν υπάρχη συναλλαγή, υπάρχει επιμιξία. Και λοιπόν +το νόμισμα, ως άλλο μέτρον, το κάμνει συμμετρικά και το εξισόνει. +Διότι ούτε χωρίς συναλλαγήν ημπορεί να υπάρξη επιμιξία, ούτε +συναλλαγή χωρίς ισότητα, ούτε ισότης χωρίς συμμετρίαν. Και λοιπόν με +ακρίβειαν είναι αδύνατον να γίνουν σύμμετρα το τόσον διαφορετικά +πράγματα, συμφώνως όμως με την ανάγκην είναι δυνατόν να γίνουν +αρκετά σύμμετρα. Λοιπόν κάτι τι πρέπει να υπάρχη και αυτό κατά +συνθήκην. Διά τούτο ονομάζεται νόμισμα. Δηλαδή αυτό καθιστά όλα +σύμμετρα. Διότι όλα μετρούνται με το νόμισμα• έστω καθ' υπόθεσιν μία +οικία=α, δέκα μναι=β, και μία κλίνη=γ. Και λοιπόν τα α είναι το +ήμισυ του β, εάν η οικία έχη αξίαν πέντε μνων. Εάν δε η κλίνη γ +είναι το δέκατον του β, είναι φανερόν πόσαι κλίναι είναι το ίσον +μιας οικίας, δηλαδή πέντε, ότι δε ούτω πως εγίνετο η συναλλαγή πριν +ευρεθή το νόμισμα, είναι φανερόν. Διότι δεν έχουν καμμίαν διαφοράν +απέναντι της οικίας είτε πέντε κλίναι είτε το αντίτιμον των πέντε +κλινών. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'. + + + +&Η δικαιοσύνη δεν είναι ομοία μεσότης, ως αι άλλαι αρεταί.& — Και +λοιπόν τι είναι το άδικον, και τι είναι το δίκαιον, το είπαμεν, αφού +δε ωρίσθησαν αυτά, είναι φανερόν ότι η δικαία πράξις είναι εις το +μέσον του να αδικούμεν και να αδικούμεθα. Διότι εκείνο μεν σημαίνει +να λάβωμεν περισσότερον, τούτο δε ολιγώτερον από ό,τι πρέπει. Η δε +δικαιοσύνη είναι κάποια μεσότης, όχι όμως κατά τον ίδιον τρόπον με +τας άλλας αρετάς, αλλά απλώς διότι περιστρέφεται εις το μέσον, ενώ η +αδικία αποτελεί τας δύο ακρότητας αυτής. Και δικαιοσύνη μεν είναι η +διάθεσις κατά την οποίαν ο δίκαιος λέγεται επιδεκτικός να εκτελή το +δίκαιον κατά προαίρεσιν, και να το διανέμη και μεταξύ εαυτού και +ενός άλλου, και μεταξύ δύο άλλων, όχι εις τρόπον ώστε από το +ωφέλιμον να δώση το περισσότερον εις τον εαυτόν του και ολιγώτερον +εις τον πλησίον, από δε το βλαβερόν αντιστρόφως, αλλά το αναλογικόν +ίσον, ομοίως δε και μεταξύ δύο άλλων. Η δε αδικία αντιθέτως είναι +επιτήδεια να εκτελή το άδικον. Τούτο δε είναι υπερβολή και έλλειψις +του ωφελίμου ή του βλαβερού έξω από την αναλογίαν. Διά τούτο η +αδικία είναι υπερβολή και έλλειψις, διότι περιστρέφεται εις τα +υπερβολικά και ελλιπή. Και μάλιστα διά τον ίδιον μεν τον άδικον +είναι υπερβολή του απολύτως ωφελίμου, και έλλειψις του βλαβερού. Διά +τους άλλους όμως κατά τα άλλα μεν είναι το ίδιον, κατά δε την +δυσαναλογίαν είναι όπως τύχη. Από το άδικον απόκτημα πάλιν το +ολιγώτερον μεν μέρος είναι η παθητική αδικία, το δε περισσότερον η +ενεργητική. + +Και λοιπόν περί της δικαιοσύνης και αδικίας, οποία είναι η φύσις +εκάστης από τας δύο, ας θεωρήσωμεν ορθόν τον τρόπον καθ' ον τα +εξετάσαμεν, ομοίως δε και περί του δικαίου και αδίκου εν γένει. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι’. + + + +&Η Άδικος πράξις δεν είναι πάντοτε αδικία.& — Αλλά αφού συμβαίνει να +αδική κάποιος χωρίς ακόμη διά τούτο να είναι άδικος {34},ερωτώμεν +ποία αδικήματα όταν εκτελέση κανείς, είναι πλέον άδικος εις έκαστον +είδος αδικίας, λόγου χάριν κλέπτης ή μοιχός, ή ληστής; Ή νομίζει +κανείς ότι δεν έχει καμμίαν διαφοράν; Βεβαίως έχει, διότι είναι +δυνατόν να συνουσιασθή με γυναίκα, ενώ γνωρίζει ποία είναι αυτή, όχι +όμως λόγω προαιρέσεως αλλά λόγω του πάθους. Τότε λοιπόν κάμνει μεν +αδικίαν, δεν είναι όμως άδικος, και καθώς δεν είναι κλέπτης υπό +τοιαύτας συνθήκας και όμως έκλεψε, ομοίως δεν είναι μοιχός και όμως +εμοίχευσε. Το ίδιον δε συμβαίνει και εις τα άλλα. + +&Πολιτικόν δίκαιον.& — Και λοιπόν ποία μεν είναι η σχέσις των +αντιποίνων προς το δίκαιον ελέχθη προηγουμένως. Δεν πρέπει όμως να +μας διαφύγη ότι αυτό το οποίον εξετάζομεν είναι το απλώς δίκαιον και +το πολιτικόν δίκαιον. Το τελευταίον τούτο όμως περιστρέφεται εις +εκείνους όσοι έχουν επιμιξίαν του βίου είτε ως ελεύθεροι και ίσοι, +είτε κατ' αναλογίαν ή συμφώνως με τον αριθμόν των, ώστε να έχουν +αυτάρκειαν. Επομένως όσοι δεν έχουν αυτήν, δεν έχουν μεταξύ των το +πολιτικόν δίκαιον, αλλά έν δίκαιον, το οποίον ομοιάζει το δίκαιον. +Δηλαδή δίκαιον έχουν όσοι έχουν νόμον μεταξύ των ο δε νόμος +περιστρέφεται εις όσα γίνεται αδικία. Διότι η δίκη είναι κρίσις του +δικαίου και του αδίκου. Εις όσα λοιπόν υπάρχει αδικία, εις τα ίδια +υπάρχει και η εκτέλεσις αδικίας, εις όσα δε υπάρχει εκτέλεσις +αδικίας δεν υπάρχει πάντοτε αδικία. Τούτο δε συμβαίνει όταν κανείς +κρατή διά τον εαυτόν του το περισσότερον από τα απλώς αγαθά, και το +ολιγώτερον από τα απλώς κακά. Διά τούτο δεν αφίνομεν να είναι άρχων +ο άνθρωπος, αλλά ο λόγος, διότι αυτάς κάμνει τούτο διά τον εαυτόν +του και έτσι γίνεται τύραννος. Είναι δε ο άρχων φύλαξ του δικαίου, +και αφού είναι φύλαξ του δικαίου, είναι και του ίσου. Επειδή δε +φαίνεται ότι δεν μένει τίποτε περισσότερον διά τον εαυτόν του, αφού +είναι δίκαιος — διότι δεν κρατεί διά τον εαυτόν του τίποτε +περισσότερον από το απόλυτον αγαθόν, εάν δεν είναι ανάλογον — διά +τούτο κοπιάζει χάριν άλλου. Και διά τούτο λέγουν ότι η δικαιοσύνη +είναι ξένον αγαθόν, καθώς είπαμεν προηγουμένως. Επομένως πρέπει να +του δοθή κάποιος μισθός, τοιούτος δε είναι η τιμή και το βραβείον. +Εις όσους όμως αυτά δεν είναι αρκετή αμοιβή αυτοί γίνονται τύραννοι. + +&Οικογενειακόν δίκαιον.& — Το δε δεσποτικόν δίκαιον και το πατρικόν +δεν είναι το ίδιον με αυτά, αλλά όμοιον. Διότι γενικώς δεν υπάρχει +αδικία προς την ιδικήν μας ιδιοκτησίαν. Και βεβαίως ο δούλος είναι +κτήμα μας καθώς και το τέκνον, πριν λάβη μίαν ωρισμένην ηλικίαν και +αποχωρισθή, και είναι ωσάν μέλος ιδικόν μας. Τον εαυτόν του δε +κανείς δεν αποφασίζει να τον βλάψη. Διά τούτο δεν υπάρχει αδικία +προς τον εαυτόν μας. Επομένως ούτε άδικον ούτε πολιτικόν δίκαιον. +Διότι τούτο είπαμεν ότι είναι σύμφωνον με τους νόμους, και εις όσα +επλάσθη να επεμβαίνη ο νόμος. Τοιούτοι δε είναι εκείνοι, εις τους +οποίους υπάρχει ισότης να εξουσιάζουν και να εξουσιάζωνται. Διά +τούτο μάλλον απέναντι της γυναικός υπάρχει δίκαιον, παρά απέναντι +των τέκνων και των κτημάτων. Διότι τούτο είναι το οικογενειακόν +δίκαιον, το οποίον είναι διαφορετικόν από το πολιτικόν. + +&Φυσικόν και νομικόν δίκαιον.& — Από δε το πολιτικόν δίκαιον το έν +μέρος είναι φυσικόν, το δε άλλο νομικόν. Και φυσικόν μεν είναι +εκείνο, το οποίον έχει εις όλα τα έθνη την ιδίαν δύναμιν, και δεν +είναι συμφώνως με την δοξασίαν ή όχι, νομικόν δε είναι εκείνο, το +οποίον εξ αρχής μεν δεν έχει διαφοράν, αν γίνη ούτως ή άλλως, όταν +όμως θεσπισθή, έχει διαφοράν, λόγου χάριν το να πληρώνωμεν ως λύτρα +μίαν μναν, ή να θυσιάζωμεν αίγα και όχι πρόβατα, έπειτα δε όσα +νομοθετούν διά διαφόρους περιπτώσεις, λόγου χάριν να κάμνουν θυσίας +εις τον Βρασίδαν, και όλα όσα γίνονται με ψηφίσματα. Εις μερικούς δε +φαίνονται όλα τα δίκαια ότι είναι του δευτέρου τούτου είδους, διότι +το μεν εκ φύσεως είναι ακίνητον και εις όλα τα έθνη έχει την ιδίαν +δύναμιν, καθώς λόγου χάριν το πυρ και εδώ καίει καθώς και εις την +Περσίαν, ενώ τα δίκαια βλέπουν ότι μετακινούνται. + +Αυτό όμως δεν είναι καθώς το νομίζουν, αλλά υπάρχει περίπτωσις, καθ' +ην μετακινείται και εκείνο. Και ίσως μεν εις την χορείαν των θεών +δεν υπάρχει τίποτε μετακινητόν, εις ημάς όμως υπάρχει μεν και κάτι +τι εκ φύσεως, όλα όμως είναι κινητά. Μολαταύτα άλλα μεν είναι κατά +φύσιν, άλλα δε όχι. Ποίον όμως είναι κατά φύσιν από όσα είναι +ενδεχόμενον να είναι και διαφορετικά, και ποίον δεν είναι κατά φύσιν +αλλά κατά νόμον και συνθήκην, αφού και τα δύο είδη είναι κινητά, +είναι εξ ίσου ευνόητον. Λόγου χάριν εκ φύσεως η δεξιά είναι ανωτέρα +της αριστεράς, μολονότι είναι ενδεχόμενον και όλοι να γίνουν +αμφιδέξιοι. Και εις όλα τα άλλα ημπορεί να εφαρμοσθή ο ίδιος +ορισμός. Τα δε κατά συνθήκην και κατά το συμφέρον δίκαια ομοιάζουν +προς τα μέτρα. Διότι δεν είναι εις όλα τα έθνη ίσα τα μέτρα των +υγρών και των σιτηρών, αλλά με μεγαλίτερα αγοράζουν και με μικρότερα +πωλούν. Ομοίως δε και τα μη φυσικά αλλά ανθρώπινα δίκαια δεν είναι +τα ίδια εις όλα τα έθνη, αφού μάλιστα ουδέ τα πολιτεύματα είναι τα +ίδια, αλλά μόνον έν πολίτευμα είναι το καλλίτερον εις όλα τα έθνη. + +Έκαστον όμως από τα δίκαια και νόμιμα έχει σχέσιν προς τας ατομικάς +πράξεις καθώς το καθόλου προς τα μερικά. Διότι αι μεν πράξεις είναι +πολλαί, εκείνα δε είναι έκαστον ανά έν. Διότι είναι γενικά. + +&Διαφορά μεταξύ αδίκου και αδικήματος, και αντιστρόφως.