summaryrefslogtreecommitdiff
diff options
context:
space:
mode:
-rw-r--r--.gitattributes3
-rw-r--r--28626-0.txt5745
-rw-r--r--28626-0.zipbin0 -> 130114 bytes
-rw-r--r--LICENSE.txt11
-rw-r--r--README.md2
5 files changed, 5761 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes
new file mode 100644
index 0000000..6833f05
--- /dev/null
+++ b/.gitattributes
@@ -0,0 +1,3 @@
+* text=auto
+*.txt text
+*.md text
diff --git a/28626-0.txt b/28626-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..37f760d
--- /dev/null
+++ b/28626-0.txt
@@ -0,0 +1,5745 @@
+The Project Gutenberg EBook of Nicomachean Ethics, Volume 1, by Aristotle
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Nicomachean Ethics, Volume 1
+
+Author: Aristotle
+
+Translator: Kyriakos Zambas
+
+Release Date: April 27, 2009 [EBook #28626]
+Last Updated: November 29, 2009
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK NICOMACHEAN ETHICS, VOLUME 1 ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason Konstantinidis
+
+
+
+
+Note: The table of contents has been inserted for the convenience of
+the reader. Bold characters in the book have been included in &&.
+One missing word has been marked by [], while 3 corrections have
+been included in //. Numbers in curly brackets relate to the
+footnotes that have been transferred at the end of the book. The
+tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise
+the spelling of the book has not been changed.
+
+Σημείωση: Ο Πίνακας περιεχομένων δημιουργήθηκε για την διευκόλυνση
+του ανανγνώστη. Έντονες λέξεις έχουν συμπερηληφθεί μεταξύ &&. Μία
+λέξη που λείπει έχει περιληφθεί σε [], ενώ 3 διορθώσεις περιλαμβάνονται
+σε //. Οι αριθμοί σε αγκύλες {} αφορούν στις υποσημειώσεις των σελίδων
+που έχουν μεταφερθεί στο τέλος Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε
+μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.
+
+Π Ι Ν Α Κ Α Σ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Ω Ν
+
+ΠΡΟΛΟΓΟΣ
+ΒΙΒΛΙΟΝ Α.
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. – ΙΓ’.
+ΒΙΒΛΙΟΝ Β.
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. – Θ’.
+ΒΙΒΛΙΟΝ Γ.
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. – ΙΕ’.
+ΒΙΒΛΙΟΝ Δ.
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. - ΙΕ'.
+ΒΙΒΛΙΟΝ Ε.
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. - ΙΕ'.
+ΒΙΒΛΙΟΝ Ζ.
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. - ΙΓ'.
+
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
+
+
+
+ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
+
+ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ
+
+ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
+
+ΚΥΡ. ΖΑΜΠΑ
+
+
+
+ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
+
+
+ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
+
+ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ
+
+ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
+
+ΚΥΡ. Ζ Α Μ Π Α
+
+ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
+
+ΠΡΟΛΟΓΟΣ
+
+
+
+Περί της κριτικής και ερμηνευτικής μας εργασίας εις το κείμενον των
+Ηθικών Νικομαχείων όχι μόνον απρόσφορον αλλά και αδύνατον είναι να
+λεπτολογήσωμεν ενταύθα, διότι θα εχρειάζετο χώρος ίσος προς τον
+όγκον του βιβλίου. Απλώς αναφέρομεν ότι άνω των 500 χωρίων
+αποκατεστήσαμεν εκ των χειρογράφων ή δι' ελαφράς τροποποιήσεως και
+προ πάντων της στίξεως και των μορίων (δε, δη, γαρ, άρα, ου, εν, επί
+κτλ.), και περί τα 1000 ανεξήγητα εν συνόλω χωρία ερμηνεύσαμεν
+σαφώς. Διά τούτο ο ασαφής και αποσπατώδης και μόνον εκ φήμης
+θαυμαζόμενος Αριστοτέλης δια πρώτην ίσως φοράν εν Ελλάδι
+παρουσιάζεται σαφής, αυτοεξηγημένος, συναφής, και προ πάντων
+ακέραιος και πλήρης {1} δια να εκτιμηθή και θαυμασθή από την
+ατομικήν πλέον αντίληψιν εκάστου. Προς πλειοτέραν μάλιστα ευκολίαν
+εκτός των απαραιτήτων σημειώσεων {2} προτάσσομεν εις εκάστην σχεδόν
+σελίδα συνοπτικά περιεχόμενα, ούτως ώστε το βιβλίον τούτο να λάβη
+πλέον τελείαν μορφήν νεωτέρου διδακτικού εγχειριδίου και να είναι
+κατάλληλον διά το όλον του, όσον ουδέν άλλο, να εισαχθή εις τα
+σχολεία ως &Νεοελληνικόν Ανάγνωσμα&.
+
+Εξ όλων όμως των προσόντων του το ανώτερον και καθολικώτερον είναι
+ότι μετεφράσθη εις την ζωντανήν γλώσσαν καθώς λέγουν συνήθως και την
+οποίαν ημείς ονομάζομεν &Αθηναϊκήν γλώσσαν&. Επειδή όμως το προσόν
+τούτο εις πολλούς ακόμη θα φανή ελάττωμα και επειδή συνδέεται και με
+την γλώσσαν του Αριστοτέλους (επίσης κοινήν) οπωσούν, και με
+ολόκληρον το γλωσσικόν ζήτημα, το οποίον είναι η μεγαλιτέρα πληγή
+του έθνους και αιτία των δισχιλιετών συμφορών της ελληνικής φυλής,
+δια τούτο κρίνομεν επάναγκες να ειπούμεν ό,τι είναι δυνατόν εδώ περί
+αυτού, διότι είμεθα βέβαιοι ότι παρέχομεν την μόνην ορθήν και
+εδραίαν βάσιν προς αναθεώρησιν της εκπαιδεύσεως και αναγέννησιν του
+έθνους.
+
+Είναι γνωστόν ότι και ο τελευταίος αστοιχείωτος αναγνώστης όταν πάρη
+να αναγνώση μίαν κωμωδίαν, αμέσως ζωογονείται ο τόνος της φωνής του
+και απαγγέλλει με έξαψιν χαράς, λύπης, οργής, ειρωνείας, γελώτων κτλ
+και εν γένει με σύμπραξιν των χειρών και των ποδών και της φωνής και
+των μορφασμών του. Αι! λοιπόν αυτή είναι η πλήρης γλώσσα, δηλαδή η
+ζωντανή και καλλιτεχνική, η συνοδευομένη με την γλώσσαν των σχημάτων
+(μιμητικήν) και του τόνου (μουσικήν). Επειδή όμως αι τελευταίαι
+ειδικότητες απεσπάσθησαν από το σύνολον της γλώσσης ως αυτοτελείς
+καλλιτεχνίαι, και επειδή η σοβαρωτέρα δήθεν και επιστημονική χρήσις
+της γλώσσης απεγυμνώθη από την συμμετοχήν των κινήσεων του σώματος
+και της φωνής και περιωρίσθη εις την ανούσιον κίνησιν των χειλέων η
+οποία μάλιστα εξαφανίζεται σχεδόν τελείως κατά την σιωπηράν
+ανάγνωσιν, δια τούτο ανέκαθεν η γλωσσική επιστήμη παρενόησε την
+καλλιτεχνικήν ιδιότητα αυτής, και όσον και αν ομιλεί περί ευφωνίας
+αυτής, ουδέποτε κατέταξε την γλώσσαν μεταξύ των καλών τεχνών διά να
+εφαρμόση και επαληθεύση εις αυτήν όλους τους νόμους της αισθητικής.
+Εις τούτο συνετέλεσε και το όλως εξωτερικόν γεγονός ότι το ύψος των
+αρχαίων κλασσικών συγγραφέων κατέστησε αυτούς το ίνδαλμα το οποίον
+με νοσταλγίαν επόθησαν όλοι οι μεταγενέστεροι χρόνοι, και επεδόθησαν
+εις την ανάγνωσιν αυτών, προσπαθούντες με πάντα τρόπον να
+συγκρατήσουν τους τύπους της γλώσσης των. Και αυτή ακριβώς η τάσις
+στρέφεται καιρίως εναντίον ενός των θεμελιωδών νόμων πάσης
+καλλιτεχνίας, ήτοι του νεωτερισμού και της &καινοπρεπείας&.
+
+Επειδή μάλιστα η τοιαύτη έκτροπος σπουδή περί την γλώσσαν εγίνετο
+άνευ της συμμετοχής της ακουστικής αντιλήψεως, εδημιουργήθη μοιραίως
+η εξαμβλωματική μεταφορά της αντιλήψεως της γλώσσης από την ακοήν
+και τον ήχον εις την όρασιν και την ορθογραφίαν. Και σήμερον πλέον
+έχομεν ανθρώπους αντιλαμβανομένους τους ευφωνικούς κανόνας της
+γλώσσης &ορθογραφικώς& (!)
+
+Οι τοιούτοι δεν λέγουν λ. χ. &καλημέρα& αλλά προφέρουν σαφέστατα
+&καλή ημέρα&, διότι εφαρμόζουν τον ορθογραφικόν ευφωνικόν κανόνα ότι
+το η ως μακρόν δεν εκθλίβεται. Οι τοιούτοι γνωρίζουν μεν ότι εις το
+&γέγραφσθε& το σ εκπίπτει ως δυσπρόφερτον μεταξύ δύο συμφώνων, εις
+το &ψεύστης& όμως δεν το ευρίσκουν δυσπρόφερτον, διότι νομίζουν ότι
+το &ευ& προφέρεται λεπτότερον από το αφ και καταφέρονται κατά των
+αγραμμάτων εκείνων οι οποίοι λέγουν συμφωνότερον προς την ουσίαν του
+κανόνος &ψεύστης (!)& Πόσον προσκρούει εις την μουσικήν ευαρμοστίαν
+ο ορθογραφικός αρχαϊσμός το δεικνύει σαφέστατα το κακόστομον
+επίρρημα &κατεσπευσμένως,& το οποίον συγκρινόμενον με τα γοργά
+ευρωπαϊκά vite, schnell κτλ., φαίνεται ως ειρωνεία προς την αλήθειαν
+(=μη κουνιέσαι) και το οποίον ημείς το λέγομεν γλήγορα εις την
+ζωντανήν γλώσσαν, η οποία ξετινάζει και &καθαρίζει& την γούνα της
+&καθαρευούσης&. Πλειότερα περί της στρεβλώσεως της νεωτέρας γλώσσης
+διά των ορθογραφικών κανόνων είπαμεν πλην άλλων και εις τον πρόλογον
+του Κρατύλου. Και τόρα σπεύδομεν εις το συμπέρασμα ότι η εφαρμογή
+των αρχαίων κανόνων και η τάσις προς αναβίβασιν της σημερινής
+γλώσσης σημαίνει την τελείαν απονέκρωσιν αυτής και την αφαίρεσιν
+παντός καλλιτεχνικού στοιχείου. Διά τούτο πολύ δικαίως εξανέστησαν
+κατά καιρούς διάφοροι γλωσσοτέχναι ποιηταί ή συγγραφείς, και πολύ
+φυσικώς εζήτησαν άλλοι να σύρουν αυτήν εις το άκρον αντίθετον,
+δηλαδή εις την τελείως αγράμματον και επαρχιακήν γλώσσαν, εις
+ψυχαρισμόν ή μαλλιαρισμόν ή οτιδήποτε άλλο, διότι μόνον διά της
+τοιαύτης αντιθέσεως ήτο δυνατόν να ωριμάση η μέση εκείνη και χρυσή
+πορεία η οποία σήμερον πλέον κατέκτησε όλην την αληθινήν λογογραφίαν
+από την δημοτικήν ποίησιν έως εις το διήγημα και από τας επιφυλλίδας
+των εφημερίδων μέχρι των μεταφράσεων των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων,
+δια τας οποίας το έθνος θα ευγνωμονή τον αναλαβόντα την πρωτοβουλίαν
+εκδότην κύριον Γ. Φέξην.
+
+Κ. ΖΑΜΠΑΣ
+
+
+
+
+ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ
+
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΝ Α.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
+
+
+
+
+&Το αγαθόν ως σκοπός εις όλα&. — Πάσα τέχνη και επιστήμη, καθώς και
+πάσα πράξις και προαίρεσις, φαίνεται ότι επιδιώκει κάποιον αγαθόν.
+Δια τούτο καλώς απεφάνθησαν ότι αγαθόν είναι ό,τι επιδιώκουν πάντες.
+Υπάρχει όμως διαφορά εις τα αποτελέσματα. Διότι άλλα μεν είναι μόνον
+ενέργειαι, άλλα δε εκτός των ενεργειών είναι και έργα. Και όπου πλην
+των ενεργειών υπάρχουν και κάποια έργα, εκεί είναι ανώτερα τα έργα
+από τας ενεργείας.
+
+Επειδή δε υπάρχουν πολλαί πράξεις και τέχναι και επιστήμαι, έχομεν
+επίσης και πολλά αποτελέσματα• λόγου χάριν η ιατρική έχει αποτέλεσμα
+την υγείαν, η δε ναυπηγική το πλοίον, η στρατηγική πάλιν την νίκην,
+και η οικονομική τον πλούτον. Πολλαί δε από αυτάς υπάγονται εις έν
+σύστημα, καθώς λόγου χάριν εις την ιππικήν ή χαλινοποιία και όσαι
+άλλαι καταγίνονται εις τα ιππικά όργανα. Αυτή δε και πάσα πολεμική
+πράξις υπάγεται εις την στρατηγικήν, ομοίως δε και άλλαι εις άλλας.
+Εις όλας αυτάς λοιπόν είναι προτιμότερα πάντοτε τα αποτελέσματα των
+αρχιεργατικών τεχνών, παρά τα των υπαγομένων εις αυτάς. Διότι προς
+χάριν εκείνων επιδιώκονται και αυτά• έχει δε βεβαίως μεγάλην
+διαφοράν το να είναι αι ίδιαι ενέργειαι αποτέλεσμα των πράξεων, παρά
+εκτός αυτών να υπάρχη κάτι άλλο, καθώς εις τας επιστήμας που
+ανεφέραμεν προηγουμένως. Εάν λοιπόν εις κανέν από όσα είναι
+ευκατόρθωτα υπάρχη αποτέλεσμα το οποίον επιδιώκομεν μόνον χάριν
+αυτού του ιδίου, όλα δε τα άλλα προς χάριν αυτού και όχι το καθένα
+πάντοτε χάριν άλλων (διότι τότε προχωρεί εις το άπειρον και μένει η
+επιθυμία μας ανεκπλήρωτος και ματαία), τότε είναι φανερόν ότι αυτός
+ο σκοπός είναι το αγαθόν και το κάλλιστον πράγμα.
+
+&Τα αγαθά υπάγονται εις την πολιτικήν επιστήμην&. — Επομένως και διά
+την ζωήν η γνώσις αυτού δεν έχει άραγε μεγάλην σημασίαν, και ως
+άλλοι σκοπευταί, όταν έχωμεν ωρισμένον σκοπόν εις τον βίον μας, δεν
+είναι ευκολώτερον να επιτύχωμεν το ορθόν; Και αφού τούτο είναι
+αληθές, πρέπει να προσπαθήσωμεν να περιλάβωμεν αυτό εις ένα τύπον
+και να εύρωμεν τι πράγμα είναι και εις ποίαν επιστήμην ή ικανότητα
+ανήκει. Και φαίνεται ότι ανήκει εις την πλέον κυρίαρχον και
+αρχιεργατικήν, και τοιαύτη είναι η πολιτική. Διότι αυτή διατάσσει
+ποίαι επιστήμαι πρέπει να υπάρχουν εις τας πόλεις και ποίας να
+μανθάνη έκαστος και μέχρι ποίου βαθμού. Βλέπομεν δε ότι και αι
+σεβαστότεραι δυνάμεις υπάγονται εις αυτήν, καθώς η στρατηγική, η
+οικονομική, η ρητορική. Επειδή δε αυτή μεταχειρίζεται τας άλλας
+πρακτικάς επιστήμας και εκτός τούτου νομοθετεί τι πρέπει να
+πράττωμεν και τι να αποφεύγωμεν, ίσως το αποτέλεσμα αυτής περικλείει
+το αποτέλεσμα των άλλων, ώστε πιθανόν αυτό να είναι το ανθρώπινον
+αγαθόν. Διότι, και όταν είναι το ίδιον δι' έν άτομον και δι'
+ολόκληρον την πόλιν, πάλιν όμως το αγαθόν της πόλεως φαίνεται ότι
+είναι μεγαλίτερον και προς απόκτησιν και προς διατήρησιν. Διότι
+καλόν είναι και όταν το αγαθόν υπάρχη εις έν άτομον μόνον, αλλά πολύ
+καλλίτερον και θεαρεστότερον είναι να υπάρχη εις τα έθνη και τας
+πόλεις.
+
+&Η ηθική δεν είναι θετική επιστήμη&. — Αυτή λοιπόν εδώ η έρευνά μας
+αυτά επιδιώκει και είναι κάπως πολιτική, θα είναι δε αρκετά τελεία,
+εάν διασαφηθή συμφώνως με το εξεταζόμενον υλικόν. Διότι την
+ακρίβειαν δεν πρέπει να την επιδιώκωμεν εις όλους τους λόγους καθώς
+ουδέ εις όλα τα κατασκευαζόμενα έργα.
+
+Τα δε καλά και τα δίκαια τα οποία ερευνά η πολιτική, επιδέχονται
+τόσον μεγάλην διαφοράν και πλάνην, ώστε να νομίζωνται ότι μόνον κατά
+συνθήκην υπάρχουν και όχι εκ φύσεως. Τοιαύτην δε πλάνην περιέχουν
+και τα αγαθά, διότι εις πολλούς συμβαίνουν δυστυχήματα εξ αιτίας
+αυτών. Γνωρίζομεν δηλαδή έως τώρα ότι πολλοί κατεστράφησαν εξ αιτίας
+του πλούτου, άλλοι δε εξ αιτίας της ανδρείας των. Είναι λοιπόν
+αρκετόν, αφού ομιλούμεν διά τοιαύτα, να αποδείξωμεν την αλήθειαν
+χονδρικώς και με γενικόν τύπον, και αφού ορίσωμεν τας συνηθεστέρας
+περιπτώσεις και αρχάς, να εξαγάγωμεν ανάλογα συμπεράσματα.
+
+Κατά τον ίδιον τρόπον λοιπόν πρέπει να είμεθα επιφυλακτικοί εις το
+να παραδεχώμεθα παν ό,τι λέγεται. Διότι ίδιον του μορφωμένου
+ανθρώπου είναι να ζητή την ακρίβειαν δι' έκαστον γένος εις τόσον
+βαθμόν, όσον επιτρέπει η φύσις του πράγματος. Δηλαδή είναι εντελώς
+όμοιον να παραδεχθώμεν από ένα μαθηματικόν τους υπολογισμούς των
+πιθανοτήτων, όσον και από ένα ρήτορα τας αποδείξεις του.
+
+&Οι νέοι δεν είναι αρμόδιοι διά την σπουδήν της πολιτικής.& —
+Βεβαίως όμως έκαστος κρίνει ορθώς όσα γνωρίζει και εις αυτά είναι
+καλός κριτής. Επομένως εις τα ιδιαίτερα είναι κριτής ο ειδικώς
+μορφωμένος, γενικός δε κριτής είναι όστις είναι μορφωμένος εις όλα.
+Διά τούτο ο νέος δεν είναι αρμόδιος σπουδαστής διά την πολιτικήν.
+Διότι είναι ανίδεος από τας πράξεις της ζωής, και όμως οι πολιτικοί
+λόγοι πηγάζουν από αυτάς και ομιλούν δι' αυτάς. Εκτός δε τούτου,
+επειδή ακολουθεί τα πάθη του, εις μάτην και ανωφελώς θα ακροασθή,
+διότι ο σκοπός δεν είναι η γνώσις αλλά η πράξις. Και δεν έχει
+καμμίαν διαφοράν αν είναι νέος κατά την ηλικίαν ή κατά τον χαρακτήρα
+νεαρός. Διότι αιτία του ελαττώματος δεν είναι ο χρόνος, αλλά το ότι
+ζη και επιδιώκει παν πράγμα συμφώνως με το πάθος του. Δηλαδή εις
+τους τοιούτους είναι ανωφελής η γνώσις, καθώς εις τους ακολάστους.
+Ενώ εις εκείνους, όσοι κανονίζουν τας κλίσεις των συμφώνως με το
+λογικόν, ίσως είναι πολύ ωφέλιμον να γνωρίζουν περί αυτών.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
+
+
+
+&Η ευτυχία ως το ανώτερον αγαθόν.& — Και όσον μεν δια τον σπουδαστήν
+και την πειστικότητα και το θέμα μας, ας θεωρήσωμεν ως αρκετόν
+προοίμιον τα προηγούμενα. Και τόρα πάλιν, επειδή πάσα γνώσις και
+απόφασις επιθυμεί κάποιον αγαθόν, ας εξετάσωμεν από την αρχήν ποίον
+είναι αυτό το οποίον επιδιώκει η πολιτική, και ποίον είναι τα
+ανώτατον από όλα τα πραγματοποιούμενα αγαθά ! Ως προς το όνομα
+λοιπόν οι περισσότεροι μένουν σύμφωνοι. Δηλαδή και οι κοινοί
+άνθρωποι και οι επίλεκτοι λέγουν, ότι αυτό είναι η ευτυχία, θεωρούν
+δε την ευζωίαν και την ευδοκίμησιν ως το ίδιον πράγμα με την
+ευτυχίαν. Ως προς την ουσίαν όμως της ευτυχίας διαφωνούν και δεν την
+ορίζουν οι κοινοί άνθρωποι καθώς οι σοφοί. Διότι οι μεν κοινοί
+άνθρωποι την παραδέχονται ως πράγμα χειροπιαστόν και ωρισμένον,
+λόγου χάριν ηδονήν, ή πλούτον, ή δόξαν, και άλλοι κάτι άλλο,
+πολλάκις μάλιστα ο ίδιος κατά περιστάσεις την νομίζει διάφορον
+(δηλαδή όταν μεν είναι ασθενής ως υγείαν, όταν δε είναι πτωχός ως
+πλούτον), επειδή όμως συναισθάνονται ότι δεν την γνωρίζουν,
+θαυμάζουν εκείνους οι οποίοι λέγουν κάτι τι σοβαρόν και ανώτερον των
+δυνάμεών των. Μερικοί μάλιστα ενόμιζαν ότι έξω από αυτά τα πολλά
+αγαθά υπάρχει και κάποιον άλλο αυτοτελές, το οποίον είναι και η
+αιτία δια να είναι αγαθά όλα αυτά.
+
+Και λοιπόν το να εξετάσωμεν τας γνώμας όλων ανεξαιρέτως ίσως είναι
+υπέρ το δέον ανωφελές, είναι όμως αρκετόν να ομιλήσωμεν ολίγον διά
+τας γνώμας αι οποίαι επιπλέουν περισσότερον εις την επιφάνειαν και
+είναι παραδεκτότεραι.
+
+&Απαγωγική και επαγωγική απόδειξις.& — Ας μη λησμονούμεν όμως ότι
+έχουν διαφοράν αι αποδείξεις αι απαγωγικαί (αι προχωρούσαι από
+αξιώματα) από τας επαγωγικάς (αι οποίαι καταλήγουν εις αξιώματα).
+Και βεβαίως είχε δίκαιον ο Πλάτων να αμφιβάλλη {3} αν η απαγωγική ή
+η επαγωγική μέθοδος είναι ορθή, καθώς μέσα εις το στάδιον από τους
+αθλοθέτας προς το τέρμα, ή αντιθέτως. Διότι πρέπει να αρχίζωμεν από
+τα γνωστά. Αυτά δε είναι διττά, ή γνωστά εν σχέσει προς ημάς, ή
+γενικώς γνωστά. Ίσως λοιπόν είναι ορθόν να αρχίσωμεν από τα εις ημάς
+γνωστά. Διά τούτο πρέπει να έχη καλήν ανατροφήν όστις πρόκειται να
+ακολουθήση αποτελεσματικώς μαθήματα περί καλών και δικαίων και εν
+γένει πολιτικών — διότι η αρχή και το αξίωμα είναι το τι, και αν
+αυτό αποδειχθή αρκετά, τότε δεν χρειάζεται το διατί. — Και ο
+τοιούτος ή έχει αξιώματα, ή ευκόλως ημπορεί να τα αποκτήση. Εις
+όποιον όμως κανέν από αυτά τα δύο δεν συμβαίνη, αυτός ας ακούση τι
+λέγει ο Ησίοδος (Εργ. 291 ε):
+
+ Πρωτόκαλος είναι όποιος βρη όλα με το μυαλό του•
+ δεύτερος όποιος τον καλόν δάσκαλον τον ακούει.
+ Μα όποιος ούτε μόνος του νοιώθει, ούτε απ' άλλον
+ παίρνει μαθήματα καλά, για τίποτε δεν κάνει.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
+
+
+
+&Η ηδονική ζωή είναι κτηνώδης&. — Ημείς όμως επιστρέφομεν εις την
+αρχήν της παρεκβάσεώς μας. Δηλαδή όχι άνευ λόγου φαίνεται ότι πολλοί
+θεωρούν ως αγαθόν και ευτυχίαν έν σύστημα της ζωής, λόγου χάριν οι
+κοινοί άνθρωποι και οι χυδαιότεροι την ηδονήν. Και δι' αυτό κλίνουν
+εις την απολαυστικήν ζωήν. Διότι τρία είναι τα περισσότερον
+διακρινόμενα είδη της ζωής, αυτή που ανεφέραμεν, και η πολιτική και
+τρίτη η θεωρητική. Και λοιπόν οι μεν κοινοί άνθρωποι φαίνεται ότι
+προτιμούν εντελώς την ζωήν των κτηνών, γίνεται όμως λόγος δι'
+αυτούς, διότι και πολλοί από τους ευρισκομένους εις την εξουσίαν
+είναι ομοιοπαθείς με τον Σαρδανάπαλον.
+
+&Οι επίλεκτοι προτιμούν δόξαν.& — Οι επίλεκτοι όμως και δραστήριοι
+προτιμούν την δόξαν, διότι της πολιτικής ζωής σχεδόν αυτός είναι ο
+σκοπός. Αποδεικνύεται όμως ότι ο σκοπός ούτος είναι επιπολαιότερος
+παρ' ό,τι ελπίζεται. Διότι φαίνεται ότι ανήκει μάλλον εις τους
+δοξάζοντας παρά εις τους δοξαζομένους, ενώ ημείς το αγαθόν το
+προμαντεύομεν ως ιδικόν μας και αναφαίρετον. Ακόμη δε φαίνεται ό,τι
+επιδιώκουν την δόξαν, διά να πιστεύσουν και οι ίδιοι ότι είναι
+αγαθοί. Τουλάχιστον αυτοί επιδιώκουν να τιμώνται από τους
+νοημονεστέρους, και από εκείνους οι οποίοι τους γνωρίζουν καλά, και
+ως ενάρετοι. Είναι λοιπόν προφανές ότι κατά την γνώμην αυτών η αρετή
+είναι ανωτέρα. Και πολύ πιθανόν να θεωρήση κανείς αυτήν ως σκοπόν
+της πολιτικής ζωής.
+
+&Αλλά και η αρετή δεν είναι το ίδιον με την ευτυχίαν.& —
+Αποδεικνύεται όμως και αυτή ανεπαρκής. Διότι φαίνεται ότι είναι
+ενδεχόμενον και να κοιμάται κανείς ενώ έχει αρετήν, ή να είναι
+αδρανής εις όλην του την ζωήν, και εκτός αυτών να κακοπαθή και να
+δυστυχή εις μέγιστον βαθμόν. Αλλά εκείνον ο οποίος ζη κατ' αυτόν τον
+τρόπον κανείς δεν ημπορεί να τον καλοτυχίση εκτός μόνον να τον
+κατατάξη εις τα παράδοξα φαινόμενα. Και δι' αυτά μεν είπαμεν αρκετά,
+διότι τα εξετάσαμεν οπωσδήποτε εις τους εξωτερικούς και εγκυκλίους
+λόγους. Τρίτη είναι η θεωρητική ζωή, περί της οποίας θα ομιλήσωμεν
+εις τα επόμενα {4}. Ο δε χρηματιστής είναι κάπως εκβιαστικός, και ο
+πλούτος είναι φανερόν ότι δεν είναι το επιδιωκόμενον αγαθόν, διότι
+χρησιμεύει και προς εξυπηρέτησιν άλλου πράγματος. Δι' αυτό ημπορεί
+κανείς να θεωρήση ως αγαθόν μάλλον τους προαναφερθέντας σκοπούς,
+διότι προς χάριν αυτών αγαπάται ο πλούτος. Αλλά και δι' αυτούς
+υπάρχουν αμφιβολίαι, αν και πολλοί λόγοι κατεχωρίσθησαν χάριν αυτών.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
+
+
+
+&Δεν υπάρχει γενική έννοια (ιδέα του αγαθού)&. — Και λοιπόν τόρα ας
+αφήσωμεν αυτό το ζήτημα. Και ίσως είναι καλλίτερον να εξετάσωμεν και
+να συζητήσωμεν ποίαν έννοιαν έχει η γενίκευσις, μολονότι αυτή η
+έρευνα είναι ανηφορική, διότι φίλοι άνδρες έφεραν εις το μέσον τα
+είδη (ιδέας, γενικάς εννοίας). Αλλ' ίσως είναι καλλίτερον και
+ορθότερον προς διάσωσιν βεβαίως της αληθείας να αναιρούμεν και τα
+ιδικά μας, αφού μάλιστα είμεθα και φιλόσοφοι. Διότι, αφού και οι δύο
+είναι φίλοι, είναι συγχωρημένον να προτιμήσωμεν την φίλην αλήθειαν,
+οι δε ιδρυταί της θεωρίας αυτής δεν εφεύρον και ιδέας διά να
+εκφράζουν τα πρότερα (αρχάς) και τα ύστερα (συνεπείας) και δι' αυτό
+δεν εφεύρον ουδέ διά τους αριθμούς ιδέας. Το αγαθόν όμως λέγεται και
+επί ουσίας και ποιότητος και επί αναφοράς, ενώ το απόλυτον και η
+ουσία είναι εκ φύσεως πρότερον από την αναφοράν — διότι η τελευταία
+αυτή φαίνεται ως παραφυάς και σύμπτωμα του όντος, δηλαδή της ουσίας.
+— Ώστε δεν είναι δυνατόν να υπάρχη καμμία κοινή έννοια εις αυτάς.
+Έπειτα δε, αφού το αγαθόν λέγεται εις όσα και το ον — δηλαδή λέγεται
+και επί ουσίας, καθώς λόγου χάριν ο θεός και ο νους, και επί
+ποιότητος ως αι αρεταί, και επί ποσότητος ως το μέτριον, και επί
+αναφοράς ως το χρήσιμον, και επί χρόνου ως το επίκαιρον και επί
+τόπου ως η διαμονή και τα όμοια — είναι φανερόν ότι δεν είναι
+δυνατόν κανέν να είναι κοινόν και καθολικόν και έν. Διότι τότε δεν
+θα απεδίδετο εις όλας τας κατηγορίας, αλλά μόνον εις μίαν.
+
+&Πειστικώτερα επιχειρήματα κατά της ιδέας του αγαθού.& — Έπειτα δε,
+αφού δι' όσα ανήκουν εις μίαν ιδέαν υπάρχει μία επιστήμη, έπρεπε δι'
+όλα τα αγαθά να υπάρχη μία επιστήμη. Και όμως αντιθέτως υπάρχουν
+πολλαί, ακόμη και διά τα υπαγόμενα εις μίαν κατηγορίαν• λόγου χάριν
+διά το επίκαιρον εις μεν τον πόλεμον είναι η στρατηγική, εις δε την
+ασθένειαν η ιατρική, και
+διά το μέτριον εις την θρέψιν μεν η ιατρική, εις την κόπωσιν δε η
+γυμναστική. Και είναι να απορή κανείς, τι άραγε φαντάζονται ότι
+σημαίνει το αυτοέκαστον, αφού και εις τον αυτοάνθρωπον καθώς και εις
+τον άνθρωπον ανήκει ο ίδιος ορισμός του ανθρώπου. Διότι δεν έχουν
+καμμίαν διαφοράν ως προς την ουσίαν του ανθρώπου. Και τότε ούτε το
+αυτοαγαθόν έχει διαφοράν από το αγαθόν ως προς την ουσίαν του
+αγαθού. Ακόμη δε ούτε με την αϊδιότητα (ιδιότητα του αναλλοιώτου) θα
+γίνη περισσότερον αγαθόν, αφού και το πολυχρόνιον λευκόν δεν είναι
+λευκότερον από το εφήμερον. Και καταντούν να είναι περί αυτού
+πιστευτότεροι (!) οι λόγοι των Πυθαγορείων, οι οποίοι κατατάσσουν το
+έν εις την τάξιν των αγαθών. Τούτους δε φαίνεται ότι ακολουθεί και ο
+Σπεύσιππος.
+
+&Δύο είδη του αγαθού: το απόλυτον και το σχετικόν.& — Αλλά δι'αυτά
+ημπορεί να γίνη άλλοτε λόγος. Εις όσα όμως είπαμεν υποφώσκει μία
+ένστασις, ότι δηλαδή οι λόγοι εκείνοι δεν εφαρμόζονται εις
+οποιονδήποτε αγαθόν, αλλά εις έν είδος αυτών, δηλαδή εις τα αγαθά τα
+οποία επιδιώκονται και αγαπώνται μόνα των καθ' εαυτά, ενώ τα
+δημιουργικά αυτών, ή τα κάπως προφυλακτικά, ή των αντιθέτων
+αποκρουστικά λέγονται χάριν αυτών, και με διάφορον τρόπον. Έπεται
+λοιπόν ότι τα αγαθά είναι δύο ειδών, και το μεν ένα είδος είναι τα
+καθ' εαυτά, το δε άλλο είναι όσα υπάρχουν προς χάριν τούτων. Ας
+αποχωρίσωμεν λοιπόν τα καθ' εαυτά από τα χρήσιμα και ας τα
+εξετάσωμεν αν υπάγονται εις μίαν κατηγορίαν. Αλλά τόρα ποία
+ημπορούμεν να θεωρήσωμεν ως καθ' εαυτά, παρά όσα και επιδιώκονται
+μεμονωμένα, καθώς λόγου χάριν η φρόνησις και η όρασις και μερικαί
+ηδοναί και τιμαί; Διότι αυτά, αν και τα επιδιώκομεν και προς χάριν
+άλλου πράγματος, όμως ημπορούμεν να τα θεωρήσωμεν ως καθ' εαυτά
+αγαθά. Ή μήπως τάχα δεν ημπορούμεν να θεωρήσωμεν ως αγαθόν κανέν
+άλλο εκτός της ιδέας του αγαθού; Τότε λοιπόν είναι ανωφελής η ιδέα.
+Αφού δε και αυτά ανήκουν εις τα καθ' εαυτά αγαθά, τότε πρέπει η
+έννοια του αγαθού να είναι η ιδία εις όλα αυτά, καθώς η έννοια της
+λευκότητος είναι η ιδία εις την λευκότητα και εις το ψιμύθιον. Και
+όμως της τιμής και φρονήσεως και ηδονής είναι άλλαι και διαφορετικαί
+αι έννοιαι ως προς την ουσίαν του αγαθού. Επομένως το αγαθόν δεν
+είναι κάτι τι κοινόν και ανήκον εις μίαν γενικήν έννοιαν.
+
+&Η ιδέα του αγαθού δεν ωφελεί πρακτικώς εις τα διάφορα επαγγέλματα.&
+— Αλλά τότε ποίαν σημασίαν έχει αυτή η λέξις; Διότι δεν φαίνεται
+ότι εκ συμπτώσεως όλα αυτά έχουν κοινόν το όνομα αγαθά. Μήπως λοιπόν
+λέγονται αγαθά διότι έχουν όλα μίαν προέλευσιν, ή όλα είναι
+συντελεστικά δι' έν; Ή μήπως πιθανώτερον κατ' αναλογίαν, δηλαδή,
+διότι καθώς είναι εις το σώμα η όρασις, το ίδιον είναι εις την ψυχήν
+ο νους, και εν γένει άλλο εις άλλο; Αλλ' ίσως αυτά πρέπει να τα
+αφήσωμεν κατά μέρος, διότι φαίνεται ότι ανήκει εις άλλην ειδικότητα
+της φιλοσοφίας το να εξετάση αυτά λεπτομερέστερον. Το ίδιον δε και
+περί της ιδέας. Διότι, αν τυχόν υπάρχη έν αγαθόν κοινώς αποδιδόμενον
+ή κανέν χωριστόν καθ' εαυτό, είναι φανερόν ότι δεν ημπορεί να
+επιτευχθή ούτε και να αποκτηθή από τον άνθρωπον. Και όμως ημείς τόρα
+κάτι τι παρόμοιον ζητούμεν. Δι'αυτά δεν είναι απίθανον να νομίση
+κανείς ότι είναι ωφελιμώτερον να γνωρίζωμεν αυτό το γενικόν αγαθόν
+χάριν των αγαθών τα οποία είναι πραγματοποιήσιμα και ευκολοαπόκτητα.
+Διότι βεβαίως θα έχωμεν αυτά ως παράδειγμα, και ευκολώτερον θα
+γνωρίζωμεν τα ιδικά μας αγαθά και θα τα επιτυγχάνωμεν. Λοιπόν όσον
+διά πιθανότητα δεν στερείται αυτός ο λόγος, φαίνεται όμως ότι
+διαφωνεί με τας επιστήμας. Διότι όλαι αυταί επιθυμούν κάποιον αγαθόν
+και ενώ επιδιώκουν να συμπληρώσουν την έλλειψίν των παραλείπουν την
+γνώσιν αυτού. Και όμως δεν είναι ευλογοφανές ένα τόσον σπουδαίον
+βοήθημα να μην το γνωρίζουν όλοι οι τεχνίται και ούτε καν να
+αισθάνωνται την έλλειψίν του. Είναι δε πάλιν ανεξήγητον τι θα
+ωφεληθή ο υφάντης ή ο κτίστης διά την τέχνην του, όταν γνωρίζη το
+καθ' εαυτό αγαθόν, ή πώς θα γίνη ιατρικώτερος ή στρατηγικώτερος
+εκείνος ο οποίος ενόησε την ιδίαν την ιδέαν.
+
+Διότι μου φαίνεται ότι ουδέ γενικώς την υγείαν επιδιώκει τόσον πολύ
+ο ιατρός, αλλά την ανθρωπίνην υγείαν, και ίσως μάλιστα την υγείαν
+ενός ωρισμένου ανθρώπου. Διότι χωριστά θεραπεύει τον καθένα.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
+
+
+
+&Η φύσις των πραγματοποιουμένων αγαθών.& — Και δι'αυτά μεν είναι
+αρκετά όσα είπαμεν. Τόρα όμως ας έλθωμεν πάλιν να ερευνήσωμεν, τι
+είναι το αγαθόν το οποίον ζητούμεν. Διότι φαίνεται ότι άλλο είναι το
+αγαθόν εις εκάστην πράξιν και τέχνην. Δηλαδή άλλο είναι εις την
+ιατρικήν, άλλο εις την στρατηγικήν, και άλλο εις πάσαν άλλην τέχνην
+ομοίως. Τότε λοιπόν ποίον είναι το αγαθόν εκάστης από αυτάς; Τάχα
+δεν είναι εκείνο χάριν του οποίου εκτελούνται όλα τα άλλα; Τούτο δε
+εις μεν την ιατρικήν είναι η υγεία, εις δε την στρατηγικήν η νίκη,
+εις δε την οικοδομικήν η οικία, εις άλλην δε τέχνην άλλο, και εν
+γένει εις πάσαν πράξιν και απόφασιν είναι ο σκοπός. Διότι χάριν
+αυτού εκτελούν όλοι όλα τα άλλα, ώστε, εάν είναι είς ο σκοπός όλων
+των πραγματοποιουμένων πραγμάτων, τότε αυτός ημπορεί να είναι το
+πραγματοποιούμενον αγαθόν, εάν δε είναι πολλοί, τότε είναι αυτοί οι
+πολλοί.
+
+&Το τελικόν αγαθόν είναι η ευτυχία.& — Και τόρα λοιπόν από άλλον
+δρόμον εφθάσαμεν εις το ίδιον σημείον. Τούτο δε πρέπει να
+προσπαθήσωμεν να το διασαφήσωμεν ακόμη καλλίτερον. Αφού λοιπόν τα
+αποτελέσματα φαίνονται ότι είναι πολλά, από αυτά δε μερικά τα
+προτιμώμεν χάριν άλλων, λόγου χάριν τον πλούτον, τους δούλους και εν
+γένει τα όργανα, έπεται ότι όλα τα αποτελέσματα δεν είναι τέλεια• το
+δε καλλίτερον φαίνεται ότι είναι κάπως τέλειον ώστε, εάν μεν έν
+μόνον είναι το τέλειον, τότε αυτό είναι εκείνο το οποίον ζητούμεν,
+εάν δε περισσότερα, τότε είναι το τελειότερον από αυτά. Τελειότερον
+δε θεωρούμεν το αξιαπόκτητον. χάριν εαυτού, παρά το χάριν άλλου, και
+πάλιν το ουδέποτε χάριν άλλου αξιαπόκτητον παρά το αξιαπόκτητον
+χάριν και εαυτού και ενός άλλου. Και απολύτως λοιπόν τέλειον το
+πάντοτε προτιμητέον χάριν εαυτού και ουδέποτε χάριν άλλου. Τοιούτον
+δε προ πάντων φαίνεται ότι είναι η ευτυχία. Διότι αυτήν την
+προτιμώμεν πάντοτε χάριν του εαυτού της και ουδέποτε χάριν άλλης,
+ενώ την δόξαν και την ηδονήν και τον νουν και πάσαν αρετήν την
+προτιμώμεν και χάριν του εαυτού της, διότι όλα αυτά ημπορούμεν να τα
+προτιμήσωμεν και όταν δεν φέρουν κανέν άλλο αποτέλεσμα, αλλά τα
+προτιμώμεν, και χάριν της ευτυχίας, διότι νομίζομεν ότι διά μέσου
+αυτών θα γίνωμεν ευτυχείς. Και βεβαίως την ευτυχίαν κανείς δεν την
+εκλέγει χάριν αυτών, ούτε εν γένει χάριν κανενός άλλου.
+
+&Η ευτυχία είναι αυτάρκεια.& — Φαίνεται δε ότι και εις την
+αυτάρκειαν το ίδιον συμβαίνει, διότι το τέλειον αγαθόν φαίνεται ότι
+έχει αυτάρκειαν. Αυτάρκειαν δε εννοούμεν όχι μόνον διά τον εαυτόν
+του, δι' εκείνον ο οποίος ζη μοναχικήν ζωήν, αλλά και διά τους
+γονείς του και διά τα τέκνα του και διά την γυναίκα του και εν γένει
+διά τους φίλους και τους συμπολίτας του, αφού ο άνθρωπος είναι εκ
+φύσεως πολιτικόν ον. Εις αυτά όμως πρέπει να θέσωμεν όριον, διότι,
+αν επεκταθώμεν εις τους γονείς και εις τους απογόνους και τους
+φίλους των φίλων, τότε προχωρούμεν επ' άπειρον. Αλλά όσον δι' αυτό
+θα το εξετάσωμεν άλλην φοράν. Την αυτάρκειαν όμως τόρα την ορίζομεν
+ως εκείνο, το οποίον, αν μείνη μόνον του, καθιστά την ζωήν
+προτιμητέαν και όχι ελλιπή. Και τοιούτον πράγμα νομίζομεν ότι είναι
+η ευτυχία. Εκτός τούτου είναι και η προτιμοτέρα από όλα χωρίς να
+συμψηφίζεται. Διότι είναι φανερόν ότι, εάν συμψηφίζεται, τότε, και
+το ελάχιστον αγαθόν αν προστεθή, θα την κάμη προτιμοτέραν. Διότι
+πάσα νέα προσθήκη είναι πλεονασμός των αγαθών, και από τα αγαθά
+πάντοτε είναι προτιμότερον το περισσότερον. Επομένως η ευτυχία
+φαίνεται ότι είναι τελεία και με αυτάρκειαν, και αποτελεί το τέλος
+των πραγματοποιουμένων.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'.
+
+
+
+&Η φύσις του αγαθού σχετίζεται με την φύσιν του ανθρώπου.& — Αλλ'
+ίσως μεν το να ορίζωμεν την ευτυχίαν ως το ανώτατον αγαθόν είναι από
+όλους παραδεκτόν, έκαστος όμως επιθυμεί να μάθη σαφέστερον την φύσιν
+αυτής. Αυτό λοιπόν ίσως κατορθωθή, αν πάρωμεν να εξετάσωμεν το έργον
+του ανθρώπου. Διότι καθώς εις τον αυλητήν και τον αγαλματοποιόν και
+εις έκαστον τεχνίτην και γενικώς εις όλους όσοι έχουν έν έργον και
+μίαν δράσιν φαίνεται ότι εις το έργον των έγκειται το αγαθόν και η
+επιτυχία, το ίδιον ημπορεί να νομισθή και διά τον άνθρωπον, εάν
+υπάρχη έργον το οποίον χαρακτηρίζει τον άνθρωπον εν γένει. Και
+λοιπόν άραγε μόνον του κτίστου και του βυρσοδέψου υπάρχουν έργα και
+πράξεις, του ανθρώπου όμως δεν υπάρχουν, αλλ' εκ φύσεως επλάσθη
+άεργος; Ή μήπως, καθώς είναι φανερόν κάποιον έργον του οφθαλμού και
+της χειρός και του ποδός και εν γένει όλων των μελών, ομοίως θα
+δεχθώμεν έξω από όλα αυτά και έργον διά τον άνθρωπον ολόκληρον; Και
+λοιπόν ποίον είναι δυνατόν να είναι αυτό; Διότι η μεν ζωή είναι
+κοινή και εις τα φυτά, τόρα όμως ζητούμεν το ιδιαίτερον γνώρισμα.
+Επομένως πρέπει να αποχωρίσωμεν την θρεπτικήν και αυξητικήν ζωήν.
+Τότε όμως φαίνεται ότι υπολείπεται κάποια αισθητική ζωή, αλλά και
+αυτή είναι κοινή και εις τον ίππον και εις τον βουν και εις παν
+ζώον.
+
+&Η ευτυχία του ανθρώπου συνίσταται εις την λογικήν δράσιν.& —
+Υπολείπεται λοιπόν κάποια δραστική ζωή του μέρους εκείνου το οποίον
+είναι λογικόν. Και τούτου έν μέρος μεν υπακούει εις το λογικόν, έν
+δε έχει λογικόν και συλλογίζεται. Αφού δε και αυτή η ζωή λέγεται
+κατά δύο τρόπους, πρέπει να δεχθώμεν την ενεργητικήν. Διότι αυτή
+φαίνεται ότι έχει περισσότερον κύρος. Αφού λοιπόν έργον του ανθρώπου
+είναι η ενέργεια της ψυχής συμφώνως με το λογικόν ή τουλάχιστον όχι
+αντιθέτως προς το λογικόν, και αφού το ίδιον έργον λέγομεν ότι έχει
+εις μίαν ειδικότητα και ο τυχών και ο σπουδαίος, καθώς λόγου χάριν ο
+κιθαριστής, και ο σπουδαίος κιθαριστής και εν γένει το ίδιον εις όλα
+με την προσθήκην της υπεροχής ως προς την επιτηδειότητα διά το
+έργον, διότι παντός κιθαριστού έργον είναι να παίζη κιθάραν, αλλά
+του σπουδαίου έργον είναι να παίζη καλά, επομένως ως έργον του
+ανθρώπου ορίζομεν κάποιαν ζωήν, αυτήν δε πάλιν ως δράσιν της ψυχής
+και ως πράξεις λογικάς, ως ιδιότητα δε του σπουδαίου ανθρώπου το να
+εκτελή αυτά εις την εντέλειαν, και ότι εκάστη τελειοποίησις
+κατορθόνεται με την ειδικήν επιτηδειότητα. Επομένως το ανθρώπινον
+αγαθόν είναι ενέργεια της ψυχικής αριστοτεχνική, και αν είναι
+περισσότεραι αι αριστοτεχνίαι, τότε είναι η καλλιτέρα και η
+τελειοτέρα. Ακόμη δε και με ακεραίαν ζωήν. Διότι μία χελιδών δεν
+φέρει την άνοιξιν, ούτε μία ημέρα. Ομοίως δε ουδέ αξιομακάριστον και
+ευτυχή δεν κάμνει τον άνθρωπον μία ημέρα ούτε ολίγος καιρός.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.
+
+
+
+&Η ηθική στηρίζεται εις αξιώματα της επαγωγής και της πείρας.& —
+Αυτός λοιπόν ας είναι προς το παρόν ο αναλυτικός ορισμός του αγαθού.
+Διότι ίσως είναι ορθόν πρώτον να το ορίσωμεν γενικώς και έπειτα
+πλέον να το αναπτύξωμεν. Ίσως δε φανή πολύ πιθανόν και να ημπορή
+οποιοσδήποτε να τελειοποιήση και να συναρμολογήση όσα ελέχθησαν
+καλώς εις την ανάλυσιν, και ο καιρός εις αυτά να είναι εφευρετικός
+και βοηθητικός. Και από τούτο προέρχονται αι πρόοδοι των τεχνών,
+διότι και ο τυχών ημπορεί να προσθέση το ελλιπές. Πρέπει δε και να
+ενθυμούμεθα όσα ελέχθησαν προηγουμένως και να μη ζητούμεν την
+ακρίβειαν εις όλα εξ ίσου, αλλά εις το καθέν αναλόγως της
+προκειμένης ύλης και εφ' όσον αρμόζει εις την μεθοδικήν έρευναν.
+Διότι λόγου χάριν και ο κτίστης και ο γεωμέτρης καθ' υπερβολήν
+επιδιώκουν την ορθήν γωνίαν, εκείνος μεν εξετάζων πόσον είναι
+χρήσιμος εις το έργον του, αυτός δε τι πράγμα είναι αυτή και ποίου
+είδους. Διότι είναι ερευνητής της αληθείας.
+
+Κατά τον ίδιον λοιπόν τρόπον πρέπει να εργαζώμεθα και εις άλλα, διά
+να μη κοπιάζωμεν περισσότερον δια τα πάρεργα παρά δια τα έργα. Και
+δεν πρέπει ουδέ την αιτίαν να ζητούμεν εις όλα, αλλά εις μερικά
+είναι αρκετόν να αποδειχθή καλώς το «τι» (θέμα), καθώς λόγου χάριν
+διά τα αξιώματα. Διότι το «τι» είναι αξίωμα και αρχή. Αι δε αρχαί
+άλλαι μεν εννοούνται διά της επαγωγής, άλλαι δε διά των αισθητηρίων,
+άλλαι με κάποιαν εξάσκησιν και άλλαι με άλλον τρόπον. Πρέπει δε να
+ερευνώμεν εκάστην από αυτάς συμφώνως με την φύσιν των και να
+φροντίσωμεν να διακριθούν καλώς με τον ορισμόν. Διότι έχουν μεγάλην
+σημασίαν διά τα κατόπιν. Διότι φαίνεται ότι η αρχή είναι
+περισσότερον από το ήμισυ του όλου, και με αυτήν εξηγούνται καλώς
+πολλά από τα ερευνώμενα ζητήματα.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'.
+
+
+&Διαίρεσις των αγαθών.& — Πρέπει δε να εξετάσωμεν τα αξιώματα όχι
+μόνον από τα συμπεράσματα και τας προτάσεις του συλλογισμού, αλλά
+και από όσα ελέχθησαν περί αυτών. Διότι με το αληθές συμφωνούν όλα
+τα πραγματικά, ενώ με το ψεύδος αμέσως συγκρούονται. Τα αγαθά λοιπόν
+είναι διηρημένα εις τρία είδη, δηλαδή τα λεγόμενα εξωτερικά, τα
+ψυχικά, και τα σωματικά, από αυτά δε σπουδαιότερα και κυρίως αγαθά
+θεωρούμεν τα ψυχικά. Τας δε ψυχικάς πράξεις και ενεργείας τας
+αποδίδομεν εις την ψυχήν, ώστε ο λόγος μας φαίνεται ορθός, όσον
+εξαρτάται από αυτήν την γνώμην, η οποία είναι παλαιά και έγινε
+παραδεκτή από τους φιλοσόφους. Επίσης δε φαίνεται ορθόν και ότι
+μερικαί πράξεις λέγονται και ενέργειαι εμπερικλείουσαι τον σκοπόν.
+Διότι τότε ο σκοπός ανήκει εις τα ψυχικά αγαθά και όχι εις τα
+εξωτερικά. Συμφωνεί δε με τον λόγον μας και το ότι ο ευτυχής ευτυχεί
+και ευδοκιμεί. Διότι ως κάποια ευτυχία θεωρείται η ευδοκίμησις.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'.
+
+
+
+&Η αρετή είναι απαραίτητος όρος της ευτυχίας.& — Φαίνεται δε ότι και
+όλα τα απαιτούμενα διά την ευτυχίαν χαρακτηριστικά υπάρχουν εις αυτό
+το οποίον είπαμεν. Διότι εις άλλους μεν φαίνεται αυτό ως κάποια
+αρετή, εις άλλους δε ως φρόνησις, εις άλλους δε ως σοφία, και εις
+άλλους όλα αυτά ή έν από αυτά ηνωμένον με ηδονήν ή τουλάχιστον όχι
+χωρίς ηδονήν. Άλλοι όμως συμπεριλαμβάνουν και την εξωτερικήν
+καλοτυχίαν. Από αυτά δε άλλα μεν τα λέγουν πολλοί και παλαιοί
+άνδρες, άλλα δε ολίγοι και έγκριτοι. Δεν είναι δε λογικόν καμμία
+μερίς από αυτάς τας δύο να σφάλλη εις το σύνολον, αλλά τουλάχιστον
+εις έν ή εις τα περισσότερα λέγει το ορθόν. Με τους παραδεχομένους
+λοιπόν ως αγαθόν την αρετήν ή κάποιαν αρετήν ο λόγος μας είναι
+σύμφωνος. Διότι εις αυτήν ανήκει η συμφωνούσα με αυτήν ενέργεια.
+Ίσως όμως δεν είναι μικρά η διαφορά, όταν ευρίσκωμεν το ανώτερον
+αγαθόν μάλλον εις την απόκτησιν παρά εις την χρησιμοποίησιν, και
+μάλλον εις την ηθικήν κατάστασιν παρά εις την ενέργειαν. Διότι η μεν
+ηθική κατάστασις είναι δυνατόν να υπάρχη χωρίς να εκτελή κανέν
+αγαθόν, λόγου χάριν εις τον κοιμώμενον ή άλλως πως αδρανή, ενώ η
+ενέργεια δεν είναι δυνατόν να αδρανή. Διότι κατ' ανάγκην θα δράση
+και θα ευδοκιμήση. Καθώς δε εις την Ολυμπίαν δεν στεφανόνονται οι
+καλλίτεροι και οι ισχυρότεροι, αλλά οι λαμβάνοντες μέρος εις τους
+αγώνας, διότι από αυτούς μερικοί είναι νικηταί, ομοίως και τα αγαθά
+της ζωής τα απολαμβάνουν οι ευδοκιμούντες εις τας πράξεις των.
+
+&Ο ενάρετος βίος εγκλείει πραγματικήν ηδονήν.& — Αλλά και αφ' εαυτής
+είναι ηδονική η ζωή αυτών. Διότι η ηδονή είναι ψυχική κατάστασις και
+εις έκαστον παρέχει ηδονήν εκείνο διά το οποίον του αποδίδομεν
+επίθετον σύνθετον εκ του φίλος• λόγου χάριν εις τον αλογόφιλον ο
+ίππος και εις τον φιλοθεάμονα το θέαμα, ομοίως δε και εις τον
+φιλοδίκαιον τα δίκαια και εις τον φιλάρετον η αρετή. Διά τους
+περισσοτέρους λοιπόν αι ηδοναί συγκρούονται μεταξύ των, διότι δεν
+είναι σύμφωνοι με την φύσιν του ανθρώπου, ενώ εις τους αγαθούς αι
+ηδοναί είναι εκ φύσεως ηδονικαί. Τοιαύται δε είναι αι πράξεις αι
+οποίαι συμφωνούν με την αρετήν, και επομένως είναι ηδονικαί, όχι
+μόνον ως προς αυτούς αλλά και καθ' εαυτάς. Επομένως δεν έχει ανάγκην
+ο βίος αυτών από καμμίαν άλλην ηδονήν, ωσάν κανένα περιδέραιον, αλλ'
+έχει μέσα του την ηδονήν. Διότι εκτός αυτών που είπαμεν, ούτε είναι
+καν αγαθός όστις δεν ευχαριστείται με τας καλάς πράξεις. Διότι ουδέ
+δίκαιον ημπορεί να ονομάση κανείς εκείνον, ο οποίος δεν
+ευχαριστείται με το να πράττη το δίκαιον, ούτε φιλελεύθερον εκείνον
+ο οποίος δεν ευχαριστείται με τας φιλελευθέρους πράξεις. Ομοίως δε
+και εις όλα τα άλλα. Τότε λοιπόν φαίνεται ότι είναι ηδονικαί καθ'
+εαυτάς αι πράξεις αι οποίαι συμφωνούν με την αρετήν. Ακόμη δε είναι
+βεβαίως και αγαθαί και αρεσταί και μάλιστα εις τον ανώτατον βαθμόν,
+εάν τουλάχιστον ορθώς κρίνη δι' αυτάς ο σπουδαίος. Κρίνει όμως,
+καθώς είπαμεν. Επομένως η ενάρετος ευτυχία είναι το καλλίτερον και
+αρεστότερον και ηδονικώτερον πράγμα, και όλα αυτά δεν ωρίσθησαν
+καλώς εις το εξής Δηλιακόν επίγραμμα:
+
+ Το δίκαιον καλλίτερον, υγεία δ' αρεστότερον,
+ Πλην να 'πιτύχη ό,τι ποθή απ' όλα το γλυκύτερον.
+
+Διότι όλα αυτά υπάρχουν εις τας καλλιτέρας ενεργείας. Αυταί δε η μία
+από αυτάς, η ανωτέρα, λέγομεν ότι είναι η ενάρετος ευτυχία.
+
+&Και η καλή τύχη φαίνεται απαραίτητος διά την ευτυχίαν.& — Φαίνεται
+όμως ότι έχει περιπλέον ανάγκην η αρετή και των εξωτερικών αγαθών,
+καθώς είπαμεν. Διότι είναι αδύνατον, ή τουλάχιστον όχι εύκολον, να
+εκτελέση τα καλά όστις δεν έχει τα μέσα. Διότι πολλά εκτελούνται με
+φίλους και με τον πλούτον και με την πολιτικήν δύναμιν, ως να είναι
+άλλα όργανα. Η στέρησις όμως μερικών, καθώς είναι η ευγένεια, η
+ευτεκνία, το κάλλος, κηλιδώνει το αξιομακάριστον. Διότι λόγου χάριν
+δεν είναι τόσον πολύ κατάλληλος διά την ευτυχίαν όστις είναι ως προς
+την μορφήν εντελώς άσχημος, ή αγενής, ή ερημίτης και άτεκνος. Ίσως
+μάλιστα πολύ ολιγώτερον, εάν έχη κανείς αθλιέστατα παιδιά, ή φίλους,
+ή ήσαν αγαθοί και του απέθαναν. Καθώς είπαμεν λοιπόν, φαίνεται ότι
+χρειάζεται περιπλέον και αυτό το είδος της καλής τύχης. Και διά
+τούτο μερικοί θεωρούν το ίδιον πράγμα την καλήν τύχην με την
+ευτυχίαν.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι’.
+
+
+
+&Το αγαθόν είναι επίκτητον, ή φυσικόν, ή τυχαίον;& — Διά τούτο
+πολλοί ευρίσκονται εις απορίαν, άραγε το αγαθόν είναι
+ευκολοδίδακτον, ή ευκολοσυνήθιστον ή με άλλην άσκησιν
+ευκολοαπόκτητον, ή μήπως μας έρχεται με κάποιαν μοίραν θεϊκήν ή και
+με την τύχην. Εάν λοιπόν υπάρχη και κανέν άλλο δώρον από τους θεούς
+εις τους ανθρώπους, είναι εύλογον να είναι και η ευτυχία θεού δώρον,
+τόσον περισσότερον μάλιστα, όσον είναι το καλλίτερον από όλα τα
+ανθρώπινα πράγματα. Αλλά τούτο μεν ίσως ανήκει να εξετασθή αλλού,
+φαίνεται όμως ότι είναι από τα θεϊκώτερα πράγματα, και όταν ακόμη
+δεν είναι θεόπεμπτον, αλλά αποκτάται με την αρετήν και με κάποιαν
+μάθησιν και άσκησιν. Διότι το έπαθλον και ο σκοπός της αρετής
+φαίνεται ότι είναι κάλλιστον και κάτι τι θείον και αξιομακάριστον.
+Ίσως δε είναι και πολύ κοινόν, διότι είναι δυνατόν να υπάρξη με
+κάποιαν μάθησιν και επιμέλειαν εις όλους, όσοι δεν είναι εντελώς
+στρεβλωμένοι ως προς την αρετήν. Ότι δε είναι καλλίτερον να
+ευτυχώμεν ούτω πως, παρά εξ αιτίας της τύχης, είναι λογικόν, αφού
+επλάσθησαν τα έργα της φύσεως να είναι όσον το δυνατόν καλλίτερα,
+ομοίως δε και τα έργα της τέχνης και εν γένει πάσης αιτίας και
+μάλιστα της ανωτάτης. Άλλως όμως είναι ανάρμοστον ίσως να αναθέσωμεν
+εις την τύχην το σπουδαιότερον και καλλίτερον πράγμα. Αλλά και από
+τον λόγον τούτον εξάγεται το ζητούμενον. Διότι το ωρίσαμεν ως
+ενέργειαν της ψυχής σύμφωνον με την αρετήν και έχουσαν κάποιαν
+ποιότητα. Από δε τα άλλα αγαθά μερικά μεν είναι ανάγκη να υπάρχουν,
+άλλα όμως είναι εκ φύσεως βοηθητικά και συντελεστικά ως όργανα.
+
+&Συγκεφαλαίωσις.& — Ίσως δε αυτά συμφωνούν και με όσα είπαμεν εις
+την αρχήν. Διότι τότε ωρίσαμεν τον σκοπόν της πολιτικής ως το
+κάλλιστον πράγμα, αυτή δε ότι φροντίζει μεγάλως να δώση κάποιας
+ιδιότητας εις τους πολίτας και να τους κάμη αγαθούς και
+συντελεστικούς εις τα καλά. Επομένως δικαίως δεν θεωρούμεν ούτε τον
+βουν ούτε τον ίππον ούτε κανέν άλλο ζώον ευτυχές. Διότι κανέν από
+αυτά δεν είναι δυνατόν να αποκτήση τοιαύτην δραστηριότητα.
+
+Και διά την ιδίαν αιτίαν ούτε ο παις είναι ευτυχής, διότι ακόμη δεν
+ημπορεί να εκτελέση τοιαύτα πράγματα ένεκα της ηλικίας του. Όσοι δε
+λέγονται ευτυχείς, μακαρίζονται, διότι παρέχουν ελπίδας. Διότι,
+καθώς είπαμεν, χρειάζεται και αρετή τελεία και βίος συμπληρωμένος.
+Διότι εις την ζωήν συμβαίνουν πολλαί μεταβολαί και πολυειδείς
+συμπτώσεις, και είναι ενδεχόμενον όστις ευρίσκεται εις πολύ καλήν
+κατάστασιν να περιπέση εις μεγάλας συμφοράς εις το γήρας του, καθώς
+λέγουν οι ηρωικοί μύθοι περί του Πριάμου. Και βεβαίως εκείνον, όστις
+θα εύρη τοιαύτην τύχην και θα αποθάνη αθλίως, δεν τον μακαρίζει
+κανείς.
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'.
+
+
+
+&Ημπορεί ο άνθρωπος να ονομασθή ευτυχής εν όσω ζη;&. — Τόρα λοιπόν
+άραγε δεν πρέπει ούτε να μακαρίσωμεν κανένα άλλον άνθρωπον εν όσω
+ζη, αλλά πάντοτε να περιμένωμεν το τέλος του, συμφώνως με τον
+Σόλωνα;
+
+Και αν παραδεχθώμεν αυτό, άραγε είναι πάλιν ευτυχής, όταν αποθάνη; Ή
+μήπως αυτό βεβαίως είναι εντελώς παράλογον, και μάλιστα δι' ημάς, οι
+οποίοι ορίζομεν την ευτυχίαν ως ενέργειαν; αν δε πάλιν δεν
+θεωρούμεν τον αποθαμένον ως ευτυχή, και ούτε ο Σόλων αυτό θέλει να
+είπη, παρά μόνον ότι τότε ημπορεί κανείς να μακαρίση ασφαλώς ένα
+άνθρωπον, διότι πλέον είναι έξω από την δυστυχίαν, επιδέχεται μεν
+βεβαίως και τούτο κάποιαν αμφισβήτησιν. Διότι φαίνεται ότι υπάρχει
+και διά τον αποθαμένον κάποιον κακόν και αγαθόν, αφού υπάρχει και
+δι' εκείνον όστις είναι μεν ζωντανός, αλλά δεν αισθάνεται• καθώς
+λόγου χάριν αι τιμαί και αι ατιμίαι και των τέκνων των και εν γένει
+όλων των απογόνων του αι ευδοκιμήσεις και αι δυστυχίαι. Όμως και
+αυτά περιέχουν απορίας. Διότι όστις έζησε μακαρίως μέχρι γήρατος και
+απέθανε αναλόγως, είναι ενδεχόμενον να του συμβούν πολλαί μεταβολαί
+ως προς τους εγγονούς, και άλλοι μεν από αυτούς να είναι αγαθοί και
+απολαύσουν ζωήν ανάλογον με την αξίαν των, άλλοι δε απ' εναντίας να
+μην απολαύσουν. Είναι δε φανερόν ότι είναι δυνατόν να έχουν και
+παντός είδους διαφοράν σχετικώς με τους γονείς των.
+
+Και βεβαίως είναι παράλογον, αν συγχρόνως μεταβάλλεται και ο
+αποθαμένος και γίνεται πότε ευτυχής και πότε πάλιν άθλιος, αλλά
+επίσης είναι παράλογον να μη συνοδεύουν ουδέ εις ελάχιστον χρονικόν
+διάστημα τους γονείς τα παθήματα των απογόνων.
+
+&Η αρετή είναι σταθερά.& — Αλλά ας έλθωμεν εις την προηγουμένην
+απορίαν μας. Διότι πιθανόν από εκείνο να εννοηθή και αυτό το οποίον
+ζητούμεν τόρα. Λοιπόν, αν πρέπη να βλέπωμεν το τέλος και τότε να
+μακαρίζωμεν έκαστον, όχι διότι είναι μακάριος τόρα, αλλά διότι ήτο
+προηγουμένως, πώς δεν είναι παράλογον να μη λέγεται περί αυτού η
+πραγματική αλήθεια, όταν είναι ευτυχής, μόνον και μόνον διότι οι
+ζώντες δεν έχουν διάθεσιν να τον μακαρίζουν, διότι επέρχονται
+μεταβολαί, και διότι αυτοί την ευτυχίαν την νομίζουν ως μόνιμον
+πράγμα και εντελώς αμετάβλητον, ενώ αι τύχαι ως προς αυτούς πολλάκις
+αναποδογυρίζουν; Διότι βεβαίως είναι φανερόν ότι, αν
+παρακολουθούμεν τας τύχας, τον ίδιον άνθρωπον θα τον ονομάσωμεν
+ευτυχή και πάλιν δυστυχή πολλάκις, και θα αποδεικνύωμεν ότι ο
+ευτυχής είναι κάποιος χαμαιλέων και με σαθράς βάσεις. Ή μήπως δεν
+είναι διόλου ορθόν να παρακολουθούμεν τας μεταβολάς της τύχης;
+Διότι δεν έγκειται εις αυτάς το αγαθόν και το κακόν, αλλά έχει μεν
+περιπλέον ανάγκην αυτού ο ανθρώπινος βίος, καθώς είπαμεν, πρωτεύουν
+όμως εις την ευτυχίαν αι σύμφωνοι με την αρετήν ενέργειαι, ενώ αι
+αντίθετοι πρωτεύουν εις το αντίθετον. Είναι δε μάρτυς υπερασπίσεως
+διά τον λόγον μας και η συζήτησις αυτής της ερωτήσεώς μας. Διότι εις
+κανέν από τα ανθρώπινα δεν υπάρχει τόση βεβαιότης, όση εις τας
+ενεργείας τας σύμφωνους με την αρετήν. Διότι αυταί φαίνονται ότι
+είναι μονιμώτεραι και από τας επιστήμας, Από αυτάς δε τας ιδίας
+πάλιν αι πολυτιμόταται είναι αι μονιμώταται, διότι με αυτάς ζουν
+περισσότερον και διαρκέστερον οι αξιομακάριστοι. Και φαίνεται ότι
+τούτο είναι η αιτία εις αυτά να μη λησμονούνται. Επομένως θα έχη
+ό,τι ζητεί ο ευτυχής, και θα είναι τοιούτος εις όλην του την ζωήν.
+Διότι ή διαρκώς, ή όσον το δυνατόν περισσότερον από όλους θα πράξη
+και θα εννοήση τα σύμφωνα με την αρετήν, και τας μεταβολάς της τύχης
+θα τας υποφέρη αξιοπρεπέστατα και καθ' όλα εντελώς αρμονικά, όστις
+βεβαίως είναι πραγματικώς αγαθός και τετράγωνος και άψογος. Από τα
+πολλά δε τα οποία συμβαίνουν εκ τύχης και διαφέρουν κατά το μέγεθος
+και την σμικρότητα τα μεν μικρά ευτυχήματα, και, εννοείται, και τα
+αντίθετα αυτών, είναι φανερόν ότι δεν έχουν σπουδαιότητα διά την
+ζωήν. Τα μεγάλα όμως και πολλά, όταν μεν συμβαίνουν καλώς, θα
+καταστήσουν την ζωήν ευτυχεστέραν, διότι και αυτά επλάσθησαν ως
+στολισμός αυτής και η χρησιμοποίησις αυτών είναι καλή και σπουδαία.
+Όταν όμως συμβαίνουν ανάποδα, στενοχωρούν και ενοχλούν το
+αξιομακάριστον. Διότι προσθέτουν λύπας και γίνονται εμπόδια εις
+πολλάς ενεργείας. Και όμως και εις αυτά διαλάμπει το καλόν, όταν
+κανείς υποφέρη αταράχως πολλάς και μεγάλας ατυχίας, όχι διότι είναι
+αναίσθητος, αλλά διότι είναι γενναιόφρων και μεγαλόψυχος.
+
+&Ο αληθώς ευτυχής είναι ανεπίδεκτος δυστυχίας.& — Εάν δε είναι αι
+ενέργειαι κυρίαρχοι της ζωής, καθώς είπαμεν, τότε κανείς από τους
+ευτυχείς δεν ημπορεί να γίνη δυστυχής, διότι ποτέ του δεν θα πράξη
+τα μισητά και ποταπά. Διότι ο αληθώς αγαθός και νουνεχής φρονούμεν
+ότι θα υποφέρη όλας τας μεταβολάς της τύχης αξιοπρεπώς, και ότι
+αναλόγως των υπαρχόντων μέσων θα πράξη πάντοτε το καλλίτερον, καθώς
+και ο αγαθός στρατηγός το υπάρχον στράτευμα θα χρησιμοποιήση
+πολεμικώτατα, και ο βυρσοδέψης από τα δεδομένα δέρματα θα κάμη τα
+καλλίτερον που ημπορεί να γίνη υπόδημα, και κατά τον ίδιον τρόπον
+όλοι οι άλλοι τεχνίται. Αλλά τότε, δεν ημπορεί μεν να γίνη ποτέ
+δυστυχής ο ευτυχής, όμως δεν είναι αξιομακάριστος, αν περιπέση εις
+τα δυστυχήματα του Πριάμου. Ούτε βεβαίως αχαρακτήριστος και
+ευμετάβλητος ημπορεί να γίνη. Διότι ούτε η ευτυχία θα τον ταράξη
+ευκόλως, ούτε τα παραμικρά ατυχήματα, αλλά τα μεγάλα και πολλά. Και
+πάλιν κατόπιν από αυτά τα μεγάλα και πολλά δεν θα γίνη ευτυχής
+αμέσως εις ολίγον διάστημα, αλλά, αν θα γίνη ευτυχής, θα γίνη εις
+πολύ διάστημα και επαρκές, αφού εις αυτό το διάστημα γίνη κύριος
+μεγάλων και καλών.
+
+&Ορισμός της ευτυχίας.& — Τι μας εμποδίζει λοιπόν να ορίσωμεν ότι
+ευτυχής είναι όστις ενεργεί συμφώνως με την τελείαν αρετήν, και
+είναι εφωδιασμένος αρκετά με τα εξωτερικά αγαθά, όχι εις ένα
+παραμικρόν χρονικόν διάστημα, αλλά εις όλην του την τελείαν ζωήν; Ή
+μήπως πρέπει να προσθέσωμεν ότι πρέπει και να ζήση ούτω πως και να
+αποθάνη αναλόγως, επειδή ημείς δεν ημπορούμεν να προβλέψωμεν τα
+μέλλον, ενώ την ευτυχίαν την ορίζομεν ως τέλος και ως τελείαν εις
+όλα και καθ' όλα; Αλλά τότε θα ονομάσωμεν αξιομακαρίστους, εκείνους
+από τους ζώντας, εις όσους υπάρχουν και θα υπάρξουν όσα είπαμεν,
+πάντοτε όμως τους ανθρώπους θα ονομάζωμεν αξιομακαρίστους. Και περί
+του ζητήματος τούτου είναι αρκετός αυτός ο αναλυτικός ορισμός.
+
+&Αι περιπέτειαι των απογόνων δεν θίγουν τους νεκρούς.& — Ότι δε αι
+περιπέτειαι των απογόνων και όλων των φίλων εις τίποτε δεν
+επηρεάζουν αυτούς φαίνεται πάρα πολύ άστοργον και αντίθετον προς τας
+επικρατούσας ιδέας. Επειδή δε αι περιπέτειαι έχουν πολλάς και
+παντοειδείς διαφοράς, και άλλαι μεν έρχονται περισσότερον ηνωμέναι,
+άλλαι δε ολιγώτερον, είναι πολύς κόπος και ατελείωτος δι' εκάστην
+χωριστά, και ίσως είναι αρκετόν να ομιλήσωμεν γενικώς και
+υποδειγματικώς. Αφού λοιπόν, καθώς τα ιδικά του ατυχήματα άλλα μεν
+έχουν βαρύτητα και σημασίαν διά τον βίον του, άλλα δε φαίνονται
+ελαφρότερα, το ίδιον φαίνονται και όσα συμβαίνουν εις όλους τους
+φίλους, και αφού έχει πολύ μεγάλην διαφοράν, όταν τα δεινοπαθήματα
+συμβαίνουν εις έκαστον ενόσω ζη ή αφού αποθάνη, παρά όταν
+παριστάνωνται εις τα οράματα ως ιστορικά γεγονότα ή ως σημερινά,
+τότε βεβαίως πρέπει να λάβωμεν υπ' όψιν μας και αυτήν την διαφοράν,
+ή μάλλον την απορίαν μας, αν οι μεταστάντες συμμετέχουν κανενός
+αγαθού ή του αντιθέτου. Διότι φαίνεται ότι, και αν φθάνη έως εις
+αυτούς κανέν αγαθόν ή αντίθετον, είναι μηδαμινόν και μικρόν είτε
+γενικώς είτε προσωπικώς δι' αυτούς. Εάν δε δεν φθάνη εις αυτούς,
+είναι τόσον μικρόν και επουσιώδες, ώστε δεν κάμνει ευτυχείς εκείνους
+οι οποίοι δεν είναι, ούτε όσοι είναι ευτυχείς τους αφαιρεί την
+μακαριότητα. Φαίνεται λοιπόν ότι συντελούν κάπως διά τους
+μεταστάντας αι ευδοκιμήσεις των φίλων, καθώς και αι ατυχίαι αλλά εις
+τόσον ολίγον βαθμόν και τόσον επουσιωδώς, ώστε δεν ημπορούν να
+κάμουν τους ευτυχείς μη ευτυχείς, ούτε κανέν άλλο παρόμοιον.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'.
+
+
+
+&Είναι η ευτυχία μάλλον αξιέπαινος παρά αξιομακάριστος;& — Αφού δε
+εξητάσαμεν και αυτά, ας εξετάσωμεν τόρα αν η ευτυχία είναι μάλλον
+αξία επαίνων παρά αξία τιμής. Διότι βεβαίως είναι φανερόν ότι αυτή
+δεν αποτελεί περιουσίαν. Φαίνεται λοιπόν ότι παν ό,τι επαινούμεν
+επαινείται διότι έχει κάποιαν ιδιότητα και κάποιαν αναφοράν προς
+άλλο. Λόγου χάριν τον δίκαιον και τον ανδρείον και εν γένει τον
+ενάρετον και την αρετήν τους επαινούμεν διά τας πράξεις και τα έργα
+των, ομοίως δε και τον ρωμαλέον και τον ταχύπουν και έκαστον από
+τους άλλους, διότι έχουν εκ φύσεως κάποιαν ιδιότητα και κάποιαν
+σχέσιν προς κάποιον αγαθόν και σπουδαίον πράγμα. Τούτο δε γίνεται
+σαφές και από τα εγκώμια προς τους θεούς. Διότι, αν αυτά τα εγκώμια
+τα αποδώσωμεν εις τον εαυτόν μας, γίνονται γελοία. Τούτο δε
+προέρχεται εκ του ότι οι έπαινοι, καθώς είπαμεν, είναι σχετικοί.
+
+Αφού δε ο έπαινος είναι τοιούτον πράγμα, είναι προφανές ότι δεν
+υπάρχει έπαινος διά τους αρίστους, αλλά κάτι άλλο μεγαλίτερον και
+καλλίτερον, καθώς και είναι γνωστόν. Διότι και τους θεούς τους
+μακαρίζομεν και τους καλοτυχίζομεν, και από τους ανθρώπους
+μακαρίζομεν τους θεϊκωτέρους. Το ίδιον δε και διά τα αγαθά. Δηλαδή
+κανείς δεν εγκωμιάζει την ευτυχίαν καθώς το δίκαιον, αλλά την
+μακαρίζει ως κάτι τι θεϊκώτερον και ανώτερον. Φαίνεται δε ότι και ο
+Εύδοξος καλόν επιχείρημα μετεχειρίσθη διά την ηδονήν. Διότι τo να μη
+επαινήται αυτή, ενώ είναι έν από τα αγαθά, το εθεώρησε ως απόδειξιν
+ότι είναι ανωτέρα από τα αξιέπαινα πράγματα, καθώς είναι ο θεός και
+το αγαθόν. Διότι εις αυτά αναφέρονται και τα άλλα. Και ο μεν έπαινος
+αναφέρεται εις την αρετήν (διότι με αυτήν εκτελούμεν τα καλά), τα δε
+εγκώμια αναφέρονται εις τα έργα τόσον τα σωματικά, όσον και τα
+ψυχικά. Αλλά αυτά μεν ίσως είναι καταλληλότερον να ορισθούν
+ακριβέστερον εις τα ειδικά συγγράμματα περί εγκωμίων, εις ημάς όμως
+είναι φανερόν από όσα ελέχθησαν, ότι η ευτυχία είναι έν από τα
+αξιομακάριστα και τέλεια πράγματα. Φαίνεται δε ότι είναι τοιαύτη και
+διότι αποτελεί αρχήν. Διότι χάριν αυτής εκτελούμεν όλα τα άλλα, την
+δε αρχήν και το πρωταίτιον των αγαθών τα θεωρούμεν ως κάτι τι
+αξιομακάριστον και θείον.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'.
+
+
+
+&Η αρετή ως στοιχείον της ευτυχίας.& — Αφού δε η ευτυχία είναι
+ενέργεια της ψυχής συμφώνως με την τελείαν αρετήν, πρέπει τόρα να
+εξετάσωμεν περί αρετής. Διότι πολύ πιθανόν κατ' αυτόν τον τρόπον να
+εννοήσωμεν καλλίτερον και την ευτυχίαν. Φαίνεται δε ότι και ο
+αληθινός πολιτικός εις αυτήν προ πάντων καταγίνεται. Διότι θέλει να
+καταστήση τους πολίτας εναρέτους και ευπειθείς εις τους νόμους,
+παράδειγμα δε τούτων έχομεν τους νομοθέτας των Κρητών και των
+Λακεδαιμονίων και όσοι άλλοι τοιούτοι διέπρεψαν. Αφού δε η έρευνα
+αυτή ανήκει εις την πολιτικήν, είναι προφανές ότι η εξέτασίς μας θα
+γίνη συμφώνως με την απόφασιν την οποίαν εθέσαμεν εξ αρχής. Και
+βεβαίως την ανθρωπίνην αρετήν πρέπει να εξετάσωμεν, διότι και το
+αγαθόν το οποίον εζητούσαμεν ήτο ανθρώπινον και η ευτυχία ανθρωπίνη.
+Αρετήν δε ανθρωπίνην δεν εννοούμεν την σωματικήν αλλά την ψυχικήν.
+Και επομένως και την ευτυχίαν την θεωρούμεν ενέργειαν της ψυχής.
+
+&Σπουδαιότης της ψυχολογίας διά τον πολιτικόν.& — Αφού δε τούτο έχει
+ούτω πως, είναι φανερόν ότι ο πολιτικός πρέπει να γνωρίζη τα ψυχικά
+φαινόμενα, καθώς πρέπει να γνωρίζη και ολόκληρον το σώμα, όστις
+πρόκειται να θεραπεύση τον οφθαλμόν, και μάλιστα τόσον περισσότερον,
+όσον είναι πολυτιμοτέρα και καλλιτέρα η πολιτική από την ιατρικήν.
+Από τους ιατρούς δε όσοι είναι τέλειοι πολύ καταγίνονται εις την
+μελέτην του σώματος. Επομένως πρέπει να μελετήση και ο πολιτικός την
+ψυχήν, αλλά χάριν τούτου και εφ' όσον είναι αρκετόν διά το ζήτημά
+μας. Διότι η περισσοτέρα λεπτολογία ίσως είναι κοπιωδεστέρα παρ'
+όσον απαιτεί η υπόθεσίς μας. Ομιλούμεν δε περί αυτής αρκετά και εις
+τους εξωτερικούς λόγους και ημπορεί κανείς να τα χρησιμοποιήση.
+Λόγου χάριν ότι έν μέρος αυτής είναι άλογον, το δε άλλο λογικόν. Εάν
+δε αυτά είναι χωρισμένα καθώς τα μέλη του σώματος και παν ό,τι
+επιδέχεται διαίρεσιν, ή θεωρητικώς εχωρίσθησαν, ενώ είναι εκ φύσεως
+αχώριστα, καθώς εις την περιφέρειαν η κυρτότης και η κοιλότης, δεν
+έχει καμμίαν σημασίαν σχετικώς με το ζήτημά μας.
+
+&Διασάφησις του αλόγου (φυτικού) μέρους της ψυχής.& — Από το άλογον
+δε το έν μέρος φαίνεται κοινόν και φυτικόν, και εννοώ την αιτίαν της
+θρέψεως και αυξήσεως. Διότι αυτήν την δύναμιν της ψυχής ημπορεί
+κανείς να την παραδεχθή εις όλα όσα τρέφονται και ακόμη εις τα
+έμβρυα, και την ιδίαν πάλιν και εις τους ηλικιωμένους. Διότι αυτό
+είναι λογικώτερον να παραδεχθώμεν παρά καμμίαν διαφορετικήν ψυχήν.
+Και λοιπόν η αρετή αυτής της ψυχής φαίνεται ότι είναι κοινή και όχι
+ειδικώς ανθρωπίνη. Διότι φαίνεται ότι προ πάντων εις τον ύπνον
+ενεργεί το μέρος αυτό και αυτή η δύναμις, και επομένως ο αγαθός και
+ο κακός πολύ ολίγον διακρίνονται όταν κοιμούνται, και δι' αυτό
+λέγουν ότι εις το ήμισυ της ζωής δεν έχουν διαφοράν οι ευτυχείς από
+τους δυστυχείς. Τούτο δε συμβαίνει ευλόγως. Διότι ο ύπνος είναι
+αργία της ψυχής ως προς την ενέργειαν από την οποίαν χαρακτηρίζεται
+ως σπουδαία ή μηδαμινή, εκτός μόνον εάν καμμιάς λειτουργίας αι
+κινήσεις εισδύουν βαθύτερον κατά μικρά διαστήματα και κατά τούτο
+γίνονται καλλίτερα τα όνειρα των καλών από τους τυχαίους. Αλλά περί
+αυτών είπαμεν αρκετά, και πρέπει να αφήσωμεν το θρεπτικόν μέρος της
+ψυχής, διότι δεν συμμετέχει της ανθρωπίνης αρετής.
+
+&Διάκρισις του ημιαλόγου και του λογικού μέρους της ψυχής.& —
+Φαίνεται δε ότι υπάρχει και κάποια άλλη ιδιότης της ψυχής άλογος,
+αλλά κάπως μετέχουσα του λόγου. Διότι, όταν συγκρίνωμεν ένα εγκρατή
+προς ένα ακόλαστον, επαινούμεν τον λόγον και το λογικόν μέρος της
+ψυχής. Διότι αυτό παρορμά εις το ορθόν και εις το καλλίτερον.
+Φαίνεται όμως ότι είναι έμφυτον εις αυτούς και κάτι άλλο, το οποίον
+πολεμεί και αντιτείνει εις τον λόγον. Δηλαδή απαράλλακτα καθώς εις
+τους παραλυτικούς, όταν θέλουν να κινήσουν τα μέλη των προς τα
+δεξιά, εκείνα παρεκτρέπονται εις τα αριστερά, το ίδιον συμβαίνει και
+εις την ψυχήν. Διότι αι ορμαί των ακολάστων βαδίζουν αντιθέτως. Αλλά
+εις μεν τα σώματα βλέπομεν το παρεκτρεπόμενον μέλος, ενώ εις την
+ψυχήν δεν το βλέπομεν. Ίσως όμως όχι ολιγώτερον πρέπει να
+παραδεχθώμεν ότι και εις την ψυχήν υπάρχει κάτι τι παράλογον το
+οποίον εναντιόνεται και αντιτάσσεται προς τον λόγον. Πώς όμως είναι
+κάτι άλλο τι δεν μας ενδιαφέρει διόλου. Φαίνεται όμως ότι και τούτο
+μετέχει του λόγου, καθώς είπαμεν. Τουλάχιστον εις τον εγκρατή
+υποτάσσεται εις τον λόγον. Και πάλιν ίσως είναι πειθαρχικώτερον εις
+τον σώφρονα και ανδρείον. Διότι εις αυτόν όλα είναι σύμφωνα με τον
+λόγον. Επομένως φαίνεται ότι και το άλογον είναι δύο ειδών, διότι το
+μεν φυτικόν δεν μετέχει διόλου του λόγου, το δε επιθυμητικόν και εν
+γένει το βουλητικόν μετέχει κάπως, εφ' όσον είναι ευπειθές και
+πειθαρχικόν εις αυτόν, ομοίως λοιπόν και εις τον πατέρα κανενός ή
+εις τους φίλους του λέγομεν ότι υπάρχει λόγος, όχι όμως καθώς εις
+τους μαθηματικούς. Ότι δε το άλογον πείθεται κάπως εις τον λόγον το
+δεικνύει και η νουθέτησις και πάσα επίπληξις και προτροπή. Εάν δε
+νομισθή καλόν να δεχθώμεν ότι και αυτό έχει λόγον, τότε θα ειπούμεν
+ότι είναι δύο ειδών και το λογικόν, το μεν έν κυριολεκτικώς και
+μόνον του, το δε άλλο ως έν είδος ευπειθείας εις τον πατέρα.
+
+&Διανοητικοί και ηθικαί αρεταί& — Χωρίζεται δε και η αρετή συμφώνως
+με αυτήν την διαφοράν. Διότι από τας αρετάς, άλλας μεν τας
+ονομάζομεν διανοητικάς, άλλας δε ηθικάς, και την μεν σοφίαν και την
+σύνεσιν και την φρόνησιν τας λέγομεν διανοητικάς, την δε
+γενναιοδωρίαν και την σωφροσύνην ηθικάς. Διότι όταν ομιλούμεν περί
+του ηθικού μέρους, δεν λέγομεν διά κανένα ότι είναι σοφός ή συνετός,
+αλλά ότι είναι μειλίχιος ή σώφρων, επίσης δε επαινούμεν και τον
+σοφόν διά την διανοητικήν του κατάστασιν, και αυτάς τας αξιεπαίνους
+διανοητικάς καταστάσεις τας ονομάζομεν αρετάς.
+
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΝ Β.
+
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
+
+
+
+&Αι διανοητικαί αρεταί διδάσκονται, ενώ αι ηθικαί αρεταί γεννώνται
+εκ της συνηθείας.& — Εκ δε της αρετής, η οποία είναι δύο ειδών,
+δηλαδή διανοητική και ηθική, η μεν διανοητική το περισσότερον έχει
+την προέλευσίν της και την αύξησίν της από την διδασκαλίαν, και δι'
+αυτό χρειάζεται πείραν και καιρόν, η ηθική όμως αποκτάται με τας
+συνηθείας, και δι' αυτό έλαβε όνομα το οποίον έχει πολύ μικράν
+διαφοράν από την συνήθειαν (ήθος — έθος). Και από τούτο είναι
+φανερόν ότι καμμία από τας ηθικάς αρετάς δεν υπάρχει εκ φύσεως εντός
+μας. Διότι κανέν από όσα υπάρχουν εκ φύσεως δεν ημπορεί να συνηθίση
+διαφορετικά• λόγου χάριν ο λίθος ο οποίος εκ φύσεως πίπτει προς τα
+κάτω, δεν είναι δυνατόν να συνηθίση να φέρεται προς τα επάνω, και αν
+ακόμη αμέτρητες φορές τον ρίψη κανείς υψηλά, διά να τον συνηθίση.
+Ούτε το πυρ φέρεται προς τα κάτω, ούτε κανέν από όσα έγιναν εκ
+φύσεως κατά ένα τρόπον, είναι δυνατόν να συνηθίση διαφορετικά.
+Επομένως ούτε εκ φύσεως ούτε παρά την φύσιν γεννώνται εντός μας αι
+αρεταί, αλλά ναι μεν εγίναμεν εκ φύσεως επιδεκτικοί δι' αυτάς,
+τελειοποιούμεθα όμως με την συνήθειαν.
+
+&Άλλα ακαταγώνιστα επιχειρήματα χάριν του πολυκρότου Σωκρατικού
+ζητήματος, αν είναι διδακτή η αρετή.& — Έπειτα όσα μεν έχομεν εκ
+φύσεως, πρώτον αποκτώμεν τας δυνάμεις των, και κατόπιν αποδίδομεν
+τας ενεργείας των, και τούτο είναι προφανές εις τα αισθητήρια. Διότι
+δεν απεκτήσαμεν τας αισθήσεις από το να βλέπωμεν και να ακούωμεν
+συχνά, αλλά το αντίθετον, τας είχαμεν και τας μετεχειρίσθημεν, και
+δεν τας απεκτήσαμεν διά της χρήσεως. Τας αρετάς όμως τας αποκτώμεν,
+αφού εργασθώμεν προηγουμένως, καθώς συμβαίνει και διά τας άλλας
+τέχνας. Διότι όσα χρειάζονται να τα εκτελούμεν, αφού μάθωμεν αυτά,
+διά της εκτελέσεως τα μανθάνομεν. Λόγου χάριν με το να κτίζουν
+γίνονται κτίσται και με το να παίζουν κιθάραν γίνονται κιθαρισταί.
+Ομοίως λοιπόν και όσοι μεν εξασκούμεν την δικαιοσύνην γινόμεθα
+δίκαιοι, και όσοι την σωφροσύνην σώφρονες, και όσοι την ανδρείαν
+ανδρείοι. Το επικυρώνει δε και αυτό το οποίον συμβαίνει εις τας
+πολιτείας. Διότι οι νομοθέται με την άσκησιν κάμνουν τους πολίτας
+αγαθούς. Και η πρόθεσις παντός νομοθέτου είναι αυτή, όσοι όμως δεν
+εκτελούν αυτά καλώς, σφάλλουν, και κατά τούτο διαφέρει η αγαθή
+πολιτεία από την μηδαμινήν. Έπειτα από τας ιδίας αιτίας και με τα
+ίδια μέσα με τα οποία δημιουργείται πάσα αρετή με τα ίδια και
+καταστρέφεται, επίσης δε και πάσα τέχνη. Διότι με το να παίζουν
+κιθάραν γίνονται και οι καλοί και οι κακοί κιθαρισταί, αναλόγως δε
+και οι οικοδόμοι και όλοι οι άλλοι. Δηλαδή με το να κτίζουν καλώς
+τας οικίας θα γίνουν καλοί οικοδόμοι, με το να κτίζουν όμως αυτάς
+κακώς θα γίνουν κακοί. Διότι, αν δεν ήτο αυτό αληθές, τότε δεν θα
+υπήρχε καμμία ανάγκη διδασκάλου, αλλά όλοι θα εγίνοντο καλοί ή
+κακοί.
+
+Το ίδιον λοιπόν συμβαίνει και εις τας αρετάς. Δηλαδή με το να
+εκτελούμεν συναλλαγάς προς τους άλλους ανθρώπους γινόμεθα άλλοι μεν
+δίκαιοι, άλλοι δε άδικοι, με το να εκτελούμεν δε τα απαιτούμενα εις
+δεινάς περιστάσεις και να συνηθίζωμεν να έχωμεν θάρρος ή να
+φοβούμεθα, άλλοι μεν γινόμεθα ανδρείοι, άλλοι δε δειλοί. Τo ίδιον δε
+συμβαίνει και διά τας επιθυμίας και τας ορέξεις. Δηλαδή άλλοι μεν
+γίνονται σώφρονες και μειλίχιοι, άλλοι δε ακόλαστοι και οξύθυμοι,
+διότι εκείνοι μεν κατ' εκείνον τον τρόπον φέρονται εις αυτά τα
+πράγματα, αυτοί δε κατά τούτον. Και λοιπόν με μίαν λέξιν από την
+επανάληψιν των ομοίων ενεργειών αποκτώνται αι ψυχικαί καταστάσεις.
+Και διά τούτο πρέπει να δίδωμεν κάποιαν ποιότητα εις τας ενεργείας
+μας. Διότι αναλόγως της διαφοράς αυτών έρχονται κατόπιν αι ψυχικαί
+καταστάσεις. Λοιπόν δεν έχει μικράν διαφοράν το να συνηθίζωμεν κατά
+τούτον ή εκείνον τον τρόπον ευθύς από την νεαράν ηλικίαν, αλλά
+σημαίνει πάρα πολύ, ή μάλλον το παν.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
+
+
+
+&Ποίαι πράξεις οδηγούν εις την αρετήν.& — Επειδή λοιπόν η παρούσα
+μελέτη δεν γίνεται χάριν της θεωρίας καθώς αι άλλαι — διότι δεν
+ερευνώμεν διά να εννοήσωμεν τι πράγμα είναι η αρετή, αλλά διά να
+γίνωμεν αγαθοί, διότι άλλως δεν θα υπήρχε καμμία ωφέλεια από αυτήν —
+είναι ανάγκη να σκεφθώμεν διά τας πράξεις με ποίον τρόπον πρέπει να
+εκτελούνται. Διότι από αυτάς εξαρτάται, καθώς είπαμεν, η ποιότης των
+ψυχικών μας καταστάσεων. Και λοιπόν το να πράττωμεν συμφώνως με τον
+ορθόν λόγον είναι γενικώς ανεγνωρισμένον αξίωμα και αυτό πρέπει να
+τεθή εδώ ως βάσις. Θα ομιλήσωμεν δε αργότερα περί αυτού, δηλαδή τι
+είναι ο ορθός λόγος και ποίαν σχέσιν έχει προς τας άλλας αρετάς.
+Τόρα όμως, ας παραδεχθώμεν εκ των προτέρων ότι πάσα εξέτασις περί
+των πραγματοποιουμένων πρέπει να ορίζεται με γενικόν τύπον και όχι
+με ακρίβειαν, καθώς είπαμεν ότι πρέπει να απαιτούμεν τους ορισμούς
+συμφώνως με το εξεταζόμενον υλικόν. Δηλαδή όσα αναφέρονται εις τας
+πράξεις και εις τα συμφέροντα δεν έχουν καμμίαν σταθερότητα, καθώς
+δεν έχουν ούτε τα υγιεινά. Και εάν ο γενικός ορισμός είναι τοιούτος
+πολύ περισσότερον δεν είναι ακριβής ο ορισμός των λεπτομερειών.
+Διότι δεν υπάγεται ούτε εις καμμίαν τέχνην ούτε εις καμμίαν οδηγίαν,
+αλλά πρέπει οι ίδιοι οι εκτελεσταί να προσέχουν πάντοτε εις το
+επίκαιρον (κρίσιμον στιγμήν), καθώς γίνεται εις την ιατρικήν και την
+πλοιαρχικήν.
+
+&Και η μεγάλη έλλειψις και η μεγάλη υπερβολή είναι καταστρεπτική.& —
+Αλλά, αν και η παρούσα μελέτη είναι τοιαύτης φύσεως, πρέπει να
+προσπαθήσωμεν να πράξωμεν ό,τι είναι δυνατόν. Πρώτον λοιπόν πρέπει
+να παρατηρήσωμεν ότι τα τοιαύτα προσόντα τα καταστρέφει και η μεγάλη
+έλλειψις και η υπερβολή, — διότι είναι καλόν να επικαλεσθώμεν διά τα
+άλυτα ζητήματα το κύρος των γνωστών, καθώς βλέπομεν ότι κάμνουν διά
+την ρωμαλεότητα και την υγείαν. Διότι και τα υπερβολικά γυμνάσια και
+τα ελλιπή φθείρουν την δύναμιν, ομοίως δε και τα ποτά και τα
+τρόφιμα, εάν είναι υπερβολικώτερα ή ελλιπέστερα καταστρέφουν την
+υγείαν, ενώ τα μέτρια την στερεόνουν και την αυξάνουν και την
+διασώζουν. Το ίδιον λοιπόν συμβαίνει και εις την σωφροσύνην και την
+ανδρείαν και τας άλλας αρετάς. Διότι και όστις φεύγει και φοβείται
+οποιονδήποτε και δεν ανθίσταται εις τίποτε γίνεται δειλός, και όστις
+τίποτε απολύτως δεν φοβείται, αλλά προχωρεί εναντίον οποιουδήποτε,
+γίνεται θρασύς. Επίσης δε και όστις επιδιώκει να απολαύση όλας τας
+ηδονάς και δεν αποφεύγει καμμίαν είναι ακόλαστος, όστις δε τας
+αποφεύγει όλας, καθώς οι χωρικοί, είναι βεβαίως αναίσθητος• λοιπόν
+καταστρέφεται η σωφροσύνη και η ανδρεία από την υπερβολήν και την
+έλλειψιν, ενώ από την μετριοπάθειαν συντηρείται.
+
+&Η άσκησις της αρετής κατ' αρχάς είναι δύσκολος, κατόπιν όμως
+εύκολος.& — Πλην όχι μόνον αι γενέσεις και αι αυξήσεις και αι
+καταστροφαί προέρχονται εξ αιτίας των ιδίων πραγμάτων και από τα
+ίδια, αλλά και αι ενέργειαι εξακολουθούν να υπάρχουν με αυτά τα
+ίδια. Διότι και εις τα άλλα τα φανερώτερα ζητήματα το ίδιον
+συμβαίνει• λόγου χάριν εις την σωματικήν δύναμιν. Δηλαδή αυτή
+δημιουργείται μεν από την πρόσληψιν πολλής τροφής και από την
+άσκησιν εις πολλούς κόπους, εξ άλλου όμως είναι ικανός να τα εκτελή
+αυτά πολύ περισσότερον ο ισχυρός. Το ίδιον λοιπόν συμβαίνει και με
+τας αρετάς. Διότι με το να απέχαμε από τας ηδονάς γινόμεθα σώφρονες,
+συγχρόνως όμως, αφού γίνωμεν τοιούτοι, ημπορούμεν να απέχαμε
+ευκολότερα. Το ίδιον δε και διά την ανδρείαν. Διότι, όταν συνηθίσαμε
+να περιφρονούμεν τους κινδύνους και τους αναμένωμεν ατάραχοι,
+γινόμεθα ανδρείοι, εξ άλλου όμως, αφού γίνωμεν ανδρείοι, ευκολώτερον
+αντέχομεν εις τους κινδύνους.
+
+&Η αρετή ως πνευματική ηδονή.& — Ας λάβωμεν δε ως απόδειξιν διά τας
+ψυχικάς καταστάσεις την ηδονήν ή την λύπην, η οποία έρχεται κατόπιν
+από τα έργα. Διότι όστις μεν απέχει από τας σωματικάς ηδονάς και
+ακριβώς δι' αυτό ευχαριστείται είναι σώφρων, όστις όμως λυπείται
+είναι ακόλαστος, και πάλιν όστις μεν αναμένει τους κινδύνους και
+ευχαριστείται, ή τουλάχιστον δεν λυπείται, είναι ανδρείος, όστις δε
+λυπείται είναι δειλός. Διότι η ηθική αρετή περιστρέφεται εις τας
+ηδονάς και λύπας. Δηλαδή χάριν της ηδονής εκτελούμεν τας ποταπάς
+πράξεις, ένεκα δε της λύπης απέχομεν από τας καλάς. Διά τούτο πρέπει
+κανείς, αμέσως από την νεαράν ηλικίαν να λάβη κάποιαν αγωγήν, καθώς
+λέγει ο Πλάτων {5}, ώστε να χαίρη και να λυπήται με όσα πρέπει.
+Διότι αυτά είναι ορθή εκπαίδευσις. Εκτός τούτου, αφού αι αρεταί
+περιστρέφονται εις τας πράξεις και εις τα παθήματα, και αφού εις
+έκαστον πάθημα και εκάστην πράξιν ακολουθεί ηδονή ή λύπη, και δι'
+αυτόν τον λόγον ακόμη ίσως η αρετή περιστρέφεται εις τας ηδονάς και
+λύπας. Το επικυρόνουν δε και αι τιμωρίαι αι οποίαι γίνονται με
+αυτάς. Διότι και αυταί είναι ένα είδος θεραπείας, αι δε θεραπείαι
+εδόθη εκ φύσεως να προέρχονται από τα αντίθετα.
+
+&Η κακία ως νοσηρά ηδονή.& — Έπειτα, καθώς είπαμεν και προηγουμένως,
+πάσα κατάστασις της ψυχής, από όσα εκ φύσεως γίνεται χειροτέρα ή
+καλλιτέρα, ως προς αυτά και δι' αυτά αποκτά αυτήν την ιδιότητα.
+Δηλαδή με τας ηδονάς και τας λύπας γίνονται μερικοί ποταποί καθ'
+όσον τας επιδιώκουν ή τας αποφεύγουν, ή όσας δεν πρέπει, ή όταν δεν
+πρέπη, ή καθώς δεν πρέπει, ή όσας φοράς δεν θεωρούνται ορθά τα
+τοιαύτα υπό του λογικού. Και διά τούτο ορίζουν μερικοί τας αρετάς ως
+απαθείας και αταραξίας. Τούτο όμως δεν είναι ορθόν, διότι το λέγουν
+γενικώς και όχι πώς πρέπει και πώς δεν πρέπει και πότε και καθ'
+όλους τους άλλους προσθέτους προσδιορισμούς. Επομένως είναι βέβαιον
+ότι η αρετή είναι η ιδιότης αυτή η οποία εκτελεί τα προτιμότερα ως
+προς τας ηδονάς και τας λύπας, ενώ η κακία είναι το αντίθετον.
+
+Αλλά και από τα εξής ακόμη ημπορούμεν να εννοήσωμεν αυτά. Δηλαδή
+τρία πράγματα ανήκουν εις την προτίμησιν και τρία εις την αποφυγήν,
+το καλόν, το συμφέρον και το ηδονικόν, και αντιθέτως το άσχημον, το
+βλαβερόν και το λυπηρόν. Εις όλα δε αυτά ο μεν αγαθός επιτυγχάνει
+καλώς, ενώ ο κακός σφάλλει, και προ πάντων εις την ηδονήν. Έπειτα
+αυτή είναι κοινή και εις τα ζώα και συνοδεύει όλα όσα πρόκειται να
+τα προτιμήσωμεν. Δηλαδή και το καλόν και το συμφέρον μας φαίνεται
+ηδονικόν. Έπειτα εμεγάλωσαν μαζί μας από την νηπιακήν ηλικίαν. Διά
+τούτο είναι δύσκολον να αποσβύσωμεν αυτό το πάθος, το οποίον
+εχρωμάτισε την ζωήν μας. Κανονίζομεν δε και τας πράξεις, με την
+ηδονήν και την λύπην άλλοι περισσότερον και άλλοι ολιγώτερον. Διά
+τούτο λοιπόν εις αυτά πρέπει να περιστραφή όλη μας η μελέτη, διότι
+δεν έχει μικράν σημασίαν διά τας πράξεις, εάν χαίρωμεν και λυπούμεθα
+ορθώς ή εσφαλμένως. Έπειτα είναι δυσκολώτερον να αντιστασθή κανείς
+εις την ηδονήν παρά εις την έξαψιν, καθώς λέγει ο Ηράκλειτος. Διά
+παν όμως δυσκολώτερον πράγμα υπάρχει πάντοτε και τέχνη και αρετή.
+Διότι το ορθόν γίνεται εις αυτό ορθότερον. Ώστε και δι' αυτόν τον
+λόγον όλη η μελέτη και διά την αρετήν και διά την πολιτικήν
+περιστρέφεται εις τας ηδονάς και λύπας. Διότι όστις μεταχειρίζεται
+αυτάς ορθώς είναι αγαθός, όστις δε εσφαλμένως είναι κακός.
+
+&Ανακεφαλαίωσις. — Όσα είπαμεν λοιπόν ας τα θεωρήσωμεν αρκετά περί
+του ότι η αρετή περιστρέφεται εις τας ηδονάς και λύπας, και ότι από
+όσα δημιουργείται, με αυτά τρέφεται και καταστρέφεται, εάν δεν
+εκτελούνται εξ ίσου, και ότι, από όσα εδημιουργήθη, εις αυτά και
+ενεργεί.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
+
+
+
+&Διά την αρετήν δεν απαιτούνται μόνον έργα αλλά και προαίρεσις.& —
+Ίσως όμως ερωτήση κανείς, πώς τάχα εννοούμεν ότι πρέπει να γίνη
+κανείς δίκαιος με το να πράττη δικαίως, και σώφρων με το να εκτελή
+την σωφροσύνην. Διότι, εάν εκτελούν τα δίκαια και τα σωφρονικά, τότε
+είναι πλέον δίκαιοι και σώφρονες, καθώς είναι γραμματικοί και
+μουσικοί όσοι εκτελούν τα γραμματικά και τα μουσικά. Ή μήπως τάχα
+δεν εφαρμόζεται τούτο ούτε εις τας τέχνας, διότι είναι ενδεχόμενον
+να εκτελέση κάτι γραμματικόν εκ τύχης και κατά συμβουλήν άλλου;
+Επομένως τότε μόνον θα είναι γραμματικός, εάν εκτελέση κάτι
+γραμματικόν και με τρόπον γραμματικόν. Τούτο δε θα ειπή συμφώνως με
+την γραμματικήν που έχει μέσα του. Έπειτα δεν είναι ούτε όμοιον το
+ζήτημα των τεχνών και των αρετών. Διότι όσα πράγματα κατασκευάζονται
+από τας τέχνας έχουν μέσα των την τελειότητα. Αρκεί λοιπόν να έχουν
+αυτά μόνον την ποιότητά των. Όσα όμως γίνονται με τας αρετάς δεν
+αρκεί να έχουν αυτά μόνον μίαν ποιότητα, λόγου χάριν να γίνουν
+δικαίως ή σωφρόνως, αλλά και υπό τον όρον να έχη την ποιότητα και
+όστις πράττει αυτά, και πρώτον μεν να τα εκτελή εν επιγνώσει, έπειτα
+αυτοπροαιρέτως και μόνον χάριν των ιδίων αυτών και τρίτον να είναι
+σταθερός και αμετάπειστος, όταν τα εκτελή. Αυτά όμως όλα δεν
+συμψηφίζονται εις τας άλλας τέχνας, παρά μόνον το να γνωρίζη ο
+τεχνίτης το έργον του. Διά τας αρετάς όμως η γνώσις αυτών έχει πολύ
+μικράν σημασίαν ή σχεδόν καμμίαν, ενώ τα άλλα δεν έχουν μικράν
+σημασίαν, αλλ' είναι το παν, και αυτά αποκτώνται με την συχνήν
+επανάληψιν των δικαίων και των σωφρονικών πράξεων• λοιπόν τα μεν
+έργα λέγονται δίκαια και σωφρονικά, όταν είναι τοιαύτα, οποία
+ημπορεί να εκτελέση ο δίκαιος ή ο σώφρων. Δίκαιος όμως και σώφρων
+δεν είναι πας όστις εκτελεί αυτά, αλλά συγχρόνως και αν τα εκτελή
+καθώς τα εκτελούν οι δίκαιοι και οι σώφρονες. Επομένως καλώς ελέχθη
+ότι από την εξάσκησιν της δικαιοσύνης γίνεται ο δίκαιος και από την
+εξάσκησιν της σωφροσύνης ο σώφρων. Ενώ χωρίς την εξάσκησιν αυτών
+ούτε να φαντασθή κανείς πρέπει ότι είναι δυνατόν να γίνη αγαθός. Οι
+περισσότεροι όμως αυτά μεν δεν τα εκτελούν, επειδή όμως
+περιορίζονται εις την εξέτασιν αυτών, νομίζουν ότι κατ' αυτόν τον
+τρόπον γίνονται φιλόσοφοι και ότι θα αναδειχθούν σπουδαίοι, ενώ
+κάμνουν κάτι τι παρόμοιον με τους αρρώστους, όσοι ακούουν μεν
+προσεκτικά τας οδηγίας των ιατρών, δεν εκτελούν όμως καμμίαν
+διαταγήν των. Καθώς λοιπόν δεν θα εύρουν εκείνοι την υγείαν του
+σώματός των με αυτόν τον τρόπον της θεραπείας, ομοίως και αυτοί εδώ
+δεν θα εύρουν την υγείαν της ψυχής των με αυτόν τον τρόπον της
+φιλοσοφίας.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
+
+
+
+&Αι αρεταί δεν είναι ούτε πάθη ούτε δυνάμεις αλλά καταστάσεις.& —
+Και τόρα ας εξετάσωμεν τι είναι η αρετή. Αφού λοιπόν τα εντός της
+ψυχής συμβαίνοντα είναι τριών ειδών, δηλαδή πάθη, δυνάμεις και
+καταστάσεις, η αρετή είναι πιθανώς κάτι από αυτά. Θεωρώ δε ως πάθη
+την επιθυμίαν, την οργήν, τον φόβον, το θάρρος, τον φθόνον, την
+χαράν, την φιλίαν, το μίσος, τον πόθον, την ζηλοτυπίαν, τον οίκτον
+και εν γένει όλα, όσα παρακολουθεί η ηδονή ή η λύπη. Ως δυνάμεις δε
+εκείνας αι οποίαι μας κάμνουν επιδεκτικούς δι' αυτά• λόγου χάριν
+όσαι μας κάμνουν επιδεκτικούς να οργισθώμεν ή να λυπηθώμεν ή να
+οικτίρωμεν• ως καταστάσεις δε εκείνας αι οποίαι μας κάμνουν να
+είμεθα ως προς τα πάθη καλοί ή κακοί• λόγου χάριν ως προς την οργήν,
+εάν μεν μας κάμνουν να οργιζώμεθα ορμητικώς ή χαλαρώς, είναι κακαί,
+εάν όμως μετρίως, είναι καλαί, ομοίως δε και δι' όλα τα άλλα. Λοιπόν
+δεν είναι πάθη ούτε αι αρεταί ούτε αι κακίαι, διότι δεν θεωρούμεθα
+αναλόγως των παθών μας σπουδαίοι ή ποταποί, αλλά αναλόγως των αρετών
+και κακιών μας, και διότι εξ αιτίας μεν των παθών μας ούτε
+επαινούμεθα ούτε κατακρινόμεθα — διότι δεν επαινείται ούτε
+κατακρίνεται πας όστις φοβείται ούτε πας όστις οργίζεται γενικώς και
+αορίστως, αλλά όστις φοβείται ή οργίζεται κατά ένα ωρισμένον τρόπον,
+ενώ εξ αιτίας των αρετών και κακιών επαινούμεθα ή κατακρινόμεθα.
+Έπειτα οργιζόμεθα και φοβούμεθα χωρίς να θέλωμεν, ενώ αι αρεταί
+είναι κάποιαι προαιρέσεις και ποτέ δεν υπάρχουν χωρίς προαίρεσιν.
+Ακόμη δε ως προς τα πάθη λέγομεν ότι συγκινούμεθα, ενώ ως προς τας
+αρετάς και κακίας δεν συγκινούμεθα, αλλά διατελούμεν εις μίαν
+ωρισμένην κατάστασιν. Και δι' αυτό δεν είναι ούτε δυνάμεις. Διότι
+ούτε αγαθοί θεωρούμεθα με το να ημπορούμεν να πάσχωμεν αορίστως ούτε
+κακοί, και ούτε επαινούμεθα ούτε ψεγόμεθα. Εκτός τούτου δυνατοί μεν
+γινόμεθα εκ φύσεως, αγαθοί όμως ή κακοί δεν γινόμεθα εκ φύσεως. Περί
+αυτών δε εκάμαμεν λόγον προηγουμένως. Αφού λοιπόν δεν είναι ούτε
+πάθη ούτε δυνάμεις αι αρεταί, υπολείπεται να είναι καταστάσεις.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
+
+
+
+&Αρετή είναι η ορθή ψυχική κατάστασις και η ορθώς ενεργούσα. — Εις
+ποίον γένος λοιπόν ανήκει η αρετή, το εξετάσαμεν. Δεν πρέπει όμως
+μόνον να ειπούμεν γενικώς ότι είναι κατάστασις, αλλά και ποίου
+είδους. Λέγομεν λοιπόν ότι πάσα αρετή και το πράγμα εις το οποίον
+περιστρέφεται το καθιστά τέλειον, και το έργον αυτού το εκτελεί
+καλώς• λόγου χάριν η αρετή του οφθαλμού και τον οφθαλμόν τον κάμνει
+σπουδαίον και το έργον του. Διότι με την αρετήν του οφθαλμού
+βλέπομεν καλώς. Ομοίως η αρετή του ίππου και &σπουδαίον τον κάμνει
+τον ίππον& και κατάλληλον να τρέχη και να σηκώνη τον αναβάτην και να
+αντικρύζη τους εχθρούς. Αφού δε τούτο είναι το ίδιον εις όλα, τότε
+ίσως και η αρετή του ανθρώπου δύναται να ορισθή ως ψυχική κατάστασις
+με την οποίαν γίνεται ο άνθρωπος αγαθός και εκτελεί καλώς το έργον
+του. Πώς όμως θα γίνη τούτο, το είπαμεν μεν και προηγουμένως, αλλά
+θα εννοηθή και πάλιν, εάν εξετάσωμεν ποίου είδους είναι η φύσις
+αυτής.