& — Έχουν δε +διαφοράν το αδίκημα από το άδικον καθώς και το δικαίωμα {35} από το +δίκαιον. Διότι το άδικον υπάρχει και συμφώνως με την φύσιν ή με την +τάξιν, αυτό όμως το ίδιον αφού εκτελεσθή είναι αδίκημα, ενώ πριν να +εκτελεσθή δεν ήτο ακόμη αδίκημα, αλλά άδικον. Ομοίως δε και το +δικαίωμα — ονομάζεται δε μάλλον δικαιοπράγημα, διότι το δικαίωμα +είναι η επανόρθωσις του αδικήματος. — Έν έκαστον δε από αυτά ποία +είδη έχει και πόσα και εις ποία πράγματα περιστρέφεται θα το +εξετάσωμεν αργότερα. + +Ενώ δε είναι δίκαια και άδικα αυτά που είπαμεν, αδικεί μεν κανείς +και δικαιοπρακτεί, όταν τα εκτελή εκουσίως, όταν όμως τα εκτελή +ακουσίως, τότε ούτε αδικεί ούτε δικαιοπρακτεί, αλλά μόνον κατά +σύμπτωσιν. Διότι εκτελεί όσα είναι κατά σύμπτωσιν δίκαια ή άδικα. + +Και λοιπόν το αδίκημα και το δικαιοπράγημα ορίζεται από το εκούσιον +ή ακούσιον. Δηλαδή, όταν είναι εκούσιον το αδίκημα, κατακρίνεται, +συγχρόνως δε και είναι τότε αδίκημα. Επομένως θα υπάρχη και κάποιον, +το οποίον είναι άδικον, αλλά ακόμη δεν έγινε αδίκημα, εάν δεν +προστεθή και το εκούσιον. Ονομάζω δε εκούσιον μεν, καθώς είπαμεν και +προηγουμένως, ό,τι εκτελεί κανείς από τα εξαρτώμενα από αυτόν εν +γνώσει και όχι εν αγνοία ποίον είναι το αδίκημα, και με ποίον +όργανον και διά ποίον λόγον λόγου χάριν ποίον κτυπά και με ποίον +όργανον και διά ποίον λόγον. και το καθέν από αυτά όταν τα εκτελή +όχι κατά σύμπτωσιν ούτε με την βίαν — καθώς λόγου χάριν εάν του πάρη +κανείς το χέρι, διά να κτυπήση με αυτό έναν άλλον, τότε αυτός δεν +κτυπά εκουσίως, διότι δεν εξαρτάται από αυτόν το κτύπημα. Είναι δε +ενδεχόμενον ο κτυπώμενος να είναι και ο πατήρ του. Αυτός δε ότι μεν +είναι κάποιος άνθρωπος αυτός ή κάποιος από τους παρευρισκομένους +ενδεχόμενον να το γνωρίζη, ότι όμως είναι ο πατήρ του να μην το +γνωρίζη. Ομοίως δε το τοιούτον ισχύει και διά τον λόγον και δι' +ολόκληρον την πράξιν. Και λοιπόν το εν αγνοία ή όχι μεν εν αγνοία, +μη εξαρτώμενον όμως από αυτόν, ή γινόμενον διά της βίας είναι +ακούσιον. Διότι πολλά και από τα δοθέντα εκ φύσεως τα πράττομεν και +τα πάσχομεν εν γνώσει, αν και από αυτά κανέν δεν είναι ούτε εκούσιον +ούτε ακούσιον, καθώς λόγου χάριν το να γηράσκωμεν και να +αποθνήσκωμεν. Συμβαίνει δε το κατά σύμπτωσιν και εις τα άδικα καθώς +και εις τα δίκαια. Διότι λόγου χάριν και την παρακαταθήκην ημπορεί +κανείς να επιστρέψη ακουσίως και από φόβον. Δεν πρέπει όμως να +ειπούμεν ότι αυτός εκτελεί τα δίκαια ούτε δικαιοπρακτεί, αλλά μόνον +κατά σύμπτωσιν. Όμοίως δε και όστις εξαναγκάζεται, και παρά την +θέλησίν του δεν επιστρέφει την παρακαταθήκην, πρέπει να ειπούμεν ότι +αυτός κατά σύμπτωσιν αδικεί και εκτελεί άδικα. Από δε τα εκούσια +άλλα μεν τα εκτελούμεν κατά απόφασιν, άλλα δε χωρίς απόφασιν. Και +κατ' απόφασιν μεν εκτελούμεν όσα επρομελετήσαμεν, αναποφασίστως δε +όσα δεν επρομελετήσαμεν. + +&Διάκρισις ατυχήματος, σφάλματος και αδικήματος.& — Από τας τρεις δε +βλάβας αι οποίαι υπάρχουν εις την επιμιξίαν, άλλαι μεν είναι +σφάλματα αγνοίας, όταν λ.χ. δεν γνωρίζη ούτε ποίον ούτε με τι, ούτε +διά ποίον λόγον παρεξήγησε, και εξετέλεσε — δηλαδή ή ενόμισε ότι δεν +θα κτυπήση, ή όχι με τούτο, ή όχι τούτον, ή όχι διά τούτον τον +λόγον, συνέβη όμως εκείνο όχι διά τον λόγον που ενόμισε αυτός, λόγου +χάριν, όχι διά να πληγώση, αλλά να κεντήση, ή όχι αυτόν, ή όχι με +αυτό. — Όταν λοιπόν η βλάβη συμβή έξω από τους υπολογισμούς, είναι +ατύχημα, όταν όμως δεν συμβή έξω από τους υπολογισμούς, πάλιν όμως +δεν προέρχεται από κακίαν, είναι σφάλμα — δηλαδή σφάλλει κανείς όταν +είναι μέσα εις τον ίδιον η αρχή της αγνοίας, παθαίνει δε ατύχημα +όταν αυτό προέρχεται απ' έξω. Όταν δε τα εγνώριζε αλλά δεν τα είχε +προμελετήση, είναι αδίκημα• λόγου χάριν όσα γίνονται από έξαψιν και +από άλλα πάθη, τα οποία συμβαίνουν εις τους ανθρώπους κατ' ανάγκην +και ως φυσικά. Διότι, όταν πράττουν αυτάς τας βλάβας και τα +σφάλματα, κάμνουν μεν άδικον, και είναι αδικήματα αυτά, αυτοί όμως +δεν είναι ακόμη άδικοι ούτε πονηροί εξ αιτίας αυτών. Διότι η βλάβη +δεν προήλθε από την μοχθηρίαν. Όταν όμως τα εκτελούν με απόφασιν, +είναι άδικοι και μοχθηροί. — Διά τούτο ορθώς θεωρούνται ότι δεν +είναι εκ προβλέψεως όσα προέρχονται από έξαψιν. Διότι δεν κάμνει +έναρξιν όστις εκτελεί κάτι τι με έξαψιν, αλλά εκείνος που τον +εξώργισε. Έπειτα δεν συζητούμεν ούτε περί της εκτελέσεως ή μη +εκτελέσεως, αλλά περί του δικαίου. Διότι η οργή προέρχεται από την +φαινομενικήν αδικίαν. Δηλαδή εδώ δεν φιλονικούν καθώς εις τας +συναλλαγάς περί του αποτελέσματος όπου κατ' ανάγκην ο είς εκ των δύο +είναι μοχθηρός, εάν δεν έγινε κατά λάθος. Αλλά συμφωνούν εις το +πράγμα και μόνον φιλονικούν κατά ποίον τρόπον είναι δίκαιον — τούτο +δε δεν το αγνοεί όστις εσχεδίαζε το κακόν — ώστε ο μεν πρώτος φρονεί +εν τη πλάνη ότι αδικείται, ο άλλος όμως δεν απατάται. Αν δε βλάψη +κανείς εκ προμελέτης, κάμνει άδικον, και δι' αυτά πλέον τα αδικήματα +είναι άδικος όστις αδικεί, εάν είναι έξω από την αναλογίαν ή το +ίσον, ομοίως δε και ο δίκαιος είναι δίκαιος όταν εκ προμελέτης +δικαιοπραγή, και δικαιοπραγεί μόνον όταν ενεργή εκουσίως. Από δε τα +εκούσια, άλλα μεν είναι συγχωρητά, άλλα όμως είναι ασυγχώρητα. +Δηλαδή όσα μεν σφάλματα κάμνουν όχι μόνον εν αγνοία αλλά και από +αμάθειαν, είναι συγχωρητά, όσα όμως κάμνουν εξ αιτίας κάποιου πάθους +των το οποίον δεν είναι ούτε φυσικόν ούτε ανθρώπινον, αυτά είναι +ασυγχώρητα. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'. + + + +Άραγε είναι δυνατόν να αδικηθή κανείς εκουσίως; — Είναι όμως +δυνατόν να διαφιλονικήση κανείς αν αρκετά καλά ωρίσαμεν την +παθητικήν και την ενεργητικήν αδικίαν, και πρώτον μεν μήπως είναι +καθώς το είπε ο Ευριπίδης, ο οποίος λέγει παραλόγως: + + Εσκότωσα την μάννα μου, δύο λόγια και καλά. + + Μα ήθελα και ήθελε; ή ούτ' ήθελα ούτ' ήθελε; + +Διότι είναι ζήτημα αν υπάρχει πραγματικώς τρόπος να αδικηθή κανείς +εάν δεν θέλη, ή μήπως πάσα πάθησις αδικίας είναι ακουσία, καθώς και +πάσα εκτέλεσις αδικίας; Επομένως άραγε το όλον είναι κατά τον ένα ή +κατά τον άλλον τρόπον, καθώς και το να αδική κανείς είναι πάντοτε +εκούσιον; Ή μήπως το έν μεν είναι εκούσιον, το δε άλλο ακούσιον; Το +ίδιον δε θα ειπούμεν και επί απολαύσεως του δικαίου, επειδή η +εκτέλεσις του δικαίου είναι πάντοτε εκουσία. Επομένως είναι εύλογον +να αντιτίθεται ομοίως εις το καθέν από εκείνα τα δύο η πάθησις της +αδικίας και η απόλαυσις της δικαιοσύνης ή ως εκουσία ή ως ακουσία. +Αλλά πάλιν φαίνεται παράλογον, εάν ολόκληρος η απόλαυσις της +δικαιοσύνης θεωρηθή εκουσία. Διότι υπάρχουν μερικοί οι οποίοι +παίρνουν το δίκαιον των όχι εκουσίως. Αφού μάλιστα και το εξής +ημπορεί κανείς να διαφιλονικήση, άραγε όστις πάσχει την αδικίαν +πάντοτε αδικείται, ή ό,τι συμβαίνει εις την εκτέλεσιν το ίδιον +συμβαίνει και εις την πάθησιν; Δηλαδή είναι ενδεχόμενον και εις τα +δύο να απολαμβάνωμεν το δίκαιόν μας κατά σύμπτωσιν. Και βεβαίως +είναι προφανές ότι το ίδιον συμβαίνει και εις τα άδικα. Δηλαδή δεν +είναι το ίδιον η εκτέλεσις αδίκων με την αδικίαν, ούτε η πάθησις +αδίκων με την πάθησιν αδικίας. Το ίδιον δε και όταν εκτελούμεν το +δίκαιον και ευρίσκωμεν το δίκαιον. Δηλαδή είναι αδύνατον να +αδικούμεθα, όταν δεν μας αδική κανείς, ούτε να εύρωμεν δίκαιον, όταν +δεν μας αποδίδη κανείς το δίκαιον. Αφού δε γενικώς αδικία είναι να +βλάπτωμεν κάποιον εκουσίως, και εκουσίως σημαίνει εν γνώσει του +ποίος είναι, και με τι και πώς, και αφού ο ακρατής εκουσίως βλάπτει +ο ίδιος τον εαυτόν του, τότε φαίνεται ότι ημπορεί κανείς να αδικηθή +εκουσίως και είναι ενδεχόμενον κανείς να αδική ο ίδιος τον εαυτόν +του — είναι δε και αυτά έν από τα άλυτα ζητήματα, δηλαδή εάν είναι +δυνατόν ποτε να αδική κανείς τον εαυτόν του — . Έπειτα είναι δυνατόν +να βλαφθή κανείς ένεκα της ακολασίας εκουσίως από άλλον εκούσιον. +Επομένως είναι δυνατόν να αδικηθή κανείς εκουσίως. Ή τάχα δεν είναι +ορθός ορισμός και πρέπει εις το να βλάπτη εν γνώσει του «ποίος είναι +αυτός και με τι και πώς», να προσθέσωμεν τον όρον: «παρά την θέλησιν +εκείνου»; Και λοιπόν βλάπτεται μεν κανείς εκουσίως και πάσχει +άδικα, κανείς όμως δεν πάσχει αδικίαν εκουσίως. Διότι κανείς δεν +θέλει, ούτε και ο ακόλαστος, αλλά έξω της θελήσεώς του εκτελεί. +Δηλαδή ούτε θέλει ποτέ κανείς εκείνο το οποίον δεν νομίζει ότι είναι +σπουδαίον, ούτε ο ακρατής πράττει όσα νομίζει ότι πρέπει να εκτελή. +Όστις δε δίδει ιδικά του πράγματα, καθώς λέγει ο Όμηρος ότι ο +Γλαύκος αντήλλαξε με τον Διομήδην: + + Χρυσά των εκατόν βοών, με των εννέα χάλκινα. + +αυτός βέβαια δεν αδικείται. Διότι είναι εις την εξουσίαν του να τα +δώση. Ενώ το να πάθη αδικίαν δεν είναι, εις την εξουσίαν του, αλλά +πρέπει να υπάρχη εκείνος που αδικεί. Και λοιπόν έγινε φανερόν ότι η +πάθησις της αδικίας δεν είναι εκουσία. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'. + + + +&Όστις μοιράζει το άδικον αδικεί, ή όστις το λαμβάνει;& — Εξ όσων +δε εξελέξαμεν διά να εξετάσωμεν, μένουν ακόμη δύο, δηλαδή αν κάμνει +αδικίαν όστις μοιράζει παρά την αξίαν το περισσότερον ή όστις +λαμβάνει, και αν είναι δυνατόν να αδική κανείς τον εαυτόν του. +Διότι, εάν είναι δυνατόν το προλεχθέν, και αν αδική όστις μοιράζει +και όχι όστις λαμβάνει το περισσότερον, τότε εάν κανείς αποδίδη +περισσότερον εις άλλον παρά εις τον εαυτόν του εν γνώσει και +εκουσίως, αυτός αδικεί ο ίδιος τον εαυτόν του. Και τούτο φαίνεται +ότι κάμνουν οι μετριόφρονες. Διότι όστις είναι καθώς πρέπει είναι +παραχωρητικός. Ή μήπως και αυτό πάλιν δεν είναι απλούν; Διότι πολύ +πιθανόν να κερδίζη άλλο αγαθόν, λόγου χάριν δόξαν, ή το γενικώς +καλόν. Ακόμη δε αναιρείται τούτο και συμφώνως με τον ορισμόν της +αδικίας. Διότι τίποτε δεν παθαίνει έξω από την θέλησίν του. Ώστε ως +προς τούτο δεν αδικείται, αλλά το πολύ πολύ βλάπτεται μόνον. + +Είναι δε φανερόν ακόμη, και ότι όστις μοιράζει αδικεί, και όχι όστις +λαμβάνει το περισσότερον. Διότι δεν κάμνει την αδικίαν εκείνος εις +τον οποίον υπάρχει το άδικον, αλλά εκείνος ο οποίος το εκτελεί +εκουσίως. Τούτο δε υπάρχει εις εκείνον από τον οποίον προέρχεται η +αρχή της πράξεως, η οποία υπάρχει εις τον μοιράζοντα και όχι εις τον +λαμβάνοντα. Έπειτα το εκτελώ λέγεται με πολλάς σημασίας και ημπορούν +κατά τινα τρόπον και τα άψυχα να φονεύσουν, και η χειρ και ο δούλος +του δίδοντος την διαταγήν, ο οποίος δεν αδικεί μεν, κάμνει όμως +άδικα. Ακόμη δε, αν μεν εν αγνοία απεφάσισε, δεν αδικεί κατά το +νομικόν δίκαιον ούτε είναι άδικος η απόφασίς του, είναι όμως κάπως +άδικος — διότι άλλο είναι το νομικόν δίκαιον και άλλο το πρώτον — +Εάν δε εν γνώσει του απεφάσισε αδίκως, τότε κερδίζει και αυτός ή +ευγνωμοσύνην, ή εκδίκησιν. Και λοιπόν καθώς όστις μοιράση το άδικον, +ομοίως και όστις αποφασίση αδίκως παίρνει περισσότερον. Διότι, όταν +απεφάσισε να δώση τον αγρόν εις εκείνον, αυτός δεν έλαβε μεν τον +αγρόν, έλαβε όμως το χρήμα. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'. + + + +&Αι δυσκολίαι της δικαιοσύνης.& — Οι δε άνθρωποι νομίζουν ότι είναι +εις την εξουσίαν των να αδικούν, και επομένως ότι το δίκαιον είναι +εύκολον. Αυτό όμως δεν είναι αληθές. Διότι το να συνευρεθούν με την +γυναίκα του γείτονός των και να κτυπήσουν τον πλησίον των και να +εξοδεύσουν με το χέρι των το χρήμα των είναι εύκολον και εις την +εξουσίαν των, το να εκτελούν όμως αυτά με μίαν σταθεράν διάθεσιν, +ούτε εύκολον είναι ούτε εις την εξουσίαν των. Ομοίως δε νομίζουν ότι +και το να γνωρίζουν τα δίκαια και τα άδικα δεν είναι καμμία +φιλοσοφία, διότι δεν είναι δύσκολον να εννοήσουν όσα επιβάλλουν οι +νόμοι. Δεν είναι όμως αυτά τα δίκαια παρά μόνον κατά σύμπτωσιν. Αλλά +γνώσις των δικαίων είναι το πώς πρέπει να μοιράζωνται εις τους +άλλους και πώς να εκτελούνται. Τούτο δε είναι πολύ δυσκολώτερον να +το γνωρίζη κανείς παρά την υγιεινήν, διότι και εις αυτήν είναι μεν +εύκολον να γνωρίζη κανείς το μέλι και τον οίνον και τον ελλέβορον +και την καυτηρίασιν και την εγχείρησιν, πώς όμως να τα εκτελέση +χάριν της υγείας και εις ποίον και πότε, είναι τόσον δύσκολον, όσον +και να γίνη ιατρός. Και διά την ιδίαν αιτίαν νομίζουν ότι όχι +ολιγώτερον είναι δυνατόν να αδική ο δίκαιος. Διότι εξ ίσου ή και +περισσότερον ακόμη ημπορεί και ο δίκαιος να πράξη έκαστον από αυτά. +Δηλαδή και να συνευρεθή με γυναίκα και να κτυπήση κανένα, και πάλιν +ο ανδρείος να ρίψη την ασπίδα και να στραφή και να τρέχη εις +οποιανδήποτε διεύθυνσιν. + +Και όμως η δειλία και η αδικία δεν είναι το να εκτελή κανείς αυτά, +εκτός μόνον κατά σύμπτωσιν, αλλά το να εκτελή αυτά με τοιαύτην ή +τοιαύτην διάθεσιν, καθώς το να ιατρεύη και θεραπεύη δεν συνίσταται +εις το να κόπτη ή όχι ή να δίδη φάρμακα ή όχι, αλλά κατά ένα +ωρισμένον τρόπον. Τα δε δίκαια περιστρέφονται εις όσα μετέχουν των +απολύτων αγαθών, έχουν δε ως προς αυτά υπερβολήν και έλλειψιν. Διότι +δι' άλλους μεν δεν υπάρχει υπερβολή αυτών, καθώς ίσως διά τους +θεούς, δι' άλλους δε ουδέ το ελάχιστον μέρος αυτών είναι ωφέλιμον, +οι οποίοι είναι ανιάτως κακοί, αλλά βλάπτουν όλα, δι' άλλους δε +μέχρις ενός βαθμού. Διά τούτο είναι σύμφωνα προς την φύσιν του +ανθρώπου. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'. + + + +&Ευπρέπεια& {36}. — Και τόρα είναι καιρός να ομιλήσωμεν περί +ευπρεπείας και περί του ευπρεπούς, ποίαν σχέσιν έχει η μεν ευπρέπεια +προς την δικαιοσύνην, το δε ευπρεπές προς το δίκαιον. Διότι, όταν το +προσέξωμεν, δεν φαίνεται να είναι ούτε το ίδιον πράγμα αλλ' ούτε +κατά γένος διάφορον. Και άλλοτε μεν επαινούμεν το ευπρεπές και τον +τοιούτον άνδρα, ώστε και εις τα άλλα μεταφέρομεν επαινετικώς αυτά +επί της σημασίας του αγαθού, και λέγομεν ότι είναι ευπρεπέστερον το +καλλίτερον. Άλλοτε όμως, όταν το σκεφθώμεν με τον λογισμόν μας, μας +φαίνεται παράλογον πως είναι κάτι τι αξιέπαινον το ευπρεπές, αφού +είναι διάφορον από το δίκαιον. Δηλαδή ή το δίκαιον δεν είναι +σπουδαίον, ή το ευπρεπές δεν είναι δίκαιον, αφού διαφέρει. Ή, αν +είναι και τα δύο σπουδαία, τότε είναι το ίδιον. Η απορία λοιπόν +σχεδόν δι' αυτούς τους λόγους συμβαίνει ως προς το επιεικές, αλλά +όλα αυτά είναι με κάποιον τρόπον ορθά, και δεν διαφωνεί κανέν μεταξύ +των. Διότι το ευπρεπές, ως κάποιον καλλίτερον δίκαιον, είναι +δίκαιον, και όχι ως κανέν άλλο γένος καλλίτερον από το δίκαιον. +Επομένως είναι το ίδιον πράγμα το δίκαιον και το ευπρεπές, και ενώ +είναι και τα δύο σπουδαία, ανώτερον είναι το ευπρεπές. Μας προξενεί +δε την απορίαν ότι το ευπρεπές είναι μεν δίκαιον, δεν είναι όμως τα +νόμιμον δίκαιον, αλλά επανόρθωσις του νομίμου δικαίου. Αιτία δε +τούτου είναι ότι ο μεν νόμος είναι πάντοτε γενικός, ενώ περί μερικών +πραγμάτων δεν είναι δυνατόν να ομιλήση κανείς γενικώς. Εις όσα +λοιπόν είναι μεν ανάγκη να ομιλή γενικώς, αλλά τούτο δεν είναι +δυνατόν να γίνη ορθώς, εκεί ο νόμος λαμβάνει υπ' όψιν τας +περισσοτέρας περιπτώσεις, ενώ γνωρίζει ότι συμβαίνει λάθος. Και +μολαταύτα είναι ορθός. Διότι το σφάλμα δεν έγκειται εις τον νόμον +ούτε εις τον νομοθέτην, αλλά εις την φύσιν του πράγματος. Διότι +ακριβώς τοιούτον είναι το υλικόν των πραγματοποιουμένων υπό του +ανθρώπου. Όταν λοιπόν ο μεν νόμος ομιλή γενικώς, συμβή όμως τίποτε +εις το δείνα πράγμα έξω από το γενικόν, τότε το ορθόν είναι, +συμφώνως με όσα παρέλειψε ο νομοθέτης και έσφαλε διότι τα ώρισε +γενικώς, εις αυτά να επανορθώσωμεν την παράλειψιν. Τo οποίον ήτο +δυνατόν και ο ίδιος ο νομοθέτης να το έλεγε, εάν ήτο εκεί παρών, και +αν το είχε παρατηρήσει θα το ενομοθέτει. Διά τούτο είναι μεν δίκαιον +και ανώτερον από κάποιον άλλο δίκαιον, όχι όμως από το απόλυτον, +αλλά από το σφάλμα το προερχόμενον από το απόλυτον. Και αυτή είναι η +φύσις του ευπρεπούς, δηλαδή η επανόρθωσις του νόμου, όπου είναι +ελλιπής ένεκα της γενικότητάς του. Δηλαδή τούτο είναι αιτία του να +μη συμφωνούν όλα με τον νόμον, διότι διά μερικά είναι αδύνατον να +θέση νόμον και επομένως απαιτούνται ψηφίσματα. Δηλαδή του +απροσδιορίστου πράγματος είναι απροσδιόριστος και ο κανών, καθώς εις +την Λεσβιακήν αρχιτεκτονικήν ο μολύβδινος κανών. Διότι αναλόγως του +σχήματος του λίθου τροποποιείται και δεν μένει σταθερός ο κανών, +καθώς και το ψήφισμα αναλόγως των περιστάσεων. Τι πράγμα λοιπόν +είναι το ευπρεπές, και ότι είναι δίκαιον, και από ποίον δίκαιον +είναι καλλίτερον, έγινε φανερόν. Είναι δε φανερόν από αυτό και ποίος +είναι ο ευπρεπής. Δηλαδή όστις αποφασίζει και εκτελεί τα τοιαύτα, +και όστις δεν είναι ακριβοδίκαιος εις το χειρότερον, αλλά +υποχωρητικός, αν και έχει υπέρ αυτού τον νόμον, είναι ευπρεπής, και +εκείνη η διάθεσις είναι ευπρέπεια, η οποία είναι έν είδος +δικαιοσύνης και όχι διάφορος διάθεσις. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'. + + + +&Αν είναι δυνατόν να αδική κανείς τον εαυτόν του.& — Και τόρα είναι +φανερόν από όσα είπαμεν, αν είναι δυνατόν ή όχι να αδική κανείς τον +εαυτόν του. Δηλαδή μερικά μεν δίκαια τα υπαγορεύει ο νόμος συμφώνως +προς όλην την αρετήν, λόγου χάριν δεν υπαγορεύει ο νόμος να +αυτοκτονούμεν. Όσα δε δεν υπαγορεύει, τα απαγορεύει. Έπειτα όστις +βλάπτει εκουσίως έξω από τον νόμον — χωρίς να ανταποδίδη αδικίαν — +κάμνει αδικίαν, εκουσίως δε σημαίνει, όταν γνωρίζη ποίον και με τι. +Και βεβαίως όστις από τον θυμόν του κόπτει τον λαιμόν του, το +εκτελεί τούτο εκουσίως έξω από τον ορθόν λόγον, το οποίον δεν το +επιτρέπει ο νόμος. Επομένως αδικεί. Αλλά ποίον; Ή μήπως αδικεί την +πόλιν και όχι τον εαυτόν του; Διότι εκουσίως πάσχει, ενώ ουδείς +αδικείται εκουσίως. Διά τούτο και η πόλις τον τιμωρεί και +προσγίνεται κάποια ατιμία εις τον αυτοκτονούντα, ως αδικούντα την +πόλιν. Έπειτα επειδή ο αδικών είναι μόνον άδικος και όχι ουτιδανός, +δεν είναι δυνατόν να αδικήση τον εαυτόν του. — Διότι διαφέρει το έν +από το άλλο. Δηλαδή ο άδικος είναι με κάποιον τρόπον τόσον πονηρός +όσον και ο δειλός, και όχι με ολόκληρον την πονηρίαν, επομένως δεν +αδικεί συμφώνως με αυτήν. — Διότι τούτο θα ήτο ως να αφαιρήται και +προστίθεται το ίδιον πράγμα εις το ίδιον πρόσωπον. Τούτο όμως δεν +είναι δυνατόν, αλλά κατ' ανάγκην το δίκαιον και το άδικον +περιστρέφεται εις περισσότερα πρόσωπα από έν. Έπειτα η αδικία είναι +εκούσιον και εκ προμελέτης και χωρίς προηγούμενον. — Δηλαδή όστις +ανταποδίδει τα ίσα διότι έπαθε, δεν φαίνεται να αδική, ενώ όστις +αδικεί τον εαυτόν του συγχρόνως εκτελεί και πάσχει τα ίδια. Έπειτα +αυτό θα ήτο ως να αδικήται κανείς εκουσίως. Εκτός δε τούτου χωρίς να +υπάρχουν άδικα αποκτήματα κανείς δεν αδικεί, λόγου χάριν κανείς δεν +μοιχεύει την γυναίκα του, ούτε διαρρηγνύει τον ιδικόν του τοίχον, +ούτε κλέπτει ιδικά του πράγματα. Και γενικώς αναιρείται το να αδική +κανείς τον εαυτόν του, και συμφώνως με τον ορισμόν περί της εκουσίας +παθήσεως αδικήματος. + +&Το να αδική κανείς ή το να αδικήται είναι περισσότερον κακόν +;&Είναι δε φανερόν ότι και τα δύο μεν είναι ποταπά, και το να +αδικήται κανείς και το να αδική. Διότι το μεν έν σημαίνει να λαμβάνη +ολιγώτερον από το μέσον, το δε άλλο περισσότερον, και δεν είναι +καθώς το υγιεινόν εις την ιατρικήν, και η ευεξία εις την +γυμναστικήν. Πάλιν όμως χειρότερον είναι το να αδική κανείς. Δηλαδή +το μεν να αδική είναι αξιοκατάκριτον, διότι γίνεται με κακίαν, και +κακίαν ή τελείαν και απόλυτον ή πλησιάζουσαν — καθόσον το εκούσιον +δεν γίνεται πάντοτε με κακίαν — το να αδικήται όμως γίνεται χωρίς +κακίαν και αδικίαν. + +Καθ' εαυτό λοιπόν το να αδικήται κανείς είναι ολιγώτερον ουτιδανόν, +κατά σύμπτωσιν όμως τίποτε δεν το εμποδίζει να είναι μεγαλίτερον +κακόν. Τούτο όμως δεν ενδιαφέρει την τέχνην, αλλά και την πλευρίτιδα +την θεωρεί μεγαλιτέραν ασθένειαν από το τρίκλισμα. Και όμως είναι +δυνατόν να συμβή κατά σύμπτωσιν το αντίθετον, εάν με το τρίκλισμα +πέση κανείς και συμβή να συλληφθή από τους εχθρούς ή να αποθάνη. + +&Το προς εαυτόν δίκαιον.