+
+&Η εξέτασις του μέσου όρου εν γένει. — & Λοιπόν εις παν πράγμα
+συνεχόμενον και διαιρετόν είναι δυνατόν να λάβωμεν άλλοτε το
+περισσότερον, άλλοτε το ολιγώτερον, και άλλοτε το ίσον, και μάλιστα
+ή συμφώνως με την φύσιν του πράγματος ή ως προς ημάς. Tο δε ίσον
+είναι μεταξύ της υπερβολής και της ελλείψεως. Εννοώ δε σύμφωνον προς
+το πράγμα μέσον, εκείνο το οποίον απέχει εξ ίσου από τα δύο άκρα, το
+οποίον είναι έν και το αυτό δι' όλους, ως προς ημάς δε μέσον, εκείνο
+το οποίον δεν είναι ούτε υπερβολικόν ούτε ελλιπές. Τούτο όμως δεν
+είναι έν, ούτε το ίδιον δι' όλους. Λόγου χάριν εις τα δώδεκα τα δέκα
+είναι το περισσότερον, τα δε δύο το ολιγώτερον, και τα έξ είναι το
+μέσον, εάν λάβωμεν συμφώνως με το πράγμα. Διότι αυτό ούτε υπερέχει,
+ούτε υπερέχεται. Τούτο δε είναι μέσος όρος κατά την αριθμητικήν
+αναλογίαν. Το σχετικόν όμως με ημάς δεν πρέπει να το λάβωμεν ούτω
+πως. Διότι, εάν 10 λίτραι κρέατος είναι διά κάποιον πολλαί, αι δύο
+όμως ολίγαι, τότε ο τροφοδότης δεν θα διατάξη έξ λίτρας. Διότι και
+αυτό ημπορεί να είναι πολύ δι' αυτόν που θα φάγη, ή ολίγον. Δηλαδή
+διά τον Μίλωνα είναι ολίγον, δι' ένα όμως ο οποίος πρώτην φοράν
+αρχίζει την γυμναστικήν είναι πολύ. Ομοίως εις το τρέξιμον και εις
+την πάλην. Και ούτω πως λοιπόν κάθε ειδήμων την μεν υπερβολήν και
+την έλλειψιν την αποφεύγει, ζητεί δε το μέτριον και αυτό προτιμά. Το
+μέτριον όμως δεν είναι σύμφωνον με την φύσιν του πράγματος, αλλά ως
+προς ημάς.
+
+&Η αρετή ως μέσος όρος.& — Αφού λοιπόν πάσα επιστήμη εκτελεί τα
+έργον της προσέχουσα εις το μέτριον και με αυτό κανονίζουσα τα έργα
+της — και ως εκ τούτου λέγουν συνήθως διά τα καλώς καμωμένα έργα,
+ότι δεν έχεις ούτε να προσθέσης ούτε να αφαιρέσης τίποτε, διότι η
+μεν υπερβολή και η έλλειψις καταστρέφει το ορθόν, ενώ η μεσότης το
+σώζει — αφού, καθώς είπαμεν, οι αγαθοί τεχνίται εις αυτά προσέχουν
+όταν εργάζωνται, και αφού η αρετή είναι, καθώς και όλη η φύσις,
+ακριβεστέρα και ανωτέρα από πάσαν τέχνην, τότε έπεται ότι θα
+επιδιώκη το μέσον. Εννοώ δε την ηθικήν. Διότι αυτή περιστρέφεται εις
+τα πάθη και εις τας πράξεις. Εις αυτά δε υπάρχει και υπερβολή και
+έλλειψις και μέσον. Λόγου χάριν να φοβηθώμεν και να έχωμεν θάρρος,
+να αποστραφώμεν και να επιθυμήσωμεν, να οργισθώμεν και να
+οικτίρωμεν, και εν γένει να ευφρανθώμεν και να λυπηθώμεν είναι
+δυνατόν και περισσότερον και ολιγώτερον. Αυτά δε και τα δύο δεν
+είναι το ορθόν, αλλά το όταν πρέπη, και δι' όσα πρέπει, και προς
+όσους και δι' οποίον λόγον και με όποιον τρόπον πρέπει, αυτά
+αποτελούν την μεσότητα και το άριστον, τούτο δε είναι ιδιότης της
+αρετής. Όμοίως πάλιν και διά τας πράξεις υπάρχει υπερβολή και
+έλλειψις και μέσον. Η δε αρετή περιστρέφεται εις πάθη και εις
+πράξεις εις τας οποίας η υπερβολή είναι λάθος και η έλλειψις
+κατακρίνεται, ενώ το μέσον επαινείται και ευδοκιμεί. Αυτά δε και τα
+δύο είναι ιδιότητες της αρετής. Επομένως η αρετή είναι κάποια
+μεσότης, αφού επιδιώκει το μέσον. Έπειτα δε το μεν λάθος γίνεται
+κατά πολλούς τρόπους — διότι το κακόν είναι ιδιότης του απεράντου,
+καθώς το παρωμοίαζαν οι Πυθαγόρειοι, το δε αγαθόν του περατωμένου, —
+ενώ η επιτυχία γίνεται μόνον κατά ένα τρόπον. Δι' αυτό το έν είναι
+εύκολον, το δε άλλο δύσκολον, και εύκολον μεν είναι η αποτυχία του
+σκοπού, δύσκολον δε η επιτυχία. Ώστε και δι' αυτούς τους λόγους της
+μεν κακίας ιδιότης είναι η υπερβολή και η έλλειψις, της δε αρετής η
+μεσότης.
+
+ Ένας ο δρόμος του θεού και χίλιοι του διαβόλου.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'.
+
+
+
+&Ορισμός της αρετής. — Επομένως η αρετή είναι ψυχική κατάστασις η
+οποία ενεργεί κατά προαίρεσιν, και εφαρμόζει την μεσότητα την
+σχετικήν με ημάς την καθοριζομένην με λόγον και καθώς ημπορεί να την
+καθορίση ο φρόνιμος άνθρωπος. Είναι δε μεσότης, διότι κείται μεταξύ
+δύο κακιών, εκ των οποίων η μία προέρχεται από την υπερβολήν, η δε
+άλλη από την έλλειψιν, και έπειτα διότι από αυτάς άλλαι μεν ζητούν
+να καθυστερούν, άλλαι δε να υπερβάλλουν το πρέπον και εις τα πάθη
+και εις τας πράξεις, ενώ η αρετή και ευρίσκει και προτιμά το μέσον.
+Επομένως ως προς την ουσίαν της και τον ορισμόν ο οποίος εκφράζει
+την ιδανικήν της τελειοποίησιν η αρετή είναι κάποια μεσότης, ως προς
+το καλλίτερον όμως και την ορθότητα είναι ακρότης ανυπέρβλητος.
+
+&Πώς η αρετή η οποία είναι μεσότης είναι πολλάκις και ακρότης. —
+Αλλά δεν επιδέχεται την μεσότητα πάσα πράξις ούτε παν πάθος. Διότι
+μερικά ενοήθησαν και ωνομάσθησαν μόνον ως αχώριστα από την
+χυδαιότητα, καθώς η χαιρεκακία, η αναισχυντία, ο φθόνος, και διά τας
+πράξεις η μοιχεία, η κλοπή, η δολοφονία. Δηλαδή όλα αυτά και τα
+όμοιά των κατακρίνονται, διότι είναι καθ' εαυτά ποταπά, και όχι διά
+τας υπερβολάς των ούτε διά τας ελλείψεις των. Επομένως ως προς αυτά
+ποτέ δεν είναι δυνατόν να επιτύχωμεν το ορθόν, αλλά πάντοτε θα
+σφάλλωμεν. Ακόμη δε δι' αυτά το ορθόν ή το μη ορθόν δεν έγκειται εις
+το ποίαν γυναίκα και πότε και πώς θα μοιχεύη κανείς, αλλά γενικώς το
+να διαπράττη κανείς οποιονδήποτε από αυτά είναι αμάρτημα. Είναι το
+ίδιον λοιπόν ως να ζητούμεν και εις την αδικίαν και δειλίαν και
+ακολασίαν να υπάρχη μεσότης και υπερβολή και έλλειψις. Διότι τότε θα
+είχομεν βεβαίως μεσότητα και της υπερβολής και της ελλείψεως και
+πάλιν υπερβολήν της υπερβολής και έλλειψιν της ελλείψεως. Και καθώς
+εις την σωφροσύνην και την ανδρείαν δεν υπάρχει υπερβολή και
+έλλειψις, διότι το μέσον είναι κάπως άκρον, το ίδιον και δι' εκείνα
+δεν υπάρχει μεσότης και υπερβολή και έλλειψις, αλλά όπως και αν
+εκτελούνται είναι αμαρτήματα. Διότι γενικώς ούτε μεσότης υπάρχει διά
+την υπερβολήν και την έλλειψιν, ούτε υπερβολή και έλλειψις διά την
+μεσότητα.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.
+
+
+
+&Η θεωρία της μεσότητος εφαρμοζόμενη εις τας ειδικάς αρετάς.& —
+Τούτο όμως δεν πρέπει μόνον γενικώς να λεχθή, αλλά και να εφαρμοσθή
+εις τα καθέκαστα. Διότι οι λόγοι οι οποίοι πραγματεύονται περί
+πράξεων, όσοι μεν είναι γενικοί είναι κάπως ομοιόμορφοι, ενώ όσοι
+εισέρχονται εις τας λεπτομερείας είναι αληθινοί {6}. Διότι αι
+πράξεις αναφέρονται εις λεπτομερείς περιπτώσεις και με αυτάς πρέπει
+να συμφωνούν. Λοιπόν πρέπει να λάβωμεν τας ειδικάς αρετάς από τον
+κατάλογόν μας των αρετών.
+
+&Ανδρεία.& — Λοιπόν ως προς τον φόβον και το θάρρος η ανδρεία είναι
+μεσότης. Από δε τους υπερβολικούς, όστις μεν είναι υπερβολικός εις
+την αφοβίαν δεν έχει όνομα (διότι πολλαί ιδιότητες δεν έλαβαν
+ονομασίαν), όστις δε είναι υπερβολικός εις το θάρρος λέγεται θρασύς,
+όστις δε εις μεν τον φόβον είναι υπερβολικός, εις δε το θάρρος
+ελλιπής, λέγεται δειλός.
+
+&Σωφροσύνη.& — Ως προς τας ηδονάς δε και τας λύπας, όχι όμως όλας
+και πολύ περισσότερον όλας τας λύπας, μεσότης μεν είναι η σωφροσύνη,
+υπερβολή δε η ακολασία. Ελλιπέστεροι όμως άνθρωποι διά τας ηδονάς
+δεν ευρίσκονται τόσον συχνά, και διά τούτο ουδέ όνομα εδόθη πάλιν
+εις τους τοιούτους, ημείς όμως ας τους θεωρήσωμεν ως αναισθήτους.
+
+&Έλευθεριότης (γενναιοδωρία).& — Ως προς την δοσοληψίαν δε των
+χρημάτων η μεν μεσότης είναι ελευθεριότης, η δε υπερβολή και
+έλλειψις είναι ασωτεία και φιλαργυρία. Η δε υπερβολή της μιας είναι
+τα άκρον αντίθετον της ελλείψεως της άλλης. Διότι ο μεν άσωτος εις
+μεν την παραχώρησιν είναι υπερβολικός, εις δε την λήψιν είναι
+ελλιπής, ενώ ο φιλάργυρος αντιθέτως εις μεν την λήψιν είναι
+υπερβολικός, εις δε την παραχώρησιν ελλιπής. Και βεβαίως προς το
+παρόν ομιλούμεν με γενικόν τύπον και περιληπτικώς και αρκούμεθα εις
+αυτόν μόνον, ύστερον όμως θα ομιλήσωμεν ακριβέστερον περί αυτών.
+
+&Μεγαλοπρέπεια.& — Ως προς τα χρήματα όμως υπάρχουν και άλλαι
+ψυχικαί διαθέσεις, και η μεν μεσότης είναι μεγαλοπρέπεια — δηλαδή ο
+μεγαλοπρεπής διαφέρει από τον ελευθέριον, διότι ο μεν πρώτος είναι
+γενναίος εις μεγάλα ποσά, ο δε δεύτερος εις μικρά — η δε υπερβολή
+είναι απειροκαλία και βαναυσότης, και η έλλειψις μικροπρέπεια. Έχουν
+δε διαφοράν αι διαθέσεις αυταί από τας σχετικάς με την
+ελευθεριότητα, πώς όμως διαφέρουν, θα το εξηγήσωμεν αργότερα.
+
+&Τιμή (αξιοπρέπεια) και μεγαλοψυχία. — Ως προς δε την τιμήν και την
+χαμέρπειαν η μεν μεσότης είναι μεγαλοψυχία, η δε υπερβολή είναι αυτό
+το οποίον λέγεται κάπως χαυνότης, ενώ η έλλειψις είναι μικροψυχία.
+Όποιον δε λόγον έχει η μεγαλοπρέπεια προς την ελευθεριότητα, ως
+περιστρεφομένην εις μικρά ποσά, τον αυτόν λόγον έχει και η τιμή προς
+την μεγαλοψυχίαν, η οποία είναι μεγάλη τιμή, ενώ η ιδία η τιμή
+περιστρέφεται εις τα μικρά. Διότι είναι δυνατόν να επιθυμούμεν την
+τιμήν και όσον πρέπει, και περισσότερον ή ολιγώτερον από ό,τι
+πρέπει. Και όστις μεν είναι υπερβολικός και εις την επιθυμίαν αυτήν
+λέγεται φιλόδοξος, όστις δε είναι ελλιπής, ταπεινόφρων, ο δε μέσος
+δεν έχει όνομα. Επίσης δεν έχουν όνομα και αι διαθέσεις, εκτός μόνον
+της διαθέσεως του φιλοδόξου, η οποία λέγεται φιλοδοξία. Διά τούτο οι
+δύο άκροι διαφιλονικούν το μέσον διάστημα. Αλλά και ημείς άλλοτε μεν
+τον μέτριον εις την τιμήν τον ονομάζομεν φιλόδοξον, άλλοτε όμως
+ταπεινόφρονα. Και κάποτε μεν επαινούμεν τον φιλόδοξον, κάποτε όμως
+τον ταπεινόφρονα. Αλλά τόρα διά ποίον λόγον το κάμνομεν αυτό, θα το
+ειπούμεν κατωτέρω. Τόρα όμως ας ομιλήσωμεν περί των υπολοίπων κατά
+τον υποδειχθέντα τρόπον.
+
+&Οργή.& — Υπάρχει δε και ως προς την οργήν υπερβολή και έλλειψις και
+μεσότης. Επειδή δε σχεδόν δεν έχουν όνομα αυτά, αφού ονομάζομεν τον
+μέσον μειλίχιον, θα ονομάσωμεν και την μεσότητα μειλιχιότητα. Από δε
+τους δύο άκρους ο μεν υπερβολικός ας ονομασθή οργίλος και η κακή
+ιδιότης του οργιλότης, ο δε ελλιπής αόργητος κάπως, και η κακή
+ιδιότης του αοργησία.
+
+&Αλήθεια (ειλικρίνεια)&. — Υπάρχουν δε και άλλαι τρεις μεσότητες, αι
+οποίαι έχουν κάποιαν ομοιότητα μεταξύ των, αλλά είναι διαφορετικαί.
+Διότι όλαι μεν περιστρέφονται εις την επιμιξίαν των λόγων και των
+πράξεων, διαφέρουν όμως καθότι η μεν μία περιστρέφεται εις την
+αλήθειαν, αι δε δύο άλλαι εις την ηδονήν. Από αυτάς δε πάλιν τας δύο
+η μεν μία περιστρέφεται εις τα παιγνίδια, η δε άλλη εις όλα τα
+πράγματα του βίου. Λοιπόν πρέπει να ομιλήσωμεν και περί αυτών, διά
+να εννοήσωμεν περισσότερον ότι εις όλα η μεσότης πρέπει να
+επαινήται, ενώ τα άκρα δεν είναι ούτε ορθά ούτε αξιέπαινα, αλλά
+αξιοκατάκριτα. Και από αυτούς βεβαίως οι περισσότεροι δεν έχουν
+όνομα, πρέπει όμως να προσπαθήσωμεν να τους δώσωμεν, καθώς και εις
+τους άλλους, χάριν σαφηνείας και διά να παρακολουθώμεν ευκόλως. Ως
+προς την αλήθειαν λοιπόν ο μέσος ας ονομασθή κάπως ειλικρινής και η
+μεσότης ειλικρίνεια, από δε τας προσποιήσεις η μεν υπερβολική ας
+ονομασθή αλαζονεία, (υπερηφάνεια) και όστις έχει αυτήν αλαζών, η δε
+ελλιπής ειρωνεία και όστις έχει αυτήν είρων.
+
+&Ευτραπελία (χαριτολογία)& — Ως προς δε την ηδονήν πρώτον μεν του
+διασκεδαστικού μέρους ο μεν μέσος είναι ευτράπελος (χαριτολόγος) και
+η διάθεσις ευτραπελία, η δε υπερβολή βωμολοχία και όστις έχει αυτήν
+βωμολόχος, ο δε ελλειπής αγροίκος και η διάθεσίς του αγροικία.
+
+&Φιλία.& — Ως προς δε το δεύτερον μέρος του ηδονικού της ζωής, όστις
+μεν είναι γλυκύς καθώς πρέπει είναι φίλος και η μεσότης φιλία, ο δε
+υπερβολικός, αν μεν δεν επιδιώκη κανένα σκοπόν, είναι φιλάρεσκος,
+εάν δε επιδιώκη το συμφέρον του, είναι κόλαξ, ο δε ελλιπής και εις
+όλα του άνοστος ονομάζεται κάπως φιλόνικος (στραβόξυλο), και
+ασυμβίβαστος.
+
+&Εντροπή.& — Υπάρχουν δε και εις τα πάθη και τους σχετικούς με τα
+πάθη μεσότητες. Δηλαδή η εντροπή βεβαίως μεν δεν είναι αρετή, αλλ'
+όμως επαινείται και ο εντροπαλός. Διότι και εις αυτά άλλος μεν
+λέγεται μέσος, άλλος δε υπερβολικός και άλλος ελλιπής. Και
+υπερβολικός μεν είναι ο κατάπληκτος ο οποίος τα πάντα εντρέπεται,
+ελλιπής δε όστις εντελώς τίποτε δεν εντρέπεται, μέσος δε ο
+εντροπαλός.
+
+&Νέμεσις (Φιλοδικαιοσύνη).& — Η δε νέμεσις είναι μεσότης μεταξύ
+φθόνου και χαιρεκακίας, αι οποίαι περιστρέφονται εις την λύπην και
+την ηδονήν την προερχομένην από όσα συμβαίνουν εις τους πλησίον μας.
+Διότι ο νεμεσητικός (φιλοδίκαιος) λυπείται δι' όσους ευτυχούν παρά
+την αξίαν των, ο δε φθονερός υπερβάλλει αυτόν και λυπείται δι' όλους
+ανεξαιρέτους τους ευτυχούντας, και ο μεν νεμεσητικός λυπείται διά
+αναξιοπαθούντας, ο δε χαιρέκακος είναι τόσον ελλιπής εις το να
+λυπήται, ώστε και ευχαριστείται εις τας δυστυχίας του πλησίον. Αλλά
+δι' όλα αυτά θα εύρωμεν και άλλοτε ευκαιρίαν {7}. Περί δε της
+δικαιοσύνης, επειδή δεν λέγεται κατά ένα μόνον τρόπον, θα την
+χωρίσωμεν κατόπιν {8} και θα ομιλήσωμεν δι' έκαστον μέρος της πώς
+είναι μεσότης, ομοίως δε και περί των λογικών αρετών {9}.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'.
+
+
+
+Τα άκρα είναι αντίθετα και ως προς το μέσον και μεταξύ των.& — Από
+αυτάς δε τας τρεις διαθέσεις, από τας οποίας αι δύο μεν είναι
+κακίαι, δηλαδή η μία από υπερβολήν και η άλλη από έλλειψιν, η μία δε
+είναι αρετή, δηλαδή η μεσότης, όλαι είναι αντίθετοι προς όλας. Διότι
+αι μεν άκραι και προς την μέσην αντιτίθενται και μεταξύ των, η δε
+μέση προς τας άκρας. Διότι, καθώς το ίσον ως προς μεν το ολιγώτερον
+είναι περισσότερον, ως προς δε το περισσότερον ολιγώτερον, το ίδιον
+και αι μέσαι διαθέσεις ως προς μεν τας ελλείψεις είναι υπερβολαί, ως
+προς δε τας υπερβολάς είναι ελλείψεις, και εις τα πάθη και εις τας
+πράξεις. Λόγου χάριν ο ανδρείος ως προς μεν τον δειλόν φαίνεται
+θρασύς, ως προς δε τον θρασύν δειλός. Ομοίως δε και ο σώφρων ως προς
+μεν τον αναίσθητον είναι ακόλαστος, ως προς δε τον ακόλαστον
+αναίσθητος, και ο ελευθέριος ως προς μεν τον φιλάργυρον είναι άσωτος
+(σπάταλος), ως προς δε τον άσωτον φιλάργυρος. Διά τούτο οι δύο άκροι
+αποκρούουν τον μέσον έκαστος προς τον άλλον άκρον, και ονομάζουν τον
+ανδρείον ο μεν δειλός θρασύν, ο δε θρασύς δειλόν και διά τους άλλους
+αναλόγως.
+
+&Η αντίθεσις μεταξύ των δύο άκρων είναι μεγαλιτέρα παρά μεταξύ αυτών
+και του μέσου.& — Αυτά λοιπόν έχουν μεταξύ των τοιαύτην αντίθεσιν,
+αλλά η μεγαλιτέρα αντίθεσις είναι μεταξύ των δύο άκρων, παρά μεταξύ
+αυτών και του μέσου. Διότι αυτά απέχουν περισσότερον το έν από το
+άλλο, παρά όσον έκαστον από το μέσον, καθώς απέχει περισσότερον το
+μέγα από το μικρόν και το μικρόν από το μέγα, παρά τα δύο αυτά από
+το ίσον. Έπειτα φαίνεται ότι υπάρχει εις μερικά άκρα κάποια ομοιότης
+με το μέσον, καθώς εις την θρασύτητα υπάρχει ομοιότης με την
+ανδρείαν και εις την ασωτείαν με την ελευθεριότητα. Ενώ μεταξύ των
+δύο άκρων υπάρχει η μεγαλιτέρα ανομοιότης. Όσα δε απέχουν πάρα πολύ
+μεταξύ των ονομάζονται άκρα εναντία, επομένως και πλειότερον εναντία
+είναι όσα απέχουν περισσότερον. Προς δε το μέσον αντιτίθεται εις
+μερικά μεν πράγματα μάλλον η έλλειψις, εις άλλα δε μάλλον η
+υπερβολή. Λόγου χάριν προς την ανδρείαν δεν αντιτίθεται η θρασύτης,
+η οποία είναι υπερβολή, αλλά η δειλία, η οποία είναι έλλειψις. Ενώ
+εις την σωφροσύνην δεν αντιτίθεται η αναισθησία, η οποία είναι
+έλλειψις, αλλά η ακολασία, η οποία είναι υπερβολή. Τούτο δε
+συμβαίνει διά δύο αιτίας, πρώτον μεν ως εκ της φύσεως αυτού του
+πράγματος, διότι επειδή το έν άκρον είναι πλησιέστερον και
+ομοιότερον με το μέσον, δεν αντιτάσσομεν τούτο αλλά μάλλον το
+αντίθετόν του• λόγου χάριν, επειδή η θρασύτης φαίνεται ομοιότερα
+προς την ανδρείαν και πλησιεστέρα, η δε δειλία ανομοιοτέρα, διά
+τούτο αυτήν μάλλον αντιτάσσομεν. Διότι όσα απέχουν περισσότερον από
+το μέσον φαίνονται περισσότερον αντίθετα. Η πρώτη λοιπόν αιτία είναι
+αυτή, δηλαδή από την φύσιν του πράγματος. Η δευτέρα δε είναι η
+ατομική μας αντίληψις• Διότι εις όσα ημείς έχομεν κάποιαν φυσικήν
+διάθεσιν, αυτά μας φαίνονται περισσότερον αντίθετα προς το μέσον.
+Λόγου χάριν ημείς περισσότερον εκ φύσεως ρέπομεν εις τας ηδονάς, και
+διά τούτο περισσότερον παρασυρόμεθα εις την ακολασίαν παρά εις την
+σεμνοπρέπειαν. Λοιπόν θεωρούμεν περισσότερον αντίθετα εκείνα, εις τα
+οποία γίνεται περισσοτέρα τάσις. Και διά τούτο η ακολασία, η οποία
+είναι υπερβολή, είναι περισσότερον αντίθετος προς την σωφροσύνην.
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'.
+
+
+
+&Ένεκα της δυσκολίας του ορθού πρέπει να προτιμώμεν το μικρότερον
+κακόν.& — Ότι λοιπόν αρετή είναι η ηθική μεσότης, και πώς, και ότι
+είναι μεσότης δύο κακιών, δηλαδή της υπερβολικής και της ελλιπούς,
+και ότι είναι τοιαύτη, διότι προσέχει εις το μέσον ως προς τας
+πράξεις και τα πάθη, τούτο εξετάσθη αρκετά καλά. Διά τούτο είναι
+δύσκολον να είναι κανείς σπουδαίος, διότι είναι δύσκολον εις παν
+πράγμα να λάβη κανείς το μέσον καθώς λόγου χάριν δεν είναι εύκολον
+εις τον καθένα να εύρη το κέντρον του κύκλου, αλλά εις τον ειδήμονα.
+Ομοίως δε και το να οργισθή είναι εύκολον εις τον καθένα και το να
+δώση χρήμα και να εξοδεύση. Εις ποίον όμως και πόσον και πότε και
+διατί και πώς, δεν είναι έργον του καθενός ούτε εύκολον. Διά τούτο
+τα ορθόν είναι και σπάνιον και αξιέπαινον και καλόν. Διά τούτο όστις
+προσέχει εις το μέσον, πρώτον πρέπει να απομακρύνεται από το
+περισσότερον αντίθετον, καθώς συμβουλεύει και η Καλυψώ:
+
+ «Κράτει το πλοίον μακράν απ'αυτόν τον καπνόν και το κύμα».
+
+Διότι από τα άκρα το έν είναι περισσότερον σφαλερόν, το δε άλλο
+ολιγώτερον. Επειδή λοιπόν είναι εις άκρον δύσκολον να επιτύχωμεν το
+μέσον, διά τούτο καθώς λέγει η παροιμία εις το άλλο ταξίδι πρέπει να
+δεχθώμεν τα ολιγώτερα κακά. Τούτο δε θα συμβή προ πάντων με τον
+τρόπον που είπαμεν. Πρέπει δε ακόμη να εξετάζωμεν και εις ποία
+είμεθα ημείς οι ίδιοι επιρρεπείς, διότι άλλοι είναι πλασμένοι
+επιρρεπείς εις άλλα. Τούτο δε θα το εννοήσωμεν από την ιδιαιτέραν
+ηδονήν και λύπην την οποίαν προξενούν εις ημάς. Πρέπει δε να σύρωμεν
+τον εαυτόν μας εις τα αντίθετα από αυτά. Διότι, όσον περισσότερον
+απομακρυνόμεθα από το σφάλμα, τόσον πλησιάζομεν εις το μέσον. Και
+τούτο το ίδιον κάμνουν όσοι ισιάζουν τα στραβόξυλα. Εις όλα όμως
+πρέπει προ παντός να αποφεύγωμεν τα ηδονικά και την ηδονήν. Διότι
+αυτήν δεν την κρίνομεν αμερολήπτως. Όπως λοιπόν οι δημογέροντες της
+Τροίας εφέρθησαν προς την Ελένην, το ίδιον πρέπει και ημείς να
+αισθανθώμεν απέναντι της ηδονής και πάντοτε να ενθυμούμεθα τι είπαν
+εις το τέλος εκείνοι {10}. Διότι, εάν την απομακρύνωμεν κατ' αυτόν
+τον τρόπον, ολιγώτερον θα σφάλλωμεν. Λοιπόν με μίαν λέξιν, εάν
+κάμνωμεν αυτά, περισσότερον θα ημπορούμεν να επιτύχωμεν το μέσον.
+Ίσως όμως αυτό είναι δύσκολον να το επιτύχωμεν, και προ πάντων εις
+τας ιδιαιτέρας περιπτώσεις. Λόγου χάριν δεν είναι εύκολον να
+ορίσωμεν γενικώς πώς πρέπει να οργιζώμεθα και με ποίους και διά ποία
+πράγματα και πόσην ώραν. Διότι και ημείς οι ίδιοι άλλοτε μεν
+επαινούμεν τους ελλιπείς και τους ονομάζομεν ημέρους (πράους),
+άλλοτε δε τους εκτραχυνομένους και τους ονομάζομεν ανδροπρεπείς.
+Αλλ' όστις μεν εκτροχιάζεται ολίγον από το ορθόν δεν κατακρίνεται,
+ούτε εάν εκτροχιάζεται εις το περισσότερον, ούτε εις το ολιγώτερον,
+αλλά μόνον όστις εκτροχιάζεται πάρα πολύ. Αυτός δε δεν μας
+διαφεύγει. Τόρα όμως μέχρι ποίου βαθμού και πόσην ώραν εάν οργισθή,
+είναι αξιοκατάκριτος, αυτό δεν είναι εύκολον να ορισθή με κανόνα.
+Διότι ούτε άλλο κανέν πράγμα της αισθήσεως είναι εύκολον να ορισθή.
+Τα τοιαύτα δε ανήκουν εις τας διαφόρους περιπτώσεις, και η κρίσις
+αυτών ανήκει εις την αίσθησιν. Επομένως τόσον μόνον απεδείχθη εκ των
+ανωτέρω, ότι η μέση διάθεσις είναι εις όλα αξιέπαινος, και ότι
+πρέπει να κλίνωμεν άλλοτε μεν προς την υπερβολήν, άλλοτε δε προς την
+έλλειψιν. Διότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα επιτύχωμεν το μέσον και το
+ορθόν όσον το δυνατόν ευκολώτερον.
+
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΝ Γ.
+
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
+
+
+
+&Διάκρισις εκουσίων και ακουσίων πράξεων.& — Επειδή λοιπόν η αρετή
+περιστρέφεται εις τα πάθη και τας πράξεις, και διά μεν τα εκούσια
+ακολουθούν οι έπαινοι και αι κατακρίσεις, διά δε τα ακούσια η
+συγγνώμη, κάποτε μάλιστα και ο οίκτος, ίσως είναι ανάγκη όσοι
+ερευνούν την αρετήν να διακρίνουν το εκούσιον και το ακούσιον, τούτο
+δε είναι χρήσιμον και εις τους νομοθέτας διά τας αμοιβάς και διά τας
+ποινάς.
+
+Φαίνεται δε ότι ακούσια είναι όσα γίνονται με βίαν ή από αμάθειαν.
+Βίαιον δε είναι παν ό,τι έχει την προέλευσίν του έξωθεν, η οποία
+είναι τοιαύτη, ώστε διόλου να μη συντελή όστις πράττει ή όστις
+πάσχει• καθώς λόγου χάριν εάν ο άνεμος μας φέρη κάπου ή άνθρωποι οι
+οποίοι μας εξουσιάζουν. Όσα δε γίνονται από φόβον μεγαλιτέρων κακών
+ή διά κανένα καλόν σκοπόν, λόγου χάριν εάν ένας τύραννος μας
+διατάσση να πράξωμεν ατιμίαν, ενώ έχει εις χείρας του τους γονείς
+και τα τέκνα μας, και όταν μεν το εκτελέσωμεν σώζωνται, όταν όμως
+δεν το εκτελέσωμεν φονεύωνται εκείνοι, τότε επιδέχεται αμφισβήτησιν
+αν αυτή η πράξις είναι ακουσία ή εκουσία. Κάτι δε παρόμοιον
+συμβαίνει και εις τας αβαρίας εν καιρώ τρικυμίας. Διότι χωρίς λόγον
+κανείς δεν ρίπτεται εις την θάλασσαν εκουσίως, χάριν όμως της ιδικής
+του σωτηρίας και των άλλων ρίπτεται πας όστις έχει νουν. Μικταί
+λοιπόν είναι αι τοιαύται πράξεις, φαίνονται όμως μάλλον εκούσιοι.
+Διότι είναι προαιρετικαί την στιγμήν που εκτελούνται. Το αποτέλεσμα
+όμως μιας πράξεως εξαρτάται από την κρίσιμον στιγμήν. Επομένως και
+το εκούσιον και το ακούσιον εφαρμόζεται εις την στιγμήν της
+εκτελέσεως. Βεβαίως δε εκείνην την στιγμήν το εκτελεί εκουσίως.
+Διότι και η αρχή της κινήσεως των μελών του οργανισμού του υπάρχει
+εντός αυτού. Και δι' όσα υπάρχει εντός του η αρχή, είναι εις βάρος
+του και η εκτέλεσις και η μη εκτέλεσις. Αυτά λοιπόν είναι εκούσια,
+απολύτως όμως ίσως είναι ακούσια. Διότι κανείς δεν είναι δυνατόν να
+προτιμήση κανέν από αυτά καθ' εαυτό χωρίς άλλον λόγον. Διά παρομοίας
+όμως πράξεις κάποτε και επαινούνται ακόμη, όταν υποφέρουν κάτι τι
+ατιμαστικόν ή λυπηρόν, απέναντι μεγάλων και καλών. Ενώ, εάν κάμουν
+αντιστρόφως, κατακρίνονται. Διότι το να υπομείνη τα αίσχιστα χάριν
+ατίμου ή μηδαμινού πράγματος, ανήκει εις τον ποταπόν άνθρωπον. Εις
+μερικά δε έπαινος μεν δεν υπάρχει, υπάρχει όμως η συγγνώμη, όταν
+κανείς πράξη το κακόν διά λόγους οι οποίοι αναστατόνουν την
+ανθρωπίνην φύσιν, και κανείς δεν ημπορή να τους υπομείνη. Διά μερικά
+δε ίσως δεν είναι δυνατόν να υποκύψη κανείς, αλλά πρέπει μάλλον να
+προτιμήση να αποθάνη, και αν πάθη ακόμη τα φοβερώτερα που υπάρχουν.
+Και βεβαίως φαίνονται γελοία τα αίτια, τα οποία ανάγκασαν τον
+Αλκμέωνα του Ευριπίδου να γίνη μητροκτόνος.
+
+&Εξακρίβωσις των δυσκολωτέρων περιπτώσεων&. — Είναι δε δύσκολον
+πολλάκις να διακρίνωμεν ποίον πράγμα πρέπει να προτιμήσωμεν από άλλο
+και τι πρέπει να υποφέρωμεν χάριν ενός άλλου, αλλά ακόμη
+δυσκολώτερον είναι να εμμείνωμεν εις την απόφασίν μας. Διότι συνήθως
+τα αναμενόμενα είναι οδυνηρά, οι δε εκβιασμοί ατιμωτικοί, και δι'
+αυτό υπάρχουν έπαινοι και κατακρίσεις δι' όσους υπέκυψαν ή όχι. Και
+λοιπόν ποία πρέπει να λέγωμεν εκβιαστικά; Ή μήπως απολύτως μεν όταν
+η αιτία ευρίσκεται έξω, και όταν όστις πράττει δεν συντελή ο ίδιος
+εις τίποτε; Όσα όμως απολύτως μεν είναι εκούσια, αυτήν την στιγμήν
+όμως και διά αυτήν εδώ την αιτίαν είναι προτιμότερα, και η αρχή της
+ενεργείας υπάρχει εις τον εκτελούντα, μήπως άραγε αυτά καθ' εαυτά
+μεν είναι ακούσια, αυτήν την στιγμήν όμως και δι' αυτήν την αιτίαν
+είναι εκούσια; Και βεβαίως μάλλον φαίνονται εκούσια. Διότι αι
+πράξεις ανήκουν εις τας ιδιαιτέρας περιπτώσεις, αυταί δε είναι
+εκούσιαι. [] όμως χάριν ποίων πρέπει να προτιμώμεν, δεν είναι
+εύκολον να το ορίσωμεν. Διότι υπάρχουν πολλαί ποικιλίαι εις τας
+ιδιαιτέρας περιπτώσεις. Εάν δε θεωρήση κανείς τα ηδονικά και τα
+ωραία ως εκβιαστικά — διότι εκβιάζουν βεβαίως, αφού ευρίσκονται έξω
+— ,τότε πλέον όλα ημπορούν να θεωρηθούν εκβιαστικά. Διότι όλαι αι
+πράξεις όλων των ανθρώπων γίνονται χάριν αυτών. Έπειτα αι μεν
+εκβιαστικαί και ακούσιαι πράξεις είναι λυπηραί, ενώ αι γενόμεναι
+χάριν της ηδονής και του ωραίου είναι περιπλέον και ηδονικαί. Είναι
+λοιπόν κωμικόν να προφασίζεται κανείς τα έξω, και όχι τον εαυτόν
+του, αφού παραδίδεται διά να δελεασθή από αυτά, και διά μεν τα καλά
+να θεωρή αίτιον τον εαυτόν του, διά δε τα ποταπά να προφασίζεται την
+ηδονήν. Επομένως εκβιασμός φαίνεται ότι είναι, όταν η αρχή υπάρχη
+έξωθεν, χωρίς να συντελή διόλου ο εκβιασθείς.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
+
+
+
+&Επί της αμαθείας διακρίνομεν εκούσιον, ακούσιον, και ημιεκούσιον.&
+— Το δε γινόμενον από αμάθειαν δεν είναι μεν ποτέ εκούσιον, καθαρώς
+ακούσιον όμως είναι μόνον το φέρον λύπην και μεταμέλειαν. Διότι
+όστις έπραξε οτιδήποτε από αμάθειαν και δεν έφερε καμμίαν αντίστασιν
+κατά την ώραν της εκτελέσεως, ναι μεν δεν το έπραξε εκουσίως, αφού
+βεβαίως δεν το εγνώριζε, αλλά πάλιν ούτε ακουσίως, αφού δεν το
+έπραξε με λύπην. Λοιπόν εις τα προερχόμενα από αμάθειαν, όστις μεν
+μετανοεί έπραξε ακουσίως, όστις όμως δεν μετανοεί, αφού δεν είναι
+όμοιος, ας τον θεωρήσωμεν ημιεκούσιον. Διότι, αφού έχει διαφοράν,
+είναι καλλίτερον να του δώσωμεν ιδιαίτερον όνομα.
+
+&Διαφέρουν αι πράξεις αι εξ αμαθείας από τας εν αγνοία. — Φαίνεται
+δε ότι διαφέρει και η εξ αμαθείας πράξις από την εν αγνοία. Διότι ο
+μεθυσμένος ή ο οργιζόμενος δεν φαίνεται ότι πράττει από αμάθειαν,
+αλλά δι' έν από τα ελαττώματα τα οποία είπαμεν, πάλιν όμως όχι εν
+γνώσει του, αλλά ασυνειδήτως. Και βεβαίως πας άνθρωπος αβέλτερος
+απρόκοπος δεν έχει είδησίν του τι πρέπει να πράττη και ποία να
+αποφεύγη, και ένεκα αυτής της ελλείψεως γίνονται άδικοι και γενικώς
+κακοί. Το ακούσιον όμως εφαρμόζεται κυρίως όχι όταν κανείς αγνοή τα
+συμφέροντα. Διότι η αμάθεια η οποία υπάρχει εις την προαίρεσιν δεν
+είναι αιτία του ακουσίου, αλλά της καθολικής του αβελτερίας. Ούτε
+πάλιν η γενική αμάθεια είναι αιτία — διότι τουλάχιστον εξ αιτίας
+αυτής κατακρίνονται — , αλλά εκείνη των ιδιαιτέρων συνθηκών υπό τας
+οποίας εξετελέσθη η πράξις και των ζητημάτων εις τα οποία
+περιεστρέφετο. Διότι εις αυτάς μόνον υπάρχει και οίκτος και
+συγγνώμη. Διότι όστις αγνοεί καμμίαν από αυτάς πράττει ακουσίως.
+
+&Αι συνθήκαι υπό τας οποίας εκτελείται η πράξις.& — Ίσως λοιπόν δεν
+είναι κακόν να ορίσωμεν αυτάς τας ιδιαιτέρας συνθήκας ποίαι είναι
+και πόσαι. Είναι λοιπόν:
+
+1) Ο δράστης,
+2) η πράξις,
+3) η περίπτωσις ή αι συνθήκαι της πράξεως.
+Κάποτε όμως και:
+
+4) το όργανον,
+5) το ελατήριον, λόγου χάριν διά να σωθή, και
+6) ο τρόπος, λόγου χάριν ησύχως ή με ορμήν.
+
+Αυτά λοιπόν όλα μαζί δεν είναι δυνατόν να υπάρχη άνθρωπος ο οποίος
+τα αγνοεί, εκτός εάν είναι μανιακός, και βεβαίως ούτε τον δράστην.
+Διότι πώς είναι δυνατόν να αγνοή τον εαυτόν του; Αλλά την πράξιν
+είναι δυνατόν να αγνοή κανείς, καθώς πολλοί συνήθως λέγουν ότι τους
+εξέφυγε η λέξις από το στόμα, ή ότι δεν εγνώριζαν ότι ήτο μυστικόν,
+καθώς ο Αισχύλος διά τα Ελευσίνια μυστήρια {11}, ή ότι ήθελε απλώς
+να δείξη τον χειρισμόν του όπλου και το έρριψε, καθώς εκείνος ο
+οποίος ρίπτει τον καταπέλτην. Είναι δε δυνατόν κανείς και τον υιόν
+του να τον θεωρήση εχθρόν, καθώς η Μερόπη {12}, και να ειπή ότι ήτο
+ως σφαίρα η αιχμή του δόρατος, ενώ ήτο ακονισμένον, ή ότι το λιθάρι
+ήτο ελαφρόπετρα. Έπειτα ότι τον εκτύπησε διά να τον σωφρονίση και
+τον εφόνευσε. Και ότι ηθέλησε απλώς να τον εγγίση, διά να του δείξη
+πώς κάμνουν οι πυγμάχοι, και τον εκτύπησε δυνατά. Αφού λοιπόν η
+άγνοια περιστρέφεται εις όλας αυτάς τας συνθήκας της πράξεως, όστις
+δεν εγνώριζε κάποιον από αυτά φαίνεται ότι έπραξε ακουσίως την
+πράξιν και μάλιστα εις τα σπουδαιότερα. Σπουδαιότερα δε φαίνονται αι
+συνθήκαι (3)/δες ανωτέρω/ και το ελατήριον (4)/5 ανωτέρω/. Και βεβαίως
+διά να θεωρηθή κανείς ακούσιος εις τοιαύτην περίπτωσιν αγνοίας,
+πρέπει να φανή ότι ελυπήθη διά την πράξιν και μετανοεί.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
+
+
+
+&Αι πράξεις αι γινόμενοι εκ πάθους ή επιθυμίας είναι εκούσιαι.& —
+Αφού λοιπόν είναι ακούσιον το εκ βίας ή εξ αμαθείας γινόμενον, ίσως
+είναι ορθόν να δεχθώμεν ότι το εκούσιον είναι εκείνο το οποίον έχει
+την αρχήν του εις τον δράστην, όταν γνωρίζη τας ιδιαιτέρας συνθήκας
+της πράξεως. Δηλαδή ίσως ουχί ορθώς λέγεται ακουσία η πράξις η
+προερχομένη από έξαψιν ή επιθυμίαν. Διότι πρώτον μεν κανέν από τα
+άλλα ζώα δεν πρέπει να θεωρήσωμεν τότε πλέον ότι πράττει τίποτε
+εκουσίως, ούτε οι παίδες. Έπειτα άραγε καμμίαν πράξιν από όσας
+πράττομεν από επιθυμίαν ή έξαψιν, δεν την πράττομεν εκουσίως, ή
+μόνον τας καλάς εκουσίως, τας δε ποταπάς ακουσίως; Ή μήπως είναι
+γελοίον τούτο, αφού το αίτιον είναι έν; Ίσως δε είναι παράλογον να
+ονομάζωμεν ακούσια, όσα κατ' ανάγκην τα επιθυμούμεν. Είναι δε ανάγκη
+και να οργιζώμεθα διά μερικά και να επιθυμούμεν μερικά• λόγου χάριν
+την υγείαν και την μάθησιν.
+
+Ακόμη δε φαίνεται ότι τα ακούσια είναι λυπηρά, ενώ τα επιθυμητά
+είναι ευχάριστα. Έπειτα δε ποίαν διαφοράν έχουν ως προς το εκούσιον
+τα σφάλματα τα προερχόμενα από σκέψιν ή από έξαψιν; Διότι και τα
+δύο πρέπει να τα αποφεύγωμεν, και φαίνεται ότι όχι ολιγώτερον είναι
+ανθρώπιναι αι παράλογοι εξάψεις. Επομένως πρέπει να αποφεύγωμεν και
+τας πράξεις τας προερχομένας από έξαψιν και από επιθυμίας. Ώστε
+είναι άτοπον να τα θεωρήσωμεν αυτά ακούσια.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
+
+
+
+&Η προαίρεσις δεν είναι το ίδιον το εκούσιον.& — Αφού δε ωρίσαμεν το
+εκούσιον και το ακούσιον, τόρα είναι καιρός να ομιλήσωμεν περί
+προαιρέσεως. Διότι αύτη φαίνεται ότι συνδέεται στενώς με την αρετήν
+και ότι κρίνει μάλλον τα ήθη παρά τας πράξεις. Λοιπόν η προαίρεσις
+φαίνεται μεν ότι είναι κάτι τι εκούσιον, δεν είναι όμως το ίδιον με
+αυτό, αλλά το εκούσιον είναι ευρύτερον. Διότι το εκούσιον το έχουν
+και οι παίδες και τα άλλα ζώα, την προαίρεσιν όμως όχι. Και έπειτα,
+τα εξαφνικά, εκούσια μεν τα λέγομεν, όχι όμως και κατά προαίρεσιν.
+
+&Η προαίρεσις δεν είναι ούτε επιθυμία ούτε έξαψις.& — Όσοι δε
+θεωρούν την προαίρεσιν ως επιθυμίαν η έξαψιν ή βούλησιν ή καμμίαν
+κρίσιν φαίνεται ότι δεν λέγουν την αλήθειαν. Διότι η προαίρεσις δεν
+είναι κοινή και εις τα άλογα ζώα, ενώ είναι κοινή η επιθυμία και η
+έξαψις. Και ο ακόλαστος με επιθυμίαν μεν πράττει, όχι όμως και με
+προαίρεσιν. Ο δε εγκρατής αντιστρόφως πράττει μεν με προαίρεσιν, όχι
+όμως με επιθυμίαν. Εξ άλλου εις την προαίρεσιν μεν αντιτίθεται η
+επιθυμία, όχι όμως και εις την επιθυμίαν άλλη επιθυμία. Και πάλιν η
+μεν επιθυμία περιστρέφεται εις το ηδονικόν και λυπηρόν, ενώ η
+προαίρεσις ούτε εις το λυπηρόν ούτε εις το ηδονικόν. Πολύ δε
+ολιγώτερον πάλιν η έξαψις. Δηλαδή πολύ ολιγώτερον φαίνονται ως κατά
+προαίρεσιν όσα γίνονται από έξαψιν.
+
+&Η προαίρεσις δεν είναι βούλησις.& — Αλλά βεβαίως ούτε βούλησις δεν
+είναι η προαίρεσις, αν και φαίνεται ότι πλησιάζει πάρα πολύ εις
+αυτήν. Διότι προαίρεσις μεν δεν υπάρχει επί πραγμάτων αδυνάτων, και
+αν εις αυτά ειπή κανείς ότι έχει προαίρεσιν, θα εφαίνετο ηλίθιος.
+Βούλησις όμως υπάρχει επί πραγμάτων αδυνάτων λόγου χάριν της
+αθανασίας. Και βούλησις μεν υπάρχει και εις όσα κανείς δεν
+συνετέλεσε διόλου ο ίδιος διά να εκτελεσθούν λόγου χάριν να νικήση
+κάποιος ηθοποιός ή αθλητής. Προαίρεσιν όμως εις αυτά δεν έχει
+κανείς, αλλά μόνον εις όσα νομίζει ότι θα συνετελέση ο ίδιος διά να
+εκτελεσθούν. Εξ άλλου δε η βούλησις αποβλέπει μάλλον εις τον σκοπόν,
+ενώ η προαίρεσις εις τα προηγούμενα του σκοπού• λόγου χάριν το να
+είμεθα υγιείς είναι έργον της βουλήσεώς μας, της προαιρέσεως όμως
+έργον είναι, ποία μέσα φέρουν την υγείαν. Επίσης το να είμεθα
+ευτυχείς θέλομεν και το λέγομεν ότι το θέλομεν. Να ειπούμεν όμως ότι
+έχομεν την προαίρεσιν να γίνωμεν ευτυχείς δεν αρμόζει. Διότι γενικώς
+η προαίρεσις φαίνεται ότι εφαρμόζεται εις όσα εξαρτώνται από την
+ικανότητά μας.
+
+&Η προαίρεσις δεν είναι κρίσις&. — Βεβαίως όμως ούτε κρίσις είναι
+δυνατόν να είναι η προαίρεσις. Διότι η μεν κρίσις φαίνεται ότι
+περιστρέφεται εις όλα, και όχι ολιγώτερον εις τα αιώνια και τα
+αδύνατα, παρά εις τα εξαρτώμενα από τας δυνάμεις μας. Έπειτα η
+κρίσις χωρίζεται εις ψευδή και αληθινήν και όχι εις κακήν και
+αγαθήν, ενώ η προαίρεσις μάλλον χωρίζεται εις κακήν και αγαθήν. Και
+λοιπόν γενικώς ίσως ουδέ εθεώρησε κανείς την προαίρεσιν το ίδιον με
+την κρίσιν. Δεν είναι όμως ούτε εις κανέν μέρος της το ίδιον με την
+κρίσιν. Διότι μόνον με την προαίρεσιν των αγαθών ή των κακών έχομεν
+μίαν ηθικήν ιδιότητα, όχι όμως και με το να κρίνωμεν αυτά. Και πάλιν
+έχομεν μεν προαίρεσιν εις το να λάβωμεν ή να αποφύγωμεν ή εις κάτι
+τι παρόμοιον, κρίνομεν όμως τι είναι αυτά, ή είς τινα συμφέρει, ή
+πώς γίνονται, και ποτέ δεν κρίνομεν το να λάβωμεν ή να αποφύγωμεν.
+Έπειτα η μεν προαίρεσις επαινείται όταν επιτύχη το πρέπον ή το
+ορθόν, ενώ η κρίσις, όταν επιτύχη την αλήθειαν. Και προαίρεσιν μεν
+έχομεν δι' όσα γνωρίζομεν τόσον καλά. Έπειτα φαίνεται ότι δεν είναι
+οι ίδιοι άνθρωποι οι τελειότεροι εις την προαίρεσιν και εις την
+κρίσιν, αλλά μερικοί κρίνουν μεν καλλίτερον, από την κακίαν των όμως
+προαιρούνται όσα δεν πρέπει. Εάν δε προστίθεται και κρίσις εις την
+προαίρεσιν ή παρακολουθή αυτήν, δεν έχει καμμίαν σημασίαν. Διότι
+ημείς δεν εξετάζομεν τούτο, αλλ' αν είναι το ίδιον η προαίρεσις με
+καμίαν κρίσιν.
+
+Συμπέρασμα. Τότε λοιπόν τι είναι, ή ποίου είδους είναι η προαίρεσις,
+αφού δεν είναι κανέν από όσα είπαμεν; Βεβαίως φαίνεται μεν κάτι τι
+εκούσιον, αλλά το εκούσιον δεν είναι πάντοτε προαίρεσις. Αλλά τότε
+μήπως άραγε είναι το προσχεδιασμένον; Διότι η προαίρεσις
+συνοδεύεται με το λογικόν και την διάνοιαν. Φαίνεται όμως ότι τούτο
+υποδεικνύει και το όνομα το οποίον σημαίνει κάτι προηγουμένως από
+άλλα προτιμητέον.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
+
+
+
+&Περιπτώσεις μη επιδεχόμενοι προμελέτην.& — Τόρα όμως άραγε όλα τα
+προμελετά κανείς, και όλα ημπορούν να προμελετηθούν, ή μήπως μερικά
+δεν επιδέχονται προμελέτην; Ίσως δε πρέπει να θεωρήσωμεν ως
+αντικείμενον προμελέτης όχι ό,τι ημπορούσε να προμελετήση ο ηλίθιος
+ή ο μανιακός, αλλά μόνον ο συνετός. Λοιπόν διά τας αιωνίας αληθείας
+κανείς δεν προμελετά• λόγου χάριν περί του κόσμου, ή περί της
+διαμέτρου ότι είναι ασύμμετρος προς την πλευράν του εγγεγραμμένου
+τετραγώνου. Αλλ' ούτε περί των κινητών, τα οποία όμως
+επαναλαμβάνονται ομοίως, είτε εξ ανάγκης, είτε εκ φύσεως, ή διά
+καμμίαν άλλην αιτίαν, καθώς είναι λόγου χάριν αι τροπαί και αι ώραι
+της ανατολής. Ούτε δι' όσα αλλάζουν κατά καιρούς• καθώς λόγου χάριν
+διά τας ξηρασίας και τας βροχάς. Ούτε δι' όσα προέρχονται από την
+τύχην λόγου χάριν διά την εύρεσιν θησαυρού. Ούτε τέλος όλα γενικώς
+τα ανθρώπινα• λόγου χάριν πώς ήτο δυνατόν να πολιτεύωνται
+τελειότερον οι Σκύθαι κανείς από τους Λακεδαιμονίους δεν το
+σκέπτεται. Διότι από όλα αυτά τίποτε δεν ημπορεί να προέλθη από
+ημάς.
+
+&Περιπτώσεις επιδεχόμενοι προμελέτην.& — Προμελετούμεν όμως όσα
+εξαρτώνται από ημάς να εκτελεσθούν. Αυτά λοιπόν υπολείπονται να
+εξετάσωμεν. Δηλαδή φαίνονται ότι αιτίαι είναι η φύσις και η ανάγκη
+και η τύχη, και εκτός τούτων ο νους και παν ό,τι γίνεται διά μέσου
+του ανθρώπου. Οι άνθρωποι όμως προμελετούν έκαστος, τι ημπορεί να
+γίνη διά μέσου του εαυτού των. Και διά μεν τας ακριβείς και
+αυτοτελείς επιστήμας δεν υπάρχει σκέψις• καθώς λόγου χάριν διά τα
+γράμματα, διότι δεν διστάζομεν πώς πρέπει να γράψωμεν. Αλλά μόνον
+εις όσα γίνονται διά μέσου ημών, και δεν γίνονται πάντοτε κατά τον
+ίδιον τρόπον, δι' αυτά μόνον σκεπτόμεθα• καθώς λόγου χάριν μάλλον
+διά τα ιατρικά ζητήματα και διά τα χρηματιστικά και διά την
+πλοιαρχικήν, παρά διά την γυμναστικήν, διότι αυτά είναι ολιγώτερον
+καθωρισμένα με λεπτομέρειαν, ομοίως δε και διά τα άλλα. Έπειτα
+περισσότερον σκεπτόμεθα διά τας τέχνας παρά διά τας επιστήμας, διότι
+περισσότερον διστάζομεν δι' εκείνας. Δηλαδή η προμελέτη γίνεται διά
+τα συμβαίνοντα συνήθως, διά τα οποία όμως δεν είναι βέβαιον το
+αποτέλεσμα, και δι' όσα δεν είναι προσδιωρισμένον. Εις δε τα
+σπουδαιότερα δεχόμεθα συμβουλάς, διότι δεν έχομεν εμπιστοσύνην εις
+τον εαυτόν μας ότι είμεθα ικανοί να κάμωμεν διάγνωσιν.
+
+&Πώς γίνεται η προμελέτη.& — Προμελετούμεν δε όχι τα αποτελέσματα
+αλλά τα μέσα τα φέροντα εις τα αποτελέσματα.
+
+Δηλαδή ούτε ο ιατρός σκέπτεται αν θα υγιάνη ο ασθενής, ούτε ο ρήτωρ
+αν θα πείση τους ακροατάς, ούτε ο πολιτικός αν θα φέρη ευνομίαν,
+ούτε από τους άλλους κανείς σκέπτεται τον σκοπόν. Αλλά απλώς θέτουν
+ως βάσιν τον σκοπόν και προμελετούν τον τρόπον και τα μέσα της
+εκτελέσεως. Και όταν μεν φαίνεται ότι ο σκοπός ημπορεί να εκτελεσθή
+με πολλά μέσα τότε ερευνούν το ευκολώτερον και καλλίτερον. Όταν όμως
+έν μέσον υπάρχη, τότε ερευνούν πώς θα εκτελεσθή ο σκοπός με αυτό το
+μέσον, και εκείνο με ποίον άλλο μέσον θα εκτελεσθή, έως ότου να
+φθάσουν εις το πρώτον αίτιον, το οποίον είναι τελευταίον εις τον
+δρόμον της ερεύνης. Διότι όστις προμελετά φαίνεται ότι ερευνά και
+αναλύει με τον τρόπον που είπαμεν ως να αναλύη γεωμετρικά σχήματα τα
+οποία εσχεδίασε. Φαίνεται δε ότι η μεν έρευνα δεν είναι πάντοτε
+προμελέτη, καθώς λόγου χάριν αι μαθηματικαί έρευναι, ενώ η προμελέτη
+είναι πάντοτε έρευνα, και ότι εκείνο το οποίον ευρίσκομεν τελευταίον
+με την ανάλυσιν, έρχεται πρώτον εις την πραγματοποίησιν. Και όταν
+μεν φθάσουν εις αδύνατον πράγμα τότε τα παραιτούν• καθώς λόγου χάριν
+εάν υπάρχη έλλειψις χρημάτων και δεν είναι δυνατόν να τα
+προμηθευθούν. Εάν όμως φαίνεται δυνατόν, τότε δοκιμάζουν να το
+εκτελέσουν. Δυνατά δε είναι όσα ημπορούν να γίνουν διά μέσου ημών.
+Δηλαδή και όσα γίνονται διά μέσου των φίλων είναι κάπως διά μέσου
+ημών, διότι η αρχή υπάρχει εις χείρας μας. Εξετάζονται δε άλλοτε μεν
+τα όργανα, άλλοτε δε η χρησιμοποίησις αυτών. Το ίδιον δε και διά τας
+άλλας περιπτώσεις• δηλαδή άλλοτε μεν εξετάζεται το όργανον, άλλοτε
+δε ο τρόπος ή το πρόσωπον. Φαίνεται λοιπόν, καθώς είπαμεν, ότι ο
+άνθρωπος είναι η αρχή όλων των πράξεων, και ότι η μεν προμελέτη
+περιστρέφεται εις τα δυνάμενα να εκτελεσθούν από αυτόν, ενώ αι
+πράξεις γίνονται και διά λόγους οι οποίοι κείνται έξω από αυτά.
+Επομένως φαίνεται, καθώς είπαμεν, ότι δεν είναι αντικείμενον
+προμελέτης ο σκοπός, αλλά τα μέσα τα οποία φέρουν εις τον σκοπόν.