& — Κατά μεταφοράν δε και ομοιότητα υπάρχει +δίκαιον εις έκαστον όχι με τον εαυτόν του, αλλά με κάτι τι από τα +ιδικά του, και όχι όλα τα είδη του δικαίου αλλά το οικοδεσποτικόν +και το οικογενειακόν. Διότι εις αυτά τα ζητήματα διαφωνεί το λογικόν +μέρος της ψυχής προς το άλογον. Εις αυτά λοιπόν όταν προσέξη κανείς +φαίνεται ότι υπάρχει αδικία προς εαυτόν, διότι εις αυτά είναι +δυνατόν να πάσχη κάτι τι έξω από τας επιθυμίας του. Και βεβαίως +φαίνεται ότι υπάρχει μεν μεταξύ αυτών κάποιον δίκαιον, καθώς μεταξύ +άρχοντος και υπηκόων. Και λοιπόν περί της δικαιοσύνης και των άλλων +ηθικών αρετών είναι αρκετά όσα είπαμεν. + + + +ΒΙΒΛΙΟΝ Ζ. + + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. + + + +&Ορισμός του μέσου.& — Επειδή δε προηγουμένως είπαμεν ότι πρέπει να +εκλέγωμεν το μέσον και όχι την υπερβολήν ούτε την έλλειψιν, το δε +μέσον είναι καθώς υπαγορεύει ο ορθός λόγος, ας ορίσωμεν τόρα τούτο. +Δηλαδή εις όλας τας διαθέσεις τας οποίας είπαμεν, καθώς και εις όλα +τα άλλα πράγματα υπάρχει κάποιος σκοπός προς τον οποίον αποβλέπει +όστις έχει τον λόγον, και τα τεντόνει ή τα χαλαρόνει, και υπάρχει +κάποιος ορισμός των μεσοτήτων, διά τας οποίας λέγομεν ότι κείνται +μεταξύ της υπερβολής και της ελλείψεως, όταν είναι σύμφωνοι προς τον +ορθόν λόγον. Αλλά η τοιαύτη έκφρασις είναι μεν αληθής, δεν είναι +όμως σαφής. Διότι και εις τας άλλας επιμελείας, εις όσας +περιστρέφεται η επιστήμη, τούτο είναι αληθές, ότι δηλαδή δεν πρέπει +ούτε περισσότερα ούτε ολιγώτερα να φιλοπονούμεν ή να παραμελούμεν +αλλά τα μεσαία και καθώς υπαγορεύει ο ορθός λόγος. Αν όμως μόνον +αυτό κατέχη κανείς, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζη τίποτε +περισσότερον, λόγου χάριν ποία πρέπει να δίδωνται εις το σώμα, εάν +μας ειπή κανείς ότι πρέπει να δίδωνται όσα διατάσσει η ιατρική και +όστις κατέχει αυτήν. Διά τούτο πρέπει και ως προς τας διαθέσεις της +ψυχής όχι μόνον αληθώς να εκφράσωμεν τούτο, αλλά και να ορίσωμεν +ποίος είναι ο ορθός λόγος και ποίος ορισμός υπάρχει αυτού. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'. + + + +Το λογικόν της ψυχικής διαιρείται εις επιστημονικόν και λογιστικόν.& +— Και λοιπόν όταν διαιρέσαμεν τας αρετάς της ψυχής, είπαμεν ότι +μερικαί περιστρέφονται εις το ήθος, μερικαί δε εις την διάνοιαν. Και +περί μεν των ηθικών ωμιλήσαμεν, τόρα δε ας εξετάσωμεν τας άλλας, +αφού πρώτον ομιλήσωμεν περί της ψυχής. Εις τα προηγούμενα λοιπόν +είπαμεν ότι δύο είναι τα μέρη της ψυχής, δηλαδή το λογικόν και το +άλογον. Και τόρα ας εξετάσωμεν κατά τον ίδιον τρόπον. Και ας +παραδεχθώμεν ως βάσιν ότι δύο είναι τα λογικά, έν μεν εκείνο με το +οποίον εννοούμεν εκείνα εκ των όντων όσων η αρχή δεν είναι δυνατόν +να έχη άλλως πως, έν δε εκείνο με το οποίον εννοούμεν τα ενδεχόμενα. +Διότι, συμφώνως προς τα διαφέροντα κατά γένος πράγματα, διάφορον +κατά γένος μέρος της ψυχής επλάσθη δι' έκαστον από αυτά τα δύο, αφού +από κάποιαν ομοιότητα και συγγένειαν προέρχεται η γνώσις εις αυτά. +Και λοιπόν ονομάζομεν το έν μεν από αυτά επιστημονικόν, το δε άλλο +υπολογιστικόν. Και βεβαίως η προμελέτη και ο υπολογισμός είναι το +ίδιον, και κανείς δεν προμελετά τα πράγματα τα οποία δεν ενδέχονται +να συμβούν κατ' άλλον τρόπον. Επομένως το υπολογιστικόν είναι έν +μέρος του λογικού. Λοιπόν πρέπει να εύρωμεν ποία είναι η καλλιτέρα +διάθεσις εκάστου εκ των δύο τούτων. Διότι αυτή είναι η αρετή του +καθενός, η δε αρετή περιστρέφεται εις το σχετικόν έργον. + +&Το ορεκτικόν εξαρτάται εκ του νοητικού και η πράξις εκ της +θεωρίας.& — Τρεις δε είναι αι δυνάμεις της ψυχής από τας οποίας +πηγάζει η αλήθεια και η πράξις, δηλαδή το νοητικόν, το αισθητικόν, +και το ορεκτικόν. Εξ αυτών δε η αίσθησις δεν είναι αρχή ουδεμιάς +πράξεως. Απόδειξις δε είναι ότι τα ζώα έχουν μεν αίσθησιν, δεν +μετέχουν όμως της πράξεως. Και ό,τι είναι διά την διάνοιαν το ναι +και το όχι, το ίδιον είναι και διά την όρεξιν η επιδίωξις και η +αποφυγή. Ώστε, αφού η ηθική αρετή είναι διάθεσις προαιρετική, η δε +προαίρεσις επιθυμία προμελετημένη, είναι ανάγκη και ο λόγος να είναι +αληθής και η επιθυμία ορθή, εάν βεβαίως πρόκειται να είναι σπουδαία +η προαίρεσις, και τα ίδια πράγματα ο μεν λόγος να τα παραδέχεται, η +δε επιθυμία να τα επιδιώκη. Και λοιπόν αυτά μεν το είδος της +διανοίας και της αληθείας είναι πρακτικόν (εφηρμοσμένον), της δε +καθαρώς θεωρητικής διανοίας και όχι πρακτικής ούτε δημιουργικής +(παραγωγικής) ορθόν και εσφαλμένον είναι το αληθές και το ψεύδος. +Διότι αυτή (η αλήθεια και το ψεύδος) είναι ιδιότης παντός +διανοητικού έργου, του δε πρακτικού (εφηρμοσμένου) και συγχρόνως +διανοητικού (θεωρητικού) έργου ιδιότης είναι η αλήθεια, η οποία +συμβιβάζεται με την ορθήν επιθυμίαν. Και λοιπόν της μεν πράξεως αρχή +είναι η προαίρεσις, από την οποίαν αρχίζει η κίνησις και όχι ο +σκοπός, της δε προαιρέσεως αρχή είναι η επιθυμία και ο λόγος ο +σκόπιμος. Διά τούτο ούτε χωρίς νουν και διάνοιαν, αλλ' ούτε και +χωρίς ηθικήν διάθεσιν είναι η προαίρεσις. Δηλαδή ευδοκίμησις και το +αντίθετον της ευδοκιμήσεως δεν υπάρχει χωρίς διάνοιαν και χωρίς +ήθος. + +Η δε καθαρά διάνοια τίποτε δεν κινεί, αλλά η σκόπιμος και η +πρακτική. Διότι αυτή κυριαρχεί και εις την δημιουργικήν +(παραγωγικήν) διάνοιαν. Διότι πας όστις παράγει έχει κάποιον σκοπόν +και το προϊόν δεν είναι απλώς τέλος της εκτελέσεως αλλά σχετικόν +προς άλλο και σκόπιμον, όχι δε παν ό,τι δημιουργείται, αλλ' ό,τι +έχει ευδόκιμον εκτέλεσιν. Διότι σκοπός είναι η ευδοκίμησις, η δε +επιθυμία αναφέρεται εις τον σκοπόν. Διά τούτο ημπορούμεν να ειπούμεν +ότι η προαίρεσις είναι ορεκτικός νους, ή όρεξις διανοητική, και το +είδος αυτής της αρχής αποτελεί τον άνθρωπον. Δεν είναι δε +αντικείμενον προαιρέσεως κανέν από όσα συνέβησαν• λόγου χάριν κανείς +δεν επιθυμεί να κυριεύση την Τροίαν. Διότι ούτε προμελετά καν αυτό +το συμβάν αλλά μόνον ό,τι μέλλει να γίνη και ό,τι είναι ενδεχόμενον, +ενώ το γεγονός δεν είναι δυνατόν να μη γίνη. Διά τούτο ορθώς λέγει ο +Αγάθων: + + Αυτήν την χάριν δεν την έχει ούτ' ο θεός + αγένωτα να κάμη, όσα έγιναν. + +Λοιπόν και των δύο διανοητικών ειδών της ψυχής έργον είναι η +αλήθεια. Επομένως εκείναι αι διαθέσεις είναι αι αρεταί του καθενός +από αυτά, όσαι θα επαληθεύσουν το καθέν. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'. + + + +&Η ακριβής επιστήμη.& — Λοιπόν ας κάμωμεν αρχήν να ομιλήσωμεν περί +αυτών επιθεωρούντες πάλιν τα προηγούμενα. Και τόρα ας δεχθώμεν ότι +είναι πέντε εκείνα εις τα οποία η ψυχή λέγει την αλήθειαν με το ναι +και με το όχι. Αυτά δε είναι η τέχνη, η επιστήμη, η φρόνησις, η +σοφία, ο νους. Διότι με την γνώμην της και την κρίσιν της είναι +δυνατόν και να διαψεύδεται. Και λοιπόν τι είναι επιστήμη, γίνεται +φανερόν από το εξής ζήτημα, αν δηλαδή πρέπει να είμεθα ακριβολόγοι +και να μη παρασυρώμεθα από τας ομοιότητας. Διότι όλοι έχομεν την +ιδέαν ότι παν ό,τι γνωρίζομεν δεν είναι δυνατόν να είναι +διαφορετικόν. Όσα δε είναι ενδεχόμενον να είναι διαφορετικά, όταν +δεν συμπίπτουν με την θεωρίαν μας, δεν εννοούμεν αν είναι πραγματικά +ή όχι. Επομένως το αντικείμενον της επιστήμης είναι κάτι τι +απαραίτητον, και ως εκ τούτου αιώνιον. Διότι όλα τα απαραίτητα είναι +γενικώς αιώνια, τα αιώνια είναι αγένωτα και άφθαρτα. Έπειτα φαίνεται +ότι πάσα επιστήμη είναι διδακτή, και παν αντικείμενον της επιστήμης +υπόκειται εις την μάθησιν. Ακόμη δε πάσα διδασκαλία αρχίζει από τα +προηγουμένως γνωστά, καθώς αναπτύσσομεν και εις τα αναλυτικά. Διότι +άλλη μεν γίνεται δι' επαγωγής, άλλη δε διά συλλογισμού. Και βεβαίως +η μεν επαγωγή είναι η έρευνα η ανυψούσα εις τα αξιώματα και τα +γενικά, ο δε συλλογισμός κατέρχεται από τα γενικά. Επομένως υπάρχουν +και αξιώματα από τα οποία γεννάται συλλογισμός, χωρίς αυτά να +γεννώνται πλέον από άλλον συλλογισμόν. Εις αυτά λοιπόν εφαρμόζεται η +επαγωγική μέθοδος. Και λοιπόν η μεν επιστήμη είναι ψυχική διάθεσις +αποδεικτική, με όλα τα άλλα όσα αναφέρομεν εις τα αναλυτικά. Δηλαδή, +όταν παραδέχεται κανείς με ωρισμένον τρόπον και είναι γνωσταί αι +αρχαί εις αυτόν, τότε γνωρίζει επιστημονικώς. Διότι, εάν δεν γνωρίζη +τίποτε ανώτερον από το συμπέρασμα, τότε θα είναι μόνον κατά +σύμπτωσιν κάτοχος της επιστημονικής γνώσεως. Περί μεν λοιπόν της +επιστήμης είναι αρκετά όσα είπαμεν. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. + + + +&Εις τι περιστρέφεται η τέχνη.& — Τόρα όμως από εκείνο το οποίον +ενδέχεται να είναι και διαφορετικόν, άλλο μεν δημιουργείται απλώς, +άλλο δε είναι εκτέλεσις ευδόκιμος. Είναι δε διάφορον το δημιούργημα +από την εκτέλεσιν. — Ως προς αυτά δε βασιζόμεθα και εις τους +εξωτερικούς λόγους — . Επομένως και η εκτελεστική διάθεσις η +συνοδευομένη από τον λόγον διαφέρει από την δημιουργικήν διάθεσιν +την συνοδευομένην επίσης από τον λόγον. Διά τούτο αυτά τα δύο δεν +περιέχονται καν το έν εις το άλλο. Δηλαδή ούτε η εκτέλεσις είναι +δημιουργία ούτε η δημιουργία εκτέλεσις. Επειδή δε η οικοδομική τέχνη +έχει μίαν ουσίαν και είναι κάποια διάθεσις δημιουργική συνοδευομένη +από τον λόγον, και επειδή ούτε καμμία τέχνη υπάρχει η οποία να είναι +δημιουργική διάθεσις μη συνοδευομένη από λόγον, ούτε πάλιν όταν +είναι τοιαύτη, ημπορεί να μην είναι τέχνη, έπεται ότι το ίδιον είναι +η τέχνη και η δημιουργική διάθεσις η συνοδευομένη από λόγον. +Περιστρέφεται δε πάσα τέχνη εις την δημιουργίαν πραγμάτων, και εις +τας εφευρέσεις και επινοήσεις αι οποίαι επιδιώκουν να κατορθωθή κάτι +τι από όσα είναι ενδεχόμενον και να υπάρχουν και να μην υπάρχουν, +και των οποίων η αρχή είναι μέσα εις τον δημιουργόν και όχι εις το +δημιούργημα. Δηλαδή η τέχνη δεν περιστρέφεται ούτε εις τα εξ +ανάγκης, ούτε εις τα εκ φύσεως υπάρχοντα ή γινόμενα. Διότι αυτά +έχουν μέσα των την αρχήν των. Αφού δε η δημιουργία, και η εκτέλεσις +είναι διαφορετικά, είναι επόμενον η τέχνη να περιστρέφεται εις την +δημιουργίαν και όχι εις την εκτέλεσιν. Και με κάποιον τρόπον εις τα +ίδια περιστρέφεται η τύχη και η τέχνη, καθώς λέγει ο Αγάθων: + + Τέχνη την τύχην ωφελεί και η τύχη δε την τέχνην + +Και λοιπόν καθώς είπαμεν η μεν τέχνη είναι κάποια διάθεσις +δημιουργική συνοδευομένη από λόγον αληθή, η δε ατεχνία αντιθέτως +είναι διάθεσις δημιουργική συνοδευομένη από ψευδή λόγον, και +περιστρέφονται εις ό,τι ενδέχεται να είναι και διαφορετικόν. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'. + + +&Η φρόνησις.& + +Και τόρα ας ομιλήσωμεν περί φρονήσεως, αφού εξετάσωμεν ποίου είδους +θεωρούμεν τους φρονίμους. Και λοιπόν φαίνεται ότι ιδιότης του +φρονίμου είναι το να ημπορή να σκεφθή καλά ως προς τα αγαθά και +συμφέροντα διά τον εαυτόν του, όχι μονομερώς, λόγου χάριν ποία +χρησιμεύουν διά την υγείαν ή διά να αποκτήση δύναμιν, αλλά γενικώς +ποία συντελούν εις την ευζωίαν. Απόδειξις δε τούτου είναι ότι τότε +ονομάζομεν κανένα φρόνιμον ως προς έν πράγμα, όταν υπολογίση καλώς +αυτό έως ότου να επιτύχη αξιόλογον αποτέλεσμα, αν και δεν υπάρχει +περί αυτού ωρισμένη τέχνη. Και επομένως γενικώς φρόνιμος είναι όστις +προμελετά καλώς. Κανείς όμως δεν προμελετά όσα είναι αδύνατον να +συμβούν κατ' άλλον τρόπον, ούτε όσα δεν είναι πιθανόν δι' αυτόν να +τα εκτελέση. Επομένως, αφού η επιστήμη συνοδεύεται με απόδειξιν και +αφού δεν υπάρχει απόδειξις δι' όσα αι αρχαί των είναι ενδεχόμενον να +είναι και κατ' άλλον τρόπον, διότι όλα αυτά είναι ενδεχόμενον να +είναι και κατ' άλλον τρόπον, αφού τέλος δεν είναι δυνατόν να +προμελετήση κανείς τα υπάρχοντα εξ ανάγκης, έπεται ότι δεν είναι η +φρόνησις επιστήμη ούτε τέχνη. Και επιστήμη μεν δεν είναι, διότι +είναι ενδεχόμενον το εκτελεστόν να συμβαίνη κατ' άλλον τρόπον, τέχνη +δε δεν είναι, διότι άλλο είναι το γένος της εκτελέσεως και άλλο της +δημιουργίας. Λοιπόν υπολείπεται να είναι ψυχική διάθεσις εκτελεστική +συνοδευομένη από λόγον αληθή και περιστρεφομένη εις τα ανθρώπινα +αγαθά και κακά. Δηλαδή της μεν δημιουργίας το αποτέλεσμα είναι κάτι +τι ξεχωριστόν από αυτήν, της εκτελέσεως όμως δεν είναι διαφορετικόν, +διότι η ιδία η ευδόκιμος εκτέλεσις είναι αποτέλεσμα. Διά τούτο τον +Περικλέα και τους τοιούτους τους νομίζομεν φρονίμους, διότι είναι +ικανοί να αντιλαμβάνωνται όσα είναι αγαθά διά τον εαυτόν των και διά +τους άλλους ανθρώπους. Νομίζομεν δε ότι τοιούτοι είναι οι +οικοδεσποτικοί και οι πολιτικοί. Ως εκ τούτου αυτό το όνομα +αποδίδομεν εις την σωφροσύνην, διότι σώζει την φρόνησιν. Δηλαδή +κυρίως αυτού του είδους την γνώμην σώζει. Διότι δεν καταστρέφει ούτε +διαστρέφει παντός είδους γνώμην η ηδονή και η λύπη, λόγου χάριν αν +αι τρεις γωνίαι του τριγώνου είναι ίσαι προς δύο ορθάς ή όχι, αλλά +μόνον τας περιστρεφομένας εις τας ευδοκίμους εκτελέσεις. Διότι αι +αρχαί των εκτελεστών αποτελούν τον σκοπόν αυτών. Αλλά όστις είναι +διεφθαρμένος από ηδονήν ή λύπην δεν βλέπει καθαρά την αρχήν, ούτε +ότι πρέπει χάριν της αρχής και εξ αιτίας αυτής να προαιρήται και να +εκτελή τα πάντα. Διότι η κακία καταστρέφει τας αρχάς. Επομένως κατ' +ανάγκην η φρόνησις είναι διάθεσις συνοδευομένη από αληθή λόγον +εκτελεστική ως προς τα ανθρώπινα αγαθά. Αλλά βεβαίως της μεν τέχνης +υπάρχει αρετή, της φρονήσεως όμως δεν υπάρχει. Και εις μεν την +τέχνην όστις σφάλλει εκουσίως είναι προτιμότερος, εις την φρόνησιν +όμως όχι, καθώς και εις όλας τας αρετάς. Είναι λοιπόν φανερόν ότι η +φρόνησις είναι κάποια αρετή και όχι τέχνη. Από τα δυο δε λογικά μέρη +της ψυχής φαίνεται ότι εις το έν μόνον ανήκει η αρετή, δηλαδή εις το +κριτικόν. Διότι και η κρίσις καθώς και η φρόνησις περιστρέφεται εις +τα ενδεχόμενα να συμβούν και αλλέως. Αλλά βεβαίως δεν είναι πάλιν +ούτε μόνον διάθεσις συνοδευομένη από λόγον. Απόδειξις δε τούτου +είναι ότι την τοιαύτην διάθεσιν είναι δυνατόν να την λησμονήσωμεν, +την φρόνησιν όμως όχι. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'. + + +&Ο νους.& + +Επειδή δε η επιστήμη είναι μία γνώμη περί των καθολικών πραγμάτων +και των υπαρχόντων εξ ανάγκης, και επειδή υπάρχουν αρχαί όλων των +πραγμάτων τα οποία επιδέχονται απόδειξιν καθώς και πάσης επιστήμης — +διότι η επιστήμη συνοδεύεται από λόγον — έπεται ότι των αρχών παντός +πράγματος υποκειμένου εις την επιστήμην δεν υπάρχει ούτε επιστήμη +ούτε τέχνη ούτε φρόνησις. Διότι παν ό,τι υπόκειται εις την επιστήμην +επιδέχεται απόδειξιν, ενώ όλαι αυταί περιστρέφονται εις όσα είναι +ενδεχόμενον να συμβούν και αλλέως. Αλλ' ούτε βεβαίως σοφία αυτών των +πραγμάτων υπάρχει. Διότι ιδιότης της σοφίας είναι να έχη απόδειξιν +διά μερικά πράγματα. Αφού λοιπόν τα μέσα, με τα οποία ευρίσκομεν την +αλήθειαν, και με τα οποία ποτέ δεν διαψευδόμεθα ως προς τα +ενδεχόμενα ή μη ενδεχόμενα να συμβούν και αλλέως, είναι η επιστήμη +και η φρόνησις και η σοφία και ο νους, κανέν από τα τρία όμως εξ +αυτών δεν είναι δυνατόν να είναι αυτό — τρία δε εννοώ την φρόνησιν, +την επιστήμην, την σοφίαν — απομένει να είναι ο νους το μέσον με το +οποίον ευρίσκομεν τας αρχάς. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'. + + +&Σοφία.& + +Την δε σοφίαν ως προς τας τέχνας την αποδίδομεν εις τους +επιτηδειοτάτους• λόγου χάριν θεωρούμεν τον Φειδίαν σοφόν λιθοξόον +και τον Πολύκλειτον σοφόν ανδριαντοποιόν. Και βεβαίως εδώ τίποτε +άλλο δεν εννοούμεν με την σοφίαν, παρά ό,τι είναι η αρετή εις την +τέχνην. Νομίζομεν όμως και ότι υπάρχουν γενικώς μερικοί σοφοί όχι +εις έν είδος ούτε εις ωρισμένον πράγμα, καθώς λέγει ο Όμηρος εις τον +Μαργίτην: + + Ούτε σκαφτιάν τον έκαμαν οι θεοί, ούτε οργωτήν, + αλλ' ούτε είς άλλο τίποτε σοφόν. + +Ώστε είναι φανερόν ότι η σοφία είναι μία από τας ακριβεστάτας +επιστήμας. Επομένως ο σοφός δεν πρέπει να γνωρίζη μόνον όσα +εξάγονται από τας αρχάς, αλλά να ευρίσκη την αλήθειαν και ως προς +τας αρχάς. Επομένως η σοφία ίσως είναι νους και επιστήμη, και είναι +καθώς μία κεφαλή η οποία περιέχει επιστήμην περιστρεφομένην εις τα +σπουδαιότερα. + +Διότι είναι παράλογον να θεωρή κανείς την πολιτικήν ή την φρόνησιν +σπουδαιοτάτην, εάν ο άνθρωπος δεν είναι το ανώτερον από όλα εις τον +κόσμον. Αφού λοιπόν άλλο είναι το υγιεινόν και το αγαθόν διά τους +ανθρώπους και άλλο διά τα ψάρια, ενώ το λευκόν και το ευθύγραμμον +είναι το ίδιον πάντοτε, τότε ημπορούμεν και όλοι το ίδιον πράγμα να +θεωρούμεν ως σοφόν, ως φρόνιμον όμως κάτι άλλο. Δηλαδή η ορθή +αντίληψις εις τα περιστοιχίζοντα τον εαυτόν μας θα ημπορούσε να +ονομασθή φρόνιμον πράγμα και εις αυτό να εμπιστευθούν αυτά. Διά +τούτο και μερικά από τα ζώα τα θεωρούν φρόνιμα, όσα δηλαδή φαίνονται +ότι έχουν κάποιαν προνοητικήν δύναμιν διά την ζωήν των. Είναι δε +επίσης φανερόν ότι δεν ημπορεί να είναι το ίδιον πράγμα η σοφία και +η πολιτική. Διότι, εάν μεν ονομάση κανείς σοφίαν την περιστρεφομένην +εις τα ατομικά συμφέροντα, τότε θα φανερωθούν πολλαί σοφίαι. Διότι +δεν υπάρχει σοφία διά το αγαθόν όλων των ζώων, αλλά διαφορετική διά +το καθέν, αφού και ιατρική δεν υπάρχει μία δι' όλα τα όντα. Εάν δε +ονομάση σοφίαν αυτήν την πολιτικήν, διότι ο άνθρωπος είναι το +ανώτερον από όλα τα άλλα ζώα, δεν έχει καμμίαν άλλην διαφοράν. Διότι +και από τον άνθρωπον υπάρχουν άλλα όντα πολύ θεϊκώτερα κατά την +φύσιν ωσάν ολοφάνερα, από τα οποία συνίσταται ο κόσμος. Λοιπόν από +όσα είπαμεν είναι φανερόν ότι η σοφία και η επιστήμη και ο νους +είναι από τα τιμαλφέστερα πράγματα εις τον κόσμον. Διά τούτο τον +Αναξαγόραν και τον Θαλήν και τους ομοίους των τους θεωρούν μεν +σοφούς, όχι όμως φρονίμους, αφού τους βλέπουν ότι δεν γνωρίζουν τα +ατομικά των συμφέροντα, και λέγουν μεν ότι αυτοί γνωρίζουν περισσά +και αξιοθαύμαστα και δύσκολα και θεϊκά πράγματα, αυτά όμως είναι +άχρηστα, διότι δεν εξετάζουν ποία είναι τα ανθρώπινα αγαθά. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'. + + +&Φρόνησις.& + +Η δε φρόνησις όμως περιστρέφεται εις τα ανθρώπινα και εις όσα είναι +δυνατόν να τα προμελετήσωμεν. Δηλαδή κυρίως θεωρούμεν έργον του +φρονίμου την καλήν προμελέτην. Κανείς όμως δεν σκέπτεται δι' όσα +είναι αδύνατον να συμβούν κατ' άλλον τρόπον από ό,τι συμβαίνουν, +ούτε δι' όσα δεν έχουν κάποιον τέλος, και αν αυτά πάλιν δεν είναι +εκτελεστόν αγαθόν. Όστις δε είναι γενικώς προνοητικός παρατηρεί με +την σκέψιν του ποίον είναι το άριστον από όλα τα εκτελεστά διά τον +άνθρωπον. Και δεν περιστρέφεται η φρόνησις μόνον εις τα γενικά, αλλά +πρέπει κανείς να γνωρίζη και τα καθέκαστα. Δηλαδή είναι εκτελεστική, +αλλά πάσα εκτέλεσις περιστρέφεται εις τα καθέκαστα. Διά τούτο +μερικοί αμαθέστεροι είναι εκτελεστικώτεροι από άλλους πολυμαθείς, +δηλαδή οι έμπειροι. Διότι, εάν τύχη κανείς να γνωρίζη ότι όλα τα +ελαφρά κρέατα είναι εύπεπτα και υγιεινά, δεν γνωρίζη όμως ποία είναι +ελαφρά, δεν θα επαναφέρη την υγείαν, αλλά μόνον όστις γνωρίζει ότι +τα πουλερικά κρέατα είναι ελαφρά, αυτός θα φέρη την υγείαν +περισσότερον. Η δε φρόνησις είναι εκτελεστική. Ώστε ή πρέπει να +έχωμεν και τα δύο, ή αυτήν περισσότερον. Ίσως δε και εδώ κάποια από +τας δύο είναι αρχιεργατική αρετή. Είναι δε η πολιτική και η φρόνησις +η ιδία διάθεσις, ουσιωδώς όμως δεν είναι το ίδιον πράγμα, διότι η +δευτέρα περιστρέφεται εις την πόλιν, και η μεν αρχιεργατική φρόνησις +είναι νομοθετική, η δε αναφερομένη εις τα καθέκαστα φέρει το κοινόν +όνομα πολιτική. Αυτή δε είναι εκτελεστική και προνοητική. Διότι το +ψήφισμα είναι εκτελεστόν, επειδή είναι το τελευταίον. Διά τούτο +μόνον οι τοιούτοι λέγομεν ότι πολιτεύονται. Διότι μόνον αυτοί +ενεργούν καθώς οι χειροτέχναι. Φαίνεται δε ότι και η φρόνησις κυρίως +είναι η περιστρεφομένη εις το άτομον και τον ένα. Και αυτή φέρει το +κοινόν όνομα φρόνησις. Από εκείνας όμως η μεν μία ονομάζεται +οικονομία, η δε άλλη νομοθεσία και η άλλη πολιτική, και από αυτήν η +μεν μία είναι βουλευτική, η δε άλλη δικαστική. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'. + + + +&Συνέχεια περί φρονήσεως.& + +Ίσως λοιπόν είναι έν είδος γνώσεως το να γνωρίζη κανείς τα ατομικά +του συμφέροντα, έχει όμως μεγάλην διαφοράν από την γνώσιν εν γένει. +Και φαίνεται ότι φρόνιμος είναι όστις γνωρίζει τα ατομικά του, και +φροντίζει διά το άτομόν του, ενώ οι πολιτικοί φαίνονται +πολυπράγμονες. Διά τούτο λέγει ο Ευριπίδης {37}: + + Πού φρόνιμος; ενώ ημπορούσα ήσυχα + να είμαι ένας μέσα εις όλον τον στρατόν + να κάμνω την δουλειά μου; + Μα όσοι μεγαλοπιάνονται....... + +Διότι οι τοιούτοι επιδιώκουν το ατομικόν των συμφέρον, και αυτό +νομίζουν ότι πρέπει να εκτελούν. Από αυτήν λοιπόν την γνώμην προήλθε +το να θεωρούνται φρόνιμοι αυτοί. Μολονότι ίσως δεν είναι δυνατόν να +επιδιώκη κανείς ορθώς το ατομικόν του συμφέρον χωρίς οικονομίαν και +πολιτικήν, έπειτα δε είναι άγνωστον πώς πρέπει κανείς να διοική τα +ατομικά του πράγματα και πρέπει να το εξετάσωμεν. Απόδειξις δε αυτού +που είπαμεν είναι ότι οι νέοι γίνονται μεν μαθηματικοί και σοφοί εις +τοιούτου είδους πράγματα, φρόνιμοι όμως δεν φαίνεται να γίνωνται. +Αιτία δε είναι ότι η φρόνησις φαίνεται ότι περιστρέφεται εις τα +καθέκαστα, τα οποία γίνονται γνωστά από εμπειρίαν. Αλλά νέος +έμπειρος δεν υπάρχει, διότι η εμπειρία έρχεται με τον πολύν καιρόν. +Άλλως τε ημπορεί να λάβη υπ' όψιν του κανείς και το εξής. Διατί τάχα +ένα παιδί ημπορεί να γίνη μαθηματικός, όχι όμως και σοφός ή φυσικός; +Όχι τάχα διότι εκείνα μεν γίνονται αφηρημένως, ενώ αυτών εδώ αι +αρχαί πηγάζουν από την εμπειρίαν, και εις αυτά μεν εδώ οι νέοι +ψιττακίζουν τας αρχάς χωρίς πεποίθησιν, ενώ εις εκείνα δεν είναι +άγνωστοι αι αρχαί; Έπειτα το λάθος της προμελέτης ή ανήκει εις τα +γενικά ή εις τα καθέκαστα. Δηλαδή ή πρόκειται να εύρωμεν ότι όλα τα +βαρειά νερά είναι βλαβερά, ή ότι τούτο εδώ είναι βαρύ. Ότι δε η +φρόνησις δεν είναι επιστήμη είναι ολοφάνερον. Διότι, καθώς είπαμεν, +περιστρέφεται εις το τελευταίον. Διότι τοιούτον είναι παν ό,τι είναι +εκτελεστόν. Και βεβαίως αντιτίθεται προς τον νουν. Διότι ο νους +περιστρέφεται εις τα αξιώματα, τα οποία δεν επιδέχονται απόδειξιν, +ενώ η φρόνησις περιστρέφεται εις τα τελευταία (εξαγόμενα), τα οποία +δεν υπόκεινται εις καμμίαν επιστήμην αλλά εις την αίσθησιν, και όχι +εις τα ιδιαίτερα αισθητήριά μας, αλλά εις εκείνην με την οποίαν +εννοούμεν ότι το τελευταίον πολύγωνον εις τα μαθηματικά είναι το +τρίγωνον. Διότι εις αυτό και θα σταματήση. Αλλά αυτό εδώ πλέον είναι +μάλλον αντίληψις παρά φρόνησις, και είναι διαφορετικόν είδος από +εκείνην. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι’. + + + +&Περίσκεψις.& + +Η έρευνα δε διαφέρει από την προμελέτην. Διότι η προμελέτη είναι έν +μέρος της όλης ερεύνης. Πρέπει δε να ειπούμεν και τι είναι +περίσκεψις, δηλαδή αν είναι επιστήμη, ή κρίσις, ή ευστοχία, ή κανέν +άλλο γένος. Και λοιπόν επιστήμη μεν δεν είναι — διότι κανείς δεν +ερευνά όσα γνωρίζονται, ενώ η περίσκεψις είναι κάποια προμελέτη, και +όστις προμελετά ερευνά και υπολογίζει. — Αλλά πάλιν και ευστοχία δεν +είναι. Διότι η ευστοχία είναι κάτι που δεν έχει λόγον και γίνεται +γλήγορα, ενώ η προμελέτη διαρκεί πολλήν ώραν, και λέγουν παροιμιωδώς +ότι πρέπει να σκεπτώμεθα μεν αργά, αλλά να εκτελούμεν γλήγορα τα +αποφασισθέντα. Έπειτα διαφέρει η αγχίνοια από την περίσκεψιν. Είναι +δε η αγχίνοια κάποια ευστοχία. Αλλ' ούτε βεβαίως κρίσις είναι η +περίσκεψις. Αλλά επειδή όστις μεν προμελετά κακώς κάμνει σφάλμα, +όστις δε προμελετά καλώς κάμνει το ορθόν, είναι φανερόν ότι η +περίσκεψις είναι κάποια ορθότης, όχι όμως επιστήμης ούτε κρίσεως. +Διότι της μεν επιστήμης ορθότης δεν υπάρχει — διότι δεν υπάρχει ούτε +σφάλμα — της δε κρίσεως ορθότης είναι η αλήθεια. Εξ άλλου δε +ωρίσαμεν προηγουμένως όλα εκείνα, εις όσα περιστρέφεται η κρίσις. + +Αλλά πάλιν ούτε χωρίς λόγον γίνεται η περίσκεψις. Μένει λοιπόν να +αναφέρεται εις την διάνοιαν. Διότι αυτή δεν είναι ακόμη κατάφασις. +Και βεβαίως και η κρίσις δεν είναι έρευνα αλλά κατάφασις, ενώ όστις +προμελετά, είτε ορθώς είτε εσφαλμένως εκτελεί τούτο, ερευνά και +συλλογίζεται. Ώστε είναι κάποια ορθότης της σκέψεως η περίσκεψις. +Διά τούτο πρώτον πρέπει να εξετάσωμεν, τι είναι σκέψις και εις τι +περιστρέφεται, επειδή δε η ορθότης λέγεται με πολλάς σημασίας, είναι +φανερόν ότι όλη η ορθότης σκέψεως δεν είναι περίσκεψις. Διότι ο +ακρατής και ο μηδαμινός, εάν επιδιώκη, εάν είναι δαιμόνιος, θα το +επιτύχη με τον υπολογισμόν, και επομένως υπό έποψιν μεν προμελέτης +θα εκτελή ορθώς, υπό έποψιν όμως αποφάσεως θα απολαύση μέγα κακόν. +Φαίνεται δε βεβαίως ότι η περίσκεψις είναι κάπως αγαθόν. Δηλαδή +εκείνο το είδος μόνον της ορθής προμελέτης είναι περίσκεψις, το +οποίον επιδιώκει το αγαθόν. Αλλ' είναι δυνατόν να το επιτύχωμεν αυτό +και με ψευδή συλλογισμόν. Δηλαδή, ό,τι μεν πρέπει να κάμωμεν, είναι +δυνατόν να το επιτύχωμεν, όχι όμως και το μέσον, αλλά πιθανόν να +είναι ψευδής ο μέσος όρος (=η ελάσσων πρότασις). Ώστε και αυτό το +είδος δεν είναι περίσκεψις, με το οποίον επιτυγχάνει μεν κανείς ό,τι +πρέπει, όχι όμως με το πρέπον μέσον. Έπειτα είναι δυνατόν άλλος να +σκεφθή πολλήν ώραν και επιτύχη, και άλλος γλήγορα. Επομένως ούτε +εκείνο δεν είναι ακόμη περίσκεψις, αλλά απλώς ορθότης ως προς το +ωφέλιμον, και δι' ό,τι πρέπει, και καθώς πρέπει, και όταν πρέπη. +Έπειτα είναι δυνατόν να προμελετά κανείς ορθώς και γενικώς, αλλά και +εν σχέσει προς κάποιον αποτέλεσμα. Και γενική μεν προμελέτη είναι +εκείνη η οποία κατορθώνει γενικώς το αποτέλεσμα, μία δε ωρισμένη +είναι εκείνη η οποία κατορθώνει έν ωρισμένον αποτέλεσμα. Εάν λοιπόν +είναι ιδιότης των φρονίμων η καλή προμελέτη, τότε η περίσκεψις θα +είναι ίσως ορθότης συμφωνούσα με το συμφέρον εν σχέσει προς έν +αποτέλεσμα, διά το οποίον η φρόνησις είναι αληθής αντίληψις. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'. + + +&Ευσυνεσία& (εξυπνάδα). + +Αλλά και η σύνεσις και η ευσυνεσία, δηλαδή αι ιδιότητες με τας +οποίας χαρακτηρίζουν τους συνετούς και ευσυνέτους, δεν είναι ούτε +εντελώς το ίδιον με την επιστήμην και κρίσιν — διότι τότε όλοι θα +ήσαν συνετοί — ούτε πάλιν μία ειδική επιστήμη, καθώς λόγου χάριν η +ιατρική διά τα υγιεινά, και η γεωμετρία διά τα μεγέθη. Διότι η +σύνεσις δεν περιστρέφεται ούτε εις τα αιώνια και αμετάβλητα +πράγματα, ούτε εις τα συμβαίνοντα εις ό,τιδήποτε, αλλά εις όσα +ημπορεί κανείς να έχη απορίαν και να τα σκέπτεται. Διά τούτο +περιστρέφεται μεν εις τα ίδια ζητήματα εις όσα και η φρόνησις, δεν +είναι όμως το ίδιον η σύνεσις και η φρόνησις. Διότι η μεν φρόνησις +είναι διατακτική — διότι το αποτέλεσμα αυτής είναι, τι πρέπει να +πράξωμεν ή όχι — ενώ η σύνεσις είναι μόνον κριτική. — Και βεβαίως +είναι το ίδιον η σύνεσις και η ευσυνεσία και ο συνετός και ο +ευσύνετος. Σύνεσις δε δεν είναι ούτε το να έχωμεν φρόνησιν ούτε να +λάβωμεν, αλλά καθώς το μανθάνω λέγεται αρχαϊκώς συνίημι, εάν +εφαρμόζη την επιστήμην, ομοίως και εάν εφαρμόζη την κρίσιν, διά να +κρίνη καλώς εκείνα εις τα οποία περιστρέφεται η φρόνησις, όταν ομιλή +άλλος. Διότι το μόριον ευ είναι το ίδιον με το καλώς. Και από τούτο +προήλθε το όνομα ευσυνεσία, με την οποίαν χαρακτηρίζονται οι +ευσύνετοι, δηλαδή από την καλήν μάθησιν. Διότι πολλάκις +ανταλλάσσεται το μανθάνω με το συνίημι. + +&Γνώμη (κρίσις) {38}.& + +Η δε γνώμη, καθώς λέγουν, είναι εκείνη με την οποίαν χαρακτηρίζομεν +τον ορθόγνωμον (ορθόφρονα) και είναι η ορθή κρίσις του ευπρεπούς. +Απόδειξις δε είναι το εξής. Δηλαδή προ πάντων τον ευπρεπή τον +θεωρούμεν ορθόγνωμον και ευπρέπειαν θεωρούμεν το να δίδωμεν εις +μερικάς περιστάσεις συγγνώμην. Η δε συγγνώμη (συμβιβαστικότης) είναι +γνώμη ορθή κρίνουσα το ευπρεπές. Η δε ορθή κρίσις χαρακτηρίζει το +αληθές. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'. + + + +&Η γνώμη, η σύνεσις, η φρόνησις, και ο νους ανήκουν εις το ίδιον +άτομον.& — Αλλά και όλαι αι ανωτέρω διαθέσεις βεβαίως τείνουν εις το +ίδιον πράγμα. Δηλαδή την γνώμην και την σύνεσιν και την φρόνησιν και +τον νουν τας εφαρμόζομεν εις τους ιδίους ανθρώπους και λέγομεν ότι +έχουν γνώμην και νουν και πάλιν ότι είναι φρόνιμοι και συνετοί. +Διότι όλαι αυταί αι δυνάμεις περιστρέφονται εις τα τελευταία +εξαγόμενα και τα καθέκαστα, και με το να κρίνη κανείς όσα κρίνει ο +φρόνιμος, είναι συνετός και ορθόγνωμος ή συμβιβαστικός. Διότι τα +ευπρεπή μόνα από όλα τα αγαθά μας είναι κοινά εις τας σχέσεις μας +προς τους άλλους, περιστρέφονται όμως εις τα καθέκαστα και τελευταία +όλα τα επιτυχώς εκτελεστά. Και βεβαίως ο φρόνιμος πρέπει να τα +γνωρίζη αυτά, και η σύνεσις και η γνώμη περιστρέφεται εις τα +εκτελεστά, τα οποία είναι τελευταία. + +&Εποπτικός νους.& — Και ο νους δε περιστρέφεται εις τα τελευταία και +κατά τας δύο διευθύνσεις. Δηλαδή και εις τους πρώτους όρους +(προτάσεις) και εις τους τελευταίους περιστρέφεται ο νους και ο +λόγος, και αυτός μεν (ο λόγος) είναι κατάλληλος εις τας αποδείξεις +του αμεταβλήτου και των αξιωμάτων, εκείνος δε εις την εφαρμογήν των +τελευταίων εξαγομένων και του ενδεχομένου, και της δευτέρας +προτάσεως. Διότι αυταί είναι αι αρχαί των αιτίων. Δηλαδή από τα +καθέκαστα προέρχονται τα γενικά. Αυτά λοιπόν πρέπει να τα +αντιλαμβανώμεθα, και τούτο εκτελεί ο νους. Διά τούτο αυτά φαίνονται +ότι είναι φυσικά, και εκ φύσεως σοφός μεν δεν είναι κανείς, έχει +όμως γνώμην και σύνεσιν και νουν. Απόδειξις δε είναι ότι αυτά +συμβαδίζουν με τας ηλικίας. Και η δείνα ηλικία λέγομεν ότι έχει +γνώμην και νουν, διότι φρονούμεν ότι η αιτία υπάρχει εις την φύσιν. +Διά τούτο και η αρχή και το τέλος είναι ο νους. Διότι αι αποδείξεις +προέρχονται από αυτά και εις αυτά περιστρέφονται. Ώστε πρέπει να +δίδωμεν προσοχήν εις τας αναποδείκτους κρίσεις των εμπείρων και των +γεροντοτέρων ή των φρονίμων όχι ολιγώτερον από τας αποδείξεις. Διότι +αυτοί βλέπουν ορθώς, επειδή έχουν έμπειρον βλέμμα. Και λοιπών περί +φρονήσεως και σοφίας και εις τι ασχολείται εκάστη και ότι εκάστη +είναι ιδιότης διαφορετικού μέρους της ψυχής, το εξετάσαμεν. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'. + + + +&Απορίαι περί χρησιμότητος της φρονήσεως και σοφίας.& — Τόρα όμως +έρχεται το ερώτημα περί αυτών εις τι χρησιμεύουν. Και λοιπόν η μεν +σοφία τίποτε δεν αντιλαμβάνεται από εκείνα τα οποία κάμνουν τον +άνθρωπον ευτυχή — δηλαδή δεν περιστρέφεται εις την γένεσιν κανενός +πράγματος — , η δε φρόνησις το έχει μεν αυτό, αλλά ποία η ανάγκη +αυτής, αφού η μεν φρόνησις περιστρέφεται εις τα δίκαια και καλά και +αγαθά διά τον άνθρωπον, αυτά δε είναι έργα του αγαθού ανδρός, και +όμως με μόνην την γνώσιν δεν γινόμεθα διόλου ικανώτεροι εις την +εκτέλεσιν αυτών — αφού αι αρεταί είναι συνήθειαι — καθώς ούτε εις τα +υγιεινά και την ευρωστίαν, τα οποία δεν θεωρούνται ενέργειαι αλλά +διαθέσεις; Διότι εις τίποτε δεν είμεθα εκτελεστικώτεροι με το να +έχωμεν την ιατρικήν και την γυμναστικήν. Εάν δε δεν θεωρήσωμεν +κανένα φρόνιμον προς χάριν αυτών, αλλά μόνον χάριν της γενέσεως, +τότε η φρόνησις δεν χρησιμεύει διόλου εις εκείνους οι οποίοι είναι +σπουδαίοι εις αυτήν, ακόμη δε ουδέ εις όσους δεν είναι σπουδαίοι. +Διότι δεν υπάρχει καμμία διαφορά αν τας έχομεν οι ίδιοι, ή +υπακούομεν εις άλλους οι οποίοι τας κατέχουν. Και διότι εις ημάς +είναι τούτο αρκετόν, καθώς συμβαίνει διά την υγείαν. Δηλαδή +επιθυμούμεν να είμεθα υγιείς, αλλά δεν μανθάνομεν την ιατρικήν. +Έπειτα δε ίσως φανή παράλογον, εάν θα την θεωρήσωμεν εγκυροτέραν από +την σοφίαν, ενώ είναι κατωτέρα. Διότι η πρωτουργός εξουσιάζει και +διατάσσει εις τα καθέκαστα. Περί αυτών λοιπόν πρέπει να ομιλήσωμεν. +Διότι τόρα τας απορίας μόνον εξετάσαμεν περί αυτών. + +&Η φρόνησις και ιδίως η σοφία έχει ανάγκην άλλης πρακτικωτέρας +δυνάμεως.& — Και πρώτον λέγομεν ότι αυταί πρέπει να είναι καθ' +εαυτάς προτιμητέαι — αφού είναι αρεταί η καθεμία του καθενός μέρους +της ψυχής — και όταν ακόμη δεν παράγη τίποτε καμμία από αυτάς. Εκτός +τούτου όμως παράγουν και κάτι τι, πλην όχι καθώς η ιατρική την +υγείαν, αλλά καθώς η υγεία φέρει την ευτυχίαν, ομοίως και η σοφία +φέρει αυτήν. Διότι, επειδή είναι μέρος της όλης αρετής, κάμνει τον +άνθρωπον ευδαίμονα και διότι την έχει και διότι ενεργεί δι' αυτής. +Έπειτα παν έργον τελειόνει συμφώνως με την φρόνησιν και την ηθικήν +αρετήν. Διότι η μεν αρετή ευρίσκει ορθώς τον σκοπόν, η δε φρόνησις +τα μέσα τα οποία φέρουν εις τον σκοπόν. Του δε τετάρτου μέρους της +ψυχής, δηλαδή του θρεπτικού, δεν υπάρχει τοιαύτη αρετή. Διότι τίποτε +δεν εξαρτάται από αυτό να εκτελεσθή ή όχι, ότι όμως δεν γινόμεθα +διόλου εκτελεστικώτεροι εις τα καλά και δίκαια από την φρόνησιν +πρέπει να αρχίσωμεν ολίγα από τα ανώτερα, αφού λάβωμεν τούτο ως +αρχήν. Δηλαδή καθώς διά τα δίκαια όσοι τα εκτελούν δεν τους +ονομάζομεν ακόμη δικαίους, λόγου χάριν όσοι εκτελούν τα επιβαλλόμενα +από τους νόμους, ή όσοι εκτελούν εν αγνοία ή ακουσίως, ή από κανένα +άλλον λόγον και όχι χάριν αυτών — μολονότι βεβαίως εκτελούν τα +πρέποντα και όσα οφείλει να πράττη ο σπουδαίος — ομοίως καθώς +φαίνεται, έχει σημασίαν με ποίαν διάθεσιν τα εκτελεί κανείς διά να +είναι αγαθός, εννοώ δε παραδείγματος χάριν την εκ προαιρέσεως +εκτέλεσιν και χάριν των ιδίων πράξεων. Και λοιπόν την μεν προαίρεσιν +καθιστά ορθήν η αρετή, ποία όμως επλάσθησαν να εκτελούνται εξ αιτίας +αυτής, αυτό δεν είναι έργον της αρετής, αλλά άλλης δυνάμεως. Αλλά +πρέπει να ομιλήσωμεν με περισσοτέραν προσοχήν περί αυτών. + + + +&Δεινότης& {39} + +Υπάρχει δε κάποια δύναμις, την οποίαν ονομάζουν δεινότητα. Αύτη δε +είναι ικανή, όσα συντείνουν προς τον υποτεθέντα σκοπόν να τα εκτελή +και να τα επιτυγχάνη. Αν μεν λοιπόν ο σκοπός είναι καλός, τότε είναι +επαινετή, αν δε είναι μηδαμινός, τότε αυτή είναι πανουργία. Δια +τούτο και τους φρονίμους και τους πανούργους τους ονομάζουν +δαιμονίους. Η φρόνησις όμως δεν είναι κυρίως δεινότης, αλλά πάλιν +δεν στερείται και αυτήν την δύναμιν. Αυτή δε η διάθεσις δεν +προσγίνεται εις αυτόν τον ψυχικόν οφθαλμόν χωρίς αρετήν, καθώς το +είπαμεν και καθώς είναι προφανές. Διότι οι συλλογισμοί περιέχουν την +αρχήν των εκτελεστών ως μείζονα πρότασιν: «Αφού τοιούτου είδους +είναι το τέλος, και αφού είναι το καλλίτερον», οτιδήποτε και αν +είναι. Δηλαδή έστω ως παράδειγμα ό,τι και αν τύχη. Αλλά το +καλλίτερον αυτό, εάν δεν υπάρχη εις τον αγαθόν, δεν αποδεικνύεται. +Διότι η μοχθηρία τον διαστρέφει και τον κάμνει να διαψεύδεται ως +προς τας αρχάς των εκτελεστών ώστε είναι φανερόν ότι είναι αδύνατον +να είναι κανείς φρόνιμος, αν δεν είναι αγαθός. Και λοιπόν ας +σκεφθώμεν πάλιν περί της αρετής. Δηλαδή η αρετή έχει τον αυτόν λόγον +προς την δεινότητα, ον λόγον έχει η φρόνησις — δεν είναι μεν το +ίδιον πράγμα είναι όμως ομοία — ομοίως δε και η φυσική αρετή προς +την κυρίως αρετήν. Διότι εις όλους φαίνεται ότι υπάρχει κάπως εκ +φύσεως έκαστον είδος από τα ήθη — δηλαδή και την δικαιοσύνην και την +σωφροσύνην και την ανδρείαν και όλα τα άλλα τα έχομεν ευθύς εκ +γενετής — αλλ' όμως ζητούμεν κάποιον άλλον, δηλαδή το κυρίως αγαθόν, +και θέλομεν όλα αυτά να υπάρξουν εντός μας κατ' άλλον τρόπον. Διότι +και εις τα παιδία και τα θηρία υπάρχουν αι φυσικαί διαθέσεις, +χωριστά όμως από τον νουν φαίνονται ότι είναι βλαβεραί. Αλλά τούτο +τουλάχιστον φαίνεται σαφές, ότι καθώς εις έν ισχυρόν σώμα, όταν +κινήται χωρίς όρασιν, συμβαίνη να προσκρούη δυνατά ένεκα αυτής της +ελλείψεως, το ίδιον και εδώ. Εάν όμως αποκτήση νουν, διαφέρει εις +την εκτέλεσιν, η δε διάθεσις, ενώ είναι πάλιν ομοία, τότε όμως +κυρίως θα είναι αρετή. Επομένως, καθώς εις το γνωστικόν μέρος +υπάρχουν δύο είδη, δηλαδή η δεινότης και η φρόνησις, ομοίως και εις +το ηθικόν υπάρχουν δύο είδη, δηλαδή το έν μεν είναι η φυσική αρετή, +το δε άλλο η κυρίως αρετή, και από αυτάς τας δύο η κυρίως αρετή δεν +γίνεται χωρίς φρόνησιν. + +&Επίκρισις της γνώμης του Σωκράτους περί φρονήσεως.