+Ούτε πάλιν σκεπτόμεθα τας ατομικάς περιπτώσεις• λόγου χάριν αν τούτο
+εδώ είναι άρτος ή αν εχωνεύθη καλώς. Διότι αυτά τα κρίνει η
+αίσθησις. Εάν δε πρόκειται όλα να τα σκεπτώμεθα, τότε θα
+προχωρήσωμεν εις το άπειρον.
+
+&Η σχέσις της προμελέτης προς την προαίρεσιν.& — Το αντικείμενον δε
+της προμελέτης και της προαιρέσεως είναι το ίδιον, με την διαφοράν
+ότι το αντικείμενον της προαιρέσεως είναι πλέον καθωρισμένον. Δηλαδή
+ό,τι επροτιμήθη εις το τέλος της προμελέτης, αυτό είναι το
+αντικείμενον της προαιρέσεως. Διότι έκαστος παύει πλέον να ερευνά
+πώς πρέπει να προβή εις την εκτέλεσιν, όταν αναβιβάση την αρχήν της
+πράξεως εις τον εαυτόν του και εις την κυριαρχούσαν εντός του
+δύναμιν. Διότι αυτή είναι η εκτελούσα την προαίρεσιν. Τούτο δε
+φαίνεται σαφώς από τα αρχαία πολιτεύματα, τα οποία παριστάνει ο
+Όμηρος. Δηλαδή οι βασιλείς συνεσκέπτοντο, και όσα απεφάσιζαν, τα
+ανήγγελλαν εις τον λαόν. Αφού λοιπόν το προαιρετικόν είναι κάτι τι,
+το οποίον επιθυμούμεν κατόπιν ωρίμου σκέψεως ως εξαρτώμενον από
+ημάς, τότε και η προαίρεσις φαίνεται ότι είναι προμελετημένη
+επιθυμία πραγμάτων εξαρτωμένων από ημάς. Διότι, αφού προμελετήσωμεν
+και σχηματίσωμεν γνώμην, τότε επιθυμούμεν συμφώνως με την
+προμελέτην.
+
+Αυτά λοιπόν είναι αρκετά διά τον γενικόν ορισμόν της προαιρέσεως,
+και εις ποία πράγματα περιστρέφεται και ότι εξετάζει τα μέσα τα
+οποία οδηγούν εις τον σκοπόν.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'.
+
+
+&Το αντικείμενον της βουλήσεως.& — Ότι δε η βούλησις περιστρέφεται
+εις τον σκοπόν, αυτό ελέχθη, αλλά άλλοι μεν νομίζουν ότι ο σκοπός
+είναι το αγαθόν, άλλοι δε, ότι είναι το νομιζόμενον αγαθόν. Έπεται
+όμως εις την πρώτην περίπτωσιν των παραδεχομένων ως αντικείμενον της
+βουλήσεως το αγαθόν, ότι δεν είναι αντικείμενον της βουλήσεως εκείνο
+το οποίον θέλει όστις δεν έχει ορθήν προαίρεσιν. Διότι, εάν είναι
+αντικείμενον της βουλήσεως, θα είναι συγχρόνως και αγαθόν, ενώ το μη
+ορθώς προτιμηθέν πιθανόν να τύχη να είναι κακόν. Δι' όσους πάλιν
+λέγουν ότι αντικείμενον της βουλήσεως είναι το φαινόμενον αγαθόν,
+έπεται ότι δεν υπάρχει εκ φύσεως το αντικείμενον της βουλήσεως, αλλά
+εις έκαστον είναι εκείνο που νομίζει αυτός. Άλλος λοιπόν άλλο θεωρεί
+αγαθόν, και είναι δυνατόν να τύχη να νομίζη αγαθόν το αντίθετον από
+ένα άλλον. Αφού λοιπόν αυτά δεν ημπορούμεν να τα επιδοκιμάσωμεν, δεν
+έπεται άραγε ότι πρέπει να ειπούμεν, ότι γενικώς μεν και συμφώνως με
+την αλήθειαν αντικείμενον της βουλήσεως είναι το αγαθόν, δι' έκαστον
+όμως χωριστά, ό,τι αυτός νομίζει; Επομένως διά μεν τον σπουδαίον δεν
+είναι άραγε αγαθόν το σύμφωνον με την αλήθειαν, διά δε τον τυχαίον
+το τυχαίον, καθώς συμβαίνει διά τα σώματα, δηλαδή εις τους έχοντας
+καλήν διάθεσιν υγιεινά είναι όσα συμφωνούν με τα αληθώς υγιεινά, εις
+τους έχοντας όμως προδιάθεσιν νοσηράν είναι διάφορα, ομοίοις δε
+φαίνονται και τα πικρά και γλυκά, και τα βαρέα και όλα τα άλλα;
+Διότι ο σπουδαίος κρίνει ορθώς, και εις τας λεπτομερείας ευρίσκει το
+αληθές. Δηλαδή εις εκάστην σωματικήν προδιάθεσιν υπάρχουν ιδιαίτερα
+καλά και ηδονικά, και ίσως είναι πολύ ανώτερος ο σπουδαίος εις το να
+παρατηρή εις εκάστην περίπτωσιν το αληθές, ως να είναι αυτός ο κανών
+και το ορθόν μέτρον αυτών. Εις τους περισσοτέρους όμως η απάτη
+φαίνεται ότι προέρχεται από την ηδονήν. Διότι αυτή φαίνεται ότι
+είναι αγαθόν, ενώ δεν είναι. Τουλάχιστον οι περισσότεροι προτιμούν
+την ηδονήν ως αγαθόν, την δε λύπην την αποφεύγουν ως κακόν.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.
+
+
+
+&Απόδειξις του εκουσίου της αρετής και κακίας δι' ισχυρών
+επιχειρημάτων.& — Αφού δε αντικείμενον μεν της βουλήσεως είναι ο
+σκοπός, αντικείμενον όμως της προμελέτης και προαιρέσεως είναι τα
+μέσα τα οποία οδηγούν εις τον σκοπόν, είναι ίσως λογικόν να ειπούμεν
+ότι αι πράξεις αι οποίαι περιστρέφονται εις αυτά είναι κατά
+προαίρεσιν και εκούσιαι. Ακριβώς δε αι ενέργειαι των αρετών
+περιστρέφονται εις αυτά. Επομένως από ημάς εξαρτάται και η αρετή
+καθώς επίσης και η κακία. Διότι εις όσα εξαρτάται από ημάς η
+εκτέλεσις, από ημάς εξαρτάται και η μη εκτέλεσις αυτών, και
+αντιστρόφως εις όσα από ημάς εξαρτάται το όχι, από ημάς εξαρτάται
+και το ναι. Επομένως, εάν η εκτέλεσις, η οποία είναι καλή, εξαρτάται
+από ημάς, τότε και η μη εκτέλεσις, η οποία είναι ποταπή, πάλιν
+εξαρτάται από ημάς. Και αντιστρόφως, εάν η μη εκτέλεσις, η οποία
+είναι καλή, εξαρτάται από ημάς, τότε και η εκτέλεσις, η οποία είναι
+ποταπή, εξαρτάται από ημάς. Και αφού εξαρτάται από ημάς να
+εκτελούμεν τα καλά και τα ποταπά έργα, και από ημάς επίσης να μη τα
+εκτελούμεν, αυτό δε εννούσαμεν, όταν ωρίζαμεν τον αγαθόν και τον
+κακόν, έπεται ότι εξαρτάται από ημάς να είμεθα καθώς πρέπει ή
+μηδαμινοί. Ο δε στίχος ο οποίος λέγει
+
+ Ποιός θέλει νάναι πονηρός, και ποιός δεν θέλει άγιος;
+
+φαίνεται εις το δεύτερον μεν μέρος αληθής, εις το πρώτον όμως
+ψευδής. Διότι ναι μεν κανείς δεν γίνεται αξιομακάριστος ακουσίως,
+αλλά πάλιν και η μοχθηρία είναι εκούσιον πράγμα. Άλλως πρέπει
+βεβαίως να διαφιλονικήσωμεν τα προηγούμενα και να ειπούμεν, ότι ο
+άνθρωπος δεν είναι αρχή και δεν είναι πατήρ των πράξεών του καθώς
+και των τέκνων του. Εάν όμως αυτά φαίνωνται ορθά και δεν έχωμεν να
+αναβιβάσωμεν τας πράξεις του εις άλλας αρχάς παρά τας εντός μας,
+τότε όσων πραγμάτων αι αρχαί ευρίσκονται εντός μας, και τα ίδια
+εξαρτώνται από ημάς και είναι εκούσια.
+
+&Απόδειξις του εκουσίου διά των νομοθετών και της κοινής γνώμης. —
+Αυτά δε φαίνεται ότι επικυρούνται και ιδιαιτέρως μεν από τα άτομα,
+αλλά και υπό των ιδίων νομοθετών. Διότι βασανίζουν και τιμωρούν τους
+πράττοντας εγκλήματα, εκτός εκείνων όσοι έπραξαν εκβιασθέντες ή από
+άγνοιαν διά την οποίαν δεν πταίουν οι ίδιοι. Τους δε πράττοντας τα
+καλά τους ανταμείβουν, διότι θέλουν τους μεν να τους προτρέψουν,
+εκείνους δε να τους εμποδίσουν. Και όμως όσα ούτε από ημάς
+εξαρτώνται ούτε είναι εκούσια, κανείς δεν μας προτρέπει να τα
+εκτελέσωμεν, διότι γνωρίζει ότι δεν μας ωφελεί διόλου να πεισθώμεν
+να μη έχωμεν θέρμην ή να μη πονούμεν ή να μη πεινώμεν, ή ότι δήποτε
+άλλο παρόμοιον. Διότι και τότε εξ ίσου πάλιν θα τα πάθωμεν αυτά.
+Δηλαδή και διά την αμάθειαν ακόμη χωριστά τιμωρούν, όταν κανείς
+φαίνεται ότι είναι ένοχος της αμαθείας. Λόγου χάριν διά τους
+μεθυσμένους είναι διπλή η ποινή, διότι η αρχή υπάρχει μέσα των.
+Δηλαδή ήτο ελεύθερος να μη μεθύση και η μέθη τον έκαμε να αγνοή. Και
+όσοι δεν γνωρίζουν κάτι τι από όσα διαλαμβάνουν οι νόμοι, ενώ δεν
+είναι δύσκολα και οφείλουν να τa γνωρίζουν, και αυτούς τους
+τιμωρούν. Επίσης λοιπόν και εις άλλα όσα φαίνονται ότι τα αγνοούν
+από αμέλειαν, διότι ήτο εις την εξουσίαν των να μη αγνοούν αυτά,
+αφού είναι ελεύθεροι να επιμεληθούν. Πιθανώς όμως αυτοί είναι
+τοιούτοι, ώστε δεν ήθελον επιμεληθή. Πάντως όμως οι ίδιοι πταίουν,
+αν έγιναν τοιούτοι, διότι έζων απροσέκτως, καθώς και αν είναι άδικοι
+ή ακόλαστοι, διότι άλλοι μεν εσυνήθιζαν να κακουργούν, άλλοι δε να
+περνούν με μεθύσια και με παρόμοια. Διότι αι ενέργειαι αι
+περιστρεφόμεναι εις όλα αυτά τους κάμνουν τοιούτους. Τούτο δε
+αποδεικνύεται από τους σχεδιάζοντας οποιανδήποτε αγωνιώδη πράξιν.
+Διότι εξακολουθούν να ενεργούν. Και βεβαίως όστις αγνοεί ότι με την
+εκτέλεσιν αποκτώνται εις όλα αι συνήθειαι, είναι εντελώς αναίσθητος.
+Αλλά επίσης παράλογον είναι, όστις κάμνει αδικίας να θέλη να μη γίνη
+άδικος, και όστις κάμνει ακολασίας να θέλη να μη γίνη ακόλαστος. Και
+αφού δεν αγνοεί ποίαι πράξεις θα τον συνηθίσουν να γίνη άδικος,
+έπεται ότι είναι εκουσίως άδικος.
+
+&Η δυσκολία της αποβολής των κακών έξεων δεν αναιρεί το εκούσιον.& —
+Ίσως όμως ειπή κανείς ότι, αν αυτός θελήση, δεν ημπορεί να παύση να
+είναι άδικος και να γίνη δίκαιος. Αλλά βεβαίως και ο ασθενής δεν
+ημπορεί να γίνη υγιής, και εάν έτυχε να ασθενήση εκουσίως, από την
+άσωτον ζωήν και από την απείθειαν εις τους ιατρούς. Τότε όμως ήτο
+εις την εξουσίαν του να μη ασθενήση, αφού όμως παρημέλησε, δεν ήτο
+πλέον εις την εξουσίαν του. Καθώς, αφού ρίψωμεν λίθον, δεν μας είναι
+δυνατόν να τον πάρωμεν πίσω. Ήτο όμως εις την εξουσίαν μας να τον
+ρίψωμεν. Δηλαδή η αρχή ήτο εντός μας. Το ίδιον δε συμβαίνει και με
+τον άδικον και τον ακόλαστον, διότι ημπορούσαν εξ αρχής να μη γίνουν
+τοιούτοι, επομένως εκουσίως είναι τοιούτοι. Αφού δε έγιναν, δεν
+είναι δυνατόν να μην είναι. Και όχι μόνον τα ελαττώματα της ψυχής
+είναι εκούσια, αλλά εις μερικούς και τα ελαττώματα του σώματος,
+αυτούς δε τους κατακρίνομεν. Και βεβαίως όσοι έχουν φυσικά
+ελαττώματα, κανείς δεν τους κατακρίνει, αλλά μόνον εκείνους όσοι τα
+έχουν από αγυμνασίαν και αμέλειαν. Το ίδιον δε και διά την ασθένειαν
+και την αποκοπήν μελών. Διότι κανείς δεν ημπορεί να υβρίση τον εκ
+φύσεως τυφλόν ή από κτύπημα, αλλά μάλλον τον λυπείται. Τον
+τυφλωθέντα όμως από την οινοποσίαν ή από άλλην ακολασίαν έκαστος
+ημπορεί να τον κατακρίνη. Και λοιπόν τα ελαττώματα του σώματος όσα
+εξαρτώνται από ημάς κατακρίνονται, όσα όμως δεν εξαρτώνται από ημάς
+δεν κατακρίνονται. Και αφού αυτά είναι ορθόν, έπεται ότι και από τα
+άλλα ελαττώματα όσα κατακρίνονται, εξαρτώνται από ημάς.
+
+&Η επίδρασις της φαντασίας δεν αναιρεί το εκούσιον.& — Εάν όμως
+διισχυρισθή κανείς ότι όλοι επιθυμούν ό,τι φαίνεται εις αυτούς ως
+αγαθόν, δεν είναι όμως κύριοι της φαντασίας των, απαντώμεν ότι,
+οποίου είδους διάθεσιν έχει έκαστος, τοιούτος φαίνεται και ο σκοπός
+εις αυτόν. Αφού δε έκαστος είναι κάπως ο δημιουργός της διαθέσεως
+του, έπεται ότι και της φαντασίας του είναι κάπως ο ίδιος ο αίτιος.
+Αφού δε πάλιν ουδείς άλλος είναι αίτιος εις αυτόν της κακής πράξεως,
+αλλά πράττει αυτήν, διότι αγνοεί το αποτέλεσμα, επειδή νομίζει ότι
+με αυτήν θα αποκτήση ό,τι καλόν υπάρχει δι' αυτόν, και αφού η
+επιθυμία του αποτελέσματος δεν είναι αυθαίρετος, αλλά τρόπον τινά
+πρέπει να γεννηθή κανείς με ένα ιδιαίτερον οφθαλμόν, με τον οποίον
+θα ημπορή να κρίνη ορθώς και θα προτιμά το αληθινόν αγαθόν, και
+είναι τέλειος όστις έχει αυτό το καλόν προτέρημα εκ φύσεως, — διότι
+φαίνεται ότι το σπουδαιότερον και ωραιότερον πράγμα, το οποίον δεν
+είναι δυνατόν να το λάβη ή να το μάθη κανείς από άλλον, αλλά όπως
+κατεσκευάσθη εκ φύσεως, θα μείνη πάντοτε τοιούτον, και η
+κυριολεκτικώς καλή εκ φύσεως κατασκευή, αυτά όλα είναι το τέλειον
+και το αληθινόν καλόν φυσικόν. — Αν αυτά, λέγω, είναι αληθή, τότε
+διά ποίον λόγον η αρετή είναι περισσότερον εκουσία παρά η κακία;
+Διότι ομοίως και εις τους δύο, δηλαδή και εις τον αγαθόν και εις τον
+κακόν, το αποτέλεσμα υπάρχει εκ φύσεως ή είναι οποιονδήποτε του
+φαίνεται, τα δε άλλα όλα τα σχετίζουν συμφώνως με αυτά και τα
+εκτελούν οπωσδήποτε. Είτε λοιπόν κατά την μίαν εκδοχήν το αποτέλεσμα
+δεν φαίνεται εις έκαστον εκ φύσεως τοιούτον ή τοιούτον, αλλά είναι
+και κάτι έξω απ' αυτόν, είτε κατά την άλλην εκδοχήν το μεν
+αποτέλεσμα είναι φυσικόν, και μόνον επειδή εκτελεί τα άλλα εκουσίως
+ο σπουδαίος άνθρωπος, διά τούτο είναι εκουσία η αρετή, τότε εξ ίσου
+και η κακία θα είναι εκουσία. Διότι εξ ίσου υπάρχει η ευθύνη και εις
+τας πράξεις του κακού, αν όχι εις το αποτέλεσμα. Λοιπόν, εάν, καθώς
+λέγουν όλοι, είναι εκούσιαι αι αρεταί — διότι και των διαθέσεων μας
+είμεθα κάπως οι ίδιοι υπεύθυνοι, και διότι έχομεν κάποιαν ιδιότητα
+να καθιστώμεν το αποτέλεσμα τοιούτον ή τοιούτον — , τότε και αι
+κακίαι θα είναι εκούσιαι. Διότι συμβαίνουν ομοίως. Δεν είναι όμως
+ομοίως εκούσιαι αι πράξεις και αι διαθέσεις. Διότι των μεν πράξεων
+απ' αρχής μέχρι τέλους είμεθα ημείς κύριοι, διότι γνωρίζομεν τας
+λεπτομερείας, ενώ των διαθέσεων είμεθα κύριοι μόνον εις τας αρχάς,
+τας δε κατόπιν προσθέτους δεν τας γνωρίζομεν, καθώς συμβαίνει εις
+τας ασθενείας. Επειδή όμως ήτο εις την εξουσίαν μας να τους
+μεταχειρισθώμεν ούτω πως και όχι άλλως, διά τούτο είναι εκούσιαι και
+αι διαθέσεις.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'.
+
+
+
+&Η ανδρεία.&
+
+&Διάκρισις της ανδρείας από την αφοβίαν και παρρησιαστικότητα.& —
+Είπαμεν λοιπόν από κοινού περί των αρετών και διά το γένος των εν
+γένει, ότι δηλαδή είναι μεσότητες και ότι είναι συνήθειαι, και ότι
+εκείνα από τα οποία παράγονται τα εκτελούν αι ίδιαι, και ότι είναι
+εις την εξουσίαν μας και εκούσιαι και καθώς το διατάσσει ο ορθός
+λόγος.
+
+Τόρα λοιπόν ας αρχίσωμεν να ομιλήσωμεν περί εκάστης χωριστά τι είναι
+και εις ποία περιστρέφεται και πώς και συγχρόνως θα γίνη γνωστόν και
+πόσαι είναι. Και πρώτον μεν ας ομιλήσωμεν περί της ανδρείας. Ότι
+λοιπόν αυτή είναι κάποια μεσότης και ως προς τον φόβον και ως προς
+τα θάρρος, τούτο εξηγήθη προηγουμένως. Είναι δε φανερόν ότι
+φοβούμεθα τα φοβερά, αυτά δε είναι με μίαν γενικήν έκφρασιν κακά.
+Διά τούτο μερικοί ορίζουν τον φόβον ως προσδοκίαν κακού. Και
+φοβούμεθα βεβαίως όλα τα κακά• λόγου χάριν την δυσφημίαν, την
+πτωχείαν, την ασθένειαν, την στέρησιν φίλων, τον θάνατον, και όμως ο
+ανδρείος δεν φαίνεται ότι είναι τοιούτος ως προς όλα. Διότι μερικά,
+και ανάγκη είναι και ορθόν να τα φοβούμεθα, τα δε να μην τα
+φοβούμεθα είναι αξιοκατάκριτον• λόγου χάριν την δυσφημίαν. Διότι
+όστις την φοβείται είναι καθώς πρέπει και εντροπαλός, όστις όμως δεν
+την φοβείται είναι αδιάντροπος. Ονομάζεται όμως ανδρείος από
+μερικούς κατά μεταφοράν, διότι έχει κάτι τι όμοιον με τον ανδρείον.
+Δηλαδή και ο ανδρείος είναι ένα είδος αφόβου. Την πτωχείαν όμως ίσως
+δεν είναι ανάγκη να την φοβούμεθα, ούτε την ασθένειαν, ούτε εν γένει
+όσα δεν προέρχονται από κακίαν ούτε εξ αιτίας μας. Αλλά και όστις
+είναι άφοβος ως προς αυτά δεν είναι ανδρείος, τον λέγομεν όμως
+τοιούτον, επειδή ομοιάζει. Διότι μερικοί, ενώ είναι δειλοί εις
+στιγμάς πολεμικών κινδύνων, είναι γενναιόδωροι και ως προς την
+απώλειαν χρημάτων έχουν γενναιότητα. Ούτε βεβαίως είναι κανείς
+δειλός, εάν φοβήται μήπως προσβληθούν τα παιδιά του και η γυναίκα
+του, ή μήπως τα φθονήσουν ή πάθουν κανέν παρόμοιον. Ούτε είναι
+ανδρείος, αν έχη θάρρος, την στιγμήν που πρόκειται να μαστιγωθή.
+
+Τότε λοιπόν ως προς ποία από τα επίφοβα διακρίνεται ο ανδρείος; Ή
+μήπως ως προς τα σπουδαιότερα; Διότι κανείς άλλος δεν υποφέρει τα
+δεινά περισσότερον από αυτόν. Βεβαίως δε το φοβερώτερον από όλα
+είναι ο θάνατος, διότι αυτός είναι το τέλος όλων, και άλλο πλέον
+φαίνεται ότι διά τον αποθαμμένον δεν υπάρχει αγαθόν ούτε κακόν.
+Φαίνεται δε ότι όχι εις οποιονδήποτε θάνατον αναδεικνύεται ο
+ανδρείος• καθώς λόγου χάριν μέσα εις τρικυμίαν ή εις ασθένειαν. Τότε
+λοιπόν εις ποίας περιστάσεις; Ή μήπως εις τας ενδοξοτέρας;
+Τοιούτος δε είναι βεβαίως ο θάνατος εν καιρώ πολέμου. Διότι γίνεται
+μέσα εις τον μεγαλίτερον και τον ενδοξότερον κίνδυνον. Συμφωνούν δε
+με αυτά και αι τιμαί αι διδόμεναι εις τα δημοκρατικά πολιτεύματα και
+ακόμη και εις τας μοναρχίας. Κυριολεκτικώς λοιπόν ημπορεί να
+ονομασθή ανδρείος, όστις είναι άφοβος ως προς τον ένδοξον θάνατον,
+και εις άλλα, όσα είναι μεν ελαφρότερα, ημπορούν όμως να επιφέρουν
+θάνατον. Τοιαύτα δε είναι προ πάντων τα συμβαίνοντα εις τον πόλεμον.
+Ουχ ήττον όμως και μέσα εις την θάλασσαν και εις τας ασθενείας,
+είναι άφοβος όστις είναι ανδρείος, όχι όμως καθ' όμοιον τρόπον με
+τους θαλασσινούς. Διότι οι μεν ανδρείοι είναι άφοβοι, αν και δεν
+έχουν ελπίδα διά την διάσωσίν των και αποτροπιάζονται τον τοιούτον
+θάνατον, ενώ οι θαλασσινοί έχουν ελπίδας, διότι είναι συνηθισμένοι.
+Συγχρόνως δε ανδρειεύουν όσοι έχουν σωματικήν δύναμιν, ή θεωρούν
+καλόν τον θάνατον. Αλλά εις τοιούτους κινδύνους δεν υπάρχει ούτε το
+έν ούτε το άλλο από αυτά.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'.
+
+
+
+&Ο ανδρείος συγκρινόμενος προς τους δύο άκρους, δηλαδή τον δειλόν
+και τον θρασύν.& — Το δε φοβερόν δεν είναι εξ ίσου φοβερόν εις
+όλους, υπάρχει όμως και φοβερόν το οποίον είναι ανώτερον της φύσεως
+του ανθρώπου. Και αυτό μεν είναι φοβερόν εις πάντα νοήμονα άνθρωπον,
+τα δε ανάλογα προς τους συνήθεις ανθρώπους ποικίλλουν κατά το
+μέγεθος και τον βαθμόν. Ομοίως δε ποικίλλουν και τα εμπνέοντα
+θάρρος. Ο δε ανδρείος συγκρινόμενος με τους συνήθεις ανθρώπους είναι
+ατρόμητος. Και βεβαίως θα τύχη κάποτε να φοβηθή και θα υπομείνη
+τοιαύτα πάθη χάριν του καλού, πάντοτε όμως με αξιοπρέπειαν και με
+λογικήν. Διότι το καλόν είναι ο σκοπός της αρετής. Είναι δυνατόν δε
+να φοβούμεθα τα επίφοβα και περισσότερον και ολιγώτερον, ακόμη δε
+και να φοβούμεθα τα μη επίφοβα ως επίφοβα. Προέρχονται δε τα
+σφάλματά μας, άλλα μεν διότι φοβούμεθα εκείνο το οποίον δεν πρέπει,
+άλλα δε διότι φοβούμεθα όχι όπως πρέπει, άλλα δε όχι όταν πρέπη ή
+κάτι τι παρόμοιον. Το ίδιον δε και ως προς τα ενθαρρυντικά. Και
+λοιπόν όστις μεν υπομένει και φοβείται όσα πρέπει και διότι πρέπει
+και καθώς πρέπει και όταν πρέπη, καθώς και όστις έχει θάρρος
+αναλόγως, είναι ανδρείος, — διότι ο ανδρείος πάσχει και ενεργεί όσον
+αξίζει και όσον είναι λογικόν. Σκοπός δε πάσης ενεργείας είναι ό,τι
+συμφωνεί με την αποκτηθείσαν συνήθειαν. Αλλά και η ανδρεία εις τον
+ανδρείον είναι καλόν. Επομένως καλός είναι και ο σκοπός της, διότι
+εκάστη ιδιότης χαρακτηρίζεται από τον σκοπόν της. Ώστε, καθώς
+είπαμεν, χάριν του καλού ο ανδρείος υπομένει και πράττει συμφώνως με
+την ανδρείαν — ,από δε τους υπερβολικούς όστις μεν είναι υπερβολικός
+κατά την αφοβίαν δεν έχει όνομα — είπαμεν δε ότι πολλά πράγματα δεν
+έχουν όνομα — ίσως όμως ημπορεί κάπως να θεωρηθή ως μανιακός ή
+ανάλγητος, εάν δεν φοβήται τίποτε, ούτε σεισμόν ούτε κύματα, καθώς
+λέγουν διά τους Κελτούς. Όστις δε είναι υπερβολικός κατά το θάρρος
+εις πράγματα επίφοβα λέγεται θρασύς — φαίνεται δε ότι ο θρασύς είναι
+και καυχηματίας και ότι προσποιείται τον ανδρείον. Δι' αυτό ό,τι
+είναι εκείνος εις επίφοβα ζητήματα, το ίδιον θέλει να φαίνεται ότι
+είναι αυτός. Και λοιπόν εις όσα ημπορεί τον μιμείται. Διά τούτο οι
+περισσότεροι από αυτούς είναι θρασύδειλοι. Δηλαδή εις τα φαινομενικά
+κάμνουν τον παλικαράν, αλλά εις τα επίφοβα πράγματα δεν αντέχουν. —
+Όστις δε είναι υπερβολικός εις τον φόβον λέγεται δειλός. Διότι και
+όσα δεν πρέπει φοβείται, και όπως δεν πρέπει, και όλα τα παρόμοια τα
+έχει επάνω του. Είναι δε ελαττωματικός και εις το θάρρος.
+Περισσότερον όμως φαίνεται υπερβολικός, όταν λυπήται. Επομένως είναι
+κάπως απελπιστικός ο δειλός, διότι όλα τα φοβείται. Ενώ ο ανδρείος
+κάμνει το αντίθετον. Διότι το θάρρος προδίδει άνθρωπον εύελπιν.
+Επομένως εις τα ίδια περιστρέφεται η ιδιότης και του δειλού και του
+θρασέος και ανδρείου, έκαστος όμως έχει διάφορον διάθεσιν προς αυτά.
+Διότι οι μεν δύο πρώτοι είναι υπερβολικοί ή ελλιπείς, αυτός όμως
+είναι μέσος και καθώς πρέπει. Και οι μεν θρασείς είναι προκλητικοί
+και έχουν προθυμίαν μόνον προηγουμένως από τον κίνδυνον, μέσα όμως
+εις τον κίνδυνον παίρνουν δρόμον, ενώ οι ανδρείοι μέσα εις την
+εκτέλεσιν είναι ορμητικοί, προηγουμένως όμως είνε ήσυχοι. Καθώς
+είπαμεν λοιπόν, η ανδρεία είναι κάποια μεσότης ως προς τα
+ενθαρρυντικά και τα επίφοβα, κατά τας περιστάσεις που είπαμεν, και
+τα προτιμά και τα υπομένει διότι είναι καλόν τούτο, ή διότι είναι
+ποταπόν το να μη υπομένη.
+
+Το να προτιμήση όμως τον θάνατον, διά να απαλλαχθή από την πτωχείαν
+ή από έρωτα ή από κάτι λυπηρόν, δεν είναι ιδιότης του ανδρείου, αλλά
+μάλλον του δειλού. Διότι είναι μαλθακότης η αποφυγή των κοπιωδών
+πραγμάτων, και δεν το υποφέρει ως καλόν, αλλά διότι απαλλάττεται από
+το κακόν.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'.
+
+
+
+&Η ανδρεία ως πολιτική.& — Λοιπόν η ανδρεία είναι τοιούτου είδους
+περίπου, λέγονται όμως και άλλα είδη ανδρείας κατά πέντε τρόπους.
+Και πρώτον η πολιτική. Διότι αυτή ομοιάζει περισσότερον. Δηλαδή
+φαίνονται ως να υπομένουν τους κινδύνους οι πολίται εξ αιτίας των
+επιβαλλομένων από τους νόμους τιμωριών και των εξευτελισμών και των
+τιμών. Διά τούτο φαίνεται ότι οι πολίται γίνονται ανδρειότατοι εις
+όσα πολιτεύματα οι δειλοί ατιμάζονται και οι ανδρείοι εκτιμώνται.
+Τοιούτους δε τους παρουσιάζει και ο Όμηρος, καθώς λόγου χάριν τον
+Διομήδην και τον Έκτορα:
+
+ Ο Πολυδάμας πρώτον μεν σκουπίδι θα με κάνη.
+
+Και ο Διομήδης {13}:
+
+ Διότι κάποτε θα ειπή ο Έκτωρ εις τους Τρώας•
+ Εκείνον τον Τυδείδη εγώ {14}....
+
+ΕξομοιώΘη δε αυτή με την προηγουμένην περισσότερον από όλας, διότι
+προέρχεται από αρετήν, δηλαδή την εντροπήν, και από επιθυμίαν καλού,
+δηλαδή την τιμήν, και δι' αποφυγήν εξευτελισμού ο οποίος είναι
+ατιμωτικός. Δικαιούμεθα δε ίσως να κατατάξωμεν εις το ίδιον και
+όσους αναγκάζουν οι άρχοντες να γίνουν τοιούτοι, αυτοί όμως είναι
+κατώτεροι, καθ' όσον όχι από εντροπήν αλλά από φόβον εκτελούν αυτό,
+και όχι διά να αποφύγουν το αίσχος αλλά την ενόχλησιν. Διότι τους
+εξαναγκάζουν οι κυρίαρχοι, καθώς ο Έκτωρ:
+
+ Να μην ιδώ κανένανε να φεύγη από την μάχην,
+ Οι σκύλλοι θα τον φάγουνε, κανείς δεν τον γλυτόνει {15}.
+
+Και όσοι δίδουν το πρόσταγμα, και όταν οπισθοχωρούν τους κτυπούν, τα
+ίδιον κάμνουν. Και όσοι τους παρατάττουν εμπρός εις τάφρους και
+παρόμοια. Διότι όλοι αυτοί βιάζουν, πρέπει όμως να είναι κανείς
+ανδρείος όχι καταναγκαστικώς, αλλά διότι είναι καλόν.
+
+&Η ανδρεία ως εμπειρία.& — Φαίνεται δε ότι και η εμπειρία εις τα
+καθ' έκαστα είναι κάπως ανδρεία. Ως εκ τούτου και ο Σωκράτης ενόμισε
+ότι η ανδρεία είναι επιστήμη. Τοιούτοι δε είναι εις άλλα ζητήματα
+άλλοι, εις τα πολεμικά όμως οι στρατιώται. Διότι φαίνεται ότι
+υπάρχουν πολλά απροσδόκητα εις τον πόλεμον, τα οποία αυτοί προ
+πάντων τα συμπεραίνουν. Και λοιπόν φαίνονται ανδρείοι, διότι οι
+άλλοι δεν τα γνωρίζουν ποία είναι. Έπειτα ημπορούν περισσότερον
+κακόν να κάμουν παρά να πάθουν ένεκα της εμπειρίας, διότι είναι
+ικανοί να μεταχειρίζωνται τα όπλα των και έχουν τοιαύτα όπλα, οποία
+είναι τα καλλίτερα διά να κάμνουν κακόν χωρίς να πάθουν. Επομένως
+αυτοί πολεμούν ως ωπλισμένοι προς αόπλους και ως γυμνασμένοι προς
+αγυμνάστους. Και βεβαίως εις τοιαύτας μάχας δεν είναι μαχιμώτεροι οι
+ανδρειότεροι, αλλά οι έχοντες περισσοτέραν δύναμιν και τα καλλίτερα
+σώματα. Αλλέως γίνονται δειλοί στρατιώται, όταν αυξάνη ο κίνδυνος
+και είναι κατώτεροι και εις αριθμόν και εις προμηθείας. Διότι αυτοί
+πρώτοι φεύγουν, ενώ οι πολίται μένουν εις την θέσιν των και
+αποθνήσκουν, καθώς συνέβη εις τον Ερμαίον {16}. Διότι αυτοί μεν
+θεωρούν αίσχος την φυγήν και προτιμούν τον θάνατον από αυτήν την
+διάσωσιν, οι άλλοι όμως εις τας αρχάς μεν ριψοκινδυνεύουν, διότι
+νομίζουν ότι είναι ανώτεροι, όταν όμως το αντιληφθούν, φεύγουν,
+διότι φοβούνται περισσότερον τον θάνατον παρά το αίσχος. Ο ανδρείος
+όμως δεν είναι τοιούτος.
+
+&Η ανδρεία ως έξαψις&. — Και την έξαψιν πολλοί την θεωρούν ως
+ανδρείαν. Διότι φαίνονται ανδρείοι και όσοι επιτίθενται από έξαψιν,
+καθώς τα άγρια ζώα εις όσους τα επλήγωσαν, καθόσον και οι ανδρείοι
+φαίνονται ως θυμωμένοι. Διότι η έξαψις είναι επιρρεπεστάτη εις τους
+κινδύνους. Διά τούτο και ο Όμηρος λέγει «δύναμιν ενεφύσησε εις τον
+αναβρασμόν του {17}» και μανίαν και «αναβρασμόν διήγειρε {18}» και
+«δυνατή μανία έως τα ρουθούνια {19}» και «έβραζε το αίμα {20}».
+Διότι όλα αυτά φαίνεται ότι σημαίνουν την διέγερσιν της εξάψεως και
+της ορμής. Και λοιπόν οι μεν ανδρείοι ενεργούν διά το καλόν, η δε
+έξαψις συμπράττει μέσα εις αυτούς. Τα άγρια ζώα όμως από
+στενοχωρίαν, δηλαδή διότι επληγώθησαν ή διότι φοβούνται, άλλως όμως
+αν ευρίσκωνται μέσα εις πυκνόν δάσος ή εις λίμνην δεν πλησιάζουν.
+Επομένως δεν είναι ανδρεία, διότι ορμούν εις τον κίνδυνον, επειδή
+παρορμώνται από πόνους και έξαψιν, και επειδή δεν προβλέπουν κανένα
+φόβον, διότι τοιούτοι ανδρείοι είναι και οι όνοι, όταν πεινούν.
+Δηλαδή αυτοί, ενώ δέρνονται, δεν αφήνουν την πρασινάδα. Επίσης δε
+και οι μοιχοί από λαγνείαν κάμνουν πολλά παράτολμα. Αλλά δεν είναι
+ανδρεία τα ζώα, τα οποία παρορμώνται εις κινδύνους από πόνον ή από
+έξαψιν. Είναι όμως πολύ φυσική η ανδρεία η προερχομένη από έξαψιν
+και φαίνεται ότι ομοιάζει την ανδρείαν, εάν προστεθή εις αυτήν η
+προαίρεσις και ο λόγος. Και οι άνθρωποι λοιπόν εις μεν την οργήν των
+υποφέρουν, όταν δε εκδικηθούν, ανακουφίζονται. Όσοι όμως μάχονται
+δι' αυτά είναι ικανοί μαχηταί, όχι όμως και ανδρείοι. Διότι δεν
+μάχονται διά το καλόν ούτε συμφώνως με τον ορθόν λόγον, αλλά διά το
+πάθος των, ομοιάζουν όμως κάπως τους ανδρείους.
+
+&Η ανδρεία ως αισιοδοξία.& — Ούτε βεβαίως όσοι έχουν ελπίδας είναι
+ανδρείοι. Διότι έχουν θάρρος εις τους κινδύνους, επειδή ενίκησαν
+πολλάκις και πολλούς. Είναι όμως πολύ όμοιοι, διότι έχουν κοινόν με
+αυτούς το θάρρος. Αλλά οι μεν ανδρείοι είναι θαρραλέοι διά τους
+λόγους, τους οποίους είπαμεν προηγουμένως, αυτοί δε διότι νομίζουν
+ότι είναι ανώτεροι και δεν θα πάθουν τίποτε από τους αντιπάλους των.
+Αυτό όμως το έχουν και οι μεθυσμένοι, δηλαδή γίνονται αισιόδοξοι,
+όταν όμως τα εύρουν άσχημα, τότε παίρνουν δρόμον. Του ανδρείου όμως
+ιδιότης είπαμεν ότι είναι να αναμένη όσα φαίνονται και είναι και
+πραγματικώς φοβερά εις κάθε άνθρωπον, διότι αυτά είναι καλόν, το δε
+να μη αναμένη είναι αίσχος. Δι' αυτό πάλιν φαίνεται περισσότερον
+ανδρείος όστις μένει άφοβος και ατάραχος εις τους αιφνιδίους φόβους
+παρά εις τους προφανείς, διότι τότε είναι μάλλον από συνήθειαν. Ή
+τουλάχιστον είναι ολιγώτερον προετοιμασμένος. Διότι όσα προβλέπονται
+είναι δυνατόν κανείς να τα αποφασίση και εξ υπολογισμού και από τον
+ορθόν λόγον, ενώ τα εξαφνικά γίνονται από συνήθειαν.
+
+&Η Άγνοια του κακού ως ανδρεία.& — Ανδρείοι δε φαίνονται ακόμη και
+όσοι δεν έχουν είδησιν, και αυτοί πλησιάζουν πολύ τους αισιοδόξους,
+είναι όμως χειρότεροί των, διότι αυτοί δεν έχουν καμμίαν αξίωσιν,
+ενώ εκείνοι έχουν. Διά τούτο, μένουν ολίγην ώραν. Εάν όμως είναι
+απατημένοι και εννοήσουν ότι δεν είναι καθώς νομίζουν, ή απλώς
+υποπτευθούν, παίρνουν δρόμον, καθώς το έπαθαν οι Αργείοι {21}, όταν
+συνήντησαν τους Λακεδαιμονίους και τους επήραν διά Σικυωνίους. Αυτά
+λοιπόν διά τους ανδρείους, και διά τους νομιζομένους ανδρείους.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'.
+
+
+
+
+&Η ανδρεία σχετιζόμενη με την ηδονήν και την λύπην:& — Η ανδρεία
+όμως, αν και περιστρέφεται εις τα διάφορα είδη του θάρρους και του
+φόβου, δεν είναι ίση και εις τα δύο είδη, αλλά περισσότερον
+περιστρέφεται εις τα επίφοβα. Διότι μάλλον όστις είναι εις αυτά
+ατάραχος και κρατεί την θέσιν του είναι ανδρείος παρά ως προς τα
+απαιτούντα θάρρος. Και βεβαίως, καθώς είπαμεν, ονομάζονται ανδρείοι,
+διότι υπομένουν τα ενοχλητικά. Διά τούτο η ανδρεία υφίσταται
+ενοχλήσεις και δικαίως επαινείται. Διότι είναι δυσκολώτερον να
+υποφέρη κανείς τας ενοχλήσεις παρά να απέχη από τα ηδονικά.
+Οπωσδήποτε όμως το αποτέλεσμα το σύμφωνον με την ανδρείαν ίσως
+πρέπει να νομισθή ηδονικόν, και μόνον τα περιστοιχίζοντα αυτά το
+καλύπτουν, καθώς γίνεται εις τους γυμνικούς αγώνας. Διότι εις τους
+πυγμάχους το αποτέλεσμα, χάριν του οποίου αγωνίζονται, είναι
+ηδονικόν, δηλαδή ο στέφανος και αι τιμαί, το να γρονθοκοπούνται όμως
+είναι ανυπόφορον, αφού έχουν σάρκα, και λυπηρόν, καθώς και όλη η
+κόπωσις. Επειδή δε αυτά είναι πολλά, ενώ ο σκοπός είναι μικρός,
+φαίνεται ως να μη έχουν τίποτε το ηδονικόν. Αφού λοιπόν τοιαύτα
+είναι και τα σχετικά της ανδρείας, ο μεν θάνατος και αι πληγαί θα
+είναι λυπηρά εις τον ανδρείον, και δεν τα θέλει, θα τα υπομείνη
+όμως, διότι είναι καλόν, ή διότι είναι αίσχος να μην τα υπομείνη.
+Και μάλιστα όσον περισσότερον κατέχει όλην την αρετήν και την
+ευτυχίαν, τόσον περισσότερον θα λυπηθή διά τον θάνατον. Διότι αυτός
+προ πάντων αξίζει να ζη και αυτός κυρίως στερείται τα μεγαλίτερα
+αγαθά εν γνώσει του. Και αυτό είναι λυπηρόν. Αλλά διά τούτο δεν
+είναι ολιγώτερον ανδρείος, ίσως μάλιστα και περισσότερον, διότι
+προτιμά το εν καιρώ πολέμου καλόν από εκείνα. Λοιπόν δεν υπάρχει εις
+όλας τας αρετάς η ηδονική ενέργεια, εκτός όσον μόνον εγγίζει το
+αποτέλεσμα. Στρατιώται όμως ημπορεί βεβαίως να μην είναι οι
+τοιούτοι, καλλίτεροι, αλλά όσοι είναι ολιγώτερον μεν ανδρείοι, δεν
+έχουν όμως άλλο αγαθόν να χάσουν. Διότι οι τοιούτοι είναι πρόθυμοι
+διά τους κινδύνους, και την ζωήν των την ανταλλάσσουν διά μικρά
+κέρδη. Λοιπόν περί της ανδρείας αυτά είναι αρκετά. Την ουσίαν της
+όμως δεν είναι δύσκολον να την συνοψίση κανείς εις μίαν γενικήν
+έννοιαν από όσα είπαμεν.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'.
+
+
+&Σωφροσύνη.&
+
+&Χαρακτηρισμός της σωφροσύνης ως σωματικής αρετής.& — Και τόρα μετά
+την ανδρείαν θα ομιλήσωμεν περί σωφροσύνης. Διότι αύται αι δύο
+αρεταί φαίνεται ότι περιστρέφονται εις τα άλογα μέρη της ψυχής. Και
+ότι μεν βεβαίως η σωφροσύνη είναι μεσότης ως προς τας ηδονάς, το
+είπαμεν προηγουμένως, διότι ολιγώτερον περιστρέφεται εις τας λύπας
+και όχι καθ' όμοιον τρόπον. Εις τα ίδια όμως φαίνεται ότι
+περιστρέφεται και η ακολασία. Εις ποίας λοιπόν από όλας τας ηδονάς
+περιστρέφεται η σωφροσύνη πρέπει τόρα να το ορίσωμεν.
+
+Και τόρα πρέπει να αποχωρίσωμεν τας σωματικάς από τας ψυχικάς, καθώς
+την φιλοδοξίαν και την φιλομάθειαν. Διότι και ο είς και ο άλλος από
+τους έχοντας αυτάς ευχαριστείται με το αντικείμενον της κλίσεώς του,
+ενώ δεν αισθάνεται τίποτε το σώμα του αλλά μάλλον ο νους του. Όσοι
+δε κλίνουν εις τας τοιαύτας ηδονάς δεν λέγονται ούτε σώφρονες ούτε
+ακόλαστοι. Ομοίως δε ούτε όσοι έχουν κλίσιν εις τας άλλας ηδονάς, αι
+οποίαι δεν είναι σωματικαί. Διότι βεβαίως τους φιλομύθους και τους
+διηγηματικούς και όσοι κατατρίβουν τας ημέρας των εις τα τυχαία τους
+λέγομεν αδολέσχας, όχι όμως ακολάστους, καθώς ουδέ τους λυπουμένους
+διά χρήματα ή διά φίλους.
+
+&Περιορισμός της σωφροσύνης εις τα αισθήματα της γεύσεως και προ
+πάντων της αφής.& — Επομένως φαίνεται ότι η σωφροσύνη περιστρέφεται
+εις τας σωματικάς, αλλά όχι και εις όλας πάλιν από αυτάς. Διότι,
+όσοι ευχαριστούνται εις ζητήματα της οράσεως, λόγου χάριν εις
+χρώματα και σχήματα και εικόνας, δεν λέγονται ούτε σώφρονες ούτε
+ακόλαστοι. Μολονότι ίσως είναι δυνατόν και αυτοί να ευχαριστούνται
+και με το ορθόν μέτρον, και με την υπερβολήν ή την έλλειψιν. Ομοίως
+δε και εις ζητήματα της ακροάσεως. Δηλαδή όσοι ευχαριστούνται
+υπερβολικά εις τας μελωδίας ή εις τας θεατρικάς παραστάσεις, αυτούς
+κανείς δεν τους ονομάζει ακολάστους, ούτε σώφρονας όταν
+ευχαριστούνται όσον πρέπει. Ούτε τους ευχαριστημένους εις ζητήματα
+της οσφρήσεως, εκτός μόνον κατά σύμπτωσιν. Δηλαδή όσοι
+ευχαριστούνται με την οσμήν των μήλων, ή των ρόδων, ή των
+θυμιαμάτων, δεν τους ονομάζομεν ακολάστους, αλλά μάλλον εκείνους
+όσοι ευχαριστούνται με τα μύρα και τα προσφάγια. Διότι με αυτά
+ευχαριστούνται οι ακόλαστοι, επειδή με αυτά τους έρχεται κάποια
+ανάμνησις των απολαυστικών πραγμάτων. Βλέπει δε κανείς και τους
+άλλους ανθρώπους, όταν πεινούν, να ευχαριστούνται με την όσφρησιν
+των φαγητών, όστις όμως ευχαριστείται με τοιαύτα μύρα και προσφάγια
+είναι ακόλαστος. Διότι ο τοιούτος μόνον επιθυμεί αυτά. Δεν υπάρχει
+δε ούτε εις τα άλλα ζώα ηδονή από αυτά το αισθητήριον της οσφρήσεως
+εκτός μόνον κατά σύμπτωσιν. Διότι και οι κύνες δεν ευχαριστούνται
+κυρίως με την οσμήν των λαγών, αλλά με την γεύσιν αυτών, η δε οσμή
+απλώς διεγείρει την αίσθησιν. Ούτε ο λέων ευχαριστείται κυρίως με
+την φωνήν του βοός, αλλά με την γεύσιν αυτού, απλώς δε με την φωνήν
+του αντιλαμβάνεται ότι είναι εκεί κάπου πλησίον και δι' αυτό
+φαίνεται ως να ευχαριστήται με αυτήν. Επίσης δεν ευχαριστείται
+κυρίως με την όρασιν, όταν ιδή έλαφον ή αίγαγρον, αλλά διότι θα έχη
+καλόν φαγητόν. Επομένως η σωφροσύνη και η ακολασία περιστρέφεται εις
+εκείνας τας ηδονάς, εις τας οποίας είναι επιδεκτικά και τα άλλα ζώα,
+και δι' αυτό όσοι ρέπουν εις αυτάς φαίνονται κτηνώδεις και ζωώδεις.
+Αυταί δε είναι η αφή και η γεύσις. Μάλιστα φαίνεται ότι και την
+γεύσιν ακόμη ή ολίγον ή διόλου δεν την μεταχειρίζονται. Διότι
+ιδιότης της γεύσεως είναι η κρίσις των χυμών, και τούτο κάμνουν όσοι
+δοκιμάζουν τους οίνους και αλατίζουν τα φαγητά. Και όμως δεν
+ευχαριστούνται τόσον πολύ με αυτάς τας δοκιμάς, τουλάχιστον οι
+ακόλαστοι, αλλά με την απόλαυσιν, η οποία εκτελείται καθ' ολοκληρίαν
+διά της αφής έστω και εις τα φαγητά και εις τα ποτά και τας
+λεγομένας αφροδισιακάς ηδονάς. Και διά τούτο κάποιος καλοφαγάς
+ηυχήθη να είχε τον λάρυγγα μακρότερον από τον γέρανον, διότι βεβαίως
+ησθάνετο ηδονήν αφής. Είναι λοιπόν κοινοτάτη η αίσθησις εις την
+οποίαν περιστρέφεται η ακολασία και δικαίως θα ενομίζετο
+επονείδιστος όστις έχει αυτήν, διότι δεν διακρίνεται εις ό,τι είμεθα
+ως άνθρωποι, αλλά εις ό,τι είμεθα ως ζώα. Λοιπόν η ευχαρίστησις διά
+τοιαύτα πράγματα και η υπερβολική κλίσις εις αυτά είναι κτηνωδία.
+Καθ' όσον μάλιστα απεχωρίσθησαν αι ευγενέστεραι ηδοναί της αφής,
+καθώς είναι αι ηδοναί των γυμναστηρίων διά της τρίψεως και της
+θερμάνσεως. Διότι η αφή του ακολάστου δεν περιστρέφεται εις
+ολόκληρον το σώμα, αλλά μόνον εις ολίγα.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'.
+
+
+
+&Φυσικαί και επίκτητοι επιθυμίαι.& — Από δε τας επιθυμίας, άλλαι μεν
+φαίνονται κοιναί και φυσικαί, άλλαι δε ατομικαί και επίκτητοι. Λόγου
+χάριν η μεν επιθυμία της τροφής είναι φυσική, διότι πας όστις
+στερείται, επιθυμεί ξηράν ή υγράν τροφήν, πολλάκις μάλιστα και τας
+δύο και κρεββάτι, καθώς λέγει ο Όμηρος {22}, όταν είναι νέος και
+ακμαίος. Την δείνα όμως τροφήν ή την δείνα, δεν επιθυμεί έκαστος,
+ούτε τα ίδια πράγματα. Διά τούτο φαίνεται ότι είναι ατομική.
+Οπωσδήποτε όμως έχει και κάτι το φυσικόν. Διότι μερικά ηδονικά
+ποικίλλουν κατ' άτομα, μερικά όμως είναι εις όλους ηδονικώτερα από
+άλλο τυχαίον. Επομένως εις τας φυσικάς επιθυμίας ολίγοι σφάλλουν και
+αυτοί πάλιν εις έν, δηλαδή εις την υπερβολήν — διότι το να τρώγη
+κανείς ό,τι τύχη ή να πίνη έως ότου παραγεμισθή, είναι υπερβολή του
+φυσικού εις πλησμονήν, διότι η φυσική επιθυμία είναι απλή
+αναπλήρωσις της στερήσεως. Διά τούτο οι τοιούτοι λέγονται
+γαστρίμαργοι ( = φαγομανείς), διότι παραγεμίζουν την κοιλίαν των
+περισσότερον του δέοντος, και τοιούτοι γίνονται οι όλως διόλου
+κτηνώδεις. — Ως προς ατομικάς όμως ηδονάς σφάλλουν πολλοί και κατά
+πολλούς τρόπους. Διότι, όσοι έχουν επίθετον σύνθετον από το φίλος,
+έχουν την ιδιότητα ή να ευχαριστούνται με όσα δεν πρέπει, ή
+περισσότερον από τους άλλους, ή όχι καθώς πρέπει. Γενικώς δε οι
+ακόλαστοι είναι εις όλα υπερβολικοί. Διότι και ευχαριστούνται
+περιπλέον με πράγματα τα οποία δεν είναι αναγκαία, δηλαδή είναι άξια
+αποστροφής, και αν εις μερικά από αυτά επιτρέπεται η ευχαρίστησις,
+αυτοί ευχαριστούνται περισσότερον από όσον πρέπει και από όσον
+ευχαριστούνται οι άλλοι.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'.
+
+
+
+&Χαρακτηρισμός της σωφροσύνης.& — Ότι λοιπόν η υπερβολή εις τας
+ηδονάς είναι ακολασία και αξιοκατάκριτον πράγμα, έγινε φανερόν. Ως
+προς τας λύπας όμως δεν συμβαίνει καθώς εις την ανδρείαν, δηλαδή
+όστις υπομένει αυτάς να λέγεται σώφρων, ούτε ακόλαστος όστις δεν
+υπομένει, αλλά ο ακόλαστος μεν λέγεται τοιούτος, διότι λυπείται
+περισσότερον του δέοντος, δηλαδή δεν απολαμβάνει τα ηδονικά (ακόμη
+δε και αυτήν την λύπην την προξενεί εις αυτόν η ηδονή), ο δε σώφρων,
+διότι δεν λυπείται από την στέρησιν του ηδονικού. Λοιπόν ο μεν
+ακόλαστος επιθυμεί όλα τα ηδονικά ή τα κυριώτερα, και σύρεται από
+την επιθυμίαν, ώστε να προτιμήση αυτά απέναντι των άλλων, και διά
+τούτο λυπείται, όταν αποτυγχάνη και τα επιθυμεί — διότι η επιθυμία
+συνοδεύεται με την λύπην, φαίνεται δε βεβαίως οξύμωρον το να λυπήται
+διά την ηδονήν — . Άνθρωποι όμως παραλείποντες τας ηδονάς και
+ευχαριστούμενοι ολιγώτερον από ό,τι χρειάζεται δεν ευρίσκονται πολύ
+συχνά. Διότι δεν είναι ανθρωπινή αυτή η αναισθησία. Διότι ακόμη και
+τα άλλα ζώα κάμνουν διάκρισιν μεταξύ φαγητών, και με άλλα μεν
+ευχαριστούνται, με άλλα όμως όχι. Εάν δε συμβή εις κανένα να μη
+ευρίσκη τίποτε ευχάριστον, ούτε διαφοράν ενός πράγματος από άλλο,
+αυτός πολύ απέχει να είναι άνθρωπος. Δεν έλαβε δε όνομα ο τοιούτος,
+διότι δεν συμβαίνει διόλου να υπάρχη. Ο σώφρων όμως είναι μέσος ως
+προς αυτά. Διότι δεν ευχαριστείται με όσα ευχαριστείται καθ'
+υπερβολήν ο ακόλαστος, αλλά μάλλον στενοχωρείται, και εν γένει με
+όσα δεν πρέπει, ή δεν πρέπει καθ' υπερβολήν να ευχαριστήται με κανέν
+από αυτά ούτε εάν λείπουν στενοχωρείται ούτε τα επιθυμεί παρά
+μετρίως, ούτε περισσότερον του δέοντος, ούτε όταν δεν πρέπη, ούτε εν
+γένει άλλως πως. Όσα όμως συντελούν εις την υγείαν ή εις την ευεξίαν
+και είναι ηδονικά, αυτά θα τα επιθυμήση με μέτρον και όπως πρέπει,
+και τα άλλα ηδονικά όσα δεν είναι εμπόδια εις αυτά, ή δεν είναι έξω
+από το καλόν, ή δεν υπερβαίνουν τα οικονομικά του. Διότι όστις είναι
+τοιούτος εκτιμά τας ηδονάς περισσότερον από όσον αξίζουν, ενώ ο
+σώφρων δεν είναι τοιούτος, αλλά καθώς υπαγορεύει ο ορθός λόγος.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'.
+
+
+
+&Μάλλον εκουσία είναι η ακολασία παρά η δειλία.& —
+
+Φαίνεται δε ότι η ακολασία είναι περισσότερον εκουσία παρά η δειλία.
+Διότι εκείνη μεν υπάρχει ένεκα της ηδονής, αυτά δε ένεκα της λύπης,
+εκ των οποίων η μία είναι προτιμητέον πράγμα, η δε άλλη άξιον
+αποφυγής. Και η μεν λύπη εκτροχιάζει και φθείρει την φύσιν εκείνου
+όστις έχει αυτήν, ενώ η ηδονή δεν κάμνει κανέν τοιούτον. Επομένως
+είναι περισσότερον εκουσία, και διά τούτο είναι και επονειδιστοτέρα.
+Διότι είναι και ευκολώτερον να συνηθίση κανείς εις αυτά. Και βεβαίως
+πολλά υπάρχουν εις τον βίον τοιαύτα και η συνήθισις αυτών δεν είναι
+επικίνδυνος, ενώ εις τα επίφοβα συμβαίνει το αντίστροφον. Φαίνεται
+δε ότι δεν είναι εξ ίσου εκουσία η δειλία εις τας ιδιαιτέρας
+περιπτώσεις. Διότι αυτή μεν δεν έχει λύπην, αυταί όμως από την λύπην
+μας εκτροχιάζουν, ώστε και τα όπλα να ρίπτωμεν και άλλα αίσχη να
+κάμνωμεν. Διά τούτο φαίνονται ότι είναι ακούσιαι. Εις το ακόλαστον
+όμως αντιστρόφως, αι μεν ιδιαίτεραι περιπτώσεις φαίνονται εκούσιαι —
+διότι επιθυμεί και ορέγεται — το σύνολον όμως όχι τόσον πολύ. Διότι
+κανείς δεν επιθυμεί να είναι ακόλαστος.