& — Διά τούτο +μερικοί λέγουν ότι όλαι αι αρεταί είναι φρονήσεις. Και ο Σωκράτης +κατά τι μεν είχε δίκαιον, κατά τι δε έσφαλλε. Δηλαδή εις το ότι μεν +ενόμιζε ότι όλαι αι αρεταί είναι φρονήσεις, επλανάτο, εις το ότι +όμως αύται δεν υπάρχουν χωρίς φρόνησιν, είχε δίκαιον. Και απόδειξις +ούτου είναι το εξής• ότι και τόρα όσοι ορίζουν την αρετήν προσθέτουν +την διάθεσιν και λέγουν εις ποία περιστρέφεται, δηλαδή εις τα +σύμφωνα με τον ορθόν λόγον. Ορθός δε λόγος είναι ο σύμφωνος με την +φρόνησιν. Φαίνονται δε ως να προμαντεύουν κάπως όλοι ότι αρετή είναι +η διάθεσις η οποία συμφωνεί με την φρόνησιν. Πρέπει όμως να το +τροποποιήσωμεν ολίγον. Δηλαδή όχι μόνον η σύμφωνος με τον ορθόν +λόγον διάθεσις είναι αρετή, αλλά και η συνοδευομένη από τον ορθόν +λόγον. Ορθός δε λόγος εις τα τοιαύτα είναι η φρόνησις. Και βεβαίως ο +Σωκράτης ενόμιζε ότι αι αρεταί είναι λόγοι — δηλαδή τας ενόμιζε όλας +επιστήμας — ημείς όμως νομίζομεν ότι συνοδεύονται από τον λόγον. + +Είναι λοιπόν φανερόν από όσα είπαμεν ότι δεν θα είναι δυνατόν να +είναι κανείς κυρίως αγαθός χωρίς φρόνησιν, ούτε φρόνιμος χωρίς +ηθικήν αρετήν. Αλλά με αυτά αναιρείται και ο λόγος με τον οποίον θα +ημπορούσε κανείς να αποδείξη ότι αι αρεταί χωρίζονται μεταξύ των. +Διότι δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος προσφυέστερος εις όλας, επομένως +άλλην μεν απέκτησε έως τόρα, άλλην όμως όχι ακόμη. Δηλαδή αυτό ως +προς μεν τας φυσικάς αρετάς είναι δυνατόν, ως προς τας κυρίως αρετάς +όμως, διά τας οποίας λέγεται γενικώς αγαθός, δεν είναι δυνατόν. +Διότι συγχρόνως με την φρόνησιν η οποία είναι μία, θα συνυπάρξουν +όλαι. Είναι δε φανερόν ότι, και αν δεν ήτο πρακτική (εκτελεστική), +ήτο απαραίτητος, επειδή είναι αρετή του σχετικού ψυχικού μέρους, και +ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχη ορθή προαίρεσις χωρίς φρόνησιν ούτε +χωρίς αρετήν. Διότι η μεν μία μας κάμνει να εκτελούμεν το τέλος, η +δε άλλη, όσα συντείνουν εις το τέλος. Πάλιν όμως βεβαίως δεν είναι +κυρίαρχος της σοφίας ούτε του καλλιτέρου ψυχικού μέρους, καθώς δεν +είναι ούτε η ιατρική κυρίαρχος της υγείας. Διότι δεν μεταχειρίζεται +αυτήν ως όργανον, αλλά φροντίζει πώς να έλθη. Επομένως διατάσσει +χάριν εκείνης και όχι δυνάμει εκείνης. Ακόμη δε πάλιν τούτο είναι +όμοιον ωσάν να έλεγε κανείς ότι η πολιτική εξουσιάζει τους θεούς, +διότι διατάσσει δι' όλα τα ζητήματα της πόλεως. + +Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν +ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν +συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη +(ιστορία, φιλοσοφία» ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) +σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του +τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε, εξελισσόμενο, το γλωσσικό +της όργανο, Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο +Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοστέλης, ο Θεόκριτος, ο +Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται +και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, +Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, +Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, +Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ. σε μια σύγχρονη σειρά +εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, +συστηματικά, στην Ελλάδα. + +Ηθικά Νικομάχεια είναι το νεωτεριστικόν έργον του, εις το το οποίον +εξετάζονται, αναλύονται και διατυπούνται από θεωρητικής συνάμα και +πρακτικής απόψεως αι αρχαί της κοινωνικής και της ατομικής ηθικής. + +Η μετάφρασις φιλολογική και σαφής υπό του κ. Κ. Ζάμπα. + +ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ + +ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ Σια ο.ε. + +ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 ΤΗΛ. 614.686, 634.506 + +ΤΙΜΑΤΑΙ ΔΡΧ. 10 + +1} Μόνον το τέλος του βιβλίου Η (κεφάλ. 12 — 1} είναι περιττή +παρεμβολή και ταυτολογία, πρωτοσχέδιον και ατελής των περί ηδονής +πρώτων κεφαλαίων του βιβλίου Κ. + +2} Με κυρτά γράμματα σημειούνται όροι κοινοί και εις τον Πλάτωνα, +συνήθως εκεί εξηγούμενοι σαφέστερον. + +3} Τούτο δεν αναφέρεται ρητώς εις κανένα διάλογον του Πλάτωνος, +εφαρμόζεται όμως εις τον Σοφιστήν. + +4} Εις το βιβλίον Κ. + +5} Νόμοι II 653 α c. + +6} Το θέμα του Θεαιτήτου του Πλάτωνος εις αυτό περιστρέφεται. + +7} Βιβλίον Γ κεφ. 9 — Βιβλ. Ε. + +8} Βιβλίον Ε. + +9} Βιβλίον Ζ. + +10} Ιλιάδος Γ στ. 159. + +11} Ο Αισχύλος ενώπιον του Αρείου Πάγου απέδειξε ότι δεν ήτο +μεμυημένος εις τα Ελευσίνια μυστήρια. + +12} Η Μερόπη σύζυγος του Κρεσφόντου εφόνευσε τον υιόν της Αίγυπτο εκ +παρεξηγήσεως. + +13} Ιλ. Χ, 100. + +14} Ιλ. Θ, 148. + +15} Ιλ. Β, 371,0,348. + +16} Κατά τον ιερόν πόλεμον οι Κορωναίοι πολίται εφονεύθησαν άπαντες +παρά τον Ερμαίον, ενώ οι Βοιωτοί στρατιώται ετράπησαν εις φυγήν κατά +τον σχολιαστήν. + +17} Ιλ. Π, 529. + +18} Ιλ. Ε, 470. + +19} Ω, 318. + +20} Δεν υπάρχει εις τον Όμηρον. + +21} Ξενοφ. Έλλην. 4, 4, 10. + +22} Ιλ. Ω, 129. + +23} Ιδέ Ρητορικής II Κεφ. 16. + +24} Οδ. ρ. 420. + +25} Ιλ. Α 503 ε. + +26} Επί της εισβολής των Θηβαίων εις την Πελοπόννησον. + +27} Η λέξις αυτή δεν υπήρχε εις τους αρχαίους, ούτε άλλη ισοδύναμος. + +28} Σήμερον έχομεν το κατάλληλον όνομα φιλοφροσύνη, το οποίον τότε +δεν υπήρχε. +29} Ιδέ βιβλίον Η. + +30} Ιδέ Πολιτ. ΙΙΙ, 4. + +31} Η αριθμητική σχέσις είναι 2 έως 4 = 4 έως 6, άρα διά να +επιτευχθή η εξίσωσις των ποσών πρέπει εις τον πρώτον όρον (2) να +προσθέσωμεν την διαφοράν του μεγίστου (6) από τον μέσον (4)=2. + +32} Δηλαδή το: Οφθαλμόν αντί οφθαλμού». + +33} Κατά διάμετρον σύζευξιν των α β γ δ εννοεί: +(α δ) + Χ = α + δ: β + γ = α: β. + γ β +/Σημείωση: Η παρένθεση στο σχέδιο είναι μεγάλη και καλύπτει από την +μια μεριά το α και το γ, ενώ από την άλλη το δ και το β./ + +34} Όταν δεν αδική εκ προαιρέσεως (ιδέ ανωτέρω). + +35} Επανόρθωσις του αδικήματος. Ετηρήσαμεν την λέξιν χάριν των +κατωτέρω. + +36} Το αρχαίον επιεικής σημαίνει χρηστός, αλτροϊστής, παραχωρητικός, +επιεικής, και εν γένει καθώς πρέπει, αυτά δ' οπωσδήποτε τα εκφράζει +το ευπρεπής. + +37} Εις τον Φιλοχτήτην. + +38} Γνώμη, ορθόγνωμος, συγγνώμη εκ του γιγνώσκω ετέθησαν εδώ +αρχαϊκώς πως, καθώς εξηγούνται εις το χωρίον τούτο, ενώ σήμερον +είναι μάλλον ηθικαί αρεταί. + +39} Ο δεινός σήμερον λέγεται δαιμόνιος και η δεινότης κάπως +δαιμόνιον. + + + + + + +End of Project Gutenberg's Nicomachean Ethics, Volume 1, by Aristotle + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK NICOMACHEAN ETHICS, VOLUME 1 *** + +***** This file should be named 28626-0.txt or 28626-0.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + https://www.gutenberg.org/2/8/6/2/28626/ + +Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason Konstantinidis + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +https://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH F3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at https://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +https://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at https://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit https://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including including checks, online payments and credit card +donations. To donate, please visit: https://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart was the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + https://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. diff --git a/28626-0.zip b/28626-0.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..ece2825 --- /dev/null +++ b/28626-0.zip diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt new file mode 100644 index 0000000..6312041 --- /dev/null +++ b/LICENSE.txt @@ -0,0 +1,11 @@ +This eBook, including all associated images, markup, improvements, +metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be +in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES. + +Procedures for determining public domain status are described in +the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org. + +No investigation has been made concerning possible copyrights in +jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize +this eBook outside of the United States should confirm copyright +status under the laws that apply to them. diff --git a/README.md b/README.md new file mode 100644 index 0000000..3d47521 --- /dev/null +++ b/README.md @@ -0,0 +1,2 @@ +Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for +eBook #28626 (https://www.gutenberg.org/ebooks/28626) |