+
+&Εφαρμογή ακολασίας εις τας παιδικάς παρεκτροπάς.& — Το δε όνομα της
+ακολασίας το εφαρμόζομεν και εις τας παιδικάς παρεκτροπάς, διότι
+έχουν κάποιαν ομοιότητα. Ποίον όμως από τα δυο έλαβε την ονομασίαν
+από το άλλο, εδώ δεν μας ενδιαφέρει διόλου. Είναι όμως φανερόν ότι
+την έλαβε το μεταγενέστερον από το αρχαιότερον. Και δεν φαίνεται ότι
+εσφαλμένως επεξετάθη. Διότι πρέπει να τιμωρήται εγκαίρως όστις
+επιθυμεί αισχρά πράγματα και του οποίου η συνήθεια μεγαλόνει την
+διάθεσιν. Τοιούτον δε είναι προ πάντων η επιθυμία και το παιδί.
+Διότι τα παιδάρια ζουν με τας επιθυμίας, και πλεονάζει εις αυτά η
+επιθυμία του ηδονικού. Εάν λοιπόν δεν σταθή ευπειθές και πειθαρχικόν
+εις τον ανώτερόν του, θα προχωρήση πολύ. Διότι η όρεξις του ηδονικού
+είναι ακόρεστος και ο ανόητος έχει ορέξεις από όλα τα μέρη του
+σώματός του. Και έπειτα η εκτέλεσις της επιθυμίας αυξάνει τα συγγενή
+πάθη και αν γίνουν μεγάλα και σφοδρά, εκτροχιάζουν και τον λογισμόν.
+Διά τούτο αυταί πρέπει να είναι μέτριαι και ολίγαι και διόλου να μην
+αντιστρατεύωνται εις την λογικήν. Την τοιαύτην δε ευπείθειαν την
+ονομάζομεν και παιδεμόν. Δηλαδή καθώς το παιδί οφείλει να ζη κατά τα
+πρόσταγμα του παιδαγωγού, ομοίως και ο επιθυμητικός κατά τον ορθόν
+λόγον. Διά τούτο πρέπει το επιθυμητικόν μέρος του σώφρονος να
+συμφωνή με τον λόγον. Διότι και των δύο ο σκοπός είναι το καλόν.
+Δηλαδή και ο σώφρων επιθυμεί όσα πρέπει και καθώς πρέπει και όταν
+πρέπη, και τα ίδια επιβάλλει και ο ορθός λόγος. Αυτά λοιπόν είναι
+αρκετά περί της σωφροσύνης.
+
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΝ Δ.
+
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
+
+
+&Ελευθεριότης.&
+
+&Διάκρισις της ελευθεριότητος από την φιλαργυρίαν και την ασωτείαν.&
+— Και τόρα θα ομιλήσωμεν περί της ελευθεριότητος. Φαίνεται δε ότι
+είναι ελευθεριότης η μεσότης ως προς τα χρήματα. Διότι ο ελευθέριος
+δεν επαινείται εις τα πολεμικά ζητήματα, ούτε εις όσα επαινείται ο
+σώφρων, ούτε πάλιν εις τας κρίσεις του, αλλά ως προς την δοσοληψίαν
+των χρημάτων, και περισσότερον ως προς την δόσιν. Χρήματα δε
+ονομάζομεν όλα εκείνα, όσων η αξία μετρείται με νόμισμα. Αλλά και η
+ασωτεία και η φιλαργυρία ως προς τα χρήματα είναι υπερβολαί και
+ελλείψεις. Και την μεν φιλαργυρίαν την προσάπτομεν πάντοτε εις τους
+περισσότερον του δέοντος φροντίζοντας διά το χρήμα, την δε ασωτείαν
+την επεκτείνομεν ενίοτε και εις άλλα συνταυτίζοντες αυτά. Δηλαδή
+τους ακρατείς και πολυεξόδους χάριν της ακολασίας τους ονομάζομεν
+ασώτους.
+
+Δι' αυτό οι άσωτοι φαίνονται φαυλότατοι. Διότι φέρουν εις την ράχιν
+των πολλάς κακίας συγχρόνως. Δεν θεωρούνται όμως ορθώς τοιούτοι.
+Διότι κυρίως άσωτος είναι όστις έχει έν μόνον κακόν, δηλαδή να
+καταστρέφη την περιουσίαν του. Δηλαδή άσωτος είναι όστις
+καταστρέφεται από τον εαυτόν του, διότι και η καταστροφή της
+περιουσίας του φαίνεται ότι είναι καταστροφή του ιδίου, αφού η ζωή
+του από αυτήν εξαρτάται. Αυτήν λοιπόν την σημασίαν αποδίδομεν εις
+την ασωτείαν.
+
+&Η ελευθεριότης σχετιζόμενη προς τας άλλας αρετάς.& — Όσα δε
+χρησιμοποιούνται, αυτά είναι δυνατόν να τα χρησιμοποιήσωμεν και
+καλώς και κακώς. Και ο πλούτος είναι από τα χρήσιμα. Έκαστον δε
+πράγμα το μεταχειρίζεται τελειότερα, όστις έχει την σχετικήν με αυτό
+αρετήν. Αυτός δε τόρα είναι ο ελευθέριος. Χρησιμοποίησις δε των
+χρημάτων φαίνεται ότι είναι η δαπάνη και η δωρεά. Η δε λήψις και η
+φύλαξις φαίνονται ότι είναι μάλλον απόκτησις. Διά τούτο ιδιότης του
+ελευθερίου είναι να δίδη εις όσους πρέπει, παρά να λαμβάνη από όπου
+πρέπει, και να μη λαμβάνη από όπου δεν πρέπει. Διότι ιδιότης της
+αρετής είναι η ευποιία μάλλον παρά η ευπάθεια, και η μάλλον να
+πράττη τα καλά παρά να μη πράττη τα ποταπά. Δεν είναι δε δυσνόητον
+ότι εις την δωρεάν ακολουθεί η ευποιία και η εκτέλεσις των καλών,
+εις δε την ευπάθειαν η αποδοχή των καλών ή η μη εκτέλεσις ποταπών
+πράξεων. Και η χάρις οφείλεται εις τον δίδοντα δώρα, και όχι εις τον
+μη δεχόμενον, και ο έπαινος δε περισσότερον εις αυτόν οφείλεται.
+Είναι δε και ευκολώτερον το να μη δεχθή κανείς παρά να δώση δώρον.
+Διότι έκαστος ολιγώτερον θυσιάζει το ιδικόν του, παρ' όσον αποκρούει
+το ξένον. Ακόμη δε ελευθέριοι λέγονται οι δίδοντες, ενώ όσοι δεν
+δέχονται δεν επαινούνται ως ελευθέριοι, αλλά όχι ολιγώτερον ως
+δίκαιοι. Όσοι δε πάλιν δέχονται, ούτε επαινούνται όλως διόλου. Είναι
+δε αξιαγάπητοι από όλους τους εναρέτους, προ πάντων οι ελευθέριοι.
+Διότι είναι ωφέλιμοι, τούτο δε συνίσταται εις τον τρόπον της δωρεάς
+των. Αι ενάρετοι πράξεις όμως γίνονται χάριν του καλού. Επομένως και
+ο ελευθέριος θα δώση χάριν του καλού και ορθώς. Δηλαδή θα δώση εις
+όσους πρέπει και όσα πρέπει και όταν πρέπη και εν γένει καθώς είναι
+σύμφωνα με την ορθήν δωρεάν. Και όλα αυτά με ευχαρίστησιν και χωρίς
+να λυπηθή. Διότι παν ό,τι γίνεται συμφώνως με την αρετήν είναι
+ευχάριστον ή δεν προξενεί λύπην, πολύ ολίγον δε είναι λυπηρόν. Όστις
+όμως δίδει εις όσους δεν πρέπει, ή όχι χάριν του καλού, αλλά διά
+καμμίαν άλλην αιτίαν, δεν θα ονομασθή ελευθέριος, αλλά κάτι άλλο.
+Ούτε όστις δίδει με λύπην. Διότι αυτός θα επροτίμα τα χρήματα
+περισσότερον από την καλήν πράξιν, αυτό όμως δεν είναι ιδιότης του
+ελευθερίου (γενναιοδώρου).
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
+
+
+
+&Σχέσις του ελευθερίου προς την περιουσίαν του. Ο ελευθέριος είναι
+ανιδιοτελής, αλλά συντηρητικός&. — Δεν δέχεται δε από όποιον δεν
+πρέπει δώρα, διότι δεν είναι επίσης ιδιότης του μη εκτιμώντος τα
+χρήματα να δέχεται υπό τοιούτους όρους. Και βεβαίως δεν θα ημπορή
+ούτε να ζητή. Διότι όστις ευεργετεί δεν δέχεται εύκολα να
+ευεργετήται. Από όπου όμως πρέπει, λαμβάνει, λόγου χάριν από τα
+ιδικά του κτήματα, όχι διότι είναι καλόν, αλλά διότι είναι ανάγκη,
+διά να έχη να δίδη. Ούτε ημπορεί να παραμελήση τα ιδικά του, αφού
+θέλει με αυτά να βοηθή μερικούς. Ούτε θα δώση εις τους τυχόντας, διά
+να έχη να δίδη εις όσους πρέπει και όταν πρέπη και δι' ό,τι είναι
+καλόν, είναι δε ιδιότης του ελευθερίου και να είναι υπερβολικός εις
+τας δωρεάς του, ώστε να κρατή ολιγώτερα διά τον εαυτόν του. Δηλαδή
+το να μη κυττάζη τον εαυτόν του είναι ιδιότης του ελευθερίου.
+Λέγεται δε η ελευθεριότης αναλόγως της περιουσίας. Δηλαδή δεν
+συνίσταται η αρετή αυτή εις το μέγα ποσόν των διδομένων, αλλά εις
+την διάθεσιν του δίδοντος, αυτή δε δίδει αναλόγως της περιουσίας.
+Δεν υπάρχει δε κανέν εμπόδιον διά να είναι ελευθεριώτερος όστις
+δίδει ολιγώτερα, όταν δίδη από τα ολιγώτερα που έχει. — Φαίνεται δε
+ό,τι γίνονται περισσότερον ελευθέριοι, όσοι δεν απέκτησαν μόνοι των,
+αλλά εκληρονόμησαν την περιουσίαν των. Διότι αυτοί δεν έχουν πείραν
+της στερήσεως, και διότι όλοι οι άνθρωποι αγαπούν περισσότερον τα
+έργα των χειρών των, καθώς οι γονείς και οι ποιηταί. Δεν είναι δε
+εύκολον να πλουτίση ο ελευθέριος, διότι ούτε λαμβάνει ευκόλως ούτε
+διατηρεί, αλλά τα πετά και δεν εκτιμά τα χρήματα ως χρήματα αλλά
+χάριν δωρεών. Διά τούτο υβρίζεται η τύχη συχνά, διότι οι
+περισσότερον άξιοι διόλου δεν πλουτίζουν. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει
+παραλόγως. Διότι δεν είναι δυνατόν να έχη χρήματα, όστις δεν
+φροντίζει να έχη, καθώς ουδέ κανέν από τα άλλα. Βεβαίως όμως δεν θα
+δώση εις όσους δεν πρέπει, ούτε όταν δεν πρέπη, ούτε εν γένει έξω
+από αυτάς τας αρχάς. Διότι τότε πλέον δεν θα έπραττε συμφώνως με την
+ελευθεριότητα, και αφού εξοδεύση εις αυτά, δεν θα έχη να εξοδεύη εις
+όσα πρέπει. Διότι, καθώς είπαμεν, ελευθέριος είναι όστις εξοδεύει
+αναλόγως της περιουσίας του και εις ό,τι πρέπει. Όστις δε είναι
+υπερβολικός, είναι άσωτος. Διά τούτο τους ηγεμόνας δεν τους
+ονομάζομεν ασώτους. Διότι η μεγάλη ποσότης των κτημάτων φαίνεται ότι
+δεν είναι δυνατόν να υπερακοντισθή με τας δαπάνας. — Και λοιπόν,
+αφού η ελευθεριότης είναι μεσότης εις την δοσοληψίαν των χρημάτων, ο
+ελευθέριος και θα δώση και θα εξοδεύση εις όσα πρέπει και όσα
+πρέπει, επίσης και διά τα μικρά και διά τα μεγάλα, και μάλιστα με
+ευχαρίστησιν. Και θα λάβη δε από όπου πρέπει και όσα πρέπει. Δηλαδή,
+αφού η αρετή είναι μεσότης και εις τα δύο αυτά, θα τα εκτελέση και
+τα δύο καθώς πρέπει.
+
+Διότι συμβιβάζεται με την ορθήν δόσιν η τοιαύτη λήψις, ενώ η μη
+τοιαύτη δεν συμβιβάζεται. Και βεβαίως όσαι συμβιβάζονται υπάρχουν
+συγχρόνως εις το ίδιον πρόσωπον, ενώ αι ασυμβίβαστοι είναι προφανές
+ότι δεν συνυπάρχουν. Εάν δε συμβή κάποτε να εξοδεύση έξω από το
+πρέπον και το ορθόν, θα λυπηθή, πάλιν όμως μετρίως και καθώς πρέπει.
+Διότι ιδιότης της αρετής είναι και το να χαίρη και να λυπήται δι'
+όσα πρέπει και καθώς πρέπει. Είναι δε και εύκολος εις τας συναλλαγάς
+του ο ελευθέριος. Διότι ημπορεί να ανεχθή την αδικίαν, αφού δεν
+εκτιμά βεβαίως τα χρήματα, και περισσότερον βασανίζεται, αν κάπου
+ήτο ανάγκη να εξοδεύση και δεν εξώδευσε, παρά να λυπηθή, εάν
+εξώδευσε κάτι τι, ενώ δεν ήτο ανάγκη. Ούτε είναι αρεστός εις τον
+Σιμωνίδην {23}.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
+
+
+
+&Ο Άσωτος σχετιζόμενος με τον φιλάργυρον.& — Ο δε άσωτος και εις
+αυτά διαρκώς σφάλλει. Διότι ούτε τέρπεται με όσα πρέπει ούτε καθώς
+πρέπει, ούτε λυπείται. Τούτο δε θα γίνη φανερώτερον εις τα κατωτέρω.
+Είπαμεν δηλαδή ότι η ασωτεία και η φιλαργυρία είναι υπερβολαί και
+ελλείψεις, και μάλιστα εις δύο πράγματα, δηλαδή εις την δόσιν και
+εις την λήψιν. Διότι και την δαπάνην την κατατάσσομεν εις την δόσιν.
+Και λοιπόν η μεν ασωτεία είνε υπερβολική εις το να δίδη και να μη
+λαμβάνη. Η δε φιλαργυρία είναι ελλιπής εις το να δίδη, και
+υπερβολική εις το να λαμβάνη, εκτός όταν πρόκειται διά μικρά
+πράγματα. Αλλά το ελάττωμα της ασωτείας δεν συζή πολύν καιρόν, διότι
+δεν είναι εύκολον, όστις δεν λαμβάνει από κανένα, να δίδη εις όλους.
+Διότι γλήγορα χάνεται η περιουσία εις τους ιδιώτας, όταν δίδουν
+χωρίς μέθοδον, καθώς φαίνεται ότι είναι οι άσωτοι.
+
+&Η ασωτεία επιδέχεται θεραπείαν.& — Άλλως όμως ο τοιούτος φαίνεται
+ότι είναι όχι ολίγον καλλίτερος από τον φιλάργυρον. Διότι είναι
+ευκολοθεράπευτος και ως εκ της ηλικίας του και από τον φόβον της
+στερήσεως, και ημπορεί να έλθη εις το μέσον, διότι έχει τας
+ιδιότητας του ελευθερίου. Δηλαδή και αυτός δίδει και δεν λαμβάνει,
+με την διαφοράν όμως ότι κανέν από αυτά τα δύο δεν εκτελεί ούτε
+καθώς πρέπει ούτε καλώς. Εάν λοιπόν συνηθίση εις αυτό, ή κάπως
+μεταβληθή, θα εγίνετο ελευθέριος. Διότι τότε θα δίδη εις όσους
+πρέπει και θα λαμβάνη από όπου πρέπει. Και διά τούτο δεν φαίνεται
+πρόστυχος ως προς τo ήθος. Διότι δεν είναι ιδιότης μοχθηρού άνθρωπου
+ούτε αγεννούς το να είναι υπερβολικός εις τας δωρεάς και να μη
+δέχεται, αλλά απλώς ηλιθίου. Όστις δε είναι άσωτος κατ' αυτόν τον
+τρόπον, φαίνεται ότι είναι πολύ καλλίτερος από τον φιλάργυρον δι'
+όσα είπαμεν, και διότι εκείνος μεν ωφελεί πολλούς, ενώ αυτός κανένα
+δεν ωφελεί, αλλ' ούτε και τον εαυτόν του. Οι περισσότεροι όμως από
+τους ασώτους, καθώς είπαμεν, συγχρόνως δέχονται από όπου δεν πρέπει
+και ως προς τούτο είναι φιλάργυροι. Γίνονται δε επιρρεπείς εις το να
+λαμβάνουν, διότι θέλουν να εξοδεύουν, αλλά τούτο δεν ημπορούν να το
+κάμνουν με ευκολίαν. Διότι γλήγορα χάνονται όσα έχουν. Αναγκάζονται
+λοιπόν να προμηθεύωνται απ' αλλού. Συγχρόνως δε, επειδή δεν
+σκοτίζονται διόλου διά το καλόν, λαμβάνουν απροφυλάκτως και από όλα
+τα μέρη. Διότι επιθυμούν να δίδουν, το πώς όμως ή από πού δεν τους
+ενδιαφέρει διόλου. Διά τούτο και αι δόσεις των ακόμη δεν είναι
+ελευθέριαι, διότι δεν είναι καλαί, ούτε γίνονται χάριν του καλού
+ούτε καθώς πρέπει. Αλλά κάποτε εκείνους που πρέπει να είναι πτωχοί
+τους κάμνουν πλουσίους. Και εις εκείνους μεν οι οποίοι είναι
+μετρημένοι εις τους τρόπους των δεν δίδουν ίσως τίποτε, δίδουν όμως
+πολλά εις τους κόλακας ή εις τους προσφέροντας εις αυτούς καμμίαν
+άλλην ηδονήν. Διά τούτο οι περισσότεροι από αυτούς είναι και
+ακόλαστοι. Διότι ευκόλως εξοδεύουν διά τας ακολασίας και επειδή δεν
+ζουν κανονικά κλίνουν μάλλον εις τας ηδονάς. Ο άσωτος λοιπόν, αν
+μείνη χωρίς διαπαιδαγώγησιν, εις αυτό το σημείον φθάνει, εάν όμως
+τον προσέξουν, ημπορεί να φθάση εις το μέσον και το πρέπον.
+
+&Η φιλαργυρία δεν επιδέχεται θεραπείαν.& — Ο δε φιλάργυρος είναι
+αθεράπευτος. Διότι φαίνεται ότι τους κάμνει φιλαργύρους τω γήρας και
+η γενική αδυναμία. Και είναι περισσότερον σύμφυτος εις τους
+ανθρώπους η φιλαργυρία παρά η ασωτεία. Διότι οι περισσότεροι
+άνθρωποι είναι μάλλον φιλοχρήματοι παρά μεταδοτικοί. Και το ελάττωμα
+αυτό επεκτείνεται εις πολλά και είναι πολυειδές. Δηλαδή φαίνεται ότι
+υπάρχουν πολλοί τρόποι φιλαργυρίας. Διότι, ενώ συνίσταται εις δύο,
+δηλαδή εις την έλλειψιν της δόσεως και εις την υπερβολήν της λήψεως,
+δεν απαντά εις όλους ολόκληρος, αλλά ενίοτε χωρίζεται, και άλλοι μεν
+είναι υπερβολικοί εις την λήψιν, άλλοι δε ελλιπείς εις την δόσιν.
+Διότι όσοι λέγονται λόγου χάριν σφιχτοί, μίζεροι, τσιγκούνιδες, όλοι
+είναι ελλιπείς εις την δόσιν, αλλά δεν επιθυμούν τα ξένα, ούτε
+θέλουν να δεχθούν. — Και φαίνονται ότι το κάμνουν από κάποιαν
+ευπρέπειαν και προφύλαξιν από το αίσχος. Διότι μερικοί φαίνονται, ή
+και το λέγουν, ότι τα φυλάττουν, διά να μη αναγκασθούν ποτέ να
+κάμουν κανέν αίσχος. Εις αυτούς δε ανήκει και ο μυιγογδάρτης και
+όλοι οι όμοιοι. Έλαβε δε το όνομα από το ότι δεν θέλει να εξοδεύση
+εις τίποτε — .Άλλοι δε πάλιν από φόβον απέχουν από τα ξένα, διότι
+νομίζουν ότι δεν είναι εύκολον αυτοί μεν να λάβουν από τα ξένα, οι
+άλλοι όμως όχι από τα ιδικά των, επομένως αρέσκει εις αυτούς ούτε να
+λαμβάνουν ούτε να δίδουν. Οι άλλοι πάλιν είναι υπερβολικοί εις την
+λήψιν, διότι δέχονται από παντού και τα πάντα• λόγου χάριν οι
+εκτελούντες ανελεύθερα έργα, δηλαδή οι πορνοβοσκοί και όλοι οι
+παρόμοιοι, και οι τοκίζοντες ολίγα με πολύν τόκον. Διότι όλοι αυτοί
+λαμβάνουν από όπου δεν πρέπει και όσον δεν πρέπει. Φαίνεται δε εις
+αυτούς κοινή η αισχροκέρδεια. Δηλαδή όλοι χάριν κέρδους, και μάλιστα
+μικρού, υποφέρουν να ονειδίζωνται. Διότι όσοι λαμβάνουν μεγάλα ποσά,
+όχι όμως από όπου πρέπει, ούτε όσα πρέπει, δεν τους ονομάζομεν
+φιλαργύρους, καθώς λόγου χάριν τους τυράννους, όταν κυριεύουν πόλεις
+και γυμνόνουν τους ναούς, αλλά πονηρούς μάλλον και ασεβείς και
+αδίκους. Και όμως και ο παίκτης και ο λωποδύτης και ο ληστής ανήκουν
+εις τους φιλαργύρους. Διότι όλοι είναι αισχροκερδείς. Δηλαδή χάριν
+του κέρδους τρέχουν και αυτοί και εκείνοι και υποφέρουν να
+ονειδίζωνται. Και οι μεν τελευταίοι υποφέρουν τους μεγαλιτέρους
+κινδύνους χάριν του λαφύρου των, οι παίκται όμως κερδίζουν από τους
+φίλους των, εις τους οποίους πρέπει να δίδουν. Αλλά και αυτοί και
+εκείνοι, αφού θέλουν να κερδίζουν από όπου δεν πρέπει, είναι
+αισχροκερδείς. Και όλαι δε αι παρόμοιαι λήψεις είναι ανελεύθεραι.
+Πολύ ορθά δε λέγεται ότι είναι το αντίθετον της ελευθεριότητος η
+φιλαργυρία, διότι είναι μεγαλίτερον κακόν παρά η ασωτεία, και
+περισσότερα σφάλματα γίνονται με αυτήν παρά με την ασωτείαν που
+είπαμεν. Και λοιπόν περί της ελευθεριότητος και των κακιών αι οποίαι
+αντιτίθενται εις αυτήν είναι αρκετά όσα είπαμεν.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
+
+
+
+&Μεγαλοπρέπεια.&
+
+&Διάκρισις της μεγαλοπρεπείας από την ελευθεριότητα και ακρότητες
+αυτής.& — Ίσως δε τόρα είναι η σειρά να ομιλήσωμεν και περί
+μεγαλοπρεπείας. Διότι και αυτή φαίνεται ότι είναι κάπως αρετή
+περιστρεφομένη εις το χρήμα. Δεν επεκτείνεται όμως καθώς η
+ελευθεριότης εις όλας τας πράξεις αι οποίαι γίνονται με χρήμα, αλλά
+μόνον εις τους πολυεξόδους. Εις αυτάς δε είναι ανωτέρα από την
+ελευθεριότητα ως προς το μέγεθος. Διότι, καθώς υποδηλοί και μόνον το
+όνομά της, είναι δαπάνη διαπρέπουσα εις μέγεθος. Το δε μέγεθος είναι
+αναφορά ως πρός τι. Δηλαδή δεν αρμόζει η ιδία δαπάνη εις τον
+εξοπλίζοντα μίαν τριήρη και εις τον αρχηγόν θρησκευτικής αποστολής.
+Επομένως το πρέπον είναι σχετικόν με αυτό και με τα μέσα και με το
+πράγμα εις το οποίον περιστρέφεται. Όστις δε εξοδεύει όσον αξίζει
+εις μικρά ή εις μέτρια δεν λέγεται μεγολοπρεπής, καθώς λέγει η
+ομηρική φράσις «ολίγο δίδω στον πτωχό» {24}, αλλά όστις κάμνει το
+ίδιον εις μεγάλα. Διότι ο μεν μεγαλοπρεπής είναι ελευθέριος, ο
+ελευθέριος όμως δεν είναι συγχρόνως και μεγαλοπρεπής. Αυτής δε της
+διαθέσεως η μεν έλλειψις λέγεται μικροπρέπεια, η δε υπερβολή
+βαναυσότης και απειροκαλία και τα παρόμοια, διότι δεν είναι
+υπερβολικαί κατά το μέγεθος εις όσα πρέπει, αλλά επιδεικνύονται εις
+όσα δεν πρέπει και καθώς δεν πρέπει. Περί αυτών δε θα ομιλήσωμεν
+αργότερα.
+
+&Χαρακτηρισμός της μεγαλοπρεπείας ως επιστήμης.& — Ο δε μεγαλοπρεπής
+φαίνεται ως επιστήμων. Δηλαδή έχει την ικανότητα να αντιληφθή το
+πρέπον και να εξοδεύση μεγάλα ποσά με αρμονίαν. Διότι, καθώς είπαμεν
+εις την αρχήν, η διάθεσις ορίζεται από τας ενεργείας και από εκείνα
+εις τα οποία περιστρέφεται. Και λοιπόν αι δαπάναι του μεγαλοπρεπούς
+είναι μεγάλαι και συγχρόνως καθώς πρέπει. Επομένως τοιαύτα είναι και
+τα έργα του. Διότι μόνον με αυτόν τον τρόπον τα εξοδευόμενα είναι
+μεγάλα και αρμονικά με το έργον του. Ώστε το όλον έργον πρέπει να
+έχη και αξίαν ίσην με την δαπάνην, η δε δαπάνη αξίαν ίσην με το
+έργον ή και να είναι ανωτέρα. Κάμνει δε αυτάς τας δαπάνας ο
+μεγαλοπρεπής χάριν του καλού. Διότι αυτό είναι κοινόν γνώρισμα εις
+όλας τας αρετάς, περιπλέον δε με ευχαρίστησιν και με άνεσιν. Διότι η
+ακριβολογία είναι μικροπρεπής. Και μάλλον θα σκεφθή πώς να γίνη το
+έργον όσον το δυνατόν καλλίτερον και αρμοδιώτερον, παρά πόσον θα
+στοιχίση και πώς να στοιχίση όσον το δυνατόν ολιγώτερον. Είναι
+λοιπόν επόμενον ο μεγαλοπρεπής να είναι και ελευθέριος. Διότι και ο
+ελευθέριος εξοδεύει όσα πρέπει και καθώς πρέπει. Εις τα ίδια δε
+περιστρέφεται η κατά μέγεθος διαφορά του μεγαλοπρεπούς, η οποία
+αρετή είναι τρόπον τινά εις τα ίδια πράγματα ελευθεριότης εν μεγάλω,
+και με τα ίδια έξοδα θα κάμη το έργον μεγαλοπρεπέστερον. Διότι δεν
+είναι η ιδία η αρετή του κτήματος και του έργου. Δηλαδή το κτήμα
+είναι πολυτιμότερον, όσον έχει περισσοτέραν αξίαν, καθώς λόγου χάριν
+ο χρυσός, ενώ το έργον, μόνον όταν είναι μέγα και καλόν. Διότι του
+τοιούτου η θεωρία είναι αξιοθαύμαστος, και το μεγαλοπρεπές είναι
+αξιοθαύμαστον. Και αρετή του έργου είναι η μεγαλοπρέπεια εις μεγάλον
+σχήμα.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
+
+
+
+&Η μεγαλοπρέπεια περιστρέφεται ιδίως εις τα τιμαλφή και κοινά.& —
+Εξοδεύει δε η μεγαλοπρέπεια εις εκείνα εν γένει τα οποία ονομάζομεν
+τιμαλφή• λόγου χάριν εις τους θεούς, εις αφιερώματα, εις ναούς και
+θυσίας, ομοίως δε και εις όσα αναφέρονται εις την θρησκείαν, και όσα
+κινούν τον ζήλον διά το κοινόν αγαθόν• λόγου χάριν εάν νομίζη ότι
+πρέπει κάπου να δώση τα έξοδα μιας παραστάσεως ή να εξοπλίση λαμπρά
+μίαν τριήρη, ή να δώση τραπέζι εις όλους τους πολίτας. Εις όλα δε
+αυτά, καθώς είπαμεν, εξετάζεται η θέσις του εκτελεστού, ποίος είναι
+και πόσα έχει. Διότι πρέπει να είναι ανταξία με αυτά, και να μη
+αρμόζουν μόνον εις το έργον αλλά και εις τον εκτελεστήν. Διά τούτο
+ένας πτωχός βεβαίως δεν ημπορεί να γίνη μεγαλοπρεπής, διότι δεν έχει
+από πού να εξοδεύη πολλά καθώς πρέπει. Όστις δε δοκιμάση να τα κάμη
+είναι ηλίθιος. Διότι το κάμνει, έξω από την αξίαν και το πρέπον, ενώ
+σύμφωνον με την αρετήν είναι το ορθόν. Έπειτα αυτά αρμόζουν και εις
+εκείνους οι οποίοι έχουν προηγούμενα οι ίδιοι ή από τους προγόνους,
+ή από τους ιδικούς των, και εις τους ευγενείς και τους ενδόξους και
+τα παρόμοια. Διότι όλα αυτά έχουν μεγαλείον και αξίωμα. Κυρίως
+λοιπόν αυτός είναι ο μεγαλοπρεπής, και εις τοιαύτας δαπάνας
+περιστρέφεται η μεγαλοπρέπεια, καθώς είπαμεν, διότι είναι τα
+μεγαλίτερα και τιμαλφέστερα. Από τας ιδιωτικάς δε περιστρέφεται
+μόνον εις όσας γίνονται μίαν φοράν διά πάντα, καθώς είναι ο γάμος
+και κανέν παρόμοιον, και εις ό,τι όλη η πόλις δίδει προσοχήν, ή όσοι
+είναι εις τα αξιώματα, ακόμη δε εις υποδοχάς ξένων και ξεναγίας
+αυτών και εις δωρεάς και αντιδωρεάς. Διότι ο μεγαλοπρεπής δεν είναι
+πολυδάπανος διά τον εαυτόν του αλλά διά τα κοινά, αι δε δωρεαί έχουν
+κάποιαν σχέσιν με τα αφιερώματα. Ιδιότης δε του μεγαλοπρεπούς είναι
+και την οικίαν του να διακοσμήση καθώς αρμόζει εις τον πλούτον του —
+διότι και αυτός είναι κάποιος στολισμός — και να εξοδεύη μάλλον εις
+έργα τα οποία διατηρούνται πολλά έτη — διότι αυτά είναι τα καλλίτερα
+— και εις το καθέν ό,τι είναι πρέπον. Διότι δεν αρμόζουν τα ίδια εις
+τους θεούς και εις τους ανθρώπους, ούτε μέσα εις τους ναούς και εις
+τους τάφους. Και αφού εκάστη δαπάνη είναι μεγάλη εις το είδος της,
+άρα και γενικώς μεν μεγαλοπρεπέστατον είναι το εν σχέσει προς τα
+μεγάλα μέγα, εις αυτήν όμως εδώ την περίπτωσιν το εν σχέσει προς
+αυτήν μέγα. Και έχει διαφοράν το εν σχέσει με το έργον μέγα, από το
+εν σχέσει προς τας δαπάνας — λόγου χάριν μία σφαίρα, ή έν φιαλίδιον
+ωραιότατον έχει την μεγαλοπρέπειαν ενός παιδικού δώρου, αλλά η αξία
+των είναι μικρά και αναξιοπρεπής. — Διά τούτο η ιδιότης του
+μεγαλοπρεπούς είναι, εις ό,τι είδος εξοδεύει, να το εξοδεύη
+μεγαλοπρεπώς — διότι εις τούτο δεν ημπορεί ευκόλως να τον περάση
+άλλος — και το έργον να έχη την αξίαν της δαπάνης.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'.
+
+
+
+&Η υπερβολή και η έλλειψις της μεγαλοπρεπείας.& — Τοιούτος λοιπόν
+είναι ο μεγαλοπρεπής, ο δε υπερβολικός, δηλαδή ο βάναυσος, υπερέχει
+εις το να εξοδεύη έξω από το πρέπον, καθώς είπαμεν. Δηλαδή εις
+ολιγοέξοδα πράγματα αυτός εξοδεύει πολλά και επιδεικνύεται
+αναρμόστως• λόγου χάριν δίδει τραπέζι εις τους συναδέλφους του ως να
+κάμνη γάμον, και όταν χορηγή τα έξοδα κωμικής παραστάσεως,
+παρουσιάζει εις την σκηνήν του θεάτρου τον χορόν με πορφύραν, καθώς
+οι Μεγαρείς. Και όλα αυτά τα κάμνει όχι χάριν του καλού, αλλά διά να
+επιδείξη τα πλούτη του, και διότι νομίζει ότι θαυμάζεται με αυτά,
+και όπου μεν χρειάζεται να εξοδεύση πολλά, αυτός εξοδεύει ολίγα,
+όπου δε ολίγα, πολλά. Ο δε μικροπρεπής εις όλα είναι ελλιπής, και
+αφού εξοδεύση τα μεγαλίτερα ποσά εις μικρόν έργον, θα χαλάση το
+καλόν, και ό,τι κάμη αργοπορεί, και κυττάζει πώς να εξοδεύση
+ολιγώτερα και πάλιν όλο κλαίεται και νομίζει ότι έδωσε περισσότερα
+από όσα πρέπει. Και βεβαίως αυταί αι διαθέσεις είναι κακίαι, αλλά
+δεν φέρουν αίσχος, διότι ούτε βλαβεραί είναι εις τους άλλους ούτε
+πολύ άσχημαι.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.
+
+
+
+&Μεγαλοψυχία.&
+
+&Διάκρισις της μεγαλοψυχίας από την σωφροσύνην και ακρότητες αυτής.&
+— Η δε μεγαλοψυχία φαίνεται και από το όνομά της ότι περιστρέφεται
+εις μεγάλα, ποία όμως είναι αυτά ας το εξετάσωμεν πρώτον. Δεν έχει
+δε καμμίαν διαφοράν αν εξετάζωμεν την διάθεσιν ή τον έχοντα την
+διάθεσιν. Φαίνεται δε ότι είναι μεγαλόψυχος όστις κρίνει τον εαυτόν
+του άξιον διά μεγάλα και συγχρόνως είναι άξιος. Διότι όστις κάμνει
+τα ίδιον χωρίς να είναι άξιος, είναι ηλίθιος. Ενώ από όσους είναι
+ενάρετοι κανείς δεν είναι ηλίθιος ή ανόητος. Μεγαλόψυχος λοιπόν
+είναι αυτός που είπαμεν. — Διότι όστις είναι άξιος διά μικρά, και
+εις αυτά κρίνει τον εαυτόν του άξιον αυτός είναι σώφρων, όχι όμως
+μεγαλόψυχος. Διότι η μεγαλοψυχία συνίσταται εις το μεγαλείον, καθώς
+και το κάλλος υπάρχει εις το μεγαλόσχημον σώμα, ενώ οι μικρόσωμοι
+είναι μεν κομψοί και συμμετρικοί, όχι όμως ωραίοι. Όστις όμως κρίνει
+τον εαυτόν του άξιον διά μεγάλα, ενώ είναι ανάξιος, αυτός είναι
+χαύνος, ενώ όστις αξιόνει τον εαυτόν του διά μεγαλίτερα από όσον
+αξίζει, δεν είναι πάντοτε χαύνος. Όστις δε πάλιν αξιόνει τον εαυτόν
+του διά μικρότερα από ό,τι αξίζει είναι μικρόψυχος, δηλαδή είτε
+είναι άξιος διά μεγάλα είτε διά μέτρια είτε διά μικρά, αυτός αξιόνει
+τον εαυτόν του δι' ολιγώτερα εις πάσαν περίπτωσιν από αυτάς. Διότι
+βεβαίως απορεί κανείς πόσον θα υπεβίβαζε τον εαυτόν του, αν δεν είχε
+ούτε αυτήν την αξίαν. Ο δε μεγαλόψυχος είναι ως προς μεν το απόλυτον
+μέγεθος άκρος, ως προς το πρέπον όμως μέσος, διότι αξιόνει τον
+εαυτόν του εις ό,τι αξίζει. Ενώ αυτοί οι άλλοι είναι υπερβολικοί ή
+ελλιπείς. Αφού λοιπόν αξιόνει τον εαυτόν του διά μεγάλα, και είναι
+άξιος και μάλιστα άξιος των μεγίστων, τότε πρέπει να περιστρέφεται
+εις έν κυρίως. Αλλά η αξία λέγεται εν σχέσει προς τα εξωτερικά
+αγαθά. Και ως μέγιστον αγαθόν πρέπει να θεωρήσωμεν αυτό το οποίον
+αποδίδομεν εις τους θεούς, και το οποίον κυρίως επιδιώκουν οι
+έχοντες αξιώματα, και είναι έπαθλον διά τα κάλλιστα. Τοιούτον λοιπόν
+είναι η τιμή, διότι αυτή είναι εντελώς το μέγιστον από τα εξωτερικά
+αγαθά. — Εις την αποδοχήν δε ή την στέρησιν των τιμών ο μεγαλόψυχος
+είναι καθώς πρέπει. Και δεν απαιτείται ούτε δικαιολογία διατί η
+μεγαλοψυχία περιστρέφεται εις την τιμήν. Διότι γενικώς οι μεγάλοι
+κρίνουν άξιον τον εαυτόν των περισσότερον από όλα διά την τιμήν.
+Πάντοτε όμως όσον αξίζουν• Ο μικρόψυχος όμως είναι ελλιπής και εν
+σχέσει προς το άτομόν του και ως προς τας απαιτήσεις του
+μεγαλοψύχου. Ο δε χαύνος υπερακοντίζει με το άτομόν του όχι όμως και
+τον μεγαλόψυχον.
+
+&Η μεγαλοψυχία προϋποθέτει όλας τας αρετάς.& — Και λοιπόν ο
+μεγαλόψυχος, αφού είναι άξιος των μεγίστων, έπεται ότι είναι ο
+εναρετώτερος. Επομένως ο αληθινός μεγαλόψυχος πρέπει να είναι
+ενάρετος (αγαθός). Και φαίνεται ίσως ότι ιδιότης του μεγαλοψύχου
+είναι να είναι μέγας εις εκάστην αρετήν. Παραδείγματος χάριν δεν
+αρμόζει διόλου εις τον μεγαλόψυχον να τραπή εις φυγήν ως δειλός,
+ούτε να αδικήση. Διότι προς ποίον σκοπόν τάχα θα διαπράξη αίσχη
+αυτός, διά τον οποίον τίποτε δεν υπάρχει μέγα; Εάν δε εξετάσωμεν
+τας λεπτομερείας, θα φανή εντελώς γελοίος ο μεγαλόψυχος, αν δεν
+είναι αγαθός. Αλλά εάν είναι ποταπός, τότε δεν θα είναι ούτε άξιος
+τιμής.
+
+Διότι η τιμή είναι έπαθλον της αρετής, και απονέμεται εις τους
+αγαθούς. Επομένως φαίνεται ότι η μεγαλοψυχία είναι ως ένα στόλισμα
+όλων των αρετών. Διότι τας αναδεικνύει μεγαλιτέρας, και δεν ημπορεί
+να υπάρξη χωρίς αυτάς. Διά τούτο είναι δύσκολον να είναι κανείς
+πραγματικός μεγαλόψυχος. Διότι τούτο δεν είναι δυνατόν χωρίς
+καλοκαγαθίαν.
+
+Κυρίως λοιπόν η μεγαλοψυχία περιστρέφεται εις τας τιμάς και
+στερήσεις των τιμών, και διά μεν τας μεγάλας και τας αποδιδομένας
+εις αυτόν από τους σπουδαίους θα χαρή εν μέτρω, διότι του φαίνεται
+ότι απολαμβάνει ό,τι του ανήκει ή και ολιγώτερον — . Διότι διά την
+τελείαν αρετήν δεν είναι δυνατόν να υπάρξη ανταξία τιμή — .
+Οπωσδήποτε όμως θα την δεχθή, διότι αυτοί δεν έχουν να του δώσουν
+τίποτε μεγαλίτερον. Την δε προσφερομένην εις αυτόν τιμήν από τους
+τυχαίους και δι' ασήμαντα πράγματα, όλως διόλου θα την περιφρονήση —
+διότι αυτός δεν είναι άξιος διά μικρά. — Επίσης δε και την στέρησιν
+των τιμών, διότι αυτή δεν θα συμβή με το δίκαιον ως προς αυτόν.
+Κυρίως λοιπόν, καθώς είπαμεν, η μεγαλοψυχία περιστρέφεται εις τας
+τιμάς. Ουχ ήττον όμως ως προς τον πλούτον και την πολιτικήν επιρροήν
+και πάσαν ευτυχίαν και ατυχίαν θα φανή μετριοπαθής, ό,τι και αν του
+συμβή, και ούτε όταν ευτυχή θα χαίρη πολύ ούτε όταν δυστυχή θα
+αθυμή. Διότι αυτά δεν τα παθαίνει ούτε διά την τιμήν, η οποία είναι
+το μέγιστον — διότι αι πολιτικαί επιρροαί και ο πλούτος επιζητούνται
+χάριν της τιμής. Τουλάχιστον όσοι τα έχουν επιθυμούν να τιμώνται
+εξαιτίας αυτών. — Εις αυτόν λοιπόν αφού και η τιμή είναι μικρόν
+πράγμα, έπεται ότι και τα άλλα είναι μικρά.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'.
+
+
+
+&Ο μη τελείως ενάρετος δεν είναι γνησίως μεγαλόψυχος.& — Διά τούτο
+νομίζονται ότι είναι πολύ περιφρονητικοί. Φαίνεται όμως ότι και τα
+ευτυχήματα συντελούν εις την μεγαλοψυχίαν. Διότι οι ευγενείς
+κρίνονται άξιοι τιμής, καθώς και οι έχοντες πολιτικήν επιρροήν ή
+πλούτον. Διότι είναι υπέροχος, και παν ό,τι υπερέχει εις το αγαθόν
+είναι τιμαλφέστατον. Διά τούτο όλα αυτά τους κάμνουν περισσότερον
+μεγαλόψυχους από ό,τι είναι. Διότι αυτά εκτιμώνται από μερικούς.
+Κυρίως όμως μόνος ο αγαθός πρέπει να τιμάται. Όστις δε έχει και τα
+δύο, είναι άξιος περισσοτέρας τιμής. Όσοι όμως έχουν αυτά τα αγαθά
+χωρίς την αρετήν, ούτε δικαίως κρίνουν άξιον τον εαυτόν των διά
+μεγάλα, ούτε ορθώς ονομάζονται μεγαλόψυχοι. Διότι χωρίς τελείαν
+αρετήν δεν υπάρχουν αυτά, αλλά όσοι τα έχουν αυτά τα αγαθά γίνονται
+υπερόπται και υβρισταί. Διότι χωρίς αρετήν δεν είναι εύκολον να
+διατηρή κανείς τα ευτυχήματα αρμονικώς. Και επειδή δεν ημπορούν να
+τα κρατήσουν και νομίζουν ότι είναι ανώτεροι από τους άλλους,
+εκείνους μεν τους περιφρονούν, αυτοί δε κάμνουν ό,τι τύχη. Διότι
+μιμούνται απλώς τον μεγαλόψυχον, ενώ δεν του ομοιάζουν, τούτο δε το
+κάμνουν εις όσα ημπορούν. Και λοιπόν όσα υπαγορεύει η αρετή δεν τα
+εκτελούν, αλλά μόνον περιφρονούν τους άλλους. Δηλαδή ο μεν
+μεγαλόψυχος δικαίως περιφρονεί, — διότι κρίνει ορθώς, — οι κοινοί
+όμως τυχαίως.
+
+&Λεπτομερής χαρακτηρισμός του μεγαλοψύχου, μέχρι φυσιογνωμίας.& —
+Δεν είναι δε ριψοκίνδυνος διά μικρά πράγματα ούτε φιλοκίνδυνος,
+διότι ολίγα πράγματα εκτιμά. Είναι όμως ριψοκίνδυνος διά τα μεγάλα,
+και όταν κινδυνεύη δεν προφυλάττει την ζωήν του, διότι θεωρεί ότι
+δεν είναι άξιον να ζη όπως όπως. Και θέλει μεν να ευεργετή,
+εντρέπεται όμως να ευεργετηθή. Διότι το πρώτον είναι ιδιότης του
+υπερέχοντος, ενώ το δεύτερον του υπερεχομένου. Και αποδίδει την
+ευεργεσίαν με περισσότερα. Διότι ούτω πως ο πρώτος θα γίνη και
+χρεώστης και θα είναι ευεργετημένος. Φαίνεται δε και ότι ενθυμούνται
+όσους ευεργετούν, όχι όμως και εκείνους οι οποίοι τους ευεργέτησαν.
+Διότι είναι κατώτερος ο ευεργετηθείς από τον ευεργετήσαντα, αυτός δε
+θέλει να υπερέχη. Και τα μεν πρώτα ευχαριστείται να τα ακούη, τα
+δεύτερα όμως τον ενοχλούν. Διά τούτο και η Βέτις {25} δεν αναφέρει
+τας ευεργεσίας της εις τον Δία. Ούτε οι Λακεδαιμόνιοι {26} προς τους
+Αθηναίους, αλλά μόνον όσας ευεργεσίας έλαβαν. Είναι δε ιδιότης του
+μεγαλοψύχου να μη έχη την ανάγκην κανενός ή πολύ ολίγον, να βοηθή
+όμως προθύμως, και εμπρός μεν εις τους έχοντας αξιώματα και τους
+ευτυχείς να παρουσιάζεται μεγάλος, εμπρός όμως εις τους μέσους
+μέτριος. Διότι το να υπερέχη εκείνους είναι δύσκολον και
+μεγαλοπρεπές, ενώ όσον διά τούτους είναι εύκολον. Έπειτα δι'
+εκείνους μεν να το παίρνη επάνω του δεν είναι αγένεια, εμπρός όμως
+εις τους χαμερπείς είναι χονδροειδές, καθώς το να κάμνη κανείς τον
+παλικαράν εμπρός εις τους ανισχύρους. Και δεν επιδιώκει τας τιμάς,
+παρά μόνον όπου άλλοι έχουν τα πρωτεία. Και είναι αργός και
+αναβλητικός εις όλα εκτός μόνον όπου είναι μεγάλη τιμή ή μέγα έργον,
+και ολίγοι μόνον ημπορούν να το εκτελέσουν αλλά μεγάλοι και
+φημισμένοι. Κατ' ανάγκην δε είναι και φανερόμισος και φανερόφιλος.
+Διότι η μυστικότης είναι ιδιότης του δειλού. Και ενδιαφέρεται
+περισσότερον διά την αλήθειαν παρά διά να δοξασθή. Και ομιλεί και
+εκτελεί φανερά. Διότι είναι παρρησιαστικός, επειδή περιφρονεί τους
+άλλους. Και διά τούτο είναι ειλικρινής. Εκτός μόνον όταν
+προσποιείται τον μικρόν. Προσποιείται δε τον μικρόν εμπρός εις τον
+κοινόν λαόν. Και δεν συμβιβάζει την ζωήν του παρά μόνον με τον φίλον
+του, διότι τούτο είναι ιδιότης των δούλων. Διά τούτο όλοι οι κόλακες
+είναι δουλοπρεπείς και όλοι οι χαμερπείς είναι κόλακες. Ούτε
+δεικνύει θαυμασμόν εις κανένα. Διότι αυτός τίποτε δεν ευρίσκει μέγα.
+Ούτε είναι μνησίκακος. Διότι δεν είναι ιδιότης του μεγαλοψύχου να
+κρατή λογαριασμόν και μάλιστα διά το κακόν, αλλά μάλλον παραβλέπει.
+Ούτε ομιλεί διά πρόσωπα. Δηλαδή, ούτε διά τον εαυτόν του ομιλεί ούτε
+δι' άλλον. Διότι δεν τον ενδιαφέρει ούτε να επαινήται ο ίδιος, ούτε
+να κατακρίνωνται οι άλλοι, ούτε πάλιν αγαπά να επαινή. Δι' αυτό και
+δεν κακολογεί ούτε τους εχθρούς του, εκτός εάν τον επρόσβαλαν. Και
+διά τα χρειώδη ή διά τα μικρά διόλου δεν παραπονείται ούτε
+παρακαλεί. Διότι ιδιότης των σπουδαίων είναι να είναι τοιούτοι εις
+αυτά. Και είναι ικανός να θησαυρίζη μάλλον τα καλά και αφιλοκερδή,
+παρά τα καρποφόρα και ωφέλιμα. Διότι αυτό είναι περισσότερον ιδιότης
+της αυταρκείας. Και η κίνησις του μεγαλοψύχου φαίνεται ότι είναι
+βραδυκίνητος, και η φωνή του βαρύφωνος, και η απαγγελία του
+στάσιμος. Διότι δεν βιάζεται όστις εκτιμά πολύ ολίγα πράγματα, ούτε
+σφίγγεται όστις δεν θεωρεί κανέν πράγμα ως μέγα. Η οξυφωνία όμως και
+η ταχύτης από αυτά προέρχεται. Τοιούτος λοιπόν είναι ο μεγαλόψυχος.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'.
+
+
+
+&Μικροψυχία και χαυνότης.& — Ο δε ελλιπής είναι μικρόψυχος, και
+υπερβολικός χαύνος. Και βεβαίως δεν φαίνονται να είναι κακοί ούτε
+αυτοί — διότι δεν κάμνουν κακόν — αλλά απλώς έχουν ελάττωμα. Διότι ο
+μεν μικρόψυχος, ενώ είναι άξιος, στερεί τον εαυτόν του από τα αγαθά
+διά τα οποία είναι άξιος, και φαίνεται ως να έχη κάποιον κακόν,
+διότι δεν κρίνει τον εαυτόν του άξιον διά τα αγαθά, και ακόμη ότι
+δεν γνωρίζει τον εαυτόν του. Διότι άλλως βεβαίως θα επιθυμούσε όσα
+αξίζει, αφού είναι αγαθά.
+
+Δεν φαίνονται όμως εις τους άλλους ηλίθιοι οι τοιούτοι, αλλά μάλλον
+οκνηροί. Και αυτή η γνώμη περί αυτών φαίνεται ότι τους καθιστά
+χειροτέρους. Διότι έκαστος επιθυμεί όσα του αξίζουν, αυτοί όμως
+απομακρύνονται από τας καλάς πράξεις και επιτηδειότητας, όταν
+νομίζουν ότι είναι ανάξιοι, ομοίως δε και από τα εξωτερικά αγαθά. Οι
+δε χαύνοι είναι ηλίθιοι και δεν γνωρίζουν τον εαυτόν των, και
+μάλιστα περιφανώς, διότι με την ιδέαν ότι είναι άξιοι, δοκιμάζουν
+πράξεις μεγατίμους και έπειτα εξελέγχονται ως απατημένοι, και
+στολίζονται με λαμπράς ενδυμασίας και με σύνολον και τα παρόμοια,
+και θέλουν να γίνουν φανεραί αι διάφοροι μικροευτυχίαι των, και
+ομιλούν δι' αυτάς, νομίζοντες ότι θα εκτιμηθούν από αυτάς. Είναι δε
+αντίθετος προς την μεγαλοψυχίαν μάλλον η μικροψυχία παρά η χαυνότης.
+Διότι και συχνότερα απαντά και χειροτέρα είναι.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι’.
+
+
+
+&Αξιοπρέπεια.& {27}
+
+Και λοιπόν η μεν μεγαλοψυχία, καθώς είπαμεν, περιστρέφεται εις την
+μεγάλην τιμήν. Αλλά ως προς την τιμήν φαίνεται ότι υπάρχει κάποια
+αρετή, καθώς ελέχθη προηγουμένως, η οποία ημπορεί να θεωρηθή ότι
+έχει τον αυτόν λόγον προς την μεγαλοψυχίαν, οποίον η ελευθεριότης
+προς την μεγαλοπρέπειαν. Διότι αι δύο αυταί, από το μεγαλείον μεν
+απέχουν, μας κάμνουν όμως εις τα μεσαία και εις τα μικρά να έχωμεν
+ορθήν διάθεσιν. Καθώς δε εις την ληψοδοσίαν των χρημάτων υπάρχει
+μεσότης και υπερβολή και έλλειψις, ομοίως και εις την επιθυμίαν της
+τιμής υπάρχει και το περισσότερον του δέοντος και το ολιγώτερον και
+το από όπου πρέπει και όπως πρέπει. Δηλαδή και τον φιλόδοξον τον
+κατακρίνομεν, διότι περισσότερον του δέοντος επιθυμεί την τιμήν, και
+από όπου δεν πρέπει, και τον αφιλόδοξον, διότι ούτε εις τα καλά δεν
+έχει διάθεσιν να τιμάται. Και κάποτε τον φιλόδοξον τον επαινούμεν ως
+ανδροπρεπή και φιλόκαλον, τον δε αφιλόδοξον ως μέτριον και σώφρονα,
+καθώς είπαμεν και εις άλλα προηγούμενα. Είναι δε φανερόν, ότι, αφού
+τα σύνθετα εκ του φίλος λέγονται πολυειδώς, δεν εφαρμόζομεν το
+φιλόδοξος πάντοτε εις το ίδιον πράγμα, αλλά όταν πρόκειται να
+επαινέσωμεν, το εφαρμόζομεν εις εκείνον ο όποιος το έχει
+περισσότερον από τους κοινούς ανθρώπους, όταν δε πρόκειται να
+κατακρίνωμεν, το εφαρμόζομεν εις εκείνον ο οποίος το έχει
+περισσότερον από ό,τι πρέπει. Επειδή δε η μεσότης δεν έχει όνομα,
+την ευρήκαν έρημον και την διαφιλονικούν αυτά τα δύο άκρα. Εις όσα
+δε υπάρχει η υπερβολή και η έλλειψις, εις αυτά περιστρέφεται και το
+μέσον. Γνωρίζομεν δε ότι επιθυμούν την τιμήν άλλοι περισσότερον από
+ό,τι πρέπει και άλλοι ολιγώτερον. Επομένως υπάρχει και όση πρέπει.
+Φαίνεται όμως αυτό ως προς μεν την φιλοδοξίαν ότι είναι αφιλοδοξία,
+ως προς δε την αφιλοδοξίαν φιλοδοξία, και ως προς τα δύο μαζί κάτι
+τι ενωμένον από τα δύο. Αυτό δε φαίνεται ότι συμβαίνει και εις τας
+άλλας αρετάς. Εδώ όμως φαίνονται ότι αντιτίθενται οι άκροι, διότι
+δεν έχει όνομα το μέσον.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'.
+
+
+&Μειλιχιότης.&
+
+&Σχέσις της μειλιχιότητος προς τας ακρότητας, και συγγένεια αυτής
+προς την ελλιπή ακρότητα.& — Η μειλιχιότης είναι μεσότης ως προς τα
+είδη της οργής. Επειδή δε το μέσον δεν έχει όνομα, σχεδόν δε και τα
+άκρα, φέρομεν προς το μέσον την μειλιχιότητα, ενώ κλίνει κάπως προς
+την έλλειψιν, η οποία είναι ανώνυμος. Η δε υπερβολή ημπορεί κάπως να
+ονομασθή οργιλότης. Διότι το μεν πάθος είναι η οργή, αλλά τα αίτια
+τα οποία το εμπνέουν είναι πολλά και διάφορα. Όστις λοιπόν οργίζεται
+δι' όσα πρέπει και με όσους πρέπει, ακόμη δε καθώς πρέπει και όταν
+πρέπη και όσην ώραν πρέπει, αυτός επαινείται. Λοιπόν αυτός ημπορεί
+να θεωρηθή μειλίχιος, αφού η μειλιχιότης επαινείται. Διότι ο
+μειλίχιος επιθυμεί να μένη ατάραχος και να μη σύρεται από το πάθος,
+αλλά μόνον όπως απαιτεί ο ορθός λόγος, και δι' όσα απαιτεί, και όσην
+ώραν το απαιτεί, γίνεται τραχύς. Φαίνεται δε μάλλον ότι είναι
+ελαττωματικός ως προς την έλλειψιν. Διότι ο μειλίχιος δεν συνηθίζει
+να τιμωρή, αλλά μάλλον είναι συγγνωμονικός. Η δε έλλειψις, είτε την
+θεωρήσωμεν κάπως αοργησίαν, είτε οπωσδήποτε αλλέως, κατακρίνεται.
+Διότι, όσοι δεν οργίζονται δι' όσα πρέπει φαίνεται ότι είναι
+ηλίθιοι, καθώς και όσοι δεν οργίζονται καθώς πρέπει, ούτε όταν
+πρέπη, ούτε με όσους πρέπει. Διότι φαίνεται ότι δεν αισθάνονται,
+ούτε λυπούνται, και αφού δεν οργίζονται, δεν υπερασπίζονται τον
+εαυτόν των. Αλλά το να εξευτελίζεται κανείς ή να αφίνη να
+εξευτελίζουν τους ιδικούς του είναι κτηνωδία.
+
+&Διάφορα είδη υπερβολικής οργής.& — Η δε υπερβολή συμβαίνει καθ'
+όλους τους τρόπους, δηλαδή και με όσους δεν πρέπει, και δι' όσα δεν
+πρέπει, και περισσότερον του δέοντος, και ταχύτερον, και
+περισσοτέραν ώραν. Όλα αυτά όμως δεν συμπίπτουν εις το ίδιον άτομον.
+Δηλαδή δεν είναι δυνατόν να συνυπάρξουν. Διότι το κακόν καταστρέφει
+και τον εαυτόν του, και όταν είναι ολόκληρον, γίνεται ανυπόφορον.
+Και λοιπόν οι μεν οργίλοι ταχέως μεν οργίζονται, και με όσους δεν
+πρέπει και δι' όσα δεν πρέπει και περισσότερον του δέοντος, παύουν
+όμως επίσης ταχέως. Και αυτό είναι η καλλιτέρα των ιδιότης.
+Συμβαίνει δε τούτο εις αυτούς, διότι δεν συγκρατούν την οργήν των,
+αλλά ξεσπά ολόκληρος εις το φανερόν από την σφοδρότητα, και έπειτα
+ησυχάζουν. Οι δε ακρόχολοι είναι υπερβολικά οξύθυμοι και οργίζονται
+προς όλους και διά παν πράγμα. Διά τούτο έλαβαν αυτό το όνομα. Οι δε
+φαρμακεροί είναι ακατεύναστοι και οργίζονται πολλήν ώραν. Διότι
+συγκρατούν την έξαψίν των. Διακοπή δε συμβαίνει, όταν κανείς
+ανταποδώση τα ίσα. Διότι παύει η εκδικητικότης της οργής, και του
+εμπνέει ηδονήν αντί της λύπης. Όταν όμως δεν συμβή τούτο, έχουν μέσα
+των το βάρος. Διότι, επειδή δεν εξέρχεται εις την επιφάνειαν, δεν
+προσπαθεί κανείς και να τους κατευνάση, το να χωνεύσουν δε μέσα των
+την οργήν απαιτεί πολλήν ώραν. Είναι δε οι τοιούτοι και διά τον
+εαυτόν των πολύ οχληροί και διά τους φίλους των. Κακοτρόπους δε
+ονομάζομεν εκείνους όσοι οργίζονται δι' όσα δεν πρέπει, και
+περισσότερον από ό,τι πρέπει, και περισσοτέραν ώραν, και οι οποίοι
+δεν συμφιλιόνονται χωρίς αντίποινα ή εκδίκησιν. Εις δε την
+μειλιχιότητα μάλλον την υπερβολήν αντιτάσσομεν. Διότι απαντά και
+συνηθέστερον. Δηλαδή είναι φυσικώτερον εις τον άνθρωπον το να
+εκδικήται, και οι κακότροποι δεν είναι κατάλληλοι εις την συμβίωσιν.
+Εκείνο όμως που είπαμεν και προηγουμένως είναι φανερόν και από όσα
+λέγομεν τόρα. Δηλαδή δεν είναι εύκολον να ορίση κανείς το πώς και με
+ποίους και διά ποία και πόσην ώραν πρέπει να οργιζώμεθα, και μέχρι
+ποίου βαθμού το εκτελούμεν ορθώς, ή σφάλλομεν. Διότι όστις μεν
+παρεκτρέπεται ολίγον, δεν κατακρίνεται, ούτε διά το περισσότερον
+ούτε διά το ολιγώτερον. Κάποτε δε επαινούμεν και τους ελλιπείς και
+τους ονομάζομεν μειλιχίους, και τους εκτραχυνομένους τους ονομάζομεν
+ανδροπρεπείς, διότι είναι ικανοί να κυριαρχούν. Και λοιπόν πόσον και
+πώς όταν παρεκβαίνη κανείς είναι αξιοκατάκριτος, δεν είναι εύκολον
+να το παραστήσωμεν με τον λόγον. Διότι η κρίσις ανήκει εις τας
+ιδιαιτέρας περιπτώσεις και εις την αίσθησιν. Αλλ' όμως οπωσδήποτε
+τόσον είναι φανερόν, ότι η μεν μέση διάθεσις είναι αξιέπαινος,
+συμφώνως με την οποίαν οργιζόμεθα με όσους πρέπει και δι' όσα πρέπει
+και καθώς πρέπει και καθ' όλα τα παρόμοια. Αι υπερβολαί όμως και αι
+ελλείψεις είναι αξιοκατάκριτοι, και μάλιστα όταν μεν προχωρούν
+ολίγον πρέπει να επιπλήττωνται ελαφρώς, όταν δε περισσότερον, να
+επιπλήττωνται δυνατώτερα, όταν δε πάρα πολύ, τότε να επιπλήττωνται
+σφοδρώς. Είναι φανερόν επομένως ότι πρέπει να επιδιώκωμεν την μέσην
+διάθεσιν. Και λοιπόν αυτά είναι αρκετά διά τας διαθέσεις της οργής.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'.
+
+
+&Φιλοφροσύνη.&
+
+Αλλά εις τας συναναστροφάς και την συμβίωσιν και την επιμιξίαν των
+λόγων και των πραγμάτων, άλλοι μεν φαίνονται ότι είναι φιλάρεσκοι,
+οι οποίοι με πάντα τρόπον προσπαθούν να ευχαριστήσουν τους άλλους
+και διόλου δεν αντιτείνουν, αλλά νομίζουν ότι πρέπει να μη ενοχλούν
+τους παρευρισκομένους. Άλλοι δε είναι το αντίθετον από αυτούς, και
+εις όλα αντιτείνουν μη σκοτιζόμενοι διόλου αν γίνονται ενοχλητικοί,
+και ονομάζονται ανοικονόμητοι και φιλόνικοι. Και λοιπόν ότι μεν αι
+διαθέσεις που είπαμεν είναι αξιοκατάκριτοι, δεν είναι δυσνόητον, και
+ότι η μέση μεταξύ αυτών είναι αξιέπαινος, συμφώνως με την οποίαν θα
+παραδεχθή κανείς όσα πρέπει και καθώς πρέπει, αναλόγως δε και θα
+δυσανασχετήση. Όνομα δε δεν εδόθη εις αυτήν {28}, αρμόζει όμως
+περισσότερον το όνομα φιλία. Διότι όστις έχει την μέσην διάθεσιν
+είναι όπως θα ηθέλαμεν να χαρακτηρίσωμεν τον καλόν φίλον, εάν
+προστεθή και η στοργή. Έχει δε την διαφοράν από τον φίλον, ότι είναι
+χωρίς αισθήματα και χωρίς στοργήν. Διότι δεν ωθείται από την αγάπην
+ή από την έχθραν, διά να παραδεχθή εκάστην γνώμην καθώς πρέπει, αλλά
+διότι είναι φιλόφρων. Δηλαδή αυτά θα τα εκτελέση ομοίως και εμπρός
+εις αγνώστους και εις γνωστούς, και σχετικούς και ασχέτους, αλλά εις
+τον καθένα καθώς του αρμόζει. Και βεβαίως δεν πρέπει εξ ίσου να
+ενδιαφερώμεθα διά τους σχετικούς μας και διά τους αλλοφύλους, ούτε
+πάλιν να τους δυσαρεστώμεν. Γενικώς λοιπόν είπαμεν ότι θα είναι εις
+την συναναστροφήν του καθώς πρέπει. Και λαμβάνων υπ' όψιν του το
+καλόν και το συμφέρον θα επιδιώξη να μη τους ενοχλή ή συγχρόνως να
+τους γλυκαίνη. Διότι φαίνεται ότι περιστρέφεται εις τας ηδονάς και
+λύπας τας προερχομένας κατά τας συναναστροφάς, από αυτάς όμως όσας
+δεν είναι καλόν ή είναι βλαβερόν εις αυτόν να τας γλυκάνη, θα
+δυστροπήση και θα προτιμήση να προξενήση λύπην. Αλλά και εις τον
+πρωτουργόν τούτο φέρει ασχημίαν όχι μικράν, μάλιστα δε και βλάβην,
+ενώ η εναντίωσις θα του προξενήση ολίγην μόνον λύπην, διότι δεν
+παραδέχεται, αλλά δυσανασχετεί, θα ομιλή δε διαφορετικά εμπρός εις
+τους έχοντας τα αξιώματα, παρά εις τους τυχόντας και τους
+περισσότερον ή ολιγώτερον γνωστούς, ομοίως δε και συμφώνως με τας
+άλλας των διαφοράς, θα απονέμη εις έκαστον το πρέπον, και κυρίως μεν
+θα προτιμά να τους ευχαριστή και θα αποφεύγη να τους λυπή, εάν όμως
+τα αποτελέσματα είναι σπουδαιότερα θα τα ακολουθή, εννοώ δε το καλόν
+και το συμφέρον. Ακόμη δε και προς χάριν μελλούσης ηδονής θα θελήση
+να προξενήση μικράν λύπην.
+
+&Τα άκρα της φιλοφροσύνης.& — Ο μέσος λοιπόν είναι τοιούτος, αλλά
+δεν έλαβε ακόμη όνομα. Από εκείνους δε οι οποίοι είναι γλυκότροποι
+όστις μεν επιδιώκει καθαρώς να ευχαριστή όχι διά καμμίαν άλλην
+αιτίαν είναι φιλάρεσκος, όστις δε ευχαριστεί διά να ωφεληθή εις
+χρήματα, είναι κόλαξ. Όστις όμως γενικώς εις όλους δυστροπεί,
+είπαμεν ότι είναι ανοικονόμητος και φιλόνικος. Φαίνεται δε ότι
+αντιτίθενται τα άκρα μεταξύ των, διότι δεν έχει όνομα το μέσον.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'.
+
+
+&Ειλικρίνεια.&
+
+&Σχέσις της ειλικρινείας προς την αλαζονείαν και την ειρωνείαν.& —
+Εις τα ίδια δε σχεδόν περιστρέφεται και η μεταξύ αλαζονείας
+(καυχησιολογίας) και ειρωνείας (ταπεινότητος) μεσότης. Είναι δε και
+αυτή ανώνυμος. Δεν θα είναι δε άσχημον να εξετάσωμεν και αυτάς.
+Διότι τότε θα εννοήσωμεν καλλίτερον την ηθικήν, όταν τας ερευνήσωμεν
+λεπτομερώς, και τότε θα πιστεύσωμεν ότι αι αρεταί είναι μεσότητες,
+όταν εννοήσωμεν ότι εφαρμόζεται η θεωρία μας εις όλας. Και λοιπόν ως
+προς την συμβίωσιν, όσοι μεν συναναστρέφονται ηδονικώς ή λυπηρώς,
+τους αναφέραμεν, ως προς δε τους λέγοντας την αλήθειαν και τους
+ψευδομένους, ας ομιλήσωμεν τόρα υπό έποψιν και λόγων και πράξεων και
+αξιώσεων. Φαίνεται δε ότι ο μεν αλαζών οικειοποιείται τα ένδοξα και
+όσα δεν έχει και περισσότερα από όσα έχει, ο δε είρων αντιστρόφως
+αρνείται και αυτά που έχει ή τα παριστά ως μικρότερα, ενώ ο μέσος
+παρουσιάζεται όσος είναι, διότι είναι ειλικρινής και εις τον βίον
+του και εις τους λόγους του. Δηλαδή ομολογεί ότι έχει όσα έχει
+πραγματικώς, και ούτε τα μεγαλόνει ούτε τα μικραίνει. Εκάστη δε από
+αυτάς τας ιδιότητας είναι δυνατόν να γίνεται και με κάποιον λόγον
+και χωρίς λόγον. Διότι έκαστος οποίου είδους είναι ο χαρακτήρ του,
+τοιαύτα λέγει και πράττει και αναλόγως ζη, εάν δεν υπάρχη κάποιος
+άλλος λόγος εις τας πράξεις του. Αφ' εαυτού δε το μεν ψεύδος είναι
+χυδαίον και αξιοκατάκριτον, το δε αληθές καλόν και αξιέπαινον. Ως εκ
+τούτου λοιπόν ο μεν ειλικρινής, ο οποίος είναι μέσος, είναι
+αξιέπαινος, οι δε ψευδόμενοι είναι μεν και οι δύο αξιοκατάκριτοι,
+περισσότερον όμως ο αλαζών.
+
+&Χαρακτηρισμός εκάστου.& — α') ο ειλικρινής. — Τόρα δε ας ομιλήσωμεν
+χωριστά διά καθεμίαν, και πρώτα πρώτα περί της ειλικρινείας. Δηλαδή
+δεν ομιλούμεν εδώ περί του φιλαλήθους εις τας συμβάσεις του, ούτε
+εις όσα σχετίζονται με την αδικίαν ή την δικαιοσύνην — διότι αυτά
+ανήκουν εις άλλην αρετήν — αλλά εις όσα, ενώ δεν έχει κανέν τοιούτον
+ενδιαφέρον, θα είναι ειλικρινής και εις τους λόγους του και εις τον
+βίον του, διότι είναι τοιούτος από την ψυχικήν του διάθεσιν.
+Φαίνεται δε ότι ο τοιούτος είναι καθώς πρέπει. Διότι ο φιλαλήθης, ο
+όποιος λέγει την αλήθειαν και όπου δεν έχει ενδιαφέρον, θα την λέγη
+περισσότερον όπου έχει ενδιαφέρον. Διότι ως αίσχος θα φοβηθή το
+ψεύδος, το οποίον και καθ' εαυτό το εφοβείτο. Ο δε τοιούτος είναι
+αξιέπαινος, θα κλίνη όμως εις το ολιγώτερον από την αλήθειαν, διότι
+τούτο φαίνεται αρμονικώτερον, επειδή αι υπερβολαί είναι οχληραί.
+
+β') Ο αλαζών. — Όστις δε οικειοποιείται περισσότερα από όσα έχει
+χωρίς κανένα λόγον, ομοιάζει μεν τον χυδαίον — διότι αλλέως δεν θα
+ευχαριστείτο με το ψεύδος — αλλά φαίνεται ότι είναι μάλλον
+ματαιόδοξος παρά κακός. Εάν όμως το κάμνη με κάποιον σκοπόν, όταν
+μεν το κάμνη χάριν δόξης ή τιμής, δεν είναι πολύ αξιοκατάκριτος,
+καθώς είναι ο αλαζών, όταν όμως το κάμνη διά το χρήμα, ή δι' όσα
+συντελούν εις το χρήμα, τότε είναι χυδαιότερος. Δεν συνίσταται δε η
+αλαζονεία εις το τι ημπορεί να κάμη, αλλά εις την προαίρεσιν. Διότι
+συμφώνως με την διάθεσιν και την ιδιότητα του είναι αλαζών, καθώς
+είναι και ψεύτης, άλλος μεν διότι ευχαριστείται απλώς με το ψεύδος,
+άλλος δε και διά να δοξασθή ή να κερδίση. Και λοιπόν όσοι μεν
+μεγαλαυχούν χάριν δόξης, οικειοποιούνται πράγματα με τα οποία
+απολαμβάνουν έπαινον ή μακαρίζονται, όσοι δε χάριν κέρδους,
+οικειοποιούνται πράγματα τα οποία είναι χρήσιμα εις τους άλλους, και
+τα οποία είναι δυνατόν να νομισθούν αληθινά, ενώ δεν υπάρχουν, καθώς
+λόγου χάριν ότι είναι μάντεις, σοφοί, ιατροί. Διά τούτο αυτά τα
+οικειοποιούνται οι περισσότεροι και καυχησιολογούν. Διότι μέσα εις
+αυτά υπάρχουν όσα είπαμεν.
+
+γ') Ο είρων. — Όσοι δε είναι είρωνες, επειδή λέγουν ολιγώτερα,
+φαίνονται περισσότερον ευχάριστοι ως προς τα ήθη — διότι φαίνονται
+ότι δεν ομιλούν χάριν κέρδους, αλλά διά να αποφύγουν την επίδειξιν —
+. Αυτοί δε προ πάντων απαρνούνται την δόξαν, καθώς έκαμνε και ο
+Σωκράτης. Όσοι όμως οικειοποιούνται και τα μικρά και τα φανερά,
+λέγονται κουτοπόνηροι και είναι γελοιωδέστεροι. — Τούτο δε κάποτε
+φαίνεται ως είδος αλαζονείας, καθώς λόγου χάριν το φόρεμα των
+Λακεδαιμονίων, διότι και η υπερβολή και η μεγάλη έλλειψις είναι
+αλαζονεία — .Όσοι όμως μεταχειρίζονται την ειρωνείαν με μέτρον και
+κρύπτουν όσα δεν είναι εμπρός εις τα μάτια και ολοφάνερα, φαίνονται
+νόστιμοι. Φαίνεται δε ότι η αλαζονεία αντιτίθεται προς την
+φιλαλήθειαν, διότι είναι η χειροτέρα από τας δύο ακρότητας.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'.
+
+
+
+&Ευτραπελία.&
+
+Επειδή δε ο βίος απαιτεί διαλείμματα χάριν αναπαύσεως και εις αυτά
+υπάρχει ψυχαγωγία με αστειότητας, φαίνεται ότι και εδώ υπάρχει
+κάποια συμπεριφορά αρμονική, και ποία πρέπει να λέγωμεν και πώς,
+επίσης δε εις το να ακούωμεν. Έχει δε διαφοράν ακόμη και εμπρός εις
+ποίους ομιλούμεν, ή ποίους ακούομεν. Είναι δε επίσης φανερόν ότι και
+εις αυτά υπάρχει υπερβολή και έλλειψις του μέσου. Και λοιπόν όσοι
+μεν είναι, υπερβολικοί εις το γελοίον, φαίνεται ότι είναι βωμολόχοι
+και ανυπόφοροι, διότι επιδιώκουν με κάθε τρόπον το γελοίον, και
+περισσότερον προσέχουν πώς να προκαλέσουν τους γέλωτας, παρά να
+ομιλούν ευσχήμως και να μη στενοχωρούν τον περιπαιζόμενον. Όσοι όμως
+ούτε οι ίδιοι έχουν να ειπούν κανέν αστείον, και δι' όσους το λέγουν
+δυστροπούν, φαίνονται ότι είναι αγροίκοι και τραχείς. Όσοι δε
+αστειεύονται αρμονικά ονομάζονται ευτράπελοι, τρόπον τινά
+ευκολότρεπτοι. Διότι τα τοιαύτα φαίνονται ωσάν ευκινησία του ήθους.
+Και καθώς τα σώματα κρίνονται από τας κινήσεις, ομοίως και τα ήθη.
+Επειδή όμως πλεονάζει το αστείον, και οι περισσότεροι ευχαριστούνται
+με τα αστεία και με τα περιπαίγματα περισσότερον από όσον πρέπει,
+διά τούτοι οι βωμολόχοι ονομάζονται ευτράπελοι, διότι είναι
+ευχάριστοι. Ότι όμως έχουν διαφοράν και όχι μικράν, έγινε φανερόν
+από όσα είπαμεν. Συγγενής δε ιδιότης με την μέσην διάθεσιν είναι και
+η επιδεξιότης. Ιδιότης δε του επιδεξίου είναι να λέγη και να ακούη
+όσα αρμόζουν εις ένα άνθρωπον καθώς πρέπει και φιλελεύθερον. Διότι
+υπάρχουν μερικά τα οποία αρμόζουν να τα λέγη ο τοιούτος ως αστεία
+και να τα ακούη, και η αστειότης του φιλελευθέρου διαφέρει από την
+αστειότητα του κτηνώδους, καθώς πάλιν του πεπαιδευμένου από του
+απαιδεύτου. Τούτο ημπορεί κανείς να το προσέξη και μεταξύ των
+παλαιών και των νέων κωμωδιών. Διότι εις εκείνας αστείον ήτο η
+αισχρολογία, εις αυτάς όμως μάλλον ο υπαινιγμός. Αυτά δε δεν έχουν
+μικράν διαφοράν ως προς την ευσχημοσύνην. Τόρα λοιπόν άραγε θα
+ορίσωμεν ότι αστειεύεται ορθώς, όστις δεν λέγει απρεπή εις ένα
+φιλελεύθερον, ή όστις δεν λυπεί τον ακούοντα ή ακόμη και τον τέρπει
+; Ή μήπως και αυτό είναι τάχα αόριστον. Δηλαδή άλλος μισεί και
+ευχαριστείται με άλλο πράγμα και άλλος με άλλο. Και επομένως τα
+ανάλογα θα ακούση. Διότι τα όσα δέχεται να τα ακούη, αυτά φαίνεται
+και ότι τα εκτελεί. Επομένως δεν πρέπει όλα να τα παρουσιάζη εις την
+κωμωδίαν. Διότι το περίπαιγμα είναι ένα είδος ύβρεως, οι δε
+νομοθέται απαγορεύουν μερικά πράγματα να τα υβρίζωμεν. Ίσως όμως
+έπρεπε να απαγορεύουν και το περίπαιγμα. Και λοιπόν ο χαριτωμένος
+και φιλελεύθερος, τοιούτος θα φανή, και θα είναι τρόπον τινά νόμος
+εις τον εαυτόν του.
+
+Τοιούτος λοιπόν είναι ο μέσος, αδιάφορον αν ονομάζεται επιδέξιος ή
+ευτράπελος. Ο δε βωμολόχος είναι κατώτερος από τον γελοίον και δεν
+αφίνει απείρακτον ούτε τον εαυτόν του ούτε τους άλλους, αρκεί να
+προξενήση γέλωτα, και λέγει πράγματα από τα οποία κανέν δεν ημπορεί
+να ειπή ο χαριτωμένος, μερικά δε ούτε να τα ακούση. Ο δε αγροίκος
+εις τοιαύτας συναναστροφάς είναι άχρηστος. Διότι δεν συνεισφέρει
+τίποτε και γίνεται οχληρός εις όλους. Φαίνεται δε ότι η ανάπαυσις
+και η ψυχαγωγία εις τον βίον είναι απαραίτητα.
+
+Τρεις λοιπόν φαίνεται ότι είναι αι κοινωνικαί μεσότητες, όλαι δε
+αναφέρονται εις την επιμιξίαν λόγων και πράξεων. Διαφέρουν δε εις
+τούτο, ότι η μεν μία αναφέρεται εις την αλήθειαν, αι δε άλλαι εις
+την ηδονήν, και από αυτάς τας ηδονικάς πάλιν η μεν μία περιστρέφεται
+εις τας αστειότητας, η δε άλλη εις τας σχέσεις όλου του άλλου βίου.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'.
+
+
+&Εντροπή.&
+
+Περί δε της εντροπής δεν αρμόζει να γίνη λόγος ως να είναι κάποια
+αρετή. Διότι μάλλον ομοιάζει προς πάθος παρά προς διάθεσιν.
+Οπωσδήποτε ορίζεται ως κάποιος φόβος δυσφημίσεως, εκτελεί όμως κάτι
+τι παρόμοιον με τον φόβον του κινδύνου. Δηλαδή όσοι εντρέπονται
+κοκκινίζουν, ενώ όσοι φοβούνται τον θάνατον κιτρινίζουν. Επομένως
+και τα δύο αυτά φαίνονται κάπως ότι είναι σωματικά, και τούτο
+χαρακτηρίζει μάλλον το πάθος παρά την διάθεσιν. Δεν αρμόζει δε το
+πάθος εις πάσαν ηλικίαν αλλά εις την νεαράν. Δηλαδή νομίζομεν ότι
+πρέπει όσοι έχουν αυτήν την ηλικίαν να είναι εντροπαλοί, ότι διάγουν
+συμφώνως με τα πάθη των και κάμνουν πολλά σφάλματα αλλέως, ενώ η
+εντροπή τους εμποδίζει. Ένα ηλικιωμένον όμως κανείς δεν ημπορεί να
+τον επαινέση, αν είναι εντροπαλός. Διότι φρονούμεν ότι δεν πρέπει να
+κάμνη κάτι που εντροπιάζει. Δηλαδή η εντροπαλότης δεν είναι καν
+ιδιότης ενός καθώς πρέπει ανθρώπου, αφού συμβαίνει διά χυδαία
+πράγματα — Διότι αυτά δεν πρέπει κανείς να τα εκτελή. Αν όμως άλλα
+μεν είναι πραγματικώς αισχρά, άλλα δε κατά την κοινήν γνώμην, αυτό
+δεν σημαίνει τίποτε. Διότι κανέν από τα δύο δεν πρέπει να γίνεται,
+επομένως δεν πρέπει κανείς να εντροπιάζεται — είναι δε ιδιότης
+χυδαίου το να είναι ικανός να εκτελή κάτι τι εντροπιαστικόν. Η δε
+κατάστασις αυτή του να εντρέπεται όταν θα πράξη κανέν τοιούτον, και
+με την εντροπήν του να νομίζη ότι είναι άνθρωπος καθώς πρέπει, είναι
+παράλογος. Διότι η εντροπή περιστρέφεται εις τα εκούσια, εκουσίως δε
+ποτέ δεν θα εκτελέση χυδαία πράγματα ένας άνθρωπος καθώς πρέπει. Η
+δε εντροπή ημπορεί να θεωρηθή καθώς πρέπει από την εξής υπόθεσιν.
+Δηλαδή, εάν πράξη τούτο, θα εντροπιασθή, τούτο όμως το πάθημα δεν
+ανήκει εις τας αρετάς. Αφού δε η αναισχυντία είναι χυδαίον πράγμα,
+καθώς και το να μη εντρέπεται κανείς όταν πράττη τα αισχρά, δεν
+είναι επίσης ευπρεπές ούτε το να εντρέπεται κανείς, πλην να κάμνη τα
+τοιαύτα. Δεν είναι δε αρετή ούτε η εγκράτεια, αλλά κάπως μικτή, θα
+εξετάσωμεν δε περί αυτής αργότερα {29}. Τόρα όμως ας ομιλήσωμεν περί
+δικαιοσύνης.
+
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΝ Ε.
+
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
+
+
+
+&Διαφορά μεταξύ διαθέσεως και επιστήμης ή δυνάμεως.& — Προκειμένου
+δε περί δικαιοσύνης και αδικίας πρέπει να εξετάσωμεν εις ποίας
+πράξεις περιστρέφονται και ποίου είδους μεσότης είναι η δικαιοσύνη,
+και ποίων πραγμάτων το μέσον είναι το δίκαιον. Η δε εξέτασις ας γίνη
+κατά την ιδίαν μέθοδον με τα προηγούμενα. Λοιπόν βλέπομεν ότι όλοι
+ευχαριστούνται να ονομάζουν δικαιοσύνην την διάθεσιν εκείνην, με την
+οποίαν γίνονται ικανοί να εκτελούν τα δίκαια, και τα εκτελούν, και
+θέλουν να τα επιδιώκουν. Το ίδιον δε και αδικίαν ονομάζουν την
+διάθεσιν εκείνην με την οποίαν εκτελούν αδικήματα και επιδιώκουν τα
+άδικα. Διά τούτο και ημείς ας θέσωμεν αυτά ως γενικήν βάσιν. Δηλαδή
+δεν είναι καν όμοιαι αι επιστήμαι και αι δυνάμεις με τας διαθέσεις.
+Διότι η δύναμις (ικανότης) και η επιστήμη φαίνεται ότι είναι μία και
+η αυτή και διά τα αντίθετά της, ενώ η διάθεσις δεν είναι η ιδία και
+διά τα αντίθετά της• λόγου χάριν από την υγείαν δεν εκτελούνται τα
+αντίθετα αλλά μόνον τα υγιεινά. Δηλαδή λέγομεν ότι ο δείνα βαδίζει
+υγιεινά, όταν βαδίζη καθώς ο υγιής. Πολλάκις λοιπόν γνωρίζεται μία
+διάθεσις από την αντίθετόν της, πολλάκις όμως από το θέμα της• λόγου
+χάριν, εάν η ευεξία είναι φανερά, τότε και η καχεξία θα γίνη φανερά,
+και πάλιν από τα έργα της ευεξίας γνωρίζεται η ευεξία και από αυτήν
+την ιδίαν τα έργα της. Λόγου χάριν, εάν η ευεξία είναι πυκνότης
+σαρκός κατ' ανάγκην και η καχεξία είναι πλαδαρότης μυική, και έργον
+ευεκτικόν είναι εκείνο το οποίον προξενεί πυκνότητα εις τους μυς.
+Συνήθως δε, εάν το καθέν από αυτά έχη πολλάς σημασίας, συμβαίνει ως
+επακολούθημα να έχη πολλάς σημασίας και το άλλο. Λόγου χάριν, εάν
+έχη πολλάς σημασίας το δίκαιον, τότε έχει ομοίως και το άδικον και η
+αδικία.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
+
+
+
+&Διάφορα είδη δικαιοσύνης και αδικίας ουχί ορθώς και εξ ανακρίβειας
+συνωνυμούμενα.& — Αλλά φαίνεται ότι έχει πολλάς σημασίας η
+δικαιοσύνη και η αδικία, επειδή όμως είναι πλησιεστάτη η συνωνυμία
+των, δι' αυτό διαφεύγει την παρατήρησίν μας και δεν είναι προφανές
+καθώς εις τα μακρινά αντικείμενα. Δηλαδή η κατ' είδος διαφορά αυτών
+είναι μεγάλη. Είναι καθώς το να ονομάζεται ομωνύμως κλεις το κάτωθεν
+του αυχένος οστούν των ζώων, και κλεις εκείνη με την οποίαν κλείουν
+τας θύρας. Τόρα λοιπόν ας εξετάσωμεν πόσας σημασίας έχει ο άδικος.
+Φαίνεται δε ότι είναι άδικος και ο παράνομος και ο πλεονέκτης,
+δηλαδή ο άνισος. Ώστε είναι φανερόν ότι επίσης δίκαιος είναι και ο
+νόμιμος και ο ίσος. Επομένως ολόκληρον το δίκαιον είναι το νόμιμον
+και το ίσον, και ολόκληρον το άδικον είναι το παράνομον και το
+άνισον. Είναι δε πλεονέκτης ο άδικος ως προς τα αγαθά, και όχι εις
+όλα, αλλά εις όσα περιστρέφεται η ευτυχία και η ατυχία, τα οποία
+είναι μεν γενικώς πάντοτε αγαθά, ως προς κάποιον όμως δεν είναι
+πάντοτε. Οι δε άνθρωποι αυτά εύχονται να αποκτήσουν και τα
+επιδιώκουν. — Αυτό όμως δεν πρέπει να γίνεται, αλλά να εύχωνται μεν
+τα γενικώς αγαθά να είναι αγαθά και δι' αυτούς, να προτιμούν όμως τα
+δι' αυτούς αγαθά. Ο δε άδικος δεν προτιμά πάντοτε το περισσότερον
+αλλά και το ολιγώτερον επί πραγμάτων γενικώς κακών. Επειδή όμως και
+το ολιγώτερον κακόν φαίνεται ότι είναι κάπως αγαθόν, η δε πλεονεξία
+περιστρέφεται εις το αγαθόν, διά τούτο φαίνεται πλεονέκτης. Είναι
+όμως κυρίως άνισος. Διότι αυτός ο όρος είναι περιεκτικός και κοινός
+διά τα είδη της αδικίας.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
+
+
+
+&Το γενικόν είδος της δικαιοσύνης είναι η εφαρμογή όλης της αρετής.&
+— Αφού δε απεδείχθη ότι ο παράνομος είναι άδικος και ο νόμιμος
+δίκαιος, είναι φανερόν ότι όλα τα νόμιμα είναι κάπως δίκαια. Διότι
+νόμιμα είναι όσα ορίζονται υπό της νομοθεσίας και έκαστον από αυτά
+λέγομεν ότι είναι δίκαιον. Οι δε νόμοι συμβουλεύουν δι' όλα,
+λαμβάνοντες υπ' όψιν ή το κοινόν συμφέρον όλων, ή των αρίστων, ή των
+εγκύρων, είτε συμφώνως με την αρετήν είτε κατά άλλον παρόμοιον
+τρόπον. Ώστε κατά ένα μεν τρόπον δίκαια θεωρούμεν όσα είναι
+συντελεστικά και διαφυλακτικά της ευτυχίας και των μερών αυτής διά
+την κοινωνίαν. Και βεβαίως ο νόμος επιβάλλει και του ανδρείου τα
+έργα να εκτελούμεν• λόγου χάριν να μη λιποτακτούμεν, ούτε να
+τρεπώμεθα εις φυγήν, ούτε να ρίπτωμεν τα όπλα. Επίσης επιβάλλει και
+τα έργα του σώφρονος• λόγου χάριν να μη μοιχεύωμεν ούτε να
+υβρίζωμεν. Και τα έργα του μειλιχίου• λόγου χάριν να μη δέρνωμεν
+ούτε να κατηγορούμεν. Ομοίως δε και τα έργα όσα είναι σύμφωνα με τας
+άλλας αρετάς και τας κακίας τα μεν πρώτα τα υπαγορεύει, τα δε
+δεύτερα τα απαγορεύει, ορθώς μεν ο νόμος όστις είναι νομοθετημένος
+ορθώς, κακώς δε ο απρομελέτητος. Αυτού του είδους λοιπόν η
+δικαιοσύνη είναι μεν τελεία αρετή, όχι όμως απολύτως αλλά ως προς
+άλλο πρόσωπον. Και διά τούτο πολλάκις η δικαιοσύνη φαίνεται ότι
+είναι η ανωτέρα από όλας τας αρετάς, και ούτε ο έσπερος ούτε ο
+αυγερινός αξίζει να θαυμάζεται τόσον πολύ. Και ως παροιμίαν λέγομεν:
+
+ Το δίκαιον έχει μέσα του κάθε αρετήν αντάμα.
+
+Και μάλιστα τελείαν αρετήν, διότι η δικαιοσύνη είναι εφαρμογή της
+τελείας αρετής. Είναι δε τελεία, διότι όστις έχει αυτήν, ημπορεί να
+χρησιμοποιήση την αρετήν του και απέναντι άλλου, και όχι μόνον διά
+τον εαυτόν του. Δηλαδή πολλοί άνθρωποι εις μεν τας ιδικάς των
+υποθέσεις ημπορούν να μεταχειρίζωνται την αρετήν, εις τας ξένας όμως
+δεν ημπορούν. Και διά τούτο φαίνεται ορθόν το απόφθεγμα του Βίαντος
+ότι, «η εξουσία δεικνύει τον χαρακτήρα εκάστου». Διότι ο άρχων
+συμπεριφέρεται τώρα πλέον προς ξένα πρόσωπα και ευρίσκεται εις
+επιμιξίαν με αυτά. Διά τον ίδιον δε τούτον λόγον η δικαιοσύνη
+φαίνεται ότι είναι και ξένον αγαθόν μόνη αυτή από όλας τας αρετάς,
+διότι περιστρέφεται προς τους ξένους. Δηλαδή χάριν άλλου εκτελεί τα
+συμφέροντα, ή άρχοντος ή μέλους της κοινωνίας. Και βεβαίως ο
+χειρότερος είναι ο μοχθηρός, ο οποίος εφαρμόζει την όλην μοχθηρίαν
+και εις τον εαυτόν του και εις τους φίλους του, δεν είναι όμως και
+αντιθέτως ο καλλίτερος όλων όστις εφαρμόζει εις τον εαυτόν του την
+αρετήν, αλλά όστις την εφαρμόζει εις άλλους. Διότι τούτο είναι
+δύσκολον έργον.
+
+Αυτό το είδος λοιπόν της δικαιοσύνης δεν είναι μέρος της αρετής,
+αλλά ολόκληρος η αρετή, ούτε η αντίθετος κακία, δηλαδή η αδικία,
+είναι μέρος της κακίας, αλλά ολόκληρος η κακία. Εις τι όμως διαφέρει
+η ολόκληρος αρετή και αυτό το είδος της δικαιοσύνης, είναι φανερόν
+από όσα είπαμεν. Δηλαδή και αι δύο είναι το ίδιον, δεν υπάρχουν όμως
+ομοίως, αλλά η μεν αναφερομένη προς άλλον είναι δικαιοσύνη, η δε
+ομοία διάθεσις απολύτως είναι αρετή.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
+
+
+
+&Το μερικόν μέρος της δικαιοσύνης είναι μέρος της αρετής.& — Ημείς
+όμως ζητούμεν βεβαίως το άλλο είδος της δικαιοσύνης, το οποίον
+αντιστοιχεί εις την μερικήν αρετήν. Και βεβαίως υπάρχει κάποια
+τοιαύτη δικαιοσύνη καθώς είπαμεν. Επίσης δε εξετάζομεν το μερικόν
+είδος της αδικίας. Ότι δε υπάρχει τούτο, αποδεικνύεται από το εξής.
+Δηλαδή όστις ενεργεί συμφώνως προς τας άλλας κακίας κάμνει μεν
+αδικίαν, δεν κερδίζει όμως τίποτε• λόγου χάριν όστις έρριψε την
+ασπίδα του από την δειλίαν του, ή ύβρισε από την βαναυσότητα του, ή
+δεν εβοήθησε με χρήματα από την φιλαργυρίαν του. Όταν όμως είναι
+πλεονέκτης, δεν ενεργεί πολλάκις συμφώνως με καμμίαν από αυτάς, αλλ'
+ούτε και με όλας μαζί, αλλά συμφώνως με κάποιαν ιδιαιτέραν κακίαν —
+αφού βεβαίως τον κατακρίνομεν — δηλαδή συμφώνως με την αδικίαν.
+Επομένως υπάρχει βεβαίως κάποιον άλλο είδος αδικίας ως μέρος της
+ακεραίας, και υπάρχει κάποιον ειδικόν άδικον ως μέρος του ακεραίου
+αδίκου του εκ παραβάσεως των νόμων. Έπειτα, εάν ο είς μοιχεύη χάριν
+κέρδους και πλην της πράξεως λαμβάνη και χρήμα, ο άλλος όμως δίδη
+και ζημιόνεται χάριν της επιθυμίας του, αυτός μεν εδώ ημπορεί να
+θεωρηθή μάλλον ακόλαστος παρά πλεονέκτης, εκείνος όμως άδικος, και
+όχι ακόλαστος. Διότι είναι φανερόν ότι μοιχεύει χάριν κέρδους.
+Έπειτα ως προς όλα τα άλλα αδικήματα πάντοτε ημπορούμεν να τα
+αποδώσωμεν εις μίαν κακίαν λόγου χάριν την μοιχείαν εις την
+ακολασίαν, την εγκατάλειψιν του συστρατιώτου εις την δειλίαν, το
+ξυλοκόπημα εις την οργήν. Την κερδοσκοπίαν όμως δεν έχομεν να την
+αποδώσωμεν εις καμμίαν άλλην ειδικήν κακίαν παρά εις την αδικίαν.
+Ώστε φανερόν πλέον είναι ότι υπάρχει κάποιον άλλο μερικόν είδος της
+αδικίας εκτός της γενικής, με το ίδιον όνομα, διότι ο όρος αυτός
+εφαρμόζεται εις το ίδιον γένος. Δηλαδή και αι δύο ενεργούν εν σχέσει
+προς άλλον, με την διαφοράν ότι η μεν πρώτη περιστρέφεται εις την
+τιμήν ή τα χρήματα ή την διάσωσιν, ή εις όλα ομού, αν ήτο δυνατόν να
+τα συμπεριλάβωμεν όλα με έν όνομα, και γίνεται χάριν της ηδονής του
+κέρδους, η δε άλλη περιστρέφεται εις όλα όσα και ο σπουδαίος.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
+
+
+
+&Το γενικόν είδος της δικαιοσύνης αντιστοιχεί προς το νόμιμον, το δε
+μερικόν προς το ίσον.& — Ότι λοιπόν υπάρχουν δικαιοσύναι
+περισσότεραι της μιας και ότι υπάρχει και μία άλλη παράλληλος της
+ακεραίας αρετής, έγινε φανερόν. Τόρα όμως πρέπει να ιδούμεν ποία
+είναι αυτή και ποίου είδους. Ωρίσθη λοιπόν ότι άδικον είναι το
+παράνομον και το άνισον, δίκαιον δε το νόμιμον και το ίσον. Και
+λοιπόν το προηγούμενον είδος της αδικίας αντιστοιχεί προς το
+παράνομον. Αφού όμως το άνισον και το παράνομον δεν είναι το ίδιον,
+αλλά διαφέρει καθώς το μέρος προς το όλον — διότι ολόκληρον μεν τα
+άνισον είναι παράνομον, όχι όμως και ολόκληρον το άνισον — , έπεται
+ότι και το άδικον και η αδικία δεν είναι το ίδιον με εκείνα αλλά
+διάφορα από εκείνα, άλλα μεν ως μέρη, άλλα δε ως ακέραια — Δηλαδή
+αυτό το είδος της αδικίας είναι μέρος της ακεραίας αδικίας, ομοίως
+δε και αυτό το είδος της δικαιοσύνης από την ακεραίαν δικαιοσύνην —
+. Επομένως πρέπει να ομιλήσωμεν και περί της μερικής δικαιοσύνης και
+περί της μερικής αδικίας, επίσης δε και περί του αναλόγου δικαίου
+και του αδίκου. Και λοιπόν την μεν δικαιοσύνην και αδικίαν, η οποία
+είναι παράλληλος προς ολόκληρον την αρετήν, και αποτελεί η μεν πρώτη
+χρησιμοποίησιν της ακεραίας αρετής απέναντι άλλου ατόμου, η δε
+δευτέρα χρησιμοποίησιν της κακίας, ας την αφήσωμεν.
+
+Ακόμη δε και το δίκαιον και άδικον το σύμφωνον με αυτάς είναι
+φανερόν πώς πρέπει να ορισθή. — Διότι σχεδόν τα περισσότερα νόμιμα
+είναι όσα εκτελούνται από την συνολικήν αρετήν. Διότι σύμφωνα με
+εκάστην αρετήν διατάσσει ο νόμος να ζώμεν και σύμφωνα με εκάστην
+κακίαν μας απαγορεύει να ζώμεν. Τα δε μέσα τα οποία εποικοδομούν την
+συνολικήν αρετήν, είναι από τα νόμιμα όσα ενομοθετήθησαν διά την
+εκπαίδευσιν ως προς το κοινόν. Περί δε της ατομικής εκπαιδεύσεως, η
+οποία καθιστά έκαστον απλώς αγαθόν, αν αυτή ανήκη εις την πολιτικήν
+επιστήμην ή εις καμμίαν άλλην, πρέπει να ορισθή κατόπιν {30}. Διότι
+ίσως δεν είναι το ίδιον πράγμα εις όλα ο αγαθός ανήρ και ο αγαθός
+πολίτης.
+
+&Το μερικόν είδος της δικαιοσύνης είναι διανεμητικόν και
+επανορθωτικόν.& — Της δε μερικής δικαιοσύνης και του συμφώνου προς
+αυτήν δικαίου το έν μεν είδος είναι το σχετικόν με την διανομήν
+τιμής ή χρημάτων, ή των άλλων πραγμάτων όσα ημπορούν να μοιρασθούν
+μεταξύ των μελών της πολιτείας — διότι εις αυτά περιστρέφεται το
+άνισον και το ίσον μεταξύ δύο ατόμων — , το δε άλλο είδος είναι το
+επανορθωτικόν εις τας συναλλαγάς. Τούτου δε υπάρχουν δύο μέρη. Διότι
+αι συναλλαγαί άλλαι μεν είναι εκούσιαι, άλλαι δε ακούσιαι. Και
+εκούσιαι μεν είναι αι εξής. Λόγου χάριν η πώλησις, η αγορά, ο
+δανεισμός, η εγγύησις, η χρησιμοποίησις, η παρακαταθήκη, η μίσθωσις
+— , λέγονται δε εκούσιαι, διότι η αρχή αυτών των συναλλαγών είναι
+εκουσία — . Από δε τας ακουσίας άλλαι μεν είναι λαθρεμπορικαί, καθώς
+λόγου χάριν η κλοπή, η μοιχεία, η δηλητηρίασις, η προαγωγεία, το
+ξελόγιασμα των δούλων, η δολοφονία, η ψευδομαρτυρία, άλλαι δε είναι
+βίαιαι, καθώς η κακοποίησις, τα δεσμά, ο θάνατος, η αρπαγή, η
+κολόβωσις, η συκοφαντία, η προσβολή.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'.
+
+
+
+&Διανεμητικόν δίκαιον.& — Αφού δε ο άδικος είναι και άνισος και το
+άδικον άνισον, είναι φανερόν ότι υπάρχει και κάποιον μέσον μεταξύ
+των ανίσων. Τούτο δε είναι το ίσον. Όσαι δε πράξεις επιδέχονται το
+περισσότερον και ολιγώτερον, επιδέχονται και το ίσον. Αφού λοιπόν το
+άδικον είναι άνισον, έπεται ότι και το δίκαιον είναι ίσον. Το οποίον
+και χωρίς εξήγησιν το εννοεί ο καθείς. Αφού δε το ίσον είναι μέσον,
+φαίνεται ότι το δίκαιον είναι κάποιον μέσον. Εφαρμόζεται δε το ίσον
+τουλάχιστον μεταξύ δύο ατόμων. Επομένως το δίκαιον είναι μέσον και
+ίσον και ως προς κάτι και ως προς κάποιον. Και μέσον μεν είναι εν
+σχέσει προς δύο άλλα — αυτά δε είναι το περισσότερον και το
+ολιγώτερον — δίκαιον δε εν σχέσει προς δύο πρόσωπα. Κατ' ανάγκην
+λοιπόν το δίκαιον εφαρμόζεται τουλάχιστον μεταξύ τεσσάρων όρων.
+Διότι και τα πρόσωπα μεταξύ των οποίων εφαρμόζεται είναι δύο και τα
+πράγματα εις τα οποία περιστρέφεται είναι δύο. Και θα υπάρξη η ιδία
+ισότης και μεταξύ των προσώπων και μεταξύ των πραγμάτων. Δηλαδή
+οποίαν σχέσιν έχουν τα πρόσωπα την αυτήν σχέσιν θα έχουν και τα
+πράγματα. Διότι, εάν είναι άνισα, δεν θα έχουν ίσα. Αλλά από τούτο
+προέρχονται αι φιλονικίαι και αι καταγγελίαι, όταν οι ίσοι δεν έχουν
+ίσα, ή όταν οι άνισοι έχουν και καρπούνται ίσα. Έπειτα τούτο
+φαίνεται και από το σύμφωνον με την αξίαν. Δηλαδή όλοι ομολογούν
+ότι, οσάκις γίνεται διανομή, το δίκαιον πρέπει να κρίνεται αναλόγως
+κάποιας αξίας εκάστου, αυτήν όμως την αξίαν δεν την θεωρούν όλοι ως
+την ιδίαν, αλλά οι μεν δημοκρατικοί ως ελευθερίαν, οι δε ολιγαρχικοί
+ως πλούτον, μερικοί δε από αυτούς ως ευγένειαν, και οι
+αριστοκρατικοί ως αρετήν.
+
+&Το αναλογικόν δίκαιον.& — Επομένως το δίκαιον είναι κάτι τι
+ανάλογον. Το δε ανάλογον δεν είναι ιδιότης μόνον ενός μοναδικού
+αριθμού, αλλά γενικώς ιδιότης των αριθμών. Διότι η αναλογία είναι
+ισότης λόγων και έχει τουλάχιστον τέσσαρας όρους. Και ότι μεν η
+χωρισμένη αναλογία έχει τέσσαρας όρους είναι σαφές, το ίδιον όμως
+συμβαίνει και εις την συνεχή. Διότι τον ένα τον μεταχειρίζεται ως
+δύο και τον λέγει δύο φοράς• λόγου χάριν ως το α προς το β, ομοίως
+το β προς το γ. Λοιπόν δύο φοράς ελέχθη η αναλογία του β. Επομένως,
+εάν το β γραφή δύο φοράς, θα έχωμεν τέσσαρας όρους της αναλογίας.
+Και το δίκαιον δε περιστρέφεται τουλάχιστον εις τέσσαρας όρους και ο
+λόγος είναι ο ίδιος. Διότι διαιρούνται ομοίως τα πρόσωπα και τα
+πράγματα. Επομένως καθώς είναι ο α όρος προς τον β ομοίως θα είναι
+και ο γ προς τον δ και εναλλάξ λοιπόν, ως ο α προς τον γ, ομοίως ο β
+προς τον δ. Ώστε και το όλον των προσώπων προς το όλον των πραγμάτων
+(δηλαδή α+γ: β+δ=α: β ή γ: δ). Αυτόν δε τον συνδυασμόν τον εκτελεί η
+διανομή, και αν προστεθούν ούτω πως, είναι δίκαιος ο συνδυασμός.
+Επομένως η σύνδεσις του όρου α προς τον γ και του β προς τον δ
+αποτελεί το δίκαιον της διανομής, και αυτά το δίκαιον είναι το
+μέσον, δηλαδή το αναλογικόν. Διότι το ανάλογον είναι μέσον, τα δε
+δίκαιον είναι ανάλογον. Αυτήν δε την αναλογίαν οι μαθηματικοί την
+ονομάζουν γεωμετρικήν. Διότι εις την γεωμετρικήν αναλογίαν το όλον
+έχει τον αυτόν λόγον προς το όλον, ον λόγον έχει έκαστον από τα μέλη
+της προς το άλλο. Αυτή όμως η αναλογία δεν είναι συνεχής, διότι δεν
+ημπορεί να είναι ο ίδιος αριθμός του προσώπου και του πράγματος. Και
+λοιπόν δίκαιον μεν καθώς είπαμεν είναι αυτό το ανάλογον. Άδικον όμως
+είναι το δυσανάλογον. Διότι το μεν έν γίνεται περισσότερον, το δε
+άλλο ολιγώτερον, καθώς συμβαίνει εις τα έργα. Δηλαδή όστις μεν
+αδικεί λαμβάνει περισσότερον, όστις δε αδικείται λαμβάνει
+ολιγώτερον. Προκειμένου δε περί διανομής του κακού γίνεται το
+αντίστροφον. Διότι τον τόπον του αγαθού επέχει τόρα το ολιγώτερον
+κακόν απέναντι του μεγαλιτέρου κακού.
+
+Δηλαδή το ολιγώτερον κακόν είναι περισσότερον προτιμητέον από το
+μεγαλίτερον, το δε προτιμητέον είναι αγαθόν, και πάλιν το
+περισσότερον προτιμητέον είναι μεγαλίτερον αγαθόν. Αυτό λοιπόν είναι
+το έν είδος του δικαίου.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.
+
+
+
+
+&Το επανορθωτικόν δίκαιον.& — Το δε άλλο δίκαιον είναι το
+επανορθωτικόν, το οποίον περιστρέφεται εις τας συναλλαγάς, και τας
+εκουσίας και τας ακουσίας. Αυτά δε το δίκαιον έχει διάφορον όψιν από
+το προηγούμενον. Διότι το μεν διανεμητικόν δίκαιον των κοινών
+γίνεται πάντοτε συμφώνως με την αναλογίαν που είπαμεν — Δηλαδή και
+όταν από τα κοινά χρήματα γίνεται η διανομή, θα συμβή με την
+αναλογίαν με την οποίαν έγιναν αι εισφοραί. Και πάλιν το άδικον, το
+οποίον αντιτίθεται εις αυτό το είδος του δικαίου, περιστρέφεται εις
+την δυσαναλογίαν. Το δε δίκαιον των συναλλαγών είναι μεν κάποιον
+ίσον, καθώς και το άδικον αυτών είναι άνισον, δεν είναι όμως
+σύμφωνον με την αναλογίαν εκείνην αλλά με την αριθμητικήν. Διότι δεν
+έχει καμμίαν διαφοράν αν ο ανώτερος εσφετερίσθη από τον μηδαμινόν, ή
+ο μηδαμινός από τον ανώτερον, ούτε αν ο μοιχός είναι ανώτερος ή
+μηδαμινός. Αλλά ο νόμος απέναντι της βλάβης προσέχει μόνον εις την
+φιλονικίαν των, και τους μεταχειρίζεται ως ίσους, και ερωτά μόνον αν
+ο είς αδικεί και ο άλλος αδικείται, και αν ο είς έβλαψε και ο άλλος
+εβλάφθη, ώστε το άδικον τούτο, επειδή είναι άνισον, προσπαθεί ο
+δικαστής να το εξισώση. Διότι, και όταν ο είς κτυπηθή και ο άλλος
+κτυπήση, ή μάλλον όταν ο είς φονεύση και ο άλλος φονευθή, είναι
+διηρημένα εις δύο άνισα μέρη το πάθημα και η πράξις. Εκείνος όμως
+προσπαθεί με την ποινήν να τα εξισώση και αφαιρεί από το κέρδος.
+Διότι το κέρδος ημπορεί γενικώς να εφαρμοσθή εις τα τοιαύτα, και αν
+δεν είναι συνηθισμένος όρος εις μερικά, λόγου χάριν εις εκείνον ο
+οποίος εκτύπησε, καθώς και η ζημία εις τον παθόντα. Προ πάντων όμως
+βεβαίως όταν μετρηθή το πάθημα, τότε αυτό μεν ονομάζεται ζημία, το
+δε άλλο κέρδος.
+
+Ώστε από μεν το περισσότερον και ολιγώτερον το ίσον είναι μέσον. Το
+κέρδος όμως και η ζημία είναι αντιθέτως μεταξύ των περισσότερον ή
+ολιγώτερον δηλαδή το περισσότερον αγαθόν και το ολιγώτερον κακόν
+είναι κέρδος, ενώ αντιθέτως το ολιγώτερον αγαθόν και το περισσότερον
+κακόν είναι ζημία. Τούτων δε το μέσον είναι το ίσον, το οποίον
+ονομάζομεν δίκαιον. Επομένως το επανορθωτικόν δίκαιον είναι το μέσον
+της ζημίας και του κέρδους. Και διά τούτο, όταν το διαφιλονικούν,
+καταφεύγουν εις τον δικαστήν. Η δε καταφυγή εις τον δικαστήν
+σημαίνει καταφυγήν εις το δίκαιον. Διότι ο δικαστής είναι κυρίως
+έμψυχον δίκαιον. Και διά τούτο ζητούν δικαστήν μέσον, και τους
+ονομάζουν αυτούς μερικοί μεσοδίκους, διότι φρονούν, ότι, όταν
+επιτύχουν το μέσον, θα εύρουν το δίκαιόν των. Επομένως το δίκαιον
+είναι κάπως μέσον, αφ' ου τοιούτος είναι και ο δικαστής. Ο δε
+δικαστής επαναφέρει την εξίσωσιν, και, καθώς εις μίαν γραμμήν η
+οποία εκόπη εις άνισα μέρη, αφαιρεί από το μεγαλίτερον τμήμα το
+ποσόν κατά το οποίον αυτό είναι μεγαλίτερον από το ήμισυ, και το
+προσθέτει εις το μικρότερον.
+
+Όταν δε το όλον χωρισθή εις δύο ίσα, τότε λέγουν ότι επήραν το
+ιδικόν των, εάν λάβουν το ίσον. Το δε ίσον είναι το μέσον του
+μεγαλιτέρου και μικροτέρου κατά την αριθμητικήν αναλογίαν. Και δι'
+αυτό ονομάζεται δίκαιον, διότι διχάζει, και είναι ως να το λέγωμεν
+δίχαιον, και τον δικαστήν διχαστήν. Διότι, όταν από δύο ίσα αφαιρεθή
+από το έν κάποιον ποσόν και τούτο προστεθή εις το άλλο, τότε το
+δεύτερον γίνεται περισσότερον από το πρώτον κατά το διπλάσιον του
+προστεθέντος. Διότι, εάν εγίνετο μόνον αφαίρεσις από το πρώτον,
+χωρίς όμως να προστεθή εις το δεύτερον, τότε τούτο το δεύτερον θα
+ήτο περισσότερον κατά το απλούν. Επομένως τόρα είναι περισσότερον
+μίαν μεν φοράν κατά την διαφοράν από το μέσον, και μίαν φοράν κατά
+το αφαιρεθέν από το πρώτον. Επομένως από αυτό θα εννοήσωμεν πόσον
+πρέπει να αφαιρέσωμεν από τον λαβόντα περισσότερον και να τα
+προσθέσωμεν εις τον έχοντα το ολιγώτερον. Δηλαδή το ποσόν, κατά το
+οποίον είναι ανώτερον το μέσον, πρέπει να τo προσθέσωμεν εις τον
+έχοντα το ολιγώτερον, και το ποσόν, κατά το οποίον είναι κατώτερον
+το μέσον, πρέπει να το αφαιρέσωμεν από τον μεγαλίτερον ποσόν {31}.
+
+Ας υποθέσωμεν ίσας προς αλλήλας τας γραμμάς αα ββ γγ.
+
+ α_______________α
+ ε
+ β_______________β
+ ____γ_______________γ
+ δ ζ
+
+Από την αα αφαιρούμεν το αε και το προσθέτομεν εις την γγ, ως γδ,
+ώστε η όλη γραμμή δγγ να είναι μεγαλιτέρα από την εα κατά το γδ και
+γζ. Τότε έπεται ότι είναι μεγαλιτέρα από την ββ κατά το γδ.
+
+Προήλθαν δε αυτά τα ονόματα, δηλαδή η ζημία και το κέρδος, από την
+εκουσίαν συναλλαγήν. Διότι το να έχη κανείς περισσότερα από ό,τι
+είχε εξ αρχής λέγεται κέρδος, ενώ το να έχη ολιγώτερα από ό,τι είχε
+εξ αρχής λέγεται ζημία• λόγου χάριν εις την αγοράν και εις την
+πώλησιν και εις όσα ο νόμος δίδει την άδειαν. Όταν όμως δεν έχουν
+ούτε περισσότερα ούτε ολιγώτερα, επήραν πίσω τα λεπτά των, και τότε
+λέγουν ότι έχουν τα ιδικά των και ούτε ζημιόνονται ούτε κερδίζουν.
+Ώστε το δίκαιον επί εκουσίων συναλλαγών είναι μέσον μεταξύ κάποιου
+κέρδους και κάποιας ζημίας, δηλαδή να έχη κανείς ίσα και
+προηγουμένως και κατόπιν.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'.
+
+
+
+&Τα αντίποινα.& — Μερικοί δε νομίζουν ότι και τα αντίποινα {32}
+είναι απόλυτον δίκαιον, καθώς το έλεγαν οι Πυθαγόρειοι. Δηλαδή αυτοί
+ώριζαν απολύτως ως δίκαιον τα αντίποινα. Αλλά τα αντίποινα δεν
+εφαρμόζονται ούτε εις το διανεμητικόν δίκαιον, ούτε εις το
+διορθωτικόν — μολονότι ως τοιούτον θεωρούν και το δίκαιον του
+Ραδαμάνθυος:
+
+ Αν βρη κανείς ό,τι έκαμε, το δίκαιον απεδόθη.
+
+Διότι εις πολλά δεν συμφωνεί• λόγου χάριν, εάν είναι εις την
+εξουσίαν και εκτύπησε κάποιον, δεν πρέπει να λάβη αντίποινα του
+κτυπήματος, εάν δε εκτύπησε άρχοντα, δεν πρέπει μόνον να κτυπηθή εξ
+ίσου, αλλά και να τιμωρηθή. Έπειτα το εκούσιον έχει μεγάλην διαφοράν
+από το ακούσιον. Αλλά εις τας ανταλλακτικάς επιμιξίας βεβαίως ισχύει
+το δίκαιον αυτό των αντιποίνων, κατ' αναλογίαν όμως και όχι κατ'
+ισότητα. Διότι με την απόδοσιν αναλόγων αντιποίνων συγκρατείται η
+πόλις. Δηλαδή ή ζητούν την απόδοσιν του κακού — διότι, αν δεν
+ανταποδώσουν τούτο, φαίνεται ως υπόδουλος η θέσις των — , ή την
+ανταπόδοσιν του καλού. Εάν δε τούτο δεν ανταποδοθή, δεν γίνεται
+συναλλαγή, και με την συναλλαγήν συγκρατούνται αι πόλεις. Διά τούτο
+και ο ναός των Χαρίτων κτίζεται μέσα εις τας οδούς, διά να υπάρχη
+ανταπόδοσις. Διότι αυτή είναι ιδιότης της χάριτος. Δηλαδή είναι
+ανάγκη να ανταποδώσης τα ίσα εις εκείνον ο όποιος σου έκαμε χάριν,
+και πάλιν αυτός να κάμη αρχήν νέου χαρισμού.
+
+Αναλογική ανταπόδοσις. — Παράγεται δε η αναλογική ανταπόδοσις από
+την κατά διάμετρον σύζευξιν {33}. Λόγου χάριν ας υποθέσωμεν ότι το α
+είναι είς οικοδόμος, το β είς υποδηματοποιός, το γ οικία και το δ
+υπόδημα. Και τόρα πρόκειται να λάβη ο οικοδόμος από τον
+υποδηματοποιόν το προϊόν εκείνου, και ο ίδιος να δώση ως αντάλλαγμα
+το ιδικόν του προϊόν. Εάν λοιπόν υπάρξη πρώτον το αναλογικόν ίσον,
+έπειτα δε ακολουθήσουν τα αντίποινα, τότε έχομεν αυτό περί του
+οποίου ομιλούμεν. Αλλέως όμως δεν υπάρχει ίσον εις την συναλλαγήν,
+ουδέ μόνιμος κατάστασις. Διότι δεν υπάρχει κανέν εμπόδιον διά να μη
+είναι το προϊόν του ενός καλλίτερον από του άλλου. Αυτά λοιπόν
+πρέπει να εξισωθούν. Τούτο δε συμβαίνει και εις τας άλλας τέχνας.
+Δηλαδή αύται θα κατεστρέφοντο, εάν εκείνο το οποίον κάμνει το
+ενεργητικόν και όσον κάμνει και ό,τι είδους κάμνει, δεν πάθη το
+ίδιον το παθητικόν και τόσον και τοιούτου είδους. Λόγου χάριν δεν
+γίνεται επιμιξία από δύο ιατρούς, αλλά από ιατρόν και γεωργόν και
+γενικώς από διαφόρους και ανίσους. Αυτοί όμως πρέπει να εξισωθούν.
+Και διά τούτο όλα τα πράγματα, εις τα οποία περιστρέφεται η
+συναλλαγή, πρέπει κάπως να είναι κατά συμφωνίαν.
+
+&Νόμισμα.& — Δι' αυτόν τον σκοπόν εφευρέθη το νόμισμα και τούτο
+είναι ένα είδος μέσον. Διότι αυτό όλα τα μετρά, επομένως και την
+υπεροχήν και την έλλειψιν, δηλαδή ευρίσκει πόσα υποδήματα
+ισοφαρίζουν με μίαν οικίαν ή μίαν προμήθειαν. Επομένως οποίαν
+αναλογίαν έχει ο οικοδόμος προς τον υποδηματοποιόν, τόσα ακριβώς και
+υποδήματα πρέπει να αναλογούν προς μίαν οικίαν ή προμήθειαν. Διότι,
+αν δεν υπάρξη τούτο, τότε δεν ημπορεί να γίνη ούτε συναλλαγή ούτε
+επιμιξία. Αυτό δε δεν ημπορεί να υπάρξη, εάν δεν γίνουν με κάποιον
+τρόπον ίσα τα προϊόντα. Επομένως είναι ανάγκη όλα να μετρούνται με
+έν ωρισμένον μέτρον, καθώς είπαμεν προηγουμένως. Τούτο δε κυρίως μεν
+είναι η ανάγκη, η οποία κυριαρχεί εις όλα. Διότι, εάν δεν έχουν
+καμμίαν ανάγκην, ή αν δεν έχουν ομοίαν ανάγκην, δεν ημπορεί να γίνη
+συναλλαγή, ή τουλάχιστον δεν ημπορεί να γίνη ομοία. Και λοιπόν το
+νόμισμα ευρέθη κατά συνθήκην ως άλλη υποκατάστασις της ανάγκης.
+
+Και δι' αυτό φέρει το όνομα νόμισμα, διότι δεν υπάρχει εκ φύσεως,
+αλλά κατά νόμον, και είναι εις την εξουσίαν μας να το μεταβάλωμεν
+και να το καταστήσωμεν άχρηστον. Και λοιπόν θα υπάρξουν τα
+αντίποινα, όταν γίνη εξίσωσις, ώστε οποίον λόγον έχει ο γεωργός προς
+τον υποδηματοποιόν, τον αυτόν λόγον πρέπει να έχη το προϊόν του
+υποδηματοποιού προς το προϊόν του γεωργού.
+
+Δεν πρέπει δε να φέρωμεν τους όρους εις σχήμα αναλογίας, εάν
+ανταλλάξουν τα προϊόντα, αλλά εάν λάβουν τα ιδικά των. Διότι αλλέως
+το έν από τα δύο άκρα θα έχη και τα δύο υπέροχα ποσά. Και κατ' αυτόν
+τον τρόπον γίνονται ίσοι και συναλλακτικοί, διότι είναι δυνατόν να
+αποκατασταθή εις αυτούς αυτή η ισότης, λόγου χάριν ο γεωργός να
+είναι α, η προμήθεια γ, ο υποδηματοποιός β και το εξισωθέν προϊόν
+του δ. Εάν δε δεν ήτο δυνατόν κατ' αυτόν τον τρόπον να δοθούν τα
+αντίποινα, δεν θα ήτο δυνατόν να γίνη επιμιξία. Το ότι δε η ανάγκη
+συγκρατεί την κοινωνίαν ως να είναι έν κοινόν μέτρον, φαίνεται εκ
+τούτου, ότι, όταν δεν έχη ο είς την ανάγκην του άλλου, δεν
+συναλλάσσονται, παρά μόνον όταν το προϊόν, το οποίον έχει κάποιος,
+το χρειάζεται άλλος. Λόγου χάριν ο είς δίδει οίνον, και ο άλλος
+προσφέρει σίτον. Τούτο δε πρέπει να εξισωθή. Χάριν δε της συναλλαγής
+του μέλλοντος, εάν τόρα ο άλλος δεν έχη ανάγκην, έχομεν το νόμισμα
+ως εγγυητήν, περί του ότι θα έχωμεν το προϊόν εκείνο, όταν το
+χρειασθούμεν. Διότι όστις παρέχει το χρήμα, πρέπει να έχη το
+δικαίωμα να λάβη προϊόν. Αλλά βεβαίως και το χρήμα πάλιν υπόκειται
+εις το ίδια, διότι δεν έχει πάντοτε ίσην αξίαν. Οπωσδήποτε όμως
+είναι περισσότερον σταθερόν. Διά τούτο πρέπει να εκτιμηθούν όλα τα
+πράγματα. Διότι κατ' αυτόν τον τρόπον ημπορεί να υπάρχη πάντοτε
+συναλλαγή, και όταν υπάρχη συναλλαγή, υπάρχει επιμιξία. Και λοιπόν
+το νόμισμα, ως άλλο μέτρον, το κάμνει συμμετρικά και το εξισόνει.
+Διότι ούτε χωρίς συναλλαγήν ημπορεί να υπάρξη επιμιξία, ούτε
+συναλλαγή χωρίς ισότητα, ούτε ισότης χωρίς συμμετρίαν. Και λοιπόν με
+ακρίβειαν είναι αδύνατον να γίνουν σύμμετρα το τόσον διαφορετικά
+πράγματα, συμφώνως όμως με την ανάγκην είναι δυνατόν να γίνουν
+αρκετά σύμμετρα. Λοιπόν κάτι τι πρέπει να υπάρχη και αυτό κατά
+συνθήκην. Διά τούτο ονομάζεται νόμισμα. Δηλαδή αυτό καθιστά όλα
+σύμμετρα. Διότι όλα μετρούνται με το νόμισμα• έστω καθ' υπόθεσιν μία
+οικία=α, δέκα μναι=β, και μία κλίνη=γ. Και λοιπόν τα α είναι το
+ήμισυ του β, εάν η οικία έχη αξίαν πέντε μνων. Εάν δε η κλίνη γ
+είναι το δέκατον του β, είναι φανερόν πόσαι κλίναι είναι το ίσον
+μιας οικίας, δηλαδή πέντε, ότι δε ούτω πως εγίνετο η συναλλαγή πριν
+ευρεθή το νόμισμα, είναι φανερόν. Διότι δεν έχουν καμμίαν διαφοράν
+απέναντι της οικίας είτε πέντε κλίναι είτε το αντίτιμον των πέντε
+κλινών.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'.
+
+
+
+&Η δικαιοσύνη δεν είναι ομοία μεσότης, ως αι άλλαι αρεταί.& — Και
+λοιπόν τι είναι το άδικον, και τι είναι το δίκαιον, το είπαμεν, αφού
+δε ωρίσθησαν αυτά, είναι φανερόν ότι η δικαία πράξις είναι εις το
+μέσον του να αδικούμεν και να αδικούμεθα. Διότι εκείνο μεν σημαίνει
+να λάβωμεν περισσότερον, τούτο δε ολιγώτερον από ό,τι πρέπει. Η δε
+δικαιοσύνη είναι κάποια μεσότης, όχι όμως κατά τον ίδιον τρόπον με
+τας άλλας αρετάς, αλλά απλώς διότι περιστρέφεται εις το μέσον, ενώ η
+αδικία αποτελεί τας δύο ακρότητας αυτής. Και δικαιοσύνη μεν είναι η
+διάθεσις κατά την οποίαν ο δίκαιος λέγεται επιδεκτικός να εκτελή το
+δίκαιον κατά προαίρεσιν, και να το διανέμη και μεταξύ εαυτού και
+ενός άλλου, και μεταξύ δύο άλλων, όχι εις τρόπον ώστε από το
+ωφέλιμον να δώση το περισσότερον εις τον εαυτόν του και ολιγώτερον
+εις τον πλησίον, από δε το βλαβερόν αντιστρόφως, αλλά το αναλογικόν
+ίσον, ομοίως δε και μεταξύ δύο άλλων. Η δε αδικία αντιθέτως είναι
+επιτήδεια να εκτελή το άδικον. Τούτο δε είναι υπερβολή και έλλειψις
+του ωφελίμου ή του βλαβερού έξω από την αναλογίαν. Διά τούτο η
+αδικία είναι υπερβολή και έλλειψις, διότι περιστρέφεται εις τα
+υπερβολικά και ελλιπή. Και μάλιστα διά τον ίδιον μεν τον άδικον
+είναι υπερβολή του απολύτως ωφελίμου, και έλλειψις του βλαβερού. Διά
+τους άλλους όμως κατά τα άλλα μεν είναι το ίδιον, κατά δε την
+δυσαναλογίαν είναι όπως τύχη. Από το άδικον απόκτημα πάλιν το
+ολιγώτερον μεν μέρος είναι η παθητική αδικία, το δε περισσότερον η
+ενεργητική.
+
+Και λοιπόν περί της δικαιοσύνης και αδικίας, οποία είναι η φύσις
+εκάστης από τας δύο, ας θεωρήσωμεν ορθόν τον τρόπον καθ' ον τα
+εξετάσαμεν, ομοίως δε και περί του δικαίου και αδίκου εν γένει.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι’.
+
+
+
+&Η Άδικος πράξις δεν είναι πάντοτε αδικία.& — Αλλά αφού συμβαίνει να
+αδική κάποιος χωρίς ακόμη διά τούτο να είναι άδικος {34},ερωτώμεν
+ποία αδικήματα όταν εκτελέση κανείς, είναι πλέον άδικος εις έκαστον
+είδος αδικίας, λόγου χάριν κλέπτης ή μοιχός, ή ληστής; Ή νομίζει
+κανείς ότι δεν έχει καμμίαν διαφοράν; Βεβαίως έχει, διότι είναι
+δυνατόν να συνουσιασθή με γυναίκα, ενώ γνωρίζει ποία είναι αυτή, όχι
+όμως λόγω προαιρέσεως αλλά λόγω του πάθους. Τότε λοιπόν κάμνει μεν
+αδικίαν, δεν είναι όμως άδικος, και καθώς δεν είναι κλέπτης υπό
+τοιαύτας συνθήκας και όμως έκλεψε, ομοίως δεν είναι μοιχός και όμως
+εμοίχευσε. Το ίδιον δε συμβαίνει και εις τα άλλα.
+
+&Πολιτικόν δίκαιον.& — Και λοιπόν ποία μεν είναι η σχέσις των
+αντιποίνων προς το δίκαιον ελέχθη προηγουμένως. Δεν πρέπει όμως να
+μας διαφύγη ότι αυτό το οποίον εξετάζομεν είναι το απλώς δίκαιον και
+το πολιτικόν δίκαιον. Το τελευταίον τούτο όμως περιστρέφεται εις
+εκείνους όσοι έχουν επιμιξίαν του βίου είτε ως ελεύθεροι και ίσοι,
+είτε κατ' αναλογίαν ή συμφώνως με τον αριθμόν των, ώστε να έχουν
+αυτάρκειαν. Επομένως όσοι δεν έχουν αυτήν, δεν έχουν μεταξύ των το
+πολιτικόν δίκαιον, αλλά έν δίκαιον, το οποίον ομοιάζει το δίκαιον.
+Δηλαδή δίκαιον έχουν όσοι έχουν νόμον μεταξύ των ο δε νόμος
+περιστρέφεται εις όσα γίνεται αδικία. Διότι η δίκη είναι κρίσις του
+δικαίου και του αδίκου. Εις όσα λοιπόν υπάρχει αδικία, εις τα ίδια
+υπάρχει και η εκτέλεσις αδικίας, εις όσα δε υπάρχει εκτέλεσις
+αδικίας δεν υπάρχει πάντοτε αδικία. Τούτο δε συμβαίνει όταν κανείς
+κρατή διά τον εαυτόν του το περισσότερον από τα απλώς αγαθά, και το
+ολιγώτερον από τα απλώς κακά. Διά τούτο δεν αφίνομεν να είναι άρχων
+ο άνθρωπος, αλλά ο λόγος, διότι αυτάς κάμνει τούτο διά τον εαυτόν
+του και έτσι γίνεται τύραννος. Είναι δε ο άρχων φύλαξ του δικαίου,
+και αφού είναι φύλαξ του δικαίου, είναι και του ίσου. Επειδή δε
+φαίνεται ότι δεν μένει τίποτε περισσότερον διά τον εαυτόν του, αφού
+είναι δίκαιος — διότι δεν κρατεί διά τον εαυτόν του τίποτε
+περισσότερον από το απόλυτον αγαθόν, εάν δεν είναι ανάλογον — διά
+τούτο κοπιάζει χάριν άλλου. Και διά τούτο λέγουν ότι η δικαιοσύνη
+είναι ξένον αγαθόν, καθώς είπαμεν προηγουμένως. Επομένως πρέπει να
+του δοθή κάποιος μισθός, τοιούτος δε είναι η τιμή και το βραβείον.
+Εις όσους όμως αυτά δεν είναι αρκετή αμοιβή αυτοί γίνονται τύραννοι.
+
+&Οικογενειακόν δίκαιον.& — Το δε δεσποτικόν δίκαιον και το πατρικόν
+δεν είναι το ίδιον με αυτά, αλλά όμοιον. Διότι γενικώς δεν υπάρχει
+αδικία προς την ιδικήν μας ιδιοκτησίαν. Και βεβαίως ο δούλος είναι
+κτήμα μας καθώς και το τέκνον, πριν λάβη μίαν ωρισμένην ηλικίαν και
+αποχωρισθή, και είναι ωσάν μέλος ιδικόν μας. Τον εαυτόν του δε
+κανείς δεν αποφασίζει να τον βλάψη. Διά τούτο δεν υπάρχει αδικία
+προς τον εαυτόν μας. Επομένως ούτε άδικον ούτε πολιτικόν δίκαιον.
+Διότι τούτο είπαμεν ότι είναι σύμφωνον με τους νόμους, και εις όσα
+επλάσθη να επεμβαίνη ο νόμος. Τοιούτοι δε είναι εκείνοι, εις τους
+οποίους υπάρχει ισότης να εξουσιάζουν και να εξουσιάζωνται. Διά
+τούτο μάλλον απέναντι της γυναικός υπάρχει δίκαιον, παρά απέναντι
+των τέκνων και των κτημάτων. Διότι τούτο είναι το οικογενειακόν
+δίκαιον, το οποίον είναι διαφορετικόν από το πολιτικόν.
+
+&Φυσικόν και νομικόν δίκαιον.& — Από δε το πολιτικόν δίκαιον το έν
+μέρος είναι φυσικόν, το δε άλλο νομικόν. Και φυσικόν μεν είναι
+εκείνο, το οποίον έχει εις όλα τα έθνη την ιδίαν δύναμιν, και δεν
+είναι συμφώνως με την δοξασίαν ή όχι, νομικόν δε είναι εκείνο, το
+οποίον εξ αρχής μεν δεν έχει διαφοράν, αν γίνη ούτως ή άλλως, όταν
+όμως θεσπισθή, έχει διαφοράν, λόγου χάριν το να πληρώνωμεν ως λύτρα
+μίαν μναν, ή να θυσιάζωμεν αίγα και όχι πρόβατα, έπειτα δε όσα
+νομοθετούν διά διαφόρους περιπτώσεις, λόγου χάριν να κάμνουν θυσίας
+εις τον Βρασίδαν, και όλα όσα γίνονται με ψηφίσματα. Εις μερικούς δε
+φαίνονται όλα τα δίκαια ότι είναι του δευτέρου τούτου είδους, διότι
+το μεν εκ φύσεως είναι ακίνητον και εις όλα τα έθνη έχει την ιδίαν
+δύναμιν, καθώς λόγου χάριν το πυρ και εδώ καίει καθώς και εις την
+Περσίαν, ενώ τα δίκαια βλέπουν ότι μετακινούνται.
+
+Αυτό όμως δεν είναι καθώς το νομίζουν, αλλά υπάρχει περίπτωσις, καθ'
+ην μετακινείται και εκείνο. Και ίσως μεν εις την χορείαν των θεών
+δεν υπάρχει τίποτε μετακινητόν, εις ημάς όμως υπάρχει μεν και κάτι
+τι εκ φύσεως, όλα όμως είναι κινητά. Μολαταύτα άλλα μεν είναι κατά
+φύσιν, άλλα δε όχι. Ποίον όμως είναι κατά φύσιν από όσα είναι
+ενδεχόμενον να είναι και διαφορετικά, και ποίον δεν είναι κατά φύσιν
+αλλά κατά νόμον και συνθήκην, αφού και τα δύο είδη είναι κινητά,
+είναι εξ ίσου ευνόητον. Λόγου χάριν εκ φύσεως η δεξιά είναι ανωτέρα
+της αριστεράς, μολονότι είναι ενδεχόμενον και όλοι να γίνουν
+αμφιδέξιοι. Και εις όλα τα άλλα ημπορεί να εφαρμοσθή ο ίδιος
+ορισμός. Τα δε κατά συνθήκην και κατά το συμφέρον δίκαια ομοιάζουν
+προς τα μέτρα. Διότι δεν είναι εις όλα τα έθνη ίσα τα μέτρα των
+υγρών και των σιτηρών, αλλά με μεγαλίτερα αγοράζουν και με μικρότερα
+πωλούν. Ομοίως δε και τα μη φυσικά αλλά ανθρώπινα δίκαια δεν είναι
+τα ίδια εις όλα τα έθνη, αφού μάλιστα ουδέ τα πολιτεύματα είναι τα
+ίδια, αλλά μόνον έν πολίτευμα είναι το καλλίτερον εις όλα τα έθνη.
+
+Έκαστον όμως από τα δίκαια και νόμιμα έχει σχέσιν προς τας ατομικάς
+πράξεις καθώς το καθόλου προς τα μερικά. Διότι αι μεν πράξεις είναι
+πολλαί, εκείνα δε είναι έκαστον ανά έν. Διότι είναι γενικά.
+
+&Διαφορά μεταξύ αδίκου και αδικήματος, και αντιστρόφως.& — Έχουν δε
+διαφοράν το αδίκημα από το άδικον καθώς και το δικαίωμα {35} από το
+δίκαιον. Διότι το άδικον υπάρχει και συμφώνως με την φύσιν ή με την
+τάξιν, αυτό όμως το ίδιον αφού εκτελεσθή είναι αδίκημα, ενώ πριν να
+εκτελεσθή δεν ήτο ακόμη αδίκημα, αλλά άδικον. Ομοίως δε και το
+δικαίωμα — ονομάζεται δε μάλλον δικαιοπράγημα, διότι το δικαίωμα
+είναι η επανόρθωσις του αδικήματος. — Έν έκαστον δε από αυτά ποία
+είδη έχει και πόσα και εις ποία πράγματα περιστρέφεται θα το
+εξετάσωμεν αργότερα.
+
+Ενώ δε είναι δίκαια και άδικα αυτά που είπαμεν, αδικεί μεν κανείς
+και δικαιοπρακτεί, όταν τα εκτελή εκουσίως, όταν όμως τα εκτελή
+ακουσίως, τότε ούτε αδικεί ούτε δικαιοπρακτεί, αλλά μόνον κατά
+σύμπτωσιν. Διότι εκτελεί όσα είναι κατά σύμπτωσιν δίκαια ή άδικα.
+
+Και λοιπόν το αδίκημα και το δικαιοπράγημα ορίζεται από το εκούσιον
+ή ακούσιον. Δηλαδή, όταν είναι εκούσιον το αδίκημα, κατακρίνεται,
+συγχρόνως δε και είναι τότε αδίκημα. Επομένως θα υπάρχη και κάποιον,
+το οποίον είναι άδικον, αλλά ακόμη δεν έγινε αδίκημα, εάν δεν
+προστεθή και το εκούσιον. Ονομάζω δε εκούσιον μεν, καθώς είπαμεν και
+προηγουμένως, ό,τι εκτελεί κανείς από τα εξαρτώμενα από αυτόν εν
+γνώσει και όχι εν αγνοία ποίον είναι το αδίκημα, και με ποίον
+όργανον και διά ποίον λόγον λόγου χάριν ποίον κτυπά και με ποίον
+όργανον και διά ποίον λόγον. και το καθέν από αυτά όταν τα εκτελή
+όχι κατά σύμπτωσιν ούτε με την βίαν — καθώς λόγου χάριν εάν του πάρη
+κανείς το χέρι, διά να κτυπήση με αυτό έναν άλλον, τότε αυτός δεν
+κτυπά εκουσίως, διότι δεν εξαρτάται από αυτόν το κτύπημα. Είναι δε
+ενδεχόμενον ο κτυπώμενος να είναι και ο πατήρ του. Αυτός δε ότι μεν
+είναι κάποιος άνθρωπος αυτός ή κάποιος από τους παρευρισκομένους
+ενδεχόμενον να το γνωρίζη, ότι όμως είναι ο πατήρ του να μην το
+γνωρίζη. Ομοίως δε το τοιούτον ισχύει και διά τον λόγον και δι'
+ολόκληρον την πράξιν. Και λοιπόν το εν αγνοία ή όχι μεν εν αγνοία,
+μη εξαρτώμενον όμως από αυτόν, ή γινόμενον διά της βίας είναι
+ακούσιον. Διότι πολλά και από τα δοθέντα εκ φύσεως τα πράττομεν και
+τα πάσχομεν εν γνώσει, αν και από αυτά κανέν δεν είναι ούτε εκούσιον
+ούτε ακούσιον, καθώς λόγου χάριν το να γηράσκωμεν και να
+αποθνήσκωμεν. Συμβαίνει δε το κατά σύμπτωσιν και εις τα άδικα καθώς
+και εις τα δίκαια. Διότι λόγου χάριν και την παρακαταθήκην ημπορεί
+κανείς να επιστρέψη ακουσίως και από φόβον. Δεν πρέπει όμως να
+ειπούμεν ότι αυτός εκτελεί τα δίκαια ούτε δικαιοπρακτεί, αλλά μόνον
+κατά σύμπτωσιν. Όμοίως δε και όστις εξαναγκάζεται, και παρά την
+θέλησίν του δεν επιστρέφει την παρακαταθήκην, πρέπει να ειπούμεν ότι
+αυτός κατά σύμπτωσιν αδικεί και εκτελεί άδικα. Από δε τα εκούσια
+άλλα μεν τα εκτελούμεν κατά απόφασιν, άλλα δε χωρίς απόφασιν. Και
+κατ' απόφασιν μεν εκτελούμεν όσα επρομελετήσαμεν, αναποφασίστως δε
+όσα δεν επρομελετήσαμεν.
+
+&Διάκρισις ατυχήματος, σφάλματος και αδικήματος.& — Από τας τρεις δε
+βλάβας αι οποίαι υπάρχουν εις την επιμιξίαν, άλλαι μεν είναι
+σφάλματα αγνοίας, όταν λ.χ. δεν γνωρίζη ούτε ποίον ούτε με τι, ούτε
+διά ποίον λόγον παρεξήγησε, και εξετέλεσε — δηλαδή ή ενόμισε ότι δεν
+θα κτυπήση, ή όχι με τούτο, ή όχι τούτον, ή όχι διά τούτον τον
+λόγον, συνέβη όμως εκείνο όχι διά τον λόγον που ενόμισε αυτός, λόγου
+χάριν, όχι διά να πληγώση, αλλά να κεντήση, ή όχι αυτόν, ή όχι με
+αυτό. — Όταν λοιπόν η βλάβη συμβή έξω από τους υπολογισμούς, είναι
+ατύχημα, όταν όμως δεν συμβή έξω από τους υπολογισμούς, πάλιν όμως
+δεν προέρχεται από κακίαν, είναι σφάλμα — δηλαδή σφάλλει κανείς όταν
+είναι μέσα εις τον ίδιον η αρχή της αγνοίας, παθαίνει δε ατύχημα
+όταν αυτό προέρχεται απ' έξω. Όταν δε τα εγνώριζε αλλά δεν τα είχε
+προμελετήση, είναι αδίκημα• λόγου χάριν όσα γίνονται από έξαψιν και
+από άλλα πάθη, τα οποία συμβαίνουν εις τους ανθρώπους κατ' ανάγκην
+και ως φυσικά. Διότι, όταν πράττουν αυτάς τας βλάβας και τα
+σφάλματα, κάμνουν μεν άδικον, και είναι αδικήματα αυτά, αυτοί όμως
+δεν είναι ακόμη άδικοι ούτε πονηροί εξ αιτίας αυτών. Διότι η βλάβη
+δεν προήλθε από την μοχθηρίαν. Όταν όμως τα εκτελούν με απόφασιν,
+είναι άδικοι και μοχθηροί. — Διά τούτο ορθώς θεωρούνται ότι δεν
+είναι εκ προβλέψεως όσα προέρχονται από έξαψιν. Διότι δεν κάμνει
+έναρξιν όστις εκτελεί κάτι τι με έξαψιν, αλλά εκείνος που τον
+εξώργισε. Έπειτα δεν συζητούμεν ούτε περί της εκτελέσεως ή μη
+εκτελέσεως, αλλά περί του δικαίου. Διότι η οργή προέρχεται από την
+φαινομενικήν αδικίαν. Δηλαδή εδώ δεν φιλονικούν καθώς εις τας
+συναλλαγάς περί του αποτελέσματος όπου κατ' ανάγκην ο είς εκ των δύο
+είναι μοχθηρός, εάν δεν έγινε κατά λάθος. Αλλά συμφωνούν εις το
+πράγμα και μόνον φιλονικούν κατά ποίον τρόπον είναι δίκαιον — τούτο
+δε δεν το αγνοεί όστις εσχεδίαζε το κακόν — ώστε ο μεν πρώτος φρονεί
+εν τη πλάνη ότι αδικείται, ο άλλος όμως δεν απατάται. Αν δε βλάψη
+κανείς εκ προμελέτης, κάμνει άδικον, και δι' αυτά πλέον τα αδικήματα
+είναι άδικος όστις αδικεί, εάν είναι έξω από την αναλογίαν ή το
+ίσον, ομοίως δε και ο δίκαιος είναι δίκαιος όταν εκ προμελέτης
+δικαιοπραγή, και δικαιοπραγεί μόνον όταν ενεργή εκουσίως. Από δε τα
+εκούσια, άλλα μεν είναι συγχωρητά, άλλα όμως είναι ασυγχώρητα.
+Δηλαδή όσα μεν σφάλματα κάμνουν όχι μόνον εν αγνοία αλλά και από
+αμάθειαν, είναι συγχωρητά, όσα όμως κάμνουν εξ αιτίας κάποιου πάθους
+των το οποίον δεν είναι ούτε φυσικόν ούτε ανθρώπινον, αυτά είναι
+ασυγχώρητα.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'.
+
+
+
+Άραγε είναι δυνατόν να αδικηθή κανείς εκουσίως; — Είναι όμως
+δυνατόν να διαφιλονικήση κανείς αν αρκετά καλά ωρίσαμεν την
+παθητικήν και την ενεργητικήν αδικίαν, και πρώτον μεν μήπως είναι
+καθώς το είπε ο Ευριπίδης, ο οποίος λέγει παραλόγως:
+
+ Εσκότωσα την μάννα μου, δύο λόγια και καλά.
+
+ Μα ήθελα και ήθελε; ή ούτ' ήθελα ούτ' ήθελε;
+
+Διότι είναι ζήτημα αν υπάρχει πραγματικώς τρόπος να αδικηθή κανείς
+εάν δεν θέλη, ή μήπως πάσα πάθησις αδικίας είναι ακουσία, καθώς και
+πάσα εκτέλεσις αδικίας; Επομένως άραγε το όλον είναι κατά τον ένα ή
+κατά τον άλλον τρόπον, καθώς και το να αδική κανείς είναι πάντοτε
+εκούσιον; Ή μήπως το έν μεν είναι εκούσιον, το δε άλλο ακούσιον; Το
+ίδιον δε θα ειπούμεν και επί απολαύσεως του δικαίου, επειδή η
+εκτέλεσις του δικαίου είναι πάντοτε εκουσία. Επομένως είναι εύλογον
+να αντιτίθεται ομοίως εις το καθέν από εκείνα τα δύο η πάθησις της
+αδικίας και η απόλαυσις της δικαιοσύνης ή ως εκουσία ή ως ακουσία.
+Αλλά πάλιν φαίνεται παράλογον, εάν ολόκληρος η απόλαυσις της
+δικαιοσύνης θεωρηθή εκουσία. Διότι υπάρχουν μερικοί οι οποίοι
+παίρνουν το δίκαιον των όχι εκουσίως. Αφού μάλιστα και το εξής
+ημπορεί κανείς να διαφιλονικήση, άραγε όστις πάσχει την αδικίαν
+πάντοτε αδικείται, ή ό,τι συμβαίνει εις την εκτέλεσιν το ίδιον
+συμβαίνει και εις την πάθησιν; Δηλαδή είναι ενδεχόμενον και εις τα
+δύο να απολαμβάνωμεν το δίκαιόν μας κατά σύμπτωσιν. Και βεβαίως
+είναι προφανές ότι το ίδιον συμβαίνει και εις τα άδικα. Δηλαδή δεν
+είναι το ίδιον η εκτέλεσις αδίκων με την αδικίαν, ούτε η πάθησις
+αδίκων με την πάθησιν αδικίας. Το ίδιον δε και όταν εκτελούμεν το
+δίκαιον και ευρίσκωμεν το δίκαιον. Δηλαδή είναι αδύνατον να
+αδικούμεθα, όταν δεν μας αδική κανείς, ούτε να εύρωμεν δίκαιον, όταν
+δεν μας αποδίδη κανείς το δίκαιον. Αφού δε γενικώς αδικία είναι να
+βλάπτωμεν κάποιον εκουσίως, και εκουσίως σημαίνει εν γνώσει του
+ποίος είναι, και με τι και πώς, και αφού ο ακρατής εκουσίως βλάπτει
+ο ίδιος τον εαυτόν του, τότε φαίνεται ότι ημπορεί κανείς να αδικηθή
+εκουσίως και είναι ενδεχόμενον κανείς να αδική ο ίδιος τον εαυτόν
+του — είναι δε και αυτά έν από τα άλυτα ζητήματα, δηλαδή εάν είναι
+δυνατόν ποτε να αδική κανείς τον εαυτόν του — . Έπειτα είναι δυνατόν
+να βλαφθή κανείς ένεκα της ακολασίας εκουσίως από άλλον εκούσιον.
+Επομένως είναι δυνατόν να αδικηθή κανείς εκουσίως. Ή τάχα δεν είναι
+ορθός ορισμός και πρέπει εις το να βλάπτη εν γνώσει του «ποίος είναι
+αυτός και με τι και πώς», να προσθέσωμεν τον όρον: «παρά την θέλησιν
+εκείνου»; Και λοιπόν βλάπτεται μεν κανείς εκουσίως και πάσχει
+άδικα, κανείς όμως δεν πάσχει αδικίαν εκουσίως. Διότι κανείς δεν
+θέλει, ούτε και ο ακόλαστος, αλλά έξω της θελήσεώς του εκτελεί.
+Δηλαδή ούτε θέλει ποτέ κανείς εκείνο το οποίον δεν νομίζει ότι είναι
+σπουδαίον, ούτε ο ακρατής πράττει όσα νομίζει ότι πρέπει να εκτελή.
+Όστις δε δίδει ιδικά του πράγματα, καθώς λέγει ο Όμηρος ότι ο
+Γλαύκος αντήλλαξε με τον Διομήδην:
+
+ Χρυσά των εκατόν βοών, με των εννέα χάλκινα.
+
+αυτός βέβαια δεν αδικείται. Διότι είναι εις την εξουσίαν του να τα
+δώση. Ενώ το να πάθη αδικίαν δεν είναι, εις την εξουσίαν του, αλλά
+πρέπει να υπάρχη εκείνος που αδικεί. Και λοιπόν έγινε φανερόν ότι η
+πάθησις της αδικίας δεν είναι εκουσία.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'.
+
+
+
+&Όστις μοιράζει το άδικον αδικεί, ή όστις το λαμβάνει;& — Εξ όσων
+δε εξελέξαμεν διά να εξετάσωμεν, μένουν ακόμη δύο, δηλαδή αν κάμνει
+αδικίαν όστις μοιράζει παρά την αξίαν το περισσότερον ή όστις
+λαμβάνει, και αν είναι δυνατόν να αδική κανείς τον εαυτόν του.
+Διότι, εάν είναι δυνατόν το προλεχθέν, και αν αδική όστις μοιράζει
+και όχι όστις λαμβάνει το περισσότερον, τότε εάν κανείς αποδίδη
+περισσότερον εις άλλον παρά εις τον εαυτόν του εν γνώσει και
+εκουσίως, αυτός αδικεί ο ίδιος τον εαυτόν του. Και τούτο φαίνεται
+ότι κάμνουν οι μετριόφρονες. Διότι όστις είναι καθώς πρέπει είναι
+παραχωρητικός. Ή μήπως και αυτό πάλιν δεν είναι απλούν; Διότι πολύ
+πιθανόν να κερδίζη άλλο αγαθόν, λόγου χάριν δόξαν, ή το γενικώς
+καλόν. Ακόμη δε αναιρείται τούτο και συμφώνως με τον ορισμόν της
+αδικίας. Διότι τίποτε δεν παθαίνει έξω από την θέλησίν του. Ώστε ως
+προς τούτο δεν αδικείται, αλλά το πολύ πολύ βλάπτεται μόνον.
+
+Είναι δε φανερόν ακόμη, και ότι όστις μοιράζει αδικεί, και όχι όστις
+λαμβάνει το περισσότερον. Διότι δεν κάμνει την αδικίαν εκείνος εις
+τον οποίον υπάρχει το άδικον, αλλά εκείνος ο οποίος το εκτελεί
+εκουσίως. Τούτο δε υπάρχει εις εκείνον από τον οποίον προέρχεται η
+αρχή της πράξεως, η οποία υπάρχει εις τον μοιράζοντα και όχι εις τον
+λαμβάνοντα. Έπειτα το εκτελώ λέγεται με πολλάς σημασίας και ημπορούν
+κατά τινα τρόπον και τα άψυχα να φονεύσουν, και η χειρ και ο δούλος
+του δίδοντος την διαταγήν, ο οποίος δεν αδικεί μεν, κάμνει όμως
+άδικα. Ακόμη δε, αν μεν εν αγνοία απεφάσισε, δεν αδικεί κατά το
+νομικόν δίκαιον ούτε είναι άδικος η απόφασίς του, είναι όμως κάπως
+άδικος — διότι άλλο είναι το νομικόν δίκαιον και άλλο το πρώτον —
+Εάν δε εν γνώσει του απεφάσισε αδίκως, τότε κερδίζει και αυτός ή
+ευγνωμοσύνην, ή εκδίκησιν. Και λοιπόν καθώς όστις μοιράση το άδικον,
+ομοίως και όστις αποφασίση αδίκως παίρνει περισσότερον. Διότι, όταν
+απεφάσισε να δώση τον αγρόν εις εκείνον, αυτός δεν έλαβε μεν τον
+αγρόν, έλαβε όμως το χρήμα.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'.
+
+
+
+&Αι δυσκολίαι της δικαιοσύνης.& — Οι δε άνθρωποι νομίζουν ότι είναι
+εις την εξουσίαν των να αδικούν, και επομένως ότι το δίκαιον είναι
+εύκολον. Αυτό όμως δεν είναι αληθές. Διότι το να συνευρεθούν με την
+γυναίκα του γείτονός των και να κτυπήσουν τον πλησίον των και να
+εξοδεύσουν με το χέρι των το χρήμα των είναι εύκολον και εις την
+εξουσίαν των, το να εκτελούν όμως αυτά με μίαν σταθεράν διάθεσιν,
+ούτε εύκολον είναι ούτε εις την εξουσίαν των. Ομοίως δε νομίζουν ότι
+και το να γνωρίζουν τα δίκαια και τα άδικα δεν είναι καμμία
+φιλοσοφία, διότι δεν είναι δύσκολον να εννοήσουν όσα επιβάλλουν οι
+νόμοι. Δεν είναι όμως αυτά τα δίκαια παρά μόνον κατά σύμπτωσιν. Αλλά
+γνώσις των δικαίων είναι το πώς πρέπει να μοιράζωνται εις τους
+άλλους και πώς να εκτελούνται. Τούτο δε είναι πολύ δυσκολώτερον να
+το γνωρίζη κανείς παρά την υγιεινήν, διότι και εις αυτήν είναι μεν
+εύκολον να γνωρίζη κανείς το μέλι και τον οίνον και τον ελλέβορον
+και την καυτηρίασιν και την εγχείρησιν, πώς όμως να τα εκτελέση
+χάριν της υγείας και εις ποίον και πότε, είναι τόσον δύσκολον, όσον
+και να γίνη ιατρός. Και διά την ιδίαν αιτίαν νομίζουν ότι όχι
+ολιγώτερον είναι δυνατόν να αδική ο δίκαιος. Διότι εξ ίσου ή και
+περισσότερον ακόμη ημπορεί και ο δίκαιος να πράξη έκαστον από αυτά.
+Δηλαδή και να συνευρεθή με γυναίκα και να κτυπήση κανένα, και πάλιν
+ο ανδρείος να ρίψη την ασπίδα και να στραφή και να τρέχη εις
+οποιανδήποτε διεύθυνσιν.
+
+Και όμως η δειλία και η αδικία δεν είναι το να εκτελή κανείς αυτά,
+εκτός μόνον κατά σύμπτωσιν, αλλά το να εκτελή αυτά με τοιαύτην ή
+τοιαύτην διάθεσιν, καθώς το να ιατρεύη και θεραπεύη δεν συνίσταται
+εις το να κόπτη ή όχι ή να δίδη φάρμακα ή όχι, αλλά κατά ένα
+ωρισμένον τρόπον. Τα δε δίκαια περιστρέφονται εις όσα μετέχουν των
+απολύτων αγαθών, έχουν δε ως προς αυτά υπερβολήν και έλλειψιν. Διότι
+δι' άλλους μεν δεν υπάρχει υπερβολή αυτών, καθώς ίσως διά τους
+θεούς, δι' άλλους δε ουδέ το ελάχιστον μέρος αυτών είναι ωφέλιμον,
+οι οποίοι είναι ανιάτως κακοί, αλλά βλάπτουν όλα, δι' άλλους δε
+μέχρις ενός βαθμού. Διά τούτο είναι σύμφωνα προς την φύσιν του
+ανθρώπου.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'.
+
+
+
+&Ευπρέπεια& {36}. — Και τόρα είναι καιρός να ομιλήσωμεν περί
+ευπρεπείας και περί του ευπρεπούς, ποίαν σχέσιν έχει η μεν ευπρέπεια
+προς την δικαιοσύνην, το δε ευπρεπές προς το δίκαιον. Διότι, όταν το
+προσέξωμεν, δεν φαίνεται να είναι ούτε το ίδιον πράγμα αλλ' ούτε
+κατά γένος διάφορον. Και άλλοτε μεν επαινούμεν το ευπρεπές και τον
+τοιούτον άνδρα, ώστε και εις τα άλλα μεταφέρομεν επαινετικώς αυτά
+επί της σημασίας του αγαθού, και λέγομεν ότι είναι ευπρεπέστερον το
+καλλίτερον. Άλλοτε όμως, όταν το σκεφθώμεν με τον λογισμόν μας, μας
+φαίνεται παράλογον πως είναι κάτι τι αξιέπαινον το ευπρεπές, αφού
+είναι διάφορον από το δίκαιον. Δηλαδή ή το δίκαιον δεν είναι
+σπουδαίον, ή το ευπρεπές δεν είναι δίκαιον, αφού διαφέρει. Ή, αν
+είναι και τα δύο σπουδαία, τότε είναι το ίδιον. Η απορία λοιπόν
+σχεδόν δι' αυτούς τους λόγους συμβαίνει ως προς το επιεικές, αλλά
+όλα αυτά είναι με κάποιον τρόπον ορθά, και δεν διαφωνεί κανέν μεταξύ
+των. Διότι το ευπρεπές, ως κάποιον καλλίτερον δίκαιον, είναι
+δίκαιον, και όχι ως κανέν άλλο γένος καλλίτερον από το δίκαιον.
+Επομένως είναι το ίδιον πράγμα το δίκαιον και το ευπρεπές, και ενώ
+είναι και τα δύο σπουδαία, ανώτερον είναι το ευπρεπές. Μας προξενεί
+δε την απορίαν ότι το ευπρεπές είναι μεν δίκαιον, δεν είναι όμως τα
+νόμιμον δίκαιον, αλλά επανόρθωσις του νομίμου δικαίου. Αιτία δε
+τούτου είναι ότι ο μεν νόμος είναι πάντοτε γενικός, ενώ περί μερικών
+πραγμάτων δεν είναι δυνατόν να ομιλήση κανείς γενικώς. Εις όσα
+λοιπόν είναι μεν ανάγκη να ομιλή γενικώς, αλλά τούτο δεν είναι
+δυνατόν να γίνη ορθώς, εκεί ο νόμος λαμβάνει υπ' όψιν τας
+περισσοτέρας περιπτώσεις, ενώ γνωρίζει ότι συμβαίνει λάθος. Και
+μολαταύτα είναι ορθός. Διότι το σφάλμα δεν έγκειται εις τον νόμον
+ούτε εις τον νομοθέτην, αλλά εις την φύσιν του πράγματος. Διότι
+ακριβώς τοιούτον είναι το υλικόν των πραγματοποιουμένων υπό του
+ανθρώπου. Όταν λοιπόν ο μεν νόμος ομιλή γενικώς, συμβή όμως τίποτε
+εις το δείνα πράγμα έξω από το γενικόν, τότε το ορθόν είναι,
+συμφώνως με όσα παρέλειψε ο νομοθέτης και έσφαλε διότι τα ώρισε
+γενικώς, εις αυτά να επανορθώσωμεν την παράλειψιν. Τo οποίον ήτο
+δυνατόν και ο ίδιος ο νομοθέτης να το έλεγε, εάν ήτο εκεί παρών, και
+αν το είχε παρατηρήσει θα το ενομοθέτει. Διά τούτο είναι μεν δίκαιον
+και ανώτερον από κάποιον άλλο δίκαιον, όχι όμως από το απόλυτον,
+αλλά από το σφάλμα το προερχόμενον από το απόλυτον. Και αυτή είναι η
+φύσις του ευπρεπούς, δηλαδή η επανόρθωσις του νόμου, όπου είναι
+ελλιπής ένεκα της γενικότητάς του. Δηλαδή τούτο είναι αιτία του να
+μη συμφωνούν όλα με τον νόμον, διότι διά μερικά είναι αδύνατον να
+θέση νόμον και επομένως απαιτούνται ψηφίσματα. Δηλαδή του
+απροσδιορίστου πράγματος είναι απροσδιόριστος και ο κανών, καθώς εις
+την Λεσβιακήν αρχιτεκτονικήν ο μολύβδινος κανών. Διότι αναλόγως του
+σχήματος του λίθου τροποποιείται και δεν μένει σταθερός ο κανών,
+καθώς και το ψήφισμα αναλόγως των περιστάσεων. Τι πράγμα λοιπόν
+είναι το ευπρεπές, και ότι είναι δίκαιον, και από ποίον δίκαιον
+είναι καλλίτερον, έγινε φανερόν. Είναι δε φανερόν από αυτό και ποίος
+είναι ο ευπρεπής. Δηλαδή όστις αποφασίζει και εκτελεί τα τοιαύτα,
+και όστις δεν είναι ακριβοδίκαιος εις το χειρότερον, αλλά
+υποχωρητικός, αν και έχει υπέρ αυτού τον νόμον, είναι ευπρεπής, και
+εκείνη η διάθεσις είναι ευπρέπεια, η οποία είναι έν είδος
+δικαιοσύνης και όχι διάφορος διάθεσις.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'.
+
+
+
+&Αν είναι δυνατόν να αδική κανείς τον εαυτόν του.& — Και τόρα είναι
+φανερόν από όσα είπαμεν, αν είναι δυνατόν ή όχι να αδική κανείς τον
+εαυτόν του. Δηλαδή μερικά μεν δίκαια τα υπαγορεύει ο νόμος συμφώνως
+προς όλην την αρετήν, λόγου χάριν δεν υπαγορεύει ο νόμος να
+αυτοκτονούμεν. Όσα δε δεν υπαγορεύει, τα απαγορεύει. Έπειτα όστις
+βλάπτει εκουσίως έξω από τον νόμον — χωρίς να ανταποδίδη αδικίαν —
+κάμνει αδικίαν, εκουσίως δε σημαίνει, όταν γνωρίζη ποίον και με τι.
+Και βεβαίως όστις από τον θυμόν του κόπτει τον λαιμόν του, το
+εκτελεί τούτο εκουσίως έξω από τον ορθόν λόγον, το οποίον δεν το
+επιτρέπει ο νόμος. Επομένως αδικεί. Αλλά ποίον; Ή μήπως αδικεί την
+πόλιν και όχι τον εαυτόν του; Διότι εκουσίως πάσχει, ενώ ουδείς
+αδικείται εκουσίως. Διά τούτο και η πόλις τον τιμωρεί και
+προσγίνεται κάποια ατιμία εις τον αυτοκτονούντα, ως αδικούντα την
+πόλιν. Έπειτα επειδή ο αδικών είναι μόνον άδικος και όχι ουτιδανός,
+δεν είναι δυνατόν να αδικήση τον εαυτόν του. — Διότι διαφέρει το έν
+από το άλλο. Δηλαδή ο άδικος είναι με κάποιον τρόπον τόσον πονηρός
+όσον και ο δειλός, και όχι με ολόκληρον την πονηρίαν, επομένως δεν
+αδικεί συμφώνως με αυτήν. — Διότι τούτο θα ήτο ως να αφαιρήται και
+προστίθεται το ίδιον πράγμα εις το ίδιον πρόσωπον. Τούτο όμως δεν
+είναι δυνατόν, αλλά κατ' ανάγκην το δίκαιον και το άδικον
+περιστρέφεται εις περισσότερα πρόσωπα από έν. Έπειτα η αδικία είναι
+εκούσιον και εκ προμελέτης και χωρίς προηγούμενον. — Δηλαδή όστις
+ανταποδίδει τα ίσα διότι έπαθε, δεν φαίνεται να αδική, ενώ όστις
+αδικεί τον εαυτόν του συγχρόνως εκτελεί και πάσχει τα ίδια. Έπειτα
+αυτό θα ήτο ως να αδικήται κανείς εκουσίως. Εκτός δε τούτου χωρίς να
+υπάρχουν άδικα αποκτήματα κανείς δεν αδικεί, λόγου χάριν κανείς δεν
+μοιχεύει την γυναίκα του, ούτε διαρρηγνύει τον ιδικόν του τοίχον,
+ούτε κλέπτει ιδικά του πράγματα. Και γενικώς αναιρείται το να αδική
+κανείς τον εαυτόν του, και συμφώνως με τον ορισμόν περί της εκουσίας
+παθήσεως αδικήματος.
+
+&Το να αδική κανείς ή το να αδικήται είναι περισσότερον κακόν
+;&Είναι δε φανερόν ότι και τα δύο μεν είναι ποταπά, και το να
+αδικήται κανείς και το να αδική. Διότι το μεν έν σημαίνει να λαμβάνη
+ολιγώτερον από το μέσον, το δε άλλο περισσότερον, και δεν είναι
+καθώς το υγιεινόν εις την ιατρικήν, και η ευεξία εις την
+γυμναστικήν. Πάλιν όμως χειρότερον είναι το να αδική κανείς. Δηλαδή
+το μεν να αδική είναι αξιοκατάκριτον, διότι γίνεται με κακίαν, και
+κακίαν ή τελείαν και απόλυτον ή πλησιάζουσαν — καθόσον το εκούσιον
+δεν γίνεται πάντοτε με κακίαν — το να αδικήται όμως γίνεται χωρίς
+κακίαν και αδικίαν.
+
+Καθ' εαυτό λοιπόν το να αδικήται κανείς είναι ολιγώτερον ουτιδανόν,
+κατά σύμπτωσιν όμως τίποτε δεν το εμποδίζει να είναι μεγαλίτερον
+κακόν. Τούτο όμως δεν ενδιαφέρει την τέχνην, αλλά και την πλευρίτιδα
+την θεωρεί μεγαλιτέραν ασθένειαν από το τρίκλισμα. Και όμως είναι
+δυνατόν να συμβή κατά σύμπτωσιν το αντίθετον, εάν με το τρίκλισμα
+πέση κανείς και συμβή να συλληφθή από τους εχθρούς ή να αποθάνη.
+
+&Το προς εαυτόν δίκαιον.& — Κατά μεταφοράν δε και ομοιότητα υπάρχει
+δίκαιον εις έκαστον όχι με τον εαυτόν του, αλλά με κάτι τι από τα
+ιδικά του, και όχι όλα τα είδη του δικαίου αλλά το οικοδεσποτικόν
+και το οικογενειακόν. Διότι εις αυτά τα ζητήματα διαφωνεί το λογικόν
+μέρος της ψυχής προς το άλογον. Εις αυτά λοιπόν όταν προσέξη κανείς
+φαίνεται ότι υπάρχει αδικία προς εαυτόν, διότι εις αυτά είναι
+δυνατόν να πάσχη κάτι τι έξω από τας επιθυμίας του. Και βεβαίως
+φαίνεται ότι υπάρχει μεν μεταξύ αυτών κάποιον δίκαιον, καθώς μεταξύ
+άρχοντος και υπηκόων. Και λοιπόν περί της δικαιοσύνης και των άλλων
+ηθικών αρετών είναι αρκετά όσα είπαμεν.
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΝ Ζ.
+
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
+
+
+
+&Ορισμός του μέσου.& — Επειδή δε προηγουμένως είπαμεν ότι πρέπει να
+εκλέγωμεν το μέσον και όχι την υπερβολήν ούτε την έλλειψιν, το δε
+μέσον είναι καθώς υπαγορεύει ο ορθός λόγος, ας ορίσωμεν τόρα τούτο.
+Δηλαδή εις όλας τας διαθέσεις τας οποίας είπαμεν, καθώς και εις όλα
+τα άλλα πράγματα υπάρχει κάποιος σκοπός προς τον οποίον αποβλέπει
+όστις έχει τον λόγον, και τα τεντόνει ή τα χαλαρόνει, και υπάρχει
+κάποιος ορισμός των μεσοτήτων, διά τας οποίας λέγομεν ότι κείνται
+μεταξύ της υπερβολής και της ελλείψεως, όταν είναι σύμφωνοι προς τον
+ορθόν λόγον. Αλλά η τοιαύτη έκφρασις είναι μεν αληθής, δεν είναι
+όμως σαφής. Διότι και εις τας άλλας επιμελείας, εις όσας
+περιστρέφεται η επιστήμη, τούτο είναι αληθές, ότι δηλαδή δεν πρέπει
+ούτε περισσότερα ούτε ολιγώτερα να φιλοπονούμεν ή να παραμελούμεν
+αλλά τα μεσαία και καθώς υπαγορεύει ο ορθός λόγος. Αν όμως μόνον
+αυτό κατέχη κανείς, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζη τίποτε
+περισσότερον, λόγου χάριν ποία πρέπει να δίδωνται εις το σώμα, εάν
+μας ειπή κανείς ότι πρέπει να δίδωνται όσα διατάσσει η ιατρική και
+όστις κατέχει αυτήν. Διά τούτο πρέπει και ως προς τας διαθέσεις της
+ψυχής όχι μόνον αληθώς να εκφράσωμεν τούτο, αλλά και να ορίσωμεν
+ποίος είναι ο ορθός λόγος και ποίος ορισμός υπάρχει αυτού.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
+
+
+
+Το λογικόν της ψυχικής διαιρείται εις επιστημονικόν και λογιστικόν.&
+— Και λοιπόν όταν διαιρέσαμεν τας αρετάς της ψυχής, είπαμεν ότι
+μερικαί περιστρέφονται εις το ήθος, μερικαί δε εις την διάνοιαν. Και
+περί μεν των ηθικών ωμιλήσαμεν, τόρα δε ας εξετάσωμεν τας άλλας,
+αφού πρώτον ομιλήσωμεν περί της ψυχής. Εις τα προηγούμενα λοιπόν
+είπαμεν ότι δύο είναι τα μέρη της ψυχής, δηλαδή το λογικόν και το
+άλογον. Και τόρα ας εξετάσωμεν κατά τον ίδιον τρόπον. Και ας
+παραδεχθώμεν ως βάσιν ότι δύο είναι τα λογικά, έν μεν εκείνο με το
+οποίον εννοούμεν εκείνα εκ των όντων όσων η αρχή δεν είναι δυνατόν
+να έχη άλλως πως, έν δε εκείνο με το οποίον εννοούμεν τα ενδεχόμενα.
+Διότι, συμφώνως προς τα διαφέροντα κατά γένος πράγματα, διάφορον
+κατά γένος μέρος της ψυχής επλάσθη δι' έκαστον από αυτά τα δύο, αφού
+από κάποιαν ομοιότητα και συγγένειαν προέρχεται η γνώσις εις αυτά.
+Και λοιπόν ονομάζομεν το έν μεν από αυτά επιστημονικόν, το δε άλλο
+υπολογιστικόν. Και βεβαίως η προμελέτη και ο υπολογισμός είναι το
+ίδιον, και κανείς δεν προμελετά τα πράγματα τα οποία δεν ενδέχονται
+να συμβούν κατ' άλλον τρόπον. Επομένως το υπολογιστικόν είναι έν
+μέρος του λογικού. Λοιπόν πρέπει να εύρωμεν ποία είναι η καλλιτέρα
+διάθεσις εκάστου εκ των δύο τούτων. Διότι αυτή είναι η αρετή του
+καθενός, η δε αρετή περιστρέφεται εις το σχετικόν έργον.
+
+&Το ορεκτικόν εξαρτάται εκ του νοητικού και η πράξις εκ της
+θεωρίας.& — Τρεις δε είναι αι δυνάμεις της ψυχής από τας οποίας
+πηγάζει η αλήθεια και η πράξις, δηλαδή το νοητικόν, το αισθητικόν,
+και το ορεκτικόν. Εξ αυτών δε η αίσθησις δεν είναι αρχή ουδεμιάς
+πράξεως. Απόδειξις δε είναι ότι τα ζώα έχουν μεν αίσθησιν, δεν
+μετέχουν όμως της πράξεως. Και ό,τι είναι διά την διάνοιαν το ναι
+και το όχι, το ίδιον είναι και διά την όρεξιν η επιδίωξις και η
+αποφυγή. Ώστε, αφού η ηθική αρετή είναι διάθεσις προαιρετική, η δε
+προαίρεσις επιθυμία προμελετημένη, είναι ανάγκη και ο λόγος να είναι
+αληθής και η επιθυμία ορθή, εάν βεβαίως πρόκειται να είναι σπουδαία
+η προαίρεσις, και τα ίδια πράγματα ο μεν λόγος να τα παραδέχεται, η
+δε επιθυμία να τα επιδιώκη. Και λοιπόν αυτά μεν το είδος της
+διανοίας και της αληθείας είναι πρακτικόν (εφηρμοσμένον), της δε
+καθαρώς θεωρητικής διανοίας και όχι πρακτικής ούτε δημιουργικής
+(παραγωγικής) ορθόν και εσφαλμένον είναι το αληθές και το ψεύδος.
+Διότι αυτή (η αλήθεια και το ψεύδος) είναι ιδιότης παντός
+διανοητικού έργου, του δε πρακτικού (εφηρμοσμένου) και συγχρόνως
+διανοητικού (θεωρητικού) έργου ιδιότης είναι η αλήθεια, η οποία
+συμβιβάζεται με την ορθήν επιθυμίαν. Και λοιπόν της μεν πράξεως αρχή
+είναι η προαίρεσις, από την οποίαν αρχίζει η κίνησις και όχι ο
+σκοπός, της δε προαιρέσεως αρχή είναι η επιθυμία και ο λόγος ο
+σκόπιμος. Διά τούτο ούτε χωρίς νουν και διάνοιαν, αλλ' ούτε και
+χωρίς ηθικήν διάθεσιν είναι η προαίρεσις. Δηλαδή ευδοκίμησις και το
+αντίθετον της ευδοκιμήσεως δεν υπάρχει χωρίς διάνοιαν και χωρίς
+ήθος.
+
+Η δε καθαρά διάνοια τίποτε δεν κινεί, αλλά η σκόπιμος και η
+πρακτική. Διότι αυτή κυριαρχεί και εις την δημιουργικήν
+(παραγωγικήν) διάνοιαν. Διότι πας όστις παράγει έχει κάποιον σκοπόν
+και το προϊόν δεν είναι απλώς τέλος της εκτελέσεως αλλά σχετικόν
+προς άλλο και σκόπιμον, όχι δε παν ό,τι δημιουργείται, αλλ' ό,τι
+έχει ευδόκιμον εκτέλεσιν. Διότι σκοπός είναι η ευδοκίμησις, η δε
+επιθυμία αναφέρεται εις τον σκοπόν. Διά τούτο ημπορούμεν να ειπούμεν
+ότι η προαίρεσις είναι ορεκτικός νους, ή όρεξις διανοητική, και το
+είδος αυτής της αρχής αποτελεί τον άνθρωπον. Δεν είναι δε
+αντικείμενον προαιρέσεως κανέν από όσα συνέβησαν• λόγου χάριν κανείς
+δεν επιθυμεί να κυριεύση την Τροίαν. Διότι ούτε προμελετά καν αυτό
+το συμβάν αλλά μόνον ό,τι μέλλει να γίνη και ό,τι είναι ενδεχόμενον,
+ενώ το γεγονός δεν είναι δυνατόν να μη γίνη. Διά τούτο ορθώς λέγει ο
+Αγάθων:
+
+ Αυτήν την χάριν δεν την έχει ούτ' ο θεός
+ αγένωτα να κάμη, όσα έγιναν.
+
+Λοιπόν και των δύο διανοητικών ειδών της ψυχής έργον είναι η
+αλήθεια. Επομένως εκείναι αι διαθέσεις είναι αι αρεταί του καθενός
+από αυτά, όσαι θα επαληθεύσουν το καθέν.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
+
+
+
+&Η ακριβής επιστήμη.& — Λοιπόν ας κάμωμεν αρχήν να ομιλήσωμεν περί
+αυτών επιθεωρούντες πάλιν τα προηγούμενα. Και τόρα ας δεχθώμεν ότι
+είναι πέντε εκείνα εις τα οποία η ψυχή λέγει την αλήθειαν με το ναι
+και με το όχι. Αυτά δε είναι η τέχνη, η επιστήμη, η φρόνησις, η
+σοφία, ο νους. Διότι με την γνώμην της και την κρίσιν της είναι
+δυνατόν και να διαψεύδεται. Και λοιπόν τι είναι επιστήμη, γίνεται
+φανερόν από το εξής ζήτημα, αν δηλαδή πρέπει να είμεθα ακριβολόγοι
+και να μη παρασυρώμεθα από τας ομοιότητας. Διότι όλοι έχομεν την
+ιδέαν ότι παν ό,τι γνωρίζομεν δεν είναι δυνατόν να είναι
+διαφορετικόν. Όσα δε είναι ενδεχόμενον να είναι διαφορετικά, όταν
+δεν συμπίπτουν με την θεωρίαν μας, δεν εννοούμεν αν είναι πραγματικά
+ή όχι. Επομένως το αντικείμενον της επιστήμης είναι κάτι τι
+απαραίτητον, και ως εκ τούτου αιώνιον. Διότι όλα τα απαραίτητα είναι
+γενικώς αιώνια, τα αιώνια είναι αγένωτα και άφθαρτα. Έπειτα φαίνεται
+ότι πάσα επιστήμη είναι διδακτή, και παν αντικείμενον της επιστήμης
+υπόκειται εις την μάθησιν. Ακόμη δε πάσα διδασκαλία αρχίζει από τα
+προηγουμένως γνωστά, καθώς αναπτύσσομεν και εις τα αναλυτικά. Διότι
+άλλη μεν γίνεται δι' επαγωγής, άλλη δε διά συλλογισμού. Και βεβαίως
+η μεν επαγωγή είναι η έρευνα η ανυψούσα εις τα αξιώματα και τα
+γενικά, ο δε συλλογισμός κατέρχεται από τα γενικά. Επομένως υπάρχουν
+και αξιώματα από τα οποία γεννάται συλλογισμός, χωρίς αυτά να
+γεννώνται πλέον από άλλον συλλογισμόν. Εις αυτά λοιπόν εφαρμόζεται η
+επαγωγική μέθοδος. Και λοιπόν η μεν επιστήμη είναι ψυχική διάθεσις
+αποδεικτική, με όλα τα άλλα όσα αναφέρομεν εις τα αναλυτικά. Δηλαδή,
+όταν παραδέχεται κανείς με ωρισμένον τρόπον και είναι γνωσταί αι
+αρχαί εις αυτόν, τότε γνωρίζει επιστημονικώς. Διότι, εάν δεν γνωρίζη
+τίποτε ανώτερον από το συμπέρασμα, τότε θα είναι μόνον κατά
+σύμπτωσιν κάτοχος της επιστημονικής γνώσεως. Περί μεν λοιπόν της
+επιστήμης είναι αρκετά όσα είπαμεν.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
+
+
+
+&Εις τι περιστρέφεται η τέχνη.& — Τόρα όμως από εκείνο το οποίον
+ενδέχεται να είναι και διαφορετικόν, άλλο μεν δημιουργείται απλώς,
+άλλο δε είναι εκτέλεσις ευδόκιμος. Είναι δε διάφορον το δημιούργημα
+από την εκτέλεσιν. — Ως προς αυτά δε βασιζόμεθα και εις τους
+εξωτερικούς λόγους — . Επομένως και η εκτελεστική διάθεσις η
+συνοδευομένη από τον λόγον διαφέρει από την δημιουργικήν διάθεσιν
+την συνοδευομένην επίσης από τον λόγον. Διά τούτο αυτά τα δύο δεν
+περιέχονται καν το έν εις το άλλο. Δηλαδή ούτε η εκτέλεσις είναι
+δημιουργία ούτε η δημιουργία εκτέλεσις. Επειδή δε η οικοδομική τέχνη
+έχει μίαν ουσίαν και είναι κάποια διάθεσις δημιουργική συνοδευομένη
+από τον λόγον, και επειδή ούτε καμμία τέχνη υπάρχει η οποία να είναι
+δημιουργική διάθεσις μη συνοδευομένη από λόγον, ούτε πάλιν όταν
+είναι τοιαύτη, ημπορεί να μην είναι τέχνη, έπεται ότι το ίδιον είναι
+η τέχνη και η δημιουργική διάθεσις η συνοδευομένη από λόγον.
+Περιστρέφεται δε πάσα τέχνη εις την δημιουργίαν πραγμάτων, και εις
+τας εφευρέσεις και επινοήσεις αι οποίαι επιδιώκουν να κατορθωθή κάτι
+τι από όσα είναι ενδεχόμενον και να υπάρχουν και να μην υπάρχουν,
+και των οποίων η αρχή είναι μέσα εις τον δημιουργόν και όχι εις το
+δημιούργημα. Δηλαδή η τέχνη δεν περιστρέφεται ούτε εις τα εξ
+ανάγκης, ούτε εις τα εκ φύσεως υπάρχοντα ή γινόμενα. Διότι αυτά
+έχουν μέσα των την αρχήν των. Αφού δε η δημιουργία, και η εκτέλεσις
+είναι διαφορετικά, είναι επόμενον η τέχνη να περιστρέφεται εις την
+δημιουργίαν και όχι εις την εκτέλεσιν. Και με κάποιον τρόπον εις τα
+ίδια περιστρέφεται η τύχη και η τέχνη, καθώς λέγει ο Αγάθων:
+
+ Τέχνη την τύχην ωφελεί και η τύχη δε την τέχνην
+
+Και λοιπόν καθώς είπαμεν η μεν τέχνη είναι κάποια διάθεσις
+δημιουργική συνοδευομένη από λόγον αληθή, η δε ατεχνία αντιθέτως
+είναι διάθεσις δημιουργική συνοδευομένη από ψευδή λόγον, και
+περιστρέφονται εις ό,τι ενδέχεται να είναι και διαφορετικόν.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
+
+
+&Η φρόνησις.&
+
+Και τόρα ας ομιλήσωμεν περί φρονήσεως, αφού εξετάσωμεν ποίου είδους
+θεωρούμεν τους φρονίμους. Και λοιπόν φαίνεται ότι ιδιότης του
+φρονίμου είναι το να ημπορή να σκεφθή καλά ως προς τα αγαθά και
+συμφέροντα διά τον εαυτόν του, όχι μονομερώς, λόγου χάριν ποία
+χρησιμεύουν διά την υγείαν ή διά να αποκτήση δύναμιν, αλλά γενικώς
+ποία συντελούν εις την ευζωίαν. Απόδειξις δε τούτου είναι ότι τότε
+ονομάζομεν κανένα φρόνιμον ως προς έν πράγμα, όταν υπολογίση καλώς
+αυτό έως ότου να επιτύχη αξιόλογον αποτέλεσμα, αν και δεν υπάρχει
+περί αυτού ωρισμένη τέχνη. Και επομένως γενικώς φρόνιμος είναι όστις
+προμελετά καλώς. Κανείς όμως δεν προμελετά όσα είναι αδύνατον να
+συμβούν κατ' άλλον τρόπον, ούτε όσα δεν είναι πιθανόν δι' αυτόν να
+τα εκτελέση. Επομένως, αφού η επιστήμη συνοδεύεται με απόδειξιν και
+αφού δεν υπάρχει απόδειξις δι' όσα αι αρχαί των είναι ενδεχόμενον να
+είναι και κατ' άλλον τρόπον, διότι όλα αυτά είναι ενδεχόμενον να
+είναι και κατ' άλλον τρόπον, αφού τέλος δεν είναι δυνατόν να
+προμελετήση κανείς τα υπάρχοντα εξ ανάγκης, έπεται ότι δεν είναι η
+φρόνησις επιστήμη ούτε τέχνη. Και επιστήμη μεν δεν είναι, διότι
+είναι ενδεχόμενον το εκτελεστόν να συμβαίνη κατ' άλλον τρόπον, τέχνη
+δε δεν είναι, διότι άλλο είναι το γένος της εκτελέσεως και άλλο της
+δημιουργίας. Λοιπόν υπολείπεται να είναι ψυχική διάθεσις εκτελεστική
+συνοδευομένη από λόγον αληθή και περιστρεφομένη εις τα ανθρώπινα
+αγαθά και κακά. Δηλαδή της μεν δημιουργίας το αποτέλεσμα είναι κάτι
+τι ξεχωριστόν από αυτήν, της εκτελέσεως όμως δεν είναι διαφορετικόν,
+διότι η ιδία η ευδόκιμος εκτέλεσις είναι αποτέλεσμα. Διά τούτο τον
+Περικλέα και τους τοιούτους τους νομίζομεν φρονίμους, διότι είναι
+ικανοί να αντιλαμβάνωνται όσα είναι αγαθά διά τον εαυτόν των και διά
+τους άλλους ανθρώπους. Νομίζομεν δε ότι τοιούτοι είναι οι
+οικοδεσποτικοί και οι πολιτικοί. Ως εκ τούτου αυτό το όνομα
+αποδίδομεν εις την σωφροσύνην, διότι σώζει την φρόνησιν. Δηλαδή
+κυρίως αυτού του είδους την γνώμην σώζει. Διότι δεν καταστρέφει ούτε
+διαστρέφει παντός είδους γνώμην η ηδονή και η λύπη, λόγου χάριν αν
+αι τρεις γωνίαι του τριγώνου είναι ίσαι προς δύο ορθάς ή όχι, αλλά
+μόνον τας περιστρεφομένας εις τας ευδοκίμους εκτελέσεις. Διότι αι
+αρχαί των εκτελεστών αποτελούν τον σκοπόν αυτών. Αλλά όστις είναι
+διεφθαρμένος από ηδονήν ή λύπην δεν βλέπει καθαρά την αρχήν, ούτε
+ότι πρέπει χάριν της αρχής και εξ αιτίας αυτής να προαιρήται και να
+εκτελή τα πάντα. Διότι η κακία καταστρέφει τας αρχάς. Επομένως κατ'
+ανάγκην η φρόνησις είναι διάθεσις συνοδευομένη από αληθή λόγον
+εκτελεστική ως προς τα ανθρώπινα αγαθά. Αλλά βεβαίως της μεν τέχνης
+υπάρχει αρετή, της φρονήσεως όμως δεν υπάρχει. Και εις μεν την
+τέχνην όστις σφάλλει εκουσίως είναι προτιμότερος, εις την φρόνησιν
+όμως όχι, καθώς και εις όλας τας αρετάς. Είναι λοιπόν φανερόν ότι η
+φρόνησις είναι κάποια αρετή και όχι τέχνη. Από τα δυο δε λογικά μέρη
+της ψυχής φαίνεται ότι εις το έν μόνον ανήκει η αρετή, δηλαδή εις το
+κριτικόν. Διότι και η κρίσις καθώς και η φρόνησις περιστρέφεται εις
+τα ενδεχόμενα να συμβούν και αλλέως. Αλλά βεβαίως δεν είναι πάλιν
+ούτε μόνον διάθεσις συνοδευομένη από λόγον. Απόδειξις δε τούτου
+είναι ότι την τοιαύτην διάθεσιν είναι δυνατόν να την λησμονήσωμεν,
+την φρόνησιν όμως όχι.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'.
+
+
+&Ο νους.&
+
+Επειδή δε η επιστήμη είναι μία γνώμη περί των καθολικών πραγμάτων
+και των υπαρχόντων εξ ανάγκης, και επειδή υπάρχουν αρχαί όλων των
+πραγμάτων τα οποία επιδέχονται απόδειξιν καθώς και πάσης επιστήμης —
+διότι η επιστήμη συνοδεύεται από λόγον — έπεται ότι των αρχών παντός
+πράγματος υποκειμένου εις την επιστήμην δεν υπάρχει ούτε επιστήμη
+ούτε τέχνη ούτε φρόνησις. Διότι παν ό,τι υπόκειται εις την επιστήμην
+επιδέχεται απόδειξιν, ενώ όλαι αυταί περιστρέφονται εις όσα είναι
+ενδεχόμενον να συμβούν και αλλέως. Αλλ' ούτε βεβαίως σοφία αυτών των
+πραγμάτων υπάρχει. Διότι ιδιότης της σοφίας είναι να έχη απόδειξιν
+διά μερικά πράγματα. Αφού λοιπόν τα μέσα, με τα οποία ευρίσκομεν την
+αλήθειαν, και με τα οποία ποτέ δεν διαψευδόμεθα ως προς τα
+ενδεχόμενα ή μη ενδεχόμενα να συμβούν και αλλέως, είναι η επιστήμη
+και η φρόνησις και η σοφία και ο νους, κανέν από τα τρία όμως εξ
+αυτών δεν είναι δυνατόν να είναι αυτό — τρία δε εννοώ την φρόνησιν,
+την επιστήμην, την σοφίαν — απομένει να είναι ο νους το μέσον με το
+οποίον ευρίσκομεν τας αρχάς.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.
+
+
+&Σοφία.&
+
+Την δε σοφίαν ως προς τας τέχνας την αποδίδομεν εις τους
+επιτηδειοτάτους• λόγου χάριν θεωρούμεν τον Φειδίαν σοφόν λιθοξόον
+και τον Πολύκλειτον σοφόν ανδριαντοποιόν. Και βεβαίως εδώ τίποτε
+άλλο δεν εννοούμεν με την σοφίαν, παρά ό,τι είναι η αρετή εις την
+τέχνην. Νομίζομεν όμως και ότι υπάρχουν γενικώς μερικοί σοφοί όχι
+εις έν είδος ούτε εις ωρισμένον πράγμα, καθώς λέγει ο Όμηρος εις τον
+Μαργίτην:
+
+ Ούτε σκαφτιάν τον έκαμαν οι θεοί, ούτε οργωτήν,
+ αλλ' ούτε είς άλλο τίποτε σοφόν.
+
+Ώστε είναι φανερόν ότι η σοφία είναι μία από τας ακριβεστάτας
+επιστήμας. Επομένως ο σοφός δεν πρέπει να γνωρίζη μόνον όσα
+εξάγονται από τας αρχάς, αλλά να ευρίσκη την αλήθειαν και ως προς
+τας αρχάς. Επομένως η σοφία ίσως είναι νους και επιστήμη, και είναι
+καθώς μία κεφαλή η οποία περιέχει επιστήμην περιστρεφομένην εις τα
+σπουδαιότερα.
+
+Διότι είναι παράλογον να θεωρή κανείς την πολιτικήν ή την φρόνησιν
+σπουδαιοτάτην, εάν ο άνθρωπος δεν είναι το ανώτερον από όλα εις τον
+κόσμον. Αφού λοιπόν άλλο είναι το υγιεινόν και το αγαθόν διά τους
+ανθρώπους και άλλο διά τα ψάρια, ενώ το λευκόν και το ευθύγραμμον
+είναι το ίδιον πάντοτε, τότε ημπορούμεν και όλοι το ίδιον πράγμα να
+θεωρούμεν ως σοφόν, ως φρόνιμον όμως κάτι άλλο. Δηλαδή η ορθή
+αντίληψις εις τα περιστοιχίζοντα τον εαυτόν μας θα ημπορούσε να
+ονομασθή φρόνιμον πράγμα και εις αυτό να εμπιστευθούν αυτά. Διά
+τούτο και μερικά από τα ζώα τα θεωρούν φρόνιμα, όσα δηλαδή φαίνονται
+ότι έχουν κάποιαν προνοητικήν δύναμιν διά την ζωήν των. Είναι δε
+επίσης φανερόν ότι δεν ημπορεί να είναι το ίδιον πράγμα η σοφία και
+η πολιτική. Διότι, εάν μεν ονομάση κανείς σοφίαν την περιστρεφομένην
+εις τα ατομικά συμφέροντα, τότε θα φανερωθούν πολλαί σοφίαι. Διότι
+δεν υπάρχει σοφία διά το αγαθόν όλων των ζώων, αλλά διαφορετική διά
+το καθέν, αφού και ιατρική δεν υπάρχει μία δι' όλα τα όντα. Εάν δε
+ονομάση σοφίαν αυτήν την πολιτικήν, διότι ο άνθρωπος είναι το
+ανώτερον από όλα τα άλλα ζώα, δεν έχει καμμίαν άλλην διαφοράν. Διότι
+και από τον άνθρωπον υπάρχουν άλλα όντα πολύ θεϊκώτερα κατά την
+φύσιν ωσάν ολοφάνερα, από τα οποία συνίσταται ο κόσμος. Λοιπόν από
+όσα είπαμεν είναι φανερόν ότι η σοφία και η επιστήμη και ο νους
+είναι από τα τιμαλφέστερα πράγματα εις τον κόσμον. Διά τούτο τον
+Αναξαγόραν και τον Θαλήν και τους ομοίους των τους θεωρούν μεν
+σοφούς, όχι όμως φρονίμους, αφού τους βλέπουν ότι δεν γνωρίζουν τα
+ατομικά των συμφέροντα, και λέγουν μεν ότι αυτοί γνωρίζουν περισσά
+και αξιοθαύμαστα και δύσκολα και θεϊκά πράγματα, αυτά όμως είναι
+άχρηστα, διότι δεν εξετάζουν ποία είναι τα ανθρώπινα αγαθά.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'.
+
+
+&Φρόνησις.&
+
+Η δε φρόνησις όμως περιστρέφεται εις τα ανθρώπινα και εις όσα είναι
+δυνατόν να τα προμελετήσωμεν. Δηλαδή κυρίως θεωρούμεν έργον του
+φρονίμου την καλήν προμελέτην. Κανείς όμως δεν σκέπτεται δι' όσα
+είναι αδύνατον να συμβούν κατ' άλλον τρόπον από ό,τι συμβαίνουν,
+ούτε δι' όσα δεν έχουν κάποιον τέλος, και αν αυτά πάλιν δεν είναι
+εκτελεστόν αγαθόν. Όστις δε είναι γενικώς προνοητικός παρατηρεί με
+την σκέψιν του ποίον είναι το άριστον από όλα τα εκτελεστά διά τον
+άνθρωπον. Και δεν περιστρέφεται η φρόνησις μόνον εις τα γενικά, αλλά
+πρέπει κανείς να γνωρίζη και τα καθέκαστα. Δηλαδή είναι εκτελεστική,
+αλλά πάσα εκτέλεσις περιστρέφεται εις τα καθέκαστα. Διά τούτο
+μερικοί αμαθέστεροι είναι εκτελεστικώτεροι από άλλους πολυμαθείς,
+δηλαδή οι έμπειροι. Διότι, εάν τύχη κανείς να γνωρίζη ότι όλα τα
+ελαφρά κρέατα είναι εύπεπτα και υγιεινά, δεν γνωρίζη όμως ποία είναι
+ελαφρά, δεν θα επαναφέρη την υγείαν, αλλά μόνον όστις γνωρίζει ότι
+τα πουλερικά κρέατα είναι ελαφρά, αυτός θα φέρη την υγείαν
+περισσότερον. Η δε φρόνησις είναι εκτελεστική. Ώστε ή πρέπει να
+έχωμεν και τα δύο, ή αυτήν περισσότερον. Ίσως δε και εδώ κάποια από
+τας δύο είναι αρχιεργατική αρετή. Είναι δε η πολιτική και η φρόνησις
+η ιδία διάθεσις, ουσιωδώς όμως δεν είναι το ίδιον πράγμα, διότι η
+δευτέρα περιστρέφεται εις την πόλιν, και η μεν αρχιεργατική φρόνησις
+είναι νομοθετική, η δε αναφερομένη εις τα καθέκαστα φέρει το κοινόν
+όνομα πολιτική. Αυτή δε είναι εκτελεστική και προνοητική. Διότι το
+ψήφισμα είναι εκτελεστόν, επειδή είναι το τελευταίον. Διά τούτο
+μόνον οι τοιούτοι λέγομεν ότι πολιτεύονται. Διότι μόνον αυτοί
+ενεργούν καθώς οι χειροτέχναι. Φαίνεται δε ότι και η φρόνησις κυρίως
+είναι η περιστρεφομένη εις το άτομον και τον ένα. Και αυτή φέρει το
+κοινόν όνομα φρόνησις. Από εκείνας όμως η μεν μία ονομάζεται
+οικονομία, η δε άλλη νομοθεσία και η άλλη πολιτική, και από αυτήν η
+μεν μία είναι βουλευτική, η δε άλλη δικαστική.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'.
+
+
+
+&Συνέχεια περί φρονήσεως.&
+
+Ίσως λοιπόν είναι έν είδος γνώσεως το να γνωρίζη κανείς τα ατομικά
+του συμφέροντα, έχει όμως μεγάλην διαφοράν από την γνώσιν εν γένει.
+Και φαίνεται ότι φρόνιμος είναι όστις γνωρίζει τα ατομικά του, και
+φροντίζει διά το άτομόν του, ενώ οι πολιτικοί φαίνονται
+πολυπράγμονες. Διά τούτο λέγει ο Ευριπίδης {37}:
+
+ Πού φρόνιμος; ενώ ημπορούσα ήσυχα
+ να είμαι ένας μέσα εις όλον τον στρατόν
+ να κάμνω την δουλειά μου;
+ Μα όσοι μεγαλοπιάνονται.......
+
+Διότι οι τοιούτοι επιδιώκουν το ατομικόν των συμφέρον, και αυτό
+νομίζουν ότι πρέπει να εκτελούν. Από αυτήν λοιπόν την γνώμην προήλθε
+το να θεωρούνται φρόνιμοι αυτοί. Μολονότι ίσως δεν είναι δυνατόν να
+επιδιώκη κανείς ορθώς το ατομικόν του συμφέρον χωρίς οικονομίαν και
+πολιτικήν, έπειτα δε είναι άγνωστον πώς πρέπει κανείς να διοική τα
+ατομικά του πράγματα και πρέπει να το εξετάσωμεν. Απόδειξις δε αυτού
+που είπαμεν είναι ότι οι νέοι γίνονται μεν μαθηματικοί και σοφοί εις
+τοιούτου είδους πράγματα, φρόνιμοι όμως δεν φαίνεται να γίνωνται.
+Αιτία δε είναι ότι η φρόνησις φαίνεται ότι περιστρέφεται εις τα
+καθέκαστα, τα οποία γίνονται γνωστά από εμπειρίαν. Αλλά νέος
+έμπειρος δεν υπάρχει, διότι η εμπειρία έρχεται με τον πολύν καιρόν.
+Άλλως τε ημπορεί να λάβη υπ' όψιν του κανείς και το εξής. Διατί τάχα
+ένα παιδί ημπορεί να γίνη μαθηματικός, όχι όμως και σοφός ή φυσικός;
+Όχι τάχα διότι εκείνα μεν γίνονται αφηρημένως, ενώ αυτών εδώ αι
+αρχαί πηγάζουν από την εμπειρίαν, και εις αυτά μεν εδώ οι νέοι
+ψιττακίζουν τας αρχάς χωρίς πεποίθησιν, ενώ εις εκείνα δεν είναι
+άγνωστοι αι αρχαί; Έπειτα το λάθος της προμελέτης ή ανήκει εις τα
+γενικά ή εις τα καθέκαστα. Δηλαδή ή πρόκειται να εύρωμεν ότι όλα τα
+βαρειά νερά είναι βλαβερά, ή ότι τούτο εδώ είναι βαρύ. Ότι δε η
+φρόνησις δεν είναι επιστήμη είναι ολοφάνερον. Διότι, καθώς είπαμεν,
+περιστρέφεται εις το τελευταίον. Διότι τοιούτον είναι παν ό,τι είναι
+εκτελεστόν. Και βεβαίως αντιτίθεται προς τον νουν. Διότι ο νους
+περιστρέφεται εις τα αξιώματα, τα οποία δεν επιδέχονται απόδειξιν,
+ενώ η φρόνησις περιστρέφεται εις τα τελευταία (εξαγόμενα), τα οποία
+δεν υπόκεινται εις καμμίαν επιστήμην αλλά εις την αίσθησιν, και όχι
+εις τα ιδιαίτερα αισθητήριά μας, αλλά εις εκείνην με την οποίαν
+εννοούμεν ότι το τελευταίον πολύγωνον εις τα μαθηματικά είναι το
+τρίγωνον. Διότι εις αυτό και θα σταματήση. Αλλά αυτό εδώ πλέον είναι
+μάλλον αντίληψις παρά φρόνησις, και είναι διαφορετικόν είδος από
+εκείνην.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι’.
+
+
+
+&Περίσκεψις.&
+
+Η έρευνα δε διαφέρει από την προμελέτην. Διότι η προμελέτη είναι έν
+μέρος της όλης ερεύνης. Πρέπει δε να ειπούμεν και τι είναι
+περίσκεψις, δηλαδή αν είναι επιστήμη, ή κρίσις, ή ευστοχία, ή κανέν
+άλλο γένος. Και λοιπόν επιστήμη μεν δεν είναι — διότι κανείς δεν
+ερευνά όσα γνωρίζονται, ενώ η περίσκεψις είναι κάποια προμελέτη, και
+όστις προμελετά ερευνά και υπολογίζει. — Αλλά πάλιν και ευστοχία δεν
+είναι. Διότι η ευστοχία είναι κάτι που δεν έχει λόγον και γίνεται
+γλήγορα, ενώ η προμελέτη διαρκεί πολλήν ώραν, και λέγουν παροιμιωδώς
+ότι πρέπει να σκεπτώμεθα μεν αργά, αλλά να εκτελούμεν γλήγορα τα
+αποφασισθέντα. Έπειτα διαφέρει η αγχίνοια από την περίσκεψιν. Είναι
+δε η αγχίνοια κάποια ευστοχία. Αλλ' ούτε βεβαίως κρίσις είναι η
+περίσκεψις. Αλλά επειδή όστις μεν προμελετά κακώς κάμνει σφάλμα,
+όστις δε προμελετά καλώς κάμνει το ορθόν, είναι φανερόν ότι η
+περίσκεψις είναι κάποια ορθότης, όχι όμως επιστήμης ούτε κρίσεως.
+Διότι της μεν επιστήμης ορθότης δεν υπάρχει — διότι δεν υπάρχει ούτε
+σφάλμα — της δε κρίσεως ορθότης είναι η αλήθεια. Εξ άλλου δε
+ωρίσαμεν προηγουμένως όλα εκείνα, εις όσα περιστρέφεται η κρίσις.
+
+Αλλά πάλιν ούτε χωρίς λόγον γίνεται η περίσκεψις. Μένει λοιπόν να
+αναφέρεται εις την διάνοιαν. Διότι αυτή δεν είναι ακόμη κατάφασις.
+Και βεβαίως και η κρίσις δεν είναι έρευνα αλλά κατάφασις, ενώ όστις
+προμελετά, είτε ορθώς είτε εσφαλμένως εκτελεί τούτο, ερευνά και
+συλλογίζεται. Ώστε είναι κάποια ορθότης της σκέψεως η περίσκεψις.
+Διά τούτο πρώτον πρέπει να εξετάσωμεν, τι είναι σκέψις και εις τι
+περιστρέφεται, επειδή δε η ορθότης λέγεται με πολλάς σημασίας, είναι
+φανερόν ότι όλη η ορθότης σκέψεως δεν είναι περίσκεψις. Διότι ο
+ακρατής και ο μηδαμινός, εάν επιδιώκη, εάν είναι δαιμόνιος, θα το
+επιτύχη με τον υπολογισμόν, και επομένως υπό έποψιν μεν προμελέτης
+θα εκτελή ορθώς, υπό έποψιν όμως αποφάσεως θα απολαύση μέγα κακόν.
+Φαίνεται δε βεβαίως ότι η περίσκεψις είναι κάπως αγαθόν. Δηλαδή
+εκείνο το είδος μόνον της ορθής προμελέτης είναι περίσκεψις, το
+οποίον επιδιώκει το αγαθόν. Αλλ' είναι δυνατόν να το επιτύχωμεν αυτό
+και με ψευδή συλλογισμόν. Δηλαδή, ό,τι μεν πρέπει να κάμωμεν, είναι
+δυνατόν να το επιτύχωμεν, όχι όμως και το μέσον, αλλά πιθανόν να
+είναι ψευδής ο μέσος όρος (=η ελάσσων πρότασις). Ώστε και αυτό το
+είδος δεν είναι περίσκεψις, με το οποίον επιτυγχάνει μεν κανείς ό,τι
+πρέπει, όχι όμως με το πρέπον μέσον. Έπειτα είναι δυνατόν άλλος να
+σκεφθή πολλήν ώραν και επιτύχη, και άλλος γλήγορα. Επομένως ούτε
+εκείνο δεν είναι ακόμη περίσκεψις, αλλά απλώς ορθότης ως προς το
+ωφέλιμον, και δι' ό,τι πρέπει, και καθώς πρέπει, και όταν πρέπη.
+Έπειτα είναι δυνατόν να προμελετά κανείς ορθώς και γενικώς, αλλά και
+εν σχέσει προς κάποιον αποτέλεσμα. Και γενική μεν προμελέτη είναι
+εκείνη η οποία κατορθώνει γενικώς το αποτέλεσμα, μία δε ωρισμένη
+είναι εκείνη η οποία κατορθώνει έν ωρισμένον αποτέλεσμα. Εάν λοιπόν
+είναι ιδιότης των φρονίμων η καλή προμελέτη, τότε η περίσκεψις θα
+είναι ίσως ορθότης συμφωνούσα με το συμφέρον εν σχέσει προς έν
+αποτέλεσμα, διά το οποίον η φρόνησις είναι αληθής αντίληψις.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'.
+
+
+&Ευσυνεσία& (εξυπνάδα).
+
+Αλλά και η σύνεσις και η ευσυνεσία, δηλαδή αι ιδιότητες με τας
+οποίας χαρακτηρίζουν τους συνετούς και ευσυνέτους, δεν είναι ούτε
+εντελώς το ίδιον με την επιστήμην και κρίσιν — διότι τότε όλοι θα
+ήσαν συνετοί — ούτε πάλιν μία ειδική επιστήμη, καθώς λόγου χάριν η
+ιατρική διά τα υγιεινά, και η γεωμετρία διά τα μεγέθη. Διότι η
+σύνεσις δεν περιστρέφεται ούτε εις τα αιώνια και αμετάβλητα
+πράγματα, ούτε εις τα συμβαίνοντα εις ό,τιδήποτε, αλλά εις όσα
+ημπορεί κανείς να έχη απορίαν και να τα σκέπτεται. Διά τούτο
+περιστρέφεται μεν εις τα ίδια ζητήματα εις όσα και η φρόνησις, δεν
+είναι όμως το ίδιον η σύνεσις και η φρόνησις. Διότι η μεν φρόνησις
+είναι διατακτική — διότι το αποτέλεσμα αυτής είναι, τι πρέπει να
+πράξωμεν ή όχι — ενώ η σύνεσις είναι μόνον κριτική. — Και βεβαίως
+είναι το ίδιον η σύνεσις και η ευσυνεσία και ο συνετός και ο
+ευσύνετος. Σύνεσις δε δεν είναι ούτε το να έχωμεν φρόνησιν ούτε να
+λάβωμεν, αλλά καθώς το μανθάνω λέγεται αρχαϊκώς συνίημι, εάν
+εφαρμόζη την επιστήμην, ομοίως και εάν εφαρμόζη την κρίσιν, διά να
+κρίνη καλώς εκείνα εις τα οποία περιστρέφεται η φρόνησις, όταν ομιλή
+άλλος. Διότι το μόριον ευ είναι το ίδιον με το καλώς. Και από τούτο
+προήλθε το όνομα ευσυνεσία, με την οποίαν χαρακτηρίζονται οι
+ευσύνετοι, δηλαδή από την καλήν μάθησιν. Διότι πολλάκις
+ανταλλάσσεται το μανθάνω με το συνίημι.
+
+&Γνώμη (κρίσις) {38}.&
+
+Η δε γνώμη, καθώς λέγουν, είναι εκείνη με την οποίαν χαρακτηρίζομεν
+τον ορθόγνωμον (ορθόφρονα) και είναι η ορθή κρίσις του ευπρεπούς.
+Απόδειξις δε είναι το εξής. Δηλαδή προ πάντων τον ευπρεπή τον
+θεωρούμεν ορθόγνωμον και ευπρέπειαν θεωρούμεν το να δίδωμεν εις
+μερικάς περιστάσεις συγγνώμην. Η δε συγγνώμη (συμβιβαστικότης) είναι
+γνώμη ορθή κρίνουσα το ευπρεπές. Η δε ορθή κρίσις χαρακτηρίζει το
+αληθές.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'.
+
+
+
+&Η γνώμη, η σύνεσις, η φρόνησις, και ο νους ανήκουν εις το ίδιον
+άτομον.& — Αλλά και όλαι αι ανωτέρω διαθέσεις βεβαίως τείνουν εις το
+ίδιον πράγμα. Δηλαδή την γνώμην και την σύνεσιν και την φρόνησιν και
+τον νουν τας εφαρμόζομεν εις τους ιδίους ανθρώπους και λέγομεν ότι
+έχουν γνώμην και νουν και πάλιν ότι είναι φρόνιμοι και συνετοί.
+Διότι όλαι αυταί αι δυνάμεις περιστρέφονται εις τα τελευταία
+εξαγόμενα και τα καθέκαστα, και με το να κρίνη κανείς όσα κρίνει ο
+φρόνιμος, είναι συνετός και ορθόγνωμος ή συμβιβαστικός. Διότι τα
+ευπρεπή μόνα από όλα τα αγαθά μας είναι κοινά εις τας σχέσεις μας
+προς τους άλλους, περιστρέφονται όμως εις τα καθέκαστα και τελευταία
+όλα τα επιτυχώς εκτελεστά. Και βεβαίως ο φρόνιμος πρέπει να τα
+γνωρίζη αυτά, και η σύνεσις και η γνώμη περιστρέφεται εις τα
+εκτελεστά, τα οποία είναι τελευταία.
+
+&Εποπτικός νους.& — Και ο νους δε περιστρέφεται εις τα τελευταία και
+κατά τας δύο διευθύνσεις. Δηλαδή και εις τους πρώτους όρους
+(προτάσεις) και εις τους τελευταίους περιστρέφεται ο νους και ο
+λόγος, και αυτός μεν (ο λόγος) είναι κατάλληλος εις τας αποδείξεις
+του αμεταβλήτου και των αξιωμάτων, εκείνος δε εις την εφαρμογήν των
+τελευταίων εξαγομένων και του ενδεχομένου, και της δευτέρας
+προτάσεως. Διότι αυταί είναι αι αρχαί των αιτίων. Δηλαδή από τα
+καθέκαστα προέρχονται τα γενικά. Αυτά λοιπόν πρέπει να τα
+αντιλαμβανώμεθα, και τούτο εκτελεί ο νους. Διά τούτο αυτά φαίνονται
+ότι είναι φυσικά, και εκ φύσεως σοφός μεν δεν είναι κανείς, έχει
+όμως γνώμην και σύνεσιν και νουν. Απόδειξις δε είναι ότι αυτά
+συμβαδίζουν με τας ηλικίας. Και η δείνα ηλικία λέγομεν ότι έχει
+γνώμην και νουν, διότι φρονούμεν ότι η αιτία υπάρχει εις την φύσιν.
+Διά τούτο και η αρχή και το τέλος είναι ο νους. Διότι αι αποδείξεις
+προέρχονται από αυτά και εις αυτά περιστρέφονται. Ώστε πρέπει να
+δίδωμεν προσοχήν εις τας αναποδείκτους κρίσεις των εμπείρων και των
+γεροντοτέρων ή των φρονίμων όχι ολιγώτερον από τας αποδείξεις. Διότι
+αυτοί βλέπουν ορθώς, επειδή έχουν έμπειρον βλέμμα. Και λοιπών περί
+φρονήσεως και σοφίας και εις τι ασχολείται εκάστη και ότι εκάστη
+είναι ιδιότης διαφορετικού μέρους της ψυχής, το εξετάσαμεν.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'.
+
+
+
+&Απορίαι περί χρησιμότητος της φρονήσεως και σοφίας.& — Τόρα όμως
+έρχεται το ερώτημα περί αυτών εις τι χρησιμεύουν. Και λοιπόν η μεν
+σοφία τίποτε δεν αντιλαμβάνεται από εκείνα τα οποία κάμνουν τον
+άνθρωπον ευτυχή — δηλαδή δεν περιστρέφεται εις την γένεσιν κανενός
+πράγματος — , η δε φρόνησις το έχει μεν αυτό, αλλά ποία η ανάγκη
+αυτής, αφού η μεν φρόνησις περιστρέφεται εις τα δίκαια και καλά και
+αγαθά διά τον άνθρωπον, αυτά δε είναι έργα του αγαθού ανδρός, και
+όμως με μόνην την γνώσιν δεν γινόμεθα διόλου ικανώτεροι εις την
+εκτέλεσιν αυτών — αφού αι αρεταί είναι συνήθειαι — καθώς ούτε εις τα
+υγιεινά και την ευρωστίαν, τα οποία δεν θεωρούνται ενέργειαι αλλά
+διαθέσεις; Διότι εις τίποτε δεν είμεθα εκτελεστικώτεροι με το να
+έχωμεν την ιατρικήν και την γυμναστικήν. Εάν δε δεν θεωρήσωμεν
+κανένα φρόνιμον προς χάριν αυτών, αλλά μόνον χάριν της γενέσεως,
+τότε η φρόνησις δεν χρησιμεύει διόλου εις εκείνους οι οποίοι είναι
+σπουδαίοι εις αυτήν, ακόμη δε ουδέ εις όσους δεν είναι σπουδαίοι.
+Διότι δεν υπάρχει καμμία διαφορά αν τας έχομεν οι ίδιοι, ή
+υπακούομεν εις άλλους οι οποίοι τας κατέχουν. Και διότι εις ημάς
+είναι τούτο αρκετόν, καθώς συμβαίνει διά την υγείαν. Δηλαδή
+επιθυμούμεν να είμεθα υγιείς, αλλά δεν μανθάνομεν την ιατρικήν.
+Έπειτα δε ίσως φανή παράλογον, εάν θα την θεωρήσωμεν εγκυροτέραν από
+την σοφίαν, ενώ είναι κατωτέρα. Διότι η πρωτουργός εξουσιάζει και
+διατάσσει εις τα καθέκαστα. Περί αυτών λοιπόν πρέπει να ομιλήσωμεν.
+Διότι τόρα τας απορίας μόνον εξετάσαμεν περί αυτών.
+
+&Η φρόνησις και ιδίως η σοφία έχει ανάγκην άλλης πρακτικωτέρας
+δυνάμεως.& — Και πρώτον λέγομεν ότι αυταί πρέπει να είναι καθ'
+εαυτάς προτιμητέαι — αφού είναι αρεταί η καθεμία του καθενός μέρους
+της ψυχής — και όταν ακόμη δεν παράγη τίποτε καμμία από αυτάς. Εκτός
+τούτου όμως παράγουν και κάτι τι, πλην όχι καθώς η ιατρική την
+υγείαν, αλλά καθώς η υγεία φέρει την ευτυχίαν, ομοίως και η σοφία
+φέρει αυτήν. Διότι, επειδή είναι μέρος της όλης αρετής, κάμνει τον
+άνθρωπον ευδαίμονα και διότι την έχει και διότι ενεργεί δι' αυτής.
+Έπειτα παν έργον τελειόνει συμφώνως με την φρόνησιν και την ηθικήν
+αρετήν. Διότι η μεν αρετή ευρίσκει ορθώς τον σκοπόν, η δε φρόνησις
+τα μέσα τα οποία φέρουν εις τον σκοπόν. Του δε τετάρτου μέρους της
+ψυχής, δηλαδή του θρεπτικού, δεν υπάρχει τοιαύτη αρετή. Διότι τίποτε
+δεν εξαρτάται από αυτό να εκτελεσθή ή όχι, ότι όμως δεν γινόμεθα
+διόλου εκτελεστικώτεροι εις τα καλά και δίκαια από την φρόνησιν
+πρέπει να αρχίσωμεν ολίγα από τα ανώτερα, αφού λάβωμεν τούτο ως
+αρχήν. Δηλαδή καθώς διά τα δίκαια όσοι τα εκτελούν δεν τους
+ονομάζομεν ακόμη δικαίους, λόγου χάριν όσοι εκτελούν τα επιβαλλόμενα
+από τους νόμους, ή όσοι εκτελούν εν αγνοία ή ακουσίως, ή από κανένα
+άλλον λόγον και όχι χάριν αυτών — μολονότι βεβαίως εκτελούν τα
+πρέποντα και όσα οφείλει να πράττη ο σπουδαίος — ομοίως καθώς
+φαίνεται, έχει σημασίαν με ποίαν διάθεσιν τα εκτελεί κανείς διά να
+είναι αγαθός, εννοώ δε παραδείγματος χάριν την εκ προαιρέσεως
+εκτέλεσιν και χάριν των ιδίων πράξεων. Και λοιπόν την μεν προαίρεσιν
+καθιστά ορθήν η αρετή, ποία όμως επλάσθησαν να εκτελούνται εξ αιτίας
+αυτής, αυτό δεν είναι έργον της αρετής, αλλά άλλης δυνάμεως. Αλλά
+πρέπει να ομιλήσωμεν με περισσοτέραν προσοχήν περί αυτών.
+
+
+
+&Δεινότης& {39}
+
+Υπάρχει δε κάποια δύναμις, την οποίαν ονομάζουν δεινότητα. Αύτη δε
+είναι ικανή, όσα συντείνουν προς τον υποτεθέντα σκοπόν να τα εκτελή
+και να τα επιτυγχάνη. Αν μεν λοιπόν ο σκοπός είναι καλός, τότε είναι
+επαινετή, αν δε είναι μηδαμινός, τότε αυτή είναι πανουργία. Δια
+τούτο και τους φρονίμους και τους πανούργους τους ονομάζουν
+δαιμονίους. Η φρόνησις όμως δεν είναι κυρίως δεινότης, αλλά πάλιν
+δεν στερείται και αυτήν την δύναμιν. Αυτή δε η διάθεσις δεν
+προσγίνεται εις αυτόν τον ψυχικόν οφθαλμόν χωρίς αρετήν, καθώς το
+είπαμεν και καθώς είναι προφανές. Διότι οι συλλογισμοί περιέχουν την
+αρχήν των εκτελεστών ως μείζονα πρότασιν: «Αφού τοιούτου είδους
+είναι το τέλος, και αφού είναι το καλλίτερον», οτιδήποτε και αν
+είναι. Δηλαδή έστω ως παράδειγμα ό,τι και αν τύχη. Αλλά το
+καλλίτερον αυτό, εάν δεν υπάρχη εις τον αγαθόν, δεν αποδεικνύεται.
+Διότι η μοχθηρία τον διαστρέφει και τον κάμνει να διαψεύδεται ως
+προς τας αρχάς των εκτελεστών ώστε είναι φανερόν ότι είναι αδύνατον
+να είναι κανείς φρόνιμος, αν δεν είναι αγαθός. Και λοιπόν ας
+σκεφθώμεν πάλιν περί της αρετής. Δηλαδή η αρετή έχει τον αυτόν λόγον
+προς την δεινότητα, ον λόγον έχει η φρόνησις — δεν είναι μεν το
+ίδιον πράγμα είναι όμως ομοία — ομοίως δε και η φυσική αρετή προς
+την κυρίως αρετήν. Διότι εις όλους φαίνεται ότι υπάρχει κάπως εκ
+φύσεως έκαστον είδος από τα ήθη — δηλαδή και την δικαιοσύνην και την
+σωφροσύνην και την ανδρείαν και όλα τα άλλα τα έχομεν ευθύς εκ
+γενετής — αλλ' όμως ζητούμεν κάποιον άλλον, δηλαδή το κυρίως αγαθόν,
+και θέλομεν όλα αυτά να υπάρξουν εντός μας κατ' άλλον τρόπον. Διότι
+και εις τα παιδία και τα θηρία υπάρχουν αι φυσικαί διαθέσεις,
+χωριστά όμως από τον νουν φαίνονται ότι είναι βλαβεραί. Αλλά τούτο
+τουλάχιστον φαίνεται σαφές, ότι καθώς εις έν ισχυρόν σώμα, όταν
+κινήται χωρίς όρασιν, συμβαίνη να προσκρούη δυνατά ένεκα αυτής της
+ελλείψεως, το ίδιον και εδώ. Εάν όμως αποκτήση νουν, διαφέρει εις
+την εκτέλεσιν, η δε διάθεσις, ενώ είναι πάλιν ομοία, τότε όμως
+κυρίως θα είναι αρετή. Επομένως, καθώς εις το γνωστικόν μέρος
+υπάρχουν δύο είδη, δηλαδή η δεινότης και η φρόνησις, ομοίως και εις
+το ηθικόν υπάρχουν δύο είδη, δηλαδή το έν μεν είναι η φυσική αρετή,
+το δε άλλο η κυρίως αρετή, και από αυτάς τας δύο η κυρίως αρετή δεν
+γίνεται χωρίς φρόνησιν.
+
+&Επίκρισις της γνώμης του Σωκράτους περί φρονήσεως.& — Διά τούτο
+μερικοί λέγουν ότι όλαι αι αρεταί είναι φρονήσεις. Και ο Σωκράτης
+κατά τι μεν είχε δίκαιον, κατά τι δε έσφαλλε. Δηλαδή εις το ότι μεν
+ενόμιζε ότι όλαι αι αρεταί είναι φρονήσεις, επλανάτο, εις το ότι
+όμως αύται δεν υπάρχουν χωρίς φρόνησιν, είχε δίκαιον. Και απόδειξις
+ούτου είναι το εξής• ότι και τόρα όσοι ορίζουν την αρετήν προσθέτουν
+την διάθεσιν και λέγουν εις ποία περιστρέφεται, δηλαδή εις τα
+σύμφωνα με τον ορθόν λόγον. Ορθός δε λόγος είναι ο σύμφωνος με την
+φρόνησιν. Φαίνονται δε ως να προμαντεύουν κάπως όλοι ότι αρετή είναι
+η διάθεσις η οποία συμφωνεί με την φρόνησιν. Πρέπει όμως να το
+τροποποιήσωμεν ολίγον. Δηλαδή όχι μόνον η σύμφωνος με τον ορθόν
+λόγον διάθεσις είναι αρετή, αλλά και η συνοδευομένη από τον ορθόν
+λόγον. Ορθός δε λόγος εις τα τοιαύτα είναι η φρόνησις. Και βεβαίως ο
+Σωκράτης ενόμιζε ότι αι αρεταί είναι λόγοι — δηλαδή τας ενόμιζε όλας
+επιστήμας — ημείς όμως νομίζομεν ότι συνοδεύονται από τον λόγον.
+
+Είναι λοιπόν φανερόν από όσα είπαμεν ότι δεν θα είναι δυνατόν να
+είναι κανείς κυρίως αγαθός χωρίς φρόνησιν, ούτε φρόνιμος χωρίς
+ηθικήν αρετήν. Αλλά με αυτά αναιρείται και ο λόγος με τον οποίον θα
+ημπορούσε κανείς να αποδείξη ότι αι αρεταί χωρίζονται μεταξύ των.
+Διότι δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος προσφυέστερος εις όλας, επομένως
+άλλην μεν απέκτησε έως τόρα, άλλην όμως όχι ακόμη. Δηλαδή αυτό ως
+προς μεν τας φυσικάς αρετάς είναι δυνατόν, ως προς τας κυρίως αρετάς
+όμως, διά τας οποίας λέγεται γενικώς αγαθός, δεν είναι δυνατόν.
+Διότι συγχρόνως με την φρόνησιν η οποία είναι μία, θα συνυπάρξουν
+όλαι. Είναι δε φανερόν ότι, και αν δεν ήτο πρακτική (εκτελεστική),
+ήτο απαραίτητος, επειδή είναι αρετή του σχετικού ψυχικού μέρους, και
+ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχη ορθή προαίρεσις χωρίς φρόνησιν ούτε
+χωρίς αρετήν. Διότι η μεν μία μας κάμνει να εκτελούμεν το τέλος, η
+δε άλλη, όσα συντείνουν εις το τέλος. Πάλιν όμως βεβαίως δεν είναι
+κυρίαρχος της σοφίας ούτε του καλλιτέρου ψυχικού μέρους, καθώς δεν
+είναι ούτε η ιατρική κυρίαρχος της υγείας. Διότι δεν μεταχειρίζεται
+αυτήν ως όργανον, αλλά φροντίζει πώς να έλθη. Επομένως διατάσσει
+χάριν εκείνης και όχι δυνάμει εκείνης. Ακόμη δε πάλιν τούτο είναι
+όμοιον ωσάν να έλεγε κανείς ότι η πολιτική εξουσιάζει τους θεούς,
+διότι διατάσσει δι' όλα τα ζητήματα της πόλεως.
+
+Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν
+ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν
+συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη
+(ιστορία, φιλοσοφία» ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος)
+σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του
+τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε, εξελισσόμενο, το γλωσσικό
+της όργανο, Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο
+Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοστέλης, ο Θεόκριτος, ο
+Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται
+και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή,
+Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη,
+Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως,
+Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ. σε μια σύγχρονη σειρά
+εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά,
+συστηματικά, στην Ελλάδα.
+
+Ηθικά Νικομάχεια είναι το νεωτεριστικόν έργον του, εις το το οποίον
+εξετάζονται, αναλύονται και διατυπούνται από θεωρητικής συνάμα και
+πρακτικής απόψεως αι αρχαί της κοινωνικής και της ατομικής ηθικής.
+
+Η μετάφρασις φιλολογική και σαφής υπό του κ. Κ. Ζάμπα.
+
+ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ
+
+ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ Σια ο.ε.
+
+ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 ΤΗΛ. 614.686, 634.506
+
+ΤΙΜΑΤΑΙ ΔΡΧ. 10
+
+1} Μόνον το τέλος του βιβλίου Η (κεφάλ. 12 — 1} είναι περιττή
+παρεμβολή και ταυτολογία, πρωτοσχέδιον και ατελής των περί ηδονής
+πρώτων κεφαλαίων του βιβλίου Κ.
+
+2} Με κυρτά γράμματα σημειούνται όροι κοινοί και εις τον Πλάτωνα,
+συνήθως εκεί εξηγούμενοι σαφέστερον.
+
+3} Τούτο δεν αναφέρεται ρητώς εις κανένα διάλογον του Πλάτωνος,
+εφαρμόζεται όμως εις τον Σοφιστήν.
+
+4} Εις το βιβλίον Κ.
+
+5} Νόμοι II 653 α c.
+
+6} Το θέμα του Θεαιτήτου του Πλάτωνος εις αυτό περιστρέφεται.
+
+7} Βιβλίον Γ κεφ. 9 — Βιβλ. Ε.
+
+8} Βιβλίον Ε.
+
+9} Βιβλίον Ζ.
+
+10} Ιλιάδος Γ στ. 159.
+
+11} Ο Αισχύλος ενώπιον του Αρείου Πάγου απέδειξε ότι δεν ήτο
+μεμυημένος εις τα Ελευσίνια μυστήρια.
+
+12} Η Μερόπη σύζυγος του Κρεσφόντου εφόνευσε τον υιόν της Αίγυπτο εκ
+παρεξηγήσεως.
+
+13} Ιλ. Χ, 100.
+
+14} Ιλ. Θ, 148.
+
+15} Ιλ. Β, 371,0,348.
+
+16} Κατά τον ιερόν πόλεμον οι Κορωναίοι πολίται εφονεύθησαν άπαντες
+παρά τον Ερμαίον, ενώ οι Βοιωτοί στρατιώται ετράπησαν εις φυγήν κατά
+τον σχολιαστήν.
+
+17} Ιλ. Π, 529.
+
+18} Ιλ. Ε, 470.
+
+19} Ω, 318.
+
+20} Δεν υπάρχει εις τον Όμηρον.
+
+21} Ξενοφ. Έλλην. 4, 4, 10.
+
+22} Ιλ. Ω, 129.
+
+23} Ιδέ Ρητορικής II Κεφ. 16.
+
+24} Οδ. ρ. 420.
+
+25} Ιλ. Α 503 ε.
+
+26} Επί της εισβολής των Θηβαίων εις την Πελοπόννησον.
+
+27} Η λέξις αυτή δεν υπήρχε εις τους αρχαίους, ούτε άλλη ισοδύναμος.
+
+28} Σήμερον έχομεν το κατάλληλον όνομα φιλοφροσύνη, το οποίον τότε
+δεν υπήρχε.
+29} Ιδέ βιβλίον Η.
+
+30} Ιδέ Πολιτ. ΙΙΙ, 4.
+
+31} Η αριθμητική σχέσις είναι 2 έως 4 = 4 έως 6, άρα διά να
+επιτευχθή η εξίσωσις των ποσών πρέπει εις τον πρώτον όρον (2) να
+προσθέσωμεν την διαφοράν του μεγίστου (6) από τον μέσον (4)=2.
+
+32} Δηλαδή το: Οφθαλμόν αντί οφθαλμού».
+
+33} Κατά διάμετρον σύζευξιν των α β γ δ εννοεί:
+(α δ)
+ Χ = α + δ: β + γ = α: β.
+ γ β
+/Σημείωση: Η παρένθεση στο σχέδιο είναι μεγάλη και καλύπτει από την
+μια μεριά το α και το γ, ενώ από την άλλη το δ και το β./
+
+34} Όταν δεν αδική εκ προαιρέσεως (ιδέ ανωτέρω).
+
+35} Επανόρθωσις του αδικήματος. Ετηρήσαμεν την λέξιν χάριν των
+κατωτέρω.
+
+36} Το αρχαίον επιεικής σημαίνει χρηστός, αλτροϊστής, παραχωρητικός,
+επιεικής, και εν γένει καθώς πρέπει, αυτά δ' οπωσδήποτε τα εκφράζει
+το ευπρεπής.
+
+37} Εις τον Φιλοχτήτην.
+
+38} Γνώμη, ορθόγνωμος, συγγνώμη εκ του γιγνώσκω ετέθησαν εδώ
+αρχαϊκώς πως, καθώς εξηγούνται εις το χωρίον τούτο, ενώ σήμερον
+είναι μάλλον ηθικαί αρεταί.
+
+39} Ο δεινός σήμερον λέγεται δαιμόνιος και η δεινότης κάπως
+δαιμόνιον.
+
+
+
+
+
+
+End of Project Gutenberg's Nicomachean Ethics, Volume 1, by Aristotle
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK NICOMACHEAN ETHICS, VOLUME 1 ***
+
+***** This file should be named 28626-0.txt or 28626-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ https://www.gutenberg.org/2/8/6/2/28626/
+
+Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason Konstantinidis
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+https://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH F3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at https://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+https://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at https://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit https://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including including checks, online payments and credit card
+donations. To donate, please visit: https://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart was the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ https://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/28626-0.zip b/28626-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..ece2825
--- /dev/null
+++ b/28626-0.zip
Binary files differ
diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt
new file mode 100644
index 0000000..6312041
--- /dev/null
+++ b/LICENSE.txt
@@ -0,0 +1,11 @@
+This eBook, including all associated images, markup, improvements,
+metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be
+in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES.
+
+Procedures for determining public domain status are described in
+the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org.
+
+No investigation has been made concerning possible copyrights in
+jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize
+this eBook outside of the United States should confirm copyright
+status under the laws that apply to them.
diff --git a/README.md b/README.md
new file mode 100644
index 0000000..3d47521
--- /dev/null
+++ b/README.md
@@ -0,0 +1,2 @@
+Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for
+eBook #28626 (https://www.gutenberg.org/ebooks/28626)